Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Κύκλοι

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος -Volt-, στις 2 Ιουλίου 2020.

  1. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Το 2014 τα άπαντα του Τερζάκη για πρώτη φορά. Τώρα το Μονοδιάστατο άνθρωπο  
     
  2. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Μην έρθεις απόψε

    - Γιατί;

    -…

    - Δε θα μου πεις;

    - Στις 10 να πέσεις για ύπνο. Στις 5,30 στείλε μου μήνυμα ότι ξύπνησες.

    - Κι αν κοιμάσαι και σ’ ενοχλήσω;

    -…

    - Γιατί δε μου εξηγείς τίποτα, ποτέ;

    - Σου εξηγώ αυτά που χρειάζεται.

    - Κι αν δε μου αρκούν;

    - Το δισάκι σου και δρόμο

    - Δισκάκι;

    -…

    - Τι είπες δεν κατάλαβα.

    -Το νόημα όμως το κατάλαβες.

    - Το κατάλαβα.

    - Βάλε τη σφήνα σου και το πράσινο σορτσάκι και μια μπλούζα χωρίς σουτιέν και πήγαινε στο Ασκληπιείο. Μόλις φτάσεις στο πάρκινγκ κάνε μου αναπάντητη.

    - Εντάξει.

    ***


    << Άργησες. Χάζευες. Άνοιξε τα δεδομένα σου και στείλε μου στο μέσεντζερ φωτό με κατεβασμένο το σορτσάκι να βλέπω τη σφήνα σου >>


    << Δε μπορώ να το κάνω εδώ αυτό. Διάλεξε κάτι άλλο >>


    << Που είσαι; Απάντα >>


    << Σε παρακαλώ >>


    << Σου έστειλα τη φωτό >>


    << Μα στην έστειλα, γιατί δε μου απαντάς >>;


    << Συγνώμη. Πάρε με σε παρακαλώ μόλις μπορέσεις >>

    ***


    - Τελικά θέλω να έρθεις το βράδυ.

    - Σ’ ευχαριστώ μωρό μου.

    - Οκ. Μπάι.

    ***


    - Πιές το μπουκάλι με το νερό και μετά πάρε τα πράγματα σου κι έλα στο αμάξι.

    - Δε μπορώ να το πιω όλο αυτό.

    Το χαστούκι ήταν δυνατό. Μετά πήρα τα κλειδιά μου και κατέβηκα στο αμάξι μου.

    ***


    - Που θα πάμε;

    -…

    - Πες μου

    -…

    - Αυτή τη μουσική θ’ ακούμε πάλι;

    - …

    ***


    - Μου αρέσει πολύ στην Τσουκαλαριά αλλά αγριεύομαι τώρα.

    - Βγες κι έλα πίσω στο πορτμπαγκάζ.

    - Έρχομαι.

    - Φόρεσε αυτά.

    - Δε χωράω σ’ αυτό το σορτσάκι

    ***


    - Είδες που χώρεσες;

    - Με στενεύει.

    - Κάτσε στα γόνατα σου

    - Τι λες; Όχι δεν το κάνω.

    Τα χαστούκι ήταν δυνατό.

    - Μπες στο αμάξι να σε γυρίσω.

    ***


    Καθόταν στα γόνατα της. Είχε φτιάξει ωραίο κώλο τελευταία. Τον καλύτερο που είχα ποτέ. Το σορτσάκι κολάν τσίτωνε πάνω της και χωνόταν στα μέρια της. Η πλάτη ήταν ίσια. Επιτέλους. Η φανέλα ήταν πολύ φαρδιά, σακούλιαζε από κάτω της. Τα βυζιά της ήταν ελεύθερα μέσα. Διαγράφονταν όμορφα.


    Γονάτισα. Ένα ένα της σήκωσα τα γόνατα και της πέρασα επιγονατίδες. Γύρισε και με κοίταξε. Τα μάτια της αν και συνηθισμένα ήταν σα διαμαντάκια εκείνο το βράδυ. Πήρα το σουγιά κι άνοιξα το μαχαίρι. Τράβηξα το ύφασμα του κολάν και το έσκισα από την κωλότρυπα ως το μουνί. Ύστερα τράβηξα μια χαρακιά στην αριστερή επιγονατίδα. Ήδη πήρε να ξεφτίζει. Έβγαλα τη σφήνα και την έχωσα στον κώλο της.


    Πήρα το δερμάτινο πνίχτη που είχαμε πάρει μαζί απ’ το πετ σοπ στην παλιά μου γειτονιά και με ρώταγε αν θα πάρω σκύλο και της το πέρασα στο λαιμό. Κράτησα τον οδηγό χαλαρά στο χέρι μου.


    - Πάμε. Βλέπεις τον τέταρτο σκουπιδοτενεκέ επάνω αριστερά;

    - Ναι. Εκεί θα πάμε;

    - Όχι στον έβδομο που δε βλέπεις από ‘δω.

    Έβαλα στο κινητό μου να παίζει το So fell autumn rain κι έδωσα το έναυσμα να προχωρήσουμε.


    Η ανηφόρα ήταν ήπια. Μπουσούλαγε δίπλα μου. Υπέροχος κώλος. Οι επιγονατίδες τελικά δεν της φαίνονταν τόσο βολικές. Παραπονιόταν πως τη δυσκολεύουν. Θα τις εκτιμούσε σε λίγο. Το λουράκι ξέφτιζε όλο και περισσότερο. Ήμασταν κοντά στον δεύτερο κάδο, κοντοστάθηκε. Ζήτησε να πάρει μια ανάσα.


    - Μείνε,

    Είπα και της έβγαλα τον πνίχτη. Πήρα το κινητό μου με το φακό, άλλο φως δεν υπήρχε κοντά και επέστρεψα στο αμάξι. Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια. Άνοιξα το πορτ παγκάζ και πήρα τη βίτσα. Πήρα το δρόμο της επιστροφής. Όσο πλησίαζα κοντά της, τόσο έβλεπα τη μέση της να ισιώνει.


    - Γιατί χαλάρωσες;

    - Πονούσε η πλάτη μου

    - Ανυπάκουο χαζόσκυλο, είπα κι η πρώτη έπεσε με τη φόρα που είχα απ’ τα τελευταία μέτρα ώσπου να τη φτάσω.

    Της πέρασα τον πνίχτη πάλι και της ζήτησα να ξεκινήσει.


    - Στον τέταρτο θα κάνουμε στάση να ξεκουραστώ.

    Απέμεναν λίγα μέτρα. Πήρε βήμα και προσπέρασε απ’ το πλάι μου. Βιαζόταν. Ο πνίχτης δε συγχωρεί μαλακίες. Μάγκωσε το λαιμό της κι εκείνη κοκάλωσε τελείως. Πλησίασα ήσυχα κοντά της.

    - Σου είπα να αλλάξεις το ρυθμό; Επίτηδες το ‘κανες ή έχεις σκατά στο κεφάλι σου;

    - Συγνώμη.

    Η πρώτη δεν ήταν δυνατή. Ήταν χαϊδευτική. Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε με τα μάτια της τα λαμπερά. Το πλατύ μέρος της βίτσας πέρναγε απ’ το μουνί της κι ανέβαινε προς τον κώλο της. Η επομένη ήταν δυνατή από κάτω προς τα πάνω στα σκέλια της.

    - Πάμε, έχουμε δρόμο.


    Φτάσαμε στον τέταρτο κάδο και στάθηκα. Αυτή τη φορά θυμήθηκα να πάρω και το σακουλάκι απ’ το αμάξι. Έβγαλα ένα μπολάκι πλαστικό και άνοιξα τη φάντα. Της έβαλα μερικές γουλιές και ήπια την υπόλοιπη σχεδόν αμέσως. Μετά έστριψα ένα τσιγάρο. Όταν το άναψα είχε πιει τη λεμονίτα της.


    - Μπορώ να πάω να κάνω τσίσα;

    - Όχι εδώ. Τώρα τον βλέπεις τον έβδομο;

    - Τον βλέπω. Εκεί μπορώ να πάω;

    - Θα δούμε. Αν δεν τραβάς και μ’ αφήσεις ν’ απολαύσω τη διαδρομή, χωρίς να με απασχολείς, μπορεί.


    Αφού τελείωσα το τσιγάρο μου, το πέταξα μπροστά στο πρόσωπο της και το πάτησα με το παπούτσι μου. Το μάζεψα και το έβαλα στην τσέπη μου.

    - Πάμε.


    Στον έκτο κάδο το λουράκι κόπηκε. Η επιγονατίδα έμεινε πίσω μας. Παραπονιόταν και αργοπορούσε.

    - Τι τρέχει;

    - Μπορούμε να γυρίσουμε να την πάρουμε να τη δέσουμε στο πόδι μου;

    - Στο γυρισμό μπορεί

    - Σε παρακαλώ

    - Προχώρα.

