Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

ΑΛΗΘΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Λουκιανού Άπαντα (Η αρχαιότερη ιστορία επιστημονικής φαντασίας)

Συζήτηση στο φόρουμ 'Off Topic Discussion' που ξεκίνησε από το μέλος espimain, στις 4 Δεκεμβρίου 2020.

  1. espimain

    espimain Contributor

    ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ 1911

    ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ ΑΠΑΝΤΑ
    ΑΛΗΘΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
    Βιβλίον πρώτον.

    Καθώς οι αθληταί και εν γένει οι καταγινόμενοι εις τας σωματικάς ασκήσεις δεν φροντίζουν μόνον διά τας ασκήσεις και την ευεξίαν των, αλλά και διά την έγκαιρον ανάπαυσίν των — την θεωρούν δε ως το σπουδαιότερον μέρος της σωμασκίας — και όσοι καταγίνονται εις μελέτας νομίζω ότι, αφού κουρασθούν εις την ανάγνωσιν των σοβαρωτέρων έργων, πρέπει ν' ανακουφίζουν το πνεύμα των και να το καθιστούν ακμαιότερον διά τον μετέπειτα κόπον. Θα γίνεται δε όπως πρέπει αυτή η ανάπαυσις, αν περιορίζωνται εις τα αναγνώσματα τα οποία διά της χάριτος και της ευθυμίας των όχι μόνον ελαφράν ψυχαγωγίαν παρέχουν, αλλά και ιδέας ευγενείς διεγείρουν• μου επιτρέπεται δε, νομίζω, να έχω τοιαύτην ιδέαν και περί των συγγραμμάτων μου τούτων. Διότι όχι μόνον το παράξενον της υποθέσεως και του σκοπού το αστείον και παιγνιώδες θα τους τέρψη, ουδέ διότι ψεύματα διάφορα με πιθανότητα και αληθοφάνειαν κατεσκευάσαμεν, αλλά και διότι έκαστον εκ των ούτω ιστορουμένων υπονοεί και διακωμωδεί τινα από τα πολλά τερατώδη και μυθώδη, τα οποία έγραψαν μερικοί από τους αρχαίους ποιητάς, ιστορικούς και φιλοσόφους, τους οποίους και με τα ονόματά των θα ηδυνάμην ν' αναφέρω, εάν εκ της αναγνώσεως δεν εμαντεύοντο.

    Ο Κτησίας Κτησιόχου ο Κνίδιος έγραψε περί της χώρας των Ινδών και των κατοίκων πράγματα, τα οποία ούτε ο ίδιος είδεν, ούτε από άλλον ήκουσε διηγούμενα. {1} Έγραψε δε και ο Ιαμβούλος {2} περί του ωκεανού πολλά παράδοξα• αλλ' αν και το ψεύδος του δεν κρύπτεται, από την διήγησίν του όμως δεν λείπει η τέρψις. Πολλοί άλλοι, τα όμοια προτιμήσαντες, περιέγραψαν δήθεν περιηγήσεις και ταξείδιά των, εις τα οποία μας παρουσιάζουν υπερμεγέθη θηρία και ανθρώπους αγρίους και ήθη παράξενα. Αρχηγόν δε και διδάσκαλον εις τας τοιαύτας τερατολογίας έχουν τον Ομηρικόν Οδυσσέα, όταν διηγήται εις τα ανάκτορα του Αλκινόου την δουλείαν των ανέμων και ομιλή περί μονοφθάλμων ωμοφάγων και αγρίων ανθρώπων, προσέτι δε περί ζώων πολυκεφάλων και μεταμορφώσεώς των συντρόφων του διά μαγειών και περί άλλων πολλών τοιούτων, με τα οποία εκίνησε τον θαυμασμόν των αφελών και ευπίστων Φαιάκων. Όταν λοιπόν ανέγνωσα τας διηγήσεις όλων τούτων δεν τους κατέκρινα πολύ διά το ψεύδος, διότι έβλεπα ότι ήδη και οι επαγγελλόμενοι τον φιλόσοφον το μετεχειρίζοντο με πολλήν ελευθερίαν αλλ' εθαύμαζα πώς επίστευον ότι τα ψεύδη των θα διέφευγαν την αντίληψιν των αναγνωστών. Διά τούτο και εγώ θέλων από κενοδοξίαν ν' αφήσω κάτι εις τας επερχομένας γενεάς, διά να μη μείνω μόνος αμέτοχος εις την ελευθερίαν της διηγήσεως μύθων, μη έχων δε και τίποτε αληθές να εξιστορήσω — διότι δεν μου συνέβη τίποτε αξιοσημείωτον —- κατέφυγα εις το ψεύδος με περισσοτέραν από τους άλλους ευθύτητα• διότι λέγω τουλάχιστον μίαν αλήθειαν, ότι θα ψευσθώ. Ούτω δε πιστεύω ότι θ' αποφύγω και την κατηγορίαν των άλλων, αφού ο ίδιος ομολογώ ότι δεν λέγω τίποτε αληθές. Γράφω λοιπόν περί πραγμάτων, τα οποία ούτε είδα ούτε έπαθα ούτε παρ' άλλων έμαθα και τα οποία προσέτι ούτε ποτέ υπήρξαν ούτε και ηδύναντο να συμβούν διό και συνιστώ εις όσους θα ταναγνώσουν να μη τα πιστεύσουν κατ' ουδένα τρόπον.

    Μίαν φοράν απέπλευσα από τας Ηρακλείους στήλας και βοηθούμενος υπό ουρίου ανέμου επροχώρησα εις τον Εσπέριον ωκεανόν.{3} Ο λόγος δε και ο σκοπός του ταξειδίου μου ήτον η περιέργεια και ο πόθος να γνωρίσω νέα πράγματα και να μάθω που τελειόνει ο ωκεανός και τίνος είδους άνθρωποι κατοικούν πέραν αυτού. Διά τούτο επήρα εις το πλοίον τρόφιμα πολλά και νερόν αρκετόν, παρέλαβα δε και πεντήκοντα φίλους και ομηλίκους, έχοντας τους αυτούς πόθους• προσέτι επρομηθεύθην πολυάριθμα όπλα, διά της υποσχέσεως δε μεγάλου μισθού ευρήκα ένα άριστον κυβερνήτην και το πλοίον, το οποίον ήτον ελαφρόν σκάφος, επεσκεύασα, ώστε ν' αντέχη εις μακρόν και επικίνδυνον ταξείδιον.

    Επί μίαν ημέραν και μίαν νύκτα επλέαμεν με τόσο μικράν ταχύτητα, ώστε η γη διεκρίνετο ακόμη εις τον ορίζοντα• αλλά την επομένην, κατά την ανατολήν του ηλίου, και ο άνεμος ήρχισε να δυναμώνη και κύματα υψώθησαν μεγάλα και σκότος έγινε και ουδέ να συστείλωμεν τα ιστία ήτο δυνατόν. Αφεθέντες λοιπόν εις την διάκρισιν του ανέμου και των ρευμάτων, επαλαίαμεν επί εβδομήκοντα εννέα ημέρας με την τρικυμίαν• την ογδοηκοστήν δε έξαφνα έλαμψεν ο ήλιος και βλέπομεν εις όχι μεγάλην απόστασιν νήσον υψηλήν και δασώδη, εις την οποίαν η προσέγγισις δεν ήτο δύσκολος, διότι ήδη η τρικυμία κατά πολύ είχε κοπάσει. Προσεγγίσαντες λοιπόν εξήλθαμεν και ένεκα των μακρών κακοπαθειών εμείναμεν επί πολύ ξαπλωμένοι κατά γης• έπειτα εσηκωθήκαμεν και διηρέθημεν ούτως ώστε τριάκοντα μεν εξ ημών έμειναν να φυλάττουν το πλοίον, είκοσι δε και εγώ ανέβημεν να κατασκοπεύσωμεν την νήσον.

    Αφού δ' επροχωρήσαμεν διά μέσου δάσους έως τρία στάδια από της παραλίας, βλέπομεν μίαν στήλην από χαλκόν επί της οποίας επιγραφή με γράμματα Ελληνικά, τα οποία είχον ημιεξαλειφθή και μόλις διεκρίνοντο, έλεγεν• «έως εδώ έφθασαν ο Ηρακλής και ο Διόνυσος». Εφαίνοντο και δύο ίχνη πλησίον επί μεγάλης πέτρας, εκ των οποίων το μεν είχεν έκτασιν ενός στρέμματος, το δε μικροτέραν• υποθέτω δε ότι το μεν μικρότερον ήτο του Διονύσου, το άλλο δε του Ηρακλέους. Αφού επροσκυνήσαμεν, επροχωρήσαμεν• μετ' ολίγον δε εφθάσαμεν εις ποταμόν, όστις έρρεεν οίνον, ομοιότατον μάλιστα με τον Χιακόν. Ήτο δε τόσον πολύ και άφθονον το ρεύμα, ώστε είς τινα μέρη ηδύνατο και πλοία να σηκώση. Βλέποντες τα σημεία ταύτα επιστεύαμεν έτι μάλλον εις ταναφερόμενα υπό της στήλης, ότι ο Διόνυσος είχεν έλθει εις την νήσον εκείνην.

    Θέλων δε να μάθω και από που επήγαζεν ο ποταμός, επροχώρησα αντιθέτως προς το ρεύμα• και πηγήν μεν αυτού καμμίαν δεν ευρήκα, αλλά πολλά και μεγάλα κλήματα κατάφορτα με σταφύλια, από δε την ρίζαν εκάστου έσταζεν οίνος διαυγής κ' εκ των σταγόνων τούτων εσχηματίζετο ο ποταμός. Ήσαν και ψάρια πολλά εις τον ποταμόν, τα οποία είχαν και το χρώμα και την γεύσιν του οίνου. Όταν επιάσαμεν κ' εφάγαμεν απ' αυτά τα ψάρια εμεθύσαμεν και όταν τα εσχίσαμεν τα ευρήκαμεν γεμάτα μούστον. Αλλ' έπειτα εσκέφθημεν να ταναμιγνύωμεν με ψάρια του νερού και ούτω εμετριάζαμεν την άκρατον οινοφαγίαν.

    Έπειτα επεράσαμεν τον ποταμόν, εις το μέρος όπου ήτο διαβατός, κ' ευρήκαμεν είδος κλημάτων θαυμαστόν. Από τον κορμόν αυτών, ο οποίος ήτο παχύς και δυνατός, εξήρχοντο γυναίκες καθ' όλα τέλειαι μέχρι των λαγόνων. Τοιουτοτρόπως ζωγραφίζουν εις την πατρίδα μας την Δάφνην, όπως μετεμορφώθη εις δένδρον διά ν' αποφύγη τον Απόλλωνα, καθ' ην στιγμήν ούτος επεχείρει να την συλλάβη εις την αγκάλην του. Από δε τα άκρα των δακτύλων των εφύοντο οι κλάδοι φορτωμένοι σταφυλάς. Αλλά και επί των κεφαλών των αντί κόμης είχον έλικας κλημάτων και φύλλα και σταφυλάς. Όταν επλησιάσαμεν, μας εχαιρέτων και μας εδεξιούντο• και άλλαι μεν ωμίλουν την Λυδικήν, άλλαι δε την Ινδικήν και αι περισσότεραι την Ελληνικήν γλώσσαν. Μάς έδιδον και φιλήματα, όσοι δ' εφιλούντο ευθύς εμέθυον και εγίνοντο έξω φρενών. Δεν επέτρεπον όμως να δρέπωμεν τους καρπούς και αν επεχειρούμεν να κόψωμεν σταφύλια, ησθάνοντο πόνον κ' εφώναζαν. Επεθύμουν δε και να έλθουν εις ερωτικήν επιμιξίαν μεθ' ημών αλλά δύο εκ των συντρόφων μας, οίτινες τας επλησίασαν, δεν απελύοντο πλέον, αλλ' είχον δεθή από τα αιδοία• συνεκολλήθησαν δε και συνερριζώθησαν και μετ' ολίγον από τους δακτύλους και αυτών εφύτρωσαν κλάδοι και τους περιέπλεξαν έλικες, δεν θα εβράδυνον δε να καρποφορήσουν και αυτοί.

    Τους αφήκαμεν και επιστρέψαντες εις το πλοίον διηγήθημεν εις εκείνους τους οποίους είχαμεν αφήσει εκεί όσα είδαμεν και των συντρόφων την αμπελομιξίαν. Έπειτα αφού εκάμαμεν προμήθειαν νερού και οίνου εκ του ποταμού, διενυκτερεύσαμεν εις την παραλίαν.

    Την αυγήν απεπλεύσαμεν με άνεμον όχι πολύ σφοδρόν το δε μεσημέρι, όταν πλέον δεν εφαίνετο η νήσος, ενέσκηψεν αίφνης κυκλών, ο οποίος περιέστρεψε το πλοίον και το εσήκωσεν εις τον αέρα εις ύψος τριών περίπου χιλιάδων σταδίων• δεν το αφήκε δε πλέον να κατέλθη εις την θάλασσαν, αλλά μετέωρον εις το ύψος εκείνο εφέρετο υπό του ανέμου, όστις εφούσκωνε τα πανιά του. Αφού δ' επί οκτώ ημέρας και άλλας τόσας νύκτας αεροπορήσαμεν, την ογδόην είδαμεν εις τον αέρα μίαν γην μεγάλην, ως νήσον, σφαιροειδή και λάμπουσαν, ως να ήτο κατάφορος.

    Πλησιάσαντες εις αυτήν και προσορμισθέντες, εξήλθαμεν• ευρήκαμεν δε χώραν κατοικουμένην και καλλιεργουμένην. Και την μεν ημέραν δεν εβλέπαμεν τίποτε έξω του τόπου εκείνου, άμα δ' ενύκτωσεν εφάνησαν και άλλαι πολλαί νήσοι πλησίον, άλλαι μεγαλείτεραι και άλλαι μικρότεραι, έχουσαι το χρώμα του πυρός• κάτω δε διεκρίνετο και άλλη γη με πόλεις και ποταμούς, με θαλάσσας, δάση και όρη. Εσυμπεραίναμεν ότι αυτή ήτον η γη, εις την οποίαν κατοικούμεν.

    Απεφασίσαμεν να προχωρήσωμεν εις το εσωτερικόν, αλλά καθ' οδόν μας συνέλαβον οι λεγόμενοι Ιππόγυποι• οι δε Ιππόγυποι ούτοι είνε άνθρωποι ιππεύοντες μεγάλους γύπας και ως ίππους μεταχειριζόμενοι τα όρνεα. Διότι είνε μεγάλοι οι γύπες και ως επί το πλείστον τρικέφαλοι• θα εννοηθή δε το μέγεθός των και από την εξής σύγκρισιν• έκαστον πτερόν αυτών είνε μακρότερον και παχύτερον από ιστόν μεγάλου φορτηγού πλοίου. Εις τους Ιππογύπους τούτους έχει ανατεθή να πετούν γύρω εις την χώραν και αν συναντήσουν κανένα ξένον να τον οδηγούν προς τον βασιλέα• άμα δε συνέλαβον και ημάς μας ωδήγησαν προς αυτόν. Ο δε βασιλεύς όταν μας είδε και από τας μορφάς και την ενδυμασίαν ενόησεν, Έλληνες λοιπόν είσθε, ξένοι; μας είπε. Απηντήσαμεν καταφατικώς, αυτός δε, Πώς λοιπόν, είπε, κατωρθώσατε να περάσετε τόσον αέρα και να φθάσετε έως εδώ. Του διηγήθημεν όλην την ιστορίαν μας• τότε δε και αυτός μας διηγήθη τα δικά του, ότι και αυτός ήτο άνθρωπος, ονομαζόμενος Ενδυμίων και ανηρπάσθη από την ιδικήν μας γην ενώ εκοιμάτο, ελθών δε εδώ έγινε βασιλεύς του τόπου. Μας εξήγησεν έπειτα ότι η γη επί της οποίας ήμεθα ήτο η Σελήνη, την οποίαν βλέπομεν από την Γην. Μας είπε να είμεθα ήσυχοι και να μη φοβούμεθα κανένα κίνδυνον και μας υπεσχέθη ότι θα μας παρείχετο παν ό,τι μας ήτο αναγκαίον. «Εάν δε, είπε, φέρω εις καλόν πέρας τον πόλεμον τον οποίον διεξάγω εναντίον των κατοικούντων εις τον ήλιον, θα περάσετε την ζωήν σας εδώ με την μεγαλειτέραν ευτυχίαν». Ηρωτήσαμεν ποίοι ήσαν οι εχθροί και ποία η αιτία του πολέμου. Ο Φαέθων, απήντησεν, ο βασιλεύς των κατοικούντων εις τον ήλιον — διότι κατοικείται και ο Ήλιος όπως και η Σελήνη—μας έχει κηρύξει προ πολλού τον πόλεμον. Και η αρχική αιτία ήτον η εξής. Συναθροίσας άλλοτε ποτέ τους πτωχοτέρους κατοίκους της χώρας μου, απεφάσισα να στείλω αποικίαν εις τον Εωσφόρον, {4} όστις είνε έρημος και εντελώς ακατοίκητος• αλλ' ο Φαέθων καταληφθείς υπό φθόνου, ηθέλησε να εμποδίση την αποικίαν και επετέθη κατά των ημετέρων με τους ιππομύρμηκάς του εις το μεταξύ Σελήνης και Εωσφόρου διάστημα. Και τότε μεν ενικήθημεν—διότι δεν ειχαμεν ισοπάλους δυνάμεις—-και ηναγκάσθημεν να υποχωρήσωμεν• αλλά τώρα θέλω να επαναλάβω τον πόλεμον και ναποστείλω την αποικίαν. Εάν λοιπόν θέλετε, λάβετε μέρος εις την εκστρατείαν μου, θα δώσω δε εις έκαστον ένα γύπα από τους βασιλικούς και τον λοιπόν οπλισμόν. Η εκκίνησις γίνεται αύριον. Σύμφωνοι, απήντησα εγώ, ας γείνη όπως θέλης.

