Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Blue Hotel

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος margarita_nikolayevna, στις 11 Μαρτίου 2022.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Γύρισα στο σπίτι με χάλια διάθεση παρά τις δύο όμορφες μέρες που είχα περάσει με τη Μαριάνθη. Το τραγούδι που μου έβαλε να ακούσω δεν μου έφερνε καθόλου καλές αναμνήσεις. Πέντε χρόνια πριν γίνει τραγούδι από τον Lenny Kravitz το είχα… το είχα ζήσει στο Λονδίνο.

    Η Ishani ήταν Ινδή και την είχα γνωρίσει όταν με το Βασίλη κάναμε μεταπτυχιακό στο Imperial. Ήταν και εκείνη διδακτορική φοιτήτρια. Γυναίκα εξωτικής ομορφιάς with brains to match, ο έρωτάς μου μαζί της ήταν κεραυνοβόλος. Την κυνήγησα όπως δεν έχω κυνηγήσει γυναίκα στη ζωή μου. Ήξερα ότι της άρεσα πολύ, μου το είχε πει και η ίδια, ωστόσο ήταν πολύ διστακτική.

    Ήταν από πλούσια οικογένεια της Λαχόρη και για τα δικά μου μάτια βαθιά συντηρητική. Δεν αφήνω τα αισθήματά μου να με κυβερνάνε αλλά την ήθελα με τρόπο που δεν αντέβαινε στη λογική μου. Όμορφη, εξαιρετικά ευφυής, πραγματικά πίστευα ότι θα μπορούσε να είναι η σύντροφος της ζωής μου. Προφανώς δεν υπήρχε καμία περίπτωση να πάω Ινδία αλλά ομοίως δεν είχα πρόβλημα να στήσω τη ζωή μου στην Αγγλία, εκτός και αν την κατάφερνα να γυρίσουμε Ελλάδα.

    Αυτό ήταν το ένα από τα προβλήματα. Το άλλο ήταν ο έμφυτος συντηρητισμός της, η Ishani ήταν ταμένη ήδη και μπορεί να μην πέταγε τη σκούφια της για το γαμπρό που της είχε διαλέξει ο πατέρας της αλλά δεν της περνούσε καν από το μυαλό να του εναντιωθεί.

    Λονδίνο, 1991

    - “But you don’t love him! You don’t love him at all!”
    - “I will learn to love him, Ulysses. I have known him since we were babies, and while I am not in love with him, I like him. Not that this matters, anyway. It is not my decision to make.”
    - “How could you say that, Ishani? We live at the end of the 20th century; how could you say that? How can you push your wishes aside, don’t you respect yourself?”
    - “Ulysses, do not tell me about respect. You don’t respect me either, you don’t respect my culture, my heritage.”
    - “I do respect you more than your heritage, Ishani. Heritage is an abstraction, you are a real person, you are not a trading gift. You should be able to freely pursuit your happiness according to *your* definition of happiness. Not your father’s, not your mother’s or any-fucking-else’s”
    - “Ok, let’s say that I ignore my father’s wish. What is the future you imagine? Would you follow me back to India?”
    - “You want to return to Lahore? Really?”
    - “Let’s say that I would. Would you follow me?”
    - “No, I admit that I wouldn’t like that.”
    - “So, It’s ok to follow your wish but not my father’s or mine?”

    Με είχε στριμώξει διαλεκτικά, δεν είχα τι να της απαντήσω.

    - “I concede. You got a point. It’s pure hypocrisy, I’m fighting for your rights for no other reason than my desire to have you mine. You are way too smart for me. I’m in love with you since the first time I saw you but at the end of the day… you are a free woman. If your wish is to follow your father’s wish, so be it.”
    - “It is what it is. I know that this will be the last thing that you want to hear, but I like you. I really *do* like you”
    - “Either I will have you or not. I don’t want to be merely a friend of yours.”
    - “Then you have your answer”

    Δεν είχα φάει ποτέ χυλόπιτα μέχρι τότε στη ζωή μου μα όσο και αν με είχε πειράξει την άφησα στην ησυχία της. Ήταν από τα μεγαλύτερα βάσανα που είχα περάσει αλλά δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που μου μελλόταν.

    Λονδίνο, 1991

    Έβρεχε πάλι. Το σπίτι που μέναμε το νοικιάζαμε 6 φοιτητές. Ήταν απόγευμα και οι υπόλοιποι είχαν μαζευτεί κάτω στο σαλόνι και χαζολογούσαν. Ο Βασίλης μου είχε πει να κατέβω κι εγώ κάτω αλλά δεν είχα καμία όρεξη. Ήμουν στο δωμάτιό μου και διάβαζα όταν άκουσα το κουδούνι να χτυπάει. Χωρίς να δώσω σημασία, γύρισα στο βιβλίο μου. Ούτε ένα λεπτό αργότερα άκουσα την πόρτα να χτυπάει. Σηκώθηκα να ανοίξω χωρίς ιδιαίτερη περιέργεια. Στην πόρτα στεκόταν, μούσκεμα, η Ishani.

    - “Ishani? What… Are you ok?”
    - “No, I am not. I need someone to talk to, please… just for one hour try to be a friend.”
    - “Come in. My god, you are dripping” της είπα και πήγα και βρήκα μια πετσέτα. Ήταν μούσκεμα. Βρήκα μια φόρμα μου, ένα μπλουζάκι και ένα footer και της τα έδωσα. “Please change your clothes. I will be right outside. Call me when you are ready” της είπα και βγήκα έξω. Κατέβηκα στη σκάλα του σαλονιού και ζήτησα στο Βασίλη να φτιάξει ζεστό τσάι για δύο.
    - «Τι συμβαίνει;» με ρώτησε.
    - «Ιδέα δεν έχω, θα μάθω και θα σου πω. Θα μας φέρεις σε παρακαλώ πάνω το τσάι;»
    - «Ναι, βεβαίως»

    Επέστρεψα έξω από το δωμάτιό μου. Περίμενα υπομονετικά μέχρι που η Ishani μου άνοιξε την πόρτα και πέρασα μέσα. Είχε βάλει τα ρούχα που της είχα δώσει και είχε απλώσει τα δικά της στο καλοριφέρ για να στεγνώσουν.

    - “So, Ishani, what’s the deal here?”
    - “Viraj is pressuring my father for me to return earlier. I’m nowhere near finishing my doctoral thesis, I have at least one year or more.”
    - “What does your father say?”
    - “He is pressuring me to finish earlier. In one hand he does want me to finish my PhD, but on the other hand he doesn’t want to make Viraj wait.”
    - “But… but why?”
    - “Because Viraj will have the right to annule the arrangement.”
    - “But you were promised to each other since your childhood. What is another year or even two? I mean… you are twenty-two… by the end of your PhD you will be twenty-four at most.”
    - “I really don’t know. I talked to him, but he was elusive. I think that his father is pressuring him, but he doesn’t want to admit that.”
    - “Why?”
    - “If I were to guess, probably to avoid appearing weak in my eyes.”
    - “Ok… What about a compromise? Marry him and then finish your PhD”
    - “He won’t allow me to continue after getting married.”
    - “It’s the path you have chosen, Ishani. It’s you who have to decide if you should stick to your choices or change them completely, and I’m telling you that as a friend”
    - “I really don’t know what I’m going to do. Please… please be my a friend. I have no one else to talk to.”
    - “I can’t do that, Ishani.”
    - “You can’t or you don’t want to?”
    - “It doesn’t really matter. I don’t want to be just a friend with you, I can’t be just a friend with you without losing my self-respect. I will have you either as my girlfriend or not at all.”

    Εκείνη την ώρα χτύπησε η πόρτα. Ο Βασίλης με αρκετή καθυστέρηση μας είχε φέρει τα τσάγια μας. Άφησε την κανάτα, τη ζάχαρη, τα φλυτζάνια και μια μικρή κανάτα με γάλα και αποσύρθηκε διακριτικά.