    Και συνεχίσαμε. Μου άρεσε το κλαψούρισμα αυτό. Μου άρεσε που είχε αρχίσει να ανασαίνει γρηγορότερα. Φτάσαμε στον έβδομο κάδο. Κατέβασα το παντελόνι μου κι άρχισα να κατουράω μπροστά στο πρόσωπο της. Έπεφταν στην άσφαλτο και κάποιες σταγόνες αναπηδούσαν και την έβρεχαν. Είχε το κεφάλι κατεβασμένο. Μερικές σταγόνες έπεσαν στο ένα μου παπούτσι.

    - Δε θέλω να μείνουν τα κάτουρα πάνω. Γλείψτο.

    Λύγισε τους αγκώνες της, κατέβασε το κεφάλι κι άρχισε να γλείφει το παπούτσι.

    - Αρκεί.

    - Μπορώ να πάω για την ανάγκη μου;

    - Που να πας; Εδώ. Μπορείς.

    - Τι έτσι;

    - Όχι έχεις δίκιο. Λύγισε τα γόνατα σου κι άνοιξε την απόσταση τους ώσπου να χαμηλώσεις.

    - Να μη σηκώσω το πόδι μου;

    - Έχεις πούτσο και δεν το ξέρω βρε μαλακισμένο;

    - Πρέπει να το κάνω;

    - Τίποτα δεν πρέπει. Θες να κατουρήσεις ή να επιστρέψουμε;


    Τραβήχτηκε προς τα πίσω έτσι που ο κώλος της έκατσε πάνω στις γάμπες της σχεδόν κι άνοιξε τα πόδια προς τα έξω. Ένα κοχλάζον τσουρ ακούστηκε. Για ώρα.

    - Ανακουφίστηκες;

    Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε.

    - Ευχαριστώ πολύ, το είχα ανάγκη.

    Της χάϊδεψα το κεφάλι. Μου άρεσε αυτό το παιδί. Τουλάχιστον μου άρεσε σε αρκετές περιπτώσεις. Ποιος μας αρέσει άλλωστε εντελώς; Όλες χρειάζονται κάπου μια διόρθωση.


    Την πήρα να επιστρέψουμε προς τα πίσω. Φτάνοντας στην επιγονατίδα, κουκούβισα και της την έδωσα με ένα κόμπο πίσω απ’ το γόνατο. Ανασηκώθηκα, πήγα μπροστά της και κατέβασα το παντελόνι μου.

    - Πάρτον

    Άνοιξε το στόμα της και ας μην πολυλογώ το έκανε όπως ήξερε ότι μου αρέσει. Η βραδιά, η ψύχρα των ψηλών σημείων, ο ελάχιστος φωτισμός απ’ το κινητό, το In these walls που έπαιζε χαμηλά, το απόλαυσα περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Τα χείλια της που αγκάλιαζαν και πίεζαν το πουτσοκέφαλο μου όταν τον έβαζε στο στόμα της, ήταν το αποκορύφωμα.


    Ττραβήχτηκα και πήγα πίσω της. Έβγαλα τη σφήνα και τεντώθηκα.

    - Κράτα αυτό, είπα και την έχωσα στο στόμα της.

    Άνοιξα τα μέρια της, τα τέντωσα τόσο ώστε να κάνει έναν ήχο απαρέσκειας και μπήκα μέσα της σχεδόν κάθετα κι ακάθεκτα. Τα χέρια μου τέντωναν και λύγιζαν πάνω στην πλάτη της. Έμενε τεντωμένη και ίσια. Πάλι καλά. Δεν είχα πολύ όρεξη να χύσω. Αλλά ούτε ήρωας του σεξ είμαι, ούτε ήθελα να μείνω άλλο εκεί. Τάχυνα το ρυθμό μου. Έκλεισα τα μάτια. Συγκεντρώθηκα στα μέσα μου, στην αίσθηση που ερχόταν από ‘κει μέσα και μετά τα άνοιξα πάλι και κοίταξα ευθεία μπροστά. Τα δάχτυλα μου άδραξαν τα πλάγια της και ξεκίνησα να χύνω στην κωλάθρα της. Τελικά μου χρειαζόταν αυτό το χύσιμο.

    ***


    Το βράδυ κοιμήθηκε στην αγκαλιά μου. Ένα απ’ τα τελευταία βράδια που περάσαμε μαζί.


    Συνεχίζεται
     
  3. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Πού βρίσκεσαι τώρα ακριβώς;

    - Έξω απ’ το επαρχείο κι έχει έρθει η αστυνομία. Σε παρακαλώ μπορείς να έρθεις;

    - Οκ



    - Ηρέμησε

    - Δε μπορώ! Διαλύθηκε. Πώς θα το πληρώσω; Ο πατέρας μου θα στενοχωρηθεί πολύ. Τι θα του πω;

    - Τίποτα

    - Δε γίνεται να μη του πω τίποτα. Έχουμε άλλη σχέση εμείς.

    - Ποιανού είναι το αμάξι;

    - Δικό μου, αλλά

    - Ποιος το αγόρασε;

    - Εγώ, όμως δεν καταλαβαίνεις

    - Δικό σου το αμάξι, δικό σου και το στουκάρισμα. Δική σου η ευθύνη.

    - Μα θέλω να του το πω

    - Άλλο αυτό.

    - Θα θέλει να μου δώσει τα χρήματα και δε μπορεί, θα στενοχωρηθεί

    - Άρα δεν του το λες και το φτιάχνεις

    - Κι αν έρθει;

    - Κι αν ήμουν ελικόπτερο;

    - Γιατί δε με καταλαβαίνεις;

    - Έλα πάρε με στο στόμα σου

    - Δε γουστάρω τώρα

    - Οκ. Πάω για ύπνο. Φεύγοντας μην κάνεις θόρυβο.


    - Μωρό μου;

    -…

    - Μωρό μου συγνώμη για πριν, ήμουν συγχυσμένη

    - Κοιμάμαι

    - Θέλω να σε πάρω στο στόμα μου

    - …


    Ξεκαύλωτος ήμουν και ζαβλακωμένος. Το πουτανάκι το ‘χε μάθει πια καλά. Σύντομα καύλωσα. Δεν έκανα καμιά προσπάθεια να χύσω γρήγορα. Ο ανεμιστήρας έπεφτε προς το πρόσωπο μου και την άφησα να ταλαιπωρείται και να ιδρώνει.

    - Άστο δεν έχεις όρεξη, σκατά το κάνεις

    - Ρε μωρό μου


    Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι και στάθηκα μπροστά της. Της είπα να γδυθεί. Πήρα τη ζώνη μου και άρχισα να τη δέρνω. Στα μπούτια, στα κωλομέρια, χαμηλά στη μέση. Κόκκινες παχιές γραμμές κι αλλού ίχνη. Ξανακαύλωσα. Άνοιξα τα μουνόχειλα και μπήκα μέσα της. Δεν ήταν υγρή. Βγήκα και πήγα στην κουζίνα. Έμενε εκεί που ήταν. Όταν επέστρεψα έστυψα το λεμόνι από πάνω της. Δεν ήμουν θυμωμένος πριν, μου άρεσε όλο αυτό που γινόταν. Και συνήθως τη χαλάρωνε. Αυτή τη φορά όμως όχι. Είχε κλειδώσει. Ούρλιαξε. Κι εγώ… εγώ συνέχιζα να βράζω, να στύβω το λεμόνι πάνω της και να καυλώνω. Έκανα άλλη μια προσπάθεια, αλλά ήταν ακόμα ξερή. Αυτή τη φορά δε με ένοιαξε ήθελα να χύσω. Και ήθελα να πονέσει. Άρχισα να μπαινοβγαίνω με ταχύτητα και να πονάω και να θυμώνω και να φωνάζει να σταματήσω. Στράγγιξα μέσα της τα χύσια μου και μετά την άφησα εκεί και πήγα να φτιάξω καφέ. Δεν το ευχαριστήθηκα.


    - Που πας;

    - Φεύγω

    - Σου είπα ότι μπορείς να μείνεις.

    - Δε… δε θα ξανάρθω

    - Οκ

    - Δε θα ρωτήσεις;

    - Τι να ρωτήσω; Πήρες μια απόφαση, εντάξει. Στο καλό.

    - Δεν αξίζω ούτε τόσο;

    - Κάνεις καλές πίπες αλλά υπάρχουν και καλύτερες.

    - Γιατί μου φέρεσαι έτσι;

    - Γιατί είσαι αναλώσιμη.

    - Άντε γαμήσου μαλάκα.

    - Οκ θενκς.


    Τέλος πρώτου μέρους.


    2016,


    Έλλειψη δυνάμεων, έλλειψη διάθεσης, άρνησης συνάφειας με το σύμπαν. Έρχονται τέτοιες στιγμές. Το σπίτι που είχα βρει αυτή τη φορά αντιπροσώπευε την τωρινή μου κατάσταση. 60 τετραγωνικά ισόγειο, με πράσινα ντουλάπια στην κουζίνα και λουξ ηλεκτρικές συσκευές, αλλά κατά τ’ άλλα απέριττο, στο υπνοδωμάτιο μόνο φεγγίτες, το μπάνιο με ψευδοροφή υπερπαραγωγή. Κι απέξω το στενό μου πάρκινγκ και 900 τετραγωνικά κήπο. Το φτιαξε ο ιδιοκτήτης, δεν τα βρήκε με τους ντόπιους, γύρισε στη Γερμανία, ή κάποια παρόμοια δικαιολογία παραίτησης.


