Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Daybreak

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 1 Μαϊου 2022.

  1. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    τέτοιες μαλακίες κάναμε τότε και κοντέψαμε να χάσουμε τα νεφρά μας...

    για το κείμενο τι να πω... τρυφερά νοσταλγικό, κάθε φορά που το διαβάζω ταξιδεύω 30 χρόνια πίσω  
     
  2. skia

    skia Contributor

  3. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 8ο

    (Φοίβη)

    Δεν ξέρω πώς μου ήρθε… ή μάλλον ξέρω. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί και είχα ορέξεις. Είχε τελειώσει κάμποσες φορές στο χέρι μου. Την πρώτη φορά που πήγα στην τουαλέτα να πλυθώ, όπως τότε και με το μποξεράκι του, πήρα λίγο στο δάχτυλό μου και το έγλειψα. Από τη μια η σκέψη μου φαινόταν …κάπως αλλά από την άλλη… Δεν ξέρω. Μαρία και Ελένη το έκαναν και …δεν ξέρω, δεν ήθελα ο Ανδρέας μου να είναι ριγμένος.

    Μου άρεσε να του τον παίζω, τρελαινόμουν με την αίσθηση του να φουσκώνει και να σκληραίνει στο χέρι μου, μου άρεσε να τον βλέπω και να τον αγγίζω αν και ομολογώ ότι μου πήρε λίγο μέχρι να βρω το κουράγιο να του ζητήσω να κατεβάσει το μποξεράκι του.

    Είχα ορέξεις και ήθελα να τον κάνω να χαλαρώσει. Μου είχε προσφέρει πολύ δυνατό οργασμό και ήθελα να του το ανταποδώσω. Όταν μου είπε «σάλιωσέ τον μωρό μου» εκεί την πήρα την απόφασή μου. Θα το έκανα με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που είχε φανταστεί. Κρατώντας τον στη χούφτα μου χαμήλωσα, έκλεισα τα μάτια μου και τον πήρα στο στόμα μου.

    Η αίσθηση του όργανού του στο στόμα μου ήταν περίεργη. Όχι δυσάρεστη, σε καμία περίπτωση, αλλά περίεργη, πρωτόγνωρη. Η γεύση του επίσης ήταν κάτι πρωτόγνωρο όπως και η μυρωδιά του εκεί χαμηλά. Δεν μπορούσα να τη χαρακτηρίσω, δεν είχα με τίποτα να τη συγκρίνω.

    - «Φοίβη» μου είπε και του χαμογέλασα.
    - «Δε σου αρέσει μωρό μου;»

    Ήμουν σίγουρη ότι του άρεσε. Προφανώς και δε θα συνέχιζα αν ο ίδιος ήθελε να με σταματήσει. Δεν περίμενα, τον ξαναπήρα στο στόμα μου περίπου μέχρι τη μέση του.

    Όχι δόντια

    Προσπάθησα ξανά μόνο με τα χείλη μου.

    Καλύτερα έτσι.

    Τραβήχτηκα έξω έχοντας ίσα-ίσα το κεφαλάκι στα χείλη μου και άρχισα να τον παίζω όπως μου είχε πει να τον κάνω, απαλά και με κυκλικές κινήσεις. Πότε-πότε τον έπαιρνα ξανά στο στόμα μου, στη θεωρία θα μπορούσα να συνεχίσω μόνο έτσι αλλά για πρώτη φορά δε νομίζω ότι θα κατάφερνα να τον ικανοποιήσω.

    Συνέχισε για κάμποσή ώρα μέχρι που τον άκουσα να μου λέει «Τραβήξου»

    Τώρα ή ποτέ

    Έκλεισα τα μάτια μου και τον πήρα στο στόμα μου συνεχίζοντας να παίζω τη βάση του. Τον ένιωσα να δονείται μέσα μου και ένιωσα την πρώτη ριπή στον ουρανίσκο μου. Συνέχισε να κάνει σπασμούς και κάθε σπασμό τον ακολουθούσε μια ριπή. Ήταν αλμυρό. Όταν τέλειωσε τραβήχτηκα και κοίταξα τον Ανδρέα στα μάτια.

    Τον «θα χορέψετε μαζί μου δεσποινίς;» Ανδρέα. Τον Ανδρέα μου.

    Κατάπια.

    - «Θα σου φέρω μια χαρτοπετσέτα» μου είπε.
    - «Δε χρειάζεται» του απάντησα χαμογελαστή.

    Μου έκανε νόημα να πάω στην αγκαλιά του και με φίλησε βαθιά.

    Και την πρώτη μέρα που είχε αυτοκίνητο μου ήρθε περίοδος. Είναι να μη σε θέλει, σπάστηκα πολύ που θα του χαλούσα την πρώτη εκδρομή με τους φίλους του. Του ζήτησα να πάει, πραγματικά ήθελα να πάει αλλά εκείνος προτίμησε να κάτσει μαζί μου. Και όχι απλά κάθισε μαζί μου αλλά μου πήρε σοκολάτα, μου πήρε πατατάκια, ανέχτηκε τη γκρίνια μου, με πήρε αγκαλίτσα όταν με είχε λυγίσει ο πόνος, με χάιδεψε. Ήταν τρυφερός, ήταν υπέροχος. Πώς να μην κάνει την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά;

    Από την πρώτη στιγμή που τον είδα ακόμα και μετά από 4,5 χρόνια η καρδιά μου είχε αρχίσει να χτυπάει και πάλι, όπως τότε, όπως με εκείνο το χορό. Η Μαρία και η Ελένη μου το έλεγαν και μου το ξαναέλεγαν ότι τα αισθήματα ήταν αμοιβαία και εγώ δεν τολμούσα να το δεχτώ. Και είχαν δίκιο, είχαν απόλυτο δίκιο.

    Το πρώτο μας φιλί στη Χιτζάζ… πόσες και πόσες φορές δεν το έχω παίξει σε επανάληψη μέσα στο κεφάλι μου. Να φωνάζει ενθουσιασμένος «το τραγούδι μας!» και να με σφίγγει στην αγκαλιά του. Να σηκώνω το βλέμμα μου να τον κοιτάξω. Να με φιλάει. Να νιώθω ότι δεν με κρατάνε τα πόδια μου, να νιώθω ότι θα σωριαστώ στο πάτωμα.

    Ήταν υπέροχος σήμερα. Υπέροχος.

    - «Θέλω κάτι αλμυρό» του είπα.
    - «Πάω να σου φέρω τα πατατάκια σου» μου είπε και σηκώθηκε.

    Πατατάκια αργότερα.

    Κάθισα στο κρεββάτι με τα πόδια στο πάτωμα. Ήρθε και μου έδωσε τα πατατάκια προσπαθώντας να καταλάβει γιατί είμαι εκεί. Πήρα τα πατατάκια και τα πέταξα στην άκρη. Του κατέβασα το παντελόνι και το μποξεράκι. Δεν ήταν ερεθισμένος. Έσκυψα και τον πήρα όλο στο στόμα μου. Χρησιμοποίησα μόνο χείλη και γλώσσα μέχρι που άρχισε να μεγαλώνει και να θεριεύει. Τραβήχτηκα και τον ξαναπήρα στο στόμα μου, πλήρως ερεθισμένο, όσο μπορούσα.

    Διαπίστωσα ότι μπορούσα αρκετά βαθιά πριν νιώθω ότι πνίγομαι. Δεν έχω ιδιαίτερα ευαίσθητο gag reflex, το να κάνω εμετό βάζοντας το δάχτυλο στο στόμα μου ήταν άσκηση υπομονής. Σε αυτό ωστόσο που έκανα στον Ανδρέα αυτή τη στιγμή ήταν πλεονέκτημα. Κρατώντας τον από τη μέση άρχισα να κουνώ το κεφάλι μου μπρος πίσω παίρνοντάς τον όσο βαθιά μπορούσα. Σήκωσα το βλέμμα μου κλεφτά, ο Ανδρέας είχε κλείσει τα μάτια του απολαμβάνοντας την αίσθηση του στοματικού που του πρόσφερα.

    Τον άφησα από τη μέση που τον κρατούσα και με το αριστερό μου χέρι τον χούφτωσα στη βάση ενώ με το δεξί μου του χούφτωσα τα μπαλάκια. Άρχισα να τον παίζω με το αριστερό, πάντα κάνοντας τις κυκλικές κινήσεις που μου είχε πει ενώ ταυτόχρονα τον έπαιρνα στο στόμα μου μέχρι το σημείο πριν βρει στη χούφτα μου. Μου άρεσε απίστευτα η αίσθηση, ήταν υπέροχο. Τον είχα στα χέρια μου και στο στόμα μου και ο Ανδρέας στέναζε από ευχαρίστηση.

    Αύξησα την ταχύτητα μου. Ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι μου και με χάιδευε στα μαλλιά όσο εγώ τον έπαιζα με τα χέρια, με τα χείλη και με τη γλώσσα μου. Τον ένιωσα να αρχίζει να δονείται, κατάλαβα ότι το τέλος ήταν κοντά.

    - «Φοίβη» μου είπε για να με προειδοποιήσει να τραβηχτώ αλλά εγώ αντιθέτως τον πήρα πιο βαθιά στο στόμα μου και τον ένιωσα και πάλι να κάνει σπασμούς, με κάθε σπασμό να τον συνοδεύει το ζεστό του σπέρμα. Αλμυρό ήθελα, αλμυρό πήρα. Αυτή τη φορά δεν το κράτησα στο στόμα μου, κατάπια την κάθε ριπή του μέχρι που σταμάτησε να συσπάται και έμεινε ακίνητος μέσα στο στόμα μου. Σφίγγοντας τα χείλη μου τράβηξα σιγά-σιγά το κεφάλι μου και όταν βγήκε από το στόμα μου σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα.

    Δεν είπε κάτι, με σήκωσε και με φίλησε βαθιά και πάλι.

    - «Σ’ ευχαριστώ μωρό μου» μου είπε και συμπλήρωσε «Δεν βλέπω την ώρα να στο ανταποδώσω»
    - «Μόνο αν το θες κι εσύ» του είπα.
    - «Αν το θέλω λέει; Ξέρεις… είναι από τις φαντασιώσεις μου αυτό»
    - «Να μου κάνεις στοματικό;» τον ρώτησα.
    - «Εμ τι, μακαρονάδα με σάλτσα;»
    - «Δε θα μου κάνεις μακαρονάδα με σάλτσα;» τον πείραξα.
    - «Καλό θα ήταν να το αποφύγουμε!»
    - «Καλά, δεν πειράζει! Μου έφερες πατατάκια και μου πήρες και milkshake.»

    Ξαπλώσαμε στο κρεββάτι και κάθισα στην αγκαλιά του. Άρχισα να τρώω πατατάκια.

    - «Δε μου λες» τον ρώτησα μασουλώντας και με καμία αίσθηση του timing «τι άλλες φαντασιώσεις έχεις;»
    - «Εεεε» ξεκίνησε να λέει.
    - «Μη μου πεις ότι ντρέπεσαι!» του είπα συνεχίζοντας να μασουλάω.
    - «Δηλαδή εσύ αν σε ρώταγα το ίδιο δε θα ντρεπόσουν να μου πεις;»
    - «Ας πρόσεχες, σε πρόλαβα!» του είπα.
    - «That’s not fair!»
    - «Life is a bitch, yada yada yada! Τώρα μολόγα. Χμμμ…, δεν πιστεύω να σκέφτεσαι άλλες;»
    - «Εεεε» άρχισε να λέει πάλι.
    - «ΙΙΙΙ, αυτό ήταν! Με απατάς στις φαντασιώσεις σου;»
    - «Θα σου φανεί περίεργο αλλά ένιωθα λίγο περίεργα να φαντασιωθώ κάτι μαζί σου. Όχι ότι δεν το έκανα, ψεύτης μην είμαι, αλλά πραγματικά ήταν κάπως περίεργο. Όπως και να έχει τις τελευταίες μέρες με… με αυτά που κάνουμε δεν έχει χρειαστεί να καταφύγω στη… ξέρεις… οπότε!»
    - «Άσε τις υπεκφυγές» του είπα. «Για λέγε, μολόγα τα όλα!»
    - «Ναι αλλά να θυμάσαι ότι σου πήρα σοκολάτα και πατατάκια και σε πήγα για κρέπα σοκολάτα και milkshake!»
    - «Τα ελαφρυντικά θα ληφθούν υπόψη στην ετυμηγορία» του είπα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια. «Και τώρα μολόγα τα όλα.»
    - «Εεεε Ε!. Τι να σου πω… είχα φαντασιωθεί αυτό που μου έκανες, είχα φαντασιωθεί να σου κάνω εγώ το ανάλογο και φυσικά έχω φαντασιωθεί να κάνουμε και έρωτα.»
    - «Χμμμ» είπα μασουλώντας πατατάκια.
    - «Και έχω φαντασιωθεί και το κωλαράκι σου» μου δήλωσε. Σταμάτησα να μασουλάω.
    - «Εννοείς…;»
    - «Guilty as charged» είπε.

    Οκ, αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Αυτά που είχε φαντασιωθεί ο κύριος τα είχα φαντασιωθεί κι εγώ αλλά όχι αυτό. Από την άλλη, ψεύτρα μην είμαι, μου άρεσε όταν μου χάιδευε τον απαυτό μου ή ακόμα και όταν περνούσε το δάχτυλό του μέσα από τη σχισμή μου αλλά το άλλο ήταν τελείως διαφορετικό πράγμα.

    - «Δε μιλάς και με αγχώνεις» μου είπε. «Σε πείραξε;»
    - «Που το φαντασιώνεσαι, όχι» του είπα ειλικρινά.
    - «Εσύ τι φαντασιώνεσαι» με ρώτησε.
    - «Τα ίδια πάνω-κάτω εκτός από το τελευταίο που είπες.»
    - «Φαντασίωση είναι Φοίβη μου, δεν είπα ότι θα το κάνουμε ντε και σώνει!»
    - «Έχεις κάνει σεξ, έτσι;» τον ρώτησα.
    - «Ναι, έχω κάνει. Μη νομίζεις, εδώ στην Κρήτη έχασα την παρθενιά μου, στο πρώτο έτος με μια δευτεροετή μαθηματικό.»
    - «Και τι έγινε μετά;»
    - «Τι να γίνει; Ένα χρόνο μετά τα χαλάσαμε.»
    - «Γιατί;» τον ρώτησα.
    - «Μάλλον με βαρέθηκε, τι να σου πω. Δεν κατάλαβα, εγώ ήμουν ερωτευμένος μαζί της αλλά εκείνης της πέρασε, τι να σου πω. Μήπως μου έπεφτε και λόγος;»
    - «Και μετά;»
    - «Μετά στο δεύτερο έτος με μια συμφοιτήτριά μου. Ούτε αυτό στέριωσε, δύο μήνες. Βέβαια εκεί τα πράγματα ήταν αντίθετα, εκείνη ήταν η ερωτευμένη κι εγώ όχι. Όταν κατάλαβα ότι δεν πρόκειται, της ζήτησα να χωρίσουμε. Είχε λίγο δράμα εκεί αλλά τέλος πάντων.»
    - «Και μετά;»
    - «Μετά ένα one night stand στο πάρτι του χημικού και μετά η Έλσα, καλά πήγε αυτό.»
    - «Με αυτή κάνατε σεξ;»
    - «Ναι, κάναμε. Με εκείνη το κάναμε και… και αλλιώς. Αλλά αυτό που μου έκανες εσύ σήμερα εις διπλούν δεν μου το είχε κάνει καμία. Εννοώ… μέχρι τέλους. Συνήθως ήταν, ξέρεις, για foreplay.»
    - «You have been busy» του είπα πειράζοντάς τον.
    - «Ναι, δεν έχω παράπονο» μου είπε. «Ελπίζω… ελπίζω να μη χαλάστηκες.»
    - «Γιατί να χαλαστώ; Το παρελθόν είναι παρελθόν. Δηλαδή το δικό σου, το δικό μου ήταν λευκή σελίδα πριν τα φτιάξουμε.»
    - «Δεν έχει σημασία. Δεν έχω αισθανθεί για καμία έτσι όπως αισθάνομαι για σένα» μου είπε και με φίλησε βαθιά. Φιλιόμασταν για αρκετή ώρα, μου άρεσε πως άδειαζε το μυαλό μου παραδομένη στο φιλί του μέσα στη ζεστή του αγκαλιά. Ένιωθα ότι εκεί δε με αγγίζει τίποτα.

    Τον άφησα και πήγα μέσα να αλλάξω σερβιέτα. Η πρώτη μέρα συνοδευόταν πάντα από πόνους και έντονη αιμορραγία. Ο πόνος είχε αρχίσει σιγά-σιγά να επιστρέφει αλλά τα ponstan δεν ήταν καραμέλες, θα έπρεπε να κάνω υπομονή. Έπλυνα τα χέρια μου και γύρισα στο κρεββάτι.

    - «Ανδρέα, έχεις άλλο μαξιλάρι;» τον ρώτησα.
    - «Ναι, έχω ένα ακόμα. Δε βολεύεσαι;»
    - «Θέλω να έχω κάτι πάνω στην κοιλιά μου όταν κουλουριαστώ» του απάντησα.

    Σηκώθηκε και πήγε στη ντουλάπα και βρήκε το τρίτο μαξιλάρι. Βρήκε και τη μαξιλαροθήκη και την έβαλε στα γρήγορα στο μαξιλάρι. Ξάπλωσα γυρνώντας προς τον τοίχο. Μου έδωσε το μαξιλάρι και το έβαλα στην κοιλιά μου. Φορούσα ήδη τις κάλτσες μου και τα πόδια μου ήταν ζεστά. Ο πόνος άρχισε να αυξάνεται και κουλουριάστηκα. Ξάπλωσε δίπλα μου και με σκέπασε καλά-καλά με κουβερτούλα. Μετά πέρασε το χέρι του κάτω από το μαξιλάρι μου και με πήρε spoon hug.

    - «Πονάς, καρδούλα μου;» με ρώτησε.
    - «Λίγο… κράτα με σφιχτά σε παρακαλώ» του είπα και με έσφιξε πάνω του.

    Ανασηκώθηκε και με φίλησε τρυφερά στο μάγουλο.

    - «Καληνύχτα Φοίβη μου»
    - «Καληνύχτα μωρό μου» του απάντησα.

    Οι ρυθμικές του ανάσες άρχισαν να με νανουρίζουν. Ένιωθα ζέστη και ασφάλεια. Παρά τους πόνους ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω.

    Ξύπνησα γύρω στις 10:00 και ξεκουλουριάστηκα. Χθες είχα κοιμηθεί με πόνο αλλά όταν ξύπνησα δεν πονούσα. Ευχήθηκα να συνεχίσει έτσι και η υπόλοιπη μέρα. Γύρισα ανάσκελα και τεντώθηκα. Ο Ανδρέας δεν ήταν στο κρεβάτι. Σηκώθηκα, έβαλα τις παντόφλες μου και πήγα μέσα. Ο Ανδρέας ήταν στο σαλόνι και διάβαζε πίνοντας τον καφέ του. Με κατάλαβε ότι ξύπνησα και γύρισε και μου χαμογέλασε.

    - «Καλημέρα μωρό μου» μου είπε.
    - «Καλημερούδια» του είπα νυσταγμένη. «Έχεις ώρα που σηκώθηκες;»
    - «Καμιά ωρίτσα, πέσαμε νωρίς χθες για ύπνο και δεν νύσταζα άλλο. Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω και έτσι ήρθα μέσα. Δε σου έφτιαξα καφεδάκι γιατί δεν ξέρω αν θέλεις ζεστό ή κρύο αλλά σου έχω φτιάξει πορτοκαλάδα. Είχαμε τις πίτσες που πήραμε χθες, τις ζέστανα και τις δύο και τη δική μου την έφαγα. Η δική σου είναι μέσα στο φούρνο για να κρατηθεί ζεστή. Η πορτοκαλάδα είναι στο ψυγείο»
    - «Σε ευχαριστώ μωρουλίνι μου» του είπα και πήγα και του έδωσα ένα φιλάκι στα μαλλιά.

    Πήγα στο μπάνιο, έκανα την πρωινή μου τουαλέτα και άλλαξα σερβιέτα. Η ροή δεν είχε ελαττωθεί, όχι ότι περίμενα να γίνει κάτι τέτοιο από την πρώτη μέρα. Έπλυνα τα δόντια μου και γύρισα στο σαλόνι να δώσω ένα καλό φιλάκι στον Ανδρέα. Μετά πήγα στο δωμάτιο και έβγαλα τις πιτζάμες μου και έβαλα φόρμα. Μετά, αφού έδωσα ακόμα ένα φιλάκι στον Ανδρέα κερδίζοντας ένα γλυκό χαμόγελο, πήγα στην κουζίνα και έβαλα νερό στο βραστήρα, δεν ήθελα κρύο καφέ. Έφτιαξα τον καφέ μου και πήρα από το ψυγείο την πορτοκαλάδα και την ήπια μονορούφι. Διψούσα! Έβγαλα την πίτσα από το φούρνο, ήταν ακόμα ζεστή. Πήρα πίτσα και καφέ και πήγα μέσα.

    - «Τι διαβάζεις;»
    - «Για τη σχολή» μου απάντησε. «Πώς είσαι; Πονάς σήμερα;»
    - «Όλως παραδόξως όχι» του είπα. «Μακάρι να συνεχίσει έτσι.»

    Αποφάσισα να μην πάρω ponstan αν δεν άρχιζε και πάλι ο πόνος. Έφαγα την πίτσα μου ή τουλάχιστον προσπάθησα, δεν πεινούσα πολύ.

    - «Θες να φας εσύ την υπόλοιπη, δεν πεινάω άλλο.»
    - «Όχι ματάκια μου, βάλ’ τη στο φούρνο αν είναι.»
    - «Ουφ, ξέχασα να φέρω τις σημειώσεις μου και έχω ασκήσεις απειροστικού και μιγαδικούς να κάνω.»
    - «Θέλεις να πάμε σπίτι να πάρουμε τα βιβλία σου; Και τώρα που το σκέφτομαι καλό θα ήταν να πάμε, να πάρεις και κανένα ρούχο να αφήσεις εδώ, να έχεις άμα χρειάζεται.»
    - «Χμμμ» είπα προσπαθώντας να σκεφτώ. «Καλή ιδέα αν και θα πρέπει να πάμε έτσι και αλλιώς από το σπίτι το απόγευμα, έχω να ταΐσω και τον Σίμπα και τα γατάκια. Και έχω να ταΐσω και εσένα.»
    - «Μπορούμε να πάμε στην Αθηνά, Φοίβη μου, δε χρειάζεται τώρα να κάθεσαι να μαγειρεύεις.»
    - «Όχι, σου έχω τάξει κοκκινιστό κατσαρόλας σήμερα!»
    - «Είσαι σίγουρη;»
    - «Σιγουρότατη. Λοιπόν, πάρε τι ρούχα θα φορέσεις αύριο στο πανεπιστήμιο και τα τετράδιά σου για αύριο.»
    - «Σου χαλάω εγώ χατίρι;» μου είπε χαμογελαστός. Σηκώθηκε να πάει μέσα αλλά εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. «Ναι; Έλα Τάσο, πώς τα περάσατε χθες; Τι; Σοβαρά; Πήρες οδική; Εσύ δε θα πας μαζί τους; Ναι, ναι. Φυσικά, το ρωτάς; Πού είναι τώρα; Ε, ας κάτσουν εκεί να πιούν το καφεδάκι τους και έρχομαι και τις παίρνω. Όχι ρε, τι ΚΤΕΛ. Να παλουκωθούν κάτω. Ναι, εντάξει. Ε, καμιά ώρα φαντάζομαι. Θα τη ρωτήσω αν μπορεί να έρθει, εννοείται. Ναι. Ωραία. Ωραία, τα λέμε αύριο στο κυλικείο». Γύρισε προς τα μένα «Φοίβη, το αυτοκίνητο του Τάσου του έμεινε και θα του το φέρει η οδική στο Ηράκλειο. Θα πάω να πάρω Ελένη και Μαρία για να μην γυρίζουν με ΚΤΕΛ. Θέλεις να έρθεις μαζί; Εννοώ, μπορείς;»
    - «Ναι, ναι, φυσικά και μπορώ. Δεν με πονάει καθόλου, ε θα πάρω και ένα ponstan μαζί μου καλού κακού. Α, να θυμηθούμε να σταματήσουμε στο περίπτερο να πάρουμε και ένα μπουκάλι νερό. Εχμ, με τη φόρμα θα έρθω!»
    - «Ναι καρδούλα μου με τη φόρμα. Αν θέλεις βέβαια και έχεις και διάθεση μπορούμε να πιούμε εκεί το καφεδάκι μας και να φάμε κιόλας και μετά να φύγουμε. Δεν πήγαμε χθες, ας πάμε σήμερα!»
    - «Και το μοσχάρι;»
    - «Ε, βάλ’το στην κατάψυξη και το φτιάχνουμε άλλη μέρα.»

    Η αλήθεια είναι ότι ήθελα να βγω λίγο έξω οπότε γιατί όχι;

    - «Ανδρέα, δε θέλω να έρθω με τη φόρμα. Να περάσουμε λίγο από το σπίτι να αλλάξω»
    - «Εντάξει ματάκια μου»

    Ο Ανδρέας πήγε στο δωμάτιο και έβγαλε τη φόρμα του και έβαλε ένα τζιν και ένα πουκάμισο. Έκανε αρκετή ζέστη οπότε γύρισε τα μανίκια.

    - «Ανδρέα, πάρε τα πράγματά σου για αύριο και ό,τι έχεις για διάβασμα, θα διαβάσουμε το απογευματάκι»
    - «Καλά που το είπες» μου είπε και πήρε την τσάντα του και έβαλε μέσα ένα τετράδιο, ένα βιβλίο και ένα χοντροδεμένο πακέτο σημειώσεων.

    Σε τρία λεπτά ήμασταν σπίτι.

    - «Ανδρέα, θα κάνω ένα ντουζάκι πρώτα, μπανιέρα μπορεί να μην έχω, έχω όμως ηλιακό!»
    - «Ωραία, θα πεταχτώ στο περίπτερο να πάρω το μπουκάλι με το νερό.»
    - «Θα αφήσω τα κλειδιά στην εξώπορτα» του είπα και πήγα προς το σπίτι ενώ εκείνος κατέβηκε προς το περίπτερο. Ο Σίμπα ήρθε να με υποδεχτεί και έκανε λες και είχε να με δει από πέρσι. «Σιγά βρε, σίχαμα» τον μάλωσα τρυφερά όταν σκαρφάλωσε πάνω μου και μου έγλειψε τη μύτη. Με το Σίμπα μπλεγμένο στα πόδια μου πήγα σπίτι. Ξεκλείδωσα, τον χάιδεψα και αφήνοντας τα κλειδιά πάνω, μπήκα μέσα. Πήγα στα γρήγορα και διάλεξα τα εσώρουχα και τα ρούχα που θα φορέσω και μπήκα στο μπάνιο.

    Το καυτό νερό ήταν απόλαυση. Άκουσα κάποια στιγμή την πόρτα να χτυπάει.

    - «Το πήρα το νερό» τον άκουσα να μου λέει.
    - «Βγαίνω σε πέντε λεπτά» του είπα.

    Η αλήθεια είναι ότι κάθισα άλλα δέκα. Τυλίχτηκα με το μπουρνούζι μου και πήρα μαζί μου μια σερβιέτα και την έβαλα στην τσέπη του. Σκούπισα τα μαλλιά μου και τα τύλιξα με την πετσέτα και βγήκα έξω. Ο γλυκούλης μου μού είχε πάρει εκτός από δύο μπουκάλια νερό και μια σοκολάτα, μιας και αυτές που μου είχε πάρει χθες, δηλαδή τις δύο που είχαν μείνει, τις είχαμε αφήσει σπίτι του.

    - «Μωρό μου εσύ» του είπα και του έσκασα ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο. Με άρπαξε και με φίλησε στο στόμα. Άνοιξα το μπουρνούζι μου και του έδειξα τα στήθη μου για να τον πειράξω.
    - «Δε μας βλέπω να πηγαίνουμε Ρέθυμνο» με απείλησε και του έβγαλα τη γλώσσα. Όπως ήταν ανοιχτό το μπουρνούζι πέρασε το χέρι του από μέσα και μου έχωσε μια σιγανή στον κώλο κάνοντάς με να χαχανίσω. «Allez!» μου είπε και μου έχωσε και δεύτερη, πιο δυνατή.

    Χμμμ Me like-y!

    Έβαλα τα εσώρουχά μου -και παραλίγο να ξεχάσω τη σερβιέτα!- και ντύθηκα στα γρήγορα. Πουκάμισο κι εγώ με τζιν παντελόνι και τα sneackers μου. Επέστρεψα στο μπάνιο και στέγνωσα τα μαλλιά μου.

    - «Έτοιμη!» του ανακοίνωσα.
    - «Ωραία» είπε και έκλεισε το τετράδιο στο οποίο έγραφε. «Πάμε!»

    Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε. Όταν περάσαμε τη γέφυρα, έστριψε και πάλι αριστερά στο φανάρι αλλά όταν ανεβήκαμε εθνική και σε αντίθεση με τον Τάσο που είχε στρίψει αριστερά, στρίψαμε δεξιά και πήραμε το δρόμο για το Ρέθυμνο.

    Δε μιλήσαμε πολύ στη διάρκεια της διαδρομής, εκείνος οδηγούσε και εγώ την απολάμβανα ως επιβάτης. Πού και πού μου έλεγε πώς λεγόταν το μέρος από το οποίο περνούσαμε. Ο δρόμος δεν ήταν ο καλύτερος αλλά η διαδρομή τουλάχιστον ήταν όμορφη. Γύρω στη μία ώρα αργότερα φτάσαμε Ρέθυμνο, κατεβήκαμε προς το λιμάνι και παρκάραμε. Βγήκαμε έξω και πήγαμε στην καφετέρια στην οποία είχε πει ο Τάσος πως θα μας περίμεναν τα κορίτσια. Δεν αργήσαμε να τη βρούμε.

    - «Καλημέρες!» τους είπε ο Ανδρέας
    - «Καλώς τους» είπε η Μαρία.

    Μιας και Μαρία και Ελένη καθόντουσαν απέναντι, κάθισα δίπλα στην Ελένη και ο Ανδρέας κάθισε δίπλα στη Μαρία.

    - «Πώς είσαι;» με ρώτησε η Ελένη.
    - «Καλύτερα σήμερα, ομολογώ. Χθες not so much αλλά ας είναι καλά το μωρουλίνι μου» της είπα κάνοντας τον Αντρέα να κοκκινήσει ελαφρώς.
    - «Τι έκανε το μωρουλίνι σου;» ρώτησε η Μαρία
    - «Τι δεν έκανε! Μου πήρε σοκολάτες, μου πήρε πατατάκια, με πήγε το βράδι για κρέπα, δε με πέταξε έξω με τις κλωτσιές το απόγευμα που με είχε πιάσει η γκρίνια αλλά συνέχισε να μου διαβάζει Moby Dick απειλώντας με μόνο τρεις φορές ότι θα με δέσει σα σαλάμι και θα με φιμώσει, ήταν ένας γλύκας!»
    - «Awwwww» έκαναν και οι δύο.
    - «Εσείς πώς τα περάσατε; Ο Νίκος που είναι;»
    - «Ο Νίκος έχει βαφτίσια στις 13:00, θα έρθει αργά το βράδυ Ηράκλειο. Μια χαρά περάσαμε χθες, πήγαμε, φάγαμε και διαπιστώσαμε μετά ότι δεν έπαιρνε μπρος το αυτοκίνητο.»
    - «Και;»
    - «Ο γνωστός Τάσος. Ε, αφού δεν παίρνει που δεν παίρνει, πάμε να βρούμε ένα δωμάτιο να πέσουμε να ξεραθούμε αργότερα και πάμε για clubbing, να πιώ κι εγώ μια φορά ο χριστιανός!» είπε η Ελένη.
    - «Χαχα, λύσσα κακιά» είπε ο Ανδρέας. «Πρακτικός, πρακτικότατος όμως!»
    - «Ναι λες και δεν τον ξέρεις, τίποτα δε του χαλάει το ζεν!»
    - «Και πώς περάσατε μετά;»
    - «Ήπιε τις κάλτσες του, όπως το είχε δηλώσει. Το club ανήκει σε ένα ξάδερφο του Νίκου και μας τρέλανε στα κεράσματα. Ούτε που ξέρω πως βρήκαμε το δωμάτιο που νοικιάσαμε» είπε η Μαρία.
    - «Και στις 09:00 το πρωί σηκώθηκε ο καλός σου σα να μην τρέχει τίποτα. Εμένα και της Μαρίας μας πήρε κάμποση ώρα να καταλάβουμε ποιες είμαστε, πού είμαστε, γιατί είμαστε και τα ρέστα» συμπλήρωσε η Ελένη.

