Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Υπνωτισμένη πολιτεία

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Afrodoxia, στις 20 Απριλίου 2024.

  1. Afrodoxia

    Afrodoxia Regular Member

    «Έλα κάθισε κοντά μου, να εδώ, μη ντρέπεσαι», ψιθύρισε ο άνθρωπος του θεού. Έπρεπε να το επικοινωνήσω με κάποιον, δεν ξέρω πώς περιγράφεται αυτό που συμβαίνει και πώς θα μπορεί να γίνει κατανοητό. Είναι κάτι σαν απώλεια μνήμης, σαν να ξυπνάς από ένα τρελό μεθύσι και να είναι Δευτέρα και να θυμάσαι μόνο ότι είσαι εσύ, χωρίς, ευτυχώς, να λείπουν τα προσωπικά κομμάτια σου. Μόνο που στην περίπτωση μου, τα Σαββατοκύριακα δεν τα θυμούνται όλοι οι άλλοι!

    «Είσαι σίγουρος ότι δεν το φαντάζεσαι, ο επίγειος χρόνος παιδί μου κυλάει σαν ένα όνειρο», μου λέει ο ρασοφόρος. Αλλά όλοι τα ίδια μου λένε, όμως το εντυπωσιακό είναι ότι όταν ακούν την ιστορία μου, με κάποιον τρόπο, νιώθουν μία αφόρητη διέγερση (ο συγκεκριμένος, όπως μου εκμυστηρεύτηκε μετά, είχε αδυναμία εκσπερμάτωσης, αλλά ήδη βρισκόμαστε σε πολύ καλό δρόμο).

    Αρχικά τρομοκρατήθηκα, γύρισα πίσω στο δωμάτιο και κλείστηκα μέσα για ώρες. Πίστευα ότι βρισκόμουν μπροστά σε μία Αποκάλυψη, σ’ ένα μεταφυσικό φαινόμενο, σε έναν μεγάλο θάνατο, και σκέφτηκα να πάω κάπου να «εξομολογηθώ» που λένε, να με διαβάσει κανένας παπάς, και επειδή άνθρωπος είμαι, δεν μπορούσα να το διαχειριστώ όλο αυτό μόνος μου, ίσως να με ακούσει κάποιος ειδικός ή αν, είδα μέσα στην παράνοια μου, τίθεται ζήτημα εθνικής ασφαλείας να μιλήσω σε κάποιον στρατιωτικό - ήξερα έναν. Και το εξωφρενικό ήταν ότι στο τέλος καταλήγαμε να βγάζουμε παθιασμένα τα μάτια μας.

    Το θέμα είναι ότι κόντευε να μου στρίψει, αν δεν μου είχε ήδη στρίψει – τι να πω. Όλα ξεκίνησαν πριν τρία Σαββατοκύριακα, ξύπνησα και ένιωθα υπέροχα, χουζούρεψα για λίγο και μετά άρχισα να αφουγκράζομαι την πόλη. Το να περνάς από τον ύπνο στον ξύπνιο είναι σαν να οδηγείς ένα πετρελαιοφόρο, ένα ογκώδες βαπόρι, από την αχλή του ονείρου στη λιακάδα του πρωινού. Αλλά δεν άκουγα τίποτα. Η ευτυχία που ένιωθα είχε πάρει σάρκα και οστά – τα δικά μου –, αλλά από τον δρόμο ερχόταν μία άκρα του τάφου σιωπή, τώρα είχα μία συνειδητή εικόνα. Σκιές άρχισαν να σταλάζουν στη σκέψη μου, προσπαθούσα να ακούσω κάτι από την κίνηση της πόλης αλλά τίποτα.

    Πετάχτηκα πάνω σαν να έβλεπα εφιάλτη, κοίταξα έξω, πάνω-κάτω, και όλα ήταν ατάραχα, ειρηνικά σαν ανοιξιάτικο λιβάδι. Καμία μηχανή αυτοκινήτου στον ορίζοντα, κανείς δεν φωνασκούσε, μόνο κάτι σκιές παράξενα ντυμένες έσερναν στις γωνίες τα πόδια τους.

    «Θέλεις να με αγγίξεις εδώ κάπως», μου είπε ο ψυχίατρος – ψυχολόγος. Ωραίος άνδρας, ώριμος και στιβαρός, με κολλημένα πίσω τα μαλλιά του αλλά Μπράντο. Ίδια ιστορία, ήδη είναι η δεύτερη επίσκεψη μου. Θα πρέπει να τους ρωτήσω τι ακριβώς τους διεγείρει, οι άνθρωποι δεν μοιάζουν εκ πρώτης όψεως να είναι παληδονιστές. Όπως κι αν έχει, είχε ωραίους φουσκωμένους όρχεις που του άρεσε να τους επιδεικνύει…

    «Είσαι σίγουρος ότι δεν είσαι υπό την επήρεια χαπιών, γιατί να είναι όλοι οι άλλοι υπνοβάτες και όχι εσύ. Στο κάτω-κάτω όλοι μας βλέπουμε όνειρα, όλοι μας βυθιζόμαστε στις επιθυμίες μας. Στο κάτω κάτω, όλες αυτές οι περασμένες δεκαετίες που ζήσαμε, ό,τι ζήσαμε ακόμα και χθες, δεν είναι σαν προϊόν υπνοβασίας», μου λέει ο Μένιος, ο ανθυπολοχαγός. Αυτό είναι τελικά που μ’ αρέσει σ’ αυτόν, είναι κατά βάθος ποιητής. Είχα πάει, μετά από σκέψη, να τον βρω στην γκαρσονιέρα του, λίγο πιο κάτω από εμένα, να με βοηθήσει μήπως βρω κάποια άκρη. Είχαμε μεταξύ μας κάτι περαστικό, αλλά συνήθιζε να με πλακώνει στο ξύλο. «Ρε συ, Μένιο, να πηδηχτούμε θέλουμε, όχι να παλέψουμε», του είχα πει. «Δεν γουστάρω τα soft», μου είπε και τότε έφυγα. Τώρα, πάλι, τον βλέπω να μου δείχνει το φουσκωμένο καβάλο του.

    Απορώ γιατί τον ανέχομαι, τι κόσμος είναι αυτός που για να εκσπερματίσει σαν τραγί βάζει τα κέρατα μπροστά; Και απορώ γιατί, κάνοντας βόλτα τα Σαββατοκύριακα στην άδεια πόλη, μπορώ να κάνω ό,τι θέλω. Οι περισσότεροι σουλατσάρουν με πιτζάμες και ερωτοτροπούν ασύστολα, σκέτο γερμανικό καρναβάλι. Κάποιοι λίγοι μόνο, και αυτοί παραδόξως γυμνοί, παρλάρουν επί παντός επιστητού, αποφεύγοντας παρά τα φαινόμενα τις περιπτύξεις.

    Προσπάθησα το δεύτερο Σάββατο, μετά από μία εβδομάδα έντονου «ερεθιστικού» προβληματισμού, να βρω τους τρεις «ειδικούς», είχα την ιδέα να τους συναντήσω για να διαπιστώσω την «εγρήγορση» τους. Αποδείχτηκε ότι και οι τρεις ήταν εξαφανισμένοι. Φεύγοντας άπραγος από το γραφείο του ψυχίατρου – ψυχολόγου, είδα στη γωνία μία ολόγυμνη θεότητα να ψάχνει για ταξί. «Έχουν απεργία σήμερα», της είπα. «Θέλετε να σας πάρω εγώ;»

    Πάντα μου άρεσαν οι απόμακρες γυναίκες, οι αλλόκοτες, οι ψυχρές, κάποια στιγμή, μικρός ακόμα, τις μπέρδευα με τα ψώνια, τους νάρκισσους. Πλέον είμαι της άποψης ότι αυτού του είδους η σύγχυση ανήκει στις «εργοστασιακές ρυθμίσεις» – μιλάει η εμπειρία.

    Οπότε, για τρία συναπτά Σαββατοκύριακα περιφερόμουν σε μία υπνωτισμένη πολιτεία, έπινα, έτρωγα και τα λοιπά. Όλα τζάμπα, ανέξοδα! Και τις εργάσιμες, μετά κόπων και βασάνων, πέρναγα την ώρα μου εξερευνώντας το μυστήριο της ύπαρξης.

    Μέχρι εκείνο το βράδυ Κυριακής που καθόμουν αποκαμωμένος έξω από το κλειστό της Νήαρ Ηστ, βλέποντας έναν τύπο να κάνει τον κουρέα της Σεβίλλης σαπουνίζοντας, ξυρίζοντας και ξεπλένοντας τ’ απόκρυφα ξανά και ξανά μιας παρέας μπασκετμπολιστριών. Πήγα να σηκωθώ, κοίταξα ψηλά και είδα ότι το πάει για βροχή και αμέσως μετά το βλέμμα μου έπεσε στην παράξενη γυναικεία φιγούρα που στεκόταν απέναντί μου. Γιατί παράξενη, σκέφτηκα. «Μα φοράει ρούχα κανονικά…», κουδούνισε σαν το καμπανάκι της γραμματείας η απάντηση στο κεφάλι μου. Και δεν ήταν μόνο αυτό, τη γυναίκα αυτήν τη γνώριζα, ήταν η Βέρα Πέρκα, ο μεγαλύτερος και ο πιο βασανιστικός έρωτας της ζωής μου.

    «Πάει καιρός», είπε πλησιάζοντας. Άφωνος εγώ, προσπαθούσα να πιάσω το νήμα από την αρχή, κάπου εκεί πίσω στην πρώτη νεότητα, όταν θυμάμαι έσκαβα ένα πολύ φιλόδοξο τούνελ στα έγκατα της καρδιάς της για να πραγματοποιήσουμε τη μεγάλη απόδραση. Τελικά την έκανε για Αμερική και πιάσανε εμένα.

    Μιλούσε ψυχρά αλλά τα λόγια της έκαιγαν. «Χωρίς πολλά λόγια: ο νέος κόσμος θα είναι ‘νευρομορφικός΄ και όλοι θα έχουμε μία ορισμένη θέση εκεί»

    «Όλο αυτό που βλέπεις εδώ και λίγο καιρό είναι πείραμα προσαρμογής, μία πρόβα ορχήστρας. Πώς να στο πω, κάτι σαν viral στο tik Tok. Είμαι η υπεύθυνη της ενορχήστρωσης, σκοπός είναι ο πλήρης έλεγχος όλων αυτών», και έδειξε τις αθλήτριες που στέκονταν σαν ρούχα κρεμασμένα στη σειρά.

    «Αλλά, φευ, επειδή είμαι εγώ και είσαι εσύ, όπερ, μία ακατάσβεστη σχέση απ’ το αρχαίο παρελθόν, το νέο ‘ξόρκι΄ δεν πιάνει» και συνοφρυώθηκε αντί να γελάσει.

    Ψιχάλιζε και σκοτείνιαζε. Η Βέρα, το ίδιο απρόθυμα όπως παλιά, στάθηκε από πάνω μου. Ξεδίπλωσε τη στενόμακρη καμπαρντίνα της και ξεχύθηκαν κατάλευκα τα σκέλη της σε κοινή θέα. Σκοτείνιασε πιο πολύ σαν σε δάσος, με τη βροχούλα ν’ αναδίδει μυρωδιές.