    Όταν μιλήσαμε μου είχε πει πως τα μόνα μειονεκτήματα είναι πως αν δεν ανάψει ο από πάνω τον καυστήρα δεν έχει θέρμανση και πως δεν πιάνει ούτε ίντερνετ, ούτε τηλέφωνο. Το πρώτο δε μ’ ένοιαζε. Το δεύτερο το ήθελα. Δεν ήθελα καμία σχέση με κανέναν. Ήταν τέρμα πάνω στα Φωκάλια και το βράδυ πάντα έβλεπα άστρα κι η νύχτα ήταν ήσυχη. Είχα και μια φίλη νυχτερίδα, που την απέκτησα ένα βράδυ κυνηγώντας τη γιατί δε μπορούσα να κοιμηθώ. Αϋπνίες απ’ την κορτιζόνη. Αϋπνίες και ρίγη και πόνοι που δεν περνούσαν πάντοτε.


    Κι εγώ κυνηγούσα τη νυχτερίδα κι άλλες φορές φώναζα να σκάσουν τα νανάκια κοκόρια που ούρλιαζαν οποιαδήποτε ώρα. Νομίζω στη γειτονιά είχε γύρω στα 25. Και τα σκυλιά που αλυχτούσαν. Μέσα στην τόση ησυχία, κάθε ήχος έμοιαζε εφιαλτικός κι εγώ δε μπορούσα να κοιμηθώ. Είχε πει χαριτολογώντας ο γιατρός πως θα αποκτούσα φυσιολογικό βάρος με την κορτιζόνη, έστω και λόγω πρηξιμάτων. Ακόμα είχα μουδιάσματα και μου έπεφταν πράγματα απ’ τα χέρια κι όταν δεν πονούσα. Και κατά διαστήματα αισθανόμουν σα να τραβάει κάποιος υπεράνθρωπα τα πόδια μου κάτω απ’ τη γη και να μην καταλαβαίνει πως δεν έχω άλλη αντοχή.


    Καμιά όρεξη δεν είχα να μαγειρεύω, καμιά όρεξη δεν είχα να τρώω. Την επόμενη φορά που με είδε ο γιατρός έφριξε. Ήμουν σχεδόν διάφανος. Είχα χάσει λίπος ακόμα κι απ’ τα μπούτια. Όχι δε γούσταρα να τρώω. Χρειαζόταν να πιάνω το κατσαρολάκι με τα δύο χέρια. Προτιμούσα να αγοράζω ξηρούς καρπούς μια στο τόσο έξω απ’ τη δουλειά, ή να παίρνω κανένα σάντουιτς και να πίνω νερό. Αφού δεν πεινούσα περισσότερο, όλα καλά.


    Ένα απόγευμα γυρνώντας και με ανυπομονησία κρατώντας στα χέρια μου το << Ένας δρόμος στον κόσμο >> που είχα καταφέρει να βρω σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο και μόλις είχα παραλάβει, μέρος της συνεχώς αυξανόμενης desiderata μου, ένα βέλος πέρασε από μπροστά μου. Ξέχασα ακόμα και να βρίσω. Και μετά πέρασαν περισσότερα. 4-5. Άντρες με ωραίες γάμπες κι εξαιρετική, αγαλμάτινη όψη, πάνω στα κουρσάκια. Θυμήθηκα το κόκκινο Peugeot που είχα κάποτε, προ αμνημονεύτων χρόνων. Μετά δεν είχα όρεξη ούτε για το βιβλίο, ούτε για το γλυκό που είχα πάρει ξαφνικά στο δρόμο, δεν πήγα καν στο σπίτι. Έμεινα στην άκρη του δρόμου με αλάρμ, άνοιξα τα δεδομένα και χάζευα cervelo στο ίντερνετ και βιντεάκια με διαδρομές με τα νέα τύπου, τα cyclocross. Ήρθαν στη μνήμη μου λέξεις σαν cadence, χλμ διαδρομών, σα να μη τα άφησα πίσω μου, τόσα χρόνια πριν. Και τώρα μπορούσα μόνο να κοιτάω.


    Κι όμως στο επόμενο ραντεβού ο γιατρός αν και μου είχε απαγορεύσει διά ροπάλου τη γυμναστική σε γυμναστήριο, με μεγάλη ανακούφιση τον άκουσα να μου λέει πως το ποδήλατο θα μου κάνει καλό. Κι έτσι ξεκίνησα. Στην αρχή με ένα δανεικό και μετά όταν το κατάστημα της ideal νοίκιαζε με την ώρα και την ημέρα, νοίκιαζα ένα κουρσάκι κάθε απόγευμα. Δεν ήταν στο νούμερο μου, αλλά και μόνο που ήμουν πάνω του, με τις ασύλληπτες ταχύτητες του, να σκίζω τον αέρα και να πλαγιάζω στους δρόμους, είναι σαν τη μηχανή και κάτι πέρα απ’ αυτή, γιατί εγώ ήμουν ο κινητήρας. Κι αυτό με έκανε μέρος του μέρους μου. Όταν πλάγιαζα κι είχα θάλασσα στα δεξιά μου, ήταν σχεδόν σα να τρέχω στο νερό, σαν ακροβάτης χωρίς σκοινί ή χέρια, τα χείλια μου βρέχονταν με αλμυρό νερό όταν είχε κύμα κι ακόμα κι όταν αισθανόμουν τραβήγματα, ή μουδιάσματα, δεν είχα την επιλογή να σταματήσω, ακόμα κι αν πέθαινα επιτόπου.


    Θα πήγαινα στη Ρόδο για την εξαμηνιαία μαγνητική και υπήρχε εκεί ένας κατασκευαστής. Ήθελα να πάω να τον βρω. Αφού τελείωσα με την εξέταση και με γύρισε το ταξί στο κέντρο, έβαλα στο κινητό μου τους χάρτες κι άρχισα να ψάχνω αυτό τον κατασκευαστή, χαζεύοντας στους δρόμους. Δεν ήξερα ότι η Λ είχε επιστρέψει στη Ρόδο, είχα από τότε να τη δω. Στο φετ δεν έμπαινα πια, το λογαριασμό τον είχα στείλει στο διάολο, πολύ καιρό. Κι ένας φίλος που είχα από τότε μου έλεγε πως έχει χαλάσει πολύ, οι περισσότεροι έκαναν κλειστές ομάδες στο fb.


    Εκείνη με είδε, ούτε που την είχα πάρει χαμπάρι. Το google έκανε τα δικά του, ιδέα δεν είχα που ήμουν. Είχε μακρύνει πολύ τα μαλλιά της κι είχαν ανταύγειες τόπους τόπους. Τώρα πια ήταν βαμμένη, αρκετά έντονα κι ήταν πρωί. Είχε φορέσει γυαλιά κι ήταν πολύ πιο αδύνατη.


    - Α μου!

    - Γεια.

    Αυτό το ‘’μου’’ είχε κάτι οικείο και ξένο, σα να ήταν μαζί και να μην ήταν, σα να ήταν εκείνη τη στιγμή και παλιά. Πάνε στον παράδεισο λέει το τραγούδι, αλλά δεν ήταν αγάπη, τουλάχιστον δεν το πίστεψα τότε, δεν το πίστευα τώρα. Κι εγώ δεν ήμουν καλά μέσα μου και δεν το ‘ξερα. Όλα ανάκατα. Αισθανόμουν όμως τσαλακωμένος, κατσιασμένος, άλλος απ’ τον εαυτό μου.


    Κάτι χαμένο αναδυόταν, αναφλεγόταν και την επόμενη στιγμή πίκρα για τη χαμένη ελαστικότητα, την επιδεξιότητα που κάηκε, την εξοικείωση με τη λογικότητα, το μέσα μου έσκυβε το κεφάλι κι εγώ χαμογελούσα ήσυχα. Το νόμιζα τουλάχιστον. Κι έπεφτα από το κεφάλι μου στα πόδια. Το σπίτι μου, η σκέψη του, η ερημιά μου, τα βιβλία μου, οι νύχτες με τον ουρανό, οι ατελείωτες μέρες δουλειάς που είχε καταντήσει κουφόβραση, νερό που κόχλαζε κι ήταν λίγο και δεν έφτανε να ξεχειλίσει.


    Πήραμε ένα καφέ στο χέρι κι ήρθε μαζί μου ως τον κατασκευαστή. Ήταν κεφάτη. Με άκουγε να κάνω ερωτήσεις, τα μάτια της ακολουθούσαν το στόμα και τα μάτια μου, την αισθανόμουν να το κάνει όπως παλιά, μια ανοίκεια οικειότητα και τα χέρια μου κολλημένα στα πλευρά, σε μια στιγμή είχα ξεχάσει πως μεταμορφωνόμουν σε αέρα πάνω στο ποδήλατο, είχα γυρίσει στις πρώτες μέρες που ακινητοποιήθηκα μετά το αντιπλημμυρικό έργο. Την πλήρωσα χρυσή την επίβλεψη στα πλάτσα πλούτσα, μια ώρα αρχύτερα. Άμα αγοράζεις ικανοποίηση με την πιθανότητα των πόνων, αυτά συμβαίνουν. Κι αγκυλώθηκα μέσα κι έξω μου.