    Παραγγείλαμε και μας έφεραν και εμάς τους καφέδες μας. Δεδομένου ότι αυτόν που είχα φτιάξει στο σπίτι του Ανδρέα δεν πρόλαβα να τον πιώ, ήθελα καφέ απελπισμένα. Συζητούσαμε περί ανέμων και υδάτων και εκεί έσκασε ο Νίκος

    - «Βρε καλώς τον, δεν έχεις βαφτίσια εσύ;»
    - «Έχω έχω, βασικά Ανδρέα εσένα θέλω, μια βοήθεια.»
    - «Ευχαρίστως, αν μπορώ!»
    - «Μπορείς! Με το αυτοκίνητο δεν ήρθατε;»
    - «Ναι!»
    - «Το αυτοκίνητο του αδερφού μου έπαθε Τάσο και πρέπει να πάμε κάποια πράγματα στην εκκλησία και δεν μπορώ να τα πάρω με το μηχανάκι. Μπορείς να έρθεις να βοηθήσεις;»
    - «Ναι ρε το ρωτάς;»
    - «Δε θα αργήσουμε, σε μισή ώρα το πολύ θα είναι πίσω» μας είπε ο Νίκος. Ανέβηκαν στο μηχανάκι και ξεκίνησαν να πάνε εκεί που είχε παρκάρει ο Ανδρέας.
    - «Μωρή, λέγε τι μου κάνατε» είπε η Μαρία στην Ελένη κάνοντας την τελευταία να βάλει τα γέλια.
    - «Εμείς μωρή ή εσύ που ξεβρακώνεσαι και μετά κατηγορείς εμάς;»
    - «Τι έγινε ρε παιδιά;» ρώτησα.
    - «Ξύπνησα χωρίς εσώρουχο!» είπε η Μαρία κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Δεν έχω ιδέα, αλήθεια σου λέω. Όταν ξαπλώσαμε στο κρεββάτι έπεσα ξερή, με ξύπνησες εσύ ρωτώντας με γιατί δε φοράς κιλότα! Λες και τη φορούσα εγώ να πούμε!»
    - «Να ήμουν μυγάκι στον τοίχο» τους είπα ξεκαρδισμένη.
    - «Και δεν την βρήκα κιόλας και την είχα χρυσοπληρώσει!» συνέχισε
    - «Ψάξατε καλά;»
    - «Σηκώσαμε το δωμάτιο, σου λέω! Μάλλον η κυρία την ξέχασε στην τουαλέτα του club που πήγε να βγάλει τα μάτια της με το Νίκο χθες το βράδυ και κατηγορεί εμάς επί αποπλανήσει!»
    - «Χμμμ, λες;» είπε η Μαρία σκεπτική.
    - «Εγώ ξέρω πάντως ότι τη δική μου τη φορούσα μετά!»
    - «Α, εσείς του δώσατε και κατάλαβε χθες!»
    - «Του δώσαμε αλλά δεν κατάλαβε» είπε η Ελένη. «Ο Τάσος είχε γίνει ντίρλα και έμεινα με την όρεξη» μας είπε κάνοντάς εμένα και τη Μαρία να βάλουμε τα γέλια.
    - «Μία σου και μία του» της είπα. «Αυτό δεν του ‘κανες εσύ στο αυγό του κόκορα;»
    - «Είναι και αυτό» απάντησε η Ελένη.
    - «Εσείς τι κάνατε;» με ρώτησε η Μαρία.
    - «Εμείς… χθες το πρωί κατεβήκαμε και πήραμε το αυτοκίνητο από το καράβι και μετά κάναμε μια βόλτα και φτάσαμε μέχρι τα Πεζά. Είχαμε ξενυχτίσει λίγο είναι η αλήθεια οπότε όταν γυρίσαμε πέσαμε ξεροί για ύπνο…»
    - «Κάτσε ρε, δεν ήρθατε Χιτζάζ για να μην ξενυχτίσετε και ξενυχτίσατε;» ρώτησε η Μαρία.
    - «Θα σας πω μετά!» τους είπα χαμογελώντας αινιγματικά. «Λοιπόν, πέσαμε ξεροί για ύπνο αλλά όταν ξύπνησα μου είχε έρθει περίοδος. Επειδή την πρώτη μέρα έχω πόνους δεν ήξερα αν θα τα καταφέρω να έρθω το βράδυ μαζί. Του είπα να έρθει μόνος του και μόνο που δε με δάγκωσε, το μωρό μου!»
    - «Σιγά, τρέχουν τα σιρόπια» είπε η Ελένη.
    - «Ε, αφού!» της είπα. «Είπαμε τέλος πάντων να πάμε σπίτι μου ώστε αν ήμουν τελικά σε θέση να έρθω κι εγώ να ετοιμαστώ για να φύγουμε. Μου πήρε σοκολάτα! Και μετά πατατάκια! Είναι γλύκας! Όταν κατάλαβα ότι δε θα μπορέσω να έρθουμε Ρέθυμνο, πήγαμε Χαλκιαδάκη και πήρα σαμπουάν, μαλακτικό και αφρόλουτρο να έχω σπίτι του. «Έχω μπανιέρα σπίτι μου, να κάνεις ζεστό μπανάκι αν χρειαστεί», έτσι μου είπε! Πήρα και μοσχάρι φιλέτο και του έφτιαξα σνίτσελ Χόφμαν. Φάγαμε και μετά το απόγευμα μου διάβαζε Moby Dick και εγώ του γκρίνιαζα γιατί πονούσα και το βράδυ που ήθελα κρέπα κατεβήκαμε στα Λιοντάρια και μου πήρε και milkshake σοκολάτα!»
    - «Αυτός όχι λαμαρίνα, ολόκληρo σιδεράδικο έχει δαγκώσει!» είπε η Μαρία.
    - «Και μετά…» τους είπα και σταμάτησα.
    - «Και μετά;» ρώτησαν και οι δύο.
    - «Του έκανα πίπα!» τους είπα ντροπαλά και κέρδισα δυο πεσμένα σαγόνια.
    - «What? What?» ρώτησε η Μαρία.
    - «Δεν ξέρω πως μου ήρθε… δηλαδή ξέρω πως μου ήρθε… αλλά δεν ξέρω πως μου ήρθε!»
    - «Θα μας τρελάνει αυτή!» είπε η Ελένη.
    - «Προχθές ο λόγος που …ξενυχτίσαμε είναι γιατί δεν μπορούσε να τον πάρει ο ύπνος. Ξύπνησα κάποια στιγμή και τον είδα να κοιτάζει το ταβάνι και μου είπε ότι είχε υπερένταση. Εγώ από την άλλη ξύπνησα με ορεξούλες. Ε… με έκανε και είδα το Θεό με το χέρι του… σας το είπα ότι έχουμε προχωρήσει.»
    - «Ναι, μας το είπες»
    - «Ε, πήγα να του το ανταποδώσω και κάποια στιγμή… ε, μου ‘ρθε και τον πήρα στο στόμα. Και το ένα έφερε το άλλο…»
    - «Σε προειδοποίησε;» με ρώτησε η Ελένη;
    - «Και τις δύο φορές. Την μία όπως τον έπαιζα τον πήρα στο στόμα μου και τέλειωσε εκεί… τη δεύτερη τον είχα ήδη» τους είπα χαμογελώντας αμήχανα.
    - «Κοίτα να δεις το μικρό!» είπε η Μαρία.
    - «Με φίλησε και τις δύο φορές, αμέσως μόλις κατάπια» τους είπα.
    - «Μωρή, κατάπιες κι από πάνω;» ρώτησε η Ελένη.
    - «Ε, τι, έτσι θα τον άφηνα! Άλλωστε τη δεύτερη φορά του είπα θέλω κάτι αλμυρό πήγε και μου έφερε πατατάκια ο αθώος!» είπα και έβαλα τα γέλια παρασύροντας και τις δυο τους.
    - «Κοίτα να δεις το μικρό, δις» είπε η Μαρία όταν ηρέμισαν από τα γέλια.
    - «Και μετά είπαμε και για τις φαντασιώσεις μας. Εκεί η αλήθεια είναι ότι ζορίστηκα λίγο όταν μου είπε ότι έχει φαντασιωθεί τον απαυτό μου»
    - «Ναι, σιγά που δε θα το έκανε. Αλλά γιατί ζορίστηκες;»
    - «Έλα ντε; Δεν είναι ότι μου είπε στήσου κι έρχομαι. Δεν ξέρω… μου αρέσει πολύ να τον ικανοποιώ, εννοώ αυτό το βλέμμα του μετά. Όχι ότι εκείνος πάει πίσω. Μου ομολόγησε ότι ήθελε να μου κάνει το ανάλογο -περιλαμβάνεται και αυτό στις φαντασιώσεις του- αλλά ντρεπόταν/φοβόταν ότι θα με φέρει σε δύσκολη θέση. Εδώ υπομονή, 5 μέρες έμειναν, θα περάσουν!»
    - «Άντε, με το καλό!»
    - «Πάντως αν ποτέ σκοπεύετε να κάνετε το άλλο, δεν είναι βουρ και στον πατσά. Θέλει λίγη προετοιμασία.» είπε η Μαρία.
    - «Όχι ότι το έχω βάλει στο πρόγραμμα» της είπα. «Εσύ… εσύ το έχεις κάνει, έτσι;»
    - «Ναι, η αλήθεια είναι ότι στην αρχή ζορίζομαι αλλά μετά είναι ωραίο. Τώρα τι να σου πω, ο καθένας είναι διαφορετικός.»
    - «Μου είπε ότι το είχε κάνει αυτό με την Έλσα. Γαμώ το της!»
    - «Το ότι το έκανε με την Έλσα δε σημαίνει ότι πρέπει να το κάνει ντε και σώνει μαζί σου» είπε η Ελένη.
    - «Μωρέ το ξέρω… αλλά τέλος πάντων. Εσύ Ελένη;»
    - «Όχι. Ο Τάσος δεν έχει εκδηλώσει ανάλογο ενδιαφέρον αλλά η αλήθεια είναι πως ομοίως με σένα δεν ψήνομαι στη σκέψη.»
    - «Δεν είναι ότι δεν ψήνομαι, απλά δεν το είχα καν σκεφτεί μέχρι τώρα. Όπως και να έχει, είτε γίνει είτε όχι, απέχουμε ακόμα πολύυυυ από αυτό» τους είπα.
    - «Με το ρυθμό που σε βολεύει» είπε η Μαρία. «Ο Ανδρέας δεν πρόκειται να σε πιέσει, εσύ όπως νιώθεις άνετα»
    - «Το ξέρω, τον λατρεύω γι’ αυτό. Κάθε φορά που τον έχω σταματήσει μέχρι τώρα, σταμάτησε αμέσως και χωρίς να κακιώσει και χωρίς να χαλάσει η διάθεσή του. Αυτό είναι που με κάνει να νιώθω τόσο άνετα μαζί του. Συν φυσικά το πόσο του αρέσει να με περιποιείται. Πολλές φορές που καθόμαστε μου κάνει μασάζ στους ώμους και στα πόδια, αχ κορίτσια, το μασάζ στις πατούσες είναι βάλσαμο. Ειλικρινά δεν το περίμενα, έλιωσα σα βούτυρο!»
    - «Τον νοικιάζεις;» ρώτησε η Ελένη κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    Συνεχίσαμε τη χαζοκουβέντα μέχρι που επέστρεψε και ο Ανδρέας. Ούτε μισή ώρα δεν είχε λείψει, είχε πει την αλήθεια ο Νίκος.

    - «Γεια σας και πάλι» είπε και κάθισε.
    - «Τα πήγατε τα πράγματα;» ρώτησε η Μαρία.
    - «Ναι, μια χαρά. Τι λέγατε εσείς;»
    - «Ότι κάνεις καλό μασάζ. Ανδρέα, μου ζήτησαν να σε νοικιάσω! Ευκαιρία να βγάλουμε τα έξοδα του αυτοκινήτου!» του είπα!
    - «Κάτσε, εγώ θα κάνω το μασάζ, εσύ θα εισπράττεις;» με ρώτησε.
    - «Εμ, τι; Σε χορό δε με ζήτησες; Θα χορέψεις!» του είπα βγάζοντας τη γλώσσα μου.
    - «Μωρέ άμα δεν στο μαυρίσω το ποπουδάκι να μη με λένε Ανδρέα!»
    - «Αχνε!» του είπα με λιγωμένο βλέμμα κάνοντας και τους τρεις να βάλουν τα γέλια.
    - «Κορίτσια, είπαμε με την Φοίβη, αφού πιούμε το καφεδάκι μας να πάμε να φάμε σε κανένα ταβερνάκι εδώ.»
    - «Εξαιρετική ιδέα, αρκεί να με φιλοξενήσεις γιατί ο πατέρας μου απείλησε ότι θα με διώξει από το σπίτι αν δεν είμαι εκεί το μεσημέρι. Δεν του άρεσε που τον ξύπνησα χθες στις 01:00 και του είπα ότι θα μείνω Ρέθυμνο. Εγώ του πρότεινα καλή τη πίστη να έρθει να μας πάρει εκείνος και να μας γυρίσει και μου απάντησε ότι αν δεν είμαι σπίτι με το πρώτο ΚΤΕΛ θα μου κόψει τα ποδάρια. Το πρωί τον πήρα τηλέφωνο αφού τα είπατε με τον Τάσο και είπε κομμάτια να γίνει αλλά είτε έρθει ο Ανδρέας, είτε ο Πάπας, θα μου κόψει τα ποδάρια αν δεν είμαι το μεσημέρι στο σπίτι» είπε η Μαρία. «Κοινώς πήρα μερικές ώρες παράταση αλλά δεν είναι να ζορίζω την τύχη μου με τον Σήφη»
    - «Καλώς, να πιώ κι εγώ τον καφέ μου και φεύγουμε» είπε ο Ανδρέας.
    - «Και θα σου φτιάξω και το κοκκινιστό που σου έχω τάξει! Μαρία, εσένα δε σε ρωτάω, Ελένη θες να φας μαζί μας το μεσημέρι;» την ρώτησα.
    - «Αν με θέλετε» μας είπε.
    - «Φυσικά και σε θέλουμε!» της είπε ο Ανδρέας

    Τέλειωσε τον καφέ του ο Ανδρέας και αφού πληρώσαμε, κινήσαμε προς το αυτοκίνητο. Μας πήρε πάλι κοντά στη μια ώρα για να φτάσουμε Ηράκλειο. Αφήσαμε την Μαρία στο Μασταμπά και ανεβαίνοντας από την Πλατεία Σινάνη περάσαμε κάτω από την Εθνική. Δεν την ήξερα τη διαδρομή αλλά η Παπαναστασίου τέλειωνε στη Σόλωνος όπου ήταν το σπίτι μου. Κοίτα να δεις! Παρκάραμε και όταν πήγαμε στην πόρτα ήρθε ο Σίμπα να μας υποδεχτεί και η Ελένη τα χρειάστηκε.

    - «Τι είναι αυτό το πράγμα;» ρώτησε.
    - «Μην τον βλέπεις έτσι, είναι τελείως χαζοχαρούμενος και φλούφλης!»
    - «Είσαι σίγουρη ότι δε θα μου την πέσει; Ρε, αυτός με περνάει στο μπόι ένα κεφάλι!» είπε η Ελένη, που ήταν κοντά στο 1,60, ίσως και λίγο πιο κάτω.
    - «Ο Σίμπα; Ρε συ αυτόν τον τραμπουκίζουν τα γατιά και τον κυνηγάνε!»
    - «Μωρή, άμα μου την πέσει το κρίμα στο λαιμό σου!»
    - «Θα σου την πέσει να τον χαϊδέψεις αλλά μη του δώσεις πολύ θάρρος γιατί θα σκαρφαλώσει πάνω σου, έχει αδυναμία να μας γλείφει στη μούρη»

    Ο Σίμπα που με κάποιο τρόπο είχε καταλάβει ότι μιλούσαμε γι’ αυτόν είχε σκαρφαλώσει πάνω στην πόρτα και κούναγε την ουρά του σαν μανιακός.

    - «Ναι, εσένα λέω μούργο!» του είπα πλησιάζοντάς τον και μη χάνοντας την ευκαιρία μου τράβηξε ένα γλείψιμο στο πρόσωπο. «Είσαι σίχαμα!» του είπα και εκείνος το πήρε τελείως λάθος και με έγλειψε στο πρόσωπο εκ νέου!

    Με το που μπήκαμε πήρε αγκαλιά τον Ανδρέα για να μην τον αφήσει ρέστο στη διανομή. Τους αφήσαμε στο ταγκό τους και με την Ελένη πήγαμε σπίτι όπου μας έστησαν υποδοχή τα τρία γατάκια που ήρθαν και άρχισαν να τρίβονται στα πόδια μου.

    - «Βρε, το φάγατε όλο χθες; Για δυο μέρες σας είχα βάλει σκασμένα!» τους είπα. Η Ελένη έβαλε τα γέλια. Άνοιξα την πόρτα και πήρα τα πιατάκια τους να τους βάλω τη γατοτροφή τους. Πήρα και το πιάτο του Σίμπα για να μην τον αφήσω παραπονεμένο και του έβαλα και εκείνου λίγο. «Ελένη, έλα να δεις θέαμα» της είπα και βγήκα έξω και έβαλα στα γατιά να φάνε.

    - «Σίμπα, φαγητό» του είπα και παράτησε τον Ανδρέα και ήρθε ποδοβολώντας σα ρινόκερος και ρίχτηκε στην κατσαρόλα του.
    - «Δεν τα πειράζει καθόλου;» με ρώτησε η Ελένη.
    - «Τι να τα πειράξει ρε; Τον στρώνουν στο κυνήγι σου λέω όταν έχουν όρεξη για παιχνίδι. Το βράδυ κοιμούνται αγκαλιά, πέφτει σαν ξερός ο Σίμπα και τα γατιά τον έχουν στρώμα!»

    Όταν ήρθε ο Ανδρέας πήγαμε και πλύναμε τα πρόσωπά μας και τα χέρια μας.

    - «Με τι το θέλετε, με πατάτες τηγανιτές ή με μακαρόνια;»
    - «Γιατί όχι και τα δύο;» ρώτησε ο Ανδρέας κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Ό,τι θέλει ο Ανδρέας μου» τους είπα.

    Η Ελένη ανέλαβε να καθαρίσει τις πατάτες και ο Ανδρέας τα κρεμμύδια και αργότερα τη σαλάτα. Έβγαλα από την κατάψυξη τις φέτες ψωμί που μου ζήτησε ο καθένας και ξεκίνησα την προετοιμασία του φαγητού. Ευτυχώς πριν φύγουμε ξέχασα να το βάλω στην κατάψυξη, οπότε το κρέας δε θα χρειαζόταν και ξεπάγωμα. Είχα φέρει τη μικρή χύτρα στην Κρήτη οπότε δε θα χρειαζόταν να περιμένουμε πολλή ώρα. Όσο γινόταν το κρέας έβαλα και τα μακαρόνια να βράσουν.

    Η Ελένη εκτός από το καθάρισμα έκοψε και τις πατάτες και μετά καθίσαμε και οι τρεις και το ρίξαμε στη χαζοκουβέντα. Έβγαλα τα μακαρόνια και τα σούρωσα και στο μεταξύ έβαλα και τις πατάτες να τηγανίζονται. Ο Ανδρέας έκοψε τη σαλάτα και όταν τέλειωσε και το κρέας σέρβιρα στα τρία πιάτα μακαρόνια και από πάνω έριξα το κρέας που μου ζήτησαν ο καθένας και τη σάλτσα. Τις πατάτες τις βάλαμε στη μέση, δίπλα στη σαλάτα και πέσαμε και οι τρεις να φάμε σα λύκοι.

    - «Ρε συ; Εσύ είσαι καλή!» είπε η Ελένη.
    - «Αμέ, τι νόμιζες! Το κοκκινιστό στην κατσαρόλα είναι το αγαπημένο του Συνταγματάρχη» της είπα. «Πρώτη φορά το μαγείρεψα στη Δευτέρα λυκείου, τότε που η μητέρα μου ήταν στο νοσοκομείο και από τότε ο μπαμπάς δεν αφήνει τη μαμά να το φτιάξει. Φοίβη ή κανένας!»
    - «Νοσοκομείο; Γιατί;» ρώτησε η Ελένη.
    - «Καρκίνο στους λεμφαδένες. Την προλάβαμε στην πολύ αρχή της, μια μικρή επέμβαση χρειάστηκε και αυτό ήταν. Ούτε καν χημειοθεραπεία. Δόξα τω Θεώ πήγαν όλα καλά αλλά όπως καταλαβαίνεις μας είχε πάει τρεις-μία»
    - «Πολύ χαίρομαι» είπε η Ελένη. «Θα πρέπει να το παρακολουθεί συνέχεια ξέρεις. Και θα πρέπει να το κοιτάς και εσύ»
    - «Ναι, εννοείται. Έχει μπει και στις δικές μου τις τακτικές εξετάσεις και ψηλαφίζομαι και μόνη μου, μας έδειξαν οι γιατροί πως να το κάνουμε. Θα πρέπει να βρω ένα γυναικολόγο εδώ γιατί και στη Χίο που έχουμε, μάλλον φέτος ή του χρόνου θα φύγουμε.»
    - «Της Μαρίας» μου απάντησε η Ελένη. «Κι εγώ σε εκείνη πηγαίνω πλέον, σιγά μην περιμένω πότε θα ανέβω Γιάννενα»
    - «Ωραία, θα της ζητήσω το τηλέφωνο» είπα.
    - «Δε χρειάζεται, το έχω κι εγώ αν και όχι πάνω μου. Θα στο φέρω αύριο το πρωί στο κυλικείο»

    Κατά τις 18:00 η Ελένη είπε να γυρίσει σπίτι της. Ο Ανδρέας δεν ήθελε να την άφησε να κατέβει με λεωφορείο οπότε θα την κατέβαζε ο ίδιος. Πήραν τηλέφωνο και τον Τάσο, ήταν σπίτι του, οπότε κατεβάζοντας την Ελένη που έμενε πίσω από τα λιοντάρια, θα πήγαινε να πάρει και τον Τάσο για να τους αφήσει και τους δύο εκεί.

    - «Θέλεις να έρθεις κι εσύ;» ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Όχι Ανδρέα μου, άρχισα πάλι να νιώθω πονάκια και προτιμότερο είναι να κάτσω στα αυγά μου. Ξέρεις τι θέλω όμως; Θα μπορούσες όταν αφήσεις την Ελένη και τον Τάσο να σταματήσεις και να μου πάρεις ένα milkshake σοκολάτα; Μου άρεσε πολύ χθες!»
    - «Και το ρωτάς; Δε μου λες, έχει μείνει φαγητό για το βράδυ;»
    - «Νομίζω βγαίνει μια μερίδα για σένα. Αν δε φτάσει θα σου φτιάξω και τοστάκι»
    - «Εσύ;» με ρώτησε.
    - «Αν πεινάσω θα φτιάξω κι εγώ ένα τοστάκι. No worries» του είπα χαμογελαστή.
    - «Ευχαριστώ πολύ Φοίβη μου, είσαι καταπληκτική μαγείρισσα» μου είπε χαμογελαστή η Ελένη και μου έσκασε ένα φιλάκι. Ο Ανδρέας με φίλησε και εκείνος λες και θα έφευγε για την ξενιτιά!

    Αποφάσισα και πήγα ως την Αθηνά και πήρα τηλέφωνο τους δικούς μου, είχα να τους μιλήσω από την Παρασκευή. Μίλησα κάμποση ώρα και με τους τρεις, μου είχαν λείψει. Δεν λέω ωραία η φοιτητική ζωή αλλά μου έλειπε και το σπίτι μου. Για φαντάσου να μην είχα τον Ανδρέα και την υπόλοιπη παρέα πώς θα ήταν. Δεν ξέρω, μάλλον το γυμνάσιο μου είχε αφήσει τραύμα, εξακολουθούσα να αποφεύγω τις πολλές-πολλές συναναστροφές.

    Ομολογώ ότι στο πανεπιστήμιο υπήρξε μια σαφής βελτίωση στην κοινωνικότητά μου ακόμα και με τους συμφοιτητές μου, αλλά πέραν τον Ανδρέα και την παρέα του δεν είχα βγει με άλλους ούτε έκανα ιδιαίτερα παρέα με παιδιά του έτους μου παρόλο που σε επικοινωνιακό επίπεδο ήμουν καλύτερα ακόμα και από το λύκειο. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ είμαι κλειστός άνθρωπος αλλά Μαρία και Ελένη δεν ξέρω… είχαν κάτι… κάτι… που με έκανε να μπορώ να τους ανοιχτώ πολύ εύκολα. Χαβαλέ φυσικά έκανα και με το Νίκο και με τον Τάσο αλλά με τα δύο κορίτσια ένιωθα κάτι παραπάνω.

    Όσο για τον Ανδρέα… Στα 18 και κάτι μου ήταν the ride of my life. Είναι μερικοί άνθρωποι που λες και είναι πραγματικά ευλογημένοι από το Θεό. Κούκλος -και δεν το λέω επειδή ήμουν ερωτευμένη μαζί του- και εξαιρετικά οξύνους, στην αρχή του τρίτου έτους είχε περάσει μαθήματα που σύμφωνα με το πρόγραμμα θα έπρεπε να τα έχει περάσει με την αρχή του τέταρτου. Σαν τον Τάσο και αυτός, αν έβαζε την αντίστοιχη προσπάθεια με το τέλος του τρίτου έτους θα μπορούσε να έχει συμπληρώσει τις μονάδες για να πάρει πτυχίο και ο μέσος όρος του ήταν πάνω από 9. Αρχές Νοέμβρη θα ξεκινούσε και στο ΙΤΕ. Αναστέναξα, θα μειωνόταν ο χρόνος που θα ήμασταν μαζί αλλά τι να κάνεις;

    Το μυστικό είναι στο διάβασμα μετά το μάθημα, μου είχε πει ο Ανδρέας. Μία με δύο ώρες διάβασμα όταν τα έχεις ακόμα φρέσκα είναι επένδυση που τα αποτελέσματά της φαίνονται ξεκάθαρα στην εξεταστική, που απλά κάνεις το 2ωρο 4ωρο αντί να ξημεροβραδιάζεσαι διαβάζοντας. Η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν ήταν κάτι νέο για μένα, αυτό ήταν το πρόγραμμά που ακολουθούσα και στο σχολείο όλα αυτά τα χρόνια αλλά σε αντίθεση με τα μαθητικά μου χρόνια που διάβαζα μόνη μου, εδώ διάβαζα με παρέα.

    Και δούλευε, δούλευε μια χαρά. Ακόμα και αν ο ένας πήγαινε να το ρίξει λίγο στο σορολόπ, τον συμμάζευε ο άλλος. Όταν ξεκινούσε στο ΙΤΕ δεν ξέρω πως θα γινόταν το πρόγραμμά μας. Ξετύλιξα τη σοκολάτα και άρχισα να τη μασουλάω αφηρημένα. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη τη στιγμή δεν είχα καμία όρεξη για διάβασμα αλλά χθες το είχαμε ρίξει στην τρελή και σήμερα ήταν ο λογαριασμός. Είχα ασκήσεις μιγαδικούς, γραμμική άλγεβρα, απειροστικό-Ι και ψηφιακή σχεδίαση. Αυτή αύριο στο πανεπιστήμιο, έτσι κι αλλιώς οι Δευτέρες του Ανδρέα ήταν δράμα. Pascal-I? Αμάν, είχα και Pascal-I. Άρα αύριο ένα δίωρο -τουλάχιστον- στον πανεπιστήμιο θα το έτρωγα κι εγώ μετά το τέλος των μαθημάτων. Αποφάσισα να κάνω μιγαδικούς και γραμμική σήμερα και να αφήσω απειροστικό-Ι για αύριο μετά τις 20:00 για να κάνω παρέα στον Ανδρέα.

    Δεν άργησε να επιστρέψει, μισή ώρα πάνω-κάτω. Μου είχε φέρει το milkshake.

    - «Λοιπόν, διάβασμα!» είπε.
    - «Αγκαλίτσα;» τον ρώτησα με ναζιάρικη φωνή.
    - «Θα είσαι φρόνιμη;»
    - «Όχι!»
    - «Τότε όχι αγκαλίτσα! Διάβασμα, σουρτούκω!»
    - «Ουφ, καλά!»

    Διαβάσαμε περίπου μέχρι τις 20:30, δηλαδή εκείνος. Εγώ είχα τελειώσει με τις ασκήσεις μου και του έκανα συμπαράσταση.

    - «Τέλος για σήμερα» μου δήλωσε κάποια στιγμή. «Εσύ έχεις τελειώσει;»
    - «Ναι, εδώ και κάμποση ώρα.»
    - «Δε μου λες, τι θες να κάνουμε; Θέλεις να πάμε καμιά βόλτα;»
    - «Αυτό που θέλω τώρα είναι να κάνω ένα ντους και να χωθώ στην αγκαλιά σου»
    - «Έχω μια καλύτερη ιδέα» μου είπε.
    - «Για πες» του είπα.
    - «Να κάνουμε μαζί ντους»

    Ok, that was unexpected

    Δεν απάντησα. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Από τη μία οκ, δεν θα βλέπαμε ο ένας ή ο άλλος κάτι που δεν είχαμε ξαναδεί, ειδικά τις τελευταίες μέρες αλλά από την άλλη μου φαινόταν one step too far, το οποίο ήταν αστείο αν σκεφτείς ότι χθες τον πήρα στο στόμα μου δις. Δεν ένιωθα έτοιμη να προχωρήσω παρακάτω από εκεί που είχαμε φτάσει και η προσέγγιση δύο γυμνών σωμάτων στο ντους μου ήταν κάπως. Από την άλλη πάλι την τελευταία εβδομάδα είχαμε βρεθεί δυο-τρεις φορές και οι δύο τελείως γυμνοί στο κρεββάτι και δεν προχωρήσαμε περισσότερο από αυτό που θα ένιωθα άνετα. Και είχα και περίοδο.

    - «Φοίβη;»
    - «Έχω… έχω περίοδο!» του είπα μη βρίσκοντας τι άλλο να του πω.
    - «Και;» με ρώτησε. «Στο ντους θα είμαστε όχι πάνω στα λινά.»
    - «Δεν… δεν ξέρω… Μου… μου είναι… κάπως!» του είπα.
    - «Εντάξει, δε θέλω να σε φέρω σε δύσκολη θέση»
    - «Όχι, όχι… δε με φέρνεις σε δύσκολη θέση. Απλά… μου ήρθε ξαφνικό. Δεν ξέρω…»
    - «Εντάξει Φοίβη μου, άστο, πες ότι δεν το είπα.» μου είπε και σηκώθηκε και μου έδωσε ένα φιλάκι στη μύτη. Εκεί πήρα την απόφασή μου.
    - «Ανδρέα… να… να μπω εγώ πρώτη και να έρθεις εσύ μετά από μερικά λεπτά;»
    - «Φοίβη μου, αν δε θέλεις δεν έχω κανένα πρόβλημα!»
    - «Όχι, θέλω! Απλά… απλά… θα ήθελα να μου δώσεις μερικά λεπτά μόνη μου…»
    - «Είσαι σίγουρη;»
    - «Σιγουρότατη» του απάντησα χαμογελαστή. «Πάω… σε περιμένω σε πέντε λεπτά» του είπα.

    Πήγα στο δωμάτιο και επέλεξα εσώρουχο που θα φορούσα όταν τελειώναμε το ντους. Σήμερα έκανε λίγο ψύχρα, οπότε έβγαλα και ένα φανελάκι και την πιτζάμα μου.

    Δεν ξέρω, ξαφνικά ντρεπόμουν. Ανοησίες, αλλά τελικά πήγα φορώντας τη φόρμα μου στο μπάνιο. Γδύθηκα και πέταξα στο καλαθάκι τη χρησιμοποιημένη σερβιέτα. «Από ροή καλά πάμε», σκέφτηκα μέσα μου. Έβαλα το εσώρουχο και κάλτσες στα άπλυτα και άνοιξα το νερό στο ντους μέχρι να έρθει το ζεστό. Μετά χώθηκα κάτω από το ντους και άρχισα να καθαρίζομαι κάτω.

    Ίσα που πρόλαβα γιατί άκουσα την πόρτα του μπάνιου να ανοίγει και να κλείνει. Έκλεισα το νερό και ο Ανδρέας τράβηξε την κουρτίνα και μπήκε και αυτός μέσα. Με πήρε στην αγκαλιά του και με κόλλησε πάνω του φιλώντας με. Επειδή δεν ήξερα πόσο καυτό άντεχε το νερό, ξεκρέμασα το τηλέφωνο και άνοιξα το νερό.

    - «Πώς σου φαίνεται το νερό;»
    - «Μπορείς να ανοίξεις λίγο περισσότερο το κρύο;»

    Άνοιξα λίγο περισσότερο το κρύο νερό και το δοκίμασε και πάλι.

    - «Μια χαρά!» μου είπε και το δοκίμασα κι εγώ. Όντως μια χαρά! Κρέμασα πάλι το τηλέφωνο στο ντους και το άνοιξα να τρέξει πάνω μας. Ο Αντρέας με έσφιξε και πάλι στην αγκαλιά του και ένιωσα το όργανό του στην κοιλιά μου. Ήταν ερεθισμένος, όχι ότι εγώ πήγαινα πίσω, ψεύτρα μην είμαι!

    Με έβαλε να του γυρίσω την πλάτη. Μου έριξε σαμπουάν στο μαλλί και άρχισε να μου κάνει λούσιμο. Δηλαδή τι λούσιμο, μασάζ στο κεφάλι ήταν. Είχα κλείσει τα μάτια μου και απολάμβανα την αίσθηση. Όταν τελείωσε με τα μαλλιά μου έβαλε αφρόλουτρο στο απαλό σφουγγάρι που είχα και άρχισε να με τρίβει σε όλο το σώμα. Ξεκίνησε από τους ώμους και μετά με έκανε σε όλη την πλάτη. Με γύρισε και μου έκανε το στήθος και κάτω από το στήθος και μετά στην κοιλιά και στη μέση και στα πλευρά. Μετά με γύρισε και πάλι και μου έκανε τους γλουτούς και μετά πέρασε ανάλαφρα το σφουγγάρι από την πίσω σχισμή κάνοντάς με να ανατριχιάσω. Συνέχισε στα μπούτια και μετά στις γάμπες και μετά στο πέλμα, ακόμα και στα δάχτυλα, ένα-ένα.

    Άνοιξε το νερό και με ξέπλυνε από τις σαπουνάδες και στα μαλλιά και στο σώμα. Μετά πήρε το μαλακτικό και μου το άπλωσε στα μαλλιά και μετά έβαλε αφρόλουτρο στο χέρι του και άρχισε να το απλώνει στο στήθος μου. Είχα μυρμηγκιάσει, ήμουν κολλημένη πάνω του, ένιωθα το όργανό του ορθωμένο λίγο πάνω από τη μέση μου να την πιέζει ενώ τα χέρια του μάλαζαν απαλά τα στήθη μου ενώ με φιλούσε και με δάγκωνε απαλά στο σβέρκο.

    Άνοιξε το νερό και ξέπλυνε το χέρι του και μετά, χωρίς κανένα δισταγμό, το κατέβασε ανάμεσα στα πόδια μου… και άρχισε να με παίζει.

    - «Ανδρέα…» πήγα να πω -για την περίοδο, όχι για κανένα άλλο λόγο- αλλά εκείνος συνέχισε κερδίζοντας ένα μικρό βογγητό που μου ξέφυγε.
    - «Σ’ αρέσει μωρό μου» με ρώτησε σχεδόν ψιθυριστά;
    - «Πολύ» του απάντησα καυλωμένη τελείως.

    Το χέρι του με έπαιζε με μαεστρία, πότε με απαλές κυκλικές κινήσεις, πότε πιέζοντάς με απαλά, πότε βουτώντας απλά λίγο το δάχτυλό του μέσα μου. Είχα παραδοθεί τελείως στο παιχνίδι του, ανάσαινα με δυσκολία και εξέπνεα με ακόμα μεγαλύτερη, σχεδόν κάθε μου εκπνοή ήταν βογγητό. Το σώμα μου σχεδόν είχε μουδιάσει, ένιωθα πάλι σα να με διαπερνάει ρεύμα. Συνέχισε για πολλή ώρα και ξαφνικά ένιωσα μέσα μου αυτή την αίσθηση του ρεύματος να γίνεται πιο δυνατή και όλο πιο δυνατή και ασυναίσθητα τεντώθηκα και …ΕΚΡΗΞΗ… Θεέ μου… ΚΙ ΑΛΛΗ… ΑΑΑΑΧ…. ΜΜΜΜ… ένιωσα ότι μου κόβεται η ανάσα, αυτή τη φορά το βογγητό μου ήταν δυνατό… ΑΑΑΑΧ… και… δεν μπορούσα άλλο… ένιωσα σχεδόν πόνο… του έπιασα απαλά το χέρι…

    - «Όχι άλλο» του είπα σχεδόν λαχανιασμένη…

    Με γύρισε και με φίλησε. Ήταν υπέροχα, ήταν υπέροχος. Χωρίς να το σκεφτώ ούτε στιγμή γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου. Τον άρπαξα, σχεδόν τον τράβηξα πάνω μου.

    Δε μου πήρε ούτε μερικά λεπτά να λάβω την ανταμοιβή των κόπων μου, με τη μορφή σπασμών του οργάνου του μέσα στο στόμα μου. Κατάπια την κάθε του ριπή μέχρι που ηρέμισε και σιγά-σιγά σταμάτησε. Τραβήχτηκα και σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και τον κοίταξα χαμογελαστή. Με βοήθησε να σηκωθώ και με φίλησε και πάλι βαθιά.

    Δε με άφησε να του κάνω λούσιμο και το σώμα του. Το έκανε ο ίδιος. Όταν πήγα να εκφράσω την …διαμαρτυρία μου με πιτσίλησε στη μούρη με νερό και έβαλε τα γέλια.

    - «Έτσι είσαι;» του είπα και άρχισα να τον γαργαλάω και του λόγου του ήταν πολύ γαργαλιάρης. Στο πάτωμα της ντουζιέρας είχα πλαστικό για να μη γλιστράει οπότε δεν είχαμε κίνδυνο να φάμε τα μούτρα μας γαργαλώντας ο ένας την άλλη γιατί κι εγώ γαργαλιάρα είμαι, να τα λέμε αυτά!
    - «Το επόμενο στην μπανιέρα μου» μου δήλωσε.
    - «Ναι!!!» του απάντησα ενθουσιασμένη.

    Ήταν μη γίνει η αρχή!

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 9ο

    (Ανδρέας)

    Ο Νοέμβρης έφτανε στο τέλος του. Η δουλειά στο ΙΤΕ αν και ενδιαφέρουσα και απαραίτητη ως επένδυση για το μέλλον που ήθελα να φτιάξω και σε συνδυασμό με τα μαθήματα και το διάβασμα ήταν αρκετά κουραστική. Είχα πάρει πάλι αρκετά μαθήματα, πίεζα τον εαυτό μου για να μαζέψει τις απαραίτητες για το πτυχίο μονάδες με το τέλος του 3ου έτους και ευτυχώς μέχρι στιγμής τα είχα πάει καλά. Σε όλες τις προόδους είχα γράψει από 9,5 και πάνω οπότε αν συνέχιζα έτσι και στην εξεταστική θα ανέβαζα και το μέσο όρο μου.

    Ομοίως είχε επιβαρυνθεί και το πρόγραμμα της Φοίβης, είχε αρχίσει να χρειάζεται να περνάει και εκείνη αρκετές ώρες στο πανεπιστήμιο για τις εργασίες της στην ψηφιακή σχεδίαση και την Pascal. Στα μαθηματικά είχε πάρει 10άρια και στις τρεις προόδους αλλά στην ψηφιακή σχεδίαση δεν είχε πάει καλά και το είχε πάρει βαριά. Βέβαια το «δεν είχε πάει καλά» σχετικό ήταν, 7,5 είχε γράψει, αλλά σύμφωνα με την ίδια «εδώ ήρθα για την επιστήμη υπολογιστών και όχι για να χαίρεται ο Τάσος»

    Όπως και να έχει στα διαβάσματά μας αντλούσαμε δύναμη ο ένας από τον άλλον. Η σχέση μας στα μάτια μου είχε δυναμώσει ακόμα περισσότερο παρά το γεγονός ότι η εργασία μου στο ΙΤΕ μας είχε κάνει να αραιώσουμε κάποια απογεύματα. Κάθε βράδυ ωστόσο ήμασταν μαζί και κοιμόμασταν εναλλάξ ο ένας στο σπίτι του άλλου. Βγαίναμε κάθε Παρασκευή/Σάββατο είτε με τα παιδιά είτε μόνοι μας και καμιά φορά και τις καθημερινές για καμιά μπυρίτσα στην Κοραή όταν είχαμε διάθεση.

    Έχοντας το αυτοκίνητο είχαμε πάει και Άγιο Νικόλα και Ρέθυμνο ξανά αλλά ανυπομονούσα να έρθει το καλοκαίρι -που αργούσε ακόμα- ώστε να γνωρίσουμε και άλλες παραλίες του νησιού.

    Είχε πάει 19:25, την περίμενα να έρθει σπίτι μου. Κι εγώ πριν λίγη ώρα είχα γυρίσει από το ΙΤΕ και είχα ανάψει το θερμοσίφωνα. Χαμογέλασα στη σκέψη ότι θα κάναμε μαζί μπανάκι. Μου άρεσε πολύ να την περιποιούμαι: να την λούζω, να την τρίβω με το σφουγγάρι σε όλο της το σώμα και μετά στο κρεββάτι να της κάνω μασάζ στην πλάτη και στους ώμους και στα πόδια και να τη φιλάω σε όλο της το σώμα. Με ξετρέλαινε να τη φιλάω και να τη γλείφω στα δάχτυλα, ούτε που το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι τη στιγμή που το έκανα, έτσι, στην παρόρμηση της στιγμής.

    Για να μην αναφέρω το στοματικό… μπορούσα να κάθομαι ανάμεσα στα πόδια της και να την περιποιούμαι με το στόμα μου με τις ώρες αλλά όποτε κλιμάκωνε με έκανε να σταματάω γιατί από εκείνο το σημείο και πέρα δεν άντεχε, την πονούσε. Η Φοίβη ήταν πολύ παθιάρα, το σώμα μου ήταν γεμάτο από γρατζουνιές και δαγκωνιές, της άρεσε να με δαγκώνει δυνατά και μετά να θαυμάζει τα σημάδια που έκανε στο κορμί μου. Δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι ο πόνος μπορεί να είναι τόσο αισθησιακός.

    Της ίδιας της άρεσε να την δαγκώνω στο στήθος και στις ρώγες ή ακόμα και να την τσιμπάω με τα δάχτυλά μου. «Πιο δυνατά» μου έλεγε και αυτό μερικές φορές με ζόριζε, δεν ήθελα να την πονάω αλλά από την άλλη ψεύτης μην είμαι, μου άρεσε και που το έκανα και το πόσο το απολάμβανε. Αυτό που δε θα είχα φανταστεί ωστόσο ούτε σε δύο ζωές ήταν το πόσο της άρεσε να τις ρίχνω ξυλιές στον κώλο και μιλάμε για δυνατές ξυλιές, από αυτές που αφήνουν αποτύπωμα για πολλή ώρα στο δέρμα.

    Είχε ξεκινήσει για πλάκα, από σιγανές σφαλιάρες που της έριχνα στον κώλο για να την κάνω να βιαστεί ή να «κουνηθεί».

