Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Το τραγούδι της Βιολέτας

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 2 Μαρτίου 2022.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Παρά το γεγονός ότι είχα κοιμηθεί αργά, το Σάββατο ξύπνησα σχετικά νωρίς, γύρω στις 10:00. Πήγα στην κουζίνα και έφτιαξα τον καφέ μου. Στην κουζίνα ήταν η μητέρα μου και έπλενε λαχανικά ενώ ο πατέρας μου καθόταν στο τραπέζι πίνοντας τον καφέ του, κάνοντάς της παρέα.

    - «Καλημέρα» τους είπα χαμογελώντας.
    - «Καλημέρα αγάπη μου» είπε η μάνα μου. «Βιολέτα, θα πάμε λαϊκή. Θα έρθεις μαζί μας ή έχεις διάβασμα;» με ρώτησε.
    - «Έχω διάβασμα αλλά δε θα χαθεί ο κόσμος να το ξεκινήσω μια ώρα αργότερα. Ο Ιάσωνας που είναι;» τους ρώτησα.
    - «Έχει πάει για μπάνιο με τη Μαργαρίτα» μου είπαν. Η Μαργαρίτα ήταν η κοπέλα του.
    - «Μπρρρ… Χαρά στο κουράγιο τους» απάντησα ενθυμούμενη το πόσο κρύα ήταν η θάλασσα την προηγούμενη Κυριακή.
    - «Εσύ δεν πήγες για μπάνιο τις προάλλες;» ρώτησε η μάνα μου.
    - «Εξ ου και η αντίδραση. Η θάλασσα ήταν παγάκι, μελανιασμένη βγήκα σχεδόν.»
    - «Δε μου λες» με ρώτησε ξανά «τι φαγητό αρέσει στο Στέργιο;»

    Ξεροκατάπια, το είχα ξεχάσει αυτό.

    - «Του αρέσουν πολύ τα παπουτσάκια, μου είχε πει ότι από τότε που γύρισαν οι γονείς του, μετά τη σύνταξή τους, στο Ηράκλειο, είναι το φαγητό που του λείπει περισσότερο καθότι ο ίδιος δεν το έχει καταφέρει να το φτιάξει σωστά τρεις φορές που προσπάθησε.»
    - «Μαγειρεύει;»
    - «Ναι, ζει σχεδόν από τα 20 του μόνος του στην Αθήνα οπότε έμαθε να μαγειρεύει.»
    - «Μου φάνηκε λίγο αδύνατος» είπε ο πατέρας μου.
    - «Δε του το λες κι εσύ αύριο; Κι εμένα αδύνατος μου φαίνεται» τους είπα ενώ γνώριζα πολύ καλά ότι είναι αδύνατος. «Ο ίδιος λέει ότι παραέχει καλό μεταβολισμό. Μπορεί να αδυνάτισε στο στρατό, δεν ξέρω.»
    - «Ωραία» είπε η μάνα μου. «Να πάρουμε μελιτζάνες τότε, μόνο μελιτζάνες δεν έχουμε.»

    Μισή ώρα αργότερα βγήκαμε έξω και πήγαμε στη λαϊκή. Πως καταφέραμε να γεμίσουμε πέντε σακούλες ενώ μόνο μελιτζάνες δεν είχαμε είναι απορίας άξιο. Όπως και να έχει, μία ώρα αργότερα γυρίσαμε σπίτι. Εγώ πήγα στο δωμάτιο μου αλλά πριν ξεκινήσω το διάβασμα πήρα τηλέφωνο και την Μαρία και την Ειρήνη στις οποίες διηγήθηκα σχεδόν όλα όσα έγιναν τις προηγούμενες μέρες.

    Σχεδόν. Μερικά πράγματα τα κράτησα για τον εαυτό μου. Δεν το κρύβω, κάπου με έπνιγε το γεγονός ότι δε μπορούσα να τα πω όλα στις φίλες μου καθώς φοβόμουν πως θα αντιδράσουν. Αν μη τι άλλο και οι δυο τους ήταν δυναμικές και δε σήκωναν μύγα στο σπαθί τους. Που κι εγώ μέχρι που στούκαρα στον τοίχο που λέγεται Στέργιος έτσι ήμουν.

    Εξίσου αλήθεια είναι ωστόσο πως μέσα μου έψαχνα αυτό το στοιχείο και κανείς από τους τρεις πρώην μου δεν μου το είχε βγάλει, για την ακρίβεια όταν συνειδητοποιούσα προσκόλληση πάνω μου το τερμάτιζα με συνοπτικές διαδικασίες. Μόνο ο Ηλίας το είχε πάρει ψύχραιμα, οι άλλοι δύο είχαν βάλει τα κλάματα και το είχαν ρίξει στα παρακάλια κάνοντας τη θέση τους ακόμα χειρότερη. Όχι ότι ο Ηλίας δε χαλάστηκε αλλά τουλάχιστον το αντιμετώπισε καλύτερα.

    «Βγάλε τη σκούφια σου και βάρα τους» μάλωσα τον εαυτό μου. Και μόνο στη σκέψη να με χώριζε ο Στέργιος με έπιανε σύγκρυο. Δηλαδή τι σύγκρυο, έκλαιγα όλο το απόγευμα προχθές και παρακαλούσα όποιον άγιο ήξερα να με συγχωρέσει ο Στέργιος. Πού να τα έλεγα αυτά σε Μαρία ή Ειρήνη, θα με έκραζαν μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία.

    Έστειλα το μήνυμα μου στον Στέργιο και έπιασα το διάβασμά μου συνοδεία μουσικής από το ραδιόφωνο. Το μεσημέρι έκανα διάλειμμα για να φάμε το φαγητό, σήμερα είχε βρει μπαρμπούνια ο μπαμπάς στο ιχθυοπωλείο και τα ευχαριστήθηκε η ψυχή μου, είναι το αγαπημένο μου ψάρι.

    - «Μπαμπά… μαμά…» τους είπα. «Μπορώ σήμερα να κάτσω μία ώρα παραπάνω το πρωί; Πάλι όπως και σήμερα θα με φέρει ο Στέργιος στην πόρτα»
    - «Θα είστε σαν τα βατράχια αύριο το μεσημέρι» μου είπε ο μπαμπάς χαμογελαστός. «Αν μπορείτε να πέσετε για ύπνο στις 04:00 και το μεσημέρι να μην κουτουλάτε τότε με γεια σας με χαρά σας» συνέχισε.
    - «Σε ευχαριστώ μπαμπά» του είπα με χαμόγελο μέχρι τα αφτιά.
    - «Για πες για τους θαυμαστές που απέκτησες χθες!»
    - «Α ναι! Ναι! Όταν είπα το πρώτο τραγούδι στο τέλος ακολούθησε standing ovation. Μου ήρθε απότομο είναι η αλήθεια, παραλίγο να βάλω τα κλάματα» τους είπα. «Μετά ωστόσο πήρα και παραγγελιά! Κάποια παρέα ήθελε να ακούσει το Ελισσώ και μου ζήτησαν εμένα να το τραγουδήσω.»
    - «Τι είναι το standing ovation;» με ρώτησε η μάνα μου.
    - «Σηκώθηκαν όρθιοι απ’ όλα τα τραπέζια και με χειροκροτούσαν ή σφύριζαν με επιδοκιμασία. Τα έχασα, πραγματικά τα έχασα. Δεν το περίμενα με τίποτα.»
    - «Στο σχολείο πάντως στις γιορτές, σχεδόν πάντα είχαν εσένα να λες τα δύσκολα τραγούδια. Δεν απορώ, αγάπη μου, έχεις πολύ όμορφη φωνή» μου είπε η μάνα μου.
    - «Λες να ακολούθησα λάθος καριέρα;» πήγα να αστειευτώ.
    - «Το ότι είσαι ενήλικη δε σημαίνει ότι δε θα σου μαυρίσω τον κώλο αν κάνεις κανένα αστείο» είπε ο πατέρας μου και έβαλα τα γέλια. Πού να ήξερε δηλαδή…
    - «Όχι-όχι, είδα και έπαθα για να μπω στη σχολή, σιγά μην τα παρατήσω!»
    - «Πρώτη μπήκες αγάπη μου» μου είπε ο πατέρας μου περήφανος. «Δεν θα το έλεγα ότι δυσκολεύτηκες και ιδιαίτερα!»

    Όταν είχαν βγει τα αποτελέσματα ο πρώτος που το είχε μάθει ήταν ο Στέργιος. Ήταν ακόμα στρατό και μου είχε πει να του στέλνω μήνυμα πριν τον πάρω τηλέφωνο αλλά εκείνη τη στιγμή ήμουν τόσο χαρούμενη που το ρίσκαρα. Πήρα τηλέφωνο, αν δεν τον είχα στη μνήμη δεν ξέρω αν θα μπορούσα να τον καλέσω, τα χέρια μου έτρεμαν.

    - «Βρε σπόρε, δε σου έχω πει να μου στέλνεις πρώτα μήνυμα; Δε θέλω να σου κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα αν δεν μπορώ να μιλήσω.»
    - «Συγνώμη Στέργιο μου» είπα συνειδητοποιώντας ότι μου ξέφυγε το «μου».
    - «Καλά, δεν πειράζει. Για πες μου.»
    - «Ναι! Ναι!… ήθελα να το μάθεις εσύ πρώτος!. Δεν πέρασα απλά στη σχολή… πέρασα πρώτη!»
    - «Μπράβο κοριτσάκι μου!» μου είχε πει. «Μπράβο, μπράβο, χίλια μπράβο! Είμαι τόσο περήφανος για σένα!»

    Επανήλθα στο παρόν. Στο ακόμα πιο υπέροχο παρόν. Χωρίς το άγχος των πανελλήνιων και των αποτελεσμάτων. Με το Στέργιο στη ζωή μου, ως το κορίτσι του… αυτό που ονειρευόμουν τρία ολόκληρα χρόνια. Χαμογέλασα στον πατέρα μου. Συνεχίσαμε το φαγητό μας και όταν τελειώσαμε βοήθησα τη μαμά να μαζέψει το τραπέζι και έπλυνα τα πιάτα. Μετά οι γονείς μου πήγαν στο σαλόνι και έβαλαν τηλεόραση να χαζέψουν και εγώ γύρισα στο δωμάτιό μου. Έστειλα το μήνυμά μου στο Στέργιο και συνέχισα το διάβασμα. Μία ώρα αργότερα είχα τελειώσει και μην έχοντας τι να κάνω, πήρα το βιβλίο μινιατούρα που μου είχε κάνει δώρο στα γενέθλιά μου και πήγα στο σαλόνι κι εγώ γιατί δεν ήθελα να κάτσω άλλο μόνη μου. Πήρα το βιβλίο και άρχισα να το διαβάζω.

    - «Τι είναι αυτό;» με ρώτησε η μητέρα μου.
    - «Το δώρο του Στέργιου για τα γενέθλιά μου. Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων σε έκδοση μινιατούρα που εκτός από το κείμενο έχει και ζωγραφιές. Είναι πολύ όμορφο!» και της το έδωσα να το δει.
    - «Στα αγγλικά είναι;»
    - «Ναι, τι το πήρα το proficiency, για μόστρα;» της είπα χαρίζοντάς της ένα φωτεινό χαμόγελο.

    Δεν μας έτρεχαν τα λεφτά από τα μπατζάκια αλλά και εγώ και ο Ιάσωνας ήμασταν πολύ καλοί μαθητές και οι γονείς μου μας είχαν δώσει ό,τι χρειαζόταν. Εγώ με τα αγγλικά μου, τα γερμανικά μου και τα γαλλικά μου και ο Ιάσωνας με το ωδείο του και τα αγγλικά του. Είμασταν και οι δύο εξαιρετικά επιμελείς και η περηφάνια των γονιών μας όταν οι καθηγητές μας μιλούσαν για εμάς ήταν κατά κάποιο τρόπο η ανταμοιβή τους.

    Ο Ιάσωνας ήταν στο τρίτο έτος της Ιατρικής στην Αθήνα κι εγώ στο δεύτερο στην Ηλεκτρολόγων Μηχανικών στο Πολυτεχνείο.

    - «Για πες μας τώρα, πόσο καιρό τα έχεις με το Στέργιο;» με ρώτησε η μάνα μου.
    - «Σήμερα κλείνουμε μια εβδομάδα» απάντησα «αλλά όπως σου είπα και χθες τον ξέρω μέσω του Internet εδώ και τρία χρόνια. Έχει βάλει και ο ίδιος το λιθαράκι του στην πρωτιά μου έστω και μέσω τηλεφώνου ή chat»
    - «Τι είναι αυτό το chat;» ρώτησε ο πατέρας μου.
    - «Συζήτηση μέσα από τον υπολογιστή. Σαν τα SMS αλλά με δυνατότητα να στέλνεις μεγαλύτερο κείμενο.»
    - «Δε φαντάζομαι να το ρίξεις στην παλαβή» μου είπε αυστηρά ο πατέρας μου. «Αν και για να μην είμαι άδικος βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια ότι είσαι το ίδιο επιμελής όπως και πριν.»
    - «Όχι μπαμπά. Σε καμία περίπτωση και ακόμα και αν δεν ήμουν εγώ η ίδια δε θα το επέτρεπε αυτό ο Στέργιος. Μου το είπε κιόλας προχθές ότι η σχολή μου έχει απόλυτη προτεραιότητα. Ακόμα και την Τετάρτη, που με έβγαλε έξω για τα γενέθλιά μου, μου είπε ότι πρώτα θα τελειώσω το διάβασμα και μετά η έξοδος»
    - «Πού πήγατε;» με ρώτησε με περιέργεια η μητέρα μου αλλά εδώ όσο και αν ήθελα να πω την αλήθεια, δεν το έκανα, για να μην τους προκαλέσω πολλαπλά εγκεφαλικά.
    - «Με πήγε για κινέζικο» είπα λέγοντας τη μισή αλήθεια. «Του είχα πει ότι μου αρέσει τη μία και μόνη φορά που πήγαμε όλοι μαζί.»
    - «Απαπαπα» είπε ο πατέρας μου και ήταν η αιτία που δεν ξαναπήγαμε σε κινέζικο. Δεν του είχε αρέσει καθόλου!