    Πήραμε το δρόμο για το λιμάνι, φάγαμε κάτι καλαμάκια κι έμεινε μαζί μου ως το απόγευμα που έφτασε το πλοίο. Μου έδωσε το τηλέφωνο της, έκανα πως το ‘γραφα και μου ζήτησε να της κάνω αναπάντητη να κρατήσει το δικό μου. Έκανα πως δεν έχω σήμα, αλλά ζήτησε τον αριθμό μου και τον έδωσα. Αν ήταν όπως τότε δεν θα έπαιρνε, τι σημασία είχε. Κι έφυγα. Παρέμενε στο λιμάνι ώσπου δεν έβλεπα πια ως εκεί, ίσως να ‘μεινε κι άλλο. Διέγραψα τον αριθμό της κι έκλεισα το κινητό μου για σιγουριά. Άλλωστε είχα άδεια για μερικές ημέρες ακόμα.


    Συνεχίζεται
     
    Last edited: 21 Ιουλίου 2020
  4. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Τι μου είχε πάρει η νέα κατάσταση πραγμάτων, τι έμεινε ίδιο και τι άλλαζε. Υπήρχε μέσα μου μια διαρκής οργή, μη ανιχνεύσιμη τότε, χωρίς εμφανή αιτία, τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ το να επιτρέπω να με στρατεύουν κάθε φορά που χρειαζόταν να γίνει μια δύσκολη διαπραγμάτευση, να αποδοθεί μια ευθύνη, να επιβληθεί μια αμείλικτη απόφαση. Μου πρόσφερε η οργή μου, μια φαινομενική γαλήνη μέσω της δουλειάς κι έτσι περνούσε ο καιρός και δεν καταλάβαινα πως ήταν εκεί, πανταχού παρούσα.


    Έλαβα μήνυμα της. Ήταν στο νησί. Κατάλαβα πως το τηλέφωνο που μου είχε δώσει και δεν έγραψα ποτέ πραγματικά κι εκείνο το παλιό, ήταν ο ίδιος αριθμός. Αυτή τη φορά το έβλεπα. Προσπάθησα ειλικρινά να την αποφύγω, φρόντισα να της πω ότι είμαι απασχολημένος και κρίμα που δεν το ‘χαμε κανονίσει απ’ τα πριν. Μισή ώρα μετά έστειλε μήνυμα πως λόγω μιας ανατροπής στη δουλειά της, θα έμενε και την επομένη. Ο νέος λειψός εαυτός μου, έβλεπε ως πολύ μεγάλη πολυπλοκότητα, το να λέω όχι, είχα αποκτήσει το χούι να δίνω εξηγήσεις και να απολογούμαι.


    Την επομένη στις 00.10 αργώντας μισή ώρα και σκεφτόμενος τις εξηγήσεις που καλούμουν να δώσω, έφτασα στο Μύλο. Φορούσε το μπορντώ φόρεμα που κάποτε λάτρεψε σε μια βιτρίνα και της το ‘χα αγοράσει δώρο γενεθλίων, τέσσερα νούμερα μικρότερο κάποτε. Εκείνη τη στιγμή καταλάβαινα πόσο πολύ είχε αδυνατίσει. Ήξερα περισσότερα, καταγράφονταν μέσα μου, χωρίς να τα αντιλαμβάνομαι. Ήταν αφόρητο βάρος εκείνη την εποχή να κάνω σκέψεις που αφορούσαν εμένα και όχι τη δουλειά μου, ή τις ποδηλατοβόλτες μου. Αξιοθρήνητος. Αξιοθρήνητος και μαλάκας.


    Όμως, αν και δεν κατάλαβα, απ’ το τικ, εκείνο το παλιό τικ που χτύπαγε, στο κεφαλωτό του χεριού, το στιγμιαίο, το ασύλληπτα οξύ, που δε μπορούσε να μπερδευτεί με καμιά πάθηση και κανένα πρόβλημα, ενεργοποιήθηκε κάτι. Ήταν σα ν’ άλλαξε η μέσα όραση, σα να αυτομόλησαν σε μια στιγμή, ο δικαστής κι ο εισαγγελέας απ’ το μυαλό και την καρδιά μου. Μέσω ενός νευρικού σπασμού ήταν σα να φόρεσα μια κάσκα σαν αυτές στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας που όλες οι λειτουργίες, όλες οι πληροφορίες καταγράφονταν σε ολογράμματα πάνω στη ζελατίνη.


    - Σε περίμενα, δεν ήξερα αν έχουν αλλάξει τα γούστα σου

    - Οκ

    - Θέλεις να δεις τον κατάλογο;

    - Δε χρειάζεται. Θα πάρω ένα τζακ με κόλα παγωμένη, χωρίς παγάκια κι ένα θάνατος μετά το μεσημέρι

    - Δε μπορώ να το πιώ αυτό το πράγμα!

    - Το έχεις δοκιμάσει;

    - Ναι με μια παρέα

    - Τι παρέα;

    - Μια παρέα

    Τότε δε θα λογάριαζα αν ήμασταν σε κεντρικό σημείο, αν ήμουν γνωστός, αν… Στο απόμερο σημείο όμως και που αυτό ήταν που τελικά με νευρίαζε μέσα μου, το γιατί επέλεξε και γιατί το επέλεξε.

    Το χαστούκι ήταν ηχηρό. Πάντα μου άρεσε το δεξί της μάγουλο περισσότερο. Κοκκίνησε. Περίμενα

    - Τον λένε Γιάννη

    - Τον;

    - Ναι είμαστε μαζί και κάποια στιγμή θα παντρευτούμε


    Ήρθε το γκαρσόνι κι εγώ δεν την κοίταξα. Σα να μην είχε περάσει λεπτό. Παρήγγειλε και για τους δυο.

    - Πες μου γι’ αυτόν

    - Είναι συνάδελφος μου, 37 χρονών, διαβάζει ίσως περισσότερο κι από ‘σενα

    Τιιιιν!

    Εκείνη συνέχιζε να παπαρολογεί και να μου θυμίζει όλα εκείνα που μετρούσαν για ‘κεινη. Εγώ όμως είχα κολλήσει σε αυτό. Ζήλεψα και δεν αισθάνθηκα καμιά ντροπή, για την ακρίβεια δεν το κατάλαβα καν σα ζήλια. Έξυπνο παιδάκι υπήρξα κάποτε, το μετέτρεψα σε ανταγωνισμό. Σε μια στιγμή.

    Ήρθαν τα ποτά. Έστριψα τσιγάρο και, το άναψα κι αφού ήπια απ’ το ποτό μου ακούμπησε το ποτήρι της στα χείλια.

    - Κατέβασε το όλο.

    Τα μάτια της γούρλωσαν πριν καν κατέβει η πρώτη γουλιά. Όταν τελείωσε το μαρτύριο, άπλωσα το χέρι μου και τράβηξα τα χείλια της μπροστά και πέρασα το χοντρό δάχτυλο σα να τη σκουπίζω.

    - Πήγαινε στην τουαλέτα και βγάλε το βρακί σου, κράτα το στο χέρι και φέρτο μου. Πριν το φέρεις βγάλε το σουτιέν σου, πέτα το στα σκουπίδια και τράβα φωτογραφία που θα το πατάς με το τακούνι σου να χωθεί όσο πιο μέσα γίνεται. Σε δέκα λεπτά να είσαι εδώ. Δε θα το χώσεις στη χούφτα σου, θέλω το μισό να κρέμεται κάτω απ’ το χέρι σου.


    Δέκα λεπτά μετά βγήκε απ’ τις τουαλέτες και μ’ έψαχνε. Τα μάτια της πήγαιναν παντού. Τελικά με εντόπισε. Στο πιο κεντρικό τραπέζι που ήταν ελεύθερο, ανάμεσα στα πιθήκια που χορεύανε με το κινητό στο χέρι. Το έβλεπα στο χέρι της. Λευκοκρέμ ξεχώριζε. Το κανόνι περνώντας με τα μπλε και πράσινα χρώματα το εντόπισε δυο φορές. Κάποιοι γύρισαν, όλοι ζαβλακωμένοι, μόνο ένας βλέποντας τη που κατευθύνεται, κοιτούσε έντονα να τραβήξει το βλέμμα μου.


    Στάθηκε στο πλάι μου και μου το παρέδωσε. Τα μάτια της ήταν κλειστά. Κάθισε και μπροστά της ήταν ένα νέο ποτό ίδιο με το προηγούμενο. Ήδη έμοιαζε να ζαλίζεται. Το έβαλα δίπλα στον καπνό μου τσαλακωμένο.

    - Ευχαριστημένος;

    - Φέρε να δω τη φωτογραφία

    - Ναι σωστά

    - Σωστά αλλά δεν το έκανες.