    - «Θα πας να ετοιμαστείς βρε ή θα σου ρίξω κι άλλες;»
    - «Δεν πάω πουθενά!» μου δήλωσε παιχνιδιάρικα.

    Της έριξα μια πιο δυνατή. Εκείνη χαμογέλασε και μου τούρλωσε τον κώλο της βγάζοντάς μου τη γλώσσα της. Της έριξα μια ακόμα πιο δυνατή.

    - «Αχνε!» μου είπε γελώντας.
    - «Βρε θα πας να ετοιμαστείς που μας περιμένουν;»
    - «Κάνε με!» μου είπε προκλητικά

    Α, έτσι θέλετε μαντάμ;

    Της έβγαλα το μπουρνούζι και έμεινε τελείως γυμνή.

    - «Τώρα θα σου δείξω εγώ!» της είπα και την πήγα στον καναπέ και την έβαλα να ξαπλώσει πάνω στα πόδια μου ώστε να έχω τον κώλο της μπροστά μου. Άρχισα να ρίχνω σιγανές και μετά πιο δυνατές και ακόμα πιο δυνατές μέχρι που κάποια στιγμή άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως το παρατραβάω.
    - «Νηστικό σε άφησα;»

    Κοίτα να δεις!

    Συνέχισα να της ρίχνω και άλλες ακόμα πιο δυνατές, ο κώλος της είχε γίνει κόκκινος και εγώ πύρκαυλος, το ομολογώ. Σηκώθηκε και κάθισε πάνω στα πόδια μου και με φίλησε, σχεδόν μου έκανε λαρυγγοσκόπηση, το φιλί της ήταν εξαιρετικά παθιασμένο και επιθετικό. Και είχε και συνέχεια γιατί μου έβγαλε το παντελόνι σχεδόν με το ζόρι και με πήρε στο στόμα της.

    Ε, τελικά αργήσαμε, η πίπα που μου έκανε ήταν τόσο καλή που σκεφτόμουν ό,τι πιο άκυρο μπορούσα μόνο και μόνο για να την παρατείνω και να μην τελειώσω. Μου άρεσε να τελειώνω στο στόμα της αλλά επίσης μου άρεσε να τελειώνω και στο στήθος της και στο πρόσωπό της. Βέβαια έχοντας μόλις βγει από το μπάνιο δεν ήθελα να τη στείλω για νέο γύρο οπότε τέλειωσα στο στόμα της και ο οργασμός μου ήταν εξαιρετικά έντονος.

    Όταν τέλειωνα στο στόμα της πάντα κατάπινε, ούτε μία φορά δεν τα είχε φτύσει. Την είχα ρωτήσει από περιέργεια τι γεύση έχει και μου είχε πει ότι άλλοτε ήταν αλμυρό, άλλοτε γλυκό και άλλοτε πικρό. Αν και πάντα τη φιλούσα μετά από πίπα δεν μπορούσα να καταλάβω τη γεύση μου και εδώ που τα λέμε η περιέργειά μου ήταν καθαρά ακαδημαϊκή.

    Ήξερα από τον Τάσο ότι δεν πιτσιλάνε μόνο τα αγοράκια όταν τελειώνουν αλλά δεν το είχα ζήσει και ποτέ παρόλο που εγώ είχα κάνει στοματικό μέχρι τέλους σε τρεις από τις πρώην σχέσεις μου. Ε, με τη Φοίβη έγινε και αυτό και η αλήθεια ήταν ότι δεν το περίμενα και αιφνιδιάστηκα. Δεν συνέβαινε πάντα αλλά όταν συνέβαινε απολάμβανα τη γεύση των δικών της υγρών, εκείνης ήταν σχεδόν πάντα αλμυρούτσικη.

    Επίσης ανακαλύψαμε -αμφότεροι- ότι της άρεσε να τη γλείφω και στον κώλο και αυτό πάλι από παρόρμηση της στιγμής. Είχε κάτσει στα τέσσερα και της είχα κάνει τον κώλο κόκκινο με σφαλιάρες αλλά όπως ήταν αντί να τη γυρίσω και να της κάνω στοματικό δεν ξέρω πως μου ήρθε και έχωσα το πρόσωπό μου στον κώλο της και άρχισα να τη γλείφω.

    Αιφνιδιάστηκε στην αρχή αλλά όταν τη ρώτησα αν θέλει να σταματήσω με ρώτησε αν θέλω να μου ανοίξει το κεφάλι, οπότε πιάνοντας το υπονοούμενο συνέχισα. Σιγά-σιγά ανακαλύψαμε ότι δεν της άρεσε μόνο η γλώσσα εκεί αλλά και το δάχτυλο. Βέβαια η αλήθεια είναι ότι όσο και αν μου άρεσε θα προτιμούσα να βάλω και κάτι διαφορετικό εκεί από τη γλώσσα μου ή το δάχτυλό μου αλλά εδώ δεν είχαμε κάνει καλά-καλά έρωτα, πόσο μάλλον αυτό, που απ’ όσο είχα καταλάβει η ίδια δεν πέταγε και τη σκούφια της να δοκιμάσει, με τον άλλο τρόπο εννοώ.

    Δυνάμωσα το ραδιόφωνο και το σαλόνι πλημμύρισε από την κιθάρα των Babe Ruth, το The Mexican ήταν από τα αγαπημένα μου κομμάτια. Έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας τη μουσική.

    Mornin', sad mornin'
    What a laugh and out loud
    Ha ha ha ha ha


    Χτύπησε η πόρτα μου και σηκώθηκα να ανοίξω. Η Φοίβη στην πόρτα μου χαμογέλασε.

    - «Κοριτσάρα μου» της είπα και άνοιξα την αγκαλιά μου και χώθηκε μέσα της. Τη χάιδεψα και γύρεψα το στόμα της, τα χείλη μας ενώθηκαν με τις γλώσσες μας να παίζουν μέσα τους η μία με την άλλη. Το φιλί διήρκησε αρκετή ώρα. «Θέλεις καφεδάκι μωρό μου;» τη ρώτησα.
    - «Όχι, μωρό μου, αν πιώ καφέ τώρα θα κάνω το βρικόλακα το βράδυ.»
    - «Εγώ πάντως λαιμό για να δαγκώσεις έχω!» της είπα παιχνιδιάρικα.
    - «Αχ μη κάνεις να σου ορμίσω τώρα γιατί έχουμε και διάβασμα!» μου δήλωσε. «Πάω να βάλω τις πιτζάμες μου» συνέχισε.
    - «Μήπως να βάλεις απλά φόρμα; Δεν έχω φάει, να κατεβούμε όταν τελειώσουμε το διάβασμα να φάμε!»
    - «Θα φτιάξω μια μακαρονάδα στα γρήγορα» μου δήλωσε και συνέχισε «δε χρειάζεται να βγούμε έξω. Με άσπρη σάλτσα τη θες ή με κόκκινη;»
    - «Αφού είσαι κι εσύ κουρασμένη βρε μάτια!» της είπα.
    - «Σιγά τον κόπο, πέντε λεπτά θα πάρει να φτιάξω τη σάλτσα. Άσπρη ή κόκκινη; Υλικά έχουμε και για τις δύο, προχθές ψωνίσαμε.»
    - «Όποια είναι η λιγότερο φασαρία, εμένα ξέρεις ότι μ’ αρέσουν και οι δύο που φτιάχνεις» απάντησα.
    - «Καλά, θα το αποφασίσουμε αυτό αργότερα. Πάω να αλλάξω, θα μου βάλεις σε παρακαλώ νερό να ζεσταθεί να φτιάξω μια σοκολάτα;»
    - «Πήγαινε ματάκια μου να αλλάξεις, θα σου φτιάξω εγώ τη σοκολάτα. Έχω βάλει και το θερμοσίφωνα να ζεσταίνεται, να κάνουμε και μπανάκι μετά!»
    - «Αχνε!» μου είπε. «Πάω!»

    Πήγα και έβαλα νερό στο βραστήρα, δεν του πήρε και πολύ ώρα να βράσει το νερό. Πήρα την κούπα της και έφτιαξα τη σοκολάτα όπως της αρέσει. Πήγα στο σαλόνι και κάθισα στο τραπέζι. Η Φοίβη βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο φωνάζοντας «θα σκάσω!!!!» και πήγε στην τουαλέτα, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    Ένα λεπτό αργότερα άκουσα το καζανάκι να τρέχει και μετά το νιπτήρα. Βγήκε στο σαλόνι και ήρθε και μου έσκασε ένα φιλάκι.

    - «Ξαλάφρωσες;» τη ρώτησα παιχνιδιάρικα.
    - «Νιώθω άλλος άνθρωπος» μου απάντησε.

    Έβγαλε τα τετράδιά της και τα βιβλία της και αρχίσαμε το διάβασμα. Πότε-πότε, είτε ο ένας είτε ο άλλος, σηκωνόμασταν και κόβαμε μια μικρή βόλτα να ξεμουδιάσουμε. Γύρω στις 21:30 τελειώσαμε το διάβασμα και στο καπάκι η Φοίβη έφτιαξε τη μακαρονάδα και τη σάλτσα.

    Φάγαμε το φαγητό μας και όταν τελειώσαμε πήρα τα πιάτα και πήγα να τα πλύνω. Η Φοίβη πήγε μέσα στη μπανιέρα για να τη γεμίσει με νερό. Η ίδια το προτιμούσε λίγο πιο ζεστό απ’ ότι το προτιμούσα εγώ αλλά η διαφορά δεν ήταν μεγάλη και έτσι τα είχαμε βρει στη μέση. Έπλυνα τα πιάτα και τα έβαλα να στεγνώσουν και πήγα στο μπάνιο να δω τι γίνεται. Η μπανιέρα είχε γεμίσει μέχρι τη μέση.

    Όπως ήταν σκυμμένη φορώντας μόνο το κιλοτάκι της από κάτω της έχωσα μια δυνατή στο αριστερό κωλομέρι και την έκανα να χοροπηδήσει. Γύρισε και μου έβγαλε τη γλώσσα της κοροϊδευτικά κερδίζοντας άλλη μια στο δεξί της αυτή τη φορά. Η ίδια χαχάνισε και μου κούνησε τον κώλο της προκλητικά. Το κιλοτάκι είχε μπει σχεδόν μέσα στον κώλο της και έτσι όπως ήταν προκλητικά στημένη έσκυψα και της πάτησα μια δαγκωνιά.

    - «Έιιιιι» μου είπε! «Κλέβεις, εγώ δαγκώνω!»
    - «Μπα! Τι μας λες!» της είπα πειρακτικά και της πάτησα άλλη μια δαγκωνιά.
    - «Δε θα γεμίσει το νερό; Θα σου δείξω εγώ!» μου είπε και καλά απειλητικά.

    Γέλασα και άρχισα να τη χαϊδεύω απαλά στον κώλο. Του έσκασα και ένα φιλάκι και σηκώθηκα και της έβγαλα τη μπλούζα που φορούσε και μετά το σουτιέν. Την άρπαξα από τα στήθη και άρχισα να τα μαλάζω δυνατά ενώ το όργανό μου τριβόταν πάνω της. Ταυτόχρονα τη δάγκωνα και τη φιλούσα απαλά στο σβέρκο. Οι ανάσες της έγιναν πάλι κοφτές και τότε τσίμπησα τη μια της ρώγα και σταδιακά αύξησα τη δύναμη στα δάχτυλά μου κάνοντας να της ξεφύγει μια φωνούλα.

    Έκλεισε το νερό και γύρισε και με έπιασε αγκαλιά από το σβέρκο και με φίλησε. Οι γλώσσες μας μπλέχτηκαν και πάλι στα στόματά μας για λίγη ώρα. Μετά μπήκαμε και οι δύο στο νερό. Κάθισα στο βαθύ μέρος της μπανιέρας και κάθισε με την πλάτη προς τα εμένα. Έγειρε πάνω μου ενώ με τα χέρια μου άρχισα και πάλι να της μαλάζω τα στήθη, τσιμπώντας πότε πότε δυνατά τις ρώγες της.

    Σταμάτησα να τη χουφτώνω και άρχισα πάλι να της κάνω μασάζ ξεκινώντας από το σβέρκο της και μετά τους ώμους της και συνεχίζοντας στα χέρια της. Η Φοίβη είχε αφεθεί στα χέρια μου και οι στεναγμοί της απόλαυσής της ήταν μουσική για τα αφτιά μου. Όταν τέλειωσα το μασάζ ξάπλωσε και πάλι πάνω μου και καθίσαμε στη μπανιέρα αρκετή ώρα χωρίς να μιλάμε και μην κάνοντας τίποτε άλλο πέρα από το χάδι των χεριών μου στα στήθη της.

    Σηκωθήκαμε και οι δύο και βγάλαμε την τάπα ώστε η μπανιέρα να αδειάσει. Άνοιξα τη ντουζιέρα και όταν το νερό έγινε και πάλι ζεστό μπήκαμε και οι δύο από κάτω. Όπως κάθε φορά έβαλα στο χέρι μου σαμπουάν και την έλουσα, λάτρευα να τη λούζω. Μετά με το απαλό σφουγγάρι την έπλυνα προσεκτικά σε όλο της το σώμα. Όταν τελείωσα λούστηκα και εγώ ενώ η Φοίβη μου ανταπόδωσε τρίβοντάς με απαλά με το δικό μου σφουγγάρι. Χωθήκαμε κάτω από το νερό και ξεπλυθήκαμε. Όταν έφυγαν όλες οι σαπουνάδες από πάνω μας γονάτισα και άρχισα να την περιποιούμαι με το στόμα μου.

    Σήκωσα το κεφάλι μου και έριξα μια κλεφτή ματιά, οι Φοίβη είχε κλείσει τα μάτια της. Με άρπαξε από το μαλλί και με κόλλησε πάνω της. Πήρα την κλειτορίδα της στα χείλη μου και την ρούφηξα δυνατά. Μετά, κρατώντας την πάντα στα χείλη μου, την έπαιξα με τη γλώσσα μου. Το σώμα της τεντώθηκε ασυναίσθητα. Έβαλα τη γλώσσα μου απαλά στον κόλπο της και έπαιξα για λίγο μαζί της εκεί και μετά πήρα πάλι την κλειτορίδα της στο στόμα μου. Έβαλα το μεσαίο μου δάχτυλο μέσα της μέχρι που άρχισα να νιώθω αντίσταση. Δεν πίεσα, το έβγαλα από εκεί και χωρίς να διστάσω το έβαλα πίσω της όσο πήγαινε. Η Φοίβη βόγκηξε από ηδονή, της άρεσε να της βάζω δάχτυλο πίσω της όταν της έκανα στοματικό.

    Συνέχισα να την περιποιούμαι μπροστά με το στόμα μου και πίσω με το δάχτυλό μου. Μου έσφιγγε τα μαλλιά δυνατά, σχεδόν με πονούσε, αλλά δε με ένοιαζε καθόλου. Όσο πιο πολύ έσφιγγε τόσο πιο κοντά έφτανε στο τέλος.

    - «Ανδρέα… Ανδρέα» μου είπε και το σώμα της τεντώθηκε και πάλι και έλαβα την ανταμοιβή μου με τη μορφή πιτσιλίσματος στο πρόσωπο. Έγλειψα και ρούφηξα τα υγρά της. Τη φίλησα απαλά στα χαμηλά και μετά σηκώθηκα όρθιος. Με φίλησε στο στόμα και με έγλειψε στο πρόσωπο, καθαρίζοντας ότι είχε μείνει πάνω του. Οκ, εκεί διαφέραμε λιγάκι, όταν εγώ τέλειωνα στο πρόσωπό της ποτέ δε την καθάριζα με τη γλώσσα μου. Έγλειφε όσο μπορούσε η ίδια και μετά το μάζευα με το δάχτυλό μου και την έβαζα να το πιπιλήσει. Την είχα ρωτήσει αν την πείραζε που δεν έκανα ό,τι έκανε εκείνη με τα υγρά της όταν τέλειωνε στο πρόσωπό μου και μου είχε πει όχι.

    - «Δε με πειράζει, αλήθεια. Αφού δε θέλεις να το κάνεις δε με πειράζει. Μου αρκεί που με φιλάς πάντα μετά από αυτό. Ανδρέα, δεν είναι μία σου και μία μου. Καταπίνω γιατί θέλω να το κάνω και θα το έκανα ακόμα και αν εσύ δεν έκανες το αντίστοιχο με τα δικά μου υγρά. Το κάνω γιατί το θέλω.»

    Έκανε να το ανταποδώσει αλλά τη σταμάτησα απαλά όταν έκανε να γονατίσει. Τη φίλησα και της έδωσα τις πετσέτες της και πήρα και εγώ τις δικές μου. Σκουπιστήκαμε και βγήκαμε έξω. Είχα κουρευτεί πριν μερικές μέρες οπότε δε χρειάστηκα σεσουάρ για να στεγνώσω τα μαλλιά μου. Πήγαμε στο δωμάτιο και βάλαμε τις πιτζάμες μας και μετά η Φοίβη επέστρεψε στο μπάνιο για να στεγνώσει τα μαλλιά της. Ξάπλωσα στο κρεββάτι και άνοιξα την τηλεόραση. Λίγο αργότερα ήρθε και η Φοίβη και πέρασε μέσα και ξάπλωσε στην αγκαλιά μου.

    Δεν είδαμε τηλεόραση. Η Φοίβη κατά τα φαινόμενα ήθελε ντε και σώνει να μου ανταποδώσει το στοματικό που της είχα κάνει στο μπάνιο. Ξαπλωμένη στο στέρνο μου έβαλε το χέρι της κάτω από την πιτζάμα μου και το μποξεράκι και άρχισε να με χαϊδεύει.

    - «Ορεξούλες;» τη ρώτησα.
    - «Ναι, βλέπω πόσο σε χαλάει, καημενούλη μου» απάντησε.
    - «Δε θα δούμε τηλεόραση, ε;»
    - «Όχι!» μου δήλωσε και κατέβηκε προς τα κάτω κατεβάζοντάς μου πιτζάμα και μποξεράκι. Έδωσε ένα φιλάκι στο κεφαλάκι και μετά κάνοντας επίδειξη ταλέντου τον πήρε όλο μέσα στο στόμα της. Η αλήθεια είναι ότι εξαρχής μπορούσε να το πάρει βαθιά στο στόμα της αλλά τον τελευταίο καιρό είχε κατορθώσει να τον παίρνει μέχρι τη ρίζα. Ανάθεμά με και αν καταλαβαίνω πως το καταφέρνει, εγώ με απλή οδοντόβουρτσα όταν καθαρίζω τη γλώσσα μου και με πιάνει αναγούλα, αλλά θα έπεφτε φωτιά να με κάψει αν παραπονιόμουν.
    - «Ααααχ» μου ξέφυγε ένας στεναγμός ηδονής και εκεί είχα μια ιδέα. «Φοίβη, γύρνα προς τα μένα» της είπα. Με κοίταξε ερωτηματικά. Της είπα να γυρίσει ανάποδα προς τα μένα ώστε να μπορώ να της κάνω κι εγώ στοματικό την ώρα που μου έκανε η ίδια. Για άτομα που τους άρεσε να κάνουν στοματικό στο ταίρι τους πώς στο καλό τα είχαμε καταφέρει και δεν είχαμε δοκιμάσει μέχρι στιγμής το 69;

    Ήταν υπέροχη η αίσθηση να την έχω στο πρόσωπό μου ενώ ταυτόχρονα να με παίρνει βαθιά μέσα στο στόμα της. Στην αρχή δε μπορούσα να συντονιστώ καθώς το στόμα της με ξετρέλαινε αλλά βρήκα το ρυθμό μου και άρχισα να βάζω και να βγάζω τη γλώσσα μου στον κόλπο της. Ακόμα καλύτερα όπως καθόταν μπόρεσα σαλιώνοντας το δάχτυλό μου να το βάλω στο κωλαράκι της κερδίζοντας ακόμα περισσότερο ενθουσιασμό στο στοματικό που μου έκανε, προφανώς η Φοίβη ήταν καλύτερη από εμένα στο multitasking.

    Πρώτη φορά ένιωσα τόσο δυνατά την ανάγκη να μπω μέσα της κανονικά. Την ήθελα, την ήθελα απίστευτα. Και μόνο στην ιδέα, το τέλος ήρθε από το πουθενά, από το πουθενά κυριολεκτικά. Ένιωσα την έκρηξη στα χαμηλά μου και η Φοίβη κράτησε ακίνητο το κεφάλι της ενώ το όργανό μου άδειαζε με σπασμούς στο στόμα της. Ο οργασμός μου… ήταν μεγάλης διάρκειας! Μεγάλης! Σχεδόν σα να είχα δύο οργασμούς, δεν έχω άλλο τρόπο να το περιγράψω. Ήταν ο πιο έντονος οργασμός στα σχεδόν 22 χρόνια ζωής μου.

    Η Φοίβη σταμάτησε και ήρθε και κάθισε και πάλι στην αγκαλιά μου.

    - «Συγνώμη ματάκια μου που δεν σε έκανα να τελειώσεις κι εσύ» της είπα
    - «Δεν πειράζει μωρό μου» μου είπε χαμογελαστή. «Άλλωστε το έκανες αυτό στο μπάνιο…»

    Δεν βρήκα το θάρρος να της πω πόσο ήθελα να κάνουμε έρωτα. Άλλωστε η αλήθεια είναι ότι η πρώτη της φορά θα ήθελα να είναι κάτι πιο σπέσιαλ. Τί, δεν είχα ιδέα.

    Η υπόλοιπη εβδομάδα κύλισε ήσυχα. Το Σάββατο ήταν το γεγονός του μήνα, ο Μηνάς, ο αδερφός του Νίκου παντρευόταν στο Ατσιπόπουλο, το χωριό της νύφης. Ποιος δεν έχει ακούσει για κρητικό γάμο; Μέχρι και ο Σήφης είχε δώσει άδεια στη Μαρία να γυρίσει ξημερώματα στο Ηράκλειο. Τα κορίτσια είχαν αγοράσει τα φορέματά τους, δεν μας είχαν αφήσει να τα δούμε, αλλά από την άλλη δεν είχαν αφήσει ούτε εμένα ούτε και τον Τάσο να αγοράσουμε κουστούμια μόνοι μας. Μας πήγαν σχεδόν από τα αφτιά να αγοράσουμε και κουστούμι και πουκάμισο -με μανικετόκουμπα παρακαλώ, άλλο πάλι τούτο, αλλά η Φοίβη δεν σήκωνε κουβέντα και φρονίμως ποιώντας κάναμε αμφότεροι τις πάπιες- και γραβάτες.

    Ο Τάσος είχε φορέσει ξανά γραβάτα αλλά εγώ δεν το είχα κάνει ποτέ στη ζωή μου. Δε μου άρεσε ιδιαίτερα η αίσθηση στο λαιμό αλλά ένα επιπλέον αγριοκοίταγμα της Φοίβης όταν τόλμησα να πω «Μήπως να μη φορέσω γραβάτα;» με έκανε να συμμορφωθώ πλήρως. Η αλήθεια είναι ότι το κουστούμι που μου διάλεξε μου άρεσε πολύ. Navy blue -έμαθα και νέο χρώμα, εγώ σκούρο μπλε θα το έλεγα- με πολύ ανοιχτό γαλάζιο πουκάμισο και κόκκινη πουά γραβάτα με άσπρες κουκίδες. Μπορεί να με ενοχλούσε λίγο η αίσθηση της γραβάτας αλλά το αποτέλεσμα ήταν πολύ όμορφο. Τη γραβάτα φυσικά θα μου την έδενε η Φοίβη που είχε μάθει από το μπαμπά της.

    Τελικά έδεσε και την γραβάτα του Τάσου καθώς ο κόμπος που είχε κάνει ήταν για κλάματα. Του την έλυσε προσεκτικά διατηρώντας τον κόμπο και δίνοντάς του αναλυτικές οδηγίες πώς θα την φορέσει και πώς θα σφίξει τον κόμπο και αλλοίμονό του αν τα σκάτωνε. Ο φουκαράς είχε λουφάξει καθώς του τα έψελναν Ελένη και Φοίβη πρίμο σεκόντο χωρίς ο ίδιος να έχει καταλάβει το βάρος του αμαρτήματος στο οποίο είχε υποπέσει!

    Καταπίεση, αυτό έχω να πω!

    Σάββατο απόγευμα θα περνούσαμε από το Μασταμπά να πάρουμε τη Μαρία. Τάσος και Ελένη θα πήγαιναν με το αυτοκίνητο του Τάσου καθώς τα δυο τους μετά το γάμο θα γύριζαν Ρέθυμνο και θα καθόντουσαν εκεί και την Κυριακή. Η Φοίβη δεν με είχε αφήσει να δω το φόρεμά της, ήθελε να μου κάνει έκπληξη. Όπως και να έχει το Σάββατο, έβαλα στην κρεμάστρα το σακάκι και τη γραβάτα και τα κρέμασα στην πίσω κρεμάστρα στο αυτοκίνητο για να μην τσαλακωθούν. Ξεκίνησα και σε 2-3 λεπτά ήμουν μπροστά από το σπίτι της Φοίβης.

    Ο φουκαράς ο Σίμπα ήταν σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι να φύγουμε με τη Φοίβη για να μην κάνει τις γνωστές του ταρζανιές και μας λερώσει. Άνοιξα την πόρτα και πέρασα μέσα. Ο Σίμπα δεμένος μου γαύγισε παραπονεμένος. Πήγα κοντά του, όχι τόσο κοντά του ώστε να μπορεί να πηδήξει πάνω μου και τον χάιδεψα και μου έγλειψε το χέρι.

    - «Τι κάνετε κυρία Ματούλα;» ρώτησα τη σπιτονοικυρά που είχε βγει στο μπαλκόνι και περίμενε πότε θα φύγουμε για να λύσει το Σίμπα.
    - «Καλά αγόρι μου, εσύ;»
    - «Μια χαρά είμαι κι εγώ!»
    - «Μην πιείς πολύ εσύ!» μου είπε αυστηρά
    - «Μην ανησυχείτε κυρία Ματούλα, δε θα πιώ!»

    Πεθερά δεν είχαμε, πεθερά αποκτήσαμε αλλά ήταν τόσο γλυκιά η κυρά Ματούλα που δε μπορούσα παρά να χαμογελάσω. Χτύπησα την πόρτα της Φοίβης. Είχε την κουρτίνα κατεβασμένη και δεν έβλεπα μέσα.

    - «Κλείσε τα μάτια σου» μου είπε πριν μου ανοίξει και -τι να κάνω- τα έκλεισα. Άνοιξε την πόρτα και όπως είχε ένα σκαλοπατάκι η Φοίβη με πήρε από το χέρι για να μη γκρεμοτσακιστώ. «Άνοιξέ τα τώρα» μου είπε και το έκανα.

    Μου έπεσε το σαγόνι στο πάτωμα. Φορούσε ένα υπέροχο ανοιχτό μωβ φόρεμα που έφτανε λίγο κάτω από τα γόνατά της αλλά το μάτι μου καρφώθηκε στο ντεκολτέ. Δεν έχω λόγια να το περιγράψω, η Φοίβη είχε υπέροχο στήθος και το ντεκολτέ το τόνιζε δείχνοντας όσο πρέπει χωρίς να προκαλεί αλλά αφήνοντας ωστόσο τη φαντασία να κάνει το δικό της παιχνίδι. Οι γόβες της ήταν ανοιχτό ροζ και τα δάχτυλα των ποδιών της βαμμένα σε ένα απαλό υπέροχο χρώμα που δεν ήξερα καν το όνομά του αλλά ταίριαζε και με τις γόβες και το φόρεμα.

    Ήταν σαν άγγελος. Πραγματικά ήταν σαν άγγελος. Δε χρειάστηκε να της πω πως μου είχε φανεί, το χαχανητό της από τον τρόπο που είχα μείνει παγοκολόνα έδειξε ότι η αντίδρασή μου την είχε ενθουσιάσει.

    Η Φοίβη δεν βαφόταν ιδιαίτερα, αλλά είχε κάνει σκιά στα μάτια της που τόνιζαν το πανέμορφο γκριζογάλανο χρώμα των ματιών της αλλά τα χείλη της… Θεέ μου τα χείλη της. Ήθελα να την πάρω πάνω μου και να τη φιλήσω… δε γαμιέται, ας με έκανε μαύρο μετά.

    Την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα αδιαφορώντας για το κραγιόν και τις πιθανές συνέπειες. Την έσφιξα πάνω μου, τη φίλησα άγρια, τη φίλησα επιθετικά… το είχα χάσει, την ένιωσα να λιώνει στα χέρια μου όπως την έσφιγγα από τη μέση. Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα φιλιόμασταν έτσι. Τραβήχτηκα απαλά και μου χαμογέλασε.

    - «Συγνώμη που σου χάλασα το κραγιόν» της είπα απολογητικά.
    - «Δεν πειράζει μωρό μου, έτσι κι αλλιώς θα το έκανα ακόμα ένα πέρασμα όταν φτάναμε. Έλα τώρα να σε σκουπίσω μη λερωθείς» μου είπε και πήρε μια χαρτοπετσέτα και μου σκούπισε προσεκτικά τα χείλη.

    Πήραμε το δώρο για το ζευγάρι που το είχαμε αφήσει στο σπίτι της Φοίβης και παίρνοντάς την αγκαζέ βγήκαμε να πάμε στο αυτοκίνητο.

    - «Να προσέχετε!» είπε από πάνω η κυρά-Ματούλα «Καλά να περάσετε!» συνέχισε.
    - «Σας ευχαριστούμε» της απάντησε η Φοίβη.
    - «Μην τον αφήσεις να πιεί πολύ!» της είπε.
    - «Έννοια σας, κυρά Ματούλα, θα είμαι κέρβερος!» της δήλωσε καθησυχαστικά.

    Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε να πάμε να πάρουμε τη Μαρία. Δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν στο Μασταμπά. Εκεί είχαμε δεύτερο πέσιμο σαγονιού, δεν είχα δει ποτέ τη Μαρία με φόρεμα και οκ, μπορεί να μην ήταν Φοίβη -στα μάτια μου- αλλά ήταν εξίσου εντυπωσιακή με το μπλε στράπλες φόρεμά της.

    Ξεκινήσαμε και με την πάρλα ούτε που κατάλαβα πότε πέρασε η μια-μιάμιση ώρα που μας πήρε για να φτάσουμε στο Ατσιπόπουλο. Το timing δεν μπορούσε να είναι καλύτερο, φτάσαμε στην κατάλληλη ώρα για το ψίκι, τη συνοδεία της νύφης από το πατρικό της μέχρι την εκκλησία.

    Πρόβαλε μάνα του γαμπρού, και πεθερά τση νύφης,
    και κράθιε και ροδόσταμνο να τη ροδοσταμνίσεις


    Εκτός από τους συγγενείς της νύφης στη συνοδεία παίρνουν μέρος και φίλοι του γαμπρού και εκεί είχαμε τη χαρά να δούμε το Νίκο με παπιγιόν. Εμείς φυσικά δεν ήμασταν μέρος της συνοδείας αλλά τους ακολουθήσαμε μέχρι που φτάσαμε στην εκκλησιά. Η νύφη ήταν κούκλα και εκεί την περίμενε χαμογελώντας σαν κρετίνος -και με ύποπτα υγρό βλέμμα- ο Μηνάς.

    Ο Νίκος ξέκλεψε μερικές στιγμές ίσα-ίσα για να δώσει ένα πεταχτό φιλί στη Μαρία και γύρισε πίσω. Κάπου εκεί έφτασαν με μια μικρή καθυστέρηση Τάσος και Ελένη. Δεν ξέρω τι λένε οι άλλοι αλλά στα μάτια μου εγώ ο Νίκος και ο Τάσος συνοδεύαμε τα πιο όμορφα κορίτσια. Εντάξει, ίσως η νύφη να ήταν ακόμα πιο όμορφη αλλά την παρατήρησή μου αυτή αποφάσισα να την κρατήσω για τον εαυτό μου, δεν είμαι αυτοκτονικός.

    - «Πότε θα πέσουν μπαλοθιές;» με ρώτησε σιγανά η Φοίβη.
    - «Αν πέσουν, στο γλέντι του γάμου» της είπα.

    Ρίξαμε το ρύζι μας, ευχηθήκαμε στο πανέμορφο ζευγάρι και στους συγγενείς -ο Νίκος έλαμπε- και κινήσαμε προς το μέρος που θα γινόταν το γλέντι, ήταν σε κάποιο χωριό έξω από το Ατσιπόπουλο, μας πήρε γύρω στα 20-30 λεπτά να φτάσουμε στον Κάστελλο. Είχε καλό καιρό αλλά ακόμα και έτσι ευτυχώς τα κορίτσια είχαν πάρει μαζί τους ρούχα να φορέσουν από πάνω γιατί έκανε αρκετή ψύχρα.

    Ήταν υπέροχα. Εγώ και ο Τάσος δεν ξεκινήσαμε να πίνουμε, κρατούσαμε δυνάμεις για όταν έρθει το ζευγάρι γιατί εκεί δεν γίνεται να μην πιείς. Οι λυράρηδες έπαιζαν κρητικά τραγούδια και ο κόσμος είχε αρχίσει σιγά-σιγά να μαζεύεται. Όταν ήρθε το ζευγάρι έγινε πανζουρλισμός και τότε άρχισαν να πέφτουν και οι πρώτες μπαλοθιές. Ήταν κάπως απότομο και στις πρώτες τα χρειαστήκαμε, να τα λέμε αυτά.

    Ήρθε καιρός και δυό καρδιές να σμίξουνε ομάδι,
    και μια τσ’ αλλής να δώσουνε, τσ’ αγάπης το σημάδι


    Και μετά τα παινέματα.

    όμορφοκαμωμένη μου, ποιος σού δωκε τη χάρη
    να ‘χεις τον ήλιο πρόσωπο, τα στήθια σου φεγγάρι


    Εκεί για πρώτη φορά γευτήκαμε στη ζωή μας γαμοπίλαφο και εφτάζυμο ψωμί. Είναι δύσκολο να περιγράψεις πόσο ηδονική είναι η γεύση του, πόσο αρμονικά παντρεύονται οι ζωμοί των κρεάτων για δημιουργήσουν αυτή την πανδαισία, αυτό το υπέροχο χύλωμα και με τη μυρωδιά της στάκας σε πείθει ότι πας καρφί για έμφραγμα αλλά να μη σε νοιάζει, να μη σε νοιάζει γιατί αν πας, θα πας ευτυχισμένος…

    Και το αποκορύφωμα ήταν ο χορός του γαμπρού. Δεν νοείται κρητικός γάμος αν ο γαμπρός δε χορέψει σούστα. Ο Μηνάς ήταν Α-Π-Ι-Θ-Α-Ν-Ο-Σ και για λίγη ώρα νομίζαμε ότι βρισκόμασταν σε εμπόλεμη ζώνη από τις μπαλοθιές. Η αλήθεια είναι ότι μια ανησυχία την είχα μη φάμε καμιά ξώφαλτση αλλά όλοι πυροβολούσαν στον αέρα και μακριά από το μέρος που γινόταν ο γάμος.

    Εκεί, θες δε θες, θα πιείς στην υγειά του ζευγαριού, δεν έχει μα-μου, οδηγώ, καλέ μη, καλέ μη, θα σε περάσουν σούβλα! Δεν αστειεύονται με αυτά τα πράγματα. Όχι δηλαδή ότι σκοπεύαμε να κάνουμε τους δύσκολους εγώ ή ο Τάσος, μαλακίες μη λέμε μεταξύ μας.

    Η αλήθεια είναι ότι μια θολούρα την απέκτησα και ήταν και ο λόγος που καθίσαμε μέχρι τις 04:00 το πρωί για να ξεθολώσω λίγο. Όχι ότι το γλέντι θα σταματούσε, αυτοί μπορεί να έμεναν εκεί μέχρι μεθαύριο που λέει ο λόγος. Σε κάθε περίπτωση λίγο μετά τις 04:00 πήραμε το δρόμο της επιστροφής στο Ηράκλειο. Η Μαρία είχε γίνει ντίρλα και κοιμόταν στο πίσω κάθισμα. Η Φοίβη είχε πιει και αυτή λίγο παραπάνω αλλά απλά ήταν σε κέφι και κελαηδούσε σε όλη τη διαδρομή. Ξυπνήσαμε την ωραία κοιμωμένη με κάμποση δυσκολία αλλά ευτυχώς ήταν σε θέση να περπατήσει. Βέβαια καλού-κακού η Φοίβη τη συνόδεψε μέχρι την πόρτα της και είχε και τη χαρά και την τιμή να γνωρίσει και το Σήφη στον οποίο παρέδωσε την ελαφρώς ζαλισμένη κόρη του.

    Η ώρα είχε πάει 05:30 και αν και δεν πεινούσα -πώς άλλωστε, είχαμε φάει μέχρι που άρχισε να μας βγαίνει από τα αφτιά- ήθελα κάτι γλυκό να πιώ, το στόμα μου είχε κολλήσει.

    - «Φοίβη, πάμε Λιοντάρια να πάρουμε κάτι γλυκό;»
    - «Πεινάς;» με ρώτησε γουρλώνοντας τα μάτια της.
    - «Όχι, θέλω να πιώ κάτι γλυκό. Όχι καφέ… σοκολάτα, ζεστή σοκολάτα;»
    - «Μα έχουμε σπίτι» μου είπε.
    - «Λιοντάρια!» της είπα πεισμωμένος.
    - «Καλά μωρό μου, πάμε Λιοντάρια» μου απάντησε.

    Κατεβήκαμε κέντρο και πήραμε δυο ζεστές σοκολάτες από το Έβερεστ, εγώ με σιρόπι φράουλα και η Φοίβη με σιρόπι σοκολάτα.