    - “My clothes are still wet” μου είπε.
    - “Ishani, I’m not going to throw you out now that you are here. Let’s drink some tea. Say, do you care for a game of chess?”
    - “What’s your ELO?”
    - “About 1500”
    - “It will be a bloodbath, Ulysses” είπε χαχανίζοντας.
    - “What’s yours?”
    - “2200” είπε και στραβοκατάπια.
    - “With it or on it” της είπα κάνοντάς την να χαμογελάσει.
    - “On it, then” μου είπε. Έβγαλα τη σκακιέρα και τη στήσαμε. Πήρα ένα πιόνι στα χέρια μου και το έκρυψα. Της πρότεινα το χέρι μου και διάλεξε. Θα ξεκινούσα με τα λευκά.

    Ανάθεμά με αν έστω και σε ένα παιχνίδι περάσαμε τις 30 κινήσεις. Με τσάκισε.

    And so, it began. Με ένα παιχνίδι σκάκι σε ένα φοιτητικό διαμέρισμα. The spiral to the abyss. Ναι, δεν ήθελα να την έχω σα φίλη. Και οι Θεοί μου έδωσαν αυτό που ευχήθηκα.

    Λονδίνο, 1991

    Καθόμουν στο college cafe πίνοντας τον καφέ μου και διαβάζοντας όταν ένιωσα ένα βλέμμα πάνω μου. Ήταν η Ishani με μια κούπα στο χέρι.

    - “May I sit down with you?”
    - “Mi casa su casa” της απάντησα κάνοντάς της νοήμα να καθίσει.
    - “Thank you” είπε και κάθισε στο τραπέζι.
    - “So, what brings you here on this shitty rainy morning?”
    - “I asked Bill about where to find you”
    - “Ok, you are stalking me now, Ishani?”
    - “Not at all, I wasn’t following you, I merely asked Bill where to find you.”
    - “Ok, now that you found me, to what do I owe this honor?”
    - “I thought of what you’ve said”
    - “About?”
    - “Do you still love me, Ulysses?”
    - “No. I’m in love with you, it’s not the same.”
    - “What is the difference?”
    - “If I loved you, I would be your friend no matter what. I would be here for you just to support you. Love is selfless, or at least it’s supposed to be. I’m in love with you, I want you as my girlfriend, I desire you, I’m longing for you.”
    - “But still; you wouldn’t follow me to Lahore.”
    - “No, there is no future for me in Lahore. You have your family, I would have no one.”
    - “What would be the difference for me if I followed you to Athens?”
    - “Ishani, you can’t compare Athens to Lahore or you being in Athens with me to me being with you in Lahore. You are way smarter than this. The only future awaiting for you in Lahore is being a housewife, and even worse, a housewife of a complete stranger that your family is going to hate no matter what. In Athens or here, we could build our own future. However, we don’t know the future. What if we are proved to be incompatible? What if we broke apart? I don’t envy you, it’s a very tough choice no matter what. The only thing you know is that if you follow the path already drawn for you, your future will be more or less predetermined. Not what you are longing for but safe and comfortable, nonetheless. With me, you are sailing to the great unknown.

    As you set out for Ithaka
    hope your road is a long one,
    full of adventure, full of discovery.

    But arriving in Ithaca, or even be full or happy once arrived, is not guaranteed, Ishani”
    - “Why are you telling me this, Ulysses?”
    - “Because no matter how much I’m longing for you, the tough choices are yours.”
    - “Ulysses… you are not the only one being in love.”
    - “But I’m not the one facing the hard choices.”
    - “I appreciate your honesty. So… either with you the way that you want or without you at all.”
    - “It’s supposed to be also what you want. Being with me is a choice but wanting to be with me the way I’m longing to be with you is sine qua non”
    - “I need to go now, Ulysses”
    - “So long, Ishani”

    Τρεις μέρες αργότερα χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μου και πάλι. Ήμουν μόνος στο σπίτι εκείνη τη στιγμή. Της άνοιξα και πέρασε μέσα. Κοιταχτήκαμε για λίγες στιγμές. With it or on it. Την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα. Ανταπέδωσε.

    Λονδίνο, 1991

    - “You are sure about that, Ishani?”
    - “No, I’m not.”
    - “Not the answer I wanted to hear.”
    - “Be that as it may. Look, I do want to be your girlfriend.”
    - “Your family is going to disown you, and this would be the best case scenario.”
    - “My father will be non the wiser. Neither will be Viraj”
    - “And what? Just abandon them and come to Athens with me without them knowing?”
    - “I’m not going to follow you to Athens, Ulysses. Viraj’s father gave in. They are going to wait for me to finish my PhD”
    - “Why are you here, then? This is a very wicked game you are playing with me, Ishani.”
    - “No, it’s not. It’s the best both of us can have. Two years. Two full years, having each other the way we desire each other. And then we will part our ways.”
    - “Ishani…”
    - “Ulysses, you have been honest with me so I will be honest with you. If I really knew that I had a future with you, I would have picked you and to hell with Viraj. But we don’t know if this future could even exist. With Viraj I know my future, and from my point of view it is not as bleak as you tried to present it. No, it will not be as interesting, but it would not be a tomb. So, it seems that you are the one that must make the choice. Be with the one you desire for two years or for as long as it lasts, whatever comes first, or don’t be at all.”

    Δεν απάντησα.

    - “If you make your choice, you know where you can find me. If you don’t, then I guess, it’s also a choice by itself” μου είπε και έκανε μεταβολή και έφυγε από το σπίτι μου.

    Επιλογές, όλα στη ζωή είναι επιλογές. Τις κάνεις και σου ανήκουν. Πάλευα μια εβδομάδα με τον εαυτό μου. Ο κυνισμός της ήταν σχεδόν ανατριχιαστικός αλλά σάμπως εγώ ήμουν καλύτερος όταν της είχα προσφέρει τη δική μου επιλογή; Τουλάχιστον η δική της ακόμα και αν πονούσε σα διάολος στο τέλος έδινε διέξοδο και στους δύο μας. Δεν έτρεφα ψευδαίσθηση ότι θα την έκανα να αλλάξει γνώμη σε δύο χρόνια. Και το αστείο είναι ότι ενώ το συναίσθημά μου ούρλιαζε να απομακρυνθώ ήταν η λογική η οποία πήρε την απόφαση να κάνω ακριβώς το αντίθετο.

    Κάλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι. Ενάμισης χρόνος πέρασε σαν αστραπή. Ήταν ο ομορφότερος ενάμισης χρόνος που έχω περάσει στη ζωή μου. Την αγάπησα… την αγάπησα τη Μάρθα αλλά ο έρωτας της ζωής μου ήταν η Ishani.

    Της Ishani της πήρε ενάμιση χρόνο να τελειώσει το διδακτορικό της. Την είχα δει για τελευταία φορά δυο-τρεις μέρες πριν την υπεράσπιση. Είχε έρθει ο πατέρας της, η μητέρα της και ο μεγάλος της αδερφός. Θα κάθονταν μία εβδομάδα και μετά θα επέστρεφαν όλοι μαζί στην Ινδία.

    Μια μέρα πριν την υπεράσπιση του διδακτορικού της έλαβα ένα φάκελο. Μέσα είχε ένα γράμμα. Τα έχω κρατήσει και τα δύο, τα έχω στο χρηματοκιβώτιο μαζί με άλλα πράγματα. Φωτογραφίες που είμαστε οι δυο μας, τα ερωτικά γράμματα που της άρεσε να μου γράφει, μια χαρτοπετσέτα την οποία είχε φιλήσει και μου είχε δώσει…

    Άνοιξα το χρηματοκιβώτιο και έβγαλα το φάκελο. Προσεκτικά, σχεδόν στοργικά έβγαλα από μέσα του το γράμμα.