    - Δε μου ‘πες τίποτα για να σου δείξω τη φωτογραφία όταν έρθω.

    Τιιιιν!

    Όντως το είχα παραλείψει, μάλλον δεν καλολειτουργούσα τελικά. Είχε όμως μια άγρια ικανοποίηση στο βλέμμα.

    Και το τραπέζι ήταν κεντρικό.

    Ξανά στο δεξί μάγουλο. Αυτή τη φορά πριν τραβήξω το χέρι μου κράτησα μερικές τρίχες απ’ τα μαλλιά της που μπλέχτηκαν.

    - Εσύ έκανες λάθος γιατί το έκανες αυτό τώρα;

    - Επιτρέπεται να κάνω λάθος, επιτρέπεται να το πεις, απαγορεύεται να το πουλήσεις. Δεν πουλάς. Δεν είσαι εδώ γι’ αυτό.

    - Και τελικά γιατί είμαι εδώ, μου λες;

    - Πιες το ποτό σου

    - Γιατί δεν απαντάς. Δε μπορώ να το αντέξω αυτό το πράγμα.

    - Ξέρασες στην τουαλέτα;

    - Όχι

    Και το τραπέζι ήταν κεντρικό.

    Μου άρεσε πολύ το δεξί της μάγουλο. Κι είχε αρχίσει να κοκκινίζει. Πάντα αργούσε να κοκκινίσει και μόλις συνέβαινε έμενε για ώρα έτσι.

    - Λίγο δε βγήκε όλο το κωλοποτό σου! Το σιχαίνομαι!

    - Οκ πιες το

    Κανένας μορφασμός, καμιά δυσκαταποσία.

    - Εκτελείς, λειτουργείς, κορύφωσες απ’ την επιπεδότητα του μελετηρού βανιλάκου σου. Γι’ αυτό είσαι εδώ.

    - Δεν είναι βανιλάκος, είναι άντρας!

    - Ναι οκ και τι του ‘βαλες τη ζώνη του στο χέρι και τούρλωσες τον κώλο

    Κατέβασε το βλέμμα

    - Πουτανάκι…

    - Σαν εσένα δε με ξέρει. Κι όμως υπήρχε πίκρα σ’ αυτό.

    - Ναι και γι’ αυτό είσαι εδώ.


    Η ώρα πέρασε και μετά το τρίτο ποτό είχε αρχίσει να τα χάνει. Σηκωθήκαμε να φύγουμε.

    - Χρειάζομαι τουαλέτα, μπορώ να πάω;

    Στεκόμασταν κοντά στην έξοδο του μαγαζιού, μέσα ακόμα.

    - Βρακί δε φοράς μπορείς ελευθέρα να τα κάνεις, ξεκίνα.

    - Σίγουρα;

    - …

    Συγκρατιόταν, ένα ελαφρύ ρυάκι που την πίεζε να βγει έντονα άρχισε να βγαίνει. Την τράβηξα απ’ τον αγκώνα στην άκρη.

    - Δυνατά

    Δεν υπήρχε λόγος να εκτεθούμε με κάτι τέτοιο στην είσοδο ενός καταστήματος. Όπως δεν υπήρχε λόγος και να μην το κάνει.

    Έφευγαν κι έσκαγαν στο δάπεδο με ορμή, πιτσίλιζαν τα πόδια της. Πιτσίλισαν τα μπατζάκια μου. Κοίταξα χαμηλά με δυσαρέσκεια.

    - Συγνώμη

    - …


    Καθόταν στα γυμνά της γόνατα μπροστά απ’ το αυτοκίνητο μου με χαρτοπετσέτες κι ένα μπουκαλάκι νερό και μου ‘τριβε τα μπατζάκια με αυτή την αργή νευρικότητα που μοιάζει επιτακτικά γρήγορη, όταν τραβήχτηκε στην άκρη κοντά σε μια αλτάνα κι άρχισε να ξερνάει. Τα μαλλιά έπεφταν στο πρόσωπο της κι η πλάτη της έτρεμε. Ευάλωτη και σέξι. Πήγα πίσω της και την άγγιξα απαλά στη μέση.


    Ανασήκωσα το φόρεμα της έτσι που ξέρναγε κι ο κώλος της ήταν εκτεθειμένος. Ήμουν κοντά, αν κάποιος περνούσε. Κι όμως με εκείνο το άγγιγμα σα να πήρε μια απόφαση, μια βαρύτητα και ακούμπησε πάνω στο χέρι μου. Τα δάχτυλα μου χώθηκαν στο μουνί και τον κώλο της. Το ξέρασμα σταμάτησε και γύρισε προς τα μένα, άφησε το φόρεμα της εκεί που το ‘χα βάλει. Πήρε πάλι το μπουκαλάκι και τις χαρτοπετσέτες και συνέχισε. Όταν τελείωσε της χάϊδεψα τα μαλλιά και την πήρα σπίτι.


    ***


    Ήρθε κοντά μου με το ελαφρύ φορεματάκι της, ο ήλιος βάραγε, δεν είχε πολλές ώρες ώσπου να φύγει το πλοίο απ’ το ένα νησί στο άλλο. Κι εκείνη έπρεπε να γυρίσει στη δουλειά.

    - Δείξε μου;

    - Που εδώ; Τώρα;

    - …

    Ανασήκωσε το φόρεμα της λίγο. Με εκνεύρισε. Άδραξα το χέρι της μαζί με το πανί και το τράβηξα όσο πιο πάνω γινόταν. Με το άλλο χέρι την απώθησα κρατώντας τη απ’ το λαιμό και κοίταξα τον πίνακα μου. Πάνω απ’ το ξυρισμένο μουνί της έγραφε ‘’ το κατουρημένο σου ΄΄. Χρόνια μετά θα μονολογούσα μέσα μου καθώς θα θυμόμουν αυτή τη στιγμή, τη δική μου χοροπηδηχτή χαρά, την τρέλα μου, την καύλα να τη γαμήσω μες στη μέση του δρόμου και θα τη συνέκρινα με ένα άλλο τατουάζ, στο ίδιο σημείο.


    Όμως εκείνη τη στιγμή δε γνώριζα τίποτα απ’ αυτά. Ήξερα μόνο πως ο πίνακας ήταν δικός μου και θα ‘ταν κάθε μέρα στο σπίτι κάποιου άλλου, να τον βλέπει εκεί, να αγγίζει και να μην ξέρει, να σχηματίζονται προτάσεις κενών στο νου του και αυτό ενίσχυε μέσα μου τη λύσσα, την όρεξη. Ήθελα να το δω, να το ζήσω και μέσα στο κεφάλι μου το ζούσα. Σε μια στιγμή το στρατιωτάκι μου, μου πρόσφερε το ορεκτικό κι αργότερα κι ας μην έβλεπα πραγματικά θα μου ‘δινε κάθε βράδυ το κυρίως.


    Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ. Κάποια πόρτα πολυκατοικίας ήταν μισάνοιχτη. Είδα τις σκάλες που πήγαιναν προς τα κάτω. Την τράβηξα απ’ το χέρι και μπήκαμε εκεί. Κατεβήκαμε στο υπόγειο του ξένου χώρου. Την πήρα πάνω στον τοίχο και στο μισό φωτισμό που ερχόταν απ’ τη τζαμόπορτα της εισόδου έβλεπα τον πίνακα μου. Έχυσα μέσα της όπως πάντα. Και τα μάτια της έγιναν κρυστάλλινα και τεράστια όσο πάντα. Άλλη μια φορά ξαναείδα μάτια να γίνονται έτσι, σαν να υπήρχε ένα έξτρα σώμα γυαλιστερό, ένα κόσμημα διάφανο πάνω απ’ το χρώμα των ματιών.


    ***


    << Πού είσαι >>;

    << Μαζί του αφού το ξέρεις. Δε μπορούσα να σηκώσω το τηλέφωνο καταλαβαίνεις >>

    Την πήρα πάλι, ξέροντας πως θα δημιουργούσε πρόβλημα αν για δεύτερη φορά χτύπαγε και δε το σήκωνε.

    - Γεια σου Α. Θέλεις κάτι; Έχω σχολάσει.

    - Πήγαινε στην τουαλέτα φτιάξε σαπουνάδα στα χέρια σου, βάλτη στο στόμα και στείλε μου φωτογραφία

    - Τώρα μας πιάνεις στο φαγητό, δε μπορεί να γίνει αργότερα;

    Έκλεισα το τηλέφωνο.

    Σε πέντε λεπτά έλαβα στο μέσεντζερ μια φωτογραφία της. Τα μάτια της ήταν νευρικά, πανικόβλητα, η γλώσσα της υποταγμένη με τους αφρούς από πάνω της και κοίταζε ευθεία στο φακό.


    << Τι φαγητό τρώτε >>;

    << Σοβαρά τώρα >>;

    << Στείλε μου το πιάτο του μαζί με τα χέρια του φωτογραφία >>

    Χέρια τριχωτά, μεγάλα, το ένα τουλάχιστον που έβλεπα. Το άλλο ήταν ανασηκωμένο με το ποτήρι.


