Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

ALTERA PARS

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος proteus, στις 30 Σεπτεμβρίου 2020.

  1. proteus

    proteus Ότι έχεις να πεις, κάντο.

    Εκείνο το πρωί ο Χ. κατέβηκε στο υπόγειο παλαιοπωλείο της οδού Ευριπίδου. Oταν βγήκε ήταν πιά μεσημέρι. Ένιωσε τη ζέστη του ήλιου στο πρόσωπο και πήρε βαθιά ανάσα. Κοίταξε καλά το τελευταίο του απόκτημα. Ηταν ένα μαύρο γυαλιστερό πέτρωμα στο μέγεθος φουντουκιού. “Ο οψιδιανός έχει μεγάλη δύναμη”, του είχε λίγο πριν εκμυστηρευτεί ο γέρος που καθόταν πίσω από τον πάγκο του μαγαζιού. Τα μάτια του ίσα που τα ξεχώριζες κάτω από τα πυκνά φρύδια. Tα ματογυάλια του στέκονταν μετά βίας στην άκρη της γαμψής μύτης του. “Να τον χρησιμοποιήσεις με σύνεση”, ψιθύρισε τραβώντας υπερβολικά την τελευταία λέξη. Ο Χ. σχολίασε χαμογελώντας ειρωνικά: “Τη σύνεση τίνος;”



    Απόσπασμα από το ημερολόγιο του Χ.Κ.


    Δευτέρα, 2 Απριλίου


    Η μέρα έδειξε από την αρχή τις προθέσεις της. Το ξυπνητήρι δε χτύπησε – ή μπορεί απλώς να μην το άκουσα. Κόπηκα ελαφρά στο ξύρισμα. Διαπίστωσα πως έλειπαν δύο κουμπιά του πουκάμισου που είχα προσεκτικά τακτοποιήσει στην καρέκλα από το προηγούμενο βράδυ. Διάλεξα ένα άλλο, από τη στοίβα με τα ασιδέρωτα. Ήμουν ήδη αργοπορημένος για τη δουλειά μου. Οταν βγήκα από το σπίτι ανακάλυψα πως οι κάλτσες που φορούσα ήταν παράταιρες. Αμέσως μετά ανακάλυψα οτι και ο δρόμος ήταν παράταιρος. Δε θύμιζε σε τίποτα το δρόμο του σπιτιού στο οποίο κατοικώ τα τελευταία τριάντα χρόνια.

    Δε μπορεί, σκέφτηκα. Είμαι ακόμη ζαλισμένος από τον ύπνο. Εκλεισα τα μάτια, κράτησα την αναπνοή μου και μέτρησα ως το δέκα. Πάντα πιάνει αυτό, είπα μέσα μου. Θα ανοίξω τα μάτια μου και όλα θα επανέλθουν στην πραγματικότητα. Η εικόνα όμως παρέμεινε ίδια και απαράλλαχτη. Εμεινα παγωμένος στη θέση μου, στην άκρη του πεζοδρομίου. Ασυναίσθητα το βλέμμα μου ταξίδεψε στους περαστικούς. Τους παρατηρούσα έναν έναν, προσπαθώντας να διακρίνω κάποιο γνωστό πρόσωπο ανάμεσά τους.

    Αυτό ήταν. Τρελάθηκα, ή ονειρεύομαι. Αρχισα να επεξεργάζομαι λογικά τις δύο πιθανότητες. Την πρώτη την προσπέρασα αμέσως. Κανένας τρελός δεν έχει επίγνωση της τρέλας του. Επομένως δε δύναται να αποφανθεί περί αυτής. Εξέτασα τη δεύτερη. Δε μπορεί να είμαι μέσα σε ένα όνειρο. Αυτό που συμβαίνει είναι πολύ πραγματικό, πολύ απτό, πολύ σαφές. Βέβαια, πολλά από τα όνειρα έχουν αυτές ακριβώς τις ποιότητες. Ομως, ακόμα και αν για λίγο βρεθούμε σε σύγχυση, κάτι μας αποκαλύπτει – μιά φωνή μέσα μας, μιά βαθύτερη γνώση – οτι αυτό που ζούμε δεν είναι παρά ένα όνειρο. Τελικά, κάθε αμφιβολία μας διαλύεται μόλις ξυπνήσουμε. Οπότε, αν τώρα ζω ένα όνειρο, δεν έχω παρά να περιμένω να ξυπνήσω.