    Ulysses,

    We’ve made our choices and we are supposed to live up to them. My heart aches, it’s almost unbearable, but I don’t regret it even a bit. If in a miraculous way I could travel back in time, I would do the same as I did a year and a half ago.

    Yes, I made my choice, the same as you did, and I have to live by it. But I can’t, Ulysses. You see, I knew from the first time I laid my eyes upon you that I belong to you, just as you belong to me.

    But I can’t do this to my family. I can’t bring myself to give them this disgrace.

    Farewell, my love.

    Forever yours and only yours

    Ishani.

    Την βρήκαν κρεμασμένη.

    Έβαλα το γράμμα μέσα στο φάκελο και μετά το φάκελο μέσα στο κουτί. Πάντα σε ένα χρηματοκιβώτιο. Μόνο ο Βασίλης ήξερε το τέλος και το πήρε μαζί του στον τάφο.

    Άνοιξα το τσαντάκι μου. Μέσα είχα ένα μενταγιόν που της είχα κάνει δώρο και το φορούσε κάθε μέρα όσο ζούσαμε το όνειρό μας παρόλο που ξέραμε ότι το τέλος είναι αναπόφευκτο και προδιαγεγραμμένο. Μου το είχε δώσει πίσω μια μέρα πριν έρθουν οι δικοί της. Με είχε φιλήσει για τελευταία φορά και είχε φύγει.

    Στο μενταγιόν μέσα είχε μια φωτογραφία που είχαμε τραβήξει και την είχαμε σμικρύνει. Άνοιξα τρυφερά το μενταγιόν και χάιδεψα τη φωτογραφία. Από πίσω είχαμε γράψει και οι δύο.

    You belong to me
    I belong to you
    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  2. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    Θες να με ρίξεις στα αντικαταθλιπτικά;;;

    Και τι φάση? δεν έχει -ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ- ???
     
  3. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Συνεχίζεται, το διόρθωσα!
     
  4. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    Ωραία, έμειναν μόνο τα αντικαταθλιπτικά  
     
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    People is asking for drama, we deliver drama.
     
  6. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    Ε, ναι  
     
  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Υπάρχουν κάποιες ημερομηνίες στη ζωή μας που γίνονται ορόσημα. Η Μαριάνθη άθελά της με είχε φέρει στο mood που θα έμπαινα από μόνος μου σε λίγες μέρες. Η Μάρθα, είκοσι χρόνια τώρα γνώριζε ότι η 13η του Απρίλη ήταν μια ειδική μέρα. Το ίδιο ο Φοίβος, το ίδιο και η Ζωή. Ήταν η μέρα που ο πατέρας τους εξαφανιζόταν από προσώπου γης, απαγορεύοντας οποιαδήποτε είδους επικοινωνία.

    13 Απρίλη 1993. Σε μια εβδομάδα θα έκλειναν 29 ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που το Σύμπαν γύρω μου κατέρρευσε.

    Δε θα το ξεχάσω. Δε θα το ξεχάσω ποτέ όσο ζω.

    Λονδίνο, 13 Απριλίου 1993

    Έξω έχει μια υπέροχη ανοιξιάτικη μέρα, σε αντίθεση με την παγωνιά που νιώθω στην ψυχή μου. Στα χέρια μου έτριβα το μενταγιόν που είχα κάνει δώρο στην Ishani, μου το είχε δώσει προχθές. Χθες είχαν έρθει οι δικοί της, αύριο ήταν η υπεράσπιση του διδακτορικού της. Θα την έβλεπα για μια τελευταία φορά από μακριά και αυτό ήταν. Σε μια εβδομάδα θα γύριζε στη Λαχόρη. Μια εβδομάδα πριν είχε κάνει και την εγχείρηση αποκατάστασης, δεν θα μπορούσε να μην είναι παρθένα την πρώτη νύχτα του γάμου της.

    Ήθελα να ουρλιάξω. Αν ήταν στο χέρι μου θα είχα βάλει βόμβα στο γαμημένο το αεροπλάνο που κουβαλούσε τους δικούς της και στο διάβολο να πηγαίναν όλοι οι επιβάτες του. Ήθελα να πνίξω τον πατέρα της και τη μάνα της και τον αδερφό της με τα ίδια μου τα χέρια. Και το αποκορύφωμα του παραλόγου ήταν ότι ο μόνος που δε μπορούσα να μισήσω, όσο και αν το προσπαθούσα, ήταν ο Viraj. Πώς θα μπορούσε ένας άντρας να μην είναι ερωτευμένος μαζί της;

    Ο Viraj την αγαπούσε και ας μην τον αγαπούσε η ίδια με τον ίδιο τρόπο. Μου είχε μιλήσει για εκείνον, μου είχε δείξει φωτογραφίες του, γράμματά του… Δεν είναι αστείο; Μισούσα όλο τον κόσμο εκτός από αυτόν που θα χαιρόταν την γυναίκα που θα έχανα.

    Τα μέσα μου ούρλιαζαν. Ενάμιση χρόνο πριν πίστευα ότι είχα κάνει την καλύτερη δυνατή επιλογή. Cost vs benefit. Δεν είχα υπολογίσει σωστά το cost. Το ένστικτό μου ούρλιαζε να μη δεχτώ αυτό που μου είχε προτείνει. Τι πας να κάνεις; Τι πας να κάνεις;;;;

    Διάβαζα και ξαναδιάβαζα το γράμμα της.

    “Farewell, my love”
    “Forever yours and only yours”
    “Ishani”

    Δεν άντεχα να κάτσω μέσα στο σπίτι. Πήγα στο imperial cafe. Είχε πολύ περισσότερο κόσμο από το αναμενόμενο. Πηγαδάκια αριστερά και δεξιά. Αστυνομία. Τι στο διάβολο είχε γίνει; Δεν πρόλαβα να ρωτήσω και να μάθω, ο Βασίλης ήρθε και με βρήκε. Ήταν άσπρος.

    - «Βασίλη, τι συμβαίνει;»
    - «Πάμε έξω και θα σου πω.»
    - «Δεν μπορείς να μου το πεις εδώ;»
    - «Καλύτερα έξω.»

    Πήγαμε έξω και καθίσαμε σε ένα παγκάκι.

    - «Δεν είμαι καλά, Βασίλη» του είπα. Του έδωσα το φάκελο.
    - «Τι είναι αυτό;»
    - «Διάβασέ το» του είπα. Το πήρε στα χέρια του και το διάβασε. Άρχισε να κλαίει. «Ρε Βασίλη, εδώ δεν κλαίω εγώ, κλαις εσύ;» πήγα να αστειευτώ.
    - «Οδυσσέα…» είπε και κόμπιασε.
    - «Βασίλη, τι τρέχει; Γιατί έχεις ασπρίσει;»
    - «Δεν… δεν ξέρω πως να στο πω… Γαμώ το χριστό μου!»
    - «Ρε συ τι έγινε;»
    - «Οδυσσέα… η Ishani…»

    Πετάχτηκα από το παγκάκι

    - «Η Ishani τι;» τον ρώτησα νιώθοντας την Γη να ανοίγει κάτω από τα πόδια μου. Σαν από ένστικτο, σα να το ήξερα…
    - «Τη… Τη βρήκαν… Αυτοκτόνησε.»

    Μούδιασα, δεν με κρατούσαν τα πόδια μου. Θα είχα πέσει ξερός αν δεν με είχε πιάσει ο Βασίλης. Με έσφιξε πάνω του.

    - «Λυπάμαι… Θεέ μου… Οδυσσέα μου… Οδυσσέα…»

    Το μυαλό μου είχε αδειάσει. Δε μπορούσα να σκεφτώ τίποτα. Κοιτούσα το άπειρο με το μυαλό μου άδειο… να αδυνατεί να επεξεργαστεί τις αισθήσεις. Τυφλώθηκα και κουφάθηκα. Ένας άλλου είδους Johny, θύμα ενός άλλου είδους κανονιού.

