Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Σωσίας

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος -Volt-, στις 13 Δεκεμβρίου 2019.

  1. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Τώρα…

    Την αγαπούσα αδερφέ, την αγαπούσα. Λέω αλήθεια. Λίγες στιγμές μέσα σε χίλια χρόνια μοιάζουν. Και παρόλ’ αυτά έμεινε αξέχαστη. Τα μάτια της, όπως κι αν κοιτούσαν, οι ώμοι της σαν σηκώνονταν κάθε φορά που ήταν μπερδεμένη, η απουσία της όταν κάτι δεν της άρεσε. Λέω αλήθεια αδερφέ, την αγαπούσα.


    2008…

    - Ένα τσιγάρο Χρήστο και την κάνω

    - Καλά λες, ας κάνουμε ένα ακόμα. Να παραγγείλω κι ένα τεταρτάκι, τι λες;

    - Όχι άλλο, για ‘μενα, όχι άλλο. Μόνο ίσως…

    - Ίσως τι; Πες ό,τι θες. Απόψε σε συνάντησα φίλε κι η μορφή σου σαν και τότε. Να σε δω, να σε χαρώ, να μείνει λίγο η μορφή σου, να θυμάμαι.

    - Να, ήθελα ένα ποτήρι νερό μονάχα.

    - Φίλε; Φίλε; Έλα λίγο.

    - Ορίστε κύριε…

    - Φέρε μας ένα νερό και…

    - Εμφιαλωμένο, κύριε;

    - Ναι ό,τι να ‘ναι.

    - Μάλιστα κύριε. Τίποτε άλλο;

    - Έλα θα μου συγχωρήσεις μια μικρή παρατυπία… Ναι; Λοιπόν φέρε μας κι ένα ρακόμελο ζεστό.

    - Όπως επιθυμείτε.

    - Πάντα το δικό σου. Δεν άλλαξες καθόλου Χρήστο.

    - Είναι που μου ‘λειψες ρε ‘συ.

    - Σου ‘λειψα; Εσύ έφυγες για σπουδές, εγώ εδώ έμεινα.

    - Και τι κέρδισα; Τίποτα δεν κέρδισα.

    - Έτερον εκάτερον αδερφέ.

    - Όπως τα ‘λες… Πες μου μερικά ακόμα νέα.

    - Όλα στα ‘πα, τι έμεινε;

    - Καμιά γκόμενα;

    - Τώρα όχι, παλιότερα. Εσύ;

    - Έφερα μαζί μου ένα μαργαριτάρι. Πότε θα κανονίσουμε να στη γνωρίσω;

    - Θέλεις να μου τη γνωρίσεις;

    - Γιατί να μη θέλω;

    - Η Άννα πρώτα γνώρισε εσένα…

    - Ναι αλλά προτίμησε εσένα. Ήμασταν 16, τι συζητάς;

    - Όμως, μπορούσα να έχω κάνει πίσω.

    - Και δεν έκανες. Το μετάνιωσες; Αλήθεια να πεις.

    - Όχι. Λέω αλήθεια.

    - Τότε, καλώς. Έγινε, δεν ξεγίνεται. Πότε την είδες τελευταία;

    - Τότε που μας βρήκες στο αμάξι μου.

    - Το αμάξι σου… θυμάμαι. Το ‘χεις ακόμα εκείνο το στάρλετ;

    - Με τράκαραν στη Βάρκιζα λίγες βδομάδες μετά.

    - Ήταν κι η Άννα μέσα;

    - Όχι, είχε τελειώσει.

    - Γιατί τελείωσε; Δυο χρόνια με κοροϊδεύατε.

    - Η αποκάλυψη έφερε την αναγνώριση του λάθους.

    - Σε ‘σενα. Εκείνη;

    - Δεν ξέρω, δε ρώτησα.


    Τώρα…

    Την αγαπούσα αδερφέ, την αγαπούσα. Λέω αλήθεια. Όταν έμπαινε σ’ εκείνη την σαν εμπύρετη κατάσταση μες στην κουβέντα, που της έπεφταν τα μαλλιά στο πρόσωπο και τα έσπρωχνε νευριασμένη, αναψοκοκκινισμένη, το θυμάμαι, πως το θυμάμαι. Κύκλοι μέσα σ’ ανθρώπους, οι άνθρωποι σε χίλιες αλυσίδες. Κάρμα έλεγε η γιαγιά, μα τι ήξερε κι αυτή. Ήταν αδύνατο να απέχω.


    2008…

    - Πάμε τώρα να σου γνωρίσω το μαργαριτάρι;

    - Όχι Χρήστο, είναι αργά, δουλεύω αύριο.

    - Μόνο για λίγο. Θα σε πάω να τη δεις να κοιμάται και θα φύγεις.

    - Και τι θα καταλάβω από κάποια που κοιμάται.

    - Πολλά. Στο ξάστερο πρόσωπο θα βρεις αυτό που αγάπησα.

    - Το πρόσωπο του ύπνου είναι σαν του θανάτου, όλα χάνονται αν μοιάζει ξάστερο.

    - Ή αν είναι πολύ ευτυχισμένο. Έλα σε παρακαλώ, μη μου χαλάς χατίρι.

    - Όχι σε παρακαλώ, μια άλλη φορά.

    - Γιατί αρνείσαι; Θα ‘λέγε κανείς πως μου ‘κανες χάρη κι έμεινες μαζί μου τόσες ώρες, θα ‘λεγε κανείς πως μ’ αποστρέφεσαι. Και όμως μου χρωστάς.

    - Σου χρωστάω; Ναι σου χρωστάω, λες αλήθεια.

    - Πάντα, λέω την αλήθεια.

    - Πάμε λοιπόν.


    Τώρα…

    Πόσες αλήθειες υπάρχουν άραγε και πόσοι χρόνοι. Σκέφτομαι τελευταία πως χρόνος δεν υπάρχει για οτιδήποτε έξω από ‘μας, ίσως ακόμη και για όποιον δημιούργησε τον κόσμο. Κι αν δεν υπάρχει χρόνος, υπάρχει ψέμα και αλήθεια; Δεν ξέρω, κοντεύω να τρελαθώ στη σιωπή και στα τσιγάρα. Σαν μια θύμηση, ένα χέρι φασματικό με χαϊδεύει στη βάση του λαιμού, το χέρι το δικό της. Την αγαπούσα, ναι την αγαπούσα.


    2008…

    - Έλα, πέρασε.

    - Όμορφο. Κι είναι ζεστά.

    - Κάθισε να πιούμε κάτι.

    - Μα είπαμε…

    - Ένα ποτό να ζεσταθούμε κι ένα πουράκι γουστόζικο να ενωθούμε.

    - Ακόμη κάνεις γύρες τα πούρα του μπαμπά σου;

    - Παλιά συνήθεια που ξύπνησε μαζί σου και δεν είναι κοχίμπα, τα δικά μου είναι εγγλέζικα με γεύση κάποιο φρούτο.

    - Άντε, για τα παλιά λοιπόν.

    - Ναι, μου το χρωστάς. Μην ξεχνάς.

    - Δεν ξέχασα.

    - Το ξέρω. Κι ούτε πρόκειται. Μα έλα πάμε να τη δεις.

    - Όπως νομίζεις.

    - Από ‘δω απ’ τη σκάλα.

    - Στο υπόγειο κοιμάστε;

    - Είναι το υπόγειο λες;

    - Αλλά τι είναι;

    - Θυμάσαι τι έλεγες για τα ονόματα;

    - Το θυμάσαι…

    - Ποτέ δεν ξεχνάω, ποτέ…. Ποτέ.


    Στη βάση της σκάλας, υπήρχε ένας απλωμένος χώρος με παλιά πράγματα, έμοιαζαν σκουπίδια, μα με πιο προσεκτική ματιά έδειχναν αχρησιμοποίητα αντικείμενα που πετάχτηκαν με λύσσα. Πίσω – πίσω υπήρχε ένας καυστήρας και δίπλα του μια πόρτα βαμμένη στο χρώμα του χρυσού, κακοσυντηρημένη. Σταθερά, δεν κοιτούσε πήγε προς τα ‘κει. Πάντα περπατούσε αθόρυβα. Μου έκανε εντύπωση πως χτυπούσε κάτω τις πατούσες του, σα να φοβόταν πως το πάτωμα ήταν τέτοιο που αγνοούσε την τριβή και ήθελε να ‘ναι σίγουρος. Δεν κοίταζε αν ακολουθώ, το ήξερε. Άνοιξε την πόρτα με μια λεπτότητα που έμοιαζε αφύσικη σε σχέση με τους γδούπους του βαδίσματος και την τρεχάλα του.


    Άργησαν να συνηθίσουν τα μάτια μου στο ημίφως. Και μετά ήταν σαν κάποιος να με πέταξε με όλη του τη δύναμη και να ‘χασα κάθε αίσθηση που ήμουν και γιατί. Απέναντι μου υπήρχε μια τεράστια φωτογραφία κορνιζαρισμένη, το πράσινο παλιό μου στάρλετ. Που να ‘χε τραβηχτεί αυτή η φωτογραφία; Ερήμην μου σίγουρα. Δεν υπήρχαν κάμερες τότε στα κινητά και θα τον καταλάβαινα αν ερχόταν με μια φωτογραφική.


    Είχα κοκαλώσει εκεί που βρισκόμουν. Το δωμάτιο ήταν γυμνό από χρώματα, άβαφο με τον ψιλό σοβά της αρχικής οικοδομής. Ήταν κρύο. Ένα κρεβάτι πολύ χαμηλό και πάνω του ένας μπόγος κουβαριασμένος σε πάρα πολλές κουβέρτες. Πήγε κοντά και απαλά τράβηξε προς τα κάτω τα σκεπάσματα. Τα μαλλιά της κοπέλας ήταν μαύρα και κομμένα αγορίστικα, άσκημα κομμένα, περίεργα, σαν από χέρι που έτρεμε. Το κούτελο της ήταν πάλλευκο, αφύσικα πάλλευκο σχεδόν κι είχε λίγα σπιθουράκια. Δε φαινόταν να ξυπνάει, έμοιαζε ναρκωμένη. Τράβηξε πίσω το βλέφαρο της και φάνηκε κάτι να σαλεύει, το μάτι στιγμιαία εστίασε. Παρέμεναν γκριζοπράσινα τα μάτια… τα ξανθά ημίμακρα μαλλιά και το λαμπερό ξέγνοιαστο πρόσωπο είχαν πια χαθεί…


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  2. red&black

    red&black Ότι δεν είναι "ξεκάθαρο" μας γίνεται "εμμονή"...

    Επιτέλους....  
     
  3. Persephone_red

    Persephone_red Dark ambient

    Πολύ ωραίος τρόπος γραφής. Αναμένω τη συνέχεια.
     
  4. Elena_gr

    Elena_gr Regular Member

    Θέλοθμε σύντομα την συνέχεια..
     
  5. -Volt-

    -Volt- Contributor

    1997…


    - Δεν είναι φίλος σου αυτός!

    - Γιατί το λες; Γίνεσαι άδικη γιαγιά.

    - Όταν πήρες την ηλεκτρική κιθάρα θυμάσαι;

    - Όχι αυτό ήταν μια αδυναμία του, είναι καλό παιδί.

    - Σε έβαλε σε αυτό που ονόμασε συγκρότημα, σου έδωσε μια παλιά κλασική με μια χορδή και σου πε πως παίζεις μπάσο, σου πήρε την κιθάρα, σου πήρε τον ενισχυτή κι είτε ήσουν εκεί, ή όχι στο παλιό διαμέρισμα του φίλου του, σε αγνοούσαν.

    - Γιαγιά θέλει να βρει τη θέση του.

    - Όχι εσύ το θέλεις.

    - Τον αγαπώ γιαγιά, είναι ο καλύτερος μου φίλος. Όταν όλοι τον απογοητεύουν έρχεται στο σπίτι, βάζουμε παλιά ροκ και μου μιλάει με τις ώρες. Με ρωτάει, είμαστε φίλοι.

    - Είσαι αποκούμπι. Είσαι απέξω. Κι ο περιπτεράς μπορεί να σου δώσει μια καλή συμβουλή, αλλά δε γίνεται φίλος σου, παραμένει περιπτεράς.


    Τώρα…


    Την αγαπούσα αδερφέ, την αγαπούσα. Με λαχτάρα. Την αγαπούσα και δε μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Κάποιοι θα το έλεγαν έρωτα, καψούρα. Δεν ήταν μόνο αυτό, δε μπορεί να ήταν μόνο αυτό. Ο κακός μου εαυτός το ονόμασε ανολοκλήρωτο, μετά το είπε αντιξοότητα και γι’ αυτό αιώνιο. Η γιαγιά το έλεγε κάρμα. Χρόνια πεθαμένη. Κάποτε μου είχε πάρει ένα σκέητ με σχέδια σαν γκράφιτι. Το πρώτο οι γονείς μου το εξαφάνισαν, όταν πάτησα στο φρένο κι ήρθε πάνω κι έσπασα το μεσιανό μου δόντι. Έκλαιγα γοερά κι οι γονείς μου με μάλωναν. Περίεργες διαδρομές στη μνήμη, πάντα τις ακολουθούσα, πάντα μου άρεσε να χάνομαι εκεί. Κι όμως που με οδηγούν; Τόσο συχνά εκεί, μέσα σε απέραντο διάδρομο ψυγείου με πόρτες σφαλιστές που δεν ξέρω πριν τις ανοίξω τι θα βρω εκεί και τη στιγμή που τις ανοίγω, για λίγες στιγμές έχει χαθεί το νόημα εκείνο που κοιτάω, σα να σχηματίζονται πάλι με τον τρόπο που τις κρυστάλλωσα. Αφύσικη δύναμη να τις αποστρογγυλέψω και μπροστά στα μάτια μου μοιάζουν να αλλάζουν, όπως θα φανταζόμαστε να κινούνται τα μόρια σε ένα πρόσωπο που αλλάζει έκφραση. Όλες οι ενέργειες κι η εκ των υστέρων δημιουργία της απόφασης. Τα νικώ όλα αυτά, ολοένα τα νικώ. Θέλω μόνο να ξέρω τι έκανα, το γιατί ανήκει στο τώρα, ανήκει στην εμπειρία που απέκτησα. Όλα τα παλιά γιατί, τα καίω, τα πετάω, τα αγνοώ. Γυμνός χορεύω πάνω τους, τα κατουράω, είναι πουτάνες που αγόρασα, άλλοτε ακριβές κι άλλοτε ευτελείς στις υπηρεσίες τους, μια πίπα των είκοσι ευρώ δίπλα στο πεζοδρόμιο, μια νύχτα με την πιο όμορφη γυναίκα που θα μπορούσε να βρεθεί. Κι η πρώτη σκέψη κι η τελευταία σκέψη, πάντα να γυρνά εκεί. Τι ήταν αυτό που ένιωθα. Τι το όρισε. Η ενέργεια, ή, η απόφαση. Πότε όλα έγιναν απόφαση. Φθονερή, συντριπτική, ψυχρή, ένας εγκέφαλος που ήξερε τις θέσεις στη σκακιέρα του αντιπάλου.