    Εμείναμεν και εδειπνήσαμεν εις τανάκτορα• αξημέρωτα δε εξυπνήσαμεν και ετάχθημεν εις τας θέσεις μας• διότι οι κατάσκοποι ανήγγειλαν ότι οι εχθροί πλησιάζουν.

    Το πλήθος του στρατεύματός μας έφθασεν εις εκατόν χιλιάδας, χωρίς να υπολογίζωνται οι σκευοφόροι, οι μηχανικοί, οι πεζοί και οι ξένοι σύμμαχοι. Εκ τούτων ογδοήκοντα χιλιάδες ήσαν οι Ιππόγυποι, είκοσι δε χιλιάδες οι ιππεύοντες λαχανόπτερα, τα οποία, επίσης είνε όρνεα τεράστια, αντί δε πτερών έχουν εις όλον το σώμα λάχανα, τα δε μακρά πτερά των πτερύγων των ομοιάζουν με φύλλα μαρουλιών. Μετά τούτους είχον ταχθή οι Κεγχροβόλοι και οι Σκορδομάχοι. Είχον δε έλθει εις επικουρίαν του Ενδυμίωνος από τα βόρεια μέρη τριάκοντα χιλιάδες Ψυλλοτοξόται και πεντήκοντα χιλιάδες Ανεμοδρόμοι. Εκ τούτων οι Ψυλλοτοξόται ιππεύουν μεγάλους ψύλλους, εξ ου και η ονομασία των• είνε δε μεγάλοι οι ψύλλοι όσον δώδεκα ελέφαντες ομού• οι δε Ανεμοδρόμοι είνε πεζοί, αλλά πετούν χωρίς πτερά κατά τον εξής τρόπον• φορούν μακρά υποκάμισα, τα οποία φουσκόνει ο άνεμος ως ιστία και ούτω τρέχουν όπως τα πλοία. Συνήθως δε οι τοιούτοι εις τας μάχας είνε πελτασταί{5}. Ελέγετο ότι θα μας ήρχοντο και από τα άστρα τα υπεράνω της Καπαδοκίας εβδομήκοντα χιλιάδες Στρουθοβάλανοι και πέντε χιλιάδες Ιππογέρανοι. Αυτούς εγώ δεν τους είδα, διότι δεν ήλθαν• διά τούτο και δεν ετόλμησα να περιγράψω πώς είνε, διότι όσα ήκουσα να λέγωνται περί αυτών ήσαν τερατώδη και απίθανα.

    Αυτή ήτο η στρατιωτική δύναμις του Ενδυμίωνος• οπλισμόν δε είχον όλοι τον ίδιον• περικεφαλαίας από κουκιά• διότι τα κουκιά εκεί επάνω είνε μεγάλα και σκληρά• θώρακας φολιδωτούς όλους από λούμπινα• συρράπτοντες τους φλοιούς των λουμπίνων κατασκευάζουν θώρακας• διότι και οι φλοιοί των λουμπίνων είνε στερεοί και σκληροί, όπως το κέρατον. Αι ασπίδες δε και τα ξίφη των είνε όπως τα Ελληνικά. Όταν δε ήλθεν η ώρα της μάχης, παρετάχθησαν ως εξής• Το μεν δεξιόν κέρας κατέλαβον οι Ιππόγυποι και ο βασιλεύς, έχων πλησίον του τους αρίστους και ημάς μετ' αυτών• εις δε το αριστερόν ετάχθησαν οι λαχανόπτεροι• και εις το κέντρον οι σύμμαχοι. Οι δε πεζοί, οι οποίοι ήσαν περί τα εξήκοντα εκατομμύρια, παρετάχθησαν κατά τον εξής τρόπον. Υπάρχουν εκεί αράχναι πολλαί και μεγάλαι, πολύ μεγαλείτεραι των Κυκλάδων νήσων εκάστη. Αύται διετάχθησαν να υφάνουν εις τον αέρα ιστόν, όστις να συνδέση την Σελήνην με τον Εωσφόρον. Άμα δ' εντός ολίγου κατεσκεύασαν το πλέγμα τούτο και το επέστρωσαν, παρετάχθη επ' αυτού το πεζικόν. Ήσαν δε αρχηγοί των πεζών ο Νυκτερίων του Ευδιάνακτος και δύο άλλοι.

    Των εχθρών το αριστερόν κέρας κατείχον οι Ιππομύρμηκες, μεταξύ δε αυτών ήτο ο Φαέθων. Είνε δε οι Ιππομύρμηκες θηρία μέγιστα και πτερωτά, τα οποία ομοιάζουν προς τους δικούς μας μύρμηκας, χωρίς το μέγεθος• διότι ο μεγαλείτερος εξ αυτών είχε μέγεθος έως δύο στρεμμάτων• εμάχοντο δε όχι μόνον οι ιππεύοντες τους μύρμηκας τούτους, αλλά και αυτοί, ιδίως με τα κέρατά των. Ελέγετο ότι ούτοι ήσαν πεντήκοντα περίπου χιλιάδες. Εις το δεξιόν δε κέρας αυτών παρετάχθησαν οι Αεροκώνωπες, οι οποίοι επίσης ήσαν έως πεντήντα χιλιάδες, όλοι τοξόται ιππεύοντες μεγάλους κώνωπας• κατόπιν τούτων οι Αεροκάρδακες, οι οποίοι ήσαν πεζοί ελαφρώς ωπλισμένοι, αλλά μάχιμοι και αυτοί• διότι εκ μακράς αποστάσεως εξεσφενδόνιζον φανίδας υπερμεγέθεις, ο δε πληττόμενος δεν εσώζετο, αλλά μετ' ολίγον απέθνησκεν εκ της δυσωδίας ήτις ανεδίδετο εκ της πληγής του• ελέγετο δε ότι έχριον τα βέλη των με δηλητήριον μολόχας. Εις συνέχειαν αυτών ετάχθησαν οι Καυλομύκητες, βαρέως ωπλισμένοι, δέκα χιλιάδες τον αριθμόν. Ωνομάσθησαν δε Καυλομύκητες, διότι είχον ασπίδας από μανιτάρια και τα δόρατά των κατεσκευάζοντο από καυλούς σπαραγγιών. Πλησίον αυτών εστάθησαν οι Κυνοβάλανοι, τους οποίους έπεμψαν προς τον Φαέθοντα οι κάτοικοι του Σειρίου, πέντε χιλιάδες και αυτοί, άνδρες σκυλοπρόσωποι, οι οποίοι εμάχοντο καθήμενοι επάνω εις βελανίδια πτερωτά. Ελέγετο δε ότι καθυστερούν εκ των συμμάχων αυτών οι σφενδονήται, τους οποίους είχον ζητήσει από τον Γαλαξίαν, και οι Νεφελοκένταυροι• και οι τελευταίοι έφθασαν όταν ήδη η μάχη είχε κριθή, που να μη έφθαναν• αλλ' οι σφενδονήται δεν ήλθαν, διό λέγεται ότι ο Φαέθων οργισθείς επυρπόλησε κατόπιν την χώραν των. Τοιαύτη ήτο και του Φαέθοντος η δύναμις.

    Όταν δε αι σημαίαι υψώθησαν και ωγκάνισαν και από τα δύο στρατεύματα οι όνοι, (διότι αυτούς μεταχειρίζονται ως σαλπιγκτάς) συνεπλάκησαν και εμάχοντο. Και το μεν αριστερόν κέρας των Ηλιωτών ευθύς ετράπη εις φυγήν, χωρίς ν' αντιστή εις την ορμήν των Ιππογύπων• ημείς δε τους κατεδιώξαμεν φονεύοντες• το δεξιόν όμως αυτών ενίκα το δικόν μας αριστερόν και οι Αεροκώνωπες εφορμήσαντες κατεδίωξαν τους ημετέρους μέχρι της γραμμής των πεζών• αλλ' εδώ με την βοήθειαν και τούτων οι εχθροί απεκρούσθησαν και έφυγαν, μάλιστα όταν έμαθαν ότι το αριστερόν αυτών είχε νικηθή. Η κατατρόπωσις ούτω έγινε γενική και πολλοί ηχμαλωτίζοντο, πολλοί δε και εφονεύοντο και το αίμα έρρεεν άφθονον εις τα νέφη, ώστε να βάφωνται και να φαίνωνται κόκκινα, όπως τα βλέπομεν από την Γην κατά την δύσιν του Ηλίου• πολύ δε και έσταξε κάτω εις την Γην, ώστε να σκέπτωμαι μήπως και κατά τους παλαιούς χρόνους συνέβη κάτι τοιούτον επάνω και ο Όμηρος ενόμισεν ότι ο Ζευς έβρεξεν αίμα διά τον θάνατον του Σαρπηδόνος.

    Επιστρέψαντες από την καταδίωξιν, εστήσαμεν δύο τρόπαια, το μεν της πεζομαχίας επί του αραχνοπλέγματος, το δε της αερομαχίας επί των νεφών. Αλλά μετ' ολίγον ανηγγέλθη ότι επήρχοντο οι Νεφελοκένταυροι, τους οποίους επερίμενε προ της μάχης ο Φαέθων. Και τωόντι εφάνησαν πλησιάζοντες• και ήτο το θέαμα πολύ παράδοξον, διότι ήσαν κατά το ήμισυ ίπποι πτερωτοί και κατά το άλλο ήμισυ άνθρωποι• είχον δε μέγεθος οι μεν άνθρωποι όσον ο κολοσσός της Ρόδου από του μέσου και άνω {6}οι δε ίπποι όσον φορτηγόν πλοίον εκ των μεγάλων. Δεν γράφω, τίποτε περί του πλήθους των, διά να μη φανή απίθανον• τόσον πολυάριθμοι ήσαν. Ως αρχηγόν δε είχαν τον Τοξότην του Ζωδιακού. Όταν έμαθον ότι οι φίλοι των είχον νικηθή, ειδοποίησαν τον Φαέθοντα να επαναλάβη την επίθεσιν• παραταχθέντες δε και αυτοί προς μάχην επέπεσαν κατά των Σεληνιτών, τους οποίους ευρήκαν εις αταξίαν και σκορπισμένους εις την καταδίωξιν και την λαφυραγωγίαν• και τους έτρεψαν όλους εις φυγήν, αυτόν τον βασιλέα κατεδίωξαν μέχρι της πόλεως και τα περισσότερα όρνεα κατέσφαξαν. Κατέστρεψαν και τα τρόπαια, κατέλαβαν όλην την πεδιάδα την οποίαν είχον υφάνει αι αράχναι, εμέ δε και δύο εκ των συντρόφων μου ηχμαλώτισαν. Κατέφθασε δε και ο Φαέθων και τώρα αυτοί ανήγειραν άλλα τρόπαια. Ημείς δε εδέθημεν οπισθάγκωνα με τεμάχιον αράχνης και αυθημερόν ωδηγήθημεν εις τον Ήλιον.

    Οι εχθροί δεν έκριναν καλόν να πολιορκήσουν την πόλιν αλλ' επιστρέψαντες ήρχισαν να κτίζουν τείχος εις τον μεταξύ Ηλίου και Σελήνης αέρα, το οποίον να εμποδίζη το φως του Ηλίου να φθάνη εις την Σελήνην. Ήτο δε το τείχος από νέφη• ώστε έγινεν ολική έκλειψις της Σελήνης και υπό νυκτός διηνεκούς όλη κατελήφθη. Ο δε Ενδυμίων στενοχωρηθείς εκ τούτου έστειλε πρέσβεις και παρεκάλει να κατεδαφισθή το τείχος και να μη τους αφήσουν να ζουν εις το σκότος• υπέσχετο δε να πληρώνη φόρους και σύμμαχος να είνε και ποτέ πλέον να μη πολεμήση κατά των Ηλιωτών• ήτο δε πρόθυμος να δώση και ομήρους διά ταύτα. Ο Φαέθων έκαμε δύο συμβούλια• και κατά μεν την πρώτην συζήτησιν οι νικηταί δεν ηθέλησαν να δεχθούν καμμίαν συνθηκολόγησιν και επέμειναν εις την εκδίκησιν• την επιούσαν όμως ήλλαξαν γνώμην και συνωμολογήθη ειρήνη με την εξής συνθήκην• «Οι Ηλιώται και οι σύμμαχοι συνεφώνησαν προς τους Σεληνίτας και τους συμμάχους αυτών ότι οι μεν Ηλιώται θα κατεδαφίσουν το μεταξύ Ηλίου και Σελήνης τείχος και δεν θα εισβάλουν πλέον εις την Σελήνην, θ' αποδώσουν δε και τους αιχμαλώτους αντί ωρισμένων λύτρων• οι δε Σεληνίται ότι θ' αφήσουν τους άλλους αστέρας αυτονόμους, να μη πολεμήσουν δε πλέον κατά των Ηλιωτών, αλλά να συμμαχούν μετ' αυτών κατά πάσης επιδρομής. Καθ' έκαστον έτος ο βασιλεύς των Σεληνιτών ναποστέλλη προς τον βασιλέα των Ηλιωτών ως φόρον δέκα χιλιάδας αμφορείς δρόσου και να δώση ως ομήρους εκ των υπηκόων του δεκάκις χιλίους. Την αποικίαν δε εις τον Εωσφόρον να κάμουν από κοινού και να λάβουν μέρος όσοι θέλουν. Αι συνθήκαι να χαραχθούν επί στήλης εξ ηλέκτρου, η οποία να στηθή εις τον αέρα επί των συνόρων των δύο επικρατειών. Ωρκίσθησαν δε διά την τήρησιν των συμφωνηθέντων από μέρους μεν των Ηλιωτών ο Πυρωνίδης, ο Θερίτης και ο Φλόγιος• από δε τους Σεληνίτας ο Νύκτωρ, ο Μήνιος {7} και ο Πολυλαμπής».

    Ευθύς μετά την συνομολόγησιν της ειρήνης, οι Ηλιώται κατηδάφισαν το τείχος και ημάς τους αιχμαλώτους απέδοσαν.

    Όταν εφθάσαμεν εις την Σελήνην μας υπεδέχθησαν και μας ησπάζοντο με δάκρυα και οι σύντροφοί μας και αυτός ο Ενδυμίων. Μας παρώτρυνε να μείνωμεν πλησίον του και να λάβωμεν μέρος εις την αποικίαν• υπέσχετο δε να μου δώση εις γάμον το παιδί του, διότι γυναίκες δεν υπάρχουν εις την Σελήνην. Αλλ' εγώ δεν ηθέλησα να μείνω, επέμεινα δε να με γυρίση κάτω εις την θάλασσαν. Όταν δε ο Ενδυμίων είδεν ότι ήτο αδύνατον να πεισθώ, μας αφήκε ν' αναχωρήσωμεν, αφού επί επτά ημέρας εσυμποσιάζαμεν εις τανάκτορά του.

    Κατά την εν τω μεταξύ τούτω διαμονήν μου εις την Σελήνην έμαθα διάφορα αλλόκοτα και παράδοξα, τα οποία θέλω να διηγηθώ. Και πρώτον ότι οι Σεληνίται δεν γεννώνται από γυναίκας, αλλ' από αρσενικούς• διότι μόνον αρσενικούς νυμφεύονται και αι γυναίκες ουδέ κατ' όνομα είνε γνωσταί. Μέχρι του εικοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του έκαστος χρησιμεύει ως γυνή, έπειτα δε λαμβάνει θέσιν ανδρός και αυτός. Κυοφορούν δε όχι εις την γαστέρα, αλλ' εις το παχύ μέρος της κνήμης, το οποίον λέγεται γαστροκνημία• όταν γίνη η σύλληψις, φουσκώνει η κνήμη, μετά καιρόν δε την σχίζουν και εξάγουν νεκρόν το έμβρυον• αλλά το εκθέτουν με ανοικτόν το στόμα προς τον άνεμον και ούτω ζωντανεύει. Μου φαίνεται δε ότι εκ τούτου προήλθε και εις την Ελληνικήν γλώσσαν το όνομα της γαστροκνημίας.

    Αλλ' έχω και κάτι άλλο έτι παραδοξότερον να διηγηθώ. Υπάρχει μεταξύ των Σεληνιτών γένος ανθρώπων ιδιαίτερον, οι λεγόμενοι Δενδρίται, οι οποίοι γεννώνται ως εξής• κόπτουν τον δεξιόν όρχιν ανθρώπου και τον φυτεύουν εις την γην• εξ αυτού δε φυτρόνει δένδρον υψηλότατον και σαρκώδες, όμοιον με φαλλόν{8}, το οποίον έχει κλάδους και φύλλα• οι δε καρποί του είνε βελανίδια, τα οποία έχουν μέγεθος ενός πήχεος. Όταν τα βελανίδια ωριμάσουν τα τρυγούν και εξάγουν από αυτά, ως από αυγά, τους ανθρώπους. Οι δε άνθρωποι ούτοι έχουν πρόσθετα γεννητικά όργανα, οι πλούσιοι από ελεφαντοκόκκαλον, οι δε πτωχοί ξύλινα και με αυτά βατεύουν και πλησιάζουν τους συνεύνους των.

    Όταν δε γηράση ο άνθρωπος δεν αποθνήσκει, αλλά διαλύεται ως καπνός και γίνεται αήρ. Τροφήν δε έχουν όλοι την ιδίαν• ανάπτουν φωτιάν και ψήνουν επί των ανθράκων βατράχους, οίτινες είνε πολυάριθμοι εις την σελήνην και πετούν εις τον αέρα. Ενώ δε οι βάτραχοι ψήνονται, κάθηνται γύρω εις την πυράν, ως περί τράπεζαν, και ροφούν τον αναδιδόμενον καπνόν. Κατ' αυτόν τον τρόπον ευωχούνται. Ως ποτόν δε έχουν τον αέρα, όστις πιεζόμενος εις δοχείον αφήνει υγρόν τι ως δρόσον. Δεν ουρούσι δε, ούτε αφοδεύουσιν, αλλ' ούτε είνε τρυπημένοι όπως ημείς. Η δε συνουσία δεν γίνεται όπως εις την Γην, αλλ' εις τα κοιλώματα τα υπεράνω των γαστροκνημιών διότι εκεί έχουν οπήν.