    Darkness
    Imprisoning me
    All that I see
    Absolute horror
    I cannot live
    I cannot die
    Trapped in myself
    Body my holding cell

    Μια καταδικασμένη εξ αρχής σχέση. Μπορεί να είχα απατήσει μερικές φορές τη Μάρθα αλλά ήταν πάντα για το σεξ, μόνο για το σεξ. Δεν ήθελα παράλληλες σχέσεις, δεν ήθελα να μπαίνω σε σχέσεις οι οποίες δεν είχαν προοπτικές. Πήδημα και μόνο πήδημα. Όταν διαπίστωνα ότι άρχιζε να αναπτύσσεται συναίσθημα είτε από τη μεριά μου είτε από τη μεριά της άλλης το σταματούσα με συνοπτικές διαδικασίες και ας είχαν υπάρξει μια-δυο φορές που είχε τσούξει.

    Τι πήγαινα να κάνω με τη Μαριάνθη; Ήταν παντρεμένη, είχε παιδιά, δεν είχε κανένα σκοπό να τους προκαλέσει πόνο. Ναι, δεν είχε προδιαγεγραμμένη ημερομηνία λήξης όπως… όπως η Ishani αλλά πέρα από αυτό σε τι διέφερε πραγματικά η μία καταδικασμένη σχέση από την άλλη; Ακόμα… ακόμα και αν δεν είχε αποφασίσει να δώσει αυτό το τραγικό τέλος η Ishani, ακόμα και αν δε χρειαζόταν να πάω να κλείνομαι σε ένα δωμάτιο και να γίνομαι στουπί στο μεθύσι κάθε 13η του Απρίλη, τι πραγματικά άλλαζε;

    Με την Ishani είχα ερωτευτεί από την πρώτη ματιά. Δεν είχα νιώσει ποτέ μέχρι τότε και δεν ένιωσα ποτέ από τότε ξανά έτσι με οποιαδήποτε γυναίκα. Τη Μάρθα και την ερωτεύτηκα και την αγάπησα και την αγαπάω αλλά όχι όπως την Ishani μου.

    Τη “Forever yours and only yours” Ishani μου.

    Δική μου για πάντα... με τον τραγικό τρόπο που επέλεξε η ίδια.

    Η ενσυναίσθηση της Μαριάνθης με γοήτευε όσο και με τρόμαζε. Ένιωθα το καβούκι μου να ραγίζει, τα τείχη μου να πέφτουν. Έβλεπε βαθιά μέσα μου αλλά αυτό που έβλεπε ούτε την απογοήτευε, ούτε την απωθούσε, το ακριβώς αντίθετο. Έβλεπε το μέσα μου, το βαθύ μέσα μου, τις κρυφές μου επιθυμίες, τις κρυφές μου προσδοκίες, τους μύχιους φόβους μου και περίμενε εκεί ακίνητη, να την καλέσω εγώ. Αυτό ακριβώς, να την καλέσω εγώ. Ήταν ένας εξωτερικός παρατηρητής που η παρουσία μου τη σαγήνευε και περίμενε υπομονετικά και χαμογελαστή να μπει στον δικό μου κόσμο. Όχι εγώ να γίνω μέρος του δικού της όχι. Να γίνει εκείνη μέρος του δικού μου.

    Όχι, λάθος διατύπωση.

    Να την κάνω μέρος του δικού μου. Εγώ. Με τον τρόπο που εγώ επιθυμώ, με τον τρόπο που εγώ ορίζω.

    Να εύχεσαι να 'ναι μακρύς ο δρόμος.
    Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
    που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά
    θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένους·
    να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
    και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
    σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους,
    και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
    όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
    σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
    να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.

    Πάντα στον νου σου να 'χεις την Ιθάκη.
    Το φθάσιμον εκεί είν' ο προορισμός σου.
    Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
    Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
    και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
    πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
    μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.


    Ο κόσμος όλος είναι το μεγάλο μας προαύλιο.

    Η Ishani μου… ήταν ένας γύρος στο Λούνα Παρκ. Μπορεί να ήταν ο γύρος της ζωής μου, μπορεί ο τρόπος που τέλειωσε να σκότωσε ένα κομμάτι της ψυχής μου αλλά το τέλος ήταν εξ αρχής προδιαγεγραμμένο. Με τη Μαριάνθη… με την Μαριάνθη θα ήταν ταξίδι. Ανοιχτό ταξίδι όπου μας βγάλει. Να είμαστε οι εαυτοί μας, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Να βγούμε στο μεγάλο μας προαύλιο με όλους τους ορίζοντες ανοιχτούς.

    Μην προσδοκώντας πλούτη να μας δώσει η Ιθάκη. Η όποια Ιθάκη.

    Πήρα την απόφασή μου. 13 Απρίλη είχε τελειώσει το πρώτο μέρος της ζωής μου, 13 Απρίλη θα ξεκινούσε το τρίτο. Κάθισα στον υπολογιστή και έγραψα mail

    Καλησπέρα Μαριάνθη,

    Να κανονίσεις την Τετάρτη 13 Απριλίου να πάρεις day off. Και από τη δουλειά και από το σπίτι σου. Το ξέρω ότι η συμφωνία μας είναι για τα Σαββατοκύριακα που έχεις μάθημα αλλά για μένα είναι σημαντικό στις 13 να είσαι διαθέσιμη από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Θα μάθεις τότε το γιατί.

    Δεν είναι ούτε ανακοίνωση ούτε διαταγή. Είναι επιθυμία μου αλλά κράτα αυτό: είναι απολύτως απαραίτητο να πραγματοποιηθεί. Α-Π-Ο-Λ-Υ-Τ-Ω-Σ

    Σε παρακαλώ να το κανονίσεις και να με ενημερώσεις για την θετική κατάληξή του.​

    Είχα την απάντησή της αργά το απόγευμα. Δεν ήταν ούτε «θα προσπαθήσω» ούτε «θα δούμε» ούτε τίποτα τέτοιο

    Καλησπέρα Οδυσσέα.

    Θα το κανονίσω. Εσύ απλά πες μου που θέλεις να βρεθούμε και ποια ώρα.​

    Την Τρίτη το βράδυ την πήρα τηλέφωνο στην ώρα που μου είχε πει ότι μπορώ να την καλέσω.

    - «Καλησπέρα Μαριάνθη»
    - «Καλησπέρα Οδυσσέα»
    - «Τι κάνεις; Πώς ήταν η μέρα σου»
    - «Ήσυχη σε γενικές γραμμές, θα στο γράψω και στην αναφορά. Μήπως προτιμάς να στο πω εδώ;»
    - «Όχι, θα το διαβάσω στην αναφορά. Σε πήρα να σου πω για αύριο το πρωί»
    - «Ναι, πες μου.»
    - «Αύριο το πρωί θα κατέβεις στον σταθμό της Κηφισιάς. Μην πάρεις αυτοκίνητο. Θα είμαι εκεί στις 10:00 το πρωί. Θα βγεις από την πίσω έξοδο, όχι από την μπροστινή.»
    - «Θα είμαι εκείνη την ώρα που μου ζήτησες. Θέλεις να φοράω κάτι συγκεκριμένο;»
    - «Θέλω να ντυθείς άνετα και να έχεις μαζί σου μια αλλαξιά ρούχα»
    - «Θα είμαι όπως μου ζήτησες.»
    - «Ωραία, τα λέμε αύριο το πρωί λοιπόν. Θα περιμένω το βράδυ να διαβάσω την αναφορά σου. Καλή σου νύχτα»
    - «Καληνύχτα Οδυσσέα»

    Την επόμενη μέρα το πρωί ήμουν στην Κηφισιά. Όταν έφτασα η Μαριάνθη ήταν έξω από το σταθμό και με περίμενε. Σταμάτησα βγάζοντας alarms λίγο παρακάτω γιατί δεν μπορούσα να σταματήσω στη στροφή. Η Μαριάνθη ήρθε, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα.