    - «Ανδρέα, πότε θα μας φέρει ο Νίκος τις φωτογραφίες που βγάλαμε;»
    - «Φαντάζομαι όχι αύριο που θα γυρίσει, κάπου μέσα στην ερχόμενη εβδομάδα.»
    - «Ελπίζω να βγήκαν καλές!»
    - «Καλές θα βγήκαν κοριτσάρα μου. Με εσένα στο κάδρο, γίνεται να βγουν άσχημες;» και το είπα ειλικρινά, δίχως διάθεση κολακείας.
    - «Αχ, γι’ αυτό σ’ αγαπάω» μου είπε και με φίλησε παθιασμένα στο στόμα.
    - «Φοίβη, πάμε σπίτι μου σήμερα γιατί με το Σίμπα λιτό δεν είναι να τον εμπιστεύεσαι.»
    - «Ναι μωρό μου, πάμε, ήταν και σε κατ’ οίκον περιορισμό θα θέλει να ξεσαλώσει!»

    Σε 10 λεπτά ήμασταν σπίτι. Της έδωσα μια κρεμάστρα και έβαλε προσεκτικά το φόρεμά της αλλά πρόσεξα ότι ξάπλωσε μόνο με το εσώρουχό της κάτω από τα σκεπάσματα, δεν έβαλε πιτζάμα. Η Φοίβη κατά τα φαινόμενα είχε ορέξεις και εγώ δεν πήγαινα καθόλου πίσω. Έβγαλα προσεκτικά και εγώ σακάκι και παντελόνι και τα κρέμασα προσέχοντας και τις τσακίσεις. Βασικά εγώ εκείνη τη στιγμή ήθελα να τα πετάξω στο πάτωμα και να ορμίσω στη Φοίβη αλλά σοφά ποιώντας και υπό το εξεταστικό της βλέμμα κάτω από τα σκεπάσματα ήμουν τύπος και υπογραμμός. Μέχρι και την γραβάτα κρέμασα προσεκτικά, δηλαδή έλεος. Το πουκάμισο έτσι κι αλλιώς θα το πήγαινα για καθαριστήριο οπότε εκεί ήμουν περισσότερο περιπετειώδης.

    Όχι παίζουμε!

    Μένοντας και εγώ με το μποξεράκι χώθηκα κάτω από την κουβέρτα και δεν πρόλαβα καλά-καλά να ξαπλώσω και η Φοίβη μου ρίχτηκε. Όπως ήμουν ξαπλωμένος άρχισε να με φιλάει και να με πιπιλάει -μέχρι να βγει αίμα!- και να με δαγκώνει δυνατά στο λαιμό και στο στήθος. Ταυτόχρονα είχε πάρει στο χέρι της το όργανό μου και το έπαιζε κάνοντάς με πύραυλο. Τη σταμάτησα και την γύρισα ανάσκελα και άρχισα να τη φιλώ στο στήθος ενώ το χέρι μου ήταν ανάμεσα στα πόδια της με το δάχτυλό μου στον κόλπο της. Της ξέφευγαν κοφτές ανάσες και συνεχίζοντας να την παίζω με το δάχτυλό μου κατέβηκα φιλώντας, πιπιλώντας και γλείφοντας με τη σειρά μου από τα στήθη της, στην κοιλιά της, και μετά στην περιοχή του εφηβαίου και στο τέλος την κλειτορίδα της.

    Την έπαιζα με τη γλώσσα μου για πολλή ώρα, με είχε γραπώσει και πάλι από τα μαλλιά και με τραβούσε ενώ το σώμα της είχε τεντωθεί σαν τόξο.

    Αλλά δεν ήθελα αυτό, ήθελα να κάνουμε έρωτα. Και εκεί βρήκα το κουράγιο να το ζητήσω.

    - «Φοίβη» της είπα… «Σε θέλω… σε θέλω…»
    - «Κι εγώ» μου είπε με κομμένη ανάσα. «Κι εγώ σε θέλω…»

    Ανέβηκα προς τα πάνω και τη φίλησα, δεν ήμουν σίγουρος ότι είχε καταλάβει τι λέω.

    - «Εννοώ… θέλω να σου κάνω έρωτα» της είπα.
    - «Ναι… κι εγώ… κι εγώ θέλω να κάνουμε έρωτα» μου απάντησε.

    Τη φίλησα και πάλι και άρχισα να τη χαϊδεύω στα χαμηλά. Ήταν υγρή, ήταν μούσκεμα. Δεν είχα μαζί μου προφυλακτικό αλλά εκείνη την ώρα κανείς από τους δυο μας δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Συνεχίσαμε να φιλιόμαστε ενώ το χέρι μου συνέχισε το παιχνίδι του, πότε τρίβοντάς της την κλειτορίδα, πότε βάζοντας το δάχτυλό μου απαλά μέσα της. Η αλήθεια είναι πως όσο και αν το ήθελα, όσο και αν το είχα ξανακάνει, όσο και αν είχα τη συγκατάθεσή της… κώλωνα. Από το δισταγμό μου με έβγαλε η ίδια.

    - «Σε θέλω μωρό μου… θέλω να με κάνεις δικιά σου. Θέλω να μου κάνεις έρωτα» μου είπε σχεδόν ψιθυριστά.

    Ανέβηκα πάνω της και η Φοίβη μου άνοιξε τα πόδια της. Έτριψα το όργανό μου πάνω στα χείλη της. Φοβόμουν ότι θα την πονέσω, ήξερα ότι θα την πονέσω αλλά δε γινόταν αλλιώς. Άρχισα να πιέζω. Η Φοίβη είχε κλειστά τα μάτια και έκανε ένα μορφασμό πόνου. Πίεσα πιο δυνατά και… και… η Φοίβη έβγαλε μια φωνούλα πόνου και η αντίσταση σα να έπαψε. Μπήκα απαλά και αργά μέσα της σχεδόν όλος.

    - «Σε πονάει μωρό μου;» τη ρώτησα ψιλοανήσυχος.
    - «Πονάει λίγο… αλλά μη σταματάς Ανδρέα μου…»

    Τραβήχτηκα απαλά και ξαναμπήκα μέσα της. Της ξέφυγε πάλι μια φωνούλα πόνου. Ένιωσα άσχημα είναι η αλήθεια αλλά πλέον δεν υπήρχε επιστροφή. Συνέχισα να κινούμαι απαλά μέσα-έξω της και σιγά-σιγά οι μορφασμοί πόνου στο πρόσωπό της σταμάτησαν. Άρχισα να επιταχύνω το ρυθμό μου και αυτή τη φορά η απάντηση του σώματος της Φοίβης ήταν διαφορετική. Είχε δαγκώσει τα χείλη της και οι φωνούλες που της ξέφευγαν δεν ήταν πόνου, ήταν οι ίδιες φωνούλες που έβγαζε όταν της έκανα στοματικό ή την έπαιζα με το χέρι μου. Ήταν απόλαυσης, ήταν ηδονής.

    Επιτάχυνα κι άλλο, το όργανό μου γλιστρούσε μέσα της και η αίσθηση ήταν απίστευτη, κανένα στοματικό δεν μπορούσε να την κοντράρει. Είχα ξανακάνει σεξ, είχα ξαναϋπάρξει ερωτευμένος αλλά τίποτα, *ΤΙΠΟΤΑ*, μέχρι τότε στη ζωή μου δε μπορούσε να συγκριθεί με εκείνη τη στιγμή. Να κάνω έρωτα στη Φοίβη μου, να την κάνω δική μου και να γίνομαι δικός της.

    Ένιωσα το τέλος να έρχεται, δεν άντεχα, τραβήχτηκα και τον έπαιξα και τελείωσα πάνω στην κοιλιά της και το εφήβαιό της. Και εκεί έκανα κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ στη ζωή μου. Πρόσφερα στη Φοίβη μου το σπέρμα μου, μαζεμένο με το ίδιο μου το στόμα. Ναι, το έγλειψα και το μάζεψα όλο στο στόμα μου και πήγα και τη φίλησα. Δεν ξέρω πως μου ήρθε αλλά το έκανα. Η Φοίβη το μάζεψε όλο στο στόμα της και το κατάπιε.

    - «Σ’ αγαπάω» μου είπε. «Σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω»
    - «Σ’ αγαπάω» της απάντησα. «Σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω»

    Στη ζωή μας, αν είμαστε τυχεροί, υπάρχουν κάποιες μικρές ή μεγάλες κορυφώσεις, στιγμές που νιώθουμε ευτυχισμένοι… πλήρεις…. Είμαι από τους τυχερούς, είμαι από τους ανθρώπους στους οποίους η ζωή φέρθηκε καλά σε όλο το ηλικιακό εύρος, από παιδάκι μέχρι σήμερα, σχεδόν μεσήλικας. Είχα πολλές μικρές κορυφώσεις και κάμποσες μεγάλες, πολύ μεγάλες. Μπορεί οι τελευταίες να είναι μετρημένες στα δάχτυλα, αλλά ξέρω τούτο: η πρώτη φορά που έκανα έρωτα με τη Φοίβη είναι μία από αυτές.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  5. D Q Juls

    D Q Juls Αρχή...Διαδρομή...Ηδονή...

    Εντάξει τώρα! Άξιζε η αναμονή ♥️
     
  6. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    Άξιζε και παρα-αξιζε!!!  
     
  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 10ο

    (Φοίβη)

    Τον ήθελα, Θεέ μου, πόσο τον ήθελα. Ήμουν έτοιμη, ήμουν έτοιμη εδώ και καιρό. Τον ήθελα, τον ήθελα σαν τρελή και όμως ντρεπόμουν να του το πω, δεν ήξερα πως να του το πω. Με έβγαλε ο ίδιος από τη δύσκολη θέση. «Σε θέλω» μου είπε. «Σε θέλω» του απάντησα. Νόμιζε ότι δεν είχα καταλάβει αλλά είχα καταλάβει μια χαρά. Ήθελα να κάνω έρωτα μαζί του, ήθελα να με κάνει δική του, ήθελα να είναι ο πρώτος μου. Ήμουν τρελά ερωτευμένη μαζί του, ο Ανδρέας ήταν όσα δεν τολμούσα ποτέ να ονειρευτώ και κάτι παραπάνω.

    - «Εννοώ… θέλω να σου κάνω έρωτα» μου είπε.
    - «Ναι… κι εγώ… κι εγώ θέλω να κάνουμε έρωτα»

    Με φίλησε και άρχισε να με χαϊδεύει. Όλο μου το σώμα ούρλιαζε για εκείνον μα ο Ανδρέας σα να δίσταζε και πάλι.

    - «Σε θέλω μωρό μου… θέλω να με κάνεις δικιά σου. Θέλω να μου κάνεις έρωτα» του είπα σχεδόν ψιθυριστά.

    Ανέβηκε πάνω μου, άνοιξα τα πόδια μου κλείνοντας σφαλιστά τα μάτια μου. Ήμουν έτοιμη. Ένιωσα το όργανό του να ακουμπάει στα χείλη μου. Ένιωσα στην αρχή δισταγμό του και μετά… μετά άρχισε να σπρώχνει και ο υμένας μου του παραδόθηκε. Ο πόνος ήταν οξύς, δεν κατάφερα να πνίξω τη φωνή μου. Συνέχισε να μπαίνει μέσα μου και σταμάτησε. Ένιωσα πάλι να διστάζει.

    - «Σε πονάω μωρό μου;» με ρώτησε
    - «Πονάει λίγο» του είπα… «Μη σταματάς…»

    Μη σταματάς. Συνέχισε, κάνε με δικιά σου. Μη σταματάς…

    Τραβήχτηκε και άρχισε απαλά στην αρχή και πιο γρήγορα στη συνέχεια. Ο πόνος δεν είχε χαθεί αλλά η έντασή του άρχισε να μειώνεται σταδιακά και να αντικαθίσταται από ηδονή. Δεν μπορώ να το περιγράψω, δεν ήταν κλιμάκωση αλλά ήταν… ήταν απίστευτα όμορφο. Ο πόνος είχε σχεδόν ξεχαστεί, ένιωθα γεμάτη… ήταν πληρότητα, πληρότητα! Το στοματικό που μου έκανε ήταν υπέροχο αλλά δεν μπορούσε καν να συγκριθεί με την αίσθηση του οργάνου του στον κόλπο μου. Επιτάχυνε κι άλλο, τα βογγητά μου ήταν βογγητά ηδονής.

    Είχε μπει χωρίς προφυλακτικό μέσα μου, είμασταν μικρά, είμασταν ανόητα, δε μας ένοιαξε. Όπως κινούνταν μέσα μου και τον ένιωθα σιγά-σιγά να κορυφώνει συνειδητοποίησα ότι ευχήθηκα να μπορούσε να τελειώσει μέσα μου. Ήταν η πρώτη μου φορά, ευχόμουν να μπορούσα να τον κρατήσω για πάντα μέσα μου. Δεν το περίμενα ούτε σε χίλιες ζωές αυτό που έκανε, αμέσως μόλις τελείωσε ρούφηξε από το σώμα μου το ίδιο του το σπέρμα και μετά ήρθε και με φίλησε προσφέροντάς του μου. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το σπέρμα του, αυτό της πρώτης φοράς που έκανα έρωτα, θα έμενε μέσα μου για πάντα.

    - «Σ’ αγαπάω… σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω» του είπα σχεδόν δακρυσμένη.
    - «Σ’ αγαπάω… σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω» μου απάντησε και ξάπλωσε δίπλα μου ανοίγοντάς μου την αγκαλιά του. Χώθηκα μέσα της και σφίχτηκα πάνω του.
    - «Ανδρέα μου… το σεντόνι» του είπα. Δεν ήθελα να χαλάσω τη στιγμή με τίποτα αλλά το σεντόνι του ήταν λερωμένο με το παρθενικό μου αίμα.
    - «Γάμησέ το» μου είπε και με φίλησε βαθιά.
    - «Μάτια μου» του είπα «πρέπει… πρέπει να το καθαρίσουμε, το αίμα κάνει πολύ ζόρικο λεκέ. Και πρέπει… και πρέπει να καθαριστώ κι εγώ» του είπα.

    Ξέστρωσα το κατωσέντονο, ευτυχώς η αιμορραγία ήταν μικρή και δεν είχε ποτίσει στο στρώμα, δεν είχε περάσει καν. Το σεντόνι βέβαια ήθελε πλύσιμο. Είχα την εμπειρία από μικρά ατυχήματα σε περιόδους οπότε ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Το έτριψα με λίγη οδοντόκρεμα απαλά και μετά με λίγη μαγειρική σόδα και απαλά με μια πετσέτα. Δε θα έκανε λεκέ αλλά χρειαζόταν να πάει σε καθαριστήριο, δεν είχαμε πλυντήριο ούτε ο ένας ούτε η άλλη.

    Μπήκα στο ντους για να πλυθώ και καθαρίστηκα στα γρήγορα. Η αλήθεια είναι ότι φοβόμουν ότι η αιμορραγία θα ήταν πιο έντονη και προς μεγάλη μου χαρά οι φόβοι μου είχαν διαψευστεί.

    Γύρισα και ξάπλωσα στο κρεββάτι γυμνή, γυμνός ήταν και ο Ανδρέας. Ξημέρωνε, ξημέρωνε με όλους τους δυνατούς τρόπους. Είχα κάνει έρωτα. Δεν ήμουν πια κορίτσι. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε, έβαλα τα κλάματα. Σφίχτηκα πάνω του και με έσφιξε στην αγκαλιά του. Δεν ξέρω γιατί έκλαιγα, όμως ήταν υπέροχο, ήταν λυτρωτικό. Δεν ήταν λύπη, δεν ήταν χαρά, δεν ξέρω κι εγώ τι ήταν.

    - «Τι είναι μάτια μου;» με ρώτησε τρυφερά ο Ανδρέας.
    - «Δεν ξέρω… είναι τόσο όμορφα εδώ στην αγκαλιά σου. Σφίξε με σε παρακαλώ, σφίξε με κι άλλο» του είπα. Με έσφιξε κι άλλο πάνω του και με φίλαγε απαλά στα μαλλιά και με χάιδευε μέχρι που ηρέμισα τελείως. Με πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω.

    Άνοιξα τα μάτια μου. Ο Ανδρέας ροχάλιζε απαλά δίπλα μου. Κοίταξα το ρολόι μου, η ώρα είχε πάει 13:30. Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να κοιμηθώ αλλά μετά από λίγο παράτησα την προσπάθεια. Σηκώθηκα απαλά για να μην τον ξυπνήσω και ντύθηκα. Πήγα στην τουαλέτα και όταν τέλειωσα έπλυνα τα δόντια μου και έριξα νερό στο πρόσωπό μου για να ξυπνήσω. Όταν τελείωσα πήγα στην κουζίνα και έβαλα στο φούρνο μικροκυμάτων τη σοκολάτα που είχαμε πάρει το πρωί και την είχαμε αφήσει στην τύχη της.

    Τι να του μαγείρευα σήμερα; Όχι κρέας πάλι. Μου είχε πει ότι του άρεσε το ιμάμ μπαϊλντί και αν και δεν το είχα ξαναφτιάξει του είχα υποσχεθεί ότι θα το προσπαθήσω. Θα έπαιρνε γύρω στη μιάμιση ώρα, μισή ώρα η προετοιμασία και περίπου μια ώρα το ψήσιμο. Καλά ήταν.

    Άνοιξα το φουρνάκι για να το προθερμάνω και πήρα και χαράκωσα τις μελιτζάνες. Τις άνοιξα προσεκτικά για να μην τις σπάσω, έριξα μέσα τους λάδι και αλάτι, πιπέρι και θυμάρι. Όταν τέλειωσα έβαλα τις μελιτζάνες στο ταψάκι και τις έβαλα στο φούρνο.

    Άνοιξα το μάτι και το έβαλα να κάψει ενώ στο ενδιάμεσο ψιλόκοψα τέσσερα κρεμμύδια. Έριξα λάδι και πέταξα μέσα τα κρεμμύδια και ένα σκόρδο που είχα λιώσει. Πρόσθεσα αλάτι, πιπέρι και κύμινο και άρχισα να τα ανακατεύω μέχρι που καραμέλωσαν. Εκεί πρόσθεσα τοματοπελτέ και θυμάρι και ανακάτεψα.

    Άνοιξα το ψυγείο και έβγαλα από μέσα τη φέτα και την έκοψα σε μικρά κομματάκια. Έβγαλα τις μελιτζάνες από το φούρνο και στο σημείο που τις είχα χαράξει τις πίεσα με το κουτάλι να ανοίξουν. Πρόσθεσα τη γέμιση και πασπάλισα τις μελιτζάνες με τη φέτα και πιπέρι και τις ξαναέβαλα στο φούρνο στο οποίο της άφησα για 15 λεπτά.

    Η μυρωδιά μου είχε σπάσει τη μύτη, ήλπιζα ανάλογη να ήταν και η γεύση. Άδικα το φοβόμουν, τελικά ήταν πολύ απλό φαγητό. Ό,τι είχα βάλει τις μελιτζάνες στο φούρνο όταν ξύπνησε και ο Ανδρέας ο οποίος ήρθε να με βρει στην κουζίνα. Μύρισε τον αέρα και μου χαμογέλασε.

    - «Τι μαγειρεύεις κοριτσάρα μου; Μου έχει σπάσει η μύτη!»
    - «Το ιμάμ μπαϊλντί που σου είχα τάξει» του απάντησα.
    - «Σ’ αγαπάω» μου δήλωσε και με φίλησε στο σβέρκο. Δεν πρόλαβα να ανταποδώσω καθώς έφυγε σφαίρα για το μπάνιο.

    Όταν βγήκε έξω πήγε στο δωμάτιο και ντύθηκε πριν επιστρέψει στην κουζίνα. Στο μεταξύ του είχα ζεστάνει και τη δική του σοκολάτα στο φούρνο μικροκυμάτων οπότε όταν ήρθε στην κουζίνα τη βρήκε να τον περιμένει ζεστή στο τραπέζι. Με άρπαξε και αυτή τη φορά με φίλησε στο στόμα.

    Καθίσαμε στο τραπέζι της κουζίνας περιμένοντας το ιμάμ να τελειώσει.

    - «Πεινάς μωρό μου; Θέλεις να σου σερβίρω;» του είπα όταν έσβησα το φούρνο.
    - «Όχι ζουζούνα μου, μόλις ξύπνησα, θα μου πάρει λίγη ώρα να νιώσω πείνα»
    - «Δεν πειράζει, ο φούρνος είναι ζεστός, δεν θα κρυώσει ούτε σε μία ούτε σε δύο ώρες»
    - «Φοίβη, θέλω να περπατήσω λίγο. Θέλεις να πάμε στο ενετικό λιμάνι;»
    - «Αμέ, γιατί όχι;» απάντησα. Η μέρα έξω ήταν υπέροχη, ανοιξιάτικη παρά το γεγονός ότι κόντευε να μπει Δεκέμβρης. Με εξαίρεση μερικές μέρες στα μέσα του Νοέμβρη ο καιρός εδώ ήταν από καλοκαιρινός ως ανοιξιάτικος. Μπορεί το βράδυ να χρειαζόταν μακρυμάνικο ή ζακέτα αλλά -και με εξαίρεση τις μέρες που ανέφερα πιο πριν- κυκλοφορούσαμε τα μεσημέρια με κοντομάνικα.

    Από κάτω φορούσα τη φόρμα μου και πάνω ένα ελαφρύ κοντομάνικο. Έδεσα το πάνω μέρος της φόρμας μου στη μέση και φόρεσα τα αθλητικά μου, είχα δύο ζευγάρια και το ένα ήταν μόνιμα στο σπίτι του Ανδρέα. Η αλήθεια είναι ότι η ανάγκη να έχω ρούχα σε δύο σπίτια είχε εμπλουτίσει τη γκαρνταρόμπα μου και παρόλο που ήμουν οικονομικά εξαρτημένη από τους γονείς μου δεν είχαν παραπονεθεί, το αντίθετο μάλιστα. Τους είχα πει χωρίς πολλές-πολλές περιστροφές ότι τα είχα με τον αδερφό της Ευτυχίας τον οποίο είχα συναντήσει τυχαία στο πανεπιστήμιο.

    Η μαμά μου γνώριζε το crush των μαθητικών μου χρόνων, ωστόσο του Συνταγματάρχη μια κεραμίδα στο κεφάλι του ήρθε, είναι η αλήθεια. Φυσικά δεν είπα σε κανέναν από τους δύο ότι ο λόγος που ήθελα να εμπλουτίσω την γκαρνταρόμπα μου ήταν ότι έπρεπε να έχω ρούχα σε δύο σπίτια αλλά του λόγου τους είχαν χαρεί καθώς συνήθως ήταν η μαμά μου που με έπαιρνε από το αυτί να πάω να πάρω ρούχα. Ήθελα πολύ να τους δείξω τις φωτογραφίες από το γάμο για να δουν το φόρεμα που είχα αγοράσει.

    Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και κατεβήκαμε στο ενετικό λιμάνι. Βρήκαμε με κάποια δυσκολία να παρκάρουμε και κατεβήκαμε και πήγαμε στο λιμάνι. Κρατημένοι χέρι-χέρι ξεκινήσαμε από το ενετικό φρούριο και περπατήσαμε σιγά-σιγά μέχρι το τέλος του λιμενοβραχίονα. Είναι πολύ όμορφος περίπατος και αριστερά και δεξιά υπήρχαν κάποιοι σκόρπιοι ψαράδες με τα καλάμια τους.

    - «Φοίβη μου…» με ρώτησε ντροπαλά ο Ανδρέας, «πώς… πώς ήταν;»

    Σταμάτησα και γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια.

    - «Πολύ όμορφο. Όπως… όπως το ονειρευόμουν» του απάντησα.
    - «Σε πόνεσε πολύ;»
    - «Πόνεσε αρκετά στην αρχή» παραδέχτηκα «αλλά ο πόνος γρήγορα αντικαταστάθηκε από ευχαρίστηση. Ήταν πολύ-πολύ όμορφο, μωρό μου, μου άρεσε πολύ. Ήταν πιο όμορφο ακόμα… ακόμα και από το στοματικό. Η αίσθηση… ένιωσα γεμάτη, μου είναι δύσκολο να στο περιγράψω»
    - «Δεν τελείωσες, όμως» μου είπε χαμηλώνοντας το βλέμμα του.
    - «Δεν αλλάζει το πόσο όμορφο ήταν, μωρό μου» του είπα. «Δεν το αλλάζει ούτε στο ελάχιστο, δε θέλω να μου ανησυχείς γι’ αυτό. Ήσουν υπέροχος, ήσουν τρυφερός, ήσουν ό,τι ονειρευόμουν και κάτι παραπάνω. Ήμουν… ήμουν έτοιμη για σένα εδώ και κάμποσο καιρό, Ανδρέα απλά… δεν ξέρω… φοβόμουν να στο πω.»
    - «Κι εσύ; Εννοώ… κι εγώ… κι εγώ ήθελα εδώ και μέρες… απλά…»
    - «Να κάνουμε μια συμφωνία;» τον ρώτησα
    - «Πες μου»
    - «Να μην κρύβουμε τι θέλουμε ο ένας από τον άλλον. Το ήθελες εσύ, το ήθελα κι εγώ και κανείς μας δεν έκανε το βήμα από φόβο για την αντίδραση του άλλου. Χαζό δεν είναι; Εννοώ…»
    - «Δεν είναι πάντα εύκολο…»
    - «Ναι, το ξέρω. Εύκολο ή δύσκολο όμως… αυτό δεν πρέπει να γίνεται; Μαζί είμαστε, πρέπει να μπορούμε να λέμε τα πάντα ο ένας στον άλλον.»
    - «Έχεις δίκιο μωρέ Φοίβη… αλλά… του λόγου μου είμαι κι εγώ αρκετά συνεσταλμένος. Φοβόμουν… φοβάμαι μην σου ζητήσω κάτι και αυτό το κάτι σε τρομάξει ή σε κάνει να νιώσεις υποχρεωμένη να το κάνεις. Δε θέλω να σε φέρω σε θέση να κάνεις το παραμικρό επειδή στο ζητάω, μόνο γιατί το θέλεις και η ίδια.»
    - «Το είχαμε ξαναπεί αυτό, Ανδρέα, στο… ξέρεις… όταν τέλειωνες στο πρόσωπό μου. Στο είχα πει, το κάνω γιατί το θέλω η ίδια και θα το έκανα ακόμα και αν εσύ δεν έκανες το ανάλογο. Να σου πω ένα μυστικό; Σήμερα που κάναμε έρωτα… ευχήθηκα να μπορούσες να τελειώσεις μέσα μου. Δεν… δεν ήθελα να χαθεί αυτό της πρώτης φοράς… ήθελα να γίνει πάντα δικό μου. Και βρήκες τον τρόπο και το έκανες και μάλιστα… ξεπερνώντας κάτι που ο ίδιος δεν ήθελες να το κάνεις.»
    - «Ήθελα και το έκανα, Φοίβη, δεν ξέρω τι παρόρμηση με έπιασε. Ίσως… ίσως συντονιστήκαμε σε κάποιο επίπεδο που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε ή να ερμηνεύσουμε. Δεν ξέρω καν αν θα ήθελα να το ξανακάνω αλλά… δεν ξέρω… δεν το σκέφτηκα καν.»

    Είχε κοκκινήσει. Τον χάιδεψα τρυφερά στο πρόσωπο.

    - «Σ’ αγαπάω» του είπα και τον φίλησα τρυφερά στο στόμα.
    - «Θέλω να σε φάω εδώ και τώρα» μου είπε.
    - «Έχουμε ιμάμ στο σπίτι» του είπα παιχνιδιάρικα.
    - «Τώρα θέλω εσένα!» μου δήλωσε.
    - «Να με φας;»
    - «Μεταξύ άλλων» μου απάντησε και ένιωσα να υγραίνομαι.

    Τον πήρα από το μπράτσο και γυρίσαμε με γρήγορο βάδισμα πίσω. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και γυρίσαμε σπίτι του. Σχεδόν κουτρουβαλήσαμε μέσα στο δωμάτιο. Με έγδυσε και τον έγδυσα με συνοπτικές διαδικασίες και χωθήκαμε και οι δύο κάτω από την κουβέρτα. Κατέβηκε κατευθείαν ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισε να με γλείφει. Ήταν υπέροχο αλλά εγώ δεν ήθελα αυτό… ήθελα… ήθελα να ξαναμπεί μέσα μου.

    - «Σε θέλω» του είπα. Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε. «Σε θέλω…» του ψιθύρισα ξανά.

    Ανέβηκε ξανά πάνω μου και ένιωσα και πάλι το βάρος του. Πόσο μου άρεσε αυτή η αίσθηση, να είμαι ανάσκελα και να είναι πάνω μου… και δεν έμεινε εκεί. Μπήκε μέσα μου απαλά, έτσουξε και πάλι αλλά ήταν … Θεέ μου… ήταν υπέροχα. Τον άρπαξα από το πρόσωπο. Με κοιτούσε και τον κοιτούσα την ώρα που με έκανε και πάλι δική του. Δάγκωνα τα χείλη μου και μου ξέφευγαν πνιχτές φωνούλες ηδονής. Τα μάτια μου είχαν βυθιστεί στα δικά του. Καρφώθηκε μέσα μου και μου ξέφυγε ένα αναφιλητό. Συνέχισε πιο δυνατά ακόμα. Το τσούξιμο είχε σχεδόν εξαφανιστεί, ήταν μια μικρή, μια ασήμαντη ενόχληση. Επιτάχυνε κι άλλο και σχεδόν μου κόπηκε η ανάσα.

    Ένιωσα το σώμα μου να μουδιάζει. Μπορεί… μπορεί η κορύφωση να μην ερχόταν αλλά η αίσθηση του οργάνου του μέσα μου ήταν ανώτερη από το οτιδήποτε. Ο ρυθμός του είχε αυξηθεί και άλλο, το μέτωπό του είχε ιδρώσει αλλά η ματιά του ούτε μια φορά δεν έφυγε από τη δική μου. Ένιωσα πάλι σα να με περνάει ηλεκτρικό ρεύμα. Τα χέρια μου άφησαν το πρόσωπό του, έμπηξα τα νύχια μου στην πλάτη του. Θεέ μου…. ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ. Τον τράβηξα πάνω μου, τον φυλάκισα στα πόδια μου. Φώναξα δυνατά το όνομα του ξανά και ξανά, η κορύφωση ήρθε από το πουθενά και ήταν ακόμα πιο έντονη και από το καλύτερο στοματικό. Έμπηξα τα νύχια μου στην πλάτη του τόσο που τον πόνεσα πολύ, του ξέφυγε μια κραυγή.

    Τραβήχτηκε και άρχισε να τον παίζει. Σηκώθηκα και καθισμένη στα τέσσερα γύρισα προς το μέρος του. Μου έβαλε το όργανό του στο στόμα μου, σχεδόν μου το κάρφωσε μέχρι το λαιμό και τέλειωσε με σπασμούς. Κατόρθωσα να μην πνιγώ και κατάπια την κάθε ριπή του μέχρι που σταμάτησε να δονείται. Συνέχισα να τον γλείφω μέχρι που με σταμάτησε και τραβήχτηκε από το στόμα μου. Με έβαλε να σηκωθώ κι εγώ στα γόνατα και με φίλησε και πάλι βαθιά.

    - «Φοίβη… τε… τελείωσες;» με ρώτησε και μου φάνηκε απίστευτα τρυφερή η αγωνία του.
    - «Αν τελείωσα λέει…» του είπα και αναστέναξα.

    Μου χαμογέλασε και του ανταπέδωσα. Το χαμόγελο μου κόπηκε όταν είδα την πλάτη του, τον είχα νυχιάσει τόσο βαθιά που έτρεχε αίμα.

    - «Αμάν…» είπα ανήσυχη και πετάχτηκα σαν ελατήριο. «Ανδρέα…»
    - «Ναι, θα έλεγα το παράκανες λίγο» μου είπε χωρίς πάντως κατηγορητικό τόνο.
    - «Συγνώμη» του είπα και χαμήλωσα το κεφάλι μου.
    - «Αφού τελείωσες, κομμάτια να γίνει» μου είπε, μάλλον το είχε πάρει πολύ σοβαρά που δεν είχα καταφέρει να τελειώσω και την πρώτη φορά.
    - «Μωρό μου, σταμάτα να ανησυχείς και να αγχώνεσαι γι’ αυτό. Ήταν υπέροχο και την πρώτη φορά και χωρίς να λέω ότι η κορύφωση είναι περιττή δεν είναι και απολύτως απαραίτητη. Ήταν όμορφα, ήταν απίστευτα όμορφα.»
    - «Ίσως αλλά τώρα ήταν καλύτερα για σένα.»
    - «Και την πρώτη φορά ήταν όμορφα, αυτό προσπαθώ να σου πω. Δε θέλω να το έχεις άγχος. Πάμε σε παρακαλώ να σου καθαρίσω την πληγή, Θεέ μου, σου έκανα την πλάτη κιμά!» του είπα ταραγμένη.

    Πήγαμε στο μπάνιο και έκοψα λίγο μπαμπάκι και έριξα λίγο οινόπνευμα.

    - «Πάρε βαθιά ανάσα μωρό μου» του είπα. Πήρε βαθιά ανάσα και άρχισα να του καθαρίζω τις γρατζουνιές. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα μικρό βογκητό που με έκανε να αισθανθώ πολύ άσχημα. Αναστέναξα και συνέχισα να τον καθαρίζω. «Συγνώμη μωρό μου» του είπα με σιγανή φωνή.
    - «Τι να σε κάνω που είσαι παθιάρα;» της είπα.
    - «Αυτή τη στιγμή; Να με κάνεις μαύρη στο ξύλο» του απάντησα.
    - «Φοίβη, αυτό ούτε γι’ αστείο» μου είπε σοβαρά.

    Τον γύρισα και τον κοίταξα παιχνιδιάρικα.

    - «Γιατί, αφού σου αρέσει να μου τις βρέχεις» του είπα σκανταλιάρικα.
    - «Χμμμ…» μου είπε κοιτώντας με επίσης σκανταλιάρικα. «Αν εννοείς αυτό… μωρέ δε θα μπορείς να κάτσεις κάτω για μια εβδομάδα» μου είπε κοιτώντας με προκλητικά μεν, παιχνιδιάρικα δε.
    - «Αχνε!» του είπα. Είχα ερεθιστεί και μόνο στη σκέψη.
    - «Αχ, θα με τρελάνει αυτό το κορίτσι» είπε κοιτώντας ψηλά.
    - «Χι χι χι» του απάντησα.

    Ήμουν ακόμα γυμνή, με πήρε από το χέρι και πήγαμε στο κρεββάτι. Με έβαλε να κάτσω στα τέσσερα με τον κώλο μου προς τα έξω.

    - «Κατηγορούμενη, έχετε να δηλώσετε κάτι πριν βγει η ετυμηγορία;»
    - «Όχι. Παραδέχομαι την ενοχή μου και θα αποδεχτώ την τιμωρία που θα μου επιβάλει το σεβαστό δικαστήριο»
    - «Λαμβάνοντας υπόψη το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου καταδικάζεστε σε 30 ξυλιές, δεκαπέντε σε κάθε γλουτό.»
    - «Αχνε!» είπα γελώντας.
    - «Ρε θα σοβαρευτείς να σε τιμωρήσω;»
    - «Αμέ!» του είπα και γύρισα το κεφάλι και του έστειλα ένα φιλάκι.

    «Ένα» είπε όταν μου έριξε την πρώτη, όχι ιδιαίτερη δυνατή. «Δύο» συνέχισε με πιο δυνατή αυτή τη φορά στο άλλο κωλομέρι. «Τρία… τέσσερα… πέντε…». Μου έριχνε αρκετά δυνατές, ένιωθα τους γλουτούς μου να έχουν αρπάξει φωτιά. Και όχι μόνο… Είχα ερεθιστεί… δηλαδή τι ερεθιστεί, πύραυλος είχα γίνει. «Δέκα… έντεκα… δώδεκα…». Πολύ μου άρεσε! Μου ξέφευγαν κάποιες φωνούλες. «Είκοσι… εικοσιένα… εικοσιδύο…». Αυτή ήταν πολύ δυνατή και δεν κατάφερα να συγκρατήσω μια φωνή. Ο Ανδρέας τα χρειάστηκε.
    - «Φοίβη; Είσαι καλά;»
    - «Όχι, είμαι μια ένοχη, μια αμαρτωλή, μια τιποτένια» του είπα και έβαλε τα γέλια. Έπιασαν και μένα τα γέλια.

    Ένιωσα το δάχτυλό του να μπαίνει βαθιά πίσω μου και μου ξέφυγε μια κραυγή έκπληξης. Πέρασε το χέρι του από κάτω με άρχισε να μου χαϊδεύει την κλειτορίδα και ένιωσα ότι θα αρχίζω να στάζω. Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα στεναγμό μου. Αν εκείνη τη στιγμή μου ζητούσε να με πάρει από πίσω θα του απαντούσα «ναι» χωρίς κανένα δισταγμό. Συνέχισε να μου βάζει το δάχτυλο μέσα έξω, πίσω μου αλλά κάποια στιγμή σταμάτησε. Ένιωσα το όργανό του στα χείλη μου.

    - «Φοίβη… θέλεις… θέλεις να δοκιμάσουμε έτσι;» με ρώτησε.

    Αν ήθελα λέει;

    - «Πολύ!» του είπα. «Πολύ-πολύ». Μπήκε μέσα μου αλλά στα τέσσερα η αίσθηση ήταν τελείως διαφορετική απ’ ότι όταν ήμουν ξαπλωμένη ανάσκελα. Έτσουζε και πάλι αλλά γρήγορα η αίσθηση αυτή σχεδόν χάθηκε, αντικαταστάθηκε και πάλι από ηδονή. Ο Ανδρέας με είχε αρπάξει από τη μέση και καρφωνόταν μέσα έξω μου με μεγαλύτερη δύναμη απ’ ότι όταν το κάναμε κανονικά. Κάθε φορά που καρφωνόταν μου ξέφευγε και ένα βογγητό ηδονής, καλέ τι ήταν αυτό; Όταν άρχισε να μου ρίχνει και πάλι σφαλιάρες καθώς με έπαιρνε άρχισα να το χάνω, αν τον είχα από πάνω μου θα τον είχα χαράξει πάλι. Έτσι ήταν πιο ασφαλής, αυτό ξέρω!