    Ωραίοι θεωρούνται μεταξύ αυτών οι φαλακροί και χωρίς μαλλιά, τους δε τρέφοντας κόμην απεχθάνονται. Επί των κομητών όμως όσοι έχουν μεγάλα μαλλιά εξ εναντίας θεωρούνται ωραίοι. Διότι είχον έλθει και μερικοί από εκεί, οι οποίοι μας διηγούντο και περί εκείνων. Έχουν και γένεια ολίγον ανωτέρω των γονάτων. Εις δε τα πόδια δεν έχουν νύχια, αλλ' είνε όλοι μονοδάκτυλοι. Ως ουρά φυτρόνει εις το άκρον της ράχης των λάχανον, το οποίον διατηρείται πάντοτε πράσινον και δεν συντρίβεται και όταν πίπτουν ανάσκελα. Από την μύτην των εξάγουν, όταν απομύττωνται, μέλι πολύ δριμύ• όταν δε εργάζωνται ή γυμνάζωνται, ιδρόνουν καθ' όλον το σώμα των γάλα, ούτως ώστε και τυρούς κατασκευάζουν εξ αυτού, αναμιγνύοντες εις το γάλα ολίγον μέλι. Έλαιον δε εξάγουν από τα κρομμύδια, πολύ παχύ και ευωδιάζον ως μύρον. Έχουν και πολλά αμπέλια τα οποία παράγουν νερόν• διότι αι ράγες των σταφυλών είνε ως χάλαζα• νομίζω δε ότι όταν πνέη άνεμος και συνταράσση τα κλήματα εκείνα, τότε πίπτει εδώ κάτω χάλαζα.

    Οι άνθρωποι εκείνοι μεταχειρίζονται την κοιλίαν των ως σακκούλαν, εις την οποίαν θέτουν τα χρειώδη, διότι ανοίγει και κλείει κατά βούλησιν• ούτε έντερα δε, ούτε άλλα σπλάγχνα φαίνονται εντός αυτής, αλλ' είνε από μέσα όλη τριχωτή, και οσάκις κρυόνουν τα νεογνά των κρύπτονται εις αυτήν. Το ένδυμα δε των μεν πλουσίων είνε υάλινον μαλακόν, των δε πτωχών χάλκινον υφασμένον διότι το μέταλλον τούτο είνε άφθονον εις εκείνα τα μέρη και τον κατεργάζονται αφού τον βρέξουν με νερόν, καθώς τα μαλλιά των προβάτων. Όσον διά τους οφθαλμούς των διστάζω να είπω πώς είνε, διότι φοβούμαι μήπως νομισθώ ότι ψεύδομαι• τόσον απίθανον θα φανή το πράγμα• αλλά θα το είπω και αυτό• οι οφθαλμοί των δύνανται ν' αφαιρούνται και να προσαρμόζωνται εκ νέου εις την θέσιν των και οποίος θέλει τους αφαιρεί και μένει τυφλός έως ότου θελήση πάλιν να ίδη, ότε τους θέτει πάλιν εις τας κόγχας των και βλέπει• και πολλοί οι οποίοι χάνουν τους δικούς των δανείζονται ξένους διά να βλέπουν• άλλοι δε έχουν πολλούς και αυτοί είνε οι πλούσιοι. Τα ώτα των δε είνε από φύλλα πλατάνου, και μόνον οι Δενδρίται τα έχουν ξύλινα.

    Αλλά και άλλο τι θαυμάσιον είδα εις τα ανάκτορα. Μέγα κάτοπτρον είνε τοποθετημένον επί του στομίου φρέατος, το οποίον δεν είνε πολύ βαθύ. Αν λοιπόν καταιβή κανείς εις το φρέαρ, ακούει όλα τα λεγόμενα εδώ κάτω εις την γην• εάν δε παρατηρήση εις το κάτοπτρον, βλέπει όλας τας πόλεις και όλα τα έθνη, ως να ευρίσκεται μεταξύ αυτών. Εκεί εγώ είδα τους συγγενείς μου και ολόκληρον την πατρίδα μου• εάν δε και εκείνοι μ' έβλεπαν δεν δύναμαι να είμαι βέβαιος. Εκείνος δε ο οποίος δεν πιστεύει εις τανωτέρω, άν ποτε μεταβή και αυτός εκεί θα μάθη ότι λέγω την αλήθειαν.

    Τότε λοιπόν αποχαιρετήσαντες τον βασιλέα και τους περί αυτόν, επέβημεν εις το πλοίον μας και απεπλεύσαμεν• εις εμέ δε εδώρησεν ο Ενδυμίων δύο υάλινα υποκάμισα και πέντε χάλκινα, προσέτι δε πανοπλίαν από φλοιούς λουμπίνων, τα οποία όλα αφήκα εντός του κήτους. Μας έδωκε δε και χιλίους Ιππογύπους να μας συνοδεύσουν μέχρις αποστάσεως πεντακοσίων σταδίων.

    Εις την συνέχειαν του ταξειδίου μας επεράσαμεν πλησίον πολλών και διαφόρων χωρών, εξήλθαμεν δε και εις τον Εωσφόρον, τότε συνοικιζόμενον, και επήραμεν νερόν. Έπειτα εισήλθαμεν εις τον Ζωδιακόν και αφήσαντες αριστερά τον Ήλιον, επλέαμεν πολύ πλησίον της Γης• αλλ' ο άνεμος μας ημπόδισε να προσεγγίσωμεν, παρά την ζωηράν επιθυμίαν των συντρόφων μου, καθότι εβλέπαμεν ότι και η χώρα ήτο καταπράσινη και γόνιμος με πολλά νερά και πλούτη.

    Εκεί μας είδον οι μισθοφόροι του Φαέθοντος Νεφελοκένταυροι και επέταξαν εις το πλοίον μας• αλλά μαθόντες ότι ήμεθα φίλοι ανεχώρησαν. Είχον δε ήδη φύγει και οι Ιππόγυποι.

    Αφού εταξειδεύσαμεν επί μίαν νύκτα και μίαν ημέραν, έχοντες πρώραν προς την Γην, εφθάσαμεν εις την Λυχνόπολιν. Κείται δε η πόλις αύτη εις το μεταξύ των Πλειάδων και των Υάδων διάστημα, αλλά πολύ χαμηλότερα του Ζωδιακού. Όταν εξήλθαμεν, δεν είδαμεν κανένα άνθρωπον, αλλά λύχνους πολλούς, οίτινες επεριπάτουν εις την αγοράν και εις τον λιμένα• και άλλοι μεν εξ αυτών ήσαν μικροί, και ούτως ειπείν πτωχοί, ολίγοι δε μεγάλοι και ισχυροί, υπέρλαμπροι και διακρινόμενοι από τους άλλους. Είχον δε έκαστος την κατοικίαν του και λυχνεώνας και ονόματα όπως οι άνθρωποι. Τους ηκούσαμεν και να ομιλούν και όχι μόνον δεν μας επείραξαν, αλλά και μας εκάλουν να μας φιλοξενήσουν• ημείς όμως εφοβούμεθα και ούτε να δειπνήση, ούτε να κοιμηθή κανείς εξ ημών ετόλμησεν. Εις το μέσον της πόλεως ευρίσκεται το δημόσιον κατάστημα, όπου μένει καθ' όλην την νύκτα ο άρχων και καλεί έκαστον με το όνομά του• όστις δε παρακούση καταδικάζεται εις θάνατον ως λιποτάκτης• ο δε θάνατος είνε να σβυσθή. Ημείς δε παριστάμενοι εβλέπαμεν τα γινόμενα και ηκούσαμεν τους λύχνους ν' απολογούνται και να δικαιολογούν την βραδύτητά των. Εκεί εγνώρισα και τον ιδικόν μας λύχνον και αφού τον εχαιρέτισα του εζήτησα πληροφορίας περί της οικογενείας μου, τας οποίας μου έδωκε.

    Την νύκτα λοιπόν εκείνην εμείναμεν εις την Λυχνόπολιν την δ' επιούσαν αποπλεύσαντες επλησιάσαμεν εις τα νέφη, όπου είδαμεν κ' εθαυμάσαμεν και την πόλιν Νεφελοκοκυγίαν {9}, αλλά δεν εξήλθαμεν εις αυτήν, διότι ο άνεμος δεν ήτο βοηθητικός. Ελέγετο ότι βασιλεύει εις αυτήν ο Κόρωνος του Κοτυφίωνος. Εγώ δε ενθυμήθηκα τον ποιητήν Αριστοφάνην, άνθρωπον σοφόν και φιλαλήθη, προς τον οποίον αδίκως δυσπιστούμεν δι' όσα έγραψε.

    Μετά τρεις ημέρας, εβλέπαμεν ευκρινώς τον ωκεανόν, αλλά γην πουθενά, εκτός των εναερίων χωρών αλλά και αυταί τώρα είχον χρώμα πυρός και εφαίνοντο λάμπουσαι• την δε τετάρτην ημέραν κατά την μεσημβρίαν υποχωρούντος ολίγον κατ' ολίγον του ανέμου, επέσαμεν ελαφρά και χωρίς ορμήν εις την θάλασσαν. Άμα δε ήλθαμεν εις επαφήν με το νερόν, η χαρά και η ευφροσύνη μας ήτο μεγάλη• διεσκεδάσαμεν όπως ηδυνάμεθα και πεσόντες εις την θάλασσαν εκολυμβήσαμεν• διότι έτυχε να είνε γαλήνη και η θάλασσα ήτο ακύμαντος.

    Αλλά συμβαίνει πολλάκις το τέλος μιας δυστυχίας να γίνεται αρχή μεγαλειτέρων συμφορών. Αφού επί δύο μόνον ημέρας εταξειδεύσαμεν με καλόν καιρόν, όταν εξημέρωσεν η τρίτη και ανέτελλεν ο ήλιος, βλέπομεν έξαφνα θηρία και κήτη μεγάλα, μεταξύ δε αυτών έν μεγαλείτερον από όλα, το οποίον θα είχεν έως χιλίων πεντακοσίων σταδίων μέγεθος• ήρχετο δε κατ' επάνω μας με το στόμα ανοικτόν και εκ μακράς αποστάσεως συνετάρασσε την θάλασσαν και αφρός το περιέλουε• και οι οδόντες του εφαίνοντο πολύ μεγαλείτεροι από τους φαλλούς, σουβλεροί δε όλοι ως πάσσαλοι και λευκοί ως του ελέφαντος. Τότε ημείς, αφού εδώκαμεν προς αλλήλους τον τελευταίον αποχαιρετισμόν εσταθήκαμεν και αγκαλιασμένοι επεριμέναμεν τον θάνατον. Το κήτος δεν εβράδυνε να φθάση και αμέσως μας ερρόφησε και μας κατέπιε ομού με το πλοίον. Αλλά δεν επρόφθασε να μας συντρίψη με τα δόντια του, διότι διά των αραιωμάτων της οδοντοστοιχίας του το πλοίον ωλίσθησε μέσα. Όταν δε ευρέθημεν εντός του κήτους, κατ' αρχάς ήτο σκότος και δεν εβλέπαμεν τίποτε• έπειτα δε το κήτος ήνοιξε το ρύγχος του και εις το φως το οποίον εισέδυσεν είδαμεν ότι το εσωτερικόν του θαλασσίου θηρίου ήτο τόσον πλατύ και υψηλόν, ώστε να δύναται να περιλάβη πόλιν ολόκληρον. Εφαίνοντο δε κάτω μικρά ψάρια και διάφορα θαλάσσια θηρία μασημένα και καραβόπανα και άγκυραι, ανθρώπινα κόκκαλα και εμπορευμάτων δέματα, βαθύτερα δε ήτο και γη με υψώματα, η οποία, ως υποθέτω, είχε σχηματισθή από την λάσπην την οποίαν κατέπινε το κήτος. Επί της γης εκείνης υπήρχε δάσος και διάφορα δένδρα και λάχανα και εφαίνοντο όλα ως να εκαλλιεργούντο. Η περιφέρεια δε της γης εκείνης θα ήτο έως διακόσια τεσσαράκοντα στάδια. Εφαίνοντο και θαλάσσια πτηνά, γλάροι και αλκυόνες, τα οποία κατεσκεύαζον τας φωλεάς των επί των δένδρων.

    Ευρεθέντες εις την θέσιν εκείνην εκλαύσαμεν επί πολύ• έπειτα διέταξα τους συντρόφους να στηρίξουν και στερεώσουν το πλοίον μας, εγώ δε έτριψα τα πυρεία{10} και ήναψα φωτιάν και παρεσκευάσαμεν δείπνον με ό,τι ευρέθη. Ήσαν δε γύρω μας πολλά και διαφόρων ειδών ψάρια και είχαμεν ακόμη από το νερόν το οποίον επήραμεν από τον Εωσφόρον.

    Την επομένην το πρωί, οσάκις ήνοιγε το στόμα του το κήτος εβλέπαμεν άλλοτε στερεάν, άλλοτε όρη, άλλοτε δε μόνον τον ουρανόν, πολλάκις δε και νήσους• διότι, ως ησθανόμεθα, το κήτος έτρεχε με ορμήν προς διάφορα μέρη της θαλάσσης. Αφού δε συνηθίσαμεν εις την διαμονήν εκείνην, παρέλαβα πέντε από τους συντρόφους και επροχώρησα εις το δάσος, θέλων να εξερευνήσω τα πάντα. Δεν είχα δε προχωρήσει πέντε σταδίους και συνήντησα ναόν του Ποσειδώνος, ως εφαίνετο εκ της επιγραφής, και μετ' ολίγον τάφους πολλούς με στήλας και πλησίον πηγήν με νερόν διαυγές. Συγχρόνως ηκούετο γαύγισμα σκύλου και καπνός εφαίνετο εις απόστασιν, εξ ου εμαντεύαμεν κάποιαν αγροτικήν κατοικίαν. Εταχύναμιν λοιπόν το βήμα και μετ' ολίγον βλέπομεν ένα γέροντα και ένα νέον, οι οποίοι με πολλήν επιμέλειαν ειργάζοντο εις μίαν πρασιάν και διωχέτευαν εις αυτήν νερόν από την πηγήν.

    Η συνάντησις εκείνη μας επροξένησε φόβον συγχρόνως και χαράν, και εσταθήκαμεν• και εκείνοι δε έπαθαν το ίδιον και μας παρετήρουν άφωνοι• έπειτα όμως ο γέρων είπεν• Ποίοι είσθε, ξένοι; Μήπως θαλάσσιοι θεοί ή άνθρωποι δυστυχείς όπως ημείς; Διότι ημείς από άνθρωποι κατοικούντες εις την στερεάν εγίναμεν τώρα θαλάσσιοι και πλέομεν ομού με αυτό το θηρίον, το οποίον μας έχει καταπιεί, χωρίς να γνωρίζωμεν ακριβώς την τύχην μας. Είμεθα νεκροί και νομίζομεν ότι ζώμεν. Εις αυτόν εγώ απήντησα• Και ημείς είμεθα άνθρωποι νεοφερμένοι, πατέρα• κατεπόθημεν προ ολίγων ημερών με ολόκληρον το σκάφος μας. Τώρα ήλθαμεν να ίδωμεν τι είνε μέσα εις αυτό το δάσος, το οποίον εφαίνετο εκτεταμένον και πυκνόν. Φαίνεται δε ότι κάποιος θεός μας ωδήγησε να σε συναντήσωμεν και να μάθωμεν ότι δεν είμεθα μόνοι φυλακισμένοι μέσα εις αυτό το θηρίον. Αλλά διηγήσου μας ποίος είσαι και πώς η τύχη σ' έφερεν εδώ. Αυτός όμως μας είπεν ότι πριν ή μας διηγηθή και μάθη τας δικάς μας περιπετείας, ενόει να μας προσφέρη τας τιμάς της φιλοξενίας, και μας ωδήγησεν εις την οικίαν του, η οποία ήτο αρκετά ευρύχωρος δι' αυτόν και τον υιόν του και είχε στρωμνάς εκ χόρτου και πάντα τα άλλα χρειώδη• μας προσέφερε δε λάχανα, ψάρια και οπωρικά και προσέτι μας εκέρασεν οίνον• αφού δ' εχορτάσαμεν, μας ηρώτησε περί των παθημάτων μας. Εγώ του διηγήθην τα πάντα κατά σειράν, την τρικυμίαν και όσα είδαμεν εις την νήσον και το εναέριον ταξείδι, τον πόλεμον και όλα τα άλλα μέχρις ότου μας ερρόφησε το κήτος. Με ήκουσε με πολύν θαυμασμόν, έπειτα δε μας διηγήθη τα δικά του. Είμαι Κύπριος την πατρίδα, ω ξένοι• αναχωρήσας δε χάριν εμπορίου από την πατρίδα μου ομού με το παιδί μου αυτό που βλέπετε και με πολλούς δούλους, εταξείδευα προς την Ιταλίαν με πλοίον μεγάλο, το οποίον είχα φορτώσει με πολλά και διάφορα εμπορεύματα. Θα είδατε ίσως τα συντρίμματά του εις το στόμα του κήτους. Έως εις την Σικελίαν επήγαμεν καλά• αλλ' εκεί μας πήρε ένας φοβερός άνεμος, ο οποίος εις τρεις ημέρας μας πήγε εις τον ωκεανόν, όπου μας συνήντησε το κήτος και μας εκατάπιε όλους με το πλοίον και μόνοι ημείς οι δύο εσώθημεν, οι δε λοιποί όλοι απέθαναν. Αφού δ' εθάψαμεν τους συντρόφους μας και εκτίσαμεν αυτόν τον ναόν του Ποσειδώνος, ζώμεν τον βίον που βλέπετε. Καλλιεργούμεν λάχανα και τρεφόμεθα με ψάρια και οπωρικά. Είνε δε μεγάλο, όπως βλέπετε, το δάσος, έχει και αμπέλια πολλά, από τα οποία γίνεται εξαίρετο κρασί. Θα είδατε δε ίσως και την πηγήν η οποία μας δίδει κάλλιστον και ψυχρότατον νερόν. Στρωμνήν κατασκευάζομεν από φύλλα και ανάπτομεν μεγάλας πυράς. Κυνηγούμεν δε πτηνά από τα εισερχόμενα εις το κήτος και συλλαμβάνομεν ζωντανά ψάρια, εξερχόμενοι εις τα σπάραχνα του θηρίου, όπου και λουόμεθα όταν θέλωμεν. Αλλά και λίμνη υπάρχει αλμυρά εις όχι μακράν απόστασιν, η οποία έχει περίμετρον είκοσι σταδίων και περιέχει παντοειδή ψάρια• εις αυτήν κολυμβούμεν και πλέομεν με μικρόν σκάφος το οποίον εγώ κατεσκεύασα. Έχουν δε περάσει από τον καιρόν που μας εκατέπιε το κήτος είκοσι επτά έτη. Και τα μεν άλλα ίσως είνε υποφερτά• αλλ' έχομεν γείτονας πολύ κακούς και ανυποφόρους, διότι είνε ακοινώνητοι και άγριοι. Πώς, είπα εγώ, είνε και άλλοι εις το κήτος;, Πολλοί, είπεν ο γέρων, και αφιλόξενοι και αλλόκοτοι κατά τας μορφάς. Τα δυτικά και τα προς την ουράν μέρη του δάσους κατοικούν οι Ταριχάνες, οι οποίοι έχουν μάτια χελιών και πρόσωπα καραβίδων• είνε λαός πολεμικός, θρασύς και τρώγει ωμά κρέατα• προς δε την αντίθετον πλευράν, την δεξιάν, κατοικούν οι Τριτωνομένδητες, των οποίων το μεν άνω μέρος ομοιάζει με άνθρωπον, το δε κάτω προς τους ξιφίας• ούτοι όμως είνε ολιγώτερον των άλλων κακοί. Τα προς ταριστερά κατέχουν οι Καρκινόχειρες και Θυνοκέφαλοι, οι οποίοι είνε μεταξύ των φίλοι και σύμμαχοι• τα μεσόγεια δε κατέχουν οι Παγουρίδαι και οι Ψητόποδες, μάχιμοι και πολύ ωκύποδες. Τα ανατολικά τα προς το στόμιον είνε κατά το πλείστον έρημα και τα σκεπάζει η θάλασσα• τα κατέχω δε εγώ, αντί φόρου πεντακοσίων στρειδιών τον οποίον κατ' έτος καταβάλλω εις τους Ψητόποδας. Τοιούτος είνε ο τόπος• πρέπει δε να σκεφθώμεν μαζή πώς θα δυνηθώμεν ν' ανταγωνισθώμεν προς τόσους λαούς διά να δυνηθώμεν να ζήσωμεν με ησυχίαν. Πόσοι είνε όλοι αυτοί; ηρώτησα. Περισσότεροι από χίλιοι, απήντησεν ο γέρων. Και τίνος είδους όπλα έχουν; Μόνον ψαροκόκκαλα. Τότε θα μας είνε εύκολον να τους πολεμήσωμεν, αφού ημείς έχομεν όπλα και αυτοί είνε άοπλοι. Και αν τους νικήσωμεν θα περάσωμεν του λοιπού άφοβα και ατάραχα. Απεφασίσαμεν τον πόλεμον και επιστρέψαντες εις το πλοίον εκάναμεν τας ετοιμασίας μας. Αιτία δε του πολέμου θα εγίνετο η άρνησις του φόρου, καθότι ήτο ο καιρός της πληρωμής. Και αυτοί μεν έστειλαν και εζήτουν τον φόρον, αυτός δε απεδίωξε τους απεσταλμένους με περιφρονητικήν απάντησιν.