    Αυτές οι σκέψεις δε με οδήγησαν στην εξαγωγή κάποιου συμπεράσματος, μου έδωσαν όμως μιά ανάσα χρόνου. Ανασυντάχτηκα και τράβηξα προς τη στάση του λεωφορείου. Η διαδρομή μού ήταν εντελώς άγνωστη, αλλά κατά έναν παράξενο τρόπο φάνηκε να ξέρω καλά τα κατατόπια. Το μουντό αστικό τοπίο της Κυψέλης έδωσε τη θέση του σε ένα πολύχρωμο σκηνικό που θα μπορούσε να βγαίνει από κάποια συνοικία της Αβάνας. Μεγάλες μονοκατοικίες αποικιακού ρυθμού, φαρδιά πεζοδρόμια που άφηναν άπλετο χώρο στη ματιά για ουρανό. Εφτασα στη στάση ταυτόχρονα με το λεωφορείο. Κοίταξα τη φωτεινή επιγραφή στη μετώπη του οχήματος: “022”. Η γραμμή που χρησιμοποιούσα κάθε μέρα. Διαπίστωσα οτι πολλοί από τους συνταξιδιώτες μου ήταν τα γνωστά καθημερινά πρόσωπα. Τη διαδρομή βέβαια, κάθε άλλο παρά οικεία θα τη χαρακτήριζα. Τα ονόματα των στάσεων ήταν αυτά που γνώριζα, το τοπίο όμως εξακολουθούσε να θυμίζει πόλη της Λατινικής Αμερικής. Αποβιβάστηκα στη στάση “Ευαγγελισμός”. Το ομώνυμο νοσοκομείο με τον επιβλητικό όγκο του απουσίαζε επιδεικτικά. Το ίδιο και όλα εκείνα που συνθέτουν το οικείο σε εμένα περιβάλλον. Σε αντίθεση, η τράπεζα στην οποία εργάζομαι στεκόταν με υπερηφάνεια στο ύψος της, γνήσιος εκπρόσωπος του απρόσωπου και ανάλγητου τραπεζικού συστήματος. Εκείνο το πρωί ευχαρίστησα την τύχη μου για το σύστημα και τον συγκεκριμένο εκπρόσωπό του.


    Τα πάντα στο χώρο, άνθρωποι και έπιπλα, ήταν στη θέση τους. Καλημέρισα τους συναδέλφους με ένα αναποφάσιστο χαμόγελο. Απάντησα στο σχόλιο ενός από αυτούς “είσαι καλά, μοιάζεις σα να έχεις δει το διάβολο”, με ένα ξερό “ο διάβολος είναι ακόμα χειρότερα μετά τη συνάντησή μας” και κλείστηκα στο γραφείο μου. Τις ώρες που ακολούθησαν ασχολήθηκα με θέματα της δουλειάς. Αποφάσισα πως ήταν ο καλύτερος τρόπος για να μαζέψω το μυαλό μου και παράλληλα να ελέγξω την αρτιότητα της διανοητικής μου κατάστασης. Παραδόξως, τίποτα στο διάστημα αυτό δε θύμιζε όσα είχαν προηγηθεί. Εμεινα στο γραφείο αρκετές ώρες μετά από το κανονικό ωράριό μου. Οσο κυλούσε ο χρόνος, τόσο πιό σίγουρος ένιωθα πως το επόμενο πρωί όλα θα ήταν όπως πρώτα...



    Τρίτη, 3 Απριλίου


    Ξύπνησα με ένα κεφάλι μολύβι, βυθισμένο ολόκληρο στο μαλακό μαξιλάρι. Για μιά αιώνια στιγμή ο νους μου αρνήθηκε να πάρει το σχήμα του χρόνου και του χώρου. Επειτα άρχισε να ανακαλεί κομμάτια μιάς ασύνδετης πραγματικότητας, ήχους ανάμικτους με σχήματα, που διαμόρφωναν εικόνες. Οταν τελικά οι εικόνες αυτές έγιναν μνήμες, έφεραν μαζί τους την αίσθηση της προηγούμενης ημέρας. Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Το πρόσωπό μου δεν είχε ακόμα αποτινάξει την ηρεμία του ύπνου. Κοίταξα γύρω μου. Ολα έμοιαζαν γνώριμα. Μέχρι που αποφάσισα να ανοίξω την τηλεόραση.

    Τα πρόσωπα των παρουσιαστών στις πρωινές ειδήσεις ήταν άγνωστα, όπως και εκείνα των πολιτικών που φιλοξενούσαν στην εκπομπή. Το όνομα του καθενός που αναγραφόταν στο κάτω μέρος της οθόνης μου ήταν γνωστό, όπως και η φωνή του, μόνο που δεν αντιστοιχούσε στη μορφή του...