    Εκεί που το έχασα τελείως ήταν όταν με τράβηξε δυνατά από τα μαλλιά ενώ καρφώθηκε όλος μέσα μου. Αυτή τη φορά πρέπει να ακούστηκα σε όλη τη γειτονιά. Ένιωθα και πάλι σα να με διαπερνάει ρεύμα, χαμήλωσα στους αγκώνες ανοίγοντας όσο μπορούσα. Συνέχισε με μεγαλύτερη λύσσα, ω ναι, έτσι ήταν ακόμα καλύτερο.

    - «Γύρνα» με διέταξε ενώ τραβήχτηκε από μέσα μου. Γύρισα και το έφερε κοντά στο πρόσωπό μου. Άνοιξα το στόμα μου για να τον πάρω μέσα του αλλά εκείνος τραβήχτηκε και το έπαιξε και τέλειωσε με συνοδεία αγκομαχητού στο πρόσωπό μου. Κάμποσο μπήκε στο στόμα μου αλλά το περισσότερο με πιτσίλησε στο μάγουλο και στο μέτωπο. Έχοντας ατυχή εμπειρία από μια φορά που μπήκε στο μάτι μου τα είχα σφαλιστά. «Κοίτα με» μου είπε και άνοιξα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Αυτή τη φορά αντί να τρίψει το δάχτυλό του έτριψε το όργανό του πάνω στο πρόσωπό μου. Το έβαλε στο στόμα μου και τον καθάρισα. Και ξανά… και ξανά… Ό,τι είχε απομείνει το σκούπισε με το δάχτυλό του και το έβαλε στο στόμα και το πιπίλησα κι αυτό.

    - «Φουυυυ» ξεφύσησε. «Γουάο»
    - «Σου άρεσε, μωρό μου;» τον ρώτησα
    - «Πολύ! Ήταν… κι εγώ δεν ξέρω τι ήταν! Εσένα;»
    - «Νομίζω ότι το πόσο μου άρεσε πρέπει να ακούστηκε μέχρι το πανεπιστήμιο. Να δω με τι μούτρα θα αντικρύσω τους γείτονές σου» του είπα. «Ευτυχώς που δεν ήμασταν σπίτι μου…» συνέχισα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
    - «Ντύσου να πάμε να φάμε… το σεξ μου ανοίγει την όρεξη» μου δήλωσε κάνοντάς με να χαμογελάσω. Έβαλα το κιλοτάκι μου, μια κοντομάνικη από πάνω και από κάτω την πιτζάμα. Ο ίδιος φόρεσε φόρμα αντί για πιτζάμα.

    Πήγαμε στην κουζίνα, το φαγητό ήταν ζεστό. Μου είπε να κάτσω στο τραπέζι και σέρβιρε ο ίδιος. Άνοιξε το ψυγείο και έβγαλε ένα μπουκάλι μπύρα μοιράζοντας το περιεχόμενό του σε δύο ποτήρια.

    Το είχα πετύχει το φαγητό! Ο Ανδρέας έβαλε και δεύτερο πιάτο για τον εαυτό του ενώ εγώ χαμογελούσα σα το χαζό.

    Με τούτα και με κείνα η ώρα είχε πάει 18:00 και είχαμε να κάνουμε τα διαβάσματά μας. Σήμερα είχα και Φυσική-Ι, στην πρόοδο της οποίας είχα γράψει 9 και το είχα πάρει βαριά καθώς δεν είχα καταλάβει που είχα κάνει λάθος. Στα μαθηματικά είχα μόνο δεκάρια αλλά το 7,5 στην ψηφιακή σχεδίαση δε μου άρεσε καθόλου.

    Το διάβασμα μας πήγε μέχρι τις 21:00. Ο Ανδρέας δηλαδή πρέπει να είχε τελειώσει λίγο νωρίτερα και είχε κάτσει για να μου κάνει παρέα. Η αλήθεια είναι ότι το τελευταίο μισάωρο το είχα φάει σε μια πολύ ζόρικη άσκηση στους μιγαδικούς αριθμούς αλλιώς θα είχα τελειώσει κι εγώ νωρίτερα.

    - «Θες μια σοκολάτα;» με ρώτησε. «Σε λίγο θα ξεκινήσει η ταινία». Σήμερα θα έπαιζε το «Μόνος στο σπίτι», δεν την είχαμε δει κανένας από τους δυο μας αλλά είχαμε ακούσει ότι είχε πολύ γέλιο.
    - «Νιιιιι» του είπα.

    Σε μερικά λεπτά οι σοκολάτες μας ήταν έτοιμες. Τις πήραμε και πήγαμε μέσα. Πέρασα στη μέσα μεριά του κρεββατιού και κάθισα έχοντας βάλει όρθιο το μαξιλάρι στην πλάτη του κρεββατιού. Κάθισε και Ανδρέας και ανοίξαμε την τηλεόραση.

    Αν και οι διαφημίσεις μας έσπασαν τα νεύρα βάλαμε σχεδόν τα κλάματα από τα γέλια, ο μπόμπιρας ήταν απίθανος και οι δύο αποτυχημένοι ληστές τραγελαφικοί, υπήρχαν σημεία που τους λυπήθηκα. Όταν τέλειωσε η ταινία ο Ανδρέας έκλεισε την τηλεόραση.

    - «Θες να συνεχίσουμε το Moby Dick;» με ρώτησε.
    - «Όχι ιδιαίτερα. Θα ήθελα να σε ακούσω να παίζεις κιθάρα αλλά έχει πάει 23:00»
    - «Τι θες να κάνουμε; Είναι νωρίς να πέσουμε για ύπνο» μου είπε.
    - «Θέλεις να πάμε μια βόλτα με το αυτοκίνητο;»
    - «Πού να πάμε;»
    - «Όπου να’ ναι… απλά να βολτάρουμε.
    - «Αμέ, γιατί όχι;» είπε. «Ντύσου, βάλε τη φόρμα σου»

    Πετάχτηκα από το κρεβάτι και έβγαλα τη πιτζάμα μου και φόρεσα τη φόρμα μου. Από πάνω φόρεσα και το πάνω μέρος της φόρμας και όσο και αν κατά τη διάρκεια της ημέρας η θερμοκρασία ήταν ανοιξιάτικη, το βράδυ έκανε αρκετή ψύχρα. Έβαλα τα αθλητικά μου και ήμουν έτοιμη και περίμενα τον Ανδρέα, ούτε κι εκείνου του πήρε ώρα.

    Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε. Βγήκαμε στην Κνωσσού και κατεβήκαμε προς κέντρο. Πριν φτάσουμε στο λιμάνι, λίγο μετά τη Ραφιναρία, έστριψε δεξιά στην Ικάρου προς Αλικαρνασσό.

    - «Θα πάμε προς Γούβες αλλά από μέσα» μου είπε. Ο δρόμος είχε λιγοστή κίνηση. Πήραμε την Ικάρου μέχρι το τέρμα της αλλά πριν βγούμε στη Νέα Εθνική έστριψε αριστερά και μπήκε στην παλιά Εθνική. Αναγνώρισα το μέρος.

    - «Είχαμε ξαναπεράσει από εδώ όταν είχαμε πάει στο Κοκκίνη Χάνι, σωστά;» τον ρώτησα.
    - «Σωστά, σε λίγο θα περάσουμε από τον Καρτερό» μου είπε.

    Στο δρόμο προς το Κοκκίνη Χάνι ο Ανδρέας μου έδειξε δύο-τρία σημεία στα οποία ήθελε να σταματήσουμε κατά την επιστροφή. Συνεχίσαμε μέχρι που φτάσαμε εκεί που είχαμε πάει για μπάνιο με τα παιδιά. Έσβησε το αυτοκίνητο και κατεβήκαμε και πήγαμε στην παραλία, φτάσαμε μέχρι τη θάλασσα. Φυσούσε ελαφρύ αεράκι και η θάλασσα ήταν σχεδόν λάδι. Περπατήσαμε κοντά μισό χιλιόμετρο και μετά γυρίσαμε πίσω. Ήταν πολύ όμορφη βραδιά, την επαύριον θα είχε πανσέληνο και το φεγγάρι ήταν σχεδόν γεμάτο.

    - «Έπρεπε να φέρουμε μια πετσέτα μαζί μας» του είπα. «Είναι τόσο όμορφη βραδιά»
    - «Δεν πειράζει ματάκια μου. Πάμε στην παλιά εθνική να κάτσουμε, σε ένα από τα 2-3 σημεία που σου είπα. Έχει υπέροχη θέα και δε θα χρειαστεί να βγούμε καν από το αυτοκίνητο.»
    - «Ουφ, καλά!»

    Γυρίσαμε στο αυτοκίνητο και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Σε κάποιο σημείο στην παλιά εθνική έβγαλε φλας και έστριψε δεξιά, βγαίνοντας από το δρόμο, και μετά από μερικά μέτρα σταμάτησε.

    - «Κατέβα να δεις» μου είπε και βγήκα από το αυτοκίνητο. Ένα-δυο μέτρα παρακάτω ήταν γκρεμός, ήμασταν σε ύψος 10-15 μέτρων από τη θάλασσα. «Εδώ είναι υπέροχα όταν έχει κύμα, το ακούς να σκάει στα βράχια και καμιά φορά πιτσιλάει μέχρι και εδώ» μου είπε.
    - «Χμμμ, και πού τα ξέρεις εσύ αυτά τα μέρη, αφού δεν έχεις αυτοκίνητο!»
    - «Θυμάσαι που σου είχα πει για την πρώτη μου σχέση εδώ με μια δευτεροετή μαθηματικό;»
    - «Ναι, το θυμάμαι.»
    - «Η Κατερίνα, έτσι την έλεγαν, είναι από το Ηράκλειο και είχε αυτοκίνητο. Αυτή με κύλισε στο βούρκο, εγώ ήμουν μικρός και αθώος!»
    - «Αχ τον καημενούλη!» του είπα πειρακτικά.
    - «Και αφού με γλέντησε για ένα χρόνο με πέταξε σα στυμμένη λεμονόκουπα.»
    - «Απαπαπα… φουκαριάρα Μάρθα» του είπα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
    - «Πλάκα στην πλάκα, Φοίβη, με είχε τσούξει. Εγώ ήμουν ακόμα ερωτευμένος. Ε, ήταν και η πρώτη μου, είμαι και συναισθηματικό παιδάκι. Μου ήρθε λίγο ξαφνικό όταν μου ζήτησε να τα χαλάσουμε, χαμπάρι δεν είχα πάρει το ζωντόβολο. Ούτε μια-δυο εβδομάδες αφού μου ζήτησε να τα χαλάσουμε ήταν με άλλον.»
    - «Τουλάχιστον η Κατερίνα σου ζήτησε να τα χαλάσετε πρώτα» παρατήρησα.
    - «Είναι κι αυτό» μου απάντησε στενάζοντας.
    - «Πες μου ένα μυστικό σου» του είπα αλλάζοντας κουβέντα.
    - «Σαν τι; Δε μου έρχεται κάτι.»
    - «Δεν ξέρω, σκέψου κάτι! Θέλω να μου πεις κάτι που θα ντρεπόσουν να το πεις.»
    - «Χμμμ…» είπε σκεπτόμενος για λίγο. «Δεν είναι κάτι για να ντραπώ… να, στο πρώτο έτος, πριν η Ελένη τα φτιάξει με τον Τάσο, είχαμε φασωθεί.»
    - «Τι εννοείς;» τον ρώτησα.
    - «Φασωθεί δεν είναι η κατάλληλη λέξη, ούτε καν. Απλά είχαμε φιληθεί σε ένα πάρτι. Δεν υπήρξε συνέχεια.»
    - «Γιατί;»
    - «Δεν κάναμε κλικ έτσι ο ένας στον άλλον. Εννοώ κάναμε παρέα από τις πρώτες μέρες της σχολής, δεν ξέρω πώς μας ήρθε και φιληθήκαμε. Αυτό, απλά φιληθήκαμε. To our defense, η αλήθεια είναι ότι τα είχαμε κοπανίσει κιόλας. Πάντως δεν υπήρξε συνέχεια ούτε από μεριάς μου ούτε από μεριάς της. Άλλωστε λίγο καιρό αργότερα τα έφτιαξε με τον Τάσο και παραμείναμε φιλαράκια. Σειρά σου, πες μου εσύ ένα μυστικό σου!»
    - «Τι μυστικό να σου πω; Εγώ δεν είχα την …πολυτάραχη ερωτική ζωή σου. Το μόνο μου μυστικό στο είχα πει, ήμουν τσιμπημένη μαζί σου στο γυμνάσιο και μετά το πάρτι ερωτευμένη και με το νόμο. Η αλήθεια είναι ότι από εκείνο το βράδυ του πάρτι και μέχρι που συναντηθήκαμε στο κυλικείο δε σε είχα ξεχάσει. Εννοώ μπορεί να μην ήμουν πια καψούρα αλλά όταν σε είδα… η καρδιά μου έκανε μερικές κωλοτούμπες. Δε μου πήρε και πολύ να σε ερωτευτώ ξανά!»

    Αντί απάντησης γύρισε και με φίλησε απαλά.

    - «Άλλο μυστικό!» του είπα. «Σειρά σου!»
    - «Χμμμ… Δεν είναι ακριβώς μυστικό… Ουφ… Είπαμε το μεσημέρι να τα λέμε όλα. Ας το πάρει το ποτάμι. Θα… θα ήθελα να το κάνουμε από… από πίσω…»

    Γύρισα και τον κοίταξα.

    - «Να σου εξομολογηθώ κάτι;» τον ρώτησα.
    - «Φοίβη μου, αν δε θέλεις εσύ δεν πειράζει!» μου είπε.
    - «Δεν ήθελα να πω αυτό. Να… το απόγευμα… Μετά που σταμάτησες τις ξυλιές και μου έβαλες δάχτυλο πίσω… αν… αν μου είχες ζητήσει αυτό… αυτό που μου είπες… θα σου είχα πει «ναι» χωρίς κανένα δισταγμό. Οπότε… έχεις την απάντησή σου.»
    - «Δηλαδή… θα… θα ήθελες κι εσύ να το δοκιμάσουμε;»
    - «Ναι, θα ήθελα… αλλά… όχι ακριβώς στο ξεκάρφωτο… παιχνίδι… όπως αυτό που κάναμε σήμερα.»
    - «Δηλαδή να προηγηθούν ξυλιές; Αλήθεια, τόσο πολύ σου αρέσει; Μερικές φορές… μερικές φορές φοβάμαι ότι το παρακάνω. Σήμερα σε μια φάση έβγαλες μια δυνατή φωνή, τα χρειάστηκα!»
    - «Όχι-όχι… δεν το έχεις παρακάνει. Κοίτα… Αν νιώσω ότι δεν αντέχω άλλο θα σου πω να σταματήσεις. Δεν ξέρω… είναι περίεργο. Πώς εσένα σου αρέσει να σε δαγκώνω και να σε γρατζουνάω; Καλά, όχι όπως σήμερα… Αλλά… έτσι… έτσι κι εγώ. Όταν με άρπαξες από τα μαλλιά και με τράβηξες προς τα πίσω… το έχασα τελείως! Αλήθεια σου λέω!»
    - «Ναι, το κατάλαβα… ακούστηκες λίγο παραπάνω σήμερα» μου είπε κάνοντάς με να κοκκινήσω, όχι γιατί ντρεπόμουν τον Ανδρέα, τους γείτονες ντρεπόμουν!
    - «Ωραία, σειρά σου!»
    - «Μα σου είπα μόλις τώρα» του απάντησα.
    - «Εεεπ, μην κλέβεις! Σου είπα εγώ τι θέλω και εσύ απλά μου είπες ότι το θέλεις κι εσύ.»
    - «Ουφ, καλά. Οκ… στο ίδιο πνεύμα… Σε παρακαλώ μη μου μείνεις από εγκεφαλικό αλλά θα ήθελα να δοκιμάσω κάτι…»
    - «Οοοοοκ» μου είπε διστακτικά. «Μπουμπούνα το!»
    - «Για την ακρίβεια εσύ είσαι που θα το μπουμπουνίσεις… ωχ Παναγία μου…» είπα και πήρα μερικές βαθιές ανάσες πριν συνεχίσω. «Θα… θα ήθελα να… να με… ουφ… να δοκιμάσω ζώνη στα μεριά μου.»
    - «Ορίστε;» μου είπε.
    - «Αντί για ξυλιές με το χέρι, εννοώ. Θα… θα ήθελα να δοκιμάσω ζώνη. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε, αλλά μου ήρθε κάποια στιγμή και από τότε δεν μπορώ να το βγάλω από το μυαλό μου.»
    - «Με τη ζώνη; Ρε Φοίβη αυτό θα πονάει!»
    - «Γιατί με το χέρι σου νομίζεις ότι δεν πονάει; Μου αρέσει όμως η σκέψη, μου αρέσει πολύ. Δεν ξέρω… θα ήθελα να δοκιμάσω και με ζώνη. Και μετά… μετά… να με πάρεις… όπως… όπως θες.»

    Δεν απάντησε.

    - «Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησα.
    - «Δεν ξέρω… δεν… δεν το περίμενα. Το χέρι είναι άλλο… Εννοώ…»
    - «Ανδρέα, αν δε θέλεις να το κάνεις δεν πειράζει. Αν θέλεις μόνο με το χέρι με το χέρι… το άλλο… το άλλο που σου είπα δεν αλλάζει. Εννοώ μετά… αν θες…»
    - «Δεν ξέρω. Τώρα που μου το είπες… δεν θα το είχα σκεφτεί μόνος μου… αλλά τώρα νιώθω περιέργεια. Αλλά δεν το έχω ξανακάνει… δε θέλω… δε θέλω να το κάνω λάθος και να σε πονέσω πολύ.»
    - «Μπορείς να ξεκινήσεις με σιγανές και θα δούμε πως θα πάει από εκεί. Αν δω ότι δεν αντέχω θα σου πω να σταματήσεις.»
    - «Εντάξει, γιατί όχι. Ας το δοκιμάσουμε και αυτό, μπορεί στο τέλος να μας αρέσει και στους δύο» μου είπε με περισσότερο ενθουσιασμό και ένιωσα και πάλι να ερεθίζομαι. Ήθελα να τον πάρω στο στόμα μου.
    - «Ανδρέα, ξεκούμπωσε το παντελόνι σου!» τον διέταξα.
    - «Ορίστε;» με ρώτησε με απορία.
    - «Ξεκούμπωσε το παντελόνι σου, τώρα!» του είπα επιτακτικά.

    Ξεκούμπωσε το παντελόνι του. Έσκυψα προς το μέρος του, ευτυχώς ο λεβιές των ταχυτήτων ήταν σε βολικό σημείο και δε με εμπόδιζε. Του έβγαλα το όργανο από το μποξεράκι και το πήρα, μη ερεθισμένο, στο στόμα μου και άρχισα να το ρουφάω και να το πιπιλάω με ενθουσιασμό. Δεν μου πήρε πολύ για να το κάνω να γιγαντωθεί μέσα στο στόμα μου. Ο Ανδρέας έβαλε το χέρι του στα μαλλιά μου και άρχισε να μου δίνει ρυθμό τον οποίο ακολούθησα υπάκουα. Τον έβγαζα σχεδόν όλο έξω και τον έπαιρνα ξανά όλο μέσα, μέχρι τη ρίζα του.

    Συνέχισε για αρκετή ώρα σε αυτό το ρυθμό αλλά σταδιακά άρχισε να τον αυξάνει. Είχα κλείσει τα μάτια μου και οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν οι στεναγμοί του Ανδρέα και ο ήχος του ρουφήγματος που του έκανα. Ένιωσα το τέλος να έρχεται, το όργανό του άρχισε πάλι να δονείται και κρατώντας με ακίνητη άρχισε τους σπασμούς μέσα στο στόμα μου, κάθε σπασμός και μια ριπή. Κατάπια ξανά και ξανά μέχρι που σταμάτησε και ηρέμισε. Ο Ανδρέας σταμάτησε να με κρατάει από τα μαλλιά. Τραβήχτηκα απαλά και φίλησα το κεφαλάκι. Σηκώθηκα και κάθισα στη θέση μου και γύρισα και του χαμογέλασα. Κοιτούσε το άπειρο κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένα γελάκι.

    Ο Ανδρέας σα να συνήλθε από το λήθαργο που είχε πέσει και με πήρε στην αγκαλιά του και με φίλησε σφίγγοντάς με δυνατά.

    - «Όχι άλλα μυστικά για σήμερα!» μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω.
    - «Τελευταίο!» του είπα. “Pleeeeeeease?” συνέχισα κάνοντάς του τα γλυκά μάτια.
    - «Άντε βάσανο, πες!»
    - «Μια πίτσα από τα Έβερεστ θα την έτρωγα!» του είπα.
    - «Γι’ αυτό σ’ αγαπάω!» μου δήλωσε. «Βάλε ζώνη!»

    Έβαλα τη ζώνη μου και έκανε προσεκτικά όπισθεν. Βγήκε στο δρόμο και ξεκινήσαμε προς Ηράκλειο. Μισή ώρα αργότερα ήμασταν στα Λιοντάρια. Σταματήσαμε με alarms και κατέβηκα εγώ να πάρω τις πίτσες. Είχαμε φτάσει την κατάλληλη ώρα, μόλις τις είχε βγάλει από το φούρνο. Αντί να μου τις δώσει σε χαρτί, όπως συνήθως, αυτή τη φορά τις έβαλε σε κουτί. Μπήκα μέσα στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε.

    - «Ανδρέα, πάμε από το σπίτι σου να πάρουμε τα πράγματα για αύριο και πάμε στο δικό μου, έχω να ταΐσω και το χαζόσκυλο!»
    - «Ό,τι θέλει το μωρό μου» μου απάντησε.

    Πήγαμε σπίτι του και πήραμε τα πράγματά μας, δηλαδή τα βιβλία μας και τα τετράδιά μας για την επόμενη. Ο Ανδρέας είχε ρούχα σπίτι μου για να φορέσει αύριο, όπως είχα κι εγώ στο δικό του. Πέντε λεπτά αργότερα πάρκαρε λίγο μπροστά από το σπίτι μου και κατεβήκαμε. Ο Σίμπα που είχε να μας δει από προχθές χοροπηδούσε ενθουσιασμένος πάνω στη γκαραζόπορτα.

    - «Κάτσε κάτω βρε λεχρίτη!» τον μάλωσα τρυφερά. «Ελατήριο κατάπιες;» συνέχισα.

    Με το που μπήκα μέσα όρμισε και ανέβηκε πάνω μου γλείφοντάς με στο πρόσωπο ενθουσιασμένος. Και μετά με παράτησε στα κρύα του λουτρού για να πάει να κάνει χαρές στον Ανδρέα, ο προδόταρος.

    - «Ορίστε, αλλού τρώει, αλλού πίνει κι αλλού πάει και το δίνει!» μονολόγησα. Πήγα προς το σπίτι, μπροστά στην πόρτα ήταν και τα τρία γατάκια που άρχισαν να τρίβονται πάνω μου. Τι να κάνω, έσκυψα και χάιδεψα και τα τρία και όπως ήμουν σκυμμένη ήρθε ο Σίμπα και μου μύρισε τον κώλο.

    - «Για να σου πω!» τον ψευτομάλωσα, «σάμπως να παραγνωριστήκαμε οι δυο μας!»

    Μάζεψα τα πιατάκια των γατιών και την κατσαρόλα του Σίμπα και τα πήρα μέσα για να τα γεμίσω. Τα έβγαλα και πέσαν και οι τέσσερις στο φαγητό τους σα να μην υπάρχει αύριο. Κλείδωσα την πόρτα και πήγαμε και οι δύο στην τουαλέτα να πλυθούμε γιατί το κοπρόσκυλο μας είχε κάνει σύγχρηστους.

    Φάγαμε τις πίτσες μας, που ήταν ακόμα καυτές, στο τραπέζι στο σαλόνι και πήγαμε στο δωμάτιο και αλλάξαμε για να πέσουμε στο κρεββάτι.

    - «Ουφ, αύριο μέχρι τις 19:00 χωρίς διάλειμμα. Πώς τα έχω καταφέρει έτσι;» γκρίνιαξε απελπισμένος ο Ανδρέας όταν ξαπλώσαμε στο κρεββάτι.
    - «Εμένα η εβδομάδα ξεκινάει με Σούζι που τσούζει και στα καπάκια «Φυσική-Ι»
    - «Ναι, αλλά εσύ έχεις και ένα διάλειμμα στο ενδιάμεσο»
    - «Έχω, αλλά έχω και εργασία σε ψηφιακή σχεδίαση και Pascal-I. Μάλλον θα πρέπει να κλαφτώ στους δικούς μου να πάρω υπολογιστή γιατί η Pascal-II, που έχω το επόμενο εξάμηνο, είναι πιο βάρβαρη, χώρια που Pascal-I έχει και το μαθηματικό και τα PC δεν είναι και πολλά.
    - «Είναι ακριβοί;» με ρώτησε.
    - «Δεν έχω ιδέα… Αλλά όσο να ‘ναι, δε θα κάνει καμιά διακοσάρα τουλάχιστον; Τι να σου πω, η αλήθεια είναι ότι το θέμα δε με είχε απασχολήσει στο λύκειο.»
    - «Κάτσε, εσύ πώς αποφάσισες ότι θέλεις να ασχοληθείς με την Επιστήμη Υπολογιστών χωρίς να έχεις καν υπολογιστή;»
    - «Έχω έναν Amstrad 6128 από τα 12 μου. Η αλήθεια είναι ότι ήθελα να πάρω και Amiga αλλά καλά που δεν την πήρα, θα είχα πολλή γκρίνια αν ζητούσα και τρίτο υπολογιστή. Έμαθα basic και logo και μετά και assembly, εκεί ανακάλυψα πόσο μου άρεσε ο προγραμματισμός. Στα 14 μου είχα αποφασίσει ότι θα σπουδάσω επιστήμη υπολογιστών.»
    - «Ναι, μου το είχες πει στο πάρτι»
    - «Όπως και να έχει ο Amstrad ήταν μια χαρά για το γυμνάσιο και το λύκειο και να σου πω μια χαρά τον έχει βολευτεί ο Κωστής, αν και αυτός μόνο παιχνίδια παίζει. Άλλωστε μέχρι στιγμής τα έχω πάει πολύ καλά στις προόδους και στις φροντιστηριακές ασκήσεις οπότε ξέρουν ότι δεν το έχω ρίξει στην παλαβή, οπότε ελπίζω να μπορέσω να τους πείσω. Αν όχι… θα αρχίσουν νωρίτερα τα ξενύχτια στη Γ’ πτέρυγα»
    - «Σου εύχομαι να τους ψήσεις. Πάντως να ξέρεις ότι όταν πηγαίνω εγώ στο ΙΤΕ, αν μπορείς να έρθεις κι εσύ μαζί μου, όταν πηγαίνω, μπορείς να μπεις και από εκεί απομακρυσμένα με telnet. Και στο ITE έχουμε από Sparc-5 και πάνω, ενώ στη Γ’ έχουν αυτή τη στιγμή μόνο ένα Sparc-5 και ένα Sparc-4 και πολλά Sparc-3 που έχουν ασπρόμαυρες οθόνες.»
    - «Με το Unix δεν τα πάμε καλά» του είπα. «Σάμπως βρίσκεις και υπολογιστή διαθέσιμο αν δεν πας χαράματα ή στη μαύρη νύχτα; Και τι να πω κιόλας, αφήστε με να χαζολογήσω και να μάθω Unix όταν οι άλλοι ξημεροβραδιάζονται εκεί για να κάνουν τις εργασίες τους;»
    - «Ήμουν operator στο LOC» μου είπε. «Μπορώ να σε μάθω εγώ κάποια βασικά πράγματα.»
    - «Θα με αφήσουν να μπω στο ΙΤΕ;» τον ρώτησα.
    - «Μαζί μου θα είσαι βρε. Οι πιο πολλοί έτσι κι αλλιώς μπαίνουν στα VMS που έχουμε και έχουμε κάποια Sparc-5 που κάθονται σαν τους ψωριάρηδες χώρια. Στο γραφείο που πηγαίνω έχει δύο να φανταστείς. Δεν έχω συγκεκριμένο πρόγραμμα, αρκεί να βγάζω τις συμφωνημένες ώρες, το ποιες θα είναι αυτές είναι στη διακριτική μου ευχέρεια. Εσύ έτσι κι αλλιώς δεν έχεις κανένα μάθημα που να τελειώνει μετά τις 17:00. Οπότε αν θες μπορούμε πχ Τρίτη και Πέμπτη και Παρασκευή να έρχεσαι μαζί μου στο ΙΤΕ.»
    - «Σύμφωνοι» του είπα ενθουσιασμένη.
    - «Ωραία, έλα τώρα να την πέσουμε γιατί έχει πάει σχεδόν 01:00 και έχουμε και πρωινό ξύπνημα» μου είπε και με φίλησε. Χώθηκα στην αγκαλιά του. «Καληνύχτα κοριτσάρα μου»
    - «Καληνύχτα μωρό μου» του είπα.

    Ήταν σαν να κατέβηκε η ασφάλεια. Το πρωί είχα βάλει το ξυπνητήρι στις 08:00 αλλά δεν ξύπνησα από το ξυπνητήρι αλλά από τη γλώσσα του Ανδρέα που με είχε γδύσει από κάτω και με έγλειφε. Δεν ήταν το πρώτο μου τέτοιο ξύπνημα, το είχε κάνει κάμποσες φορές, ειδικά όταν κατάλαβε πόσο το απολάμβανα. Έκλεισα τα μάτια μου και πάλι ενώ το χάδι της γλώσσας του ηλέκτριζε το σώμα μου. Αυτή τη φορά το παιχνίδι με τη γλώσσα συνοδεύτηκε από δάχτυλο στον κόλπο μου καθώς ο παρθενικός υμένας ήταν από εχθές παρελθόν. Γλώσσα και δάχτυλο… Θεέ μου… το σώμα μου άρχισε πάλι να τραντάζεται και δάγκωσα το χέρι μου για να μην ακουστώ. ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ. Τεντώθηκα σαν τόξο…

    - «Ανδρέα… Ανδρέα μου… αααααχ αααααχ μωρό μου… ααααααααχ». Αυτή τη φορά δεν ήταν πιτσίλισμα, ο Νιαγάρας ήταν, τον έκανα λούτσα σχεδόν.

    Ωραία, έπρεπε να αλλάξω και σεντόνι. Αλλά δε βαριέσαι, αυτά είναι προβλήματα!

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  8. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 11ο

    (Ανδρέας)

    Η Φοίβη ήταν καθιστή στον καναπέ και είχε τα πόδια της πάνω μου. Πέρασα απαλά το βερνίκι στο μεγάλο της δάχτυλο. Μου άρεσε το κόκκινο που είχε διαλέξει. Ήταν ακόμα ένα μυστικό μου, ήμουν ερωτευμένος με την πατούσα της και τα δάχτυλα των ποδιών της. Παρόλο που ήταν σχετικά ψηλή είχε μικρά πόδια, φορούσε 37 νούμερο. Τα δάχτυλά της ήταν λεπτά και μακριά και λάτρευα να τα πιπιλάω. Της Φοίβης της είχε φανεί «κάπως» στην αρχή αλλά το είχε ξεπεράσει γρήγορα.

    Και τώρα για πρώτη φορά της έβαφα τα νύχια. Το έκανα πολύ προσεκτικά και με πολλή φροντίδα. Επιθεώρησα τη δουλειά μου, μια χαρά! Συνέχισα με το άλλο δάχτυλο. Εξαιρετικά! είπα μέσα μου. Δεν μου πήρε πολλή ώρα να τελειώσω με το αριστερό της πόδι.

    - «Πώς σου φαίνεται;» τη ρώτησα. Επιθεώρησε και η ίδια το πόδι της και μου χαμογέλασε.
    - «Προσλαμβάνεσαι, αυτό έχω να πω! Το κάνεις καλύτερα από εμένα!»
    - «Σ’ ευχαριστώ» της είπα χαμογελώντας μέχρι τα αυτιά. «Οκ, από εδώ και πέρα εγώ!»
    - «Εχμ, Ανδρέα, πλάκα έκανα!» μου είπε.
    - «Εγώ όχι!» της είπα. «Εκτός και αν δε θέλεις, δηλαδή!»
    - «Θέλω, πώς δε θέλω! Απλά… δεν…»
    - «Δεν είναι υποχρέωση, χαζούλα! Μου αρέσει να το κάνω!»
    - «Εντάξει, Ανδρέα μου. Εγώ θα τα λιμάρω και εσύ θα τα βάφεις.»
    - «Θες να σου βάψω και τα νύχια των χεριών;» τη ρώτησα.
    - «Εσύ θέλεις;»
    - «Για να σε ρωτάω…»
    - «Αχ, με κακομαθαίνεις!»
    - «Καλά σου κάνω!» της απάντησα. «Όπως εσένα σου αρέσει να με φροντίζεις, έτσι αρέσει και σε μένα.»

    Έπιασα το άλλο της πόδι και έκοψα μικρά κομμάτια βαμβάκι και τα έβαλα ανάμεσα στα δάχτυλά της. Ξεκίνησα με το μεγάλο δάχτυλο και λίγη ώρα αργότερα τέλειωσα και με αυτό. Όσο της έβαφα τα δάχτυλα των ποδιών η Φοίβη λιμάριζε τα νύχια στα χέρια της.

    - «Να σου πω» μου είπε «εσύ τι λες, να τα κόψω τα μαλλιά μου όπως στις αρχές Σεπτέμβρη ή να τα αφήσω να μακρύνουν;
    - «Στο πάρτι αν θυμάμαι καλά έφταναν λίγο πιο πάνω από τη μέση της πλάτης, σωστά; Εμένα και έτσι μου άρεσαν αλλά η αλήθεια είναι ότι τα προτιμάω όπως τα είχες μέχρι τους ώμους. Και μεταξύ μας προτιμώ το φυσικό σου από το κόκκινο.»
    - «Η αλήθεια είναι ότι χρειάζομαι και κούρεμα και βάψιμο. Όχι κόκκινο, λες;»
    - «Εσύ τι θέλεις μωρό μου;»
    - «Το βάψιμο και το κούρεμα των μαλλιών μου το είχα κάνει δώρο στον εαυτό μου, σαν επιβράβευση που πέρασα στη σχολή.»
    - «Τότε βάψε τα και πάλι κόκκινα»
    - «Θα δούμε» μου απάντησε. «Σκεφτόμουν κάτι πιο σκούρο από αυτό που έχω»
    - «Αν θέλεις τη γνώμη μου το καστανό ή ακόμα και το μαύρο θα σου πήγαινε πιο πολύ αλλά και έτσι είσαι κουκλί.»
    - «Αχ, γι’ αυτό σ’ αγαπάω!» μου είπε.
    - «Φοίβη, σοβαρά είσαι κουκλί. Δεν είχα ποτέ καταλάβει γιατί είχες τόση ανασφάλεια με την εμφάνισή σου, ανέκαθεν ήσουν γλύκα, ακόμα και με τα σιδεράκια και τα πατομπούκαλα που φορούσες.»
    - «Δεν είμαι!» μου είπε.
    - «Έχε χάρη που ακόμα στεγνώνουν τα νύχια σου, φουκαριάρα μου, αλλιώς θα σου έλεγα εγώ!»
    - «Καταπίεση, αυτό έχω να πω!» μου είπε πειρακτικά.
    - «Καλά σου κάνω!» της είπα κάνοντάς της γκριμάτσα με τη γλώσσα μου.
    - «Μου αρέσουν που είναι κόκκινα» μου είπε παραπονιάρικα.
    - «Τότε άστα κόκκινα, μωρό μου!»
    - «Θα τα κουρέψω όμως μέχρι τους ώμους. Θα πάω στο κομμωτήριο που μου είπε η Μαρία, αλήθεια, πώς πάμε 62 Μαρτύρων;»
    - «Με το αυτοκίνητο» της απάντησα.
    - «Κι εσύ τι θα κάνεις;» με ρώτησε.
    - «Υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός!»
    - «Ανδρέα μου, δε θέλω να σε τρέχω…»
    - «Δε θα στεγνώσουν τα νύχια σου; Θα τα πούμε οι δυο μας!» την απείλησα.
    - «Ουφ, σε δύο εβδομάδες έρχονται Χριστούγεννα. Τρεις εβδομάδες θα είμαστε χώρια, δε μου αρέσει καθόλου»
    - «Κι εμένα θα μου λείψεις καρδούλα μου, πολύ-πολύ.
    - «10 Γενάρη δε θα επιστρέψεις κι εσύ;» τον ρώτησα.
    - «Ναι, στις 10»
    - «Ωραία, να κλείσουμε καμπίνα για τους δυο μας, κι εγώ στις 10 θα έρθω. Θα με φάνε τα καράβια, έχω και το Χίος-Αθήνα, αλλά τι να κάνω;»
    - «Είναι κι αυτό. Μετά από δέκα ώρες στο ένα καράβι θα έχεις άλλες δέκα στο άλλο.»
    - «Δεν έχει την ίδια μέρα καράβι με τη μέρα που θα ανέβουμε αλλά δεν πειράζει. Θα κάτσω τρεις μέρες και στη γιαγιά μου, στο Περιστέρι, που έχω να τη δω από τον Ιούνη και μετά θα ανέβω Χίο»
    - «Ακόμα καλύτερα τότε! Αφού θα είσαι Αθήνα για τρεις μέρες μπορούμε μία από αυτές να πάμε στο Παλένκε που σου είχα πει!»
    - «Νιιιιιι!» μου απάντησε ενθουσιασμένη και συνέχισε «Πρέπει να δω τα δρομολόγια από Χίο προς Πειραιά, μπορεί να χρειαστεί να μείνω πάλι μία-δυο μέρες στην Αθήνα για να φύγουμε μαζί από Πειραιά στις 10 του Γενάρη.»
    - “You do that!” της είπα.
    - «Πρέπει να πάρω τηλέφωνο το κομμωτήριο, να δω τι ώρα έχουν αύριο το πρωί.»
    - «Πήγαινε προσεκτικά και πάρε» της είπα.

    Σηκώθηκε και περπατώντας σαν την κούτσαβλη πήγε εκεί που είχα το τηλέφωνο. Έβαλε το χέρι της στο ακουστικό και γύρισε προς τα μένα.