    Πρώτοι λοιπόν οι Παγουρίδαι, ωργισμένοι εναντίον του Σκινθάρου (διότι αυτό ήτο το όνομα του γέροντος) εξεστράτευσαν με πολύν θόρυβον. Ημείς δε περιμένοντες την επίθεσιν, ωπλίσθημεν κ' επεριμέναμεν, αφού εβάλαμεν είκοσι πέντε άνδρας να ενεδρεύσουν. Είχαμεν δε παραγγείλει εις τους ενεδρεύοντας ν' αφήσουν τους εχθρούς να περάσουν και τότε να σηκωθούν• ούτω δε έπραξαν. Επιπεσόντες εκ των όπισθεν τους κατέσφαζαν• και ημείς δε, οι οποίοι ήμεθα επίσης είκοσι πέντε— διότι και ο Σκίνθαρος και ο υιός του είχον λάβει μέρος— επετέθημεν εκ του αντιθέτου μέρους και συμπλακέντες προς αυτούς επολεμήσαμεν λυσσωδώς. Επί τέλους τους ετρέψαμεν εις φυγήν και τους κατεδιώξαμεν μέχρι των τρωγλών των. Εφονεύθησαν δε από μεν τους εχθρούς εκατόν εβδομήκοντα, από ημάς δε ο πλοίαρχος, ο οποίος ελογχίσθη εις την ράχην με κόκκαλον μπαρμπουνιού.

    Εκείνην την ημέραν και την νύκτα εμείναμεν εις το στρατόπεδον και ως τρόπαιον εστήσαμεν μίαν ραχοκοκκαλιάν δελφίνος, την οποίαν εκαρφώσαμεν εις την γην. Την επομένην και οι άλλοι μαθόντες τα γενόμενα ήλθαν να μας πολεμήσουν. Και το μεν δεξιόν κέρας κατείχον οι Ταριχάνες, αρχηγόν έχοντες τον Πήλαμον, το δε αριστερόν οι Θυνοκέφαλοι και το μέσον οι Καρκινόχειρες. Οι Τριτωνομένδητες έμενον ήσυχοι και ουδέτεροι. Τους επεριμέναμεν πλησίον του ναού του Ποσειδώνος και επετέθημεν με πολύν αλαλαγμόν• αντήχει δε το εσωτερικόν του κήτους, καθώς τα σπήλαια. Κατατροπώσαντες αυτούς, καθότι ήσαν άοπλοι, τους κατεδιώξαμεν εις το δάσος και εγίναμεν του λοιπού κύριοι του τόπου. Μετ' ολίγον έστειλαν κήρυκας διά να πάρουν τους νεκρούς των και να ζητήσουν ειρήνην. Ημείς όμως δεν εκρίναμεν καλόν να συνθηκολογήσωμεν, αλλά την επιούσαν επιτεθέντες εκ νέου τους κατεσφάξαμεν όλους, εκτός των Τριτωνομενδήτων. Αλλά και αυτοί, όταν είδαν τα γενόμενα, διέφυγαν από τα σπάραχνα του κήτους και έπεσαν εις την θάλασσαν. Ημείς δε καταλαβόντες τον τόπον, ο οποίος έμεινεν έρημος από τους εχθρούς, εζώμεν του λοιπού ησύχως κ' επερνούσαμεν τον καιρόν μας εις ασκήσεις και κυνήγια, καλλιεργούντες ταμπέλια και συγκομίζοντες τους καρπούς των δένδρων• εν γένει δε ωμοιάζαμεν με ανθρώπους οίτινες καλοπερνούν χωρίς δεσμά εις φυλακήν μεγάλην, από την οποίαν η φυγή είνε αδύνατος.

    Επί έν έτος και οκτώ μήνας εζήσαμεν κατ' αυτόν τον τρόπον. Την δε πέμπτην ημέραν του ενάτου μηνός κατά το δεύτερον του στόματος άνοιγμα — διότι το κήτος ήνοιγε μίαν φοράν κάθε ώραν το στόμα του, ώστε από τα ανοίγματα εσυμπεραίναμεν τας ώρας — κατά το δεύτερον λοιπόν, ως είπα, άνοιγμα, έξαφνα ηκούσθη βοή μεγάλη και θόρυβος και ως ναυτικά παραγγέλματα και κωπηλασίαι. Εκπλαγέντες ανέβημεν συρόμενοι έως εις το στόμα του θηρίου και σταματήσαντες οπίσω των οδόντων είδαμεν το παραδοξότερον εξ όλων των θεαμάτων, τα οποία είδα εις την ζωήν μου• κάτι ανθρώπους υψηλούς έως μισόν στάδιον επάνω εις νήσους μεγάλας, αι οποίαι έπλεον ως τριήρεις. Και γνωρίζω μεν ότι θα διηγηθώ πράγματα τα οποία θα φανούν απίθανα, αλλ' όμως θα τα διηγηθώ.

    Τα νησιά εκείνα ήσαν επιμήκη, όχι πολύ υψηλά και είχαν έκαστον περίμετρον εκατόν περίπου σταδίων• επ' αυτών δ' ευρίσκοντο από τους ανθρώπους εκείνους περί τους εκατόν είκοσι. Εκ τούτων άλλοι καθήμενοι εις τα πλάγια των νήσων κατά γραμμήν εκωπηλάτουν, μεταχειριζόμενοι ως κουπιά κυπαρίσσια μεγάλα, με τους κλάδους και τα φύλλα των, όπως ήσαν. Εις δε το οπίσω μέρος, εις την πρύμνην τρόπον τινά, εστέκετο επί λόφου υψηλού ο κυβερνήτης και εκράτει χάλκινον πηδάλιον, το οποίον είχε μήκος πέντε σταδίων. Εις την πρώραν έως τεσσαράκοντα εξ αυτών ωπλισμένοι επολέμουν• και ήσαν καθ' όλα όμοιοι με ανθρώπους, εκτός της κόμης των, η οποία ήτο φωτιά και ανέδιδε φλόγας• ώστε δεν είχαν και ανάγκην από περικεφαλαίας. Ως πανιά εχρησίμευον τα δένδρα, τα οποία ήσαν πολλά και πυκνά εις εκάστην νήσον• ο άνεμος πνέων εις το δάσος το εφούσκωνε και ώθει την νήσον όπου ήθελεν ο κυβερνήτης. Τους κωπηλάτας διηύθυνε κελευστής και αι νήσοι εκινούντρ κατά την κωπηλασίαν με ταχύτητα, όπως τα στενόμακρα πλοία.

    Κατ' αρχάς εβλέπαμεν δύο ή τρεις τοιαύτας νήσους, αλλ' έπειτα εφάνησαν έως εξακόσιαι και παραταχθείσαι εις δύο γραμμάς επολέμουν και εναυμάχουν. Πολλαί συνεκρούοντο πρώραν με πρώραν, πολλαί δε και διαπερασθείσαι κατεβυθίζοντο. Άλλαι συμπλεκόμεναι δυνατά εμάχοντο και δυσκόλως εχωρίζοντο. Οι παρατεταγμένοι εις την πρώραν εμάχοντο με πολύ θάρρος και εισπηδώντες εις τα αντίπαλα νησιά εφόνευον• αιχμαλώτους δεν συνελάμβανον. Αντί σιδηρών χειρών{11} έρριπτον οι μεν προς τους δε πολύποδας μεγάλους δεμένους, οι οποίοι περιπλεκόμενοι εις τα δένδρα εκράτουν και έσυρον ολόκληρον την νήσον. Ως βλήματα δε μετεχειρίζοντο και έρριπτον κατ' αλλήλων όστρεα έχοντα μέγεθος αμάξης και σπόγγους μεγέθους στρέμματος.

    Αρχηγόν είχον οι μεν τον Αιολοκένταυρον, οι δε τον Θαλασσοπότην. Φαίνεται δε ότι η μάχη έγινεν εξ αιτίας μιας αρπαγής• ελέγετο ότι ο θαλασσοπότης ήρπασε πολλά κοπάδια δελφίνων του Αιολοκενταύρου. Από τας κραυγάς των μαχομένων εμάθαμεν την αιτίαν του πολέμου, ως και τα ονόματα των βασιλέων.

    Επί τέλους ενίκησαν οι με τον Αιολοκένταυρον και εβύθισαν περί τας εκατόν πεντήκοντα νήσους των αντιπάλων, τρεις δε άλλας συνέλαβον με τα πληρώματά των. Οι νικηταί τους κατεδίωξαν μέχρι τινός, επειδή δε επλησίαζε να νυκτώση επέστρεψαν διά τα ναυάγια και τα περισσότερα συνέλεξαν• ανέσυραν δε και τα δικά των, διότι και δικαί των νήσοι εβυθίσθησαν όχι ολιγώτεραι των ογδοήκοντα. Ανήγειραν και τρόπαιον της νησομαχίας μίαν των εχθρικών νήσων, την οποίαν εκάρφωσαν επί της κεφαλής του κήτους. Και εκείνην την νύκτα έμειναν γύρω εις το κήτος, δέσαντες εις αυτό τα πλοία των και πλησίον αυτού αγκυροβολήσαντες. Είχον δε αγκύρας μεγάλας υαλίνας, στερεάς. Την επομένην τελέσαντες θυσίας επί του κήτους και θάψαντες τους νεκρούς των επ' αυτού, απέπλευσαν χαίροντες και ψάλλοντες άσματα ομοιάζοντα με νικητήρια. Αυτά έγιναν κατά την νησομαχίαν.

    ΑΛΗΘΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
    Βιβλίον Δεύτερον

    Έκτοτε η εντός του κήτους ζωή μου έγινεν ανυπόφορος και εζήτουν να εύρω τρόπον διά να δυνηθώμεν να εξέλθωμεν. Κατ' αρχάς εσκέφθημεν να τρυπήσωμεν το δεξιόν τοίχωμα και ν' αποδράσωμεν• και ηρχίσαμεν να σκάπτωμεν• αλλ' αφού εις μάτην εφθάσαμεν εις βάθος πέντε σταδίων, επαύσαμεν να σκάπτωμεν, απεφασίσαμεν δε να καύσωμεν το δάσος, διότι ούτω ήτο πιθανόν ν' αποθάνη το κήτος και τότε θα μας ήτο εύκολον να εξέλθωμεν. Αρχίσαντες λοιπόν από τα προς την ουράν μέρη επυρπολούμεν. Αλλ' επί επτά ημέρας και νύκτας το κήτος εφαίνετο ότι δεν ησθάνετό το κάψιμον• την ογδόην όμως και την εννάτην εννοήσαμεν ότι είχεν αρχίσει ν' αρρωσταίνη• εβράδυνε ν' ανοίγη το στόμα και οσάκις το ήνοιγε ταχέως το έκλειε. Την δεκάτην δε και ενδεκάτην είχεν απονεκρωθή και ήρχιζε ναναδίδη δυσωδίαν. Την δωδεκάτην μόλις επρόφθάσαμεν να σκεφθώμεν ότι εάν δεν του εθέταμεν σφηνώματα μεταξύ των δύο σιαγόνων εφ' όσον ακόμη έχασκε, ώστε να μη κλείση εντελώς το στόμα, εκινδυνεύαμεν να κλεισθώμεν εντός αυτού, όπως ήτο νεκρόν και ναποθάνωμεν. Αφού λοιπόν υπεστηρίξαμεν την άνω σιαγόνα του με ξύλα μεγάλα, επεσκευάσαμεν το πλοίον μας και το εφωδιάσαμεν με πολύ νερόν και τα λοιπά χρειώδη. Θα το εκυβέρνα δε ο Σκίνθαρος.

    Την επομένην το μεν κήτος είχεν ήδη τελείως αποθάνει• ημείς δε σύραντες το πλοίον το επεράσαμεν από τα διαστήματα των σιαγόνων• έπειτα το εδέσαμεν εις τα δόντια του κήτους και σιγά σιγά το κατεβάσαμεν εις την θάλασσαν. Ανέβημεν μετά τούτο εις την ράχην του κήτους και αφού προσεφέραμεν θυσίαν εις τον Ποσειδώνα πλησίον του τροπαίου, εμείναμεν εκεί επί τρεις ημέρας, διότι ήτο γαλήνη, και την τετάρτην απεπλεύσαμεν. Και συνηντήσαμεν πολλούς νεκρούς εκ της ναυμαχίας επιπλέοντας• το πλοίον μας προσέκρουεν εις αυτούς και καταμετρούντες τα σώματα των εθαυμάζαμεν.

    Επί τινας ημέρας εταξειδεύαμεν με άνεμον μέτριον, έπειτα όμως έπνευσε σφοδρός βορράς και έγινε δριμύτατον ψύχος, το οποίον επάγωσεν όλον το πέλαγος, όχι μόνον εις την επιφάνειαν, αλλά και εις βάθος έως τετρακοσίων οργυιών• ώστε εξελθόντες επεριπατούμεν εις τον πάγον. Επειδή δε ο άνεμος δεν έπαυε και ήτο ανυπόφορος εκάμαμεν το εξής κατά πρότασίν του Σκινθάρου. Εσκάψαμεν τον πάγον και κατεσκευάσαμεν σπήλαιον ευρυχωρότατον κ' εντός αυτού εμείναμεν επί τριάκοντα ημέρας, ανάπτοντες φωτιάν και τρεφόμενοι από ψάρια τα οποία ευρίσκαμεν εντός του πάγου.

    Αλλ' επειδή ήρχισαν να μας λείπουν τα τρόφιμα, εξήλθαμεν και αποσπάσαντες εκ του πάγου το πλοίον εκάμαμεν πανιά και εσυρόμεθα επί του πάγου, ως να επλέαμεν ομαλά και ατάραχα. Την πέμπτην ημέραν είχεν ήδη γίνει καλοκαιρία, ο πάγος διελύετο και η θάλασσα επανήρχετο εις την φυσικήν της κατάστασιν. Αφού δ' επλεύσαμεν έως τριακοσίους σταδίους, επλησιάσαμεν εις νήσον μικράν και ακατοίκητον, από την οποίαν επήραμεν νερόν, διότι το είχαμεν ήδη εξαντλήσει και φονεύσαντες δύο αγρίους ταύρους απεπλεύσαμεν. Οι ταύροι δε εκείνοι δεν είχον τα κέρατα επί της κεφαλής, αλλά κάτω των οφθαλμών, όπως ήθελεν ο Μώμος.