    - «Καλημέρα Οδυσσέα» μου είπε χαμογελαστή.
    - «Καλημέρα κοριτσάκι μου» της είπα
    - «Ελπίζω σήμερα να μην έχει μάθημα οδήγησης σε υψηλές ταχύτητες!»
    - «Όχι, σήμερα θα έχει μάθημα ιστορίας.»

    Νομίζω ότι κατάλαβε ότι θα μιλούσαμε για το παρελθόν μου, δηλαδή δεν το νομίζω, είμαι σίγουρος.

    Έβγαλα τα alarms και ξεκίνησα. Κίνησα προς νέα Κηφισιά και δέκα-δεκαπέντε λεπτά αργότερα βγήκαμε στην εθνική. Είχε αρκετή κίνηση στο δρόμο οπότε δεν μπόρεσα να ανοίξω τη Μαντόνα παρά το γεγονός ότι το χρειαζόμουν απελπισμένα. Είχα το χέρι μου στο λεβιέ των ταχυτήτων. Η Μαριάνθη διστακτικά έβαλε το χέρι της πάνω στο χέρι μου. Την κοίταξα και της χαμογέλασα. Με χάιδεψε απαλά στο χέρι για λίγο και μετά σταμάτησε κρατώντας το ακίνητο πάνω στο χέρι μου.

    Λίγη ώρα αργότερα ήμασταν στην καφετέρια του γνωστού μου. Δεν είχε έρθει ακόμα ο ίδιος, συνήθως ερχόταν το απόγευμα. Κάτσαμε στη γωνία στην άκρη-άκρη, ήθελα να είμαστε απόμερα. Ήρθε η σερβιτόρα, καινούργια ήταν δεν την ήξερα και παραγγείλαμε τους καφέδες μας.

    - «Μπορώ να ανάψω ένα τσιγάρο;» με ρώτησε η Μαριάνθη. Δεν κάπνιζε συχνά.
    - «Ναι, μπορείς. Και σε παρακαλώ στρίψε μου και εμένα ένα.»
    - «Καπνίζεις; Δεν είχα ιδέα!» μου είπε.
    - «Το έχω κόψει εδώ και χρόνια αλλά καπνίζω που και που…»

    Μου έστριψε το τσιγάρο και μου το έδωσε. Την περίμενα να στρίψει και εκείνη το δικό της. Με άναψε πρώτα και έπειτα άναψε και το δικό της τσιγάρο. Τράβηξα μια δυνατή τζούρα και με δυσκολία κράτησα το βήχα μου. Τράβηξα και δεύτερη, τράβηξα και τρίτη και άρχισα να ζαλίζομαι. Η Μαριάνθη με κοιτούσε χωρίς να μιλάει.

    - «Έχω καταλάβει απ’ όσα μου είπες ότι υπήρχε και ίσως υπάρχει ακόμα ένας άνθρωπος που είχε μεγάλο impact στη ζωή σου, ίσως στο βαθμό που έφτασε να γίνει σημείο ορισμού για σένα. Δε θα σε πιέσω να μου μιλήσεις για εκείνον, δε θα στο ζητήσω καν, θα το κάνεις αν το κάνεις μόνη σου με το ρυθμό που θα σε βολέψει. Τούτου λεχθέντος είχα κι εγώ ένα τέτοιον άνθρωπο. Την έλεγαν Ishani και ήταν η γυναίκα της ζωής μου…»

    Της είπα την ιστορία από την αρχή. Πριν φτάσω στο τέλος της έδειξα το γράμμα.

    Ulysses,

    We’ve made our choices and we are supposed to live up to them. My heart aches, it’s almost unbearable, but I don’t regret it even a bit. If in a miraculous way I could travel back in time, I would do the same as I did a year and a half ago.

    Yes, I made my choice, the same as you did, and I have to live by it. But I can’t, Ulysses. You see, I knew from the first time I laid my eyes upon you that I belong to you, just as you belong to me.

    But I can’t do this to my family. I can’t bring myself to give them this disgrace.

    Farewell, my love.

    Forever yours and only yours

    Ishani.


    Το έπιασε με απέραντη τρυφερότητα και το διάβασε δυνατά. Όταν έφτασε στο τέλος είχα δακρύσει. Με κοίταξε χωρίς να μιλήσει και μου έδωσε το γράμμα το οποίο έβαλα πίσω στο φάκελο.

    - «Forever yours and only yours» είπα και έσπασα, μην μπορώντας να συγκρατήσω τα μάτια μου από το να τρέχουν σαν να έχει ανοίξει η βρύση. «Το έκανε δίνοντας τέλος στη ζωή της».

    Πήρα βαθιές ανάσες προσπαθώντας να ηρεμίσω. Η Μαριάνθη με κοίταζε χωρίς να μιλάει και χωρίς να με αγγίζει, τι ένστικτο είχε αυτή η γυναίκα; Η ματιά της με ηρεμούσε, δεν ξέρω τι έβλεπα μέσα στα μάτια της, μόνο ότι η παρουσία της με ηρεμούσε.

    Άνοιξα το τσαντάκι και έβγαλα το μενταγιόν. Το άνοιξα τρυφερά και της έδειξα τη φωτογραφία. Την έβγαλα και τη γύρισα δείχνοντας τι είχαμε γράψει πίσω της. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της καταλαβαίνοντας. Έβαλα τη φωτογραφία πίσω στο μενταγιόν και το μενταγιόν στο τσαντάκι μου. Έβγαλα το πορτοφόλι μου και τράβηξα από μέσα μια πλαστικοποιημένη φωτογραφία

     ​

    Κοίταξε τη φωτογραφία χωρίς να σχολιάσει. Τη γύρισε και είδε πίσω αυτό που μου είχε γράψει η Ishani

    Ithaka gave you the marvelous journey.
    Without her you wouldn't have set out.
    She has nothing left to give you now

    - «Ήταν σαν σήμερα, πριν ακριβώς 29 χρόνια όταν η Ishani μου έκανε πράξη το “forever yours and only yours”. 28 χρόνια κάθε τέτοια μέρα πηγαίνω και κλείνομαι σε ένα δωμάτιο μόνος μου και γίνομαι τύφλα. Η ζωή μου μέχρι στιγμής ήταν χωρισμένη στα δύο. Από τη μέρα που γεννήθηκα μέχρι τις 13/04/1993 και από τις 13/04/1993 μέχρι το τώρα.”

    Η Μαριάνθη συνέχισε να με κοιτάζει χωρίς να μιλάει.

    - «Η Ishani μου επέλεξε αυτή τη μέρα να γίνει για πάντα δική μου. Ένα κομμάτι μου… ένα μεγάλο κομμάτι μου θα είναι πάντα δικό της. Μα αν… αν εκείνη επέλεξε το «για πάντα» εγώ τήρησα… τήρησα αυτό που είχαμε συμφωνήσει εκείνο το γκρίζο απόγευμα του Οκτώβρη του ’91. Μαριάνθη;»
    - «Πες μου»
    - «Βάλε μου το τραγούδι»

    Άνοιξε το κινητό της.

    Look at me
    I'm your heart's keeper
    Met for 3: 21 AM
    She will be here
    Oh yes she will
    And I belong to you
    Yes I belong to you
    I belong to you
    And you belong to me…


    Το ακούσαμε μέχρι τέλους.

    - «Ξανά» της είπα και το έκανε. «Ξανά» της είπα. «Ξανά… Ξανά…». «Με ένα τρόπο ξορκίζεις τα φαντάσματα. Κοιτάζοντάς τα κατάματα. Αν… αν υπάρχει παράδεισος… Αν υπάρχει παράδεισος τώρα η Ishani μου θα χαμογελάει. Μέχρι… μέχρι σήμερα κάθε τέτοια μέρα γινόμουν στουπί για να ξεχάσω. Ως εδώ. 29 χρόνια… 29 ολόκληρα χρόνια. Ως εδώ. May she rest in peace.»