    Γέλασα και πήρα το βιβλίο μου και συνέχισα να διαβάζω. Στις 17:30 πήγα μέσα και έκανα το μπάνιο μου και γύρισα στο δωμάτιό μου για να ετοιμαστώ. Στις 18:00 του έστειλα το μήνυμα και συνέχισα να ετοιμάζομαι. Ντύθηκα απλά, σνίκερς με τζιν παντελόνι και ένα μωβ κοντομάνικο μπλουζάκι. Από μέσα ωστόσο είχα βάλει από τα καλά μου εσώρουχα. Μπορεί, όπως ο ίδιος είχε πει, να μην έμενα ούτε λεπτό με τα ρούχα μου στο σπίτι του, αλλά δε θα πήγαινα και σαν τη θεια μου.

    Στις 19:00 χτύπησε το κουδούνι. Όπως και χθες ο Στέργιος ανέβηκε να με πάρει από το σπίτι. Του άνοιξα και πέρασε μέσα.

    - «Καλησπέρα σας» είπε χαμογελώντας στην μητέρα μου και στον πατέρα μου.
    - «Καλησπέρα Στέργιο» του είπαν και οι δύο.
    - «Όπως και χθες θα είναι μαζί μου όλη την ώρα και θα την φέρω μέχρι την εξώπορτα» τους δήλωσε.
    - «Αύριο σε περιμένουμε γύρω στις 14:00 για να φάμε»
    - «Βεβαίως κυρία Αλίκη» απάντησε. «Δεν το έχω ξεχάσει.»
    - «Θα σου έχουμε και παπουτσάκια που σου αρέσουν» του είπε χαμογελαστή η μητέρα μου.
    - «Τι; Σοβαρά;» ρώτησε ο Στέργιος μην μπορώντας να κρύψει τον ενθουσιασμό του.
    - «Σοβαρότατα» του απάντησε η μητέρα μου χαμογελώντας ακόμα πιο πλατιά.
    - «Υπέροχα! Υπέροχα!» είπε ο Στέργιος ενθουσιασμένος ενώ εγώ τον κοίταζα και χαμογελούσα σα χαζή.

    Φύγαμε και πήγαμε στο Γαλάτσι. Ήπιαμε τον καφέ μας σε μια καφετέρια μιλώντας περί ανέμων και υδάτων και γύρω στις 21:00 κινήσαμε για το σπίτι του. Έβαλε το αυτοκίνητο στο υπόγειο πάρκινγκ και μπήκαμε στο ασανσέρ για να ανέβουμε στο ρετιρέ. Μέσα στο ασανσέρ ο Στέργιος με είχε γυρίσει προς τον καθρέφτη και με φιλούσε και με δάγκωνε στο σβέρκο κάνοντάς με πύραυλο. Μπήκαμε στο σπίτι του αλλά σε αντίθεση με αυτά που μου είχε δηλώσει δε μου ζήτησε να γδυθώ. Βάλαμε Σαγκρία και βγήκαμε έξω στην τεράστια βεράντα του. Είχε υπέροχο καιρό.

    Καθίσαμε στον καναπέ έξω και ήπιαμε το κρασί μας.

    - «Σήκω» μου είπε κάποια στιγμή και σηκώθηκα. «Γονάτισε» με διέταξε και όσο και αν ένιωσα αμηχανία -αν και δεν πίστευα ότι θα μας έβλεπε κανένας- γονάτισα μπροστά του.
    - «Σου είπα ότι θα τιμωρηθείς γι’ αυτό που έκανες προχθές.»
    - «Μου το είπες» αναστέναξα.
    - «Η τιμωρία σου θα είναι 30 με τη ζώνη» μου ανακοίνωσε.
    - «Τι;;;» τον ρώτησα.
    - «Αυτό που σου είπα. 30 με τη ζώνη τις οποίες θα μετράς μία-μία.»

    Το περισσότερο που είχα φάει από τους γονείς μου ήταν ξυλιές στον κώλο και αυτές όταν ήμουν παιδάκι. Δε μπορούσα να χωνέψω καλά-καλά αυτό που μου είπε, είχα φανταστεί ότι θα μου ρίξει μερικές στον κώλο με το χέρι αλλά όχι κι έτσι!

    - «Ε…» ξεκίνησα να λέω αλλά είδα το ύφος του και πάγωσα. Δεν είχε τίποτα το παιγνιώδες, ήταν αυστηρό και ανεξιχνίαστο. Στο μυαλό μου ξαναέπαιξε ο διάλογος της Τετάρτης

    - «Τι θα γίνει αν δεν μπορώ να πάω τόσο μακριά;»
    - «Τότε δεν μπορείς.»

    Και της Πέμπτης

    - «Ωστόσο τιμωρία θα υπάρξει, στο είδος της σχέσης που θέλω να έχω μαζί σου η τιμωρία σε παραβατική συμπεριφορά είναι θεμελιώδης.»
    - «Μάλιστα, ό,τι χρειαστεί… ό,τι κρίνεις σωστό» του είπα.
    - «Θα πονέσει, Βιολέτα» μου είπε.
    - «Δε με νοιάζει» του απάντησα. «Μπροστά σε αυτό που… που ένιωθα σήμερα…»


    Δε μιλούσε απλά με κοιτούσε. Χαμήλωσα το βλέμμα μου, δεν άντεχα να τον κοιτάξω στα μάτια. Ξεροκατάπια. Στο είδος της σχέσης που ήθελε να έχει μαζί μου είχα αρχίσει να καταλαβαίνω ότι υπήρχε ένας δρόμος, ο δικός του. Take it or leave it.

    - «Μάλιστα» του απάντησα μη βρίσκοντας τι άλλο να πω. «Θα γίνει αυτό που θέλεις». Σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα αλλά τα χαμήλωσα αμέσως και πάλι. Ένιωθα μικρή, τοσοδούλα.
    - «Σήκω» μου είπε. «Πάμε μέσα».

    Σηκώθηκα και τον ακολούθησα σαν αυτόματο.

    - «Γδύσου» μου είπε. «Τελείως».

    Έβγαλα πρώτα το παντελόνι μου και μετά τη μπλούζα μου και το σουτιέν μου. Τελευταίο έβγαλα το κιλοτάκι μου. Τα δίπλωσα και τα ακούμπησα προσεκτικά στην πλάτη μας καρέκλας. Με πήρε από το χέρι και με πήγε στο δωμάτιό του. Με διέταξε να κάτσω στα τέσσερα στο κρεββάτι. Έκατσα και με λίγο κόπο πήρα τη στάση που μου είχε ζητήσει.

    - «Θα μετράς καθαρά και δυνατά. Σε κάθε μέτρημα που χάνεις το χτύπημα θα επαναλαμβάνεται. Είναι κατανοητό Βιολέτα;»
    - «Ναι» του απάντησα.
    - «Μάλιστα θα απαντάς!»
    - «Μάλιστα!» του απάντησα.

    Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά. Ένιωσα το πρώτο χτύπημα στο αριστερό μου γλουτό, έτσουξε σα διάολος.

    - «Ένα» του είπα με δυσκολία. Έπεσε και δεύτερη, πιο δυνατή. Και τρίτη. Και τέταρτη. Προσπαθούσα να μη φωνάξω αλλά κάποιες φορές δε μπορούσα. Δεν έχασα το μέτρημα πάντως. Συνέχισε… «πέντε… έξι… δέκα… δεκαπέντε…». Είχα δακρύσει, τα μεριά μου έτσουζαν, τα ένιωθα σα να έχουν πάρει φωτιά και μόλις είχαμε φτάσει στη μέση.

    Τι κάνω;;; Τι κάνω;;; Γιατί τον αφήνω να μου το κάνει;;; Τα μέσα μου ούρλιαζαν από αγανάκτηση αλλά εγώ μετρούσα υπάκουα χωρίς να τολμώ να κουνηθώ από τη θέση μου. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος, ή θα το άντεχα ή θα έπρεπε να ζω χωρίς το Στέργιο. Στο χέρι μου… στο χέρι μου ήταν να μη με τιμωρήσει ξανά. «είκοσι… εικοσιένα…»

    Τρία χρόνια… τρία χρόνια τον ονειρευόμουν… Αυτό δεν ήθελα; Να είμαι δική του, όλη. Ψυχή και σώμα; Αυτό… αυτό δεν ευχόμουν; Τι θα άξιζε από αυτό που του είπα χθες αν λιποψυχούσα στην πρώτη δυσκολία; «εικοσιοχτώ… εικοσιεννιά… τριάντα…»

    - «Βιολέτα;» με ρώτησε. «Έχεις να μου πεις κάτι;»

    Γύρισα και τον κοίταξα.

    - «Συγνώμη» του είπα.
    - «Κάνε το σωστά!» μου είπε. Μπερδεύτηκα. Τι ήθελε να κάνω; Και τότε το μυαλό μου άστραψε.

    Αναστέναξα και σηκώθηκα από το κρεββάτι. Γονάτισα μπροστά του και δαγκώθηκα όταν τα μεριά μου έκατσαν πάνω στις γάμπες μου. Σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά. Με κοιτούσε.

    - «Συγνώμη Στέργιο μου» του είπα. «Σε παρακαλώ συγχώρεσέ με. Δε θα επαναληφθεί αυτό.»
    - «Με αγαπάς ακόμα, Βιολέτα;»
    - «Τι ερώτηση είναι αυτή;» του είπα φουρκισμένη αλλά όταν τον κοίταξα χαμήλωσα πάλι τη ματιά μου βάζοντας ακόμα μια φορά την ουρά στα σκέλια. «Συγνώμη… συγνώμη» του είπα και του αγκάλιασα τα πόδια. «Σ’ αγαπάω… Σ’ αγαπάω Στέργιο».
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω» μου είπε. «Δε μου αρέσει να σε τιμωρώ, Βιολέτα. Δε θέλω να με φέρνεις σε αυτή τη θέση.»
    - «Δε θα το ξανακάνω, στο υπόσχομαι» του είπα με την καρδιά μου να έχει φτάσει τους 200 παλμούς. «Πως…» πήγα να πω αλλά με έκοψε.
    - «Τρία χρόνια μιλάμε μαζί. Στην αρχή σε απέφευγα γιατί ήσουν ανήλικη. Μετά σε απέφευγα γιατί είχα τσιμπηθεί κι εγώ μαζί σου και δεν μπορούσα να έχω αυτή την έγνοια στο στρατό. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο εγώ επιθυμώ να συσχετιστώ…» είπε και σταμάτησε. «Ξάπλωσε σε παρακαλώ μπρούμητα στο κρεβάτι» μου είπε και ανέβηκα πάνω και έκατσα όπως μου ζήτησε. Βγήκε από το δωμάτιο και γύρισε μετά από λίγη ώρα απλώνοντάς μου κρέμα στους γλουτούς μου που ήταν κόκκινοι από τη ζώνη του.

    Ξάπλωσε στο κρεββάτι και μου έκανε νόημα να πάω προς εκείνον. Χώθηκα στην αγκαλιά του. Εκεί άρχισε να μου λέει την ιστορία του. Ποτέ δε μου είχε μιλήσει πλήρως για το παρελθόν του, κάθε φορά που προσπαθούσα να ανοίξω εκείνη την κουβέντα η απάντηση που έπαιρνα είναι «δε σε αφορά, πιτσιρίκα»

    - «Είχα από πιο μικρός την τάση θα θέλω να έχω το πάνω χέρι στις σχέσεις μου. Και καλά όσο ήμουν μικρός αυτό δεν υπήρχε και τρόπος να εμπεδωθεί παρά στο βαθμό που αν δεν γινόταν το δικό μου η σχέση τέλειωνε με συνοπτικές διαδικασίες. Με έλεγαν εγωιστή και παρτάκια αλλά εγώ δεν το έβλεπα έτσι. Είχα προσπαθήσει να είμαι διαλλακτικός απλά όσες φορές το προσπάθησα, άλλοτε για το γαμώτο, άλλοτε γιατί απλά ήμουν πολύ ερωτευμένος και δεν ήθελα να τη χάσω, τα όποια αισθήματα εξατμιζόντουσαν μέσα σε μερικές μέρες. Απλά δεν μπορούσα να λειτουργήσω έτσι. Στη σχολή, γύρω στα 20 ήμουν, γνώρισα μια μεταπτυχιακή φοιτήτρια, 6 χρόνια μεγαλύτερη. Δεν με έλκυε ιδιαίτερα, εννοώ ότι στην αρχή πήγα μαζί της απλά και μόνο για να βγάλω τα μάτια μου. Ωστόσο η ίδια ήταν μαζοχίστρια, της άρεσε να της κάνω διάφορα που μέχρι τότε ήταν απλά φαντασιώσεις. Χαστούκια, ζώνη, κεριά, μαστίγιο… Μου άρεσε… μου άρεσε πολύ. Και αυτό πήγαινε ακόμα βαθύτερα. Από εκείνη έμαθα τον όρο BDSM. Άρχισα να ψάχνω και να διαβάζω και με αυτόν τον τρόπο, διαβάζοντας και ψάχνοντας άρχισαν να μου κουμπώνουν πράγματα που έβλεπα στη συμπεριφορά μου και δεν μπορούσα να τα εξηγήσω. Η Μαρία, έτσι την λένε, ήταν σκλάβα.»