    Μετ' ολίγον εισήλθαμεν εις πέλαγος όχι νερού, αλλά γάλακτος• εφαίνετο δε εντός αυτού νήσος λευκή κατάφυτος από αμπέλους. Ήτο δε η νήσος εκείνη τυρί τεράστιον, πολύ στερεοποιημένον, ως κατόπιν όταν εφάγαμεν είδαμεν, και είχε περίμετρον είκοσι πέντε σταδίων. Τα κλήματα ήσαν κατάφορτα από σταφύλια, τα οποία όμως ως χυμόν είχον όχι οίνον, αλλά γάλα και στίβοντες αυτά επίναμεν. Εις το μέσον της νήσου υπήρχε ναός της νηρηίδος Γαλατείας, ως εφαίνετο εκ της επιγραφής. Όσον λοιπόν καιρόν εμείναμεν εκεί μας εχρησίμευεν ως τροφή η γη, ποτόν δε το γάλα των σταφυλών. Ελέγετο ότι εβασίλευεν εις τα μέρη εκείνα η Τυρώ η κόρη του Σαλμονέως. Αυτήν την αποζημίωσιν έλαβε παρά του Ποσειδώνος διά την παρ' αυτού εγκατάλειψίν της.

    Εις την νήσον εκείνην εμείναμεν επί πέντε ημέρας και την έκτην ανεχωρήσαμεν, ωθούμενοι υπό ελαφρού ανέμου επί λείας θαλάσσης• την δε ογδόην ημέραν, ότε πλέον είχαμεν εξέλθει από το γάλα και επλέαμεν εις αλμυρά και κυανά νερά, βλέπομεν ανθρώπους πολλούς να βαδίζουν εις την επιφάνειαν της θαλάσσης. Ησαν καθ' όλα όμοιοι με ημάς, εκτός των ποδών διότι είχον πόδας από φελλόν, ένεκα δε τούτου, υποθέτω, και Φελλόποδες ωνομάζοντο. Ο θαυμασμός μας ήτο πολύς ενώ τους εβλέπαμεν να μη βυθίζωνται, αλλά να στέκωνται επάνω εις τα κύματα και αφόβως να βαδίζουν. Μας επλησίασαν δε και μας εχαιρέτων εις Ελληνικήν γλώσσαν και μας έλεγαν ότι επήγαιναν εις την Φελλώ την πατρίδα των. Και μέχρι τινός συνωδοιπόρουν με ημάς βαδίζοντες πλησίον του πλοίου• έπειτα επήραν άλλον δρόμον, αφού μας ηυχήθησαν καλό ταξείδι.

    Μετ' ολίγον εφάνησαν πολλαί νήσοι• πλησίον και προς ταριστερά η Φελλώ, όπου εκείνοι επορεύοντο, πόλις κτισμένη επί μεγάλου και στρογγυλού φελλού• μακρύτερα και μάλλον δεξιά πέντε πολύ μεγάλαι και υψηλαί, από τας οποίας ανεδίδοντο μεγάλαι φλόγες• προς την πρώραν μας εφαίνετο άλλη, πλατεία και χαμηλή, η οποία θα είχεν έκτασιν όχι μικροτέραν των πεντακοσίων σταδίων. Ήδη ήμεθα πλησίον αυτής και θαυμαστή πνοή, ευώδης και ευχάριστος, ήλθεν εξ αυτής και μας περιέλουσε, ομοία με την ευωδίαν την οποίαν, κατά τον Ηρόδοτον, αισθάνονται οι ταξειδεύοντες όταν πλησιάζουν εις την ευδαίμονα Αραβίαν. Αρώματα ρόδων, ναρκίσσων, υακίνθων, κρίνων και μενεξέδων, προσέτι δε μυρσίνης και δάφνης και αμπελάνθης υπήρχον εις την ευωδίαν εκείνην. Ευχαριστηθέντες από την γλυκείαν εκείνην οσμήν και ελπίζοντες ότι μετά τόσας ταλαιπωρίας θ' ανέτελλον επί τέλους και ευτυχείς ημέραι δι' ημάς, επλησιάσαμεν εις την νήσον. Είδαμεν δε ότι εξ όλων των μερών είχε λιμένας πολλούς και ασφαλείς και μεγάλοι ποταμοί εκύλιον ησύχως τα καθαρά νερά των εις την θάλασσαν. Εβλέπαμεν προσέτι λειβάδια και δάση και πτηνά, εκ των οποίων άλλα μεν εκελάδουν εις τας παραλίας, αλλά δε επί των κλάδων. Αήρ ελαφρός και καθαρός περιέβαλλε την χώραν• και αύραι γλυκείαι διαπνέουσαι ήσυχα το δάσος εσάλευον τους κλάδους και το φύλλωμα, ούτως ώστε να σχηματίζεται μία συνεχής αρμονία, ως εκείναι τας οποίας διαχύνουν εις την ερημίαν οι αυλοί των βουκόλων. Αλλά και βοή πολύφωνος ηκούετο, όχι όμως θορυβώδης, αλλ' όπως εις τα συμπόσια, όπου εις τους ήχους των αυλών και της κιθάρας αναμιγνύονται οι έπαινοι και τα χειροκροτήματα των συμποτών.

    Με τοιαύτας ευχαρίστους εντυπώσεις εφθάσαμεν• αφού δ' ερρίψαμεν άγκυραν εξήλθαμεν, αφήσαντες εις το πλοίον τον Σκίνθαρον και δύο εκ των συντρόφων. Ενώ δε διεβαίναμεν από λειμώνα καταστόλιστον από άνθη, συνηντήσαμεν τους φρουρούς του τόπου, οι οποίοι μας έδεσαν με ροδοστεφάνους—διότι αυτοί είνε τα μεγαλείτερα δεσμά εις τον τόπον εκείνον—και μας ωδήγησαν προς τον άρχοντα της χώρας. Καθ' οδόν μας επληροφόρησαν ότι η νήσος είνε η λεγομένη των Μακάρων, άρχων δε ο Κρης Ραδάμανθυς. Οδηγηθέντες λοιπόν ενώπιον αυτού ελάβαμεν τετάρτην θέσιν μεταξύ των μελλόντων να δικασθούν. Ήτο δε η πρώτη δίκη περί Αίαντος του Τελαμώνος, αν έπρεπε να μένη μετά των ηρώων ή όχι• διότι κατηγορείτο ότι είχε παραφρονήσει και αυτοκτονήσει. Αφού δε πολλά ελέχθησαν υπέρ και κατά, ο Ραδάμανθυς απεφάσισε να παραδοθή ο Αίας εις τον Κώον Ιπποκράτην τον ιατρόν και αφού πίη αρκετόν ελλέβορον και επανέλθη εις τα λογικά του, να γίνη δεκτός εις την μακαριότητα. Η δευτέρα δίκη ήτον ερωτική μεταξύ Θησέως και Μενελάου περί της Ελένης, φιλονεικούντων ποίος να συνοική μετ' αυτής. Ο Ραδάμανθυς απεφάνθη υπέρ του Μενελάου, αφού ούτος τόσα έπαθε και τόσους κινδύνους διέτρεξεν εξ αιτίας του μετά της Ελένης γάμου• άλλως τε δε ο Θησεύς είχε και άλλας γυναίκας, την Αμαζόνα και τας θυγατέρας του Μίνωος. Τρίτη εδικάσθη η περί πρωτείων διένεξις μεταξύ Αλεξάνδρου και Αννίβα του Καρχηδονίου• και ανεγνωρίσθη η υπεροχή του Αλεξάνδρου, του εστήθη δε θρόνος πλησίον του βασιλέως των Περσών Κύρου του αρχαιοτέρου.

    Έπειτα ήλθε και η σειρά μας• και ο Ραδάμανθυς μας ηρώτησε πώς ημείς ζώντες εισήλθαμεν εις τον ιερόν εκείνον χώρον ημείς δε διηγήθημεν όλην μας την ιστορίαν. Μας διέταξε τότε ν' αποσυρθώμεν και έπειτα επί πολλήν ώραν συνεσκέπτετο με τους συνέδρους του• ήσαν δε ούτοι πολλοί και μεταξύ αυτών ο Αθηναίος Αριστείδης. Επί τέλους απεφασίσθη διά μεν την περιέργειαν και την αδιάκριτον επίσκεψίν μας εις την νήσον των Μακάρων να δώσωμεν λόγον αφού αποθάνωμεν• τώρα δε να μείνωμεν επί ωρισμένον καιρόν εις την νήσον μετά των ηρώων και έπειτα ναναχωρήσωμεν• μας ώρισε δε την προθεσμίαν της διαμονής όχι ανωτέραν των επτά μηνών.

    Τότε ελύθησαν μόνα των τα άνθινα δεσμά μας και ελεύθεροι ωδηγήθημεν εις την πόλιν και εις το συμπόσιον των Μακάρων. Ήτο δε η πόλις εκείνη όλη χρυσή με τείχη σμαράγδινα και είχεν επτά πύλας, όλας από κανέλλαν μονοκόμματην. Το έδαφος της πόλεως και όλη η εντός του τείχους γη ήτο στρωμένη μ' ελεφαντοκόκκαλον• υπήρχον δε ναοί όλων των θεών κτισμένοι με βήρυλλον λίθον και βωμοί εντός αυτών εκ μεγίστων αμεθύστων μονολίθων, επί των οποίων τελούν τας μεγάλας θυσίας. Γύρω εις την πόλιν τρέχει ποταμός αρώματος εκ του εκλεκτοτέρου, ο οποίος έχει πλάτος εκατόν βασιλικών πήχεων, βάθος δε πεντήκοντα, ώστε και πλωτός είνε. Τα δε λουτρά των εκεί είνε μεγάλα υάλινα οικοδομήματα, υπό τα οποία καίεται κανέλλα διά να θερμαίνωνται• αντί δε νερού εις τους λουτήρας υπάρχει δρόσος θερμή. Ως ένδυμα φορούν οι κάτοικοι ιστούς αράχνης λεπτούς και πορφυρούς. Αλλά δεν έχουν σώματα• είνε άσαρκοι και άυλοι, μόνον δε μορφήν και ιδέαν παρουσιάζουν• μολονότι όμως είνε ασώματοι, έχουν υπόστασιν, κινούνται και σκέπτονται και ομιλούν, εν γένει δε φαίνεται ότι η ψυχή των περιφέρεται γυμνή, περιβεβλημένη ομοίωμα του σώματός των και αν δεν τους εγγίσετε, δεν εννοείτε ότι δεν είνε σώμα αυτό που βλέπετε. Είνε ως σκιαί όρθιαι, αλλ' όχι μαύραι.

    Κανείς δεν γηράσκει εις την νήσον των Μακάρων, αλλά μένει έκαστος εις την ηλικίαν την οποίαν έχει όταν έρχεται. Αλλ' ούτε νυκτώνει{12} εκεί, ούτε η ημέρα είνε πολύ φωτεινή. Το επικρατούν φως είνε όπως το λυκαυγές, το μεταξύ της αυγής και της ανατολής του ηλίου. Μίαν δε μόνην ώραν του έτους γνωρίζουν• έχουν παντοτεινήν άνοιξιν και ο μόνος άνεμος όστις πνέει είνε ο ζέφυρος. Την χώραν στολίζουν όλων των ειδών τα άνθη, όλα τα φυτά και τα δένδρα τα ήμερα και τα διά σκιάν χρησιμεύοντα. Τα κλήματα είνε δωδεκάφορα και καρποφορούν κάθε μήνα• διά δε τας ροιάς, τας μηλέας και τα άλλα οπωροφόρα δένδρα μας έλεγαν ότι καρποφορούν δέκα τρεις φοράς• διότι ένα μήνα, όστις προς τιμήν του Μίνωος ονομάζεται Μινώος, καρποφορούν δύο φοράς. Αντί σίτου τα στάχυα παράγουν άρτον, όστις παρουσιάζεται εις την κορυφήν αυτών ως μανιτάρια. Πλησίον της πόλεως υπάρχουν πηγαί νερού τριακόσιαι εξήκοντα πέντε, μέλιτος δε άλλαι τόσαι και αρωμάτων πεντακόσιαι, αλλά μικρότεραι αυταί. Υπάρχουν επίσης επτά ποταμοί γάλακτος και οίνου οκτώ.

    Το δε συμπόσιον γίνεται έξω της πόλεως εις το λεγόμενον Ηλύσιον πεδίον, το οποίον είνε ωραιότατον λειβάδι και γύρω εις αυτό δάσος πυκνόν από παντοειδή δένδρα, τα οποία σκιάζουν τους συμποσιάζοντας. Ως στρωμνήν έχουν τα άνθη της γης. Τους υπηρετούν δε οι άνεμοι και κομίζουν παν ό,τι ζητήσουν οι συμπόται και μόνον δεν κερνούν, διότι τούτο είνε περιττόν. Γύρω εις το μέρος όπου γίνονται τα γεύματα υπάρχουν μεγάλα υάλινα δένδρα από διαυγεστάτην ουσίαν, καρποί δε των δένδρων τούτων είνε ποτήρια παντοειδή και κατά τα σχήματα και κατά τα μεγέθη. Ο ερχόμενος λοιπόν εις το συμπόσιον τρυγά έν ή δύο εκ των ποτηρίων τούτων και τα θέτει πλησίον του, αυτά δε παρευθύς γεμίζουν οίνον. Κατ' αυτόν τον τρόπον πίνουν. Αντί δε να φορούν στεφάνους, ταηδόνια και τα άλλα μουσικά πτηνά ανθολογούν με τα ράμφη των, από τα πλησίον λειβάδια και έπειτα πετούν υπεράνω αυτών και τους ραντίζουν, συγχρόνως δε κελαδούν. Αλλά και αρωματίζονται κατά τον εξής τρόπον νέφη πυκνά απορροφούν αρώματα εκ των πηγών και του ποταμού και έπειτα έρχονται και σταματούν υπεράνω του συμποσίου και ελαφρώς συνθλιβόμενα υπό των ανέμων ρίπτουν λεπτήν, ως δρόσον, ευώδη βροχήν.

    Κατά την διάρκειαν του δείπνου τέρπουν την ακοήν των μουσική και άσματα. Συνήθως άδονται τα Ομηρικά έπη• εκεί δ' ευρίσκεται και ο Όμηρος και συντρώγει πλησίον του Οδυσσέως. Οι ωδικοί χοροί αποτελούνται από παίδας και παρθένους• διευθύνουν δε τους χορούς και άδουν συγχρόνως ο Λοκρός Εύνομος, ο Λέσβιος Αρίων, ο Ανακρέων και ο Στησίχορος• διότι και ούτος ευρίσκεται εκεί, συνεφιλιώθη δε ήδη με την Ελένην. Όταν ούτοι παύσουν να άδουν, δεύτερος χορός παρουσιάζεται αποτελούμενος εκ κύκνων, χελιδόνων και αηδόνων. Άμα δε και ούτοι κελαδήσουν, όλον το δάσος αυλεί συνοδευόντων των ανέμων. Αλλά την μεγαλειτέραν ευθυμίαν δίδουν εις αυτούς δύο πηγαί, ευρισκόμεναι πλησίον εις τον τόπον του συμποσίου• η μία εκ των πηγών τούτων είνε του γέλωτος, η δε άλλη της ηδονής. Εξ αυτών πίνουν όλοι κατά την αρχήν του γεύματος και ούτω καθ' όλην την διάρκειαν αυτού γελούν και ευθυμούν.

    Τώρα θα αναφέρω και τους επιφανείς τους οποίους είδα μεταξύ των Μακάρων• ήσαν εκεί όλοι οι ημίθεοι και οι εκστρατεύσαντες κατά της Τρωάδος, εκτός του Λοκρού Αίαντος• ελέγετο δε ότι μόνον αυτός εκολάζετο εις τον χώρον των ασεβών{13}. Εκ των βαρβάρων είδα και τους δύο Κύρους, τον Σκύθην Ανάχαρσιν και τον Θράκα Δάμολξιν και τον Νουμάν τον Ιταλόν• εκτός δε τούτων τον Σπαρτιάτην Λυκούργον και τους Αθηναίους Φωκίωνα και Τέλλον και τους σοφούς εκτός του Περιάνδρου {14}. Είδα δε και τον Σωκράτην του Σωφρονίσκου φλυαρούντα μετά του Νέστορος και Παλαμήδου• και πλησίον του ήσαν ο Λακεδαιμόνιος Υάκινθος, ο Θεσπιεύς Νάρκισσος, ο Ύλας και άλλοι πολλοί και ωραίοι. Μου εφάνη δε ότι ήτο ερωτευμένος με τον Υάκινθον, διότι ως επί το πολύ με αυτόν συνεζήτει και τον ήλεγχε. Ελέγετο ότι ήτο θυμωμένος εναντίον του ο Ραδάμανθυς και πολλάκις τον εφοβέρισε ότι θα τον αποπέμψη εκ της νήσου αν εξακολουθή να φλυαρή και δεν θελήση ν' αφήση την ειρωνείαν και να ευωχήται μετά των άλλων. Μόνον ο Πλάτων δεν ήτο εκεί, ελέγετο δε ότι διέμενεν εις την πόλιν την οποίαν είχε πλάσσει με την φαντασίαν του και εις την οποίαν εφήρμοσε το πολιτικόν σύστημα και τους νόμους τους οποίους συνέγραψε. Οι περισσότερον τιμώμενοι ήσαν ο Αρίστιππος και ο Επίκουρος και οι μαθηταί των, διότι ήσαν μειλίχιοι, χαριτωμένοι και καλοί συμπόται. Εκεί ήτο και ο εκ Φρυγίας Αίσωπος, τον οποίον μεταχειρίζονται ως γελωτοποιόν. Ο δε Διογένης ο Σινωπεύς τόσον μετέβαλε χαρακτήρα, ώστε ενυμφεύθη την εταίραν Λαΐδα, πολλάκις δε μεθύων χορεύει και πράττει διαφόρους ανοησίας της μέθης.