    - «09:00, πρωί-πρωί με τη δροσούλα;» με ρώτησε.
    - «Δεν έχει άλλη ώρα;»
    - «Όχι αν θέλω και να κουρευτώ και να τα βάψω.»
    - «Καλά, πόση ώρα θα πάρει;»
    - «Ένα τρίωρο θα το πάρει» μου είπε.
    - «Εντάξει, θα σε πάω στις 09:00 αλλά τρεις ώρες είναι πολλές για να κάτσω στο αυτοκίνητο. Θα γυρίσω να σε πάρω κατά τις 12:00»
    - «Ναι, σας ευχαριστώ για την αναμονή» είπε στο τηλέφωνο. «Θα έρθω στις 09:00. Ναι, Φοίβη Μαρτίνου. Σας ευχαριστώ πολύ!» είπε και έκλεισε. «Ωραία, τελειώσαμε και με αυτό. Μπορώ πάντως να πάω και με τη συγκοινωνία, μη σε ξυπνάω πρωινιάτικα!» μου δήλωσε.
    - «Φοίβη, μη τα λέμε πάλι!»
    - «Καλά μωρουλίνι μου. Σ’ ευχαριστώ πολύ-πολύ» μου είπε χαμογελώντας μου κουνελήσια. «Τι ώρα έχουμε πει για το μεξικάνικο;»
    - «Στις 21:00, κλασσικά εικονογραφημένα αλλά αφού έχουμε αύριο πρωινό ξύπνημα να μην το ξενυχτίσουμε στην Χιτζάζ» της απάντησα.
    - «Ανδρέα μου;»
    - «Πες μου καρδούλα μου.»
    - «Σ’ αγαπάω!» μου δήλωσε!
    - «Κι εγώ καρδούλα μου, πολύ-πολύ»

    Ντυθήκαμε και οι δύο απλά, με παντελόνι και πουκάμισο. Σε αντίθεση με εμένα που φορούσα τζιν, η Φοίβη φορούσε ένα μαύρο υφασμάτινο παντελόνι που τόνιζε πολύ αισθησιακά τα οπίσθιά της, και το κορίτσι μου είχε απίθανα οπίσθια. Όπως κάθε φορά της ξεκούμπωσα ένα κουμπί, ήταν το παιχνίδι μας, εκείνη κούμπωνε το πουκάμισο μέχρι πάνω κι εγώ της ξεκούμπωνα ένα ή δύο κουμπιά βρίσκοντας πάντα αφορμή να της βάλω και χέρι.

    - «Είσαι κούκλα» της είπα όταν τελείωσε με το βάψιμό της, δηλαδή τα μάτια της και κραγιόν. Μου χαμογέλασε ντροπαλά, πολύ έκανα κέφι αυτή της την αντίδραση. «Πάμε κοριτσάρα μου;»
    - «Πάμε μωρό μου» μου είπε και κινήσαμε για το αυτοκίνητο. Πάρκαρα κοντά στη Χιτζάζ οπότε είχε λίγο περπάτημα μέχρι την Χάνδακος όπου ήταν το μεξικάνικο. Φτάσαμε με καθυστέρηση λίγων λεπτών και τους βρήκαμε όλους εκεί. «Γεια σας παιδιά» είπα.
    - «Καλώς τους» μας απάντησαν.
    - «Είστε ώρα εδώ;» τους ρώτησε η Φοίβη.
    - «Εγώ με τον Τάσο ήρθαμε πριν δυο-τρία λεπτά.» είπε η Ελένη.
    - «Κι εμείς, μη νομίζετε, λίγα λεπτά πριν ήρθαμε» απάντησε ο Νίκος.

    Ήρθαν και πήραν την παραγγελία μας. Σήμερα ήταν το rite of passage για τη Φοίβη, τη λυπήθηκα λίγο.

    - «Δύο Φ» είπε στο σερβιτόρο ξεροκαταπίνοντας.
    - «Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε ο τελευταίος.
    - «Όχι, αλλά δεν έχω περάσει την τελετή ενηλικίωσης και με κοροϊδεύουν» είπε στο γκαρσόνι βάζοντάς τον στο νόημα.
    - «Δύο Φ και για μένα» του είπα. Δε θα την άφηνα να υποφέρει μόνη.

    Αναστέναξα.

    - «Τα χειρότερα είναι σε μερικές ώρες» είπα ενθυμούμενος τι είχα τραβήξει την τελευταία φορά που είχα φάει 2Φ, έτσουζε λες και είχα κάνει κλύσμα με νέφτι.
    - «Εσύ γιατί πήρες 2Φ;» με ρώτησε η Φοίβη.
    - «Δε θέλεις να υποφέρεις μόνη σου σε αυτό, πίστεψέ με!» της απάντησα. «Τουλάχιστον γελώντας ο ένας με τον άλλον θα γίνει πιο υποφερτό!»

    Όταν μας ζήτησε τι θα πιούμε του είπα εκτός από τα ποτά να μας φέρει και μια καράφα νερό με δύο κομμένα λεμόνια μέσα στην κανάτα. Θα χρειαζόταν μετά την κάθε μπουκιά, σε αυτό το μεξικάνικο δεν αστειεύονταν. Με το 1Φ έβαζες τα κλάματα. Με τα 2Φ έβαζες τα κλάματα σε διπλάσια ένταση και με μεταμεσονύχτια επανάληψη στην τουαλέτα. Υπήρχε και 3Φ αλλά δεν ήξερα κανέναν να το έχει δοκιμάσει, καλύτερα να λουζόμουν με βενζίνη και να άναβα το σπίρτο!

    Εγώ πάντως το ομολογώ, δάκρυσα. Η Φοίβη το αντιμετώπισε με μεγαλύτερη στωικότητα, καλά τα λέμε το βράδυ οι δυο μας, μαδάμ!

    - «Απαπαπα» είπε η Φοίβη. «Δεν το ξανακάνω αυτό» είπε πίνοντας σχεδόν μονορούφι το τέταρτο ή πέμπτο ποτήρι σαγκρία.
    - «Εντάξει, το πέρασες το τεστ. Θα σε δεχτούμε στη φυλή» είπε η Μαρία. «Ανδρέα, ζεις;» συνέχισε.
    - «Νερόοοοοοοο» είπα και άδειασα την κανάτα, ή έστω όσο είχε μείνει σε αυτή.
    - «Άνδρες σου λέει μετά» παρατήρησε η Ελένη.
    - «Εγώ ρε κοτάρες ξαναπήρα 2Φ»
    - «Γιατί φοβάσαι τη Φοίβη περισσότερο» είπε ο Νίκος.
    - «Δεν είναι φόβος αυτό που νιώθει το μωρουλίνι μου!» είπε η Φοίβη.
    - «Και τι είναι;» επέμεινε ο Νίκος.
    - «Τρόμος!» του απάντησε κάνοντάς τους όλους να σκάσουν στα γέλια.
    - «Ορίστε, μου βγήκε το όνομα» είπα όταν σταμάτησαν τα γέλια.
    - «Θα προτιμούσες να σου βγει το μάτι;» με ρώτησε η Φοίβη
    - «Όχι, αυτό μου βγήκε όταν σε είδα για πρώτη φορά χωρίς σουτιέν» της είπα κάνοντάς την να αλλάξει δεκαπέντε χρώματα ενώ οι άλλοι έβαλαν πάλι τα γέλια.
    - «Επειδή είμαι πολιτισμένη θα σε δείρω σπίτι» μου δήλωσε προκαλώντας ένα νέο γύρο χαχανητών.
    - «Μωρό μου εσύ» της είπα και την άρπαξα και τη φίλησα με τη Φοίβη να ανταποδίδει με ενθουσιασμό.
    - «Σιγά, σας τρέχουν τα σάλια» είπε η Μαρία. Η Φοίβη, η οποία σημειωτέο είχε πιει κάμποση Σαγκρία όσο έτρωγε το 2Φ, τραβήχτηκε από μένα και γύρισε στη Μαρία.
    - «Ζηλεύεις μωρό μου;» της είπε και της έσκασε ένα φιλί στο στόμα προκαλώντας ενθουσιώδη χειροκροτήματα απ’ όλη την παρέα εκτός από τη Μαρία που είχε μείνει παγωτό.
    - «Χα!» είπε η Φοίβη και τραβήχτηκε. Η Μαρία κοιτούσε ακόμα το άπειρο. «Πάει, μας έμεινε τούτη! Μαρία;»
    - «Ποιος, τι;» είπε η Μαρία.

    Αρχίσαμε όλοι να χτυπάμε τα πιρούνια στα ποτήρια. «Κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο!»

    Εκεί ήταν η Μαρία που άρπαξε τη Φοίβη και της έδωσε ένα αρκετά πιο παθιασμένο φιλί αλλά σε αντίθεση με τη Μαρία που στο πρώτο φιλί είχε μείνει παγωτό, η Φοίβη ανταπέδωσε με ενθουσιασμό. Ομολογώ ότι ταυτόχρονα καύλωσα και ζήλεψα.

    - «Ρε, να δεις αυτές θα μας παρατήσουν και είσαι και αξύριστος» είπα στο Νίκο.
    - «Θα είμαι τρυφερός μαζί σου!» μου δήλωσε! «Δε θα σε πονέσω πολύ!»
    - «Πονάν μωρέ τα παλικάρια;» τον ρώτησα και ακολούθησε νέος γύρος γέλιου εκτός από Φοίβη και Μαρία που φιλιόντουσαν ακόμα. Έβηξα διακριτικά.
    - «Τι θα γίνει κυρίες; Έτσι θα τη βγάλετε;»

    Σταμάτησαν να φιλιούνται και η Φοίβη γύρισε και με κοίταξε.

    - «Ζηλεύεις, μωρό μου;»
    - «Εγώ όχι, η Ελένη ζηλεύει!»
    - «Όχι! Δε ζηλεύω!» είπε η άλλη κόκκινη. «Εγώ μόνο Τασούλη!»
    - «Ο Τασούλης δεν έχει προκαταλήψεις» της είπε ο Τάσος.
    - «Βλέπω τον Τασούλη να πλένει στο χέρι αν συνεχίσει» του δήλωσε η Ελένη.
    - «Κυράτσες, καθίστε ήσυχα» είπε σε Φοίβη και Μαρία «γιατί θα σας σουρομαδήσω!» συνέχισε, κάνοντάς μας όλους να βάλουμε τα γέλια.
    - «Well, that was unexpected» είπε η Μαρία. «Μωρή, εσύ φιλάς απίστευτα!»
    - «Είχα τον καλύτερο δάσκαλο, να τα λέμε αυτά» είπε η Φοίβη χαμογελαστή ανακατεύοντας τα μαλλιά μου.
    - «Να ζηλέψω;» είπε ο Νίκος.
    - «Αν ξουριστείς θα σε μάθω κι εσένα» του απάντησα κάνοντας πάλι όλους να βάλουν τα γέλια.
    - «Ρε ουστ!» μου είπε κάνοντάς μου σταυρό.
    - «Ζηλιάρη μου εσύ» του είπε η Μαρία και αρπάζοντάς τον από το πρόσωπο του έκανε λαρυγγοσκόπηση.
    - «Πού πάμε μετά; Χιτζάζ;» ρώτησε η Ελένη.
    - «Εμείς δε θα κάτσουμε μέχρι αργά, στις 09:00 έχουμε ραντεβού για μερεμέτια» είπα.
    - «Γκρρρρ» είπε η Φοίβη. «Άκου μερεμέτια! Για κούρεμα και βάψιμο θα πάω, έχω κλείσει ραντεβού στη Στέλλα, αυτή που μου είχες πει, Μαρία.»
    - «Πότε το έκλεισες;» ρώτησε η Μαρία
    - «Το απόγευμα!» της είπα.
    - «Βρήκες σήμερα για αύριο; Θα σε πνίξω! Εγώ παίρνω τουλάχιστον μία εβδομάδα νωρίτερα!»
    - «Ναι, μου έκατσε καλά, είχε ακύρωση!»
    - «Είναι να σε θέλει…» απάντησε ξεφυσώντας η Μαρία.

    Μετά το μεξικάνικο αποφασίσαμε τελικά να μην πάμε Χιτζάζ αλλά για μπύρα στο Αυγό. Ήπιαμε τις μπύρες μας και χαζολογούσαμε αλλά κατά τις 01:00 έκανα νόημα στη Φοίβη.

    - «Πάμε κοριτσάρα μου; Είμαι κομμάτια και αύριο έχουμε και πρωινό ξύπνημα.»
    - «Ναι μωρό μου, πάμε» μου είπε.
    - «Εμείς κυρίες και κύριοι αποχωρούμε!» τους δήλωσα.
    - «Αύριο λέμε για Χιτζάζ» είπε ο Νίκος.
    - «Ρε σεις, τώρα που έχουμε δύο αυτοκίνητα, μήπως να πάμε Μπάχαλο;» τους ρώτησα. «Θα πάρουμε εμείς το Νίκο με τη Μαρία». Το Μπάχαλο ήταν εκτός του Ηρακλείου και δεν ήταν για να πας χειμωνιάτικα με μηχανάκι, έστω και αν ο χειμώνας ήταν ακόμα ελαφρύς.
    - «Καλή ιδέα!» είπε η Ελένη. «Ναι, ναι, Μπάχαλο!»
    - «Sold!» απάντησε η Μαρία για λογαριασμό του ζεύγους.
    - «Ωραία. Νίκο θα περάσουμε να σε πάρουμε και μετά κατεβαίνουμε να πάρουμε και τη Μαρία. Τάσο & Ελένη, τα λέμε στο Μπάχαλο… να πούμε 23:30;»
    - «Ναι, μια χαρά!» είπε ο Τάσος.
    - «Ες αύριον» τους είπα και αφού τους καληνύχτισε με τη σειρά της και η Φοίβη, κινήσαμε να φύγουμε. Πιασμένοι χέρι-χέρι προχωρήσαμε προς το μέρος που είχαμε παρκάρει. «Θα σου αρέσει το Μπάχαλο» της είπα «Είναι πιο …καλοκαιρινό από τη Ραφιναρία αλλά παίζει όλων των ειδών τις μουσικές και λάτιν. Αν σου αρέσει το Λάτιν δε χρειάζεται να περιμένουμε το Παλένκε, πώς δεν το είχα σκεφτεί;»
    - «Δεν πειράζει» μου είπε. «Πρέπει να πάμε από το σπίτι μου σήμερα για να ταΐσω και το χαζόσκυλο» συνέχισε.
    - «Κανένα πρόβλημα ματάκια μου.»

    Δεν μας πήρε πάνω από 15 λεπτά να φτάσουμε έξω από το σπίτι μου από τη στιγμή που ξεκινήσαμε από το κέντρο. Ο Σίμπα ήρθε και άρχισε να χοροπηδάει πάνω στη γκαραζόπορτα δείχνοντας τον ενθουσιασμό του. Παίξαμε και οι δυο για λίγο μαζί του και μπήκαμε σπίτι.

    - «Φοίβη, πήγαινε μάτια μου να αλλάξεις, θα ταΐσω εγώ το χαζόσκυλο και τα γατιά»

    Η Φοίβη πήγε στην τουαλέτα για να πλυθεί κι εγώ βγήκα έξω και πήρα τα τρία πιατάκια και την κατσαρόλα του Σίμπα μέσα και αφού τα γέμισα τα έβγαλα έξω. Τα γατιά, που στην αρχή ήταν επιφυλακτικά μαζί μου, με είχαν μάθει και μου τρίβονταν στα πόδια όσο τους έβαζα να φάνε. Κάθισα λίγο και χάζεψα και τους τέσσερείς τους, τα γατάκια είχαν πια μεγαλώσει αλλά τα κολλητιλίκια με το Σίμπα δεν είχαν κοπεί.

    Ο τελευταίος σήκωσε για μερικά δευτερόλεπτα το κεφάλι του από την κατσαρόλα του, με κοίταξε κουνώντας την ουρά του και ξαναέπεσε με τα μούτρα.

    Μπήκα μέσα και κλείδωσα και έπλυνα κι εγώ με τη σειρά μου τα χέρια μου. Μετά γύρισα στο δωμάτιο και έβγαλα τα ρούχα μου και ξάπλωσα κάτω από το πάπλωμα, χειμώνα ή καλοκαίρι εγώ κοιμόμουν μόνο με μποξεράκι. Με το που ξάπλωσα η Φοίβη χώθηκε στην αγκαλιά μου.

    - «Του δώσαμε και κατάλαβε σήμερα, μικρή!» της είπα χαμογελώντας.
    - «Ήπια λίγο παραπάνω» παραδέχτηκε.
    - «Παράσταση δώσατε με τη Μαρία» συνέχισα κάνοντάς την να χαχανίσει.
    - «Ζηλεύεις μωρό μου;» με ρώτησε.
    - «Δε θα το έλεγα ζήλια» της είπα και της πήρα το χέρι και το ακούμπησα πάνω στο μποξεράκι μου. Ήμουν τέρμα ερεθισμένος.
    - «Αχά!» είπε παιχνιδιάρικα χουφτώνοντάς με και αρχίζοντας να με χαϊδεύει.

    Όπως την είχα στην αγκαλιά μου τη χούφτωσα στο δεξί της στήθος και άρχισα να τη χαϊδεύω πάνω από την πιτζάμα. Δεν ήθελα έτσι, τη σταμάτησα και τη σήκωσα και της έβγαλα το πάνω μέρος τις πιτζάμας της. Την ξάπλωσα και αφού τη φίλησα στο στόμα κατέβηκα προς τα στήθη της, παίρνοντας τη ρόγα του ενός στο στόμα μου και μαλάζοντας το άλλο. Λάτρευα που οι ανάσες της γινόντουσαν κάθε φορά κοφτές. Οι ρόγες της ήταν πετρωμένες. Συνεχίζοντας να πιπιλάω τη ρόγα του αριστερού της στήθους έβαλα το χέρι μου κάτω από το παντελόνι της πιτζάμας και το κιλοτάκι της και το βούτηξα στην υγρασία της κερδίζοντας ακόμα ένα στεναγμό της.

    - «Γύρνα ανάποδα μωρό μου και πάρε με στο στόμα σου» της είπα.

    Η Φοίβη κατέβασε σε χρόνο ρεκόρ παντελόνι και κιλοτάκι και έφερε το μουνάκι της προς το πρόσωπό μου ενώ ταυτόχρονα με πήρε βαθιά στο στόμα της κερδίζοντας αυτή τη φορά δικό μου στεναγμό. Την άρπαξα από τα κωλομέρια και της τα άνοιξα βυθίζοντας τη γλώσσα μου μέσα στο κωλαράκι της. Έπαιξα για λίγο με τη γλώσσα μου και μετά σάλιωσα το δάχτυλό μου και το έβαλα σιγά-σιγά πίσω της. Η Φοίβη κοκάλωσε για μερικές στιγμές αλλά γρήγορα συνέχισε και με μεγαλύτερο ακόμα ενθουσιασμό το στοματικό που μου έκανε.

    Έχοντας μπροστά μου το υπέροχο κωλαράκι της και τη Φοίβη να κάνει επίδειξη υψηλής τεχνικής ένιωσα ότι το τέλος άρχισε να πλησιάζει αλλά αυτή τη φορά δεν ήθελα πίπα, ήθελα το κωλαράκι της. Δεν το είχαμε κάνει ακόμα έτσι και πάλι κώλωνα να της το ζητήσω. Κάθε φορά γινόταν το ίδιο, φοβόμουν ότι θα χαλάσω τη στιγμή.

    - «Μωρό μου κάτσε στα τέσσερα» της είπα. Σηκώθηκε και ήρθε δίπλα μου και κάθισε πολύ αισθησιακά στα τέσσερα. Πήγα από πίσω της και βύθισα το όργανό μου στον κόλπο της. Της έχωσα ένα ελαφρύ χαστούκι στο δεξί της κωλομέρι και άρχισα να κινούμαι μέσα της. Η απάντησή της ήταν ένα βογγητό ηδονής. Η αίσθηση μέσα της ήταν απίστευτη αλλά μέσα μου… μέσα μου ήθελα το άλλο. Της έχωσα δυο-τρεις πιο δυνατές σφαλιάρες στα κωλομέρια και μετά την άρπαξα από τα μαλλιά και καρφώθηκα όλος μέσα της και άρχισα να κουνιέμαι πιο γρήγορα.

    Αν δεν της το ζητούσα σύντομα πάλι δε θα τα κατάφερνα, ήμουν τόσο καυλωμένος και ήταν τόσο απίστευτη η αίσθηση του οργάνου μου μέσα της που ένιωθα ότι δε θα άντεχα ούτε λεπτό. Δεν ξέρω πού, αλλά βρήκα το θάρρος και σταμάτησα και κάθισα ακίνητος μέσα της.

    - «Φοίβη μου;» τη ρώτησα. «Θέλεις… θέλεις να δοκιμάσουμε από… από πίσω;» τη ρώτησα με την ψυχή στα δόντια.
    - «Θέλω» μου απάντησε… «Όμως… σιγά-σιγά…» μου συμπλήρωσε.

    Τραβήχτηκα και έβαλα το δάχτυλό μου στον κόλπο της και συνέχισα να την παίζω. Τράβηξα το δάχτυλό μου και το βύθισα απαλά μεν αλλά ολόκληρο δε πίσω της. Πέρασα το άλλο χέρι από κάτω της και άρχισα να παίζω με την κλειτορίδα της. Κινούσα τον αριστερό μου μέσο μέσα-έξω στο κωλαράκι της για λίγη ώρα ακόμα και μετά σταμάτησα. Βύθισα το όργανό μου ξανά μέσα στον κόλπο της λιπαίνοντάς το καλά και μετά τραβήχτηκα και το ακούμπησα πίσω της.

    - «Φοίβη μου… οποιαδήποτε… οποιαδήποτε στιγμή μπορείς να με σταματήσεις» της είπα.
    - «Σε θέλω» μου είπε, τίποτα περισσότερο.

    Έπιασα το όργανό μου για να το κρατήσω σταθερό και έσπρωξα απαλά. Ήθελε περισσότερη δύναμη αλλά φοβόμουν μην κάνω καμιά απότομη κίνηση και την πονέσω ακόμα περισσότερο, το είχα ξανακάνει έτσι και ήξερα ότι στην αρχή πονάει και η Έλσα μόνο πρωτάρα δεν ήταν. Θύμωσα με τον εαυτό μου που τη θυμήθηκα ξανά. Δεν είχε μπει ακόμα μέσα της αλλά άρχισα να κάνω απαλές κινήσεις μπρος πίσω σα να ήμουν μέσα της.

    Μπήκε λίγο και της Φοίβης της ξέφυγε μια φωνούλα. Κοκάλωσα.

    - «Μη… μη σταματάς» μου είπε.
    - «Αφού πονάς!» της είπα.
    - «Πονάει λίγο… αλλά μη σταματάς…» μου είπε.

    Συνέχισα να κάνω το ίδιο και με κάθε μέσα έξω κέρδιζα λίγο χώρο μέσα της. Σταμάτησα και έσπρωξα με αποφασιστικότητα μέχρι που ένιωσα κάτι να υποχωρεί και μπήκα μέχρι τη μέση σχεδόν μέσα της.

    - «Αααααααχ»
    - «Φοίβη, θες να σταματήσω;»
    - «Θέλω να σταματήσεις να ρωτάς…» μου είπε με πνιχτή φωνή. «Σε θέλω…»

    Συνέχισα να μπαινοβγαίνω μέσα της στην αρχή μέχρι τη μέση και σιγά-σιγά λίγο πιο βαθιά. Η αίσθηση μέσα στον κώλο της ομολογώ ότι ήταν κατώτερη σε σχέση με την αίσθηση μέσα στον κόλπο της αλλά η ίδια η ιδέα της πράξης ήταν… ήταν το κάτι άλλο. Άρχισα να επιταχύνω το ρυθμό μου και οι φωνούλες της Φοίβης με είχαν ανάψει ακόμα περισσότερο, δεν ήταν πόνου, ήταν οι φωνούλες που έκανε όταν έκανα κάτι που της άρεσε.

    - «Σου αρέσει μωρό μου; Σίγουρα δε σε πονάω;» της είπα.
    - «Πολύ… μη σταματάς… μ’ αρέσει… μ’ αρέσει πολύ» μου είπε

    Την άρπαξα από το μαλλί και την τράβηξα προς τα μένα ενώ καρφώθηκα όλος μέσα της κερδίζοντας ακόμα ένα ηδονικό βογκητό της. Το κωλαράκι της είχε ανοίξει και μπορούσα να κινηθώ μέσα της χωρίς να νιώθω ιδιαίτερη αντίσταση. Η αίσθηση του οργάνου μου μέσα της είχε βελτιωθεί… πολύ. Παρά το γεγονός ότι πριν, όσο ήμουν μπροστά της, ένιωθα ότι δε θα άντεχα ούτε καν ένα λεπτό, πίσω της έδειξα περισσότερη αντοχή.

    Συνέχισα εντείνοντας ακόμα περισσότερο το ρυθμό μου και δύο-τρία λεπτά μετά ένιωσα ότι το τέλος πλησίαζε. Και εδώ δε θα χρειαζόταν να τραβηχτώ. Και μόνο η ιδέα έκανε το τέλος να έρθει ακόμα πιο γρήγορα και με μια τελευταία κίνηση καρφώθηκα μέσα της και έμεινα ακίνητος. Το τελείωμα βαθιά μέσα της ήταν ανώτερο ακόμα και από αυτό της πίπας, πόσο καλύτερο θα ήταν μπροστά; Το όργανό μου έκανε σπασμούς και κάθε σπασμός ήταν και μια ριπή… Ήταν… ήταν απίστευτη η αίσθηση. Ήταν… ήταν σα να είχα και δεύτερο οργασμό! Πώς ήταν δυνατόν να έχει τόση διάρκεια;

    Τραβήχτηκα απαλά από μέσα της.

    Η Φοίβη σηκώθηκε και πήγε τρέχοντας στην τουαλέτα. Ήθελα να πάω κι εγώ για να πλύνω το όργανό μου γιατί παρά το γεγονός ότι δεν είχε λερωθεί… ε, κώλος ήταν. Πέντε λεπτά αργότερα άκουσα το καζανάκι και η Φοίβη επέστρεψε ελαφρώς κόκκινη στο δωμάτιο. Πηγαίνοντας προς την τουαλέτα την άρπαξα και σφίγγοντάς την στην αγκαλιά μου τη φίλησα βαθιά, φιλί στο οποίο ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό κάνοντας -μην το κρύβω- την καρδιά μου να επιστρέψει ελαφρώς στη θέση της.

    Πήγα στο μπάνιο. Να είναι καλά ο ηλιακός θερμοσίφωνας και η λιακάδα, είχε ακόμα ζεστό νερό. Έπλυνα προσεκτικά το όργανό μου, σκουπίστηκα και επέστρεψα στο κρεββάτι. Ξάπλωσα και την πήρα στην αγκαλιά μου, ήταν γυμνή, δεν είχε βάλει τις πιτζάμες της.

    - «Σου άρεσε μωρό μου;» με ρώτησε.
    - «Ναι, πολύ. Ομολογώ ότι στην αρχή ήταν λίγο περίεργα… εννοώ δεν ήθελα να σε πονέσω και η αίσθηση μέσα του… κατώτερη από αυτή του όταν είμαι μέσα στον κόλπο σου. Αλλά σαν εικόνα… ουφ… Τις τρεις εβδομάδες που θα είμαστε χώρια να ξέρεις ότι θα σε μελετάω συχνά-πυκνά… δεν θα είναι ούτε συνάχι ούτε αλλεργία το φτάρνισμα που θα σε πιάσει, αυτό έχω να σου πω!»
    - «Η αλήθεια είναι ότι πόνεσε στην αρχή. Αλλά… θα ήμουν ψεύτρα αν έλεγα ότι δε μου άρεσε. Εννοώ… είναι σαν τον πόνο της ξυλιάς ή σαν τον πόνο όταν μου τσιμπάς τη ρώγα… πονάω αλλά ταυτόχρονα αυτός ο πόνος… μ’ αρέσει. All-in-all μου άρεσε… μου άρεσε πολύ!»
    - «Όταν τελείωσα… η αίσθηση ήταν το κάτι άλλο. Καλύτερη ακόμα και από του στοματικού.»
    - «Και σε μένα μου άρεσε αυτό… Μετά βέβαια πήγα τρέχοντας στην τουαλέτα αλλά η αίσθησή του οργάνου σου να κάνει σπασμούς μέσα μου… ααααχ» μου είπε χαϊδεύοντάς με.
    - «Μιας που λέμε για πρωτόγνωρες καταστάσεις, τι ήταν αυτό με τη Μαρία;»
    - «Χιχι, δεν ξέρω πώς μου ήρθε. Σε πείραξε;»
    - «Με καύλωσε» της απάντησα χωρίς πολλές-πολλές περιστροφές.
    - «Κι εμένα» μου εξομολογήθηκε. «Ειδικά τη δεύτερη φορά. Το πρώτο ήταν αστείο, δεν ξέρω καν πώς μου ήρθε αλλά το δεύτερο…»
    - «Ελπίζω να μη με παρατήσεις για τα μάτια της Μαρίας!» της είπα. Μπορεί η Μαρία να μην ήταν άντρας αλλά με τη Σοφία και την Έλσα και σε μικρότερο βαθμό με την Κατερίνα μια φοβία την είχα αποκτήσει, είναι η αλήθεια.
    - «Ελπίζω να μη μιλάς σοβαρά» μου απάντησε σοβαρή κάνοντάς με να αναστενάξω.
    - «Ήταν μισό αστεία μισό σοβαρά» της ομολόγησα. «Μπορεί η εικόνα να με …καύλωσε αλλά μια φοβία εγκατάλειψης την έχω, το ξέρεις.»

    Η Φοίβη αντί απάντησης ανέβηκε πάνω μου. Πήρε το πρόσωπό μου στα χέρια της και με κοίταξε στα μάτια. Μετά έσκυψε και με φίλησε τρυφερά.

    - «Εγώ δεν είμαι σαν τις άλλες» μου είπε.
    - «Το ξέρω μάτια μου» της είπα κοιτάζοντάς την στα μάτια.
    - «Όσο για τη Μαρία…» μου είπε και κατέβηκε προς τα κάτω και άρχισε να τρίβεται πάνω στο όργανό μου που δεν του πήρε ούτε δευτερόλεπτα από το να σταθεί σε προσοχή. Το πήρε στο χέρι της και το οδήγησε στον κόλπο της και προσεκτικά κάθισε πάνω του. Μας ξέφυγε και από τους δύο ένα βογγητό ηδονής. «Της λείπει ένα βασικό εξάρτημα» μου είπε σκανταλιάρικα και άρχισε να κινείται.

    Δεν το είχαμε κάνει ποτέ έτσι. Θεέ μου αυτό ήταν ακόμα καλύτερο και από το ιεραποστολικό ή το στα τέσσερα. Μπορούσα ταυτόχρονα να τη βλέπω και να μπορώ να χουφτώσω τα υπέροχα στήθη της. Τα χέρια μου ήταν ήδη πάνω τους και τα μάλαζαν και τα έσφιγγαν δυνατά ενώ η Φοίβη άρχισε να κινείται μπρος πίσω προσφέροντας μου μια απίθανη αίσθηση που ούτε καν είχα φανταστεί ότι μπορώ να νιώσω.

    Αμ η εικόνα της; Είχε σηκωμένο το κεφάλι της, σφαλιστά κλειστά τα μάτια και δάγκωνε τα χείλη της. Η δύναμη που έβαλα στα χέρια μου εντάθηκε, της ξέφυγε μια φωνούλα πόνου.

    - «Κι άλλο» μου είπε καυλωμένη. «Κι άλλο… κι άλλο!» συνέχισε κάνοντάς με να τη σφίξω ακόμα πιο δυνατά.

    Είχε μπήξει τα νύχια της στη μέση μου όπως με κρατούσε και κινούνταν μπρος πίσω. Πονούσα αλλά ήταν… ήταν… Άφησα τα στήθη της και την άρπαξα από τους γοφούς. Κάθισε πάνω μου αλλά αντί να κινείται εκείνη κουνιόμουν εγώ, καρφωνόμουν όλος μέσα της κερδίζοντας αναφιλητά ηδονής. Συνέχισα αυξάνοντας ακόμα περισσότερο την ταχύτητα και η Φοίβη έφερε το ένα χέρι της μπροστά από το στόμα της προσπαθώντας -και τα κατάφερε σε ένα βαθμό- να πνίξει μια κραυγή της. Κινούμουν με μεγάλη ταχύτητα, σχεδόν τη λιμάριζα. Πρέπει να είχε πολλαπλούς οργασμούς, αυτό με το χέρι της το έκανε δυο τρεις φορές ακόμα.

    Ένιωσα το τέλος να έρχεται και τραβήχτηκα από μέσα της. Χωρίς να χάσει δευτερόλεπτο κατέβηκε πιο κάτω και με πήρε στο στόμα της. Ίσα πρόλαβε να το πάρει στο στόμα της όταν τελείωσα. Με κράτησε ακίνητο μέσα στο στόμα της μέχρι να αδειάσω τελείως. Κατάπιε και έπεσε πάνω μου και με φίλησε βαθιά και το ανταπέδωσα με ενθουσιασμό.

    Ήμουν ακόμα ξέπνοος.

    - «Σου άρεσε μωρό μου;» με ρώτησε.
    - «Καλύτερα από όλες τις φορές απ’ όλους τους άλλους τρόπους που έχουμε δοκιμάσει» της απάντησα ειλικρινά.
    - «Κι εμένα μου άρεσε πολύ!» μου είπε ενθουσιασμένη.
    - «Τότε εντάσσεται στο ρεπερτόριό μας παμψηφεί» της είπα κάνοντάς την να χαμογελάσει.

    Χώθηκε ξανά στην αγκαλιά μου.

    - «Ανδρέα, στα σοβαρά τώρα, δε θέλω να φοβάσαι»
    - «Δε φοβάμαι χαζούλα. Και ούτε ζήλεψα που φίλησες τη Μαρία.»
    - «Να σου εξομολογηθώ κάτι;» με ρώτησε.
    - «Φυσικά, και το ρωτάς;»
    - «Να… κοίτα… ανέκαθεν είχα την περιέργεια… εννοώ… Δεν είναι ακριβώς περιέργεια… Ανδρέα… μπορώ… μπορώ να νιώσω έλξη και με άτομα του φύλου μου. Σεξουαλική έλξη εννοώ. Εννοείται ότι δεν το έχω δοκιμάσει… και κατά πάσα πιθανότητα ούτε και πρόκειται…»

    Αυτό μου ήρθε λίγο απότομο, το ομολογώ. Κατά τα φαινόμενα το φιλί με τη Μαρία δεν ήταν απλά ένα αθώο παιχνίδι επειδή τα είχε κοπανίσει.

    - «Η Μαρία σε ελκύει έτσι;» τη ρώτησα.
    - «Όχι, ούτε η Μαρία ούτε η Ελένη με ελκύουν με αυτό τον τρόπο. Απλά… το δοκίμασα στη Μαρία γιατί εκείνη είναι πιο δεκτική, πιο ανοιχτή.»
    - «Και υπάρχει κάποια που σε ελκύει έτσι;»
    - «Ανδρέα, δε θέλω να ζηλεύεις και να ανησυχείς. Το γεγονός ότι… ότι… δε σημαίνει ότι θα σε παρατήσω για κάποιαν άλλη με τον ίδιο τρόπο που εγώ δε θα σε παρατούσα έτσι για κάποιον άλλον.»
    - «Το δέχομαι αλλά δε μου έχεις απαντήσει…»
    - «Μία συμφοιτήτριά μου, η Εύη. Και… μη μου λιποθυμήσεις… η Χριστιάνα»
    - «Η Χριστιάνα;» τη ρώτησα με γουρλωμένα μάτια.
    - «Έχουμε… έχουμε συναντηθεί κάμποσες φορές τυχαία στο πανεπιστήμιο. Και με τη Χριστιάνα και με τη φίλη της την Κατερίνα.»
    - «Δεν μου το είχες πει» της είπα.
    - «Μα δεν το βρήκα άξιο αναφοράς. Εννοώ απλά έχουμε συναντηθεί στο κυλικείο και έχουμε πει δυο-τρεις κουβέντες. Άλλωστε δεν ήθελα να σε φέρω και σε δύσκολη θέση…»
    - «Φοίβη μου, δε με πείραξε, μου ήρθε κάπως ξαφνικό. Και ακόμα και αν γινόσουν κολλητή με τη Χριστιάνα, πάλι δε θα με πείραζε… εννοώ… θα μου ήταν κάπως στην αρχή… αλλά είσαι ελεύθερος άνθρωπος. Δεν… εννοώ… δε μου δίνεις αναφορά… απλά συζητάμε μεταξύ μας»
    - «Καλά, θα τους πω να πάμε για καφέ οι τέσσερείς μας και να σε δω εκεί!» μου είπε γελαστή.
    - «Με προκαλείς βρε κάθαρμα;» της είπα κάνοντάς την να βάλει τα γέλια.
    - «Λίγο μόνο» μου είπε.
    - «Οκ, then. Τότε κανόνισε να πάμε ένα καφέ οι τρεις μας ή οι τέσσερείς μας»
    - «Αρχικά οι τρεις» μας είπε. «Και μετά είτε κανονίζουμε μια άλλη έξοδο οι τέσσερείς μας είτε έρχεσαι και μας βρίσκεις εκεί.»
    - «Γιατί έτσι;» τη ρώτησα.
    - «Γιατί θα είναι λίγο awkward να είμαστε εμείς ζευγάρι και αυτές οι δύο ξέμπαρκες για να βγούμε για καφέ. Ενώ αν βγούμε μόνες μας θα είμαστε απλά τρεις κοπέλες που βγήκαμε. Και αν είναι μπορεί κάποια στιγμή να έρθεις κι εσύ ή να τις καλέσουμε σε μια έξοδο και με τα άλλα τα παιδιά.»

    Μου ήρθε στο μυαλό η εικόνα της Φοίβης να ερωτοτροπεί με τη Χριστιάνα και έγινα πύραυλος και πάλι. Η Χριστιάνα ήταν ψηλή, λίγο πιο ψηλή από τη Φοίβη, μαυρομάλλα και μαυρομάτα, με πολύ όμορφο πρόσωπο και εξαιρετικό σώμα. Ήταν πραγματικά από τις ατραξιόν της σχολής και είχα αρχίσει να την φλερτάρω -και είχε φανεί δεκτική- μέχρι που συνάντησα τυχαία τη Φοίβη και την ξέχασα τελείως.