    Πήγα να τον ρωτήσω κάτι αλλά με έκοψε.

    - «Ερωτήσεις μετά. Δεν ήταν σκλάβα με την έννοια της βίαιης υποδούλωσης. Αυτό που ζητούσε, αυτό που τη γέμιζε ήταν να υπηρετεί αυτόν που έβλεπε ως Αφέντη της. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο να του κάνει όλα τα σεξουαλικά γούστα, ήθελε ανήκει πλήρως. Να ορίζει ο Αφέντης της οτιδήποτε έχει να κάνει με τη ζωή της μέσα σε κάποια όρια που η ίδια έλεγε ότι ήταν ρευστά και αρκεί να μπορούσε ο Αφέντης της να την κάνει να τα ξεπεράσει και η ίδια θα το έκανε. Μου φαινόταν too much αλλά από την άλλη το concept μου άρεσε. Ήμασταν μαζί ένα χρόνο, μέχρι που πήρε το διδακτορικό της. Ήταν Σαλονικιά, δεν ήθελε να κάτσει άλλο στην Αθήνα και κατά τα φαινόμενα αυτή της η επιθυμία ήταν πιο ισχυρή από το να κάτσει στα πόδια μου. Μου ζήτησε να την αποδεσμεύσω. Όσο και αν σου φαίνεται περίεργο μέχρι να το πάρω απόφαση ότι δε γινόταν αλλιώς δεν κουνήθηκε ρούπι. Ωστόσο είδα ότι γινόταν δυστυχισμένη, με υπάκουε αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν εκεί. Με πολύ βαριά καρδιά της έδωσα αυτό που μου ζήτησε. Έπεσε στα πόδια μου και μου τα φίλησε. Μου είπε σε ευχαριστώ. Και αυτό ήταν. Στις επόμενες σχέσεις που έκανα προσπαθούσα να πάρω αυτό το πράγμα αλλά τα κατάφερνα ως ένα βαθμό, μετά κλωτσούσαν και με το ζόρι χαλβάς δε γίνεται. Περίπου εκείνη την εποχή γνώρισα εσένα στο IRC. Στην αρχή σε έκανα χάζι αλλά γρήγορα κατάλαβα από αυτά που μου έλεγες και κυρίως από τον τρόπο που δρούσες ότι μέσα σου έχεις αυτό το σπέρμα της υποτακτικότητας. Είχα καταλάβει ότι είσαι τσιμπημένη μαζί μου και δεδομένης και της δικής μου της επιθυμίας για μια τέτοια κοπέλα έπρεπε να είμαι πολύ προσεκτικός μαζί σου. Μου άρεσε πολύ το μυαλό σου, μου άρεσε πολύ ο τρόπος σου και διαπίστωσα ότι το πιτσιρίκι με έχει γοητεύσει. Δεν ήμουν σίγουρος ότι θα μπορούσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου και ήσουν ανήλικη παρά το γεγονός ότι το μυαλό σου ήταν πολύ πιο ώριμο από την ηλικία του. Όταν ενηλικιώθηκες ήμουν στα μέσα σχεδόν της θητείας μου. Συνέχισες να μου ζητάς να βγούμε και συνέχισα να αρνούμαι γιατί είμαι σίγουρος ότι θα γινόταν αυτό που έγινε το προηγούμενο Σάββατο και ήμουν στο στρατό. Σε εσένα έβλεπα τις προοπτικές που ζητούσα και αποφάσισα να μην το ριψοκινδυνέψω και το κάψω πριν καν ξεκινήσει. Έκανα υπομονή ελπίζοντας ότι στο ενδιάμεσο θα συνεχίσεις να είσαι τσιμπημένη μαζί μου. Όταν… όταν βγήκαμε και μου είπες για τα μηνύματα που κατέγραφες στο τετράδιο, σκόρπισες πλέον όλες μου τις αμφιβολίες. Δεν χρειαζόμουν κάτι άλλο.»

    Η καρδιά μου είχε φτάσει πάλι τους διακόσους παλμούς. Είχα χίλιες-δυο ερωτήσεις που ήθελα να του κάνω αλλά κάθε φορά που προσπαθούσα να σχηματίσω τα λόγια, η ίδια η ερώτηση έχανε τη σημασία της. Η λέξη με συγκλόνισε. Σκλάβα… Σκλάβα… Ήμουν τόσο πολύ ερωτευμένη μαζί του… Αυτό δεν ήμουν; Αυτό δε με έκανε; Αυτό δεν ήταν το ανομολόγητο όνειρό μου; Να ανήκω… να ανήκω με όλη μου την ψυχή… να δίνω γιατί μου το ζητάει ο αγαπημένος μου και όσο μου ζητάει τόσο να του δίνω. Μα… μα δεν ήμουν μόνο εγώ η ερωτευμένη. Ήταν και ο Στέργιος. Το εξέφραζε με το δικό του τρόπο, το βίωνε με το δικό του τρόπο αλλά ήταν… ήταν το ίδιο. Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.

    - «Ό,τι θες εσύ Αφέντη μου» του είπα.
    - «Τι είπες;»
    - «Αν με θέλεις σκλάβα σου θα είμαι η σκλάβα σου, Στέργιο.»
    - «Έχει πολύ δρόμο αυτό, κοριτσάκι μου, το να γίνεις η σκλάβα μου δεν είναι η αφετηρία…»
    - «Είναι όμως το τέρμα. Το τέρμα ενός ταξιδιού και η αρχή ενός άλλου. Πλάι σου να είμαι και πάμε όπου θες εσύ, με όποιο τρόπο θες εσύ. Αρκεί να με έχεις πλάι σου. Μαζί σου.»
    - «Λες βαριές κουβέντες, Βιολέτα.»
    - «Λέω αυτό που πιστεύω, Στέργιο. Αλήθεια το πιστεύω.»
    - «Μιλάει ο ενθουσιασμός σου. Δεν είναι τόσο απλό. Εμένα μου αρέσει να προκαλώ πόνο, δε μου αρέσει να τιμωρώ, αλλά μου αρέσει να προκαλώ πόνο. Εσύ αντέχεις να μου το δώσεις; Αντέχεις να σε χτυπάω με τη ζώνη μόνο και μόνο για να δω τον κώλο σου κόκκινο; Αντέχεις να σε χτυπάω με το μαστίγιο για να θαυμάζω το ανάγλυφο στην πλάτη σου; Αντέχεις να στάζω λιωμένο κερί πάνω σου για να ακούω τις ανάσες σου όταν πέφτει καυτό στη γυμνή σου σάρκα;»
    - «Αν αυτός είναι ο τρόπος που χρειάζεσαι για να ακούσεις το σ’ αγαπώ μου, Στέργιο, θα το αντέξω. Σ’ αγαπάω. Δεν είναι λόγια. Σ’ αγαπάω… σε ονειρευόμουν τρία χρόνια. Ονειρευόμουν αυτό, να είμαι στο πλάι σου, δικιά σου. Αν αυτό θέλεις, θα σου το δώσω… θα σου το δώσω με όλη μου την ψυχή.»

    Αντί για απάντηση με φίλησε παθιασμένα. Το χέρι του με χάιδευε απαλά στην πλάτη και μετά με γύρισε ανάσκελα. Έπεσε πάνω μου και άρχισε να με φιλάει παθιασμένα ενώ τα χέρια του ταξίδευαν στο γυμνό μου κορμί. Από το στήθος στην κοιλιά, από την κοιλιά στα πόδια, από τα πόδια στο μουνί… μουνί που έσταζε. Τον ήθελα μέσα μου, ήθελα να με πάρει, ήθελα να γίνει ο πρώτος μου. Ο πρώτος μου και ο τελευταίος μου.

    Σηκώθηκε και γδύθηκε τελείως. Με γύρισε στο πλάι προς τη μεριά του και με έσφιξε πάνω του. Με φίλησε. Θεέ μου… η αίσθηση του γυμνού κορμιού του πάνω στο δικό μου… πρωτόγνωρη… υπέροχη… ήθελα να σταματήσει εκεί ο χρόνος. Να παγώσει σε ένα αιώνιο τώρα… με τα χείλη του στα δικά μου, το χέρι του στην πλάτη μου… το στήθος μου να πιέζεται πάνω στο στέρνο του… τα πόδια μας πλεγμένα… το χέρι μου στο σβέρκο του… Ήταν υπέροχα… ήταν… δεν υπάρχουν… δεν υπάρχουν λόγια να το περιγράψω.

    Με ξάπλωσε πάλι ανάσκελα και ένιωσα το βάρος του πάνω μου. Συνέχισε να με φιλάει ενώ ασυναίσθητα τα πόδια μου άνοιξαν για να τον υποδεχτούν…

    ΣΕ ΘΕΛΩ… ΣΕ ΘΕΛΩ… ΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ; ΚΑΝΕ ΜΕ ΔΙΚΙΑ ΣΟΥ… ΠΑΡΕ ΜΕ… ΠΑΡΕ ΜΕ…

    Το στόμα του έκλεινε το δικό μου, η γλώσσα του είχε στριμώξει τη δική μου. Αφέθηκα παθητικά στο χάδι της… αφέθηκα όλη… Με φίλησε στο λαιμό… σιγά σιγά κατέβηκε στα στήθη μου, τα φιλούσε και τα δάγκωνε τρυφερά… συνέχισε να με δαγκώνει κατεβαίνοντας όλο και πιο κάτω… Έβαλε τη γλώσσα του μέσα μου…

    ΣΕ ΘΕΛΩ… ΣΕ ΘΕΛΩ…

    Μου κόπηκε πάλι η ανάσα. Μου κόπηκε η εκπνοή…

    ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ! ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ!

    Πώς… πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο δύσκολο να εκπνεύσεις; Το κορμί μου τεντώθηκε και πάλι…

    ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ

    Σταμάτησε και ανέβηκε πάλι προς τα πάνω μου… «Σε θέλω» μου ψιθύρισε. «Σε θέλω» του φώναξα. «Σε θέλωΜέσα μουΜέσα μου…»

    Το είχα χάσει τελείως.

    Ένιωσα το όργανό του να τρίβεται στα χείλη μου. Η Μαρία το είχε κάνει, μου είχε πει ότι ο πόνος της πρώτης διείσδυσης ήταν οξύς. Δε με ένοιαζε καθόλου. Τον ήθελα…

    Τον ένιωσα να με πιέζει… πονούσα… έσφιξα τα δόντια μου… με ένα δυνατό σπρώξιμο… μπήκε… μπήκε μέσα μου. Μου ξέφυγε μια φωνή… ο πόνος ήταν όντως οξύς… αλλά… η αίσθηση… Θεέ μου… πληρότητα. Ένιωθα πληρότητα. Κινήθηκε μέσα μου απαλά. Έτσουζε αλλά… αλλά ήταν τόσο υπέροχα. Βυθίστηκε σιγά-σιγά μέσα μου. Τα μάτια μου ήταν κλειστά… Ένιωθα γεμάτη… ένιωθα πλήρης… Άρχισε να κινείται απαλά… Μου ξέφυγαν φωνούλες αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν πόνου… ήταν ηδονή… ηδονή όπως δεν είχα νιώσει ποτέ…

    ΑΑΑΑΑΧ

    Τρεμούλιασα ολόκληρη. Οι ρώγες μου είχαν πετρώσει, σχεδόν με πονούσαν. Δεν είναι λιβάδι… είναι χερσότοπος με αγκάθια… μα είναι υπέροχος… υπέροχος… πόνεσέ με… πόνεσέ κι άλλο…

    Μα δε ήταν μόνο πόνος… Δεν… δεν έχω λόγια… Άρχισε να επιταχύνει σιγά-σιγά… κάποιες φορές καρφωνόταν μέσα μου και στεκόταν ακίνητος… με πονούσε… κι άλλο… κι άλλο… κι άλλο… Ένιωθα την ανάσα του καυτή στο πρόσωπό μου. Άνοιξα τα μάτια μου. Είχε κλειστά τα δικά του ενώ η λεκάνη του χόρευε τον αρχέγονο ερωτικό χορό κάνοντας το όργανό του να μπαίνει βαθιά μέσα μου, να με γεμίζει… το άρρεν και το θήλυ… ο άντρας και η γυναίκα… ο Στέργιος και η Βιολέτα του… Η Βιολέτα του… Η Βιολέτα του

    Επιτάχυνε και άλλο… το κορμί μου έτρεμε… τον ΛΑΤΡΕΥΑ…

    Τραβήχτηκε από μέσα μου και άρχισε να παίζει με το χέρι το όργανό του. Ανασηκώθηκα και τον κοίταξα… σα να με κατάλαβε… Ήρθε προς το μέρος μου… Γύρισα το κεφάλι μου στο πλάι και μου έβαλε το όργανό του στο στόμα μου… Το ένιωσα να συσπάται… να χορεύει μέσα στο στόμα μου… Να μου δίνει το σπέρμα του σε καυτές, υπέροχες, γλυκές ριπές. Κατάπινα αχόρταγα. Ξανά και ξανά… Ο Στέργιος βογκούσε από ηδονή… Και εγώ τον ρούφαγα και τον έγλειφα ενώ το όργανό του πλημμύριζε το στόμα μου με τους χυμούς του…

    Ξάπλωσε στο πλάι και με πήρε στην αγκαλιά του.

    Δε θα την ξεχάσω ποτέ εκείνη την ημέρα μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Ήταν Σάββατο 23 Μαΐου του 1998 η μέρα που ο Στέργιος με έκανε γυναίκα.

    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
     
  2. D Q Juls

    D Q Juls Αρχή...Διαδρομή...Ηδονή...

