Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ιστορία της Ο (histoire d' O)

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος espimain, στις 5 Ιουλίου 2020.

  1. espimain

    espimain Contributor

    https://i.***/Yq4h9B3m/Histoire-d-O.jpg
    ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΡΟΥΑΣΣΥ

    KEΦ.1

    Μια μέρα ο εραστής της Ο την παίρνει να κάνουν ένα περίπατο σε μιά γειτονιά όπου ποτέ δεν είχαν πατήσει : το πάρκο Μονσουρί, το πάρκο Μονσώ.
    Στη γωνιά του πάρκου στην άκρη ενός δρόμου όπου ποτέ δεν σταθμεύουν ταξί, αφού έκαμαν ένα περίπατο στο πάρκο, καθισμένοι πλάι-πλάι στην άκρη ενός παρτεριού, παρατηρούν ένα αυτοκίνητο, με μετρητή, να πλησιάζει, που μοιάζει με ταξί.
    «Ανέβα», της λέγει. Μπαίνει.

    Αρχίζει να βραδυάζει κι είναι φθινόπωρο. Είναι ντυμένη όπως συνήθιζε: παπούτσια με ψηλά τακούνια, ένα ταγιέρ με φούστα πλισσέ, μιά μεταξωτή μπλούζα και δίχως καπέλλο.
    Όμως μακρυά γάντια που φτάνουν ως τα μανίκια του ταγιέρ. Κρατά ένα δερμάτινο σάκκο με τα χαρτιά της, την πούδρα της και το ρουζ.
    Το ταξί ξεκινά σιγά-σιγά, χωρίς ο άντρας να πει τίποτε στον σωφέρ.
    Κατεβάζει, δεξιά κι αριστερά τα στόρια στα τζάμια και στο πίσω μέρος.

    Εκείνη έβγαλε τα γάντια της με τη σκέψη πως ίσως τη φιλήσει ή εκείνη τον χαϊδέψει.
    Όμως λέγει : «Όλα τούτα σε δυσκολεύουν, δώσμου την τσάντα σου».
    Τη δίνει, την τοποθετεί μακρυά της, και προσθέτει : «Και είσαι πολύ ντυμένη. Βγάλε τις ζαρτιέρες σου, κατέβασε τις κάλτσες σου ως τα γόνατα».
    Δυσκολεύεται κάπως, το ταξί τρέχει πιο γρήγορα, και φοβάται μήπως ο σωφέρ γυρίσει και την δει.
    Τέλος, αφού κατέβασε τις κάλτσες, αισθάνεται σαν ενοχλημένη γιατί τα πόδια της είναι γυμνά και ελέυθερα κάτω από το μετάξι της κομπιναιζόν.
    Έτσι, γλυστρούν κι οι ζαρτιέρες. «Βγάλε τη ζώνη σου, της λέγει, βγάλε το σλιπ».
    Αυτό είναι εύκολο, αρκεί να περάσεις τα χέρια πίσω στα νεφρά και, λιγάκι, ν΄ ανασηκωθείς.


    Της παίρνει από τα χέρια τη ζώνη και το σλιπ, ανοίγει τη τσάντα και τα βάζει μέσα.
    Κατόπιν της λέγει : «Δεν πρέπει να καθήσεις πάνω στην κομπιναιζόν και τη φούστα σου.
    Πρέπει να τ΄ ανασηκώσεις και να καθήσεις γυμνή πάνω στο κάθισμα».
    Το κάθισμα είναι από δέρμα, γλυστερό και κρύο και δεν είναι ευχάριστο να το αισθάνεσαι να κολλά πάνω στα γυμνά σου μπούτια.
    Έπειτα της λέγει : «Ξαναβάλε τώρα τα γάντια σου».

    Το ταξί κυλά πάντα κι εκείνη δεν τολμά να ρωτήσει γιατί δεν κάνει καμμιά κίνηση ο Ρενέ, και δεν λέγει πια τίποτε, ούτε και τι σημασία μπορεί νάχει γι΄ αυτόν, να στέκεται ακίνητη και βουβή, γυμνή και έτοιμη να προσφερθεί, με φορεμένα γάντια, σ΄ ένα σκοτεινό αμάξι που πάει προς άγνωστη κατεύθυνση,
    Δεν της έδωσε καμμιά διαταγή, ούτε της απαγόρευσε τίποτε, όμως δεν τολμά ούτε να σταυρώσει τα πόδια της ούτε να σφίξει τα γόνατά της.
    Τα δυο της γαντωμένα χέρια τα στηρίζει στα πλάγια της πάνω στο κάθισμα.

    «Να», της λέγει ξαφνικά. Να : το ταξί σταματά σε μιαν ωραία λεωφόρο, κάτω από ένα δέντρο – είναι πλατάνια – μπροστά σ΄ ένα είδος μικρού ξενοδοχείου που μόλις ξεχωρίζει ανάμεσα σε μιαν αυλή κι έναν κήπο, σαν τα μικρά ξενοδοχεία του προαστίου Σαιν-Ζερμαίν.
    Τα φώτα του δρόμου είναι κάπως μακρυά, είναι ακόμη σκοτεινά μες το αμάξι, και έξω, βρέχει. «Μη σαλέψεις καθόλου», λέγει ο Ρενέ.
    Απλώνει το χέρι του προς τον γυακά της μπλούζας, λύνει τον φιόγγο, την ξεκουμπώνει.

    Γέρνει εκείνη λιγάκι το στήθος της, και νομίζει πως θέλει να της το χαϊδέψει. Όχι. Ψάχνει μονάχα να πιάσει και να κόψει μ΄ έναν σουγιά τις μπρετέλες του σουτιέν και της το βγάζει.
    Τώρα, κάτω από την ξανακλεισμένη μπλούζα, τα στήθη είναι ελεύθερα και γυμνά, καθώς και τα νεφρά και η κοιλιά, από τη μέση ως τα γόνατα.

    «Ακουσε – της λέγει – τώρα είσαι έτοιμη. Σ΄ αφήνω. Θα κατέβεις και θα χτυπήσεις την πόρτα.
    Θ΄ ακολουθήσεις εκείνον που θα σου ανοίξει, θα κάμεις ό,τι σε διατάξουν.
    Αν δεν μπεις αμέσως μέσα, θα σε πάρουν, κι αν δεν υπακούσεις αμέσως, θα σε κάμουν να υπακούσεις.
    Η τσάντα; Όχι, δεν σου χρειάζεται πια.
    Είσαι απλούστατα, το κορίτσι που το πασσάρω.
    Ναι, ναι, θα είμαι εδώ. Πήγαινε».

    ΣΕΛΙΔΑ 2

    Ο άγνωστος ήταν στο τιμόνι, κι ο εραστής καθισμένος κοντά στη νεαρή γυναίκα, και ήταν ο φίλος, ο άγνωστος, που μιλούσε για να εξηγήσει στη νεαρή γυναίκα πως ο εραστής της είχε αναλάβει να την προετοιμάσει, ότι θα της έδενε τα χέρια πίσω στην πλάτη, θα της έβγαζε τη ζώνη, το σλιπ και το σουτιέν και θα της έδενε τα μάτια.
    Πως έπειτα θα την παρέδιναν στο παλάτι, όπου θα την οδηγούσαν βαθμηδόν σε όσα επρόκειτο να κάνει.

    Πραγματικά, έτσι γυμνή και δεμένη, έπειτα από μισήν ώρα, την βοηθούσαν να βγεί από το αυτοκίνητο, ανέβαινε μερικά σκαλοπάτια, περνούσε στα τυφλά, ανάμεσα από μιαν ή δυο πόρτες, ξαναβρισκόταν μόνη της, με βγαλμένο το πανί που σκέπαζε τα μάτια της, όρθια, σ΄ ένα σκοτεινό δωμάτιο όπου την αφήκαν μισή ώρα, ή μια ώρα, ή δυο, δεν ξέρω.
    Ήταν όμως ένας αιώνας. Έπειτα, όταν επί τέλους άνοιξε η πόρτα και άναψε το φώς, έβλεπε πως βρισκόταν σ΄ ένα κοινό και άνετο δωμάτιο που όμως ήταν κάπως παράξενο : με ένα παχύ χαλί στο δάπεδο, δίχως κανένα έπιπλο και γύρω-γύρω ντουλάπια.


    Δυο γυναίκες άνοιξαν την πόρτα, δυο νέες και όμορφες γυναίκες, ντυμένες σαν όμορφες υπηρέτριες του 18ου αιώνα : με μακρυές ελαφρές και μπουφάν φούστες που σκέπαζαν τα πόδια, σφιχτούς κορσέδες που πρόβαλλαν το στήθος κι ήταν δεμένοι μπροστά, με δαντέλλες γύρω στο λαιμό, και μισά μανίκια.
    Τα μάτια και το στόμα ήταν μακιγιαρισμένα. Φορούσαν ένα σφιχτό κολλιέ στο λαιμό, και βραχιόλια στους καρπούς των χεριών.

    Τότε, ξέρω πως λύσανε τα χέρια της Ο, που ήταν πάντα δεμένα πίσω στη πλάτη, και της είπαν ότι έπρεπε να γδυθεί, ότι θα την έλουζαν, και θα την μακιγιάραν. Την ξεγύμνωσαν λοιπόν, και τακτοποίησαν τα φορέματά της σ΄ ένα από τα ντουλάπια.
    Δεν την άφησαν να κάμει μπάνιο μόνη της. Της χτένισαν τα μαλλία όπως θα έκαμε ένας κομμωτής, βάζοντάς την να καθήσει σε μια από εκείνες τις πολυθρόνες που γέρνουν προς τα πίσω όταν λούζουν τα μαλλιά και την ξανασηκώνουν για να βάλουν το κεφάλι στο σεσουάρ, έπειτα από τη μιζαμπλί.
    Τούτο κράτησε πραγματικά μια ώρα. Όμως στην πολυθρόνα αυτή καθόταν γυμνή και της απαγόρευαν να σταυρώσει τα γόνατά της ή και να τα πλησιάσει το ένα κοντά στο άλλο.

    Και καθώς είχε απέναντί της ένα μεγάλο καθρέφτη, σ΄ όλο το μήκος του τοίχου, που δεν διακόπτετο από κανένα ραφάκι, έβλεπε τον εαυτό της σ΄ αυτή τη στάση, κάθε φορά που το βλέμμα της αντίκρυζε τον καθρέφτη. Όταν την ετοίμασαν, και την μακιγιάραν, με τα βλέφαρα ελαφρά σκούρα βαμμένα, το στόμα κατακόκκινο, οι ρόγες και ο περίγυρός τους κοκκινισμένα, το κάτω μέρος της κοιλιάς κόκκινο κι αυτό, με άρωμα κάτω από τις μασχάλες και στο φύλο της, ανάμεσα από τα μπούτια, ανάμεσα απ΄ τα στήθια και τις παλάμες, την πήγαν σ΄ ένα δωμάτιο όπου ένας καθρέφτης με τρείς όψεις κι έναν τέταρτο στον τοίχο βοηθούσαν να κοιταχτεί κανείς από κάθε πλευρά.
    Της είπαν να καθήσει σ΄ ένα σκαμνάκι ανάμεσα από τους καθρέφτες και να περιμένει.
    Το ταμπουρέ ήταν σκεπασμένο με μαύρη γούνα, που κάπως την αγκίλωνε, το χαλί μαύρο, οι τοίχοι κόκκινοι.

    Είχε στα πόδια κόκκινα πασούμια. Σε μια από τις πλευρές του μικρού μπουντουάρ, υπήρχε ένα μεγάλο παράθυρο που έβλεπε σε ένα σκοτεινό πάρκο.
    Είχε πάψει να βρέχει, τα δέντρα κουνιόταν από τον άνεμο, το φεγγάρι έτρεχε ψηλά μέσα από τα σύννεφα.


    Δεν ξέρω πόσον καιρό έμεινε έτσι μέσα στο κόκκινο μπουντουάρ, ούτε κι αν ήταν τελείως μόνη όπως το πίστευε, ή αν κάποιος την κοίταζε πίσω από ένα καμουφλαρισμένο άνοιγμα του τοίχου.
    Μα αυτό που γνωρίζω είναι ότι, όταν οι δυο γυναίκες ξαναγύρισαν, η μια κρατούσε ένα μέτρο ράφτρας και η άλλη ένα καλάθι.
    Ένας άντρας τις συνώδευε, ντυμένος με μια μακρυά ρόμπα σε χρώμα βιολέ, με στενά μανίκια στους καρπούς και φαρδιά στους αγκώνες, και που άνοιγε στη μέση, όταν περπατούσε.
    Κάτω από τη ρόμπα φαινόταν ένα εφαρμοστό εσώβρακο που κάλυπτε τις κνήμες και τα μπούτια και άφηνε ανοιχτό το φύλο.

    Κι αυτό είδε πρώτ΄ απ΄ όλα η Ο, στο πρώτο του βήμα, κι έπειτα το μαστίγιο από δερμάτινες λουρίδες, περασμένο στη μέση του, κι έπειτα ότι ο άντρας αυτός είχε σκεπασμένο το πρόσωπο με μια μαύρη κουκούλα όπου ένα μαύρο τούλι σκέπαζε ως και τα μάτια - και τέλος, φορούσε μαύρα γάντια από λεπτό δέρμα.
    Της είπε να μην κινηθεί, μιλώντας της στον ενικό και στις γυναίκες να βιαστούν να φύγουν. Αυτή που κρατούσε το μέτρο μέτρησε το λαιμό της Ο και τους καρπούς της.
    Ήταν συνηθισμένες οι διαστάσεις αν και κάπως μικρότερες. Εύκολα βρέθηκαν στο καλάθι που κρατούσε η άλλη γυναίκα το κολλιέ και τα βραχιόλια που της ταίριαζαν.


    Και να πως ήταν καμωμένα : σε πολλά δερμάτινα πάχη (κάθε πάχος αρκετά λεπτό, συνολικά όχι περισσότερο από ένα δάχτυλο), που κλείναν με μιάν ασφάλεια που λειτουργούσε αυτόματα σαν μια αλυσσίδα όταν την κλείνουν και δεν μπορεί ν΄ ανοίξει παρά με ένα μικρό κλειδί.
    Στο αντίθετο ακριβώς μέρος από το κλείσιμο, μέσα στα διάφορα πέτσινα κομμάτια, σχεδόν με τέλεια εφαρμογή, υπήρχε ένας μετάλλινος χαλκάς που μπορούσε να στερεωθεί στο βραχιόλι, αν το επιθυμούσαν, γιατί ήταν σφιχτοβαλμένο στο χέρι και το κολλιέ πολύ σφιγμένο στο λαιμό, αν και αρκετά ελεύθερο ώστε να μην προκαλεί πληγή και για να μπορεί να περάσει από μέσα του ένα λεπτό δέσιμο. Της έβαλαν, λοιπόν, τούτο το κολλιέ κι αυτά τα βραχιόλια στο λαιμό και στους καρπούς της, κι έπειτα ο άντρας της είπε να σηκωθεί.

    Κάθισε στη θέση της πάνω στο σκαμνί με τη γούνα και την έφερε κοντά προς τα γόνατά του, πέρασε το γαντοφορεμένο χέρι του ανάμεσα από τα μπούτια της κι επάνω στα στήθη της και της εξήγησε πως το ίδιο βράδυ, θα την παρουσίαζαν, έπειτα από το δείπνο που θα το έπαιρνε μόνη της.
    Πράγματι, δείπνησε μόνη της, πάντα γυμνή, σ΄ ένα είδος μικρού γραφείου, όπου ένα αόρατο χέρι της έφερνε τα φαγητά από μια θυρίδα. Τέλος, όταν το δείπνο τέλειωσε, οι δυο γυναίκες ήρθαν να τη πάρουν.
    Στο μπουντουάρ, τοποθέτησαν μαζί, πίσω στην πλάτη της, τους δυο χαλκάδες των βραχιολιών της, της έβαλαν πάνω στους ώμους, πιασμένη μ΄ ένα κολλιέ, μια μακρυά κόκκινη κάπα που την κάλυπτε ολόκληρη, αλλά που άνοιγε όταν περπατούσε, αφού δεν μπορούσε να την συγκρατήσει, γιατί είχε τα χέρια της δεμένα πίσω στην πλάτη.
    Μια γυναίκα προχωρούσε μπροστά της και άνοιγε τις πόρτες, η άλλη την ακολουθούσε και την ξανάκλεινε.


    Διέσχισαν ένα διάδρομο, δυο σαλόνια και μπήκαν στη βιβλιοθήκη, όπου τέσσερις άντρες παίρναν τον καφέ τους.
    Φορούσαν τις ίδιες μεγάλες ρόμπες όπως και ο πρώτος, ήσαν όμως δίχως μάσκες.
    Όμως, η Ο δεν πρόφτασε να ιδεί τα πρόσωπά τους και ν΄ αναγνωρίσει αν ο εραστής της ήταν ανάμεσά τους (ήταν πράγματι), γιατί ο ένας από αυτούς έστρεψε προς το μέρος της έναν προβολέα που την τύφλωσε.
    Όλοι έμειναν ακίνητοι, οι δυο γυναίκες ζερβόδεξα και οι άντρες απέναντι που την κοίταζαν.
    Έπειτα ο προβολέας έσβυσε. Οι γυναίκες φύγανε. Ξανάβαλαν όμως πάλι ένα πανί στα μάτια της Ο.

    Τότε την έβαλαν να περπατήσει, κάπως σκοντάφτοντας, και αισθάνηθηκε να βρίσκεται μπροστά σε μεγάλη φωτιά, εκεί που καθόνταν οι τέσσερις άντρες: αισθανόταν τη θερμότητα κι άκουγε, στη σιγαλιά, το θόρυβο που έκαμαν, καίγοντας, τα ξύλα.
    Ήταν απέναντι από τη φωτιά. Δυο χέρια ανασήκωσαν την κάπα της, δυο άλλα γλύστρησαν κατά μήκος του κορμιού για να ελέγξουν το δέσιμο των βραχιολιών: δεν ήταν γαντοφορεμένα και ένα από αυτά, μπήκε μέσα της ταυτόχρονα και από τις δύο μεριές, τόσον απότομα που έβγαλε μια κραυγή.
    Κάποιος γέλασε. Κάποιος άλλος είπε: «Ας την γυρίσουμε να ιδούμε τα στήθη και την κοιλιά».
    Την γύρισαν και η ζέστη της φωτιάς γινόταν αισθητή στη μέση της.
    Ένα χέρι έπιασε το ένα στήθος, ένα ακόμα έπιασε την άκρη του άλλου.
    Όμως, ξαφνικά, έχασε την ισορροπία της, κλονίσθηκε κι έπεσε προς τα πίσω, συγκρατημένη, από ποια άραγε χέρια; ενώ εν τω μεταξύ της ανοίγαν τα πόδια και τα χείλη ελαφρά, αισθάνθηκε μαλλιά ανάμεσα από τα μπούτια της.
    Ακουσε να λένε πως έπρεπε να τη βάλουν να γονατίσει. Έτσι κι έγινε.

    Αισθανόταν πολύ άσχημα έτσι γονατιστή και πιότερο γιατί δεν έπρεπε να πλησιάσει τα γόνατά της και γιατί τα στην πλάτη δεμένα χέρια της την έκαναν να γέρνει κάπως προς τα εμπρός.
    Της επέτρεψαν τότε να σκύψει λίγο προς τα πίσω, μισοκαθισμένη στις φτέρνες, όπως κάμουν οι καλόγριες.

    ΣΕΛΙΔΑ 3

    «Δεν την έχετε ποτέ δέσει; - Όχι ποτέ – ούτε μαστιγώσει; - Ποτέ, άλλ΄ ακριβώς...», απαντούσε ο εραστής της.
    «Ακριβώς, είπε η άλλη φωνή. Αν τη δένατε που και που, αν τη μαστιγώνατε λιγάκι κι αν αυτό της άρεσε!...
    Αυτό που της χρειάζεται, είναι να ξεπεραστεί η στιγμή όπου θα αισθανόταν ευχαρίστηση για να προκληθούν δάκρυα».

    Σήκωσαν τότε την Ο και θα την έλυναν, για να τη δέσουν ίσως σε κάποιο στύλο ή κάποιο τοίχο, όταν κάποιος διαμαρτυρήθηκε λέγοντας ότι ήθελε πρώτα, και αμέσως, να την χαρεί – κι έτσι την ξανάβαλαν γονατιστή.
    Τη φορά τούτη στο στήθος ακουμπούσε πάνω σ΄ ένα σκαμνί, τα χέρια πάντα δεμένα στην πλάτη και η μέση πιο ψηλά από τον κορμό.
    Τότε ένας από τους άντρες, κρατώντας την από τη μέση με τα δυο του χέρια, μπήκε μέσα της. Παρεχώρησε τη θέση του σ΄ ένα δεύτερο. Ο τρίτος ανεζήτησε ένα πιο στενό δρόμο και μπαίνοντας απότομα, την έκαμε να ουρλίασει.
    Όταν την άφηκαν, αναστενάζοντας και γεμάτη δάκρυα κάτω από τα δεμένα μάτια της, γλύστρησε κι έπεσε κατά γης: ένοιωσε τότε γόνατα κοντά στο πρόσωπό της και κατάλαβε πως το στόμα της δεν θα γλύτωνε.
    Τέλος, την άφηκαν, δεμένη, ανάσκελα, με τα κόκκινα κουρέλια της μπροστά στη φωτιά.
    Aκουσε να γεμίζουν ποτήρια, να πίνουν και να μετακινούν καθίσματα. Ξανάβαζαν ξύλα στη φωτιά.
    Ξαφνικά της βγάλαν το πανί από τα μάτια. Το μεγάλο δωμάτιο με τα βιβλία στον τοίχο, μόλις φωτιζόταν από μια λάμπα πάνω σε μια κονσόλα και από τη λάμψη της φωτιάς, που δυνάμωνε.

    Δυο άντρες ήταν όρθιοι και κάπνιζαν. Ένας άλλος ήταν καθισμένος, με ένα μαστίγιο στα γόνατά του και εκείνος που ήταν σκυμμένος επάνω της και της χάιδευε το στήθος, ήταν ο εραστής της.
    Όλοι μαζί την είχαν απολαύσει και δεν μπόρεσε να τον ξεχωρίσει από τους άλλους.
    Της εξήγησαν πως έτσι θα γινόταν πάντα, όσο θα βρισκόταν μέσα σ΄ αυτό το παλάτι, ότι θα έβλεπε τα πρόσωπα αυτών που θα την βιάζανε ή θα την έκαμαν να υποφέρει, πότε όμως τη νύχτα, δεν θα μάθαινε ποτέ ποιοι ήταν οι υπέυθυνοι για το χειρότερο.
    Ότι όταν θα τη μαστίγωναν, θα συνέβαινε το ίδιο πράγμα, παρά μόνο πώς θα ήθελαν να τη βλέπανε να μαστιγώνεται, πως για πρώτη φορά δεν θα της έκλειναν τα μάτια, όμως εκείνοι θα φορούσαν τις μάσκες τους και δεν θα μπορούσε πια να τους διακρίνει.
    Ο εραστής της την ανασήκωσε και την έβαλε να καθίσει με την κόκκινη κάπα της σε μια πολυθρόνα στη γωνιά του τζακιού, για ν΄ ακούσει όσα θα είχαν να της πουν και να ιδεί όσα θα ήθελαν να της δείξουν.
    Τα χέρια τα είχε πάντα πίσω στη πλάτη. Της έδειξαν τον βούρδουλα, που ήταν μαύρος, μακρύς και λεπτός, από λεπτό μπαμπού τυλιγμένο μέσα σε δέρμα, όπως βλέπουμε στις βιτρίνες αυτών που κάνουν σέλες.
    Το δερμάτινο μαστίγιο που ο πρώτος άνδρας που είδε είχε στη ζώνη του, ήταν μακρύ, από έξι λουρίδες που κατέληγαν σε ένα κόμπο.

    Υπήρχε κι ένα τρίτο μαστίγιο από αρκετά λεπτά σχοινιά, που κατέληγαν σε πολλούς κόμπους, σκληρούς, σαν να είχαν βουτηχτεί στο νερό, όπως και πράγματι είχε γίνει γιατί μ΄ αυτούς της χάιδεψαν την κοιλιά και της άνοιξαν τα μπούτια για να νοιώσει καλύτερα πόσο βρεμμένα και ψυχρά ήταν τα σχοινιά πάνω στο τρυφερό εσωτερικό δέρμα.
    Πάνω στη κονσόλα υπήρχαν κλειδιά και μικρές ατσάλινες αλυσσίδες. Κατά μήκος ενός τοίχου της βιβλιοθήκης, ήταν μια προεξοχή που στηριζόταν σε δυο πυλώνες.
    Στον ένα υπήρχε ένας γάντσος που ένας άνθρωπος μπορούσε να φτάσει στις μύτες των ποδιών του και με τεντωμένο το χέρι.
    Είπαν στην Ο, που ο εραστής της σήκωσε στα χέρια του, με το ένα χέρι κάτω από τους ώμους και το άλλο κάτω από την κοιλιά της που την έκαψε, για να την κάνει να λιποθυμήσει, της είπαν λοιπόν πως δεν θα της έλυναν τα χέρια παρά για να τη δέσουν, σε λίγο, με τούτα τα ίδια βραχιόλια και μια από τις μικρές ατσάλινες αλυσσίδες, σε τούτον τον πυλώνα.
    Πως εκτός από τα χέρια που θα τα κρατούσε λίγο πιο ψηλά από το κεφάλι της, θα μπορούσε να σαλεύει και να βλέπει τα χτυπήματα που θα την έπλητταν. Και πως βασικά, δεν θα μαστίγωναν παρά τη μέση και τα μπούτια, ως τα γόνατα, όπως την είχαν προετοιμάσει μέσα στ΄ αμάξι, που την έφερε, όταν την έβαλαν γυμνή στο κάθισμα.
    Πως ακόμη ένας από τους τέσσερις αυτούς άντρες θα ήθελε ίσως να σημαδέψει τα μπούτια της με τον βούρδουλα, που κάνει ωραίες μακρυές και βαθειές χαραματιές, που κρατάνε πολύ.
    Δεν θα της τα έκαμαν όλα μαζί, ώστε να έχει όλο τον καιρό να φωνάξει, να σπαρταρίσει και να κλάψει. Θα την άφηναν να πάρει ανάσα κι έπειτα θα ξανάρχιζαν, εκτιμώντας το αποτέλεσμα όχι από τις φωνές της ή τα δάκρυά της, αλλά από τα λίγο ή περισσότερο έντονα ή διαρκέστερα ίχνη που θ΄ άφηναν τα μαστίγια πάνω στο δέρμα της.
    Της ετόνισαν πως αυτός ο τρόπος εκτιμήσεως της αποτελεσματικότητος του μαστιγίου, εκτός που ήταν ο ορθός και καθιστούσε ανώφελες τις απόπειρες των θυμάτων, υπερβάλλοντας τα βογγητά τους, για να προκαλέσουν τον οίκτο, επέτρεπε και την εφαρμογή αυτών των μεθόδων έξω από τα τείχη του πύργου, στο ύπαιθρο, στο πάρκο, καθώς συνέβαινε συχνά ή σε οποιοδήποτε συνηθισμένο διαμέρισμα ή οποιοδήποτε δωμάτιο ξενοδοχείου, υπό τον όρον να χρησιμοποιηθεί το φράξιμο του στόματος με ένα πανί (και της έδειξαν ένα τέτοιο αμέσως) που να μην αφήνει ελεύθερα παρά τα δάκρυα, πνίγοντας όλες τις φωνές και επιτρέποντας μόλις κάποιους αναστεναγμούς.
    Δεν επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί εκείνο το βράδυ. Αντίθετα μάλιστα. Ήθελαν ν’ ακούσουν τα ουρλιαχτά της Ο και γρήγορα μάλιστα.
    Ο εγωϊσμός ν’ αντισταθεί και να σωπάσει δεν κράτησε πολύ.

    Την άκουσαν μάλιστα να παρακαλεί να την λύσουν, να σταματήσουν έστω και για μια μονάχα στιγμή.
    Είχε τέτοιες φρενήρεις συσπάσεις, για να ξεφύγει στα χτυπήματα των λουριών που στριφογυρνούσε σχεδόν, μπροστά στον πυλώνα, γιατί η αλυσσιδίτσα που την συγκρατούσε ήταν μακριά και κάπως χαλαρή, αν και γερή.
    Έτσι, η κοιλιά και τα μπούτια και τα πλάγια, είχαν σχεδόν το ίδιο μερίδιο με τη μέση.
    Aπεφάσισαν, αφού σταμάτησαν για ένα λεπτό, να μη ξαναρχίσουν παρά μονάχα αφού θα περνούσαν ένα σχοινί στη μέση και γύρω από τον πυλώνα.
    Επειδή την έσφυξαν γερά, για να στερεώσουν το σώμα από τη μέση στον πυλώνα, ο κορμός έφυγε αναγκαστικά κάπως στο πλευρό, κι έτσι πρόβαλλαν από την άλλη τα οπίσθια.
    Από εκείνη τη στιγμή τα χτυπήματα δεν πήγαιναν στα χαμένα, παρά θεληματικά.
    Ο τρόπος που μ΄ αυτόν ο εραστής της παρέδωσε την Ο, μπορούσε να την κάμει να σκεφθεί πως το να εκληπαρίσει τον οίκτο του ήταν ο καλύτερος τρόπος να γίνει διπλά σκληρός, τόσο πολύ χαιρόταν να της αποσπά, τούτες τις αδιάψευστες μαρτυρίες της ισχύος του.
    Και πραγματικά, πρώτος αυτός παρατήρησε πως το δερμάτινο μαστίγιο που μ΄ αυτό πρωτοβόγγηξε, τη σημάδευε πολύ λιγότερο (αυτό το πετύχαιναν μόνο με το βρεμμένο σχοινί και το πρώτο χτύπημα του βούρδουλα).
    Έτσι, ο πόνος διαρκούσε περισσότερο και επέτρεπε – όταν θέλανε – την επανάληψη. Ζήτησε να μη χρησιμοποιήσουν πια παρά αυτό.

    Εν τω μεταξύ, ο ένας από τους τέσσερις που δεν αγαπούσε τις γυναίκες παρά μονάχα σ΄ αυτό που έχουν κοινό με τους άντρες, ζήτησε να ικανοποιηθεί και με κάποιον άλλον τρόπο αν και συνάντησε αρκετή δυσκολία.
    Όταν έλυσαν τη νέα γυναίκα, τρικλίζουσα και σχεδόν λιποθυμισμένη κάτω από τον κόκκινο μανδύα της, για να της δώσουν, πριν την οδηγήσουν στο κελλί της, τη λεπτομέρεια των κανόνων που θα είχε ν΄ ακολουθήσει στον πύργο όσο καιρό θα έμενε εκεί (και κατόπιν όταν θα τον εγκατέλειπε, δίχως βέβαια ν΄ ανακτήσει την ελευθερία της), την έβαλαν να καθίσει σε μια μεγάλη πολυθρόνα πλάι στη φωτιά, και χτύπησαν το κουδούνι.
    Οι δυο νεαρές γυναίκες που την είχαν υποδεχθεί, έφεραν ότι χρειαζόταν για να ντυθεί κατά το διάστημα της παραμονής της και όλα όσα θα την ξεχώριζαν στα μάτια εκείνων που εφιλοξενήθηκαν στον πύργο πριν απο αυτήν ή που θα’ ρχόταν όταν θα είχε φύγει.
    Το φόρεμα ήταν όμοιο με το δικό τους: ένας κορσές με μπανέλες, σφιχτά δεμένος στη μέση και μία φουστίτσα από λινό κολλαρισμένο, μια μακρυά ρόμπα με φαρδιά φούστα που το επάνω μέρος άφηνε να φαίνονται ολόκληρα σχεδόν τα στήθη, ανασηκωμένα από τον κορσέ, μόλις καλυμμένα από δαντέλα. Η φουστίτσα ήταν άσπρη, ο κορσές και η ρόμπα από σατέν πράσινο ανοικτό, ή δαντέλλα άσπρη.
    Όταν η Ο ντύθηκε και ξαναγύρισε στην πολυθρόνα της κοντά στη φωτιά, χλωμή πάντα μέσα στην ελαφρόχρωμη ρόμπα της, οι δυο νεαρές γυναίκες, που δεν είχαν πει λέξη, ανεχώρησαν.
    ‘Ενας από τους τέσσερις άντρες, άρπαξε στο πέρασμά τους, την μια απ΄ αυτές, έκαμε νεύμα στην άλλη να περιμένει και φέρνοντας προς το μέρος της Ο αυτήν που είχε σταματήσει, τη γύρισε πιάνοντάς την από τη μέση με το ένα χέρι και ανασηκώνοντας τα φουστάνια της άλλης, για να δείξει, λέγει, στην Ο, γιατί τούτο το φόρεμα (ειδικά φτιαγμένο), μπορούσε ν΄ ανέβει όσο θέλουμε, χάρις σε μιαν απλή ζώνη κι έτσι ν΄ αφήνει ακάλυπτο, για οποιαδήποτε πρόθεση, το αποκαλυπτόμενο μέρος του σώματος.
    Aλλωστε, συχνά, κυκλοφορούσαν στον πύργο ή στο πάρκο γυναίκες έτσι ντυμένες ή και από μποροστά, ως τη μέση.

    Δείξανε στην Ο, με τη νεαρή γυναίκα, πως έπρεπε να κρατά τη φούστα της: ανασηκωμένη σε πολλές σειρές (καθώς μια μπούκλα μαλλιών τυλιγμένη μέσα σ΄ ένα μπιγκουτί), μέσα σε μια σφιχτή ζώνη, μπροστά, στη μέση ακριβώς, για να μένει ελεύθερη η κοιλιά ή ακριβώς στη μέση από τη πλάτη για να φαίνονται τα νεφρά.
    Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, η φουστίτσα και η φούστα έπεφταν σε χονδρούς διαγώνιους πλισσέδες.
    Καθώς η Ο, η νεαρή γυναίκα είχε προς το μέρος των νεφρών νωπά σημάδια βούρδουλα. Έφυγε. Και να ο λόγος που έβγαλαν έπειτα στην Ο.
    «Είστε εδώ στην υπηρεσία των κυρίων σας. Την ημέρα θα κάμετε την αγγαρεία, θα σας εμπιστευθούν για να είναι ευπρεπές το σπίτι, σκούπισμα, τακτοποίηση βιβλίων ή τοποθέτηση λουλουδιών, ή σερβίρισμα φαγητού. Δεν θα υπάρξουν βαρύτερες από αυτές.
    Αλλά στην πρώτη εντολή θα εγκαταλείπετε πάντα, σ΄ όποιον σας διατάξει ή στην πρώτη κίνηση, αυτό που κάνετε, για τη μόνη πραγματικήν υπηρεσία, που είναι να δίνεστε. Τα χέρια σας δεν σας ανήκουν, ούτε τα στήθη σας, ούτε κανένα από τα ανοίγματα του κορμιού σας.
    Κι όλα αυτά μπορούμε να τα κάνουμε ό,τι θέλουμε. Θα έχετε συνεχώς στο νου σας όσο γίνεται πιο έντονα, ότι χάσατε το δικαίωμα ν΄ αποφεύγετε αυτό που θα σας πουν να κάνετε.
    Μπροστά σε μας, δεν θα κλείνετε ποτέ εντελώς τα χείλη σας, ούτε θα σταυρώνετε τα γόνατά σας (όπως σας το απαγορεύσανε όταν φθάσατε εδώ).
    Τούτο θα σημαίνει στα δικά σας και στα δικά μας μάτια, πως το στόμα σας, η κοιλιά σας, όλα σας είναι ανοιχτά για μας. Μπροστά μας, δεν θ΄ αγγίζετε ποτέ τα στήθη σας: είναι ανασηκωμένα από τον κορσέ για να μας ανήκουν.
    Την ημέρα, θα είσθε ντυμένη και υποχρεωμένη ν΄ ανασηκώνετε τη φούστα σας αν σας διατάξουν, για να σας χρησιμοποιεί όποιος το θελήσει, με ακάλυπτο το πρόσωπο – και όπως το θελήσει - εκτός βέβαια από το μαστίγιο.
    Μαστίγωση θα γίνεται μόνο ανάμεσα από τη δύση και την ανατολή του ηλίου.

    Όμως εκτός από εκείνον που θα σας έχει όταν το επιθυμήσει, θα τιμωρείσθε με μαστίγωση το βράδυ, για τυχόν παράβαση του κανονισμού μέσα στην ημέρα: δηλ. Αν δεν είσθε ευγενικιά, παραχωρητική, ή αν σηκώσατε τα μάτια να δείτε ποιος σας μιλάει ή ποιος σας έχει.
    Δεν πρέπει να κοιτάζετε ποτέ κανέναν από μας κατά πρόσωπο.
    Αν στο ρούχο που φορούμε τη νύχτα και φορώ τούτη τη στιγμή, μένει ακάλυπτο το φύλο μας, δεν είναι για ευκολία (αυτό μπορούσε να γίνει και διαφορετικά), αλλά για την αδιαντροπιά, για να πηγαίνει εκεί το βλέμμα σας κι όχι αλλού και να μαθαίνετε πως αυτός είναι ο κύριός σας, που του προορίζονται τα χείλη σας.
    Μέσα στην ημέρα, ντυμένη όπως ο κόσμος καθώς είστε κι εσείς, θα τηρείτε τον ίδιο κανονισμό και θα κάνενε μονάχα τον κόπο αν σας το ζητήσουν, ν΄ ανοίγετε τα φορέματά σας και θα τα ξανακλείνετε μόνη σας, όταν θα ΄χουμε τελειώσει.
    Εξ άλλου, τη νύχτα, δεν θα έχετε παρά τα χείλη σας για να μας τιμήσετε και το άνοιγμα των ποδιών σας γιατί θα έχετε τα χέρια σας δεμένα στην πλάτη και θα είσθε γυμνή όπως όταν, πριν από λίγο σας έφεραν εδώ.
    Δεν θα σας κλείσουν τα μάτια παρά μονάχα για να σας κακοποιήσουν, δηλ. να σας μαστιγώσουν όπως προηγουμένως.
    Πάνω σ΄ αυτό, πρέπει να συνηθίσετε να δέχεσθε το μαστίγιο, κάθε μέρα, όχι τόσο για τη δική μας ευχαρίστηση όσο για τη μόρφωσή σας. Κι αυτό είναι τόσο αληθινό ώστε αν κάποια νύχτα κανείς δεν θα έχει όρεξη να σας μαστιγώσει θα ΄ρχεται στη μοναξιά του κελλιού σας ο υπηρέτης ο επιφορτισμένος με τούτη τη φροντίδα να σας δίνει αυτό που εμείς δεν είχαμε διάθεση να σας δώσουμε.
    Με τούτο το μέσον, πρόκειται, πράγματι, καθώς και με την αλυσσίδα που θα σας συγκρατεί λίγο ή πολύ σφικτά στο κρεββάτι σας για πολλές ώρες κάθε μέρα, όχι τόσο να δοκιμάσετε τον πόνο, να φωνάξετε ή να κλάψετε, αλλά να σας διδάξουν ότι είστε ολότελα δοσμένη σε κάτι που βρίσκεται έξω από σας.
    Όταν θα βγείτε από εδώ, θα φέρετε ένα σιδερένιο δακτυλίδι στο μεσαίο δάχτυλο σαν αναγνώριση – τότε θα έχετε μάθει να υπακούετε σε όσους θα φέρουν το ίδιο σημάδι – κι αυτοί θα ξέρουν πως κάτω από τη φούστα σας είσθε πάντα εντελώς γυμνή, όσο κι αν είναι συνηθισμένο και σεμνό το φόρεμά σας και πως τούτο το πράγμα είναι γι΄ αυτούς.
    Σ΄ όσους δεν θα υπακούσετε θα σας φέρουν εδώ και θα οδηγηθείτε στο κελλί σας».

    ΣΕΛΙΔΑ 4

    Ενώ μιλούσαν στην Ο, οι δυο γυναίκες που ήρθαν να την ντύσουν, στάθηκαν δεξιά κι αριστερά του πυλώνα όπου την είχαν μαστιγώσει, αλλά δίχως να τον αγγίζουν, σαν να τον φοβόταν ή να τους το είχαν απαγορεύσει (κι αυτό ήταν πιθανότερο).
    Όταν ο άντρας τελείωσε, προχώρησαν προς την Ο, που κατάλαβε ότι έπρεπε να σηκωθεί για να τις ακολουθήσει.
    Σηκώθηκε λοιπόν, ανασηκώνοντας το φουστάνι της για να μην σκοντάψει, γιατί δεν ήταν μαθημένη να φορεί μακρυά φουστάνια και δεν περπατούσε άνετα με τα ψηλοτάκουνα πασούμια, που μονάχα μια λουρίδα από χοντρό σατέν, στο ίδιο χρώμα με την ρόμπα, δεν τ΄ άφηνε να ξεφύγουν από το πόδι.
    Σκύβοντας, γύρισε το κεφάλι. Οι γυναίκες περίμεναν, οι άντρες δεν κοίταζαν πια.
    Ο εραστής της, καθισμένος κατάχαμα ακουμπισμένος στο σκαμνί όπου την είχαν βάλει στην αρχή της βραδιάς, με ανασηκωμένα τα γόνατα και τους αγκώνες πάνω στα γόνατα, έπαιζε με το δερμάτινο μαστίγιο.
    Στο πρώτο βήμα που έκανε για να πλησιάσει τις γυναίκες, η φούστα της τον άγγιξε.
    \ Σήκωσε το κεφάλι και της χαμογέλασε, φωνάζοντάς την με τ’ όνομά της και σηκώθηκε κι αυτός.
    Της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά, της έσιαξε τα φρύδια με το δαχτυλό του και τη φίλησε τρυφερά στα χείλη. Και φωναχτά, της είπε πως την αγαπά.

    Η Ο, τρέμοντας, αντιλήφθηκε με τρόμο που του απαντούσε «σ΄ αγαπώ» και πως τούτο ήταν αληθινό.
    Την αγκάλιασε, της είπε «αγαπημένη μου, αγαπημένη μου καρδούλα», τη φίλησε στο λαιμό και στο μάγουλο, άφησε το κεφάλι της να γύρει πάνω στον ώμο του σκεπασμένο από τη βιολέ ρόμπα του.
    Τώρα, σιγανά, της επανέλαβε πως την αγαπούσε και πιο σιγά ακόμη είπε: «Θα γονατίσεις, θα με χαϊδέψεις και θα με φιλήσεις» και την απώθησε, υποδεικνύοντας στις γυναίκες ν΄ απομακρυνθούν, για ν΄ ακουμπήσει στην κονσόλα.
    Ήταν ψηλός, αλλά η κονσόλα δεν ήταν πολύ ψηλή και τα μακρυά του πόδια, ντυμένα κι αυτά στο ίδιο βιολέ της ρόμπας του, λυγίζαν. Η ανοιχτή ρόμπα άνοιγε από κάτω σαν μια κουρτίνα και το ξύλο της κονσόλας ανεσήκωνε λίγο το βαρύ φύλο καθώς και το ανοιχτό χρώμα δέρας που το στεφάνωνε. Οι τρεις άντρες προχώρησαν.
    Η Ο γονάτισε στο χαλί, η ρόμπα της απλωμένη ολόγυρά της. Το κορσάζ την έσφιγγε, τα στήθια της που φαινόταν η άκρη τους, ήταν στο ύψος των γονάτων του εραστή της.
    «Λίγο περισσότερο φως», είπε ο ένας από τους άντρες. Όταν κατηύθυναν την ακτίνα της λάμπας κάθετα πάνω στο φύλο του και το πρόσωπο της μαιτρέσας του, που ήταν έτσι κοντά, και στα χέρια της που τον χαϊδεύανε, ο Ρενέ διέταξε ξαφνικά: «Επανέλαβε: σας αγαπώ».
    Η Ο απήντησε «σας αγαπώ», με τόση γλύκα ώστε τα χείλη της μόλις τολμούσαν ν΄ αγγίξουν την άκρη του φύλου, που ακόμη το προστάτευε το δέρμα.
    Οι τρεις άντρες, που κάπνιζαν, σχολίαζαν τις κινήσεις της, τη κίνηση του στόματός της που σφιγγότανε στο φύλο καθώς το είχε αρπάξει, το παραμορφωμένο πρόσωπο που πλημμύριζε από δάκρυα κάθε φορά που το φουσκωμένο μέλος τη χτυπούσε στο βάθος του λαρυγγιού, σπρώχνοντας τη γλώσσα και προκαλώντας ναυτία.
    Με το στόμα, φυμωμένο από τη σκληρημένη πλάκα που το γέμιζε, ψιθύρισε και πάλι «σας αγαπώ».
    Οι δυο γυναίκες στάθηκαν δεξιά κι αριστερά του Ρενέ, που ακουμπούσε πάνω στους ώμους τους.
    Η Ο άκουγε τα σχόλια των παρόντων, αλλά παραμόρφωνε ανάμεσα από τα λόγια τους τους αναστεναγμούς του εραστή της, περιμένοντας να τη χαϊδέψει, μ΄ ένα ατέλειωτο σεβασμό και τη βραδύτητα που ήξερε πως του άρεσε.
    Η Ο αισθάνεται πως το στόμα της καταδεχόταν να μπει σ΄ αυτό, αφού καταδεχόταν να προσφέρει σε θέαμα τα χάδια, αφού καταδέχθηκε να ικανοποιηθεί.
    Τον δέχτηκε σαν θεό, τον άκουσε να φωνάζει, άκουσε τους άλλους να γελάνε, κι έπειτα σωριάσθηκε, με το πρόσωπο στο πάτωμα. Οι δυο γυναίκες την ανασήκωσαν και την πήραν.

    Τα πασούμια αντηχούσαν πάνω στα κόκκινα πλακάκια των διαδρόμων, όπου η μια πόρτα διαδέχετο την άλλη, πόρτες διακριτικές και καθαρές, με μικροσκοπικές κλειδαριές, σαν τις πόρτες στα δωμάτια των μεγάλων ξενοδοχείων.
    Η Ο δεν τολμούσε να ρωτήσει ποιος κατοικούσε σ΄ αυτά τα δωμάτια, όταν μια από τις συνοδούς της, που ως τότε δεν είχε ακόμη ακούσει τη φωνή, της είπε: «Βρίσκεσθε στη κόκκινη πτέρυγα και ο υπηρέτης σας ονομάζεται Πέτρος
    – Ποιος υπηρέτης; είπε η Ο συνεπαρμένη από τη γλυκύτητα της φωνής.
    Κι εσάς πως σας λένε; - Λέγομαι Αδριάνα – Κι εγώ Ιωάννα», είπε η δεύτερη.
    Η πρώτη συνέχισε: «Είναι ο υπηρέτης που έχει τα κλειδιά, που θα σας δένει και θα σας λύνει, που θα σας μαστιγώνει όταν θα τιμωρείσθε και όταν οι άλλοι δεν θα ΄χουν καιρό ν΄ ασχοληθούν μαζί σας. – Ήμουνα πέρυσι στην κόκκινη πτέρυγα, είπε η Ιωάννα, κι ο Πέτρος ήταν κιόλας εκεί.
    Ερχόντανε συχνά τη νύχτα. Οι υπηρέτες έχουν τα κλειδιά και στα δωμάτια που αποτελούν μέρος του τμήματός των, έχουν το δικαίωμα να μας χρησιμοποιούν».
    Η Ο σκεφτόνταν να ρωτήσει πως ήταν αυτός ο Πέτρος. Δεν πρόφθασε όμως.
    Στη στροφή του διαδρόμου, τη σταμάτησαν μπροστά σε μια πόρτα που δεν ξεχώριζε από τις άλλες: σ΄ ένα πάγκο ανάμεσα σε τούτη την πόρτα και την επόμενη παρατήρησε ένα είδος κατακόκκινου χωρικού, κοντού, με κεφάλι σχεδόν ξυρισμένο, με μικρά μαύρα μάτια χωμένα βαθειά και σβώλοι κρέας στο σβέρκο.
    Ήταν ντυμένος σαν υπηρέτης οπερέττας: ένα υποκάμισο με δαντελλένιο ζαμπό έβγαινε από το μαύρο του γιλέκο.
    Μαύρο παντελόνι, άσπρες κάλτσες και γυαλισμένα σκαρπίνια. Κι αυτός είχε στη ζώνη ένα μαστίγιο με πέτσινη λουρίδα. Τα χέρια του ήταν σκεπασμένα από κόκκινες τρίχες. Έβγαλε ένα αντικλείδι από την τσέπη του γιλέκου του, άνοιξε την πόρτα, πέρασε τις τρεις γυναίκες, λέγοντας: «Ξανακλείνω, θα χτυπήσετε όταν τελειώσετε».

    Το κελλί ήταν μικρούτσικο, όμως είχε δυο δωμάτια. Η πόρτα που έβγαζε στο διάδρομο ξανάκλεισε. Αυτό το πρώτο δωμάτιο έμοιαζε σαν προθάλαμος, που οδηγούσε στο πραγματικό κελλί.
    Στον ίδιο τοίχο, μια άλλη πόρτα έβγαζε στο μπάνιο. Απέναντι από τις πόρτες ένα παράθυρο.
    Στον αριστερό τοίχο, ανάμεσα από τις πόρτες και το παράθυρο, ήταν το μαξιλάρι ενός μεγάλου τετράγωνου κρεββατιού, πολύ χαμηλού και σκεπασμένο με γούνες.
    Δεν υπήρχαν άλλα έπιπλα, ούτε και καθρέφτης.
    \ Η Αδριάνα είπε στην Ο πως το κρεββάτι ήταν μάλλον μια πλατφόρμα με στρώμα, σκεπασμένη με μαύρο ύφασμα με πολύ μακρυές τρίχες, απομίμηση γουναρικού.
    Το μαξιλάρι, χαμηλό και σκληρό σαν το στρώμα, ήταν από το ίδιο ύφασμα, καθώς και η κουβέρτα ντουμπλφάς.
    Το μόνο αντικείμενο που υπήρχε στον τοίχο, στο ίδιο ύψος σε σχέση με το κρεββάτι και ο πυλώνας σε σχέση με τον γάντσο και τη βιβλιοθήκη, ήταν μια χοντρή ατσάλινη αλυσσίδα που κρεμόταν κατ΄ ευθείαν πάνω από το κρεββάτι.
    Οι στοιβαγμένοι χαλκάδες της σχημάτιζαν μια στήλη. Η άλλη άκρη ήταν κρεμασμένη σε απόσταση χεριού από ένα γάντσο με αλυσσίδες σαν μια κουρτίνα που την είχαν τραβηγμένη και πιασμένη.

    «Πρέπει να σας κάνουμε μπάνιο», είπε η Ιωάννα. «Θα σας ξεκουμπώσουμε τη ρόμπα».
    Τα μόνα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μπάνιου ήταν το κάθισμα ά λα τούρκα, στη γωνιά που βρισκόταν κοντά στην πόρτα καθώς και το ότι οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με καθρέφτες.
    Η Αδριάνα κι η Ιωάννα δεν άφησαν την Ο να μπει παρά μονάχα όταν ξεγυμνώθηκε, τακτοποίησαν το φουστάνι στην ντουλάπα κοντά στη λεκάνη της τουαλέττας, όπου ήσαν ήδη τακτοποιημένα τα πασούμια της και η κόκκινη κάπα της, και παρέμειναν μαζί της τόσο ώστε όταν επρόκειτο να ξεκουρασθεί καθισμένη στο από πορσελάνη βάζο, βρέθηκε ανάμεσα από τόσους προβολείς καθώς ήταν και τότε στη βιβλιοθήκη, όπου τόσα άγνωστα χέρια την ψηλαφίζαν.

    «Περιμένετε να ΄ρθει ο Πέτρος και θα ιδείτε. – Γιατί ο Πέτρος; - Όταν θα ΄ρθει να σας αλυσσοδέσει, θα σας βάλει ίσως να καθίσετε στο πάτωμα».
    Η Ο χλώμιασε. – Μα γιατί; είπε. – Θα υποχρεωθείτε, είπε η Ιωάννα, είσθε όμως τυχερή. –
    Γιατί τυχερή; - Σας έφερε εδώ ο εραστής σας; - Ναι, είπε η Ο. – Θα είναι πολύ σκληροί μαζί σας... – Δεν καταλαβαίνω... – Θα καταλάβετε πολύ γρήγορα. Θα χτυπήσω να ΄ρθει ο Πέτρος. Αύριο το πρωϊ θα ΄ρθουμε να σας πάρουμε».

    Η Αδριάνα φεύγοντας χαμογέλασε, και η Ιωάννα, πριν την ακολουθήσει, χάιδεψε στην άκρη των στηθιών την Ο, που παρέμενε άφωνη, όρθια στην άκρη του κρεββατιού.
    Εκτός από το κολλιέ και τα δερμάτινα βραχιόλια, που είχαν σκληρυνθεί όταν πήρε το μπάνιο της και που τώρα την έσφιγγαν περισσότερο, ήταν γυμνή.

    «Λοιπόν ωραία κυρία», είπε μπαίνοντας ο υπηρέτης. Και της έπιασε τα δυο χέρια.
    Πέρασε το ένα μέσα στο άλλο τους δυο χαλκάδες των βραχιολιών της και τούτο της ένωσε σφιχτά τους καρπούς, και τους δυο τούτους χαλκάδες στον χαλκά του κολλιέ.
    Βρέθηκε λοιπόν με ενωμένα τα χέρια στο ύψος του λαιμού, σαν σε στάση προσευχής.
    Δεν έμενε πια παρά να την αλυσσοδέσει στον τοίχο με την αλυσσίδα που υπήρχε στο κρεββάτι και περνούσε μέσα από τον υψηλότερο χακλά Aνοιξε το αγγίστρι που συγκρατούσε την άλλη άκρη και το τράβηξε για να το μικρύνει.
    Η Ο αναγκάσθηκε να προχωρήσει προς το προσκέφαλο όπου και την ξάπλωσε.
    Η αλυσσίδα αντήχησε μέσα στον χαλκά και τεντώθηκε τόσο πολύ ώστε η νεαρή γυναίκα μπορούσε να μετακινηθεί μόνο στο πλάτος του κρεββατιού ή να σταθεί όρθια και στις δυο πλευρές του μαξιλαριού.
    Καθώς η αλυσσίδα έσυρε το κολλιέ στο στενότερο σημείο, δηλ. προς τα οπίσω, και τα χέρια προσπαθούσαν να το ξαναφέρουν προς τα εμπρός, εδημιουργείτο μια ισορροπία: τα ενωμένα χέρια πηγαίναν προς τον αριστερόν ώμο και προς τον ίδιο ώμο έγερνε επίσης και το κεφάλι.
    Ο υπηρέτης ξανάφερε προς την Ο την μαύρη κουβέρτα, αφού πρώτα της τοποθέτησε για μιαν στιγμή τις γάμπες πάνω στο στήθος, για να εξετάσει το μισάνοιγμα που είχαν τα μπούτια. Δεν την ενόχλησε περισσότερο, δεν είπε λέξη, έσβυσε το φως (μιαν απλίκα ανάμεσα από τις δυο πόρτες) και βγήκε.

