Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ἐν ἀνθρώποις Εὐδοκία

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 29 Ιουνίου 2021.

  1. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Εγώ ευχαριστώ.
     
  2. Φενριρ....

    Φενριρ.... Regular Member

    Ευχαριστούμε ...έβγαλε πολλά αισθήματα..... ευχαριστώ
     
  3. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    ~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~
    38.2 - Spanish caravan
    ~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~
    Ευδοκία

    - «Και φρόνιμα, ε;» είπε ο Στέφανος στη Φανή καθώς κατέβαινε από το αυτοκίνητο.
    - «Θα το λάβω σοβαρά υπόψη» του είπε η Φανή.
    - «Μην ανησυχείς, είναι στα καλύτερα χέρια» του είπα.
    - «Δεν ανησυχώ για τη Φανή! Μπουμπούνα!»
    - «Κανένας φόβος! Δεν υπάρχει τίποτα που να μη μπορεί να γιατρευτεί με ένα καλό show των strippers που έχω κλείσει.»
    - «Έχει καλώς. Θα τα πούμε αύριο οι δυο μας» μου είπε χαμογελώντας ωστόσο.

    Το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε.

    - «Πάμε μαϊμού;» της είπα.
    - «Ναι, πάμε!» μου απάντησε.

    Ανεβήκαμε στο διαμέρισμά μου.

    - «Όμορφο είναι το σπίτι σου» μου είπε η Φανή.
    - «Κουκλίστικο» της είπα.
    - «Σε πειράζει που είναι μικρό;» με ρώτησε
    - «Όχι αλλά παρόλο που είμαι σε ήσυχη γειτονιά έχει αρκετή φασαρία σε σχέση για παράδειγμα με το σπίτι σας.»
    - «Έχει φασαρία;» με ρώτησε ξαφνικά ανήσυχη.
    - «Όχι, Φανούλα μου, απλά στο δικό σας σπίτι είναι πολύ πιο ήσυχα κι εγώ είμαι σαν κι εσένα, δε μου αρέσει η φασαρία.»
    - «Αν έχει φασαρία μπορούμε να πάρουμε το μπαμπά και να μας πάει σπίτι!»
    - «Άσε τον μπαμπά σήμερα, girls night δεν είπαμε;»
    - «Τον φαντάζεσαι με μάσκα;» μου είπε βάζοντας ξαφνικά τα γέλια και κάνοντας κι εμένα να γελάσω.
    - «Τον ρωτάμε αύριο» της είπα.
    - «Σύμφωνοι» μου είπε, η Φανούλα έχει την τάση μερικές φορές να παίρνει αυτά που της λέμε κυριολεκτικά.
    - «Λοιπόν, μαϊμού, τι θα κάνουμε απόψε;»
    - «Τοπολογία!» μου είπε. «Δεν κάναμε χθες!»
    - «Μετά το μάθημα βρε» της είπα γελώντας. «Να παραγγείλουμε πίτσα και να δούμε καμιά ταινία;»
    - «Αμέ!»
    - «Έχω την κατάλληλη ταινία» της είπα.
    - «Να χαρείς, μην είναι καμιά ρομαντική κωμωδία!»
    - «Θα δεις» της είπα.

    Κάναμε το μάθημά μας αν και ομολογώ ότι η διαφορά μεταξύ του τραπεζιού της κουζίνας και του τεράστιου ηλεκτρονικού πίνακα που της είχε αγοράσει ο Στέφανος και ο οποίος μπορούσε να βγάλει τα περιεχόμενα του σε PDF ήταν δραματική. Τη Φανή δεν φάνηκε να την πειράζει καθόλου.

    - «Εύη, θα μπορέσω να κάνω ένα ντους, έτσι;» με ρώτησε με αγωνία. Η Φανή έκανε μπάνιο δύο φορές την ημέρα ο κόσμος να χαλάσει.
    - «Θέλεις να σου γεμίσω τη μπανιέρα και να σου βάλω άλατα και αφρόλουτρο να χωθείς μέσα;»
    - «Μόνο αν κάτσεις να μου κάνεις παρέα.»
    - «Αν θέλεις παρεούλα πολύ ευχαρίστως!»
    - «Εσύ;» με ρώτησε.
    - «Εγώ θα κάνω ένα ντους μετά, εντάξει;»
    - «Θα μείνει νερό; Όταν η μαμά κάνει μπάνιο μετά ο μπαμπάς φωνάζει ότι δεν έχει νερό!»
    - «Εσείς δεν έχετε μπανιέρα, πισίνα έχετε! Εμένα η μπανιέρα είναι πιο μικρή, θα μείνει νερό μην ανησυχείς. Έτσι κι αλλιώς έχει καλοκαιριάσει, δε χρειάζομαι καυτό νερό.»
    - «Έχει όμως; Εγώ μόνο καυτό νερό θέλω!» μου είπε πάλι με ξαφνική ανησυχία.
    - «Έχει ματάκια μου, μη φοβάσαι. Όταν τελειώσεις το μπάνιο θα βάλουμε και μάσκα, μετά θα παραγγείλουμε πίτσα, θα κάτσουμε να δούμε την ταινία και θα τρομάξουμε τον ντελιβερά!»
    - «Πώς θα τον τρομάξουμε;»
    - «Είναι που δε με έχεις δει με μάσκα» της είπα κάνοντάς την να γελάσει.
    - «Εσύ και με μάσκα θα είσαι πάντα όμορφη» μου είπε η Φανή κάνοντάς με να λιώσω.
    - «Έχεις φέρει ρούχα να αλλάξεις, ναι;»
    - «Ναι έχω φέρει… Όχι σουτιέν όμως, δε θέλω σουτιέν το βράδυ.»
    - «Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, άλλωστε ούτε κι εγώ φοράω.»
    - «Ουφ» είπε. «Βάσανο είναι αλλά αφού αρέσουν στον Τζος κομμάτια να γίνει» συνέχισε και ένα ξαφνικό μου ήρθε! Δηλαδή τι ξαφνικό, ντουβρουτζάς μου ήρθε αλλά η Φανή δεν έδωσε σημασία. «Πάμε;»

    Το μυαλό μου πάλι είχε κολλήσει όπως κάθε φορά που ξαφνιάζομαι συναισθηματικά.

    «Θα τον πνίξω» ήταν το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ. «Θα του πιώ το αίμα με το μπουρί της σόμπας. Θα τον γδάρω!»

    - «Εύη;»
    - «Ναι, ναι, πάμε…» είπα ενώ στο μυαλό μου έπλαθα σενάρια βίαιου και βασανιστικού θανάτου για τον Τζος.

    Γέμισα τη μπανιέρα με νερό που εγώ δεν θα το άντεχα αλλά για τη Φανή ήταν το στοιχείο της. Έριξα άλατα και αφρόλουτρο.

    - «Για δες πώς είναι. Μου φαίνεται ότι παραείναι ζεστό.» της είπα.
    - «Μια χαρά είναι» είπε αφού έβαλε το χέρι της και το δοκίμασε. Έβγαλε τη φόρμα και το μπλουζάκι που φορούσε και τα εσώρουχά της. Πώς να μην άρεσαν στον μελλοθάνατο ή σε οποιοδήποτε άντρα; Η Φανή είναι θαρρείς σμιλεμένη· σαν άγαλμα, μια Γαλάτεια πλασμένη από τα χέρια κάποιου καλλιτέχνη που οι Μούσες έχουν ερωτευτεί χαρίζοντάς του όλη τους την εύνοια. Ένα ζωντανό άγαλμα· avatar κάποιας απόκοσμης εξωγήινης διάνοιας. Μπήκε μέσα και ξάπλωσε και της ξέφυγε ένας στεναγμός ευχαρίστησης. «Αααχ, είναι υπέροχα!»
    - «Εγώ σε αυτό το νερό θα γινόμουν βραστό κοτόπουλο» της είπα.
    - «Ωραία ιδέα!» μου είπε. «Άλλωστε λένε πως η γριά κότα έχει το ζουμί!» κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. Ωραία, σχεδόν στα 28 μου ενώ εκείνη ήταν 15 και μισό και ήμουν γριά.
    - «Με λες γριά βρε μαϊμού;»
    - «Όχι εγώ, ο χρόνος που κυλάει αδυσώπητα» μου είπε βγάζοντας τη γλώσσα της
    - «Ορίστε, μου έγινε και φιλόσοφος!» είπα.
    - «Δεν έγινα, ήμουν! Ουδείς προφήτης στον τόπο του» απάντησε κάνοντάς με να ξεκαρδιστώ πάλι.

    Ακόμα και αν μπορούσα να φέρω στον κόσμο παιδί του Στέφανου δεν μπορούσα εκείνη τη στιγμή να διανοηθώ ότι θα μπορούσα να το αγαπήσω περισσότερο από τη Φανούλα. Ίσως με διαφορετικό τρόπο αλλά όχι με λιγότερη ένταση. Δεν είναι περίεργο; Πώς μπορείς μέσα σε τόσο λίγο καιρό να βρεις να λατρεύεις έναν άνθρωπο και να αγαπάς έναν άλλον με τόση ένταση που σχεδόν σε πονάει; Άλλωστε… η Φανούλα ακόμα και αν δεν ήταν δικό μου παιδί, ήταν του Στέφανου. Σάρκα από τη σάρκα του.

    Θυμήθηκα πόσο είχα δυσκολευτεί. Μαθημένη να αντιμετωπίζω τα συναισθήματά μου καταπνίγοντάς τα και μετά αναλύοντάς τα με κλινικό, αποστασιοποιημένο τρόπο, το ταξίδι μου προς την Ιθάκη με τη μορφή του Στέφανου ήταν ταξίδι ανακάλυψης.

    Και αποκάλυψης.

    Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
    τὸν θυμωμένο Ποσειδῶνα μὴ φοβᾶσαι,
    τέτοια στὸν δρόμο σου ποτέ σου δὲν θὰ βρεῖς,
    ἂν μέν᾿ ἡ σκέψις σου ὑψηλή, ἂν ἐκλεκτὴ
    συγκίνησις τὸ πνεῦμα καὶ τὸ σῶμα σου ἀγγίζει.

    Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
    τὸν ἄγριο Ποσειδώνα δὲν θὰ συναντήσεις,
    ἂν δὲν τοὺς κουβανεῖς μὲς στὴν ψυχή σου,
    ἂν ἡ ψυχή σου δὲν τοὺς στήνει ἐμπρός σου.


    Δεν είχα ιδέα τι κουβαλούσε η ψυχή μου μέχρι που βρέθηκα αντιμέτωπη με τη δική μου γιουνγκική σκιά. Φόβος. Αμφιβολία. Αμφισβήτηση. Ζήλεια. Αμφιταλάντευση. Παράκρουση.

    Προσπάθησα να συγκεντρωθώ στο παρόν και στο μέλλον.

    - «Για πες μου τώρα, τι ήταν αυτό το ξαφνικό που μου πέταξες ότι το στήθος σου αρέσει στο Τζος;»
    - «Ε, αφού του αρέσει! Τι να πω, ότι δεν του αρέσει;»
    - «Και πού το έχει δει;»
    - «Σπίτι του.»

    «Θα τον γδάρω! Θα τον ξεκοιλιάσω! Θα τον πνίξω! Δεν ξέρω με ποια σειρά! Αυτή που προκαλεί το ολικό μέγιστο στο suffering.»

    - «Τι άλλο έχετε κάνει;»
    - «Δεν σε καταλαβαίνω, τι εννοείς;» μου είπε.
    - «Πόσο… πόσο έχετε προχωρήσει;»
    - «Α, τώρα κατάλαβα τι εννοείς. Σιγά, μπροστά στη Μυρσίνη εγώ είμαι καλόγρια.»
    - «Δεν απαντάς και με ζορίζεις» της είπα.
    - «Ντρέπομαι λίγο»
    - «Εμένα;»
    - «Δεν είμαι καλή να διαβάζω τα συναισθήματα των άλλων αλλά όπως σε βλέπω νιώθω ότι θα κινδυνεύσει η σωματική μου ακεραιότητα»
    - «Η δική σου όχι, αγάπη μου» της είπα τρυφερά. «Του Τζος, τώρα, είναι τελείως διαφορετική κουβέντα» συμπλήρωσα κάνοντάς τη να βάλει τα γέλια.
    - «Μου έχει χαϊδέψει και μου έχει φιλήσει τα στήθη. Αλλά κι εγώ το ήθελα, μου αρέσει πολύ όταν το κάνει. Κακό είναι;»
    - «Όχι αγάπη μου δεν είναι κακό, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να βιάζεστε.»
    - «Δεν ξέρω. Εννοώ… Η Μυρσίνη έχει κάνει πολύ περισσότερα αλλά δεν ξέρω… δεν ξέρω ποια είναι η ταχύτητα. Εμπιστεύομαι το Τζος. Όταν κάνει κάτι που… που νιώθω ότι δεν είμαι έτοιμη το καταλαβαίνει και το σταματάει αμέσως. Ακόμα και την πρώτη φορά που με φίλησε με γλώσσα και με ξάφνιασε σταμάτησε αμέσως. Την πρώτη φορά που με χάιδεψε στο στήθος δεν το περίμενα και πάγωσα, σχεδόν έκανα σκηνή. Όμως… Κατά κάποιο τρόπο ήξερε ότι είμαι έτοιμη. Εννοώ ότι δεν το ξαναέκανε αλλά εγώ ήθελα να το συνεχίσει όταν άρχισα και πάλι να τον φιλάω. Εκείνος απλά με χάιδευε στη μέση και στην πλάτη κι εγώ ήθελα να συνεχίσει το χάδι του στα στήθη μου. Να φανταστείς ότι την επόμενη φορά εγώ ήμουν που πήρα το χέρι του και το έβαλα στο στήθος μου. Δεν είχα φανταστεί ποτέ… δε μου άρεσε η σωματική επαφή, με τρόμαζε, με απωθούσε. Μόνο το νονό μου και τον Πέτρο αγκάλιαζα. Μετά γνώρισα εσένα και δεν ξέρω… το μόνο που ήθελα είναι να με έχεις στην αγκαλιά σου. Νιώθω ζεστά, νιώθω ασφάλεια. Είναι φιλόξενη, τρυφερή. Σ’ αγαπάω πολύ πολύ πολύ Ευουλίνι μου»
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω, πολύ πολύ πολύ ψυχή μου»
    - «Παρόλο που είμαι μια άθλια μαϊμού;»
    - «Παρόλο» της είπα.
    - «Έτσι νιώθω και στην αγκαλιά του Τζος. Σχεδόν, δεν ξέρω… είναι διαφορετικό. Όχι σαν τη δική σου, διαφορετική αλλά και ταυτόχρονα τόσο οικεία. Μου θυμίζει το νονό μου και ώρες-ώρες το μπαμπά. Όμως σε αντίθεση με εκείνους είναι πιο ζεστός, πιο τρυφερός. Θα μου λείψει πολύ όταν πάμε του χρόνου Αμερική.»