    Κάθε φορά που γράφεις εγώ ερωτεύομαι!
    Αυτό!
     
  3. Anel

    Anel Regular Member

    Γεμάτο συναισθήματα. τέλειο!
     
  4. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα... Η ώρα που μ' αρέσει να πονώ...
     
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Το σεντόνι είχε λερωθεί με το παρθενικό μου αίμα. Σηκωθήκαμε από το κρεββάτι και ο Στέργιος ξέστρωσε το σεντόνι. Είχε πάει και λίγο στο στρώμα αλλά το στρώμα δεν μπορείς να το βάλεις στο πλυντήριο.

    - «Δεν πειράζει Βιολέτα μου» μου είπε χαμογελαστός. Πήγαμε στο μπάνιο και έβαλε το σεντόνι στο νεροχύτη, ήθελε τρίψιμο πριν μπει στο πλυντήριο. Μετά με πήρε από το χέρι και με πήγε στη μπανιέρα. Είχα λερωθεί κι εγώ με αίμα. Άνοιξε το ντους και άφησε το νερό να τρέχει. Έβαλε το χέρι του και δοκίμασε το νερό και μετά σαν κάτι να σκέφτηκε γύρισε προς εμένα. «Δοκίμασέ το κι εσύ, είναι όσο ζεστό το θες;»

    Η αλήθεια είναι ότι το ήθελα λίγο πιο ζεστό. Μου έδωσε το τηλέφωνο και άνοιξα λίγο περισσότερο το ζεστό νερό. Όταν το νερό πήρε τη θερμοκρασία που ήθελα μπήκα και έριξα νερό πάνω μου φροντίζοντας να μη βρέξω τα μαλλιά μου. Ο Στέργιος είχε λερωθεί και εκείνος αλλά μέσα στην ερωτική μας λύσσα δεν το σκέφτηκε καν όταν έβαλε το όργανό του στο στόμα μου αλλά μήπως εγώ ήμουν καλύτερη; Ήμουν τόσο παραδομένη εκείνη τη στιγμή που δεν είχα καταλάβει καν ότι είχα γευτεί το ίδιο μου το αίμα. Με περίμενε υπομονετικά να τελειώσω καθώς ο ίδιος δεν ήθελε τόσο ζεστό νερό. Όταν βγήκα μου έδωσε μια πετσέτα και με σκούπισε προσεκτικά ο ίδιος.

    Μπήκε και αυτός στην μπανιέρα και ξεπλύθηκε. Του έδωσα την πετσέτα που μου ζήτησε και μετά πήγα στο αποθηκάκι να φέρω τη σφουγγαρίστρα και τον κουβά. Ξεκίνησα να σφουγγαρίζω αλλά με έκοψε.

    - «Δε θα σφουγγαρίσουμε; Έχουν πέσει νερά!» του είπα.
    - «Γι’ αυτό σου ζήτησα να φέρεις τη σφουγγαρίστρα.»
    - «Τότε;» τον κοίταξα με απορία.
    - «Χεράκια ποδαράκια έχω, δόξα τω Θεώ. Πήγαινε στο δωμάτιο και έρχομαι σε λίγο.»
    - «Έχεις οξυζενέ;» τον ρώτησα.
    - «Τι να τον κάνεις;»
    - «Να προσπαθήσω να καθαρίσω το λεκέ στο στρώμα. Δε φαντάζομαι να σε ενδιαφέρει αν αποχρωματιστεί λίγο, αν και θα το δοκιμάσω πρώτα σε μια ακρούλα. Θέλω και μια παλιά πετσέτα ή πετσετάκι, υγρό πιάτων φαντάζομαι να έχεις στην κουζίνα αν χρειαστεί.»

    Άνοιξε το φαρμακείο και μου έδωσε ένα μπουκάλι οξυζενέ. Μετά ανοίγοντας ένα άλλο ντουλαπάκι μου έδωσε μια μικρή πετσέτα. Τον άφησα να σφουγγαρίζει και γύρισα στο δωμάτιο. Έσταξα λίγο οξυζενέ στη γωνία του στρώματος, στο κάτω μέρος, και περίμενα. Δεν έγινε αποχρωματισμός. Έσταξα λίγο οξυζενέ πάνω στο λεκέ στο στρώμα και πήγα στην κουζίνα και πήρα υγρό πιάτων και ένα ποτήρι. Έψαξα στα γρήγορα για μαγειρική σόδα αλλά στα ντουλάπια στα οποία υπολόγιζα να την έχει δεν βρήκα. Επέστρεψα στο μπάνιο και έριξα μερικές σταγόνες από αυτό στο σεντόνι.

    - «Στέργιο, έχεις μαγειρική σόδα;»
    - «Ναι, έχω.»
    - «Μπορείς σε παρακαλώ να μου φέρεις λίγη γιατί δεν την βρήκα;»

    Άφησε τη σφουγγαρίστρα και πήγε μέσα. Επέστρεψε με ένα βαζάκι. Έτριψα απαλά το σημείο στο οποίο είχα ρίξει το υγρό πιάτων και μετά το πασπάλισα με λίγη μαγειρική σόδα.

    - «Έχεις άλλη οδοντόβουρτσα; Αν ναι, θέλω να την χρησιμοποιήσω αυτή για να τρίψω το λεκέ» του είπα.
    - «Ναι, έχω… ελεύθερα» μου είπε.

    Επειδή αυτό χρειαζόταν μερικά λεπτά, γύρισα πίσω στο στρώμα και άρχισα να το τρίβω απαλά με την πετσέτα. Ευτυχώς δεν είχε ποτίσει και ο λεκές εξαφανίστηκε στα γρήγορα. Χαμογέλασα και επέστρεψα στο μπάνιο.

    - «Το στρώμα είναι εντάξει» του είπα χαμογελαστή. Μετά πήρα την οδοντόβουρτσα και έτριψα απαλά τη σόδα με την οδοντόβουρτσα και όταν τέλειωσα το σεντόνι ήταν έτοιμο για πλυντήριο. Άνοιξα το πλυντήριο, ήταν άδειο. Έβαλα το σεντόνι μέσα και μελέτησα για λίγο τα χειριστήρια. Ήταν ίδια ή παρόμοια με του δικού μας πλυντηρίου. Έβαλα το πρόγραμμα για να ξεκινήσει το πλύσιμο. “Easy-peasy” του είπα χαμογελαστή.
    - «Σε ευχαριστώ κοριτσάκι μου» μου είπε χαμογελαστός.
    - «Συμβαίνουν καμιά φορά τέτοια ατυχηματάκια όταν η περίοδος έρχεται νωρίτερα από το αναμενόμενο οπότε έχω αποκτήσει τη σχετική εμπειρία» του είπα χαμογελαστή.

    Στο μεταξύ είχε τελειώσει το σφουγγάρισμα οπότε επιστρέψαμε στο δωμάτιο για να τον βοηθήσω να στρώσει ένα καθαρό σεντόνι. Όταν τελειώσαμε, ξαπλώσαμε και πάλι και χώθηκα στην αγκαλιά του. Μέσα στην έξαψή μου είχα σχεδόν ξεχάσει ότι εδώ και λίγη ώρα…

    Χαμογέλασα στη σκέψη. Μέχρι σήμερα μου φαινόταν ανόητη το «έγινα γυναίκα» που είχε χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά η Μαρία. «Γιατί πριν τι ήσουν, ποδήλατο;» την είχα ρωτήσει. Δεν ήμουν πια παρθένα. Η καρδιά μου χτυπούσε. Όχι απλά δεν ήμουν πια παρθένα αλλά την παρθενιά μου την είχα δώσει στον Στέργιο… στο Στέργιο!

    Την είχα δώσει ή την είχε πάρει; Στο δικό του μυαλό ήμουν σίγουρη ότι θα ήταν το δεύτερο. Όμως… δεν ξέρω… μέσα μου ένιωθα ότι εγώ την έδωσα. Τον επέλεξα, δεν τον επέλεξα; Από την άλλη… γιατί τον είχα επιλέξει; Επειδή ήμουν ερωτευμένη μαζί του; Λάθος ερώτηση, σίγουρα αυτό ήταν ο κύριος λόγος, ήταν όμως ο μόνος; Πώς να δίνεις αν ο άλλος δεν θέλει να πάρει; Αλλά πώς ο άλλος θα πάρει αν εσύ δε θέλεις να δώσεις;

    Και τότε θυμήθηκα αυτά που μου είχε πει για τα κεριά και τα μαστίγια και τις ζώνες. Αν μου ζητούσε να το κάνει είμαι σίγουρη ότι θα υπάκουα. Δηλαδή τι σίγουρη, πριν ούτε καν μια ώρα είχε κατ’ ιδίαν επίδειξη και όχι απλά κάθισα αδιαμαρτύρητα αλλά στο τέλος παρακαλούσα μέσα μου να με κάνει δική του.

    Σκλάβα… αντί να με ανατριχιάσει αυτή η σκέψη έκανε την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Ήθελα να του δώσω… ήθελα με όλη μου την ψυχή. Αλλά αρκούσε αυτό; Εννοώ… δεν ήμουν σίγουρη. Αυτό το «δίνω» και «παίρνει» με μπέρδευαν. Το μυαλό μου δεν ήταν καθαρό. Γιατί δεν τον ρωτούσα; Ή για να είμαι ειλικρινής, γιατί φοβόμουν να τον ρωτήσω;

    Μήπως μέσα μου, βαθιά μέσα μου, ήξερα την απάντηση και δεν ήθελα να την ακούσω; Μήπως το ασυνείδητό μου είχε τις απαντήσεις του και είχε κρίνει ότι δεν είναι ακόμα ή ώρα; Και τι θα γινόταν άμα ερχόταν εκείνη η ώρα;

    Ο Στέργιος με κρατούσε σφιχτά σε κουτάλα, η πλάτη μου κολλημένη στο στέρνο του και τα χέρια του περασμένα το ένα κάτω από το κεφάλι μου και το άλλο πάνω από τη μέση μου να αναπαύεται στην κοιλιά μου. Ένιωθα την ανάσα του καυτή στο σβέρκο μου αλλά παρόλο που ήμουν γυμνή στην αγκαλιά του δεν ένιωθα διέγερση. Ήταν όμορφα με ένα τελείως διαφορετικό τρόπο, τρυφερό αλλά όχι ερωτικό. Ή τουλάχιστον εγώ δεν το έβλεπα έτσι γιατί σίγουρα -και κρίνοντας από το φούσκωμα που ένιωθα στο όργανό του- ο Στέργιος το έβλεπε διαφορετικά.

    Το χέρι του άρχισε να με χαϊδεύει στη μέση και τους γλουτούς. Το έφερε μπροστά και χούφτωσε το στήθος μου και άρχισε να το μαλάζει. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα ιδιαίτερη όρεξη οπότε αφέθηκα παθητικά ελπίζοντας είτε να του περάσει είτε να μου έρθει η όρεξη. Εκείνος συνέχισε και το όργανό του φούσκωσε ακόμα περισσότερο. Με γύρισε μπρούμητα και άρχισε να με φιλάει και να με δαγκώνει στην πλάτη κατεβαίνοντας σιγά-σιγά προς τη μέση. Εξακολουθούσα να μην έχω ερωτική διάθεση εκείνη τη στιγμή αλλά θα ήμουν ψεύτρα αν έλεγα ότι δε μου άρεσε αυτό που μου έκανε. Κατέβηκε ακόμα πιο χαμηλά προς τους γλουτούς μου και εκεί μου πάτησε μια γερή δαγκωνιά που με έκανε να ξεφωνίσω. Ως απάντηση μου έχωσε μια ακόμα πιο δυνατή δαγκωνιά στον άλλο γλουτό.

    - «Άουυυυυυυυ» φώναξα.
    - «Πόνεσες;» με ρώτησε.
    - «Εσύ τι λες;» του απάντησα νευριασμένη.
    - «ΟΚ» μου είπε και σηκώθηκε και έφυγε από το δωμάτιο. Φοβήθηκα ότι πήγε μέσα να πάρει τίποτα από τα σύνεργα που μου είχε πει και δεν είχα ιδέα πως θα το αντιμετώπιζα. Ωστόσο πέρασαν μερικά λεπτά και συνέχισα να είμαι μόνη μου. Σηκώθηκα από το κρεββάτι αβέβαιη. «Στέργιο;» φώναξα -όχι δυνατά- αλλά δεν πήρα απάντηση.

    Κατέβηκα από το κρεββάτι και βγήκα στο σαλόνι. Δεν ήταν εκεί. Πήγα στο μπάνιο, η πόρτα ήταν κλειστή. Την χτύπησα.

    - «Στέργιο; Είσαι μέσα;»

    Δεν πήρα απάντηση. Χτύπησα ξανά. Το ίδιο. Άνοιξα την πόρτα αλλά δεν ήταν μέσα. Τι διάβολο; Γύρισα στο σαλόνι. «Στέργιο;» φώναξα.