    << Πήγαινε στην τουαλέτα με το ποτήρι του και κατούρα μέσα, στείλε μου φωτογραφία >>


    Η φωτογραφία δεν ήρθε ποτέ. Την πήρα τηλέφωνο στο σταθερό του σπιτιού της. Το σήκωσε αυτός.

    - Παρακαλώ, ποιος είναι;

    - Τη Λ

    - Εσείς ποιος είστε

    - Α

    - Από τη δουλειά είστε;

    - Όχι, φέρτη

    Ήρθε στο ακουστικό και μιλούσε σιγανά ενώ από μέσα άκουγα αυτόν να κοπανάει πράγματα και να μουρμουρίζει.

    - Γιατί το έκανες αυτό Α μου; Πως θα του εξηγήσω;

    - Είμαι κάτω απ’ το σπίτι, κατέβα.

    Την ώρα που βγήκε φορώντας το κάτω μέρος απ’ τη πιτζάμα της κι από πάνω ένα φανελάκι κοίταξα προς τα πάνω. Αυτός είχε βγει, κάπνιζε και κοίταζε. Κάτι ετοιμαζόταν να πει, μόλις με είδε. Ποιος ξέρει ίσως καβγάδισαν και του ‘χε πει ότι πάει μια βόλτα.

    - Μας κοιτάει από πάνω

    - Γιατί το κάνεις αυτό;

    - Μπες στο αυτοκίνητο

    - Αποκλείεται

    - Πέσαμε σε όριο;

    - Δε θέλω να το χαλάσω μαζί του, σε παρακαλώ

    - Αν δεν μπεις στο αυτοκίνητο μην κάνεις τον κόπο να εμφανιστείς ξανά

    - Δε μπορώ να το κάνω αυτό συγνώμη

    - Οκ

    Μπήκα στο αυτοκίνητο κι έβαλα μπροστά. Έφυγα.

    Λίγα λεπτά μετά είδα φώτα από πίσω μου. Στο φανάρι που σταμάτησα το φιέστα ήρθε δίπλα μου. Ήταν στη θέση του συνοδηγού. Με κλάματα. Σταμάτησα με την πρώτη ευκαιρία. Βγήκα απ’ το αυτοκίνητο. Εκείνη κάτι του είπε και βγήκε. Έφυγε σπνιάροντας. Το αμαξάκι είχε βγαλμένα σιλανσιέ ή κάτι τέτοιο. Γελοιότητες. Φυσικά και τις έκανα κι εγώ κάποτε. Μακράν απέχων απ’ την προσωπική σφραγίδα χρόνια πριν. Αλλά στην ηλικία μας για να ασχολείται ακόμα, ή έμενε κολλημένος, ή ήταν προσωπική σφραγίδα, αν και λίγο μαλακισμένη. Άλλωστε ποιος θα κωλόφτιαχνε ένα φιέστα…


    Μόλις κάθισε στη θέση του συνοδηγού την τράβηξα απ’ το σβέρκο ενώ ταυτόχρονα έβγαζα τον πούτσο μου έξω. Μόλις τα χείλη της έκλεισαν όπως παλιά, σφιχταγκάλιασμα της πούτσας ακούμπησα πίσω στην πλάτη και χαλάρωσα. Έβλεπα μισά το ανεβοκατέβασμα του κεφαλιού της. Την έπνιξα στα χύσια. Κι ύστερα πήγα και την άφησα έξω απ’ το σπίτι της.

    - Τι σημαίνει τώρα αυτό; Εγώ του είπα ότι επέλεξα εσένα

    - Εγώ δεν σε επέλεξα για κάτι άλλο απ’ αυτό που δίνεις

    - Γιατί μου το κάνεις αυτό;

    - …

    - - Γιατί του το κάνεις αυτό;

    - …

    - Γιατί μας το κάνεις αυτό; Δε σε πειράξαμε.

    Το χαστούκι ήταν δυνατό. Πάρκαρα κλείνοντας ένα πάρκινγκ λίγο πιο μπροστά. Άναψα το φωτάκι να μπορεί να δει γιατί σίγουρα θα ήταν στο μπαλκόνι και την τράβηξα πάλι απ’ το σβέρκο. Αυτή τη φορά αντιστάθηκε. Την άρχισα στα χαστούκια.

    - Πουτανάκι με καυλώνεις πολύ.

    Κι έπειτα τα χείλια της σφιχταγκάλιασαν τον πούτσο. Άργησα να χύσω.

    - Φύγε θέλω να πάω στο δωμάτιο να κοιμηθώ.

    Άνοιξε την πόρτα και βγήκε.


    ***


    Τύψεις. Πόσο πολύ ήθελα να τις νιώσω. Τις είχα ανάγκη. Και το μόνο που έκανα ήταν να θέλω περισσότερα. Να μη μπορώ να πάρω λιγότερα. Ήταν εφιαλτική η λύπη μου κάθε φορά που κάτι με έκανε να αισθανθώ τύψεις για κάποια απόφαση που επηρέαζε άλλους στη δουλειά, όμως σε αυτό, μόλις τη σκεφτόμουν καύλωνε το κεφάλι μου τόσο που ένιωθα κρύο τον πούτσο μου μ’ αυτό το σαν νέκρωση κι ανάσα πριν το καύλωμα. Όμως τίποτα άλλο. Αχόρταγα. Αδήριτα.


    Τρώγανε στου Ντινόρη κι εγώ εμφανίστηκα. Εκείνη δε με έβλεπε ήταν πλάτη κι εκείνος που με ‘βλεπε δε με ήξερε. Κάθισα δίπλα του κι εκείνη σήκωσε τα μάτια. Άφησε το πιρούνι μαλακά στο πιάτο της. Αυτός είχε κοκαλώσει.


    - Τέλειωσε το

    - Τον κοίταξε στα μάτια κι υπήρχε εκεί κάτι που δεν είδα ποτέ για ‘μενα. Ήταν η καθαρή επιλογή. Είχα κερδίσει, αλλά είχα χάσει.

    Ετοιμάστηκε να του μιλήσει. Θυμάμαι να ανοίγουν τα χείλια της και να τρέχουν τα μάτια της.

    - Μαζί μου τέλειωσε το.

    Σε μια στιγμή έπιασε κι έσφιξε το πιρούνι στο χέρι της και κατέβασε τα μάτια. Ύστερα τα σήκωσε πάλι και με κοίταξε. Στα μάτια της υπήρχε αυτό το κενό του εκτελώ που μιλάει στην καύλα στο κεφάλι. Αλλά δεν υπήρχε το άλλο.

    Κανένας δε μιλούσε.

    - Τέλειωσε το

    Δε μιλούσε. Γύρισα και τον κοίταξα κι αναγκάστηκε να γυρίσει λοξά προς εμένα. Ήπια απ’ το ποτήρι του λευκό κρασί. Το άδειασα. Το γέμισα απ’ το μπουκάλι τους και του το ‘δωσα να πιει. Η διαφορά του άντρα απ’ το αγόρι είναι πως κάνει αυτό που πρέπει. Ήπιε.

    - Θα την παντρευτείς;

    - Ναι

    - Πες της το. Τώρα.

    Την ώρα που ξεκίνησε να μιλάει σηκώθηκα απ’ το τραπέζι τη φίλησα στην κορφή του κεφαλιού και έφυγα.


    Τέλος δεύτερου μέρους.


    Συνεχίζεται
     
    Last edited: 8 Αυγούστου 2020
  5. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Τελείωνε τα μαθήματα κι επέστρεφε μετά απ’ τη σχολή στο σπίτι, περνούσαν οι ώρες με τη μητέρα της, περίμεναν τον πατέρα της. Γεγονότα και τα δυο που απλά πάντα συνέβαιναν όσο κι αν κάποιες νύχτες σφιχτόκλεινε τα μάτια από φόβο μην πάθει κάτι ο πατέρας, μην η μάνα παρά τις στιβαρές αντιδράσεις της στους σχεδόν καθημερινούς διαπληκτισμούς δεν αντέξει ως το τέλος.


    Όμως ήρθε αυτός και την κράτησε μέσα στα χέρια του και τότε πια περάσαν όλα αυτά, σταμάτησαν να είναι τόσο συχνά. Και οι ώρες με τη μάνα, ο ερχομός του πατέρα έγιναν στάσεις, ως την ώρα που θα ‘ρχοταν εκείνος. Τα μάτια της λάμπανε σιμά του, η περηφάνια ξέσκιζε την καρδιά της κάθε φορά που έβλεπε την καλή του σχέση, με τη μάνα της. Κι έπειτα έμπαιναν στο δωμάτιο, χάνονταν εκεί, στο όστρακο τους. Μαζί. Αυτοί, μαζί.


    Δεν είχε καταλάβει, πως να μπορέσει. Ένιωθε σαν τρέμουλο κάθε φορά που τον έβλεπε να φεύγει όταν οι ώρες με τη μάνα, ο ερχομός του πατέρα, σκάγαν τζούφιες εκπυρσοκροτήσεις κι εκείνος δε φαινόταν. Όχι δεν αρκούσε η ζέστα του σπιτιού, η μαλακότητα της εγγύτητας με τους γονείς της. Ήθελε εκείνον, εκεί, μαζί. Διαφορετικά δε μπορούσε να ηρεμήσει. Δεν τολμούσε πάντα να πάρει τηλέφωνο.