    1999…

    - Σ’ αγαπώ καρδούλα μου, εσένα αγαπώ

    - Όμως μαζί του είσαι!

    - Θέλεις σχέση; Αυτό θέλεις;

    - Δεν ξέρω… όχι.

    - Φίλα με


    Τώρα…


    Την αγαπούσα αδερφέ, την αγαπούσα. Λέω αλήθεια. Κι όμως ποια αλήθεια είναι αυτή, πότε τη δημιούργησα. Η γιαγιά το έλεγε κάρμα…


    1998…

    - Γιαγιά, η Άννα

    - Η εγγονή της Σοφίας της Πατρινής δεν είσαι;

    - … μάλιστα

    - Τη γνώριζα τη γιαγιά σου πριν τον εμφύλιο

    - Πώς ήταν; Θυμάστε;

    - Ξεχνιούνται παιδί μου οι στιγμές, όχι οι άνθρωποι που τις όρισαν.

    - Πώς ήταν λοιπόν;

    - Αγέρωχη, απόλυτη, ήξερε απ’ την αρχή αυτό που θα κάνει.

    - Πώς γνωριστήκατε;

    - Στο φροντιστήριο του Στρατή. Δίδασκα γαλλικά κι εκείνη εγγλέζικα. Οι μόνες με παιδί, χωρίς άντρα.

    - Και κολλήσατε αμέσως;

    - Όχι παιδί μου. Δεν υπήρξε παρά μια άλογη αντιπάθεια.

    - Μα γιατί;

    - Ήταν άλογη.

    - Και τότε, πως;

    - Πως, την ξέρω;

    - Μα τι συζητάτε; Τι νόημα έχουν όλα αυτά;

    - Θέλω να μάθω για τη γιαγιά μου!

    - Έλα κορίτσι μου μια άλλη φορά, μόνη σου, όποτε θες. Τώρα βιάζεται, να σε επιστρέψει στον καλό σου…

    - Γιαγιά, τι λες;

    - Του Χρήστου δεν είναι;

    - Μα…

    - Ναι δική του είναι.

    - Με συγχωρείτε κυρία Μαίρη, αλλά δεν είμαι κανενός. Μόνο του εαυτού μου.

    - Ναι είσαι η εγγονή της.

    - Πείτε μου. Σας παρακαλώ, πείτε μου. Η μαμά δε μιλάει.

    - Έλα παιδί μου, μιαν άλλη φορά, που δε θα βρέχει.

    - Μα δε βρέχει τώρα.

    - Βρέχει βιασύνη κορίτσι μου, στον αέρα της αποκάλυψης. Βρέχει αέρα βασανιστικό. Πηγαίνετε.

    - Άννα έρχομαι σε μισό λεπτό.

    - Δε με πειράζει. Γειά σας κυρία Μαίρη.

    - Γεια σου παιδί μου, αλλά να με λες γιαγιά, σαν έρχεσαι.

    - Μα…

    - Γειά σου παιδί μου.

    - Γειά σας … κυρία… γιαγιά.

    - Τι θέλεις να μου πεις στα μουλωχτά;

    - Τι είναι αυτά που της έλεγες γιαγιά; Τι ιστορίες; Πως ξέρεις για το Χρήστο;

    - Γιατί δεν ξέρεις εσύ.


    2008…


    Έκανα λάθος, έπρεπε να κάνω λάθος, έπρεπε να είναι ύπνος. Δε μπορεί να ήταν η πραγματικότητα. Το πρόσωπο είχε χαθεί ξανά, κάτω από στρώσεις σκεπασμάτων κι η πόρτα έκλεινε μπροστά μου, έμενε τελευταία εικόνα το στάρλετ. Ήθελα να αντισταθώ, η πόρτα να μην κλείσει, πεινούσα, ήθελα να κατουρήσω εκεί όπως ήμουν και το στάρλετ και ρεύτηκα κι ήρθε πάνω μου κάποιο φριχτό μπαχαρικό, τι είχα φάει, πότε… σταμάτα φώναζα, σταμάτα, φώναζα μέσα μου κι εκείνος δε με κοιτούσε, είχε συγκεντρωθεί να κλείσει την πόρτα, χωρίς να με ακουμπά, να μ’ απωθεί.


    1999…

    - Έλα ρε μαλάκα το βράδυ μαζί μας, θα ‘ναι κι η Άννα, να μιλήσετε για κινηματογράφο

    - Δίνω μεθαύριο πάλι, πρέπει να δω τα θέματα της θερμοδυναμικής, το νιώθω, θα πέσει.

    - Ρε φίλε, κόπηκες εσύ στη Φυσική με τόσο διάβασμα, άστο, δε σου πάει. Ξέχνα τα όλα, πήγαινε δώσε έτσι.

    - Όχι, όχι, πρέπει να διαβάσω.

    - Για λίγο μόνο. Έλα και έχω λόγο.

    - Τι λόγο;

    - Με τον Άκη θέλουμε να κουβεντιάσουμε αν θα μείνουμε μέσα στο πανεπιστήμιο κι έχει φέρει κάτι αγγελίες με σπίτια κοντά στο Σόχο και θέλουμε να τα δούμε. Δε θέλω να με πρήζει κι η άλλη, πως θα πάω μακριά.

    - Σε πρήζει…

    - Φυσικά ρε μαλάκα, αφού μ’ αγαπάει. Είναι το μαργαριτάρι μου, δεν έχουμε πει… έλα να της κάνεις παρέα.

    - Σου είπα πως θέλω να κάνω επανάληψη, εμένα δε θα με στείλει κανένας έξω αν αποτύχω.

    - Γιατί; Φράγκα έχετε.

    - Γιατί δε θέλω εγώ. Όλοι…

    - Όλοι τι; Οι σκράπες; Ναι σκράπας είμαι και δε θέλω να κουραστώ. Θέλω να πάρω αυτό που θέλω. Έλα λοιπόν θα ‘ρθεις; Το πολύ πολύ θα δώσεις και τρίτη φορά, νο μπιγκ ντιαλ

    - Όχι, δε θα δώσω, θα περάσω.

    - Καλά εντάξει. Σπασίκλα. Ξενέρωτε. Φεύγω, αν αλλάξεις γνώμη, στα Μακ στις 9,30.


    Έκλεισε η πόρτα, τον άκουσα να χαιρετάει τη μάνα μου διαχυτικά, κάτι του είπε για να μείνει για φαγητό, κάτι της είπε, δεν άκουσα. Έπιασα το βιβλίο με τα θέματα των παλιών πανελληνίων, ξαναπάτησα το play, είχα κολλήσει με το Bullet with butterfly wings… Στίχους ψέλλιζα, νόμοι φυσικοί, νόμοι λογικοί, διαχέονταν μέσα μου...


    Δεν άκουσα αμέσως το μήνυμα. Κάτι είχε πάθει το έρικσον και δεν ακουγόταν τελευταία καλά, ή κάποιο πρόβλημα είχα με τη συγκέντρωση μου, σα να μη μπορούσα να προσέχω πολλά μαζί, όπως παλιότερα.

    << Είπε πως θα έρθεις >>

    << Έχω διάβασμα >>

    << Ναι όμως εγώ θέλω να σε δω >>

    << Έλα δες με και φύγε >>

    << Γιατί το κάνεις αυτό; Πάλι ζηλεύεις >>;

    << Τι να ζηλέψω; Ασχολούμαι με το μέλλον μου >>

    << Έλα >>

    Δεν απάντησα, μου άρεσε αυτό το ‘’έλα’’ να το βλέπω. Ακούστηκε ήχος καθαρά αυτή τη φορά.

    << Αν πας Αγγλία μαζί τους, θα πείσω κι εγώ τους δικούς μου να έρθω >>


    2008…


    Δε μου έβγαινε η φωνή, δε σχηματίζονταν προτάσεις, σαν κάποιος να είχε φράξει τα μάτια, το μυαλό μου, με το πράσινο στάρλετ. Δε μπορούσα άλλο να σκεφτώ, που, πως, τράβηξε αυτή τη φωτογραφία. Το αυτοκίνητο μου, γιατί; Τι σήμαιναν όλα αυτά. Έκανα να μιλήσω και βγήκε μόνο ένας ήχος, ίσως ήταν ακατάληπτος.

    - Τι είπες;

    Η φωνή του με επανέφερε κι όμως η γλώσσα μου είχε κολλήσει, νομίζω θα αμόλαγα τα κάτουρα μου όπως ήμουν. Ίσως και να το έκανα, δεν ξέρω, δε θυμάμαι…


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  6. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Είναι φυλακισμένη.

    - Όχι, λάθος κάνεις. Είναι εδώ με τη θέληση της. Ξέρει ότι έσφαλε.

    - Λες ψέματα!

    - Γύρνα το πρωί που θα ‘ναι ξύπνια, να στο πει η ίδια…

    - Όχι! Δεν πάω πουθενά. Θα μείνω εδώ.

    - Ωραία, μείνε. Αλλά ανέβα πάνω να πιούμε ως το πρωί.

    - Είσαι τρελός!

    - Είμαι; Ή μήπως είμαι φάντασμα;

    - Είσαι τρελός!

    - Ή εσύ μαλάκας. Μετάνιωσε και πληρώνει το τίμημα.

    - Πόσο καιρό;

    - Για όσο θέλω μου είπε θα το υπομείνει. Έτσι τη δέχτηκα πίσω. Και με παρακάλεσε, με παρακάλεσε πολύ…

    - Είσαι ψεύτης!

    - Όσο εσύ τυφλός… Τι θέλει ρε η γυναίκα ακόμα να το μάθεις… Ένα μεγάλο πούτσο που ξέρουμε δεν έχεις και έναν αρχηγό…


    1995…

    Στο διάλειμμα…

    - Είναι με την Christy Canyon, σου λέω!

    - Μα που τη βρήκες;;;

    - Τι σε νοιάζει, τη βρήκα. Θα βάλεις το βίντεο;

    - Θα το βάλω. Πότε θα ‘ρθεις;

    - Το μεσημέρι δουλεύουν οι δικοί σου όπως πάντα;

    - Ναι.

    - Τότε θα έρθω.


    Μετά τις 3…


    - Κόκα κόλα έχω.

    - Ρε μαλάκα πιάσε το ουίσκι κι άστα παιδικά. Βάζω το βίντεο, φέρε ποτήρια και ποτά κι έλα άντε. Έχω να πάω στο ιδιαίτερο μετά.

    - Τι μαζί;

    - Α ναι ρε πρέπει να την επιστρέψω το απόγευμα, δανεική είναι.

    - Δε μπορώ έτσι, δε γίνεται.

    - Καλά σε λέω εγώ ντροπαλό σπασίκλα χαχαχα…

    - Δεν είμαι!

    - Απόδειξε το!

    - Δε γουστάρω.

    - Κοκοκο

    - Σταμάτα και λέγε! Πόση ώρα θες;

    - Τώρα μαζί ή την παίρνω και φεύγω.

    - Ούτε εσύ θα δεις, αφού σπίτι είναι η μάνα σου.

    - Τον όρο τον άκουσες…

    - Δεν αποφασίζεις εσύ.

    - Εγώ έχω το θησαυρό, εγώ κάνω τη μοιρασιά. Άμα σ’ αρέσει!

    - Μα τι σ’ έχει πιάσει;

    - Είναι η επιθυμία μου. Αμοιβαία…

    - Κόλλησες μ’ αυτή την ηλίθια ιδέα. Στο ‘πα κι άλλοτε, δεν πρόκειται να γίνει!

    - Για πόσο θα χύνεις ρε μαλάκα και θα φαντάζεσαι ομίχλες;

    - Δε φαντάζομαι τίποτα, δε μου χρειάζεται κάνω φάση με τη Μένη…

    - Ποια ρε βούρλο; Τη φανταστική γκόμενα που ακούει Sabbath; Άμα γεννηθεί μου λες. Έλα τώρα, χάνουμε χρόνο, φέρε τα ποτά.

    - Θα φέρω τα ποτά, αλλά δεν κάνω τίποτα.

    - Μην κάνεις, εγώ θα κάνω.



    - Ε! Δε θα τη βάλεις;

    - Περίμενα να ‘ρθεις πρώτα.

    - Ευγένειες;

    - Έλα φέρτο και κάτσε, πατάω το play…

    - Γιατί βγάζεις το παντελόνι σου;

    - Σιγά μη χύσω το παντελόνι μου! Τι κομπλεξικός που είσαι!!

    - Βγαίνω, άστο.

    - Έλα δω και παλουκώσου!

    - Άσε το χέρι μου με πονάς!

    - Σκάσε και κάτσε κάτω, άντε ξεκινάει και δώσε μου να πιω μια γουλιά.

    - Άφησε με!

    - Σκάσε μπέμπη…



    - Κοίτα βύζους ρε! Κοίτα!

    - Ναι, ωραία είναι.

    - Έλα βγάλε το παντελόνι κι εσύ.

    - Δε θέλω, άσε με.

    - Θα το αποστηθίσεις να το δεις μετά;

    - … κάτι τέτοιο.

    - Δεν υποφέρεσαι! Ξενέρωτε, άστο θα φύγω. Έχουν κι άλλοι βίντεο χαχα

    - Ναι, αλλά εδώ ήρθες. Γιατί ήρθες εδώ;

    - Με τα παιδιά έχουμε πολλές φορές, ξέρεις, αμοιβαία…

    - Ναι αλλά εγώ δεν θέλω!

    - Έστω βάλτο μέσα απ’ το παντελόνι.

    - Είπα όχι!

    - Τελευταία παραχώρηση αλλιώς φεύγω…

    - Καλά


    - Εϊ τι κάνεις; Άφησε με!

    - Χαχαχαχα τι πραγματάκι είναι αυτό;

    - Δεν έχω καυλώσει, παράτα με!

    - Ούτε εγώ ακόμα, πιάσε να δεις το γίγαντα!

    - Κόψε τις μαλακίες

    - Σου είπα κάτι!

    - Και τι είμαι ρε αδερφή ή η γκόμενα σου;

    - Καλά δε σου ‘πα να με πιπώσεις κιόλας! Πως κάνεις έτσι; Μαμόθρεφτο.

    - Έχω τα όρια μου εγώ

    - Το μικρό τσουτσούνι σου έχεις εσύ. Πιάσε και τελείωνε.

    - Είπα όχι.

    - Πιάσε, αλλιώς θα πω ότι μου τα ‘ριξες στον Άκη και ξέρεις τι έχει να γίνει μετά…

    - Κανένας δε θα σε πιστέψει!