    - «Έξω είμαι» μου απάντησε. Πήγα ως την μπαλκονόπορτα. Ήταν καθισμένος στον καναπέ και έπινε μπύρα. «Έλα εδώ» μου είπε.
    - «Μισό λεπτάκι να ντυθώ» του απάντησα.
    - «Έλα όπως είσαι.» μου είπε. Έξω ήταν νύχτα και δεν είχε αναμμένα τα φώτα, η βεράντα ήταν σκοτεινή. Ακόμα και έτσι αισθάνθηκα έντονη αμηχανία και δίστασα. «Χρειάζεται να το ξαναπώ;» με ρώτησε. Αναστέναξα και βγήκα έξω. Κοίταξα ανήσυχη γύρω μου αλλά το σημείο που είμασταν δεν ήταν ορατό σε κάποια από τα απέναντι κτήρια. Το διπλανό η ταράτσα ήταν γύρω στα 10 μέτρα χαμηλότερη από το επίπεδο της βεράντας οπότε αυτό εξ αρχής δεν ήταν πρόβλημα.
    - «Γιατί έφυγες και με άφησες μέσα στο δωμάτιο;» τον ρώτησα.
    - «Γιατί με νευρίασες» μου απάντησε.
    - «Πόνεσα Στέργιο μου» του είπα νιώθοντας ανησυχία.
    - «Το κατάλαβα ότι πόνεσες, ο τρόπος σου ήταν που δε μου άρεσε. Δε θα μου κάνεις νευράκια εμένα, Βιολέτα, όταν δεν σου αρέσει κάτι.»
    - «Αυτό δεν κάνεις κι εσύ τώρα;» τον ρώτησα.
    - «Πήγαινε μέσα» μου είπε. «Πήγαινε μέσα και κάτσε με την μύτη στον τοίχο δίπλα από την τηλεόραση. Θα κάτσεις εκεί μέχρι να σε φωνάξω. Σκέψου καλά τι μου είπες.»
    - «Στέργιο…»
    - «Αυτό ή ντύσου να σε πάω σπίτι σου. Δε θα το συζητήσω Βιολέτα, είναι κατανοητό;» είπε και μου πάγωσαν τα σωθικά.
    - «Συγνώμη» του είπα με φωνή που έτρεμε.
    - «ΠΗΓΑΙΝΕ ΜΕΣΑ» μου είπε τονίζοντας τις λέξεις.
    - «Μάλιστα» του απάντησα βουρκωμένη και πήγα μέσα στο σαλόνι. Η τηλεόραση ήταν σε ένα έπιπλο και αριστερά της σε απόσταση ενός μέτρου ήταν η βιβλιοθήκη. Πήγα και στάθηκα στο κενό ανάμεσά τους με την μύτη μου στον τοίχο.


    Μέσα μου θυμός και φόβος πάλευαν ποιος θα επικρατήσει κάνοντάς με να αισθάνομαι χάλια. Στο μυαλό μου στριφογύριζε ξανά και ξανά και ξανά ο διάλογος της Τετάρτης

    - «Τι θα γίνει αν δεν μπορώ να πάω τόσο μακριά;»
    - «Τότε δεν μπορείς.»

    Γιατί ρε πούστη μου; Με είχε πάρει το παράπονο. Ήταν τόσο όμορφη η βραδιά, με είχε κάνει επιτέλους δικιά του. Γιατί; Γιατί; Γιατί νευρίασα όταν με δάγκωσε; Αφού… δεν το έκανε από κακία, ήταν παιχνίδι… ήταν παιχνίδι για εκείνον. Είχα νευριάσει… είχα νευριάσει γιατί εκείνος είχε όρεξη κι εγώ δεν είχα. Και δεν του το είπα καν. Απλά απάντησα νευριασμένη. Πού να ξέρει τι γινόταν μέσα μου; Δεν του είχα δώσει κάποιο σημάδι. Εκείνος απλά έπαιζε και εγώ τον πήρα από τα μούτρα.

    Ένιωσα απαίσια. Μήπως αυτή ήταν η απάντηση; Μήπως απλά δεν μπορούσα παρά τις μεγαλοστομίες μου; Μα… μα αν δε μπορούσα θα έπρεπε να τον ξεχάσω. Ήταν απάνθρωπο… πώς ήταν δυνατόν το σύμπαν να μου δώσει αυτό που ονειρευόμουν και μόλις πήρα την πρώτη γλυκιά γεύση να μου το πάρει πίσω περιγελώντας με σαδιστικά;

    Όχι! Όχι! Η μόνη χαμένη μάχη είναι αυτή που δε δίνεις. Τι αξία θα είχε η αγάπη που έλεγα ότι του έχω αν δεν μπορούσα να του δώσω αυτά που μου ζητάει; Δε μου έθεσε όρους… Ή μάλλον… δε με γέλασε. Μου είπε ότι μιλούσε ο ενθουσιασμός μου. Ότι δεν είναι εύκολο, ίσα-ίσα. Ότι εκείνος δεν μπορούσε αλλιώς. Ήταν δική μου επιλογή και μόνο… στο δρόμο που μου έδειχνε ή μακριά από αυτόν. Ο χερσότοπος με τα αγκάθια. Δική μου επιλογή. Να αφήσω τις σάρκες μου πάνω τους ακολουθώντας τον ή να πάρω τον εύκολο δρόμο και να πάω από το λιβάδι μονάχη;

    Με εκείνον ή χωρίς εκείνον;

    Η καρδιά μου σφιγγόταν και μόνο στη σκέψη. Τρία… τρία χρόνια… τρία χρόνια το ονειρευόμουν. Με είχε κάνει δική του… Πέντε μέρες… πέντε μέρες και τρία χρόνια. Δεν μπορούσα… δεν ήθελα χωρίς εκείνον.

    Τα δάκρυά μου έγιναν κλάμα και το κλάμα λυγμοί. Δεν τολμούσα να κουνηθώ ούτε εκατοστό από τον τοίχο… έστω και μια απειροελάχιστη κίνηση θα με πέταγε έξω από το μονοπάτι… αγκάθια από τη μία… γκρεμός από την άλλη.

    - «Τι θα γίνει αν δεν μπορώ να πάω τόσο μακριά;»
    - «Τότε δεν μπορείς.»

    Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα έμεινα εκεί, με την μύτη στον τοίχο, μην τολμώντας καν να σκουπίσω τα δάκρυα που μου έκαιγαν τα μάτια όταν μια στιγμή τον ένιωσα πίσω μου. Χωρίς να το σκεφτώ γύρισα και γονάτισα μπροστά του. Του αγκάλιασα τα πόδια.

    - «Συγνώμη Στέργιο μου. Συγνώμη!»

    Έβαλε το χέρι του στα μαλλιά μου και τα χάιδεψε. Κοιτούσα στο πάτωμα, δεν τολμούσα να τον αντικρύσω. Έβαλε το δάχτυλο κάτω από το πηγούνι μου και το σήκωσε κάνοντάς με να τον κοιτάξω στα μάτια.

    - «Μην το ξανακάνεις αυτό Βιολέτα.» μου είπε.
    - «Δεν… δεν θα το ξανακάνω» του είπα.

    Ήταν ερεθισμένος.


    - «Πάρε με στο στόμα σου» με διέταξε. Εξακολουθούσα να μην έχω καμία ερωτική διάθεση αλλά τον πήρα προσπαθώντας να δείξω όσο μπορούσα ενθουσιασμό. Τον πήρα βαθιά μέσα στο στόμα μου, μέχρι που πνίγηκα σχεδόν. Μα δε σταμάτησα. Κατέπνιξα το βήχα μου, κατέπνιξα την αναγούλα που ένιωσα και τον ξαναπήρα βαθιά μέσα μου. Και ξανά και ξανά και ξανά. Ακούγοντας τις ανάσες του και νιώθοντας την απόλαυσή του άρχισα να νιώθω καλύτερα. Πολύ καλύτερα. Συνέχισα με πραγματικό ενθουσιασμό. Τον αγκάλιασα από τους γοφούς και σχεδόν τον κάρφωσα μέχρι το λαιμό μου. Αυτή τη φορά δεν κατάφερα να συγκρατήσω το πνίξιμό μου και με έπιασε βήχας.

    Με άφησε να ηρεμίσω και μετά με σήκωσε και με πήγε μέσα στο δωμάτιο. Με έβαλε και ξάπλωσα πάλι μπρούμητα και άρχισε να με φιλάει και να με δαγκώνει αρκετά δυνατά στην πλάτη. Όμως σε αντίθεση με αυτό που είχε γίνει πριν αυτή τη φορά ο πόνος ήταν ευχάριστος. Είχα ανάψει και πάλι, τον ήθελα και πάλι μέσα μου. Να με ξανακάνει δική του. Οι φωνούλες που έβγαζα ήταν μείξη πόνου και ευχαρίστησης… ήταν υπέροχα. Συνέχισε με τον ίδιο τρόπο μέχρι τους γλουτούς μου.

    Και εκεί έκανε κάτι που δεν μπορούσα… τι λέω, δεν είχα καν διανοηθεί ποτέ μου. Τράβηξε τα κωλομάγουλά μου προς την αντίθετη κατεύθυνση και ένιωσα την ανάσα του στην πίσω τρυπούλα. Και ακολούθησε η γλώσσα του.

    Το έχασα τελείως, μου κόπηκε η ανάσα με τελείως διαφορετικό τρόπο απ’ ότι όταν με φιλούσε και με έγλειφε στο μουνί. Δεν το κρύβω, οι φαντασιώσεις που είχα με το Στέργιο περιλάμβανε να με παίρνει από παντού αλλά αυτό δεν το είχα καν φανταστεί. Η γλώσσα του μπαινόβγαινε στον κώλο μου και η αίσθηση ήταν τόσο υπέροχη… τόσο πρωτόγνωρα υπέροχη.

    Σταμάτησε και ανέβηκε πάλι προς τα πάνω μου. Με φίλησε στο σβέρκο κάνοντάς με να ανατριχιάσω.

    - «Σε θέλω» μου ψιθύρισε.
    - «Κι εγώ σε θέλω» του απάντησα.

    Δεν κατάλαβα τι είχε στο μυαλό του παρά μόνο όταν ένιωσα το όργανό του να τρίβεται στον κώλο μου. Ξεροκατάπια όταν συνειδητοποίησα τι είχε στο μυαλό του, μέχρι εκείνη τη στιγμή νόμιζα ότι ήθελε να κάνουμε πάλι έρωτα. Από την άλλη… αν… αν αυτό ήταν που ήθελε… θα του το έδινα. Όχι ότι δεν το είχα φαντασιωθεί.

    Θα ήμουν ψεύτρα αν πω ότι στην αρχή τουλάχιστον η αίσθηση δεν ήταν όμορφη. Μου άρεσε όταν τον έτριβε στην τρυπούλα μου και μου άρεσε όταν άρχισε να τον σπρώχνει, όσο ήταν έξω τουλάχιστον. Όταν άρχισε να μπαίνει και άρχισα να νιώθω πόνο σταμάτησε να μου αρέσει. Δε θα του το χαλούσα όμως…

    - «Στέργιο μου… σιγά-σιγά σε παρακαλώ» του είπα παρακλητικά.

    Δεν απάντησε αλλά με άκουσε. Όχι ότι πριν έκανε βιαστικές ή βίαιες κινήσεις αλλά ο τρόπος που του μίλησα -ενστικτωδώς- του άρεσε. Τον έβαλε ακόμα λίγο μέσα και με το ζόρι κατάφερα να πνίξω τη φωνή μου. Πονούσε… πολύ! Τον έβαλε λίγο ακόμα μέσα και ο πόνος εντάθηκε. Τραβήχτηκε έξω και για λίγο αισθάνθηκα ανακούφιση αλλά γρήγορα άρχισε πάλι σιγά-σιγά να τον σπρώχνει και να τον βάζει μέσα μου. Ο πόνος επέστρεψε. Με πίεσε κι άλλο… Και… σαν κάτι να υποχώρησε και μπήκε ακόμα λίγο πιο βαθιά… και πιο βαθιά… μου ξέφυγε μια φωνούλα πόνου.

    - «Πονάς Βιολέτα μου; Να σταματήσω;»
    - «Πονάω λίγο… μη σταματάς…» του είπα. Δεν ήθελα ωστόσο να σταματήσει, δεν ήθελα να του το στερήσω.

    Έσφιξα τα δόντια μου και συνέχισε να μπαίνει σιγά-σιγά όλος μέσα μου. Κάτω ένιωθα απαίσια αλλά δεν ήθελα να τον κόψω. Πόνεσέ με… πόνεσέ με αγάπη μου… αντέχω… θα αντέξω για σένα…

    Συνέχισε για λίγη ώρα έτσι και ο πόνος σταδιακά υποχώρησε και έγινε τσούξιμο. Εξακολουθούσε να μη μου αρέσει καθόλου αλλά ούτε για ένα δευτερόλεπτο δεν διανοήθηκα να τον κόψω. Άρχισε να κινείται με μεγαλύτερη άνεση. Μου έφερε το χέρι μπροστά και προσεκτικά, φροντίζοντας να μην εμποδίζει τη μύτη μου μου έκλεισε το στόμα. Νόμιζα ότι το έκανε για το παιχνίδι μέχρι που καρφώθηκε βίαια μέσα μου κάνοντάς με να ουρλιάξω… ή τουλάχιστον να προσπαθήσω να ουρλιάξω από τον πόνο. Με το χέρι του στο στόμα μου άρχισε να κινείται με μεγαλύτερη ταχύτητα εντείνοντας το τσούξιμο ωστόσο έπαιρνα θάρρος και παρηγοριά από τις κοφτές του ανάσες. Του άρεσε… Δική του… αυτό δεν ήθελα; Δική του… αυτό… πόνεσέ με λατρεμένε… πόνεσέ με… δική σου… δική σου…

    Καρφώθηκε για τελευταία φορά μέσα μου και κάθισε ακίνητος. Τον ένιωσα να τελειώνει βαθιά μέσα μου και κάθε του ριπή με έκανε να νιώσω ότι θα τα κάνω πάνω μου. Μπορεί να το είχα φαντασιωθεί αλλά στην πράξη το παρά φύσιν δε μου άρεσε καθόλου. Όταν τραβήχτηκε από μέσα μου προσπάθησα να σφιχτώ γιατί πραγματικά ένιωσα ότι θα τα κάνω πάνω μου.