    Μπαίναμε σε επικίνδυνα μονοπάτια. Η Φανούλα μου την είχε δαγκώσει πολύ γερά τη λαμαρίνα και IQ 300 που λέει ο λόγος ή όχι, δεν έπαυε να είναι ένα δεκαπεντάχρονο κοριτσόπουλο. Ένα δεκαπεντάχρονο ερωτευμένο κοριτσόπουλο που μόλις είχε αρχίσει να έρχεται σε επαφή με τα αισθήματά της, μια προσφορά της yours truly κατά ομολογία Κατερίνας και Στέφανου.

    Η Κατερίνα μου είχε πει ότι δεν χρειάζεται να της λέω όλα τα μυστικά που μου εκμυστηρεύεται η Φανή αλλά αυτό δεν γινόταν να μην το πω ούτε στην ίδια, ούτε πολύ περισσότερο στον Στέφανο που ήταν εκείνος που έπαιρνε τελικά και τις αποφάσεις. Είχα μπροστά μου μια πολύ δύσκολη συζήτηση πρώτα με το Στέφανο και αν το επέτρεπε και με την Κατερίνα.

    Τέλειωσε το μπάνιο της, ντύθηκε και μετά μπήκα και έκανα κι εγώ ένα γρήγορο ντους. Με εξαίρεση το Στέφανο δε μου άρεσε η παρέα στο μπάνιο αλλά η Φανή θεωρούσε αυτονόητο ότι θα μου κάνει παρέα και δε μου έκανε καρδιά να τη διώξω.

    - «Είσαι πολύ όμορφη» μου είπε. «Κρίμα που δεν έχεις τον δικό σου Τζος να σε θαυμάσει» μου είπε κάνοντάς με να δαγκωθώ αλλά ευτυχώς αυτό πέρασε απαρατήρητο. «Αχ, τα βάρη που κουβαλάμε» είπε δείχνοντας το στήθος μου και κοιτώντας χαμηλά προς τη μπλούζα της με ύφος στωικού φιλόσοφου που ανακάλυψε το νόημα της ύπαρξης, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    Όταν τέλειωσα της έβαλα τη μάσκα της και έβαλα και τη δική μου.

    - «Τι θέλεις στην πίτσα;» τη ρώτησα.
    - «Απ’ όλα, δεν έχω πρόβλημα. Αν κάτι δε σου αρέσει, μην το βάλεις. Ανανά μόνο να μην έχει!»
    - «Αυτό θα έλειπε! Ωραία, θα παραγγείλω μια σπέσιαλ. Σου αρέσει η Φιλαδέλφεια στη ζύμη;»
    - «Αμέ! Πολύ!»

    Κοιταχτήκαμε και οι δυο στον καθρέφτη και βάλαμε τα γέλια.

    - «Σαν πράσινα φαντάσματα είμαστε» δήλωσε ακόμα γελαστή.

    Η πίτσα ήρθε σχετικά γρήγορα και όταν άνοιξε την πόρτα και μας είδε και τις δύο να τον περιμένουμε με τη μάσκα στη μούρη ξαφνιάστηκε κάνοντας τη Φανή να βάλει τα γέλια. Του έδωσα ένα γερό πουρμπουάρ και πήγαμε και κάτσαμε αναπαυτικά στο κρεββάτι και τρώγοντας την πίτσα μας ξεκινήσαμε να βλέπουμε την ταινία.

    - «Δεν το περίμενα αυτό» μου είπε κλαίγοντας στην αγκαλιά μου. «Ήταν υπέροχη, υπέροχη!»

    Της είχα βάλει την Αμελί. Πού να φανταστώ όταν την είχα επιλέξει η έρμη ότι η ερωτοχτυπημένη μαϊμού θα αντιδρούσε έτσι;

    Ηρέμισε γρήγορα πάντως και για της αποσπάσω την προσοχή το ρίξαμε στα μαθηματικά. Έψαξα να της βρω ένα δύσκολο πρόβλημα από τις μαθηματικές ολυμπιάδες αλλά τελικά αυτό αποδείχτηκε μεγαλύτερη πρόκληση για μένα παρά για τη Φανή, που στα 14 της έλυσε, το μέχρι πριν μερικά χρόνια δυσκολότερο πρόβλημα που είχε μπει ποτέ στην ιστορία των ολυμπιάδων και όλο αυτό σε χρόνο μισής ώρας, ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα από μόνη της το άλμα του Βιετά.

    Επέλεξα το πρόβλημα 3 της μαθηματικής ολυμπιάδας του 2017, το πρόβλημα που είχε εκτοπίσει από τη θέση του πιο δύσκολου στην ιστορία το διαβόητο νο6 του 1988.

    - «Τελείωσα» μου είπε μετά από 15 λεπτά. Ω Θεοί!
    - «Δώσε μου κι εμένα όμως χρόνο, έτσι;»
    - «Να φάω το κομμάτι που έχει μείνει;»
    - «Να το φας, αγάπη μου» της είπα και αφοσιώθηκα με όλη μου τη συγκέντρωση στο πρόβλημα. Μου πήρε άλλα 10 λεπτά. «Η ώρα της αλήθειας» της είπα. «Ποια είναι η απάντησή σου;»
    - «Δεν είναι εφικτό να το εξασφαλίσει ότι η απόσταση είναι το πολύ 100» απάντησε. Αυτό ήταν και η δική μου απάντηση. Κοίταξα την απόδειξή της, ήταν η ίδια με τη δική μου αν και κάποια ενδιάμεσα βήματα έλειπαν από τη δική της. Το μυαλό της έκανε άλματα που απλά ήταν αδύνατο να κάνουμε οι υπόλοιποι.
    - «Εύη μου, νύσταξα» μου είπε.
    - «Κι εγώ ψυχή μου. Δώσε μου μισό λεπτάκι να πάω το κουτί της πίτσας και τα αναψυκτικά μέσα και έρχομαι». Γύρισα πίσω. «Να πάρουμε ένα τηλέφωνο τη μαμά και το μπαμπά να τους πούμε καληνύχτα;»
    - «Αμέ!» μου είπε. Πήρα τηλέφωνο πρώτα την Κατερίνα. Μιλήσαμε για λίγο και της έδωσα τη Φανή που έκλεισε λίγο αργότερα στέλνοντας φιλάκια διά τηλεφώνου. Μετά πήρα το Στέφανο και του έδωσα τη Φανή. Τον καληνύχτισε στέλνοντας ένα δεύτερο γύρο φιλάκια και μου έδωσε το τηλέφωνο.
    - «Φανούλα, πάω λίγο μέσα που θέλει κάτι να μου πει ο μπαμπάς και έρχομαι, εντάξει!»
    - «Αμέ! Έτσι κι αλλιώς δεν κοιμάμαι χωρίς να πάρω αγκαλιά τον αρκούδο μου και σήμερα θα είσαι εσύ ο αρκούδος μου!»
    - «Ναι αγάπη μου, εγώ θα είμαι! Αρκούδι εγώ, μαϊμού εσύ, ζούγκλα θα το κάνουμε» της είπα.

    Πήγα στο μπαλκόνι.

    - «Πώς περάσατε;» με ρώτησε.
    - «Κάναμε τα μπάνια μας, βάλαμε τα μπιγκουτί μας, φάγαμε την πίτσα μας, είδαμε την ταινία μας, λύσαμε προβλήματα της μαθηματικής ολυμπιάδας με τη Φανή να μας κάνει να νιώσουμε κρετίνοι, μια χαρά!»
    - «Χαχαχαχα» τον άκουσα να γελάει από το τηλέφωνο. «Βρήκες άνθρωπο να προκαλέσεις σε μαθηματικό challenge! Εγώ να δεις τι έχω τραβήξει όλα αυτά τα χρόνια, χαχαχαχαχα»
    - «Στέφανε, μου επιτρέπεις να καπνίσω ένα τσιγάρο;»
    - «Πώς αυτό;»
    - «Θέλω να σου πω κάτι για τη Φανή. Δε θέλω να σε ανησυχήσω αλλά δεν μπορώ να μη στο πω.»
    - «Άντε, κάνε το» μου είπε και σηκώθηκα και πήγα μέσα να βρω τον καπνό στον οποίο είχα μάθει να στρίβω. Είχε ξεραθεί αρκετά αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Έστριψα το τσιγάρο και το άναψα.
    - «Στέφανε, η Φανούλα έχει αρχίσει και ξεμυαλίζεται σοβαρά με τον Τζος.»
    - «Δεν αρχίσαμε καλά!»
    - «Κοίτα… όσο και αν αυτή τη στιγμή θέλω να τον γδάρω και να τον τεμαχίσω και όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά είναι καλό παιδί. Ωστόσο είναι ταυτόχρονα και έφηβοι και δη ερωτοχτυπημένοι έφηβοι με ό,τι αυτό συνεπάγεται.»
    - «Τι της έκανε; Θα τον σκοτώσω!»
    - «Σε διαβεβαιώ τίποτα που να μην το λάτρεψε και η ίδια. Δεν έχουν προχωρήσει περισσότερο από ένα… μη μου πάθεις εγκεφαλικό… χαμούρεμα αλλά προχωράνε με ταχύτητες που η Φανούλα ναι μεν μπορεί να ακολουθεί αλλά… εγώ προσωπικά… δεν ξέρω, ίσως δεν είμαι η κατάλληλη, η Κατερίνα σίγουρα είναι…»
    - «Πολύ μου το στριφογυρνάς.»
    - «Νομίζω ότι πρέπει να επισπεύσουμε το ταξίδι στην Αμερική. Απλά σου λέω την άποψή μου, ξέρω ότι η απόφαση είναι δική σου. Απλά στο λέω ως άνθρωπος που αγαπά τη Φανή σαν αδερφή και ακόμα παραπάνω.»
    - «Δεν έχω μόνο τη Φανή, έχω κι άλλο παιδί, Ευδοκία»
    - «Το ξέρω Στέφανε. Απλά σου είπα τη γνώμη μου, δική σου είναι η απόφαση και κανενός άλλου. Μου είχες πει να σου πω αυτά που με απασχολούν και αυτό κάνω.»
    - «Δε σε μαλώνω μπουμπούνα! Το ξέρω ότι την αγαπάς τη Φανή πάνω απ’ όλους μας.»
    - «Όχι πάνω απ’ όλους σας! Το ίδιο με εσένα αλλά με διαφορετικό τρόπο.»
    - «Είσαι μπουμπούνας!»
    - «Ο μπουμπούνας σου!» του είπα.
    - «Τέλος πάντων, θα το συζητήσουμε και με την Κατερίνα και θα δούμε. Ωστόσο δεν είναι μόνο η Φανή. Εσύ;»
    - «Εγώ, τι;»
    - «Δεν είσαι ακόμα ιδιοκτησία μου Ευδοκία αλλά ακόμα και αν ήσουν η απόφαση να πάω στην Αμερική είναι κάτι που επηρεάζει και εσένα. Είναι κάτι το οποίο θα μπορούσε να σε κάνει να ζητήσεις εσύ να φύγεις.»
    - «Εσείς θα πάτε Αμερική κι εγώ θα σας ακολουθήσω, το είχαμε πει αυτό ακόμα και… και… τότε, που περιπλανιόμουν μόνη και χαμένη στην ατελείωτη παγωμένη ερημιά.»
    - «Λέγαμε για του χρόνου, όμως.»
    - «Δεν έχει σημασία.»
    - «Αν πάμε νωρίτερα θα ακολουθήσεις;»
    - «Εσάς τους δύο μέχρι το τέλος του κόσμου κι ακόμα παραπέρα.»
    - «Εντάξει λοιπόν. Θα το λάβω υπόψιν στην τελική απόφαση.»
    - «Σε ευχαριστώ Στέφανε.»
    - «Λοιπόν, πέστε για ύπνο και τα λέμε αύριο το πρωί που θα τη φέρεις. Φέρε και δικά σου ρούχα, το βράδυ θα μείνεις εδώ και η παρουσία σου είναι κομβική στο να μη γδάρω ζωντανό τον Τζος αύριο που θα έρθει να παραλάβει τη Φανή για την έξοδό τους.»
    - «Φοβήθηκα ότι θα την κλείδωνες στο κάστρο και θα έβαζες να τη φυλάει ο δράκος!»
    - «Τη φυλάει κάποιος αλλά δεν τον λέω δράκο, μπουμπούνα τον λέω» μου είπε κάνοντάς με να ξεσπάσω σε κλαυσίγελο. «Η Ιουλιέττα μου βρήκε τον πρώτο της Ρωμαίο και όσο και αν θέλω να βγάλω τα μάτια μου με κουτάλι, that’s the way of things.»
    - «Ξέρεις κάτι Στέφανε; Μέσα μου πιστεύω ότι ο πρώτος της Ρωμαίος θα πάρει σύνταξη στη θέση αυτή.»
    - «Κάτσε πρώτα να επιβιώσει της αυριανής μέρας!» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια και πάλι.
    - «Λοιπόν, θα σε αφήσω εδώ γιατί σήμερα έχω να εκτελέσω χρέη αρκούδου! Καληνύχτα Στέφανε.»
    - «Καληνύχτα κοριτσάκι μου»

    Πήγα μέσα στο δωμάτιο.

    - «Άντε, που ήσουν και με ξέχασες;»
    - «Έπλυνες τα δόντια σου, βρε μαϊμού;»
    - «Oops!»
    - «Πολύ ζορίζεις την τύχη σου σήμερα, νεαρή!» της είπα τρυφερά.

    Πήγαμε και οι δυο γελώντας και πειράζοντας η μία την άλλη και πλύναμε τα δόντια μας. Μετά ξάπλωσα και χώθηκε στην αγκαλιά μου και ήταν σα να έπεσε ο γενικός.

    Carry me, caravan, take me away
    Take me to Portugal, take me to Spain
    Andalucia with fields full of grain
    I have to see you again and again
    Take me, Spanish caravan


    «America it is» είπα μέσα μου. Θα μου έλειπε ο Στέφανος το εξάμηνο που θα ήταν Ελλάδα αλλά θα είχα πάντα τη Φανούλα μου.

    Αναστέναξα. Δε θα μπορούσα να κάνω δικό μου παιδί αλλά η ξανθιά ερωτοχτυπημένη Βαλκυρία που κοιμόταν σαν άγγελος στην αγκαλιά μου ήταν κατά κάποιο τρόπο δικό μου παιδί. Αίμα από το αίμα του, σάρκα από τη σάρκα του.

    Trade winds find Galleons lost in the sea
    I know where treasure is waiting for me
    Silver and gold in the mountains of Spain
    I have to see you again and again
    Take me, Spanish caravan


    «America America» ήταν η τελευταία μου σκέψη πριν παραδοθώ με τη σειρά μου στην αγκαλιά του Μορφέα.

    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
     
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    ~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~
    38.3 - Remember tomorrow
    ~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~
    Στέφανος

    Κλείνοντας με την Ευδοκία ήμουν εγώ αυτός που τώρα χρειαζόταν τσιγάρο. Στο σαλόνι ήταν ο Τόμας με το Μάνθο και έπαιζαν play station.

    - «Γεια σου μπαμπά» είπε ο ένας.
    - «Γεια σας κύριε Στέφανε» είπε ο άλλος.
    - «Θα σας γδάρω και τους δύο» τους δήλωσα.
    - «Γιατί, τι κάναμε;» με ρώτησαν ντουέτο.
    - «Γι’ αυτά που δεν κάνατε!» τους απάντησα.
    - «Μπαμπά, δεν καταλαβαίνω…» μου δήλωσε ο Τόμας.
    - «Έχετε φάει;»
    - «Ναι, φάγαμε στου Μάνθου.»
    - «Δηλαδή και κερατάς και δαρμένος!»
    - «Εξακολουθώ να μη σε καταλαβαίνω» μου είπε ο Τόμας.
    - «Θα παραγγείλω σουβλάκια» είπα προσπαθώντας να ηρεμήσω. «Θέλετε;»
    - «Μας προσβάλετε κύριε Στέφανε! Δεν είμαι μαθηματικός σαν κι εσάς αλλά η ερώτηση που κάνατε έχει μόνο μία απάντηση: Αριθμό.» είπε ο Μάνθος κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Πόσα;» τον ρώτησα.
    - «Εγώ δύο πίτα γύρο απ’ όλα» μου είπε.
    - «Κι εγώ, δεν είναι να τον αφήσω να φάει μόνος του κρεμμύδι» μου είπε κοιτάζοντάς με πειρακτικά. Μάλλον είχε καταλάβει που αναφερόμουν πριν. Αχ θα τους γδάρω όλους μαζί!
    - «ΜΜΜΜΜ» μούγκρισα και βγήκα έξω. Παιδί της μαμάς του με όλους τους δυνατούς τρόπους και οξύνους σε βαθμό …Φανής αλλά στο πιο γήινο, ώρες-ώρες η κόρη μου με έκανε να αναρωτιέμαι αν είναι πραγματικά παιδί μου ή κανενός γλεντζέ ηδονιστή εξωγήινου που φορώντας ανθρώπινη αμφίεση είχε λάβει μέρος σε κάποιο από τα αμέτρητα όργια εμένα και της Κατερίνας. Έκανα στα γρήγορα μια παραγγελία στο κινητό και άναψα τσιγάρο.

    «Έχεις τελειώσει;» έστειλα μήνυμα στην Κατερίνα.
    «Ναι, πριν λίγο μπήκα στο ξενοδοχείο.»
    «Σε παίρνω τηλέφωνο, μην μπεις ακόμα για μπάνιο»


    - «Καλησπέρα αγάπη μου» μου είπε απαντώντας στην κλήση.
    - «Καλησπέρα Κατερινιώ μου. Πώς ήταν η μέρα σου;»
    - «Ωραία ήταν αν και η αλήθεια είναι ότι από ένα σημείο και μετά κουρκούτιασα.»
    - «Πότε έρχεσαι;»
    - «Κυριακή απόγευμα»
    - «Ωραία, θα έρθω να σε πάρω με τα παιδιά παίρνοντάς τα από τους γονείς μου.»
    - «Υπέροχα! Μου έχετε λείψει!»
    - «Και σε μας!»
    - «Κατά τα άλλα;»
    - «Εδώ ο Τόμας με τον Μάνθο παίζουν play station και έχω παραγγείλει σουβλάκια για να φάμε. Η Ευδοκία girls night με την Φανή, πριν λίγο με πήραν για καληνύχτα κι εγώ έχω βγει στη βεράντα προσπαθώντας να βρω τρόπο να μην προκαλέσω αύριο διπλωματικό επεισόδιο με τις ΗΠΑ γιατί το να γδάρω ζωντανό το γιο ενός ανώτερου διπλωματικού υπαλλήλου, αποκλείεται να το πάρουν καλά.»
    - «Γιατί; Τι έγινε» με ρώτησε η Κατερίνα φανερά ανήσυχη. «Η Φανή δε μου έχει δείξει ότι της έκανε κάτι που τη στεναχώρησε.»
    - «Αμ αν ήταν να είχε στεναχωρηθεί δε θα είχαμε αυτή την συζήτηση. Όχι απλά δε στεναχωρήθηκε, της καλάρεσε και από πάνω!»
    - «Χαχαχαχαχαχα, Stefan να είσαι καλά με έκανες και γέλασα» είπε γελώντας. «Να υποθέσω ότι έχουν προχωρήσει περισσότερο από ένα φιλί;»
    - «Απορώ με την ψυχραιμία σου.»
    - «Έφηβοι που ανακαλύπτουν τον εαυτό τους είναι Stefan, τι περίμενες ότι θα κάνουν, θα παίξουν τις κουμπάρες; Τι έχουν κάνει;»
    - «Προσπαθώ με νύχια και με δόντια να μην το κάνω εικόνα αυτό που η Ευδοκία μου ανέφερε ως χαμούρεμα γιατί αν γίνει θα τον φυτέψω στις τριανταφυλλιές!» είπα κάνοντας στην άλλη άκρη του τηλεφώνου την Κατερίνα να ξεκαρδιστεί εκ νέου.
    - «Καημενούλη μου, δε μπορώ να σε φανταστώ πως νιώθεις στη σκέψη να απλώνουν τις χερούκλες του στο μπουμπούκι σου!»
    - «ΘΑ ΣΑΣ ΓΔΑΡΩ ΟΛΟΥΣ» της είπα προκαλώντας ακόμα ένα ξέσπασμα γέλιου από την Κατερίνα.
    - «Stefan, όσο και αν σε έχει πιάσει η ιερή αγανάκτηση το ξέρεις ότι αυτή είναι η φυσιολογική πορεία οπότε δεν είναι αυτό που σε τρώει. Τι συμβαίνει;»
    - «Η Ευδοκία ανησυχεί ότι η Φανή έχει πραγματικά αρχίσει να ξεμυαλίζεται. Αν μου το έλεγε οποιοσδήποτε άλλος δε θα έδινα σημασία αλλά… το λέω και ντρέπομαι ως γονιός, πιο πολύ εμπιστεύομαι την κρίση της για τη Φανή παρά τη δική μου ή τη δική σου. Και το λέω χωρίς καμία διάθεση να σε προσβάλλω.»
    - «Ούτε εγώ πετάω τη σκούφια μου και είμαι η πρώτη που μουτζώνω τον εαυτό μου, είμαι και ψυχολόγος τρομάρα να μου έρθει.»
    - «Η εν λόγω ευθύνη στο τέλος βαραίνει εμένα, Κατερίνα.»
    - «Κι εμένα Στέφανε, μπορεί εσύ να είσαι αυτός που αποφασίζει αλλά τα δεδομένα που σου έδινα ήταν στρεβλωμένα από τη γονική μου αγάπη και ανησυχία. Μπορεί να με πληγώνει σαν μητέρα που το ίδιο μου το αίμα προτιμάει μια ξένη -όσο ξένη μπορεί να είναι αυτή της Εύης- αγκαλιά από τη δική μου ή τη δική σου αλλά δεν βάζω τίποτα πάνω από το well being του παιδιού μου. Η Εύη, δεν ξέρω καν αν το έχει συνειδητοποιήσει η ίδια, βλέπει περισσότερο σαν κόρη της την Φανή παρά σαν αδερφή της. Η αγάπη της είναι βαθιά και ειλικρινής. Εσένα σε λατρεύει Στέφανε αλλά κατά βάθος η κορυφή του κόσμου της είναι η Φανή. Μετά τα μαθηματικά της κι εσύ και από πολύ μεγάλη απόσταση όλοι εμείς οι υπόλοιποι, των γονιών της συμπεριλαμβανομένων.»
    - «Η Ευδοκία πιστεύει ότι πρέπει να πάμε νωρίτερα στην Αμερική.»
    - «Εσύ τι πιστεύεις;» με ρώτησε.
    - «Ότι έχει δίκιο. Αλλά δεν είναι μόνο η Φανή παιδί μου, είναι και ο Τόμας. Κι έπειτα, είσαι κι εσύ!»
    - «Ο Τόμας θα αντέξει ένα εξάμηνο χωρίς τον πατέρα του, τι τώρα τι του χρόνου. Θα μου λείψεις κι εσύ και η Φανή και μ’ αρέσει ή όχι η σκέψη να είμαστε μαζί μόνο το μισό χρόνο, πάνω από το well being των παιδιών μας δεν βάζω τίποτα. Του Τόμας δε θα του στοιχήσει να φύγετε ένα χρόνο νωρίτερα, με τη Φανή δεν τολμάω να ρισκάρω. Η απόφαση όπως πάντα είναι δική σου αλλά τα δεδομένα όπως τα βλέπω είναι ξεκάθαρα.»
    - «Δεν είμαι μόνο εγώ και η Φανή, είναι και η Ευδοκία.»
    - «Η Ευδοκία θα σας ακολουθούσε και στην κόλαση, Stefan, ακόμα και αν δεν ήταν σκλάβα σου.»
    - «Δεν είναι ακόμα.»
    - «Από τη δική μου οπτική, η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη. Έχει αρχίσει και γαληνεύει Stefan και ξέρεις από εμένα την ίδια τι σημαίνει αυτό.»
    - «Ναι, το ξέρω.»
    - «Θα της κάνει καλό η αλλαγή. Θα επικεντρωθεί στη φροντίδα των δύο ανθρώπων που αγαπάει όσο τίποτα στον κόσμο και ο χρόνος θα γιατρέψει την πληγή της.»
    - «Η ζωή συνεχίζεται… Της το έδειξα.»
    - «Ναι, μου το είπες. Είχες δίκιο και είχα άδικο, όπως γίνεται σχεδόν κάθε φορά που διαφωνούμε.»
    - «Δύο φορές όμως είχες δίκιο. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα Κατερίνα.»
    - «Δεν χρειάζεται να τη φανταστείς. Είμαι μέρος της ζωής σου, είτε εδώ είτε στην Αμερική είμαι η σκλάβα σου που σου ανήκει ψυχή και σώμα. Και αν χρειάστηκε να σου δώσω ένα μαχαίρι στο χέρι για να το καταλάβεις, ας είναι.»
    - «Ένα μαχαίρι η μία, μια χρυσή αλυσίδα η άλλη. Οι Θεοί της τύχης με έχουν ευλογήσει.»
    - «Ναι, σε έχουν ευλογήσει αλλά όχι αυτοί της τύχης, Αφέντη μου.»
    - «Τέλος πάντων. Θα πρέπει να επικοινωνήσω και με το Stanford καθώς με εμένα, την Ευδοκία και την υποτροφία στη Φανή θα ανοίξει τρύπα στο budget τους που δεν το είχαν υπολογίσει.»
    - «Να είσαι σίγουρος ότι δε θα βάλουν τα κλάματα. Αν γίνουν όπως τα υπολογίζεις το Σεπτέμβρη θα έχουν δύο νέους βραβευμένους με Fields ερευνητές με έναν εκ των δύο να είναι η δεύτερη γυναίκα με δαύτο. Δεν υπάρχει πανεπιστήμιο στην Αμερική που δε θα έδινε γη και ύδωρ -και κώλο αν χρειαζόταν- να έχει εσάς ως καθηγητές και τη Φανή, έναν άνθρωπο με ακόμα μεγαλύτερο potential από το δικό σας, ως φοιτήτρια.»
    - «Το Fields της Ευδοκίας είναι πιο σίγουρο και από πέναλτι στο γαύρο σε πέσιμο στη μεγάλη περιοχή!»
    - «Χαχαχαχαχα, από πότε σε απασχολεί το ποδόσφαιρο;»
    - «Εμένα καθόλου αλλά άκουσα το Μάνθο να το λέει στον Τόμας και μου άρεσε!»

    Άκουσα το κουδούνι.

    - «Πρέπει να ήρθαν τα σουβλάκια. Θα σε αφήσω εδώ γιατί αυτοί οι δύο μέσα είναι ικανοί να φάνε και τα δικά μου και εγώ να μείνω με τις ευχές τους και τις καλύτερες των αναμνήσεων!»
    - «Καληνύχτα αγάπη μου» είπε η Κατερίνα γελώντας.
    - «Καληνύχτα μάτια μου» της απάντησα και πήγα μέσα.

    Αν υπάρχει καλύτερο πράγμα στον κόσμο από ένα σουβλάκι, αυτό είναι ένα δεύτερο σουβλάκι!

    Ευδοκία

    Ένιωσα ένα χέρι να με χαϊδεύει και να με σκουντάει απαλά. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα τη Φανούλα να μου χαμογελάει.

    - «Καλημέρα Ευουλίνι μου!» μου είπε χαρίζοντάς μου το πιο γλυκό της χαμόγελο.
    - «Καλημέρα αγάπη μου» της είπα ανταποδίδοντάς το. Κοίταξα το ρολόι, η ώρα ήταν 09:30
    - «Εύη μου, ποιος διακόπτης είναι του θερμοσίφωνα; Πρέπει να κάνω το πρωινό μου ντους.»
    - «Έχω ηλιακό, Φανούλα μου. Πήγαινε να κάνεις ντουζάκι μέχρι να φτιάξω κι εγώ πρωινό να φάμε. Θέλεις να σου στύψω πορτοκαλάδα;
    - «Αμέ! Μπορείς να φτιάξεις και μια ομελέτα σε παρακαλώ πολύ πολύ» με ρώτησε κοιτάζοντάς με με το κουταβίσιο βλέμμα της που με έκανε να λιώνω σα βούτυρο.
    - «Και το ρωτάς ψυχή μου; Θέλεις να την κάνω σκέτη ή να βάλω και bacon και πιπεριά και μανιτάρια και ντομάτα;»
    - «Ναι ναι! Όπως την είπες!»
    - «Λοιπόν, πήγαινε να κάνεις το ντουζάκι σου και θα ετοιμάσω κι εγώ να φάμε.»
    - «Την οδοντόβουρτσά μου την άφησα μέσα!» μου είπε.
    - «Ε, εδώ θα την κουβαλούσες;»
    - «Ευουλίνι μου;» μου είπε κοιτάζοντάς με πάλι με κουταβίσιο βλέμμα.
    - «Τι είναι αγάπη μου;»
    - «Θέλεις να το κάνουμε αυτό κάθε Παρασκευή; Εννοώ το μάθημα εδώ και μετά girls night και να είναι και η μαμά όσες φορές θέλει. Αλλά εγώ να κοιμάμαι εδώ! Μαζί σου!»
    - «Να ρωτήσουμε το μπαμπά και τη μαμά αλλά αν ρωτάς εμένα είναι η καλύτερη πρόταση που μου έχουν κάνει εδώ και δεν ξέρω πόσα χρόνια! Το θέλω όσο τίποτα στον κόσμο!»
    - «Ωραία! Θα το ζητήσω εγώ από το μπαμπά και τη μαμά! Και θα αφήσω εδώ την οδοντόβουρτσά μου και θα φέρω και ρούχα για να έχω αν δεν σε πειράζει. Χωράνε στη ντουλάπα σου; Δεν πιστεύω να σε ξεβολεύω, έτσι;» με ρώτησε ενθουσιασμένη σε ρυθμό οπλοπολυβόλου.
    - «Θα τα βρούμε αυτά, μη μου ανησυχείς! Άντε να ξεμπιχλιαστείς!»
    - «Δεν είμαι μπίχλα!» μου είπε αλλά έφυγε τρέχοντας να πάει να κάνει ντους. Τεντώθηκα και κάθισα για ένα δυο λεπτά στο κρεββάτι προσπαθώντας να boot-άρω. Ήθελα καφέ. Πριν πάω στην κουζίνα πέρασα από το μπάνιο όπου άκουσα μέσα το νερό να τρέχει και χτύπησα την πόρτα. «Φανούλα, θα παραγγείλω καφέ, θες να σου πάρω μια σοκολάτα;»
    - «Δε σ’ ακούω!» μου είπε. «Μπες μέσα παιδάκι μου και πες μου!»
    Αναστέναξα και μπήκα μέσα στο χαμάμ. «Θα τσουρουφλιστείς βρε μαϊμού της είπα!»
    - «Μια χαρά είναι» μου είπε γεμάτη σαπουνάδες από την κορυφή μέχρι τα νύχια. «Τι μου είπες;»
    - «Θα παραγγείλω καφέ, θες να σου πάρω κι εσένα μια κρύα σοκολάτα;»
    - «Αμέ, σ’ ευχαριστώ πολύ!» μου είπε και συνέχισε να τρίβεται λες και δεν είχε σηκωθεί από κρεββάτι αλλά από λάκκο γεμάτο λάσπες. «Να φέρω και το μπουρνούζι μου και το αφρόλουτρό μου και το σαμπουάν μου και…»

    Την άφησα να μουρμουράει και να κάνει τη λίστα της και πήγα στην κουζίνα να ετοιμάσω το πρωινό. Πριν ξεκινήσω έκανα την παραγγελία, έστυψα πορτοκαλάδα και έφτιαξα και την ομελέτα. Ούτε για κατούρημα δεν είχα πάει ακόμα και υπάρχουν όρια στο πόσα πράγματα μπορούσα να κάνω με παρέα στο μπάνιο! Η Φανή ευτυχώς δεν άργησε.

    - «Βγήκα!» μου είπε.
    - «Ντύσου και έλα να ξεκινήσεις να τρως όσο να κάνω κι εγώ ένα ντουζάκι.»
    - «Θα σε περιμένω!»

    Πήγα στο μπάνιο το οποίο ήταν ακόμα γεμάτο ατμούς. Η Φανή είχε σφουγγαρίσει το πάτωμα, δεν υπήρχε ίχνος νερού κάτω. Έκανα στα γρήγορα την τουαλέτα μου και μπήκα κι εγώ και έκανα ένα ανάλογης ταχύτητας ντους. Όταν πήγα στο δωμάτιο η Φανή στέγνωνε τα μαλλιά της με το πιστολάκι. Τελείωσε και μου το έδωσε και κάθισε στο κρεββάτι όσο ντυνόμουν. Μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων μέχρι να στεγνώσω κι εγώ τα μαλλιά μου. Στο μεταξύ χτύπησε το κουδούνι, είχε έρθει ο καφές μου και η σοκολάτα της Φανής.

    - «Πού θα πάτε σήμερα;» τη ρώτησα.
    - «Κεφαλάρι, θα είναι και η Μυρσίνη με τον Αντώνη.»
    - «Ποιος είναι ο Αντώνης;» τη ρώτησα.
    - «Το αγόρι της. Συμμαθητής του Τόμας και του Μάνθου.»
    - «Και μετά;»
    - «Σπίτια μας, εκεί θα κάτσουμε;»
    - «Ο καθένας στα δικό του, ελπίζω!» της είπα.
    - «Εύη μου, κάναμε κάτι κακό;» με ρώτησε με ξαφνική ανησυχία.
    - «Όχι αγάπη μου σε πειράζω. Δεν χρειάζεστε να βιάζεστε Φανούλα μου, έχετε όλο τον καιρό μπροστά σας να ανακαλύψετε τους εαυτούς σας και ο ένας τον άλλον. Το χάδι πάντως δεν είναι κακό.»
    - «Που να σου έλεγα δηλαδή τι έχει κάνει η Μυρσίνη στον Αντώνη!»
    - «Να χαρείς ό,τι αγαπάς όχι!»
    - «Δεν θα είχα σκεφτεί ποτέ αυτό το πράγμα. Αηδιαστικό μου φάνηκε στην αρχή αλλά και με το φιλί με τη γλώσσα είχα αηδιάσει και τελικά μου άρεσε πολύ! Αν του αρέσει, γιατί όχι; Θα του αρέσει μάλλον, η Μυρσίνη είπε ότι αρέσει στον Αντώνη!» μονολόγησε.
    - «Σε παρακαλώ σταμάτα να μου γεννάς στο μυαλό εικόνες που θα βάλουν σε σοβαρό κίνδυνο τη σωματική υγεία του Josh.»
    - «Ουφ, καλά» μου είπε και συνέχισε να τρώει την ομελέτα της.

    «Και πώς τα λένε αυτά στο Στέφανο; Το πιο πιθανό είναι να θέλει να γδάρει ζωντανό τον Τζος και μετά να μας αρπάξει από τα τσουλούφια και τις δύο και να μας πετάξει όπως είμαστε στο πρώτο διαθέσιμο αεροπλάνο για το Σαν Φρανσίσκο» σκέφτηκα μέσα μου.

    - «Λοιπόν, μόλις τελειώσουμε και πιούμε το καφεδάκι μας πάμε supermarket να πάρουμε πράγματα να ταΐσουμε το μπαμπά και τον Τόμας και πάμε σπίτι!»
    - «Αμέ! Αν θες θα σε βοηθήσω κι εγώ. Βοηθάω μερικές φορές και τη μαμά και το μπαμπά να μαγειρέψουν. Μου αρέσει, δεν είμαι σαν τον Τόμας που η μόνη σχέση του με τη μαγειρική είναι το τηλέφωνο του ντελιβερά!» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Πολύ ευχαρίστως. Τι λες να τους φτιάξουμε σήμερα;»
    - «Του μπαμπά του αρέσουν πολύ τα σουτζουκάκια με πουρέ!»
    - «Δυστυχώς αγάπη μου η μαγειρική μου τέχνη δεν φτάνει ως εκεί» είπα καταγράφοντας ωστόσο στο μυαλό μου ότι είχε έρθει η ώρα να τη βελτιώσω, ειδικά με την προοπτική να πάμε και οι τρεις Αμερική. Από την άλλη το είχα δέσει ότι θα μείνουμε στο ίδιο σπίτι, ο Στέφανος ποτέ δεν μου είχε πει ότι θα γίνει κάτι τέτοιο. Θα έπρεπε να τον ρωτήσω και ευχόμουν η απάντηση να είναι θετική. «Θέλεις να φτιάξουμε παστίτσιο» τη ρώτησα; Μία φορά το είχα φτιάξει με την ψυχή στα δόντια αλλά ο Στέφανος κόντεψε να φάει και το ταψί, άρα μάλλον το είχα πετύχει.
    - «Αμέ!» μου απάντησε ενθουσιασμένη.

    Τελειώσαμε, πήγαμε κάναμε τα ψώνια μας και ανεβήκαμε Ρέα. Η Φανή άνοιξε με τα κλειδιά της, το σαλόνι ήταν άδειο.

    - «Μπαμπά; Τόμας;» φώναξε η Φανή.
    - «Στη βεράντα είμαι, ο Τόμας έχει πάει για ποδόσφαιρο με τον Μάνθο» μας απάντησε από τη βεράντα ο Στέφανος.
    - «Πήγαινε να βρεις το μπαμπά στην βεράντα να αφήσω εγώ τα ψώνια.»
    - «Τα αφήνω εγώ Εύη μου» μου είπε και παίρνοντας τις σακούλες από τα χέρια μου πήγε στην κουζίνα. Βγήκα έξω στη βεράντα.
    - «Καλώς την» μου είπε. «Η Φανή;»
    - «Πήγε να αφήσει τα ψώνια στην κουζίνα, σήμερα θα σας φτιάξουμε παστίτσιο!»
    - «Αχ, γι’ αυτό σ’ αγαπάω» μου είπε και μου έκλεισε πονηρά το μάτι συμπληρώνοντας «μεταξύ άλλων»
    - «Μπαμπουίνε μουυυυυυυυ» είπε η Φανή βγαίνοντας σαν σίφωνας στη βεράντα, αγκαλιάζοντάς τον και δίνοντάς του ένα ρουφηχτό φιλί κάνοντάς τον να ξαφνιαστεί. Η Φανή δεν τους είχε συνηθίσει σε διαχυτικότητες! «Μπορούμε τα μαθήματα της Πέμπτης να τα κάνουμε Παρασκευή στο σπίτι της Εύης και μετά girls night? Ε; Τη ρώτησα την Εύη, της αρέσει η ιδέα! Θα παίρνουμε και τη μαμά όταν θέλει να έρχεται αλλά εγώ να κοιμάμαι εκεί!»
    - «Σιγά βρε τυφώνα» της είπε γελώντας με την καρδιά του. «Αν θέλει και η Ευδοκία, γιατί όχι;» και γύρισαν και με κοίταξαν και οι δύο, το ένα βλέμμα γεμάτο λαχτάρα.
    - «Όσο τίποτα στον κόσμο!» της είπα και η Φανή παράτησε τον Στέφανο στα κρύα του λουτρού και ήρθε φωνάζοντας ενθουσιασμένη να με πάρει αγκαλιά γεμίζοντάς με φιλιά!
    - «Πάω πάνω να διαβάσω και να βάλω μουσική» μας ανακοίνωσε και έφυγε σα σίφωνας.
    - «Η Φανή να με παίρνει αγκαλιά και να με φιλάει. Πάει να βάλει μουσική! Θα λιποθυμήσω!» μου είπε γελώντας. «Σ’ ευχαριστώ, Ευδοκία, από τα βάθη της ψυχής μου.»
    - «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να με ευχαριστείς, Στέφανε και δεν είμαι σίγουρη ότι θα θέλεις ακριβώς να ευχαριστήσεις τον άνθρωπο που την έκανε να αρχίζει να ακούει μουσική, μάλλον να τον γδάρεις θα θέλεις και να σου πω κι εμένα ήταν αυτό το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό!»
    - «Όσο και να θέλω να βγάλω τα μάτια μου με κουτάλι για να μην βλέπω και να καρφώσω πιρούνια στ’ αφτιά μου για να μην ακούω, αυτή είναι η φυσική ροή των πραγμάτων, Ευδοκία μου.»
    - «Δεν έχω αποφασίσει ποιος είναι η χειρότερη επιρροή σ’ αυτά, ο Τζος ή η φίλη της η Μυρσίνη.»
    - «Τι εννοείς;»
    - «Αν κατάλαβα καλά από αυτά που μου είπε η Φανή η Μυρσίνη πρέπει να έχει αρχίσει να κάνει στοματικό στο αγόρι της κάνοντας την μαϊμού να αρχίσει να το σκέφτεται και η ίδια χωρίς ο ξενοδόχος να έχει την παραμικρή ιδέα, όχι ότι θα τον χαλάσει! Αλλά πάλι… πόσο μεγαλύτερη ήμουν εγώ από τη Μυρσίνη όταν έκανα τα ίδια στο Δημήτρη; Η Φανή είναι μικρή για μένα για κάτι τέτοιο. Της είπα ότι το χάδι είναι μια χαρά αλλά ως εκεί αλλά έφηβοι είναι…»
    - «Το συζήτησα χθες και με την Κατερίνα και την πήρα την απόφασή μου. Έστειλα χθες το βράδυ mail στο Stanford και τους είπα in no uncertain terms ότι οι τρεις μας πάμε πακέτο. Απάντησαν τα ξημερώματα ώρα Ελλάδας. Μόνο τα εισιτήρια δε μας πλήρωσαν. Θεώρησα ότι θα ακολουθήσεις, όπως είχες πει.»
    - «Το ρωτάς; Φυσικά και θα ακολουθήσω.»
    - «Στους γονείς σου έχεις μιλήσει; Τους έχεις προετοιμάσει;»
    - «Όχι» παραδέχτηκα.
    - «Για την εγχείρηση τους το είπες;»
    - «Ούτε» κατεβάζοντας το κεφάλι μου.
    - «50 και 50 με τη λεπτή ζώνη όταν φύγουν τα παιδιά το απόγευμα»
    - «Μάλιστα» του απάντησα. «Δεν έχω καμία δικαιολογία». Η λεπτή ζώνη πονούσε πολύ περισσότερο. «Στέφανε, να σε ρωτήσω κάτι;»
    - «Σ’ ακούω» μου είπε.
    - «Θα… θα…» ξεκίνησα να λέω αλλά η γλώσσα μου είχε δεθεί κόμπος. «Θα… θα μείνουμε μαζί ή…»
    - «Τι ερώτηση είναι αυτή;» μου είπε.
    - «Εννοώ στο Σαν Φρανσίσκο…»
    - «Δε θα μείνουμε στον Σαν Φρανσίσκο, θα ψάξω σπίτι στο Στάνφορντ, υπάρχουν κάποια όρια με τη Φανή που δεν μπορούν να ξεπεραστούν. Και για να σου απαντήσω την άλλη ερώτηση, φυσικά και θα μείνουμε μαζί, απορώ πώς καν σου πέρασε από το μυαλό ότι θα μέναμε χώρια.»
    - «Δε μου είχε περάσει καν από το μυαλό, το θεωρούσα μέσα μου περίπου αυτονόητο όταν συνειδητοποίησα ότι δεν είχες αναφέρει τίποτα σχετικό και… και… δεν είμαι εγώ αυτή που παίρνει τις αποφάσεις. Αλλά Stanford? Είναι πανάκριβα εκεί!»
    - «Λες και είναι τίποτα φτηνό στο Σαν Φρανσίσκο. Μη σε απασχολεί το οικονομικό του σπιτιού, αυτό είναι δικός μου λογαριασμός. Πόσα έπαιρνες στο χρόνο που είχες κάτσει μετά το διδακτορικό σου;»
    - «100.000$» του απάντησα.
    - «Ναι, θα ζητήσεις αύξηση» μου είπε.
    - «Πόσα να ζητήσω 130.000$? 150.000?»
    - «250000$» μου είπε κάνοντάς το σαγόνι μου να πέσει στο πάτωμα.
    - «Αυτό είναι μισθός καθηγητή!»
    - «Θεώρημα Πέτρου, SPH και Fields. Ως τι νομίζεις ότι θα πας, ως βοηθός;»
    - «Δεν έχω πάρει το Fields ακόμα!»
    - «Το ένα από τα τέσσερα είναι δικό σου, θα το πάρεις Ευδοκία και το ξέρουν. Σε παρακαλώ επικοινώνησε με τον οικογενειακό σας δικηγόρο για τα διαδικαστικά. Αν δεν έχετε κάποιο οικογενειακό δικηγόρο, θα σε φέρω επαφή με τον δικό μας. Θα επικοινωνήσουν μαζί σου από Δευτέρα. Δε θα δεχτείς ούτε ένα σεντς λιγότερο γιατί κι εγώ δεν ξέρω τι θα γίνει.»
    - «Μα… μάλιστα.»
    - «Καλό θα είναι μέσα στην εβδομάδα να αρχίσεις να μαζεύεις τα χαρτιά σου. Θα βοηθήσουν από τη μεριά τους για την επίσπευση της Visa και όσο και αν το αμερικάνικο δημόσιο δεν είναι σαν το ελληνικό πάντα βοηθάει να έχεις γνωστό κάποιον ανώτερο υπάλληλο της πρεσβείας» μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι.
    - «Ο Λάμπρου;»
    - «Θα κάνει πέτρα την καρδιά του»

    Η υπόλοιπη μέρα πέρασε γρήγορα, σαν αέρας.

    - «Επιτέλους μόνοι» μου είπε. «Πάμε πάνω.»
    - «Μάλιστα»
    - «Σήμερα λέω επιτέλους να κάνουμε αυτό το ρημάδι το μπάνιο μαζί» μου είπε.
    - «Όχι ότι μπορώ να διαφωνήσω αλλά και αν μπορούσα, για τρελούς ψάχνεις;» του είπα με χαμόγελο μέχρι τα αφτιά.
    - «Ναι, έχουμε πρώτα να κάνουμε κάτι άλλο.»

    Έφαγα τις 50 μου χωρίς να βγάλω κιχ πέραν από το μέτρημα. Πονούσαν σα διάολος και μετά θα είχε και δεύτερο γύρο. Ας πρόσεχα.

    - «Αυτά προς το παρόν» μου είπε και κατέβασε το παντελόνι του. «Πάρε με στο στόμα σου» με διέταξε και κάθισε στην άκρη του κρεββατιού.

    Με τον κώλο μου ακόμα να τσούζει γονάτισα μπροστά του και τον πήρα στο στόμα μου μάλλον με περισσότερο από τον προβλεπόμενο ενθουσιασμό γιατί με έκοψε.

    - «Δε βιαζόμαστε» μου είπε.

    Επιβράδυνα το ρυθμό μου φροντίζοντας να τον παίρνω όλο μέσα μου. Ήμουν πάντα πρόθυμη να το κάνω αυτό και στους τρεις πρώτους μου παρτεναίρ αλλά με το Στέφανο ήταν τελείως διαφορετικά. Το ότι το έκανα πρόθυμα δε σημαίνει ότι το έκανα και με ενθουσιασμό και εννοώ εσωτερικό. Τους ικανοποιούσα, κατάπινα όταν τέλειωναν στο στόμα μου, δεν διαμαρτυρόμουν αν τέλειωναν στο πρόσωπο μου ή στο στήθος μου ή ακόμα και στα μαλλιά μου αλλά με το Στέφανο ήταν τελείως διαφορετικά ακόμα και την πρώτη φορά. Όσο πιο πολύ τον ευχαριστούσα τόσο πιο πολύ το απολάμβανα, με τους άλλους προσπαθούσα να τους κάνουν να τελειώσουν μια ώρα αρχύτερα, με το Στέφανο μου άρεσε να το κάνω μέχρι να πάθω κράμπα στο σαγόνι και το μόνο εμπόδιο ήταν ο ίδιος μου ο ενθουσιασμός που τον έκανε να τελειώνει σχετικά γρήγορα.

    Είχα κλείσει τα μάτια μου και το απολάμβανα με όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις μου. Αργά, απολαυστικά και υπέροχα. Με είχε αφήσει να δώσω εγώ το ρυθμό και αυτό ακριβώς έκανα. Οι κοφτές του ανάσες. Η αίσθηση του πούτσου του στο στόμα μου. Η γεύση του. Η μυρωδιά του. Τα χέρια μου που ταυτόχρονα του χάιδευαν τους μηρούς. Σταμάτησα και τον έβγαλα έξω από το στόμα μου, τον έπιασα με το χέρι μου και άρχισα να τον γλείφω από το κεφάλι μέχρι κάτω. Τον έγλειψα στους όρχεις και μετά πάλι πάνω. Και ξανά. Και ξανά. Έσκυψα πάνω από το κεφαλάκι και το έγλειψα κάνοντάς τον να ανατριχιάσει. Και μετά πάλι με τη γλώσσα πάνω κάτω. Συνέχισα για λίγη ώρα και μετά τον ξαναπήρα μέχρι το λαιμό. Ένιωθα γεμάτη, πλήρης, με όλους τους δυνατούς τρόπους. Τον Λάτρευα. Θα τον ακολουθούσα μέχρι την άκρη της Γης και ακόμα παραπέρα. Ήμουν δική Του. Το μυαλό μου άδειασε οξύνοντας ακόμα περισσότερο τις αισθήσεις. Δεν ξέρω καν πόση ώρα είχε περάσει, Εκείνος το απολάμβανε και εγώ δε χρειαζόμουν τίποτα περισσότερο. Άρχισα σιγά-σιγά να επιταχύνω και το έκανα χωρίς βιασύνη.

    Ο χώρος μου είχε γίνει είχε γίνει η γεύση Του και η μυρωδιά Του και ο χρόνος μου οι ανάσες Του. Και ο χρόνος άρχισε να επιταχύνεται και ο χώρος να διαστέλλεται και όλο και πιο γρήγορα και όλο και πιο γρήγορα μέχρι που ένιωσα τους σπασμούς Του μέσα στο στόμα μου, στόμα που πλημμύρισε από τους χυμούς Του σε ποσότητα που δε μου είχε προσφέρει ξανά. Κατάπινα και κατάπινα την ουσία Του, την έκανα ένα με το σώμα μου, γινόμουν σάρκα από τη σάρκα Του μέχρι που δεν είχε τίποτε άλλο να μου δώσει. Τραβήχτηκα απαλά σκουπίζοντάς Τον με τη γλώσσα μου και με το πρόσωπό μου πάνω στο οποίο Τον έτριψα ανασαίνοντας τη μυρωδιά Του.

    - «Σε ευχαριστώ, Αφέντη μου» του είπα σηκώνοντας το κεφάλι μου και κοιτάζοντάς Τον στα μάτια και αυτή τη φορά δεν μου ξέφυγε, ήξερα τι είπα και τι βάρος είχε αυτός ο λόγος.

    Μου χαμογέλασε και φωτίστηκε θαρρείς η πλάση.

    - «Άντε, μικρή. Πήγαινε να ετοιμάσεις το μπάνιο και μη νομίζεις ότι ξέχασα τις 50 που σου χρωστάω αν και ομολογώ ότι όσο το έκανες κόντεψα να ξεχάσω το όνομά μου. Το καλύτερο τσιμπούκι που μου έχουν κάνει στα 34 χρόνια που είμαι σεξουαλικά ενεργός.»

    Unchain the colors before my eyes
    Yesterday's sorrows, tomorrow's white lies
    Scan the horizon, the clouds take me higher
    I shall return from out of the fire.


    - «Πάω αμέσως Αφέντη μου» του είπα χαμογελαστή.

    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
     
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    ~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~
    10.1 - The year of the fox
    ~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~
    Κατερίνα

    Βοστόνη, 20 χρόνια πριν

    Στα πανεπιστημιακά συγγράμματα ανακάλυψα κάποιους όρους που δεν είχα ξαναδιαβάσει στη ζωή μου. Κι όμως! Είχαν κάτι τόσο γνώριμο… Sadism. Masochism. BDSM.

    Διάβασα πολύ πριν αποφασίσω να μοιραστώ τη γνώση μου με τον Stefan.

    - «Κατερινιώ ξέρεις ότι δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από λεκτικές σημάνσεις και…»
    - «Το ξέρω Stefan αλλά μην μου πεις ότι δεν αναγνωρίζεις στοιχεία της σχέσης μας σε αυτές τις περιγραφές.»
    - «Ναι, αναγνωρίζω. Αλλά paraphilias; Oh, come on baby.»

    Η Βοστώνη είχε μια αρκετά μεγάλη κοινότητα. Διοργάνωνε πολλά events, με μεγάλη διακριτικότητα πάντα. Καταφέραμε να βρεθούμε σε αρκετά από αυτά. Διερευνητικές θα αποκαλούσα αυτές μας τις… επισκέψεις. Διασκεδάζαμε πολύ παρατηρώντας τον κόσμο. Και γνωρίσαμε και κάποιους πολύ ενδιαφέροντες play partners.

    Σε μια τέτοια βεγγέρα γνώρισα τον Harry. Αγαπούσα το Stefan όσο τίποτα στον κόσμο. Δεν χρειάστηκε να ανταλλάξουμε παρά λίγες κουβέντες με τον Harry για να νιώσω μια ακατανίκητη επιθυμία να πέσω στα πόδια του και να τον υπηρετήσω όπως και για όσο επιθυμούσε.

    Το γυαλιστερό εβένινο δέρμα του, το βλέμμα του τζάγκουαρ σε συνδυασμό με την πραότητα και τη σταθερότητα της φωνής του, με καθήλωσαν. Μου ασκούσε έναν πρωτόγνωρο μαγνητισμό.

    One day, in the Year of the Fox
    Came a time remembered well,
    When the strong young man of the rising sun
    Heard the tolling of the great black bell.
    One day in the Year of the Fox,
    When the bell began to ring,
    It meant the time had come for one to go to the temple of the king


    O Harry δεν ήταν Stefan. Με μαγνήτιζε με μια τόσο γνώριμη και συνάμα τόσο διαφορετικής υφής έντασης από αυτή του Stefan.

    Ήξερα μόνον ότι ήθελα να το ζήσω. Και ήξερα, βαθιά μέσα μου, ότι αυτό που θα ζούσα με το Harry, δεν θα μπορούσα ποτέ να το ζήσω με τον Stefan.

    Με την ψυχή στα δόντια πήγα στο Stefan και του ζήτησα την άδεια να αιτηθώ στον Harry να με αναλάβει ως υποτακτική. Παρά το πρωτόγνωρο ταρακούνημα που έβλεπα ότι ένιωθε – και ας μην ήθελε να το παραδεχτεί, και ας προσπαθούσε να διατηρεί την γνώριμη ψύχραιμη και λογική στάση του – ήξερα ότι he had seen that coming. He had.

    Μου έδωσε την έγκρισή του. Και έτσι πήγα στο Harry. Με μόνο όρο να μην με αναγκάσει να βγάλω το Stefan από τη ζωή μου. Κάτι το οποίο δέχτηκε.

    - «After you enter that door, it’s going to be my way or the highway my beautiful brunette.»
    - «Yes Sir…»
    - «You’ll ask for permission to ask any question you may have.»
    - «Yes Sir…»
    - «When I say “frog” all you’re gonna ask is “how high do you want me to jump Master”.»
    - «Yes Sir… Yes Master!»

    Πέρασα δίπλα του έναν ολόκληρο χρόνο. Ένα χρόνο που μου άλλαξε τη ζωή. Μου άλλαξε τον τρόπο θέασης των πραγμάτων. Ήμουν ερωτευμένη μαζί του. Όσο και με τον Stefan. Αλλά συνάμα με τόσο διαφορετικό τρόπο.

    Ο Stefan ήταν συνοδοιπόρος μου. Ήταν σύντροφος ζωής. Ζούσαμε μαζί. Μεγαλώναμε μαζί. Ανακαλύπταμε μαζί. Στροβιλιζόμασταν σε ένα βαλς όπου η αλεγρία διαδεχόταν την μελαγχολία. Και ξανά. Και ξανά.

    Αλλά ο Harry… Ο Harry ήταν ναός. Ήξερες ότι όπου και να πήγαινες, όπου και να στρεφόσουν, μπορούσες να γυρίσεις και να σε περιμένει εκεί. Εξίσου μεγαλόπρεπος. Εξίσου προστατευτικός. Επιβλητικός. Αμετακίνητος.

    Ο Harry μου άνοιξε τις πύλες σε έναν θαυμαστό καινούριο κόσμο. Μου χάρισε επεξηγηματικά και ερμηνευτικά σχήματα για τον κόσμο.

    Στον Stefan δεν άρεσαν οι ταμπέλες. Ούτε εμένα μου άρεσαν ως κουστούμια που έπρεπε να χωρέσεις τον εαυτό σου μέσα σε αυτά. Μου άρεσαν, όμως, οι ορισμοί. Τους χρειαζόμουν για να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου, τα συναισθήματα, τον κόσμο μου. Χρειαζόμουν τα ονόματα. Για τον ίδιο λόγο που ο βιβλικός Θεός έδωσε ονόματα στα ζώα.

    Και ο Harry, εκτός από τους όρους, είχε τόσο ξεκάθαρους, τόσο διαυγείς ορισμούς.

    Με τον Stefan στροβιλιζόμασταν σε ένα βαλς. Ο Harry, όμως… Ο Harry μου χάρισε το τάνγκο της ζωής μου. Το lead που μου έδινε έκανε το σώμα και την ψυχή μου να τον ακολουθεί σε έναν απαρέγκλιτο ρυθμό.

    Ένα από τα πράγματα που με δίδαξε ο Harry, ένα από τα πράγματα που απαιτούσε από μένα ήταν η ενσυναίσθηση. Αν ο Stefan είχε ένα IQ extraterrestrial, ο Harry είχε ένα EQ που δεν είχα συναντήσει, ούτε συνάντησα έκτοτε στη ζωή μου.

    «Δεν θα συμπάσχεις. Η συν-πάθεια δεν βοηθά. Πάσχεις, υποφέρεις μαζί με τον άλλον. Θα συν-αισθάνεσαι. Θα κρατάς διαυγή τη ματιά σου, μπαίνοντας, όμως, στη θέση του άλλου για να καταλάβεις πώς αισθάνεται, γιατί αισθάνεται έτσι. Αλλά δεν θα λυγίζεις από το δικό του βάρος.»

    Δεν μου πήρε πολύ καιρό να μάθω αυτό το μάθημα από το Harry. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, με θυμάμαι να συντονίζομαι συναισθηματικά με τους άλλους ανθρώπους. Σε αυτό που εκπαιδεύτηκα από το Harry ήταν να μην με τσακίζει αυτό.

    Με την τάση που πάντα είχα και με την εκπαίδευση του Harry, έμπαινα στη θέση του Stefan. Και μήνα το μήνα που περνούσε ένιωθα ότι άνοιγε ένα χάσμα μεταξύ μας. Παρ’ ότι αναγνώριζε σαφώς όλα τα οφέλη που αποκόμιζα από τη σχέση μου με το Harry, παρ’ ότι έβλεπε όλα τα σημεία που και η δικιά μας σχέση βελτιωνόταν από όσα μάθαινα δίπλα στο Harry, έβλεπα ότι το χάσμα άνοιγε.

    Στα συγγράμματα για την φαινομενολογία, που μελετούσα στη σχολή, είχα διαβάσει ότι το decide και το homicide έχουν κοινή ρίζα. Και ότι όταν παίρνεις μια απόφαση, δεν μπορείς παρά να «σκοτώσεις» και κάτι. Είτε την άλλη επιλογή, είτε κάποιο μέρος του εαυτού σου. Δεν μπορείς όμως να ζεις μια ζωή καθισμένος πάνω στο φράκτη, τραμπαλίζοντας.

    Το συζήτησα με τον Harry. Από την πρώτη μέρα γνώριζε ότι ένα κομμάτι μου ήταν απρόσιτο για εκείνον. Ήταν το κομμάτι που ανήκε στον Stefan. Ωστόσο, αυτό το χρόνο που πέρασα δίπλα του, ακόμη και το απρόσιτο βελτιώθηκε. Έμμεσα.

    Ο Harry ήταν ναός. Και θα ήταν εκεί για πάντα.

    «The bond will never break my beautiful brunette. I’ll always be here when you reach out for me. Go to you real Master now. Save him from himself.»

    Ήταν ναός. Όμως εγώ ήθελα εστία. Και εστία μου ήταν ο Stefan.

    Το release ήρθε τόσο φυσικά, όσο και ο δεσμός. Και ήξερα ότι είχα κερδίσει μια σχέση ζωής.

    Πήγα στον Stefan να του πω ότι είχα ζητήσει release από τον Harry.

    Μπήκα τόσο φουριόζα στο δωμάτιο που ξέχασα να κλείσω την πόρτα. Μόλις του είπα ότι είχα ζητήσει release

    - «Κλείσε την πόρτα.»

    Έκλεισα στην πόρτα και τον κοιτούσα. Έβλεπα μέσα του. Και αυτό που συνέβαινε μέσα του ήταν μια πάλη λυσσαλέα.

    - «Με σένα έξω από αυτήν…» συνέχισε.
    - «Stefan, ξέρω τι σκέφτεσαι αλλά η απόφαση ήταν δική μου. Και μόνον.»
    - «Η απόφαση ήταν δική σου. Αλλά όχι απαλλαγμένη από συγκινησιακά βάρη. Ξέρω πώς νιώθεις για τον Harry. Και ξέρω ότι μια μέρα, αργά ή γρήγορα, θα το μετανιώσεις. Και τότε θα κατηγορήσεις εμένα για αυτό.»

    Δεν με άφησε να πω τίποτα άλλο. Με έδιωξε. Κλείδωσε την πόρτα και με κλείδωσε έξω από τη ζωή του.

    Για δυο εβδομάδες ένιωθα μια βαρύτατη θλίψη. Και όχι, δεν ήταν η θλίψη της απώλειας. Ήταν η θλίψη του μισοτελειωμένου. Ήταν η θλίψη της μοναξιάς, της υπαρξιακής μοναξιάς. Η αδελφή ψυχή μου σε αυτό το Σύμπαν δεν καταλάβαινε τίποτα από εμένα. Από την πραγματική Κατερίνα. Με έκρινε, έκρινε τις αποφάσεις μου, όπως θα έκρινε οποιονδήποτε άγνωστό.

    Περπατούσα. Περπατούσα πολύ. Δεν είχα μετανιώσει ούτε μια στιγμή για ην απόφασή μου να ζητήσω release από τον Harry. Δεν μπορούσα, όμως, να βρω από πού να ξεκινήσω για να λύσω αυτό το γόρδιο δεσμό με τον Stefan.

    «In this world of TPE, my beautiful brunette, there are no dead ends. Remember this king from the history of your country? Alexander the Great. Always have in mind what he taught humanity about… confusions and combs. If you can’t resolve it, then cut it off.»

    Tην ώρα που σκεφτόμουν τα λόγια του Harry περνούσα από εκείνο το συνοικιακό μαγαζί που διατηρούσε η οικογένεια του συμφοιτητή μου από τη Βραζιλία, του Idorino. Στη βιτρίνα γυάλιζε το μαχαίρι για την picanha.

    Το έχωσα στην τσέπη μου και κατευθύνθηκα για το σπίτι του Stefan. Του χτύπησα το κουδούνι μέχρι να μου ανοίξει.

    - «What are you doing here Catherine?»
    - «Don’t you fucking dare Catherine me Stefan. Ξέρεις ότι το χειρότερό μου είναι να αφήνω ξέφτια. Η γαμημένη η υπερηφάνεια σου δεν σε αφήνει να δεις ότι εγώ, με σώας τας φρένας και απόλυτα καθαρό μυαλό διάλεξα εσένα αντί για τον Harry. Ακόμη και αν αποφάσισες όμως ότι εσύ δεν το θέλεις πια, πρέπει να τελειώνει οριστικά. Όχι τρεις τελείες σε αυτή την ιστορία. Τελεία και παύλα.»

    Του άρπαξα το χέρι και του έχωσα τη λαβή του μαχαιριού στην παλάμη. Ήταν τόσο εμβρόντητος που δεν κατάφερε να κλείσει την παλάμη του αλλά ούτε και να αφήσει να του πέσει.

    - «Χαράκωσέ με ή σφάξε με. Αλλά αυτή η ιστορία θα τελειώσει οριστικά. Όχι τρεις τελείες. Τελεία και παύλα μόνο.»

    Κάθε στιγμή και μια αιωνιότητα.

    - «Jesus fucking Christ. Jesus freaking fucking Christ»

    Δεν είχα ακούσει ποτέ τον Stefan να βλαστημάει. Έκλεισε τα μάτια και σήκωσε το κεφάλι του. Πήρε βαθιά ανάσα.

    Τον ξέρω πέντε χρόνια, είχε πάρει την απόφασή του. Ο χρόνος πάγωσε. Χαμήλωσα το κεφάλι περιμένοντας τη μοίρα μου.

    - «Πάμε παρακάτω» μου είπε απλά.

    Τον κοίταξα αβέβαιη. Έτεινα το χέρι μου. Έβαλε μέσα το δικό του. Με έφερε κοντά του. Όχι πολύ. Όσο απέχει η ντάμα από τον καβαλιέρο της στο βαλς.

    - «Είχες δίκιο και είχα άδικο, Κατερίνα. Σου ζητώ συγνώμη.»
    - «Ξέρεις τι λέει ο πιο έξυπνος άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου Stefan; Λέει πάμε παρακάτω.»

    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
    (Το παραπάνω κεφάλαιο είναι της @margarita_nikolayevna και την οποία ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου)
     
  6. margarita_nikolayevna

    margarita_nikolayevna owned Contributor

    @Arioch εγώ ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη!
    Τιμή μου και το εννοώ  
     
  7. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor



    (χωρίς παύλα)
     
  8. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    @Mystique είναι σχεδόν τρομακτικό που επισημαίνουμε τα ίδια αποσπάσματα... Από ένα σημείο και μετά είναι ποια θα προλάβει να ποσταρει πρώτη  
     
  9. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Μα πάει το μάτι σου βρε παιδί μου!
     
  10. margarita_nikolayevna

    margarita_nikolayevna owned Contributor

    Yet you cannot live fenchsitting 
     
  11. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    ~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~
    38.4 - Και έχω δρόμο να κάνω προτού κοιμηθώ…
    ~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~
    Κατερίνα

    Τα λόγια του Harry είχαν χαραχτεί βαθιά στην ψυχή μου: “Be empathetic, not sympathetic”. Ο Στέφανος είναι μεταξύ άρνησης και διαπραγμάτευσης και πιθανότατα το ίδιο ισχύει και για την Εύη. Κι εγώ… μεταξύ διαπραγμάτευσης και κατάθλιψης αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους.

    Φορούσα τη μάσκα μου αλλά τα λόγια του Στέφανου ήταν μαχαιριά.

    «…ντρέπομαι ως γονιός, πιο πολύ εμπιστεύομαι την κρίση της για τη Φανή παρά τη δική μου ή τη δική σου. Και το λέω χωρίς καμία διάθεση να σε προσβάλλω.»

    Μέσα μου πάλευε η χαρά και η ανακούφιση για τη Φανή και η ζήλεια που ένιωθα για την αγάπη που έδειχνε στην Εύη. Για όλους ήταν η Εύη, μόνο για το Στέφανο ήταν η Ευδοκία. Ήταν η νέα της ταυτότητα, το όνομα του αγάλματος που σμίλευε ο Στέφανος. Δεν ζήλευα την Ευδοκία, δε θα μπορούσα να ζηλέψω την Ευδοκία. Την Εύη ζηλεύω.

    Είχα ξεκινήσει με άρνηση. Τη βραδιά που γυρίσαμε σπίτι από το θέατρο και βρήκαμε εκεί την Εύη. Η Φανή κοιμόταν στην αγκαλιά της, η Φανή που δεν αγκάλιαζε ούτε την ίδια της τη μάνα και τον ίδιο της τον πατέρα κοιμόταν στην αγκαλιά την Εύης. Ένιωσα θυμό και ζήλεια και οι τύψεις μου ήταν η τιμωρία μου. Την είχα πάρει αγκαλιά και την είχα φιλήσει στη βεράντα. Θεέ μου τι υποκρίτρια. Κι άλλες τύψεις.

    Και η άρνηση έγινε θυμός, οργή. Όχι προς την Εύη, προς εμένα. Ντροπή και τύψεις, πώς είναι δυνατόν μια μάνα να ζηλεύει την ευτυχία του ίδιου της του παιδιού; Όλα πίσω από τη μάσκα, όλα κρυφά. Και μετά… μετά να βλέπω τον Στέφανο να σκοτώνει σιγά-σιγά τον εαυτό του κι εγώ να μην μπορώ να κάνω τίποτα. Ήθελα να κοπανίσω το κεφάλι του ενός στο κεφάλι του άλλου μα πάνω απ’ όλα το δικό μου κεφάλι ήταν που ήθελα να σπάσω.

    Δε βάζω τίποτα πάνω από τα παιδιά μου, τίποτα. Μα στην Αμερική δε θα πήγαιναν Στέφανος, Ευδοκία και Φανή, θα πήγαιναν πατέρας, μητέρα και κόρη. Και δε μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό και δεν ήθελα να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Μόνο να παρατηρώ αμέτοχη το μαχαίρι να στριφογυρίζει στα σωθικά μου και εγώ να προσπαθώ να σφίξω τα δόντια για το καλό του παιδιού μου.

    Διαπραγμάτευση. Εκεί ήμουν. Είχε πολύ δρόμο μπροστά μου μέχρι την αποδοχή, το δρόμο της θλίψης.

    Το cardinal sin της σχέσης μου με το Στέφανο. Είχα φορέσει το προσωπείο και τον είχα αφήσει στο σκοτάδι. Και ο Στέφανος έκανε ότι εγώ με το Harry για σχεδόν ένα χρόνο, συνέχιζε χωρίς να καταλαβαίνει ότι σκότωνα τον εαυτό μου. Και τώρα είχε να διαχειριστεί και αυτό. Πίστευα ότι έχω το χρόνο μπροστά μου αλλά ο χρόνος τέλειωσε και τώρα…

    Η τελική μαχαιριά ήταν το ενθουσιώδες τηλεφώνημα της Φανής

    «Μαμά, κάθε Παρασκευή θα κάνουμε girls night! Ήταν τόσο υπέροχα χθες! Έκανα το μπάνιο μου, βάλαμε μάσκες μέχρι και ρομαντική ταινία είδαμε! Φαντάσου ότι έβαλα τα κλάματα! Αλλά δεν ήταν στεναχώριας ήταν… δεν ξέρω πως να το πω! Ήταν πολύ γλυκό, σα να έφευγε ένα βάρος από πάνω μου! Και μετά βάλαμε και κάναμε ασκήσεις στα μαθηματικά! Δεν το είπα στην Εύη αλλά δε μου πήρε δεκαπέντε λεπτά να το λύσω, γύρω στα δέκα μου πήρε αλλά την έβλεπα έτσι σκεπτική και φοβήθηκα ότι θα τη στεναχωρήσω. Αλλά δεν είναι καλό να λέμε ψέματα. Και δεν την είχε πειράξει, όταν το έλυσε κι εκείνη και της έδειξα τη λύση με αγκάλιασε και με φίλησε και μου είπε «τι πλάσμα είσαι εσύ». Κι εσύ να έρχεσαι αλλά να μην κάνουμε μετά μαθηματικά, μετά την τοπολογία εννοώ! Ουφ, πρέπει να θύμωσε πολύ όταν της είπα ότι στο Josh αρέσει το στήθος μου αλλά δεν είχε θυμώσει με εμένα, με το Josh είχε θυμώσει. Που δηλαδή να είχα κάνει ότι η Μυρσίνη στον Αντώνη, χαχαχα. Δεν έχω κάνει κάτι κακό έτσι; Η Εύη λέει ότι δεν είναι κακό το χάδι, είναι μαμά;»

    Emotionally I was caught between the devil and the deep blue sea.

    Προσπαθώ εδώ και μέρες να βρω το κουράγιο να μιλήσω στο Στέφανο. Οφείλει να το ξέρει, είναι δικό του να το διαχειριστεί κι εγώ του το στερώ. Αν το κάνω όμως θα τον φέρω ακριβώς στην ίδια θέση που βρίσκομαι τώρα χωρίς να έχει επιλογή. Both the devil and the deep blue sea. Η ζήλεια μου, η ανασφάλειά μου και ο πόνος μου από τη μία και αυτό που έτυχε στην Εύη από την άλλη.

    Θεέ μου, τι θα κάνω;

    Χρειάζεται το χρόνο του, μου είπε τη φράση κλειδί «πρέπει να πάω στο βουνό». Τον πίεσα κι εγώ να το κάνει αλλά τελικά είχε δίκιο, είχε δίκιο όπως πάντα.

    «Όταν συμβεί κάποια απρόοπτη καταστροφή το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να προσπαθήσεις να την περιορίσεις. Να την ελέγξεις στο βαθμό που είναι εφικτό. Όλα τα άλλα έπονται. Όσο η καταστροφή συμβαίνει δεν έχει νόημα τίποτε άλλο, πρώτα να φροντίσεις να σώσεις ό,τι μπορεί να σωθεί και μετά να θρηνήσεις για τα υπόλοιπα.»

    «Alas, my little brunette, anything you are keeping from me is going to be forever lost. It’s not yours to keep, it’s mine and this inexorably going to lead to one path and one path only.»

    Δεν είναι δική σου απόφαση Κατερίνα. Μην κάνεις το ίδιο λάθος. Η αιτία είναι διαφορετική αλλά το λάθος είναι το ίδιο, του στερείς κάτι δικό του. Είναι το δικό Του πικρό ποτήρι που ορκίστηκε να πιει αν χρειαστεί όταν σου πέρασε το λουκέτο στην αλυσίδα Του και Του ορκίστηκες την υποταγή σου.

    Between the devil and the deep blue sea. Κι εγώ, κι ο Στέφανος και όλοι μας.

    Στέφανος

    Δεν είχαμε μπει πολλή ώρα στο σπίτι γυρίζοντας από το αεροδρόμιο.

    - «Στέφανε πρέπει να σου μιλήσω»
    - «Πάμε στη βεράντα.»
    - «Σε παρακαλώ πάμε στο δωμάτιό μας» μου είπε. Μάλιστα, κάτι πολύ σοβαρό.
    - «Πάμε» της είπα και ανεβήκαμε στο δωμάτιο. Κάθισα στο κρεββάτι για να βγάλω τα παπούτσια μου και η Κατερίνα ήρθε και γονάτισε μπροστά μου. Με κοίταξε στα μάτια.
    - «Τι είναι κοριτσάκι μου;»
    - «Στέφανε… Αφέντη μου…» ξεκίνησε να λέει αλλά κόμπιασε γεμίζοντας την ψυχή μου παγωνιά.
    - «Τι συμβαίνει Κατερίνα;»
    - «Δεν είμαι καλά Στέφανε. Δεν είμαι καλά» ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει πριν ξεσπάσει σε κλάματα, κάθε της λυγμός και μια μαχαιριά στην καρδιά μου. Δεν ήμασταν δύο, είμαστε ένα, ο πόνος της είναι και πόνος μου, η χαρά της είναι χαρά μου. Τη χάιδεψα απαλά στα μαλλιά.
    - «Μίλα μου κοριτσάκι μου. Σε εμένα ξέρεις ότι πρέπει να μου λες τα πάντα. Τι σου συμβαίνει;»
    - «Νιώθω ότι χάνω το παιδί μου Στέφανε. Βρίσκει σιγά-σιγά μια άλλη μητέρα και το μόνο που μπορώ να κάνω ενώ το μαχαίρι στριφογυρίζει στα σωθικά μου είναι να σφίγγω τα δόντια μου για να μην καταλάβει ότι μέσα μου πεθαίνω. Πονάω, Στέφανε… πονάω.»

    Και τα τείχη γύρω μου κατέρρευσαν.

    Συνέχισα να τη χαϊδεύω απαλά ενώ οι λυγμοί της μου ρήμαζαν την ψυχή. Είχε αναγνώσει λάθος την ιεραρχία μου, θα θυσίαζα τα πάντα για τα παιδιά μου χωρίς δεύτερη σκέψη αλλά η κορυφή χωρούσε μόνο έναν άνθρωπο. Και αυτός ο άνθρωπος ήταν γονατισμένος μπροστά μου και έκλαιγε.

    - «Κατερίνα μου, κοίταξέ με σε παρακαλώ» της είπα. Το πρόσωπό της ακόμα μια μαχαιριά στην ψυχή μου. «Μαζί θα το περάσουμε.»
    - «Δεν μπορώ… με κάνει να νιώθω σα να σε βάζω να διαλέξεις… δεν μπορώ… δεν μπορώ…»
    - «Έχω διαλέξει εδώ και είκοσι χρόνια Κατερίνα.»
    - «Όχι, όχι! Δεν μπορείς να διαλέξεις εμένα από τα παιδιά μας.»
    - «Δεν διαλέγω εσένα από τα παιδιά μας. Διάλεξα να κάνω τα παιδιά μας μαζί σου. Δικό μου ήταν το λάθος με τη Φανή, δικό μου και μόνο δικό μου.»
    - «Όχι… εγώ σε οδήγησα λάθος.»
    - «Αν το GPS σε πάει λάθος, Κατερίνα, είναι δικό σου το λάθος όχι του GPS. Εκείνο σου παρέχει τα δεδομένα, είναι δική σου ευθύνη και μόνο να τα αξιολογήσεις. Εγώ είμαι ο Αφέντης, εγώ έχασα το δρόμο. Μαζί θα το περάσουμε. Θα είμαι εδώ για σένα. Δεν ορκίστηκες μόνο εσύ σε εμένα Κατερίνα, ορκίστηκα κι εγώ σε εσένα. Αυτό το λουκετάκι που κουβαλάς είναι ο όρκος που δώσαμε ο ένας στον άλλον. Εγώ θα οδηγώ, εσύ θα ακολουθείς αλλά θα πορευτούμε μαζί. Μαζί θα γελάσουμε, μαζί θα κλάψουμε, μαζί θα δρέψουμε τους θριάμβους, μαζί θα ξεπεράσουμε τις ήττες.»
    - «Νιώθω τιποτένια. Ζηλεύω… ζηλεύω την ευτυχία του ίδιου μου του παιδιού, της ίδιας μου της σάρκας… Δεν ζηλεύω την Ευδοκία, Στέφανε, την Εύη ζηλεύω. Ζηλεύω τον ίδιο τον άνθρωπο που ευγνωμονώ την ώρα και τη στιγμή που μπήκε στη ζωή μας. Στη ζωή της Φανούλας μας. Με σκοτώνει αυτό, με σκοτώνει…» είπε και ξέσπασε πάλι σε λυγμούς.»

    Συνέχισα να τη χαϊδεύω τρυφερά. Ο κάθε άνθρωπος βιώνει τον πόνο του μονάχος. Η χαρά μπορεί να μοιραστεί ο πόνος όχι. Ο πόνος μπορεί μόνο να απαλύνει. Προσπαθούσα να είμαι ήρεμος ενώ τα μέσα μου ούρλιαζαν. Ο βράχος στον οποίο σπάνε τα κύματα.

    - «Μαζί θα το περάσουμε κοριτσάκι μου. Ο πόνος θα απαλύνει, οι τύψεις θα φύγουν και θα χαθούν σαν ένα κακό όνειρο. Μαζί.»

    Συνέχισα να τη χαϊδεύω μέχρι που σιγά-σιγά ηρέμισε.

    - «Και η Εύη;» μου είπε;
    - «Η Ευδοκία είναι η Ευδοκία και η Κατερίνα είναι η Κατερίνα. Ακόμα και αν η Ευδοκία βλέπει την Φανή σαν κόρη της, η Φανή τη βλέπει σαν αδερφή της. Ξέρεις τι μου είχε πει όταν μου ζήτησε να την αφήσω να κάνει το girls night? Να είναι μαζί και η μαμά. Και ξέρεις κάτι; Η Φανή δεν έχει ένστικτο μόνο για τα μαθηματικά. Girls nights είναι girls night for all the girls of our extended family. Δεν έχει μόνο η Φανή την ανάγκη της αδερφής, Κατερίνα μου, έχει και η Ευδοκία. Της αδερφής, της μαμάς-αδερφής και ας έχει μαμά. Και αν σα μητέρα πιστεύεις με όλη σου την ψυχή ότι δε θα μπορούσες να αφήσεις την κόρη σου σε καλύτερα χέρια από αυτά της Ευδοκίας, ο Αφέντης σου πιστεύει με όλη του την ψυχή ότι δε θα μπορούσα να εμπιστευτώ την Ευδοκία σε καλύτερα χέρια από τα δικά σου. Και όπως και η Ευδοκία χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή, ακόμα και τότε που την είχα παρατήσει μόνη της στην ερημιά της, είχε πει ότι θα μας ακολουθήσει στην Αμερική έτσι κι εγώ σου ζητώ να μη διστάσεις να της δώσεις την βοήθεια που χρειάζεται τώρα κι εγώ δεν μπορώ… δεν μπορώ να της δώσω. Εγώ μπορώ μόνο να είμαι εδώ, ο βράχος σας. Ό,τι είναι να ξεπεράσετε πρέπει να το κάνετε η κάθε μία μόνη της αλλά κρατώντας η μία το χέρι της άλλης και οι δύο το δικό μου.»
    - «Σ’ αγαπάω» μου είπε και έβαλε ξανά τα κλάματα.
    - «Σ’ αγαπάω» της είπα και συνέχισα να τη χαϊδεύω μέχρι που ηρέμησε. «Πάμε παρακάτω, Κατερίνα μου.»
    - «Ναι, Αφέντη μου. Πάμε παρακάτω.»
    - «Σε χρειάζομαι Κατερίνα. Θα κάνεις αυτό που σου είπα;»
    - «Με όλη μου την καρδιά Στέφανε.»
    - «Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις;»
    - «Ναι. Να μιλήσω στη μικρή μου αδερφή. Να μην κρύψω τίποτα, να μην κρατήσω τίποτα. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να έρθει μέσα μου η αποδοχή. Από τη συγχώρεσή της ακόμα και αν η ίδια δεν είχε ιδέα ότι είχε κάτι να μου συγχωρέσει.»
    - «Θαυμάσια, κάνε της ένα τηλέφωνο αύριο. Μιλήστε.»
    - «Αυτά δεν γίνονται από τηλεφώνου, Στέφανε.»
    - «Δε χρειάζεται, πάρε την αύριο και κανονίστε.»
    - «Είπαμε να πάμε παρακάτω Στέφανε. Το αύριο ξεκινάει από το τώρα. Μου επιτρέπεις;»
    - «Φυσικά.»
    - «Μπορεί να χρειαστεί να κάτσω εκεί το βράδυ.»
    - «Κανένα απολύτως πρόβλημα.»
    - «Εσύ τι θα κάνεις;»
    - «Θα πάω στο βουνό. Έχεις δίκιο, το αύριο ξεκινάει από το τώρα.»