    Και επειδή κατά πάσα πιθανότητα αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ το πήρα άσκηση για το σπίτι στο διάστημα των τριών εβδομάδων που θα ήμασταν χώρια.

    - «Να σου εξομολογηθώ κι εγώ κάτι;» της είπα.
    - «Θα θυμώσω;» με ρώτησε.
    - «Δεν ξέρω, αλλά εγώ θα στο πω και ότι βρέξει ας κατεβάσει.»
    - «Άντε, πες μου…»
    - «Σε έκανα εικόνα να… να… ερωτοτροπείς με τη Χριστιάνα» της ομολόγησα.
    - «Και;» με ρώτησε.

    Αντί απάντησης πήρα το χέρι της και το ακούμπησα στο όργανό μου κερδίζοντας το γέλιο της.

    - «Ακόμα και αν το ήθελε και η ίδια αυτό δε νομίζω ότι θα της άρεσε να έχει θεατές.»
    - “A man can dream” της απάντησα.
    - «Σοβαρά τώρα; Δε θα σε πείραζε να… να πάω μαζί της;»
    - «Δεν έχω ιδέα. Εννοώ ότι η σκέψη είναι ερεθιστική αλλά ξέρεις… θεωρία και πράξη. Στην πράξη μπορεί να πάθαινα κανένα εγκεφαλικό.»
    - «Then dream yourself. Αν αγγίξεις κάποια άλλη θα σε σφάξω στο γόνατο!» μου δήλωσε.
    - «Σα θεατής;» τη ρώτησα αθώα.
    - «Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να λειτουργήσω με θεατές, ακόμα και στην απίθανη περίπτωση που η άλλη θα μπορούσε.»
    - «Τι, εγώ στην απέξω με μπουγάδα στο χέρι;» τη ρώτησα παραπονεμένος.
    - «Θα σου διηγούμουν και την παραμικρή λεπτομέρεια και δε θα σε άφηνα δα και έτσι.»
    - «Χμμμ… να μια καλή ιδέα για τη ζώνη» της είπα. «Να φασωθείς με τη Χριστιάνα και μετά να σε τιμωρήσω με τη ζώνη!»
    - «Κοιτάχτε τον που με προκαλεί! Σε τρώει ο κώλος σου, Ανδρέα;» με ρώτησε σκανταλιάρικα.
    - «Με μια φορά δε γίνεσαι πούστης» της απάντησα και έσκασε στα γέλια.
    - «Μ’ αρέσει που λογαριάζουμε χωρίς την ξενοδόχο» παρατήρησε.
    - «Όπως είπε και ο Martin Luther King “I have a dream”»
    - «Άλλο όνειρο είχε» μου είπε.
    - «Ίσως, αλλά δεν είναι ο μόνος που μπορεί να κάνει όνειρα.»
    - «Α, εσύ το έχεις πάρει στα σοβαρά» μου είπε.
    - «Στα σοβαρά… Δεν περιμένω ότι θα συμβεί αυτό το πράγμα αλλά όπως νιώθει το χέρι σου -που ακόμα εκεί είναι, λυσσάρα- δε με χαλάει καθόλου η σκέψη»
    - «Χιχιχι» μου είπε και άρχισε να με χαϊδεύει και πάλι. Και μετά κατέβηκε και με πήρε στο στόμα της.
    - «Δε μας βλέπω να κοιμόμαστε σήμερα» της είπα.
    - «Μμμμμ» απάντησε η Φοίβη με το στόμα γεμάτο.

    Παρά το γεγονός ότι είχαμε κάνει ήδη δύο φορές σεξ αφού γυρίσαμε στο σπίτι η σκέψη της Φοίβης να ερωτοτροπεί με τη Χριστιάνα με είχε καυλώσει τόσο πολύ που δε μου πήρε ούτε δέκα λεπτά για να τελειώσω. Η Φοίβη κατάπιε και όπως πάντα ανέβηκε και με φίλησε.

    - «Σειρά μου» της είπα και πήγα να κατέβω αλλά με σταμάτησε.
    - «Δε θέλω μωρό μου, θέλω να με πάρεις αγκαλίτσα»

    Την πήρα στην αγκαλιά μου και την έσφιξα.

    - «Ανδρέα… δε με θεωρείς ανώμαλη, ε;»
    - «Τι είναι αυτά που λες ρε Φοίβη; Αυτό θα έλειπε» της είπα ενοχλημένος.
    - «Δεν… δεν το είχα ξαναπεί σε κανέναν αυτό…»
    - «Χαίρομαι που μου το είπες, βρε χαζούλα. Μην αισθάνεσαι άσχημα. Με τιμάει… με τιμάει το γεγονός ότι με εμπιστεύεσαι τόσο πολύ.»
    - «Και δε θέλω να φοβάσαι, Ανδρέα. Δε θα σε παρατήσω για άλλο ή για άλλη.»
    - «Σε εμπιστεύομαι Φοίβη μου. Και πέραν της καυλάντας… ακόμα και αν θέλεις να κάνεις απλά παρέα με τη Χριστιάνα, φυσικά και δε θα με πειράξει. Θέλω να έχεις κι εσύ δικούς σου φίλους.»
    - «Έχω, Ανδρέα. Όλη η παρέα σου είναι φίλοι μου. Ειδικά η Μαρία και η Ελένη. Αλλά… αλλά δεν ήθελα να τους πω αυτό που σου είπα… όχι τουλάχιστον πριν το πω σε σένα.»
    - «Θα μπορούσες πάντως. Η Μαρία και η Ελένη δε θα μου έλεγαν τίποτα που δε θα ήθελες να μάθω μέχρι εσύ να μου το πεις. Ή να πείτε κάτι που θέλετε τα κορίτσια να κρατήσετε μεταξύ σας.»
    - «Το ξέρω αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος. Ήταν αυτό που σου είπα, ήθελα πρώτα να το πω σε εσένα, Ανδρέα»

    Την έσφιξα πάνω μου και τη φίλησα απαλά στο μέτωπο.

    - «Λοιπόν, πέφτουμε για ύπνο;» της είπα. «Έχουμε πρωϊνό ξύπνημα αύριο»
    - «Καληνύχτα αγάπη μου» μου είπε και αφού με φίλησε γύρισε στο πλάι για να την πάρω αγκαλιά κουτάλα.
    - «Καληνύχτα μωρό μου» της είπα σφίγγοντάς την πάνω μου.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  9. Don Corleone

    Don Corleone The Master Of Disquise

    Περιμένω εν αιωνίως την συνέχεια!Σου το έχω ξαναπεί...Είσαι ΦΟΒΕΡΟΣ!
    Με πήγες χρόνια πίσω ...στα φοιτητικά μου έτη.Η ανάγνωση των κειμένων σου και το παιχνίδι των αναμνήσεων που φέρνει το μυαλό ,από άλλες διαφορετικές βέβαια καταστάσεις που έζησα, γέμισε τον χρόνο μου με μια γλυκιά νοσταλγία που ακόμα και κάποιες άσχημες καταστάσεις του παρελθόντος αρχίσανε να μαλακώνουν και να γλυκαίνουν θέλοντας να μου δείξει για άλλη μια φορά η ζωή πως πρέπει να είμαστε ευγνώμονες για τις εμπειρίες που μας προσέφερε η με χαρά η και με πόνο.
    Θεωρώ πως όταν γράφεις κείμενα με ανάλαφρο στυλ όπως αυτό η τον Μίστερ Βρασίδα ή τον Στέργιο τα απογειώνεις...Όπως και να έχει προσωπικά σε ευχαριστώ που γεμίζεις με τόσο ωραίες ιστορίες αυτό το φόρουμ και μας δίνεις την δυνατότητα να φανταστούμε,να ονειρευτουμε,να νοσταλγισουμε...
    Το διάβασμα πάντα υπερέχει της οπτικόακουστικής εικόνας γιατί ελευθερώνει το μυαλό και η σκέψη είναι καθοδηγουμενη από τα συναισθήματα και τα βιώματα μας και όχι στο απόλυτο πλαίσιο της εικονας και του ηχου...
    Να είσαι καλά αδερφέ και να μας προσφέρεις τα γραπτά σου!
    Τα σέβη μου!
     
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 12ο

    (Φοίβη)

    Ο ύπνος πήρε τον Ανδρέα, άκουσα το σιγανό του ροχαλητό. Ακόμα και μέσα στον ύπνο του με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του. Αν και νύσταζα είχα υπερένταση και παρά την προοπτική του αυριανού πρωινού ξυπνήματος δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ακόμα μια πρωτιά την ίδια μέρα, πρώτα το 2Φ στο Μεξικάνικο και μετά…

    Μέχρι που μου το είχε αναφέρει -αρχικά σαν φαντασίωσή του- ο Ανδρέας το παρά φύσιν δε με είχε απασχολήσει. Δεν συμπεριλαμβανόταν στις φαντασιώσεις μου, όχι ότι είχα ιδιαίτερα πλούσιες φαντασιώσεις και σίγουρα δεν ήταν κάτι το οποίο είχα νιώσει από μόνη μου την περιέργεια να δοκιμάσω. Εννοώ ακόμα και για το στοματικό είχα την ακαδημαϊκή περιέργεια παρά το γεγονός πως ούτε αυτό συμπεριλαμβανόταν στις φαντασιώσεις μου.

    Όταν μου το είχαν αναφέρει πρώτη φορά Μαρία & Ελένη ότι το έκαναν στα αγόρια τους είχα αποφασίσει ότι θα το δοκιμάσω και βλέπαμε. Πριν το κάνω, κάθε φορά που ο Ανδρέας τέλειωνε στο χέρι μου, όταν πήγαινα μέσα να το πλύνω, βούταγα πάντα τη γλώσσα μου στο σπέρμα του προσπαθώντας να καταλάβω τη γεύση του. Μέχρι τη μέρα που αποφάσισα να κάνω το επόμενο βήμα και εκεί που του τον έπαιζα τον πήρα στο στόμα μου.

    Δεν χρειάστηκε τίποτα περισσότερο από το να δω το πρόσωπό του όταν του το έκανα. Αφού το ξεκίνησα αποφάσισα να το πάω μέχρι τέλους, εναλλάσσοντας χέρι με στόμα μέχρι που άκουσα το «τραβήξου». Είχα πάρει από πριν την απόφασή μου ότι έστω και μία φορά θα τέλειωνε στο στόμα μου και από εκεί και πέρα θα βλέπαμε. Δεν είχα αποφασίσει αν θα καταπιώ μέχρι που ξαναείδα το βλέμμα του. Πριν προλάβει να μου προσφέρει χαρτοπετσέτα είχα καταπιεί.

    Και δεν το μετάνιωσα. Δεν μπορώ να πω ότι με ξετρέλαινε η γεύση του σπέρματός του, άλλοτε αλμυρή, άλλοτε πικρή και μια-δυο φορές γλυκιά, δεν το έκανα γι’ αυτό. Το έκανα για τον Ανδρέα και μόνο. Και μου άρεσε που το έκανα γιατί πάνω απ’ όλα λάτρευα το βλέμμα με το οποίοι με κοίταζε όταν σήκωνα το κεφάλι μου και τον κοιτούσα μόλις έχοντας καταπιεί.

    Άρχισα να σκέφτομαι να δοκιμάσω το παρά φύσιν όταν συνειδητοποίησα πόσο μου άρεσε όταν μου έβαζε δάχτυλο πίσω μου. Το λάτρευα, ειδικά αν αυτό συνόδευε το στοματικό που μου έκανε ή αν είχαν προηγηθεί ξυλιές στον κώλο. Δεν είχαμε δοκιμάσει ακόμα ζώνη, ο Ανδρέας δίσταζε και όσο και αν είχα αρχίσει να το φαντασιώνομαι όλο και πιο συχνά, δεν ήθελα να τον φέρω σε δύσκολη θέση. Όταν σήμερα μου το ζήτησε ήμουν έτοιμη να του το δώσω.

    Και μου άρεσε… πολύ μου άρεσε. Πονούσε αρκετά στην αρχή και η αίσθηση δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη αλλά δε με έφτασε σε σημείο που να χρειαστεί να πω «σταμάτα». Η ενόχληση ξεπεράστηκε λίγο μετά και ο πόνος -που εξακολουθούσε να είναι αρκετά έντονος- πήρε μια πιο ευχάριστη χροιά. Αυτό ήταν, ο πόνος άρχισε να υποχωρεί σταδιακά και να αντικαθίσταται από ηδονή. Μπορεί να μην ήταν οργασμικό αλλά ήταν πολύ απολαυστικό και ακόμα περισσότερο απολαυστική η σκέψη ότι του δινόμουν με αυτό τον τρόπο.

    Θα ήθελα να το δοκιμάσω αυτό όχι μόνο στα τέσσερα αλλά και ξαπλωτή μπρούμητα αλλά και ξαπλωμένη στο πλάι. Και μιας που λέμε ξαπλωμένη στο πλάι θα ήθελα να δοκιμάσω και από μπροστά. Συνήθως ήταν ο Ανδρέας που έπαιρνε τέτοιες πρωτοβουλίες αλλά σήμερα -όπως και με το στοματικό που του έκανα- ήμουν εγώ που έσπασα το ρόδι και δοκίμασα κάτι που ήθελα να δοκιμάσω από τη στιγμή που κάναμε πρώτη φορά έρωτα.

    Και ομολογώ ότι σαν αίσθηση το να κάτσω πάνω του ήταν ακόμα καλύτερο και από το να με παίρνει στα τέσσερα. Δεν καρφωνόταν εκείνος μέσα μου, καρφωνόμουν εγώ πάνω του και επιπλέον είχε και τα χέρια του ελεύθερα να μου μαλάζει τα στήθη, εκεί ήταν ακόμα ένα σημείο στο οποίο ο πόνος που μου προκαλούσε ήταν απίστευτα ερεθιστικός. Αφού του άρεσε και του Ανδρέα τόσο πολύ, θα έμπαινε στο πρόγραμμα.

    Χαμογέλασα με τη σκέψη, μία εβδομάδα πριν ήμουν παρθένα και από εκείνη την ημέρα δεν υπήρξε μέρα που να μην κάναμε έρωτα τουλάχιστον δύο φορές, με αποκορύφωμα την Τετάρτη που το είχαμε κάνει πέντε φορές. Δεν είχα πάντα οργασμούς αλλά ήταν πάντα υπέροχο. Τον Ανδρέα του χάλαγε λίγο η διάθεση αν δε με κατάφερνε να τελειώσω όταν κάναμε έρωτα παρόλο που του είχα πει κάμποσες φορές ότι αυτό δε μείωνε την απόλαυση που ένιωθα.

    Και σήμερα του είχα εξομολογηθεί και το μεγάλο μου μυστικό. Τα κρασιά που είχα κοπανίσει στο μεξικάνικο έλυσαν τις άμυνές μου και μου έδωσαν το θάρρος να φιλήσω κορίτσι όσο και αν η Μαρία δε με έλκυε με αυτό τον τρόπο. Άργησα να συνειδητοποιήσω ή -για να μην είμαι ψεύτρα, να αποδεχτώ- ότι με ελκύουν και άτομα του δικού μου φύλου. Μπορεί το μοναδικό crush των εφηβικών μου χρόνων να ήταν ο Ανδρέας αλλά στην πενταήμερη όταν είδα γυμνή για πρώτη φορά στο δωμάτιο την Αλεξάνδρα -μια συμμαθήτριά μου- ένιωσα κάτι που δεν είχα ξανανιώσει βλέποντας γυμνή γυναίκα: διέγερση.

    Οι άλλες δύο με τις οποίες μοιραζόμασταν το δωμάτιο στο ξενοδοχείο μου ήταν αδιάφορες αλλά η Αλεξάνδρα… αχ, η Αλεξάνδρα. Βέβαια ούτε καν διανοήθηκα να κάνω κάτι επ’ αυτού και έμεινα απλά με την φαντασίωση. Έπαιζα με τον εαυτό μου και παρά το γεγονός ότι είχα crush με τον Ανδρέα στις φαντασιώσεις μου -οι οποίες ομολογώ ήταν περιορισμένου εύρους- χρησιμοποιούσα συνήθως κάποιον ηθοποιό που μου άρεσε. Ο εμπλουτισμός τους με την Αλεξάνδρα βελτίωσε σαφώς το παιχνίδι με τον εαυτό μου αν και το μόνο που φαντασιωνόμουν μαζί της είναι να είναι γυμνή και να τη χουφτώνω σε όλο το σώμα.

    Τόσο η Εύη όσο και η Χριστιάνα στο σωματότυπο έμοιαζαν με την Αλεξάνδρα. Αμφότερες πιο ψηλές από εμένα, με μακριά πόδια και μεσαίου μεγέθους στήθος. Δηλαδή απ’ όσο μπορούσα να καταλάβω από το ντύσιμό τους, δεν τις είχα δει γυμνές όπως την Αλεξάνδρα. Από τις τρεις τους η Χριστιάνα ήταν η πιο όμορφη. Ασυναίσθητα κατέβασα το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισα να χαϊδεύομαι προσπαθώντας να φανταστώ τη Χριστιάνα γυμνή ξαπλωμένη πλάι μου και μόλις το συνειδητό μου ακολούθησε σταμάτησα ντροπιασμένη. Φαντασίωση ξε-φαντασίωση ήμουν στην αγκαλιά του Ανδρέα και ένιωσα πολύ άσχημα.

    Από την άλλη ο Ανδρέας πλάθοντας στο μυαλού του την εικόνα να ερωτοτροπώ με την Χριστιάνα είχε ερεθιστεί όσο δεν παίρνει, απόδειξη πως όταν του έκανα στοματικό, αμέσως μετά, τέλειωσε πολύ γρήγορα, συνήθως όταν του έκανα στοματικό του έπαιρνε περισσότερη ώρα να τελειώσει. Θα μπορούσα ποτέ να ερωτοτροπήσω με τη Χριστιάνα μπροστά του; Και οι τρεις μαζί δεν το συζητάω, και μόνο η σκέψη να κάνει εκείνος κάτι στη Χριστιάνα ή να κάνει εκείνη κάτι σε εκείνον μου ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι. Αλλά αν ήταν να βλέπει μόνο; Δεν ξέρω… εννοώ ντρεπόμουν στη σκέψη.

    Σε κάθε περίπτωση, και παρά τους φόβους μου, το είχε πάρει πολύ ψύχραιμα όταν του εξομολογήθηκα με την ψυχή στα δόντια ότι με ελκύουν άτομα και του φύλου μου. Δηλαδή τι ψύχραιμα, καύλωσε. Εγώ για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω πως θα αντιδρούσα αν μου έλεγε κάτι ανάλογο. Not fair, το ξέρω, αλλά θα προτιμούσα να μη χρειαστεί να το αντιμετωπίσω.

    Δεν ήμουν σίγουρη ότι θα ήθελα να κάνω κάτι με τη Χριστιάνα ακόμα και αν ήθελε η ίδια και είχα και τις ευλογίες του Ανδρέα. Μπορεί πάνω στην έξαψη της στιγμής να προκαλούσαμε ο ένας τον άλλον, αλλά και μόνο η σκέψη του να συνευρεθώ ερωτικά με κάποιον με έκανε να αισθάνομαι τόσο άσχημα όσο η σκέψη του να συνευρεθεί ο Ανδρέας ερωτικά με κάποια άλλη. Ακόμα και η ασυνείδητη ανταπόκρισή μου στη στιγμιαία φαντασίωση που έπλασα πριν μερικές στιγμές με έκανε να νιώσω απαίσια. Και όχι μόνο αυτό αλλά ο Ανδρέας είχε και ανασφάλεια στο συγκεκριμένο. Θα μου πεις η ανασφάλειά του ήταν μην τον αφήσουν για κάποιον άλλον άνδρα, αλλά στο τέλος της ημέρας τι σημασία θα είχε αν τον άφηνα για κάποια γυναίκα αντί για άνδρα; Λιγότερο θα πληγωνόταν;

    Και μόνο η σκέψη να τον πληγώσω με αρρώσταινε. Δεν λέω, στους δύο μήνες και κάτι που ήμασταν μαζί, είχαμε κάποιες στιγμές τις εντάσεις μας αλλά ο τρόπος του ήταν τέτοιος που ποτέ δεν είχε συνέχεια. Συνήθως με άφηνε να τσακώνομαι μόνη μου και μετά πήγαινα μετανιωμένη και του ζητούσα αγκαλίτσες και γλυκουλινιές και εκείνος πάντα με έσφιγγε στην αγκαλιά του και μου μιλούσε τρυφερά. Όταν είχα δίκιο το παραδεχόταν άμεσα, όταν είχα άδικο με άφηνε να το καταλάβω μόνη μου εμποδίζοντας ωστόσο με τον τρόπο του την αύξηση της έντασης.

    Ήμουν πολύ ερωτευμένη μαζί του και μέσα μου ήταν ξεκάθαρο ότι δεν ήταν απλά ο ενθουσιασμός της πρώτης μου σχέσης και μάλιστα με το crush των εφηβικών μου χρόνων. Δίπλα του ένιωθα ζεστασιά και ασφάλεια και είναι περίεργο γιατί ποτέ στη ζωή μου δεν είχα νιώσει ότι μου λείπει η αίσθηση της ασφάλειας. Μαζί του όμως ήταν σχεδόν απτό. Ήταν τρυφερός, δοτικός και υπομονετικός και -σε αντίθεση με μένα που μου είχε ξεφύγει μια-δυο φορές- δεν είχε υψώσει ποτέ τον τόνο της φωνής του.

    Αλλά πάνω απ’ όλα ήταν το χιούμορ του και αυτή η easy going στάση του που με έκαναν να μην έχω μάτια για κανέναν άλλον. Και δεν ήταν easy going επειδή τα έγραφε όλα στα παλαιότερα των υποδημάτων του, για τον Ανδρέα ήταν στάση ζωής. Δεν τον είχα δει να αγχώνεται ακόμα και όταν πιεζόταν από τα διαβάσματά του και την εργασία του στο ΙΤΕ, στάση η οποία καθησύχαζε κι εμένα που είμαι αρκετά αγχωτικός άνθρωπος.

    Ούτε η ίδια δεν τολμούσα να το παραδεχτώ στον εαυτό μου αλλά τον συνέλαβα κάμποσες φορές να φαντάζεται το μέλλον μου, πάντα με τον Ανδρέα στο πλάι μου. Αναστέναξα. Κοριτσίστικες φαντασιώσεις, το ξέρω, μα ανάθεμά τες το μόνο που του έλειπε ήταν το άσπρο άλογο και η πανοπλία. Ήταν ο πρίγκηπάς μου με το πορτοκαλί corolla και τα μπλουτζίν. Ο Νίκος μας είχε φέρει τις φωτογραφίες από το γάμο. Αν και εξακολουθούσα να μην με θεωρώ κάτι το ιδιαίτερο στις φωτογραφίες σχεδόν έλαμπα, για να μην αναφέρω τον Ανδρέα.

    Χαμογέλασα καθώς κάτι μουρμούρισε στον ύπνο του και με έσφιξε ακόμα πιο πολύ πάνω του. Λίγο μετά άρχισε πάλι το σιγανό ροχαλητό του και αυτή τη φορά ο ήχος του με νανούρισε και τα μάτια μου βάρυναν και χωρίς να το καταλάβω με πήρε ο ύπνος.

    Με ξύπνησε ο ήχος του ξυπνητηριού στις οχτώ το πρωί. Ο Ανδρέας είχε σηκωθεί νωρίτερα καθώς δεν ήταν στο κρεβάτι. Σηκώθηκα κι εγώ και πήγα μέσα, καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και διάβαζε πίνοντας καφέ. Μου είχε φτιάξει κι εμένα, ο γλυκούλης μου. Μου χαμογέλασε και πήγα και του έδωσα ένα πεταχτό φιλάκι πριν πάω στην τουαλέτα. Πήγα στο δωμάτιο και φόρεσα ένα τζιν από κάτω και μια απλή μακρυμάνικη μπλούζα από πάνω. Είχε περάσει η πρώτη εβδομάδα του Δεκέμβρη και ίσα που είχαμε αρχίσει να φοράμε μακρυμάνικα -χωρίς μπουφάν εννοείται- κατά τη διάρκεια της ημέρας. Επέστρεψα στο σαλόνι και αφού έδωσα ένα βαθύ φιλί στον Ανδρέα κάθισα κι εγώ να πιώ τον καφέ μου.

    - «Έχεις ώρα που έχεις ξυπνήσει;»
    - «Ξύπνησα γύρω στις 07:30, άνοιξε το μάτι σα γαρίδα. Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω κι εσένα οπότε ήρθα και έφτιαξα καφεδάκι και το έριξα στο διάβασμα.»
    - «Ο καφές μου είναι ζεστός!» παρατήρησα.
    - «Ναι, στον έφτιαξα λίγο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι ώστε να τον βρεις ζεστό»
    - «Σ’ αγαπάω! Πολύ-πολύ-πολύ»
    - «Κι εγώ Φοίβη μου. Κοιμήθηκες καλά;»
    - «Καλά κοιμήθηκα αλλά ομολογώ ότι άργησε να με πάρει λίγο ο ύπνος»
    - «Γιατί;» με ρώτησε με περιέργεια.
    - «Σκεφτόμουν τα όσα κάναμε και όσα είπαμε πριν πέσουμε για ύπνο.»
    - «Και;» με ρώτησε.
    - «Πόσο έχει αλλάξει η ζωή μου τους τελευταίους τρεις μήνες και …πόσο υπέροχη ήταν ειδικά η τελευταία εβδομάδα» του είπα γελώντας σκανταλιάρικα.
    - «Ήταν, ήταν!» απάντησε με ενθουσιασμό.
    - «Και μετά… σκεφτόμουν αυτά που συζητούσαμε πριν. Καλές οι φαντασιώσεις -δεν λέω- αλλά δε νομίζω ότι θα… θα μπορούσα να… να το κάνω αυτό… ακόμα… ακόμα και αν η Χριστιάνα έχει παρόμοια γούστα και ακόμα και αν είχα την θερμή της συγκατάθεση. Εννοώ… και μόνο στη σκέψη να κάνω κάτι ερωτικό με οποιονδήποτε άλλον εκτός από εσένα με κάνει και αισθάνομαι πολύ άσχημα.»
    - «Φοίβη μου δε θέλω να μου αγχώνεσαι γι’ αυτό, καυλάντισμα ήταν αυτό που κάναμε, τίποτα παραπάνω. Αλλά ακόμα και αν ήταν κάτι παραπάνω από καυλάντισμα, σε φαντασιακό επίπεδο τουλάχιστον, η σκέψη να κάνεις κάτι με μια άλλη γυναίκα με τρελαίνει ακόμα και αν εγώ έμενα απλά ως θεατής. Από την άλλη όσο …διεγερτική και να είναι αυτή η εικόνα δε νομίζω ότι θα μου άρεσε αν το έκανες αυτό μόνη σου μαζί της. Εννοώ το ερωτικό κομμάτι, έτσι; Το να γίνετε φίλες και να βγαίνετε και να μιλάτε εννοείται ότι δεν με πειράζει. Θα είναι λίγο περίεργο στην αρχή -και αυτό αποκλειστικά και μόνο λόγο του ιστορικού- αλλά ως εκεί.»
    - «Εγώ πάλι ένιωσα τύψεις και μόνο που με φαντάστηκα να παίζω με την Χριστιάνα χωρίς την παρουσία σου ακόμα και αν δεν έχω ιδέα αν θα μπορούσα να κάνω τέτοιο πράγμα με την παρουσία σου. Αλλά… επίσης ένιωσα τύψεις για το πόσο καλά έλαβες αυτό που σου είπα… ότι… ότι… με ελκύουν και άτομα του φύλου μου. Εγώ δεν ξέρω πως θα αντιδρούσα αν μου έλεγες κάτι ανάλογο και με στενοχωρεί πολύ αυτό.»
    - «Δεν υπάρχει λόγος, έτσι κι αλλιώς δε με ελκύουν άνδρες οπότε η ερώτηση του τι θα έκανες είναι χωρίς ουσιαστικό νόημα.»
    - «Μπορεί αλλά εμένα με πειράζει, με πειράζει πολύ. Εννοώ ότι εσύ με αποδέχτηκες και εγώ δεν ξέρω τι θα έκανα αν… αν…»
    - «Φοίβη, σταμάτα να το σκέφτεσαι. Θα μπορούσαν να υπάρχουν πράγματα που εγώ δε θα αποδεχόμουν από εσένα ενώ εσύ θα αποδεχόσουν από εμένα. Ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και το τι τον ελκύει και το τι τον απωθεί στον ερωτικό του σύντροφο αφορούν εκείνον και μόνο. Αν σου έλεγα ότι μου αρέσει να πηγαίνω με άντρες, θα ένιωθες μέσα σου ότι είμαι ανώμαλος; Θα ήμουν για σένα χειρότερος άνθρωπος;»
    - «Όχι, σε καμία περίπτωση! Ωστόσο…»
    - «Δεν έχει ωστόσο. Θα σε πείραζε αυτό εφόσον δεν το επεδίωκα όσο ήμαστε μαζί;»
    - «Όχι… αλλά…»
    - «Δεν έχει αλλά. Το ότι δε σε φτιάχνει η ιδέα -και μάλλον αυτό προσπαθείς να μου πεις- ενώ εμένα με φτιάχνει το αντίστοιχο δεν είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να σε κάνει να νιώσεις άσχημα ακόμα και αν όντως είχα τέτοια γούστα, και δεν έχω.»
    - «Έχεις δίκιο» ομολόγησα. «Τι θα κάνεις όσο είμαι στο κομμωτήριο;» ρώτησα αλλάζοντας θέμα.
    - «Σκέφτομαι να πεταχτώ μέχρι το ΙΤΕ, έχω να κάνω λίγη δουλειά. Το τηλέφωνο του γραφείου το ξέρεις, αν δεις ότι τελειώνεις νωρίτερα πάρε με τηλέφωνο να μου το πεις να ξεκινήσω. Ομοίως αν σας πάρει παραπάνω, πάρε με τηλέφωνο να μην έρθω απ’ έξω και στηθώ και περιμένω.»
    - «Εντάξει Ανδρέα μου» του είπα χαμογελαστή.

    Γύρω στις 08:40 ξεκινήσαμε για να με πάει στο κομμωτήριο και λίγο πριν της 09:00 ήμασταν εκεί.

    - «Λοιπόν, λογικά γύρω στις 12:00 θα τελειώσω. Αν αυτό αλλάξει είτε προς το νωρίτερο είτε προς το αργότερο θα σε πάρω τηλέφωνο στο γραφείο» του είπα όταν σταμάτησε και πριν κατέβω. Του έδωσα ένα φιλί και κατέβηκα και κίνησα για το κομμωτήριο.

    Τέλειωσα λίγο πριν πάει 12:00. Μου άρεσε το αποτέλεσμα πολύ. Βγήκα έξω και τον περίμενα και λίγα λεπτά μετά τις 12:00 επέστρεψε.

    - «Κούκλα είσαι» μου είπε χαμογελαστός όταν μπήκα μέσα. «Το σκούρυνες τελικά όπως έλεγες!» συμπλήρωσε αφού με φίλησε. Έβαλε μπρος και ξεκινήσαμε να επιστρέψουμε.
    - «Φαίνεται λίγο πιο σκούρο τώρα που είναι φρέσκο. Επέλεξα τον ίδιο τόνο που είχα και το καλοκαίρι, θα του πάρει μερικές μέρες να αρχίσει να ανοίγει.»
    - «Λοιπόν, πήρα τηλέφωνο από το γραφείο την Ελένη, ήταν μαζί της και ο Τάσος. Θα πήγαιναν στον Ηριδανό για καφέ και να παίξουν επιτραπέζιο. Θέλεις να πάμε να τους βρούμε;» με ρώτησε.
    - «Πολύ!» του είπα χαρούμενα. «Τι επιτραπέζια έχει;»
    - «Από τα κλασσικά, τάβλι, ντάμα, σκάκι μέχρι trivial και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς.»
    - «Αχ, σκάκι θέλω να παίξω, έχω καιρό και μου έχει λείψει» του απάντησα.
    - «Από σκάκι δεν έχω ιδέα, όμως μπορείς να πεις του Τάσου, είναι και στη σκακιστική ομάδα!»
    - «Υπάρχει σκακιστική ομάδα;» τον ρώτησα.
    - «Δεν το ήξερες;»
    - «Δεν είχα ιδέα. Κοίτα να δεις και τόσο καιρό τρώγομαι με τα ρούχα που. Γιατί δε μου το είπες; Ε; Ε;»
    - «Τι να σου πω βρε τυφώνα; Με είχες ρωτήσει μια φορά αν παίζω σκάκι και σου είχα απαντήσει ότι δεν παίζω και εκεί άλλαξες κουβέντα!»
    - «Ουφ!»

    Λίγη ώρα αργότερα ήμασταν στα Λιοντάρια. Παρκάραμε κάπου από πίσω και κινήσαμε προς τον Ηριδανό. Είχε αρκετό κόσμο, φοιτητόκοσμο για την ακρίβεια. Τα τραπέζια ήταν γεμάτα και ο ήχος της μουσικής που έπαιζε ίσα που ακούγονταν πάνω από τις φωνές και τα γέλια. Ο Τάσος με την Ελένη έπαιζαν τάβλι. Τους χαιρετήσαμε και καθίσαμε κι εμείς.

    - «Ντόρτια» είπε ο Τάσος χαμογελώντας ενώ η Ελένη φάνηκε να θέλει να του ανοίξει το κεφάλι. «Τρία στο χέρι, καλά ήταν!» είπε. Η Ελένη πάλευε να προσπαθήσει να αρχίσει να μαζεύει πούλια για να μην χάσει το παιχνίδι διπλό.
    - «Τρία-ένα. Σοβαρά τώρα;» είπε καταφέρνοντας να βάλει μόλις ένα πούλι μέσα. Απ’ έξω είχε άλλα τέσσερα, τα πράγματα δεν ήταν καλά, ειδικά αν έφερνε νέα διπλή ο Τάσος που είχε όλα τα πούλια του από το τρία και κάτω.
    - «Εξάρες!» είπε και μάζεψε τέσσερα πούλια. Του είχαν μείνει άλλα τρία. Αν η Ελένη δεν έφερνε μια διπλή από πεντάρες και πάνω στις δύο επόμενες τότε θα έχανε το παιχνίδι διπλό.
    - «6-5» είπε βάζοντας δύο πούλια μέσα.
    - «Άσσοι» είπε ο Τάσος με το χαμόγελο της Colgate. «7-2, σας ευχαριστούμε που μας προτιμήσατε» συνέχισε κινδυνεύοντας να φάει το τάβλι στο κεφάλι από την Ελένη.
    - «Ξεκωλώθηκες» τον κατηγόρησε η Ελένη.
    - «Another one bites the dust» της απάντησε βγάζοντάς της τη γλώσσα κερδίζοντας μια σιγανή σφαλιάρα από την Ελένη.
    - «Όχι βία στα γήπεδα!» διαμαρτυρήθηκε ο Τάσος.
    - «Με γειες!» είπε η Ελένη κοιτάζοντάς με επιτέλους. «Πολύ σου πάει!»
    - «Σ’ ευχαριστώ» της είπα χαμογελώντας της.

    Εκεί ήρθε η γκαρσόνα και παραγγείλαμε κι εγώ και ο Ανδρέας τους καφέδες μας. Τότε πήρε και ο Τάσος χαμπάρι ότι είχα κουρευτεί και βάψει τα μαλλιά μου.

    - «Φοίβη! Άλλαξες κάτι στο μαλλί;» ρώτησε.
    - «Τρία παιδιά, τρία παιδιά βολιώτικα…» άρχισε να τραγουδάει η Ελένη.
    - «Αχ, Στέλιο ήρθες;» απάντησα στο ίδιο πνεύμα.
    - «Ποιος Στέλιος;» ρώτησε ο Τάσος που δεν είχε πάρει χαμπάρι ότι τον δουλεύαμε ψιλό γαζί.
    - «Άστο, πάρε ταξί» του είπε ο Ανδρέας.
    - «Τασούλη, έμαθα ότι παίζεις σκάκι» του είπα. «Είσαι για μια παρτίδα;»
    - «Αμέ!» απάντησε ενθουσιασμένος.
    - «Εμείς θα κόψουμε τις φλέβες μας» είπε η Ελένη. «Ανδρέα, πάμε μια δηλωτή γιατί τους βλέπω να τελειώνουν μεθαύριο;»
    - «Ε, καλά, δε νομίζω ότι θα αντέξει τόση ώρα» πείραξα τον Τάσο.
    - «Τι σου είπε!!!!» φώναξε ο Ανδρέας γελώντας.
    - «Χα! Κοίτα που προκαλεί το πιτσιρίκι» συμπλήρωσε ο Τάσος και συνέχισε «Τώρα θα δεις πόσα απίδια χωράει ο σάκος! Είμαι από τους καλούς στο Πανεπιστήμιο»
    - «Για να σε δω!» του απάντησα βγάζοντας τη γλώσσα μου.
    - «Στο τέλος ξουρίζουν το γαμπρό!» δήλωσε ο Τάσος.
    - «Φοίβη, σκίσ’ τον» μου είπε η Ελένη. «Δύο εβδομάδες τον τρώω να ξυριστεί και μου το παίζει βαρύ πεπόνι»

    Σκάκι παίζω αδιάληπτα από 6 χρονών. Στο νησί ήμουν πρωταθλήτρια. Βέβαια αυτό δεν αναιρούσε το γεγονός ότι ο Τάσος θα μπορούσε να είναι καλύτερος ωστόσο μου επέτρεπε να έχω λίγο τουπέ ακόμα και αν στο τέλος έβαζα την ουρά στα σκέλια.

    Βγάλαμε ο καθένας μας ένα σημειωματάριο για να καταγράψουμε τις κινήσεις μας και ξεκινήσαμε να παίζουμε. Δεν χρειάστηκαν παραπάνω από 25 κινήσεις για να κερδίσω. Ο Τάσος το πήρε βαρέως και ζήτησε επανάληψη. Στην επανάληψη πήγε οριακά καλύτερα, έφτασε τις 30 κινήσεις πριν το ματ.