    - Και τι θα κάνεις; Θα τρέξεις να τους πεις ότι λέω ψέματα; Αφού εσύ δεν τολμάς να ζητήσεις την άδεια να πας στην τουαλέτα. Λοιπόν, πιάσε να τελειώνουμε, αλλιώς θα πάρω τηλέφωνο…

    - Καλά, πιάνω… ορίστε ευχαριστήθηκες;

    - Είμαι ακαύλωτος;

    - … ναι, είσαι.

    - Λοιπόν;

    - Όταν καυλώνω κι εγώ τεράστιος είμαι.

    - Ρε Πινόκιο τι λες; Με το ζόρι το πιάνω ανάμεσα στα δάχτυλα μου. Κοίτα τώρα που καυλώνω…

    - Ναι ωραία, το κόβουμε τώρα;

    - Όχι, συνέχισε με το χέρι σου…

    - Άντε γαμήσου μαλάκα!

    - Συνέχισε…

    - Άσε μου το χέρι!

    - Θα συνεχίσεις;

    - Με πονάς!

    - Θα συνεχίσεις;

    - Συνεχίζω…

    - Έτσι μπράβο.. Βλέπεις πόσο τεντώνει;

    - …

    - Καυλώνεις τώρα που μου την παίζεις;

    - Δε στην παίζω!

    - Και τι κάνεις;

    -…

    - Λοιπόν καύλωσες; Για να δω!

    - Παράτα με!

    - Ρε μαλάκα ούτε τώρα καύλωσες; Κι εγώ που νόμιζα…

    - Φύγε από το σπίτι μου

    - Αν το ξαναπείς, θα γίνει. Και δε θα ‘ρχεται πια κανένας εδώ… Η μαμά σου θα σου φτιάχνει τοστάκια και θα περνάς τις μέρες σου συντροφιά με τις tdk που κι αυτές εγώ στις έδωσα…

    - Είσαι παράλογος

    - Όχι εσύ είσαι παράλογος που φέρεσαι σα λογικός. Καλά άντε τώρα, συνέχισε γιατί θα χύσω…

    - Από τώρα;

    - Τι; Τι είπες;

    - Είπα…

    - μα… είναι επειδή είμαι πολύ καυλωμένος…

    - Με την τσόντα;

    - Τι εννοείς;

    - Ή με το χέρι μου;

    - Ε αυτό είναι μια ευκολία…

    - Ευκολία, ή επειδή είναι το χέρι μου;

    - Παλιομαλάκα!

    - Αχ! Γιατί με χτυπάς; Σταμάτα!

    - Πάρτο πίσω!

    - Δεν είπα τίποτα. Δεν είπα τίποτα!

    - Υπονόησες…

    - Όχι, όχι, συγνώμη!

    - Σίγουρα; Πες πάλι συγνώμη…

    - Πονάω, άσε με… συγνώμη

    - Πάρτα… αααα…. Να…πάρτα όλα!



    - Πάω να πλύνω το χέρι μου…

    - Έλα δω!

    - Τι;

    - Έλα ‘δω αμέσως!

    - Έρχομαι. Τι θες;

    - Και βγάλε το κωλοπαντέλονο αρχίδι!

    - Άφησε με!

    - Χαχαχαχα τι παιχνιδάκι είναι αυτό…

    - Άφησε με σε παρακαλώ…

    - Ξάπλωσε δίπλα μου… έλα σου λέω

    - Με πονάς, άφησε με..

    - Έτσι, έτσι ωραία…

    - Αφήσου σε ‘μενα…


    - Ρε μεγάλωσε το παιχνιδάκι! Κοίτα να δεις!

    - Στο είπα…

    - Καλά δεν είναι και σαν το δικό μου… Λοιπόν να συνεχίσω;

    - Όχι δε θέλω. Δε μου αρέσει.

    - Σου αρέσει… σε όλους αρέσει…

    - Μα τι είναι αυτά που λες;

    - Σταμάτα, θέλω να σε δω να χύνεις…

    - Γιατί τι φαντάζεσαι πως θα γίνει;

    - Τίποτα… σκάσε τώρα… συγκεντρώσου, αργείς…


    - Ακόμα;

    - Λίγο…

    - Λίγο;

    - Ακόμα…

    - Άντε ρε μαλάκα τι έγινε κόμπλαρες, αφού είσαι κάγκελο, αφέσου σου λέω…

    - Μα έχω…

    - Δείξτο μου λοιπόν…

    - Σε λίγο…


    - Πολύ κράτησες…

    - Κι εσύ λίγο…

    - …

    - Έλα κλείστο για να μαζέψω κι εγώ από ‘δω, έχω και διάβασα.

    - Άκου…

    - Ναι;

    - Θα ‘ναι το μυστικό μας;

    - Ποιο;

    - Είσαι ο κολλητός μου, το ξέρεις αυτό. Σ’ όλα τα πάρτι μαζί πάμε κι εσύ δεν έχεις καν πρόσκληση…

    - Δε θα το ‘λεγα ποτέ σε κανέναν ότι στην έπαιξα και μου την έπαιξες

    - Α! Αυτό δε με νοιάζει… φυσιολογικό είναι, τσόντα βλέπαμε, τι σημασία έχει αν τράβαγα ή τράβαγες μόνος σου;

    - Ίσως και να ‘ναι, δεν ξέρω, πρέπει να το σκεφτώ.

    - Άσε τις σκέψεις, εντάξει είναι.

    - Τι δε θες λοιπόν να πω;

    - Να … ότι κράτησα λίγο λιγότερο από ‘σενα…

    - Λίγο λιγότερο;

    - Σε παρακαλώ… ήταν κακή μέρα, έγινε και κάτι με το μαλάκα τον πατέρα μου, ξέρεις πως κάνει όταν πίνει…

    - Σαν εσένα;

    - Σε παρακαλώ…

    - Σε κανέναν, ξεχάστηκε…


    2008…


    - Θα μείνω εδώ κάτω. Θα περιμένω να ξυπνήσει…

    - Όχι θα έρθεις μαζί μου και κάτσε όσο θες. Πάμε, θέλω να πιω…

    - Θέλω να μάθω… θα μου πεις;

    - Έλα και θα δούμε…

    - Θα μου πεις;


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  7. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Τώρα…


    Την αγαπούσα, αδερφέ, την αγαπούσα. Λέω αλήθεια. Υπάρχουν κάποιες στιγμές που δε ζητάς αποσαφήνιση απ’ τον εαυτό σου, παρά πολύ αργότερα. Ίσως, αυτό είναι να είσαι άνθρωπος, να μην αφήνεσαι στη λήθη, ποτέ, όταν νομίζεις πως ησύχασες στρογγυλεύοντας τις γωνίες απ’ όσα κοιμούνται κι είναι όλα ταχτοποιημένα, μπορεί να συμβεί κάτι, ή να μην έχει συμβεί τίποτα και είναι σαν την τρίλια σ’ ένα παλιό γερμανικό χόφμαν προκατοχικό που είχα ακούσει κάποτε να παίζει και ψιθυρίζεις, δε λέω αλήθεια, μα δε λες ούτε και ψέματα. Είναι το πόσα άντεχες εκείνη τη στιγμή να φανερώσεις στον εαυτό σου. Και γίνεσαι τιμωρός στον εαυτό σου, μεταμορφώνεσαι σ’ εκείνο το χόφμαν, μεταστοιχειώνεσαι από όργανο ορχήστρας που απαιτεί όλα τα υπόλοιπα για να μοιάζει ο ρυθμός με μελωδία, σε πιάνο, όργανο ορχήστρα, αγέρωχο, μοναδικό, αποκαλυπτικό, απέθαντο. Και μπροστά ένα λιβάδι, κάθε νότα σε κάθε πλήκτρο ισοπεδώνει βουνά, χωρίζει θάλασσες και σηκώνεις τα μάτια, εκείνα τα μάτια που ποτέ δε μπορούν να κοιτούν το κλαβιέ, γιατί αλλιώς παίζεις, δεν αγαπάς, δε δημιουργείς και βλέπεις πέρα ως πέρα. Οι γωνίες είναι πραγματικά αιχμηρές, ατελείωτα αιχμηρές και το μόνο που θες είναι να περάσεις το δάχτυλο πολλές φορές απ’ αυτές τις ακμές, να σκιστεί το δέρμα μα να μη σταματήσεις, να φτάσεις στο κόκαλο, η σάρκα να πέσει κάτω νεκρή, ξέρεις πως θα κακοφορμίσει, δε θα σώνεται, αλλά εσύ θα συνεχίσεις, γιατί ξέρεις πως δε θα μείνει σκελετός και το κόκαλο θα σπάσει, θα μείνει μια ουσία αέρινη και βαριά σα μαζεμένη πούδρα σ’ ένα σιλό, αλλά δεν υπάρχει σιλό, υπάρχουν λιβάδια ισοπεδωμένα κι ακμές αιχμηρές και το πιάνο που διαρρηγνύει με ταχύτητα και βάρος και πραγματική, φανερωμένη κάθε λεπτό, μελωδία, την αποσαφήνιση μέσα στην αποσαφήνιση και σηκώνεσαι όρθιος μέσα απ’ τον καθιστό εαυτό σου και φωνάζεις, την αγαπούσα, αδερφέ, την αγαπούσα. Λέω αλήθεια.


    1998…

    - Την αγαπάς όμως;

    - Μόλις φασωθήκαμε, εσύ τι λες;

    - Πως δεν ξέρεις.

    - Ρε, νιώθω αίσθημα

    - Για τον εαυτό σου;

    - Μωρέ μην είσαι μαλάκας, άσε τα φιλοσοφικά

    - Θα μου τη γνωρίσεις;

    - Ναι σε δέκα θα περάσει από ‘δω.

    - Προσχεδιασμένο;

    - Ρε δε θα τη γνωρίσω στον κολλητό μου;

    - Α! Και μιας και λείπει η μάνα μου, να πεταχτώ μέχρι το σούπερ μάρκετ…

    - Το τερπνόν


    Τώρα…

    Θα ήθελα να πω ψέματα στον εαυτό μου για μια ακόμη φορά, όπως τόσες και τόσες πως όταν χτύπησε για πρώτη φορά το κουδούνι, έγινε μια παύση και στη σιωπή άκουσα μια τρίλια, όμως δεν έγινε έτσι. Άνοιξα μηχανικά την πόρτα και συνέχιζα να σκέφτομαι το ίδιο θέμα απ’ το βιβλίο με τις ολυμπιάδες μαθηματικών, που δε μπορούσα να καταλάβω τη λύση.


    1998…


    - Καλησπέρα, είμαι η Άννα, χάρηκα

    - Γειά σου

    - Έλα δω ρε μωρό να με χαιρετίσεις κι ας τα τυπικά

    Καθισμένοι στον καναπέ που είχα παθιαστεί να χωρέσω μέσα στο δωμάτιο, για να έχω για τους φίλους μου, μα ποτέ κανένας δε χρησιμοποιούσε, ούτε καν εγώ. Η κατάληξη φαντάζομαι πάντα των καναπέδων μου, αλλά τότε δεν το ‘ξερα αυτό, ακόμα. Αντικείμενα, τι αξία έχουν, ποια ψυχή τους δίνουμε.

    - Έλα, άσε με λίγο

    - Δε μου τα λες καλά… έλα ‘δω τώρα. Ρε μαλάκα εσύ δεν είχες να πας να ψωνίσεις;

    - Έχεις δίκιο, φεύγω.

    - Συγνώμη;

    - Ναι;

    - Μπορώ να έρθω μαζί θέλω ένα κακάο

    - Τι μαλακείες είναι αυτές τώρα ρε γαμώτο;

    - Άμα θέλεις, έλα

    - Θα έρθω

    - Ε σκατά! Τότε πάμε όλοι μαζί και παίρνουμε κι ένα ουίσκι


    Τώρα…

    Η ασυνήθης εξέλιξη, η πρώτη γραμμή τελείωνε και η πρώτη ξεκινούσε αμβλεία από κάτω της, αυτό πίστευα. Ήταν όμως, οξεία…


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  8. -Volt-

    -Volt- Contributor

    2008…

    Το είχα στο στόμα μου να το πω, να ρωτήσω πως βρέθηκε αυτή η φωτογραφία του στάρλετ μου εκεί, ποιος την είχε τραβήξει, πως. Κάτι με συγκράτησε όμως. Προσπάθησα να βρω τον άλλο μέσα μου, να τον κρατήσω κοντά μου, να βγω απ’ το να είμαι πολύ σ’ αυτό το σημείο, με τούτο τον άνθρωπο.

    - Φιλαράκι, δεν είναι υπέροχη η γυναικάρα μου;

    - …

    - Τι δε σ’ αρέσει πια; Όταν μου την έκλεψες όμως;

    -…

    - Δε μιλάς;

    - Τι μπορώ να πω, είχες δίκιο και τότε στο είπα.

    - Και τι άλλαξε που το πες; Αφού είχε γίνει.

    - Και τι δε συγχωρείς ποτέ εσύ;

    - Η συγχώρεση είναι για τους νεκρούς.

    - Θα με συγχωρέσεις κάποτε λοιπόν.

    - Πέθανε εσύ και θα δούμε.

    - Αν πεθάνεις εσύ, θα μείνω ασυγχώρητος δηλαδή.

    - Να βάλω να πιούμε;

    - Γιατί βρίσκεται εκεί;

    - Είπα θα σου πω. Πρώτα θα πιούμε.

    - Βάλε λοιπόν!

    - Έτσι μπράβο, ξύπνα χαχαχα

    -…


    - Λοιπόν;

    - Τι λοιπόν;

    - Καλό το ποτό;

    - Θα μου πεις;

    - Κατάλαβε το λάθος της και δέχτηκε τις συνέπειες. Είμαστε σε καλό δρόμο για να τη συγχωρέσω.

    - Και γιατί είναι εκεί;

    - Έχει ανάγκη από περιορισμό.

    - Ποιος το λέει αυτό; Εσύ;

    - Εγώ έκανα μια πρόταση, μόνη της είδε το καλό της.

    - Κι εγώ πρέπει να σε πιστέψω;

    - Δε με ενδιαφέρει. Θα πιεις το ποτό σου, θα φύγεις και πάρε με τηλέφωνο αύριο κι έλα να τη ρωτήσεις μόνος σου, να δεις πόσο ευτυχισμένη είναι.



    Γύρισα στο μαγαζί που καθόμασταν πριν. Παρά την παράνοια που μ’ έπιασε δε μου ‘χε ρίξει τίποτα στο ποτό. Βρήκα το αυτοκίνητο μου και το κοίταξα σκεφτικός. Μπήκα μέσα κι αντί να γυρίσω για Πειραιά, έφυγα απ’ την άλλη. Είχα πολλά χρόνια να πάω στο φράγμα. Είχα πολλά χρόνια να κάνω το οτιδήποτε εκτός απ’ το να δουλεύω. Ποτέ δεν το πέταξα εκείνο το cd. Σταμάτησα στην άκρη του δρόμου κι έψαξα όλο το πορτ παγκάζ. Τελικά το βρήκα. Εκείνη η υποβλητική εισαγωγή του Lethe γέμισε το χώρο.