    Ντύθηκα βιαστικά και βγήκα από το διαμέρισμα. Στο μισοσκόταδο ψηλάφισα το κουμπί του ασανσέρ, μα δεν το βρήκα. Ανάβοντας το φως του διαδρόμου ανακάλυψα πως το ασανσέρ επίσης δεν υπήρχε…


    Μου κόπηκε η αναπνοή. Μεγάλωνε μέσα μου η εντύπωση πως τα πράγματα εξελίσσονταν με έναν τρόπο και προς μία κατεύθυνση έξω και πέρα από τον έλεγχό μου. Προσπαθούσα ολοένα και πιό έντονα να κρατηθώ από κάποιο σταθερό σημείο αναφοράς, μόνο για να αντιληφθώ πως ούτε αυτό ήταν πιά εκεί. Αν μπορούσε κάποιος να με διαβεβαιώσει ότι δεν είχα μετακινηθεί σε κάποιο παράλληλο σύμπαν όπου ο χώρος και ο χρόνος είχαν μιά κβαντική διάσταση απόλυτης τυχαιότητας, θα του φιλούσα τα πόδια…

    Ο δρόμος του σπιτιού μου δεν είχε αλλάξει από την προηγούμενη μέρα. Το ίδιο και η πόλη. Εγκατέλειψα με ανακούφιση την ιδέα του κβαντικού σύμπαντος, παρά το γεγονός οτι ψάχνοντας στο ευρετήριο επαφών του κινητού τηλεφώνου μου, ανακάλυψα μεταξύ των οικείων μου ονομάτων κάποια που δε μου έλεγαν απολύτως τίποτα.

    Οι ανατροπές όμως δεν τελείωσαν εδώ. Μόλις έφθασα στη διεύθυνση όπου έπρεπε να βρίσκεται η τράπεζα στην οποία εργαζόμουν, αντίκρισα στην είσοδο του κτιρίου μιά τεράστια επιγραφή “Inter-trading Global”. Ο φύλακας, τον οποίο έβλεπα για πρώτη φορά, με καλημέρισε με το όνομά μου και με πληροφόρησε οτι με περιμένουν στον 3ο.


    Βρέθηκα σε μιά αίθουσα συσκέψεων, περιτριγυρισμένος από επτά άτομα που με υποδέχτηκαν εγκάρδια και μου έδειξαν τη θέση μου στο στρογγυλό τραπέζι. Στο σημείο εκείνο ήταν τοποθετημένη καρτέλα με το όνομά μου. Το βλέμμα μου περιεργάστηκε τις υπόλοιπες καρτέλες. Είχαν γραμμένα επάνω τους τα ονόματα των επί δεκαετία συναδέλφων μου, αλλά στις θέσεις τους ήταν καθισμένοι επτά άγνωστοι.

    Εμεινα στην καρέκλα μου αμφίθυμος, ενώ δεχόμουν συγχαρητήρια από τους παρευρισκομένους για την ανάληψη των νέων μου καθηκόντων. Ενας από αυτούς μάλιστα με χαιρέτησε δια χειραψίας, με χτύπησε στην πλάτη και μου έδωσε το φάκελο με τα θέματα της σύσκεψης... Πρά το γεγονός ότι μου ήταν παντελώς άγνωστα, τις ώρες που ακολούθησαν τα χειρίστηκα με άνεση.


    Ηταν δέκα το βράδυ όταν άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματός μου και σωριάστηκα κατάκοπος στον καναπέ. Αναπολώντας τη σημερινή μέρα, αυτό που με τρόμαξε περισσότερο ήταν ο βαθμός ανταπόκρισής μου στην παράξενη τροπή που έχει πάρει η ζωή μου από εχθές. Παρά το αρχικό ξάφνιασμα και την αίσθηση του μετέωρου που ακολούθησε, με έκπληξη διαπίστωσα το βαθμό προσαρμογής μου στη ροή των γεγονότων. Επρόκειτο εντούτοις για μιά προσαρμογή που συντελούνταν χωρίς τη θέλησή μου, ως κατάληψη μάλλον, παρά ως κατανόηση. Είχα εμπεδώσει την άποψη πως η πραγματικότητα που βιώνει ο καθένας είναι υποκειμενική. Γνώριζα επίσης οτι ο παρατηρητής επηρεάζει το παρατηρούμενο, το οποίο με τη σειρά του διαμορφώνει την αλήθεια του παρατηρητή. Επομένως αυτό που αντιλαμβάνεται ο καθένας ως πραγματικό, δεν είναι παρά η προβολή στο χρόνο των επιθυμιών, των προσδοκιών και των φόβων του. Τι θα συμβεί όμως όταν οι επιθυμίες, οι προσδοκίες και οι φόβοι αποκτήσουν υπόσταση, αυτονομηθούν από τον κάτοχό τους και επιβάλλουν τη δική τους πραγματικότητα? Η ιδέα της απώλειας κάθε ελέγχου επάνω στα γεγονότα της ζωής μου ανέκαθεν με παρέλυε από τον τρόμο. Αυτή τη φορά ο τρόμος δεν ήταν το μόνο συναίσθημα που με κυρίευσε. Εφερε μαζί του μια διεστραμμένη αίσθηση προσμονής…