    Εκ των Στωικών δεν ήτο κανείς εκεί• διότι, ως ελέγετο, εξακολουθούν ν' αναβαίνουν τον ανηφορικόν δρόμον της αρετής• ηκούσαμεν δε λεγόμενον και περί του Χρυσίππου ότι δεν θα του επιτραπή να εισέλθη εις την νήσον πριν ή πίη τετράκις ελλέβορον. Περί των Ακαδημαϊκών ελέγετο ότι ήθελον μεν να έλθουν, αλλ' εδίσταζον ακόμη και εσκέπτοντο• διότι δεν ηδύναντο να εννοήσουν ότι υπάρχει τοιαύτη νήσος. Άλλως τε νομίζω ότι εφοβούντο και την κρίσιν του Ραδαμάνθυος, καθ' ότι είχον αναιρέσει και το κριτήριον. Τινές εν τοσούτω εξ αυτών ελέγετο ότι είχον αποφασίσει και ηκολούθησαν τους ερχομένους, αλλ' εκ νωθρότητος καθυστέρησαν και επειδή δεν εννόουν εγύρισαν εκ του μέσου της οδού {15}.

    Αυτοί ήσαν οι αξιολογώτεροι εκ των ευρισκομένων εκεί. Τιμάται δε προ πάντων ο Αχιλλεύς και κατά δεύτερον λόγον ο Θησεύς. Όσον δε αφορά τα αφροδίσια, αυτά γίνονται φανερά με γυναίκας και αρσενικούς υπό τας όψεις όλων και ουδόλως θεωρείται τούτο αισχρόν• μόνον δε ο Σωκράτης ωρκίζετο ότι αι σχέσεις του με τους νέους ήσαν αγναί, αλλ' όλοι τον κατηγόρουν ως επίορκον• πολλάκις δε ο Υάκινθος ή ο Νάρκισσος ωμολόγουν και αυτός ηρνείτο. Αι γυναίκες είνε όλαι κοιναί και ουδείς φθονεί τον άλλον, και κατά τούτο όλοι ακολουθούν την γνώμην του Πλάτωνος. Αλλά και οι νέοι παρέχουν παν ό,τι ζητείται παρ' αυτών και ουδέποτε αντιλέγουν.

    Δεν είχον περάσει δύο ή τρεις ημέραι από της αφίξεώς μας ότε επήγα προς τον Όμηρον τον ποιητήν και επειδή και οι δύο δεν είχαμεν καμμίαν ασχολίαν τον ηρώτησα περί πολλών και περί της πατρίδος του• του είπα δε ότι τούτο ήτο μέγα ζήτημα εις την Ελλάδα. Μου απήντησεν ότι και αυτός εγνώριζεν ότι άλλοι μεν τον νομίζουν Χίον, άλλοι δε Σμυρναίον, πολλοί δε και Κολοφώνιον• αλλά μου είπεν ότι είνε Βαβυλώνιος και εις την πατρίδα του ονομάζεται όχι Όμηρος αλλά Τιγράνης• επειδή δε βραδύτερον εδόθη ως όμηρος εις τους Έλληνας, ήλλαξεν ονομασίαν. Τον ηρώτησα προσέτι περί των αμφισβητουμένων στίχων, εάν έχουν γραφή παρ' αυτού• και αυτός μου απήντησεν ότι όλοι είνε δικοί του. Εγώ δεν ηδυνήθην τότε να μη κατηγορήσω τας σαχλολογίας των γραμματικών Ζηνοδότου και Αριστάρχου.

    Αφού μου είπεν αρκετά περί τούτων, πάλιν τον ηρώτησα διατί ήρχισε την Ιλιάδα από την μήνιν του Αχιλλέως• αυτός δε μου απήντησεν ότι αυτή η ιδέα του ήλθε πρώτη και δεν το έκαμεν από σκοπού. Ηθέλησα να μάθω και τούτο, εάν έγραψε προ της Ιλιάδος την Οδύσσειαν, ως διατείνονται οι περισσότεροι, αλλ' αυτός εβεβαίωσε το εναντίον. Ότι δε ούτε τυφλός ήτο, το οποίον επίσης λέγεται περί αυτού, ήτο περιττόν και να το ερωτήσω, διότι έβλεπε.

    Και άλλοτε πολλάκις μετέβαινα και τον έβρισκα οσάκις τον έβλεπα ευκαιρούντα• αυτός δε πάντοτε μου απεκρίνετο με προθυμίαν, μάλιστα μετά την δίκην εις την οποίαν ενίκησε. Διότι είχε καταγγελθή υπό του Θερσίτου επί εξυβρίσει δι' όσα τον έσκωψεν εις τα ποιήματά του• ενίκησε δε ο Όμηρος, υπέρ του οποίου συνηγόρησε και ο Οδυσσεύς.

    Κατά τας ημέρας εκείνας ήλθε και ο Πυθαγόρας ο Σάμιος, αφού υπέστη επτά μετεμψυχώσεις, ζήσας εντός ισαρίθμων ζώων, και εξετέλεσεν ούτω τας περιόδους τας οποίας εκάστη ψυχή, κατά τας θεωρίας του, διέρχεται. Ήτο δε χρυσούν ολόκληρον το δεξιόν ήμισυ του σώματός του. Και έγεινε μεν δεκτός μεταξύ των Μακάρων, αλλ' υπήρχεν ακόμη αμφιβολία περί του πώς έπρεπε να ονομάζεται, Πυθαγόρας ή Εύφορβος. Ήλθε και ο Εμπεδοκλής, περίκαυστος και έχων ολόκληρον το σώμα ψημένον• δεν έγεινεν όμως δεκτός καίτοι πολύ ικέτευε. Μετά τινα καιρόν έγειναν οι αγώνες, οίτινες ονομάζονται Θανατούσια. Ήσαν δε αγωνοθέται ο Αχιλλεύς και ο Θησεύς, ο μεν πρώτος διά πέμπτην φοράν, ο δε δεύτερος δι' εβδόμην. Διά να μη μακρηγορήσω δε διηγούμενος τα καθέκαστα, περιορίζομαι εις τα κυριώτερα των γενομένων. Εις την πάλην ενίκησεν ο Κάρος ο εκ του Ηρακλέους καταγόμενος και κατέβαλε τον Οδυσσέα. Εις την πυγμήν ανεδείχθησαν ισόπαλοι Άρειος ο Αιγύπτιος, ο οποίος έχει ταφή εις την Κόρινθον και ο Επειός, οίτινες ηγωνίσθησαν προς αλλήλους. Διά το παγκράτιον δεν δίδονται βραβεία. Εις δε τον δρόμον δεν ενθυμούμαι πλέον ποίος ενίκησε. Εκ των ποιητών υπερίσχυε πάρα πολύ κατά την αλήθειαν ο Όμηρος, ενίκησεν όμως ο Ησίοδος. Τα δε βραβεία ήσαν δι' όλους στέφανος από πτερά παγωνιών. Μόλις ετελείωσαν οι αγώνες ανηγγέλθη ότι οι κρατούμενοι εις την κόλασιν ασεβείς, θραύσαντες τα δεσμά των και κατανικήσαντες την φρουράν, ήρχοντο εις την νήσον των Μακάρων. Είχον δε ως αρχηγούς τον Ακραγαντίνον Φάλαριν, τον Αιγύπτιον Βούσιριν και Διομήδην τον Θράκα, προσέτι δε τους ληστάς Σκείρωνα και Πιτυοκάμπτην. Ευθύς ο Ραδάμανθυς παράταξε τους ήρωας εις την παραλίαν, αρχηγούς δε αυτών διώρισε τον Θησέα, τον Αχιλλέα και τον Αίαντα τον Τελαμώνιον, ο οποίος είχεν ήδη θεραπευθή από την παραφροσύνην του• και συμπλακέντες προς τους επιδρομείς επολέμησαν, ενίκησαν δε οι ήρωες και εις την νίκην συνετέλεσε προ πάντων ο Αχιλλεύς. Ηρίστευσε δε και ο Σωκράτης, ο οποίος είχε ταχθή εις το δεξιόν κέρας, και διεκρίθη περισσότερον παρά ότε ζων επολέμησεν εις το Δήλιον. Διότι όταν επήρχοντο οι εχθροί δεν έφυγεν ούτε έδειξε την παραμικράν ταραχήν• διά τούτο και κατόπιν του εδόθη εις αμοιβήν ωραίος και ευρυχωρότατος κήπος εις τα προάστεια όπου συναθροίζων τους φίλους του συνεζήτει• ωνόμασε δε τον κήπον τούτον Νεκρακαδημίαν. Αφού συνέλαβον τους νικημένους τους έδεσαν και τους απέστειλαν οπίσω διά να τιμωρηθούν με αυστηρότητα μεγαλειτέραν. Ύμνησε δε και αυτήν την μάχην ο Όμηρος και όταν ανεχώρουν μου έδωκε τα ποιήματα να τα φέρω εις τους ζώντας ανθρώπους• αλλά και αυτά εχάθησαν μετά των άλλων μας πραγμάτων. Ήρχιζαν δε τα ποιήματα ταύτα ως εξής :

    Νυν δε μοι έννεπε, Μούσα, μάχην νεκύων ηρώων.{16}

    Έψησαν έπειτα κυάμους, όπως συνηθίζεται εις την χώραν αυτών μετά το πέρας του πολέμου, και εγευμάτισαν εορτάζοντες τα επινίκια και η χαρά ήτο μεγάλη• μόνον δε ο Πυθαγόρας δεν έλαβε μέρος εις την εορτήν ταύτην, αλλ' εκάθητο μακράν νηστικός, αποστρεφόμενος την κυαμοφαγίαν.

    Είχον ήδη παρέλθει έξ μήνες και ήμεθα εις τα μέσα του εβδόμου, ότε συνέβησαν άλλα πράγματα. Ο Κινύρας ο υιός του Σκινθάρου, ο οποίος είχεν ήδη μεγαλώσει και ήτο ωραίος νέος, ηγάπα από πολλού χρόνου την Ελένην• και αυτή εφαίνετο ότι ανταπέδιδε το αίσθημα επίσης θερμόν εις τον νεανίσκον διότι, πολλάκις εις το συμπόσιον αντήλλασσον νεύματα και έπινον εκ του αυτού ποτηρίου και μόνοι περιεφέροντο εις το δάσος. Βασανιζόμενος λοιπόν υπό του έρωτος και μη δυνάμενος να τον ικανοποιήση ο Κινύρας εσκέφθη ν' αρπάση την Ελένην και να φύγη. Ήτο δε και αυτή σύμφωνος να καταφύγουν εις μίαν των παρακειμένων νήσων, εις την Φελώ ή εις την Τυρόεσσαν. Είχον δε προσλάβει συνωμότας εις τα σχέδια των τρεις εκ των συντρόφων μου τους πλέον αποφασιστικούς. Και εις μεν τον πατέρα του δεν είπε τίποτε περί των σκοπών του ο Κινύρας, διότι εγνώριζεν ότι ο Σκίνθαρος θα τον ημπόδιζεν. Η δε απαγωγή έγεινε όπως την είχον σχεδιάσει. Όταν ενύκτωσε—εγώ δε ήμουν απών, διότι είχα αποκοιμηθή εις το συμπόσιον — παρέλαβαν την Ελένην και χωρίς να εννοηθούν από κανένα εισήλθον εις πλοίον και ανεχώρησαν. Περί δε το μεσονύκτιον εξυπνήσας ο Μενέλαος και ιδών ότι η σύζυγός του δεν ευρίσκετο εις την κλίνην ήρχισε να κραυγάζη• έπειτα παραλαβών τον αδελφόν του επήγε προς τον βασιλέα Ραδάμανθυν. Κατά τα εξημερώματα οι διαταχθέντες ν' αναζητήσουν τους φυγάδας, ανήγγειλαν ότι το πλοίον εφαίνετο εις μακράν απόστασιν. Τότε ο Ραδάμανθυς διέταξε να εισέλθουν εις πλοίον μονόξυλον εξ ασφοδέλου πεντήκοντα εκ των ηρώων και να καταδιώξουν τους φυγάδας• ούτοι δε ανέπτυξαν μεγάλην δραστηριότητα και περί την μεσημβρίαν τους έφθασαν όταν εισήρχοντο εις τον γαλακτώδη ωκεανόν και ευρίσκοντο πλησίον της Τυροέσσης• ολίγον ακόμη και θα διέφευγαν. Οι ήρωες έδεσαν το πλοίον με αλυσσίδα από ρόδα και το έσυραν επιστρέφοντες. Και η μεν Ελένη έκλαιε και εντρέπετο και εκάλυπτε το πρόσωπον της• ο δε Ραδάμανθυς ανέκρινε τους μετά του Κινύρα και ηρώτησε μήπως είχον και άλλους συνενόχους• αφού δε ουδένα εμαρτύρησαν, τους εμαστίγωσαν με μολόχαν, έπειτα τους έδεσεν εκ των αιδοίων• και τους απέπεμψεν εις την κόλασιν. Απεφασίσθη δε ναποπεμφθώμεν και ημείς εκ της νήσου πριν ή παρέλθη η προθεσμία μας και μόνον την επομένην ημέραν να μείνωμεν. Τότε εγώ κατελήφθην υπό απελπισίας και έκλαια σκεπτόμενος ποίαν ευτυχίαν έμελλα ναφήσω και ναρχίσω πάλιν να πλανώμαι. Αλλ' αυτοί μ' επαρηγόρουν λέγοντες ότι δεν θα παρήρχοντο πολλά έτη και θα επέστρεφα πάλιν προς αυτούς• και μου έδειξαν έδραν και σκηνήν προωρισμένην δι' εμέ πλησίον των επιφανεστέρων. Εγώ δε επισκεφθείς τον Ραδάμανθυν τον παρεκάλουν θερμώς να μου είπη τι έμελλε να μου συμβή και να μου δώση μίαν συμβουλήν περί του ταξειδίου μου. Αυτός μου απήντησεν ότι θα επέστρεφα μεν εις την πατρίδα μου, αλλ' αφού επί πολύ ακόμη θα περιεπλανώμην και θα διέτρεχα πολλούς κινδύνους• τον καιρόν όμως της επανόδου δεν ηθέλησε να μου ορίση. Έπειτα μου έδειξε τας πλησίον νήσους— εφαίνοντο δε πέντε και μία έκτη εις μεγαλειτέραν απόστασιν— και μου είπεν ότι εις τας πέντε πλησιεστέρας κολάζονται οι ασεβείς. Βλέπεις αυτάς εκ των οποίων αναδίδονται αι φλόγες και ο καπνός, μου είπε• η έκτη δε εκείνη είνε των ονείρων η πόλις• και κατόπιν από αυτήν η νήσος της Καλυψούς, η οποία όμως δεν φαίνεται απ' εδώ. Αφού δε περάσης αυτάς, θα φθάσης εις την μεγάλην ήπειρον η οποία είνε η αντίθετος προς εκείνην την οποίαν κατοικείτε. Εκεί αφού πάθης πολλά και ίδης διάφορα έθνη και συναντήσης ακοινωνήτους ανθρώπους, θα φθάσης επί τέλους εις την άλλην ήπειρον. Αυτά μου είπεν έπειτα έσυρεν από την γην ρίζαν μολόχας και μου παρήγγειλε να την επικαλούμαι οσάκις διατρέχω μεγάλους κινδύνους. Με συνεβούλευσε προσέτι όταν μίαν ημέραν επανέλθω εις την εδώ γην να αποφεύγω τα εξής• να μη σκαλίζω την φωτιάν με μάχαιραν, μήτε να τρώγω λούπινα, μήτε να πλησιάζω παίδα ο οποίος επέρασε τα δέκα οκτώ έτη• αυτά, αν ενθυμούμαι και αποφεύγω θα έχω ελπίδας να επιστρέψω εις την νήσον των Μακάρων.

    Ήρχισα να ετοιμάζωμαι διά το ταξείδι και όταν έφθασεν ο καιρός συνέφαγα με τους ήρωας• και την επομένην επήγα προς τον ποιητήν Όμηρον και τον παρεκάλεσα, να μου κάμη δίστιχον επίγραμμα• όταν δε το έγραψεν έστησα μίαν στήλην εκ βηρύλλου λίθου πλησίον του λιμένος και εχάραξα επ' αυτής το επίγραμμα, το οποίον ήτο το εξής :

    Λουκιανός τάδε πάντα φίλος μακάρεσσι θεοίσιν είδέ τε και πάλιν ήλθεν εήν ες πατρίδα γαίαν.{17}

    Έμεινα και εκείνην την ημέραν και την επομένην ανεχώρησα, με συνώδευσαν δε μέχρι του πλοίου οι ήρωες. Τότε ο Οδυσσεύς πλησιάσας κρυφά από την Πηνελόπην μου έδωκε επιστολήν διά να την δώσω προς την Καλυψώ εις την νήσον Ωγυγίαν, ο δε Ραδάμανθυς μου έδωκε τον πορθμέα Ναύπλιον να μας συνοδεύση και μας χρησιμεύση διά να μη μας συλλάβουν, εάν προσεγγίσωμεν εις τας νήσους, ως φυγάδας, ή άλλως παρεξηγούντες τον σκοπόν μας.