    Την τράβηξα πάνω μου και τη φίλησα. Την άφησα.

    - «Μαριάνθη… κοίτα με στα μάτια. Δες με. Δες με» της είπα και γύρισα και την κοίταξα κατάματα. «Τι βλέπεις, πες μου… πες μου τι βλέπεις;»

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  8. Josie

    Josie New Member

    Σα δε ντρέπονται ...
     
  9. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    Μαριάνθη τι βλέπεις; Μίλα (ή έστω γράψε), θα μας φάει η αγωνία!!!    
     
  10. margarita_nikolayevna

    margarita_nikolayevna owned Contributor

    για μένα είναι σημαντικό στις 13 να είσαι διαθέσιμη από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Θα μάθεις τότε το γιατί.
    Δεν είναι ούτε ανακοίνωση ούτε διαταγή. Είναι επιθυμία μου αλλά κράτα αυτό: είναι απολύτως απαραίτητο να πραγματοποιηθεί. Α-Π-Ο-Λ-Υ-Τ-Ω-Σ


    Όταν λαμβάνεις ένα τέτοιο μήνυμα, το βασικό… μήνυμα είναι «θέλω παρουσία». Και ένας άνθρωπος θέλει τέτοια παρουσία όχι για παρέα, όχι για να περάσει καλά αλλά γιατί θέλει να σπάσει την υπαρξιακή του μοναξιά. Την οποία βιώνει πλέον ως αφόρητη. Δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα. Και όταν ένας άνθρωπος θέλει αυτού του είδους την συν-ύπαρξη, για δυο λόγους το κάνει: θέλει να κλείσει κάτι με το παρελθόν ή να ντιλάρει κάτι με το μέλλον. Συνηθέστατα και τα δυο ταυτόχρονα.

    Ήξερα, λοιπόν, ότι έπρεπε να είμαι εκεί εκείνη τη μέρα. Το «πόσο» της παρουσίας δεν γνώριζα. Αλλά θα το καταλάβαινα από κοντά.

    - «Δες με. Δες με! Και πες μου τι βλέπεις» μου είπε αφού τελείωσε όλη την αφήγησή του.

    Πριν από λίγες μόλις μέρες είχα αναρωτηθεί ποια να ήταν εκείνη η στιγμή που – μοχλεύοντας όλο του το παρελθόν- έσκασε μέσα του τον πόνο και την ενοχή. 13 Απριλίου του 1993 ήταν, λοιπόν.

    Αν κάτι προσπάθησα περισσότερο από όλα στη ζωή μου, ήταν οι άνθρωποι με τους οποίους είχα σχέση – οιουδήποτε είδους σχέση: ερωτική, φιλική, συγγενική, επαγγελματική κ.ό.κ.- να ξέρουν ότι είμαι εκεί για αυτούς. Το προσπάθησα πολύ ενεργά και ενεργητικά. Και με διάφορους τρόπους και μεθόδους. Διάβασα και πολύ για αυτό. Αλλά η αλήθεια είναι πως πάντα… επιστροφή στα βασικά. Το μόνον που χρειάζονται οι άνθρωποι πραγματικά, ανεξαρτήτως αν είναι νεογέννητα, παιδιά, έφηβοι ή 100 χρονών, είναι να ξέρουν ότι υπάρχει κάποιος να τους ακούσει όταν το θελήσουν και το χρειαστούν. Αυτό είναι σχέση οικειότητας. Σπάνια, πολύ σπάνια χρειάζεται να τους μιλήσεις. Ακόμη και όταν στο ζητούν. Η αλήθεια μπορεί να είναι εξαιρετικά βίαιο πράγμα. Έτσι, προσπαθούσα να ζυγίσω το μέτρο της… βίας που ζητούσε ο Οδυσσέας από μένα.

    «Δες με. Δες με! Και πες μου τι βλέπεις»…

    Το αλυσιτελές της… every day life. Να συνεχίζεις όπως σου προστάζει η αδράνειά σου γιατί δεν θέλεις να σηκώσεις το όποιο βάρος της ενέργειας που απαιτεί η αλλαγή. Γιατί δεν μπορείς ένα βήμα πιο μπροστά. Κι όμως… Όπως έλεγε πάντα κι Εκείνος «ένα κλικ είναι τελικά». Το μέτρο της… βίας… Να μην οδηγήσει σε ένα νέο αλυσιτελές της ύπαρξης, της ύπαρξής μου. Και του. Και του όποιου εμείς είχε αρχίσει να δημιουργείται.

    - «Όταν ήμουν 9 ετών, ένας άνθρωπος, μια γυναίκα που αγαπούσα πάρα πολύ, πάρα πάρα πολύ, με πλήγωσε. Άθελά της. Αλλά με πλήγωσε πολύ. Ένιωσα να μου γκρεμίζει τον κόσμο. Κι ευχήθηκα, ευχήθηκα από τα βάθη της ψυχής μου να πεθάνει. Και όχι μόνον αυτό. Να πονέσει. Κι εκείνη και το παιδί της όπως πονούσα εγώ εκείνη τη στιγμή. Ναι. Ευχήθηκα, προσευχήθηκα να πεθάνει. Ξέρεις τι χρονολογία ήταν; Ήταν 1993…

    Το 1999, μετά από δυο χρόνια μεγάλης οδύνης και ταλαιπωρίας, μετά από πραγματικό βάσανο, πέθανε.

    Το Σύμπαν είχε πραγματοποιήσει την ευχή μου; Στ’ αλήθεια;

    Είχα πάρει στο ακέραιο αυτό που είχα ζητήσει; Και η αγάπη; Η αγάπη που της είχα ακόμη και μετά που ένιωσα να με πληγώνει;

    Μέσα μου έσκασε ο πόνος. Και η ενοχή. Cardinal sin το λέει κάποιος που μου αρέσει να διαβάζω συχνά.

    Πήρε πολλά χρόνια για να το βγάλω, να το βάλω σε ένα silver platter και να αρχίσω να το ψαχουλεύω. Και όλα αυτά τα χρόνια, ήταν ένας συνονθύλευμα πόνου και ενοχής. Κι όμως, όταν άρχισα να χώνω τα χέρια μου πάλι μέσα σε αυτό, να το πασπατεύω και μαζί με αυτό κι εμένα, να το ματώνω, και μαζί με αυτό κι εμένα, ξέρεις τι είδα;

    Είδα το αναπόφευκτο της ανθρώπινης ύπαρξης: ότι κάθε νόμισμα έχει δυο όψεις, ουδέν αμιγές. Και η flipside αυτού που βίωνα εγώ ως ενοχή ήταν… guess what… ένα παραλήρημα μεγαλείου! Όχι, όσο και αν το πίστεψα, γιατί μου έδινε την παντοδυναμία να ορίζω το Σύμπαν, εκείνη δεν πέθανε γιατί το ζήτησα εγώ. Πέθανε γιατί αρρώστησε. Πέθανε γιατί οι δικές της επιλογές έφεραν τον οργανισμό της σε ένα σημείο που την εγκατέλειψε. Θα μπορούσε να πεθάνει και γιατί έτυχε. Ή γιατί το είχε επιλέξει. Σε καμία περίπτωση όμως δεν πέθανε γιατί το είχα ευχηθεί εγώ. Δεν έχω καμία τέτοια επιρροή στο Σύμπαν, Οδυσσέα, κανείς μας δεν έχει. Ο θάνατος κάποιου άλλο δεν είναι συνέπεια καμίας δικής μας ενέργειας. Μπορεί χρονικά κάποια πράγματα να συμπίπτουν – και οι άνθρωποι χτίζουμε εύκολα σχήματα αιτίου και αιτιατού γιατί έχουν κάποιο νόημα και έχουμε απεγνωσμένη ανάγκη το νόημα. Αλλά κανείς μας δεν έχει τέτοια δύναμη πάνω στο Σύμπαν…

    Μου μίλησες για Κάποιον που υπήρχε και υπάρχει στη ζωή μου ως πολύ σημαντικός. Ξέρεις τι λέει; Και τι έχει γίνει πυρήνας της ύπαρξής μου από τότε που μου το είπε; Ότι ΚΑΘΕ άνθρωπος, ΚΑΘΕ άνθρωπος έχει, κάτω από όλους τους μανδύες του, έναν πραγματικό πυρήνα ελευθερίας. Και σε αυτόν, δεν μπορεί να επέμβει κανείς…
    ».