    Είχαν περάσει ήδη οι 8 όταν πήρα στη δουλειά κι είπα πως θα καθυστερήσω. Πριν τις και μισή έμπαινα με περισσότερα απ’ όσα θυμόμουν στην Καβάλας. Η Τογιότα είχε μεταφερθεί. Ρώτησα τον ιδιοκτήτη αν ο αδερφός του είχε ακόμη τη μάντρα, όταν με θυμήθηκε, που είχαν πάρει τα κομμάτια για τροπέτο. Δεν την είχε, αλλά ήταν στο συνεργείο πίσω. Μπήκα στο αυτοκίνητο και πήγα από πίσω. Είχαν κάτι σαν τμήμα βελτιώσεων. Ακούγονταν ήχοι εξατμίσεων βραχνιασμένων κι ένα αμάξι έκανε σβούρες, κάποιο παλιό κορόλα. Τον θυμήθηκα. Εκείνος δε με θυμήθηκε. Αλλά ο παλιός παραγιός θυμήθηκε κι εμένα και το αυτοκίνητο. Του ζήτησα να πάμε να τον κεράσω ένα καφέ.


    - Πες μου Σίμο, το αυτοκίνητο πουλήθηκε σε ανταλλακτικά;

    - Τι σε νοιάζει τόσα χρόνια μετά;

    - Για να ρωτάω με ενδιαφέρει.

    - Άκου φίλε, το αμάξι σωνόταν. Αν κάποιος τα ‘χε σωνόταν. Οι δικοί σου δε θέλανε να το κρατήσεις. Είχαν πάρει το γέρο στην άκρη και του το ‘παν.

    - Το φτιάξατε;

    - Το κάναμε κούκλα.

    - Ίδιο χρώμα;

    - Ναι φυσικά, που να μπλέκουμε με αλλαγή άδειας.

    - Το πουλήσατε;

    - Ναι το πήρε ένα παλικάρι.

    - Μπορείς να μου πεις οτιδήποτε γι’ αυτόν;

    - Δεν τον θυμάμαι, απλά είχε μπει σαν κουρδισμένος.

    - Δηλαδή;

    - Είχαμε ένα κολτ σχεδόν κούτα κατακόκκινο και ένα σάξο κουκλί, αλλά αυτός έμοιαζε να ήρθε για το στάρλετ. Δεν έκανε κανένα παζάρι. Ζήτησε μόνο να βάλουμε στις λάμπες στα προβολάκια ομίχλης καπότες κίτρινες.



    Είχα παγώσει ολόκληρος. Η σκέψη μου δεν έβγαζε κανένα νόημα. Είχα χρόνια να πιω πρωί. Γύρισα σπίτι μου, πήρα το ουίσκι και κουλουριάστηκα στον καναπέ. Προσπαθούσα να σκεφτώ, αλλά η αϋπνία, το ποτό και το τσιγάρο που δεν κατέβαινε, τόσα που είχα κάνει, δε με άφηναν να σκεφτώ. Διαμιάς σκέφτηκα πως δεν είχα κρατήσει το τηλέφωνο του. Τρόμαξα, αλλά ήμουν τόσο κουρασμένος που δε σάλεψα.


    Κοιμήθηκα ώρες κι όταν ξύπνησα είχε νυχτώσει για καλά. Τα γένια μου μαύριζαν και τα μάτια μου ήταν κόκκινα και δε μου έκανε καμία αίσθηση. Το πουκάμισο μου το πέταξα με αηδία πάνω στο πλυντήριο. Γδύθηκα και μπήκα στο μπάνιο κι αφού τελείωσα, έβγαλα το ποδήλατο μου και πήρα τους δρόμους. Ορφανοτροφείο, Ολπ, Αγία Τριάδα, Σεφ, Φλοίσβος. Σταμάτησα λαχανιασμένος, αλλά ήμουν καλά. Από ένα περίπτερο πήρα δυο φακελάκια νεσκαφέ κι ένα μπουκαλάκι νερό και μια ζάχαρη. Είχα χρόνια να τον πιω στρατιωτικό. Δεν κάπνισα όμως, δε μου έκανε διάθεση. Ήπια τον καφέ μου βιαστικά και πήρα το δρόμο του γυρισμού. Αυτή τη φορά έβαλα τη μεγαλύτερη δυνατή αντίσταση κι αισθάνθηκα να φεύγει από μέσα μου η έννοια της τοξικότητας. Να λιώνει μαζί με τον ιδρώτα μου. Έφτασα σπίτι, πήρα το φορητό κι έβαλα το Lethe να παίζει ξανά και ξανά ενώ έκανα μπάνιο. Έφτιαξα γαλλικό και τον ήπια καπνίζοντας δυο τσιγάρα. Ντύθηκα όπως κάποτε με τζιν, μια ελαφριά μπλούζα, μπουφάν μπλε σκούρο και μπότες εργασίας. Κατέβηκα στο αυτοκίνητο κι έβαλα μπροστά. Έστριψα τσιγάρο και ξεχύθηκα στους δρόμους με τις κιθάρες του Child in time να θρηνούν. Βρήκα το σπίτι εύκολα. Τα φώτα της εισόδου ήταν αναμμένα. Αναρωτήθηκα πόσο βολικά είχε βρει το σπίτι αυτό. Κοίταξα στο πλάι τη γκαραζόπορτα κι αναρωτήθηκα τι μπορεί να υπήρχε μέσα.


    - Έλα, έλα καλώς τον! Εδώ… είμαστε και σε περιμέναμε χαχαχα

    - Που είναι η Άννα;

    - Ηρέμησε, έλα εδώ είναι. Να πάρω το μπουφάν σου. Όχι, δε θες εντάξει χαχαχα


    Αυτή τη φορά την άκουσα την τρίλια, το ορκίζομαι. Οδυρόταν μέσα μου μα έμοιαζε σα φτηνό ναρκωτικό που και πάλι θα κάνει τη ζημιά του. Τα μάτια της τεράστια, απλανή. Μάτια που κάποτε χώραγαν τον κόσμο, γεμάτα απορία, γεμάτα, σκανταλιά, γεμάτα αεικίνητη φύση, ερωτευμένα μάτια, ερωτεύσιμα μάτια, ονειροτόκα, μάτια για να γραφεί μυθιστόρημα, μάτια που θα ξετρέλαιναν ίσως το Βολταίρο να γράψει μια απ’ τις παραβολές του. Μάτια τώρα, τρομαγμένα, ελαφιού, απροσήλωτα, χωμένα προς τα μέσα. Χρειαζόταν μια στιγμή, μόνο μία στιγμή να εστιάσουν σε ‘μενα και για ‘κεινο το απειροελάχιστο χρονικό διάστημα που απαιτούνταν, ήταν σα να υπήρχαν καρφίτσες στις ίριδες που τραβήχτηκαν για τόσο λίγο κι άκουσα εκεί μέσα ένα χάϊ χατ, τρίλια στα ψηλά κι είδα ξανά μια μικρή εξέγερση κι ένα πόνο που δεν μπορούσα να καταλάβω. Θα μπορούσε να μη μου εξηγήσει κανένας τίποτα. Δε θα ζητούσα εξηγήσεις. Θα μπορούσα να τον εξαφανίσω. Αυτή τη στιγμή θα μπορούσα. Κι ύστερα οι καρφίτσες χώθηκαν πάλι μέσα, έσκυψε το κεφάλι και μόλις εκείνος κάθισε στον καναπέ, κάθισε στο πάτωμα μπροστά του κι έβαλε το κεφάλι της στα γόνατα του. Το χέρι του ακούμπησε απαλά στα μαλλιά της κι έπλεκε τα δάχτυλα ανάμεσα. Η μουσική μέσα μου έγινε εφιαλτική, ένας χαρούμενος Λιστ κι ένας αυτοκτονικός Σοπέν ενορχηστρωμένοι στον αέρα του διαόλου. Μια μονομαχία μυθική, μέσα σ’ ένα κάστρο από σπλάχνα και μυαλά που ξερνούσαν την ψυχή τους. Κάθισα στο μπράτσο της πολυθρόνας και τους κοιτούσα. Και τα δάχτυλα του όλο μπλέκονταν σε τζίβες μαλλιά και τράβαγαν και ξέμπλεκαν και τράβαγαν και ξέμπλεξαν και το πηγούνι βυθιζόταν στο μπούτι του. Βρυχήθηκε στο μυαλό μου το στάρλετ εκείνο το τελευταίο βράδυ. Θα μπορούσα να είχα σκοτωθεί. Ποτέ δεν έμαθα.


    - Άννα; Αννούλα, της ψιθύριζε. Έμοιαζε να μην ακούει

    Είδες ποιον σου ‘φερα να σε δει; Το φίλο της τον αγαπημένο. Και το χέρι ξέμπλεκε και τράβαγε, ξέμπλεκε και τράβαγε

    - Άννα, είσαι καλά;

    Η φωνή μου ακουγόταν στ’ αυτιά μου περίεργη κι η μονομαχία των πιάνων δε σταμάταγε. Με τρέλαινε.

    Τον κοίταξε στα μάτια και της έκανε ένα νεύμα.

    - Είμαι καλά, ευχαριστώ

    - Άννα, θέλεις και βρίσκεσαι εδώ;

    Πάλι τον κοίταξε κι άλλο ένα νεύμα

    - Είμαι με τη θέληση μου

    - Άννα γιατί ζεις εκεί κάτω;

    Ξανά το ίδιο νεύμα επιβεβαίωσης

    - Γιατί μου αξίζει.

    - Άννα…

    Δεν υπήρχε ερώτηση, δεν υπήρχε κοίταγμα, δεν υπήρξε νεύμα.

    - Άννα, δεν πας να ξαπλώσεις σιγά σιγά να μιλήσω με το φίλο μας και θα ‘ρθω μετά να σε καληνυχτίσω.


    Να την καληνυχτίσει; Τι ήταν μωρό; Το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει. Ο Λιστ είχε γίνει απελπιστικά αργός κι ο Σοπέν εφιαλτικά ταχύς και μπερδεύονταν και μαζί με την εξάτμιση του στάρλετ, μαζί με τον ήχο του a4 που θυμόμουν απ’ τις νυχτερινές, τύμπανα από πού δεν ξέρω. Χιλιάδες σπασμένες μελωδίες και ήχοι με τους οποίους κακοποιούμε ο ένας τον άλλο, είχαν φυλακιστεί μέσα στο κεφάλι μου και δε σιγούσαν.


    - Να στο γεμίσω;

    - Ναι

    - Πουράκι;

    - Θα στρίψω.

    - Πείστηκες τώρα;

    - Κάτι δεν πάει καλά εδώ πέρα.

    - Νομίζεις.

    - Μα

    - Νομίζεις, σου λέω.

    - Πιες στο στα γρήγορα γιατί έχω κανονίσει να βγω.


    Σηκώθηκα, ήμουν μουδιασμένος κι οι μελωδίες στο κεφάλι μου ασταμάτητες και τώρα μαζί τους και κάθε άλλος ήχος που είχα ακούσει, ακόμη και εικόνες φοβάμαι, που είχαν γίνει ήχοι. Είμαι σίγουρος πια πως κάποιος ήχος, ήταν η ίδια η Άννα.


    - Όμως, έχω να σου κάνω μια πρόταση φιλαράκο.

    Γύρισα σα χαμένος, είχα ζαλιστεί τόσο πολύ απ’ τον εαυτό μου, πες μου ψέλισα

    - Μπορείς να την έχεις.

    Κάθε ήχος δυνάμωσε κι έγιναν όλοι τόσο μα τόσο ανάκατοι και γρήγοροι και σα να πήγαν στις ψηλότερες οκτάβες κι όλα ήταν Άννα, όλα ήταν Άννα κι όλα ήταν έξω απ’ την Άννα και μέσα στην Άννα και το στάρλετ να φέρνει τούμπες στις Τρύπες και ένα στρώμα απαλό με ‘κεινη που έσβησα μέσα της την Άννα και όλα γύριζα

    - Υπό έναν όρο.

    - Τι εννοείς να την έχω;

    - Μπορείς να έρχεσαι εδώ και να την κάνεις δικιά σου

    - Τι λες;

    - Δέχεσαι;

    - Τι λες; Μα τι λες; Θα σε σκοτώσω γαμώτο

    - Όπα όπα χαχαχα ας ηρεμήσουμε, είμαι λογικός άνθρωπος εγώ και θέλω να χαρεί ο φίλος μου. Λοιπόν… δέχεσαι;

    - Ποιος είναι ο όρος;

    - Κάθε φορά που θα έρχεσαι, για μισή ώρα θα μου ανήκεις και μετά θα είναι δική σου. Αλλά την πρώτη φορά μπορείς να την πάρεις τσάμπα.

    - Τι θα πει θα σου ανήκω;

    - Θα μου παραδίδεσαι.

    - Τι θα πει αυτό;

    - Δε σε αφορά. Δέχεσαι;

    - Δεν καταλαβαίνω.

    - Αδιάφορο. Δέχεσαι;

    - Συμφωνία με το διάολο;

    - Αν θες να το πεις έτσι. Δέχεσαι;

    - Δεν ξέρω τι εννοείς.

    - Αν την αγαπούσες δε θα σ’ ένοιαζε τίποτα άλλο. Για ένα καπρίτσιο μας κατέστρεψες τη ζωή.

    - Ναι.

    - Τι ναι; Μας την κατέστρεψες για το καπρίτσιο σου; Αυτό το ξέρω.

    - Ναι… δέχομαι


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  9. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Τι ήταν αυτό που είχα δεχτεί. Δεν ήξερα. Τη μια το σκεφτόμουν, την άλλη έπιανα να σκεφτώ κάτι διαφορετικό. Με είχε πιάσει εκείνη η αμηχανία, ο φόβος πως είχα υποβληθεί σε μια ιδέα, πως με είχε αιχμαλωτίσει η παλιά μου ατιμία, μέσα σε μια αρρωστημένη δικαιοσύνη και μαζί μια προσμονή για την πρώτη φορά, την πρώτη φορά ξανά. Και μέσα μου ήμουν έτοιμος για μια ακόμη μεγαλύτερη ατιμία, αφού την πρώτη φορά θα ήταν… τσάμπα.


    Και το μυαλό μου δεν είχε ξεκολλημό, σε μια αχλή που ένιωθα κάποιες στιγμές να επηρεάζει και τα μάτια μου και κάθε ήχος είχε πάψε κι είχαν γίνει όλα εφιαλτικά αργά παιγμένες εικόνες, σα να έβγαινε η μια μέσα απ’ την άλλη, σα να τις έβλεπα όλες στη μία και κάθε φορά μπλεκόμουν σε ομοιότητες, σε τραχιές διαφορές και σε σενάρια πλάνης. Και πάνω απ’ όλα ένας ακατανίκητος φόβος που με παρέλυε. Πώς να αφεθείς στα χέρια ενός τρελού, ενός τρελού που σε μισούσε, που είχε κάνει αυτή την κακομοίρα υποχείριο του. Μα έπρεπε να τη σώσω, όφειλα να … Δεν ήξερα τι όφειλα, όμως το όφειλα.


    Την Τρίτη το βράδυ τα φώτα του σπιτιού ήταν σβηστά. Χτύπησα έτσι κι αλλιώς το κουδούνι και περίμενα. Κανένας δε μου άνοιξε. Μια αίσθηση ονειρική πλεγμένη με το φόβο, εκείνο τον ανελέητο φόβο, με έπιασε μέσα της πως ήταν όλα ένας εφιάλτης, πως ίσως ήμουν άρρωστος και βρισκόμουν σε κάποιο νοσοκομείο κι ήταν όλα αποτέλεσμα κάποιας χημείας, απ’ την οποία δε θα συνερχόμουν ποτέ και τώρα δα όλα θα άλλαζαν και θα ‘βλεπα το νεκρό πατέρα μου, ή φίλους που έχουμε πια χαθεί. Ένα αμάξι ακούστηκε και παραμέρισα από αμηχανία να περιμένω έξω απ’ το ξένο, σκοτεινό σπίτι. Άκουσα ήχο ρολού που ανεβαίνει κι ένα φως άναψε μπροστά απ’ τη γκαραζόπορτα. Όταν πάρκαρε, ήρθε προς την πόρτα του σπιτιού του, κρατούσε μια σακούλα με κάποιο ποτό και τσιγάρα.

    - Α εσύ είσαι. Έτσι θα ‘ρχεσαι;

    - Δεν αλλάξαμε τηλέφωνα.

    - Καλά. Έλα γι’ αυτή τη φορά, άλλωστε είναι η ημέρα ελευθέρας, πες το έτσι. Θα πιεις κάτι;

    - Ναι.

    - Το ‘χεις ανάγκη;

    - …

    - Αδημονείς να την πάρεις;

    - Πρόσεχε.

    - Χαχαχα μην αρπάζεσαι φίλε μου. Έλα, πάρε, στην υγειά μας.

    - Στην υγειά της Άννας.

    - Ναι, ναι και στη δική της. Στρίψε ένα τσιγάρο κι εγώ πάω να την ξυπνήσω.

    - Να έρθω;

    - Α ναι. Αφού ούτως ή άλλως εκεί θα πας. Άντε έλα, πέρνα μπροστά.

    - Δεν ξέρω το δρόμο.

    - Θα σου δείχνω εγώ.

    -… εντάξει.


    Φτάσαμε κάτω, ξεκλείδωσε την πόρτα και την άνοιξε. Ο μπόγος ήταν πάλι στο κρεβάτι κάτω απ’ όλες αυτές τις κουβέρτες, σαν πτώμα, ή σωρευμένα σκουπίδια. Μύριζε το δωμάτιο, πλημμύριζε ανθρώπινη δερματίλα, ύπνο και κάτι ακαθόριστο. Κι η φωτογραφία τώρα έβλεπα πως τη διέκρινα την προηγούμενη φορά τόσο καλά, γιατί μονίμως ένα χαμηλό σποτάκι έπεφτε πάνω της κι έμενε συνέχεια σα ζωντανή. Που το ‘χε άραγε αυτό το αμάξι;


    - Άννα, σήκω.

    Τα σεντόνια ανασηκώθηκαν αργά και το κεφάλι της βγήκε αναμαλλιασμένο, τα μάτια της δεν καλοεστίαζαν. Τον κοίταξε κι εκείνος έφερε το χέρι του μπροστά στο πρόσωπο της, το πήρε στα χεράκια της και το φίλησε άηχα. Κόπηκαν τα πόδια μου, έτσι αισθάνθηκα, μα τότε κοίταξε εμένα και τα μάτια της έγιναν τεράστια, αστραφτερά.

    - Σήκω να πλυθείς.


    Τώρα παρατηρούσα, λίγο μουδιασμένος το δωμάτιο. Στη συνέχεια του υπήρχε μια πόρτα, μέσα απ’ την οποία πέρασε η Άννα φορώντας μόνο ένα βρακάκι, παρότι πέρασε γρήγορα και δεν είδα τίποτα άλλο. Τα χρόνια δεν στάθηκαν καλά πάνω της. Η σφριγηλάδα είχε σχεδόν χαθεί, το αδύνατο σώμα της έμοιαζε να καταρρέει κι η ίδια πιο κοντή, απ’ όσο τη θυμόμουν. Άκουσα το νερό να τρέχει.

    - Να λουστείς καλά.


    Με εκνεύριζε η φωνή του, τον μισούσα. Ήθελα να τον χτυπήσω, να τον ακινητοποιήσω και να την πάρω να φύγουμε. Ήμουν όμως μέσα στο δωμάτιο κι αυτός πίσω μου και κοντά στην πόρτα. Δεν ήταν ακόμη ώρα, αλλά θα είχα το χρόνο να χτίσω το κατάλληλο σχέδιο. Είχα ξυπνήσει μέσα μου, όσο ποτέ ξανά. Λένε πως τα δεινά μας κάνουν δυνατούς, αλλά με έναν αρρωστιάρικο τρόπο. Οι στόχοι μες στην αντιξοότητα είναι που ανοίγουν το θώρακα διάπλατα, ισιώνουν τη μέση, κάνουν το φως να ξεχυθεί και είναι οι φορές που καταλαβαίνεις τη διαφορά της επανάστασης, απ’ την εξέγερση.


    - Άννα, πόσο θα καθυστερήσεις; Βγες, αμέσως.


    Σαν τρομαγμένη βγήκε σιωπηλά, κοιτώντας χαμηλά με μια μπεζ πετσέτα τυλιγμένη γύρω της και στα μαλλιά της μια μικρούλα.


    - Έλα εδώ πιο κοντά, ναι, εκεί. Τρίψε τα μαλλιά σου. Πιο καλά, Έλα μη βαριέσαι. Ωραία. Δίπλωσε την πετσέτα και βάλτη στην καρέκλα. Ξετύλιξε την πετσέτα και τρίψου. Πιο καλά. Πιο δυνατά. Και κάτω απ’ τις μασχάλες. Πέρνα τη παντού.


    Με κάθε κουβέντα έμοιαζε σα να γίνεται πιο μεταλλική η φωνή του και σα να τρύπαγε τα αυτιά μου βγαίνοντας όχι από πίσω μου, αλλά από κάθε πόρο στους τοίχους του δωματίου, ή ακόμη και μέσα απ’ το στάρλετ της φωτογραφίας. Ήθελα τόσο πολύ να τον χτυπήσω. Ήθελα να πέσει κάτω και να τον κλωτσάω. Δεν ήθελα να σταματήσω. Δεν ήθελα να σταματήσω να τον χτυπώ ώσπου να πεθάνω, ή δεν ξέρω, δε μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο απ’ αυτό.


    Πέρασε φουριόζος από μπροστά μου και πήγε μπροστά της. Αμέσως έπαψε να τρίβεται και συνέχιζε να κοιτάει χαμηλά. Της πήρε την πετσέτα απ’ τα χέρια και άρχισε να την τρίβει με δύναμη. Στην κοιλιά, στο λαιμό, στα μπράτσα, την κράτησε απ’ το λαιμό γυρισμένη απ’ την άλλη και τεντώνοντας το χέρι του την κράτησε σε αρκετή απόσταση για να σκουπίσει και την τελευταία σταγόνα, απ’ την πλάτη της. Και μετά κατέβηκε στον κώλο της, η πετσέτα πέρασε μέσα απ’ τη σχισμή της, ξανά και ξανά, με μια αγριάδα που πρώτη φορά έβλεπα. Με μπέρδευε, με αποπροσανατόλιζε, ντρεπόμουν, μα με ερέθιζε. Δεν ξέρω τι με ερέθιζε περισσότερο, η άνεση του, ή το άφημα της.


    - Τέλος. Λοιπόν, στην παραδίδω. Καλοφάγωτη χαχαχα.


    Άκουσα την πόρτα να κλειδώνει πίσω μου, αλλά δε με ένοιαζε. Το μόνο που ήθελα ήταν να σηκώσει επιτέλους το κεφάλι της και να με κοιτάξει. Και το έκανε. Με κοίταζε διστακτικά. Της έγνεψα να πει ότι ήθελε, δεν ήξερα που βρισκόταν η φωνή μου.

    - Μπορώ να πάω να πλύνω τα δόντια μου; Ρώτησε διστακτικά

    - Μα γιατί με ρωτάς γλυκιά μου; Να κάνεις ό,τι τραβάει η ψυχούλα σου.

    Χρόνια είχα να μιλήσω έτσι, είχε ξεσυνηθίσει το στόμα μου κι όχι μόνο το στόμα μου.

    Συνέχιζα να στέκομαι στο δωμάτιο και να μην κάνω τίποτα. Μου αρκούσε που ήμουν εκεί και που σε λίγο… σε λίγο τι, δεν ήξερα. Δεν πήγε ως εκεί η σκέψη μου. Μου αρκούσε που ήμουν εκεί και τα υπόλοιπα θα τα βλέπαμε στην πορεία.


    Βγήκε απ’ το μπάνιο και ήρθε στάθηκε μπροστά μου, με το κεφάλι χαμηλωμένο. Δεν καταλάβαινα και κυρίως τον εαυτό μου και δεν ήθελα να βρω την απάντηση. Με το δάχτυλο ανασήκωσα το πηγούνι της, τα μάτια της ήταν κλειστά και άνοιξαν. Πλησίασα το πρόσωπο μου και τα χείλη μου ακούμπησαν απαλά στα δικά της. Το στόμα της μισάνοιξε κι η γλώσσα μου χώθηκε με μικρή αντίσταση από μέρους της, μέσα. Την εξερευνούσα σα να μην την ήξερα. Μου αρκούσε το φιλί και την ίδια στιγμή ήθελα να το παρακάμψω, ήθελα να δω τι υπάρχει παρακάτω. Η γλώσσα της συνάντησε στη διαδρομή τη δική μου και μπλέχτηκε μαζί της, αργά, γρήγορα, αργά, συνεχόμενα. Αργά, γρήγορα, αργά, συνεχόμενα.


    Οι παλάμες μου έσφιξαν τους ώμους της, ήταν σαν παιχνιδάκι στα χέρια μου, την τράβηξα λίγο, την έσπρωξα λίγο, έκανε ό,τι την έβαζα να κάνει, παιχνιδάκι. Η οργη ξεχείλιζε από μέσα μου, ήθελα να την αφήσω εκεί που ήταν, όπως ήταν και να βάλω όλες μου τις δυνάμεις να σπάσω τη γαμημένη την πόρτα και να πάω να τον βρω και να μη σταματήσω να χτυπώ, κάπως μου το είχε καταστρέψει, μόλυνε τα πάντα και την ίδια στιγμή τα χέρια μου εξερευνούσα τα χέρια της, τα πλευρά της, στάθηκαν στη λεκάνη της, ξανανέβηκαν πάνω, έπιασα μαλακά τα στήθη της στις παλάμες μου. Αισθάνθηκα το ανεβοκατέβασμα της αναπνοής κάτω απ’ το χέρι μου, το αδύναμο ήχο της καρδιάς και σαν ένας από μηχανής δαίμονας έδωσε το σύνθημα και ξέσπασαν πάλι όλοι οι ήχοι που είχα ακούσει στη ζωή μου, όλες οι εικόνες που είχα δει, όλα τα συναισθήματα. Έγιναν κλαγγές, τριξίματα, πιάνα, τσέλα, τύμπανα, κραυγές, γαβγητά, ποδοβολητό, ακόνισμα λάμας, κλείσιμο πόρτας, πυροβολισμός, όλα μαζί. Και την ξαναφίλησα. Όλα σώπασαν σε μια έκρηξη ευγένειας. Η προσευχή μου έγινε αυτό το φιλί κι η γλώσσα της πρώτη βρήκε αυτή τη φορά τη δική μου. Τα χέρια της τυλίχτηκαν στο λαιμό μου, την πήρα αγκαλιά και τα πόδια της τυλίχτηκαν στη μέση μου, το φιλί μας έγινε μανιασμένο, μου έκοβε την ανάσα, την άκουγα να αγκομαχά κι αυτή η σιωπή τι όμορφη που ήταν, πως γέμιζε τη ζωή μου διώχνοντας τις ατέρμονες μηχανικές σιγές μου. Θέλω να σε πάρω, νόμιζα πως είπα από μέσα μου, αλλά κατένευσε και δεν ήξερα αν άκουγε το μυαλό μου, ή αν είχα μιλήσει.


    Την ακούμπησα μαλακά στο κρεβάτι και έλυσα τα κορδόνια μου, έβγαλα τα παπούτσια, το παντελόνι και το εσώρουχο. Τα δίπλωσα και τα έβαλα στην καρέκλα κι ακόμη και την ίδια ώρα αισθανόμουν ντροπή, γιατί η εγκράτεια μου ήταν σιχασιά γι’ αυτό το δωμάτιο, που άνηκε σε αυτό τον άνθρωπο. Πήγα να ξαπλώσω από πάνω της, αλλά είχε ήδη ανασηκωθεί στη μέση της και το στόμα της έβαλε μέσα το πουτσοκέφαλο μου, ρούφαγε τόσο λίγο όσο ένα πουτσοκέφαλο κι έβγαζε πάρα πολύ γρήγορα και ξαναέβαζε. Δε μου το ‘χαν ξανακάνει έτσι, δε μου άρεσε, της αναγνώριζα όμως την αγιοσύνη του καταπιεσμένου, ίσως και του νεκρού και δεν ήθελα να κάνω ή να πω το οτιδήποτε κι όμως ήθελα τόσο πολύ να με ρουφήξει μέχρι μέσα, αλλά δεν το έκανε κι εγώ δε μίλησα. Την έσπρωξα απαλά και ανασήκωσα τα πόδια της στους ώμους μου και μπήκα απαλά μέσα της. Μπαινόβγαινα αργά και αργά και πιο αργά κι όσο μαλακότερα μπορούσα.


    Παιχνιδάκι ή νεκρή, δε μπορούσα να αποφασίσω. Δεν είχα πολύ καλή ισορροπία και σε κάποιο σημείο για να μην πέσω έκανα μια απότομη κίνηση και σφίχτηκε πάνω μου. Δεν ήξερα πώς να το ερμηνεύσω αυτό, της άρεσε, την ενόχλησε, ήταν η αγία μου, δεν ήξερα τι να κάνω. Προσποιήθηκα πως πάλι δεν ήμουν καλά βολεμένος και μπήκα μέσα της πιο απότομα, ξανά η ίδια παύση, το τσίτωμα. Δεν έγινα γρηγορότερος, άρχισα όμως να τερματίζω με μια παύση κι ένα χτύπημα και η λαλιά επανήλθε στο σώμα της, ζωήρεψε, τα χέρια της με άρπαξαν απ’ τη μέση και κουνιόταν μαζί μου. Πως ερμηνευόταν αυτό και γιατί το σκεφτόμουν αυτή τη στιγμή, γιατί δε μπορούσα να το αφήσω να περάσει. Κρατιόμουν και περίμενα ίσως βλακωδώς να θυμηθεί που πάντα κρατιόμουν και χύναμε μαζί, όμως αισθανόμουν πως ήταν αδύνατο να φρενάρω άλλο τον εαυτό μου, χωρίς να αναστρέψω την αυξανόμενη ευχαρίστηση μου και να την κάνω μαρασμό.

    - Δε δικαιούμαι είπε μόνο

    Δεν πρόλαβα να σκεφτώ τίποτα, δεν ξέρω με τι συνδύασα τη φωνή, ίσως νόμισα πως ήταν το άλλο, το έναυσμα μου, το γλυκό μου έναυσμα που μου είχε λείψει τόσα χρόνια, το υπέρτατο δώρο μου, δεν ξέρω τι ήταν, μα εγώ έχυνα και έχυνα και δε μπόρεσα να συγκρατήσω ούτε μια ανάσα με ήχους άναρθρους που βγήκε άθελα μου κι αισθανόμουν τόση ευγνωμοσύνη, τόση χαρά, τόσο, ΄τόσο απ’ όλα και ήθελα, πόσα ήθελα.


    Η πόρτα άνοιξε απότομα κι εγώ ήμουν ακόμη μέσα της. Η Άννα έκλεισε σφιχτά τα μάτια της κι εγώ βιάστηκα να σηκωθώ με τρόπο που να μη φανερωθώ γυμνός μπροστά του.

    - Έλα, έλα, ντοπαλέ, δεν κοιτάω, να ορίστε. Ντύσου. Λοιπόν, το φχαριστήθηκες;

    -…


    Όταν ντύθηκα με άφησε να βγω πρώτος και στη συνέχεια κλείδωσε την πόρτα. Ανέβηκα πρώτος και πήγα στον καναπέ. Αγνόησα το ποτό μου που ήταν ακόμα απείραχτο σχεδόν και ζήτησα να μου φέρει άλλο. Δεν είπε τίποτα, μου έφερε άλλο ποτήρι.

    - Τι θες να με ρωτήσεις; Είπε κάπως κοροϊδευτικά

    - Δε θέλω να ρωτήσω κάτι.

    - Έλα, πες το μου, δε θα σε μαλώσω.

    - Να με μαλώσεις;

    - Έλα, πες…

    - Αυτό…

    - Ποιο αυτό;

    - Αυτό, τώρα, που έγινε

    - Ναι…;

    - Το … τη βάζεις να… και με… άλλους;

    - Χαχαχα εσύ είσαι καλός τελικά! Δεν είμαι νταβατζής. Εσύ είσαι φίλος μας.

    -…

    - Άλλωστε, θα υπάρξουν συνέπειες… αυτή τη φορά θα υπάρξουν συνέπειες και συνεπείς πληρωμές, προκαταβολικές.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  10. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Τώρα…

    Την αγαπούσα αδερφέ, την αγαπούσα. Όσο παγωμένα είναι τα δάχτυλα μου αυτές τις στιγμές που δυσκολεύομαι να γράψω, ή να πιάσω την κούπα με τον καφέ, αυτή η βίαιη ανάγκη να το γράψω, με καθορίζει. Δε μπορώ να κάνω διαφορετικά, παρά μόνο να το γράφω ξανά και ξανά σε ένα ατέρμονο γράψιμο. Κι ήταν οι τελευταίες ημέρες, ξεχασμένες στη στιγμή τους, κι, ήταν όλες οι νύχτες χρόνια ολόκληρα που βλέπω σαν κάτι φωτεινό και τρομακτικό. Ένας εφιάλτης ακατανόητος, αδυσώπητος, με χρόνους μοναχικούς, μα όχι έρημους, αξεδιάλυτες στιγμές αγάπης και απέχθειας και το χέρι μου ακόμα γράφει, την ίδια φράση κι η σελίδα τελειώνει και το τετράδιο αυτό θα τελειώσει κι εγώ σε κάθε επιβεβαίωση, σε κάθε επανάληψη, βλέπω διαρκώς τα πάντα και κάθομαι εδώ, με τον κρύο καφέ και τους φόβους μου.


    2008…

    Έφυγα και το μυαλό μου είχε μείνει όχι στις τελευταίες φράσεις, δε μπορούσα να καταλάβω μέσα τους παρά απειλή κι υπόσχεση. Ήταν σα να έχω πιει παγωμένο νερό, εκτεθειμένος στο κρύο και αυτό να κατεβαίνει και να παγώνει τα πάντα. Με έκανε να τρέμω, όχι αυτός, όχι οι λέξεις του, όχι το βλέμμα του, αλλά ο εαυτός μου. Είχα πει πριν μπω, να τη γαμήσω μια φορά ακόμα και να φύγω, είχα πει μα θέλω να τη σώσω και λύσσαγα μέσα μου, γιατί τα ήθελα και τα δύο, γιατί ακόμη ήθελα να τον σωριάσω κάτω και να μη σταματήσω να τον χτυπάω όπως μπορώ κι ας μην είχα καμιά δύναμη να τον φανταστώ τελειωμένο, αλλά αιωνίως ζωντανό και να σφαδάζει κι εγώ να μένω εκεί. Η τιμωρία του μέσα στην τιμωρία μου, αλλά εκείνη να είναι καλά, να είναι μακριά. Όμως, εκείνο που πραγματικά με απειλούσε, ήταν ο εαυτός μου όταν έφυγα, γιατί το ήξερα πως θα γυρίσω. Ήθελα να τη σώσω. Ήθελα να τον κατασπαράξω. Ήθελα να μπαίνω μέσα της συνέχεια, να χύνω μέσα της και να μη σταματάω, να συνεχίζω. Ήθελα να χαϊδεύω τα μαλλιά της, ήθελα να φιλώ τους ώμους της, ήθελα να νιώθω να με σπρώχνει το θέλω της μες στα υγρά της κι εγώ να συνεχίζω. Μα περισσότερο απ’ όλα, ήθελα, πραγματικά ήθελα κι αυτό ξεπερνούσε τον ίδιο μου τον εαυτό, να μάθω. Ήθελα, να δω, να νιώσω, να ζήσω, τι περισσότερο υπήρχε, τι χειρότερο υπήρχε. Ήθελα να μάθω τι σημαίνει να είμαι έρμαιο του. Ήθελα να αφεθώ στο χειρότερο του και να μεγαλώσει η λύσσα μέσα μου, να τον καταβροχθίσω. Ήθελα οτιδήποτε μου ήταν αδύνατο να καταλάβω.


    Δεν είχα διάθεση να φάω, αλλά έφαγα. Δεν είχα διάθεση να καπνίσω, αλλά το έκανα. Δεν είχα διάθεση για τίποτα, αλλά τα έκανα όλα. Κάθε μέρα, με την ίδια σειρά που ακολουθούσα πάντα. Και όμως, το μόνο που ήθελα ήταν να κάθομαι κουλουριασμένος στον καναπέ μου και να περιμένω το μήνυμα του. Κούρνιαζα εκεί με τα τραγούδια μου κι έχωνα το κεφάλι μες στα χέρια μου. Περίμενα. Κι ανυπομονούσα. Και κυρίως δε σκεφτόμουν. Δεν ήθελα να το επιτρέψω αυτό. Αν υπήρχε μια πιθανότητα να με ανατρέψω και να μην πάω, εγώ δεν την ήθελα.


    << Έλα το βράδυ >> 18.05

    << Στις 10 >> 18.06

    << Όχι απόψε >> 21.58


    Ένιωσα τα πόδια μου να κόβονται, ένιωσα θυμό. Δε θα μου απαγόρευε κανένας να πάρω αυτό που θέλω εγώ. Χτύπησα την πόρτα. Πολλές φορές χτύπησα. Είχε φως, άκουσα την τηλεόραση. Η πόρτα δεν άνοιξε. Έφτανα σπίτι κι άκουσα τον ήχο του εισερχόμενου. Σταμάτησα όπου βρήκα και το έβγαλα να δω το μήνυμα.

    << Σου είπα να μην έρθεις. Τέλος πάντων, καταλαβαίνω. Εντάξει, υπάρχει λίγος χρόνος. Σε μισή ώρα να είσαι εδώ >>

    Τον πήρα τηλέφωνο, αλλά δεν το σήκωσε κι έστειλα ένα μήνυμα.

    << Δε θα προλάβω. Γιατί το κάνεις αυτό >>

    << 25 λεπτά >>

    Να πας να γαμηθείς μαλάκα, είπα δυνατά. Έφτασα σπίτι και πάρκαρα. Ανέβηκα και μπήκα στο σπίτι έξαλλος. Άναψα τσιγάρο και άνοιξα την τηλεόραση. Κι όταν πέρασε η προκαθορισμένη ώρα έβαλα ένα ουίσκι κι ύστερα κι άλλο. Ήμουν πολύ δυνατός και εντελώς αδύναμος. Έκλεισα το κινητό για να το εμποδίσω να χτυπήσει και συνέχισα να πίνω ως τα χαράματα, τρώγοντας μηχανικά τυράκια και βλέποντας σειρές.


    << Απόψε θα έρθεις στη 1 >>

    << Δε θα έρθω. Τέλος >>

    Δεν απάντησε κι εγώ πήγα.


    - Έλα φιλαράκι μου πέρασε. Να βάλω ποτό;

    - Είσαι πολύ μαλάκας!. Εμένα! Ακούς! Εμένα κανένας δε μου κάνει τέτοια!

    - Θα καθίσω τελικά. Πήγαινε να βάλεις το ποτό σου και φέρε μου και ‘μενα.

    - Άσε ρε μαλάκα που θα σε σερβίρω κιόλας

    - Αμέσως.

    Με σόκαρε. Σχεδόν δεν τον άκουσα. Ειπώθηκε απλά, ατόνιστα, σα να έλεγε τι ώρα θα φάει, ή δεν ξέρω τι άλλο. Και μπλόκαρα. Πήγα στο μπουφέ με τα ποτά και πήρα το μπουκάλι και δυο ποτήρια ένα του νερού κι ένα κοντό. Άφησα μπροστά του το κοντό και πήρα το άλλο. Δεν ξέρω γιατί το έκανα. Έβαλα ποτό και στους δυο μας κι έστριψα τσιγάρο.


    - Πάμε σιγά σιγά;

    - Που;

    - Για την πληρωμή.

    - Θέλω να πιω το ποτό μου.

    - Μπορείς να το πιεις. Εγώ πάω κάτω. Πιες το και έλα.


    Έστριψα κι άλλο τσιγάρο μόλις πήγε κάτω. Ήπια τη γουλιά και συμπλήρωσα ποτό. Άναψα το τσιγάρο μου κι έκατσα πίσω στην πλάτη μαλακά. Έκλεισα τα μάτια και κάπνιζα. Ήταν σχεδόν αστείο, πως βρισκόμουν εκεί, υπό αυτές τις συνθήκες κι όμως, εξαφανίστηκε και την ίδια στιγμή παρότι ήμουν εκεί, ηρέμησα απόλυτα. Ήμουν εκεί κι αυτός περίμενε. Και θα περίμενε για όσο ήθελα εγώ. Εικοσιπέντε λεπτά μετά κατέβηκα κάτω. Καθόταν σε κάτι σα γραφείο και σημείωνε κάτι σε ένα χαρτί. Η πόρτα του δωματίου της Άννας ήταν ανοιχτή κι εκείνη ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα, γυμνή πάνω στο κρεβάτι. Πέρασα από δίπλα του χωρίς να πω λέξη και μπήκα μέσα στο δωμάτιο. Το χέρι μου δεν είχε ακουμπήσει καν πάνω στο μπράτσο της.

    - Άργησες πολύ κι εγώ έχω άλλη δουλειά. Φύγε, θα σε ειδοποιήσω.

    - Διώξε με αν μπορείς.

    Ήμουν δίπλα της κι η δύναμη μου ήταν τεράστια.

    - Δε χρειάζεται.

    Και έπειτα απευθύνθηκε στην ίδια: Άννα, είναι ανεπιθύμητο. Κλείσε την πόρτα και πέσε για ύπνο. Θα συνοδέψω το φιλοξενούμενο μου και θα επιστρέψω να σε καληνυχτίσω.

    Σα να μην υπήρχα σηκώθηκε και απομακρύνθηκε. Πήγε στην πόρτα και την κρατούσε. Περίμενε να βγω. Δεν ήθελα να βγω. Πήγα μπροστά του. Κι άκουσα την πόρτα πίσω μου να κλείνει απαλά.

    - Σε παρακαλώ. Έκανα λάθος, με συγχωρείς.

    - Όχι ακόμα.

    - Τι όχι ακόμα;

    - Δε θα σε συγχωρέσω ακόμα.

    - Τι θα πει αυτό;

    - Θα σε ειδοποιήσω πότε να έρθεις. Πάμε.

    Δε μπορούσα να το ρισκάρω. Κι αν μου έλεγε να μην ξαναπάω, αν θύμωνε τόσο πολύ; Στράφηκα απ’ την άλλη και προχώρησα προς τα πάνω.


    Χάζευα στο δρόμο, όταν δεν ξέρω πόση ώρα μετά χτύπησε το κινητό μου. Ήταν αυτός.

    - Έλα σε μία ώρα. Θα έχω επιστρέψει.

    Και βρέθηκα πάλι να περιμένω έξω απ’ το σπίτι του. Χτύπησα ακριβώς μία ώρα μετά και άνοιξε λίγο μετά την πόρτα. Δεν έγινε καμία πρόταση για ποτό. Μου έκανε μόνο νόημα να τον ακολουθήσω κάτω. Κι όταν φτάσαμε έξω απ’ την πόρτα του δωματίου, είπε

    - Δε φέρθηκες εντάξει σήμερα. Με απογοήτευσες.

    - Συγνώμη. Θέλω να σου εξηγήσω.

    - Απόψε σου ζήτησα να έρθεις για την πληρωμή σου. Δε δικαιούσαι κάτι άλλο.

    - Καταλαβαίνω.

    - Προχωράμε;

    - Προχωράμε.


    Ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκαμε στο δωμάτιο.

    - Σήκω και έλα.

    Σηκώθηκε και μας ακολούθησε γυμνή. Αισθάνθηκα να γεμίζω μέσα μου. Ένιωσα ευγνωμοσύνη γι’ αυτόν. Θα μου έδινε αυτό που ήθελα. Κατάλαβε και με συγχώρεσε. Ανακούφιση. Φιλία. Συμπάθεια. Δύναμη.