    Ευδοκία

    Μόλις είχα κατέβει από τους γονείς μου, ένιωθα να πνίγομαι, να μη μπορώ να πάρω ανάσα. Πώς να πεις στους ανθρώπους που σε ανάστησαν ότι δεν θα μπορούσες να τους δώσεις ποτέ εγγόνι; Η μάνα μου έβαλε τα κλάματα και δε μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Δεν είχα δάκρυα. Με πόναγε, με ρήμαζε αλλά δεν είχα δάκρυα πέρα από αυτά που είχα ρίξει στα πόδια του Στέφανου. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα κάνω παιδί. Ακόμα και όταν γνώρισα το Στέφανο, το μόνο άνθρωπο στον κόσμο του οποίου θα ήθελα να φέρω στον κόσμο παιδί του δε με είχε απασχολήσει ποτέ η σκέψη. Το κατάλαβα μόνο όταν έχασα κάθε ελπίδα γι’ αυτό.

    Και δεν είχα ούτε ένα δάκρυ να χύσω.

    Μετά από την πρώτη βόμβα, την Αμερική τη δέχτηκαν πιο εύκολα, σχεδόν στωικά. «Χρειάζομαι να αλλάξω περιβάλλον» τους είπα ψέματα.

    Και τώρα ήμουν μόνη μου στο δωμάτιο κάνοντας ταβανοθεραπεία. Είχα αποδεχτεί τη θέση μου όπως αποδέχεσαι ένα φυσικό νόμο, έτσι πίστευα. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να ζηλέψω… όχι… όχι να ζηλέψω, να φθονήσω. Η καταδίκη μου ήταν σαν θεία τιμωρία. Φυσικός νόμος ε; Φάε ένα φυσικό νόμο να έχεις: Όχι μήτρα => όχι παιδιά.

    Παραδομένη στις σκέψεις μου σχεδόν δεν άκουσα το τηλέφωνο να χτυπάει. Είδα την κλήση, ήταν η Κατερίνα.

    - «Κατερίνα;»
    - «Καλησπέρα Εύη μου. Μπορώ να σε απασχολήσω;»
    - «Βεβαίως και το ρωτάς; Συμβαίνει κάτι;» ρώτησα ανήσυχη.
    - «Ναι, κάτι συμβαίνει.»
    - «Κατάλαβα, σου είπε ο Στέφανος για τη Φανή, ε;»
    - «Δεν είναι η Φανή που με απασχολεί.»
    - «Αλλά;»
    - «Η μητέρα της.»
    - «Κατερίνα, με κάνεις και ανησυχώ. Τι συμβαίνει;»
    - «Μπορώ να έρθω από εκεί να τα πούμε;»
    - «Φυσικά!»
    - «Στο σπίτι σου εννοώ.»
    - «Ναι, το κατάλαβα! Φυσικά και μπορείς, τι ερώτηση είναι αυτή;»
    - «Είναι 20:00 γι’ αυτό ρωτάω.»
    - «Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Θέλεις να σου παραγγείλω κάτι; Να φας; Να πιεις;»
    - «Όχι δεν πεινάω αλλά ένα ποτό θα το χρειαστώ, έχεις;»
    - «Μπύρες στο ψυγείο και ένα μπουκάλι ουίσκι, πίνω καμιά φορά.»
    - «Ωραία, τα λέμε σε μισή ώρα, δε φαντάζομαι να μου πάρει παραπάνω.»
    - «Σε περιμένω» της είπα.

    Ομολογώ ότι ένιωσα ξαφνικά ανησυχία. Δεν είναι ότι δε μιλούσα με την Κατερίνα, πάντα ήταν πρόθυμη να μου δώσει συμβουλές όταν τις χρειαζόμουν αλλά ήταν η πρώτη φορά που με είχε πάρει εκείνη να μου πει ότι χρειάζεται να μιλήσουμε.

    Δε με χώραγε ο τόπος, πήρα τηλέφωνο το Στέφανο.

    - «Καλησπέρα κοριτσάκι μου.»
    - «Καλησπέρα, Στέφανε. Να σου πω… φαντάζομαι ότι ξέρεις ότι η Κατερίνα έρχεται εδώ.»
    - «Το ξέρω, Ευδοκία.»
    - «Δε θα σου πω ψέματα, με έχει ανησυχήσει.»
    - «Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Ξέρω γιατί έρχεται αλλά θα τα πείτε οι δυο σας.»
    - «Σε ευχαριστώ και συγνώμη αν σε διέκοψα από κάτι.»
    - «Δε με διέκοψες από κάτι και πολύ καλά έκανες που με πήρες. Αυτό που σου είχα πει πάντα ισχύει, αν έχεις αμφιβολία με ρωτάς.»
    - «Πώς είσαι εσύ;»
    - «Καλά είμαι κοριτσάκι μου, εδώ, ετοιμάζομαι να δω ταινία με τα παιδιά.»
    - «Να μου τους φιλήσεις!»
    - «Θα το κάνω. Καλή συνέχεια κοριτσάκι μου.»
    - «Καλή διασκέδαση, Στέφανε.»

    Εικοσιπέντε λεπτά αργότερα χτύπησε το κουδούνι μου. Άνοιξα την πόρτα και η Κατερίνα μπήκε μέσα.

    - «Καλώς την, πέρνα στο σαλόνι. Θέλεις να σου βάλω κάτι να πιείς;»
    - «Καλησπέρα» μου είπε χαμογελαστή. «Ναι, ένα ουισκάκι θα το έπινα»
    - «Πάω» της είπα και πήγα στην κουζίνα να φέρω λίγο πάγο. Το ουίσκι και τα ποτήρια ήταν σε ένα μικρό μπουφέ στο σαλόνι. «Θέλεις πάγο, έτσι;»
    - «Ναι, τρία παγάκια.»

    Της σέρβιρα το ουίσκι της και κάθισα δίπλα της στον καναπέ.

    - «Δεν ξέρω πως να αρχίσω οπότε θα μπω κατευθείαν στο ψητό» μου είπε και παρά τις διαβεβαιώσεις του Στέφανου με έπιασε σφίξιμο. «Ήρθα εδώ να σου ζητήσω να με συγχωρέσεις.» συνέχισε αφήνοντάς με άναυδη.
    - «Να… τι; Να σε συγχωρέσω για ποιο πράγμα;» της είπα χωρίς πραγματικά να καταλαβαίνω τι γίνεται.
    - «Θα έχεις βαρεθεί να το ακούς αλλά θα στο πω ακόμα μία φορά, είσαι ό,τι καλύτερο έχει συμβεί στη Φανή τα τελευταία χρόνια. Μέσα σε 4 μήνες που σε γνωρίζει έχει κάνει μεγαλύτερη πρόοδο απ’ ότι μέχρι τα 15 της.»

    Δεν απάντησα κάτι, συνέχισα να την κοιτάω προσπαθώντας να καταλάβω που το πηγαίνει.

    - «Και αυτό με σκοτώνει σα μητέρα. Να προτιμάει μια ξένη, ακόμα και αν αυτή είναι η δική σου, αγκαλιά από αυτή της μητέρας της. Να είμαι μητέρα και να εμπιστεύομαι περισσότερο τη δική σου κρίση όσον αφορά την ίδια μου την κόρη παρά τη δική μου. Ζήλευα… ζηλεύω… Όχι την Ευδοκία του Στέφανου αλλά την Εύη της Φανής. Το πρώτο βήμα για να λύσεις ένα πρόβλημα είναι να αναγνωρίσεις την ύπαρξή του. Αυτό το είχα κάνει εδώ και καιρό αλλά δεν είχα κάνει το επόμενο βήμα. Το επόμενο βήμα είναι να λύσεις το ίδιο το πρόβλημα.»

    Την κοίταζα με ανοιχτό το στόμα.

    - «Κι αυτό ξεκινάει με το να σου ζητήσω να με συγχωρέσεις.»
    - «Δεν… δεν είχα ιδέα. Θεέ μου, δεν είχα ιδέα. Δεν… Την… την αγαπάω τη Φανή όσο τίποτα στον κόσμο αλλά… αλλά… Θεέ μου! Νόμιζα ότι είχα αποδεχτεί τη θέση μου σα να ήταν φυσικός νόμος. Μετά… μετά άναψε μια σπίθα και η σπίθα έγινε φωτιά και η φωτιά πυρκαγιά που πυρπολούσε τα πάντα μέσα μου. Ήθελα το Στέφανο δικό μου. Να γίνω η Κατερίνα του. Να γίνω η μητέρα των παιδιών του. Να τα βάζω εγώ φιλώντας τα για ύπνο και να κοιμάμαι εγώ στη δική του αγκαλιά. Μα όσο και αν με έκαιγε η φωτιά τον νόμο της φύσης δεν μπορείς να τον αλλάξεις. Δε μπορούσα να έχω εγώ το Στέφανο, δεν ήταν δικός μου. Εκείνος με θέλησε ακριβώς στη θέση που είμαι χωρίς να μου δώσει καμία άλλη επιλογή. Πάλεψα να ξεφύγω… νύχτες αξημέρωτες μακριά του. Μα δεν μπορούσα. Δε μπορούσα να ξεφύγω. Και τότε… και τότε αυτή η θέση από δικό μου λάθος χάθηκε. Έμεινα μόνη και χαμένη να περιπλανιέμαι στον κόσμο των σκιών, στην ατέλειωτη παγωμένη ερημιά. Έχασα αυτό που είχα φθονώντας αυτό που δε θα μπορούσα να αποκτήσω. Και ο Στέφανος με συγχώρησε αλλά οι Θεοί όχι. Φθόνησα την Κατερίνα, την μητέρα των παιδιών του. Και οι Θεοί με τιμώρησαν… με τιμώρησαν…στερώντας μου… στερώντας…»

    Κι εκεί έσπασα και άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Ούτε που κατάλαβα στην αρχή την αγκαλιά που με πήρε μέσα της. Ο πόνος με έσφαζε σα μαχαίρι και οι τύψεις με έκαιγαν σα φωτιά. Προσπάθησα να τραβηχτώ ντροπιασμένη αλλά με κράτησε σταθερά και με έσφιξε πάνω της ακόμα πιο πολύ. Παραδόθηκα σαν παιδούλα στην αγκαλιά της και έκλαιγα… κι έκλαιγα…

    Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε μέχρι να ησυχάσω. Αποτραβήχτηκα μαλακά και ήπια μια γουλιά ουίσκι αποζητώντας απελπισμένα το γνώριμο του κάψιμο σε ουρανίσκο και λαιμό.

    - «Όταν ήμουν με το Harry μου είχε πει κάτι που χαράχτηκε βαθιά μέσα μου. Be empathetic, not sympathetic. Δύο masters, ένα διδακτορικό και ένα post doc στην ψυχολογία και σε κανένα μάθημα, σε κανένα σύγγραμμα, σε καμία αίθουσα δεν άκουσα κάτι τόσο ουσιαστικό, τόσο βαθύ. Να συναισθάνεσαι. Να κρατάς διαυγή τη ματιά σου, μπαίνοντας, όμως, στη θέση του άλλου για να καταλάβεις πώς αισθάνεται, γιατί αισθάνεται έτσι. Αλλά να μη λυγίζεις από το δικό του βάρος. Μόνο έτσι θα μπορέσεις να τον βοηθήσεις. Μα είναι μερικές φορές τόσο δύσκολο, είναι σα να ζητάς το υπεράνθρωπο. Ακόμα και έτσι όμως μου είναι αδύνατο να φανταστώ καν πόσο πολύ πονάς. Ο Στέφανος κάποτε μου είχε πει πως ο καθένας μας βιώνει τον πόνο του μονάχος. Δε μπορώ να φανταστώ τον πόνο σου Εύη μου, μπορώ να σου δώσω όμως το χέρι μου, να στο κρατήσω, να στο σφίξω, να κάνω τα πάντα να στον απαλύνω. Δεν είσαι μόνη σου, θέλω να το ξέρεις, δεν είσαι μόνη σου. Είσαι ευλογία, είσαι πραγματική ευλογία και το μόνο που σου ζητώ είναι να με συγχωρέσεις και να μου δώσεις το χέρι σου.»

    Δεν απάντησα… απλά πήρα το χέρι της και το έσφιξα μέσα στο δικό μου …και χώθηκα ξανά στην αγκαλιά της.

    The woods are lovely, dark and deep,
    But I have promises to keep,
    And miles to go before I sleep,
    And miles to go before I sleep.


    - «Πάμε παρακάτω» της ψιθύρισα πριν ξεσπάσω ξανά σε κλάμα.

    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
     
  12. Φενριρ....

    Φενριρ.... Regular Member

    Ουαουυυυυυ...απλά