    Σταμάτησα. Προσπάθησα γρήγορα να ζυγίσω αν είχα παρασυρθεί και είχα πει πολλά.

    Με κοιτούσε οριακά δακρυσμένος. Όχι, δεν είχε δακρύσει. Δεν ξέρω αν θα δάκρυζε εύκολα μπροστά σε άνθρωπο. Τα μάτια του όμως ήταν υγρά. Αλλά μέσα εκεί, έβλεπα να λαμπυρίζει κάτι που αν και δεν το βλέπω κάθε μέρα, είναι αδύνατον να κάνω λάθος, όποτε το δω: έβλεπα ότι είχε καταλάβει κάθε λέξη που είχα πει. Γιατί ό,τι είχα πει, το είχε ρουφήξει με κάθε κύτταρο της ύπαρξής του γιατί το αναγνώρισε ως α-ληθεια. Είδε.

    Σηκώθηκε και άφησε ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι.

    Μου έτεινε το χέρι του να σηκωθώ και να τον ακολουθήσω.

    - «Πάμε κοριτσάκι μου», μου είπε.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  11. margarita_nikolayevna

    margarita_nikolayevna owned Contributor

    Στο αμάξι ήταν σιωπηλός. Όμως φανερά ανακουφισμένος.

    «Αθώωση». Η λέξη που Εκείνος είχε πει πριν από περίπου 10 χρόνια έπαιζε και ξανάπαιζε στο μυαλό μου. Δεν ήταν ακριβώς «αθώωση» βέβαια αυτό που είχα προσφέρει στον Οδυσσέα νωρίτερα. Δεν ήταν καθόλου αυτό. Πώς θα μπορούσα άλλωστε; Δεν ήταν τέτοια η σχέση μας, σίγουρα όχι με φορά από εμένα προς εκείνον.

    Έστω, όμως, και το ότι κατάλαβε ότι «τον βλέπω» και τον αποδέχομαι λειτούργησε ιαματικά, στο μέτρο που μπορούσε. Και έκανε αυτό το αμάρτημα, την «ύβρι» του, τον… αναντίστοιχο υπολογισμό του για το costVSbenefit που είχε κάνει περίπου 30 χρόνια πριν να μην είναι πια βαρύ ωσάν τον ουρανό στην πλάτη του Άτλαντα για εκείνον.

    - «Μπορώ να βάλω ένα κομμάτι που μου ήρθε και θα ήθελα να το ακούσω;» τον ρώτησα διερευνητικά.

    - «Ναι, γιατί όχι;» μου είπε.

    - «Ξέρεις με αυτό νανούριζα τα αγόρια μου όταν ήταν μωρά…». Οποιαδήποτε πληροφορία, αν ο άλλος δεν μπορεί με κάποιο τρόπο να την κάνει skip αν νιώσει ότι το χρειάζεται, είναι verdict. Και το ε, εντάξει ένα παιδικό νανούρισμα, ήταν ανώδυνο skipping.

    Συνέδεσα το κινητό μου με το player του οχήματός του. Το σιγομουρμούρισα, ανεβάζοντας λίγο την ένταση της φωνής μου μόνον σε ένα κουπλέ…

    And anytime you feel the pain, hey Jude, refrain,

    Don't carry the world upon your shoulders.

    For well you know that it's a fool who plays it cool

    By making his world a little colder

    Δεν σχολίασε κάτι. Τα μάτια του όμως δεν είχαν το φυσιολογικό blink για κάποιον που οδηγεί, και μάλιστα συναισθηματικά φορτισμένος. Άρα… πέρασε η πληροφορία. Το πολύ πολύ να γινόταν «θόρυβος» σε επόμενη φάση.

    - «Βγάλε τα παπούτσια σου και άσε την αλλαξιά εδώ στο κάθισμά σου» μου είπε μόλις τράβηξε το χειρόφρενο.

    Μέχρι να βγω από το αυτοκίνητο πήρε ένα σύντομο τηλεφώνημα. Συνεννοήθηκε κάτι που δεν κατάλαβα.

    Προχωρήσαμε στην αμμουδιά και στο τέρμα της παραλίας με έπιασε από το χέρι και περάσαμε κάτι βραχάκια. Μας περίμενε μια βαρκούλα. Ο βαρκάρης τον χαιρέτισε και κατάλαβα ότι με αυτόν μίλησε λίγο πριν. Μπήκαμε μέσα και ανοιχτήκαμε λίγο παραέξω. Δεν τον ρώτησα τι και πώς. Ήμουν σίγουρη ότι πολύ σύντομα θα είχα την απάντηση.

    Λίγο μετά έκανε ένα σήμα και ο βαρκάρης σταμάτησε τη μηχανή.

    - «Οι ινδουιστές πιστεύουν ότι από τη στιγμή που γεννήθηκες δεν υπάρχει τέλος…» μου είπε και ψαχούλεψε την τσέπη του. «Είχες δίκιο, όμως, Μαριάνθη. Η έσχατη επιλογή ανήκει σε αυτόν που την έκανε. Και μόνον». Με τη φωτογραφία στο ένα χέρι, πήρε έναν αναπτήρα στο άλλο και της έβαλε φωτιά. Την άφησε στο νερό όταν η μισή είχε ήδη καεί.

    - «Ναι αλλά υπάρχει και η συγχώρεση» του απάντησα.

    - «Αυτό ακριβώς έκανα. Μου πήρε 30 χρόνια. Η λύτρωση έρχεται όταν ενωθεί η τέφρα με το νερό. Απλά το Βαρανάσι πέφτει λίγο μακρυά. Δεν πειράζει

    - «Όχι, Οδυσσέα των θαλασσών. Τα διαβατήρια τελετουργικά έχουν να κάνουν με την υπέρβαση. Άντε και με το χρόνο. Όχι με τον τόπο».

    Με έπιασε πολύ τρυφερά από τα μάγουλα, με έφερε κοντά του και με φίλησε στο μέτωπο. Έκανε σήμα στο βαρκάρη, που έβαλε πάλι πλώρη για την ακτή.

    Κάτσαμε αρκετή ώρα στην παραλία. Ο καιρός ήταν καλός και τα νοτισμένα ρούχα δεν με ενοχλούσαν. Δεν μιλούσαμε. Όχι ότι χρειαζόταν…

    - «Τι λες; Πάμε;» μου είπε όταν στον ουρανό άρχισε να αχνοφαίνεται το φεγγάρι.

    Γυρίσαμε στο αυτοκίνητο, βάλαμε τα στεγνά μας ρούχα και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

    - «Άσε, μουσική επιλογή εγώ στην επιστροφή» μου είπε.

    Έψαξε λίγο στο κινητό του. Και δυνάμωσε την ένταση… Τόσο… όσο…

    When the night has come

    And the land is dark

    And the moon is the only light we'll see

    No I won't be afraid

    Oh, I won't be afraid

    Just as long as you stand, stand by me

    So darling, darling

    Stand by me, oh stand by me

    Oh stand, stand by me

    Stand by me

    If the sky that we look upon

    Should tumble and fall

    Or the mountain should crumble to the sea

    I won't cry, I won't cry

    No, I won't shed a tear

    Just as long as you stand, stand by me…

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
    Last edited: 3 Μαϊου 2022
  12. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Το να κάψω έστω και το πλαστικοποιημένο αντίγραφο της φωτογραφίας της Ishani που κρατούσα στο πορτοφόλι μου ήταν δύσκολη απόφαση αλλά έπρεπε ωστόσο να γίνει από τη στιγμή που αποφάσισα ότι η 13η του Απρίλη θα γινόταν εκ νέου ορόσημο.