    Ανεβήκαμε στο σαλόνι. Μας άφησε να περιμένουμε στον κενό χώρο πίσω απ’ τον καναπέ και πήγε προς τα μέσα. Γύρισα και την πήρα στην αγκαλιά μου. Δε σήκωσε τα χέρια της, αλλά την ένιωσα να αφήνεται πάνω μου. Τη φίλησα απαλά στα μαλλιά πάνω απ’ το αυτί. Ήταν σαν κούκλα που την έσπρωχνες, ή την τράβαγες. Αισθάνθηκα να ερεθίζομαι. Δεν ήθελα να περιμένω άλλο, ήθελα να μπω μέσα της τώρα. Ας έπαιρνα τώρα αυτό που ήθελα. Κι ήμουν έτοιμος να το κάνω. Κι ίσως να μην ήμουν. Δεν υπήρξε άλλος χρόνος. Άκουσα τα βήματα του, την άφησα και στράφηκα προς το μέρος του. Κρατούσε ένα κοντό σκαμνί και κάτι φούσκωνε στην τσέπη του. Μας προσπέρασε και πήγε κοντά στην κολώνα λίγο παραπίσω κι έβαλε το σκαμνί σε μικρή απόσταση, ίσα που χωρούσε ένας άνθρωπος ανάμεσα, με τα χέρια απλωμένα.

    - Άννα έλα εδώ.

    Πήγε κοντά του και έβγαλε απ’ την τσέπη του δυο ρεσώ και της τα ‘δωσε. Στράφηκε προς το μέρος μου, κατάλαβα πως με κοίταζε για να του δώσω αναπτήρα. Απορημένος, του τον έδωσα. Της τον έδωσε κι εκείνη άναψε τα κεράκια.

    - Πήγαινε βάλτα μπροστά απ’ το σκαμνί.

    Πήγε κοντά της και την πήρε απ’ το χέρι. Την έβαλε να ακουμπήσει με την πλάτη στην κολώνα. Φάνηκε να μην την ενοχλεί ο παγωμένος τοίχος.

    - Σήκω στις μύτες των ποδιών σου

    Είπε κι έβαλε από κάτω τα ρεσώ. Κι εκείνη πάτησε ακόμη πιο πολύ στις άκρες των δαχτύλων της. Και πάλι η φλόγα έπρεπε να τη ζεσταίνει αρκετά. Αισθάνθηκα φρίκη, λύπη και θυμό. Η εικόνα του πεσμένος μπροστά μου, άμοιρος αιχμάλωτος στις κλωτσιές μου, γύρισε μπροστά μου.

    - Γδύσου

    Κι αν μου ‘λεγε να φύγω, σκέφτηκα και έκανα ό,τι ζήτησε.

    - Και τα εσώρουχα.

    Πάντα αισθανόμουν άβολα όταν δεν ήμουν ερεθισμένος να στέκομαι γυμνός μπροστά στους άλλους. Είναι αδυναμία να σε βλέπουν με το όργανο σου μαραμένο. Πάντα έτσι το σκεφτόμουν. Δεν τόλμησα να πω τίποτα. Θυμήθηκα εκείνες τις παλιές ιστορίες και δεν ήθελα με αυτόν ειδικά τον άνθρωπο να πω κάτι.

    - Ανέβα στο σκαμνί.

    Ήρθε ανάμεσα μας

    - Είστε ένα σύστημα αυτή τη στιγμή, για να λειτουργήσει, για να μην καταρρεύσει, πρέπει να δράσετε σαν ένας συνεχόμενος μηχανισμός που δε θα χάνει πουθενά το ρυθμό του. Άννα παίξτου τον.

    Άρχισε να με μαλακίζει απαλά και ήρεμα. Αισθανόμουν να ωριμάζω στα χέρια της. Άπλωσα τα χέρια μου και ακούμπησα στον τοίχο πάνω απ’ το κεφάλι της. Λίγο αν άπλωνα το αριστερό μου χέρι, θα έπιανα στο κενό δίπλα απ’ την κολώνα.

    - Πάρτον στο στόμα σου

    Αυτή η αίσθηση ποτέ δεν ξεχνιέται. Να στον υγραίνει και να αισθάνεσαι πως μπορείς να αφεθείς. Έσπρωχνα προς τα μπροστά κι ήθελα να κατεβάσω το χέρι μου και να κολλήσω το κεφάλι της πάνω στον πούτσο μου. Ήθελα να την πνίξω. Να την πνίξω μέχρι να χύσω.

    - Κάθε φορά που δε θα αντέχει το βάρος της, θα καίγεται. Για κάθε φορά που δε θα αντέχει άλλο, τη στιγμή που τα πόδια της πέφτουν στη φλόγα, η ζώνη μου θα έρχεται σε επαφή με το σώμα σου. Είστε ένα σύστημα. Δουλεύει όλο μαζί, καταπονείται όλο μαζί, σταματάει όλο μαζί. Υποφέρει μαζί.


    Το κεφάλι της πήγαινε μπρος πίσω κι ήταν τόση η γλύκα κι η ανακούφιση να μπαίνω και να βγαίνω, να υγραίνομαι και να παίρνω αέρα. Δεν ξέρω πόση ώρα, μα την αισθανόμουν αβέβαιη, ασταθή. Την άκουσα να ουρλιάζει και την ίδια στιγμή μου κόπηκε η ανάσα κι αισθάνθηκα κάτω απ’ τα πλευρά ένα βαρύ, μακρύ πόνο. Σχεδόν αμέσως οι μύτες των ποδιών της ανασηκώθηκαν και συνέχισε το τσιμπούκι της. Πονούσα και δεν καταλάβαινα και σχεδόν ευχόμουν να επαναληφθεί για να καταλάβω. Και δυστυχώς επαναλήφθηκε. Αυτό το ουρλιαχτό της, αυτή η απίστευτη λύπη, η απογοήτευση να με αφήνει χωρίς το στόμα της, γιατί να έχει ανάγκη να ουρλιάξει, γιατί να μη μπορεί απλά να συνεχίσει να με παίρνει στο στόμα της, να με υγραίνει και να με βγάζει στον αέρα. Ο πόνος ανάμεσα στη μέση και στο δεξί κωλομέρι σχεδόν λύγισε το πόδι μου. Κι οι μύτες ανασηκώθηκαν και τα χείλη της έκλεισαν γύρω μου και συνέχισε. Ούρλιαξε κι ο πόνος ήρθε πάνω στους ώμους μου, μα έμοιαζαν τα πόδια της να μη μπορούν να ξανασηκωθούν και συνέχισε να πέφτει η ζώνη και τώρα ούρλιαζα εγώ και κάλυψα κάθε άλλο ήχο, δεν άκουγα, δεν ήθελα κι όμως ήθελα με ένα χέρι να αρπάξω το κεφάλι της και να το πιέσω πάνω στο καυλί μου, ήθελα να βγάλω, ήθελα να πιει. Μα δεν το έκανα. Μα νόμιζα πως δεν το έκανα και σχεδόν δε με στήριζαν τα πόδια μου και το χέρι μου την κράταγε σφιχτά απ’ τα μαλλιά, την τράβαγα να ανασηκωθεί κι έβαζα όλη μου τη δύναμη και σχεδόν πονούσα ξέροντας τη δύναμη που έβαζα να την τραβήξω προς τα πάνω και ήθελα να την τραβήξω κι άλλο, ήθελα να σηκωθεί πιο πάνω και ήθελα να φωνάξει ξανά, δεν ήθελα να σταματήσει, ήθελα όμως να σηκωθεί, ήθελα το στόμα της στον πούτσο μου, ήθελα, ήθελα.

    - Ο χρόνος τελείωσε.

    Τα κεριά είχαν σβήσει μόνα του κι όμως εκείνη ακόμα φώναζε και την άφησα και συνέχιζε για λίγο να βογκάει κι ήμουν ακόμα καυλωμένος και ήθελα και νόμισα πως ήταν η σειρά μου.

    - Ντύσου, πέρασε η ώρα.


    Ντύθηκα μέσα σε αμηχανία. Δε μπορούσα να την κοιτάξω. Με είχε πονέσει, την είχα πονέσει, δε μπορούσα να την κοιτάω, ήταν σαν εξάρτημα, σα μέρος μου, σαν ελαττωματικό κομμάτι μου, ίσως τόσο ελαττωματικό όσο εγώ. Ακούμπησε η φανέλα πάνω μου και είχα ξεχάσει και θυμήθηκα. Ντύθηκα επιτέλους.


    Άφησα το αμάξι μου έξω απ’ το σπίτι τους και περπάτησα. Κάπου στη διαδρομή έστριψα τσιγάρο. Δε θυμάμαι αν το κάπνισα. Κρύωσα λίγο. Γύρισα, μπήκα στο αυτοκίνητο και έφυγα για το σπίτι. Στο δρόμο πασπάτεψα την τσέπη μου, έβγαλα το κινητό και το έκλεισα. Δεν ήθελα να χτυπήσει άλλο, όχι σήμερα. Έπρεπε να το εμποδίσω.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
    Last edited: 11 Ιανουαρίου 2020
  11. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Ζήτησα αναρρωτική για τις επόμενες δυο μέρες, μέσα στις οποίες το κινητό μου έμεινε κλειστό. Μέσα μου, είχε ανοίξει ένα κενό. Μισούσα την Άννα που εξ’ αιτίας της δεν έχυσα, τη μισούσα επειδή πονούσαν οι ώμοι μου και το επόμενο λεπτό τράβαγα τη μπλούζα μου στο λαιμό για να αισθάνομαι αυτό τον πόνο που με ερέθιζε γιατί τον συνέδεα με το στόμα της στον πούτσο μου και την ίδια στιγμή δε μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου απ’ τα λυγισμένα δάχτυλα των ποδιών της. Ήμασταν ένα σύστημα, ναι ήμασταν και τα πήγαμε σκατά και ήθελα να το ξανακάνουμε και να τα πάμε πάλι σκατά, ήθελα να καταλάβω πόσο θα μπορούσε να τον θυμώσει αυτό, τι χειρότερο θα κάνει. Κι η επιθυμία μου γιγαντωνόταν, να τον έχω από κάτω μου σε ατέρμονη κίνηση του ποδιού μου πάνω του, να τον χτυπώ, να τον πατάω, να μην πεθαίνει, αλλά να πονάει μέχρι ο κόσμος να τελειώσει. Και δε θα βαριόμουν, ήταν η επιθυμία μου, ήταν το είδος της επιθυμίας που όσο κι αν πλησιάζεις, ούτε απομακρύνεται, ούτε γίνεται μικρότερη των προσδοκιών, γινόταν πάντα και καλύτερη. Διαρκώς πρόσθετα και κάποια λεπτομέρεια. Ήταν σαν τη μαγειρική, ή σα να έχεις φτιάξει μια μελωδία στην κιθάρα και συνεχώς προσθέτεις κι ένα νέο ακόρντο ανάμεσα στα άλλα. Με μάγευε η επιθυμία μου, ήμουν ερωτευμένος μαζί της.


    Το κενό μέσα μου δεν ήταν κενό πραγματικό. Ήταν αδυναμία να έρθει σε σύγκρουση το να κάνω το δικό μου, με το να κάνω κάτι ξένο, που ήθελα να γίνει δικό μου και προσέκρουε σε αυτό που είχα εκπαιδεύσει τον εαυτό μου να ευχαριστιέται, σε όσα έμοιαζαν πριν ζωηρά χρώματα και τώρα ήταν άχρωμα ξερατά. Ήθελα να ανήκω εκείνη τη στιγμή, γιατί έχυνα στη σκέψη να τον υπερβώ. Τράβαγα μαλακία και την ώρα που έχυνα η τελική εικόνα δεν ήταν το στόμα της γεμάτο με το σπέρμα μου, αλλά το να γυρνώ και να εκτοξεύονται τα χύσια μου πάνω του ενώ του αρπάζω ό,τι κρατάει και τον σκίζω με τα ίδια του τα όπλα. Ήθελα να τον λερώσω με το σπέρμα μου και να μείνει πάνω του ώσπου να ξεραθεί. Να αναγκαστεί να πετάξει τα ρούχα του, να είναι η εξουσία μου πάνω του αυτή. Και μια φορά έπιασα τη μαλακία απανωτά ακριβώς σ’ αυτό το σημείο και γύρναγα στην Άννα κι αυτή τη φορά την τιμωρούσα που δεν ήταν αρκετά δυνατή και μετά από λίγο την ώρα που έχυνα, η σκέψη που με εξόντωνε και ρήμαζα στο ουίσκι, ήταν η απουσία ανάγκης να αιτιολογήσω την τιμωρία της. Την άξιζε μέσα μου, χωρίς άλλες λέξεις. Την άξιζε ακριβώς επειδή ήταν η επιθυμία μου, την άξιζε επειδή μέσα από τα μάτια της έβλεπα πόσο την είχε ανάγκη.


    Είχα κάνει το μπάνιο μου, είχα περιποιηθεί τα γένια μου, έφτιαξα καφέ κι ήπια νερό. Ήταν μόλις 6. Άνοιξα τον υπολογιστή να δω τα emails μου, δεν είχα όμως ανοίξει ακόμα το κινητό μου. Το προηγούμενο βράδυ είχα κάψει σε ένα οξύ που δεν καταλάβαινα, ψευδαισθήσεις που δεν ήξερα πως είχα, ή πως ήταν τέτοιες. Ποτέ δε μου άρεσαν οι Jethro Tull, πάντα τους έβρισκα λίγο ξενέρωτους, όμως δεν ξέρω, ήταν η στιγμή τους και κατά κάποιο τρόπο έμοιαζαν να αγκαλιάζουν τη διάθεση μου, τη θέση μου και όμως ξέρασα τον καφέ μου στη σκέψη πως ίσως η θέση μου να μην ήταν θέση μου, πως θα μπορούσε να ήταν ένα σφάλμα προϋπάρχον, ένα ελαττωματικό γονίδιο, κάτι που προκαθόριζε εμένα ως μια φύση, μια φύση άρρωστη και παράλογη. Ήθελα να φύγω. Δεν είχα στόχο να πάω κάπου, αρκεί να μην πήγαιναν οπουδήποτε γνώριζα. Ίσως να ‘ταν το High hopes των Pink Floyd η στιγμή που άνοιξα ασυναίσθητα το κινητό μου, πάντα επιδρούσε παράδοξα πάνω μου αυτό το υποδεέστερο κομμάτι τους. Υποδεέστερο; Αλήθεια; Βάσει τίνος;


    Απανωτοί ήχοι μηνυμάτων ακούστηκαν, κατά κάποιο τρόπο με επανέφεραν στην ξύλινη προσωπικότητα του επαγγελματία που κατά κάποιο τρόπο παρέμενε πάντα μέσα της ένα αεικίνητο, παιχνιδιάρικο πνεύμα και κατά κάποιο τρόπο αμείλικτο και με τρόμαζε η ψυχρότητα που έπαιρνα αποφάσεις κι ας καμάρωνα ένα χάρισμα που έμοιαζε να ξεφεύγει του ελέγχου μου. Όλα τα μηνύματα ήταν κλήσεις. Από συνεργάτες, συναδέλφους και πέντε κλήσεις από το σπίτι του. Για κάποιο λόγο η εικόνα που δημιουργήθηκε στο νου μου, ήταν η σκέψη της Άννας να μου τηλεφωνεί κατά προτροπή του. Το γραπτό μήνυμα που διάβασα έμοιαζε να επιβεβαίωνε, χωρίς να ξέρω πως αυτή την εικόνα: << Όταν σου τηλεφωνώ περιμένω να το έχεις ανοιχτό. Είχες υπηρεσία χθες >>. Ένιωσα την απώλεια αυτού που δεν έζησα και την ίδια στιγμή συνειδητοποιούσα πως η Άννα καλούσε με αυτόν να της το ‘χει ζητήσει, γιατί εγώ θα έκανα αυτό και είχε νόημα όλο αυτό. Κι όμως σαν κάθισα να το αποδείξω με χαρτί και στιλό, δε μπορούσα κι έβαλα τα γέλια με τις ανοησίες μου.