    - «Μπορώ να πάω τουαλέτα;» τον ρώτησα σχεδόν με απελπισία.
    - «Ναι, καρδούλα μου, το συζητάς;» μου είπε και έφυγα σα σφαίρα στην τουαλέτα. Αν με είχε πει οποιαδήποτε άλλη στιγμή καρδούλα μου θα ξερνούσα πεταλούδες αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν το τελευταίο πράγμα που μπορούσα να σκεφτώ.

    Δεν ήταν ευχάριστα στην τουαλέτα. Έτσουζε σαν τρελό και ένιωθα σα να έχω έντονη διάρροια. Δεν είχα το κουράγιο να σηκωθώ από τη λεκάνη, δεν είχα το κουράγιο να πάω μέσα και να τον δω να χαμογελάει γιατί όσο και αν λάτρευα εκείνο το χαμόγελο δεν μπορούσα να τον αντικρύσω. Και ας ήταν η σκέψη αυτού του του χαμόγελου που έκανε την κατάσταση υποφερτή.

    Αν του έλεγα ότι δε μου αρέσει από πίσω τι θα γινόταν; Εκείνου του άρεσε φανερά. Τι ρωτάω… ήξερα τι θα γινόταν…

    - «Τι θα γίνει αν δεν μπορώ να πάω τόσο μακριά;»
    - «Τότε δεν μπορείς.»

    Όσο μου το έκανε από μέσα μου φώναζα «πόνεσέ με αγάπη μου». Τη στιγμή που γινόταν το ένιωθα με όλη μου την ψυχή. Τώρα το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν αν θα το αντέξω. Πόσο θα το αντέξω. Τον Λάτρευα… Αρκούσε; Μέχρι χθες ήμουν σίγουρη. Σήμερα η σιγουριά μου είχε πάει περίπατο.

    Μπήκα στο μπάνιο και έκανα ένα γρήγορο ντους. Σκουπίστηκα και γύρισα στο δωμάτιο. Ο Στέργιος ήταν ξαπλωμένος και μου χαμογέλασε. Του χαμογέλασα κι εγώ και πήγα και ξάπλωσα στην αγκαλιά του. Ο κώλος μου πονούσε ακόμα αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν το τελευταίο πράγμα που με απασχολούσε. Τον λάτρευα… τον λάτρευα πραγματικά…

    …μα είχα νιώσει κάτι μέσα μου να σπάει.

    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
     
  6. Don Corleone

    Don Corleone The Master Of Disquise

    Τα σέβη μου!Δεν μπαίνω συχνά στο φόρουμ αλλα οταν μπω τα κείμενα σου ειναι τα πρώτα που θα αναζητήσω να διαβάσω.Φοβερός!
     
  7. Anel

    Anel Regular Member

    Είστε υπέροχος συγγραφέας. Μοιάζετε να είστε μέσα στο μυαλό και των δύο. Κάτι που θεωρώ εξαιρετικά δύσκολο.
     
  8. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Ήθελα να του μιλήσω αλλά δεν έβρισκα το κουράγιο. Κουρνιασμένη μέσα στην αγκαλιά του με εκείνον να με χαϊδεύει τρυφερά ένιωθα μέσα τις αμφιβολίες μου να φουντώνουν. Στο μυαλό μου είχε ξεκαθαρίσει απόλυτα, ειδικά μετά από αυτά που μου είπε για το παρελθόν του, πως αν δεν γινόταν το δικό του τότε απλά έχανε το ενδιαφέρον του. Μία ώρα πριν πίστευα με όλη μου την ψυχή ότι μπορούσα να το δώσω αυτό που ζητάει. Ό,τι θα έκανα τα πάντα για εκείνον. Είχα αντέξει τα χτυπήματα με τη ζώνη αλλά η προσγείωσή μου στην πραγματικότητα ήρθε απότομα όταν μου έκανε κάτι που η ίδια το είχα φαντασιωθεί πολλές φορές.

    Αν κάτι που η ίδια το είχα φαντασιωθεί με χαλούσε τόσο όταν το έζησα τι θα γινόταν με τα υπόλοιπα που όχι απλά δεν τα είχα φαντασιωθεί αλλά ανατρίχιαζα και μόνο στη σκέψη; Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δεν ήθελα να τον χάσω τώρα που τον βρήκα αλλά θα άντεχα να είμαι εκείνο που επιθυμεί; Δε με ενδιέφερε ο εαυτός μου, φοβόμουν ότι δε θα ήμουν καλή για εκείνον οδηγώντας μοιραία στο ίδιο αποτέλεσμα.

    - «Τι θα γίνει αν δεν μπορώ να πάω τόσο μακριά;»
    - «Τότε δεν μπορείς.»

    Προσπάθησα να καθαρίσω το μυαλό μου και να αφεθώ στη στιγμή αλλά δε μπορούσα. Δεν ήμουν αρκετά καλή για εκείνον. Τι να κάνω; Πώς να του το πω; Μου είπε ότι πρέπει να του τα λέω όλα. Πώς θα έγραφα κάτι τέτοιο στην αναφορά μου χωρίς να το έχω συζητήσει καν μαζί του; Δεν ήθελα να του κρύψω τίποτα αλλά φοβόμουν… έτρεμα τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Δεν ήξερα ότι ήταν και εκείνος ερωτευμένος μαζί μου όμως είχα καταλάβει ότι με αγαπούσε πραγματικά. Αν έβλεπε ότι δεν μπορώ θα με έκανε πέρα με τον ίδιο τρόπο που έσφιξε τα δόντια του και τερμάτισε τη σχέση του με τη Σαλονικιά.

    Τι να κάνω; Τι να κάνω; Με είχε πιάσει απελπισία. Έπρεπε να βρω τρόπο να του το πω αλλά τι να του πω; Ότι δε μου άρεσε το παρά φύσιν; Ότι με την πρώτη φορά που έγινε κάτι που δε μου άρεσε καθόλου έσπασα; Μάζεψα όλο το κουράγιο μου.

    - «Στέργιο;»
    - «Πες μου Βιολέτα μου»
    - «Σου… σου άρεσε;»
    - «Γιατί ρωτάς;»
    - «Γιατί… δεν ξέρω… δεν ήμουν καλή»
    - «Τι εννοείς;» με ρώτησε απορημένος.
    - «Πονούσε… και… φοβάμαι μη στο χάλασα.»
    - «Βιολέτα, σε ρώτησα αν πονάς και αν θέλεις να συνεχίσω. Γιατί δε μου είπες ότι δεν το αντέχεις;»
    - «Δεν… δεν είναι πως δεν το αντέχω…»
    - «Τότε;»
    - «Απλά… εννοώ… και όταν κάναμε έρωτα… και εκεί πονούσα… αλλά ήταν τελείως διαφορετικό. Και εκεί πονούσα αλλά σιγά-σιγά ο πόνος αν και δεν υποχώρησε έγινε ευχάριστος. Όπως πριν… όπως όταν άρχισες να με δαγκώνεις στην πλάτη. Ή όπως με δαγκώνεις ή μου σφίγγεις τις ρώγες. Και εκεί με πονάει αλλά ταυτόχρονα… δεν ξέρω… είναι διαφορετικό. Δεν ήθελα να σε κόψω… δεν ήθελα να σε κόψω γιατί κατάλαβα ότι σου άρεσε… άκουγα τις ανάσες σου… Αλλά με πόνεσε…»
    - «Βιολέτα μου, θέλω να μου τα λες αυτά όταν συμβαίνουν και όχι κατόπιν εορτής. Δεν το… δεν το κατάλαβα… Θα πήγαινα πιο σιγά… Παρασύρθηκα κι εγώ… Σε παρακαλώ όταν ξανασυμβεί αυτό, αν δεις ότι δεν το αντέχεις να μου το πεις.»
    - «Δε θέλω να στο χαλάσω, Στέργιο μου. Μπορεί να πονούσα αλλά μου άρεσε που… που ήμουν εγώ εκείνη… εννοώ που εγώ είμαι εκείνη με…»
    - «Εμ ποια θα ήταν βρε χαζούλα, η γειτόνισσα; Μαζί σου είμαι, εσένα επέλεξα. Θα στο ξαναπώ ωστόσο σε παρακαλώ πολύ αυτά να μη μου τα λες κατόπιν εορτής. Καρδούλα μου, το σώμα μας δεν έχει πάντα την ίδια διάθεση ούτε όλες τις ώρες τις ίδιες αντοχές. Αυτό που σήμερα μπορεί να σου αρέσει αύριο μπορεί για κάποιο λόγο να μην το αντέχεις και μεθαύριο να σου αρέσει και πάλι. Αν… αν δεν το καταλαβαίνω εγώ… βοήθησέ με να το καταλάβω. Εννοώ… ότι τα άλλα παιχνίδια που μου αρέσουν έχουν πάντα ένα safeword… μια λέξη που όταν την πεις σταματάει το παιχνίδι γιατί σημαίνει ότι εκείνη τη στιγμή δεν αντέχεις άλλο. Δεν… δεν το είχα σκεφτεί εδώ.»
    - «Δε θα χαλαστείς… αν σου πω αυτό το safeword?»
    - «Όχι! Το safeword σηματοδοτεί ότι έφτασες σε σημείο που δεν αντέχεις άλλο. Πώς είναι δυνατόν να θυμώσω όταν ένας άνθρωπος μου προσφέρει το σώμα του φτάνοντας στο σημείο που δεν αντέχει άλλο; Αν είναι δυνατόν. Φυσικά και δε θα θυμώσω. Βρε χαζούλα, λες τρία χρόνια που μιλάμε να μη έχω αισθήματα για σένα; Κι εγώ σ’ αγαπάω, μπούφο!»

    Ένιωσα σα να μου φεύγει ένας ελέφαντας από την πλάτη. Δεν το είχα σκεφτεί έτσι, φανταζόμουν πως σε ότι μου έκανε θα έπρεπε να αντέξω αλλιώς θα τον έχανα. Τώρα κατάλαβα ότι αυτό το παιχνίδι είχε όρια και μάλιστα όρια που μπορούσα να του τα κάνω γνωστά τη στιγμή που αυτό συνέβαινε χωρίς αρνητικές επιπτώσεις. Ακόμα και το παρά φύσιν… μπορεί να είχε δίκιο… Αν του είχα δώσει να καταλάβει… ίσως το είχε πάει πιο αργά… Ίσως είχε σταματήσει ο ίδιος… Ίσως την επόμενη φορά να μην ήταν τόσο άσχημο.

    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω Στέργιο μου» του είπα και τον έσφιξα πάνω μου. Προσπάθησα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου αλλά ένιωθα τόση απέραντη ανακούφιση που δεν άντεξα.
    - «Τι είναι κοριτσάκι μου;» με ρώτησε.
    - «Τίποτα… νιώθω… νιώθω ανακουφισμένη… Σ’ αγαπάω… πολύ πολύ πολύ» του είπα.

    Δεν απάντησε, συνέχισε να με χαϊδεύει και να με σφίγγει πάνω του. Ένιωσα πάλι τη διέγερσή του αλλά αυτή τη φορά δεν έκανε καμία κίνηση. Αν δεν έκανε εκείνος όμως, έκανα εγώ. Δεν μπορούσα να τον αφήσω έτσι, δεν ήθελα να τον αφήσω έτσι.

    Αναζήτησα το στόμα του και τον φίλησα. Του δάγκωσα απαλά το σαγόνι και γλείφοντάς τον ή δαγκώνοντάς τον απαλά πήγα από το λαιμό στο στέρνο του. Του πιπίλησα τις ρώγες του κάνοντας τις τρίχες γύρω από την άλω του να ανατριχιάσουν. Κατέβηκα σιγά-σιγά προς το στομάχι του και μετά ακόμα πιο κάτω.

    - «Στοπ» μου είπε και τον κοίταξα απορημένη.
    - «Δεν έχω πλυθεί βρε χαζούλα» μου είπε και εκείνη τη στιγμή μου έκοψε ότι λίγη ώρα πριν το όργανό του ήταν στον κώλο μου. Δε μύριζε περίεργα πάντως.
    - «Δε με πειράζει» του είπα και το εννοούσα.
    - «Εσένα μπορεί να μη σε πειράζει, αλλά πειράζει εμένα» μου είπε και σηκώθηκε και πήγε μέσα. Γύρισε μετά από λίγη ώρα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και σχεδόν του όρμισα.

    Η τέχνη μου ήταν αμφίβολη ωστόσο την έβαλα όλη. Τον έπαιρνα όσο πιο βαθιά μπορούσα φροντίζοντας το χρονισμό μεταξύ εκπνοών και εισπνοών. Τελικά το κόλπο ήταν εκεί, όσον αφορούσε τουλάχιστον το ρυθμό. Πάλι κάποιες στιγμές ένιωθα αναγούλα ωστόσο διαπίστωσα ότι ήταν λιγότερο έντονη και πιο ελεγχόμενη σε σχέση με την περασμένη Τετάρτη. Μου ήρθε μια ιδέα, του αγκάλιασα με το χέρι τη βάση και άρχισα να τον παίζω συγχρονίζοντας τις κινήσεις του χεριού μου με του κεφαλιού μου. Με το άλλο χέρι του χούφτωσα τους όρχεις και από τις αντιδράσεις του και τις ανάσες τους κατάλαβα ότι το είχα βρει!

    Αυτό ήταν! Ο ενθουσιασμός μου πολλαπλασιάστηκε. Το χέρι και το κεφάλι είχαν βρει το ρυθμό τους ενώ το άλλο μου χέρι τον χάιδευε και τον χούφτωνε απαλά. Όλες μου οι αισθήσεις ήταν επικεντρωμένες στις ανάσες του και στην αίσθηση μέσα στο στόμα μου. Από την πρώτη στιγμή μου είχαν αρέσει η γεύση του και η αντρική του μυρωδιά αλλά τώρα που είχα βρει τον ρυθμό μου η χαρά του γεγονότος αυτού μεγάλωσε και τη δική μου την απόλαυση. Είχα ερεθιστεί και η ίδια, ένιωσα να είμαι μούσκεμα.