    Ξαπλωμένη στο αριστερό πλευρό, και μόνη στην σκοτεινιά και στη σιωπή, ζεστή ανάμεσα από τα δυο γούνινα σκαπάσματα, και , αναγκαστικά ακίνητη, η Ο διερωτάτο γιατί τόση γλύκα ήταν ανάμικτη με τόσο τρόμο μέσα της.
    Πρόσεξε πως ένα από τα πράγματα που την έκαμαν περισσότερο να υποφέρει ήταν ότι της είχε αφαιρεθεί η χρήση των χεριών της.
    Όχι πως τα χέρια της θα μπορούσαν να την προστατεύσουν (θα επιθυμούσε άραγε να αμυνθεί , αλλά ελεύθερα, θα έκαμαν κάπως τη κίνηση, θα προσπαθούσαν ν’ απωθήσουν τα χέρια που θα την άρπαζαν, τη σάρκα που θα την διαπερνούσε, θα τα έφερνε ανάμεσα στο σώμα της και το μαστίγιο.
    Την είχαν απαλλάξει από τα χέρια της. Το σώμα κάτω από τη γούνα ήταν απρόσιτο ακόμα και στην ίδια. Φαινόταν παράδοξο να μην μπορεί ν΄ αγγίξει τα ίδια της τα γόνατα, ούτε την κοιλιά της.
    Τα χείλη της ανάμεσα από τα σκέλη της, που την φλόγιζαν, της ήταν απαγορευμένα, και την φλόγιζαν ίσως γιατί γνώριζε πως είναι ανοιχτά σ΄ οποιονδήποτε το θελήσει: ακόμη και στον Πέτρο τον υπηρέτη, αν το επιθυμούσε.
    Της προξενούσε έκπληξη το ότι η ανάμνηση του μαστιγίου την άφηνε τόσο γαλήνια, ενώ η σκέψη ότι δεν θα μαθαίνει ποτέ ποιος από τους τέσσερεις άντρες την πλησίασε δυο φορές κι αν και τις δυο φορές ήταν ο ίδιος, κι αν δεν ήταν ο εραστής της, την αναστάτωνε.

    Γλύστρησε κάπως πάνω στην κοιλιά της, σκέφθηκε πόσο ο εραστής της αγαπούσε αυτό το σημείο του σώματός της, που εκτός από απόψε (αν ήταν αυτός), δεν είχε ποτέ εισχωρήσει.
    Επιθυμούσε να ήταν αυτός. Θα τον ρωτούσε; Α! ποτέ. Ξαναείδε το χέρι, που μέσα στ΄ αμάξι της πήρε τη ζώνη και το σλίπ, και τέντωσε τις ζαρτιέρες για να κατεβάσει τις κάλτσες της ως τα γόνατα.
    Τόσο δυνατή ήταν τούτη η εικόνα που ξέχασε πως είχε τα χέρια δεμένα, κι έκαμε την αλυσσίδα να ηχήσει. Και γιατί, ενώ η ανάμνηση του βασανισμού της ήταν τόσο υποφερτή, και μόνη η ιδέα, η λέξη μονάχα, η θέα μονάχα ενός μαστιγίου έκαμαν τη καρδιά της να χτυπά κι έκλεινε, από φρίκη τα μάτια της; Δεν διερωτήθηκε αν ήταν μονάχα ο τρόμος.

    Ένας πανικός τη κατέλαβε: θα τραβούσαν την αλυσσίδα για να τη στήσουν όρθια πάνω στο κρεββάτι της και θα την μαστίγωναν, θα την μαστίγωναν και η λέξη στριφογύριζε μέσα στο μυαλό της. Θα την μαστίγωνε ο Πέτρος, το ΄χε πει η Ιωάννα.
    Έχετε τύχη, επανέλαβε η Ιωάννα, θα είναι πολύ πιο σκληροί μαζί σας. Τι εννοούσε μ΄ αυτό;
    Δεν αισθανόταν πια παρά το κολλιέ, τα βραχιόλια και την αλυσσίδα. Έσβυνε. Τώρα θα καταλάβαινε. Αποκοιμήθηκε Ενώ μιλούσαν στην Ο, οι δυο γυναίκες που ήρθαν να την ντύσουν, στάθηκαν δεξιά κι αριστερά του πυλώνα όπου την είχαν μαστιγώσει, αλλά δίχως να τον αγγίζουν, σαν να τον φοβόταν ή να τους το είχαν απαγορεύσει (κι αυτό ήταν πιθανότερο).
    Όταν ο άντρας τελείωσε, προχώρησαν προς την Ο, που κατάλαβε ότι έπρεπε να σηκωθεί για να τις ακολουθήσει. Σηκώθηκε λοιπόν, ανασηκώνοντας το φουστάνι της για να μην σκοντάψει, γιατί δεν ήταν μαθημένη να φορεί μακρυά φουστάνια και δεν περπατούσε άνετα με τα ψηλοτάκουνα πασούμια, που μονάχα μια λουρίδα από χοντρό σατέν, στο ίδιο χρώμα με την ρόμπα, δεν τ΄ άφηνε να ξεφύγουν από το πόδι. Σκύβοντας, γύρισε το κεφάλι.
    Οι γυναίκες περίμεναν, οι άντρες δεν κοίταζαν πια. Ο εραστής της, καθισμένος κατάχαμα ακουμπισμένος στο σκαμνί όπου την είχαν βάλει στην αρχή της βραδιάς, με ανασηκωμένα τα γόνατα και τους αγκώνες πάνω στα γόνατα, έπαιζε με το δερμάτινο μαστίγιο.
    Στο πρώτο βήμα που έκανε για να πλησιάσει τις γυναίκες, η φούστα της τον άγγιξε. Σήκωσε το κεφάλι και της χαμογέλασε, φωνάζοντάς την με τ’ όνομά της και σηκώθηκε κι αυτός.
    Της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά, της έσιαξε τα φρύδια με το δαχτυλό του και τη φίλησε τρυφερά στα χείλη. Και φωναχτά, της είπε πως την αγαπά.

    Η Ο, τρέμοντας, αντιλήφθηκε με τρόμο που του απαντούσε «σ΄ αγαπώ» και πως τούτο ήταν αληθινό.
    Την αγκάλιασε, της είπε «αγαπημένη μου, αγαπημένη μου καρδούλα», τη φίλησε στο λαιμό και στο μάγουλο, άφησε το κεφάλι της να γύρει πάνω στον ώμο του σκεπασμένο από τη βιολέ ρόμπα του.
    Τώρα, σιγανά, της επανέλαβε πως την αγαπούσε και πιο σιγά ακόμη είπε: «Θα γονατίσεις, θα με χαϊδέψεις και θα με φιλήσεις» και την απώθησε, υποδεικνύοντας στις γυναίκες ν΄ απομακρυνθούν, για ν΄ ακουμπήσει στην κονσόλα.
    Ήταν ψηλός, αλλά η κονσόλα δεν ήταν πολύ ψηλή και τα μακρυά του πόδια, ντυμένα κι αυτά στο ίδιο βιολέ της ρόμπας του, λυγίζαν. Η ανοιχτή ρόμπα άνοιγε από κάτω σαν μια κουρτίνα και το ξύλο της κονσόλας ανεσήκωνε λίγο το βαρύ φύλο καθώς και το ανοιχτό χρώμα δέρας που το στεφάνωνε.
    Οι τρεις άντρες προχώρησαν. Η Ο γονάτισε στο χαλί, η ρόμπα της απλωμένη ολόγυρά της. Το κορσάζ την έσφιγγε, τα στήθια της που φαινόταν η άκρη τους, ήταν στο ύψος των γονάτων του εραστή της.
    «Λίγο περισσότερο φως», είπε ο ένας από τους άντρες.
    Όταν κατηύθυναν την ακτίνα της λάμπας κάθετα πάνω στο φύλο του και το πρόσωπο της μαιτρέσας του, που ήταν έτσι κοντά, και στα χέρια της που τον χαϊδεύανε, ο Ρενέ διέταξε ξαφνικά: «Επανέλαβε: σας αγαπώ». Η Ο απήντησε «σας αγαπώ», με τόση γλύκα ώστε τα χείλη της μόλις τολμούσαν ν΄ αγγίξουν την άκρη του φύλου, που ακόμη το προστάτευε το δέρμα.
    Οι τρεις άντρες, που κάπνιζαν, σχολίαζαν τις κινήσεις της, τη κίνηση του στόματός της που σφιγγότανε στο φύλο καθώς το είχε αρπάξει, το παραμορφωμένο πρόσωπο που πλημμύριζε από δάκρυα κάθε φορά που το φουσκωμένο μέλος τη χτυπούσε στο βάθος του λαρυγγιού, σπρώχνοντας τη γλώσσα και προκαλώντας ναυτία.
    Με το στόμα, φυμωμένο από τη σκληρημένη πλάκα που το γέμιζε, ψιθύρισε και πάλι «σας αγαπώ».
    Οι δυο γυναίκες στάθηκαν δεξιά κι αριστερά του Ρενέ, που ακουμπούσε πάνω στους ώμους τους. Η Ο άκουγε τα σχόλια των παρόντων, αλλά παραμόρφωνε ανάμεσα από τα λόγια τους τους αναστεναγμούς του εραστή της, περιμένοντας να τη χαϊδέψει, μ΄ ένα ατέλειωτο σεβασμό και τη βραδύτητα που ήξερε πως του άρεσε.
    Η Ο αισθάνεται πως το στόμα της καταδεχόταν να μπει σ΄ αυτό, αφού καταδεχόταν να προσφέρει σε θέαμα τα χάδια, αφού καταδέχθηκε να ικανοποιηθεί. Τον δέχτηκε σαν θεό, τον άκουσε να φωνάζει, άκουσε τους άλλους να γελάνε, κι έπειτα σωριάσθηκε, με το πρόσωπο στο πάτωμα. Οι δυο γυναίκες την ανασήκωσαν και την πήραν.

    Τα πασούμια αντηχούσαν πάνω στα κόκκινα πλακάκια των διαδρόμων, όπου η μια πόρτα διαδέχετο την άλλη, πόρτες διακριτικές και καθαρές, με μικροσκοπικές κλειδαριές, σαν τις πόρτες στα δωμάτια των μεγάλων ξενοδοχείων.
    Η Ο δεν τολμούσε να ρωτήσει ποιος κατοικούσε σ΄ αυτά τα δωμάτια, όταν μια από τις συνοδούς της, που ως τότε δεν είχε ακόμη ακούσει τη φωνή, της είπε: «Βρίσκεσθε στη κόκκινη πτέρυγα και ο υπηρέτης σας ονομάζεται Πέτρος –
    Ποιος υπηρέτης; είπε η Ο συνεπαρμένη από τη γλυκύτητα της φωνής.
    Κι εσάς πως σας λένε; - Λέγομαι Αδριάνα – Κι εγώ Ιωάννα», είπε η δεύτερη.
    Η πρώτη συνέχισε: «Είναι ο υπηρέτης που έχει τα κλειδιά, που θα σας δένει και θα σας λύνει, που θα σας μαστιγώνει όταν θα τιμωρείσθε και όταν οι άλλοι δεν θα ΄χουν καιρό ν΄ ασχοληθούν μαζί σας. – Ήμουνα πέρυσι στην κόκκινη πτέρυγα, είπε η Ιωάννα, κι ο Πέτρος ήταν κιόλας εκεί.
    Ερχόντανε συχνά τη νύχτα. Οι υπηρέτες έχουν τα κλειδιά και στα δωμάτια που αποτελούν μέρος του τμήματός των, έχουν το δικαίωμα να μας χρησιμοποιούν».

    Η Ο σκεφτόνταν να ρωτήσει πως ήταν αυτός ο Πέτρος. Δεν πρόφθασε όμως.
    Στη στροφή του διαδρόμου, τη σταμάτησαν μπροστά σε μια πόρτα που δεν ξεχώριζε από τις άλλες: σ΄ ένα πάγκο ανάμεσα σε τούτη την πόρτα και την επόμενη παρατήρησε ένα είδος κατακόκκινου χωρικού, κοντού, με κεφάλι σχεδόν ξυρισμένο, με μικρά μαύρα μάτια χωμένα βαθειά και σβώλοι κρέας στο σβέρκο.
    Ήταν ντυμένος σαν υπηρέτης οπερέττας: ένα υποκάμισο με δαντελλένιο ζαμπό έβγαινε από το μαύρο του γιλέκο.
    Μαύρο παντελόνι, άσπρες κάλτσες και γυαλισμένα σκαρπίνια. Κι αυτός είχε στη ζώνη ένα μαστίγιο με πέτσινη λουρίδα. Τα χέρια του ήταν σκεπασμένα από κόκκινες τρίχες.
    Έβγαλε ένα αντικλείδι από την τσέπη του γιλέκου του, άνοιξε την πόρτα, πέρασε τις τρεις γυναίκες, λέγοντας: «Ξανακλείνω, θα χτυπήσετε όταν τελειώσετε».

    Το κελλί ήταν μικρούτσικο, όμως είχε δυο δωμάτια. Η πόρτα που έβγαζε στο διάδρομο ξανάκλεισε. Αυτό το πρώτο δωμάτιο έμοιαζε σαν προθάλαμος, που οδηγούσε στο πραγματικό κελλί.
    Στον ίδιο τοίχο, μια άλλη πόρτα έβγαζε στο μπάνιο. Απέναντι από τις πόρτες ένα παράθυρο.
    Στον αριστερό τοίχο, ανάμεσα από τις πόρτες και το παράθυρο, ήταν το μαξιλάρι ενός μεγάλου τετράγωνου κρεββατιού, πολύ χαμηλού και σκεπασμένο με γούνες.
    Δεν υπήρχαν άλλα έπιπλα, ούτε και καθρέφτης. Η Αδριάνα είπε στην Ο πως το κρεββάτι ήταν μάλλον μια πλατφόρμα με στρώμα, σκεπασμένη με μαύρο ύφασμα με πολύ μακρυές τρίχες, απομίμηση γουναρικού.
    Το μαξιλάρι, χαμηλό και σκληρό σαν το στρώμα, ήταν από το ίδιο ύφασμα, καθώς και η κουβέρτα ντουμπλφάς. Το μόνο αντικείμενο που υπήρχε στον τοίχο, στο ίδιο ύψος σε σχέση με το κρεββάτι και ο πυλώνας σε σχέση με τον γάντσο και τη βιβλιοθήκη, ήταν μια χοντρή ατσάλινη αλυσσίδα που κρεμόταν κατ΄ ευθείαν πάνω από το κρεββάτι.
    Οι στοιβαγμένοι χαλκάδες της σχημάτιζαν μια στήλη. Η άλλη άκρη ήταν κρεμασμένη σε απόσταση χεριού από ένα γάντσο με αλυσσίδες σαν μια κουρτίνα που την είχαν τραβηγμένη και πιασμένη.

    «Πρέπει να σας κάνουμε μπάνιο», είπε η Ιωάννα. «Θα σας ξεκουμπώσουμε τη ρόμπα».
    Τα μόνα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μπάνιου ήταν το κάθισμα ά λα τούρκα, στη γωνιά που βρισκόταν κοντά στην πόρτα καθώς και το ότι οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με καθρέφτες.
    Η Αδριάνα κι η Ιωάννα δεν άφησαν την Ο να μπει παρά μονάχα όταν ξεγυμνώθηκε, τακτοποίησαν το φουστάνι στην ντουλάπα κοντά στη λεκάνη της τουαλέττας, όπου ήσαν ήδη τακτοποιημένα τα πασούμια της και η κόκκινη κάπα της, και παρέμειναν μαζί της τόσο ώστε όταν επρόκειτο να ξεκουρασθεί καθισμένη στο από πορσελάνη βάζο, βρέθηκε ανάμεσα από τόσους προβολείς καθώς ήταν και τότε στη βιβλιοθήκη, όπου τόσα άγνωστα χέρια την ψηλαφίζαν.

    «Περιμένετε να ΄ρθει ο Πέτρος και θα ιδείτε. – Γιατί ο Πέτρος; - Όταν θα ΄ρθει να σας αλυσσοδέσει, θα σας βάλει ίσως να καθίσετε στο πάτωμα».
    Η Ο χλώμιασε. – Μα γιατί; είπε. – Θα υποχρεωθείτε, είπε η Ιωάννα, είσθε όμως τυχερή. – Γιατί τυχερή; - Σας έφερε εδώ ο εραστής σας; - Ναι, είπε η Ο. – Θα είναι πολύ σκληροί μαζί σας... – Δεν καταλαβαίνω... – Θα καταλάβετε πολύ γρήγορα. Θα χτυπήσω να ΄ρθει ο Πέτρος. Αύριο το πρωϊ θα ΄ρθουμε να σας πάρουμε».
    Η Αδριάνα φεύγοντας χαμογέλασε, και η Ιωάννα, πριν την ακολουθήσει, χάιδεψε στην άκρη των στηθιών την Ο, που παρέμενε άφωνη, όρθια στην άκρη του κρεββατιού.
    Εκτός από το κολλιέ και τα δερμάτινα βραχιόλια, που είχαν σκληρυνθεί όταν πήρε το μπάνιο της και που τώρα την έσφιγγαν περισσότερο, ήταν γυμνή.

    «Λοιπόν ωραία κυρία», είπε μπαίνοντας ο υπηρέτης. Και της έπιασε τα δυο χέρια.
    Πέρασε το ένα μέσα στο άλλο τους δυο χαλκάδες των βραχιολιών της και τούτο της ένωσε σφιχτά τους καρπούς, και τους δυο τούτους χαλκάδες στον χαλκά του κολλιέ.
    Βρέθηκε λοιπόν με ενωμένα τα χέρια στο ύψος του λαιμού, σαν σε στάση προσευχής.
    Δεν έμενε πια παρά να την αλυσσοδέσει στον τοίχο με την αλυσσίδα που υπήρχε στο κρεββάτι και περνούσε μέσα από τον υψηλότερο χακλά Aνοιξε το αγγίστρι που συγκρατούσε την άλλη άκρη και το τράβηξε για να το μικρύνει.
    Η Ο αναγκάσθηκε να προχωρήσει προς το προσκέφαλο όπου και την ξάπλωσε.
    Η αλυσσίδα αντήχησε μέσα στον χαλκά και τεντώθηκε τόσο πολύ ώστε η νεαρή γυναίκα μπορούσε να μετακινηθεί μόνο στο πλάτος του κρεββατιού ή να σταθεί όρθια και στις δυο πλευρές του μαξιλαριού.
    Καθώς η αλυσσίδα έσυρε το κολλιέ στο στενότερο σημείο, δηλ. προς τα οπίσω, και τα χέρια προσπαθούσαν να το ξαναφέρουν προς τα εμπρός, εδημιουργείτο μια ισορροπία: τα ενωμένα χέρια πηγαίναν προς τον αριστερόν ώμο και προς τον ίδιο ώμο έγερνε επίσης και το κεφάλι.
    Ο υπηρέτης ξανάφερε προς την Ο την μαύρη κουβέρτα, αφού πρώτα της τοποθέτησε για μιαν στιγμή τις γάμπες πάνω στο στήθος, για να εξετάσει το μισάνοιγμα που είχαν τα μπούτια.
    Δεν την ενόχλησε περισσότερο, δεν είπε λέξη, έσβυσε το φως (μιαν απλίκα ανάμεσα από τις δυο πόρτες) και βγήκε.

    Ξαπλωμένη στο αριστερό πλευρό, και μόνη στην σκοτεινιά και στη σιωπή, ζεστή ανάμεσα από τα δυο γούνινα σκαπάσματα, και , αναγκαστικά ακίνητη, η Ο διερωτάτο γιατί τόση γλύκα ήταν ανάμικτη με τόσο τρόμο μέσα της.
    Πρόσεξε πως ένα από τα πράγματα που την έκαμαν περισσότερο να υποφέρει ήταν ότι της είχε αφαιρεθεί η χρήση των χεριών της.
    Όχι πως τα χέρια της θα μπορούσαν να την προστατεύσουν (θα επιθυμούσε άραγε να αμυνθεί , αλλά ελεύθερα, θα έκαμαν κάπως τη κίνηση, θα προσπαθούσαν ν’ απωθήσουν τα χέρια που θα την άρπαζαν, τη σάρκα που θα την διαπερνούσε, θα τα έφερνε ανάμεσα στο σώμα της και το μαστίγιο.

    Την είχαν απαλλάξει από τα χέρια της. Το σώμα κάτω από τη γούνα ήταν απρόσιτο ακόμα και στην ίδια. Φαινόταν παράδοξο να μην μπορεί ν΄ αγγίξει τα ίδια της τα γόνατα, ούτε την κοιλιά της.
    Τα χείλη της ανάμεσα από τα σκέλη της, που την φλόγιζαν, της ήταν απαγορευμένα, και την φλόγιζαν ίσως γιατί γνώριζε πως είναι ανοιχτά σ΄ οποιονδήποτε το θελήσει: ακόμη και στον Πέτρο τον υπηρέτη, αν το επιθυμούσε.
    Της προξενούσε έκπληξη το ότι η ανάμνηση του μαστιγίου την άφηνε τόσο γαλήνια, ενώ η σκέψη ότι δεν θα μαθαίνει ποτέ ποιος από τους τέσσερεις άντρες την πλησίασε δυο φορές κι αν και τις δυο φορές ήταν ο ίδιος, κι αν δεν ήταν ο εραστής της, την αναστάτωνε.

    Γλύστρησε κάπως πάνω στην κοιλιά της, σκέφθηκε πόσο ο εραστής της αγαπούσε αυτό το σημείο του σώματός της, που εκτός από απόψε (αν ήταν αυτός), δεν είχε ποτέ εισχωρήσει.
    Επιθυμούσε να ήταν αυτός. Θα τον ρωτούσε; Α! ποτέ. Ξαναείδε το χέρι, που μέσα στ΄ αμάξι της πήρε τη ζώνη και το σλίπ, και τέντωσε τις ζαρτιέρες για να κατεβάσει τις κάλτσες της ως τα γόνατα.
    Τόσο δυνατή ήταν τούτη η εικόνα που ξέχασε πως είχε τα χέρια δεμένα, κι έκαμε την αλυσσίδα να ηχήσει. Και γιατί, ενώ η ανάμνηση του βασανισμού της ήταν τόσο υποφερτή, και μόνη η ιδέα, η λέξη μονάχα, η θέα μονάχα ενός μαστιγίου έκαμαν τη καρδιά της να χτυπά κι έκλεινε, από φρίκη τα μάτια της;
    Δεν διερωτήθηκε αν ήταν μονάχα ο τρόμος.

    Ένας πανικός τη κατέλαβε: θα τραβούσαν την αλυσσίδα για να τη στήσουν όρθια πάνω στο κρεββάτι της και θα την μαστίγωναν, θα την μαστίγωναν και η λέξη στριφογύριζε μέσα στο μυαλό της. Θα την μαστίγωνε ο Πέτρος, το ΄χε πει η Ιωάννα.
    Έχετε τύχη, επανέλαβε η Ιωάννα, θα είναι πολύ πιο σκληροί μαζί σας.
    Τι εννοούσε μ΄ αυτό; Δεν αισθανόταν πια παρά το κολλιέ, τα βραχιόλια και την αλυσσίδα.
    Έσβυνε. Τώρα θα καταλάβαινε. Αποκοιμήθηκε


    ΣΕΛΙΔΑ 5

    Οι τοίχοι ήσαν μαύροι και το μωσαϊκό μαύρο, μαυρό το μακρύ, τραπέζι, από χονδρό γυαλί, και κάθε κοπέλα, είχε, για κάθισμα ένα στρογγυλό ταμπουρέ από μαύρο δέρμα.
    Έπρεπε ν΄ ανασηκωθεί η φούστα για να καθίσεις, και η Ο ξανάβρισκε έτσι, στην επαφή της με το γυαλιστερό και κρύο δέρμα κάτω από τα μπούτια της, την πρώτη στιγμή όπου ο εραστής της την είχε βάλει να καθίσει κατάσαρκα στο κάθισμα του αμαξιού.
    Αντίθετα, όταν είχε εγκαταλείψει τον πυργό και έπρεπε, ντυμένη σαν όλες τις γυναίκες, όμως γυμνά τα οπίσθια κάτω από ένα συνηθισμένο ταγιέρ ή μια κόκκινη ρόμπα, ν΄ ανασηκώνει κάθε φορά την κομπιναιζόν και τη φούστα για να καθίσει στο πλευρό του εραστή της, ή ενός άλλου, γυμνή στο κάθισμα ενός αυτοκινήτου ή ενός καφενείου, ξανάβρισκε έτσι τον πύργο, με προτεταμένα τα στήθη μέσα σε μεταξωτούς κορσέδες, τα χέρια και τα στόματα που μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν καθώς και τη τρομερή σιωπή.

    Τιποτε όμως δεν τη βοήθησε τόσο, εκτός από τη σιωπή, όσο οι αλυσσίδες. Οι αλυσσίδες και η σιωπή, που θα ΄πρεπε να τη δένουν στα βάθη του εαυτού της, να τον πνίξουν.
    Απεναντίας την λεφτέρωναν από τον ίδιο της τον εαυτό. Τι θα γινόταν, αν της επέτρεπαν να μιλά, αν είχε το δικαίωμα κάποιας εκλογής, όταν ο εραστής της την εξέδιδε μπροστά του;
    Είναι αλήθεια πως μιλούσε τις στιγμές των βασανιστηρίων, αλλά μπορούν να χαρακτηρισθούν σαν λόγια, αυτά που δεν ήταν παρά λυγμοί και φωνές; Και πάλι, φράσσοντάς της το στόμα, την έκαμαν, συχνά, να σωπάσει.
    Κάτω από τα βλέμματα, κάτω από τα χέρια, κάτω από τα φύλα που την πρόσβαλαν, κάτω από τα μαστίγια που την ξέσκιζαν, χανόταν μέσα σε μια μεθυστική απουσία του εαυτού της που της χάριζε την αγάπη και ίσως την έφερνε κοντά στο θάνατο.
    Ήταν μια οποιαδήποτε, μια οποιαδήποτε από τις άλλες κοπέλες.

    Παραβιασμένες σαν κι αυτήν που τις έβλεπε να παραβιάζονται, γιατί το ΄βλεπε αυτό, όταν έστω δε βοηθούσε η ίδια.
    Τη δεύτερη ημέρα, 24 ώρες μετά την άφιξή της, οδηγήθηκε μετά το γεύμα στη βιβλιοθήκη, για να σερβίρει καφέ και να συντηρεί τη φωτιά.
    Η Ιωάννα τη συνόδευε (την είχε φέρει ο υπηρέτης με τα μαύρα μαλλιά, καθώς και μια άλλη κοπέλα, που τη λέγανε Μόνικα).
    Ήταν ο ίδιος ο υπηρέτης που τις οδήγησε, και παρέμεινε στο δωμάτιο, όρθιος κοντά στον πυλώνα όπου είχε δεθεί η Ο. Η βιβλιοθήκη ήταν ακόμα έρημη.
    Τα μεγάλα παράθυρα έβλεπαν στα δυτικά, και ο φθινοπωρινός ήλιος, που αργά γυρίζει σ΄ ένα μεγάλο ήρεμο ουρανό, μ΄ ελάχιστα σύννεφα φωτίζει πάνω σ΄ ένα κομοδίνο μια τεράστια ανθοδέσμη από κιτρινοκόκκινα χρυσάνθεμα που μύριζαν γη και νεκρά φύλλα.
    «Σας σημάδεψε χθες βράδυ ο Πέτρος;» ρώτησε την Ο ο υπηρέτης. Έκαμε με μια κίνηση, ναι. «Θα πρέπει λοιπόν να το δείξετε, είπε.
    Παρακαλώ σηκώστε το φουστάνι σας». Περίμενε ωσπου να σηκώσει από πίσω τη φούστα της, καθώς το είχε κάνει η Ιωάννα χθές το βράδυ

    Η Ιωάννα τη βοήθησε να τη συγκρατήσει. Έπειτα της είπε ν΄ ανάψει τη φωτιά.
    Το σώμα της Ο, γυμνό ως τη μέση, ενώ τα μπούτια της, οι λεπτές γάμπες της πλαισιωνόνταν από τις πτυχώσεις του πράσινου μεταξιού και του άσπρου λινού.
    Τα πέντε σημάδια του βούρδουλα ήταν μαύρα. Στο τζάκι η φωτιά ήταν έτοιμη, η Ο δεν είχε παρά μ΄ ένα σπίρτο να βάλει φωτιά στο προσάνναμα που φλογίστηκε αμέσως.
    Κλώνια μηλιάς, κλώνια από δρυ πήραν αμέσως φωτιά με ψηλές, φωτεινές φλόγες, αρωματισμένες, σχεδόν αόρατες την ημέρα.
    Ένας άλλος υπηρέτης, τοποθέτησε πάνω στη κονσόλα απ΄ όπου αφήρεσαν τη λάμπα ένα δίσκο με φλυτζάνια του καφέ, κι έπειτα έφυγε.
    Η Ο προχώρησε προς τη κονσόλα, ενώ η Μόνικα και η Ιωάννα έμειναν όρθιες δεξιά κι αριστερά από το τζάκι.
    Τη στιγμή εκείνη μπήκαν δυο άντρες ενώ έφευγε ο πρώτος υπηρέτης. Η Ο νόμισε, πως στη φωνή του, αναγνώρισε έναν από αυτούς που την είχαν βιάσει χθες βράδυ.
    Τον κοίταζε κλεφτάτα, βάζοντας εν τω μεταξύ καφέ στα μικρά μαύρα και χρυσά φλυτζάνια.
    Φαίνεται πως ήταν αυτό το λεπτό αγόρι, τόσο νέο, ξανθό, που έμοιαζε με Aγγλο.
    Όταν συνέχισε να μιλά, δεν είχε καμμία αμφιβολία. Ο άλλος, ήταν κι αυτός ξανθός, κοντόχοντρος, με ένα παχύ μούτρο.
    Και οι δυο τους καθίσανε στις μεγάλες δερμάτινες πολυθρόνες, με τα πόδια προς τη φωτιά, καπνίσανε ήρεμα διαβάζοντας τις εφημερίδες των, χωρίς διόλου να ενδιαφερθούν για τις γυναίκες, σαν να μην ήταν εκεί.
    Κάθε τόσο, ακουγόταν ένα θρόισμα χαρτιού και τα ξύλα που ΄πεφταν. Κάθε τόσο, η Ο ξανάβαζε ξύλα στη φωτιά. Καθόταν σ΄ ένα μαξιλάρι κατάχαμα απέναντι από τη φωτιά. Απέναντί της η Μόνικα και η Ιωάννα.
    Τα φουστάνια τους είχαν μπλεχθεί στο πάτωμα. Ξαφνικά, όμως μονάχα έπειτα από μια ώρα, το ξανθό αγόρι φώναξε την Ιωάννα, κι έπειτα τη Μόνικα.
    Τους είπε να φέρουν το πουφ (εκείνο που ξάπλωσαν χθες βράδυ την Ο). Η Μόνικα δεν περίμενε άλλες διαταγές.

    Γονάτισε, έσκυψε, το στήθος της πάνω στη γούνα, κρατώντας με τις παλάμες της τις δυο άκρες του πουφ.
    Όταν το αγόρι είπε στην Ιωάννα ν΄ ανασηκώσει την κόκκινη φούστα, δεν σάλεψε.
    Τότε η Ιωάννα υπεχρεώθηκε, και το αγόρι έδωσε διαταγή με τις πιο σκληρές λέξεις, να ξεκουμπώσει το φόρεμά της και να πάρει στα δυο της χέρια, αυτό το σάρκινο σπαθί που τόσο σκληρά, τουλάχιστον μια φορά, είχε διαπεράσει την Ο.
    Φούσκωσε, σκλήρυνε μέσα στη κλειστή παλάμη, και η Ο είδε αυτά τα χέρια, τα λεπτά χέρια της Ιωάννας ν΄ ανοίγουν τα μπούτια της Μόνικας, και στο βάθος του να μπαίνει το αγόρι με μικρές κινήσεις που την έκαμαν να βογγά.
    Ο άλλος άντρας που έβλεπε δίχως να προφέρει λέξη, έκαμε νεύμα στην Ο να πλησιάσει και δίχως να πάψει να την κοιτάζει, αφού την έριξε προς τα εμπρός στην πολυθρόνα της – και το ανασηκωμένο φουστάνι της προσφέρει όλο το μήκος της μέσης της - χάρηκε με την παλάμη του το κάτω μέρος του κορμιού της.

    Έτσι τη βρήκε ο Ρενέ, όταν έπειτα από ένα λεπτό, άνοιξε τη πόρτα και μπήκε. «Μην κινηθείτε, σας παρακαλώ», είπε και κάθισε κατάχαμα στο μαξιλάρι όπου καθόντανε η Ο κοντά στο τζάκι, πριν τη φωνάξουν.
    Την κοίταξε προσεκτικά και χαμογελούσε κάθε φορά που το χέρι που την κρατούσε την σκάλιζε ή έμπαινε βαθύτερα μέσα της κάνοντάς την ν΄ αναστενάζει. Η Μόνικα είχε πριν από ώρα σηκωθεί, και η Ιωάννα σκάλιζε, στη θέση της Ο τη φωτιά.
    Έφερε στον Ρενέ, που της φίλησε το χέρι, ένα ποτήρι ουϊσκυ που το ήπιε δίχως να πάψει να κοιτάζει την Ο.
    Ο άντρας που την κρατούσε πάντα, είπε τότε: «Είναι δική σου; -Ναι, απάντησε ο Ρενέ. –Ο Ιάκωβος έχει δίκιο, επανέλαβε ο άλλος, είναι πολύ στενή, πρέπει να ευρηνθεί. –Οχι όμως και πάρα πολύ, είπεν ο Ιάκωβος.
    –Κατά τη γνώμη σας, είπε, καθώς σηκωνόταν ο Ρενέ, είσθε καλύτερος κριτής από μένα». Και χτύπησε το κουδούνι.

    Από τότε, και επί οχτώ ημέρες, ανάμεσα στο σούρουπο, τότε που τελείωνε την υπηρεσία της στη βιβλιοθήκη και τη νυχτερινή ώρα, οχτώ ή δέκα ώρες συνήθως, τότε που την πέρναν από εκεί – όταν συνέβαινε να την πάρουν – αλυσσοδεμένη και γυμνή κάτω από τη κόκκινη κάπα της, η Ο έφερε, στερεωμένο στη μέση της με τρεις μικρές αλυσσίδες κρεμασμένες από μια δερμάτινη ζώνη, ώστε να σπρώχνεται από την κίνηση των ποδιών της, ένα ομοίωμα ανδρικού φύλου εν διεγέρσει από εβονίτη.
    Μια μικρή αλυσσίδα που έφθανε ως το τρίγωνο του υπογαστρίου δεν εμπόδιζε την εισαγωγή, αν χρειαζόταν. Όταν ο Ρενέ κουδούνισε, ήταν για να του φέρουν το κιβωτίδιο όπου υπήρχε ένα σύνολο από αλυσσιδίτσες και ζώνες, και στο άλλο, διάφορα ομοιώματα από τα πιο λεπτά ως τα πιο χοντρά.

    Όλα είχαν το κοινό χαρακτηριστικό να φαρδαίνουν στη βάση, ώστε να είναι βέβαιο πως δεν θα ΄μπαιναν στο εσωτερικό του σώματος, γιατί διαφορετικά δεν θα πίεζαν να ξεσφιχθεί το σάρκινο δαχτυλίδι.
    Έτσι εξαναγκασμένη σε διεύρηνση, και κάθε μέρα περισσότερο, γιατί ο Ιάκωβος, που την έβαζε να γονατίσει ή μάλλον να προσκυνήσει, επέβλεπε ώστε η Ιωάννα ή η Μόνικα, ή οποιαδήποτε άλλη βρισκόταν εκεί, τοποθετούσαν το ομοίωμα που διάλεγε, και που ήταν πάντοτε χονδρύτερο.
    Στο βραδυνό δείπνο, που τα κορίτσια παίρναν μαζί στην ίδια τραπεζαρία, όμως έπειτα από το μπάνιο τους και γυμνά, η Ο έφερε ακόμη το ομοίωμα, που όλοι μπορούσαν να το ιδούν, εξ αιτίας των αλυσσίδων και της ζώνης.

    Δεν της το ΄βγάζαν – και το έβγαζεν ο ίδιος – παρά μονάχα όταν ο υπηρέτης Πέτρος ερχότανε να την αλυσσοδέσει, είτε στον τοίχο για την νύχτα, αν κανείς δεν τη ζητούσε, είτε με τα χέρια πίσω στην πλάτη αν επρόκειτο να οδηγηθεί, στη βιβλιοθήκη.
    Σπάνιες ήταν οι νύχτες όπου δεν θα βρισκόταν κάποιος να χρησιμοποιήσει αυτή την οδό που τόσο γρήγορα καθίστατο άνετη αν και πάντα πιο στενή από την άλλη.

    Έπειτα από οχτώ ημέρες δεν χρειαζόταν πια κανένα εργαλείο.
    Τότε ο εραστής της είπε στην Ο πως ήταν ευτυχισμένος γιατί ήταν διπλά ανοιγμένη και θα φρόντιζε να παραμείνει έτσι.
    Ταυτόχρονα την ειδοποίησε πως θα ΄φευγε και ότι κατά τις επτά τελευταίες ημέρες που θα ΄μενε στον πύργο, πριν έλθει να την πάρει για να γυρίσουν μαζί στο Παρίσι, δεν θα τον έβλεπε. «Όμως σ΄ αγαπώ, πρόσθεσε, σ΄ αγαπώ, μη με ξεχνάς».
    Α! και πως θα το ξεχνούσε; Ήταν το χέρι που της έδενε τα μάτια, το μαστίγιο του Πέτρου, ήταν η αλυσσίδα πάνω από το κρεββάτι της, και ο άγνωστος που της δάγκανε το υπογάστριο, και όλες οι φωνές που δίναν διαταγές, ήταν η δική του φωνή.

    Μήπως κουραζόταν; βαριόταν; Όχι. Με το να εξευτελίζεται συνεχώς, φαινότανε πως έπρεπε να είχε συνηθίσει στις προσβολές.
    Με το να την χαϊδεύουν, συνήθιζε στα χάδια, ακόμη και στο μαστίγιο, με το να μαστιγώνεται.
    Ένας φρικαλέος κορεσμός του πόνου και της ηδονής θα την έριχνε στις όχθες της αναισθησίας, τόσο κοντά στον ύπνο και την υπνοβασία. Αντίθετα όμως.
    Ο κορσές που κρατούσε ίσια τον κορμό της, οι αλυσσίδες που την υπέτασσαν, η σιωπή του καταφυγίου της ίσως να βοηθούσαν, καθώς και το συνεχές θέαμα των κοριτσιών, που σαν κι αυτήν, είχαν παραδοθεί, κι όταν ακόμη δεν παραδινόταν, με το πάντοτε προσιτό κορμί τους.

    Ήταν ακόμη και το θέαμα και η συνείδηση του δικού της κορμιού.
    Κάθε μέρα, η ίδια, βρωμισμένη από σάλια και τ΄ άλλα περιττώματα του οργανισμού, από ιδρώτα ανακατεμένο με τον δικό της ιδρώτα, αισθανόταν, κατά γράμμα πως ήταν «τ ο δ ο χ ε ί ο κ ά θ ε α κ α θ α ρ σ ί α ς» περί του οποίου ομιλεί η Γραφή.
    Και μολαταύτα τα μέρη του σώματός των που προσβάλλονταν σταθερά, είχαν γίνει πιο ευαίσθητα και της φαινόταν, πως, ταυτόχρονα, γινόταν πιο ωραία και σαν πιο εξευγενισμένa: το στόμα της που έκλεινε σε ανώνυμα φύλα, οι άκρες των στηθιών της που διαρκώς χέρια τσαλάκωναν, και τ΄ ανοιγμένα σκέλη της μοιάζαν με οργωμένους δρόμους.

    Κατέπλησσε το γεγονός, το ότι, όντας πόρνη, κέρδιζς σε αξιοπρέπεια. Κι όμως επρόκειτο για αξιοπρέπεια. .
    Ήταν σαν φωτισμένη από τα βάθη του εαυτού της και, στο βάδισμα της, φαινότανε η ηρεμία, στο προσωπό της η γαλήνη και το απροσδιόριστο εσωτερικό χαμόγελο που το μαντεύει κανείς στα μάτια των φυλακισμένων.

    Όταν ο Ρενέ την ειδοποίησε πως θα την άφηνε, ήταν κιόλας νύχτα. Η Ο βρισκόταν γυμνή στο κελλί της, και περίμενε να την οδηγήσουν στην τραπεζαρία. .
    Ο εραστής της, φορούσε το καθημερινό συνηθισμένο του κουστούμι. Όταν την πήρε στην αγκαλιά του, το ύφασμα του ρούχου του ερέθισε την άκρη του στήθους της.
    Την έσφιξε επάνω του, ξάπλωσε πλάι της και κινούμενος και από τις δυο πλευρές, ξέσπασε τελικά στο στόμα της που κατόπιν φίλησε και πάλι. .
    «Πριν φύγω, θα ήθελα να σε μαστιγώσω, είπε, και τούτη τη φορά, σου το ζητώ. Δέχεσαι;». .
    Εκείνη δέχτηκε. «Σ’ αγαπώ, επανέλαβε εκείνος. Χτύπησε να έρθει ο Πέτρος». Εκείνη τον κάλεσε.

    Ο Πέτρος της έδεσε τα χέρια πάνω από το κεφάλι, στην αλυσσίδα του κρεββατιού. .
    Ο εραστής της, όταν την έδεσαν έτσι, τη φίλησε και πάλι όρθιος απεναντί της πάνω στο κρεββάτι, της επανέλαβε πως την αγαπά, κατέβηκε απ΄ το κρεββάτι και έκαμε νεύμα στον Πέτρο.
    Την έβλεπε να σφαδάζει, μάταια, άκουγε τα βογγητά της που γινόταν κραυγές. Όταν άρχισε να κλαίει, είπε στον Πέτρο να φύγει..
    Κι εκείνη βρήκε τη δύναμη να του ξαναπεί πως τον αγαπά. .
    Τότε, φίλησε το μουσκεμένο πρόσωπό της, το ασθμαίνον στόμα της, την έλυσε, την ξάπλωσε κι έφυγε. .
    Το να πούμε πως η Ο, στο δευτερόλεπτο που ακολούθησε την αναχώρηση του εραστού της, άρχισε και πάλι να τον περιμένει να ΄ρθει, θα λέγαμε λιγότερο από την πραγματικότητα: δεν ήταν πια, ολόκληρη, παρά μια αναμονή και μια νύχτα. .
    Την ημέρα ήταν σαν μια ζωγραφιστή φιγούρα, που το μαλακό δέρμα και το υπάκουο στόμα, και – τούτο υπήρξε ο μόνος χρόνος όπου ετήρησε αυστηρά τον κανόνα – με χαμηλωμένα τα μάτια.

    Aναβε και συντηρούσε τη φωτιά, πρόσφερε καφέ και ποτά, άναβε τα τσιγάρα, τακτοποιούσε τα λουλούδια και δίπλωνε τις εφημερίδες σαν μια κοπελίτσα στο σαλόνι του σπιτιού της, τόσο φωτεινή με το ακάλυπτο στήθος της και το δερμάτινο κολλιέ της, τον σφιχτό κορσέ της και τα βραχιόλια της φυλακισμένης, ώστε ήταν αρκετό στους άντρες που υπηρετούσε ν΄ απαιτούν να παραμένει πλάι τους όταν βιάζαν μιαν άλλη κοπέλα για να τη θέλουν έπειτα κι αυτήν γι΄ αυτό, ίσως την έκαμαν περισσότερο να υποφέρει.
    Διέπραξε μήπως κανένα σφάλμα; ή μήπως ο εραστής της την άφησε ακριβώς ώστε εκείνοι στους οποίους τη δάνειζε να αισθάνονται περισσότερο ελεύθεροι να την χαρούν; .
    Το βέβαιο είναι πως την μεθεπομένη της αναχωρήσεώς του, καθώς νύχτωσε και μόλις είχε γδυθεί, και κοίταζε στον καθρέφτη του μπάνιου τα σχεδόν πια σβησμένα ίχνη του βούρδουλα του Πέτρου πάνω στα μπούτια της, μπαίνει ο Πέτρος.
    Το γεύμα θα σερβιρόταν έπειτα από δυο ώρες. .
    Της είπε πως δεν θα έτρωγε στην κοινή αίθουσα και πως έπρεπε να ετοιμασθεί, δείχνοντας της στη γωνία ένα κάθισμα α λα τούρκα, όπου έπρεπε να κουρνιάσει, καθώς την είχε ήδη ειδοποιήσει η Ιωάννα όταν θα ΄πρεπε να το κάνει παρουσία του Πέτρου.

    Όσην ώρα παρέμεινε εκεί, εκείνος τη κοίταζε, εκείνη τον κοίταζε μέσα σ΄ όλους τους καθρέφτες, κοίταζε τον εαυτό της, ανίκανη να συγκρατήσει το νερό που έβγαινε απ΄ όλο της το σώμα. Την περίμενε να πάρει το μπάνιο της και να μακιγιαριστεί.
    Πήγε έπειτα να πάρει τα πασούμια της και την κόκκινη κάπα της, όταν εκείνος σταμάτησε την κίνησή της, και πρόσθεσε, δένοντάς της τα χέρια στην πλάτη, πως δεν υπήρχε λόγος να το κάνει αυτό και πως έπρεπε να τον περιμένει για λίγο. .
    Κάθισε στην άκρη του κρεββατιού. Έξω, μάνιαζε μια θύελλα από παγωμένο αέρα και βροχή και το κυπαρίσσι, κοντά στο παράθυρο, λύγιζε και ορθώνετο κάτω από τις ριπές του ανέμου.
    Φύλλα χλωμά, βρεγμένα, κολλούσαν κάθε τόσο στα τζάμια. Ήταν σκοτεινά σαν τη καρδιά της νύχτας, αν και μόλις χτύπησε η έβδομη εσπερινή. .
    Το φθινόπωρο είχε προχωρήσει κι οι νύχτες όλο και μεγάλωναν. Ο Πέτρος, ξαναγυρίζοντας, κρατούσε στο χέρι το ίδιο εκείνο πανί, που μ΄ αυτό είχαν δέσει τα μάτια της το πρώτο βράδυ. .
    Κρατούσε επίσης, μιαν αλυσσίδα όμοια μ΄ αυτήν του τοίχου που κουδούνιζε στα χέρια του. Η Ο αντιλήφθηκε πως εδίσταζεν αν έπρεπε να της κλείσει πρώτα τα μάτια ή να της περάσει την αλυσσίδα.
    Κοίταζε τη βροχή, αδιαφορώντας τι θα της ζητούσαν να κάνει και σκεφτόταν μονάχα πως ο Ρενέ της είπε ότι θα ξαναρχόταν, κι ότι έπρεπε να περιμένει ακόμη πέντε ημέρες και πέντε νύχτες, ότι δεν ήξερε που βρισκόταν, ούτε κι αν ήταν μόνος και, αν δεν ήταν μόνος, ποιος του κρατούσε συντροφιά. .
    Αλλά θα επέστρεφε.

    Ο Πέτρος τοποθέτησε την αλυσσίδα πάνω στο κρεββάτι και χωρίς να διαταράξει τα όνειρα της Ο, έδεσε το μαύρο βελούδο στα μάτια της. .
    Φούσκωνε κάπως στο γύρο των ματιών και εφάρμοζε ακριβώς στα μάγουλα.
    Αδύνατο να γλυστρήσει και το παραμικρό βλέμμα, αδύνατο ν΄ ανασηκωθούν τα βλέφαρα. Ευτυχισμένη νύχτα όμοια με τη δικιά της νύχτα! .
    Ποτέ άλλοτε η Ο δεν υπεδέχθη με τόση χαρά, τις ευτυχισμένες αλυσσίδες που την αποσπούσαν από τον εαυτό της. .
    Ο Πέτρος έδεσε τούτη την αλυσσίδα στο χαλκά του κολλιέ της, και την παρακάλεσε να τον συνοδεύσει.
    Σηκώθηκε, αισθάνθηκε πως την έσυραν προς τα εμπρός, και περπάτησε. Τα γυνά της πόδια πάγωσαν πάνω στο μωσαϊκό και αντιλήφθηκε πως ακολουθούσε το διάδρομο της κόκκινης πτέρυγας. .
    Κατόπιν το έδαφος, πάντα το ίδιο κρύο, γινόταν ανώμαλο. Περπατούσε πάνω σε πέτρινες πλάκες από γρανίτη. Δυο φορές, ο υπηρέτης την σταμάτησε. .
    \ Aκουσε τον θόρυβο ενός κλειδιού σε μια κλειδαριά που ανοίχθηκε κι έπειτα κλείσθηκε.
    «Προσέξτε τα σκαλοπάτια», είπεν ο Πέτρος, και κατέβηκε μια σκάλα όπου σκόνταψε δυο φορές..
    Ο Πέτρος τη συγκράτησε πιάνοντάς την από τη μέση. Δεν την είχε ποτέ αγγίξει παρά για να την αλυσσοδέσει ή να την δείρει.
    Τώρα την ξάπλωσε πάνω στα παγωμένα σκαλοπάτια όπου με τα δεμένα χέρια της, πιανόταν όπως μπορούσε για να μη γλυστρήσει κι εκείνος της κρατούσε τα στήθη. .
    Το στόμα του πήγαινε από το ένα στο άλλο και ταυτόχρονα καθώς ακουμπούσε πάνω της τον αισθάνθηκε να ορθώνεται.

    Δεν την ανασήκωσε παρά μονάχα όταν ικανοποίησε την επιθυμία του. .
    Ταραγμένη και τρέμοντας από το κρύο, κατέβηκε επιτέλους τα τελευταία σκαλοπάτια, όταν τον άκουσε ν΄ ανοίγει άλλη μια πόρτα, που πέρασε, και αισθάνθηκε αμέσως, ένα παχύ χαλί, κάτω από τα πόδια της. .
    Η αλυσσίδα σφίχθηκε ακόμη λίγο.
    Κατόπιν τα χέρια του Πέτρου έλυσαν τα χέρια της, και το δέσιμο των ματιών της: βρισκόταν σ΄ ένα στρογγυλό θολωτό δωμάτιο, πολύ μικρό και πολύ χαμηλό..
    Οι τοίχοι και ο θόλος ήταν πέτρινα, δίχως σουβά και φαινόταν η τοιχοποιϊα. Η αλυσσίδα στερεωμένη στο κολλιέ της ήταν ενωμένη σ΄ έναν πάσαλο ύψους ενός μέτρου, απέναντι από την πόρτα και δεν μπορούσε να κάνει παρά μόνο δυο βήματα προς τα εμπρός.
    Δεν υπήρχε ούτε κρεββάτι, ούτε ομοίωμα κρεββατιού, ούτε σκέπασμα, παρά μονάχα τρία ή τέσσερα μαξιλάρια, αρκετά μακρυά, που δεν προοριζόταν άλλωστε γι΄ αυτήν. .
    Αντίθετα, το χέρι της έφτανε ως μια γωνιά όπου υπήρχαν, φωτισμένα από το λιγοστό φως του δωματίου, σ΄ έναν δίσκο, νερό, φρούτα και ψωμί.
    Η ζέστη των ηλεκτρικών θερμαστρών που είχαν τοποθετηθεί στη βάση και στα εσωτερικά των τοιχών και σχημάτιζαν γύρω-γύρω, σαν ένα καυτο τούβλο, δεν αρκούσε για να εξουδετερώσει την οσμή λάσπης και γης που είναι η οσμή των παλαιών φυλακών, στους παλιούς ακατοίκητους πύργους. .
    Μέσα σ΄ αυτό το ζεστό, ημίφως, όπου κανένας δεν έφτανε θόρυβος, η Ο είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. .
    Δεν υπήρχε πια ούτε μέρα, ούτε νύχτα, γιατί το φως δεν έσβηνε ποτέ.

    Ο Πέτρος, ή, αδιάφορα, κάποιος άλλος υπηρέτης, ξανάβαζε στον δίσκο νερό, φρούτα και ψωμί όταν είχαν τελειώσει και την οδηγούσε να πάρει ένα μπάνιο σ΄ ένα γειτονικό δωμάτιο. .
    Δεν είδε πια τους άντρες που ΄μπαίναν, γιατί ένας υπηρέτης έμπαινε κάθε φορά πριν απ΄ αυτούς για να της κλείσει τα μάτια και της τα άνοιγε μόνο όταν είχαν φύγει..
    Έτσι δεν γνώριζε ούτε ποιους, ούτε πόσους τα λεπτά της χέρια και τα χείλη είχαν, στα τυφλά χαϊδέψει.
    Κάποτε ήσαν πολλοί, συχνά μόνοι, όμως κάθε φορά, πριν την πλησιάσουν, την έβαζαν να γονατίσει προς το μέρος του τοίχου, με τον χαλκά του κολλιέ της σκαλωμένο στην αλυσσίδα του πασάλου και την μαστίγωναν. .
    Τοποθετούσε τις παλάμες της στον τοίχο και ακουμπούσε το προσωπό της στο πάνω μέρος των χεριών της, για να μην πληγώνει τα γόνατα και τα στήθη της..
    Έτσι έχανε τον λογαριασμό των βασανισμών και των κραυγών που τις έπνιγε ο θόλος. Περίμενε.
    Ξάφνου ο χρόνος έπαψε να είναι ακίνητος. Μέσα στη βελούδινη νύχτα της, της αφαιρούσαν την αλυσσίδα. .
    Περίμενε άραγε τρεις μήνες, τρεις ημέρες ή δέκα ημέρες, ή δέκα χρόνια; Αντελήφθηκε πως την τύλιγαν σ΄ ένα παχύ ύφασμα, πως κάποιος την άρπαζε από τους ώμους και τα πόδια, την σήκωνε και την μετέφερε. .
    Ξαναβρέθηκε στο κελλί της, ξαπλωμένη στο μαύρο της γουναρικό. Ήταν απόγευμα.
    Aνοιξε τα μάτια της, τα χέρια ελεύθερα. Ο Ρενέ καθισμένος πλάι της της χάιδευε τα μαλλιά. «Πρέπει να ξαναντυθείς, είπε, φεύγουμε». .
    Έκαμε ένα τελευταίο μπάνιο, της χτένισε τα μαλλιά της και της έδωσε την πούδρα της και το ρουζ της. .
    Όταν ξαναγύρισε στο κελλί της, το ταγιέρ της, η μπλούζα της, η κομπιναιζόν της, οι κάλτσες της, τα παπούτσια της, ήταν στο κρεββάτι, καθώς και η τσάντα και τα γάντια της.

    Υπήρχε μάλιστα το μαντώ που φορούσε πάνω από το ταγιέρ όταν ψύχραινε ο καιρός και μια τετράγωνη σάρπα για το λαιμό. Καμιά όμως ζώνη ή σλιπ.
    Ντύθηκε αργά, ξετυλίγοντας τις κάλτσες της πάνω από το γόνατο, δίχως να φορέσει τη ζακέττα της, γιατί έκανε πολλή ζέστη μέσα στο κελλί της. .
    Τη στιγμή εκείνη μπήκε μέσα ο άντρας που της είχε εξηγήσει τι θα απαιτούσαν από αυτήν.
    Έλυσε το κολλιέ και τα βραχιόλια που εδώ και δυο εβδομάδες την κρατούσαν αιχμάλωτη. Μήπως είχε λυτρωθε; ή της είχε λείψει κάτι;
    Δεν είπε τίποτε, μόλις τολμώντας να περάσει τα χέρια της στους καρπούς της, ενώ φοβόταν να τα πλησιάσει στο λαιμό της.
    Κατόπιν την παρακάλεσε να διαλέξει ανάμεσα σε πολλά όμοια δαχτυλίδια που της παρουσίασε σ΄ ένα μικρό ξύλινο κουτί, εκείνο που θα ταίριαζε στο δάχτυλό της.
    Ήταν κάτι παράξενα σιδερένια δαχτυλίδια, που εσωτερικά ήσαν χρυσά, και για πέτρα είχαν ένα βαρύ και πλατύ σκάλισμα, φουσκωμένο, που παρουσίαζε μια ρόδα με τρεις ακτίνες, που κάθε μια έκλεινε με ένα σπιρωτό σχήμα.

    Το δεύτερο δαχτυλίδι ήταν βαρύ στο χέρι της και το χρυσάφι του έλαμπε πάνω στο γκρι του γυαλισμένου μετάλλου..
    Γιατί όμως το σίδερο, γιατί το χρυσάφι και τα σχέδια πάνω σ΄αυτά που δεν τα κατανοούσε;
    Δεν μπορούσε να μιλήσει μέσα σ΄ αυτό το δωμάτιο με την κόκκινη ταπετσαρία όπου η αλυσσίδα κρεμόταν ακόμη πάνω από το κρεββάτι, όπου το μαύρο σκέπασμα σερνόταν άστρωτο καταγής, όπου ο υπηρέτης, ο Πέτρος, μπορούσε να μπει, θα έμπαινε, γελοίος με το κουστούμι όπερας, μέσα στο θαμπό φως του Νοέμβρη.
    Γελιόταν. Ο Πέτρος δεν μπήκε.
    Ο Ρενέ της φόρεσε το ταγιέρ, καθώς και τα μακρυά γάντια. Πήρε το φουλάρ της, τη τσάντα της, και στο χέρι, το μαντώ της.
    Τα τακούνια της έκαμαν στο πλακόστρωτο λιγότερο θόρυβο από όσον έκαναν τα πασούμια της, οι πόρτες ήταν κλειστές, ο προθάλαμος άδειος.
    Η Ο κρατούσε τον εραστή της από το χέρι. Ο άγνωστος που τους συνόδευε άνοιξε τις γρίλλιες που η Ιωάννα έλεγε πως ήταν ο φράχτης και που δεν τον φύλαγαν πια ούτε υπηρέτες, ούτε σκυλιά.
    Ανασήκωσε μια από τις με πράσινο βελούδο κουρτίνες και πέρασαν οι δυο τους μαζί.

    Η κουρτίνα ξανάπεσε. Ακούστηκε ο φράχτης που ξανάκλεινε. Μείναν μόνοι σ΄ ένα άλλο προθάλαμο, που έβγαινε στο πάρκο.
    Δεν είχαν πια παρά να κατέβουν τα σκαλοπάτια, όπου η Ο ανεγνώρισε το αμάξι που τους είχε φέρει. Κάθισε πλαι στον εραστή της, που ήταν στο τιμόνι και ξεκίνησαν.
    Όταν βγήκαν από το πάρκο, που η μεγάλη πόρτα ήταν ορθάνοιχτη, έπειτα από λίγες εκατοντάδες μέτρα, σταμάτησε για να την φιλήσει.
    Ήταν ακριβώς λίγο πριν από ένα μικρό και ήσυχο χωριό που το διέσχισαν φεύγοντας.
    Η Ο κατόρθωσε να διαβάσει πάνω στην οδική ένδειξη: Ρ ο υ α σ σ ύ.

    O ΣΕΡ ΣΤΕΦΕΝ

    KEΦ.2

    Το διαμέρισμα όπου έμενε η Ο, βρισκόταν στο νησί Σαίν-Λουϊ, στο υπόγειο ενός παλαιού σπιτιού προσανατολισμένο στα νότια, προς τη πλευρά του Σηκουάνα. Τα δωμάτια είχαν φεγγίτες, πλατιά και χαμηλά, και όσα ήταν στη πρόσοψη, δηλαδή δυο, είχαν μπαλκόνια που προβάλλαν από το επικλεινές της στέγης. Ένα από αυτά ήταν το δωμάτιο της Ο. Το άλλο, που χρησίμευε για σαλόνι και γραφείο, είχε στον ένα του τοίχο ράφια με βιβλία, που πλαισίωναν το τζάκι.
    Απέναντι από τα δυο παράθυρα του είχε ένα μεγάλο ντιβάνι και απέναντι από το τζάκι ένα μεγάλο παλιού στυλ τραπέζι. Έτρωγαν εκεί, όταν η μικρή σάλα, ντυμένη σε πράσινο σκούρο, που έβλεπε στην εσωτερικήν αυλή, ήταν πράγματι αρκετά μικρή για τους καλεσμένους. Ένα άλλο δωμάτιο, πάλι στην αυλή, το χρησιμοποιούσε ο Ρενέ για να τακτοποιεί τα ρούχα του και να ντύνεται.

    Η Ο μοιραζόταν μαζί του το κίτρινο μπάνιο και τη μικροσκοπική κουζίνα που ήταν και αυτή κίτρινη. Μια βοηθός ερχόταν κάθε μέρα. Τα δωμάτια που βλέπαν στην αυλή είχαν κόκκινα τετράγωνα μωσαϊκά που σκέπαζαν τα σκαλοπάτια και τα κεφαλόσκαλα, έπειτα από το δεύτερο πάτωμα, καθώς τα παλιά παρισινά σπίτια.
    Αναβλέποντάς τα η Ο αισθάνθηκε ένα σοκ στην καρδιά της: ήταν ακριβώς τα ίδια καρρώ όπως των διαδρόμων του Ρουασσύ. Το δωμάτιο της ήταν μικρό, τα κλειστά ριντώ ροζ και μαύρα, η φωτιά έκαιγε πίσω από το μεταλλικό σύρμα, το κρεββάτι ήταν στρωμένο, η κουβέρτα τακτοποιημένη.

    «Σου αγόρασα ένα νάυλον πουκαμισάκι, είπε ο Ρενέ, γιατί δεν έχεις τέτοιο». Και πραγματικά, ένα πουκαμισάκι από άσπρο νάυλον, διπλωμένο και λεπτό σαν τα φορέματα των μικρών αιγυπτιακών αγαλμάτων, και σχεδόν διαφανές, ήταν ανοιχτό στο κρεββάτι, από το μέρος που κοιμόταν η Ο.
    Το σφίγγαν στη μέση με μια λεπτή ζώνη και το νάυλον ήταν τόσο λεπτό που οι προεξοχές του στήθους το χρωμάτιζαν ροζ. Όλα, εκτός από τις κουρτίνες και το πανώ από το ίδιο ύφασμα όπου ακουμπούσε το επάνω μέρος του κρεββατιού και οι δυο μικρές χαμηλές πολυθρόνες σκεπασμένες από το ίδιο ύφασμα, όλα ήσαν άσπρα σε τούτο το δωμάτιο: οι τοίχοι, το κρεββάτι και τα αρκουδοδέρματα που ήσαν κατά γης.
    Καθισμένη μπροστά στη φωτιά, στο λευκό της δωμάτιο, η Ο άκουγε τον εραστή της. Της είπε πρώτα απ΄ όλα πως δεν έπρεπε να θεωρείται στο εξής ελεύθερη.

    Και φυσικά ήταν ελεύθερη να μην εξακολουθήσει να τον αγαπά και να τον εγκαταλείψει αμέσως. Αλλά αν τον αγαπούσε, δεν διατηρούσε, κατά τίποτε, την ελευθερία της. Τον άκουγε δίχως να λέγει λέξη, σκεπτόμενη ότι ήταν πολύ ευτυχισμένη και θα ήθελε ν΄ αποδείξει στον ίδιο της τον εαυτό, αδιάφορο με ποιο τρόπο, πως του ανήκε, και ότι δεν ήταν τόσο αφελής, να πιστεύει πως τούτο το δόσιμο βρισκόταν πολύ πέρα από κάθε δοκιμασία.
    Να το υπελόγιζε άραγε και δεν το έδειχνε, γιατί αισθανόταν μια πρόσθετη ευχαρίστηση; Έβλεπε τη φωτιά. Καθώς εκείνος μιλούσε δεν τολμούσε ν΄ αντικρύσει το βλέμμα του, καθώς ήταν όρθιος και πηγαινοερχόταν μέσα στο δωμάτιο. Ξαφνικά της είπε πως ήθελε πρώτα απ΄ όλα να ξέσφιγγε τα γόνατά της και να έλυνε τα χέρια της. Γιατί ήταν πάνω στα ενωμένα γονατά της και με τα χέρια δεμένα γύρω από τα γόνατά της.
    Ανεσήκωσε τότε το υποκαμισάκι της, και περίμενε, καθισμένη πάνω στα γόνατά της, καθώς κάνουν οι Καρμελίτες ή οι Γιαπωνέζοι. Μονάχα που καθώς τα γόνατά της ήταν ανοιγμένα, ένοιωθε ανάμεσα από τα μισάνοιχτα μπούτια της, το ελαφρύ οξύ γαργάλισμα της άσπρης γούνας. Εκείνος επέμενε: δεν άνοιγε αρκετά τα πόδια της.

    Οι λέξεις «ά ν ο ι ξ ε» και η έκφραση «ά ν ο ι ξ ε τ ι ς γ ά μ π ε ς σ ο υ» φορτίζοταν στο στόμα του εραστού της με τόση ταραχή και δύναμη που δεν τις άκουγε ποτέ, δίχως να νοιώσει ένα είδος εσωτερικού προσκυνήματος, ιερής υποταγής, ωσάν ένας θεός, κι όχι εκείνος, να είχε μιλήσει. Παρέμεινε λοιπόν ακίνητη και τα χέρια της, με τις παλάμες ανοιχτές προς τα επάνω, κρεμόταν δεξιά κι αριστερά στα γόνατά της.
    Αυτό που της ζητούσε ο εραστής της ήταν απλό: να είναι πάντα και άμεσα προσιτή. Δεν του αρκούσε να γνωρίζει ποια ήταν, έπρεπε και να το πραγματοποιεί, δίχως το παραμικρό εμπόδιο, ώστε ο τρόπος που θα στεκόταν κι έπειτα τα φοράματά της, να την μετατρέπουν σε σύμβολο για τα έμπειρα μάτια. Τούτο εσήμαινε, σύνεχισε, δυο πράγματα.
    Το πρώτο, που το εγνώριζε και είχε ειδοποιηθεί από την πρώτη ημέρα της αφίξεώς της στον πύργο: τα γόνατά της που δεν έπρεπε να τα σταυρώσει και τα χείλη της που έπρεπε να παραμένουν ανοιχτά.
    Πίστευε, βέβαια πως τούτο δεν ήταν τίποτε (και το πίστευε πραγματικά), θα έβλεπε τότε, πως αντίθετα χρειαζόταν για να συμμορφώνεται σε τούτη τη πειθαρχία, μια συνεχής προσπάθεια προσοχής, που θα της θύμιζε, στο μυστικό που μοιραζότανε μαζί του, ίσως και μερικά άλλα, όμως ανάμεσα σε συνηθισμένες φροντίδες και ανάμεσα σε όσους δεν το γνώριζαν, την πραγματικότητα της θέσεώς της.

    Όσο για τα φορέματά της, ας φρόντιζε η ίδια για την εκλογή τους ή εν ανάγκη να τα εφεύρισκε έτσι ώστε το μισόγυμνο τούτο όπου την είχε υποχρεώσει καθώς μέσα στο αμάξι που την έφερνε στο Ρουασσύ, θα φαινόταν όχι πια αναγκαίο.
    Την επομένη θα έκαμε την επιλογή, στις ντουλάπες της, για τα φουστάνια της, στα συρτάρια για τα εσώρουχα, θα της άφηνε όλα όσα θα ΄βρισκε από ζώνες και σλιπς. Επίσης σουτιέν όμοια μ΄ εκείνο που για να της βλέπουν το στήθος έπρεπε να το κόψουν, τα κομπιναιζόν που το άνω μέρος σκέπαζε τα στήθη, οι μπλούζες και οι φούστες που δεν άνοιγαν από εμπρός, οι στενές, παρά πολύ στενές, φούστες, για να μην μπορούν να σηκωθούν με μια μονάχα κίνηση.
    Ας παρέγγελνε άλλα σουτιέν, άλλες μπλούζες, άλλες φούστες. Από εδώ και εμπρός θα πήγαινε στην κορσεδού της με γυμνά τα στήθη κάτω από τη μπλούζα της; Ναι, θα πήγαινε με γυμνά τα στήθη. Αν κάποιος το πρόσεχε, θα το εξηγούσε όπως αυτή το νόμιζε, ή δεν θα το εξηγούσε;

    Αυτό αφορούσε μονάχα την ίδια. Τώρα, για ό,τι έμεινε να της διδάξει, εκείνος θεώρησε πως έπρεπε να περιμένει μερικές ημέρες και επιθυμούσε να ντυθεί όπως θα ΄πρεπε να είναι.
    Θα εύρισκε στο μικρό συρτάρι της τουαλέτας όσο χρήμα θα είχε ανάγκη. Όταν σιώπησε, εκείνη ψιθύρισε «σ΄ αγαπώ» δίχως να κάνει τη παραμικρή κίνηση. Εκείνος ξανάβαλε ξύλα στη φωτιά, άναψε τη λάμπα δίπλα στο κομοδίνο της από ροζ οπαλίνα.
    Είπε τότε στην Ο να ξαπλώσει και να τον περιμένει και πως θα κοιμόταν μαζί της. Όταν επέστρεψε, η Ο άπλωσε το χέρι της για να σβύσει το φως: ήταν το αριστερό χέρι και, το τελευταίο πράγμα που είδε πριν το σκοτάδι εξαφανίσει τα πάντα, ήταν η σκοτεινή λάμψη του σιδερένιου δαχτυλιδιού της.
    Ήταν ξαπλωμένη στο πλευρό. Την ίδια στιγμή ο εραστής της είπε τ΄ όνομά της με μια φωνή μπάσσου και άρπαξε με τη παλάμη του το κάτω μέρος του υπογαστρίου, φέρνοντάς την προς το μέρος του.

    Την επομένη, όταν ακριβώς έμεινε η Ο, μόνη, με ρ ό μ π ν τ έ σ ά μ π ρ, στην πράσινη τραπεζαρία – ο Ρενέ είχε φύγει πολύ νωρίς και δεν επρόκειτο να επιστρέψει παρά αργά το βράδυ για να δειπνήσουν κάπου έξω – χτύπησε το τηλέφωνο. Το τηλέφωνο ήταν στο δωμάτιο κοντά στο κρεββάτι, κάτω από τη λάμπα.
    Η Ο κάθισε καταγής για να πάρει το ακουστικό. Ήταν ο Ρενέ, που ήθελε να μάθει αν η υπηρεσία είχε φύγει. Ναι, μόλις, σέρβιρε το πρόγευμα και δεν θα ξαναγύριζε παρά την επομένη το πρωϊ. «Άρχισες να διαλέγεις τα φορέματά σου;» είπε ο Ρενέ.
    –Θ΄ άρχιζα μόλις, απάντησε εκείνη, αλλά ξύπνησα πολύ αργά, έκανα μπάνιο και δεν ετοιμάσθηκα παρά για το μεσημέρι. –Είσαι ντυμένη; -Όχι, φορώ την νυχτικιά μου και τη ρόμπ ντέ σάμπρ. –Άφησε το ακουστικό, βγάλε τη ρόμπα σου και τη νυχτικιά». Η Ο υπάκουσε, τόσο όμως ήταν ταραγμένη που το ακουστικό γλύστρησε από το κρεββάτι. Το τοποθέτησε πάνω στο λευκό χαλί.
    Νόμιζε πως έγινε διακοπή. Όχι, δεν έγινε. «Είσαι γυμνή;», επανέλαβε ο Ρενέ. –Ναι, είπε, αλλά από που μου τηλεφωνείς;

    Δεν απάντησε στο ερωτημά της, προσθέτοντας μονάχα: «Κράτησες το δαχτυλίδι σου;». Ναι, το φορούσε.
    Τότε της είπε να μείνει όπως ήταν ως ότου γυρίσει και να ετοιμάσει έτσι τη βαλίτσα με τα φορέματα που ήθελε να τα ξεφορτωθεί. Κατόπιν σταμάτησε τη συνδιάλεξη. Ήταν περασμένη η μία μετά το μεσημέρι.
    Λίγος ήλιος φώτιζε, πάνω στο χαλί, την άσπρη νυχτικιά και το φόρεμα από βελούδο κοτλέ, σε πράσινο ανοιχτό, καθώς είναι τα φρέσκα αμύγδαλα, που άφησε να γλυστρήσουν από το σώμα της η Ο.
    Τα μάζεψε και τα πήγε στο λουτρό, τοποθετώντας τα σ΄ ένα ντουλάπι.
    Στο πέρασμά της, ένας από τους καθρέφτες πάνω στην πόρτα, που σχημάτιζε με τον τοίχο και μιαν άλλη πόρτα σκεπασμένη με καθρέφτη, ένα μεγάλο καθρέφτη με τρεις όψεις, που πρόβαλε ξαφνικά την εικόνα της: δεν φορούσε παρά τα πασούμια, σε χρώμα πράσινο σκούρο και το δαχτυλίδι.
    Δεν φορούσε ούτε κολλιέ, ούτε δερμάτινα βραχιόλια, και ήταν μόνη, μόνος θεατής του εαυτού της.

    Ποτέ όμως δεν είχε αισθανθεί τόσο ολοκληρωτικά δοσμένη σε μια θέληση έξω από τη δική της, τόσο απόλυτα σκλάβα, κι ακόμη πιο ευτυχής γιατί ήταν η σκλάβα του. Όταν έσκυβε για ν΄ ανοίξει κάποιο συρτάρι, έβλεπε τα στήθη της να κινούνται τρυφερά.
    Χρειάσθηκε περίπου δυο ώρες να τακτοποιήσει πάνω στο κρεββάτι της τα φορέματα που θα ΄πρεπε αργότερα να βάλει στη βαλίτσα.
    Για τα σλιπ, και ήταν αυτονόητο, έκαμε μ΄ αυτά μια μικρή στήλη πλάι σ΄ ένα μικρό κίονα.
    Για τα σουτιέν της, θα τα ΄παιρνε όλα: ήταν σταυρωτά στην πλάτη και κουμπώναν στα πλάγια. Και αντελήφθηκε πως θα μπορούσε να κάνει το ίδιο μοντέλο, αλλά τοποθετώντας το άνοιγμα, μπροστά, στη μέση, ακριβώς στο βαθούλωμα που έκαμαν τα δυο στήθη.
    Οι ζώνες δεν την δυσκόλεψαν πολύ.
    Εδίστασε πάντως αν έπρεπε να πάρει το φόρεμα με γκεπύρ από ροζ σατέν, που έδενε στην πλάτη κι έμοιαζε πολύ με τον κορσέ που φορούσε στο Ρουασσύ.

    Το έβαλε χωριστά στο κομοδίνο της. Ο Ρενέ θα αποφάσιζε επίσης και για τ΄ άλλα φορέματα που ήταν σφιχτά στο λαιμό και δεν ανοίγαν.
    Όμως μπορούσαν ν΄ ανασηκωθούν κι από τη μέση κι επάνω για να λεφτερώσουν τα στήθη. Αντίθετα όλες οι κομπιναιζόν, ήταν στοιβαγμένες πάνω στο κρεββάτι.
    Στο συρτάρι έμεινε μονάχα μια φούστα σχιστή στα πλάγια γαρνιρισμένη με ένα βολάν πλισσέ και μικρές δαντέλλες, που χρησίμευε σαν μισοφώρι, από μαύρο μαλλί πάρα πολύ ελαφρό, για να μην καταντά διαφανές. Χρειαζόταν κι άλλες φούστες, φωτεινές και κοντές.
    Πρόσεξε πως θα ΄πρεπε ακόμη ή να εγκαταλείψει τα ίσια φορέματα, ή να διαλέξει μοντέλα από ρόμπ μαντώ κουμπωμένα από πάνω ως κάτω. Και τότε θα έραβε μια φόδρα που θα ΄νοιγε κι αυτή καθώς το ίδιο το φόρεμα.
    Για όλα τ΄ άλλα ήταν εύκολο, όμως για τα εσώρουχά της, τι θα ΄λεγε η μοδίστρα της;
    Θα της εξηγούσε ότι ήθελε μια κινητή φόδρα, γιατί ήταν ευαίσθητη στο κρύο. Και πράγματι ήταν ευαίσθητη.
    Διερωτήθηκε ξαφνικά πως, τόσο λίγο προφυλαγμένη θα μπορούσε άραγε να υποφέρει το χειμερινό κρύο;

    Όταν επιτέλους τελείωσε, και κράτησε απ΄ όλόκληρη τη ντουλάπα μόνο τις μπλούζες της, αυτές που κούμπωναν πίσω από το κεφάλι, τη μαύρη πλισσέ της φούστα, τα παλτά της ασφαλώς, και το κοστούμι που φορούσε σπίτι από το Ρουασσύ, πήγε να ετοιμάσει το τσάι.
    Στην κουζίνα άναψε τον θερμοσίφωνα. Η υπηρεσία δεν ξαναγέμισε το πανέρι με ξύλα, κοντά στη φωτιά.
    Γέμισε το καλάθι, το ΄φερε κοντά στο τζάκι του σαλονιού, και άναψε τη φωτιά.
    Έτσι, όπως ήταν, τυλιγμένη πάνω σε μια μεγάλη πολυθρόνα, με τον δίσκο του τσαγιού, ξαναγύρισε.
    Αλλά τούτη τη φορά τον περίμενε γυμνή όπως την είχε διατάξει.

    Η πρώτη δυσκολία που συνάντησε η Ο ήταν στο επάγγελμά της. Δυσκολία που δεν περιγράφεται. Πιο σωστά θα λέγαμε, κατάπληξη.
    Η Ο εργαζόταν στο τμήμα μόδας ενός φωτογραφικού πρακτορείου. Τούτο εσήμαινε ότι εργαζόταν στο στούντιο όπου επόζαραν, ώρες ολόκληρες, τα παράξενα και τα πιο ωραία μανεκέν, διαλεγμένα από τους οίκους ραπτικής για να στολίσουν τα μοντέλα τους.
    Παραξενεύτηκαν. Εξεπλάγησαν το ότι η Ο είχε παρατείνει τις διακοπές της τόσο αργά και είχε απουσιάσει ακριβώς στην εποχή όπου η δραστηριότης ήταν πλέον έντονη, όταν θα παρουσίαζαν τη νέα μόδα.
    Τούτο όμως δεν ήταν τίποτε.
    Τους έκανε εντύπωση το πόσο είχε αλλάξει. Με την πρώτη ματιά δεν ήξερε κανείς σε τι και πως;
    Όμως ο καθένας το αισθανόταν τούτο και όσο την παρατηρούσε, όλο και περισσότερο επείθετο.

    Στεκόταν πλέον ευθυτενής, το βλέμμα της ήταν πιο καθαρό. Εκείνο που προξενούσε εντύπωση ήταν η τελειότητα της ακινησίας της και το μέτρο στις χειρονομίες της. Ντυνόταν πάντα πολύ απλά, καθώς οι κοπέλες που εργάζονται, όταν η δουλειά τους μοιάζει με τη δουλειά των αντρών.
    Όμως κι αν ήθελε με επιδεξιότητα ν΄ αποφύγει κάθε έλεγχο, οι άλλες κοπέλες που αποτελούσαν άλλωστε το αντικείμενο της εργασίας της, είχαν σαν ασχολία αλλά και επιδίωξη τα φορέματα, τα κοσμήματα, γρήγορα παρατήρησαν αυτό, που γι΄ άλλα μάτια, εκτός από τα δικά τους, θα περνούσε απαρατήρητο.
    Το φόρεμα που φορούσε κατάσαρκα, και που ιχνογραφούσαν, τόσο γλυκά τα στήθη – ο Ρενέ της επέτρεψε τελικά να το φορέσει – οι πτυχωτές φούστες που τόσο εύκολα στροβιλίζονταν, έδιναν κάπως την εντύπωση μιας διακριτικής στρατιωτικής στολής.

    Η Ο τα φορούσε συχνά. «Πολύ νέα κοπέλα», της είπε κάποια μια μέρα, πειρακτικά, ένα ξανθό μανεκέν με πράσινα μάτια, με ψηλά τα μήλα των παρειών, καθώς οι Σλάβοι με το σκουρόχρωμο δέρμα τους.
    «Αλλά, πρόσθεσε, έχετε άδικο να φοράτε καλτσοδέτες. Θα χαλάσετε τα πόδια σας».
    Και τούτο συνέβη γιατί η Ο, δίχως να το προσέξει κάθισε λοξά, στην άκρη μιας μεγάλης πέτσινης πολυθρόνας.
    Η κίνησή της προκάλεσε το τίναγμα της φούστας. Η κοπέλα είχε αντιληφθεί την αστραπή της γυμνής γάμπας, πάνω από ττην κατεβασμένη καλτσοδέτα, που σκέπαζε τα γόνατα και σταμάτησε ευθύς αμέσως.

    Η Ο την είδε να χαμογελά, τόσο παράξενα, σαν να διερωτάτο, τι αναρωτιόταν εκείνη και τι προς στιγμήν είχε φαντασθεί ή ίσως είχε καταλάβει.
    Τέντωσε τις κάλτσες, την μια έπειτα από την άλλη και τούτο ήταν πιο δύσκολο παρά όταν ήταν ήδη ανεβασμένες ως τα μπούτια της και τις συγκρατούσαν οι ζαρτιέρες.
    Απήντησε, σαν να ήθελε να δικαιολογηθεί στη Ζακελίν -Δεν μ΄ αρέσουν οι ζώνες», απάντησε η Ο.
    Η Ζακελίν όμως δεν την άκουγε και κοίταζε πάντα το σιδερένιο δαχτυλίδι.

    Μέσα σε λίγες ημέρες, η Ο φωτογράφησε την Ζακελίν σε καμιά πενηνταριά πόζες. Δεν μοιάζαν με καμιά από τις προγούμενες.
    Ποτέ της, ίσως, δεν είχε συναντήσει τέτοιο μοντέλο.
    Όπως κι αν έχει το πράγμα, δεν απέσπασε ποτέ από κανένα πρόσωπο ή σώμα τόση εκφραστικότητα.
    Κι όμως δεν επρόκειτο παρά να καταστούν ωραιότερα τα μετάξια, τα γουναρικά, οι δαντέλλες με τη ξαφνική, μαγευτική ομορφιά που αποκτούσαν όλα τούτα, από την απλή μπλούζα ως το πολυτελέστατο βιζόν.
    Τα μαλλιά της ήταν κοντά κομμένα, πυκνά και ξανθά, μόλις οντουλαρισμένα.
    Σε κάθε της λέξη έγερνε λίγο το κεφάλι προς τον αριστερό ώμο και ακουμπούσε το μάγουλο στον ανασηκωμένο γιακά του γουναρικού.

    Η Ο την είδε κάποτε έτσι, χαμογελαστή και τρυφερή, τα μαλλιά ελαφρά ανασηκωμένα σαν να τα ώθησε μια ανεπαίσθητη ριπή ανέμου, και το γλυκό και σκληρό μάγουλο της να στηρίζεται στο γαλάζιο βιζόν, γκρι και τρυφερό σαν τη νωπή στάχτη από το ξύλο που έκαιγε στο τζάκι. Μισάνοιγε τα χείλη και μισόκλεινε τα μάτια.
    Κάτω από το λαμπρό και παγωμένο νερό της φωτογραφίας, θα ΄λεγε κανείς πως ήταν ευτυχισμένη, πνιγμένη, χλωμή, τόσο χλωμή.
    Η Ο έβγαλε ένα αντίγραφο της φωτογραφίας στο πιο ελαφρό γκρίζο τόνο.
    Έβγαλε και μια άλλη φωτογραφία της Ζακελίν που την συγκλόνισε ακόμα περισσότερο: απέναντι στο φως, με γυμνούς τους ώμους, το μικρό λεπτό κεφαλάκι της τυλιγμένο καθώς και το πρόσωπο μέσα σε μια μαύρη τουαλέτα με αραιό πλέξιμο, φορώντας μια γελοία διπλή εγκρέτα, που τα αδιόρατα νήματα τη στεφάνωναν σαν να ‘τανε καπνός.

    Φορούσε μια πελώρια μεταξωτή ρόμπα από βαρύ κεντημένο μετάξι, κόκκινη σαν τουαλέτα νύφης του Μεσαίωνα, που την κάλυπτε ως τα πόδια, απλωνόταν στους γοφούς, την έσφιγγε στη μέση και διέγραφε το στήθος. Ήταν αυτό που οι ράπτριες αποκαλούν «τ ο υ α λ έ τ α ν τ έ γ κ α λ ά» και που ποτέ κανείς δεν φοράει.
    Από κόκκινο μετάξι ήταν επίσης τα σανδάλια με πολύ υψηλά τακούνια.
    Και όσην ώρα η Ζακελίν στεκόταν μπροστά στην Ο με τούτο το φόρεμα, και τούτα τα σανδάλια, και τούτη τη τουαλέτα – σαν μια προφητεία μάσκας -, η Ο συμπλήρωνε μέσα της, τροποποιούσε μέσα της το μοντέλο: τόσο λίγο όμως – πιο σφιγμένη η μέση, πιο προσφερόμενα τα στήθη – και ήταν το ίδιο φόρεμα όπως στο Ρουασσύ, το ίδιο που φορούσε η Ιωάννα, το ίδιο βαρύ, γυαλιστερό, τσακιστό μετάξι που ανασηκώνεις με τα δυο σου χέρια, όταν σου λένε...

    Ναι, με τα δυο της χέρια το ανεσήκωνε η Ζακελίν, για να κατεβεί από την πλατφόρμα όπου, επόζαρε εδώ κι ένα τέταρτο.
    Ήταν το ίδιο θρόισμα ξηρών φύλλων.
    Κανείς άραγε δεν φορά τούτα τα φορέματα «γκαλά»;
    Και βέβαια. Η Ζακελίν είχε κι αυτή στο λαιμό, ένα σφιχτό χρυσό κολλιέ και τους καρπούς δυο χρυσά βραχιόλια.
    Η Ο σκέφθηκε πως η Ζακελίν θα ήταν ομορφότερη με ένα κολλιέ δερμάτινο και δερμάτινα βραχιόλια.
    Και τούτη τη φορά, κάτι που ποτέ ως τώρα δεν το είχε κάνει, ακολούθησε τη Ζακελίν στο μεγάλο δωμάτιο κοντά στο στούντιο, όπου τα μοντέλα ντυνόταν και μακιγιάρονταν, άφηναν τα ρούχα τους και τα κοκκινάδια της δουλειάς όταν φεύγανε.
    Στάθηκε όρθια στην πόρτα, τα μάτια καρφωμένα στον καθρέφτη, όπου είχε καθίσει η Ζακελίν δίχως να βγάλει το ρούχο της.

    Ο καθρέφτης ήταν τόσο μεγάλος – κατελάμβανε το βάθος του τοίχου, ενώ το τραπεζάκι ήταν από γυαλί μαύρο – ώστε έβλεπε ταυτόχρονα, τη Ζακελίν, τον εαυτό της και την εικόνα της κομμώτριας που της έβγαζε τις εγκρέτες και το τούλι.
    Η Ζακελίν αφαίρεσε μόνη της το κολλιέ και τ΄ ανασηκωμένα μπράτσα της έμοιαζαν με δυο λαβές αγγείου.
    Λίγος ιδρώτας έλαμπε κάτω από τις αποτριχωμένες μασχάλες της (γιατί, σκέφθηκε η Ο, τι κρίμα, είναι τόσο ξανθιά) και η Ο αισθάνθηκε τη βαριά και λεπτή οσμή, κάπως φυτική, και διερωτήθη ποιο άραγε άρωμα να χρησιμοποιούσε η Ζακελίν – ποιο άρωμα έπρεπε να βάλουν στη Ζακελίν.
    Κατόπιν η Ζακελίν έβγαλε τα βραχιόλια της, τ΄ άφησε επάνω στο γυάλινο τραπεζάκι, όπου, για μια στιγμή ακούστηκε σαν ένας θόρυβος από αλυσσίδες. Ήταν τόσο φωτεινά τα μαλλιά της όσο μελαχροινό ήταν το δέρμα της, μπεζ σαν τη λεπτή άμμο όταν μόλις έχει αποσυρθεί το κύμα από πάνω της.

    Στη φωτογραφία το κόκκινο μετάξι θα έβγαινε μαύρο.
    Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, τα πυνκά βλέφαρα, που η Ζακελίν έβαζε παρά τη θέλησή της, ανασηκώθηκαν, και η Ο συνάντησε μέσα στον καθρέφτη το τόσο ευθύ, τόσο ακίνητο βλέμμα της που ενώ δεν μπορούσε να αποσπάσει από πάνω του το δικό της βλέμμα, αισθανόταν να κοκκινίζει σιγά – σιγά. Αυτό ήταν όλο

    «Με συγχωρείτε, είπε η Ζακελίν, πρέπει να γδυθώ». «Συγνώμη», ψυθίρισε η Ο, και ξανάκλεισε την πόρτα.
    Την επομένη πήρε μαζί της τα δοκίμια των κλισσέ που έβγαλε την προηγούμενη, δίχως να γνωρίζει αν επιθυμούσε ή όχι, να τα δείξει στον εραστή της, αφού θα ΄βγαινε μαζί του απόψε να δειπνήσουν.
    Την ώρα που μακιγιάρονταν μπροστά στον καθρέφτη του δωματίου της, κοίταζε τις φωτογραφίες και, διέκοπτε για να παρακολουθήσει με το δάχτυλο πάνω στη φωτογραφία, τη γραμμή ενός φρυδιού, το σχέδιο ενός χαμόγελου. Όταν όμως άκουσε το θόρυβο του κλειδιού στην κλειδαριά, τις έκρυψε στο συρτάρι.

    ΣΕΛΙΔΑ 7

    Ένα αμάξι θα περνούσε να την πάρει κι ο σωφέρ θ΄ ανέβαινε να την ζητήσει.
    Το υστερόγραφο καθόριζε πως έπρεπε να πάρει μαζί της το γούνινο σακάκι της, να έβαζε κατάμαυρο φόρεμα (το κ α τ ά μ α υ ρ ο ήταν υπογραμμισμένο), και να φροντίσει να μακιγιαριστεί και να βάλει άρωμα όπως στο Ρουασσύ.

    Η ώρα ήταν έξι. Κατάμαυρα ντυμένη και για δείπνο – ήταν κατά τα μέσα Δεκεμβρίου – έκανε κρύο, και τούτο εσήμαινε κάλτσες από μαύρο νάυλον, μαύρα γάντια και με φούστα πλισσέ που άνοιγε σαν βεντάλια ή το με ανοιχτό κορσάζ φόρεμα σαν και αυτά που φορούσαν οι άντρες στον 16ον αιώνα, που υπεγράμμιζε έντονα το στήθος της.
    Της φάνηκε τόσο παράξενο, μόλις τακτοποίησε τα φορέματά της πάνω στο κρεββάτι και κάτω τα μαύρα σκαρπίνια της, με το λεπτό σαν βελόνα τακούνι, ότι έννοιωθε ελεύθερη και μόνη στο δικό της λουτρό, να περιποιείται τον εαυτό της καθώς στο Ρουασσύ.

    Το μακιγιάζ που χρησιμοποιούσε δεν ήταν σαν αυτά του πύργου. Βρήκε στο συρτάρι της τουαλέτας της, ρουζ πυκτό για τα μάγουλα – αν και δεν έβαζε ποτέ – και μ΄ αυτό υπεγράμμισε το φωτοστέφανο του στήθους της.
    Ήταν ένα ρουζ που μόλις διακρινόταν όταν το έβαζαν και που αργότερα σκούραινε.
    Ενόμισε, αρχικά, ότι είχε βάλει πολύ και το έσβυνε με λίγο οινόπνευμα – έσβυνε μάλλον δύσκολα – και ξανάρχισε: ένα σκούρο ροζ παπαρούνας άνθισε στην άκρη των στηθιών της. Μάταια προσπάθησε να βάψει μ΄ αυτό τα χείλη που κρυβόταν στο υπογάστριό της.
    Εκεί δεν έπιανε. Βρήκε τέλος, ανάμεσα στα διάφορα σωληνάρια από ρουζ για τα χείλη, που τα είχε μέσα στο ίδιο συρτάρι, ένα από αυτά τα ρουζ (τα μεταφιλικά) που δεν τα χρησιμοποιούσε γιατί ήταν πολύ ξερά, και σημάδευαν το στόμα για πολλή ώρα. Για εκεί, ήταν κατάλληλο.
    Έσιαξε τα μαλλιά της, το πρόσωπο κι έβαλε άρωμα. Ο Ρενέ της το είχε δώσει μέσα σ΄ ένα σπρέι που το εξακόντιζε σε πυκνό νέφος. Αγνοούσε τ΄ όνομά του.
    Όμως μύριζε σαν ξερό ξύλο και φυτά των λιμνών, στυφά και κάπως άγρια.

    Το νέφος έλοιωνε και κυλούσε πάνω στο δέρμα της, στο τρίχωμα της μασχάλης και του υπογαστρίου, σε μικροσκοπικές σταγόνες.
    Η Ο είχε διδαχθεί στο Ρουασσύ τη βραδύτητα: αρωματίσθηκε τρεις φορές, κι άφηνε κάθε φορά το άρωμα να στεγνώνει επάνω της.
    Έβαλε πρώτα τις κάλτσες της και τα ψηλά της παπούτσια, έπειτα το μεσοφόρι, τη φούστα, τη ζακέτα.
    Έβαλε τα γάντια της, πήρε τη τσάντα της. Εκεί μέσα έβαλε τη πούδρα της, το ρουζ, μια χτένα, το κλειδί και χίλια φράγκα.
    Έβγαλε από τη ντουλάπα τη γούνα, κοίταξε την ώρα: ήταν οκτώ παρά τέταρτο.
    Κάθισε λοξά στην άκρη του κρεββατιού, και το βλέμμα της στραμμένο προς το ξυπνητήρι, περίμενε δίχως να κινείται, το κουδούνισμα.
    Όταν, τέλος το άκουσε και σηκώθηκε για να φύγει παρατήρησε στον καθρέφτη της τουαλέτας της, πριν σβήσει το φώς, το τολμηρό, γλυκό και υπάκουο βλέμμα της.

    Όταν έσπρωξε την πόρτα του μικρού ιταλικού εστιατορίου όπου είχε σταματήσει το αυτοκίνητο, τον πρώτον που είδε στο μπαρ, ήταν ο Ρενέ.
    Της χαμογέλασε με τρυφερότητα, της έπιασε το χέρι και στρεφόμενος προς ένα είδος αθλητού με γκρίζα μαλλιά, τον παρουσίασε αγγλιστί: Σερ Στέφεν Χ.
    Της πρόσφεραν ένα ταμπουρέ ανάμεσα στους δυο άντρες και καθώς έκαμε ν΄ ανέβει ο Ρενέ της είπε ψιθυριστά να προσέχει μήπως τσαλακώσει το φόρεμά της.
    Την βοήθησε να βγάλει προς τα έξω τη φούστα της κι εκείνη αισθάνθηκε στο δέρμα της το ψυχρό δέρμα και το στρογγυλό μέταλλο που το περιέβαλε.
    Μισοκάθισε από φόβο μήπως καθίμενη κανονικά της έλθει η επιθυμία να σταυρώσει τα γόνατά της. Η φούστα της απλωνόταν ολόγυρά της.
    Το δεξί της τακούνι ήταν σκαλωμένο σ΄ ένα από τα σίδερα του ταμπουρέ και η άκρη του αριστερού ποδιού της ακουμπούσε στη γη.

    Ο Αγγλος, που χωρίς να πει λέξη είχε υποκλιθεί μπροστά της, δεν την έχανε από τα μάτια του.
    Παρατήρησε ότι κοίταζε τα γόνατά της, τα χέρια της και τέλος τα χείλη της, όμως τόσο ήρεμα και με μια τόση λεπτομερειακή προσοχή σίγουρη για τον εαυτό της, ώστε η Ο, αισθάνθηκε ότι την ζύγιζαν σαν όργανο – που γνώριζε τον προορισμό του, και σαν εξαναγκασμένη από το βλέμμα του, κι ας το πούμε, παρά τη δική της θέληση, έβαλε τα γάντια της: γνώριζε ότι αυτός θα μιλούσε μόλις θα είχε τα χέρια της γυμνά – γιατί τα χέρια της ήταν παράξενα, κι έμοιαζαν πιότερο με χέρια αγοριού παρά με γυναικεία, και γιατί έφερε στο μεσσαίο δάχτυλο το σιδερένιο δαχτυλίδι με την τριπλή χρυσή στροφή.
    Όμως δεν μίλησε, δεν είπε τίποτε. Χαμογέλασε: είχε δει το δαχτυλίδι.

    Ο Ρενέ έπινε ένα Μαρτίνι, ο Σερ Στέφεν ουϊσκι.
    Το ήπιε αργά, περίμενε να πιει κι ο Ρενέ το δεύτερο Μαρτίνι του καθώς και η Ο το χυμό της που ο Ρενέ της είχε παραγγείλει, εξηγώντας πως αν η Ο ήθελε να τον ευχαριστήσει συμφωνόντας μαζί του, θα πήγαιναν να γευματίσουν στην αίθουσα του υπογείου, που ήταν πιο μικρή και πιο ήσυχη από αυτήν του ισογείου, που συνέχιζε το μπαρ.
    «Βεβαίως», είπε η Ο, παίρνοντας, ταυτόχρονα, από το μπαρ τη τσάντα της και τα γάντια. Τότε, για να την βοηθήσει να κατέβει, ο Σερ Στέφεν της έτεινε το δεξί χέρι, όπως κι εκείνη έβαλε το δικό της και φιλώντας το, επιτέλους, ήταν για να της πει, πως είχε χέρια για να φορούν σίδερα, τόσο πολύ της ταίριαζε το σίδερο.

    Όμως καθώς τα έλεγε Αγγλικά, υπήρχε ένα ελαφρό διφορούμενο στις λέξεις, και δίσταζε κανείς αν έπρεπε να εννοήσει μόνο το μέταλλο ή επρόκειτο – κυρίως – για αλυσσίδες.
    Στην αίθουσα του υπογείου, που ήταν ένα απλό υπόγειο, ασβεστωμένο αλλά χαρούμενο και δροσερό, δεν υπήρχαν παρά τέσσερα τραπέζια, που μόνο στο ένα καθόταν πελάτες που σχεδόν τελείωναν το φαγητό τους.
    Στους τοίχους, σαν τοιχογραφία, ήταν ζωγραφισμένος ένας γαστρονομικός και τουριστικός πίνακας της Ιταλίας, με χρώματα απαλά όπως της βανίλιας, του φυστικιού ή της πραλίνας με φρέσκια κρέμα.
    Η Ο σκέφθηκε πως θα ζητούσε ένα παγωτό μετά το δείπνο.
    Αισθανόταν ευτυχισμένη και ανάλαφρη, καθώς το γόνατο του Ρενέ ακουμπούσε στο δικό της κάτω από το τραπέζι, και όταν μιλούσε, ήξερε πως μιλούσε για εκείνην. Κι εκείνος κοίταζε τα χείλη της.

    Της επέτρεψαν να πάρει παγωτό, όχι όμως και καφέ. Ο Σερ Στέφεν παρακάλεσε την Ο και τον Ρενέ να δεχθούν να πάρουν τον καφέ στο σπίτι του.
    Όλοι τους εδείπνησαν πολύ ελαφρά, και η Ο αντελήφθηκε πως εφρόντισαν να μην πιουν και να την αφήσουν να πει ακόμη λιγότερο.
    Μισό μπουκάλι κιάντι οι τρεις τους. Δείπνησαν επίσης γρήγορα: ήταν μόλις εννιά. «Έδιωξα τον οδηγό, είπε ο Σερ Στέφεν. Θέλετε Ρενέ να οδηγήσετε εσείς;
    Το απλούστερο είναι να πάμε κατ΄ ευθείαν στο σπίτι μου». Ο Ρενέ κάθισε στο τιμόνι, η Ο κάθισε πλάι του, ο Σερ Στέφεν, πλάι της.
    Το αμάξι ήταν μια Μπουϊκ και χωρούσε άνετα τρεις στο πίσω κάθισμα. Έπειτα από τη γέφυρα του Αλμπα, το Κούρ – λά – Ρέν ήταν φωτεινό, γιατί τα δένδρα δεν έιχαν πια φύλλα και η Πλάς Κονκόρντ, ακτινοβολούσα και στεγνή, και, πάνω της σκοτεινός φθινοπωρινός ουρανός, όπου το χιόνι μαζεύεται και δεν αποφασίζει να πέσει.
    Η Ο άκουσε ένα μικρό θόρυβο και αισθάνθηκε τον ζεστό αέρα ν΄ ανεβαίνει ανάμεσα απ΄ τα πόδια της: ο Σερ Στέφεν άναψε το καλοριφέρ.
    Ο Ρενέ ακολουθούσε ακόμη τον Σηκουάνα στη δεξιά όχθη, έπειτα έστριψε στο Πόν Ρουαγιάλ για να περάσει στην αριστερή όχθη. Το νερό έμοιαζε ακίνητο και μαύρο σαν τις πέτρες.
    Κάτι τέτοιες πολύτιμες πέτρες – τον αιματήτη λίθο – σκέφθηκε η Ο, που είναι μάυρος.
    Όταν ήταν δεκα πέντε χρόνων, η καλύτερη φίλη της, τριάντα χρόνων και που ήταν ερωτευμένη μ΄ αυτήν, φορούσε ένα δαχτυλίδι από αιματήτη, κι ολόγυρα μικρά διαμαντάκια.

    Η Ο θα ήθελε ένα κολλιέ από τέτοιες μαύρες πέτρες έστω και χωρίς διαμάντια, ένα κολλιέ σφικτά βαλμένο στο λαιμό.
    Όμως αυτά που της έδιναν τώρα – όχι, δεν της τα έδιναν πια – θα ήθελε άραγε να τ΄ ανταλλάξει με το κολλιέ από αιματήτη, για τους αιματήτες του ονείρου;
    Ξαναείδε το ελεεινό δωμάτιο όπου η Μαριόν την είχε πάει, πίσω από το σταυροδρόμι Τουρμπλιγκό, και πως είχε λύσει μόνη της, κι όχι η Μαριόν, τις μαθητικές κοτσίδες της, όταν η Μαριόν την έγδυσε και την ξάπλωσε στο σιδερένιο κρεββάτι.
    Ήταν ωραία η Μαριόν όταν την χάιδευαν και είναι αλήθεια πως υπάρχουν μάτια που μπορούν να μοιάσουν με αστέρια.
    Τα δικά της μοιάζαν με γαλάζια, τρεμάμενα αστέρια. Ο Ρενέ σταμάτησε το αμάξι. Η Ο δεν ανεγνώρισε το μικρό δρόμο, έναν απ΄ αυτούς που ενώνουν διαγωνίως τον οδό Πανεπιστημίου με την οδό της Λίλλ.

    Το διαμέρισμα του Σερ Στέφεν ήταν στο βάθος μιας αυλής, στην πτέρυγα ενός παλιού ξενοδοχείου και τα δωμάτιά του ήταν στη σειρά. Αυτό που ήταν στην άκρη των άλλων φαινόταν μεγαλύτερο και πιο αναπαυτικό, επιπλωμένο με αγγλικό γούστο σε σκούρο ξύλο και απαλά μετάξια, κίτρινα και γκρίζα.
    «Δεν σας ζητώ να φροντίσετε τη φωτιά, είπε ο Σερ Στέφεν στην Ο, όμως αυτός ο καναπές είναι για σας.
    Καθίστε παρακαλώ. Ο Ρενέ θα κάμει τον καφέ, κι εγώ θα ήθελα να σας παρακαλέσω να μ΄ ακούσετε».
    Ο μεγάλος καναπές από ανοιχτόχρωμο δέρμα ήταν κάθετα στο τζάκι, απέναντι από τα παράθυρα που βλέπανε στον κήπο, και η πλάτη του, ήταν στραμμένη προς εκείνα που έβλεπαν στην αυλή.

    Η Ο έβγαλε τη γούνα της και τη τοποθέτησε στη ράχη του σοφά. Όταν γύρισε, παρατήρησε πως ο εραστής της και ο φιλοξενούμενός του περίμεναν όρθιοι, να υπακούσει στην πρόσκληση του Σερ Στέφεν.
    Αφησε τη τσάντα της κοντά στη γούνα, έβγαλε τα γάντια της. Πότε, επιτέλους, θα μάθαινε, και θα το μάθαινε άραγε ποτέ; - να κάνει μια κίνηση αρκετά φευγαλέα ανασηκώνοντας το φουστάνι της ώστε κανείς να μη το προσέξει και να είχε ξεχάσει τη γυμνότητά της και την υποταγή της;
    Όχι, πάντως, όσο ο Ρενέ και αυτός ο ξένος θα την κοίταζαν σιωπηλά, όπως έκαναν τούτη τη στιγμή. Τελικά υπεχώρησε κι ο Σερ Στέφεν, δυνάμσε τη φωτιά.
    Ξαφνικά ο Ρενέ πήγε πίσω από τον σοφά και αρπάζοντας την Ο από το λαιμό και από τα μαλλιά, ρίχνοντας το κεφάλι της στη ράχη του σοφά τη φίλησε, στο στόμα, τόσο παρατεταμένα και τόσο βαθειά που εκείνη έχανε την αναπνοή της και αισθανόταν το υπογάστριό της να λοιώνει και να καίει.

    Δεν την άφησε παρά για να της πει πως την αγαπά, αρπάζοντάς την και πάλι. Τα χέρια της Ο, λυμένα και γυρισμένα με την παλάμη στον αγέρα, ακουμπούσαν πάνω στο μαύρο φόρεμα της που απλωνόταν ολόγυρά της.
    Ο Σερ Στέφεν είχε πλησιάσει και όταν ο Ρενέ την άφησε εντελώς, και εκείνη ξανάνοιξε τα μάτια της, αντίκρυσε το γκρίζο και ίσιο βλέμμα του Αγγλου.
    Ζαλισμένη καθώς ήταν ακόμη και ασθμαίνουσα από ευτυχία, δεν δυσκολεύτηκε ν΄ αντιληφθεί ότι την θαύμαζε και την ποθούσε. Ποιος θα μπορούσε ν΄ αντισταθεί στο υγρό μισανοιγμένο στόμα της, στα φουσκωμένα χείλη της, στον άσπρο λαιμό της, ξαπλωμένο πάνω στον μαύρο γιακά της, στα πιο μεγάλα και πιο φωτεινά μάτια της που δεν χαμήλωναν;
    Όμως η μόνη χειρονομία που επέτρεψε στον εαυτό του ο Σερ Στέφεν ήταν να χαϊδέψει ελαφρά με το δάχτυλο τα φρύδια της, κι έπειτα τα χείλη της. Κάθισε απέναντί της από την άλλη πλευρά του τζακιού, κι όταν έκανε το ίδιο και ο Ρενέ, μίλησε. «Νομίζω, είπε, πως ο Ρενέ δεν σας έκανε ποτέ λόγο την οικογένειά του.

    Ίσως να ξέρετε πως η μητέρα του, πριν παντρευτεί τον πατέρα του, ήταν σύζυγος ενός Αγγλου, που κι αυτός είχε έναν γιο από πρώτο γάμο του. Είμαι αυτός ο γιος κι εκείνη με ανέθρεψε, εως ότου εγκατέλειψε τον πατέρα μου. Δεν έχω επομένως καμιά συγγένεια με τον Ρενέ, αν και, κατά κάποιο τρόπο, είμαστε αδέλφια.
    Το ότι ο Ρενέ σας αγαπά, αυτό το ξέρω.
    Θα το είχα μαντέψει και δίχως να μου το είχε πει, κι ακόμα δίχως να σαλέψει. Αρκεί να βλέπει κανείς πως σας κοιτάζει. Γνωρίζω επίσης πως είσθε από εκείνες που πήγαν στο Ρουασσύ και φαντάζομαι ότι θα ξαναγυρίσετε εκεί.
    Κατ΄ αρχήν, το δαχτυλίδι που φέρετε μου δίνει το δικαίωμα να σας έχω, καθώς κι όλοι εκείνοι που γνωρίζουν την έννοιά του.
    Δεν θα επρόκειτο τότε παρά για μια φευγαλέα δέσμευση. Όμως αυτό που περιμένουμε από σάς είναι σοβαρότερο. Λέγω – εμείς – γιατί βλέπετε πως ο Ρενέ σωπαίνει.

    Αν είμεθα αδέλφια, είμαι ο πρωτότοκος, δέκα χρόνια μεγαλύτερός του. Υπάρχει επίσης μεταξύ μας μια ελεύθερη σχέση τόσο παλιά και τόσο απόλυτη ώστε ό,τι πάντα του ανήκε ήταν δικό μου και κάθε τι δικό μου, δικό του. Θέλετε να συμμετέχετε κι εσείς; Σας παρακαλώ να έχω την ομολογία σας που θα σας δεσμεύσει περισσότερο από την υποταγή σας που τη γνωρίζω.
    Θεωρήστε πριν μου απαντήσετε πως δεν είμαι και δεν μπορώ να είμαι τίποτε άλλο παρά μια άλλη μορφή του εραστή σας: δεν θα έχετε πάντα παρά έναν αφέντη. Φοβερότερος, βέβαια, από τους άντρες στους οποίους σας είχαν παραδώσει στο Ρουασσύ, γιατί θα είμαι παρών κάθε μέρα, και γιατί, εξάλου, έχω την αδυναμία της συνήθειας και της τελετουργίας».

    Η ήρεμη και κατασταλαγμένη φωνή του Σερ Στέφεν ακουγόταν μέσα σε μια απόλυτη σιωπή. Ακόμη και οι φλόγες μέσα στο τζάκι φώτιζαν αθόρυβα. Η Ο έμοιαζε, πάνω στο σοφά σαν πεταλούδα καρφωμένη σε μια μακρυά καρφίτσα καμωμένη από λόγια και βλέμματα που διέσχιζε τη μέση του κορμού της και στήριζε τη γυμνή μέση της πάνω στο χλιαρό μετάξι.
    Δεν ήξερε που ήταν ούτε τα στήθη της, ούτε ο λαιμός της, ούτε τα χέρια της. Αλλά οι συνήθειες και οι τελετουργίες που άκουγε, ήξερε καλά, πως είχαν σαν αντικείμενο, εκτός από τα μισανοιγμένα μπούτια και άλλα μέρη του σώματός της. Οι δυο άντρες καθόταν αντικρυστά. Ο Ρενέ κάπνιζε, αλλ΄ είχε ανάψει, πλάι του, μια από αυτές τις λάμπες με μαύρο αμπαζούρ που απορροφούν τον καπνό και τον αγέρα, που μύριζε τη νυχτερινή δροσιά, έτσι καθώς τον καθάριζε η φωτιά του ξύλου.
    «Θα μου απαντήσετε ή θέλετε να γνωρίζετε περισσότερα;», είπε πάλι ο Σερ Στέφεν.
    – Αν δέχεσαι, είπε ο Ρενέ, θα σου εξηγήσω εγώ ο ίδιος τις π ρ ο τ ι μ ή σ ε ι ς του Σερ Στέφεν - . «Τις α π α ι τ ή σ ε ι ς», διόρθωσε ο Σερ Στέφεν.
    Το πιο δύσκολο σκεφτόταν η Ο, δεν ήταν ν΄ αποδεχθεί, και ήξερε καλά πως κανείς τους δεν αντιμετώπιζε, ούτε για ένα δευτερόλεπτο, ούτε και η ίδια, πως θα μπορούσε ν΄ αρνηθεί.
    Το δυσκολότερο ήταν, απλούστατα, να μιλήσει. Τα χείλη της έκαιγαν, το στόμα της ήταν στεγνό, το σάλιο της έλειπε, ένα άγχος φόβου και επιθυμίας, της έσφιγγε το λαιμό, και τα χέρια της ήταν κρύα και υγρά.

    Όχι όμως. Δυο βλέμματα κυνηγούσαν το δικό της και δεν μπορούσε – και δεν ήθελε – ν΄ αποφύγει. Την τραβούσαν προς ό,τι νόμιζε πως είχε για πολύ καιρό αφήσει, ίσως και για πάντα, στο Ρουασσύ.
    Γιατί από τότε που επέστρεψαν, ο Ρενέ μόνο την χάιδευε και το σύμβολο τ ο ό τ ι α ν ή κ ε σε όσους γνώριζαν το μυστικό του δαχτυλιδιού της, είχε παραμείνει δίχως συνέπεια.
    Ή ίσως δεν συνάντησε κανένα που να το γνώριζε, ή αυτοί που το γνώριζαν είχαν σωπάσει – το μόνο πρόσωπο που υποπτευόταν ήταν η Ζακελίν (κι αν η Ζακελίν ήταν στο Ρουασσύ, γιατί δεν φορούσε κι αυτή το δαχτυλίδι;
    Εξ΄ άλλου, ποιο δικαίωμα είχε πάνω της η Ζακελίν, αν συμμετείχε σε τούτο το μυστικό . Μήπως έπρεπε να κινηθεί για να μιλήσει; Δεν μπορούσε όμως να κινηθεί με τη δική της θέληση – μια διαταγή θα την έκανε αμέσως να σηκωθεί.

    ΣΕΛΙΔΑ 8


    Αυτό το αποκαλούσαν ομολογία. Θυμήθηκε πως ποτέ της δεν είχε πει στο Ρενέ άλλο από το «σ΄ αγαπώ» και «είμαι δική σου».
    Φαίνεται πως σήμερα ήθελαν να μιλήσει και ν΄ αποδεχθεί με κάθε λεπτομέρεια και ακρίβεια αυτό, που ως τώρα, μόνο η σιωπή είχε αποδεχθεί. Τέλος, σηκώθηκε, και ωσάν αυτό που επρόκειτο να πει την έπνιγε, ξεκούμπωσε τις πρώτες αγκράφες του φορέματός της ως τη χωρίστρα των στηθιών.
    Έπειτα ορθώθηκε εντελώς. Τα γόνατά της και τα χέρια της έτρεμαν. «Είμαι δική σου, είπε τελικά στον Ρενέ. Θα είμαι αυτό που εσύ θα θελήσεις να είμαι. – Όχι, είπε εκείνος, δ ι κ ή σ α ς.
    Επανέλαβε έπειτα από μένα: Είμαι δική σας, θα είμαι αυτό που θα θελήσετε να είμαι».

    Τα γκρίζα και σκληρά μάτια του Σερ Στέφεν δεν την εγκατέλειπαν ποτέ, ούτε και του Ρενέ, που μέσα τους χανόταν, επαναλαμβάνοντας αργά έπειτα από αυτόν, τις φράσεις που της υπαγόρευε, μεταφέροντάς τες στο πρώτο πρόσωπο, σαν άσκηση γραμματικής.
    «Αναγνωρίζεις σε μένα και στον Σερ Στέφεν το δικαίωμα...», έλεγε ο Ρενέ, και η Ο επανελάμβανε όσο μπορούσε καθαρότερα: «Αναγνωρίζω σε σένα και στον Σερ Στέφεν το δικαίωμα...».
    Το δικαίωμα να διαθέτουν το σώμα της κατά το κέφι τους, οπουδήποτε και με οποιονδήποτε τρόπο θα θέλανε, το δικαίωμα να την κρατούν αλυσσοδεμένη, το δικαίωμα να την μαστιγώνουν σαν σκλάβα ή σαν μια κατάδικη για ένα ασήμαντο σφάλμα ή για το κέφι τους, το δικαίωμα να μην υπολογίζουν ούτε τις παρακλήσεις, ούτε τις φωνές της, αν την έκαναν να φωνάξει.
    «Μου φαίνεται, είπε ο Ρενέ, ότι σε τούτο το σημείο ο Σερ Στέφεν θα ήθελε να σε έπαιρνε από μένα, και από τον ίδιο τον εαυτό σου και ότι επιθυμεί να σου δώσει λεπτομέρειες των απαιτήσεών του».

    Η Ο άκουγε τον εραστή της, και τα λόγια που της είχε πει στο Ρουασσύ, ξαναρχόταν στη μνήμη της, ήταν σχεδόν τα ίδια λόγια.
    Όμως τότε τα είχε ακούσει σφιγμένη επάνω του, σαν προστατευμένη από μια αληθοφάνεια που έμοιαζε με όνειρο, με το αίσθημα ότι υπήρχε μέσα σε μιαν άλλη ζωή, ίσως μάλιστα και να μην υπήρχε διόλου.
    Όνειρο ή εφιάλτης, διάκοσμος φυλακής, ρόμπες τελετών, άτομα με προσωπεία, όλα την απεμάκρυναν από τη δική της ζωή, ακόμα και η αβεβαιότης της διαρκείας.
    Εκεί αισθανόταν όπως νοιώθει κανείς μέσα στη νύχτα, στην καρδιά ενός ονείρου που το αναγνωρίζουν, και που ξαναρχίζει: ήταν βεβαία πως υπάρχει, και βεβαία πως θα τελείωνε, και θα ήθελε να πάρει τέλος γιατί φοβόταν πως δεν θα μπορούσε να το υποστεί, αλλά και που θα ΄πρεπε να συνεχίσει για να γνωσθεί το τέλος, η λύση του.

    Ε! Λοιπόν, εδώ τώρα, ήταν η λύση, όταν πια δεν την περίμενε (με τη σκέψη πως αυτό που τώρα έλεγε στον εαυτό της, θα ήταν πράγματι η λύση και όχι κάποια άλλη λύση που κρυβόταν πίσω από τη τελευταία, και μια άλλη πίσω απ΄ αυτήν). Τούτη η λύση, μετέφερε αναμνήσεις στο παρόν.
    Ήταν ακόμη ότι αυτό που δεν ήταν πραγματικό παρά μονάχα σ΄ ένα κλειστό κύκλο, σ΄ ένα κλειστό σύμπαν, θα μόλυνε ξαφνικά όλες τις πιθανότητες και όλες τις συνήθειες της καθημερινής ζωής της, επάνω της, μέσα της και δεν θα ήταν αρκετά τα σημάδια – γυμνοί γοφοί, ξεκουμπωμένοι κορσέδες, το σιδερένιο δαχτυλίδι – αλλά η απαίτηση μιας πραγματοποιήσεως.

    Είναι αλήθεια πως ο Ρενέ δεν την είχε ποτέ χτυπήσει και η μόνη διαφορά ανάμεσα στην εποχή που τον γνώρισε πριν την πάει στο Ρουασσύ, και τον χρόνο που πέρασε από τότε που επέστρεψε από εκεί, ήταν ότι χρησιμοποιούσε εξίσου καλά τους γοφούς και το στόμα της, όσο προηγουμένως (και τώρα) το υπογάστριό της.
    Δεν έμαθε τότε αν στο Ρουασσύ οι μαστιγώσεις που τόσο τακτικά την έπλητταν προήρχοντο, έστω και για μια μόνη φορά από εκείνον (ένα από τα άτομα που έφεραν προσωπείο).

    Όμως δεν το πίστεψε. Αναμφίβολα, η ευχαρίστηση που ένοιωθε στο θέαμα του δεμένου και παραδομένου κορμιού που μάταια σπαρταρούσε, και οι φωνές της, ήταν τόσο δυνατές, ώστε δεν θα υπέφερε την σκέψη ν΄ αποσπασθεί από αυτό απασχολώντας τα δικά του χέρια.
    Ήταν σαν μια ομολογία, αφού τώρα της έλεγε, τόσο γλυκά, τόσο τρυφερά, δίχως να κινηθεί από τη βαθειά πολυθρόνα καθώς ήταν μισοξαπλωμένος, το ένα πόδι επάνω στο άλλο, δείχνοντας πόσο ευτυχισμένος ήταν που θα την παρέδιδε, πόσο ευτυχισμένος ήταν που εκείνη παραδινόταν από τον ίδιο της τον εαυτό στις διαταγές και στη βούληση του Σερ Στέφεν.

    Όταν ο Σερ Στέφεν θα επιθυμούσε να περάσει τη νύχτα της στο σπίτι του, ή για μια μονάχα ώρα, ή να τον συνοδεύσει έξω από το Παρίσι ή ακόμη και μέσα στο Παρίσι σε κάποιο εστιατόριο ή ένα θέαμα θα της τηλεφωνούσε και θα της έστελνε το αμάξι του – εκτός αν ερχόταν ο ίδιος ο Ρενέ να την πάρει. Σήμερα, εκείνη έπρεπε να μιλήσει.

    Θα έδινε άραγε τη συγκατάθεσή της; Δεν μπορούσε όμως να μιλήσει. Τούτη τη βούληση, την απόφαση που τώρα, έτσι ξαφνικά της ζητούσαν να εκφράσει, ήταν η απόφαση να εγκαταλείψει ολότελα τον εαυτό της, να πει ΝΑΙ.
    Εκ των προτέρων, σε όλα όσα ασφαλώς θα έλεγε ΝΑΙ, αλλά που το σώμα της έλεγε ΟΧΙ, τουλάχιστον για ό,τι αφορούσε το μαστίγιο.

    Γιατί, για όλα τ΄ άλλα, αν ήθελε να είναι τίμια με τον ίδιο της τον εαυτό, αισθανόταν πολύ αναστατωμένη από την επιθυμία που διάβαζε στα μάτια του Σερ Στέφεν, ώστε να ξεγελαστεί, γιατί όσα κι αν έτρεμε, κι έτρεμε ίσως με το δίκιο της, γνώριζε ότι περίμενε με περισσότερη ανυπομονησία από εκείνον τη στιγμή που θα έβαζε το χέρι του, ή ισως τα χείλη του σ΄ αυτήν.
    Από αυτήν δίχως αμφιβολία εξαρτιόταν να φέρει πιο κοντά τούτη τη στιγμή. Όσο θάρρος, ή όση ισχυρή επιθυμία κι αν είχε, αισθάνθηκε ξαφνικά τόση αδυναμία, τη στιγμή που επρόκειτο επιτέλους ν΄ απαντήσει, ώστε γλύστρησε κι έπεσε πάνω στο απλωμένο φόρεμά της.
    Ο Σερ Στέφεν, παρατήρησε με σβυσμένη φωνή μέσα στη σιωπή, πως ακόμη και ο φόβος της ταίριαζε.
    Τούτα τα λόγια δεν τα είπε στην ίδια, αλλά στον Ρενέ. Η Ο είχε την εντύπωση ότι κάτι τον συγκρατούσε να προχωρήσει προς αυτήν και λυπόταν γιατί έτσι είχε τούτη τη συγκράτηση.

    Μολαταύτα δεν τον κοίταζε γιατί δεν ξεκολλούσε τα μάτια της από τον Ρενέ, κατατρομαγμένη γιατί μάντευε, εκείνος, στα δικά της μάτια, αυτό που ίσως να το θεωρούσε σαν μια προδοσία. Κι όμως δεν ήταν προδοσία, γιατί αν ζύγιζαν την επιθυμία που είχε να δοθεί στον Σερ Στέφεν και το ότι ανήκε στον Ρενέ, δεν θα είχε ούτε ίχνος δισταγμού.
    Δεν άφηνε, στ΄ αλήθεια, να παρασυρθεί σε τούτη την επιθυμία παρά μονάχα γιατί ο Ρενέ της το είχε επιτρέψει και, ως ορισμένο σημείο άφηνε να νοηθεί ότι της το διέτασσε.
    Μολαταύτα, παρέμεινε μέσα της τούτη η αμφιβολία, το να γνωρίζει αν δεν θα τον ερέθιζε διαπιστώνοντας ότι η Ο υπάκουσε γρήγορα και πολύ καλά.
    Το παραμικρό νεύμα από μέρους του θα διέλυε κάθε αμφιβολία. Δεν έκαμε όμως κανένα νεύμα αρκούμενος να της ζητήσει, για τρίτη φορά μια απάντηση.

    Εκείνη τραύλισε: «Συναινώ σε ό,τι θ΄ αρέσει σ΄ εσάς». Κατέβασε το βλέμμα προς τα χέρια της που περίμεναν χωρισμένα στα γόνατά της κι έπειτα ομολόγησε μέσα σ΄ ένα ψιθύρισμα: «Θα ήθελα να ξέρω αν θα μαστιγωθώ...».
    Για ώρα πολλή, τόση που της έμενε καιρός να μετανοιώσει είκοσι φορές γι΄ αυτό της το ερώτημα, κανείς δεν απάντησε.
    Έπειτα η φωνή του Σερ Στέφεν είπε αργά: «Κάποτε, κάποτε».
    Η Ο άκουσε το τρίξιμο ενός σπίρτου και το θόρυβο δυο ποτηριών που τα σάλευαν: κάποιος από τους δυο άντρες θα ξανάπινε ουϊσκι.
    Ο Ρενέ άφηνε αβοήθητη την Ο. Ο Ρενέ σώπαινε. «Κι αν ακόμη τώρα συμφωνούσα, είπε, κι αν ακόμη έδινα τώρα την υπόσχεση, πάλι δεν θα μπορούσα να το υποφέρω».
    – Δεν σας ζητούμε παρά να το υποφέρετε. Κι αν φωνάζετε ή παραπονιέστε, να συναινείτε προκαταβολικά, ότι τούτο θα είναι μάταιο, συνέχισε ο Σερ Στέφεν. – Ω! λυπηθείτε με, είπε η Ο, όχι ακόμη, γιατί ο Σερ Στέφεν είχε σηκωθεί καθώς και ο Ρενέ, που έσκυβε προς το μέρος της, την άρπαζε από τους ώμους.
    «Απάντησε λοιπόν, δέχεσαι;». Τελικά είπε πως δέχεται.

    Την σήκωσε απαλά κι αφού κάθισε στο σοφά, την έβαλε να γονατίσει μπροστά του και με τα μπράτσα τεντωμένα,τα μάτια κλειστά, ακούμπησε το κεφάλι και το στήθος της.
    Μια εικόνα διέσχισε τότε το μυαλό της, που την είχε δει πριν από λίγα χρόνια.
    Μια παράξενη εικόνα που παρίστανε μια γονατιστή γυναίκα, όπως η ίδια τούτη τη στιγμή, μπροστά σε μια πολυθρόνα σ΄ ένα δωμάτιο με πλακάκια, ένα παιδί κι ένα σκυλί που παίζανε σε μια γωνιά, με ανασηκωμένο το φόρεμα της γυναίκας κι ένα άντρα όρθιο, κοντά της, να υψώνει πάνω της ένα μάτσο από βέργες
    Όλοι τους φορούσαν ρούχα του τέλους του 16ου αιώνα και η εικόνα έφερε ένα αποκρουστικό τίτλο: η οικογενειακή τιμωρία.
    Με το ένα χέρι, ο Ρενέ της έσφιξε τα χέρια, ενώ με το άλλο σήκωνε το φόρεμά της, τόσο ψηλά ώστε αισθάνθηκε τον πλισσέ ν΄ αγγίζει το πρόσωπό της.
    Της χάιδεψε τους γοφούς και έδειξε στον Σερ Στέφεν τα δυο λακκάκια που τους βαθούλωναν, καθώς και τη γλυκύτητα του αυλακιού ανάμεσα από τα μπούτια.

    Κατόπιν πίεσε το ίδιο αυτό το χέρι στη μέση της για να προβληθούν περισσότερο οι γοφοί, διατάσσοντάς την ν΄ ανοίξει περισσότερο τα γόνατα. Υπάκουσε δίχως να πει λέξη.
    Οι τιμές που ο Ρενέ απέδιδε στο κορμί της, οι απαντήσεις του Σερ Στέφεν, η σκληρότητα των λέξεων που χρησιμοποιούσαν οι δυο άντρες την βύθισαν σ’ ένα κύμα ντροπής τόσο βίαιο και τόσο απροσδόκητο ώστε η επιθυμία που είχε να δοθεί στον Σερ Στέφεν εξαφανίστηκε.
    Aρχισε τότε να ελπίζει, να περιμένει το μαστίγιο σαν μια λύτρωση, τον πόνο και τις κραυγές σαν μια δικαιολογία.
    Όμως τα χέρια του Σερ Στέφεν άνοιξαν το υπογάστριό της, παραβίασαν τους γοφούς, την άφησαν, την ξανάπιασαν, την χάιδεψαν ώσπου βογγούσε, ταπεινωμένη γιατί βογγούσε, και αποκαμωμένη.
    «Σ΄ αφήνω στον Σερ Στέφεν, είπε τότε ο Ρενέ, μείνε όπως είσαι, θα σου πει να φύγεις, όταν το θελήσει».
    Πόσες φορές, στο Ρουασσύ δεν έμεινε έτσι γονατιστή, προσφερόμενη σε οποιονδήποτε;

    Όμως τότε τη συγκρατούσαν τα βραχιόλια που ένωναν μαζί τα χέρια της, ευτυχισμένη αιχμάλωτη που όλα της επεβαλλόνταν, που δεν την παρακαλούσαν να κάνει τίποτε.
    Εδώ, ήταν με τη δικιά της θέληση που παρέμενε μισόγυμνη, ενώ μια μονάχα κίνηση, η ίδια που θα αρκούσε να σηκωθεί θα την εκάλυπτε ταυτόχρονα.
    Η υπόσχεσή της την δέσμευε τόσο όσο τα δερμάτινα βραχιόλια και οι αλυσσίδες.
    Μήπως όμως ήταν μονάχα η υπόσχεσή της;
    Όσο όμως κι αν ήταν ταπεινωμένη, ή ακριβώς γιατί είχε ταπεινωθεί, δεν υπήρχε άραγε, ταυτόχρονα και η γλυκύτητα το ότι δεν αποκτούσε αξία παρά από την ίδια της την ταπείνωση, από την υπακοή της στο να υποκύπτει, να ανοίγεται προσφερόμενη; Αφού έφυγε ο Ρενέ, που ο Σερ Στέφεν συνόδεψε ως τη πόρτα, περίμενε μόνη της δίχως να κινηθεί, αισθανόμενη στη μοναξιά της, πιότερο εκτεθιμένη και, στην αναμονή, περισσότερο πόρνη απ΄ όσο αισθανόταν όταν εκείνοι ήσαν εκεί.
    Το γκρίζο και κίτρινο μετάξι του σοφά ήταν γυαλιστερό κάτω από τη φούστα της.
    Ανάμεσα από τις νάυλον κάλτσες της ένοιωθε κάτω από τα γόνατά της το μάλλινο χαλί, και σ΄ όλο το μήκος του ποδιού της τη ζέστη του τζακιού, όπου ο Σερ Στέφεν είχε ρίξει τρία ξύλα που καίγανε με θόρυβο πολύ.
    Ένα παλιό ρολόι, πάνω από ένα κομοδίνο, είχε ένα ελαφρό τικ-τακ που δεν ακουγόταν παρά μονάχα όταν όλα γύρω σωπαίναν.
    Η Ο το άκουγε προσεκτικά και σκεπτόταν πόσο παράλογο ήταν να παραμένει στη στάση που βρέθηκε σε τούτο το πολιτισμένο και διακριτικό σαλόνι.
    Ανάμεσα από τα κλειστά πατζούρια ακουγόταν το ροχαλητό του Παρισιού, περασμένα μεσάνυχτα. Θα ανεγνώριζε άραγε αύριο το πρωϊ, πάνω στο μαξιλάρι του σοφά τη θέση όπου ακουμπούσε τώρα το κεφάλι της;
    Θα ξαναρχόταν άραγε, μέρα μεσημέρι, σε τούτο το ίδιο σαλόνι, για να τη μεταχειρισθούν πάλι με τον ίδιο τρόπο;

    Ο Σερ Στέφεν αργούσε να επιστρέψει, και η Ο που με τόση εγκατάλειψη περίμενε το κέφι των αγνώστων του Ρουασσύ, πνιγόταν στη σκέψη πως σε ένα λεπτό, σε δέκα λεπτά, θα ξανάβαζε τα χέρια του επάνω της.
    Δεν έγινε όμως ακριβώς όπως το είχε προβλέψει. Τον άκουσε που ξανάνοιγε την πόρτα, διέσχιζε το δωμάτιο.
    Στάθηκε για λίγο όρθιος, με την πλάτη στη φωτιά, κοιτάζοντας την Ο. Έπειτα με φωνή πολύ βαθειά της είπε να σηκωθεί και να ξανακαθίσει.
    Υπάκουσε, έκπληκτη, και σχεδόν νευριασμένη. Της έφερε ευγενικά, ένα ποτήρι ουϊσκι, κι ένα τσιγάρο, που τ΄ αρνήθηκε και τα δυο.
    Είδε τότε πως φορούσε μια ρόμπ ντέ σάμπρ, γκρίζα, εφαρμοστή στο σώμα του στο ίδιο χρώμα γκρι των ματιών του.
    Αντελήφθη το βλέμμα της Ο, που κοκκίνησε: ήταν τα ίδια τούτα χέρια, σκληρά και επίμονα, που είχαν αρπάξει το κορμί της, και που τώρα έτρεμε και περίμενε μαζί.
    Όμως εκείνος δεν πλησίασε. «Θα ήθελα να είσθε γυμνή, της είπε. Βγάλτε όμως πριν τη ζακέτα σας, δίχως να σηκωθείτε».
    Η Ο έβγαλε τις μεγάλες χρυσές αγκράφες, άφησε να γλυστρήσει από τους ώμους της το μαύρο φόρεμα, που τοποθέτησε στην άλλη άκρη του σοφά όπου υπήρχαν ήδη η γούνα της, τα γάντια της και η τσάντα της. «Χαϊδέψτε λίγο την άκρη του στήθους σας», είπε τότε ο Σερ Στέφεν, που πρόσθεσε: «Πρέπει να βάλετε εκεί ένα ρουζ πιο σκούρο, το δικό σας είναι πολύ ανοιχτό».
    Η Ο κατάπληκτη άγγιξε με την άκρη των δαχτύλων τα στήθη της κι αισθάνθηκε να σκληραίνει και να ορθώνεται η άκρη, και τα ΄κρυψε με τις παλάμες της.
    «Α! όχι», συνέχισε ο Σερ Στέφεν. Τράβηξε τα χέρια της και ξάπλωσε πίσω στη ράχη του σοφά: τα στήθη της ήταν βαριά για το λεπτό μπούστο της και έγειραν γλυκά προς τις μασχάλες της.
    Ο σβέρκος της ακουμπούσε στη ράχη του σοφά και τα χέρια της ήταν δεξιά κι αριστερά από τους γοφούς της.
    Γιατί ο Σερ Στέφεν δεν πλησίαζε το στόμα του προς αυτήν, δεν άπλωνε το χέρι του προς τις άκρες που ορθώθηκαν και που τις αισθανόταν να ριγούν, όσο κι αν περίμενε ακίνητη, με μόνη κίνηση την αναπνοή της.
    Όμως είχε πλησιάσει, καθισμένος λοξά στον σοφά, αλλά δεν την άγγιξε.
    Κάπνιζε, και μια κίνηση του χεριού του, που ποτέ η Ο δεν κατάλαβε αν ήταν ή όχι ηθελημένη, έριξε λίγη, σχεδόν ζεστή, στάχτη ανάμεσα απ΄ τα στήθη της.
    Είχε το συναίσθημα ότι ήθελε να την εξευτιλίσει, με την περιφρόνησή του, με τη σιωπή του, μ΄ αυτή του την φαινομενική αδιαφορία.

    Εν τούτοις, πριν από λίγο την ποθούσε. Τώρα την ποθούσε ακόμη, γιατί τον έβλεπε τεντωμένο κάτω από το απαλό ύφασμα της ρόμπ ντέ σάμπρ. Γιατί δεν την αποκτούσε, έστω και για να την πληγώσει!
    Η Ο ντράπηκε για την ίδια της την επιθυμία και περιφρόνησε τον Σερ Στέφεν για τη κυριαρχία που ασκούσε επάνω της.
    Ήθελε να την είχε αγαπήσει, αυτή είναι η αλήθεια: να δείχνεται ανυπόμονος ν΄ αγγίξει τα χείλη της και να πει μέσα στο κορμί της, εν ανάγκη να το λεηλατήσει, αλλ΄ ας μη κρατούσε πια, μπροστά της τούτη την ηρεμία και την κυριαρχία πάνω στην επιθυμία του.

    Στο Ρουασσύ, της ήταν αδιάφορο, αν αυτοί που την χρησιμοποιούσαν είχαν ένα οποιοδήποτε αίσθημα απέναντί της: ήταν τα όργανα, που μ΄ αυτά ο εραστής της χαιρόταν μαζί της, που μ΄ αυτά γινόταν αυτό που αυτός ήθελε, ευγενικιά, γλυκειά, γυαλιστερή σαν μια πέτρα. Τα χέρια τους ήταν τα χέρια του, οι διαταγές τους, διαταγές του.
    Εδώ όχι. Ο Ρενέ την είχε παραδώσει στον Σερ Στέφεν, όμως φαινόταν πως ήθελε να την μοιραστεί μαζί του, όχι για να πετύχει περισσότερα πράγματα απ΄ αυτήν, ούτε για τη χαρά που ένοιωθε παραδίδοντάς την, αλλά να μοιραστεί με τον Σερ Στέφεν αυτό που αγαπούσε σήμερα περισσότερο, όπως κι άλλοτε, όταν ήταν και οι δυο τους πιο νέοι, μοιραζόταν ένα ταξίδι, ένα πλοίο, ένα άλογο. Σε σχέση με τον Σερ Στέφεν το μοίρασμα είχε μια έννοια σήμερα, πολύ περισσότερο παρά σε σχέση μ΄ εκείνη.
    Αυτό που ο καθένας θ΄ αναζητούσε σ΄ αυτήν, θα ήταν το σημάδι του άλλου, το ίχνος του περάσματος του άλλου.
    Ο Ρενέ πριν από λίγο, όταν ήταν μισόγυμνη γονατιστή και ο Σερ Στέφεν της άνοιγε με τα δυο χέρια τα μπούτια της, είχε εξηγήσει στον Σερ Στέφεν γιατί οι γοφοί της Ο ήταν τόσο εύκολοι, και γιατί ήταν ευχαριστημένος που τους είχε προετοιμάσει: και τούτο γιατί είχε σκεφθεί πως θα ήταν ευχάριστο στον Σερ Στέφεν να έχει διαρκώς στη διάθεσή του τη διέλευση της αρεσκείας του. Είχε μάλιστα προσθέσει πως, αν το επιθυμούσε, θα του άφηνε την αποκλειστική χρήση. «Α! ευχαρίστως», είχε πει ο Σερ Στέφεν, παρατήρησε όμως, ότι, παρά ταύτα, κινδύνευε να ξεσχίσει την Ο.
    «Η Ο είναι δική σας», απήντησε ο Ρενέ. Κι έσκυψε προς το μέρος της και φίλησε τα χέρια της.
    Και μόνο η σκέψη ότι ο Ρενέ θα μπορούσε έτσι ν΄ αντιμετωπίσει να στερηθεί κάποιο τμήμα του σώματός της, είχε αναστατώσει την Ο.
    Μάντεψε το σημάδι πως ο εραστής της υπολόγιζε περισσότερο τον Σερ Στέφεν παρά την ίδια.
    Κι ακόμη άν και τόσο συχνά της είχε επαναλάβει πως στο πρόσωπό της αγαπούσε το αντικείμενο στο οποίο την είχε μεταβάλει, η απόλυτη εξουσία που είχε επάνω της, η ελευθερία που είχε απέναντί της, καθώς διαθέτουν ένα έπιπλο, την πιότερη ευχαρίστηση που αισθάνεται κανείς όταν δίνει παρά όταν κρατά για τον εαυτό του, τούτα όλα δεν τα ΄χε απόλυτα πιστέψει.

    Έβλεπε ακόμη κι ένα άλλο σημάδι που θα μπορούσε ν΄ αποκληθεί σεβασμός προς τον Σερ Στέφεν, στο γεγονός ότι ο Ρενέ, που τόσο βαθειά αγαπούσε να την βλέπει κάτω από τα σώματα ή τα χτυπήματα των άλλων, που θωρούσε με μια τόσο επίμονη τρυφερότητα, με μια, τόσο ακούραστη ευγνωμοσύνη ν΄ ανοίγει το στόμα της για ν΄ αναστενάξει ή να φωνάξει, τα μάτια της να κλείνουν από τα δάκρυα, την είχε εγκαταλείψει αφού βεβαιώθηκε, εκθέτοντάς την, ανοίγοντάς την καθώς ανοίγουν το στόμα ενός αλόγου για να δείξουν πως είναι αρκετά νέο, πως ο Σερ Στέφεν την έβρισκε αρκετά ωραία ή, τουλάχιστον αρκετά εύκολη γι΄ αυτόν, και συμφωνούσε να την δεχτεί.
    Τούτη η συμπεριφορά, προσβλητική ίσως, δεν μετέβαλε κατά τίποτε τον έρωτα της Ο για τον Ρενέ. Ήταν ευτυχισμένη το ότι την υπελόγιζε αρκετά για να ευχαριστείται να την προσβάλει, καθώς οι πιστοί ευχαριστούν τον Θεό που τους ταπεινώνει.
    Αλλά στο πρόσωπο του Σερ Στέφεν, μάντευε μια σταθερή και παγωμένη βούληση, που η επιθυμία δεν μπορούσε να λυγίσει, και που μπροστά της, η ίδια δεν υπολογιζόταν για τίποτε απολύτως, όσο κι αν συγκινούσε ή ήταν υποταγμένη.
    Διαφορετικά, γιατί να είχε αισθανθεί τόσο φόβο; Το μαστίγιο στη ζώνη των υπηρετών στο Ρουασσύ, οι αλυσσίδες που σχεδόν πάντα τις έφερε, της φαινόταν λιγότερο φοβερές από την ηρεμία του βλέμματος που ο Σερ Στέφεν έστρεφε προς τα στήθη της δίχως να τ΄ αγγίζει.
    Γνώριζε καλά πως πάνω στους λεπτούς ώμους της και τη λεπτότητα του κορμιού της, τα καθιστούσε εύθραυστα το ίδιο τους το βάρος, στυλπνό και φουσκωμένο.
    Για να σταματήσει το τρεμούλιασμά τους, έπρεπε να πάψει ν΄ αναπνέει.

    Ήταν μάταιο να ελπίζει πως το εύθραυστό τους θα αφόπλιζε τον Σερ Στέφεν, γιατί ήξερε πως ακριβώς το αντίθετο συνέβαινε: η προσφερόμενη γλυκύτητά της προκαλούσε τόσο τα τραύματα όσο και τα χάδια, τα νύχια όσο και τα χείλη.
    Είχε μιας στιγμής αυταπάτη: το δεξί χέρι του Σερ Στέφεν, που κρατούσε το τσιγάρο του, άγγιξε με το μεσαίο δάχτυλο, την άκρη του φύλου, που υπάκουσε αμέσως και ορθώθηκε περισσότερο. Ήταν για τον Σερ Στέφεν ένα είδος παιχνιδιού ή επαληθεύσεως, καθώς ελέγχουν την καλή λειτουργία του μηχανήματος και γι΄ αυτό δεν αμφέβαλε η Ο.

    Δίχως ν΄ αλλάξει θέση στην πολυθρόνα της, ο Σερ Στέφεν της είπε τότε να βγάλει τη φούστα της. Κάτω από τα αχνά χέρια της Ο, οι αγκράφες γλυστρούσαν με δυσκολία και χρειάσθηκε να προσπαθήσει δυο φορές, για να λύσει, κάτω από τη φούστα της το μαύρο μεσοφόρι της.
    Όταν έμεινε εντελώς γυμνή, με τα ψηλά γυαλιστερά σανδάλια της και τις από νάυλον κάλτσες της γυρισμένες πάνω από τα γόνατα, υπογραμμίζοντας τη λεπτότητα της γάμπας και τη λευκότητα των μπουτιών της, ο Σερ Στέφεν, που κι αυτός είχε σηκωθεί, την έπιασε με το χέρι στο υπογάστριο και την έσπρωξε προς τον σοφά.
    Και για ν΄ ακουμπά πιότερο στους ώμους, παρά στη μέση, της άνοιξε λίγο τα μπούτια.
    Τα χέρια της ακουμπούσαν στους αστραγάλους.

    Έτσι το υπογάστριο ήταν μισανοιγμένο, και πάνω από τα προσφερόμενα στήθη της, ο λαιμός της ριγμένος πίσω.
    Δεν τολμούσε να κοιτάξει το πρόσωπο του Σερ Στέφεν, έβλεπε όμως τα χέρια του να λύνουν τη ζώνη του φορέματός του.
    Όταν καβαλίκεψε την Ο που ήταν πάντα γονατιστή και την άρπαξε από το σβέρκο, χώθηκε μέσα στο στόμα της.
    Δεν ζητούσε το χάδι των χειλιών στο μήκος του, αλλά στο βάθος του λάρυγγά της.
    Για ώρα πολλή την σκάλιζε, και η Ο ένοιωθε να φουσκώνει και σκληραίνει μέσα της η σάρκα που την έπνιγε και που το βραδύ και επαναλαμβανόμενο σοκ της έφερνε δάκρυα στα μάτια.

    ΣΕΛΙΔΑ 9

    Ο Σερ Στέφεν, που τόσο ευχαριστήθηκε μ΄ αυτή την κίνηση, δεν ολοκλήρωσε την απόλαυσή του, αλλ΄ απεσύρθηκε σιωπηλά και, ορθώθηκε δίχως να κουμπωθεί. «Ο, είσθε εύκολη, της είπε. Αγαπάτε τον Ρενέ, αλλά είσθε εύκολη.
    Αντιλαμβάνεται άραγε ο Ρενέ ότι επιθυμείτε όλους τους άντρες που σας λαχταρούν και ότι στέλνοντας σας στο Ρουασσύ ή παραδίδοντάς σας σε άλλους, σας δίνει τόσο άλλοθι, για να σας ευκολύνει;» - Αγαπώ τον Ρενέ, απάντησε η Ο. –Αγαπάτε τον Ρενέ, όμως επιθυμείτε εμένα, μεταξύ πολλών άλλων, συνέχισε ο Σερ Στέφεν.
    Ναι, τον ποθούσε. Αν όμως ο Ρενέ το μάθαινε, θ΄ άλλαζε μήπως; Δεν μπορούσε παρά να σωπάσει. Και να σκύψει τα μάτια. Γιατί κι ένα μόνο βλέμμα στα μάτια του Σερ Στέφεν, θα ήταν μια ομολογία.
    Τότε ο Σερ Στέφεν έσκυψε προς αυτήν και πιάνοντάς την απ΄ τους ώμους την έκανε να γλυστρήσει προς το χαλί.
    Βρέθηκε πεσμένη με την πλάτη, τα πόδια ανασηκωμένα και λυγισμένα επάνω της.

    Ο Σερ Στέφεν, που είχε καθίσει στον σοφά, εκεί που πριν από λίγο ακουμπούσε εκείνη, έπιασε το δεξί της γόνατο και το έσυρε προς το μέρος του.
    Καθώς ήταν αντίκρυ στο τζάκι, το φως του φώτιζε δυνατά το ανοιγμένο αυλάκι του υπογαστρίου της.
    Δίχως να την αφήσει, ο Σερ Στέφεν την διέταξε απότομα να χαϊδευτεί μόνη της, χωρίς να ξανακλείσει τα πόδια της.
    Ξαφνιασμένη, άπλωσε, πειθήνια το δεξί της χέρι προς το υπογάστριό της και συνάντησε κάτω από τα δάχτυλά της, κατακαίουσα την κορυφή.
    Όμως το χέρι της έπεσε και ψιθύρισε: «Δεν μπορώ». Και πράγματι, δεν μπορούσε.
    Ποτέ της δεν είχε χαϊδευτεί παρά φευγαλέα μέσα στη ζεστασιά και τη σκοτεινιά του κρεββατιού της, όταν κοιμόταν μόνη της, χωρίς να επιδιώκει την ολοκλήρωση της ικανοποιήσεως.
    Κάποτε, της συνέβαινε να το ονειρεύεται και ξυπνούσε απογοητευμένη γιατί να ήταν τόσο δυνατό και τόσο φευγαλέο.
    Το βλέμμα του Σερ Στέφεν επέμενε. Δεν μπόρεσε να το υποφέρει και επαναλαμβάνοντας «δεν μπορώ» έκλεισε τα μάτια.
    Αυτό που ξανάβλεπε και δεν μπορούσε ν΄ αποφύγει και της προκάλεσε τον ίδιο ίλιγγο αηδίας όταν το έβλεπε, ήταν τότε που έκλεισε τα δεκαπέντε της χρόνια: τη Μαριόν ξαπλωμένη στο πέτσινο καναπέ ενός δωματίου του ξενοδοχείου, τη Μαριόν με το ένα πόδι στον καναπέ και τ΄ άλλο κρεμασμένο, που χαϊδευόταν μπροστά της κι αναστέναζε.
    Η Μαριόν της είχε αφηγηθεί πως κάποια μέρα που χαϊδεύτηκε μόνη της στο γραφείο της, όταν νόμιζε πως ήταν μόνη, μπήκε μέσα ξαφνικά ο προϊστάμενός της και την είδε σ΄ αυτή τη στάση.
    Η Ο θυμόταν το γραφείο της Μαριόν. Ένα γυμνό δωμάτιο, με τοίχους σε πράσινο ανοιχτό που φωτιζόταν από σκονισμένα τζάμια που ΄βλέπαν στο βορά.
    Δεν υπήρχε παρά ένας καναπές, για τους επισκέπτες, απέναντι απ΄ το τραπέζι.
    «Έφυγες;», είχε πει η Ο. –Όχι, απήντησε η Μαριόν, μου ζήτησε να ξαναρχίσω αλλά έκλεισε την πόρτα με το κλειδί, μου είπε να βγάλω το σλιπ κι έσπρωξε τον καναπέ μπροστά στο παράθυρο».
    Η Ο απορούσε με τον εαυτό της, γιατί εύρισκε το θάρρος της Μαριόν, και τη φρίκη, και είχε αρνηθεί να χαϊδευτεί μπροστά στη Μαριόν κι ορκίστηκε πως ποτέ, μα ποτέ δεν θα χαϊδευόταν μπροστά σε κανέναν.
    Η Μαριόν είχε γελάσει και είπε: «Θα δεις αν σου το ζητήσει ο εραστής σου».

    Ο Ρενέ ποτέ δεν της το είχε ζητήσει. Θα είχε άραγε υπακούσει;
    Α! ασφαλώς, αλλά με πόση φρίκη θα ΄βλεπε στα μάτια του Ρενέ την αηδία που η ίδια είχε αισθανθεί μπροστά στη Μαριόν. Αυτό ήταν παράλογο.
    Και το ότι επρόκειτο για τον Σερ Στέφεν, ήταν πιο παράλογο ακόμη. Aλλωστε, τι την ενδιέφερε η αηδία του Σερ Στέφεν;
    Όμως όχι, δεν μπορούσε. Για τρίτη φορά, ψιθύρισε: «Δεν μπορώ».
    Όσο κι αν το είπε με σιγανή φωνή, εκείνος το άκουσε, την άφησε, σηκώθηκε, κουμπώθηκε, και διέταξε την Ο να σηκωθεί. «Αυτή είναι η υπακοή σας;».
    Αφού με το αριστερό χέρι έπιασε τα δυο της χέρια, την μπάτσισε επανωτά με το δεξί.
    Κλονίσθηκε, και θα ΄πεφτε αν δεν την κρατούσε. «Γονατίστε για να μ΄ ακούσετε, είπε, φοβάμαι πως ο Ρενέ σας έχει άσχημα διαπαιδαγωγήσει». –Υπακούω πάντα στο Ρενέ, ψέλλισε. –Συγχέετε τον έρωτα με την υπακοή.
    Θα με υπακούσετε δίχως να με αγαπάτε, και δίχως να σας αγαπώ».

    Τότε αισθάνθηκε να ξεσηκώνεται μέσα της η πιο παράξενη επανάσταση, αρνούμενη σιωπηλά στα βάθη του εαυτού της τα λόγια που άκουγε, αρνούμενη τις υποσχέσεις υποταγής και σκλαβιάς, αρνούμενη την ίδια της τη συγκατάθεση, την ίδια της την επιθυμία, τη γύμνια της, τον ιδρώτα της, τα τρεμάμενα πόδια της, τους μαύρους κύκλους των ματιών της.
    Πάλεψε σφίγγοντας τα δόντια με λύσσα, όταν υποχρεώνοντάς την να σκύψει γονατιστή, με τους αγκώνες στη γη και το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια της, και ανασηκώνοντάς την από τους γοφούς, τη βίασε όπως ο Ρενέ είχε πει πως θα τη βίαζε.

    Για πρώτη φορά δεν φώναξε. Όταν επανέλαβε, φώναξε. Και κάθε φορά που απεσύρετο, και ξαναρχόταν, δηλαδή κάθε φορά που εκείνος το απεφάσιζε, εκείνη φώναζε.
    Φώναζε από επανάσταση και από πόνο. Κι αυτός δεν γελιόταν. Εκείνη γνώριζε επίσης – και τούτο σήμαινε πως οπωσδήποτε είχε νικηθεί – ότι ήταν ευχαριστημένος που την ανάγκαζε να πονέσει.
    Όταν τελείωσε, κι αφού την ανασήκωσε, ήταν έτοιμος να της πει να φύγει, της παρατήρησε πως ό,τι είχε σκορπίσει πάνω της, βγαίνοντας θα χρωματιζόταν με το αίμα της πληγής που της είχε κάνει, και πως αυτή η πληγή θα την έκαιγε, όσο δεν θα ευκολείνετο το πέρασμά του και ο ίδιος θα κατέβαλε προσπάθεια να το παραβιάζει.
    Τούτη τη χρήση, που ο Ρενέ την προόριζε για τον εαυτό του και, φυσικά, δεν ήθελε να τη στερηθεί, δεν έπρεπε να ελπίζει πως θα την απέφευγε.

    Της θύμισε πως είχε συγκατατεθεί να είναι η σκλάβα του Ρενέ και δική του, αλλά φαινόταν μάλλον απίθανο ότι γνώριζε τι υποχρεώσεις είχε αναλάβει.
    Όταν θα το μάθαινε θα ήταν πάρα πολύ αργά να ξεφύγει.
    Η Ο, καθώς τον άκουγε, σκεφτόταν πως ίσως θα ήταν επίσης πολύ αργά, επειδή θα δυσκολευόταν πολύ να την υποτάξει, ώστε να μη χαιρόταν με το έργο του και δεν θα την αγαπούσε και αυτός λιγάκι.
    Γιατί η εσωτερική της αντίσταση, και η δειλή άρνηση που τόλμησε να εκδηλώσει δεν είχαν παρά μονάχα μια δικαιολογία: ήθελε να υπάρξει για τον Σερ Στέφεν, οσοδήποτε λίγο κι αν τούτο διαρκούσε, σαν να υπήρχε για τον Ρενέ και να του προκαλούσε περισσότερο πόθο γι΄ αυτήν.
    Όχι πως τον είχε ερωτευθεί, αλλά γιατί έβλεπε καλά πως ο Ρενέ αγαπούσε τον Σερ Στέφεν με το πάθος που έχουν τ΄ αγόρια για τους μεγαλυτέρους τους, και τον αισθανόταν έτοιμο, για να ικανοποιήσει τον Σερ Στέφεν, να θυσιάσει απ΄ αυτήν εν ανάγκη, αυτό που θ΄ απαιτούσε ο Σερ Στέφεν.

    Γνώριζε, σαν από προφητική διαίσθηση, ότι θ΄ αντέγραφε τη στάση του πάνω στη δική της, κι αν ο Σερ Στέφεν της έδειχνε περιφρόνηση, ο Ρενέ, όσο κι αν την αγαπούσε, θα μολυνόταν από τούτη την περιφρόνηση, όπως ποτέ άλλοτε δεν θα του είχε συμβεί, ούτε σκεφθεί, από τη συμπεριφορά των ανθρώπων του Ρουασσύ.
    Γιατί, στο Ρουασσύ, ήταν απέναντί της, ο κύριος, και η συμπεριφορά όλων εκείνων που σ΄ αυτούς την έδινε εξαρτιόταν από τη δική του. Εδώ, ο κύριος δεν ήταν πια αυτός. Απεναντίας.
    Ο Σερ Στέφεν ήταν ο κύριος του Ρενέ, δίχως ο Ρενέ να το έχει ξεκαθαρίσει. Δηλαδή ο Ρενέ τον θαύμαζε, και ήθελε να τον μιμηθεί, να συναγωνιστεί μαζί του.
    Γι΄ αυτό μοιραζόταν τα πάντα μαζί του και γι΄ αυτό του είχε δώσει την Ο.
    Τούτη τη φορά φαινόταν καθαρά πως του είχε δοθεί στα καλά.
    Ο Ρενέ εξακολουθούσε ασφαλώς να την αγαπά όσο βέβαια ο Σερ Στέφεν θα ΄βρισκε πως άξιζε τον κόπο και θα την αγαπούσε κι αυτός με τη σειρά του.
    Ως το σημείο τούτο, είναι φανερό πως ο Σερ Στέφεν θα ήταν ο κύριός της, και ό,τιδήποτε κι αν φανταζόταν ο Ρενέ, θα ήταν ο μόνος κύριός της, στη σωστή σχέση που ενώνει έναν κύριο με το σκλάβο.
    Δεν περίμενε κανέναν οίκτο, όμως δεν έπρεπε άραγε να περιμένει να του αποσπάσει κάποιο ερωτικό αίσθημα;
    Μισοξαπλωμένος στη μεγάλη πολυθρόνα, κοντά στη φωτιά, πριν την αναχώρηση του Ρενέ, την είχε αφήσει γυμνή, λέγοντάς της να περιμένει τις διαταγές του.

    Περίμενε δίχως να πει λέξη. Έπειτα σηκώθηκε και της είπε να τον ακολουθήσει.
    Πάντα γυμνή, με τα ψηλοτάκουνα πασούμια και τις μαύρες κάλτσες της, ανέβηκε πίσω απ΄ αυτόν την σκάλα, και μπήκε σ΄ ένα μικρό δωμάτιο, τόσο μικρό που δεν υπήρχε θέση παρά για ένα κρεββάτι σε μια γωνία, μια τουαλέτα και μια καρέκλα ανάμεσα από το κρεββάτι και το παράθυρο.
    Τούτο το μικρό δωμάτιο είχε πλάι ένα άλλο πολύ μεγαλύτερο – του Σερ Στέφεν. Και τα δυο μαζί είχαν ένα κοινό μπάνιο.

    Η Ο πλύθηκε και σκουπίστηκε – η πετσέτα παρουσίασε ένα μικρό ροζ λεκέ - , έβγαλε τα πασούμια και τις κάλτσες της και ξάπλωσε στα κρύα σεντόνια.
    Οι κουρτίνες του παραθύρου ήταν ανοιχτές, όμως έξω είχε πια σκοτεινιάσει.
    Πριν ακόμη κλείσει την πόρτα που επικοινωνούσε, η Ο ξαπλωμένη κιόλας, ο Σερ Στέφεν τη πλησίασε και της φίλησε την άκρη των δαχτύλων, καθώς είχε κάνει, όταν είχε κατέβει από το ταμπουρέ της, στο μπαρ, και την είχε συγχαρεί για το σιδερένιο της δαχτυλίδι.
    Έτσι, ενώ είχε χώσει μέσα της τα χέρια του και το φύλο του, είχε λεηλατήσει το υπογάστριό της και το στόμα της, δεν τολμούσε να βάλει τα χείλη του παρά στην άκρη των δαχτύλων της.
    Η Ο έκλαψε, κι αποκοιμήθηκε ως την αυγή.

    Την επομένη, λίγο πριν το μεσημέρι, ο σωφέρ του Σερ Στέφεν, ξαναπήγε την Ο στο σπίτι της. Στις δέκα είχε ξυπνήσει.
    Μια γυναίκα μιγάς της έφερε ένα φλυτζάνι καφέ, ετοίμασε το μπάνιο της και της έδωσε τα φορέματά της, εκτός βέβαια από τη γούνα της, τα γάντια της, και τη τσάντα της, που τα βρήκε στον σοφά του σαλονιού όταν κατέβηκε.
    Στο σαλόνι δεν ήταν κανείς, τα παραθυρόφυλλα και οι κουρτίνες ανοιχτά. Απέναντι από τον σοφά, φαινόταν ένας στενός κήπος πράσινος σαν ένα ενυδρείο, όπου υπήρχαν μόνο κισσοί και ου.
    Την ώρα που φορούσε το μαντώ της, η μιγάς της είπε πως ο Σερ Στέφεν είχε βγει και της είχε δώσει μια επιστολή, όπου, στο φάκελλο, υπήρχε μόνο το αρχικό της γράμμα.
    Έγραφε: «Ο Ρενέ τηλεφώνησε πως θα ΄ρθει στις έξι να σας πάρει από το στούντιο», με υπογραφή Σ, κι ένα υστερόγραφο: «Ο βούρδουλας θα είναι για την προσεχή επίσκεψή σας».

    Η Ο κοίταξε ολόγυρά της: πάνω στο τραπέζι, ανάμεσα από τις δυο πολυθρόνες, όπου την προηγούμενη είχαν καθίσει ο Σερ Στέφεν και ο Ρενέ, υπήρχε, κοντά σ΄ ένα μπολ με κίτρινα τριαντάφυλλα, ένας πολύ λεπτός και μακρύς βούρδουλας.
    Η υπηρέτρια την περίμενε στην πόρτα. Η Ο έβαλε το γράμμα στην τσέπη κι έφυγε.
    Είχε λοιπόν τηλεφωνήσει ο Ρενέ στον Σερ Στέφεν, κι όχι στην ίδια.
    Όταν γύρισε στο σπίτι της, αφού γδύθηκε και γευμάτισε, ντυμένη με τη ρόμπ ντέ σάμπρ της, είχε όλο το καιρό να φτιάξει το μακιγιάζ και τα μαλλιά της και να ξαναντυθεί για να πάει στο στούντιο όπου έπρεπε να βρίσκεται στις τρεις.

    Το τηλέφωνο δεν κουδούνισε, ο Ρενέ δεν την κάλεσε. Γιατί;
    Τι του είπε άραγε ο Σερ Στέφεν; Πως μιλήσανε γι΄ αυτήν;
    Θυμήθηκε τις λέξεις που είπαν οι δυο τους μπροστά της, συζητώντας με φυσικότητα για την ευκολία, την άνεση του κορμιού της, σε σχέση με τις απαιτήσεις των δικών τους κορμιών.
    Ίσως γιατί δεν είχε τη συνήθεια, στην αγγλική, του τέτοιου είδους λεξιλογίου. Όμως οι μόνες γαλλικές λέξεις που τις φαινόταν πως είχαν μια αντιστοιχία ήταν απόλυτα βρωμερές.
    Είναι αλήθεια πως είχε περάσει από τόσα χέρια όσα και οι πόρνες των οίκων ανοχής.
    Δεν μπορούσαν επομένως να της φερθούν διαφορετικά.
    «Σ΄ αγαπώ Ρενέ, σ΄ αγαπώ», επανελάμβανε, καλώντας τον χαμηλόφωνα μέσα στη μοναξιά του δωματίου της. Μη μ΄ αφήνεις, Θεέ μου, μη μ΄ αφήνεις».

    Ποιός θα είχε οίκτο για όσους περιμένουν;
    Εύκολα αναγνωρίζονται: από τη καλοσύνη τους, από το ψεύτικο προσεκτικό βλέμμα τους – προσεκτικό, ναι, αλλά σε κάτι άλλο από εκείνο που κοιτάζουν – στην απουσία τους.
    Τρεις ολόκληρες ώρες, μέσα στο στούντιο όπου πόζαρε μια κοπέλα, ένα κοκκινόμαλλο και παχουλό μανεκέν, άγνωστό της, υπήρξε αυτή η απούσα, αποσυρμένη στο εσωτερικό του εαυτού της, από την αγωνία να περάσουν γρήγορα τα λεπτά της ώρας και το άγχος.
    Πάνω από τη μπλούζα και ένα μεσοφόρι από κόκκινο μετάξι, είχε φορέσει μια σκωτσέζικη φούστα κι ένα κοντό δερμάτινο.

    Το κόκκινο της μπλούζας, κάτω από τη μισανοιγμένη ζακέτα, χλώμιαζε περισσότερο το χλωμό πρόσωπό της.
    Το μικρό μανεκέν της είπε πως είχε ένα μοιραίο ύφος.
    «Μοιραίο για ποιον;», διερωτήθηκε η Ο.
    Δυο χρόνια πριν – δεν είχε ακόμη γνωρίσει τον Ρενέ και δεν τον είχε αγαπήσει -, θα ορκιζόταν: «μοιραίο για τον Σερ Στέφεν», και θα έλεγε «θα δει τι θα πάθει».
    Όμως, ο έρωτάς της για τον Ρενέ και ο έρωτας του Ρενέ για εκείνη, της είχαν αφαιρέσει κάθε όπλο.
    Αντί να της φέρουν νέες αποδείξεις της ισχύος της, της αφαίρεσαν κι εκείνες που ως τώρα είχε.
    Aλλοτε αδιάφορη και παιχνιδιάρα, χαιρόταν να προκαλεί με μια λέξη ή μια χειρονομία τ΄ αγόρια που την ερωτεύονταν, όμως δίχως τίποτε να τους παραχωρεί, προσφέροντας τον εαυτό της από καπρίτσιο μια φορά, μια μόνη, για ν΄ ανταμοίψει, αλλά και για να φλογίσει περισσότερο, καθιστώντας σκληρότερο ένα πάθος που δεν το μοιραζόταν με κανέναν.

    Ήταν βεβαία πως την αγαπούσαν. Ένας απ΄ αυτούς θέλησε να σκοτωθεί.
    Όταν γύρισε γιατρεμένος από την κλινική όπου τον είχαν μεταφέρει, πήγε σπίτι του, ξεγυμνώθηκε, και απαγορεύοντάς του να την αγγίξει, ξάπλωσε στο ντιβάνι του.
    Περιδεής από πόθο και πόνο, την θαύμαζε δυο ολόκληρες ώρες σιωπηλά, πετρωμένος από την υπόσχεση που της είχε δώσει. Δεν θέλησε ποτέ να τον ξαναδεί.
    Όχι ότι πήρε επιπόλαια τον πόθο που ενέπνεε. Τον καταλάβαινε, ή νόμιζε πως τον καταλάβαινε, γιατί η ίδια αισθανόταν έναν ανάλογο πόθο (έτσι νόμιζε) για τις φίλες της ή για νεαρές άγνωστες γυναίκες.
    Μερικές υποχωρούσαν. Τις πήγαινε σε πολύ διακριτικά ξενοδοχεία, με στενούς διαδρόμους και χωρίσματα που τα διαπερνούσαν όλοι οι θόρυβοι. Aλλες τη διώχνανε με φρίκη.
    Όμως αυτό που το φανταζόταν σαν επιθυμία ήταν απλώς η επιθυμία της κατακτήσεως.

    Το ότι είχε τα φερσίματα ενός κακού αγοριού, αλλά και το ότι είχε μερικούς εραστές – αν μπορούσαν να λεχθούν εραστές – όμως και η σκληρότητά της, ακόμη και το θάρρος της, στάθηκαν ανώφελα όταν συνάντησε τον Ρενέ.
    Σε οχτώ ημέρες, έμαθε τι θα πει φόβος, αλλά και σιγουριά, άγχος, αλλά και ευτυχία.
    Ο Ρενέ όρμησε πάνω της καθώς ένας πειρατής πάνω σε μιαν αιχμάλωτη.
    Κι έγινε αιχμάλωτη ηδονικά, αισθανόμενη στους καρπούς, στους αστραγάλους της, σε όλα τα μέλη και στο πιο απόκρυφο μέρος του σώματος και της καρδιάς της, δέσιμο πιο αόρατο κι από τις λεπτότερες τρίχες, πιο ισχυρό κι από τα σύρματα που μ΄ αυτά οι Λιλλιπούτειοι είχαν δέσει τον Γκιούλιβερ, που ο εραστής της έσφιγγε ή χαλάρωνε μ΄ ένα του βλέμμα.
    Δεν είναι μήπως ελέυθερη; Α! δόξα σοι ο Θεός, δεν ήταν πια ελεύθερη.
    Όμως ήταν ανάλαφρη, θεά στα σύννεφα, ψάρι στο νερό, χαμένη από ευτυχία.

    Χαμένη γιατί τούτες οι λεπτές τρίχες, τα καλώδια αυτά, που τα κρατούσε όλα ο Ρενέ στα χέρια του, ήταν το μόνο δίκτυο δυνάμεων απ΄ όπου περνούσε στο εξής, μέσα της, το ρεύμα της ζωής.
    Κι ήταν τούτο τόσο αληθινό ώστε όταν ο Ρενέ χαλάρωνε το σφίξιμο – ή εκείνη έτσι φανταζόταν – όταν έλειπε, ή έφευγε δίνοντάς της την εντύπωση της αδιαφορίας, ή όταν δεν την έβλεπε ή δεν απαντούσε στα γράμματά της, ή πίστευε πως δεν ήθελε πια να την δει ή δεν θα την αγαπούσε πια, όλα την έπνιγαν μέσα της.
    Ασφυκτιούσε. Το χορτάρι γινόταν μαύρο, η ημέρα δεν ήταν πια η ημέρα, ούτε η νύχτα η νύχτα, αλλά μηχανές της κολάσεως όπου το φωτεινό διαδεχόταν το σκοτεινό και το δικό της μαρτύριο.
    Το δροσερό νερό της έφερνε ναυτία. Νόμιζε πως ήταν ένα άγαλμα από στάχτη, αηδιαστικό, ανώφελο και καταραμένο, σαν τα αγάλματα από αλάτι των Γομόρων. Γιατί ήταν ένοχη.

    Αυτοί που αγαπούν το Θεό, κι ο Θεός τους εγκαταλείπει μέσα στη σκοτεινή νύχτα, είναι ένοχοι, αφού έχουν εγκαταλειφθεί.
    Αναζητούν τα σφάλματά τους μέσα στη μνήμη τους.
    Αναζητούσε κι αυτή τα δικά της.
    Δεν εύρισκε παρά ασήμαντες παραχωρήσεις, πιο πολύ στις διαθέσεις της παρά στις πράξεις της, για τις επιθυμίες που ξυπνούσε σ΄ άλλους άντρες εκτός από τον Ρενέ, παρά μονάχα τόσο όσο και η ευτυχία που της χάριζε η αγάπη του Ρενέ, η βεβαιότητα οτί ανήκε στον Ρενέ, την γέμιζε, και, στην εγκατάλειψη του εαυτού της έναντι εκείνου, την καθιστούσε απρόσβλητη και ανεύθυνη, και όλες τις πράξεις της δίχως καμιά συνέπεια – όμως ποιες πράξεις;
    Γιατί δεν είχε να κατηγορήσει τον εαυτό της παρά για σκέψεις, και φευγαλέους πειρασμούς.
    Μολαταύτα, ήταν βέβαιο πως ένοιωθε ένοχη και πως ο Ρενέ, δίχως να το θέλει, την τιμωρούσε για ένα σφάλμα που δεν γνώριζε (αφού παρέμενε καθαρά εσωτερικό), αλλά που ο Σερ Στέφεν είχε αμέσως ανακαλύψει με ευκολία.

    Η Ο ήταν ευτυχισμένη γιατί ο Ρενέ έβαζε να την μαστιγώνουν και την εξέδιδε, γιατί η παθιασμένη υποταγή της θα έδινε στον εραστή της την απόδειξη ότι του ανήκε, αλλά και γιατί ο πόνος και η ντροπή του μαστιγίου, και η προσβολή εκείνων που την υποχρέωναν στην απόλαυση όταν την κατείχαν και ενώ χαιρόταν στη δική τους απόλαυση δίχως να λογαριάζουν τη δική της, της φαινόταν η ίδια η εξαγορά του δικού της σφάλματος.
    Υπήρχαν αγκαλιάσματα που της ήταν βρωμερά, χέρια που πάνω στα στήθη της αποτελούσαν μια ανυπόφορη βρισιά, στόματα που είχαν ρουφήξει τα χείλη της και τη γλώσσα της σαν μαλακές και απαίσιες βδέλλες, και γλώσσες και φύλα, ζώα γλειώδη, που χαϊδευόμενα στο κλειστό της στόμα, στο αυλάκι της που το κρατούσε όσο μπορούσε σφιγμένο, όλα τούτα την είχαν σκληρύνει από ανταρσία, για τόσο πολύ καιρό, ώστε το μαστίγιο ήταν κάτι παραπανίσιο για να την υποτάξει.
    Όμως σ΄ όλα τούτα είχε πια υποταγεί, με μιαν αηδία και μια φριχτή δουλοπρέπεια.

    Αν όμως παρά ταύτα είχε δίκιο ο Σερ Στέφεν; Αν της ήταν γλυκός ο εξευτελισμός της;
    Τότε, όσο πιο μεγάλη ήταν η ταπείνωσή της, τόσο περισσότερο ο Ρενέ ήταν μεγαλόψυχος δεχόμενος να μεταβάλει την Ο σε όργανο της απολαύσεως του.
    Όταν ήταν παιδί, είχε διαβάσει, με κόκκινα γράμματα πάνω στον άσπρο τοίχο ενός δωματίου, όπου έμεινε δυο μήνες στην Ουαλλία, ένα βιβλικό κείμενο, καθώς συνηθίζουν να γράφουν οι διαμαρτυρόμενοι στα σπίτια τους: «ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΜΕΡΟ ΝΑ ΠΕΦΤΕΙΣ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΖΩΝΤΟΣ ΘΕΟΥ».
    Όχι, έλεγε τώρα στον εαυτό της, δεν είναι αλήθεια. Αυτό που είναι τρομερό, είναι να σ΄ έχει πετάξει από τα χέρια του ο ζωντανός Θεός.
    Κάθε φορά που ο Ρενέ καθυστερούσε, ανέβαλε τη στιγμή που θα την έβλεπε, όπως είχε κάνει εκείνη την ημέρα, και αργούσε – γιατί πέρασαν οι έξι, και η εξήμιση – την Ο πολιορκούσε μάταια η τρέλλα και η απελπισία.
    Η τρέλλα για το τίποτε, η απελπισία για το τίποτε, τίποτε δεν ήταν αληθινό. Ο Ρενέ έφτανε, ήταν εκεί, δεν είχε αλλάξει, την αγαπούσε, όμως κάποιο διοικητικό συμβούλιο τον είχε κρατήσει ή μια πρόσθετη εργασία και δεν είχε τον καιρό να την ειδοποιήσει.
    Η Ο, με μιας, ανεδύετο από το θάλαμο της ασφυξίας της.

    Μολαταύτα κάθε μια από τις κρίσεις αυτές του τρόμου άφηνε στα βάθη του εαυτού της σαν ένα υπόκωφο προμήνυμα, μια προειδοποίηση δυστυχίας: γιατί ο Ρενέ πάλι ξεχνούσε να ειδοποιήσει, έστω κι αν επρόκειτο για παιχνίδι γκολφ ή μπριτζ ή ένα άλλο πρόσωπο.
    Βέβαια, αγαπούσε την Ο, όμως εκείνος ήταν ελεύθερος, βέβαιος γι΄ αυτήν και ο εαυτός του ανάλαφρος.
    Δεν θα ΄ρχόταν όμως μια μέρα θανάτου και στάχτης, μια μέρα ανάμεσα στις άλλες μέρες που θα δικαίωνε την τρέλλα της, όπου ο θάλαμος αερίων δεν θα ξανάνοιγε;
    Α! ας διαρκούσε το θαύμα, ας μην έσβυνε η χάρις! Ρενέ μη μ΄ εγκαταλείψεις!
    Η Ο δεν έβλεπε, και κάθε μέρα αρνιόταν στον εαυτό της να βλέπει πιο μακρυά από την επόμενη και την μεθεπόμενη, κάθε εβδομάδα πιο μακρυά από την επόμενη εβδομάδα. Και κάθε νύχτα που περνούσε με τον Ρενέ ήταν μια νύχτα για πάντα.

    Τέλος ο Ρενέ έφθασε στις εφτά, τόσο χαρούμενος που την ξανάβρισκε ώστε τη φίλησε μπροστά στον ηλεκτρολόγο που διόρθωνε έναν προβολέα, μπροστά στο κοκκινόμαλλο μανεκέν που έβγαινε από το δωμάτιο του μακιγιαρίσματος, και μπροστά στη Ζακελίν, που κανείς δεν περίμενε, και μπήκε ξαφνικά, πατώντας τα τακούνια της.
    «Είναι χαριτωμένο, είπε η Ζακελίν στην Ο. Περνούσα, ερχόμουν να σου ζητήσω τις τελευταίες φωτογραφίες, αλλά νομίζω πως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Φεύγω».
    – Δεσποινίς, σας παρακαλώ, φώναξε ο Ρενέ, δίχως ν΄ αφήσει την Ο που την κρατούσε από τη μέση. Δεσποινίς, μη φύγετε!». Η Ο σύστησε τον Ρενέ στη Ζακελίν και τη Ζακελίν στο Ρενέ.

    Το κοκκινόμαλλο μανεκέν πεισματωμένο κλείστηκε στο δωμάτιό του, κι ο ηλεκτρολόγος έκανε πως ήταν απασχολημένος.
    Η Ο κοίταζε τη Ζακελίν, και αισθανόταν τον Ρενέ που παρακολουθούσε το βλέμμα της.
    Η Ζακελίν φορούσε κουστούμι σκι, σαν κι αυτό που φορούν οι σταρ που δεν κάνουν σκι.
    Το μαύρο φόρεμα σημαδεύει τα μικρά και καθαρά χωρισμένα στήθη της και το στενό παντελόνι της τις μακρυές, ωραίες λευκές γάμπες της.
    Όλα της θύμιζαν το χιόνι: η γαλάζια ανταύγεια της ζακέτας της από γκρίζα φώκια ήταν σαν χιόνι στη σκιά.
    Η κρυστάλλινη ανταύγεια των μαλλιών και των βλεφάρων της: το χιόνι στον ήλιο.
    Είχε στα χείλη ένα κόκκινο που έμοιαζε με της παπαρούνας, και όταν χαμογέλασε και σήκωσε το βλέμμα στην Ο, η Ο είπε στον εαυτό της πως κανείς δεν θα μπορούσε ν΄ αντισταθεί στην επιθυμία να πιει από τούτο το πράσινο και κινούμενο νερό που ήταν κάτω από τα κρυστάλλινα βλέφαρα ή ν’ αφαιρέσει το φόρεμα για ν΄ ακουμπήσει τα χέρια πάνω στα πολύ μικρά στήθη.

    Να: μόλις γύρισε ο Ρενέ, μέσα στη βεβαιότητα της παρουσίας του, ξανάβρισκε τη χαρά των άλλων και του εαυτού της, καθώς και ολόκληρο τον κόσμο.
    Κατέβηκαν και οι τρεις. Οδός Ρουαγιάλ: το χιόνι έπεφτε πυκνό δυο ώρες συνέχεια και δεν στροβιλιζόταν παρά σαν να ήταν μικρές άσπρες μύγες που τους τσιμπούσαν στο πρόσωπο.
    Το αλάτι που είχε απλωθεί στο πεζοδρόμιο έτριζε κάτω από τις σόλες και διέλυε το χιόνι.
    Η Ο ένοιωσε την παγωμένη πνοή ν΄ ανεβαίνει, από τα πόδια της και να φθάνει ως τα γυμνά της μπούτια.
    Η Ο είχε μια αρκετά σαφή ιδέα το τι ζητούσε απ΄ τις νεαρές γυναίκες που κυνηγούσε.
    Όχι ότι ήθελε να δώσει την εντύπωση πως συναγωνιζόταν τους άντρες, ή να συμψηφίσει, με αρσενική συμπεριφορά, μια γυναικεία κατωτερότητα, που διόλου δεν την αισθανόταν.

    Είναι αλήθεια, πως στα είκοσί της χρόνια, ξαφνιαζόταν και η ίδια, όταν κάνοντας φλερτ στην πιο όμορφη από τις φιλενάδες της, έβγαζε το μπερέ της για να την χαιρετήσει, παραχωρόντας τη θέση της για να περάσει, και δίνοντας το χέρι της για να τη βοηθήσει να βγει από ένα ταξί.
    Επίσης, δεν ανεχόταν να μην πληρώσει όταν έπαιρναν μαζί το τσάι σ΄ ένα ζαχαροπλαστείο.
    Της φιλούσε το χέρι, ακόμη και το στόμα, στη μέση του δρόμου. Τούτα όμως ήταν μια συμπεριφορά επιτηδευμένη για να προκαλέσει σκάνδαλο, κάτι το παιδαριώδες, παρά καμωμένο από μια πεποίθηση.
    Αντίθετα, η ευχαρίστηση που ένοιωθε για τη γλυκύτητα των πολύ γλυκών βαμμένων χειλιών που υποχωρούσαν κάτω από τα δικά της, για τη λάμψη του σμάλτου, ή του μαργαριταριού των ματιών που μισοκλείνουν στο ημίφως των ντιβανιών, στις πέντε το απόγευμα, όταν κλείνονται οι κουρτίνες κι έχει αναφτεί η λάμπα πάνω στο τζάκι, για τις φωνές που λένε: ακόμη, αχ! σε παρακαλώ, ακόμη, για την επίμονη θαλάσσια οσμή που έμενε στα δάχτυλά της, τούτη η ευχαρίστηση ήταν πραγματική και βαθειά.

    Το ίδιο ζωηρή ήταν η χαρά που της έδινε το κυνηγητό. Πιθωνώς όχι για το ίδιο το κυνηγητό, όσο κι αν ήταν διασκεδαστικό ή γεμάτο πάθος, αλλά για την απόλυτη ελευθερία που απελάμβανε.
    Αυτή και μόνη αυτή, οδηγούσε το παιχνίδι (μ΄ έναν άντρα, τούτο γινόταν με πλάγιο τρόπο).
    Αυτή είχε την πρωτοβουλία των λέξεων, των ραντεβού, των φιλιών, τόσο που προτιμούσε να μην τη φιλούσαν πρώτα οι άλλοι.
    Από τότε που είχε εραστές, δεν ανεχόταν σχεδόν ποτέ να τη χαϊδέψει με τη σειρά της, το κορίτσι που αυτή χάιδευε.
    Όσο εκείνη βιαζόταν να κρατήσει γυμνή μπροστά στα μάτια της τη φίλη της, τόσο της φαινόταν μάταιο να γδυθεί η ίδια.
    Συχνά αναζητούσε αφορμές για να τ΄ αποφύγει, λέγοντας πως κρύωνε, πως δεν ένοιωθε καλά.
    Αλλωστε, ελάχιστες ήταν οι γυναίκες, που σ΄ αυτές να μην εύρισκε κάποιαν ομορφιά.
    Θυμόταν, πως μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο, θέλησε να παρασύρει ένα μικρό, άσχημο και αποκρουστικό κορίτσι, πάντα γκρινιάρικο, μόνο και μόνο γιατί είχε ξανθά μαλλιά που φωτοσκίαζαν, σε κακοκομμένες μες, ένα θαμπό δέρμα που ήταν, παρά ταύτα, λεπτό και ματ.

    Όμως η μικρή την είχε διώξει. Κι αν κάποτε η απόλαυση είχε φωτίσει τούτο το άχαρο πρόσωπο, δεν επρόκειτο για την Ο.
    Γιατί η Ο αγαπούσε με πάθος να βλέπει ν΄ απλώνεται πάνω στα πρόσωπα τούτη η άχνα που τα καθιστά τόσο γυαλιστερά και τόσο νέα.
    Με μια νεότητα εκτός χρόνου, που δεν φέρνει πίσω στην παιδική ηλικία, αλλά φουσκώνει τα χείλη, μεγαλώνει τα μάτια σαν ένα μακιγιάζ και καθιστά τις κόρες των ματιών ακτινοβολούσες και φωτεινές.
    Πιο πολύ βάραινε ο θαυμασμός από τον εγωϊσμό, γιατί δεν τη συγκινούσε το έργο της: στο Ρουσασσύ είχε δοκιμάσει την ίδια ταραχή μπροστά στο αναστατωμένο πρόσωπο μιας κοπέλας, που την απολάμβανε ένας άγνωστος.
    Η γύμνια, η εγκατάλειψη των σωμάτων, την αναστάτωναν, και της φαινόταν πως οι φίλες της της έκαναν ένα δώρο που η ίδια δεν θα μπορούσε ποτέ να προσφέρει το αντίστοιχο, αν έδιναν τη συγκατάθεσή τους να εμφανισθούν έστω και γυμνές σ΄ ένα κλειστό δωμάτιο.

    Γιατί, η γύμνια των διακοπών, στον ήλιο και στις πλαζ, την άφηνε αδιάφορη – όχι γιατί ήταν κάτι δημόσιο, αλλά γιατί όντας δημόσια και μη όντας απόλυτη, ήταν κατά κάποιο τρόπο προστατευμένη.
    Η ομορφιά των άλλων γυναικών που με μια σταθερή γενναιοφροσύνη είχε τη διάθεση να θεωρεί ανώτερη από τη δική της, την καθησύχαζε παρά ταύτα, ως προς τη δική της ομορφιά, την έβλεπε, κοιτάζοντας τον εαυτό της μέσα σε ασυνήθιστους καθρέφτες, σαν μια αντάυγεια της δικής τους ομορφιάς.
    Η επιρροή που ανεγνώριζε στις φίλες της επάνω στον εαυτό της ήταν ταυτόχρονα εγγύηση για τη δική της επιρροή πάνω στους άντρες. Κι αυτό που ζητούσε από τις γυναίκες (και δεν τους το ανταπέδιδε ή ελάχιστα), ήταν ευτυχισμένη και το ΄βρισκε φυσικό να της το ζητούν οι άντρες με τόσο πείσμα.
    Έτσι, ήταν μαζί και σταθερά συνένοχος των μεν και των δε, και κέρδιζε και στα δυο ταμπλώ. Υπήρχαν δύσκολα παιχνίδια.
    Το ότι η Ο ήταν ερωτευμένη με την Ζακελίν, ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο απ΄ ότι υπήρξε με πολλές άλλες, έστω κι αν παραδεχθούμε πως ο όρος ε ρ ω τ ε υ μ έ ν η (με κάποια υπερβολή) ήταν ο όρος που της ταίριαζε.
    Δεν γεννούσε καμιά αμφιβολία. Γιατί όμως δεν φανέρωνε κανένα σημάδι;

    Όταν τα μπουμπούκια σκάζουν στα δέντρα των λεωφόρων, και η μέρα, που αργεί να πεθάνει, επιτρέπει στους ερωτευμένους να κάθονται στους κήπους, όταν κλείνουν τα γραφεία, ενόμισε πως επιτέλους θ΄ αποκτούσε το θάρρος ν΄ αντιμετωπίσει την Ζακελίν τον χειμώνα.
    Της είχε φανεί πολύ θριαμβευτική, κάτω από τις καινούργιες γούνες της, πολύ λάμπουσα, ανέγγιχτη, απλησίαστη.
    Και το ήξερε. Η άνοιξη την έντυνε με ταγιέρ, με χαμηλά τακούνια, με ελαφρά φορέματα.
    Έμοιαζε, επιτέλους, με τα κοντά, ίσα κομμένα μαλλιά της, με τις γεμάτες θράσσος, δεκαεξάχρονες μαθήτριες γυμνασίου, που η Ο μαθήτρια κι αυτή, άρπαζε από τους καρπούς κι έσερνε σιωπηλά μέσα σε μιαν άδεια ιματιοθήκη κι έσπρωχνε προς τα κρεμασμένα παλτά.
    Τα παλτά έπεφταν από τα κρεμαστάρια τους και η Ο ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Φορούσαν όμοιόμορφες μπλούζες, βαμβακερές με τα αρχικά τους κεντημένα στο στήθος τους, με κόκκινη κλωστή.

    Πριν από τρία χρόνια, σε απόσταση τριών χιλιομέτρων, η Ζακελίν είχε, σε κάποιο άλλο γυμνάσιο, φορέσει τις ίδιες μπλούζες.
    Η Ο το ΄μαθε τυχαία, μια μέρα που η Ζακελίν πόζαρε για ρόμπες του σπιτιού, αναστενάζοντας πως, αν φορούσαν τόσο ωραίες ποδιές στο γυμνάσιο, θα αισθανόταν πιο ευτυχισμένη.
    Ή αν μπορούσαν να φορέσουν, δίχως τίποτε άλλο από κάτω, αυτές που τους επέβαλαν. «Πως δίχως τίποτε», είπε η Ο. «Χωρίς ρόμπα, να!», απήντησε η Ζακελίν.
    Και η Ο, στα λόγια τούτα κοκκίνησε. Δεν συνήθιζε να είναι γυμνή κάτω από το φόρεμά της και κάθε διφορούμενο λόγο τον νόμιζε πως είχε σχέση με το ντυσιμό της.

    Μάταια, έλεγε στον εαυτό της, πως πάντα είναι γυμνός κανείς κάτω από ένα φόρεμα.
    Όχι, αισθανόταν γυμνή σαν εκείνη την Ιταλίδα της Βερόνας που πήγαινε να προσφερθεί στον αρχηγό των πολιορκητών για να σώσει τη πόλη της: γυμνή κάτω από ένα μαντώ που αρκούσε να το μισανοίξεις.
    Της φαινόταν πως επρόκειτο να εξαγοράσει κάτι, καθώς η Ιταλίδα. Αλλά τι; Η Ζακελίν ήταν σίγουρη για τον εαυτό της και δεν χρειαζόταν τίποτε να εξαγοράσει.
    Δεν είχε ανάγκη να βεβαιωθεί για τίποτε. Της αρκούσε ένας καθρέφτης.
    Η Ο την κοίταζε ταπεινωμένη και σκεπτόταν πως δεν μπορούσε να της φέρει, αν ήθελε ν΄ αποφύγει τη ντροπή, παρά άνθη μανόλιας, γιατί τα παχειά και ματ πέταλά τους στριφογυρίζουν αργά όταν μαραίνονται, ή καμέλιες, γιατί μια ροζ λάμψη αναμιγνύεται κάποτε μέσα στη κερένια λευκότητά τους.
    Εφόσον απομακρυνόταν ο χειμώνας, η ελαφρά άχνα που χρύσωνε το δέρμα της Ζακελίν έσβυνε μαζί με την ανάμνηση του χιονιού.
    Σε λίγο, δεν θα της χρειαζόταν παρά καμέλιες. Όμως η Ο φοβήθηκε μήπως τη κοροϊδέψουν, με τούτα τα μελοδραματικά λουλούδια της.

    Μια μέρα έφερε ένα μπουκέτο από μπλε υάκινθους, που η μυρωδιά τους ζαλίζει το κεφάλι: βίαιο, πεισματικό άρωμα που θα έπρεπε, αλλά που δεν το έχουν οι καμέλιες.
    Η Ζακελίν έχωσε στα όρθια και δροσερά λουλούδια τη μογγολική μύτη της, τα χείλη της που ήταν βαμμένα, εδώ και δεκαπέντε μέρες ρόζ και όχι πια κόκκινα.
    Είπε: «είναι για μένα;» όπως κάνουν οι γυναίκες που όλος ο κόσμος τους προσφέρει δώρα όλη την ώρα. Έπειτα είπε ευχαριστώ και ρώτησε αν ο Ρενέ θα ΄ρχόταν να πάρει την Ο.
    Ναι, θα ΄ρχόταν, είπε η Ο. Θα ΄ρχόταν, επανέλαβε μέσα της. Και γι΄ αυτόν, η Ζακελίν, ψευτοακίνητη, ψευτοβουβή, θα σήκωνε για ένα δευτερόλεπτο τα σαν από παγωμένο νερό μάτια της, που ποτέ δεν κοίταζαν κατά πρόσωπο.
    Σ΄ εκείνην, κανείς δεν χρειαζόταν τίποτε να της μάθει: ούτε να σωπαίνει, ούτε ν΄ αφήνει τα χέρια ανοιχτά να κρέμονται, ούτε να μισογέρνει το κεφάλι.
    Η Ο πέθανε από την επιθυμία ν΄ αρπάξει στη χούφτα της τα τόσο φωτεινά μαλλιά, να γυρίσει προς τα πίσω το υπάκουο κεφάλι και ν΄ ακολουθήσει τουλάχιστον με το δάχτυλο τη γραμμή των βλεφάρων. Όμως θα το ήθελε και ο Ρενέ.

    Γνώριζε καλά γιατί άλλοτε ήταν τολμηρή και τώρα είχε γίνει τόσο δειλή.
    Γιατί εδώ και δυο μήνες, ποθούσε τη Ζακελίν χωρίς να τολμά να πει μια λέξη ή μια χειρονομία που να της το εξομολογείται, δίνοντας στον εαυτό της, κακούς λόγους για να εξηγήσει την επιφύλαξή της.
    Δεν ήταν αλήθεια πως η Ζακελίν μπορούσε να είναι ανέγγιχτη. Το εμπόδιο δεν βρισκόταν στη Ζακελίν, ήτο στην ίδια τηνκαρδιά της Ο, τέτοιο μάλιστα που δεν είχε συναντήσει όμοιό του.
    Κι ήταν επειδή ο Ρενέ την άφηνε ελεύθερη κι εκείνη μισούσε τη λεφτεριά της.
    Η λεφτεριά της την χώριζε από τον Ρενέ. Δέκα φορές θα μπορούσε, χωρίς καν να μιλήσει ν΄ αρπάξει τη Ζακελίν από τους ώμους, να την καρφώσει με τα δυο χέρια στον τοίχο όπως κάνουν σε μια πεταλούδα με μια καρφίτσα.

    Η Ζακελίν δεν θα σάλευε, κι ίσως ούτε καν θα χαμογελούσε. Όμως η Ο ήταν τώρα πια σαν τα άγρια θηρία που έχουν αιχμαλωτισθεί και που χρησιμοποιούνται σαν δόλωμα από τον κυνηγό ή που κυνηγούν για λογαριασμό του, και δεν ορμούν παρά αν τα διατάξει.
    Αυτή η ίδια είναι που κάποτε, χλωμή και τρεμάμενη, ακουμπούσε στον τοίχο, πεισματικά καρφωμένη από τη σιωπή της, δεμένη από τη σιωπή της, και τόσο ευτυχισμένη που σιωπούσε. Περίμενε κάτι καλύτερο από μιαν άδεια, αφού την άδεια την είχε.
    Περίμενε μια διαταγή. Δεν της δόθηκε από τον Ρενέ, αλλά από τον Σερ Στέφεν.

    Όσο περνούσαν οι μήνες, από τότε που ο Ρενέ την είχε δώσει στον Σερ Στέφεν, η Ο έβλεπε με τρόμο την αύξουσα σημασία που έπαιρνε αυτός στα μάτια του εραστού της.
    Αλλωστε, καταλάβαινε ταυτόχρονα που ίσως, σε τούτο το σημείο γελιόταν, φανταζόμενη μια πρόοδο στο γεγονός ή στο αίσθημα εκεί όπου δεν υπήρχε πρόοδος παρά στην αναγνώριση αυτού του γεγονότος ή στην ομολογία αυτού του αισθήματος.
    Πάντως γρήγορα παρατήρησε πως ο Ρενέ διάλεγε για να περάσει τις νύχτες μαζί της, εκείνες μονάχα τις νύχτες, που συνέχιζαν τις βραδιές όπου ο Σερ Στέφεν την πήγαινε (ο Σερ Στέφεν δεν την κρατούσε ως το πρωϊ παρά μονάχα όταν ο Ρενέ έλειπε από το Παρίσι).
    Είχε επίσης παρατηρήσει πως όταν ήταν παρών σε μια από αυτές τις βραδιές, δεν άγγιζε ποτέ την Ο, παρά μονάχα για να μπορεί καλύτερα να την προσφέρει στον Σερ Στέφεν και να την κρατά στη διάθεσή του, αν αυτή αντιδρούσε.

    Πολύ σπάνια παρέμενε και δεν παρέμενε ποτέ παρά μονάχα αν του ζητούσε ο Σερ Στέφεν. Τότε έμενε ντυμένος, όπως είχε κάνει την πρώτη φορά, σιωπηλός, ανάβοντας το ένα τσιγάρο πίσω από τ΄ άλλο, ρίχνοντας ξύλα στη φωτιά, βάζοντας να πει ο Σερ Στέφεν – ο ίδιος όμως δεν έπινε.
    Η Ο αισθανόταν πως την παρακολουθούσε καθώς ένας δαμαστής παρακολουθεί το ζώο που έχει δαμάσει προσεκτικός ώστε να τον τιμήσει με την τέλεια υπακοή του, πιότερο όμως καθώς στο πλευρό ενός πρίγκηπα ένας σωματοφύλακας, κοντά στον αρχηγό συμμορίας, ένας μπράβος παρακολουθεί μια πόρνη που πήγε ο ίδιος και τη βρήκε στο δρόμο.

    Η απόδειξη ότι υποχωρούσε έτσι σε μια κλίση υπηρέτη, ή συντρόφου, είναι ότι παρακολουθούσε πιότερο το πρόσωπο του Σερ Στέφεν παρά το δικό της – και η Ο αισθανόταν, κάτω από το βλέμμα του, σαν να της είχαν πάρει την ίδια την ηδονή όπου βυθιζόταν τα χαρακτηριστικά της: μετέφερε την τιμή, και τον θαυμασμό, ακόμη και την ευγνωμοσύνη, στον Σερ Στέφεν που τον είχε γεννήσει, ευτυχισμένο γιατί είχε συγκατατεθεί να ευχαριστηθεί από κάποιο πράγμα που του είχε δώσει.
    Βέβαια, όλα θα ήταν πολύ απλούστερα αν ο Σερ Στέφεν αγαπούσε τ΄ αγόρια και η Ο δεν αμφέβαλε ότι ο Ρενέ, που δεν τ΄ αγαπούσε, θα έδινε με πάθος στον Σερ Στέφεν τις πιο ασήμαντες και τις πιο απαιτητικές επιθυμίες του.
    Όμως ο Σερ Στέφεν δεν αγαπούσε παρά τις γυναίκες. Αντιλαμβανόταν πως κάτω από τα όσα προσέφερε και στους δυο το σώμα της, χαιρόταν και οι δυο τους κάτι το πιο μυστηριώδες και ίσως το πιο δυνατό από μιαν ερωτική κοινωνία, από μιαν ένωση που ακόμη και η διανόησή της της φαινόταν δύσκολη, αλλά που όμως δεν μπορούσε ν΄ αρνηθεί ούτε την πραγματικότητα ούτε τη δύναμη.
    Εν τούτοις, γιατί τούτο το μοίρασμα έπρεπε να ήταν κατά κάποιο τρόπο αφηρημένου χαρακτήρος;

    Στο Ρουασσύ, η Ο ανήκε, την ίδια στιγμή, στο ίδιο περιβάλλον, στον Ρενέ και σ΄ άλλους άντρες.
    Γιατί ο Ρενέ, παρόντος του Σερ Στέφεν απέφευγε όχι μονάχα να την απολαύσει, αλλά ακόμη και να της δώσει διαταγές; (Δεν έκανε ποτέ τίποτε άλλο παρά να διαβάζει τις διαταγές του Σερ Στέφεν). Του έθεσε το ερώτημα, βέβαια εκ των προτέρων για την απάντηση.
    «Από σεβασμό, απήντησε ο Ρενέ. –Όμως εγώ είμαι δική σου, είπε η Ο. –Ανήκεις π ρ ώ τ α στον Σερ Στέφεν».
    Και ήταν αλήθεια, τουλάχιστον με την έννοια ότι η εγκατάλειψη που έκανε ο Ρενέ της Ο προς τον φίλο του, ήταν απόλυτη, ότι και οι παραμικρές επιιθυμίες του Σερ Στέφεν που την αφορούσαν προηγούντο των αποφάσεων του Ρενέ ή πριν από τα δικά της αιτήματα.
    Αν π.χ. ο Ρενέ απεφάσιζε ότι θα γευμάτιζαν οι δυο τους, και θα πήγαιναν στο θέατρο, και μια ώρα πριν τηλεφωνούσε ο Σερ Στέφεν και ζητούσε την Ο, ο Ρενέ πήγαινε να την πάρει από το στούντιο όπως είχαν συμφωνήσει, αλλά για να την οδηγήσει ως τη πόρτα του Σερ Στέφεν και να την αφήσει εκεί.

    Μια φορά, μια μόνη φορά, η Ο είχε ζητήσει από τον Ρενέ να παρακαλέσει τον Σερ Στέφεν ν΄ αλλάξει μέρα, τόσο πολύ επιθυμούσε να συνοδεύσει τον Ρενέ σε μια διασκέδαση όπου επρόκειτο να πανε μαζί.
    Ο Ρενέ αρνήθηκε. «Μικρούλα μου, είπε, δεν κατάλαβες ακόμη, πως δεν ανήκεις πια στον εαυτό σου;
    Και πως ο κύριος που σ΄ έχει στη διάθεσή του δεν είμαι πια εγω;». Κι όχι μονάχα είχε αρνηθεί, αλλά και ειδοποίησε τον Σερ Στέφεν για τη παράκληση της Ο, και μπροστά της, τον παρακάλεσε να την τιμωρήσει αρκετά σκληρά ώστε να μη τολμήσει πια ούτε να διανοηθεί ότι είναι δυνατόν να ξεφύγει.
    «Βεβαίως», είχε απαντήσει ο Σερ Στέφεν. Ήταν στο μικρό οβάλ δωμάτιο, με πάτωμα από παρκέτο και που το μόνο του έπιπλο ήταν ένα μικρό μαύρο κομοδίνο σμαλτωμένο, που έβλεπε προς το μεγάλο μαύρο και κίτρινο σαλόνι.
    Ο Ρενέ δεν έμεινε παρά τρία λεπτά, όσα χρειαζόταν για να παραδώσει την Ο και ν΄ ακούσει την απάντηση του Σερ Στέφεν.
    Έπειτα τον χαιρέτησε με χειραψία, χαμογέλασε στην Ο κι έφυγε.

    Τον είδε από το παράθυρο να διασχίζει την αυλή.
    Δεν γύρισε πίσω του να δει. Ακουσε το χτύπημα της πόρτας του αυτοκινήτου, το ρόγχο του μοτέρ και είδε, σ΄ ένα μικρό καθρέφτη του τοίχου, την δική της εικόνα: ήταν άσπρη από απελπισία και φόβο.
    Έπειτα, μηχανικά, όταν επρόκειτο να περάσει μπροστά από τον Σερ Στέφεν, που της άνοιξε την πόρτα του σαλονιού και παραμέρισε, τον κοίταξε: ήταν τόσο χλωμός όσο κι εκείνη.
    Σαν αστραπή, πέρασε κι έσβυσε η βεβαιότητα ότι την αγαπούσε.
    Αν και δεν το πίστευε και κορόιδευε τον ίδιο τον εαυτό της, επειδή απλούστατα το είχε σκεφθεί, αναθάρρησε και γδύθηκε υπάκουα, μόνο με μια χειρονομία του.
    Τότε, και για πρώτη φορά από τότε που την έκανε να έρθει δυο ή τρεις φορές την εβδομάδα και την απελάμβανε δίχως βιασύνη, αφήνοντάς την να περιμένει γυμνή και μια ολόκληρη ώρα πριν την πλησιάσει, ακούγοντας τις ικεσίες της δίχως ποτέ ν΄ απαντήσει.

    Γιατί, κάποτε ικέτευε, επαναλαμβάνοντας τις ίδιες παρακλήσεις στις ίδιες στιγμές, σαν ένα τυπικό τελετουργίας, τόσο που γνώριζε πότε έπρεπε να τον χαϊδέψει το στόμα της, και πότε, γονατιστή, το κεφάλι χωμένο στο μετάξι του σοφά, δεν έπρεπε να του προσφέρει παρά τα οπίσθιά της, που τ΄ άρπαζε χωρίς πια να την πληγώνει, τόσο πολύ του είχε ανοιχτεί, για πρώτη φορά, παρά τον φόβο που την διέλυε – ή ίσως εξαιτίας αυτού του φόβου, παρά την απελπισία όπου την είχε ρίξει η προδοσία του Ρενέ, ίσως μάλιστα και εξαιτίας αυτής της απελπισίας – εγκατέλειψε στα χέρια του, ολοκληρωτικά, τον εαυτό της.
    Και για πρώτη φορά τόσο γλυκά ήταν τα μάτια της που φανέρωναν τη συγκατάθεσή της, όταν συναντούσαν τα φωτεινά καυτά μάτια του Σερ Στέφεν, που ξαφνικά, της μίλησε γαλλικά, στον ενικό: «Ο, θα σου βάλω ένα φίμωτρο, γιατί θα ήθελα να σε μαστιγώσω ώσπου να ματώσεις, της είπε.

    ΣΕΛΙΔΑ 10

    Μου επιτρέπεις; -Είμαι δική σας», είπε η Ο. Ήταν όρθια στη μέση του σαλονιού και με τα μπράτσα, σηκωμένα κι ενωμένα, που τα βραχιόλια του Ρουασσύ συγκρατούσαν από μιαν αλυσσιδίτσα στο ταβάνι απ΄ όπου άλλοτε κρεμόταν ένα πολύφωτο, πρόβαλλαν τα στήθη της.
    Ο Σερ Στέφεν τα χάιδεψε, έπειτα τα φίλησε, κατόπιν της φίλησε το στόμα, μια φορά, δέκα φορές (ποτέ άλλοτε δεν την είχε φιλήσει).
    Κι όταν της έβαλε το φίμωτρο, που γέμισε το στόμα της με τη γεύση δεμένου πανιού, που έσπρωξε τη γλώσσα στο βάθος του λάρυγγα, την άρπαξε μαλακά από τα μαλλιά. Λικνισμένη από την αλυσσίδα, τρίκλιζε πάνω στα γυμνά της πόδια.
    «Ο, συγχώρησέ με», ψιθύρισε (ποτέ δεν της είχε ζητήσει συγνώμη), έπειτα την άφησε, και τη χτύπησε.

    Όταν ο Ρενέ επέστρεψε στην Ο, περασμένα μεσάνυχτα, αφού πήγε μόνος στη διασκέδαση όπου επρόκειτο να πάνε μαζί, τη βρήκε ξαπλωμένη, τρεμάμενη μέσα στο άσπρο νάυλον της μακρυάς νυχτικιάς της.
    Ο Σερ Στέφεν την είχε φέρει και ο ίδιος την είχε βάλει στο κρεββάτι, αφού την ξαναφίλησε.
    Του το είπε. Του είπε ακόμη που δεν είχε πια σκοπό να μην υπακούσει στον Σερ Στέφεν, αντιλαμβανόμενη καλά πως ο Ρενέ θα συμπέρανε ότι του ήταν αναγκαίο, και σε εκείνην, γλυκό να τη χτυπούν (πράγμα που ήταν αληθινό, όμως όχι και η μόνη αιτία).
    Εξάλλου εκείνο για τον οποίον ήταν βέβαιη: πως ο Σερ Στέφεν ήταν εξίσου απαραίτητος στον Ρενέ όσο εκείνη στον Ρενέ.
    Όσο αποτροπιασμό αισθανόταν να τη χτυπήσει, τόσο του άρεσε να τη βλέπει να σφαδάζει και να την ακούει να φωνάζει.

    Μια και μόνη φορά, χρησιμοποίησε μπροστά του, ο Σερ Στέφεν, τον βούρδουλα επάνω της.
    Ο Ρενέ είχε σκύψει την Ο πάνω στο τραπέζι, και την είχε κρατήσει ακίνητη.
    Ίσως και να του χρειαζόταν περισσότερο η σκέψη πως όταν δεν ήταν μαζί της, όταν πήγαινε περίπατο, ή εργαζόταν, η Ο σφάδαζε, βογγούσε κι έκλαιγε κάτω από το μαστίγιο, ζητούσε τη χάρη του και δεν την είχε – και γνώριζε πως τούτος ο πόνος και τούτη η ταπείνωση της επεβάλετο από τη θέληση του εραστού που αυτή αγαπούσε και για τη δική του την ευχαρίστηση.
    Στο Ρουασσύ, είχε βάλει τους υπηρέτες να τη μαστιγώνουν.
    Στο πρόσωπο του Σερ Στέφεν, είχε βρει τον αυστηρό αφέντη που ο ίδιος δεν ήξερε αν είναι το γεγονός ότι ο άνθρωπος που θαύμαζε περισσότερο στον κόσμο, χαιρόταν μαζί της, κι έκανε τον κόπο να την καθιστά υπάκουη, μεγάλωνε το πάθος του Ρενέ γι΄ αυτήν.

    Κι αυτό η Ο το ΄βλεπε καθαρά. Όλα τα στόματα που είχαν φιλήσει το στόμα της, όλα τα χέρια που είχαν αρπάξει τα στήθη και το υπογάστριό της, και όλα τα φύλα που βυθίστηκαν μέσα της, και βεβαιώθηκαν τόσο απόλυτα ότι ήταν πόρνη, την είχαν ταυτόχρονα και κατά κάποιο τρόπο καθιερώσει.
    Τούτο όμως δεν ήταν τίποτε, στα μάτια του Ρενέ, μπροστά στην απόδειξη που προήρχετο από τον Σερ Στέφεν.
    Κάθε φορά που έφευγε από την αγκαλιά του, ο Ρενέ, αναζητούσε στο σώμα της, το σημάδι ενός Θεού.
    Η Ο ήξερε καλά πως αν πριν από λίγες ώρες την είχε προδώσει, ήταν για να προκαλέσει νέες αποδείξεις, σκληρότερες ακόμη.
    Γνώριζε επίσης, πως οι λόγοι για την πρόκλησή των, μπορούσαν να εξαφανιστούν, όμως ο Σερ Στέφεν δεν θα υποχωρούσε.

    Τόσο το χειρότερο (εκείνη σκεφτόταν: τόσο το καλύτερο).
    Ο Ρενέ, αναστατωμένος, κοίταζε για ώρα πολλή, το λεπτό σώμα όπου πλατειές μελιτζανιές βουρδουλιές σχημάτιζαν λοξά σχοινιά, στους ώμους, στη πλάτη, στα οπίσθια, στην κοιλιά και στα στήθια, που κάποτε διασταυρωνόταν.
    Εδώ κι εκεί, έσταζε λίγο αίμα. «Αχ! σ΄ αγαπώ», ψιθύρισε. Γδύθηκε με τρεμάμενα χέρια, έσβυσε το φως και ξάπλωσε κοντά στην Ο. Αναστέναζε μέσα στο σκοτάδι όλη την ώρα που την απελάμβανε.

    Οι βουρδουλιές, πάνω στο σώμα της Ο, χρειάσθηκε ένα μήνα για να σβύσουν.
    Μάλιστα, στα σημεία εκείνα όπου είχε σκάσει το δέρμα, διακρινόταν μια κάπως άσπρη γραμμή, σαν να ήταν ένα πολύ παλιό σημάδι, εγχειρήσεως. Θα μπορούσε όμως να τα λησμονήσει, αφού θα της τα θύμιζε η στάση του Ρενέ και του Σερ Στέφεν;
    Φυσικά, ο Ρενέ είχε ένα κλειδί του διαμερίσματος της Ο.

    Δεν σκέφθηκε να δώσει κι ένα στον Σερ Στέφεν, ίσως και γιατί ποτέ ως τότε, ο Σερ Στέφεν δεν εξεδήλωσε την επιθυμία να πάει στην Ο.
    Όμως το γεγονός ότι εκείνο το βράδυ, την συνόδευσε εκείνος εκεί, έκανε ξαφνικά τον Ρενέ να σκεφτεί πως ίσως τούτη τη πόρτα, που μόνο η Ο κι αυτός μπορούσαν ν΄ ανοίξουν, θα μπορούσε να θεωρηθεί από τον Σερ Στέφεν σαν ένα εμπόδιο, σαν ένα φράγμα ή σαν ένας σκόπιμος περιορισμός από μέρος του Ρενέ και θα ήτο γελοίο να του δώσει την Ο, δίχως να του δώσει ταύτοχρονα την ελευθερία να μπαίνει οποιαδήποτε ώρα στο σπίτι της.

    Έτσι, έκανε ένα κλειδί, το έδωσε στον Σερ Στέφεν, και δεν ειδοποίησε την Ο παρά μονάχα όταν ο Σερ Στέφεν το δέχτηκε.
    Εκείνη δεν σκέφθηκε καν να διαμαρτυρηθεί και διαπίστωσε γρήγορα πως έβρισκε μιαν ακατανόητη γαλήνη, μέσα στην αναμονή του ερχομού του Σερ Στέφεν.
    Περίμενε πολύ, διερωτώμενη αν θα την ξάφνιαζε μέσα στη νύχτα, αν θα επωφελείτο μιας απουσίας του Ρενέ, αν θα ΄ρχόταν μόνος του, ή κι αν δεν θα ΄ρχόταν καθόλου.

    Δεν τολμούσε να μιλήσει γι΄ αυτό στον Ρενέ.
    Ένα πρωϊ, όπου κατά τύχη, η υπηρέτρια έλειπε κι εκείνη είχε σηκωθεί νωρίτερα από τη συνήθειά της και στις δέκα, ντυμένη, ετοιμαζόταν να βγει, άκουσε ένα κλειδί να γυρίζει στην κλειδαριά και όρμησε φωνάζοντας: «Ρενέ» (γιατί ο Ρενέ ερχόταν κάποτε έτσι, και δεν σκεφτόταν παρά αυτόν).
    Ήταν ο Σερ Στέφεν, που χαμογέλασε, και της είπε: «Ε, λοιπόν! ας καλέσουμε τον Ρενέ».
    Όμως ο Ρενέ, απησχολημένος στο γραφείο του από ένα επαγγελματικό ραντεβού, δεν θα γύριζε παρά έπειτα από μια ώρα.
    Η Ο, που ένοιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά μέσα στο στήθος της (και διερωτάτο γιατί), κοίταζε τον Σερ Στέφεν και ξαναβάζει στη θέση το ακουστικό.
    Την έβαλε να καθίσει στο κρεββάτι, της πήρε το κεφάλι ανάμεσα στα δυο του χέρια και της άνοιξε το στόμα για να την φιλήσει. Τόσο δυνατά τη φίλησε που έχασε την ανάσα της, ζαλίσθηκε και θα ΄πεφτε αν δεν τη συγκρατούσε.

    Όμως τη συγκράτησε και την ανασήκωσε. Δεν καταλάβαινε γιατί μια τέτοια ταραχή, ένα τέτοιο άγχος της έσφιγγαν το λαιμό. Γιατί, τι επιτέλους είχε να φοβηθεί από τον Σερ Στέφεν, που να μην το είχε δοκιμάσει;
    Την παρακάλεσε να παραμείνει γυμνή και την έβλεπε να τον υπακούει, δίχως να πει λέξη.
    Δεν είχε μήπως τη συνήθεια να παραμένει γυμνή κάτω από το βλέμμα του, καθώς είχε και τη συνήθεια της σιωπής του, καθώς είχε και τη συνήθεια να περιμένει τις αποφάσεις για την απόλαυσή του;
    Αναγκάσθηκε, μέσα της, ν΄ αναγνωρίσει ότι αυταπατάτο κι αν ήταν αναστατωμένη, από τον τόπο και την ώρα, από το γεγονός ότι σε τούτο το δωμάτιο, δεν βρέθηκε ποτέ γυμνή παρά μονάχα για τον Ρενέ, ο ουσιαστικός λόγος για την ταραχή της παρέμενε πάντα ο ίδιος: το ότι είχε πάψει πια η ίδια να είναι κάτοχος του εαυτού της.
    Η μόνη διαφορά είναι ότι αυτή η μη κατοχή της γινόταν πιο αισθητή από το γεγονός ότι τούτο δεν συνέβαινε σ΄ ένα μέρος όπου πήγαινε να την υποστεί κατά κάποιο τρόπο, ούτε και τη νύχτα, συμμετέχοντας έτσι σ΄ ένα όνειρο ή σε μια κρυφή ζωή, σε σχέση με τη διάρκεια της ημέρας, καθώς στο Ρουασσύ ήταν σε σχέση με τη διάρκεια της ζωής της με τον Ρενέ.

    Το δυνατό φως ενός μαγιάτικου πρωϊνού παρέδιδε το κρυφό στη δημοσιότητα: στο εξής η πραγματικότητα της νύχτας και η πραγματικότητα της ημέρας θα ήταν η ίδια πραγματικότητα.
    Στο εξής – και η Ο σκεφτόταν: επιτέλους.
    Απ΄ αυτό, αναμφίβολα γεννιόταν η παράξενη σιγουριά, ανάμικτη με τρόμο, που σ΄ αυτήν ένοιωθε πως είχε εγκαταλειφθεί και προαισθανθεί δίχως να την καταλαβαίνει.
    Στο εξής, δεν θα υπήρχε πια χάσμα, χρόνος νεκρός, αναστολή. Αυτόν που περιμένουν, επειδή τον περιμένουν, είναι ήδη παρών, ήδη κύριος, αφέντης.
    Ο Σερ Στέφεν ήταν ένας αφέντης διαφορετικά απαιτητικός, όμως διαφορετικά σταθερός, από τον Ρενέ.
    Κι όσο κι αν η Ο αγαπούσε με πάθος τον Ρενέ κι εκείνος εκείνη, υπήρχε ανάμεσά τους ένα είδος ισότητας (έστω κι αν επρόκειτο για μια ισότητα ηλικίας), που εξουδετέρωνε μέσα της το αίσθημα της υπακοής, τη συνείδηση της υποταγής.
    Αυτό που της ζητούσαν, το ήθελε και η ίδια αμέσως, μόνο και μόνο γιατί της το ζητούσαν.

    Θα ΄λεγε όμως κανείς πως της είχε μεταβιβάσει, έναντι του Σερ Στέφεν, τον δικό του θαυμασμό, τον δικό του σεβασμό. Υπάκουε στις διαταγές του Σερ Στέφεν γι΄ αυτές τις ίδιες τις διαταγές σαν διαταγές, και του ήταν ευγνώμων γιατί τις έδινε σ΄ αυτήν.
    Είτε της μιλούσε γαλλικά, είτε αγγλικά, είτε στον ενικό, είτε στον πληθυντικό, δεν τον αποκαλούσε παρά Σερ Στέφεν, σαν μια ξένη ή σαν μια υπηρέτρια.
    Θεωρούσε πως η λέξη «Κύριος» θα ταίριαζε καλύτερα, αν είχε τολμήσει να το προφέρει, καθώς ταίριαζε σ΄ αυτήν η λέξη σκλάβα. Κι αναλογιζόταν επίσης πως όλα ήταν καλά, αφού ο Ρενέ ήταν ευτυχισμένος ν΄ αγαπά τη σκλάβα του Σερ Στέφεν.

    Έτσι, με τα ρούχα της στην άκρη του κρεββατιού, φορώντας τα ψηλοτάκουνα πασούμια, περίμενε με χαμηλωμένα τα μάτια, μπροστά στον Σερ Στέφεν, που ακουμπούσε στο παράθυρο.
    Ο λαμπρός ήλιος διέσχιζε τις από μουσελίνα κουρτίνες, και, ζεστός πια, της θέρμαινε το γοφό.
    Η Ο δεν αναζητούσε ένα στήριγμα, όμως γρήγορα πέρασε από το νου της, πως έπρεπε να είχε βάλει περισσότερο άρωμα, πως δεν είχε βάλει χρώμα στην άκρη των στηθιών της, και ότι ευτυχώς που φορούσε τα πασούμια της, γιατί το βερνίκι των νυχιών της είχε αρχίσει να ξεφτάει.
    Έπειτα, ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως αυτό που πραγματικά ζητούσαν απ΄ αυτήν μέσα σε τούτη τη σιωπή, μέσα σ΄ αυτό το φως, και δεν τ΄ ομολογούσε στον εαυτό της, ήταν ότι θα της έκανε νεύμα ο Σερ Στέφεν ή θα την διέταζε να γονατίσει μπροστά του, να τον γδύσει και να τον χαϊδέψει.
    Όμως όχι. Έγινε κατακκόκινη, στη σκέψη ότι τούτα τα είχε μόνο αυτή σκεφθεί και, ταυτόχρονα κοκκίνιζε, γιατί θεωρούσε τον εαυτό της γελοίο γιατί είχε κοκκινήσει: τόση σεμνοτυφία σε μια πόρνη!

    Τη στιγμή ακριβώς εκείνη, ο Σερ Στέφεν παρακάλεσε την Ο να καθίσει μπροστά στη τουαλέτα της και να τον ακούσει.
    Η τουαλέτα δεν ήταν ακριβώς μια τουαλέτα. Κοντά σ΄ ένα χαμηλό τραπέζι στον τοίχο, όπου υπήρχαν βούρτσες και μπουκαλάκια, ήταν ένας μεγάλος καθρέφτης παλιάς εποχής όπου καθίμενη η Ο, σε μια μικρή πολυθρόνα, μπορούσε και κοιταζόταν ολόκληρη.
    Ο Σερ Στέφεν, μιλώντας της, πηγαινοερχότανε πίσω της. Η αντάυγεια του διέσχιζε κάθε τόσο το κρύσταλλο πίσω από την εικόνα της Ο, όμως μια ανταύγεια που φαινόταν μακρινή, γιατί η αντανάκλαση του καθρέφτη ήταν πρασινωπή, και κάπως θολή.
    Η Ο, με λυτά τα χέρια και ανοιχτά τα γόνατα, θα ήθελε να πιάσει την ανταύγεια, να την συγκρατήσει, για ν΄ απαντήσει ευκολότερα. Γιατί ο Σερ Στέφεν, σε σταράτα αγγλικά, έκανε ερώτηση πάνω στην ερώτηση, τις πιο απίθανες που θα μπορούσε να φανταστεί η Ο, αν υποθέσουμε πως θα έθετε ποτέ ερωτήσεις.

    Εν τούτοις, μόλις είχε αρχίσει, διέκοψε κι έριξε την Ο στην πολυθρόνα, κάνοντάς την να γλυστρήσει προς τα εμπρός με το αριστερό της πόδι σηκωμένο πάνω στην πολυθρόνα, και τ΄ άλλο ελαφρά λυγισμένο.
    Η Ο, λουσμένη από φως, προσφερόταν τότε μέσα στον καθρέφτη στα δικά της βλέμματα και στα βλέμματα του Σερ Στέφεν, τόσο τέλεια ανοιχτή σαν ένας αόρατος εραστής μόλις να είχε τραβηχτεί απ΄ αυτήν για να την αφήσει μισανοιγμένη.
    Ο Σερ Στέφεν επανέλαβε τις ερωτήσεις του, με μια σταθερότητα δικαστού, με μια δεξιοτεχνία εξομολογητού.
    Η Ο δεν τον έβλεπε να μιλάει, έβλεπε όμως τον εαυτό της που απαντούσε.
    Αν, από τότε που επέστρεψε από το Ρουασσύ, ανήκε σε άλλους άντρες εκτός από τον Ρενέ κι απ΄ αυτόν; Όχι.
    Αν επεθύμησε ν΄ ανήκει σε άλλους που είχε συναντήσει; Όχι. Αν είχε φίλες που αφέθηκε να χαϊδευτεί απ΄ αυτές ή και χάιδεψε;
    Όχι (το ό χ ι ήταν περισσότερο διστακτικό).

    Όμως φίλες που να είχε επιθυμήσει;
    Ναι, λοιπόν, την Ζακελίν, εκτός από του ότι δεν ήταν ακριβώς φίλη της.
    Σύντροφος, θα ήταν πιο σωστό, ή φιλενάδα, καθώς τα καλοαναθρεμμένα κορίτσια προσφωνούν το ένα τ΄ άλλο, στα αξιοπρεπή οικοτροφεία. Στο σημείο τούτο, ο Σερ Στέφεν την ρώτησε αν είχε φωτογραφίες της Ζακελίν, και τη βοήθησε να σηκωθεί για να πάει να τις φέρει.
    Ο Ρενέ, λαχανιασμένος, γιατί ανέβηκε τρέχοντας τα τέσσερα πατώματα, τους βρήκε στο σαλόνι: η Ο ήταν όρθια μπροστά σ΄ ένα μεγάλο τραπέζι όπου έλαμπαν, άσπρες και μαύρες, σαν νερά μέσα στη νύχτα, όλες οι εικόνες της Ζακελίν.

    Ο Σερ Στέφεν, μισοκαθισμένος στο τραπέζι, τις έπαιρνε μία-μία, καθώς του τις έδινε η Ο, και τις άφηνε στο τραπέζι.
    Με το άλλο χέρι, κρατούσε την Ο από το υπογάστριο. Από εκείνη τη στιγμή, ο Σερ Στέφεν, που χωρίς να την αφήσει είπε καλημέρα στον Ρενέ, αισθανόταν μάλιστα ότι βύθιζε βαθύτερα το χέρι του – δεν απευθύνθηκε πια σ΄ αυτήν αλλά στον Ρενέ.
    Η αφορμή της φάνηκε καθαρά: ο Ρενέ ήταν παρών, η συμφωνία ανάμεσα στον Σερ Στέφεν και σ΄ εκείνον την αφορούσε, αλλά δίχως να ερωτηθεί η ίδια, γιατί δεν ήταν παρά η ευκαιρία ή το αντικείμενο.
    Δεν υπήρχε επομένως λόγος να ερωτηθεί, δεν είχε τι ν΄ απαντήσει, γιατί αυτό που έπρεπε να κάνει, και μάλιστα αυτό που έπρεπε να είναι, το απεφάσιζαν δίχως αυτήν.

    Πλησίαζε μεσημέρι. Ο ήλιος, καθώς έπεφτε κάθετα στο τραπέζι, δίπλωνε την άκρη των φωτογραφιών.
    Η Ο θέλησε να τις μετακινήσει, μη τυχόν και χαλάσουν, αβέβαιη στις κινήσεις της, έτοιμη να βογγήξει, τόσο την έκαψε το χέρι του Σερ Στέφεν.
    Δεν το κατόρθωσε, αναστέναξε και ξαναβρέθηκε ξαπλωμένη ανάσκελα στα λοξά του τραπεζιού, ανάμεσα στις φωτογραφίες, όπου ο Σερ Στέφεν, αφήνοντάς την, την είχε απότομα ρίξει, με τα πόδια ανοιχτά και κρεμασμένα.
    Τα πόδια της δεν ακουμπούσαν στη γη.
    Ένα από τα πασούμια της της ξέφυγε, γλύστρησε δίχως θόρυβο πάνω στο άσπρο χαλί.
    Το πρόσωπό της το χτυπούσε ο ήλιος: έκλεισε τα μάτια.

    Επρόκειτο να θυμηθεί, όμως πολύ αργότερα – αν και την ώρα εκείνη δεν της έκανε εντύπωση, ότι παρακολούθησε το διάλογο ανάμεσα στον Σερ Στέφεν και τον Ρενέ, έτσι ξαπλωμένη, σαν κάτι που δεν την αφορούσε, αλλά και ταυτόχρονα σαν ένα γεγονός που το είχε ζήσει.
    Κι ήταν αλήθεια ότι είχε ήδη ζήσει, μια παρόμοια σκηνή: αφού την πρώτη φορά που ο Ρενέ την είχε πάει στον Σερ Στέφεν, είχαν συζητήσει γι΄ αυτήν με τον ίδιο τρόπο.
    Όμως την πρώτη εκείνη φορά, ήταν άγνωστη στον Σερ Στέφεν, και από τους δυο τους, ο Ρενέ μιλούσε περισσότερο.
    Από τότε ο Σερ Στέφεν την είχε υποτάξει σ΄ όλα του τα καπρίτσια, την είχε πλάσει στα μέτρα του, είχε απαιτήσει και πετύχει απ΄ αυτήν, σαν κάτι αυτονόητο, τις πιο εξευτελιστικές παραχωρήσεις. Δεν είχε πια τίποτε να δώσει που να μην το είχε ήδη πάρει. Έτσι τουλάχιστον πίστευε.
    Μιλόυσε, εκείνος, συνήθως σιωπηλός μπροστά της, και τα λόγια, καθώς του Ρενέ όταν ο Ρενέ απαντούσε, φανέρωναν πως συνέχιζαν μια συνομιλία που συχνά είχαν μεταξύ τους και που θέμα της ήταν η ίδια.

    Επρόκειτο για το τι μπορούσαν να ωφεληθούν απ΄ αυτήν, και να καταστήσουν κοινό αυτό που η κοινή χρήση θα μάθαινε στον καθένα τους χωριστά.
    Ο Σερ Στέφεν ανεγνώρισε πως η Ο ήταν απείρως πιο συγκλονιστική όταν το σώμα της έφερε σημάδια, οποιαδήποτε κι αν ήταν, έστω κι αν τούτα τα σημάδια σήμαιναν ότι δεν μπορούσε να τους ξεγελάσει, και φανέρωναν μόλις τα ΄βλεπαν πως όλα ήταν επιτρεπτά ως προς το άτομό της.
    Γιατί, το να ξέρεις είναι ένα πράγμα: να βλέπεις την απόδειξη, που συνεχώς ν΄ ανανεώνεται είναι άλλο πράγμα. «Ο Ρενέ, είπε ο Σερ Στέφεν, είχε δίκιο επιθυμώντας να μαστιγωθείς».
    Απεφάσισαν πως έτσι θα γινόταν, ανεξάρτητα από την ευχαρίστηση που θα δοκίμαζαν στις φωνές και στα δάκρυά της, τόσο συχνά όσο θα χρειαζόταν ώστε να παραμείνει διαρκώς κάποιο ίχνος επάνω της.
    Η Ο άκουγε πάντα ξαπλωμένη και καυτερή, ακίνητη, και της φαινόταν πως ο Σερ Στέφεν, από μια περίεργη υποκατάσταση μιλούσε για λογαριασμό της, και στη θέση της.
    Σαν να ήταν αυτός ο ίδιος, μέσα στο δικό της σώμα, που θα είχε αισθανθεί την ανησυχία, το άγχος, τη ντροπή, αλλ΄ ακόμη και την κρυφή υπερηφάνεια και την οδυνηρή απόλαυση που δοκίμαζε, ιδιαίτερα όταν ήταν μόνη ανάμεσα από διαβάτες, στο δρόμο, ή ανέβαινε σε λεωφορείο, ή όταν βρισκόταν στο στούντιο, με τα μανεκέν και τους μηχανικούς, λέγοντας στον εαυτό της πως οποιαδήποτε από τούτα τα όντα που αντίκρυζε, αν του συνέβαινε κάποιο ατύχημα και θα ΄πρεπε να το ξαπλώσουν κατά γης ή να φωνάξουν ένα γιατρό, θα κρατούσε έστω και λιποθυμισμένο και γυμνό, το μυστικό του.
    Η ίδια όμως όχι: το μυστικό της δεν το εξαρτούσε μονάχα από τη σιωπή της, από αυτήν την ίδια. Δεν μπορούσε, κι αν ακόμη το ήθελε να επιτρέψει στον εαυτό της το παραμικρό καπρίτσιο – και τέτοια ήταν η σημασία μιας από τις ερωτήσεις του Σερ Στέφεν – χωρίς να ομολογήσει αμέσως, η ίδια στον εαυτό της, πως δεν μπορούσε να κάνει και τις πλέον αθώες πράξεις, να παίξει τέννις ή να κολυμπήσει.
    Την ευχαριστούσε το ότι της ήταν, υλικά, απαγορευμένο, καθώς ο φράχτης του μοναστηριού απαγορεύει, υλικά, στις κοπέλες ν΄ ανήκουν στον εαυτό τους και να δραπετεύσουν. Και για τον ίδιο λόγο, πως να δοκιμάσει την πιθανότητα ότι η Ζακελίν, δεν θα την αποστρεφόταν δίχως ταυτόχρονα να κινδυνεύει να εξηγήσει στη Ζακελίν, αν όχι την αλήθεια, τουλάχιστον ένα μέρος της αλήθειας;
    Ο ήλιος έπαψε να φωτίζει το πρόσωπό της. Οι ώμοι της κολλούσαν πάνω στη γυαλιστερή επιφάνεια των φωτογραφιών που πάνω τους ήταν ξαπλωμένη και αισθανόταν στο γόνατό της αδρή την άκρη του σακακιού του Σερ Στέφεν που την είχε πλησιάσει.
    Ο Ρενέ κι εκείνος, της έπιασαν ο καθένας από ένα χέρι και την σήκωσαν. Ο Ρενέ σήκωσε το πασούμι της. Έπρεπε να ντυθεί.

    Κατά το γεύμα που έγινε στο Σαίν-Κλού, κοντά στο Σηκουάνα, ο Σερ Στέφεν, που είχε μείνει μόνος, μαζί της, ξανάρχισε να την ρωτά.
    Κοντά σ΄ ένα φράχτη από λουλούδια που τον ξεχώριζε η σκιερή πλατεία όπου ήταν αραδιασμένα τα τραπέζια του εστιατορίου, με άσπρα τραπεζομάντηλα, υπήρχε κι ένα παρτέρι, από μισοανοιγμένες, σκουροκόκκινες παπαρούνες.
    Η Ο χρειάστηκε αρκετή ώρα για να ξαναζεσταθεί, γιατί τα γυμνά της μπούτια, ακουμπούσαν πάνω στη σιδερένια καρέκλα.
    Υπάκουη, κάθισε, ανασηκώνοντας τη φούστα πριν της κάνει νεύμα ο Σερ Στέφεν.
    Ακουγόταν το πάφλασμα του νερού στις βάρκες που ήταν δεμένες σε μια ξύλινη πλατφόρμα στην άκρη της πλατείας.
    Ο Σερ Στέφεν καθόταν απέναντι από την Ο, που μιλούσε αργά και αποφασισμένη να μην πει καμιά λέξη που να μην είναι αληθινή.
    Αυτό που ήθελε να ξέρει ο Σερ Στέφεν, το γιατί της άρεσε η Ζακελίν.

    Αχ! δεν ήταν δύσκολο: ήταν πάρα πολύ ωραία για την Ο, καθώς οι κούκλες, που είναι στο μπόι των φτωχών παιδιών κι εκείνα δεν τολμούν ποτέ να τις αγγίξουν. Και, ταυτόχρονα, ήξερε καλά πως αν δε της μιλούσε, και δεν την πλησίαζε, είναι γιατί, στ΄ αλήθεια, δεν το επιθυμούσε.
    Εκείνη τότε ανασήκωσε τα μάτια της που ως εκείνη τη στιγμή τα κρατούσε χαμηλωμένα προς τις παπαρούνες και αντελήφθηκε ότι ο Σερ Στέφεν κοίταζε προσεκτικά τα χείλη της.
    Την άκουγε άραγε ή πρόσεχε μονάχα τον τόνο της φωνής της, τη κίνηση των χειλιών της;
    Κι αυτό που διάβασε τούτη τη φορά ήταν τόσο καθάριο, και ήταν τόσο καθάριο γι΄ αυτόν το ότι είχε καλά διαβάσει, ώστε ήρθε η σειρά του να χλωμιάσει.
    Αν την αγαπούσε, θα της συγχωρούσε άραγε, το ότι το είχε αντιληφθεί; Δεν μπορούσε ούτε ν΄ αποτραβήξει το βλέμμα της, ούτε να χαμογελάσει, ούτε να μιλήσει.
    Αν την αγαπούσε τι θα είχε αλλάξει; θα την είχαν απειλήσει με θάνατο, θα έμενε ανίκανη για μια οποιαδήποτε κίνηση, ανίκανη να φύγει.
    Τα γόνατά της δεν θα τη σήκωναν. Βέβαια δεν θα ζητούσε πότε από αυτήν παρά την υποταγή στην επιθυμία του, όσο θα διαρκούσε η επιθυμία του.
    Aραγε όμως ήταν η επιθυμία που, από την ημέρα που ο Ρενέ του την είχε παραχωρήσει θα αρκούσε για να εξηγήσει ότι την απαιτούσε και την κρατούσε όλο και περισσότερο, και κάποτε μόνο για την ίδια της την παρουσία και δίχως τίποτα να της ζητά; Ήταν μπροστά της, σιωπηλός και ακίνητος, καθώς κι εκείνη. Έμποροι, στο διπλανό τραπέζι συζητούσαν πίνοντας ένα μαύρο καφέ τόσο δυνατό που το άρωμά του έφθανε ως το δικό τους τραπέζι.
    Δυο αμερικανίδες περιφρονητικές και περιποιημένες, ανάβαν τα τσιγάρα τους στη μέση του φαγητού τους.
    Η άμμος έτριζε κάτω από τα βήματα των γκαρσονιών – το ένα από αυτά προχώρησε για να γεμίσει το ποτήρι του Σερ Στέφεν, άδειο κατά τα τρία τέταρτα.
    Όμως πως μπορούσε να πιει ένα άγαλμα, ένας υπνοβάτης; Δεν επέμενε. Η Ο αισθάνθηκε με ηδονή πως αν το γκρίζο και καυτό βλέμμα του έφευγε από τα μάτια της, ήταν για να προσκοληθεί στα χέρια της, στα στήθη της, για να ξαναγυρίσει στα μάτια της.

    Είδε να γεννιέται, τέλος, μια σκιά χαμόγελου και ετόλμησε ν΄ ανταποκριθεί σ΄ αυτό.
    Αδύνατον όμως ν΄ απαντήσει έστω και με μια λέξη.
    Μόλις που ανέπνεε. «Ο... αυτό που θα σου πω, το απεφάσισα με τον Ρενέ.
    Κι εγώ επίσης...», και διέκοψε. Η Ο δεν έμαθε ποτέ αν ήταν επειδή είχε κλείσει τα μάτια της από έκπληξη, ή, γιατί, και στον ίδιο, έλειπε η ανάσα.
    Περίμενε. Το γκαρσόνι άλλαζε τα πιάτα, έφερνε στην Ο το μενού να διαλέξει το επιδόρπιο.
    Η Ο το έδωσε στον Σερ Στέφεν. Ένα σουφφλέ; Ναι, ένα σουφφλέ.
    Σε είκοσι λεπτά. Έστω, σε είκοσι λεπτά.
    Το γκαρσόνι έφυγε. «Μου χρειάζονται περισσότερο από είκοσι λεπτά», είπε ο Σερ Στέφεν. Και συνέχισε στον ίδιο τόνο φωνής.
    Και αυτό που είπε γρήγορα απέδειξε στην Ο, τουλάχιστον ένα βέβαιο πράγμα: ότι εάν τον αγαπούσε, τίποτε δεν θ΄ άλλαζε, εκτός αν θεωρούσε σαν αλλαγή τούτον τον παράξενο σεβασμό, τούτη τη φλόγα του όταν της έλεγε: «Θα ήμουν ευτυχής εάν θελήσετε...» αντί, απλούστατα να την παρακαλέσει ν’ αποδεχθεί τα αιτήματά του.
    Εν τούτοις δεν επρόκειτο παρά για διαταγές, που δεν μπορούσε για κανένα λόγο, ν΄ αποφύγει η Ο. Το παρατήρησε στον Σερ Στέφεν.
    Εκείνος το ανεγνώρισε: «Δεν έχει σημασία, απαντήστε», είπε. «Θα κάνω ότι θελήσετε», απάντησε η Ο, και η ηχώ των όσων έλεγε γύριζε σ΄ αυτήν «Θα κάνω ότι θελήσεις», έλεγε στον Ρενέ. Ψιθύρισε: «Ρενέ...».


    ΣΕΛΙΔΑ 11

    Ο Σερ Στέφεν το άκουσε. «Ο Ρενέ ξέρει τι ζητώ από σας. Ακούστε με».
    Μιλούσε αγγλικά, αλλά με φωνή χαμηλή και σβυσμένη, που δεν ακουγόταν από τα διπλανά τραπέζια.
    Όταν πλησίαζαν τα γκαρσόνια σταματούσε, και ξανάρχιζε στη μέση της φράσεως, όταν απομακρύνονταν.
    Αυτό που έλεγε φαινόταν παράξενο μέσα σ΄ αυτόν τον δημόσιο και ήρεμο χώρο. Το πιο παράξενο όμως ήταν το ότι μπορούσε να το πει, και η Ο να τ΄ ακούσει, με την ίδια φυσικότητα.
    Της θύμισε, πάνω απ΄ όλα ότι το πρώτο βράδυ που ήρθε στο σπίτι του, της είχε δώσει μια διαταγή στη οποία δεν υπάκουσε, και της παρατήρησε, πως ενώ τότε την είχε μπατσίσει, δεν επανέλαβε πότε από τότε τη διαταγή του.
    Θα του παραχωρούσε άραγε ποτέ εκείνο που τότε του είχε αρνηθεί; Η Ο κατάλαβε πως δεν έπρεπε μονάχα να συγκατατεθεί, αλλά πως ήθελε ν΄ ακούσει από το στόμα της, με τα δικά της λόγια, πως ναι, θα χαϊδευόταν, κάθε φορά που θα της το ζητούσε.
    Το είπε, και ξαναείδε το κίτρινο και γκρίζο σαλόνι, την αναχώρηση του Ρενέ, την επανάστασή της το πρώτο βράδυ, τη φωτιά που έκαιγε ανάμεσα από τα χωρισμένα γόνατά της, όταν ήταν ξαπλωμένη γυμνή πάνω στο χαλί.
    Το βράδυ εκείνο, στο ίδιο εκείνο σαλόνι... Όμως όχι, ο Σερ Στέφεν δεν καθόριζε, και συνέχιζε.

    Της παρατήρησε επίσης ότι ποτέ, παρουσία του, δεν είχε δοθεί στον Ρενέ (ούτε σε κανέναν άλλον), όπως δόθηκε σ΄ εκείνον μπροστά στον Ρενέ (και στο Ρουασσύ από πολλούς άλλους άντρες).
    Δεν έπρεπε λοιπόν να συμπεράνει πως μονάχα από τον Ρενέ προήρχετο η ταπείνωση να παραδίδεται σ΄ ένα μονάχα άντρα που δεν την αγαπούσε – και να ευχαριστιέται με αυτό – μπροστά σ΄ έναν άντρα που την αγαπούσε (επέμενε, τόσο πολύ, τόσο βίαια: θα άνοιγε σε λίγο το υπογάστριό της, και το στόμα της σε όσους από τους φίλους του θα την ποθούσαν, όταν θα την συναντούσαν – ώστε η Ο αμφέβαλε αν τούτη η σκληρότητα δεν απευθυνόταν τόσο σ΄ εκείνον όσο και σ΄ εκείνη, και δεν συγκράτησε παρά το τέλος της φράσεως: ένας άνθρωπος που την αγαπούσε. Ποιάν άλλη ομολογία ήθελε .

    Aλλωστε, θα την πήγαινε ο ίδιος στο Ρουασσύ το καλοκαίρι. Δεν της έκανε άραγε ποτέ έκπληξη η απομόνωση που την κρατούσαν, πρώτα ο Ρενέ κι έπειτα αυτός ο ίδιος;
    Μόνον αυτούς έβλεπε, είτε μαζί, είτε τον καθένα χωριστά. Όταν ο Σερ Στέφεν δεχότανε στο σπίτι του της οδού Πουατιέ, δεν προσκαλούσε την Ο.
    Ποτέ δεν είχε προγευματίσει ή γευματίσει στο σπίτι του. Ούτε κι ο Ρενέ, εκτός από τον Σερ Στέφεν, δεν της είχε παρουσιάσει τους φίλους του.
    Θα εξακολουθούσε ασφαλώς να την κρατά στο περιθώριο, γιατί στο εξής, το προνόμιο να την διαθέτει όπως ήθελε, ανήκε στον Σερ Στέφεν.
    Φυσικά η ίδια πίστευε πως ανήκοντας σ΄ αυτόν, θα ήταν λιγότερο απομονωμένη.
    (Εκείνο που πλήγωνε κατάκαρδα την Ο, ήταν ότι θα συνέβαινε και με τον Ρενέ).

    Το σιδερένιο και χρυσό δαχτυλίδι που έφερε στο αριστερό χέρι – και θυμόταν άραγε ότι της το διάλεξαν για να μπει στο μεσαίο δάχτυλό της;
    Δεν μπορούσε να το βγάλει – ήταν το σημάδι πως ήταν σκλάβα, αλλά σκλάβα κοινή.
    Η τύχη θέλησε ώστε να μη συναντήσει από το φθινόπωρο κι εδώ, μέλη του Ρουασσύ, που θα παρατηρούσαν τα σίδερά της ή θα έδειχναν ότι τα παρατηρούσαν.
    Η λέξη σ ί δ ε ρ α στον πληθυντικό, όπου παρατήρησε μια διφορούμενη έννοια όταν ο Σερ Στέφεν της είχε πει πως τα σ ί δ ε ρ α της ταίριαζαν πολύ, δεν ήταν καθόλου διφορούμενη, αλλά μια έκφραση αναγνωρίσεως.

    Ο Σερ Στέφεν δεν χρειάσθηκε να χρησιμοποιήσει την δέυτερη φόρμουλα: δηλαδή, σε ποιον ανήκαν τα σίδερα που έφερε. Αν όμως έθεταν σήμερα, το ερώτημα στην Ο, τι θ΄ απαντούσε;
    Η Ο δίστασε. «Στον Ρενέ και σε σας», είπε. «Όχι, είπε ο Σερ Στέφεν, σε μένα. Ο Ρενέ επιθυμεί να εξαρτάσθε πρώτα από μένα».
    Η Ο το γνώριζε. Γιατί όμως έκανε ζαβολιές; Εδώ και λίγο καιρό, πάντως πριν ξαναγυρίσει στο Ρουασσύ, θα είχε να αποδεχθεί μια τελική απόδειξη που δεν θα την απήλασσε από το να είναι μια κοινή σκλάβα, αλλά θα την όριζε, επιπρόσθετα, σαν ιδιαίτερη σκλάβα του εαυτού της, που πάνω της τα σημάδια στο σώμα της από το μαστίγιο ή τον βούρδουλα, έστω και ανανεούμενα, θα παρέμεναν διακριτικά και φευγαλέα (όμως ποια απόδειξη, ποιο σημάδι, σε τι θα συνίστατο, πως θα ήταν κάτι το οριστικό;
    Η Ο τρομαγμένη, γοητευμένη, πέθαινε από την ανάγκη να μάθει, και να τα μάθει όλα αμέσως.

    Βέβαια, ο Σερ Στέφεν δεν θα της εξηγόταν ακόμη. Κι ήταν αλήθεια πως θα ΄πρεπε να αποδεχθεί, να συγκατατεθεί με την πραγματική σημασία της λέξεως, γιατί τίποτε δεν θα της επεβάλλετο με τη βία, που σ΄ αυτό να μην είχε προηγουμένως συγκατατεθεί. Μπορούσε ν΄ αρνηθεί.
    Τίποτε δεν την συγκρατούσε στην σκλαβιά της, παρά μονάχα ο έρωτας της και η ίδια της η σκλαβιά. Τι θα την εμπόδιζε να φύγει .
    Μολαταύτα, πριν τούτο το σημάδι της επιβληθεί, πριν ακόμη ο Σερ Στέφεν αποκτούσε τη συνήθεια, καθώς το αποφάσισαν μαζί με τον Ρενέ, να τη μαστιγώνει με τέτοιο τρόπο, ώστε τα ίχνη να ήταν πάντοτε ορατά, να είχε την ευχέρεια μιας αναβολής – όσο της χρειαζόταν για να κατάφερνε τη Ζακελίν να της παραχωρηθεί.
    Εδώ, η Ο κατάπληκτη σήκωσε το κεφάλι και κοίταζε τον Σερ Στέφεν. Γιατί; Γιατί η Ζακελίν;

    Κι αν η Ζακελίν ενδιέφερε τον Σερ Στέφεν, γιατί τούτο να ήταν σε σχέση με την Ο; «Υπάρχουν δυο λόγοι, είπε ο Σερ Στέφεν. Ο πρώτος και ο λιγότερο σοβαρός, είναι ότι θα ήθελα να σας βλέπω να φιλάτε και να χαϊδεύετε μια γυναίκα. – Αλλά πως θέλετε, αναφώνησε η Ο, να πετύχω, υποθέτοτας ότι με θέλει, τη συγκατάθεση της παρουσίας σας; - Τούτο δεν είναι δύσκολο, είπε ο Σερ Στέφεν.
    Εν ανάγκη και με προδοσία. Ελπίζω μάλιστα πως θα πετύχετε περισσότερα, γιατί ο δεύτερος λόγος που με κάνει να επιθυμώ να γίνει δική σας, είναι ότι θα πρέπει να την πάτε στο Ρουασσύ».

    Η ΑΝΝΑ-ΜΑΡΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΡΙΚΟΙ

    KEΦ.3

    Η Ο ακούμπησε το φλυτζάνι του καφέ που κρατούσε στο χέρι, κι έτρεμε τόσο που έχυσε στο τραπεζομάντηλο το κατακάθι του.
    Σαν μια μάντιδα, έβλεπε στον σκούρο λεκέ που άπλωνε, απίστευτες εικόνες: τα παγωμένα μάτια της Ζακελίν μπροστά στον Πέτρο τον υπηρέτη, τους γοφούς της, που ασφαλώς θα ήταν τόσο χρυσοί όσο τα στήθη της, και που η Ο δεν γνώριζε, προσφερόμενη στη θέα μέσα στο μεγάλο, ανασηκωμένο από κόκκινο βελούδο φουστάνι της, το χνούδι στα δακρυσμένα μάγουλά της και το μακιγιαρισμένο στόμα της, το ανοιχτό καθώς φώναζε, και τα μαλλιά της ίσια σαν θερισμένο άχυρο πάνω στο μέτωπό της... όχι τούτο ήταν αδύνατο, όχι αυτή, όχι η Ζακελίν. «Δεν είναι δυνατόν», είπε.

    «Ναι, απήντησε ο Σερ Στέφεν. Και πως νομίζετε ότι στρατολογούνται τα κορίτσια για το Ρουασσύ; Όταν μια φορά θα την έχετε φέρει εσείς δεν θα έχετε παρά να κάνετε τίποτε, κι άλλωστε, αν θέλει να φύγει, θα φύγει. Ελάτε».
    Σηκώθηκε απότομα, αφήνοντας στο τραπέζι τα χρήματα του λογαριασμού.
    Η Ο τον ακολούθησε ως τ΄ αμάξι, ανέβηκε, κάθισε. Μόλις είχαν προχωρήσει μέσα στο δάσος, έκανε μια στροφή για να σταθμεύσει σε μιαν αλέα, και την πήρε στην αγκαλιά του.

    Η Ο είχε πιστέψει, ή θέλησε να πιστέψει, για να δικαιολογήσει τον εαυτό της, πως η Ζακελίν θα ήταν αγριοκόριτσο.
    Ξεγελάσθηκε, μόλις θέλησε να δει την πραγματικότητα.
    Το ντροπαλό ύφος που έπαιρνε η Ζακελίν, κλείνοντας την πόρτα του μικρού δωματίου με τον καθρέφτη όπου φορούσε και έβγαζε τα φουστάνια της, προοριζόταν ακριβώς στο να προκαλούν την Ο, να την κεντρίζουν στο να παραβιάσει μια πόρτα που, ορθάνοιχτη, δεν τολμούσε η ίδια να τη δρασκελήσει.
    Το ότι η απόφαση της Ο προήλθε τελικά από μια εξουσία που βρισκόταν έξω από τον εαυτό της, και δεν ήταν το αποτέλεσμα αυτής της στοιχειώδους στρατηγικής, η Ζακελίν ούτε που μπορούσε να το διανοηθεί.

    Αισθανόταν μια καταπληκτική ευχαρίστηση, όταν βοηθούσε τη Ζακελίν να χτενιστεί ή όταν η Ζακελίν αφού είχε βγάζει τα φορέματα που με αυτά επόζαρε, έβαζε τη ρόμπα της, την κλειστή στο λαιμό, και το κολλιέ που είχε το χρώμα τυρκουάζ των ματιών της, στη σκέψη ότι το ίδιο βράδυ ο Σερ Στέφεν, θα γνώριζε όλες τις κινήσεις της Ζακελίν, αν θα είχε αφήσει την Ο να πιάσει τα δυο μικρά και χωρισμένα στήθη της, ανάμεσα από τη μάυρη ρόμπα, αν τα βλέφαρά της θα είχαν κατεβάσει ως το μάγουλό της τα πιο φωτεινά κι από το δέρμα της ματόκλαδα, αν είχε αναστενάξει.
    Όταν η Ο τη φιλούσε, γινόταν πολύ βαρειά, ακίνητη και σαν προσεκτική μέσα στα χέρια της, αφήνοντας μισοανοιγμένο το στόμα της και ρίχνοντας πίσω τα μαλλιά της.
    Έπρεπε πάντα, να προσέχει η Ο να την στηρίζει σε μια πόρτα ή ένα τραπέζι και να την κρατά από τους ώμους.
    Αλλιώς, θα γλυστρούσε στο πάτωμα, με κλειστά τα μάτια, δίχως ένα αναστεναγμό! Μόλις η Ο την άφηνε, ξαναγινόταν από πάγο, γελαστή και ξένη, λέγοντας: «Μου βάλατε ρουζ» και σκούπιζε το στόμα.
    Τούτη την ξένη ευχαριστιόταν η Ο να προδίδει φροντίζοντας τόσο – για να μη ξεχνά να τα ξαναπεί όλα – στο αργό κοκκίνισμα που άναβε τα μάγουλά της, στην οσμή του ιδρώτα της.

    Δεν θα μπορούσε κανείς να πει πως πρόβαλε κάποια άμυνα η Ζακελίν ή και πως δυσπιστούσε. Όταν υποχωρούσε στα φιλιά – και δεν είχε ακόμη παραχωρήσει στην Ο παρά φιλιά, που της τα έπαιρνε και δεν ανταπέδιδε – υποχωρούσε ξαφνικά και θά ΄λεγε κανείς ολοκληρωτικά, σαν να επρόκειτο για κάποιον άλλο, για δέκα δευτερόλεπτα, για πέντε λεπτά.
    Τον υπόλοιπο χρόνο, ήταν ταυτόχρονα προκλητική και φευγαλέα, με μιαν απίστευτη δεξιοτεχνία να ξεγλυστρά, φροντίζοντας δίχως ποτέ να λαθεύει, να μη δίνει λαβή ούτε σε μια χειρονομία, ούτε σε μια λέξη, ούτε καν σε ένα βλέμμα που να επιτρέπει τη σύμπτωση του θριάμβου με τούτη την νικημένη, και να κάνει πιστευτό ότι ήταν εύκολο να παραβιαστεί το στόμα της.
    Η μόνη ένδειξη που θα βοηθούσε κάποιο προσανατολισμό και θα επέτρεπε την υπόνοια για μια προσεχή, ίσως, αναταραχή του βλέμματός της, ήταν κάποτε σαν μια αθέλητη σκιά κάποιου χαμόγελου, που έμοιαζε πάνω στο τριγωνικό πρόσωπό της με ένα γατίσιο χαμόγελο, το ίδιο αβέβαιο και φευγαλέο, το ίδιο ανησυχιτικό.

    Η Ο, παρά ταύτα δεν χρειάστηκε πολύ καιρό για ν΄ αντιληφθεί δύο πράγματα, δίχως η Ζακελίν ν΄ αντιληφθεί τίποτε.
    Το πρώτο ήταν τα δώρα που της έκαμαν, το δεύτερο, το οφθαλμοφανές της επιθυμίας που ενέπνεε – υπό τον όρο, εν τούτοις, ότι τούτη η επιθυμία θα προήρχετο από κάποιον που θα μπορούσε να της είναι χρήσιμος ή θα την κολάκευε.
    Σε τι λοιπόν θα της ήταν χρήσιμη η Ο; Ή, αν κατ΄ εξαίρεση η Ζακελίν, ευχαριστιόταν απλούστατα, στο να γίνεται επιθυμητή απ΄ αυτήν, τόσο γιατί ο θαυμασμός που της έδειχνε η Ο, αποτελούσε γι΄ αυτήν μια ψυχική τόνωση, όσο και γιατί η επιθυμία μιας γυναίκας ήταν δίχως κίνδυνο και δίχως συνέπειες;
    Η Ο, παρά ταύτα είχε πεισθεί πως αν είχε προσφέρει στη Ζακελίν, αντί να της φέρει ένα κλιπ από σμάλτο ή το τελευταίο φουλάρι της μόδας, όπου το «Σ΄ α γ α π ώ» ήταν τυπωμένο σ΄ όλες τις γλώσσες του κόσμου, από την Ιαπωνική ως τη γλώσσα των ερυθροδέρμων, τα δέκα ή είκοσι χιλιάδες φράγκα που φαίνεται πως πάντα της έλειπαν, η Ζακελίν θα είχε πάψει – ούτως ειπείν – να μην έχει ποτέ τον καιρό να γευματίσει στην Ο, ή θα είχε πάψει ν΄ αποφεύγει τα χάδια της.
    Όμως η Ο δεν είχε ποτέ της μια τέτοια απόδειξη. Δεν πρόφτασε να τελειώσει μιλώντας γι΄ αυτό στον Σερ Στέφεν, που την μάλωνε για τη βραδύτητά της, και να ο Ρενέ.

    Τις πέντε ή έξι φορές που ο Ρενέ ερχόταν να πάρει την Ο, και που η Ζακελίν βρισκόταν εκεί, όλοι μαζί πήγαιναν είτε στου Βέμπερ, έιτε σ΄ ένα από τα αγγλικά μπαρ, κοντά στην Μαντελέν. Ο Ρενέ κοίταζε τη Ζακελίν με το ίδιο ακριβώς ενδιαφέρον το ανάμικτο με σιγουριά και θράσος, καθώς έβλεπε στο Ρουασσύ τα κορίτσια που ήταν στη διάθεσή του.
    Πάνω στο λαμπρό και στέρεο θώρακα της Ζακελίν, το θράσος γλυστρούσε δίχως τίποτε να θίγει και η Ζακελίν διόλου δεν το καταλάβαινε. Από μια παράξενη αντίθεση, εθίγετο η Ο, θεωρώντας προσβλητική μια τέτοια στάση προς τη Ζακελίν, που την έβρισκε σωστή και φυσική όταν αφορούσε την ίδια.
    Μήπως ήθελε να αναλάβει την υπεράσπιση της Ζακελίν ή ήθελε μόνον αυτή να την απολαύσει;
    Της ήταν πολύ δύσκολο να το πεί, αφού μάλιστα, δεν την είχε ακόμη κατακτήσει.
    Αν όμως το κατόρθωσε, πρέπει να ομολογηθεί πως τούτο έγινε χάρη στον Ρενέ.

    Τρεις φορές, βγαίνοντας από το μπαρ, όπου έβαλε τη Ζακελίν να πιει περισσότερο ουϊσκυ απ΄ όσο θα ΄πρεπε, τα μάγουλά της γινόταν ροζ και γυαλιστερά, και τα μάτια της σκληρά – την πήγε στο σπίτι της, πριν πάει με την Ο στον Σερ Στέφεν.
    Η Ζακελίν κατοικούσε ένα από τα ενοικιασμένα δωμάτια σε οικογένειες, στο Πασσύ όπου είχαν στοιβαχθεί οι Λευκορώσσοι τις πρώτες ημέρες της μεταναστεύσεως και παρέμειναν για πάντα εκεί.
    Ο διάδρομος ήταν βαμένος σε χρώμα και σχέδιο δρυός, τα στηρίγματα της σκάλας, ήταν γεμάτα σκόνη και παντού υπήρχαν εμφανή σημάδια φθοράς.
    Κάθε φορά που ο Ρενέ – που ποτέ του δεν είχε περάσει το κατώφλι – θέλησε να μπει, κάθε φορά η Ζακελίν φώναζε ό χ ι, φώναζε ε υ χ α ρ ι σ τ ώ π ο λ ύ και πηδούσε από το αμάξι, και χτυπούσε πίσω την πόρτα, σαν να την κυνηγούσε για να την φτάσει και να την κάψει μια γλώσσα φωτιάς.

    Κι ήταν αλήθεια, το ανεγνώριζε η Ο, πως την κυνηγούσε η φωτιά.
    Ήταν θαυμάσιο το ότι το μάντευε, όταν ακόμη τίποτε δεν είχε γίνει αντιληπτό. Τουλάχιστον ήξερε πως θα ΄πρεπε να φυλάγεται από τον Ρενέ, οσοδήποτε κι αν φαινόταν πως δεν την ενδιέφερε (κι ήταν άραγε αλήθεια ή φαινότανε κι οι δυο αδιάφοροι, παίζοντας ο καθένας το παιχνίδι του).
    Η Ο κατάλαβε, τη μόνη φορά που η Ζακελίν την άφησε να μπει μέσα στο σπίτι της, και να την ακολουθήσει ως την κάμαρά της, γιατί με τόσο πείσμα αρνιόταν στον Ρενέ την άδεια να μπει.
    Τι θα γινόταν το γόητρό της, ο άσπρος και μαύρος μύθος πάνω στις γυαλιστερές σελίδες των πολυτελών περιοδικών της μόδας, αν κάποτε άλλος που δεν θα ήταν γυναίκα καθώς αυτή, έβλεπε από ποιο χαμόσπιτο έβγαινε κάθε μέρα το υπέροχο ζώο;

    Το κρεβάτι δεν ήταν ποτέ στρωμένο, μόλις σκεπασμένο και το σεντόνι γκρι και λιγδιασμένο, γιατί η Ζακελίν δεν ξάπλωνε ποτέ δίχως να κάνει μασάζ με κρέμα και την έπαιρνε γρήγορα ο ύπνος πριν προφτάσει να σκουπιστεί.
    Κάποια κουρτίνα θα σκέπαζε κάποτε το μπάνιο. Δυο κρίκοι υπήρχαν ακόμη εκεί, απ΄ όπου κρεμόταν μερικές κλωστές.
    Τίποτε δεν είχε πια κανένα χρώμα, ούτε το χαλί, ούτε το χαρτί που τα ροζ και γκρίζα λουλούδια του σκαρφάλωναν σαν μια τρελλή και πετρωμένη βλάστηση πάνω σ΄ ένα άσπρο ψεύτικο δικτυωτό.
    Θα ΄πρεπε όλα να πεταχτούν, να γυμνωθούν οι τοίχοι, να πεταχτούν τα χαλιά, να ξυλωθεί το πάτωμα.
    Πάντως, έπρεπε αμέσως να φύγουν οι λίγδες που, στρώματα-στρώματα, σκέπαζαν το σμάλτο της λεκάνης, να σκουπιστούν και να τακτοποιηθούν τα μπουκαλάκια με το ντεμακιγιάν και τα κουτιά με τις κρέμες, να σκουπιστεί η πουδριέρα, η τουαλέτα, να πεταχτούν τα βρώμικα μπαμπάκια, ν΄ ανοιχτούν τα παράθυρα. Όμως ευθυτενής και δροσερή και καθαρή, με το άρωμα λεμονιού κι άγριων λουλουδιών, άψογη, ποτέ ακάθαρτη, η Ζακελίν αδιαφορούσε για το βρωμόσπιτό της.

    Απεναντίας, αυτό που λογάριαζε και την βάραινε ήταν η οικογένειά της. Εξ αιτίας αυτού του σπιτιού, που γι΄ αυτό είχε την αφέλεια να μιλήσει η Ο, ο Ρενέ έκαμε στην Ο την πρόταση που επρόκειτο ν΄ αλλάξει τη ζωή τους, εξ αιτίας όμως της οικογένειας της Ζακελίν.
    Η Ζακελίν δέχθηκε την πρόταση: να πάει να κατοικήσει η Ζακελίν στο σπίτι της Ο. Η οικογένειά της, ήταν – κι ο χαρακτηρισμός θα φαινόταν επιεικής – μια φυλή ή καλύτερα μια ορδή.
    Γιαγιά, θεία, μητέρα και υπηρέτρια ακόμη, τέσσερις γυναίκες ανάμεσα στα εβδομήντα και στα πενήντα, πασαλειμμένες, φωνακλούδες, χωμένες μέσα στα μαύρα μετάξια, μιξοκλαίγοντας από τις τέσσερις το πρωϊ , ανάμεσα από καπνούς τσιγάρων, στο φως των εικονισμάτων, τέσσερις γυναίκες ανάμεσα από φλυτζάνια του καφέ και το σκληρό στάξιμο μιας γλώσσας που, για να την ξεχάσει, η Ζακελίν θα ΄δινε τη μισή ζωή της.
    Την έπιανε τρέλλα στη σκέψη ότι έπρεπε να υπακούει σ΄ αυτές, να τις ακούει ή έστω και να τις βλέπει.
    Όταν έβλεπε τη μητέρα της να βάζει στο στόμα της ένα κομμάτι ζάχαρη για να πιει το τσάι της, άφηνε το δικό της φλυτζάνι, ξαναγύριζε στο σκονισμένο και στεγνό μπουντρούμι της, και τις άφηνε και τις τρεις εκεί, γιαγιά, μητέρα και αδελφή της μητέρας της, κι οι τρεις μαύρες από τα βαμμένα τους μαλλιά και τα τεχνητά σμιχτά φρύδια τους, στην κάμαρα της μητέρας της που χρησίμευε για σαλόνι, και όπου η υπηρέτρια είχε καταντήσει να τους μοιάσει.

    Έφευγε, χτυπούσε πίσω τις πόρτες, και της φώναζαν πίσω της «Σούρα, Σούρα, μικρή περιστέρα», σαν τα μυθιστορήματα του Τολστόι, γιατί τ΄όνομά της δεν ήταν Ζακελίν. Ζακελίν ήταν ένα όνομα για το επάγγελμά της, ένα όνομα για να ξεχάσει το πραγματικό της όνομα, και με το πραγματικό της όνομα τη φώναζε ο βρωμερός και τρυφερός γυναικωνίτης.
    Έτσι μπόρεσε να σταθεί στο γαλλικό περιβάλλον, σ΄ ένα κόσμο στέρεο όπου υπάρχουν άνδρες που σε παντρεύονται, και δεν εξαφανίζονται σε μυστηριώδεις αποστολές, καθώς ο πατέρας της που ποτέ της δεν είχε γνωρίσει, ναυτικός από τη Βαλτική, χαμένος στους πάγους του πόλου. Μόνο σ΄ αυτόν έμοιαζε, ομολογούσε στον εαυτό της με λύσσα, με ικανοποίηση, σ΄ αυτόν που είχε τα μαλλιά και τα εξέχοντα μήλα, και το μελαψό χρώμα και τα λοξά μάτια.
    Η μόνη ευγνωμοσύνη που αισθανόταν προς τη μητέρα της ήταν ότι της είχε δώσει για πατέρα τούτον τον φωτεινό δαίμονα, που ξαναπήρε το χιόνι, καθώς η γη ξαναπαίρνει τους άλλους ανθρώπους.
    Όμως του είχε και κακία γιατί την ίδια την ξέχασε τόσο ώστε κάποια ωραία μέρα, να γεννηθεί, έπειτα από ένα σύντομο δεσμό, μια μαυριδερή μικρή κοπέλα, που τη λέγανε Ναταλί και που τώρα ήταν δεκαπέντε ετών.
    Τη Ναταλί δεν την έβλεπαν παρά στις διακοπές. Τον πατέρα της, ποτέ.
    Πλήρωνε όμως το οικοτροφείο της Ναταλί, σ΄ ένα γυμνάσιο κοντά στο Παρίσι, και στην μητέρα της Ναταλί μια διατροφή που της επέτρεπε να ζει μέτρια, κάτω από συνθήκες ανεμελιάς και τους ήταν ένας παράδεισος, οι τρεις γυναίκες και η υπηρέτρια – ακόμη και η Ζακελίν, ως σήμερα.

    Ό,τι κέρδιζε η Ζακελίν, με το επάγγελμά της σαν μανεκέν ή κατά την αμερικάνικη έκφραση, σαν μοντέλο, όταν δεν το ξόδευε σε μακιγιάζ ή εσώρουχα, ή σε παπούτσια και φορέματα πολυτελείας – που αν και σε τιμές ευκαιρίας ήταν πάντα πολύ ακριβά – καταποντιζόνταν μέσα στον οικογενειακό κορβανά και χανόταν δίχως να ξέρει πως.
    Θα μπορούσε, βέβαια, η Ζακελίν να σπιτωθεί και δεν της είχαν λείψει οι ευκαιρίες.
    Είχε γνωρίσει ένα - δυο εραστές, όχι τόσο γιατί της άρεσαν – αλλά και δεν τους αντιπαθούσε – αλλά για ν΄ αποδείξει στον εαυτό της ότι ήταν ικανή να εμπνεύσει την επιθυμία και την αγάπη.
    Ο μόνος από τους δυο – ο δεύτερος – που υπήρξε πλούσιος της είχε κάνει δώρο ένα πολύ ωραίο μαργατιτάρι ελαφρά ροζ, που το φορούσε στο αριστερό της χέρι.
    Αρνήθηκε όμως να συγκατοικήσει μαζί του, και καθώς εκείνος αρνήθηκε να την παντρευτεί, τον εγκατέλειψε, δίχως πολλή θλίψη.
    Κι ανακουφίσθηκε γιατί δεν ήταν έγκυος (το ενόμισε για λίγες ημέρες κι έζησε μέσα στον τρόμο).
    Όχι, το να μείνει μ΄ έναν εραστή, ήταν σαν να ΄χανε την εμφάνισή της, να ΄χανε τις ευκαιρίες για το μέλλον της, ήταν σαν να ΄κανε αυτό που είχε κάνει η μητέρα της με τον πατέρα της Ναταλί.
    Κι αυτό το θεωρούσε αδύνατο. Όμως με την Ο, όλα άλλαζαν.

    Μια ευγενικιά, καθώς πρέπει σκηνοθεσία θα βοηθούσε να υποθέτουν πως, απλούστατα εγκαθίστατο η Ζακελίν σε μια φίλη της και μοιραζότανε τη ζωή μαζί της.
    Η Ο θα εξυπηρετούσε δυο σκοπούς μαζί. Θα ΄παιζε κοντά στη Ζακελίν το ρόλο του εραστού που συντηρεί ή βοηθεί στη συντήρηση της κοπέλας που αγαπά, αλλά και, ουστιαστικά, τον αντίθετο ρόλο μιας ηθικής ζωής.
    Η παρουσία του Ρενέ δεν ήταν αρκετά επίσημη ώστε να κινδυνεύει τούτη η σκηνοθεσία. Όμως, πως θα μπορούσε να πει, πως στην απόφασσή της Ζακελίν, τούτη η ίδια η παρουσία δεν στάθηκε το πραγματικό κίνητρο της αποδοχής της;
    Έτσι, η Ο έπρεπε ν΄ αναλάβει, και μονάχα η Ο, να κάνει το σχετικό διάβημα στην μητέρα της Ζακελίν.
    Ποτέ άλλοτε η Ο δεν είχε τόσο ζωηρά το αίσθημα να είναι ο προδότης, ο σπιούνος, ο απεσταλμένος μιας εγκληματικής οργανώσεως παρά όταν βρέθηκε μπροστά σ΄ αυτή τη γυναίκα που την ευχαριστούσε για τη φιλία προς τη κόρη της.
    Ταυτόχρονα, στο βάθος της καρδιάς της, αρνιόταν την αποστολή της και τον λόγο της παρουσίας της.
    Ναι, η Ζακελίν θα ΄ρχόταν στο σπίτι της, όμως ποτέ η Ο δεν θα μπορούσε, ποτέ, να υπακούσει τόσο στον Σερ Στέφεν ώστε να παρασύρει τη Ζακελίν.

    Και όμως... Γιατί μόλις η Ζακελίν εγκαταστάθηκε στην Ο, και είδε να της παραχωρούν – έπειτα από επιθυμία του Ρενέ – το δωμάτιο που φαινότανε πως, κάθε τόσο, χρησιμοποιούσε (φαινότανε, γιατί πάντα κοιμότανε στο μεγάλο κρεβάτι της Ο), η Ο αισθάνθηκε, αναπάντεχα, τη δυνατή επιθυμία ν΄ απολαύσει, με κάθε θυσία τη Ζακελίν, έστω κι αν, για να το πετύχει, θα ΄πρεπε να την παραδώσει σ΄ αυτή την οργάνωση.
    Στο κάτω-κάτω, σκεφτόταν, η ομορφιά της Ζακελίν, αρκεί για να την προστατεύσει. Εγώ τι έχω να χάσω, αν ανακατευθώ;
    Αν πρέπει να καταντήσει εκεί που έφθασα εγώ, είναι άραγε ένα τόσο μεγάλο κακό; - μόλις ομολογώντας, κι όμως αναστατωμένη στη σκέψη της γλύκας που θα δοκίμαζε βλέποντας τη Ζακελίν γυμνή κι ανυπεράσπιστη κοντά της, καθώς θα ήταν η ίδια.

    Την εβδομάδα όπου η Ζακελίν εγκαταστάθηκε, εδόθηκε στη μητέρα της η ευχέρεια να την επισκέπτεται.
    Ο Ρενέ φαινόταν πρόθυμος, προσκαλώντας κάθε δεύτερη ημέρα, τις κοπέλες να γευματίσουν. Πήγαιναν να δούν, κατά μια παράξενη εκλογή, ταινίες με θέματα αστυνομικά, με εμπόριο ναρκωτικών ή λευκής σαρκός. Καθόταν ανάμεσά τους, έπαιρνε απαλά το χέρι της καθεμιάς και δεν έλεγε λέξη.
    Όμως σε κάθε σκηνή βίας, η Ο τον έβλεπε να παραμονεύει μια συγκίνηση στο πρόσωπο της Ζακελίν.
    Μόλις ξεχώριζε λίγη αηδία που κατέβαζε την άκρη των χειλιών της. Έπειτα τις ξαναπήγαινε στο σπίτι, και μέσα στο ανοιχτό αυτοκίνητο, με κατεβασμένα τα τζάμια, ο αγέρας της νύχτας και η ταχύτητα φέρναν πάνω στα σκληρά μάγουλα και πάνω στο μικρό μέτωπο, ακόμη και στα μάτια της Ζακελίν, τα φωτεινά και πυκνά μαλλιά της.
    Κουνούσε το κεφάλι της για να τα ξαναφέρει στη θέση τους, περνούσε το χέρι της καθώς κάνουν τ΄ αγόρια.
    Αφού ήταν γεγονός ότι έμενε στης Ο, και ότι η Ο ήταν η μετρέσα του Ρενέ, η Ζακελίν φαινόταν πως έβρισκε φυσικές τις οικειότητες του Ρενέ.

    Παραδεχότανε δίχως αντίρρηση να μπαίνει ο Ρενέ στο δωμάτιό της, με τη δικαιολογία ότι είχε ξεχάσει κάποιο έγγραφο, πράγμα που δεν ήταν αλήθεια. Η Ο το ήξερε, γιατί εκείνη είχε αδειάσει όλα τα συρτάρια του μεγάλου γραφείου του ντυμένο με δέρμα που δεν ταίριαζε διόλου με τον Ρενέ. Γιατί το είχε;
    Από ποιον το είχε; Η χοντροκομένη κομψότητά του και το ανοιχτό χρώμα του ξύλου του ήταν η μόνη πολυτέλεια μέσα σ΄ αυτό το λίγο σκοτεινό δωμάτιο με το καλά γυαλισμένο και ψυχρό παρκέτο που ερχόταν σε αντίθεση με τα χαρούμενα δωμάτια που βλέπαν στην προκυμαία.
    Η Ζακελίν δεν θα ευχαριστιόταν. Θα δεχόταν ευκολότερα να μοιραστεί με την Ο τα δυο μπροστινά δωμάτια, να κοιμηθεί με την Ο, καθώς δέχθηκε από την πρώτη ημέρα να μοιρασθεί το λουτρό και την κουζίνα, τα μακιγιάζ, τα αρώματα, τα γεύματα. Σε τούτο όμως είχε γελαστεί η Ο.
    Η Ζακελίν ήταν με πάθος δοσμένη σε κάθε τι που της ανήκε – π.χ. στο ροζ μαργαριτάρι της – όπως αδιαφορούσε απόλυτα για ό,τι δεν της ανήκε. Αν έμενε σ΄ ένα παλάτι, δεν θα ενδιαφερόταν γι΄ αυτά παρά αν της έλεγαν: το παλάτι τούτο είναι δικό σας και της το απόδειχναν με πράξη συμβολαιογραφική.

    Το αν το γκρίζο δωμάτιο ήταν ή όχι ευχάριστο αυτό της ήταν αδιάφορο και δεν κοιμήθηκε στο κρεβάτι της Ο για να ξεφύγει απ΄ αυτό. Ούτε για ν΄ αποδείξει στην Ο μια ευγνωμοσύνη που δεν την αισθανόταν – και που, παραταύτα, της δάνεισε η Ο, χαρούμενη στη σκέψη ότι, καθώς πίστευε, θα κάνει κατάχρηση αυτού του αισθήματος.
    Η Ζακελίν αγαπούσε την απόλαυση, και εύρισκε ευχάριστο και πρακτικό να την δέχεται από μια γυναίκα, που, στα χέρια της δεν κινδύνευε τίποτε.

    Πέντε ημέρες αφού είχε λύσει τις βαλίτσες της (και η Ο την βοήθησε να τακτοποιήσει το περιεχόμενο) – όταν ο Ρενέ τις είχε φέρει, κατά τις δέκα, και ξανάφυγε – γιατί είχε φύγει όπως τις δυο προηγούμενες φορές – εμφανίστηκε απλούστατα, γυμνή και αχτένιστη ακόμη από το μπάνιο, στο άνοιγμα της πόρτας του δωματίου της Ο, λέγοντας στην Ο: «Δεν θα ξανάρθει, είστε βεβαία;» και, δίχως καν να περιμένει την απάντηση, γλύστρησε μέσα στο μεγάλο κρεβάτι.
    Αφέθηκε να τη φιλήσουν, να την χαϊδέψουν, με κλειστά μάτια, δίχως ν΄ αποκριθεί σε κανένα χάδι.
    Αναστέναξε μόλις στην αρχή, έπειτα πιο δυνατά, έπειτα πιο δυνατά ακόμη, και τέλος φώναξε.
    Κοιμήθηκε μέσα στο φως της ροζ λάμπας, λοξά στο κρεβάτι, με τα γόνατα πεσμένα και ανοιχτά, το στήθος κάπως πλάγια, τα χέρια ανοιχτά. Ο ιδρώτας έλαμπε ανάμεσα απ΄ τα στήθη της.
    Η Ο την σκέπασε κι έσβησε το φως. Δυο ώρες αργότερα, όταν την ξαναχάιδεψε στο σκοτάδι, η Ζακελίν αφέθηκε στα χάδια της, αλλά ψιθύρισε: «Μη με κουράσεις πολύ. Αύριο θα σηκωθώ πρωί»>

    Ήταν η εποχή όπου η Ζακελίν, εκτός από το διακοπτόμενο επάγγελμά της σαν μοντέλο, είχε αρχίσει ένα άλλο επάγγελμα όχι λιγότερο ακανόνιστο, όμως περισσότερο απορροφητικό: προσελήφθη για να γυρίσει μερικούς ρόλους.
    Δεν ήξερε αν πράγματι ήταν υπερήφανη ή όχι γι΄ αυτό, αν έβλεπε σ΄ αυτό ή όχι το πρώτο βήμα σε μια σταδιοδρομία όπου θα ήθελε να γίνει διάσημη.
    Πετιόταν το πρωί απ΄ το κρεβάτι, με πιότερη λύσσα παρά με ορμή, βαφόταν βιαστικά, έπαιρνε μόνο ένα μεγάλο φλυτζάνι καφέ που μόλις πρόφταινε να της ετοιμάσει η Ο.
    Η Ο την φιλούσε στην άκρη των δαχτύλων κι εκείνη απαντούσε μ΄ ένα μηχανικό χαμόγελο και ένα βλέμμα γεμάτο χαιρεκακία: η Ο ήταν γλυκειά και μέσα στην άσπρη ρομπ ντε σαμπρ της, τα μαλλιά χτενισμένα, το πρόσωπο πλυμένο, με το ύφος ανθρώπου που θα πάει και πάλι να κοιμηθεί.
    Μαλαταύτα δεν ήταν αλήθεια. Η Ο δεν είχε ακόμη τολμήσει να πει το γιατί στη Ζακελίν.

    Η αλήθεια ήταν πως κάθε μέρα που η Ζακελίν έφευγε, την ώρα που τα παιδιά πάνε στο σχολείο και οι μικροί υπάλληλοι στο γραφείο τους, κι εκείνη πήγαινε στο στούντιο της Μπουλώνης, όπου γύριζε ταινία, η Ο άλλοτε έμενε πραγματικά στο σπίτι, όλο σχεδόν το πρωί, ή ντυνόταν κι αυτή με τη σειρά της: «Σας στέλνω το αμάξι μου, είχε πει ο Σερ Στέφεν, θα πάει τη Ζακελίν στη Μπουλώνη, κι έπειτα θα ΄ρθει να σας πάρει».
    Έτσι, κάθε πρωί η Ο πήγαινε στον Σερ Στέφεν, όταν ακόμη ο ήλιος δεν φώτιζε στον δρόμο της, παρά το ανατολικό μέρος των προσόψεων. Οι άλλοι τοίχοι ήταν δροσεροί, όμως στους κήπους η σκιά μίκραινε κάτω από τα δέντρα.
    Στην οδό Πουατιέ, οι νοικοκυρές καθάριζαν ακόμη.
    Η Νόραχ, η μιγάδα οδηγούσε την Ο στο δωμάτιο όπου το πρώτο βράδυ ο Σερ Στέφεν την είχε αφήσει να κοιμηθεί και να κλάψει μόνη. Την περίμενε ν΄ αφήσει τα γάντια της, τη τσάντα της και τα φορέματά της, πάνω στο κρεβάτι για να τα πάρει και να τα τακτοποιήσει σε μια ντουλάπα που κρατούσε το κλειδί της.
    Κατόπιν δίνοντας στην Ο πασούμια με ψηλό τακούνι, λουστραρισμένα, που θορυβούσαν όταν περπατούσε, πήγαινε μπροστά ανοίγοντας τις πόρτες, ως τη πόρτα του γραφείου του Σερ Στέφεν, όπου παραμέριζε για να την αφήσει να περάσει.

    Η Ο δεν μπόρεσε ποτέ να συνηθίσει σε τέτοιου είδους προετοιμασίες και να στέκεται γυμνή μπροστά σε τούτη την υπομονετική γυναίκα που δεν της μιλούσε και μόλις την κοίταζε.
    Της φαινότανε τόσο φοβερό, όσο όταν ήταν γυμνή μπροστά στους υπηρέτες του Ρουασσύ. Φορώντας τσουράπια από καστόρι, σαν μια καλόγρια, ή γρία μιγάδα, γλυστρούσε αθόρυβα.
    Η Ο δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της από τις δυο άκρες του μαντηλιού που κάλυπτε το κεφάλι της και, κάθε φορά που άνοιγε μια πόρτα, το χέρι της αυλακωμένο και αδύνατο, έμοιαζε σκληρό σαν παλιό ξύλο.
    Ταυτόχρονα, με ένα αίσθημα απόλυτα αντίθετο στον τρόμο που της ενέπνεε – και η Ο δεν μπορούσε να εξηγήσει τούτη την αντινομία – αισθανόταν ένα είδος υπερηφάνειας στο ότι τούτη η υπηρέτρια του Σερ Στέφεν (τι του ήταν άραγε του Σερ Στέφεν και γιατί της εμπιστευόταν τούτο το ρόλο του τελετάρχου, που τόσο λίγο της ταίριαζε  ήταν κι αυτή μάρτυρας – όπως κι άλλες ίσως, που είχαν οδηγηθεί από την ίδια με τον ίδιο τρόπο, ποιος ξέρει; - και άξιζε να χρησιμοποιείται από τον Σερ Στέφεν.
    Γιατί ο Σερ Στέφεν, ίσως την αγαπούσε, αναμφίβολα την αγαπούσε, και η Ο αισθανόταν πως δεν ήταν μακρυά η στιγμή που δεν θα την άφηνε μόνο να το καταλάβει, αλλά και θα της το έλεγε – και φυσικά, όσο μεγάλωνε η αγάπη του γι΄ αυτήν, και η επιθυμία του γι΄ αυτήν, τόσο γινόταν μαζί περισσότερο, με αργό ρυθμό, λεπτομερέστερα απαιτητικός.

    Μένοντας έτσι, κοντά του, ολόκληρα πρωινά, όπου μόλις την άγγιζε, ενώ εκείνος ήθελε να τον χαϊδεύει, έκανε ότι της ζητούσε με ένα είδος ευγνωμοσύνης, που μεγάλωνε ακόμη περισσότερο όταν το αίτημα έπαιρνε τη μορφή μιας διαταγής.
    Κάθε εγκατάλειψή της ήταν η εγγύηση πως θ΄ απαιτούσε από αυτήν ένα νέο δόσιμο, που ήταν σαν η πληρωμή μιας οφειλής. Το παράξενο είναι ότι αισθανόταν ευτυχισμένη: κι ήταν, στ΄ αλήθεια.
    Το γραφείο του Σερ Στέφεν, πάνω από το κίτρινο και γκρίζο σαλόνι όπου περνούσε τα βράδια του, ήταν πιο στενό και πιο χαμηλοτάβανο.
    Δεν υπήρχε ούτε καναπές, ούτε ντιβάνι, παρά μονάχα δυο φαρδιές πολυθρόνες με λουλουδάτη ταπετσαρία.
    Η Ο καθόταν που και που, όμως ο Σερ Στέφεν προτιμούσε, γενικά, να την κρατάει πιο κοντά του, σε απόσταση χεριού, και όταν δεν ασχολείτο με αυτήν, να την έχει να κάθεται στο γραφείο του, στο αριστερό του μέρος.
    Το γραφείο ήταν κάθετο στον τοίχο και η Ο ακουμπούσε στα ράφια που είχαν μερικά λεξικά και δεμένα ευρετήρια. Το τηλέφωνο ήταν κοντά στην αριστερή της γάμπα που αναταράζονταν σε κάθε κουδούνισμά του.
    Αυτή σήκωνε το ακουστικό και ρωτούσε: «Ποιος τηλεφωνεί;», επανελάμβανε υψηλόφωνα το όνομα ή έδινε το τηλέφωνο στον Σερ Στέφεν, ή τον δικαιολογούσε, ανάλογα με το νεύμα που της έκανε.

    Λείπουν δύο σελίδες,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

    ΣΕΛΙΔΑ 15

    Ο Σερ Στέφεν ξαναπήγε την Ο στο Παρίσι δέκα μέρες πριν από το τέλος Ιουλίου.
    Τα σίδερα που τρυπούσαν τον αριστερό λοβό του υπογαστρίου της και έφεραν ολογράφως πως ήταν η ιδιοκτησία του Σερ Στέφεν, κατέβαιναν ως το ένα τρίτο από τα μπούτια της και σε κάθε βήμα της, σαλεύαν ανάμεσα από τις γάμπες της, σαν ένα γλωσσίδι καμπάνας.
    Ο σκαλισμένος δίσκος ήταν πιο βαρύς και πιο μακρύς από τον κρίκο που κρεμόταν.
    Τα σημάδια με το πυρακτωμένο σίδερο, ύψους τριών δαχτύλων και στο μισό πλάτος, ήταν σκαλισμένα μέσα στη σάρκα, σε βάθος ενός εκατοστού.

    Μόνο με το άγγιγμα, το αισθανόταν κανείς. Η Ο ένοιωθε μια παράλογη υπερηφάνεια με τούτα τα σίδερα και τούτα τα σημάδια.
    Αν η Ζακελίν ήταν εδώ, αντί να προσπαθήσει να τα κρύψει, όπως έκανε με τα σημάδια του βούρδουλα που της είχε κάνει ο Σερ Στέφεν τις τελευταίες μέρες πριν από την αναχώρησή της, θα ΄τρεχε να φωνάξει τη Ζακελίν για να της τα δείξει. Ο Ρενέ δεν ήταν εκεί.
    Μέσα σ΄ αυτές τις οχτώ μέρες, η Ο, επειδή το ζήτησε ο Σερ Στέφεν, έραψε μερικά φουστάνια για το ύπαιθρο και, άλλα, βραδυνά, πολύ ελαφρά. Δεν της επέτρεψε παρά ποικίλματα πάνω σε δυο μοντέλα.
    Το ένα που άνοιγε από πάνω ως κάτω, με ένα φερμουάρ (η Ο είχε κι άλλα τέτοια όμοια), το άλλο είχε μια φούστα που άνοιγε σαν βεντάλια, και ανασηκωνόταν με μια κίνηση.
    Διατηρούσαν όμως τον μικρό κορσέ που ανέβαινε ως κάτω από τα στήθη και φοριόταν μ΄ ένα μπολερό κλειστό στο λαιμό.
    Αρκούσε να βγει το μπολερό για να παραμείνουν γυμνοί οι ώμοι και τα στήθη.
    Ακόμη και χωρίς να βγει το μπολερό, μονάχα ν΄ ανοιχτεί, αν επιθυμούσαν να δούνε τα στήθη. Ούτε λόγος να γίνει για μαγιώ του μπάνιου.

    Αδύνατον να το φορέσει η Ο: τα σίδερα του υπογαστρίου της θα ξεπερνούσαν το μαγιώ.
    Ο Σερ Στέφεν της είπε πως τούτο το καλοκαίρι θα έκανε μπάνιο γυμνή.
    Η Ο αντελήφθηκε πως ήθελε κάθε στιγμή, όταν εκείνη βρισκόταν κοντά του, κι όταν ακόμη δεν την ποθούσε, έτσι, σαν μηχανικά, να την κρατά από το υπογάστριο, να την χαϊδεύει, ώρα πολλή, με το χέρι του, και να πιάνει το τρίχωμά της.
    Η ευχαρίστηση που ένοιωθε η Ο, να κρατά έτσι τη Ζακελίν, το ίδιο ζεστή σφιγμένη στο χέρι της, ήταν μια μαρτυρία και μια εγγύηση των όσων αισθανόταν ο Σερ Στέφεν. Η Ο καταλάβαινε πως δεν θα ήθελε να το αισθάνεται ευκολότερο.
    Με τα ριγέ ή με βουλίτσες υφάσματα, τα γκρι ή τα άσπρα, μπλε μαρέν και άσπρα, που είχε διαλέξει η Ο, με μια φούστα πλισσέ και το μικρό μπολερό, το κλειστό και εφαρμοστό, ή τα πιο σοβαρά σε μαύρο νάυλον, μόλις μακιγιαρισμένη, δίχως καπέλο και με τα μαλλιά ελεύθερα, έμοιαζε σαν ένα μικρό φρόνιμο κορίτσι.
    Όπου κι αν πήγαιναν με τον Σερ Στέφεν την ΄παιρναν για κόρη του ή για ανεψιά του.
    Και μάλιστα τώρα που αυτός της μιλούσε στον ενικό κι αυτή συνέχιζε να του μιλάει στον πληθυντικό.
    Μόνοι, οι δυο τους, μέσα στο Παρίσι, περπατώντας στους δρόμους, κοιτάζοντας τα καταστήματα ή κατά μήκος της προκυμαίας όπου οι δρόμοι ήταν σκονισμένοι από την ξηρασία, έβλεπαν, δίχως να εκπλήσσονται να τους χαμογελούν οι διαβάτες, όπως χαιρετούν τους ευτυχισμένους ανθρώπους.

    Κάπου-κάπου ο Σερ Στέφεν την έσπρωχνε στο άνοιγμα της πόρτας ενός μεγάρου, ή κάτω από την κάμαρα μιας πολυκατοικίας, κάπως σκοτεινής, απ΄ όπου ανέβαινε η απόπνοια ενός υπογείου, τη φιλούσε και της έλεγε πως την αγαπά.
    Η Ο σκάλωνε τα ψηλά τακούνια της στο κάτω μέρος της πόρτας όπου ήταν ανοιγμένη μια συνηθισμένη είσοδος. Μια αυλή ξεχώριζε στο βάθος, όπου, στα παράθυρα, στεγνώναν σεντόνια.
    Ακουμπισμένη σ΄ ένα μπαλκόνι, μια ξανθιά κοπέλα, τους κοίταζε επίμονα και μια γάτα πέρασε ανάμεσα από τα πόδια τους.

    Περπάτησαν έτσι ως τους Γκομπλέν, τη Σαίν-Μαρσέλ, στην οδό Μουφφετάρ, στη Τόμπλ, στη Βαστίλλη.
    Κάποια φορά ο Σερ Στέφεν μπήκε ξαφνικά σ΄ ένα θλιβερό ύποπτο ξενοδοχείο, όπου ο ιδιοκτήτης του θέλησε αρχικά να τους βάλει να συμπληρώσουν τα δελτία τους.
    Έπειτα τους είπε πως δεν άξιζε τον κόπο, αν επρόκειτο για μια μονάχα ώρα. Το χαρτί του δωματίου ήταν μπλε με μεγάλες χρυσές παπαρούνες.
    Το παράθυρο έβλεπε σ΄ ένα πηγάδι απ΄ όπου ανέβαινε η μυρωδιά ενός τενεκέ σκουπιδιών.
    Αν και αδύνατο, το φως του κρεβατιού, άφηνε να φανεί πάνω στο μάρμαρο σκορπισμένη πούδρα και καρφίτσες.
    Στο ταβάνι, πάνω από το κρεβάτι, ήταν ένας μεγάλος καθρέφτης.

    Μια και μόνη φορά, ο Σερ Στέφεν προσκάλεσε, μαζί με την Ο, δυο περαστικούς συμπατριώτες του, για γεύμα.
    Ήρθε να την πάρει μιαν ώρα πριν ετοιμαστεί, στην προκυμαία της Μπετύν, αντί να της πει να ΄ρθει σπίτι του. Η Ο είχε πάρει το μπάνιο της.
    Δεν είχε όμως ούτε χτενισθεί, ούτε μακιγιαρισθεί, ούτε ντυθεί.
    Είδε με έκπληξη πως ο Σερ Στέφεν κρατούσε στο χέρι του ένα σάκκο με είδη του γκολφ.
    Όμως γρήγορα της πέρασε η έκπληξη. Ο Σερ Στέφεν της είπε ν΄ ανοίξει τον σάκκο.
    Περιείχε πολλούς δερμάτινους βούρδουλες, δυο από κόκκινο δέρμα λίγο πιο παχείς, δυο πολύ λεπτούς και μακρείς από μαύρο δέρμα, ένα μαστίγιο με πολύ μακρυά λουριά από πράσινο δέρμα.
    Κάθε λουρί ήταν διπλωμένο στην άκρη και γυρισμένο. Ένα άλλο από κορδονάκια με κόμβο.

    Ένα μαστίγιο σκύλου από μονοκόμματο δέρμα. Το μάνικό του από πλεγμένο δέρμα. Τέλος, δερμάτινα βραχιόλια, σαν του Ρουασσύ, και σχοινιά.
    Η Ο τακτοποίησε τα πάντα, πλάι-πλάι, πάνω στο ανογμένο κρεβάτι. Όσο κι αν είχε συνηθίσει ή οποιαδήποτε απόφαση κι αν είχε πάρει, έτρεμε. Ο Σερ Στέφεν την πήρε στην αγκαλιά του. «Τι προτιμάς, Ο;» είπε.
    Μόλις όμως μπορούσε να μιλήσει, και, εκ των προτέρων, ανέπνεε τον ιδρώτα που έτρεχε από τις μασχάλες της. «Τι προτιμάς;» επανέλαβε. «Καλά, είπε, καθώς εκείνη σωπούσε, έλα πρώτα να με βοηθήσεις».
    Της ζήτησε καρφιά, και αφού βρήκε πως θα τα συνδυάσει, για να κάνει κάτι το διακοσμητικό (μαστίγια και βούρδουλες διασταυρωμένα), έδειξε στην Ο, πως στα δεξιά του καθρέφτη, και απέναντι από το κρεβάτι της, ένα πλαίσιο ξύλινο – ανάμεσα από τον καθρέφτη και το τζάκι – ταίριαζε γι΄ αυτόν τον σκοπό.

    Στερέωσε τα καρφιά. Στις άκρες των μάνικων των μαστιγίων και των βούρδουλων, υπήρχαν κρίκοι απ΄ όπου μπορούσαν να κρεμαστούν σε σχήμα Χ. Έτσι, εύκολα έμπαινε κι έβγαινε κάθε μαστίγιο.
    Με τα βραχιόλια και τα τυλιγμένα σχοινιά, η Ο, θα είχε απέναντι από το κρεβάτι της, την πλήρη πανοπλία των οργάνων του βασανισμού της.
    Ήταν μια ωραία πανοπλία, τόσο αρμονική όσο και ο τροχός και οι τανάλιες στους πίνακες που παριστάνουν την μάρτυρα Αγία Αικατερίνη, καθώς το σφυρί και τα καρφιά, ο ακάνθινος στέφανος, η λόγχη και οι βέργες στους πίνακες της Σταυρώσεως.
    Όταν θα επέστρεφε η Ζακελίν... γιατί, βέβαια, για τη Ζακελίν επρόκειτο. Έπρεπε ν΄ απαντήσει στην ερώτηση του Σερ Στέφεν: η Ο δεν μπορούσε να το κάνει. Έτσι, μόνος διάλεξε το μαστίγιο για τους σκύλους.

    Στη Λαπερούζ, σ΄ ένα μικρό ιδιωτικό γραφείο του δευτέρου πατώματος, όπου πρόσωπα α λα Βαττώ, με φωτεινά χρώματα κάπως σβυσμένα, μοιάζουν πάνω στους σκοτεινούς τοίχους σαν ηθοποιοί κουκλίστικου θεάτρου, η Ο κάθισε μόνη της σ΄ ένα ντιβάνι.
    Ένας φίλος του Σερ Στέφεν στα δεξιά της κι ένας αριστερά της, σε πολυθρόνες, με τον Σερ Στέφεν απέναντί της. Έναν απ΄ αυτούς τους άντρες τον είχε ήδη δει στο Ρουασσύ, δεν θυμόταν όμως να του είχε δοθεί.
    Ο άλλος ήταν ένα ψηλό αγόρι, κοκκινόμαλλο με γκρίζα μάτια, που δεν ήταν ούτε καν είκοσι πέντε χρόνων.
    Ο Σερ Στέφεν τους είπε με δυο λόγια γιατί είχε προσκαλέσει την Ο, και τι ήταν.
    Η Ο εξεπλάγη για μια ακόμη φορά, ακούγοντάς τον, να χρησιμοποιεί μια τόσο σκληρή γλώσσα.
    Πως όμως θα ήθελε να χαρακτηρισθεί, παρά σαν πόρνη, μια κοπέλα που δεχόταν, μπροστά σε τρεις άντρες, δίχως να υπολογισθούν τα γκαρσόνια του εστιατορίου που πηγαινοέρχονταν, ν΄ ανοίγει τον κορσέ της για να δείχνει το στήθος της που οι άκρες του ήταν μακιγιαρισμένες και όπου ακόμη ξεχώριζαν δυο αυλάκια μελιτζανιά πάνω στο άσπρο δέρμα, καθαρά σημάδια μαστιγώματος;
    Το γεύμα κράτησε πολύ, και οι δυο Aγγλοι ήπιαν ατελείωτα. Την ώρα του καφέ, έπειτα από το σερβίρισμα, ο Σερ Στέφεν έσπρωξε το τραπέζι προς τον αντίθετο τοίχο, και αφού σήκωσε τη φούστα της, έδειξε στους φίλους του πως ήταν σημαδεμένη και αριθμημένη η Ο. Κατόπιν τους την άφησε.
    Ο άνθρωπος που είχε συναντήσει στο Ρουασσύ τέλειωσε γρήγορα μαζί της. Ήταν αμέσως απαιτητικός, δίχως να μετακινηθεί από την πολυθρόνα του, ούτε να την αγγίξει με την άκρη των δαχτύλων του.
    Εκείνη γονάτισε μπροστά του, του χάιδεψε το φύλο του, ώσπου ξέσπασε μέσα στο στόμα της. Έπειτα απ΄ αυτό, την σήκωσε, κι έφυγε.

    Όμως το κοκκινόμαλλο αγόρι που η υποταγή της Ο, τα σίδερά της και ό,τι είδε από τα μαστιγώματα πάνω στο κορμί της, το αναστάτωσαν, αντί να της ριχτεί, καθώς η Ο το περίμενε, την πήρε από το χέρι, κατέβηκε μαζί της τη σκάλα δίχως να ρίξει ένα βλέμμα στα ειρωνικά χαμόγελα των γκαρσονιών, και, αφού κάλεσε ένα ταξί, την πήγε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του.
    Δεν την άφησε να φύγει παρά όταν νύχτωσε, αφού προηγουμένως της όργωσε με λύσσα το υπογάστριο και τα οπίσθια, που τα πλήγωσε γιατί τόσο ήταν χονδρό και σκληρό το φύλο του.
    Είχε ξετρελλαθεί από την αιφνίδια λευτεριά όπου για πρώτη φορά βρισκόταν να χαρεί δίπλα σε μια γυναίκα, καθώς και να φιληθεί απ΄ αυτήν όπως είχε δει ν΄ απαιτούν και να γίνεται μπροστά του (πράγμα που ποτέ του δεν είχε τολμήσει να το ζητήσει από κανέναν).

    Την επομένη όταν στις δύο έφθασε η Ο στου Σερ Στέφεν που την είχε καλέσει, τον βρήκε με το πρόσωπο σοβαρό και ύφος γερασμένο.
    «Ο Έρικ σ΄ ερωτεύθηκε, της είπε. Ήρθε σήμερα το πρωί να με παρακαλέσει να του αποδώσω την ελευθερία σου, και να μου πει πως θέλει να σε παντρευτεί. Θέλει να σε σώσει.
    Βλέπεις τι σε κάνω, αν είσαι δική μου, κι αν είσαι δική μου δεν είσαι ελεύθερη ν΄ αρνηθείς, όμως είσαι πάντα ελεύθερη, το ξέρεις καλά, ν΄ αρνηθείς ν΄ ανήκεις σ΄ εμένα. Του το είπα. Θα ξανάρθει στις τρεις».
    Η Ο άρχισε να γελά. «Δεν είναι μήπως λίγο αργά; είπε. Είστε και οι δυο σας τρελλοί. Αν ο Έρικ δεν ερχόντανε σήμερα το πρωί, τι θα με κάνετε τούτο το απόγευμα;
    Θα πηγαίναμε περίπατο; Αυτό θα ήταν όλο; Τότε πάμε περίπατο. Κι ίσως, αλλιώς, δεν θα με είχατε φωνάξει; Τότε, φεύγω... – Όχι, συνέχισε ο Σερ Στέφεν, θα σε είχα καλέσει, όχι όμως για να πάμε περίπατο. Ήθελα... – Πέστε. – Έλα, θα είναι πιο απλό».

    Σηκώθηκε κι άνοιξε μια πόρτα στον τοίχο που ήταν απέναντι από το τζάκι, συμμετρική προς εκείνη που οδηγούσε στο γραφείο του.
    Η Ο πίστευε πάντα που ήταν η πόρτα μιας ντουλάπας, μια πόρτα καταραμένη. Είδε ένα πολύ μικρό μπουντουάρ, φρεσκοβαμμένο, και σκεπασμένο με σκουροκόκκινο μετάξι.
    Το μισό τμήμα του είχε μια στρογγυλή εξέδρα με δυο κολώνες, όμοια μ΄ αυτήν της αίθουσας μουσικής στο Σαμουά. «Οι τοίχοι και το ταβάνι ντυμένοι με φελλό, έτσι;» είπε η Ο.
    \ Η πόρτα κ α π ι τ ο ν έ και το παράθυρο διπλό; Ο Σερ Στέφεν απάντησε ν α ι με ένα νεύμα. «Από πότε όμως; - Από τότε που επέστρεψες. – Τότε γιατι; - Γιατί περίμενα να σε περάσω κι από άλλα χέρια εκτός από τα δικά μου.
    \ Τώρα θα σε τιμωρήσω. Δεν σε τιμώρησα ποτέ. – Αφού είμαι δική σου, είπε η Ο, τιμώρησέ με. Όταν ο Έρικ θα ΄ρθει...» .
    Μια ώρα αργότερα, μπροστά στην Ο, που βρισκόταν έτσι γελοία με ανοιγμένα τα πόδια ανάμεσα από τις δυο κολώνες, το αγόρι χλώμιασε, κάτι ψέλλισε κι εξαφανίσθηκε.
    Η Ο νόμιζε πως δεν θα το ξανάβλεπε. Το ξαναβρήκε στο Ρουασσύ, στο τέλος του Σεπτέμβρη. Ζήτησε να του την παραδώσουν και, τρεις μέρες συνέχεια, την κακοποίησε με τον πιο άγριο τρόπο.

    Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ

    ΚΕΦ.3

    Το ότι η Ο δίσταζε να μιλήσει στη Ζακελίν γι΄ αυτό που ο Ρενέ, δίκαια αποκαλούσε την πραγματική της κατάσταση, είναι γιατί δεν καταλάβαινε πια τίποτε.
    Βέβαια, η Αννα-Μαρία της είχε πει πως θα έβγαινε αλλαγμένη από κει μέσα. Όμως δεν πίστευε πως θα γινόταν σε τούτο το σημείο.
    Της φάνηκε φυσικό, όταν θα επέστρεφε, πως θα ήταν πιότερο ακτινοβολούσα και δροσερή παρά ποτέ άλλοτε, να μην κρυβόταν πια όταν θα έπαιρνε το μπάνιο της ή όταν θα ντυνόταν, το ίδιο που θά έκανε αν ήταν μόνη της.
    Μολαταύτα, η Ζακελίν ενδιαφερόταν τόσο λίγο για κάθε τι που δεν την αφορούσε άμεσα, ώστε χρειάστηκε, την μεθεπόμενη της επιστροφής της να μπει κατά τύχη στο μπάνιο, την ώρα που η Ο καβαλίκευε τη μπανιέρα και ακούστηκε το κουδούνισμα πάνω στο σμάλτο, που έκαναν τα σίδερα του υπογαστρίου της, ώστε να στραφεί η προσοχή της προς τον παράξενο τούτο θόρυβο.
    Γύρισε το κεφάλι και είδε, ταυτόχρονα, τον δίσκο που κρεμόταν ανάμεσα στα πόδια της Ο και τις ραβδώσεις που της σημάδευαν τα μπούτια και τη μέση. «Τι έχεις; τη ρώτησε. - Είναι ο Σερ Στέφεν» απάντησε η Ο.
    Και πρόσθεσε, σαν κάτι αυτονόητο: «Ο Ρενέ μ΄ έδωσε σ΄ εκείνον και με πετάλωσε στο όνομά του. Κοίτα».
    Και καθώς σκουπιζόταν με το μπουρνούζι, πλησίασε προς τη Ζακελίν που κατάπληκτη κάθισε στο ταμπουρέ, αρκετά κοντά της, ώστε να πιάσει στο χέρι της τον δίσκο και να διαβάσει την επιγραφή.
    Κι έπειτα αφήνοντας να γλυστρήσει το πενιουάρ της, γύρισε κι έδειξε με το χέρι το Σ και το Χ που ήταν βαθειά χαραγμένα στα οπίσθιά της, και είπε: «Με σημάδεψε ως και με τον αριθμό του. Τα άλλα που βλέπεις, είναι βουρδουλιές.
    Συνήθως με μαστιγώνει ο ίδιος, αλλά και η μάυρη υπηρέτριά του». Η Ζακελίν κοίταξε την Ο δίχως να μπορεί να προφέρει λέξη.
    Η Ο άρχισε να γελά, κι έπειτα θέλησε να τη φιλήσει. Η Ζακελίν τρομαγμένη την απώθησε και κλείστηκε στο δωμάτιό της.
    Η Ο ήσυχα-ήσυχα σκουπίστηκε, έβαλε άρωμα, χτένισε τα μαλλιά της.

    Φόρεσε το κορσεδάκι της, τις κάλτσες της, τα πασούμια της, κι όταν με τη σειρά της έσπρωξε τη πόρτα, συνάντησε μέσα στον καθρέφτη το βλέμμα της Ζακελίν που χτενιζόταν, ασυναίσθητα, μπροστά στον καθρέφτη.
    «Σφίξε μου τον κορσέ μου, είπε. Γιατί κάνεις την ξαφνιασμένη; Ο Ρενέ είναι ερωτευμένος μαζί σου. Δεν σου είπε λοιπόν τίποτε; - Δεν καταλαβαίνω, είπε η Ζακελίν».
    Και ομολογώντας αμέσως, αυτό που κυρίως τη ξάφνιαζε: «Φαίνεσαι να είσαι υπερήφανη. Αυτό δεν το καταλαβαίνω. – Όταν ο Ρενέ θα σε πάει στο Ρουασσύ, θα καταλάβεις. Μήπως άρχισες κιόλας να κοιμάσαι μαζί του;».
    Το αίμα ανέβηκε στο πρόσωπο της Ζακελίν που είπε μ΄ ένα νεύμα του κεφαλιού της, και μια τέτοια κακιά διάθεση, που η Ο ξαναγέλασε. «Λες ψέμματα χρυσή μου, είσαι κουτή.
    Και βέβαια έχεις το δικαίωμα να κοιμηθείς μαζί του. Και δεν είναι τούτος ένας λόγος για να με απωθείς. Αφησέ με να σε χαϊδέψω.

    Θα σου αφηγηθώ για το Ρουασσύ». Φοβόταν μήπως η Ζακελίν μια βίαιη σκηνή ζηλοτυπίας της Ο; Η μήπως υπεχώρησε για ν΄ ανακουφιστεί, ή απλούστατα γιατί αγαπούσε την υπομονή, τη βραδύτητα, το πάθος των χαδιών της Ο; Υπεχώρησε. «Αφηγήσου μου, είπε έπειτα στην Ο. – Ναι, είπε η Ο.
    Όμως πρώτα φίλησέ με στην άκρη των στηθιών. Είναι καιρός πια να συνηθίσεις, αν θέλεις να φανείς χρήσιμη σε κάτι στον Ρενέ».
    Η Ζακελίν υπάκουσε, τόσο καλά μάλιστα, που έκανε την Ο να βογγίξει. «Αφηγήσου», επανέλαβε.
    Η αφήγηση της Ο, όσο κι αν ήταν πιστή και ξεκάθαρη, και παρά την υλική απόδειξη που την αποτελούσε η ίδια, φάνηκε σαν ένα παραλήρημα στη Ζακελίν.
    «Θα ξαναγυρίσεις τον Σεπτέμβρη; ρώτησε. – Όταν θα επιστρέψουμε από τα νότια μέρη, είπε η Ο. Θα σε πάω στον Ρενέ ή θα σε πάει ο ίδιος. – Να δω θα το ήθελα πολύ, συνέχισε η Ζακελίν. Όμως μονάχα να δω. – Ασφαλώς, αυτό μπορεί να γίνει», είπε η Ο που ήταν πεπεισμένη για το αντίθετο.
    Έλεγε όμως στον εαυτό της πως αν αυτή μπορούσε να πείσει τη Ζακελίν να περάσει το φράχτη του Ρουασσύ, θα της ήταν ευγνώμων ο Σερ Στέφεν - κι αργότερα θα υπήρχαν αρκετοί υπηρέτες, αλυσσίδες και μαστίγια για να διδάξουν στη Ζακελίν τη συγκατάβαση.

    Γνώριζε ήδη πως στη βίλλα που είχε νοικιάσει κοντά στις Κάννες, όπου η ίδια θα περνούσε τον Αύγουστο με τον Ρενέ, η Ζακελίν κι αυτός και η μικρή αδελφή της Ζακελίν, που είχε την άδεια να την πάρει μαζί της – όχι πως το ΄θελε, αλλά η μητέρα της επέμενε να συγκατατεθεί σε τούτο η Ο – ήξερε καλά πως το δωμάτιο που θα έμενε και που η Ζακελίν δεν θα μπορούσε ν΄ αρνηθεί να παίρνει μαζί της τον μεσημεριάτικο ύπνο της, όταν ο Ρενέ δεν θα ήταν εκεί, χωριζόταν από το δωμάτιο του Σερ Στέφεν μ΄ ένα τοίχο που φαινότανε γεμάτος, αλλά που ο διάκοσμός του επέτρεπε ανασηκώνοντας ένα στόρι, να δει κανείς και ν΄ ακούσει τόσο καλά σαν να στεκόταν όρθιος, πλάι στο κρεβάτι.
    Η Ζακελίν θα ήταν η λεία των βλεμμάτων του Σερ Στέφεν όταν θα την χάιδευε η Ο. Και θ΄ αργούσε να το μάθει για να τ΄ αποφύγει. Πόση χαρά αισθανόταν η Ο αναλογιζόμενη πως θα παρέδιδε με προδοσία την Ζακελίν.
    Και τούτο γιατί ένοιωθε σαν μια βρισιά, βλέποντας τη Ζακελίν να περιφρονεί τούτη τη κατάσταση της σκλάβας – τη σημαδεμένη και μαστιγωμένη – που γι΄ αυτήν η Ο ήταν περήφανη.

    Η Ο δεν είχε ποτέ της πάει κατά τον Νότο. Ο γαλάζιος και ακίνητος ουρανός, η θάλασσα που μόλις παύλαζε, τα ασάλευτα πεύκα κάτω από τον ψηλό ήλιο, όλα της φαινόταν σαν κάτι το σκληρό και το εχθρικό.
    «Δεν υπάρχουν αληθινά δέντρα, έλεγε θλιμμένα, όταν τα συγκρίνεις με τα μυρωμένα δάση, όπου ως και οι πέτρες ακόμη είναι χλιαρές στο πιάσιμο.
    Η θάλασσα δεν μυρίζει θάλασσα», έλεγε συνεχίζοντας. Την κατηγορούσε γιατί δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να πετά στην αμμουδιά φύκια, να είναι πάρα πολύ γαλάζια για να γλύφει την αμμουδιά πάντα στο ίδιο σημείο.
    Όμως στον κήπο της βίλλας, σε ένα παλιό ανανεωμένο αγρόκτημα, βρισκόταν κανείς μακρυά από τη θάλασσα.

    Μεγάλοι τοίχοι, δεξιά κι αριστερά, την προστάτευαν από τους γείτονες. Η πτέρυγα των υπηρετών έβλεπε στην αυλή της εισόδου, όπου το δωμάτιο της Ο έβγαινε σε μια ταράτσα, στο πρώτο πάτωμα, με προσανατολισμό την Ανατολή.
    Η κορυφή από τις μεγάλες μαύρες δάφνες άγγιζε τα βαθουλά κεραμμύδια που προστάτευαν την ταράτσα. Ένα πλέγμα από καλάμια την προφύλαγε από τον μεσημεριάτικο ήλιο. Τα κόκκινα καρώ που κάλυπταν το δάπεδο ήταν τα ίδια με του δωματίου.
    Ο τοίχος που χώριζε το δωμάτιο της Ο, εκτός από του Σερ Στέφεν – κι ήταν ο τοίχος ενός μεγάλου υπνοδωματίου περιορισμένου από μια κάμαρα χωρισμένη από το υπόλοιπο τμήμα μ΄ ένα είδος φράχτου, σαν τα κάγκελα μιας σκάλας – ενώ άλλοι τοίχοι ήταν βαμμένοι άσπροι.
    Τα παχειά άσπρα χαλιά στο πάτωμα, ήταν βαμβακερά, οι κουρτίνες από κίτρινο και άσπρο ύφασμα. Υπήρχαν δυο πολυθρόνες σκεπασμένες από το ίδιο ύφασμα και στρώματα γαλάζια, διπλωμένα στα τρία.
    Σαν επίπλωση, ένα πάρα πολύ ωραίο κομοδίνο φουσκωτό, από καρυδιά κι ένα στενό και μακρύ χωρικό τραπέζι, ξανθό και γυαλισμένο σαν καθρέφτης.

    Η Ο είχε βάλει τα φορέματά της σε μια σειρά από κρεμαστάρια. Το επάνω μέρος της χρησιμεύει για τουαλέτα.
    Εκεί είχαν εγκαταστήσει και τη μικρή Ναταλί, πλάι στο δωμάτιο της Ο, και το πρωί, όταν ήξερε πως η Ο έκανε ηλιοθεραπεία στην ταράτσα, ερχότανε και ξάπλωνε πλάι της.
    Ήταν μια κοπελίτσα πολύ άσπρη, στρουμπουλή κι όμως λεπτή, με μάτια τραβηγμένα προς τους κροτάφους όπως της αδελφής της, αλλά μαύρα και γυαλιστερά που την έκαναν να μοιάζει με Κινέζα.
    Τα μαύρα μαλλιά της ήταν κομμένα ίσια, πάνω από τα φρύδια, σε πυκνή φράτζα και ίσια πάνω από το σβέρκο.
    Είχε μικρά σφιχτά και γεμάτα σφρίγος στηθάκια και παιδικούς γοφούς που μόλις φούσκωναν.
    Είχε επίσης δει ξαφνικά την Ο, μπαίνοντας προς την ταράτσα όπου νόμιζε πως θα ΄βρισκε την αδελφή της, και όπου ήταν η Ο μόνη, ξαπλωμένη με την κοιλιά, πάνω στην ψαθωτή καρέκλα.

    Όμως αυτό που είχε κάνει τη Ζακελίν να επαναστατήσει, την αναστάτωσε από πόθο και ζήλεια. Ρώτησε την αδελφή της.
    Οι απαντήσεις, όπου η Ζακελίν νόμιζε πως μ΄ αυτές θα προκαλούσε την αποστροφή της, καθώς αφηγόταν όλα όσα της είχε πει η Ο, δεν άλλαξαν σε τίποτε τη συγκίνηση της Ναταλί.
    Απεναντίας μάλιστα. Ερωτεύθηκε την Ο. Κατόρθωσε για μια ολόκληρη εβδομάδα να μη της το φανερώσει. Όμως μια Κυριακή απόγευμα, φρόντισε να βρεθεί μόνη με την Ο.
    Δεν έκανε τόσο ζέστη εκείνο το απόγευμα. Ο Ρενέ που κολύμπησε αρκετά το πρωί, κοιμόταν στο ντιβάνι ενός δροσερού δωματίου του ισογείου. Η Ζακελίν, πικαρισμένη γιατί τον έβλεπε να προτιμά τον ύπνο, πήγε και βρήκε την Ο στο δωμάτιό της.
    Η θάλασσα κι ο ήλιος την είχαν κιόλας χρυσίσει: τα μαλλιά της, τα φρύδια, τα ματόκλαδά της, το τριχωτό της υπογάστριο, οι μασχάλες της, έμοιαζαν σαν πασπαλισμένα από ασήμι.
    Καθώς δεν ήταν διόλου μακιγιαρισμένη, το στόμα της είχε το ίδιο ροζ χρώμα που είχε και το βαθούλωμα του υπογαστρίου της.
    Για να μπορέσει να την δει στην κάθε της λεπτομέρεια ο Σερ Στέφεν, που η Ο είχε προαισθανθεί την αόρατη παρουσία του – φρόντισε συχνά να της ανοίγει τα πόδια καταντίκρυ στο φώς: είχε ανάψει τη λάμπα που ήταν στο προσκέφαλό της.

    Τα πατζούρια κλειστά, το δωμάτιο σχεδόν σκοτεινό, παρά τις φωτεινές ραβδώσεις που ΄μπαίναν από τα κακοεφαρμοσμένα παραθυρόφυλλα. Η Ζακελίν αναστέναζε περισσότερο από μια ώρα κάτω από τα χάδια της Ο.
    Τέλος, με στητά τα στήθη, τα χέρια ριγμένα προς τα πίσω, σφίγγοντας τα ξύλινα κάγκελα του κρεβατιού, άρχισε να φωνάζει όταν η Ο, κρατώντας ανοιχτό το σγουρό ξανθό τρίχωμα άρχισε να δαγκώνει την κορυφή της σάρκας όπου συναντιόντουσαν, ανάμεσα από τα σκέλη, τα λεπτά και εύπλαστα μικρά χείλη.
    Η Ο την αισθανόταν να καίει και να τεντώνεται κάτω από τη γλώσσα της και την έκανε να φωνάζει χωρίς διακοπή, έως ότου χαλάρωσε μονομιάς, με σπασμένα τα ελατήρια, ιδρωμένη από ηδονή. Κατόπιν την έστειλε στο δωμάτιό της, όπου και κοιμήθηκε.

    Είχε ξυπνήσει και ήταν ντυμένη, όταν στις 5 ήρθε ο Ρενέ να την πάρει, μαζί με την Ναταλί, να πάνε βαρκάδα, όπως συνήθιζαν τ΄ απομεσήμερα. «Που είναι η Ναταλί;» είπε ο Ρενέ.
    Η Ναταλί δεν ήταν στο δωμάτιό της, ούτε μέσα στο σπίτι. Την φώναξαν και στον κήπο.
    \ Ο Ρενέ πήγε ως το μικρό δάσος που συνέχιζε τον κήπο. Καμιά απόκριση. «Ίσως να είναι κιόλας μέσα στη βάρκα» είπε ο Ρενέ.
    Έφυγαν δίχως να την αναζητήσουν περισσότερο. Τότε η Ο, πάντα ξαπλωμένη στην ψάθινη πολυθρόνα της, διέκρινε ανάμεσα από τα κεραμμύδια του μπαλκονιού τη Ναταλί που έτρεχε προς το σπίτι.
    Σηκώθηκε, φόρεσε τη ρόμπα της – ήταν γυμνή, γιατί έκανε ακόμη πολλή ζέστη – και καθώς έδενε τη ζώνη της, μπήκε μέσα με ορμή η Ναταλί και ρίχτηκε πάνω της: «Έφυγε, επιτέλους έφυγε, φώναζε.

    Την άκουσα Ο, σας άκουσα, άκουσα στην πόρτα. Τη φιλάς, τη χαϊδεύεις. Γιατί δεν με χαϊδεύεις κι εμένα, γιατί δεν με φιλάς; Γιατί είμαι μαύρη και δεν είμαι όμορφη; Δεν σ΄ αγαπά εσένα, εγώ σ΄ αγαπώ» και ξέσπασε σε λυγμούς.
    «Έλα, καλά» είπε η Ο. Έσπρωξε την κοπελίτσα προς μια πολυθρόνα, πήρε ένα μεγάλο μαντήλι του Σερ Στέφεν από το ντουλάπι, κι όταν έπαψαν κάπως οι λυγμοί της Ναταλί, της σκούπισε το πρόσωπο.
    Η Ναταλί της ζήτησε συγνώμη, φιλώντας της τα χέρια. «Κι αν ακόμη δεν θέλεις να με φιλήσεις Ο, κράτησέ με κοντά σου. Κράτησέ με κοντά σου για όλο τον καιρό.
    Αν είχες ένα σκυλί, δεν θα το κρατούσες; Αν δε θέλεις να με φιλήσεις, αλλά σ΄ ευχαριστεί να με δέρνεις, μπορείς να με δείρεις, αλλά μη με διώξεις. – Σώπασε Ναταλί, δε ξέρεις τι λες» ψιθύρισε η Ο.
    Η μικρή κι αυτή χαμηλόφωνα και γλυστρώντας στα γόνατα της Ο, που τ΄ αγκάλιασε, απάντησε: «Ω! ναι, το ξέρω καλά. Σε είδα προχθές το πρωί στην ταράτσα.
    Είδα τ΄ αρχικά γράμματα και τα μεγάλα γαλάζια σημάδια που είχες. Και η Ζακελίν μου είπε... – Τι σου είπε; - Που ήσουν και τι σου έκαναν. – Και σου μίλησε για το Ρουασσύ; - Μου είπε ακόμη που ήσουνα, πως είσαι... –
    Πως ήμουν; - Ότι φορείς σιδερένιους κρίκους. – Ναι, είπε η Ο, κι έπειτα; - Κι έπειτα ότι ο Σερ Στέφεν σε μαστιγώνει κάθε μέρα. – Ναι, είπε και πάλι η Ο, και τώρα σε λίγο θα ΄ρθει. Πήγαινε Ναταλί».

    Η Ναταλί, δίχως να σαλέψει, σήκωσε το κεφάλι προς την Ο και η Ο αντίκρυσε το γεμάτο λατρεία βλέμμα της. «Μάθε με κι εμένα Ο, σε ικετεύω, θέλω να γίνω σαν κι εσένα. Θα κάνω ό,τι κι αν μου πεις. Θέλω να μου υποσχεθείς πως όταν γυρίσεις θα με πας εκεί που μου είπε η Ζακελίν.
    – Είσαι πολύ μικρή, είπε η Ο. – Όχι, δεν είμαι πολύ μικρή. Έχω περάσει τα δεκαπέντε, φώναξε θυμωμένη, δεν είμαι πολύ μικρή. Ρώτησε τον Σερ Στέφεν» έκανε μόλις τον είδε να μπαίνει. Στην Ναταλί επέτρεψαν να παραμένει κοντά στην Ο, και της έδωσαν την υπόσχεση πως θα την πάνε στο Ρουασσύ. Όμως ο Σερ Στέφεν απογόρευσε στην Ο να της μάθει ένα οποιοδήποτε χάδι, έστω και να την φιλήσει στο στόμα ή να φιληθεί από αυτήν.
    Ήθελε να έφτανε στο Ρουασσύ δίχως να έχει αγγιχτεί από χέρια ή να έχει φιληθεί από οποιονδήποτε.
    Απεναντίας απαίτησε, αφού ήθελε να μη εγκαταλείψει την Ο, η Ο να μην την άφηνε ούτε στιγμή.
    Ας έβλεπε τόσο την Ο να χαϊδεύει την Ζακελίν, να χαϊδεύει τον ίδιο και να του δίνεται, όσο και να την μαστιγώνει ή να την δέρνει με το βούρδουλα η γριά Νόραχ.
    Τα φιλιά που έδινε η Ο στο στόμα της αδελφής της, έκαναν τη Ναταλί να τρέμει από ζήλεια και μίσος.
    Όμως κουρνιασμένη πάνω στο χαλί, στα πόδια του κρεβατιού της Ο, καθώς η μικρή Ντιναρζάδ στο κρεβάτι της Σεχραζάτ, έβλεπε κάθε φορά την Ο δεμένη στο ξύλο να συσπάται κάτω από τον βούρδουλα, την Ο γονατιστή να δέχεται ταπεινά μέσα στο στόμα της το παχύ ανορθωμένο φύλο του Σερ Στέφεν, την Ο σκυμμένη ν΄ ανοίγει μόνη της τα οπίσθιά της με τα δυο της χέρια για να του προσφέρει τον δρόμο προς το υπογάστριό της, δίχως να νοιώθει άλλα αισθήματα από τον θαυμασμό, την ανυπομονησία και την επιθυμία.

    Ίσως η Ο υπελόγιζε περισσότερο απ΄ ότι έπρεπε στην αδιαφορία και τον αισθησιασμό της Ζακελίν.
    Ίσως η Ζακελίν να θεώρησε, αφελέστατα, σαν ακίνδυνο για εκείνη, σε σχέση με τον Ρενέ, το να δοθεί τόσο πολύ στην Ο.
    Πάντως, το γεγονός είναι ότι ξαφνικά όλα σταμάτησαν. Ταυτόχρονα, φαίνεται πως άρχισε να κρατά σε απόσταση τον Ρενέ, με τον οποίον περνούσε σχεδόν όλες τις νύχτες και τις μέρες της.
    Ποτέ απέναντί του δεν κράτησε τη στάση μιας ερωτευμένης. Τον κοίταζε ψυχρά, και όταν του χαμογελούσε, το χαμόγελο δεν έφτανε ως τα χείλη της.
    Κι αν ακόμη παραδεχτούμε πως του δινόταν όσο και στην Ο, πράγμα πιθανό, η Ο θεωρούσε πως μια τέτοια εγκατάλειψη του εαυτού της, δεν δέσμευε σε τίποτε την Ζακελίν.
    Ενώ ένοιωθε κανείς τον Ρενέ να λιώνει από πόθο μπροστά της και σαν να παραλύει από έναν έρωτα που του ήταν ως τώρα άγνωστος, έναν έρωτα ανήσυχο, αβέβαιο για μια οποιαδήποτε ανταπόκριση και που έτρεμε μην προκαλέσει δυσαρέσκεια.
    Ζούσε, κοιμόταν στο ίδιο σπίτι με τον Σερ Στέφεν, στο ίδιο σπίτι με την Ο, προγευμάτιζε, γευμάτιζε, έβγαινε και πήγαινε περίπατο με τον Σερ Στέφεν, με την Ο, τους μιλούσε: δεν τους έβλεπε, ούτε και τους άκουγε.
    Έβλεπε, άκουγε μέσω αυτών πέρα απ΄ αυτούς, και αδιάκοπα προσπαθούσε να φτάσει σε μια βουβή και εξαντλητική προσπάθεια, σαν τις προσπάθειες που κάνουν στα όνειρα για να πηδήξουν σ΄ ένα τραμ που έχει κινήσει, για να πιαστούν απ΄ τα κάγκελα ενός γεφυριού που γκρεμίζεται, προσπαθούσε να φτάσει τον σκοπό της υπάρξεως, της αλήθειας της Ζακελίν.

    Έπρεπε κάπου να υπάρχουν στο εσωτερικό της χρυσής επιδερμίδας της, καθώς κάτω από την πορσελάνη βρίσκεται ο μηχανισμός της κούκλας που φωνάζει.
    «Νάτην λοιπόν, σκεφτόταν η Ο, νάτην η μέρα που τόσο φοβόμουν, όπου για τον Ρενέ δεν θα είμαι παρά μια σκιά σε μια περασμένη ζωή. Κι ούτε καν λυπούμαι, μόνο που εγώ τον λυπάμαι και μόνο οίκτο μου προκαλεί.
    Μπορώ να τον βλέπω κάθε μέρα δίχως να προσβάλλομαι γιατί δεν με επιθυμεί πια, δίχως πίκρα, δίχως παράπονο. Κι όμως, πριν λίγες εβδομάδες, είχα τρέξει να τον ικετεύσω για να μου πει αν μ΄ αγαπούσε. Μήπως αυτό ήταν η αγάπη μου;
    Τόσο ανάλαφρη, τόσο ευκολοπαρηγόρητη; Παρηγορημένη; Ούτε καν αυτό: είμαι ευτυχισμένη.
    Ήταν αρκετό λοιπόν το ότι με είχε δώσει στον Σερ Στέφεν για να αποσπαστώ απ΄ αυτόν, κι έτσι μέσα σε καινούργια αγκαλιά να ξαναγεννηθώ σε μια νέα αγάπη;». Όμως ναι, τι ήταν ο Ρενέ μπροστά στον Σερ Στέφεν;
    Ένα κομμάτι άχυρο, φελλός. Τέτοια έμοιαζαν τα πραγματικά δεσμά που μ΄ αυτά την είχε δέσει, για να τ΄ απαρνηθεί τόσο γρήγορα.
    Όμως πόση ηρεμία, πόση ηδονή τούτος ο σιδερένιος κρίκος που τρυπά τη σάρκα και βαραίνει για πάντα, το σημάδι που δεν θα σβήσει ποτέ, το χέρι ενός αφέντη που σε ξαπλώνει σ΄ ένα πέτρινο κρεβάτι, ο έρωτας ενός αφέντη που ξέρει να κάνει κτήμα του, ανελέητα, αυτό που αγαπά.
    Και η Ο σκεφτόταν πως τελικά δεν είχε αγαπήσει τον Ρενέ, παρά για να μάθει τον έρωτα και να ξέρει, καλύτερα να δίνεται, σκλάβα και ικανοποιημένη, στον Σερ Στέφεν.

    Όμως το να βλέπει τον Ρενέ, που μαζί του ήταν τόσο ελεύθερη – και τον είχε αγαπήσει για την ελευθερία της αυτή – να περπατεί σαν εμποδισμένος, σαν τα πόδια του να ήταν πιασμένα μέσα στο νερό και στα καλάμια μιας λίμνης, που φαινόταν ακίνητη και που το ρεύμα της βρίσκεται στα βαθειά στρώμματά της, φούσκωνε το μίσος της Ο εναντίον της Ζακελίν.
    Το μάντεψε άραγε ο Ρενέ; Μήπως η απρόσεκτη Ο άφησε να γίνει τούτο αντιληπτό; Έκανε ένα λάθος. Ένα απόγευμα, στις Κάννες, πήγαν οι δυο τους μόνες σ΄ ένα κομμωτήριο. Κι έπειτα πήραν το παγωτό τους στην ταράτσα της Ρεζέρβ.
    Η Ζακελίν, με στενό παντελόνι μαύρο και μαύρη μπλούζα, έσβυνε γύρω της ως και τη λάμψη των παιδιών.
    Ήταν τόσο λαμπερή, χρυσωμένη, τόσο σκληρή και τόσο φωτεινή μέσα στον ήλιο, τόσο προκλητική, τόσο κλειστή.
    Είπε στην Ο ότι είχε ραντεβού με τον σκηνοθέτη που μ΄ αυτόν γύριζε ταινία στο Παρίσι, για να γυρίσουν εξωτερικά, ίσως στο βουνό, πίσω από το Σαιν-Πωλ-ντε-Βανς.
    Το γκαρσόνι ήταν εκεί ευθυτενές και περίμενε. Δεν χρειαζόταν να μιλήσει. Φαινόταν καθαρά πως ήταν ερωτευμένο με τη Ζακελίν. Αρκούσε να τον έβλεπε κανείς.
    Τι το καταπληκτικό; Εκείνο που κατέπλησσε περισσότερο ήταν η Ζακελίν.

    Μισοξαπλωμένη σε μια από τις μεγάλες πολυθρόνες, η Ο άκουγε, που μιλούσε για καθορισμό ημερομηνιών και για ραντεβού, για τη δυσκολία να βρεθούν αρκετά χρήματα, ώστε να τελειώσει η αρχινημένη ταινία. Μιλούσε στη Ζακελίν στον ενικό.
    Εκείνη απαντούσε ν α ι και ό χ ι με μια κίνηση του κεφαλιού και μισόκλεινε τα μάτια. Η Ο καθόταν απεναντί της, και το γκαρσόνι ανάμεσά τους.
    Δεν δυσκολεύτηκε να παρατηρήσει πως η Ζακελίν, με κατεβασμένα τα μάτια και προφυλαγμένη από τα ακίνητα βλέφαρά της, παραμόνευε, καθώς έκανε πάντα, νομίζοντας πως κανείς δεν την παρατηρούσε, τον πόθο του γκαρσονιού.
    Το πιο περίεργο όμως ήταν το ότι τον αναστάτωσε, με τα χέρια ριγμένα κάτω, δίχως ίχνος από χαμόγελο, σοβαρή, και όπως ποτέ η Ο δεν την είχε δει μπροστά στον Ρενέ.
    Ένα χαμόγελο, διάρκειας μόλις ενός δευτερολέπτου πάνω στα χείλη της, όταν η Ο έσκυψε για ν΄ αφήσει στο τραπέζι το ποτήρι με το παγωμένο νερό.
    Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν και η Ο κατάλαβε πως η Ζακελίν, αντελήφθηκε ότι την είχε μαντέψει.
    Ούτε που ταράχτηκε. Απεναντίας, η Ο κοκκίνησε. «Μήπως ζεσταίνεσαι; είπε η Ζακελίν. Σε πέντε λεπτά φεύγουμε. Αλλωστε, το κόκκινο σου πάει πολύ καλά».

    Ξαναχαμογέλασε. Αλλά τούτη τη φορά με μια τόσο τρυφερή ανεμελιά, σηκώνοντας τα μάτια της προς το γκαρσόνι, που φαινόταν αδύνατο να μην ορμήσει για να την ιλήσει.
    Όμως όχι. Ήταν πολύ νέος για να γνωρίζει πόση ξετσιπωσιά υπάρχει στην ακινησία και τη σιωπή.
    Αφησε τη Ζακελίν να σηκωθεί, να του απλώσει το χέρι, να του πει αντίο. Θα του τηλεφωνούσε. Το γκαρσόνι χαιρέτησε και τη σκιά – δηλαδή την Ο – και όρθιο στο πεζοδρόμιο κοίταζε τη μαύρη Μπουίκ να γλυστρά στη λεωφόρο, ανάμεσα από τα σπίτια που τα ΄καιγε ο ήλιος και την πολύ γαλανή θάλασσα.
    Οι φοινικιές έμοιαζαν σαν να τις είχαν σκαλίσει μέσα σε μέταλλο, οι περπατητές σαν μανεκέν από κακολυωμένο κερί, που τους κινούσε ένας παράλογος μηχανισμός. «Σου αρέσει τόσο πολύ;» είπε η Ο στη Ζακελίν καθώς το αμάξι έβγαινε από την πόλη και τραβούσε για την ανηφοριά.
    «Σ΄ ενδιαφέρει;» ρώτησε η Ζακελίν. «Ενδιαφέρει τον Ρενέ», συνέχισε η Ο. «Αυτό που ενδιαφέρει τον Ρενέ και τον Σερ Στέφεν, κι αν καλά κατάλαβα, έναν ορισμένο αριθμό κάποιων άλλων, συνέχισε η Ζακελίν, είναι το ότι δεν έχεις καθίσει καλά.
    Θα τσαλακώσεις το φουστάνι σου».
    Η Ο δεν σάλεψε. «Και νόμιζα, είπε ακόμη η Ζακελίν, πως δεν έπρεπε ποτέ να σταυρώνεις τα πόδια σου!».
    Όμως η Ο δεν άκουγε πια. Τι την ενδιέφεραν οι απειλές της Ζακελίν; Κι αν η Ζακελίν απειλούσε να καταγγείλει την Ο, για τούτο το ασήμαντο λάθος, φανταζόταν πως έτσι θα εμπόδιζε την Ο να την καταγγείλει στον Ρενέ; Όχι πως έλειπε μια τέτοια διάθεση από την Ο.
    Ο Ρενέ, βέβαια, δεν θα ανεχόταν να μάθαινε πως η Ζακελίν του έλεγε ψέμματα, ούτε και πως επιθυμούσε να την έχει άλλος εκτός από αυτόν.

    ΣΕΛΙΔΑ 17

    Πως θα έκανε τη Ζακελίν να πιστέψει πως αν η Ο σώπαινε, θα ήταν για να μην έχανε τον Ρενέ, για να μην χλώμιαζε ο Ρενέ για μιαν άλλη, και ίσως να είχε και την αδυναμία να μη την τιμωρήσει.
    Κι ίσως πιότερο, θα μπορούσε να ήταν ο φόβος να δει τον θυμό του Ρενέ να ξεσπά εναντίον της, καθώς, προδότρα, να ήταν μαντατοφόρος κακών ειδήσεων.
    Πως να έλεγε στη Ζακελίν να σωπάσει, δίχως να δώσει την εντύπωση ότι έκλεινε μαζί της μια συμφωνία: «δώσε μου να σου δώσω»; .
    Γιατί η Ζακελίν φανταζόταν πως η Ο είχε ένα τρομερό φόβο, ένα φόβο που την πάγωνε, για όσα θα δοκίμαζε αν ποτέ μιλούσε η Ζακελίν.

    Όταν βγήκαν από τ΄ αμάξι, στην αυλή του παλαιού σπιτιού, δεν μίλησε η μια στην άλλη.
    Η Ζακελίν, δίχως να κοιτάξει την Ο, έκοψε ένα λουλούδι από την πρόσοψη. Η Ο βρισκόταν αρκετά κοντά της ώστε να αισθανθεί το άρωμα του φύλλου καθώς το τσαλάκωνε μέσα στα δάχτυλά της.
    Μήπως νόμιζε πως έτσι θα εκάλυπτε την μυρωδιά του δικού της ιδρώτα που σκούραινε το φόρεμά της κάτω από τις μασχάλες της; Στην μεγάλη αίθουσα με το από κόκκινα τετράγωνα δάπεδο, ο Ρενέ ήταν μόνος. «Έχετε αργήσει, τους είπε μόλις μπήκαν.
    Ο Σερ Στέφεν σε περιμένει πλάι, πρόσθεσε απευθυνόμενος στην Ο. Σε χρειάζεται. Δεν είναι πολύ ευχαριστημένος».
    Η Ζακελίν ξέσπασε σε γέλια και η Ο την κοίταξε κοκκινίζοντας. «Θα μπορούσατε να βρείτε μια άλλη στιγμή», είπε ο Ρενέ, που ερμήνευσε λανθασμένα τόσο το γέλιο της Ζακελίν, όσο και την ταραχή της Ο.
    «Δεν πρόκειται γι΄ αυτό, είπε η Ζακελίν, όμως εσύ Ρενέ δεν ξέρεις.

    Η όμορφή σου υπάκουη, δεν είναι και τόσο υπάκουη όταν λείπεις. Κοίταξε το φόρεμά της πόσο τσαλακωμένο είναι».
    Η Ο στεκόταν όρθια, στη μέση του δωματίου, απέναντι από τον Ρενέ. Της είπε να κάνει μια στροφή.
    Δεν μπόρεσε όμως να σαλέψει. «Και σταυρώνει επίσης τα γόνατα, είπε συνεχίζοντας η Ζακελίν.
    Αυτό όμως δεν πρόκειται να το δείτε. Ούτε πως ξελογιάζει τ΄ αγόρια. – Δεν είναι αλήθεια, φώναξε η Ο. Αυτό το κάνεις εσύ», και όρμησε προς τη Ζακελίν.
    Ο Ρενέ τη συγκράτησε τη στιγμή που θα χτυπούσε τη Ζακελίν και πάλευε ανάμεσα στα χέρια του για την ευχαρίστηση που δοκίμαζε νοιώθωντας πιο αδύνατη, όντας στη διάθεσή του.
    Σηκώνοντας το κεφάλι της, είδε τον Σερ Στέφεν στο άνοιγμα της πόρτας που την κοίταζε.
    Η Ζακελίν ξέφυγε προς το ντιβάνι, με το προσωπάκι της σκληρημένο από τον φόβο και τον θυμό.
    Η Ο ένοιωθε πως ο Ρενέ, αν και φρόντιζε να την κρατά ακίνητη, πρόσεχε μονάχα τη Ζακελίν.
    Έπαψε ν΄ αντιδρά, και απελπισμένη γιατί στα ίδια τα μάτια του Σερ Στέφεν φανερωνόταν σε μια τέτοια κατάσταση, επανέλαβε και πάλι, όμως χαμηλόφωνα τούτη τη φορά: «Δεν είναι αλήθεια, σου τ΄ ορκίζομαι, δεν είναι αλήθεια».

    Δίχως να πει λέξη και δίχως να ρίξει ούτε ένα βλέμμα στη Ζακελίν, ο Σερ Στέφεν, έκανε νεύμα στον Ρενέ ν΄ αφήσει την Ο.
    Στην Ο έγνεψε να περάσει. Όμως στην άλλη πλευρά της πόρτας, κολλημένη στον τοίχο, αρπαγμένη από το υπογάστριο και τα στήθη, με το στόμα μισανοιγμένο από τη γλώσσα του Σερ Στέφεν, βόγγηξε από ευτυχία και λύτρωση.
    Η άκρη των στηθιών της σκλήρυνε κάτω από το χέρι του Σερ Στέφεν. Με το άλλο σκάλιζε τόσο απότομα το υπογάστριό της που νόμιζε πως θα λιποθυμούσε.
    Θα τολμούσε άραγε ποτέ να του πει πως καμιά απόλαυση, καμιά χαρά, καμιά φαντασία δεν πλησίαζε την ευτυχία που αισθανόταν με την άνεση, την ελευθερία που μ΄ αυτήν, ο Σερ Στέφεν, την χρησιμοποιούσε!
    Τη μεθούσε η σκέψη, ξέροντας, πως μαζί της δεν είχε κανένα φραγμό, κανένα όριο στον τρόπο που πάνω στο σώμα της, θα μπορούσε ν΄ αναζητήσει την απόλαυσή του.
    Η βεβαιότητα της πως όταν την άγγιζε είτε για να τη χαϊδέψει ή να την δείρει ή όταν τη διέταζε κάτι, ήταν μονάχα γιατί το επιθυμούσε εκείνος. Η βεβαιότητα πως δεν λογάριαζε παρά τη δική του απόλαυση, γέμιζε από ευτυχία την Ο κάθε φορά που έκανε μια τέτοια διαπίστωση.
    Συχνά μάλιστα και με μόνη μια τέτοια σκέψη, αισθανόταν σαν ένα καυτό θώρακα να την καλύπτει από τους ώμους στα γόνατα και να την εξουθενώνει.

    Καθώς βρισκόταν εκεί, όρθια, στον τοίχο, με κλειστά τα μάτια, ψιθυρίζοντας «σ΄αγαπώ» όταν δεν της κοβόταν η αναπνοή, τα δροσερά χέρια του Σερ Στέφεν, έμοιαζαν σαν πηγή πάνω σε τούτη τη φωτιά που ανεβοκατέβαινε σ΄ όλο το μήκος της και την έκαιγαν ακόμη περισσότερο.
    Την άφησε με τρυφερότητα, κατέβασε τη φούστα της πάνω στα υγρά μπούτια της, έκλεισε το μπολερό πάνω στα ορθωμένα στήθη της. «Έλα Ο, της είπε, σε χρειάζομαι».
    Τότε η Ο, ανοίγοντας τα μάτια, είδε ξαφνικά πως κάποιος άλλος ήταν εκεί.
    Το μεγάλο γυμνό δωμάτιο, όμοιο με την αίθουσα απ΄ όπου πήγαιναν στο σπίτι, έβγαινε κι αυτό από μια μεγάλη πόρτα στον κήπο.
    Στην ταράτσα, πριν από τον κήπο, καθισμένος σε μια πολυθρόνα από μπαμπού μ΄ ένα τσιγάρο στα χείλη, ένα είδος γίγαντα με γυμνό το κρανίο, μια τεράστια κοιλιά που τέντωνε το ανοιχτό πουκάμισό του και το πάνινο παντελόνι του, κοίταζε την Ο.
    Σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στον Σερ Στέφεν που έφερνε την Ο.

    Η Ο είδε τότε, επάνω του, τον δίσκο του Ρουασσύ, να κρέμεται από μια αλυσσιδίτσα πιασμένη από την τσέπη, όπου βάζουν τα ρολόγια.
    Εν τω μεταξύ ο Σερ Στέφεν, τον παρουσίασε ευγενικά στην Ο λέγοντας «ο Δ ι ο ι κ η τ η ς», δίχως ν΄ αναφέρει τ΄ όνομά του.
    Για πρώτη φορά, από τότε που σχετιζόταν με μέλη του Ρουασσύ - εκτός από τον Σερ Στέφεν - , είχε την έκπληξη να της φιλήσουν το χέρι. Μπήκαν κι οι τρεις μαζί στο δωμάτιο, αφήνοντας ανοιχτό το παράθυρο.
    Ο Σερ Στέφεν τράβηξε προς το τζάκι της γωνίας και χτύπησε το κουδούνι.
    Η Ο είδε πάνω στο κινέζικο τραπέζι, κοντά στο ντιβάνι, τη μποτίλια με το ουίσκυ, το σιφόν και τα ποτήρια.
    Επομένως, δεν επρόκειτο να ζητήσουν να πιουν. Ακόμη, παρατήρησε, τοποθετημένο στο πάτωμα, κοντά στο τζάκι, ένα μεγάλο άσπρο χαρτόνι.
    Ο άνθρωπος του Ρουασσύ, είχε καθίσει σε μια ψάθινη πολυθρόνα, και ο Σερ Στέφεν στην άκρη ενός στρογγυλού τραπεζιού με το ένα πόδι κρεμάμενο.
    Η Ο, που της είχαν δείξει το ντιβάνι, υπάκουη, είχε σηκώσει τη φούστα της, και αισθανόταν στα μπούτια της το απαλό τσίμπημα του μπαμπακιού της χωριάτικης κουβέρτας. Μπήκε η Νοράχ.
    Ο Σερ Στέφεν της είπε να γδύσει την Ο και να πάρει τα φορέματά της. Η Ο στάθηκε να της βγάλουν το μπολερό, τη φούστα, τη ζώνη με τις μπανέλες που της έσφιγγε τη μέση, τα πέδιλά της.

    Μόλις τη ξεγύμνωσε, η Νοράχ έφυγε, και η Ο, που ξαναμπήκε στον αυτοματισμό του κανόνα του Ρουασσύ, βέβαιη πως ο Σερ Στέφεν δεν ζητούσε απ΄ αυτήν παρά την απόλυτη υπακοή της, παρέμεινε όρθια, στη μέση της αίθουσας, με τα μάτια χαμηλωμένα, τόσο που μάλλον μάντεψε, παρά είδε, τη Ναταλί να γλυστρά από το ανοιχτό παράθυρο, ντυμένη στα μαύρα καθώς η αδελφή της, με γυμνά τα πόδια και άλαλη.
    Βέβαια, ο Σερ Στέφεν είχε ξεκαθαρίσει το ζήτημα αναφορικά με τη Ναταλί.
    Περιορίσθηκε στο να την αναφέρει στον επισκέπτη, που δεν της έκανε καμιά ερώτηση και την παρακάλεσε να τους βάλει να πιούνε.
    Μόλις τους έδωσε ουίσκυ, σόδα και πάγο – και μέσα στη σιωπή, ο ήχος των παγοκύβων που έπεφταν μέσα στα ποτήρια έκανε ένα σκληρό θόρυβο – ο Διοικητής, με το ποτήρι στο χέρι, σηκώθηκε από τη ψάθινη πολυθρόνα του ενώ έγδυναν την Ο και την πλησίασε.
    Η Ο νόμισε πως με το ελεύθερο χέρι του, θα της έπιανε το ένα στήθος ή θα έβαζε το χέρι του στο υπογάστριό της. Δεν την άγγιξε όμως. Περιορίσθηκε στο να την κοιτάζει από κοντά, καθώς είχε το στόμα της μισάνοιχτο, καθώς και τα γόνατά της.
    Γύρισε γύρω-γύρω της, προσέχοντας τα στήθη της, τα μπούτια της, τα οπίσθιά της.
    Και τούτη όλη η προσοχή δίχως να αρθρώσει λέξη. Η παρουσία τούτου του γιγαντιαίου σώματος, που βρισκόταν τόσο κοντά της, την αναστάτωνε τόσο πολύ, ώστε δεν ήξερε αν επιθυμούσε να τον αποφύγει ή αντίθετα, να την έριχνε και να την συνέτριβε.

    Ήταν τόσο ταραγμένη που έχασε την αυτοπεποίθησή της και σήκωσε τα μάτια προς τον Σερ Στέφεν, ζητώντας βοήθεια.
    Εκείνος, κατάλαβε, χαμογέλασε, πήγε κοντά της, και πιάνοντάς της τα δυο της χέρια τα ένωσε πίσω στη πλάτη, μέσα σ΄ ένα από τα δικά του.
    Αφέθηκε σ΄ αυτόν με κλειστά τα μάτια. Έτσι μέσα σ΄ ένα όνειρο, ή τουλάχιστον σ΄ ένα μισόυπνο από εξάντληση – καθώς είχε ακούσει, παιδί όντας, να μιλούν γι΄ αυτήν ενώ οι νοσοκόμες τη νόμιζαν ακόμη ναρκωμένη: για τα μαλλιά της, για τη χλωμή της όψη, για την κοιλίτσα της όπου μόλις πρωτόβγαινε το χνούδι – άκουσε τον ξένο να την επαινεί στον Σερ Στέφεν, επιμένοντας στη χάρη των κάπως βαριών στηθιών της και στη λεπτή της μέση, για τα βαριά σίδερα, πιότερο μακρυά και ορατά απ΄ ότι συνήθιζαν.
    Ταυτόχρονα μάθαινε πως, δίχως αμφιβολία, είχε ο Σερ Στέφεν υποσχεθεί να την δανείσει την επομένη εβδομάδα, αφου θα τον ευχαριστούσαν κιόλας γι΄ αυτό. Τη στιγμή εκείνη ο Σερ Στέφεν, αρπάζοντάς την από τον σβέρκο, της είπε τρυφερά να ξυπνήσει και ν΄ ανέβει, με τη Ναταλί, να τον περιμένει στο δωμάτιό της.
    Aξιζε τον κόπο να είναι τόσο ταραγμένη η Ναταλί, μεθυσμένη από χαρά στη σκέψη ότι θα ΄βλεπε την Ο, να την ανοίγει κάποιος άλλος εκτός από τον Σερ Στέφεν, χόρευε γύρω της ένα είδος χορού ερυθροδέρμων και φώναζε: «Νομίζεις πως θα μπει και στο στόμα σου;
    Δεν είδες πως σε κοίταζε στο στόμα; Αχ! πόσο ευτυχισμένη είσαι που τόσο σε ποθούν. Ασφαλώς θα σε μαστιγώσει: τρεις φορές, γύρισε και είδε τα σημάδια που είχες.

    Τουλάχιστον, όλο τούτο το διάστημα, δεν θα σκέπτεσαι τη Ζακελίν. – Μα δεν σκέπτομαι τη Ζακελίν όλη την ώρα, απάντησε η Ο.
    Είσαι κουτή. – Όχι δεν είμαι κουτή, είπε η μικρή, ξέρω πως σου λείπει». Ήταν αλήθεια, όχι όμως ακριβώς.
    Αυτό που έλειπε από την Ο δεν ήταν στ΄ αλήθεια η Ζακελίν, αλλά η χρήση ενός κοριτσίστικου κορμιού, που θα μπορούσε να το κάνει ό,τι ήθελε.
    Αν δεν της ήταν απαγορευμένη η Ναταλί, θα την είχε απολαύσει. Η μόνη αιτία που την εμπόδιζε να μην παραβεί την απαγόρευση ήταν η βεβαιότητα ότι θα της έδιναν τη Ναταλί στο Ρουασσύ, έπειτα από μερικές εβδομάδες.
    Και θα της παρέδιναν τη Ναταλί, χάρη σ΄ αυτήν, μπροστά σ΄ αυτήν και εξ΄ αιτίας της.
    Ο αέρινος τοίχος, ο τοίχος του κενού, του διαστήματος με λίγα λόγια, που υπήρχε ανάμεσα στη Ναταλί και σ΄ αυτήν, βιαζόταν να τον εξαφανίσει, ενώ ταυτόχρονα χαιρόταν την αναμονή που τη δέσμευε.
    Το είπε στη Ναταλί, που κούνησε το κεφάλι της και δεν την πίστεψε. «Αν ήταν εδώ η Ζακελίν, είπε, και θα ήθελε, θα την χάιδευες. – Και βέβαια, είπε γελώντας η Ο. – Το βλέπεις...;, συνέχισε το παιδί.
    Πως να της δώσει να καταλάβει – κι αν πράγματι άξιζε τον κόπο – πως όχι.
    Η Ο δεν ήταν τόσο ερωτευμένη με τη Ζακελίν, κι ούτε άλλωστε με τη Ναταλί, ούτε ιδιαίτερα με κανένα κορίτσι, αλλά μονάχα με τα κορίτσια σαν κορίτσια όπως θα μπορούσε κανείς να ερωτευθεί την δική του εικόνα – βρίσκοντας πάντα πιο συγκλονιστικές και πιο όμορφες τις άλλες, περισσότερο απ΄ ότι έβρισκε τον εαυτό της.

    Η απόλαυση που ένοιωθε βλέποντας να ασθμαίνει μια κοπέλα κάτω από τα χάδια της, και τα μάτια της να κλείνουν, να ορθώνεται η άκρη των στηθιών της κάτω από τα χείλη της και τα δόντια της, να βυθίζεται μέσα της σκαλίζοντας με το χέρι το υπογάστριό της και να την αισθάνεται να συσφίγγεται γύρω από τα δάχτυλά της, ακουγοντάς την να βογγά, τη μεθούσε.
    Τούτη η απόλαυση δεν ήταν τόσο έντονη παρά γιατί της καθιστούσε συνεχώς παρούσα και βεβαία την απόλαυση που χάριζε η ίδια με τη σειρά της, όταν συσφιγγόταν πάνω σ΄ εκείνον που την κρατούσε και βογγούσε.
    Με μόνη τη διαφορά πως δεν μπορούσε να διανοηθεί να δίνεται έτσι σε μια κοπέλα, όπως η ίδια δινόταν, αλλά μονάχα σ΄ έναν άντρα.
    Της φαινόταν άλλωστε πως οι κοπέλες που χάιδευε άνηκαν δικαιωματικά στον άντρα που σ΄ αυτόν ανήκε και η ίδια, και ότι ενεργούσε σαν πληρεξούσια.
    Αν τυχόν έμπαινε ο Σερ Στέφεν την ώρα που χάιδευε τη Ζακελίν, εκείνες τις προηγούμενες ημέρες όπου η Ζακελίν ερχόταν κοντά της την ώρα της μεσημεριανής αναπαύσεως, αναγκαστικά και δίχως τη παραμικρή τύψη – αντίθετα μάλιστα με μια ολοκληρωμένη απόλαυση – θα κρατούσε γι΄ αυτόν με τα δυο της χέρια, ανοχτά τα μπούτια της Ζακελίν, αν εκείνος ήθελε να την απολαύσει, αντί να την βλέπει μονάχα πίσω από το χώρισμα όπως έκανε.
    Αν την έβαζαν να κυνηγήσει, θα ήταν ένα, από την φύση του γυμνασμένο αρπακτικό πτηνό, που θα έπιανε και θα ΄φερνε οπωσδήποτε το θήραμα.
    Κι ακριβώς... Κι εδώ, καθώς ξανασκεφτόταν, ενώ η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, τα λεπτά και τόσο ρόδινα χείλη της Ζακελίν, κάτω από το ξανθό τρίχωμα του υπογαστρίου της, το λεπτό και ρόδινο κρίκο ανάμεσα από τα οπίσθιά της, που μόνο τρεις φορές παραβίασε, άκουσε τον Σερ Στέφεν να κινείται στο δωμάτιό του.

    Ήξερε πως μπορούσε να την δει, ενώ εκείνη δεν τον έβλεπε. Και για μια ακόμη φορά αισθάνθηκε πως ήταν ευτυχισμένη με τούτη τη συνεχή έκθεσή της, με τούτη τη συνεχή φυλακή των βλεμμάτων του, όπου μέσα της ήταν κλεισμένη.
    Η μικρή Ναταλί καθόταν πάνω στο άσπρο χαλί στη μέση του δωματίου, σαν μια μύγα μέσα στο γάλα.
    Η Ο όρθια μπροστά στη φουσκωτή ντουλάπα που την χρησιμοποιούσε και για τουαλέτα και που μπορούσε να καθρεφτίσει το μισό της σώμα, σ΄ έναν παλιό καθρέφτη, έμοιαζε σαν κάτι γκραβούρες μιας περασμένης εποχής, όπου γυναίκες περπατούσαν γυμνές μέσα στο ημίφως των διαμερισμάτων, στην καρδιά του καλοκαιριού.
    Όταν ο Σερ Στέφεν άνοιξε την πόρτα, η Ο στράφηκε τόσο απότομα, ακουμπώντας στη ράχη της ντουλάπας που τα σίδερα ανάμεσα απ΄ τα πόδια της χτύπησαν σ΄ ένα από τα μπρούτζινα χερούλια και αντήχησαν.

    «Ναταλί, είπε ο Σερ Στέφεν, πήγαινε να φέρεις το άσπρο κουτί που έμεινε εκεί κάτω, στη δεύτερη αίθουσα».
    Όταν η Ναταλί γύρισε και τοποθέτησε το κουτί πάνω στο κρεβάτι, το άνοιξε, κι έβγαλε ένα ένα τ΄ αντικείμενα που περιείχε, και τα έδινε διαδοχικά στον Σερ Στέφεν.
    Ήταν μάσκες. Μάσκες μαζί και περούκες. Φαινόταν πως ήταν καμωμένες να καλύπτουν ολόκληρο το κεφάλι, αφήνοντας ελεύθερα, εκτός από τα μάτια, το στόμα και το πηγούνι.
    Γεράκι, κουκουβάγια, αλεπού, λιοντάρι, ταύρος, δεν ήταν παρά μάσκες ζώων, σε ανθρώπινο μέτρο, αλλά καμωμένες από το τρίχωμα ή τα φτερά του πραγματικού ζώου: το μάτι σκεπασμένο με ματόκλαδα αν το ζώο είχε ματόκλαδα – καθώς το λιοντάρι – και το πέλος ή τα φτερά να κατεβαίνουν αρκετά χαμηλά για να φτάνουν ως τους ώμους, αυτού που θα τις έφερε.
    Αρκούσε να ξεσφίξει κανείς, ένα αρκετά πλατύ λουρί, κρυμμένο μέσα στο ύφασμα, που κρεμόταν προς τα πίσω, ώστε η μάσκα να εφαρμόζει σφιχτά πάνω από το άνω χείλος – έμεναν ανοιχτές δυο τρύπες για τα δυο ρουθούνια – και στο μήκος από τα μάγουλα.
    Ένα σκληρό φορμαρισμένο χαρτόνι κρατούσε άκαμπτο το σχήμα, ανάμεσα στην εξωτερική επένδυση και τη φόδρα. Μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη που την έδειχνε ολόσωμη, η Ο δοκίμασε όλες τις μάσκες.
    Η πιο περίεργη απ΄ αυτές που την μετέβαλλε περισσότερο και της φαινόταν πιο φυσική, ήταν μια μάσκα κουκουβάγιας (μισοφαλακρής) – υπήρχαν δυο – ίσως γιατί είχε φτερά μπεζ, που το χρώμα τους χανόταν μες το χρώμα της σάρκας της.
    Η φτερωτή κουκούλα της σκέπαζε σχεδόν ολόκληρους τους ώμους και μπροστά τη χωρίστρα των στηθιών.

    Ο Σερ Στέφεν της έσβησε το ρουζ από τα χείλη, κι όταν εκείνη έβγαλε τη μάσκα της είπε:
    «Έτσι θα παρουσιαστείς στον Διοικητή. Όμως Ο, σου ζητώ συγνώμη, θα σε κρατώ από ένα λουρί. Ναταλί, πήγαινε, και στο πρώτο συρτάρι του γραφείου μου θα βρείς την αλυσσίδα και μια πένσα».
    Μ΄ αυτήν ο Σερ Στέφεν άνοιξε τον τελευταίο χαλκά και τον πέρασε στον δεύτερο κρίκο που έφερε στο υπογάστριό η Ο. Έπειτα τον ξανάκλεισε. Η αλυσσίδα, όμοια μ΄ αυτές που δένουν τους σκύλους – κι ήταν στ΄ αλήθεια τέτοια – είχε μήκος ενάμισυ μέτρο.
    Ο Σερ Στέφεν είπε στη Ναταλί, όταν η Ο έβγαλε τη μάσκα, να πάρει την άκρη και να βηματίσει μέσα στην αίθουσα μπροστά από την Ο. Η Ναταλί έκανε τρεις φορές το γύρο του δωματίου, σέρνοντας πίσω της από το υπογάστριο την Ο γυμνή και φορώντας μάσκα.
    «Ε, λοιπόν, είπε ο Σερ Στέφεν, είχε δίκιο ο Διοικητής. Πρέπει να σου κάνουμε γενική αποτρίχωση. Αυτό θα γίνει αύριο. Για την ώρα, κράτα την αλυσσίδα σου».
    Το ίδιο βράδυ, και για πρώτη φορά μαζί με τη Ζακελίν, τη Ναταλί, τον Ρενέ και τον Σερ Στέφεν, η Ο γευμάτισε γυμνή, με την αλυσσίδα περασμένη ανάμεσα απ΄ τα πόδια της, ανασηκωμένη και τυλιγμένη στη μέση της.
    Μόνον η Νόραχ σέρβιρε και η Ο απέφυγε το βλέμμα της: την είχε καλέσει ο Σερ Στέφεν, πριν από δυο ώρες.

    Πολύ περισσότερο από τα σίδερα και τα σημάδια στα οπίσθιά της, αναστάτωσαν τη κοπέλα του Ινστιτούτου ομορφιάς, όπου πήγε η Ο να κάνει αποτρίχωση, οι πρόσφατες βουρδουλιές στο σώμα της.
    Μάταια η Ο της έλεγε πως τούτη η αποτρίχωση με το κερί, όπου τραβούν ξαφνικά το σκληρωμένο κερί, δεν είναι λιγότερο οδυνηρή από μια βουρδουλιά.
    Μάταια επανελάμβανε και προσπαθούσε να της εξηγήσει, αν όχι ποια είναι η μοίρα της, τουλάχιστον ότι αισθανόταν ευτυχισμένη. Δεν υπήρχε τρόπος να μετριάσει το σκάνδαλο και τον τρόμο της.
    Το μόνο αποτέλεσμα που είχαν οι καθησυχάσεις της Ο, ήταν αντί να δει την κοπέλα με οίκτο – καθώς την πρώτη στιγμή – να αισθανθεί φρίκη γι΄ αυτήν.

    ΣΕΛΙΔΑ 18

    Όσο κι αν ευχαρίστησε με λεπτότητα, όταν τελείωσε πριν βγει απ΄ το δωμάτιο όπου την είχε ξαπλώσει με ανοιχτά πόδια καθώς όταν της έκαναν έρωτα, όσο σημαντικό κι αν ήταν το ποσόν που άφηνε, αισθάνθηκε πως μάλλον την έδιωχναν, παρά που έφευγε μόνη της.

    Όμως τι την ενδιέφερε; Ήταν ολοφάνερο στα μάτια της πως υπήρχε κάτι το προσβλητικό στην αντίθεση ανάμεσα στο τρίχωμα του υπογαστρίου της και τα φτερά της μάσκας της, όπως ολοφάνερη ήταν και τούτη η όψη του Αιγυπτιακού αγάλματος που της έδινε η μάσκα, ενώ οι πλατείς ώμοι της, οι λεπτοί γοφοί της και τα μακρυά πόδια τόνιζαν την ανάγκη να είναι η σάρκα της τελείως λεία.
    Όμως μόνο τα ομοιώματα άγριων θεοτήτων, πρόσφεραν τόσο ορατή τη σχιχμή του υπογαστρίου, που ανάμεσα στα χείλη της, ξεχώριζε η κορυφή των πιο λεπτών χειλιών.
    Δεν είχε όμως δει κανείς, ότι ήταν τρυπημένα με κρίκους.
    Η Ο θυμήθηκε την κοκκινομάλλα και στρουμπουλή κοπέλα στης Aννας-Μαρίας, που έλεγε πως ο κύριος της δεν χρησιμοποιούσε τον κρίκο του υπογαστρίου της παρά μονάχα για να την δένει στο πόδι του κρεβατιού.
    Γι΄ αυτό την ήθελε αποτριχωμένη, γιατί τότε ήταν τελείως γυμνή.
    Η Ο φοβόταν πως θα δυσαρεστούσε τον Σερ Στέφεν, που τόσο αγαπούσε να την φέρνει κοντά του από το τρίχωμά της.

    Όμως η Ο γελιόταν: ο Σερ Στέφεν την βρήκε περισσότερο ελκυστική, και όταν φόρεσε τη μάσκα της, δίχως κανένα μακιγιάζ στα χείλη και στο υπογάστριο, φαινόταν όλα τόσο χλωμά, που την χάιδεψε σχεδόν με κάποια συστολή, καθώς κάνει εκείνος που θέλει νε εξημερώσει ένα ζώο.
    Δεν είχε πει τίποτε για το μέρος που επρόκειτο να την πάει. Ούτε και για την ώρα της αναχωρήσεως, ούτε και το ποιοι θα ήταν οι καλεσμένοι του Διοικητή.
    Όμως όλο το απόγευμα κοιμήθηκε πλάι της και το βράδυ είπε να φέρουν - για κείνη και για κείνον – το φαγητό στο δωμάτιο του.
    Έφυγαν μια ώρα πριν από τα μεσάνυχτα, με τη Μπουίκ. Η Ο ήταν τυλιγμένη μέσα σε μια μεγάλη χωρική κάπα σκούρα, φορώντας τσόκαρα στα πόδια της.
    Η Ναταλί, με παντελόνι και μπλουζάκι μαύρα, την κρατούσε από την αλυσσίδα της που ήταν ενωμένη στο βραχιόλι του δεξιού χεριού της. Οδηγούσε ο Σερ Στέφεν.

    Το φεγγάρι, σχεδόν ολόγιομο, ψηλά στον ουρανό, φώτιζε με μεγάλες χιονάτες πλάκες το δρόμο, τα δέντρα και τα σπίτια των χωριών που διέσχιζε ο δρόμος, αφήνοντας μαύρο, σαν σινική μελάνη, κάθε τι που δεν το φώτιζε.
    Υπήρχαν μερικές παρέες στο κατώφλι των σπιτιών, και ήταν φανερή μια κίνηση περιέργειας στο πέρασμα του κλειστού αμαξιού – ο Σερ Στέφεν δεν είχε ανοίξει τη κουκούλα.
    Σκύλοι γαύγιζαν. Από τη πλευρά που έπεφτε το φως, τα ελαιόδεντρα έμοιαζαν με σύννεφα ασημένια που κολυμπούσαν σε δυο μέτρα από το έδαφος, και τα κυπαρίσσια με μαύρους κονδυλοφόρους.
    Ό,τι ήταν πραγματικό σε τούτη τη περιοχή, η νύχτα το μετέφερε στον κόσμο της φαντασίας, εκτός από τ΄ αρώματα του κάμπου. Ο δρόμος όλο κι ανέβαινε κι όμως ήταν πάντα ζεστή η ανάσα της γης.


    Η Ο πέταξε από πάνω της τη κάπα. Δεν υπήρχε πια κανείς για να την δει.
    Έπειτα από δέκα λεπτά, αφού πέρασε πλάι από ένα δάσος με δρυς, στο ψήλωμα μιας ακτής, ο Σερ Στέφεν έκοψε ταχύτητα μπροστά σ΄ ένα μακρύ τοίχο όπου ξεχώριζε μια αυλόπορτα που άνοιξε μόλις πλησίασε το αμάξι.
    Έβαλε το αυτοκίνητο σε μια αυλή, κατέβηκε και βοήθησε να κατέβουν η Ναταλί και η Ο, που άφησε, έπειτα από διαταγή του, μέσα στο αμάξι την κάπα της και τα τσόκαρά της.
    Η αυλόπορτα έβγαζε σ΄ ένα μοναστήρι με καμάρες τύπου Αναγεννήσεως. Υπήρχαν μόνο οι τρεις πλευρές του.
    Η πλακοστρωμένη αυλή συνέχιζε προς την τέταρτη πλευρά σε μια ταράτσα όμοια πλακοστρωμένη.
    Καμιά δεκαριά ζευγάρια χόρευαν στη ταράτσα και στην αυλή. Μερικές γυναίκες ήταν με μεγάλο ντεκολτέ.
    Οι άντρες με άσπρα ρούχα καθόταν σε μικρά τραπεζάκια φωτισμένα με κεριά. Το πικ-απ ακουγόταν κάτω από την αριστερή στοά, ενώ ο μπουφές βρισκόταν δεξιά.

    Όμως το φεγγάρι έδινε τόση λάμψη όση και τα κεριά, ώστε όταν φώτισε κάθετα την Ο, που την τραβούσε προς τα εμπρός η Ναταλί, σαν μαύρη μικρή σκιά, όσοι την είδαν σταμάτησαν να χορεύουν και οι καθισμένοι άντρες σηκώθηκαν.
    Το γκαρσόνι που στεκόταν κοντά στο πικ-απ, αισθανόμενο πως κάτι συνέβαινε, έστρεψε το πρόσωπό, και κατάπληκτο σταμάτησε τον δίσκο. Η Ο δεν προχωρούσε πια. Ο Σερ Στέφεν ακίνητος δυο βήματα πίσω της. Κι εκείνη περίμενε.
    Ο Διοικητής απομάκρυνε όσους είχαν μαζευτεί γύρω από την Ο και είχαν φέρει δάδες για να την δουν από πιο κοντά. «Ποια είναι, έλεγαν, και τίνος είναι; - Σε σας, αν θέλετε», απάντησε, και παρέσυρε την Ναταλί και την Ο προς μια γωνιά της ταράτσας, όπου υπήρχε ένας μικρός πέτρινος πάγκος σκεπασμένος με ψάθα, ακουμπισμένος σ΄ ένα μικρό τοίχο.
    Όταν η Ο κάθισε, με τη πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο, τα χέρια στα γόνατά της, κι η Ναταλί στο πάτωμα, αριστερά, στα πόδια της κρατώντας πάντα την αλυσσίδα, εκείνος έφυγε.

    Η Ο τον αναζήτησε με το βλέμμα της και στην αρχή δεν τον είδε. Κατόπιν, τον μάντεψε, ξαπλωμένο σε μια σαιζλόγκ, στην άλλη γωνιά της ταράτσας.
    Μπορούσε να την δει. Αυτό την καθησύχασε. Η μουσική ξανάρχισε, μαζί κι ο χορός.
    Ένα δυο ζευγάρια την πλησίασαν, δήθεν κατά τύχη, δίχως να διακόψουν το χορό, αλλά με ξεκάθαρες τις προθέσεις του άντρα, που η γυναίκα τελικά τον παρέσυρε.
    Η Ο τους κοίταζε κάτω απ΄ τα φτερά της, με μάτια ορθάνοιχτα σαν του νυχτερινού πουλιού που παρίστανε.
    Όμως ήταν τόσο ζωηρή η ψευδαίσθηση που ενώ θα ήταν πολύ φυσικό να της απευθύνουν ερωτήσεις, κανείς δεν το σκέφτηκε, σαν να ήταν η ίδια μια κουκουβάγια, κουφή στην ανθρώπινη λαλιά, και βουβή.

    Από τα μεσάνυχτα ως την αυγή, που άρχισε να λευκαίνει ανατολικά τον ουρανό, κατά τις πέντε, όσο το φεγγάρι αδυνατούσε κατεβαίνοντας στα δυτικά, την πλησίασαν πολλές φορές, ακόμη και την άγγιξαν.
    Σχημάτισαν κύκλο γύρω της πολλές φορές, και πολλές φορές της άνοιξαν τα γόνατά της, ανασηκώνοντας την αλυσσίδα.
    Έφεραν κι ένα από αυτά τα δίκλωνα κηροπήγια με φαγιέντσα – κι αισθανόταν τη φλόγα των κεριών να της ζεσταίνει το εσωτερικό των μπουτιών της – για να δουν πως ήταν στερεωμένη η αλυσσίδα της.
    Κάποιος μάλιστα μεθυσμένος Αμερικάνος που την έπιασε γελώντας, όταν αντελήφθη ότι χούφτωσε τη σάρκα και το σίδερο που τη διέσχιζε, ξεμέθυσε αμέσως.

    Η Ο είδε στο πρόσωπό του την έκφραση της φρίκης και της περιφρόνησης. Την είχε ξαναδεί στο πρόσωπο της κοπέλας που της είχε κάνει την αποτρίχωση. Έφυγε.
    Ήταν ακόμη και ένα πολύ νεαρό κορίτσι, με γυμνούς τους ώμους κι ένα πολύ μικρό μαργαριταρένιο κολλιέ στο λαιμό, με μια άσπρη τουαλέτα του πρώτου κοριτσίστικου χορού, με δυο τριαντάφυλλα στη μέση και μικρά χρυσά σανδάλια στα πόδια.
    Ένα γκαρσόνι την έβαλε να καθίσει πολύ κοντά, στα δεξιά της Ο. Κατόπιν, την πήρε και την εξανάγκασε να χαϊδέψει τα στήθη της Ο, που ρίγησε κάτω απ΄ το ελαφρό δροσερό χέρι καθώς και ν΄ ανοίξει το υπογάστριο της Ο, τον κρίκο και την τρύπα απ΄ όπου περνούσε ο κρίκος.
    Η μικρή υπάκουσε σιωπηλά κι όταν το γκαρσόνι της είπε πως θα έκανε και σ΄ εκείνη τα ίδια, η μικρή δεν τόλμησε καμιά κίνηση απομακρύνσεως.

    Και τη στιγμή που έτσι διέθεταν το κορμί της Ο και την έπαιρναν για πρότυπο ή σαν αντικείμενο επιδείξεως, ούτε μια φορά δεν της απήυθυναν το λόγο.
    Ήταν λοιπόν από πέτρα ή από κερί, ή πλάσμα ενός άλλου κόσμου; Ή μήπως το θεωρούσαν περιττό να της μιλήσουν; Ή ακόμη μήπως δεν τολμούσαν;
    Μόνο όταν πια είχε εντελώς ξημερώσει, κι όλοι οι χορευτές είχαν φύγει, ο Σερ Στέφεν κι ο Διοικητής, ξυπνώντας τη Ναταλί, που κοιμόταν στα πόδια της Ο, σήκωσαν την Ο, την οδήγησαν στη μέση της αυλής, της έλυσαν την αλυσσίδα, έβγαλαν τη μάσκα, και ξαπλώνοντάς την πάνω σ΄ ένα τραπέζι, την χάρηκαν διαδοχικά.

    Σ'ένα τελευταίο κεφάλαιο, που έχει αφαιρεθεί, η Ο ξαναγύρισε
    στο Ρουασσύ, όπου την εγκατέλειψε ο Σερ Στέφεν.


    Υπάρχει κι ένα δεύτερο τέλος στην ιστορία της Ο.
    Είναι ότι, βλέποντας ότι επρόκειτο να εγκαταλειφθεί από τον Σερ Στέφεν,
    προτίμησε να πεθάνει.....Κι αυτός συμφώνησε για μια τέτοια λύση.
     
  2. Y13

    Y13 Regular Member

    Ίσως την δεκαετια του 80 όταν είδα την ταινία να ξεκίνησε το αυτό στο κεφάλι μου !!!!
     
  3. gaby_m

    gaby_m open for S/m discussion Premium Member Contributor

    Και όχι μόνο στο δικό σας κεφάλι στων περισσότερων από μας τα κεφάλια. [Μαζί με το "Άκου ανθρωπάκο"] ήταν μια από τις πιο επιδραστικές εκδόσεις μέχρι το 1980. Λίγο μετά άρχισαν να κυκλοφορούν τα βιβλία του Ντε Σαντ, τα οποία, επειδή είχαν να πουν την πραγματική ιστορία (και τις απαντήσεις εκεί που η Ο άφηνε ερωτηματικά) και όχι μια παρατεταμένη φαντασίωση, είχαν πολύ πιο ουσιαστικές επιπτώσεις στο πώς αντιλαμβάνονται οι S/m τον σαδομαζοχισμό σήμερα.

    Το "Η επιστροφή στο Ρουασί" ήταν πρόσθετο, το έγραψε και αυτό η Ρεάζ, λίγο αργότερα.

    Εδώ και χρόνια, με κάνει να χαμογελώ ο τρόπος με τον οποίο γίνεται προσπάθεια να λυθεί η ασάφεια του φινάλε της Ο. Οι σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις, γενικά, δεν έχουν φινάλε - περίεργο, δεν είναι; - και από άποψη λογοτεχνική / εκδοτική πόσο μπορεί να παραβιαστεί η ανάγκη του κοινού για ένα και σαφές και ευτυχισμένο τέλος;
     
  4. Salamander

    Salamander Dance into the fire

    Την ταινία την είδα πολύ καλή....Το κείμενο που έγραψες ήταν πολύ μεγάλο βκαι δεν το διάβασα όλο να με συμπαθάς....
     
  5. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Εκτός αυτών, Αιρεσιάρχης, 11.000 βέργες.
     
  6. misthe

    misthe Regular Member

    Ωραία ταινιουλα από τις λίγες που βγάζουν ανά χρόνια αν σκεφτείς και τα χρόνια που εκδόθηκε και γυρίστηκε .
     
  7. espimain

    espimain Contributor

    Είναι όλο το βιβλίο.
    Δεν είναι δικό μου.
    Είπα να δώσω την ευκαιρία να το διαβάσουν όσοι το ακούν και δεν το βλέπουν.
     
  8. tithon

    tithon Contributor



      
     
  9. espimain

    espimain Contributor

    Αν τις έχετε και εντοπίσατε τι λείπει, μπορείτε να το συμπληρώσετε.
    Δεν θα με ενοχλήσει καθόλου τουναντίον θα το θεωρήσω σημαντική βοήθεια.
     
  10. herculess

    herculess Regular Member

    την αντίστοιχη ταινία μπορείτε να την δείτε με ελληνικους υποτιτλους στο λινκ

    https://hdvid.fun/4b1tdj1smd6m

    θα επιλεξετε PROCEED TO VIDEO και θα πιεσετε το Χ στο παραθυρο για να παιξει η ταινία
     
  11. cadpmpc

    cadpmpc Contributor

  12. Vassiliki

    Vassiliki Regular Member

    Πολύτιμο!!!