    Τετάρτη, 4 Απριλίου


    Περίμενα υπομονετικά στην αποβάθρα του σταθμού. Κάποια στιγμή άκουσα από μακριά ένα σφύριγμα τρένου. Εστρεψα το βλέμμα προς την κατεύθυνση από όπου ερχόταν ο ήχος. Σταδιακά το σφύριγμα δυνάμωνε, ενώ συνοδευόταν από το στριγγό σύρσιμο των τροχών που φρενάρουν στις ράγες. Το τρένο δε φαινόταν πουθενά, όμως ο απόκοσμος θόρυβος από τη σφυρίχτρα και τις ρόδες ολοένα δυνάμωνε...

    Πετάχτηκα επάνω και ανακάθισα στην άκρη του κρεβατιού. Βγήκα ξαφνικά από το όνειρο και το σφύριγμα ηχούσε ακόμη στα αυτιά μου. Είναι παράξενη η αίσθηση που σου αφήνει το ξύπνημα από ένα όνειρο. Ανακούφιση και νοσταλγία μαζί. Οικειότητα και τρόμος. Μα πάνω απ' όλα, απέραντη μοναξιά...

    Ξαφνικά ένιωσα ένα φτερούγισμα στο στήθος. Μήπως αυτό που ζούσα τις τελευταίες δύο μέρες δεν ήταν παρά ένα όνειρο, από το οποίο μόλις ξύπνησα? Η σκέψη μου φάνηκε τόσο λυτρωτική, που παραδόθηκα σε αυτή για αρκετή ώρα. Εβλεπα τον εαυτό μου να ανοίγει την τηλεόραση και να αντικρίζει τα γνωστά γλοιώδη προσωπεία των πολιτικών. Επειτα να προχωρά στο παράθυρο, να κοιτάζει προς τα κάτω και να βλέπει το γνωστό στενό, πολυσύχναστο δρόμο της Κυψέλης, τις μαυρισμένες πολυκατοικίες. Μάλιστα, ήμουν τόσο σίγουρος γι αυτό, ώστε αποφάσισα να παρατείνω την αναμονή της αποκάλυψης για λίγο. Τα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν έσταζαν νοσταλγία. Μόνο που δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν για τα οικεία και γνώριμα, ή για όσα δεν είχα ακόμα ζήσει.

    Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς το μπάνιο. Αγγίζοντας το μάγουλό μου συνειδητοποίησα πως είχα δύο μέρες να ξυριστώ. Στάθηκα εμπρός στον καθρέφτη και είδα έναν άγνωστο να μου χαμογελά...


    Ο χρόνος σταμάτησε. Εκείνη τη στιγμή. το μόνο που μπόρεσα να νιώσω ήταν περιέργεια. Απέναντί μου στεκόταν ένας άνδρας ψηλός, με κορμί αίλουρου που ζυγίζει το θήραμά του. Μάτια υγρά, ζωηρά, παρατηρητικά. Βλέμμα πεινασμένο μικρού παιδιού. Σαρκώδη χείλη σφιχτά, υπογραμμισμένα από ένα αραιό λεπτό μουστάκι. Μαλλιά πυκνά, παντελώς απείθαρχα.


    Μου απευθύνθηκε με τόνο επίσημο, φωνή σταθερή και αποφασιστική: “Καλημέρα. Ονομάζομαι Θεόφραστος Μπουσιάν”...



    Στο σημείο αυτό σταματά το ημερολόγιο. Ο συμβολαιογράφος που ενημέρωσε την αστυνομία για την εξαφάνιση του Χ.Κ. αποκάλυψε ότι ο φάκελος που παρέλαβε εκείνο το πρωί περιείχε επίσης ένα γυαλιστερό πέτρωμα στο μέγεθος φουντουκιού και ένα ιδιόχειρο σημείωμα που έγραφε «altera pars”…
     
  2. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    Συγχαρητήρια, ευφυές και καλογραμμένο  

    Ένιωσα σα να διάβαζα σκηνή από το Mulholland Drive... ελπίζω να συνεχίζεται!
     
  3. proteus

    proteus Ότι έχεις να πεις, κάντο.

    Σε ευχαριστώ, ετοιμάζω τη συνέχεια.