    Όταν με έπιασε από το μαλλιά και μου έδωσε εκείνος το ρυθμό η αλήθεια είναι το έχασα για μερικά δευτερόλεπτα αλλά γρήγορα κατάφερα να συντονιστώ. Κατάλαβα από τις αντιδράσεις του ότι κάνοντας κυκλικές κινήσεις με τη χούφτα μου του πρόσφερα ακόμα μεγαλύτερη ικανοποίηση και ένιωσα περήφανη με τον εαυτό μου. Ο Στέργιος μου τραβούσε τα μαλλιά, με πονούσε αλλά αυτός ο πόνος ήταν… ήταν υπέροχος. Του έδινα και του δινόμουν. Ένιωθα ανάλαφρη σαν πούπουλο.

    Μου πίεσε δυνατά το κεφάλι και με κράτησε ακίνητη με το όργανό του βαθιά μέσα στο στόμα μου και τη χούφτα μου να παίζει το όργανό του το οποίο άρχισε να συσπάται μέσα στο στόμα μου πλημμυρίζοντας το με σπέρμα. Κάθε ριπή την ακολουθούσε και ένα δυνατό βογγητό, δεν τον είχα ακούσει να κάνει ξανά έτσι. Κατάπια ξανά και ξανά και συνέχισα να τον ρουφάω και να τον παίζω με το χέρι μου μέχρι που σταμάτησε και άρχισε να χαλαρώνει μέσα στο στόμα μου. Κατάπια για τελευταία φορά και τραβήχτηκα και του φίλησα απαλά το κεφαλάκι.

    Σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα και ένιωσα να λιώνω. Με κοιτούσε με ένα απλανές βλέμμα, θαρρείς χαμένος ακόμα στην ηδονή που του είχα προσφέρει. Εγώ! Το βάρος από πριν όχι απλά είχε πετάξει και εξαφανιστεί, ένιωθα ανάλαφρη. Δε θα ήταν εύκολο να είμαι η σκλάβα του αλλά δεν θα ήταν και αδύνατο όπως είχα νιώσει μέσα στην απελπισία μου προηγουμένως.

    - «Σου άρεσε Αφέντη μου» του είπα παιχνιδιάρικα.
    - «Θα στο μαυρίσω το ποπουδάκι» μου είπε εννοώντας ότι πάλι βιάζομαι αλλά το είπε τρυφερά και παιχνιδιάρικα κάνοντας την καρδιά μου να φτάσει πάλι τους 200 χτύπους, αυτή τη φορά από τη χαρά μου.
    - «Ουφ καλά» του είπα κάνοντας κι εγώ ναζάκια.
    - «Έλα εδώ βρε μαμούνι» μου είπε χαμογελώντας και όρμισα στην αγκαλιά του. «Βιολέτα… Δεν… Ωχ τι έπαθα στα γεράματα…» μου είπε παιχνιδιάρικα και συνέχισε «Είναι το καλύτερο στοματικό που έχω ζήσει… Γουάο… δεν το περίμενα…» είπε μασώντας τα λόγια του κάνοντάς με να απογειωθώ ακόμα περισσότερο.
    - «Τόσο πολύ σου άρεσε;» τον ρώτησα μόνο και μόνο για να ακούσω την απάντηση.
    - «Όσο δεν φαντάζεσαι… Ουφ… Γουάο… Ήσουν… δεν έχω λόγια!»

    Κάτσαμε για λίγη ώρα ακόμα στο κρεββάτι και μετά σηκωθήκαμε και πήγαμε και κάτσαμε στη βεράντα. Ήμασταν και οι δύο γυμνοί, εγώ κάθισα στον καναπέ και ο Στέργιος ξάπλωσε το κεφάλι του πάνω μου. Άρχισα να του χαϊδεύω απαλά τα μαλλιά απολαμβάνοντας τη χαλάρωσή του.

    - «Βιολέτα, αυτό που σου είπα προηγουμένως θέλω να το θυμάσαι καλά. Στο είχα τονίσει και ο ίδιος, δεν πρέπει να μου κρατάς τίποτα κρυφό. Πάντα προσπαθώ να σε καταλάβω αλλά θα υπάρχουν στιγμές που δεν το καταφέρνω, δεν είμαι ούτε παντοδύναμος, ούτε παντογνώστης. Σου είπα ότι ο ενθουσιασμός παρασύρει αλλά αυτό δε σημαίνει ότι κι εγώ έχω ανοσία.»
    - «Δε θα το ξανακάνω αγάπη μου» του είπα.
    - «Να τα και τα πιπεράτα» μου είπε πειρακτικά.
    - «Σε πειράζει;» τον ρώτησα με μια μικρή ανησυχία, δεν το κρύβω.
    - «Για την καλύτερη φοιτήτρια της σχολής της είσαι μεγάλος μπούφος βρε αδερφάκι μου» μου είπε πειραχτικά. «Φυσικά και δε με πειράζει, χαζούλα, αυτό θα έλειπε.»
    - «Δεν ξέρω… φοβόμουν… φοβόμουν μην τρομάξεις.»
    - «Αν ήταν να τρομάξω από κάτι τέτοιο Βιολέτα… Αν σε ήξερα μόνο μία εβδομάδα θα ήταν τελείως διαφορετική η συζήτηση. Γνωριζόμαστε όμως τρία χρόνια. Δεν ήσουν κάτι απρόσωπο για μένα. Εννοώ… το ξέρεις και εσύ η ίδια. Μπορεί να ήσουν πιτσιρίκα αλλά με είχε γοητεύσει το μυαλό σου και η συγκρότησή σου. Ώρες-ώρες ένιωθα ότι μιλούσα με συνομήλικη και όχι με μια κοπελίτσα 16-17 χρονών. Να σου πω ένα μυστικό;»
    - «Αμέ!» του είπα.
    - «Τη μέρα… τη μέρα που με πήρες και μου είπες ότι είχες περάσει πρώτη βγήκα έξω με τους άλλους δόκιμους του τάγματος. Διδυμότειχο ξε-Διδυμότειχο εκείνο το βράδυ κέρασα όλη μου την παρέα και ήπιαμε όλοι στην υγειά σου. Και ας μη το γνώριζες. Είχα… Είχα νιώσει απίστευτη περηφάνια για την πιτσιρίκα μου. Έτσι σε σκεφτόμουν πάντα, η πιτσιρίκα μου.»

    Αυτό και αν δεν το περίμενα. Μου κόπηκε η μιλιά από τη συγκίνηση.