    Τελευταία της μιλούσε απότομα κι όμως παρόλ’ αυτά ήταν σαν κάτι μέσα της να είχε ανάγκη αυτή την πρόκληση, την τραχύτητα στη φωνή, το τσάκισμα που ρήμαζε το στομάχι της. Και δεν το άντεχε. Κι άλλες φορές είχε ανάγκη ειδικά αυτό το λάκτισμα στα μέσα της.


    Κι είχε φτάσει η στιγμή που ήρθε αργά τη νύχτα σπίτι της. Ψιλομεθυσμένος, με το ζωνάρι λυμένο για καβγά και τα αρχίδια του φουσκωμένα για σπέρμα. Πήγε να του υψώσει φωνή, την πέταξε απέναντι στη ντουλάπα. Τη ζόρισε. Κάτι, κάτι μέσα της, κάτι μέσα της, τσάκισε πολύ άσκημα. Τη μύριζε στα ρούχα του. Το ήξερε.


    Κι όλα γκρεμίστηκαν. Σε μια στιγμή πάγωσε μέσα της. Και μετά εκείνος σταμάτησε να πηγαίνει. Η μάνα είχε πει ηλίθια, ή ίσως και να μην είχε τίποτα πει, να το φαντάστηκε μέσα της. Στα μέσα που ουρλιάζαν απελπισμένα, αποστεωμένα, αλλά όχι νεκρά.


    Κι οι μέρες διαδέχονταν η μια την άλλη κι ένα κενό ανοιγόταν μέσα της. Ήθελε τα σκέλια της να χαρούν, να το νιώσει. Ήταν όμορφη, μπορούσε να… αρκεί να τολμούσε να… αρκεί να έβγαινε έξω… αχ και να μπορούσε. Κι ένα βράδυ το ‘κανε. Κι ήταν τόσο λίγο, τόσο απλό, τόσο δεν τη γέμιζε, το απαλό γαμήσι του τυχαίου. Ήθελε να μπαίνει το έμβολο να τη σκίζει, να την τσούζει.


    Κι ακολούθησε ένας άλλος, πάλι τυχαίος, μπορούσε να τον έχει. Τον είχε ξεκρίνει σωστά. Ήθελε μόνο να δώσει σπέρμα. Βιαστικός, άγαρμπος, κάτι μέσα της αλάλαξε απελπισμένα και χαρούμενα. Δεν τον ένοιαζε να την ικανοποιήσει και γι’ αυτό την ικανοποίησε. Την πόνεσε, τη διάλυσε και όμως κάτι δεν έφτανε, κάτι δεν ήταν αρκετό. Ήθελε κάτι πιο πολύ, κάτι αλλιώς.


    ***


    - Τι εννοείς bdsm;

    - Bondage, discipline, sadism, masochism

    - - Δεν καταλαβαίνω

    - Εγώ σε καταλαβαίνω και θέλω να σε έχω

    - Τι θα πει να με έχεις;

    - Θα δεις. Άνοιξε το κομπιούτερ, θέλω να δούμε κάτι μαζί.


    - Τι είναι αυτή η ιστοσελίδα;


    - Πρώτα θα σε γράψουμε και μετά θα μιλήσουμε



    Και ο καιρός περνούσε, κάτι καταλάβαινε, κάτι παπαγάλιζε, κάτι έμπαινε στη θέση του. Ήθελε κι εκείνη να την έχει. Ήθελε να της δίνει εντολές, ήθελε να την κατευθύνει. Τα ποθούσε. Δεν κρατιόταν το πολύπαθο μέσα της για όλο αυτό.


    Και ο καιρός περνούσε κι εκείνη έμπαινε όλο και πιο μέσα, οι εντολές του γίνονταν όλο και περισσότερο αμείλικτες κι εκείνη εκτελούσε. Της άρεσε να εκτελεί, τη γέμιζε και πως τη θύμωναν οι λέξεις. Υποτακτικές, σκλάβες, κουτάκια, δεν τα ήθελε, δεν της άρεσαν και μόλις πήγαινε να πετάξει τη φορεσιά η ανάγκη ζητούσε να φορέσει πάλι το ένδυμα.


    Να γονατίσει, να εκτελέσει, για να μπορεί να τον αισθάνεται να την ικανοποιεί με τη σχεδόν αγάπη βαναυσότητα, καθώς την ξέσκιζε, με τα χέρια, με μπουκάλια, με δονητές, ήταν αγάπη αυτό, ήταν προσήλωση, ήταν αποτοξίνωση, ήταν ό,τι είχε απόλυτη ανάγκη, ήταν η περιουσία της, το μυστικό της, το μουσικό κουτάκι της.


    Και μετά έπεσαν οι πρώτες. Χαστούκια, φτύσιμο, λαιμός κλεισμένος ξαφνικά, το κρύο ξύλο στον κώλο και στα βυζιά της, σπέρμα στη μούρη και στα μαλλιά της και έγινε μέσα επανάσταση. Δεν αρκούσε πια η κάψα της βεβήλωσης του μουνιού της. Τον είχε ανάγκη στον κώλο, τον είχε ανάγκη να τη σπάει στο ξύλο.


    Υπάκουε και σε αντάλλαγμα έπαιρνε αυτά. Κι όταν θύμωνε, όταν αγαναχτούσε, όταν ήθελε απλά να είναι μια κοπέλα με τον καλό της και τον απέφευγε, πάγωνε εκείνος, γινόταν αδυσώπητος, γινόταν τόσο αδιάφορος που τα ξυραφάκια στο δέρμα, το κερί, το σκοινί στο λαιμό δεν ήταν παρά η πύλη για ένα βαθύτερο πόνο, αυτόν της ψυχής που έλιωνε στα φραγμένα μάτια του που δεν την έβλεπαν, που δε νοιάζονταν, που δεν ήθελαν καθόλου να την ικανοποιήσουν.


    Όμως αυξάνονταν οι περίοδοι που ήθελε να απέχει. Κι εκείνος έμοιαζε να μη μπορεί να αλλάξει με κανένα τρόπο, να κάνει κάτι διαφορετικό. Και κάποιο απόγευμα στο σπίτι του, την περίμενε μαζί με μια άλλη. Της έδωσε εντολή να μείνει στον απέναντι τοίχο, καθιστή στα γόνατα της, ενώ κρατούσε την άλλη απ’ το λαιμό και τα δάχτυλα του έπιαναν και στόμα και ρουθούνια. Κι ύστερα φυλάκισε την άλλη πάνω στο καυλί του και το χέρι δεν απομακρυνόταν λεπτό κι η άλλη πνιγόταν, βαριανάσαινε κι εκείνη, έλιωνε, το ήθελε για ‘κεινη και της το ‘κλεβε για να το δώσει σ’ αυτή την ψώλα.


    Κι ήταν απ’ τη μια η εντολή, δε θα παράκουε, δεν ήθελε να μη το αντέξει και απ’ την άλλη εκείνη η παλιά θύμηση. Κάτι χαρχάλευε μέσα της αυτή τη φορά, άγριο, θρηνητικό και πολύ πεινασμένο κι ας μην ένιωθε τη δύναμη να το παραδεχτεί. Ζεσταινόταν, τρελαινόταν, έπρεπε να φύγει απ’ αυτή την κατάσταση. Δε της έκανε καλό, το είχε ανάγκη. Της έκανε καλό, δεν το είχε ανάγκη. Φθορά, γκρέμισμα, αλύχτισμα. Μπόρεσε τελικά να απεμπλακεί κι ας μην ήταν ποτέ σίγουρη αν το έκανε αυτός η εκείνη. Πήρε το μαρκάρισμα του πάνω απ’ το μουνί της κι εξαφανίστηκε.


    ***


    Της είχε πει ότι τον έλεγαν Τάσο. Γέλασε μέσα της, γαλήνεψε. Την είχε πλησιάσει στα ίσια. Μπουρμπούλευε έντονα η διαφορά τους κι όμως αυτό εκεί που την ταπείνωνε, την εξίσωνε. Στα βλέμματα αποδοχής των άλλων αντρών σ’ εκείνον, στα βλέμματα απαξίωσης των γυναικών σ’ εκείνη. Ήταν το υστέρημα, το μυστικό, η περιουσία, το νέο μουσικό κουτί κι η κρυφή χαρά της.


    Η ζωηρότητα του, ήταν τρελούτσικος, ήταν ο καυτός ήλιος σαν το καλοκαίρι που ζούσαν για πρώτη φορά μαζί που γέμιζε χαρά την ψυχή της. Τον μύησε στα βασικά. Ήθελε να το παίρνει. Με τους δικούς της πια όρους. Το topping from the bottom με τις ευλογίες, με την επικρότηση του υψηλού μέσα της.


    Ο εγωισμός της, ο μη ανιχνεύσιμος από ‘κεινον εγωισμός της, ήταν άλλο ένα μουσικό κουτί, μια περιουσία. Έτσι τον έλεγε εκείνη, εγωισμό της. Κι όμως αν κάποιος μπορούσε να διακρίνει τη διάθεση στην ουσία για αυτοερωτισμό, την αυταρέσκεια, τις στιγμές παγώματος κι αποστασιοποίησης με τις παράλογες ζήλιες, τη χρήση του σαν αντικείμενο, θα μπορούσε ίσως κάτι να της πει. Και τίποτα δε θα άλλαζε. Κάτι τέτοιο απαιτούσε πολύ στιβαρό χειρισμό, όχι σαν το δικό της, πραγματικά αδυσώπητη διαχείριση και υπερβολική αγάπη για να αλλάξει κάτι και πάλι αν. Μα εκείνο το είδος αγάπης που κανείς δεν παραδέχεται φανερά. Της αγάπης που είναι αποκομμένη από κάθε μορφή ενσυναίσθησης, που έδινε τη θέση της στην αξιολόγηση και την απόλυτη τιμωρία, στη διόρθωση και που εισέπραττε απ’ αυτό την καύλα της πυγμής και που αυτοπροσδιοριζόταν και δεν είχε ανάγκη να την αποδεικνύεις, δεν είχε ανάγκη κανένας να την παραδέχεται δυνατά. Το κρυμμένο μυστικό στον πάτο της αγάπης. Η παρά φύσιν αγάπη. Αυτή μόνο θα μπορούσε. Αν υπήρχε. Κι εδώ δεν υπήρχε.


    Υπήρχε ένας άνθρωπος που έλιωνε για ‘κεινη κι έδινε ό,τι μπορούσε. Παίζανε με άλλους, του έδινε κλαδιά στα χέρια, του έμαθε να χρησιμοποιεί κεριά, πως της αρέσουν τα χαστούκια, πως να μπαίνει στον κώλο της και τώρα πια η δική του αμοιβή ήταν οι σφιχτές αγκαλιές, το τσιτσίρισμα της διακρίβωσης του από ‘κεινη, όταν βλέπανε ταινία, όταν τρώγανε, όταν πήγαιναν διακοπές. Καμάρωνε πλάϊ της, γέμιζε ελπίδα και χαρά η ζωή του.


    Και τότε πάντα ήταν εκεί, να τον ακούσει με ενδιαφέρον κι ας ένιωθε μικρούς θανάτους όταν εντόπιζε πως το ενδιαφέρον δεν ήταν ενδιαφέρον πάντα, κάπου αποσκοπούσε, κάτι ήθελε να πάρει, δίνοντας για να την καμαρώσει, να τη θαυμάσει, να συρθεί στα πόδια της, ξανά και ξανά κι εκείνη να τον τιμά καθώς ερχόταν κοντά του.


    ***


    Τέσσερα καλοκαίρια πέρασαν κι ένιωθε μια ανησυχία, ένιωθε πως η αγάπη του δεν επαρκούσε. Είχε γίνει υποτονικός, την ήθελε μόνος του κι όμως είχε ημερέψει, είχε εξασθενίσει το πάθος του. Το πάθος του ή το δικό της; Κι έμοιαζαν όλα τόσο επίπεδα.


    Γνώρισε κάποιον άλλον. Απ’ την αρχή ήταν κι οι δυο ξεκάθαροι. Κι αυτός είχε κάποια κι εκείνη είχε τον Τάσο, κανένας τους δεν ήθελε περισσότερα απ’ το play και το σπέρμα. Κι ίσως μόνο να παίξουν και με μια άλλη.


    Κι αυτό ξεκίνησε. Κάπως διστακτικά, κάπως όχι σίγουρα. Δεν ήθελε να αποκαλυφθεί. Και μια άλλη αποκάλυψη έγινε μέσα της. Το ξύλο που δεν έπαιρνε πια απ’ τον Τάσο, γιατί ούτε στον εαυτό της δεν παραδεχόταν πως δεν είχε αντοχές, δεν άντεχε αυτό που τόσο ήθελε να πάρει και γι’ αυτό το γούσταρε περισσότερο, την ταπείνωνε να μην αντέχει.


    Μια άλλη αποκάλυψη λοιπόν. Ποτέ δεν κατάλαβε ότι το πάθος ανήκει στα συναισθήματα συγκοινωνούντα δοχεία. Δίνεις, παίρνεις κι ανατροφοδοτείται. Στεκόταν απέναντι του κι ήξερε πως είχε πάρει το καυλί του άλλου στις τρύπες του, το ράπισμα της, είχε πάει αυτή η ίδια στον άλλο, σαν την πιο εύκολη πουτάνα και τον πήρε, τον ήπιε, τον άντεξε πάνω της, για όσο μπορούσε η καψερή. Και στεκόταν απέναντι του κι ένιωθε το μεγαλείο της, την κυριαρχία του, αφού δε με κυριαρχείς σκεφτόταν, εγώ θα επικρατήσω κι επικροτούσε τον εαυτό της, γευόταν την καύλα της και τότε αισθανόταν την ταπείνωση της, τότε αισθανόταν απόλυτα ερωτευμένη, τόσο ξεφτιλισμένη. Γιατί δεν τον νοιαζόταν, γιατί ήταν το πράγμα της και το νοιαζόταν το αντικειμενάκι της, έτρωγε απ’ την άγνοια και τη χαρά του που το κάτι τους πάλι αναζωπυρωνόταν και μέσα τις εκείνο το παλιό κεράτωμα που δεν είδε και το κεράτωμα κατ’ εντολή, γιατί ήταν κεράτωμα κατ’ εντολή κι ας μην παραδέχτηκε ποτέ ότι ο κύριος της ήταν δικός της, ας μην το έλεγε, δε το δεχόταν πως μπορούσε να πάει με μια άλλη, να τη συγκρίνει.


    Και τώρα ήταν εδώ μαζί του. Να τον βλέπει να σεργιανά φουριόζος στο δωμάτιο, να την περιποιείται, να τη φροντίζει κι αισθανόταν τόσο δυστυχισμένη, τόσο πρόστυχη και τόσο μα τόσο ανίκητη, τόσο όμορφη. Γιατί ήταν δικός της κι αυτή δικαιούταν τα πάντα. Κι εκείνος την τιμούσε, της έκανε δώρα, το μεγαλύτερο η άγνοια του, η ταπείνωση του. Και τους θέριεψε πάλι.


    ***


    Είχε τελειώσει με τον άλλο. Μα δεν είχε σημασία, άλλωστε δεν ήταν τίποτα σημαντικό. Ένας ενθουσιασμός, ένα πρόσκαιρο πάθος, ένα σκληρό καυλί κι ένα βαρύ χέρι που έκανε ότι δε μπορούσε ο άλλος, μα στην πραγματικότητα κι αυτός ένα αντικείμενο. Εκείνη ήταν η σημαντική, εκείνη έπαιρνε ό,τι ήθελε. Και τη μεγαλύτερη χαρά, να νιώθει προβληματική, να νιώθει βασίλισσα του δράματος, επιτέλους να χαρχαλεύουν τα μέσα της.


    Και το πάθος κρατούσε, ώσπου άρχισε πάλι να φθίνει. Ξανά η ίδια συνταγή, με κάποιον για μια φορά, ξανά το πάθος που θέριευε. Δυο ταπεινωμένοι, δυο αγαπημένοι, δυο τρέμουλα στον ίδιο χώρο. Ο σίφουνας της που πάλι έτρεχε κάθε λεπτό για ‘κεινη. Δε θα με κυριαρχείς κι εγώ κάνω ό,τι θέλω κι εσύ μ’ ευχαριστείς. Κι έλιωνε μέσα της η ψυχραμένη χαρά σαν το καλαμάκι ζαχαροκάλαμο που αναδεύει το ζεστό καφέ και διαχέεται.


    Μα αυτή τη φορά δεν ήταν αρκετό. Δεν την είχε καλύψει. Κράτησε τόσο λίγο. Προσπάθησε να καταλάβει τα μέσα της. Σκέφτηκε πως ήταν η διάρκεια μα ούτε αυτή ήταν από μόνη της η εξήγηση. Όχι η λύση ήταν αλλού. Έπρεπε να είναι κάθε στιγμή παρατεταμένο στα γεμάτα. Να βεβηλώνει το μυαλό του, να τρώει το χρόνο απ’ τα δικά του μηνύματα, να τον κοροϊδεύει με κάθε τρόπο. Έπρεπε, όφειλε να κάνει μια δεύτερη σχέση.


    Κι αυτό που έμοαιζε απλό, μια ιδέα που στην αρχή απωθήθηκε κι ας είχε ήδη προγραμματιστεί να ψάχνει κάποιον που να περιλαμβάνει κάποια κριτήρια. Κάποιον που θα ταξιδεύει το μυαλό της, κάποιον που θα ξεσηκώσει την παλιά κοιμισμένη χαρά, τη χαρά που η ίδια μπορούσε να νιώσει.


    Τέλος τρίτου μέρους


    Συνεχίζεται.