    Αφ' ου δε επεράσαμεν την ευώδη ατμόσφαιραν, ευθύς προσέβαλε την όσφρησίν μας οσμή πνιγηρά ασφάλτου και θείου και πίσσης συγχρόνως καιομένων, εκτός δε τούτου κνίσσα δυσάρεστος και ανυπόφορος ως από σάρκας ανθρώπων ψηνομένας• και ο αήρ ήτο σκοτεινός και ομιχλώδης και έσταζεν έλαιον πίσσης• ηκούομεν δε και κτυπήματα μαστίγων και οιμωγάς ανθρώπων πολλών. Επλησιάσαμεν και απέβημεν μόνον εις μίαν εκ των νήσων, η οποία ήτο τοιαύτη• όλαι αι ακταί της γύρω ήσαν κρημνώδεις και απότομοι, μόνον πέτραι τραχείαι και χωρίς χώμα, δένδρον δε κανέν, ούτε νερόν υπήρχεν. Ανέβημεν έρποντες εις τους κρημνούς και επροχωρήσαμεν από μονοπάτι γεμάτον από ακάνθας και τριβόλους και παρετηρούμεν ότι ο τόπος ήτο υπερβολικά άσχημος. Όταν δε εφθάσαμεν εις την φυλακήν και το κολαστήριον, μας έκαμε πρώτον εντύπωσιν η φύσις του τόπου, διότι το μεν έδαφος ήτο όλον φυτευμένον με μαχαίρια και ακάνθας, γύρω δε έτρεχον τρεις ποταμοί, εκ των οποίων ο μεν εκύλιε βόρβορον, ο δε δεύτερος αίμα, ο δε τρίτος πυρ, και ήτο πολύ μεγάλος ούτος και αδιάβατος• έτρεχε δε το πυρ εντός αυτού ως το νερόν και εκυμάτιζεν ως η θάλασσα. Είχε και πολλά ψάρια, εκ των οποίων άλλα μεν ωμοίαζαν με δαυλούς, τα δε μικρά με άνθρακας πυρακτωμένους και τα ωνόμαζαν λυχνίσκους. Η είσοδος ήτο στενή και μία δι' όλους• ως θυρωρός δε παρίστατο ο Τίμων ο Αθηναίος. Χάρις εις τον Ναύπλιον μας επετράπη η είσοδος και είδομεν κολαζομένους πολλούς βασιλείς και πολλούς κοινούς ανθρώπους, εκ των οποίων και μερικούς γνωστούς μας• είδαμεν δε και τον Κινύραν κρεμάμενον εκ των αιδοίων και καπνιζόμενον. Οι οδηγοί διηγούντο ποίος ήτο έκαστος και τας αιτίας διά τας οποίας εκολάζοντο. Τας μεγαλειτέρας δε εξ όλων τιμωρίας υπέφερον όσοι εψεύσθησαν όταν έζων και όσοι έγραψαν ψεύδη• μεταξύ αυτών ήτο ο Κτησίας ο Κνίδιος, ο Ηρόδοτος και άλλοι πολλοί. Βλέπων δε αυτούς εγώ εσχημάτισα τας καλλιτέρας ελπίδας διά την μετά θάνατον τύχην μου, διότι εγνώριζα ότι δεν είπα ποτέ μου κανέν ψεύδος.

    Επέστρεψα ταχέως εις το πλοίον, διότι δεν υπέφερα να βλέπω τα θεάματα εκείνα και αποχαιρετίσας τον Ναύπλιον απέπλευσα. Μετ' ολίγον εφάνη πλησίον η νήσος των ονείρων, η οποία μόλις διεκρίνετο, ως να την περιέβαλλεν ομίχλη. Είχε δε και αυτή κάτι παρόμοιον προς τα όνειρα, διότι όσον επλησιάζαμεν εφαίνετο ως απομακρυνομένη και φεύγουσα. Αλλ' επί τέλους εφθάσαμεν και εισήλθαμεν εις τον λιμένα τον λεγόμενον Ύπνον και απέβημεν κατά την εσπέραν πλησίον των πυλών των λεγομένων ελεφαντίνων, όπου υπάρχει ναός του Αλεκτρυόνος. Εισελθόντες δε εις την πόλιν εβλέπαμεν πολλά και διαφόρων χρωμάτων όνειρα. Αλλά πρώτον θέλω να ομιλήσω περί της πόλεως, αφού ουδείς άλλος έγραψε περί αυτής και ο Όμηρος, ο μόνος, όστις την αναφέρει, δεν έγραψε πολύ ακριβή πράγματα. Καθ' όλην την περιφέρειαν αυτής υπάρχει δάσος, του οποίου τα δένδρα είνε μήκωνες υψηλοί και μανδραγόραι {18}, επί των οποίων κάθηται μέγα πλήθος νυχτερίδων• διότι μόνον αυτό το πτηνόν ζη εις την νήσον. Πλησίον δε ρέει ποταμός, ο οποίος καλείται Νυκτοπόρος και παρά τας πύλας της πόλεως υπάρχουν δύο πηγαί, εκ των οποίων η μεν ονομάζεται Νήγρετος, η δε Παννυχία {19}. Το δε τείχος της πόλεως είνε υψηλόν και με ποικίλους χρωματισμούς ομοιάζον πολύ προς την ίριδα. Πύλας όμως δεν έχει δύο, όπως είπεν ο Όμηρος, αλλά τέσσαρας, εκ των οποίων αι μεν δύο βλέπουν προς την πεδιάδα της Βλακείας, και είνε η μία σιδηρά και η άλλη εκ κεράμου• και εξ αυτών ελέγετο ότι εξέρχονται τα φοβερά, τα σκληρά και απαίσια όνειρα• αι δε άλλαι δύο βλέπουν προς τον λιμένα και την θάλασσαν και είνε η μία κερατίνη, από την οποίαν ημείς εισήλθαμεν, η δε άλλη ελεφαντίνη. Όταν δε εισερχώμεθα εις την πόλιν, δεξιά είνε το Νυκτώον, δήλα δή ναός της Νυκτός, διότι εξ όλων των θεών αυτή και ο Αλεκτρυών λατρεύονται κυρίως εις αυτήν την πόλιν. Του δε Αλεκτρυόνος ο ναός ευρίσκεται, ως είπα, πλησίον του λιμένος. Αριστερά είνε τα ανάκτορα του Ύπνου• διότι ούτος βασιλεύει επί των ονείρων, έχων ως σατράπας και υπάρχους τον Ταραξίωνα του Ματαιογένους και τον Πλουτοκλέα του Φαντασίωνος. Εις το μέσον δε της αγοράς υπάρχει πηγή, η οποία ονομάζεται Καρεώτις και πλησίον δύο ναοί της Απάτης και της Αληθείας. Οι ναοί ούτοι έχουν και άδυτον και μαντείον, όπου προΐσταται και προφητεύει ο ονειροκρίτης Αντιφών, ο οποίος έλαβε παρά του Ύπνου αυτήν την τιμήν.

    Των δε ονείρων ούτε η φύσις ούτε η μορφή είνε η ιδία• αλλ' άλλα μεν ήσαν μακρά και αβρά και ωραία την όψιν, άλλα δε σκληρά και μικρά και άσχημα• άλλα χρυσά, ως εφαίνοντο, άλλα δε ταπεινά και ευτελή. Ήσαν δε μεταξύ αυτών και μερικά πτερωτά και τερατώδη και άλλα μετημφιεσμένα ως διά πομπήν, τα μεν ως βασιλείς, τα δε ως θεοί, άλλα δε άλλως στολισμένα. Εγνωρίσαμεν και πολλά εξ αυτών, τα οποία ειχαμεν ίδει άλλοτε• και επλησίασαν και μας ησπάζοντο ως να ήσαν φίλοι, έπειτα μας παρέλαβον και μας απεκοίμισαν κα με πολλήν λαμπρότητα μας εφιλοξένησαν, υποσχόμενα να μας κάμουν βασιλείς και σατράπας. Μερικά δε μας μετέφεραν και εις τας πατρίδας μας, μας παρουσίασαν τους συγγενείς μας και αυθημερόν μας επέστρεψαν.

    Επί τριάκοντα ημέρας και νύκτας εμείναμεν εκεί κοιμώμενοι και τρωγοπίνοντες. Έπειτα αίφνης έγεινε μεγάλη βροντή και εξυπνήσαντες εκάμαμεν τας προμηθείας μας και απεπλεύσαμεν. Μετά τριών δε ημερών πλουν εφθάσαμεν εις την Ωγυγίαν νήσον και εξήλθαμεν εις αυτήν. Πριν δώσω την επιστολήν εφρόντισα να την ανοίξω και ανέγνωσα τα εξής• «Ο Οδυσσεύς προς την Καλυψώ πέμπει χαιρετισμούς. Μάθε ότι όταν ανεχώρησα από την νήσον σου, επιβάς εις την σχεδίαν την οποίαν κατεσκεύασα, εναυάγησα και μόλις εσώθην υπό της Λευκοθέας και κατώρθωσα να φθάσω εις την χώραν των Φαιάκων. Ούτοι μ' εβοήθησαν να επανέλθω εις τον τόπον μου όπου ευρήκα πολλούς μνηστήρας της γυναικός μου διασκεδάζοντας με τα υπάρχοντά μου. Τους εφόνευσα όλους, αλλ' έπειτα εφονεύθην και εγώ υπό του Τηλεγόνου, του εκ της Κίρκης υιού μου, και τώρα ευρίσκομαι εις την νήσον των Μακάρων και είμαι πολύ μετανοημένος, διότι σε αφήκα και δεν εδέχθηκα την αθανασίαν, την οποίαν μου επρότεινες. Λοιπόν αν εύρω ευκαιρίαν, θα αποδράσω και θα έλθω πλησίον σου».

    Αυτά έλεγεν η επιστολή και προσέτι παρήγγελλεν εις την Καλυψώ να μας φιλοξενήση.

    Εγώ δε προχωρήσας ευρήκα εις μικράν από της θαλάσσης απόστασιν το σπήλαιον, όπως το περιγράφει ο Όμηρος, και την Καλυψώ νήθουσαν έρια. Όταν δε έλαβε την επιστολήν και την ανέγνωσε, κατ' αρχάς έκλαυσεν επί πολύ, έπειτα δε μας εκάλεσε να μας ξενίση, μας παρέθηκε λαμπρόν γεύμα και μας ηρώτα περί του Οδυσσέως και της Πηνελόπης, οποία είνε κατά την μορφήν και αν αληθώς είνε φρόνιμη, όπως άλλοτε ο Οδυσσεύς εκαυχάτο περί αυτής• ημείς δε της εδώκαμεν τας απαντήσεις τας οποίας ενομίζαμεν ότι θα της ήσαν ευχάριστοι.

    Έπειτα επιστρέψαντες εις το πλοίον εκοιμήθημεν εις την παραλίαν. Την αυγήν δε απεπλεύσαμεν και ο άνεμος είχεν αρχίσει να πνέη σφοδρότερος• αφ' ού δε επί δύο ημέρας υπεφέραμεν από τρικυμίαν συνηντήσαμεν τους Κολοκυνθοπειρατάς. Είνε δε ούτοι άνθρωποι άγριοι κατοικούντες εις τας πλησίον νήσους και ληστεύοντες τους ταξιδεύοντας τα μέρη εκείνα. Τα πλοία των είνε μεγάλα από κολοκύνθας, έχοντα μήκος εξήκοντα πήχεων• άμα ξηράνωσι την κολοκύνθην, την σκάπτουν και εκβάλλοντες την ψίχαν κατασκευάζουν σκάφος και ως ιστούς μεταχειρίζονται καλάμους, ως ιστίον δε το φύλλον της κολοκύνθης. Μας προσέβαλαν λοιπόν από δύο πλοία και πολλούς εξ ημών ετραυμάτισαν πετροβολούντες με κολοκυθόσπορους. Επί πολύ η μάχη έμενεν αμφίρροπος έως ότου περί την μεσημβρίαν είδαμεν να έρχωνται κατόπιν των Κολοκυνθοπειρατών οι Καρυοναύται. Ήσαν δε εχθροί μεταξύ των, ως εφάνη• διότι όταν οι Κολοκυνθοπειραταί είδον ότι επήρχοντο εκείνοι, αφήκαν ημάς και εστράφησαν κατ' εκείνων και συνήφθη μεταξύ των ναυμαχία. Ημείς δε υψώσαντες τα ιστία απεμακρύνθημεν και τους αφήκαμεν να μάχωνται. Ήτο φανερόν ότι θα ενίκων οι Καρυοναύται, καθότι ήσαν και περισσότεροι, — διότι είχον πέντε πλοία — και τα πλοία των ήσαν ισχυρότερα. Ήσαν δε τα πλοία των Καρυοναυτών καρυδοφλοιοί• αφού έκοπτον εις δύο τα καρύδια τα εκένουν και τα μετέτρεπαν εις πλοία, εκάστου δε τοιούτου φλοιού το μήκος ήτο δέκα πέντε οργυιών. Αφού απεμακρύνθημεν και δεν εφαίνοντο πλέον, εδέσαμεν τας πληγάς των τραυματιών και του λοιπού εμέναμεν με τα όπλα εις χείρας, φοβούμενοι νέας επιθέσεις• και οι φόβοι μας δεν ήσαν μάταιοι. Διότι δεν είχε δύσει ακόμη ο ήλιος όταν από μίαν έρημον νήσον εφάνησαν ερχόμενοι με σπουδήν προς ημάς έως είκοσιν άνδρες, λησταί και αυτοί, καθήμενοι επί μεγάλων δελφίνων και οι δελφίνες τους έφερον ασφαλώς και αναπηδώντες εχρεμέτιζον ως ίπποι. Όταν δε επλησίασαν, χωρισθέντες μας προσέβαλαν και από τα δύο μέρη του πλοίου ρίπτοντες καθ' ημών σηπίας ξηράς και οφθαλμούς καρκίνων. Ημείς απηντήσαμεν διά των βελών και των ακοντίων και δεν αντέστησαν επί πολύ, αλλά τραυματισθέντες οι περισσότεροι έφυγαν προς την νήσον.

    Περί δε το μεσονύκτιον, επικρατούσης γαλήνης, προσεκρούσαμεν κατά λάθος εις μίαν φωλεάν αλκυόνος τεραστίου μεγέθους• διότι είχε περίμετρον εξήκοντα σταδίων. Εκάθητο δε επ' αυτής η αλκυών θερμαίνουσα τα αυγά της, και δεν ήτο πολύ μικροτέρα της φωλεάς. Όταν δε επέταξε παρ' ολίγον να βυθίση το πλοίον με τον άνεμον των πτερών της• και έφυγεν εκπέμψασα μίαν θρηνώδη κραυγήν. Ημείς εξελθόντες παρετηρούμεν την φωλεάν, η οποία ωμοίαζε με σχεδίαν μεγάλην πλεγμένην από δένδρα μεγάλα. Ήσαν δε εις αυτήν πεντακόσια αυγά και έκαστον ήτο μεγαλείτερον Χιακού πίθου, διεκρίνοντο δε ήδη εντός αυτών οι νεοσσοί και έκραζαν. Εθραύσαμεν λοιπόν έν εκ των αυγών με πελέκεις και εξεκολάψαμεν ένα νεοσσόν άπτερον ο οποίος ήτο μεγαλείτερος από είκοσι γύπας.

    Εξηκολουθήσαμεν τον πλουν• όταν δε απεμακρύνθημεν έως διακοσίους σταδίους από την φωλεάν μας συνέβησαν θαυμαστά σημεία και τέρατα. Έξαφνα ο χηνίσκος{20} της πρύμνης ετίναξε τα πτερά του και έκραξε, ο δε κυβερνήτης Σκίνθαρος, ο οποίος ήτο φαλακρός, απέκτησε μαλλιά και, το παραδοξότερον εξ όλων ο ιστός του πλοίου εβλάστησε και επέταξε κλάδους και εις την κορυφήν εκαρποφόρησε• οι δε καρποί του ήσαν σύκα και μαύρα σταφύλια όχι ώριμα. Αυτά μας ετάραξαν ως ήτο επόμενον και εδεόμεθα ναποτρέψουν οι θεοί τους κακούς εκείνους οιωνούς. Δεν είχαμεν δε ακόμη απομακρυνθή πεντακόσιους σταδίους, ότε είδαμεν δάσος μέγα και πυκνόν πεύκων και κυπαρίσσων. Υπεθέσαμεν ότι ήτο ξηρά και όμως ήτο πέλαγος απύθμενον φυτευμένον με δένδρα χωρίς ρίζας• ήσαν δε ορθά και ακίνητα τα δένδρα και συγχρόνως εφαίνοντο ως επιπλέοντα. Πλησιάσαντες λοιπόν και εξετάσαντες, ευρέθημεν εις απορίαν περί του πρακτέου• διότι ούτε διά μέσου των δένδρων ήτο δυνατόν να πλεύσωμεν — διότι ήσαν πυκνά και συνεπλέκοντο — ούτε να επιστρέψωμεν εφαίνετο εύκολον. Τότε εγώ ανέβηκα εις το υψηλότερον δένδρον και παρετήρουν τα πέριξ πώς ήσαν. Είδα δε ότι το δάσος εξετείνετο εις σταδίους πεντήκοντα ή ολίγον περισσοτέρους, έπειτα δε πάλιν εξηκολούθει θάλασσα. Εσκέφθημεν λοιπόν να αναβιβάσωμεν, αν ήτο δυνατόν, το πλοίον επί των κορυφών των δένδρων, αι οποίαι ήσαν πυκναί, και να το περάσωμεν εις την άλλην θάλασσαν• και ούτω επράξαμεν. Το εδέσαμεν με σχοινί μεγάλον και, αναβάντες εις τα δένδρα, μετά δυσκολίας το ανεσύραμεν• έπειτα το ετοποθετήσαμεν επί των κλάδων και αναπτύξαντες τα ιστία επλέαμεν όπως εις την θάλασσαν• το πλοίον ωθούμενον υπό του ανέμου εσύρετο επί των δένδρων• τότε δε ενθυμήθηκα και ένα στίχον του ποιητού Αντιμάχου {21} ο οποίος κάπου λέγει:

    Τοίσιν δ' υλήεντα διά πλόον ερχομένοισι {22}

    Διελθόντες ούτω το δάσος εφθάσαμεν εις την θάλασσαν• καταβιβάσαντες δε κατά τον αυτόν τρόπον το πλοίον, επλέαμεν εις καθαρά και διαυγή νερά, έως ου εφθάσαμεν εις χάσμα μέγα, το οποίον εσχημάτιζον τα νερά χωριζόμενα. Ήτο όπως τα χάσματα τα οποία βλέπομεν πολλάκις εις την γην και τα οποία σχηματίζουν οι σεισμοί. Εσπεύσαμεν και συνεστείλαμεν τα ιστία, αλλά μετά δυσκολίας εσταματήσαμεν το πλοίον, το οποίον παρ' ολίγον να πέση εις το χάσμα. Εσκύψαμεν άνωθεν και παρατηρούντες είδομεν βάθος έως χιλίων σταδίων πολύ φοβερόν και παράδοξον• το νερόν εφαίνετο ως να εκόπτετο καθέτως. Αλλ' ενώ παρετηρούμεν γύρω είδαμεν προς τα δεξιά και εις όχι μεγάλην απόστασιν μίαν γέφυραν την οποίαν εσχημάτιζε το νερόν, συνδέον τας επιφανείας των δύο θαλασσών και ρέον από της μιας εις την ετέραν. Επλησιάσαμεν λοιπόν κωπηλατούντες προς το μέρος εκείνο και μετά πολλής αγωνίας επεράσαμεν, χωρίς να το ελπίζωμεν.