    - «Ξέρεις τι κράξιμο και πείραγμα άρχισα να τρώω από εκείνη την ημέρα; Δε φαντάζεσαι… Στα γενέθλιά μου τα κωλόπαιδα μου έκαναν δώρο μία Barbie με τον Ken της. “Για να παίζεις κούκλες με την πιτσιρίκα σου”. Τα κωλόπαιδα!» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. «Μωρέ θα τους δείξω πόσα απίδια χωράει ο σάκος, θα δουν τι εντυπωσιακή γυναίκα είναι η πιτσιρίκα μου» συμπλήρωσε κάνοντάς με πάλι να μου κοπεί η μιλιά.
    - «Αλήθεια μου λες;» του είπα δακρυσμένη.
    - «Εμ τι ψέματα θα σου πω; Τώρα που ξέρεις την ιστορία θα σου δώσω και τη Barbie σου. Τον Ken θα τον κρατήσω για μένα και ας με κράζουν» μου είπε γελώντας προκαλώντας μου κλαυσίγελο.
    - «Το άλλο λέω… αλήθεια πιστεύεις ότι είμαι εντυπωσιακή γυναίκα;»
    - «Δεν έχεις καθρέφτη σπίτι σου Βιολέτα μου;»
    - «Δεν είμαι εντυπωσιακή!» του είπα.
    - «Είναι γιατί δεν το βλέπεις με τα δικά μου μάτια. Είσαι ένα κουκλί το οποίο συνοδεύεται από ένα υπέροχο και πολύ ώριμο για την ηλικία του μυαλό.»
    - «Έλα τώρα… τα παραλές… μια συνηθισμένη κοπέλα είμαι.»
    - «Τι πάει να πει συνηθισμένη κοπέλα; Είσαι ομορφούλα, έχεις υπέροχη φωνή και είσαι πανέξυπνη και συγκροτημένη. Εγώ βλέπω το όλον, Βιολέτα. Δε με ενδιαφέρει πως σε βλέπουν οι υπόλοιποι, αν και σε διαβεβαιώ ως άντρας ότι σε καμία περίπτωση δεν περνάς απαρατήρητη. Για εμένα είσαι εντυπωσιακή και συζήτηση δε σηκώνω, μη με κάνεις πάλι να σε στείλω στον τοίχο για διαλογισμό!»
    - «Σε ευχαριστώ πολύ-πολύ Στέργιο μου» του είπα με χαμόγελο μέχρι τα αφτιά.
    - «Τι με ευχαριστείς μωρέ; Τους γονείς σου να ευχαριστήσεις» μου είπε.
    - «Ουφ… Θεωρούσα ότι έτρωγα μεγάλη καταπίεση μέχρι να ενηλικιωθώ. Η Μαρία και η Ειρήνη είχαν περισσότερες ελευθερίες από τους δικούς της. Εντάξει, δεν με κρατούσαν και φυλακισμένη, αλλά με εξαίρεση κάποιο πάρτι που με τα χίλια ζόρια με άφηναν μέχρι τα μεσάνυχτα, δέκα το πολύ έπρεπε να έχω επιστρέψει σπίτι. Και να πεις ότι δεν ήμουν επιμελής; Κάθε χρόνο αριστούχος και οι καθηγητές μου, όχι μόνο στο σχολείο αλλά και στις ξένες γλώσσες έλεγαν τα καλύτερα λόγια. Ο αδερφός μου είχε μεγαλύτερες ελευθερίες και με πείραζε γιατί τις ελευθερίες τις είχε μόνο και μόνο γιατί ήταν αγόρι.»
    - «Το ξέρω κοριτσάκι μου. Μου τα έλεγες και τότε… θυμάσαι την απάντησή μου;»
    - «Τη θυμάμαι και ήθελα να σου ανοίξω το κεφάλι.»
    - «Ναι, μου το είχες πει με πολλούς τρόπους. Θυμάσαι τι σου έλεγα;»
    - “Their house, their rules.”
    - «Ακριβώς. Ούτε εγώ συμφωνούσα με αυτή την ξεκάθαρα σεξιστική αντιμετώπιση αλλά δεν ήσουν δική μου κόρη, ήσουν δική τους. Με ενοχλούσε ή όχι στο συγκεκριμένο δε μου έπεφτε λόγος. Στο τέλος της ημέρας ωστόσο σημασία έχει ότι σου έδωσαν σωστή ανατροφή. Η συγκρότησή σου Βιολέτα εν πολλοίς οφείλεται σε εκείνους.»
    - «Και σε σένα, Στέργιο. Μην υποτιμάς τη δική σου συμβολή.»
    - «Εγώ σε γνώρισα όταν ήσουν 16 και ήσουν ήδη συγκροτημένη. Μπορεί στο συγκεκριμένο να ήταν λάθος αλλά κάτι έκαναν και εκείνοι σωστά. Και να σου πω… ώρες-ώρες ζήλευα λιγάκι. Οι δικοί μου γονείς, όχι ότι δε με αγαπάνε, ήταν πιο απόμακροι. Δεν είναι ότι δεν ενδιαφερόντουσαν ή ότι δε με επιβράβευαν ή ότι δε με μάλωναν… Δεν ξέρω… ίσως ήταν η ίδια τους η δουλειά. Έμαθα ουσιαστικά να ζω μόνος από την εφηβεία μου. Μου άρεσε η ανεξαρτησία και ποτέ δεν πρόδωσα την εμπιστοσύνη τους αλλά κάπου μου έλειπε η παρουσία τους. Θα μου πεις ότι είχαν να τρέξουν μια εταιρία με 50 άτομα με ό,τι αυτό συνεπάγεται αλλά και πάλι… Τέλος πάντων, νομίζω ότι βρήκαν την υγειά τους όταν την πούλησαν. Και λεφτά με το τσουβάλι πήραν και επέστρεψαν και στην Κρήτη και περνάνε ζάχαρη. Εγώ από την άλλη δεν έχω καμία όρεξη να επιστρέψω στην Κρήτη παρά μόνο για διακοπές και μου έμεινε και το σπίτι. Αλλά αυτά τα ξέρεις, τι στα λέω…»
    - «Ξέρω ότι οι γονείς σου πήγαν στην Κρήτη και ότι σου έμεινε το σπίτι. Τα υπόλοιπα δε μου τα είχες πει. Μου μιλούσες μόνο για την καθημερινότητά σου αλλά δε μου μιλούσες ποτέ για τις σχέσεις σου ή το παρελθόν σου αν εξαιρέσουμε κάποιες αστείες ιστορίες από την παιδική και εφηβική σου ηλικία.»
    - «Τι να σου έλεγα ρε συ Βιολέτα 16 χρονών κορίτσι; Για BDSM και μαστιγώματα και σκλάβες και αφέντες;»
    - «Ένα δίκιο το έχεις» του απάντησα χαμογελαστή.
    - «Κοίτα, διέκρινα κάποια πράγματα πάνω σου, στο έχω ξαναπεί. Αν δεν τα είχα διακρίνει, δε θα ήμασταν εδώ τώρα, θα ήμασταν απλά φίλοι και δε θα είχα αρνηθεί να σε δω, τουλάχιστον όχι αφού ενηλικιώθηκες.»
    - «Το καταλαβαίνω αυτό. Τι θα γινόταν αν… αν δε μπορούσα να σου δώσω τα άλλα; Εννοώ… Πώς το ήξερες ότι…»
    - «Δεν το ήξερα, Βιολέτα. Πώς θα μπορούσα να το ξέρω; Σε κάποιο βαθμό θα έπρεπε να πάρω τα ρίσκα μου. Και εδώ που τα λέμε ούτε τώρα το ξέρω. Αυτό που έγινε το απόγευμα ήταν επίτηδες υπερβολικό. Η σωματική τιμωρία δε μου αρέσει αν δεν γίνεται σε παιχνίδι. Εννοώ οι πραγματικές τιμωρίες μου δεν είναι αυτές. Ήθελα… ήθελα να καταλάβω αν το αντέχεις αυτό τώρα που είναι νωρίς. Το ξέρω ότι ακούγεται σκληρό -είναι σκληρό- αλλά πόσο χειρότερο θα ήταν να στο εμφάνιζα αυτό ως έκπληξη έξη μήνες μετά; Ένα χρόνο μετά; Και δε θα ήταν απλά σκληρό, θα ήταν κάτι χειρότερο. Θα ήμουν κάλπικος. Κάλπικος προς εσένα και κάλπικος προς εμένα. Ήθελα να σου δείξω αυτή την πλευρά μου γιατί… για να καταλάβω αν… αν έχει νόημα, αν αξίζει η προσπάθεια της εκπαίδευσης.»
    - «Εκπαίδευση;» τον ρώτησα απορημένη.
    - «Βιολέτα μου… ο τρόπος που θέλω να συσχετίζομαι είναι πολύ απαιτητικός ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται σε αυτούς που είναι έξω από το χορό. Γι’ αυτούς που αναζητούν τέτοιους είδους συσχετισμούς, αυτές οι «απαιτήσεις» είναι σχεδόν αυτονόητες και πάντα έχουν να κάνουν με τα θέλω και τις επιθυμίες του αφέντη της σχέσης. Ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και γι’ αυτό είναι απαραίτητο η σκλάβα να εκπαιδεύεται στο να λειτουργεί/δρα/σκέφτεται με τον τρόπο που επιθυμεί ο αφέντης της.»
    - «Σε ένα βαθμό το λειτουργεί/δρα το καταλαβαίνω. Αλλά το σκέφτεται; Εννοώ…» πήγα να πω αλλά με έκοψε.
    - «Ναι, δεν το διατύπωσα ακριβώς σωστά. Είσαι μαζί μου πρωταρχικά γιατί μου κάνεις σαν ερωτική σύντροφος αλλά και σα φίλη. Μπορώ να μη συζητούσα το παρελθόν μου μαζί σου αλλά συζητούσα ό,τι άλλο μας ερχόταν στο κεφάλι. Τα γούστα μας, στη μουσική, στο σινεμά, στα βιβλία, ακόμα και οι πολιτικές μας θέσεις, χωρίς ακριβώς να είναι τα ίδια, ταιριάζουν. Έχουμε χημεία μεταξύ μας ρε παιδί μου και όχι μόνο ερωτικά. Καλά ως εδώ;»
    - «Ναι» του είπα με πλατύ χαμόγελο.
    - «Ωστόσο έχω κάποιες επιθυμίες ή να το θέσω αλλιώς, έχω ένα τρόπο που λειτουργώ και δεν μπορώ αλλιώς ή τουλάχιστον δεν μπορώ αλλιώς χωρίς να χάσω το ενδιαφέρον μου. Θέλω εγώ να αποφασίζω, θέλω εγώ να οδηγώ, ακόμα και η διαφωνία να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο και τον τελευταίο λόγο να τον έχω εγώ. Στο κρεββάτι ακόμα περισσότερο, θέλω η γυναίκα να είναι υπάκουη και πρόθυμη να με ικανοποιήσει με όποιο τρόπο ζητήσω, όποτε το ζητήσω.»
    - «Εγώ θέλω να σε ικανοποιώ, πάντως.»
    - «Βιολέτα μου, δεν αρκεί η διάθεση. Πρέπει αυτό να γεμίζει και εσένα. Πρέπει να μπορείς να αντλείς ικανοποίηση από την ικανοποίησή μου ακόμα και όταν δεν πετάς τη σκούφια σου να το κάνεις. Δεν… δεν είναι πάντα εύκολο. Προφανώς… κοίτα, δεν είμαι τελείως στ’ αρχίδια μου. Προφανώς και θα υπάρχουν στιγμές που εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή δε θα μπορείς να κάνεις αυτό που ζητάω ή ακόμα και αν θέλεις δε θα έχεις τις αντοχές. Απλά ακόμα και εκεί θα πρέπει να λειτουργήσεις με συγκεκριμένο τρόπο. Η εκπαίδευση αυτό είναι… να μαθαίνεις σιγά-σιγά τι θέλω, να μάθω τις αντοχές σου, να μάθεις πώς να εκφράζεσαι και πώς να ζητάς, να μάθεις να διαβάζεις σιγά-σιγά τις ανάγκες μου πριν στο ζητήσω εγώ…»
    - «Νομίζω ότι καταλαβαίνω τι εννοείς. Κατάλαβα σχετικά γρήγορα πως… πως μαζί σου θα είναι όπως εσύ θες χωρίς “or else” και… αλήθεια σου λέω, μου αρέσει να σου δίνομαι. Ακόμα… ακόμα και πριν που με πονούσες… ο φόβος μου ήταν μη στο χαλάσω. Έσφιγγα τα δόντια μου και έλεγα μέσα μου “πόνεσέ με κι άλλο… είμαι δική σου…”. Φοβήθηκα… φοβήθηκα ότι δεν θα το αντέξω… φοβήθηκα… Εννοώ… αυτό… αυτό που κάναμε πριν… είναι κάτι που η ίδια το είχα φαντασιωθεί. Αν… αν δεν άντεχα αυτό… πώς… πώς θα έκανα τα άλλα που θέλεις; Ένιωσα μέσα μου κάτι να σπάει, φοβήθηκα… πραγματικά φοβήθηκα Στέργιο μου. Πως… δεν…»
    - «Βιολέτα μου… αυτό που έγινε πριν… Όταν σε ρωτάω κάτι θέλω να απαντάς ειλικρινά. Μπορεί να μην άλλαζε κάτι και να συνέχισα ή μπορεί να το σταματούσα εκεί. Θέλω να πω ότι στη σχέση που θέλω να έχουμε οι αποφάσεις αυτές είναι δικές μου. Εσύ οφείλεις να είσαι ανοιχτή και ειλικρινής ώστε να έχω όλα τα δεδομένα για να την πάρω. Αν μου κρύβεις κάτι είναι σα να παίρνεις η ίδια την απόφαση. Δεν μπορείς να ανήκεις και να αποφασίζεις παρά μόνο σε πράγματα που σου έχω πει ο ίδιος ότι μπορείς να το κάνεις. Πώς να στο πω… Παράδειγμα, δε χρειάζεται να με ρωτήσεις αν θα πάρεις τηλέφωνο μια φίλη σου ή ένα φίλο σου να μιλήσετε. Δε χρειάζεται να μου δώσεις αναφορά σε τι σου είπαν αν αυτά δεν αφορούν εσένα άμεσα ή έμμεσα. Αν ωστόσο θέλεις να βγεις έξω, θέλω να μου ζητήσεις άδεια. Δε χρειάζεται να με ρωτήσεις ποια μαθήματα θα πάρεις το επόμενο εξάμηνο, θα χαρώ πολύ να με συμβουλευτείς αλλά η απόφαση θα είναι δική σου. Τα απλά καθημερινά πράγματα είναι δικά σου. Η εκπαίδευση περιλαμβάνει και αυτό, σε τι χρειάζεται να στρέφεσαι σε μένα να αποφασίσω και ποια πράγματα μπορείς να αποφασίσεις μόνη σου. Στην αρχή όταν έχεις αμφιβολίες ρώτα με. Είναι καλύτερο να ρωτάς αν δεν ξέρεις παρά να ρισκάρεις να πάρεις μια απόφαση που δε θέλω να πάρεις εσύ. Αυτό… αυτό χρειάζεται καιρό. Γι’ αυτό σου λέω και σου ξαναλέω ότι αυτό δεν είναι η αφετηρία, είναι ο προορισμός. Τώρα είσαι το κορίτσι μου. Θέλω να γίνεις η σκλάβα μου αλλά αυτό έχει πολύ-πολύ δρόμο. Τώρα είσαι το κορίτσι μου και αυτό θέλω από εσένα… να είσαι το κορίτσι μου. Μη σκέφτεσαι το μέλλον… η ζωή είναι το παρόν και εμείς δεν είμαστε πάρα κάτι παραπάνω από το ολοκλήρωμα του παρελθόντος μας.»
    - «Ολοκλήρωμα; Να κάτι που δεν είχα σκεφτεί… ναι, αυτό είμαστε… ένα άπειρο άθροισμα στιγμών του παρελθόντος… από τη γέννηση μέχρι το παρόν μας. Κοίτα να δεις… είναι τόσο προφανές αν το σκεφτείς έτσι…»
    - «Ναι, βοηθάει να ξέρεις και από απειροστικό λογισμό» μου είπε.
    - «Αμέ, τρία δεκάρια έχω μέχρι στιγμής στους απειροστικούς και στην πραγματική ανάλυση.»
    - «Δεν είχα καμία αμφιβολία» μου είπε χαμογελαστός.
    - «Πάντως κατάλαβα τι μου λες. Στέργιο… μου έφυγε ένα τεράστιο βάρος από την καρδιά.»
    - «Το οποίο δε θα σε είχε βαρύνει εξαρχής αν μου είχες απαντήσει ειλικρινά ότι εκείνη τη στιγμή είχες φτάσει στο όριο των αντοχών σου, μπούφο, ε, μπούφο»
    - «Συγνώμη Στέργιο μου» του είπα.
    - «Συγχωρεμένη αλλά μην το ξανακάνεις γιατί φουκαριάρα μου θα περάσεις όλη σου την ώρα εδώ με την μύτη στον τοίχο, τίποτε άλλο δε σου λέω.»
    - «Όχι! Όχι! Δε θα το ξανακάνω. Μη σου πω ότι ήταν προτιμότερες οι τριάντα από το… αλήθεια, πόση ώρα ήμουν στον τοίχο; Μου φάνηκε σαν τρεις αιώνες.»
    - «40 λεπτά και σου είπα γιατί έπεσαν οι τριάντα. Δεν είμαι της σωματικής τιμωρίας αν αυτό δεν αφορά καθαρά παιχνίδι.»
    - «Πώς θα ήταν ένα τέτοιο παιχνίδι;»
    - «Με μια χαζή και καθαρά παιγνιώδη αφορμή. Πχ… πήδα να φτάσεις το ταβάνι αλλιώς θα φας δέκα με τη ζώνη. Ε, δε φαντάζομαι ότι θα καταφέρεις να πιάσεις το ταβάνι αν δεν ανέβεις σε τραμπολίνο.»
    - «That’s not fair» του είπα γελώντας.
    - «Όταν έχω δίκιο έχω δίκιο και όταν έχω άδικο…» είπε και σταμάτησε.
    - «Πάλι έχεις δίκιο;» τον ρώτησα γελώντας.
    - “That’s my girl” μου είπε χαμογελαστός.
    - «Σ’ αγαπάω» του είπα.
    - «Και μου με βάζεις;»
    - «Στον τοίχο για να μάθεις να έχεις δίκιο όταν έχεις άδικο!» του είπα βγάζοντας τη γλώσσα μου.
    - «Α, ναι ε;»

    Με έβαλε να κάτσω με τα τέσσερα στον καναπέ.

    - «Μετράμε» μου είπε και μου έχωσε μια σφαλιάρα στα κωλομέρια. Πόνεσε λιγάκι καθώς αν και είχα ξεκοκκινήσει η περιοχή ήταν ακόμα ευαίσθητη από τη γνωριμία με τη ζώνη αλλά όχι κάτι το φοβερό. Δεν βάρεσε και δυνατά είναι η αλήθεια.
    - «Ένα» του είπα. «Δύο… άουτς… τρία… τέσσερα… άααουτς πέντε…» αλλά εκεί σταμάτησε.
    - «Που θα με στείλεις εμένα στον τοίχο, νιάνιαρο!»
    - «Σου ζητώ ταπεινά συγνώμη πολυχρονεμένε μου Αφέντη» του είπα γελώντας.
    - «Τι θα σε κάνω βρε μαμούνι;» μου απάντησε γελαστός.
    - «Αγκαλίτσα» του είπα και χαμογελώντας μου άνοιξε την αγκαλιά του και χώθηκα μέσα της.

    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
     
    Last edited: 30 Μαρτίου 2022
  9. ArtLover

    ArtLover Eleotris Margaritacea

    Μυρσινίασε λιγάκι η Βιολέτα μας προς το τέλος και έκανε τη καρδιά μου να χαμογελάσει  
     
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Ναι, αυτό με τα υποκοριστικά πρέπει να το φτιάξω...  
     
  11. ArtLover

    ArtLover Eleotris Margaritacea

    Εγώ πάλι το λατρεύω if it matters 
     
  12. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Εννοώ όχι τα ίδια παντού... Και άντε, Βρασίδας και Στέφανος αλληλοεπηρεαζονται, εδώ δεν έχει τέτοιες αλλαξοκωλιές  

    Η Βιολέτα προήχθη σε μπούφος   και μαμούνι