    Η αρμύρα της θάλασσας είχε ποτίσει τα ρούχα μου και την ψυχή μου. Έκανα νόημα στο Μανώλη να σταματήσει και έκλεισε τη μηχανή. Η βάρκα δεν άργησε να σταματήσει με μόνη της κίνηση το ελαφρύ σκαμπανέβασμα στον κυματισμό του νερού.

    Γαλήνη.

    Αποφάσισες να αρνηθείς την αβεβαιότητα της ζωής σου μαζί μου αλλά όταν δοκίμασες τον απαγορευμένο καρπό αντί να ακολουθήσεις αυτό που φώναζε η ψυχή σου πήρες την απόφαση να γίνεις δική μου για πάντα. Δεν ήταν δική σου αυτή η απόφαση, πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό Ishani; Δεν πήρες μόνο τη ζωή σου, πήρες μαζί σου και τη δική μου.

    - «Οι ινδουιστές πιστεύουν ότι από τη στιγμή που γεννήθηκες δεν υπάρχει τέλος…» είπα φωναχτά χωρίς στην πραγματικότητα να μιλάω σε κανέναν. Έβγαλα τον αναπτήρα από την τσέπη μου. Γύρισα προς τη Μαριάνθη. «Όμως έχεις δίκιο τελικά, οι επιλογές ανήκουν σε αυτούς που τις έκαναν. Σε κανέναν άλλον»

    Άναψα τον αναπτήρα βάζοντας φωτιά στη φωτογραφία της.

    Μπορεί να μου πήρε σχεδόν τριάντα χρόνια αλλά σε συγχωρώ και μαζί σου συγχωρώ και τον εαυτό μου. Αναπαύσου εν ειρήνη…

    Άφησα τη φωτογραφία να πέσει μέσα στο νερό.

    Θα ανταμωθούμε στην απέναντι όχθη, Ishani μου. Όμως η ζωή μου εδώ δεν έχει τελειώσει. Έκανες την επιλογή σου, ήρθε η ώρα να κάνω και τη δική μου. Αντίο.

    - «Υπάρχει και η συγχώρεση» μου είπε η Μαριάνθη.
    - «Αυτό ακριβώς έκανα. Μου πήρε 30 χρόνια. Η λύτρωση έρχεται όταν ενωθεί η τέφρα με το νερό. Απλά το Βαρανάσι πέφτει λίγο μακρυά. Δεν πειράζει.»
    - «Όχι, Οδυσσέα των θαλασσών. Τα διαβατήρια τελετουργικά έχουν να κάνουν με την υπέρβαση. Άντε και με το χρόνο. Όχι με τον τόπο».

    Δεν της απάντησα. Τη χάιδεψα απαλά στο πρόσωπο.

    Χώρος και χρόνος είναι άρρηκτα δεμένοι μεταξύ τους Μαριάνθη.

    Έσκυψα και τη φίλησα.

    - «Μανώλη, γυρνάμε» του είπα.

    Κατεβήκαμε στην παραλία και καθίσαμε στην άμμο. Πήρα τη Μαριάνθη και την κράτησα στην αγκαλιά μου χωρίς να μιλάμε. Έγειρε πάνω μου και αφεθήκαμε στη σιωπή, να μας γεμίζουν οι ήχοι της θάλασσας. Τα ρούχα μας τα είχε νοτίσει η θάλασσα, η καθάρια αρμύρα του πελάγου. Η αρμύρα που εξάγνισε και καθάρισε την ψυχή μου από το θανάσιμο αμάρτημα που την τυραννούσε σχεδόν 30 χρόνια.

    Γιατί η Μαριάνθη… η Μαριάνθη που μέσα σε ένα μήνα είχε δει τόσο βαθιά μέσα στην ψυχή μου όσο κανείς άνθρωπος στη ζωή μου, είχε δίκιο: οι επιλογές ανήκουν σε αυτούς που τις έκαναν. Σε κανέναν άλλον.

    Θα ήθελα να τον γνωρίσω αυτόν τον άνθρωπο-ορόσημο στη ζωή της. Ένα «κλικ». Μπορεί να ήταν τόσο δύσκολο, τόσο ζόρικο, τόσο σκληρό αλλά δεν έπαυε να είναι απλό. Μια απόφαση. Γιατί δε χρειάζεται τίποτα παραπάνω για να αρχίσεις ένα νέο ταξίδι παρά ένα βήμα, ένα μικρό βήμα.

    Δεν ήμουν ακόμα σίγουρος τι κάνω μαζί της. Με γοήτευε ο τρόπος που με έβλεπε και με σαγήνευε ο τρόπος που την επιθυμούσα μα πάνω απ’ όλα ο τρόπος που αντιδρούσε στις επιθυμίες μου, πάντα πρόθυμη, πάντα υπάκουη.

    Μα πάνω από όλα… Εκεί.

    Κινήσαμε να επιστρέψουμε, νύχτωνε σιγά σιγά. Αλλάξαμε τα νοτισμένα ρούχα μας, συνδέθηκα στο Bluetooth του αυτοκινήτου και επέλεξα το τραγούδι. Έβαλα μπρος και ξεκινήσαμε.



    If the sky that we look upon
    Should tumble and fall
    Or the mountain should crumble to the sea


    I won't cry, I won't cry
    No, I won't shed a tear
    Just as long as you stand, stand by me


    - «Μαριάνθη;» της είπα.
    - «Πες μου» απάντησε κοιτάζοντάς με.
    - «Σήμερα δε θέλω να μου γράψεις αναφορά. Σήμερα το βράδυ, όταν γυρίσεις σπίτι σου, όταν αγκαλιάσεις τα παιδιά σου και φιλήσεις τον άνδρα σου, θέλω να βάλεις ένα ποτήρι κρασί και να το πιείς στην υγειά Εκείνου.»
    - «Θα το κάνω» μου είπε.
    - «Και μετά θα βάλεις ακόμα ένα ποτήρι κρασί και θα το πιείς στην υγειά μου.»

    Χαμογέλασε.

    - «Εσύ τι θα κάνεις, Οδυσσέα;»
    - «Θα βάλω το μενταγιόν στο κουτάκι των αναμνήσεων και θα το κλειδώσω στο χρηματοκιβώτιο. Μετά θα πιώ κι εγώ ένα ποτήρι κρασί. Θα το πιώ στην υγειά σου»

    Δεν μιλήσαμε άλλο στο υπόλοιπο της διαδρομής μέχρι την Κηφισιά. Πήγα πίσω από το σταθμό και σταμάτησα το αυτοκίνητο. Την έφερα πάνω μου και τη φίλησα απαλά στο στόμα.

    - «Από αύριο εννοείται ότι θα συνεχίσεις κανονικά τις αναφορές σου. Σε παρακαλώ δες αν έχεις χρόνο είτε την Παρασκευή είτε την Κυριακή να βρεθούμε, μετά έρχεται η Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα και δε θέλω να περιμένω μέχρι το επόμενο μάθημα σου για να βρεθούμε παρά μόνο αν δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.»
    - «Μέχρι πότε πρέπει να απαντήσω;» με ρώτησε.
    - «Μέχρι την Παρασκευή το μεσημέρι»
    - «Θα το κάνω» μου είπε.

    Της χάιδεψα απαλά το πρόσωπο.

    - «Σ’ ευχαριστώ» της είπα. Πήγε να πει κάτι αλλά της έβαλα το δάχτυλό μου στα χείλη της. «Πήγαινε»

    Την παρακολούθησα μέχρι που κατέβηκε την υπόγεια διάβαση για να πάει στο σταθμό.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --