Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Χρόνια πολλά

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος -Volt-, στις 8 Δεκεμβρίου 2019.

  1. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Δε σε θέλω

    - Τι θα πει δε με θέλεις;

    - Αυτό που θα πει

    - Δεν απαντάς

    - Έτσι απαντώ

    - Αντιδράς

    - Εσύ αντιδράς, εγώ δηλώνω

    - Καλύτερα τώρα, περισσότερες λέξεις

    - Μα αφού δεν καταλαβαίνεις


    Και δε μου απαντούσε πια, τη ρωτούσα αν καταλάβαινε όμως δε μου απαντούσε. Δε μπορούσε να απαντήσει. Έσφιγγα το λαιμό της, τα μάτια της δάκρυσαν, το χέρι της είχε σηκωθεί για να με σταματήσει μα δεν το έκανε. Έμεναν τα μάτια της μέσα στα δικά μου και σταδιακά μίκραιναν και τα δάκρυα συνέχιζαν να τρέχουν. Κάτι ακούστηκε στο πάτωμα και υγρό ζεστό αναπήδησε στη γυμνή γάμπα μου. Κοίταξα χαμηλά, κατουριόταν και τώρα τα μάτια είχαν κλείσει τελείως. Άνοιξα το χέρι μου και φάνηκε να παίρνει ανάσα κι έμοιαζε να χάνει την ισορροπία της. Την έσπρωξα και κόλλησε πίσω στον τοίχο. Ακούστηκε να χτυπάει η πλάτη της. Άνοιξε τα μάτια διάπλατα και το χέρι μου σφίχτηκε πάλι γύρω απ’ το λαιμό της. Με το άλλο χέρι άγγιξα το ζεστό, βρεγμένο βρακί. Το πίεσα πάνω της, κατάλαβα την αμηχανία που προκαλεί να κατουριέσαι, σαν τη ντροπή όταν χέζεσαι ενώ περπατάς και πρέπει να συνεχίσεις ώσπου να φτάσεις σπίτι, με τον κώλο σου μες στα σκατά και το βρακί σου νωπό, να τρίβεται πάνω σου.


    Έφερα τα δάχτυλα στη μύτη της κι ύστερα τα κατέβασα. Παραμέρισα το βρακί κι άγγιξα την τρύπα της, τα μάτια είχαν πάλι πάρει να μικραίνουν. Όταν άνοιξε καλά η τρύπα της, έχωσα όλο το κατουρημένο πανί με το δάχτυλο μου μέσα του, σαν προφυλακτικό. Τα μάτια της έκλειναν, το δάχτυλο μέσα της, τα δάχτυλα σφιχτά γύρω της. Απέσυρα το δάχτυλο μου και της τράβηξα με δύναμη τη ρώγα. Τα μάτια άνοιξαν διάπλατα.


    - Προσποιείσαι πουτάνα για να σ’ αφήσω. Είσαι πουτάνα μέσα σου. Είσαι πουτάνα. Θέλω να το φανερώσεις.


    Τα μάτια κόλλησαν στα δικά μου, έξαλλα. Τόσος πολύς θυμός. Σπαρτάρησε, με έσπρωχνε προς τα μπροστά.


    - Θα σε αφήσω. Μόλις σε αφήσω θέλω να πέσεις στα γόνατα σου. Αν δεν το κάνεις θα το μετανιώσεις.


    Την άφησα και κινήθηκε βίαια προς το μέρος μου. Δε μπορώ να θυμηθώ αν πρώτα με χαστούκισε, ή αν με έφτυσε πρώτα. Το χέρι μου έπεσε με δύναμη στο μάγουλο της, ενώ τα σάλια της κύλαγαν στο πρόσωπο μου. Θαρρώ πως πρώτα με έφτυσε. Τη χαστούκισα πάλι. Και πάλι. Συνέχισε να με κοιτάει, ενώ το μάγουλο της γινόταν κατακόκκινο. Δάκρυα έτρεχαν απ’ τα μάτια της. Με έφτυσε ξανά και το χέρι μου άδραξε το λαιμό της. Την κόλλησα πάλι πίσω και συνέχιζα να την κρατάω ακίνητη. Ξανά μίκρυναν τα μάτια της.


    - Μόλις σε αφήσω θα πέσεις στα γόνατα σου.


    Την άφησα και για μια στιγμή σαν απολιθωμένη έμεινε να με κοιτάει, αναποφάσιστη κι ύστερα αργά, με το πάσο της, γονάτισε κι έμεινε να με κοιτάει. Το πρόσωπο της ήταν μπροστά στο μισοκαυλωμένο πέος μου. Το κράτησα μπροστά στο πρόσωπο της. Και ούρησα. Στην αρχή κρατούσε τα χείλη της σφιχτά κλειστά. Μετά τα άνοιξε. Σταγόνες μπήκαν στο στόμα της. Όταν τελείωσα, τον σκούπισα στο μάγουλο της και τότε στάθηκε στα τεντωμένα χέρια της και δε με κοιτούσε πια.


    Ήρθα πίσω της και στην αρχή έφερα τις παλάμες μου στους ώμους της. Πίεσα, ώσπου άφησε το κεφάλι της να πέσει. Απ’ το γάντζο πίσω απελευθέρωσα την παλιά στρατιωτική μου ζώνη, απ’ το παντελόνι. Στην αρχή τη χάϊδεψα με το σκληρό τεντωμένο ζωνάρι. Το πήρα διπλό στο χέρι μου. Η πρώτη έπεσε στους ώμους της, η δεύτερη έπεσε στους ώμους της, η τρίτη έπεσε στους ώμους της.


    - Άρχισε να μετράς.

    - 1

    - 1 επανέλαβα κι εγώ, ήσυχα

    - 2

    - 2

    - 3

    - 3

    - 4

    - 4

    - 5

    - 5




    - 20

    - 20

    - 21

    - 21

    - 22

    - 22



    - 37

    - Χρόνια σου πολλά


    Τα χέρια της λύγισαν και ακούμπησε μαλακά το σώμα και το πιγούνι της στο πάτωμα. Οι ώμοι της είχαν γίνει μπλαβί σε διάφορα σημεία. Τα σχέδια αυτά, μου άρεσαν. Με το κινητό μου τράβηξα φωτογραφία και το άφησα μπροστά στο πρόσωπο της. Τα μάτια της δεν εστίασαν εκεί κι η οθόνη έσβησε.


    - Δες το δώρο σου


    Άνοιξε τα μάτια και με κόπο έφερε το χέρι της κι ενεργοποίησε το κινητό. Την κοίταξε για ώρα.

    - Μόνο αυτό;

    - Μη βιάζεσαι, δεν τέλειωσε η ημέρα, της είπα απαλά. Τη σήκωσα και την πήρα στην αγκαλιά μου. Πήγαμε στο κρεβάτι μας. Τράβηξα τα σκεπάσματα και την ακούμπησα απαλά στο ζεσταμένο υπόστρωμα. Της έβγαλα το βρακί και με το υγρό πανάκι πέρασα κάθε σπιθαμή. Έκανα να ξαπλώσω δίπλα της, παραμέρισε κι όταν μας σκέπασα, το πόδι της τυλίχτηκε πάνω μου και το χέρι της αγκάλιασε το λαιμό μου. Κοιμήθηκα σχεδόν αμέσως.


    Ξύπνησα ώρες μετά κι εκείνοι οι ήχοι, τόσο γνώριμοι, της γυναικείας φροντίδας στην κουζίνα, χάραξαν ένα χαμόγελο απρόκλητο στα χείλη μου. Σηκώθηκα και πήγα στο ντους. Πλύθηκα και σκουπίστηκα. Ύστερα φόρεσα εσώρουχα και φόρμα. Πήγα στην κουζίνα. Στο ήπιο φως του θερμού φθορισμού, είδα την κούπα μου με τον αχνιστό καφέ στο τραπέζι. Ήταν στραμμένη στο νεροχύτη και ψιλόκοβε κάτι. Σιγομουρμούριζε ένα σκοπό.


    - Τι ώρα θα ‘ρθουν οι φίλοι μας;

    - Ο Μπάμπης με τη Φωτεινή έστειλαν μήνυμα πως θα έρθουν πριν τις 10. Η Ινώ θα έρθει πιο μετά. Ο Τάσος κι η Μαρία κι η ψηλή Μαρία θα έρθουν μετά τις 9. Οι γονείς μου μπορεί να αργήσουν λίγο, γιατί δεν ψήνεται η γαλοπούλα. Ο αδερφός μου θα περάσει να πάρει τη Άννα απ’ τη δουλειά στις 6 να πάνε για το δώρο μου και μετά θα κατηφορίσουν.

    - Ανυπομονείς για τα δώρα σου;

    - …

    - Δε θα μου απαντήσεις;

    - Δεν τα θέλω.

    - Μα τα προσμένεις.

    - … ναι

    - Με ανυπομονησία;

    - ναι

    - Μεγάλη;

    - Ίσως

    - Γιατί;

    - Γιατί μ’ αγαπούν

    - Θυμάσαι τα πρώτα σου γενέθλια μαζί μου;

    -…

    - Πόσους καλεσμένους είχες;

    - 40 – 50

    - Τα πρόσμενες τα δώρα σου;

    - Όχι.

    - Τότε;

    - Το θεωρούσα υποχρεωτικό να τα δώσουν κι υποχρεωτικό να τα πάρω

    - Τι άλλαξε;

    -…

    - Δε θα μου πεις;

    - Σ’ αγαπώ

    - Θα ΄ρθεις να μου το δείξεις;

    Γύρισε και το πρόσωπο της έλαμπε φρεσκομπανιαρισμένο κι άβαφο, όπως μου άρεσε. Ήρθε αργά, αλλά υπήρχε μια βιασύνη στον τρόπο της. Τα χείλια της τυλίχτηκαν στους ώμους μου, κρεμάστηκε και σιγά κατέπεσε προς τα κάτω. Μου ανασήκωσε τη μπλούζα και φίλησε την κοιλιά μου. Η γλώσσα της χώθηκε στον αφαλό μου. Έπειτα με φίλησε ηχηρά. Έκανε να κατέβει προς τα κάτω. Τη σταμάτησα.


    - Κάτσε στα πόδια μου.

    Κάθισε απαλά και φιληθήκαμε. Το φιλί δεν ήταν πια σαν τα πρώτα. Ήταν όμως γεμάτο. Δεν ήταν από υποχρέωση. Ήταν που το ήθελε.


    - Δυο ώρες ακόμα. Ανυπομονείς;

    - Λιγάκι.

    - Θέλεις να ‘ναι όλα τέλεια;

    - Όχι αυτό το ήθελα παλιά

    - Τι άλλαξε;

    -…

    Τώρα τι θέλεις;

    - Να περάσουμε όμορφα, να μην υπάρξει πλήξη

    - Και τι άλλο;

    - Καταναγκασμός

    - Γιατί;

    - Ο καταναγκασμός πρέπει να είναι επιλογή

    - Γιατί;

    - Το αρνητικό είναι το θετικό.


    Την πήρα απ’ το χέρι και γυρίσαμε στο κρεβάτι μας. Ξάπλωσε μπρούμυτα και περίμενε. Απ’ το συρτάρι πήρα το δονητή με κίνηση, του έβαλα πολύ λιπαντικό, έβαλα και στην πίσω τρύπα της και τον ακούμπησα στην αρχή σβηστό. Σιγά τη μάλαζα. Έβαλα κι άλλο λιπαντικό και τον πίεσα προς τα μέσα. Μπήκε λίγο μέσα και μετά έβαλα τη δόνηση. Διευκολύνθηκε μόλις έβαλα κι άλλο λιπαντικό. Όταν είχε μπει λίγο μέσα την τράβηξα και τη σήκωσα. Σάλιωσα τη βεντούζα και την κόλλησα στην πόρτα. Εκείνη γονάτισε κι όταν τον είχε πάλι ως τα μισά μέσα στον κώλο της, έβαλα σε λειτουργία την κίνηση. Με τον φυσικό αφύσικο τρόπο του άρχισε να επιμηκύνεται και να συρρικνώνεται. Ξάπλωσα από κάτω της και της έκανα γλειφομούνι. Τα δάχτυλα των χεριών μου ξέφρενα τσιμπούσαν τις ρώγες της. Ο μεγάλος δονητής μπαινόβγαινε φυσικά αφύσικα, ακούραστος. Ήταν πάντα νόστιμα τα υγρά της.


    - Κόλλησε στην πόρτα.

    Υπάκουσε. Πήγε όσο πίσω γινόταν. Έβλεπα το αφύσικο πέος να δημιουργεί ένα βουναλάκι καθώς έφτανε χαμηλά στην κοιλιά της. Ερεθίστηκα.

    - Σου αρκεί;

    - Όχι θέλω περισσότερα.

    -Θέλεις άντρες;

    - Θέλω άντρα

    - Θέλεις άντρες;

    - Θέλω την αγάπη σου

    - Θέλεις;

    - Θέλω την προσοχή σου

    - Θέλεις;

    - Θέλω να πονέσω

    - Γιατί;

    - Για να μ’ αγαπάς

    - Γιατί;

    - Για να σ’ αγαπώ

    - Γιατί;

    - Γιατί το αρνητικό είναι το θετικό.

    - Θα μετράς;

    - Θα μετρώ

    - 1

    - 1

    - 2

    - 2

    - 3

    - 3

    - 4

    - 4

    - 5

    - 5

    Σταμάτησα και με κοίταξε με ένταση, έσκυψα και δάγκωσα τα χείλια της. Ώσπου έτρεξε αίμα, ώσπου γεύτηκα το σίδερο. Η φυσική αφύσικη κίνηση συνεχιζόταν. Πρέπει πια να είχε ξεραθεί τελείως. Μα δεν παραπονέθηκε. Την τράβηξα μαλακά. Έβαλα πολύ περισσότερο λιπαντικό στον κωλο της και στο τεράστιο φυσικό αφύσικο όργανο, με τη φυσική αφύσικη κίνηση. Την έβαλα πάλι στην πόρτα, αλλά αυτή τη φορά ήμουν κι εγώ από κάτω της. Τη γαμάγαμε μαζί, με τον τεράστιο δονητή, με την προέκταση μου. Εγώ κι εγώ. Το δάχτυλο μου μπαινόβγαινε στο στόμα της. Εγώ κι εγώ κι εγώ.


    Έπινα λίγη τεντούρα περιμένοντας. Μου άρεσε η αψάδα των μπαχαρικών. Χτύπησε το κουδούνι. Την άκουσα να ανοίγει κι έπειτα ήρθε προς το μέρος μου. Με φίλησε και με πήρε απ’ το χέρι. Οι πρώτοι είχαν φτάσει.

    - Χρόνια πολλά, της ψιθύρισα μόλις ακούστηκε ο ήχος του ασανσέρ που έφτανε στον όροφο.

    - Χρόνια μας πολλά, είπε και μου δάγκωσε απαλά το αυτί. Το χαμόγελο που ένιωθα και δεν έβλεπα, ήταν ακόμα μαγικό.