    Του τηλεφώνησα αλλά δεν το σήκωσε. Πήγα από το σπίτι δυο φορές και κανένας δε μου άνοιξε. Πέρασε μια βδομάδα και κατά διαστήματα τηλεφωνούσα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Πέρασαν άλλες δυο βδομάδες και κάθε βράδυ ήμουν εκεί και χτυπούσα την πόρτα. Κανένας δε μου άνοιξε. Σχεδόν έκλεισε μια παρένθεση. Και δε μπορούσα να το ξεχάσω. Πήγα με το αμάξι ένα βράδυ σε μια κωμόπολη, πολλά χιλιόμετρα μακριά κι έφτασα νωρίς το πρωί. Ρώτησα και βρήκα μια πόρνη. Δε μου άρεσε η ιδέα, δε μου άρεσε η ίδια, αλλά τη γάμησα. Τη γάμησα από πίσω κι όταν έχυνα το χέρι μου σχεδόν από μόνο του, της τράβαγε το δέρμα σε χοντρές τσιμπιές. Φώναζε, με έβριζε κι εγώ τσιμπούσα συνέχεια, παρέτεινα όλο και περισσότερο το κράτημα. Έχασα λίγο την ισορροπία μου μόλις έχυνα. Μου ξέφυγε. Γύρισε και με χτύπησε στο πρόσωπο, πολλές φορές. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να την ακινητοποιήσω και να συνεχίσω ό,τι έκανα. Μου κόστισε πολλά χρήματα αυτή η τρέλα. Ευτυχώς, κανένας δεν ήξερε τα στοιχεία μου και μπαίνοντας στην περιοχή είχα βγάλει τις πινακίδες του αυτοκινήτου μου. Έχανα τον έλεγχο, παραμελούσα τη δουλειά μου κι έπινα. Κάποιες φορές έπιανα κάτι στα χέρια μου και προσπαθούσα να το καταστρέψω και δε σήκωνε το τηλέφωνο, δεν άνοιγε την πόρτα.


    Δυο μήνες μετά έλαβα ένα μήνυμα: << Απόψε το βράδυ να είσαι στο σπίτι στις 8,30 >>


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  12. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Τώρα…

    Την αγαπούσα αδερφέ, την αγαπούσα. Είναι σα χνάρι αυτή η αγάπη, γεμίζω τον κουβά στο μπάνιο με καθαρό νερό και χλωρίνη, μηχανικά. Κοιτώ μπροστά μου τα κακοστοκαρισμένα πλακάκια και το αριστερό μου μάτι πιάνει το φως της μέρας στο λερό παράθυρο, ακούω το νερό ηχηρά όσο είναι άδειος ο κουβάς κι έπειτα ο ήχος του γίνεται γουργουρητό και παφλασμός κι η σκέψη μου παραμένει εκεί, σαν ένα χνάρι που μ’ ακολουθεί, με στοιχειώνει. Ξανά και ξανά. Ίδιες εικόνες παιγμένες η μια μέσα στην άλλη κι αυτή η φράση, ψυχαναγκαστική λαίλαπα, καταραμένο Ωμ. Σφουγγαρίζω με μανία. Τα καφέ πλακάκια του μπάνιου, να φύγουν οι στάμπες απ’ την οδοντόπαστα, καθώς αδέξια βουρτσίζω τα δόντια μου τα πρωινά, τα γκρι σπασμένα πλακάκια στο σαλόνι και την κουζίνα, τα υπόλευκα στο υπνοδωμάτιο. Το μισώ ετούτο δα το σπίτι, όσο εκείνη αγαπούσα. Χωμένος εδώ μέσα, σε άγνωστη γειτονιά, πιασμένος στο αγκίστρι, γιατί ναι μπορώ να καταλάβω, μα υπάρχει μίσος. Μίσος για όλα. Μίσος κι απαρέσκεια και αυτομίσος, αν υπάρχει κι αυτό, ναι και αυτό. Και μένος. Απόλυτο, ασίγαστο.


    Χθες βράδυ πλήρωσα πάλι μια πουτάνα. Το πρακτορείο με ξέρει πια. Πρέπει να ‘ναι κοντές, αδύνατες, με χυδαίο βλέμμα που προσποιείται το αθώο, άβαφτες και κωλοπετσωμένες. Δε με νοιάζει τι φορούν και δεν προσέχω. Ακριβώς 7 χτύπησε το κουδούνι, άνοιξα την πόρτα, ήταν η Δανάη. Έχει ξανάρθει εδώ. Με έπιασε εκνευρισμός. Δε θέλω γνώριμα πρόσωπα, δε θέλω τίποτα που έχω ξαναδεί, καμία επανάληψη, ποτέ. Η πόρτα στο χέρι μου άρχισε να γέρνει, έτοιμη να κλείσει.

    - Συγνώμη, Κύριε, εγώ επέμεινα. Ήθελα να έρθω.

    - Γιατί το ήθελες Δανάη;

    - Θυμάστε το όνομα μου!

    - Γιατί το ήθελες Δανάη;

    - Δεν ξέρω. Δεν ξέρω Κύριε… απλά το ήθελα.

    - Γονάτισε.

    - Να μην περάσω πρώτα μέσα Κύριε;

    Είπε και άφησε στα χέρια μου, σαν μια παραφωνία που κι οι δυο προσποιηθήκαμε πως δεν υπήρχε, το χαρτί με τα αρνητικά αποτελέσματα για αφροδίσια. Το πρακτορείο αυτό, ήταν αυστηρότατο. Γι’ αυτό άλλωστε, δικαιολογούνταν οι τιμές του, περισσότερο απ’ όλα. Έδωσα κι εγώ το δικό μου. Το μόνο πράγμα που πια τηρούσα μια συνέπεια.

    - Γονάτισε.

    Χωρίς περίσκεψη, μ’ αφροντισιά, ούτε το φόρεμα της δεν τράβηξε, κάθισε στα γόνατα της. Στάθηκα μπροστά της και ξεκούμπωσα το παντελόνι μου. Άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο, άκουσα τα κάτουρα μου στα πλακάκια, όσα δε συναντούσαν το πρόσωπο της. Δεν κοιτούσα προς τα κάτω, ήξερα όμως πως δεν απέστρεφε το πρόσωπο, δεν έκλεινε τα μάτια. Τελείωσα. Τον τίναξα πάνω κάτω μισοκαυλωμένο και τον σκούπισα στα νωπά μάγουλα της.

    - Έλα μέσα και κάνε αυτό που ξέρεις.

    Κινήθηκα προς το δωμάτιο. Άκουσα τα βήματα της ακριβώς πίσω μου. Είχε ξεκινήσει να τραβάει το φόρεμα της από πάνω της. Γύρισα και την κοίταξα. Σταμάτησε. Κοίταζε λίγο πιο χαμηλά, αλλά όχι εκεί που ήθελα. Ήθελα να κοιτάει στα πόδια μου.

    - Το ξέρω πως είσαι πόρνη, αλλά νόμιζα πως μένεις σε σπίτι. Δε μένεις σε σπίτι Δανάη;

    - … μένω Κύριε.

    - Πόρτα δεν έχεις σπίτι σου Δανάη;

    - Έχω Κύριε.

    - Εδώ γιατί δεν την έκλεισες Δανάη;

    - Μα…

    - Αυτή δεν είναι απάντηση Δανάη. Ποια είναι η απάντηση;

    - Δε μου είπατε να το κάνω Κύριε.

    Εντυπωσιάστηκα. Αισθανόμουν πως εδώ πια, δεν υπήρχε ρόλος. Δεν ήταν προβαρισμένο σκηνικό. Είχαμε ξεφύγει απ’ το συνηθισμένο. Έπρεπε, αφού το πρόσωπο ήταν το ίδιο.

    - Στο λέω τώρα. Πήγαινε να κλείσεις την πόρτα Δανάη και μετά πήγαινε στη θέση σου.

    - Μάλιστα Κύριε.

    Γύρισα και πήγα στο σαλόνι. Άκουσα την πόρτα να κλείνει μαλακά. Κάθισα στον καναπέ μου σταυροπόδι. Ήρθε και στάθηκε στο πλάι μπροστά απ’ τη βιβλιοθήκη μου γυμνή. Κάθισε στα γόνατα της πάνω στα πλακάκια, με τη μέση ορθή. Πέρασε κάποια ώρα. Την κοίταξα. Άντεχε ακόμα. Πήρα το βιβλίο που ήταν δίπλα μου. Συνέχισα στο κεφάλαιο με τις σκέψεις της Καίτε, χάθηκα μέσα στις μνήμες του πολέμου, για τα έντομα που ξεπροβάλλουν μέσα σε κάθε πόλεμο, να κατασπαράξουν ό,τι μένει ζωντανό. Αθάνατε Μπελ. Το κεφάλαιο τελείωσε. Σήκωσα τα μάτια και την κοίταξα. Ακόμη άντεχε. Συνέχιζε να κοιτάει χαμηλά.

    - Έλα κοντά μου Δανάη.

    Περπάτησε στα γόνατα της, χωρίς να κοιτάει και ήρθε προς το μέρος μου. Κατέβασα το πόδι και περίμενα. Στάθηκε μπροστά μου και κοίταζε χαμηλά. Σήκωσε τα μάτια μόνη της λίγο μετά.

    - Πόση ώρα ακόμα Κύριε; Είπε αυθάδικα

    Το χαστούκι ήταν ακαριαίο. Τα δάχτυλα μου έπιασαν τα μάγουλα της. Έσφιξα. Έκανε ήχους. Την έφτυσα στο πρόσωπο και έφερα το χέρι μου στο σβέρκο της. Με το άλλο χέρι ξεκούμπωσα το παντελόνι μου, κατέβασα το βρακί μου και την τράβηξα προς το μέρος μου. Την κράτησα εκεί να βυζαίνει. Δεν την άφησα να ανασηκωθεί καθόλου. Έχυσα. Τότε την άφησα. Το πρόσωπο της είχε κοκκινίσει.

    - Γιατί μίλησες έτσι Δανάη;

    - Συγνώμη Κύριε.

    - Γιατί μίλησες έτσι Δανάη;

    - Ανυπομονούσα Κύριε.

    - Και τι άλλο;

    - Συγνώμη Κύριε.

    Σηκώθηκα και τη σήκωσα μαζί μου. Ψιλοέβηχε. Τη φίλησα στα χείλια. Έφερα το χέρι μου πίσω στον κώλο της.

    - ‘’Ανυπομονούσα Κύριε, συγνώμη Κύριε’’, από πόσα γράμματα αποτελείται η φράση Δανάη;

    Σήκωσε τα δάχτυλα της, ψιθύριζε τα γράμματα και μέτραγε. Μετά είπε:

    - 27 Κύριε

    - Δεν είναι 27 Δανάη. Πόσα είναι;

    - 29 Κύριε;

    - Με ρωτάς Δανάη;

    - 29 Κύριε.

    - Το είπες πολύ γρήγορα, άρα το ήξερες ήδη Δανάη. Γιατί είπες 27;

    - Μπερδεύτηκα Κύριε.

    - Μπερδεύτηκες Δανάη;

    - Όχι Κύριε.

    - Τότε;

    - Δεν ξέρω Κύριε, ήθελα να το πω.

    Έπεσε η πρώτη στον κώλο της.

    - 1 είπε

    - Λάθος Δανάη! Πες το σωστό.

    Απ’ την αρχή.

    Έπεσε το χέρι μου δυνατά.

    - Α

    Έπεσε το χέρι μου πιο δυνατά

    - Ν

    Ξανά

    - Υ

    Ξανά

    - Π

    Ξανά

    - Ο

    Ξανά

    - Μ

    Και συνέχιζα, ώσπου φτάσαμε στο δεύτερο ‘’ε’’. Σταμάτησα.

    Ξάπλωσε στο πάτωμα ανάσκελα, σήκωσε τα πόδια της και τα κράτησε με τα χέρια της. Απ’ τη βιβλιοθήκη πήρα το λιπαντικό που ήταν μισοκρυμμένο. Έβαλα μπόλικο σε δυο δάχτυλα και γονάτισα. Το έβαλα στον κώλο της. Το έβγαλα. Έριξα κι άλλο λιπαντικό. Το έβαλα. Το έβγαλα. Έβαλα κι άλλο λιπαντικό, σε όλα μου τα δάχτυλα αυτή τη φορά. Άρχισα να σπρώχνω απαλά. Ίσα που πέρασαν. Κράτησα τα τοιχώματα ανοιχτά. Τράβηξα πίσω τα δάχτυλα μου, έσπρωξα πάλι, πίσω. Τα έβγαλα, έβαλα κι άλλο λιπαντικό. Ξανά. Και μετά τα έβγαλα. Μπήκα μέσα της εύκολα. Ήταν ζεστά και παρά το τόσο λιπαντικό σχεδόν ξερά. Τραβήχτηκα πίσω αργά. Έμεινε μέσα της μόνο το πουτσοκέφαλο. Μπήκα ξανά και την κάρφωσα. Τραβήχτηκα, καρφώθηκα. Τραβήχτηκα, καρφώθηκα. Είχα ήδη χύσει μια φορά, πέρασε ώρα. Είχε πάλι ξεραθεί και άσθμαινε. Βγήκα και τον έπαιξα στο στομάχι της. Έχυσα μετά από λίγο. Την άφησα να πάει στο μπάνιο να πλυθεί.

    - Μην ξανάρθεις Δανάη, δεν το επιθυμώ.

    - Δε θα ξαναγίνει Κύριε, με συγχωρείτε.

    Πήρε τα χρήματα απ’ τον πάγκο της κουζίνας. Πήγε στην πόρτα, άνοιξε, την έκλεισε αθόρυβα και μετά από λίγο άκουσα το ασανσέρ.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