    Το αντίπεραν πέλαγος ήτο ήμερον, συνηντήσαμεν δε και μίαν νήσον μεγάλην, κατοικουμένην και ευπρόσιτον. Οι κάτοικοι της ήσαν άνθρωποι Βουκέφαλοι έχοντες κέρατα, όπως παριστάνεται ο Μινώταυρος. Εξήλθαμεν και επροχωρήσαμεν διά να πάρωμεν νερόν και τρόφιμα αν ήτο δυνατόν, διότι είχαμεν έλλειψιν. Και νερόν μεν ευρήκαμεν πλησίον της παραλίας, αλλά τίποτε άλλο δεν εφαίνετο• μόνον μυκηθμός πολύς ήρχετο εκ μικράς αποστάσεως• νομίσαντες δε ότι ήτο αγέλη βοών επροχωρήσαμεν και μετ' ολίγον συνηντήσαμεν τους κατοίκους. Αυτοί δε άμα μας είδον μας κατεδίωξαν και συνέλαβον τρεις εκ των συντρόφων μου, ημείς δε οι άλλοι διεσώθημεν εις την θάλασσαν. Έπειτα οπλισθέντες όλοι—διότι δεν ενομίσαμεν πρέπον να μη εκδικηθώμεν διά τους συντρόφους μας — εφωρμήσαμεν κατά των Βουκεφάλων καθ' ην ώραν διεμοίραζαν τα κρέατα των φονευθέντων φίλων μας. Τους κατεδιώξαμεν με κραυγάς και εφονεύσαμεν έως πεντήκοντα, συνελάβαμεν δε και δύο ζωντανούς και εγυρίσαμεν εις το πλοίον σύροντες τους αιχμαλώτους. Τρόφιμα όμως δεν ευρήκαμεν. Και οι άλλοι ήσαν της γνώμης να σφάξωμεν τους αιχμαλώτους, εγώ όμως είχα αντίθετον γνώμην και τους εκράτουν δεμένους έως ου ήλθαν πρέσβεις εκ μέρους των Βουκεφάλων ζητούντες νανταλλάξωμεν με λύτρα τους κρατουμένους• εννοήσαμεν από τα νεύματα των και από τους γοερούς μυκηθμούς τους οποίους εξέπεμπον ότι παρεκάλουν. Τα λύτρα δε ήσαν τυριά πολλά και ψάρια ξηρά, κρομμύδια και τέσσαρες έλαφοι, αι οποίαι είχον εκάστη τρεις πόδας, τους δύο οπισθίους και τους δύο εμπροσθινούς εις ένα κολλημένους.

    Παρεδόσαμεν αντί των λύτρων τους αιχμαλώτους και αφού εμείναμεν μίαν ημέραν απεπλεύσαμεν. Ήδη δε εφαίνοντο ιχθύες και πτηνά διάφορα και αλλά διάφορα σημεία εκ των οποίων εσυμπεραίναμεν ότι ήτο πλησίον ξηρά. Μετ' ολίγον είδαμεν και ανθρώπους οι οποίοι μετεχειρίζοντο νέον τρόπον ναυτιλίας• διότι οι ίδιοι ήσαν και ναύται και πλοία. Εταξείδευον δε ως εξής• απλωμένοι ύπτιοι εις την θάλασσαν ώρθωναν τα αιδοία των —τα έχουν δε μεγάλα — προσδένοντες δε εις αυτά καραβόπανον και κρατούντες τα άκρα αυτού έπλεον ωθούμενοι υπό του ανέμου ως πλοία. Μετά τούτους εφάνησαν άλλοι, οι οποίοι καθήμενοι επί φελών, εις τους οποίους είχον ζεύξει δύο δελφίνας, ηνιόχουν• οι δε δελφίνες προχωρούντες έσυρον τους φελούς ως οχήματα και έτρεχον. Ούτοι ούτε μας επείραξαν, ούτε μας απέφευγαν, αλλ' έτρεχον αφόβως και ειρηνικώς και εθαύμαζαν το είδος του πλοίου μας, το οποίον παρετήρουν εξ όλων των μερών.

    Περί την εσπέραν προσωρμίσθημεν εις νήσον όχι μεγάλην κατοικουμένην υπό γυναικών, ως ενομίζαμεν, αι οποίαι ωμίλουν Ελληνικά. Ήλθαν δε και μας υπεδέχθησαν πολύ φιλοφρόνως και ήσαν κατά τρόπον πολύ πορνικόν στολισμέναι, όλαι δε ευειδείς και νέαι και εφόρουν ένδυμα μακρόν και συρόμενον. Η νήσος ωνομάζετο Καββαλούσα, η δε πόλις Υδραμαρδία. Αι δε γυναίκες μας παρέλαβον και μας ωδήγησαν εκάστη εις την κατοικίαν της διά να μας ξενίσουν. Αλλ' εγώ ο οποίος έμεινα ολίγον οπίσω —- διότι υπώπτευα δυσάρεστα — παρετήρησα γύρω μετά προσοχής και είδα πολλά οστά και κρανία ανθρώπων σκορπισμένα. Δεν έκρινα όμως φρόνιμον να φωνάξω τους συντρόφους και να τρέξουν εις τα όπλα. Αλλά λαβών την μολόχαν έκαμα μεγάλην δέησιν διά να σωθώμεν από τους κινδύνους εις τους οποίους είχαμεν εμπέσει.

    Μετ' ολίγον ενώ με υπηρέτει η γυνή η οποία μ' εφιλοξένει, παρετήρησα ότι δεν είχε σκέλη γυναικός, αλλά όνου. Τότε έσυρα το ξίφος και αφού την συνέλαβα και την έδεσα ήρχισα να την ανακρίνω περί όλων• αυτή δε ηναγκάσθη να μου ομολογήση ότι ήσαν γυναίκες θαλάσσιαι ονομαζόμεναι Ονοσκελέαι και ότι τρώγουν τους επισκεπτομένους την νήσον ξένους. Αφού τους μεθύσωμεν, είπε, κατακλινόμεθα μετ' αυτών και ενώ κοιμούνται τους φονεύομεν. Ακούσας ταύτα, την αφήκα δεμένην και αναβάς εις την στέγην εφώναζα και εκάλουν τους συντρόφους μου. Όταν δε ούτοι ήλθαν, διηγήθην τα πάντα, έδειξα εις αυτούς τα οστά και τους ωδήγησα μέσα προς την δεμένην γυναίκα. Αυτή όμως μετεβλήθη αμέσως εις νερόν και εξηφανίσθη. Τότε εγώ εβύθισα το ξίφος μου εις το νερόν διά να ίδω τι θα συνέβαινε• και το νερόν έγεινεν αίμα.

    Επεστρέψαμεν μετά σπουδής εις το πλοίον και ανεχωρήσαμεν και όταν ήρχιζε να φωτίζη, διεκρίναμεν ξηράν και εμαντεύσαμεν ότι είνε η ήπειρος η αντίθετος προς την ιδικήν μας. Προσκυνήσαντες λοιπόν και προσευχηθέντες συνεσκεπτόμεθα περί του πρακτέου• και άλλοι μεν ήσαν της γνώμης να εξέλθωμεν επ' ολίγον και πάλιν να επιστρέψωμεν εις το πλοίον, άλλοι δε ναφήσωμεν εκεί το πλοίον και να προχωρήσωμεν εις τα μεσόγεια να γνωρίσωμεν τους κατοίκους. Εν ω δε συνεσκεπτόμεθα περί τούτων, εσηκώθη σφοδρά τρικυμία η οποία έρριψε το πλοίον μας εις την ακτήν και το συνέτριψεν. Ημείς δε μετά δυσκολίας κατωρθώσαμεν να εξέλθωμεν κολυμβώντες, φέροντες μόνον τα όπλα μας και ό,τι άλλο ηδυνήθημεν ν' αρπάσωμεν.

    Αυτά είνε όσα μου συνέβησαν μέχρι της άλλης γης εις την θάλασσαν και κατά το ταξείδιον εις τας νήσους και εις τον αέρα και έπειτα εις το κήτος και αφού εξήλθαμεν εκ του κήτους εις τας νήσους των Μακάρων και των ονείρων και τελευταίον εις την νήσον των Βουκεφάλων και των Ονοσκελεών. Όσα δε μας συνέβησαν εις την γην θα διηγηθώ εις τα κατόπιν βιβλία {23}.

    Μετάφραση Ιωάννου Κονδυλάκη

    Πηγή: http://www.gutenberg.org/cache/epub/28018/pg28018.html
     
    Last edited: 4 Δεκεμβρίου 2020
  2. espimain

    espimain Contributor

    Ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς (125-180 μΧ), Σύριος στην καταγωγή, ήταν ρήτορας και σατιρικός συγγραφέας που έγραφε στα ελληνικά- ένας από τους σημαντικότερους αττικιστές συγγραφείς και πραγματικό τέκνο του ελληνιστικού κόσμου (η ελληνιστική περίοδος βέβαια είχε λάβει τέλος με την υποταγή των ελληνιστικών βασιλείων στους Ρωμαίους χρόνια πριν, αλλά η κληρονομιά της συνέχισε να αντηχεί στην Ανατολή και πέραν αυτής για αιώνες). Ασχολήθηκε με τη ρητορική, μετά στράφηκε στη φιλοσοφία και βασικό χαρακτηριστικό των έργων του είναι το χιουμοριστικό, κωμικό ύφος και για αυτό πολλά από τα έργα του είναι σατιρικού χαρακτήρα. Μεταξύ αυτών είναι και η «Αληθής Ιστορία», η οποία στην ουσία είναι μια σάτιρα των ταξιδιωτικών μυθιστορημάτων τα οποία ήταν δημοφιλή κατά την περίοδο εκείνη. Αντικείμενό του είναι ένα φανταστικό ταξίδι στη Σελήνη, όπου ο Λουκιανός και οι σύντροφοί του φτάνουν αφού περνούν τις Πύλες του Ηρακλέους (σημερινό Γιβραλτάρ) και το σκάφος τους παρασύρεται από μια καταιγίδα.



     
    MICHAEL NICHOLSON VIA GETTY IMAGES


    Στο συναρπαστικό αυτό ταξίδι συναντούν κάθε είδους φανταστικά πλάσματα, και κάποια στιγμή καταλήγουν να εμπλακούν σε έναν διαστημικό πόλεμο, ανάμεσα στους κατοίκους της Σελήνης και τους κατοίκους του Ήλιου, οι οποίοι είναι σε διαμάχη για τον αποικισμό του πλανήτη Εωσφόρου (Αφροδίτης). Και στους δύο στρατούς συναντά κανείς αλλόκοτα, υβριδικά πλάσματα, τα οποία δεν θα είχαν τίποτα σήμερα να ζηλέψουν από τις ξέφρενες περιπετειώδεις ιστορίες «όπερας του Διαστήματος» (space opera), χαρακτηριστικότερη των οποίων είναι το διάσημο σε κάθε γωνιά του πλανήτη Star Wars.

    Κατά την επιστροφή τους, οι ήρωες περνούν και άλλες περιπέτειες, στο πλαίσιο των οποίων βρίσκονται σε φανταστικούς προορισμούς, εμπνευσμένους από ελληνικούς μύθους- και τον συγγραφέα να καταλήγει υποσχόμενος συνέχεια του έργου (άλλη μία μια μεγάλη παράδοση της ΕΦ- αυτή των...sequels).

    Παρά τον χαρακτήρα σατιρικής φαντασίας του έργου, η «Αληθής Ιστορία» έχει, αν όχι όλα, σίγουρα τα περισσότερα από τα σύγχρονα χαρακτηριστικά πολλών έργων επιστημονικής φαντασίας: Ταξίδια στο Διάστημα, επαφές με ξένες μορφές ζωής, πολέμους στο Διάστημα, περίεργα φαινόμενα, κόσμους που λειτουργούν με βάση άλλους νόμους της Φυσικής και πάνω από όλα την αίσθηση της περιπέτειας. Υπό αυτή την έννοια, το έργο του Λουκιανού μπορεί να θεωρηθεί κάλλιστα «γενάρχης» του είδους- και η αλήθεια είναι πως, αν θελήσει να πάει κανείς ακόμα πιο πίσω, θα μπορούσε να βρει έργα με στοιχεία ΕΦ τα οποία αντλούνται από αρχαίους μύθους και θρύλους (από τον μεταλλικό γίγαντα Τάλω των Αργοναυτών μέχρι την Ατλαντίδα που παρουσιάζει ο Πλάτωνας και πολλά άλλα παρεμφερή)...αλλά αυτή είναι μάλλον μια διαφορετική συζήτηση.

    Πηγή: https://www.huffingtonpost.gr/entry...lemo-sto-diastema_gr_5b63fabbe4b0de86f49fdddc
     
  3. tithon

    tithon Contributor

    Αέναα επίκαιρος ο Λουκιανός

    Ἠλέκτρου πέρι καὶ ὑμᾶς δηλα δὴ ὁ μῦθος πέπεικεν, αἰγείρους ἐπὶ τῷ Ἠριδανῷ ποταμῷ δακρύειν αὐτὸ θρηνούσας τὸν Φαέθοντα, καὶ ἀδελφάς γε εἶναι τὰς αἰγείρους ἐκείνας τοῦ Φαέθοντος, εἶτα ὀδυρομένας τὸ μειράκιον ἀλλαγῆναι ἐς τὰ δένδρα, καὶ ἀποστάζειν ἔτι αὐτῶν δάκρυον δῆθεν τὸ ἤλεκτρον.

    περί ηλέκτρου, covid ή κύκνων.
     
  4. espimain

    espimain Contributor

    ή κύκνων βεβαίως βεβαίως!  
     
    Last edited: 5 Δεκεμβρίου 2020
  5. Libertine SD

    Libertine SD Contributor

    Αυτό το προσέξατε; Μεταβολη αερίου κατάστασης σε υγρή μέσω αύξησης της πιέσεως!!! Φαντασία ή γνώση;;
     
  6. espimain

    espimain Contributor

    Είναι απίστευτο το κείμενο.
    Είτε είναι φαντασία είτε είναι γνώση.
    Αλλά αν είναι φαντασία σε κάποια γνώση ή αντίληψη δεν θα έπρεπε ν΄ αγγίζει;
     
  7. Libertine SD

    Libertine SD Contributor

    Εν προκειμένω, η περιγραφή είναι "ανατριχιαστικά" ακριβής, αν αναλογιστεί κανείς ποτε γράφτηκε...
     
    Last edited: 20 Δεκεμβρίου 2020
  8. Salamander

    Salamander Dance into the fire

    Ας μην ξεχνούμε ότι η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας κάηκε επίτηδες και από την αρχαία ελληνική γραμματεία έχουν χαθείεκατοντάδες τόμοι.....
     
  9. estelwen

    estelwen χρήσιμη Contributor

    Ας μην ξεχνάμε ότι δεν υπάρχει ούτε μια αρχαία πηγή που να αναφέρει δολοπλοκή στην υποτιθέμενη [έτσι και αλλιώς μερική, αν έγινε] καύση της βιβλιοθήκης που φαντάζομαι συνδέετε με την πυρπόληση του στόλου του Ιούλιου Καίσαρα από τον Πτολεμαίο (ή το αντίθετο), το 48 π.X. - αν έχετε, ευχαρίστως να την δούμε.
     
    Last edited: 27 Δεκεμβρίου 2020
  10. Salamander

    Salamander Dance into the fire

    Σε ευχαριστώ πολύ για την απάντηση (ελπίζω να μην ενοχλεί που γράφω στον ενικό.   ) Υπάρχουν αρκετοί ύποπτοι οι βασικοί είναι τρεις.Το ζητούμενο όμως είναι τι καταστράφηκε ??? Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες κάηκαν μεταξύ άλλων και τα χειρόγραφα που μιλούσαν για το παρελθόν ενός άλλου πολιτισμού πολύ πιο προοδευμένου τεχνολογικά απ' ότι ο δικός μας.

    Από τον "Τίμαιο" του Πλάτωνα 22-25

    Κάποιος από τους ιερείς πολύ ηλικιωμένος του είπε τότε: "Σόλων, Σόλων, σεις οι Έλληνες είσθε αιωνίως παιδιά, κανείς Έλλην δεν είναι γέρων". Ο Σόλων άμα ήκουσε αυτά, του είπε: "Πώς γίνεται αυτό, τί εννοείς με αυτά που λέγεις;". Και εκείνος απήντησεν: "Όλοι είσθε νέοι κατά την ψυχήν, διότι δεν έχετε μέσα εις την ψυχήν σας καμίαν παλαιάν γνώσιν διά την αρχαίαν παράδοσιν, ούτε και κανένα μάθημα παλαιόν από την πολυκαιρίαν.
    Για οικονομία σου στέλνω σε μήνυμα όλο το κείμενο.
     
  11. estelwen

    estelwen χρήσιμη Contributor

    Δεν υπάρχει ύποπτος, γιατί δεν υπήρξε έγκλημα ή δολοπλοκή. Ούτε υπάρχει καμία καταγραφή του τι καταστράφηκε.
    Παναηάμ, όχι η Ατλαντίδα πάλι.  
     
  12. Salamander

    Salamander Dance into the fire

    Δεν θα μάθουμε ποτέ την αλήθεια...παρά μόνο εικασίες...
    Δεν το έγραψα για την Ατλαντίδα αλλά για το παράδειγμα ενός προηγμένου πολιτισμού...