    - «Ρε συ αυτή είναι καλή!» είπε με θαυμασμό.
    - «Όχι παίζουμε!» του απάντησα. «Πρωταθλήτρια Χίου, παίζω σκάκι από 6 χρονών» του απάντησα.
    - «Καλά ρε ούφο, γιατί δεν ήρθες στην ομάδα;» ρώτησε με απορία.
    - «Γιατί μέχρι σήμερα δεν ήξερα ότι υπάρχει σκακιστική ομάδα!»
    - «Μόλις έγινες μέλος. Διοργανώνουμε συχνά παιχνίδια και υπάρχουν κάμποσοι του επιπέδου σου.»
    - «Ευχαριστώ» του είπα χαμογελώντας. Μου είχε λείψει το σκάκι και απόρησα με τον εαυτό μου που τόσο καιρό δεν το είχε ψάξει παραπάνω. Εκείνη τη στιγμή ο Ανδρέας από το πουθενά μου έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο και η απορία μου λύθηκε. Μου είχαν μείνει μυαλά;

    Ενώ περιμέναμε τον Ανδρέα και την Ελένη να τελειώσουν την παρτίδα τους εξήγησα στον Τάσο τα blunders του, τόσο στο πρώτο, όσο και στο δεύτερο, παιχνίδι αλλά και το σκεπτικό μου σε δύο κινήσεις που του είχαν φανεί ακατανόητες. Αναλύοντας το δεύτερο παιχνίδι συνέλαβα και τον εαυτό μου να έχει κάνει blunder που αν ο Τάσος είχε αντιληφθεί θα μπορούσε να με είχε στριμώξει άσχημα.

    Στο τάβλι το παιχνίδι είχε εξελιχθεί σε derby, το score ήταν 6-6 και ο νικητής θα κρινόταν στο τελευταίο παιχνίδι που ήταν πόρτες. Η τελευταία παρτίδα κρίθηκε στο μάζεμα, της Ελένης της είχαν μείνει δύο πούλια στον άσσο ενώ ο Ανδρέας είχε τρία πούλια, δύο στο δύο και ένα στον άσσο, για να κερδίσει θα έπρεπε να φέρει από δυάρες και πάνω. Τελικά έφερε άσσο-δυο και έτσι το παιχνίδι το κέρδισε η Ελένη.

    - «Δεν πειράζει μωρό μου» τον παρηγόρησα χαϊδεύοντάς τον στα μαλλιά.
    - «Εσύ πώς τα πήγες;» με ρώτησε. Ήταν τόσο απορροφημένοι στο παιχνίδι τους που δεν είχαν παρακολουθήσει τι είχε γίνει.
    - «Κέρδισα και τις δύο παρτίδες» του είπα. «Αρκετά εύκολα» συνέχισα, χαμηλόφωνα για να μη με ακούσει ο Τάσος που εκείνη τη στιγμή φιλιόταν με την Ελένη.
    - «Μπράβο κοριτσάρα μου» είπε με φανερή υπερηφάνεια που έκανε την καρδιά μου να χοροπηδήσει εκ νέου.

    Καθίσαμε άλλο ένα μισάωρο και μετά το διαλύσαμε.

    - «Θες να πάρουμε κάτι από εδώ να φάμε;» με ρώτησε ο Ανδρέας καθώς πηγαίναμε στο αυτοκίνητο.
    - «Όχι, προτιμώ να πάμε σπίτι να φάμε.»
    - «Έχεις όρεξη να μαγειρέψεις;»
    - «Το προτιμώ, και από το να φάμε πάλι σουβλάκια ή πίτσα, και από το να πάρουμε από τα έτοιμα μαγειρευτά της Αθηνάς. Άλλωστε μου αρέσει να μαγειρεύω, ειδικά όταν έχω καλή παρέα» του απάντησα χαμογελώντας του.
    - «Όπως θες μωρό μου. Τι έχεις στο νου;»
    - «Σπιτικά μπέργκερς. Πάμε να πάρουμε από το Χαλκιαδάκη κιμά και ψωμάκια και θα σου κάνω εγώ μπέργκερς να γλείφεις τα δάχτυλά σου!»
    - «Αχ γι’ αυτό σ’ αγαπάω» μου είπε.
    - «Μόνο γι’ αυτό;» τον ρώτησα.
    - «Και για πολλά-πολλά-πολλά άλλα!» μου είπε και μου έχωσε μια απαλή σφαλιάρα στον κώλο κάνοντάς με να χοροπηδήσω χαχανίζοντας.

    Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και 10 λεπτά μετά σταματήσαμε στο Χαλκιαδάκη. Ο Ανδρέας μου πρότεινε να πάρουμε κάποιο από τα έτοιμα μπιφτέκια που είχε αλλά του ξέκοψα πως όταν λέμε σπιτικό, εννοούμε σπιτικό. Το μόνο που χρειαζόμασταν ήταν κιμάς και τα ψωμάκια, όλα τα υπόλοιπα τα είχαμε. Άλλα πέντε λεπτά αργότερα ήμασταν σπίτι μου.

    Ξεκίνησα να φτιάχνω τα μπιφτέκια. Δυστυχώς δεν βρήκα πρόβιο κιμά οπότε αρκεστήκαμε μόνο σε μοσχαρίσιο και χοιρινό. Ανακάτεψα τους κιμάδες σε ένα μπολ προσθέτοντας και τα υπόλοιπα υλικά και άρχισα να τον πλάθω. Έφτιαξα τρία μεγάλα μπιφτέκια και τον υπόλοιπο κιμά, αφού τον χώρισα σε μερίδες, τον έβαλα σε σακουλάκια και μετά στην κατάψυξη.

    Άναψα την ψηστιέρα και έβαλα τα μπιφτέκια να ψήνονται. Στο μεταξύ ο Ανδρέας είχε κόψει μία ντομάτα και ένα κρεμμύδι σε ροδέλες και είχε καθαρίσει 5 πατάτες. Όσο ψήνονταν τα μπιφτέκια έβαλα λίγο βούτυρο και τηγάνισα το bacon και όταν τελείωσε και αυτό φρυγάνισα τα ψωμάκια που είχε κόψει στη μέση ο Ανδρέας. Έκοψα τις πατάτες και τις έβαλα πατάτες στο βαθύ τηγάνι και μέχρι να ψηθούν τα μπιφτέκια είχαν τηγανιστεί και αυτές.

    - «Αμάν! Τι υπεργαμάτο μπιφτέκι είναι αυτό;» είπε ο Ανδρέας μασουλώντας και κάνοντάς με να χαμογελάσω.
    - «Που να είχα βρει και πρόβιο κιμά» του είπα, επίσης μασουλώντας. Τελικά η ιδέα μου είχε αποδειχτεί πολύ καλή! Τα μπιφτέκια που είχα φτιάξει άρεσαν πολύ στον Ανδρέα ο οποίος έφαγε και τα δύο μπέργκερς. Εγώ κατάφερα να φάω μόνο το ένα.
    - «Την επόμενη φορά θα πάμε σε χασάπη» μου δήλωσε. «Όχι ότι έχω παράπονο από το μπιφτέκια που έφτιαξες, είναι από τα πιο νόστιμα που έχω φάει στη ζωή μου και δε στο λέω για να σε καλοπιάσω.»
    - «Συνταγή της μαμάς. Που να το δοκιμάσεις και με μείγμα πρόβιου κιμά!»
    - «Κοίτα να δεις η Καρδιτσιώτισσα!» μου είπε ο Ανδρέας.
    - «Όχι, παίζουμε.»

    Καθίσαμε στο τραπέζι εκείνος πίνοντας την μπύρα του και εγώ την sprite μου και όταν τελειώσαμε ο Ανδρέας με βοήθησε να μαζέψω το τραπέζι και έβαλα να πλύνω τα πιάτα. Εκείνος είχε κάτσει στην καρέκλα και χασμουριόταν.

    - «Πήγαινε να κοιμηθείς παιδάκι μου» του είπα.
    - «Δε θέλω να σε αφήσω μόνη σου» μου απάντησε.
    - «Πήγαινε μωρό μου και θα έρθω κι εγώ σε πέντε λεπτά.»

    Σηκώθηκε και αφού μου έσκασε ένα φιλί στο σβέρκο πήγε στο δωμάτιο. Τον άκουσα από μέσα να ροχαλίζει πριν τελειώσω και το τρίτο πιάτο. Χαμογέλασα, ξέπλυνα το πιάτο και αφού το σκούπισα το έβαλα να στεγνώσει. Πήγα στο δωμάτιο και γδύθηκα στα γρήγορα και χώθηκα κάτω από την κουβέρτα φορώντας μόνο το εσώρουχό μου και ένα κοντομάνικο μπλουζάκι. Πήρα εγώ αυτή τη φορά αγκαλιά κουτάλα τον Ανδρέα και το σιγανό του ροχαλητό με νανούρισε και χωρίς να το καταλάβω πήρε κι εμένα ο ύπνος.

    Όταν ξύπνησα σχεδόν δύο ώρες αργότερα ο Ανδρέας κοιμόταν ακόμα εγώ όμως είχα ορεξούλες. Πέρασα το χέρι μου μέσα από το μποξεράκι του και άρχισα να του χαϊδεύω το όργανο αποδεικνύοντας ότι το κάτω κεφάλι μπορεί να ξυπνήσει ενώ το πάνω κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Χαμογελώντας πονηρά χώθηκα κάτω από την κουβέρτα και του κατέβασα το μποξεράκι παίρνοντας το όργανό του στο στόμα μου. Ο Ανδρέας κάτι μουρμούρισε αλλά δεν ξύπνησε. Έπιασα το όργανό του από τη βάση του και άρχισα να το παίζω ενώ ταυτόχρονα το έπαιρνα μέχρι τη μέση μέσα στο στόμα μου. Ένιωσα την κουβέρτα να σηκώνεται και κοίταξα προς τη μεριά του.

    - «Βρε λυσσάρα!» μου είπε με νυσταγμένη φωνή.
    - «Θέλεις να σταματήσω;» του είπα χαμογελώντας του σκανταλιάρικα.

    Δεν απάντησε και έτσι συνέχισα το θεάρεστο έργο μου. Έβαλε το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου και πιάνοντάς με απαλά από τα μαλλιά άρχισε να μου δίνει ρυθμό, ρυθμό τον οποίο ακολούθησα υπάκουα μέχρι που κάποια στιγμή με σταμάτησε και μου ζήτησε να πάω προς το μέρος του.

    Ανασηκώθηκα και τον πλησίασα. Χωρίς να μιλήσει μου έβγαλε τη μπλούζα που φορούσα και μόλις το έκανε άρχισε να μου μαλάζει τα στήθη ενώ με φιλούσε. Το χέρι του κατέβηκε ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισε με τα δάχτυλά του να παίζει με την κλειτορίδα μου για λίγη ώρα. Με έβαλε να ξαπλώσω ανάσκελα και ανασηκώθηκε κατεβάζοντας τελείως το εσώρουχό του και μετά άρχισε να κατεβάζει και το δικό μου εσώρουχο. Ανασήκωσα τη λεκάνη μου για να τον βοηθήσω και όταν μου το έβγαλε τελείως ανέβηκε πάνω μου και χωρίς πολλά άλλα έβαλε το όργανό του μέσα μου κερδίζοντας ένα βογγητό μου.

    Με φίλησε και μετά ανασηκώθηκε και πάλι και στηριζόμενος στα χέρια του άρχισε να κινείται μέσα μου. Μετά σαν κάτι να σκέφτηκε σταμάτησε και τραβήχτηκε για λίγο πίσω και κάθισε στα γόνατα. Με έφερε προς το μέρος του και σηκώνοντάς μου τα πόδια καρφώθηκε και πάλι μέσα μου. Ok, that was new! Συνέχισε να με παίρνει έτσι για κάμποση ώρα και οι αναστεναγμοί μου έδειχναν πόσο το απολάμβανα.

    - «Γύρνα από την άλλη μωρό μου» μου είπε. Τον κοίταξα στα μάτια προσπαθώντας να καταλάβω τι έχει στο μυαλό του. Θα προτιμούσα να συνεχίσει από μπροστά μου και όχι να μπει από πίσω αλλά εκείνη την ώρα ήμουν πολύ καυλωμένη για να φέρω αντιρρήσεις.

    Γύρισα υπάκουα. Ο Ανδρέας με έπιασε απαλά από το στομάχι και μου το ανασήκωσε βάζοντάς μου από κάτω μου ένα μαξιλάρι. Ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι θα συνεχίσει από πίσω μου ωστόσο δεν είχε αυτό στο μυαλό του. Μπήκε και πάλι από μπροστά μου και άρχισε να κινείται μέσα μου κάνοντάς να μου ξεφύγει και πάλι ένα βογγητό. Δεν έμπαινε τόσο βαθιά όσο στις άλλες στάσεις αλλά η αίσθηση μέσα μου για κάποιο λόγο ήταν ακόμα πιο έντονη.

    Σταμάτησε και πέρασε το χέρι του μπροστά μου κλείνοντάς μου το στόμα. Μετά καρφώθηκε όλος μέσα μου και άρχισε να κινείται δυνατά. Η ιδέα ότι μου έκλεινε το στόμα πνίγοντας τα βογγητά μου απογείωσε την αίσθηση και η δύναμη με την οποία καρφωνόταν μέσα μου με έκανε να δω αστεράκια. Ήθελα να τελειώσει μέσα μου αλλά έτσι δε γινόταν. Εγώ ήμουν αυτή τη φορά που πήρα την πρωτοβουλία. Του τράβηξα το χέρι που μου έκλεινε το στόμα και ο Ανδρέας σταμάτησε.

    - «Τι είναι μωρό μου; Δε σου αρέσει;»
    - «Ανδρέα… σε θέλω… πίσω… πίσω μου» του είπα.
    - «Είσαι σίγουρη;» με ρώτησε.
    - «Ναι… σε θέλω…» του είπα.

    Μου έκλεισε πάλι το στόμα με το χέρι του και τον ακούμπησε πίσω μου. Σφάλισα τα μάτια στην αναμονή του αναπόφευκτου πόνου. Ο Ανδρέας απαλά αλλά σταθερά άρχισε να το βυθίζει πίσω μου ενώ το χέρι του έπνιξε το μουγκρητό του πόνου μου. Ωστόσο παρά τον πόνο μου άρεσε… μου άρεσε πολύ. Και ας έτσουζε. Συνέχισε χωρίς να κάνει βιαστικές ή βίαιες κινήσεις. Έμπαινε απαλά μέσα μου και τραβιόταν πάλι έξω. Ο πόνος και το τσούξιμο άρχισαν σιγά-σιγά να μειώνονται και να καλύπτονται από ηδονή. Ο σφικτήρας μου του παραδόθηκε και άρχισε να κινείται με μεγαλύτερη ευκολία μέσα μου. Αυτό που με ξετρέλαινε ωστόσο ήταν όταν σταματούσε και μετά καρφωνόταν μέσα μου, παρά το γεγονός ότι αυτό συνοδευόταν από πόνο.

    Τράβηξε το χέρι του από το στόμα μου και το πέρασε από κάτω μου χουφτώνοντας δυνατά το στήθος μου. Μετά πέρασε και το άλλο χέρι του χουφτώνοντας το άλλο μου στήθος και μιας και δεν στηριζόταν πλέον στα χέρια του έπεσε με όλο το βάρος του πάνω μου καρφώνοντάς τον όσο βαθιά πήγαινε. Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τη φωνή μου, ανάμιξη καύλας και πόνου. Η αίσθηση του όργανού του βαθιά πίσω μου και των στηθών μου μέσα στη μέγγενη των χεριών του ήταν Α-Π-Ι-Σ-Τ-Ε-Υ-Τ-Η. Σταδιακά άρχισε να επιταχύνει τις κινήσεις του μέχρι που κάποια στιγμή μου έσφιξε τα στήθη ακόμα πιο δυνατά και κοκκάλωσε.

    - «Αααχ αααχ» τον άκουσα να βογκάει και ταυτόχρονα ένιωσα το όργανό του να κάνει σπασμούς βαθιά μέσα μου αδειάζοντας και η αίσθηση ήταν σχεδόν οργασμική, δεν κατάφερα να πνίξω άλλη μια δυνατή κραυγή.

    Όταν τέλειωσε ξάπλωσε δίπλα μου ξέπνοος. Ακόμα μπρούμητα γύρισα το κεφάλι μου και του χαμογέλασα ενώ ο Ανδρέας πάλευε ακόμα να βρει τις ανάσες του.

    - «Έρχομαι» μου είπε και σηκώθηκε και έφυγε από το δωμάτιο. Άκουσα από το μπάνιο το νερό να τρέχει. Λίγο αργότερα ο Ανδρέας επέστρεψε στο δωμάτιο.
    - «Λερώθηκες;» τον ρώτησα ανήσυχη.
    - «Όχι μωρό μου, ήθελα να τον πλύνω για το δεύτερο γύρο.»

    Δεν πρόλαβα να απαντήσω, με σήκωσε και με έβαλε να κάτσω καθιστή στο κρεββάτι με τα πόδια στο πάτωμα. Ήρθε και στάθηκε μπροστά από το πρόσωπό μου. Πιάνοντας το υπονοούμενο τον πήρα βαθιά στο στόμα μου. Με έπιασε από το κεφάλι και καρφώθηκε σχεδόν μέχρι το λαιμό μου φέρνοντάς μου δάκρυα στα μάτια. Συνέχισε το ίδιο για μερικά λεπτά και σταμάτησε. Με σήκωσε και με έβαλε να κάτσω στα τέσσερα στην άκρη του κρεββατιού. Όταν το έκανα και χωρίς άλλη καθυστέρηση τον έτριψε μπροστά μου και τον βύθισε μέσα μου κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένα βογγητό.

    Ενώ με έπαιρνε στα τέσσερα και χωρίς να σταματήσει άρχισε να μου ρίχνει σιγανά χαστούκια πότε στο έναν γλουτό και πότε στον άλλον. Σταδιακά η έντασή τους εντάθηκε, ένιωσα τα μεριά μου να έχουν πάρει φωτιά. Κρατώντας με από τη μέση καρφώθηκε όλος μέσα μου κάνοντας το κορμί μου να τρέμει. Συνέχισε να με καρφώνει έτσι για αρκετή ώρα μέχρι που άρχισα να νιώθω το υπέροχο αίσθημα του τελικού δρόμου προς την κλιμάκωση. Δεν συνέβαινε πάντα αλλά όταν συνέβαινε ξεκινούσε πάντα με τον ίδιο τρόπο.

    Με άρπαξε από τα μαλλιά και με τράβηξε πίσω κάνοντας με να μου ξεφύγει ακόμα ένα δυνατό βογγητό ηδονής. Ένιωσα πάλι σα να με διαπερνάει ρεύμα και αυτή η περίεργη αίσθηση της φωτιάς στα λαγόνια μου που άρχισε να εντείνεται όλο και πιο πολύ. Στηριζόμενη στο ένα χέρι έφερα το άλλο μπροστά από το στόμα μου, ίσα που πρόλαβα να το κλείσω και να πνίξω την κραυγή της γνώριμης έκρηξης που γινόταν μέσα μου.

    Ο Ανδρέας δεν είχε τελειώσει, συνέχισε να μπαινοβγαίνει μέσα μου μέχρι που τον άκουσα να λέει «Γύρνα». Όσο πιο γρήγορα μπορούσα γύρισα και ίσα που πρόλαβα και αυτή τη φορά να τον πάρω στο στόμα μου το οποίο πλημμύρισε και πάλι. Σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα, Θεέ μου, το λάτρευα αυτό το βλέμμα της ικανοποίησης. Κατάπια και όταν τραβήχτηκε από το στόμα μου του φίλησα το κεφαλάκι. Με σήκωσε και με φίλησε βαθιά στο στόμα, μείναμε κάμποση ώρα σε αυτό το φιλί.

    - «Πάμε για μπανάκι;» με ρώτησε.
    - «Θα είσαι φρόνιμος;»
    - «Θεός φυλάξοι» μου απάντησε κάνοντάς με να χαμογελάσω.

    Πήγαμε στο μπάνιο και ο Ανδρέας άνοιξε το νερό και το έλεγξε με το χέρι του. Όταν έφτασε στην κατάλληλη θερμοκρασία το γύρισε πάνω μου και μου έβρεξε καλά τα μαλλιά. Έκλεισε το νερό και έβαλε στο χέρι του από το σαμπουάν μου και άρχισε να με λούζει κάνοντάς μου όπως κάθε φορά μασάζ στο κεφάλι. Έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα στην περιποίησή του. Είχα κλειστά τα μάτια όταν άρχισε να με τρίβει απαλά με το σφουγγάρι σε όλο μου το σώμα, από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Η αλήθεια είναι ότι στάθηκε στα στήθη μου παραπάνω απ’ όσο πραγματικά χρειαζόταν και προς το τέλος αυτό επαναλήφθηκε και με τον κώλο μου.

    Με ξέπλυνε προσεκτικά μέχρι που έφυγαν όλες οι σαπουνάδες. Μετά μου έβαλε κρέμα στα μαλλιά αλλά τη δεύτερη φορά μου άπλωσε αφρόλουτρο με το χέρι του και όχι με το σφουγγάρι. Πάλι μου έκανε όλο το σώμα εκτός από μπροστά. Αφού ξέπλυνε τα χέρια του έβαλε το ειδικό για την ευαίσθητη περιοχή υγρό σαπούνι και με καθάρισε προσεκτικά κάνοντάς με να ανατριχιάσω και πάλι. Είχαμε κάνει ήδη δύο φορές σεξ και εγώ ήθελα και τρίτη. Όταν με ξέπλυνε του γύρισα πλάτη και άρχισα να τρίβομαι πάνω του για να του δώσω την ιδέα.

    -«Χμμμ…» είπε αλλά μπήκε γρήγορα στο νόημα. Με χούφτωσε και από τα δύο στήθη και άρχισε να μου τα μαλάζει. Τράβηξε τη λεκάνη μου προς το μέρος του κάνοντάς με να τουρλωθώ. Πήρε τα χέρια μου και τα κόλλησε στον τοίχο βάζοντας πάνω τους τα δικά μου. Άφησε το ένα χέρι του και κρατώντας το όργανό του το έβαλε απαλά μπροστά μου.

    Ούτε στα όρθια το είχαμε κάνει ξανά, ακόμα μία πρωτιά. Αυτές τις δύο μέρες του είχαμε δώσει να καταλάβει. Παρά το γεγονός ότι σαν αίσθηση ήταν απίστευτη αλλά και της ίδιας της ιδέας ότι με έπαιρνε στα όρθια αυτή τη φορά δεν τελείωσα παρά το γεγονός ότι η πράξη διήρκησε αρκετή ώρα. Όταν ένιωσε ότι έρχεται στο τέλος με γύρισε και με πίεσε να γονατίσω, πράγμα που έκανα αμέσως παίρνοντάς τον και πάλι στο στόμα μου. Λίγες στιγμές αργότερα τον ένιωσα και πάλι να τραντάζεται και να με πλημμυρίζει με το σπέρμα του. Κατάπια και σηκώθηκα όρθια και όπως κάθε φορά με πήρε στην αγκαλιά του και με φίλησε βαθιά.

    Ήταν η σειρά μου να τον λούσω και να τον πλύνω σε όλο του το σώμα. Όταν άρχισα να καθαρίζω το όργανό του αφιερώνοντας με τη σειρά που περισσότερο χρόνο από αυτό που πραγματικά χρειαζόταν με σταμάτησε.

    - «Όχι άλλο, θα με ξεκάνεις!» μου είπε με προσποιητή απελπισία κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Καλά, θα σε αφήσω ήσυχο προς το παρόν, αλλά δε σου υπόσχομαι ότι θα είμαι φρόνιμη όταν γυρίσουμε από το Μπάχαλο!» τον απείλησα.

    Βγήκαμε και οι δύο έξω και εγώ έβαλα το μπουρνούζι μου ενώ ο Ανδρέας τυλίχτηκε με την πετσέτα του. Σκούπισα τα μαλλιά μου και τα τύλιξα σε μια πετσέτα ενώ ο γλυκούλης μου πήρε τη σφουγγαρίστρα και σφουγγάρισε το λίγο νερό που είχε χυθεί στο πάτωμα της τουαλέτας.

    Όπως κι εγώ στο δικό του, έτσι κι εκείνος, είχε στο σπίτι μου δική του οδοντόβουρτσα. Έπλυνε τα δόντια του και όταν τελείωσε πήγε μέσα και με άφησε να στεγνώσω τα μαλλιά μου. Έπλυνα κι εγώ τα δόντια μου και όταν τελείωσε έβαλα το σεσουάρ. Όταν τελείωσα και μ’ αυτό, γύρισα στο δωμάτιο.

    - «Τι να βάλω, λες;» τον ρώτησα.
    - «Ό,τι θέλεις αλλά αν με ρωτάς θα ήθελα να σε δω με το κόκκινο φόρεμα που μου έχεις πει ότι έχεις.»
    - «Ό,τι θέλει το μωρό μου» του είπα. Έβγαλα από την ντουλάπα το σετ με τα ασορτί κόκκινα δαντελωτά εσώρουχα που είχα πάρει για να συνοδέψουν το εν λόγω φόρεμα. Το φόρεμα ήταν strapless και το ίδιο ήταν και το σουτιέν. Φόρεσα πρώτα τα εσώρουχα.

    - «Πώς σου φαίνονται;» τον ρώτησα.
    - «Προσπαθώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου και να μη στα βγάλω όπως είσαι» μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω.

    Έβαλα το φόρεμα και επέλεξα να το συνοδέψω με το ζευγάρι από τις χρυσαφί ανοιχτές γόβες. Έκανα μια περιστροφή για να με δει μπρος πίσω και σφύριξε επιδοκιμαστικά.

    Ήταν νωρίς ακόμα, μόλις 20:45 και θα ξεκινούσαμε να πάμε να πάρουμε το Νίκο από τον Άη Γιάννη μετά τις 23:00 οπότε ξεντύθηκα στα γρήγορα και φόρεσα ένα καθημερινό εσώρουχο και φόρμα και από πάνω φανελάκι και μια ελαφριά μακρυμάνικη μπλούζα χωρίς σουτιέν. Το φόρεμα το έβαλα και πάλι στην κρεμάστρα.

    - «Θες να πάμε από το σπίτι μου να δούμε καμιά ταινία στις 21:00;» με ρώτησε.
    - «Ναι, γιατί όχι;» του είπα. Έβαλα σε μια σακούλα τα κόκκινα εσώρουχα και σε μια δεύτερη σακούλα τις γόβες μου. Έβγαλα την κρεμάστρα με το φόρεμα και στην ίδια κρεμάστρα κρέμασα και το παλτό που θα φορούσα από πάνω, Δεκέμβρης γαρ. Φόρεσα στα γρήγορα ένα ζευγάρι κοντές κάλτσες και τα σνίκερς μου και πριν φύγουμε πήγα να βάλω στο Σίμπα και στα γατιά το φαγητό τους. Όταν τελείωσα, πήρα την
    κρεμάστρα στο χέρι ενώ ο Ανδρέας πήρε τις δύο σακούλες.

    Ο Σίμπα το είχε ρίξει στο φαγητό οπότε αυτή τη φορά του ξεφύγαμε χωρίς δράματα. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και 5 λεπτά αργότερα ήμασταν σπίτι του Ανδρέα. Μπήκαμε μέσα και πήγα στη ντουλάπα και έβαλα μέσα την κρεμάστρα.

    - «Ανδρέα, θέλεις να σου φτιάξω δύο τοστάκια για να μην φύγουμε νηστικοί;»
    - «Αν μου τα έκανες τρία θα με υποχρέωνες» μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω.

    Πήγα στην κουζίνα και άναψα την τοστιέρα για να ζεσταίνεται. Άνοιξα το ψυγείο και έβγαλα τυρί και γαλοπούλα και μια ντομάτα. Έβγαλα 8 φέτες ψωμί του τοστ και τις άλειψα με κέτσαπ και μουστάρδα. Έκοψα σε φέτες τη ντομάτα και αφού τα γέμισα και τα τέσσερα τοστ τα έβαλα να ψήνονται ανά δύο καθώς η τοστιέρα του Ανδρέα ήταν μικρή.

    Έβαλα και τα τέσσερα τοστ σε ένα μεγάλο πιάτο και γύρισα στο δωμάτιο. Ο Ανδρέας είχε καθίσει στο κρεβάτι έχοντας ανοίξει την τηλεόραση. Ήμασταν τυχεροί, σήμερα είχε το «Ένας ιππότης για τη Βασούλα». Φάγαμε τα τοστ μας, τελικά ο Ανδρέας έφαγε τα 2,5 και εγώ το 1,5 παρακολουθώντας την ταινία και η ώρα πήγε 22:45 χωρίς να το καταλάβουμε.

    Πήγα στα γρήγορα στο μπάνιο και έβαλα λίγη σκιά στα βλέφαρά μου. Έβαλα λίγο άρωμα και γύρισα στο δωμάτιο και άλλαξα στα γρήγορα εσώρουχα, έβαλα καλσόν και και φόρεσα από πάνω το φόρεμά μου και τις γόβες μου. Όταν τέλειωσα έβαλα και το κόκκινο κραγιόν μου. Κοιτάχτηκα στον μεγάλο καθρέφτη στη ντουλάπα του και μου άρεσε αυτό που είδα.

    - «Είσαι κούκλα» μου είπε ωστόσο και του λόγου του δεν πήγαινε πίσω.

    Μπάχαλο, σου ερχόμαστε!

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  11. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 13ο

    (Ανδρέας)

    Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για να πάμε στον Άη Γιάννη να πάρουμε τον Νίκο. Πήγα από τους εσωτερικούς δρόμους πίσω από το νεκροταφείο και όχι από την Κνωσσού και ούτε πέντε λεπτά αργότερα φτάσαμε κάτω από το σπίτι που έμενε ο Νίκος. Η Φοίβη κατέβηκε και του χτύπησε το κουδούνι και ο Νίκος κατέβηκε μετά από ένα λεπτό.

    - «Καλησπέρα» τον άκουσα να λέει στην Φοίβη. «Με γεια το μαλλί» συνέχισε.
    - «Πού θες να κάτσεις, μπροστά ή πίσω;» τον ρώτησε εκείνη.
    - «Αν ήμασταν με του Τάσου θα έλεγα μπροστά αλλά εδώ χωράω μια χαρά πίσω, να είμαι δίπλα και στο Μαράκι μου»
    - «Άχου το μωρέ» είπε η Φοίβη βγάζοντάς του τη γλώσσα.
    - «Ο φόβος φυλάει τα έρμα!» συνέχισε. «Δε σας εμπιστεύομαι εσάς τις δύο πίσω μαζί και ο Ανδρέας δεν είναι του γούστου μου!» απάντησε.
    - «Με μια φορά δε γίνεσαι πούστης» είπα και βάλανε και οι δύο τα γέλια.

    Όπως και να έχει ο Νίκος κάθισε πίσω. Όταν έβαλε τη ζώνη της η Φοίβη ξεκινήσαμε να πάμε Μασταμπά μέσω της πλατείας Σινάνη. Δέκα λεπτά αργότερα φτάσαμε στο σπίτι της Μαρίας και η Φοίβη που κατέβηκε να φωνάξει τη Μαρία είχε τη χαρά και την τιμή να δει ξανά τον Σίφη ο οποίος ακόμα τη θυμόταν από τότε που του κουβάλησε την κόρη ντίρλα μετά το γάμο. Η Μαρία είχε ντυθεί με ένα όμορφο μαύρο ημιδιαφανές μέχρι λίγο πάνω από το στήθος μακρυμάνικο με υφασμάτινο παντελόνι.

    - «Καλησπέρα» μου είπε χαμογελαστή περνώντας πίσω. Ο Νίκος την πήρε στην αγκαλιά του και της έριξε ένα πεταχτό φιλί. Μπήκε μέσα και η Φοίβη και όταν δέθηκε ξεκινήσαμε. Το Μπάχαλο ήταν έξω από το Ηράκλειο, κοντά στα τσιμέντα. Βγήκαμε Εθνική και πήραμε το δρόμο προς το Ρέθυμνο και γύρω στα 20 λεπτά αργότερα φτάσαμε στο Μπάχαλο. Το τελευταίο ήταν κυρίως καλοκαιρινό κλαμπ αλλά είχε και αρκετά μεγάλο κλειστό χώρο οπότε ήταν ανοιχτό χειμώνα-καλοκαίρι.

    Λόγω απόστασης από το Ηράκλειο ο αριθμός των φοιτητών εκεί ήταν αρκετά περιορισμένος ωστόσο χειμώνα ή καλοκαίρι είχε αρκετό κόσμο, δεν ερχόντουσαν μόνο από το Ηράκλειο εδώ, κόσμος ερχόταν και από το Ρέθυμνο και από τον Άγιο Νικόλα. Το καλό με αυτό το κλαμπ είναι ότι έπαιζε μεν δυνατή μουσική αλλά όχι να σε ξεκουφάνει όπως στη Ραφιναρία και επιπλέον σε αντίθεση με την τελευταία έπαιζε όλων των ειδών τις μουσικές.

    Δεν το ξέραμε όμως εκείνη η βραδιά που πήγαμε ήταν ειδική βραδιά, αφιερωμένη στα 70’s και 80’s. Disco μέχρι τελικής πτώσης. Η Φοίβη χτύπησε ενθουσιωδώς παλαμάκια όταν είδε το poster στην είσοδο.

    - «Λατρεύω τη disco! Αυτή είναι χορευτική μουσική όχι house και αηδίες.»
    - «Ε, δεν είναι όλα τα house χάλια» της απάντησα.
    - «Εντάξει, δεν είναι όλα χάλια αλλά δεν συγκρίνεται με τη disco!»

    Όλως παραδόξως για μέρα και ώρα βρήκαμε τραπέζι και κάτσαμε εκεί. Η ώρα ήταν 23:35 αλλά Τάσος και Ελένη δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα. Εμείς παραγγείλαμε τα ποτά μας αλλά μέχρι να μας τα φέρουν εμφανίστηκαν και οι άλλοι δύο. Η Ελένη φορούσε κοντή μίνι φούστα. Τις αγαπάω τις φίλες μου και είναι αντικειμενικά ωραίες κοπέλες και οι δυο τους αλλά μεταξύ μας η Φοίβη τους έριχνε στ’ αφτιά όση ανασφάλεια και αν είχε με τον εαυτό της. Μάλιστα με αυτό το υπέροχο κόκκινο φόρεμα που φορούσε συνέλαβα κάμποσα ξελιγωμένα ανδρικά βλέμματα προς τη μεριά της.

    Μου άρεσε αυτό, θα ήμουν ψεύτης αν δεν το παραδεχόμουν, ωστόσο είχα και τις δικές μου ανασφάλειες. Την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα με πάθος, ξαφνιάζοντάς την λίγο στην αρχή, είναι η αλήθεια. Το σάστισμα δεν κράτησε πολύ πάντως, με άρπαξε και η ίδια από το σβέρκο κολλώντας με πάνω της.

    Κάποια στιγμή τα φώτα έσβησαν. Θα ξεκινούσε το πρόγραμμα.

    - «Mr Roboto!!!!» χτύπησε ενθουσιασμένη η Φοίβη παλαμάκια.

    Domo arigato misuta Roboto
    Mata au hi made
    Domo arigato misuta Roboto
    Himitsu wo siritai


    Δεν την πρόλαβα καν, σηκώθηκε σα σίφωνας και πήγε στην πίστα. Δεν έδωσε δεκάρα που ήταν μόνη της. Κάθισε στη μέση της πίστας και φορώντας αυτό το υπέροχο κόκκινο φόρεμα άρχισε να κάνει τις κινήσεις του ρομπότ.

    You’re wondering who I am.
    (secret, secret, I got a secret)
    Machine or mannequin
    (secret, secret, I got a secret)
    With parts made in Japan
    (secret, secret, I got a secret)
    I am the modern man!


    O LJ βρήκε ευκαιρία και τη φώτισε. Η Φοίβη, έδωσε παράσταση, πραγματική παράσταση. Εγώ προσπαθούσα να μαζέψω το σαγόνι μου από το πάτωμα. Δίπλα μου η Μαρία ακούμπησε το χέρι της στο σαγόνι μου και το έσπρωξε προς τα πάνω.

    - «Σιγά, θα χάψεις καμιά μύγα» μου είπε.

    Εγώ παρακολουθούσα μαγνητισμένος τη Φοίβη να χορεύει μόνη της στην πίστα με τον προβολέα να την ακολουθεί .

    Το τρόπος που έκανε το ρομπότ ενώ από πίσω ακουγόταν το «Domo arigato misuta Roboto» μας είχε χαζέψει ομαδικώς. Η Φοίβη μου ήξερε να χορεύει, όχι αστεία.

    The time have come at last
    (secret, secret, I got a secret)
    To throw away this mask
    (secret, secret, I got a secret)
    Now everyone can see
    (secret, secret, I got a secret)
    My true identity


    Η Φοίβη έκανε ότι βγάζει μια μάσκα. Οι κινήσεις της ήταν τόσο φυσικές που πραγματικά νόμιζες ότι στο πρόσωπο φορούσε μάσκα την οποία έβγαλε. Το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο στην αρχή και σιγά σιγά άρχισε να δείχνει συναίσθημα μέχρι που στο τέλος έδειξε ανακούφιση. Εγώ ήμουν μέλος της θεατρικής ομάδας αλλά ανάθεμά με και αν είχα τρία χρόνια δει τέτοια ηθοποιία.

    I’m Killroy!
    Killroy!
    Killroy!
    Killroy!


    Η μουσική σταμάτησε και τα φώτα έπεσαν πάνω στη Φοίβη που έκανε μια βαθιά υπόκλιση ενώ από κάτω ο κόσμος χειροκροτούσε και σφύριζε. Ήρθε γελαστή και κάθισε δίπλα μου.

    -«Είσαι απίστευτη!» της είπα.
    - «Σου άρεσε, μωρό μου;»
    - «Όχι μόνο στο μωρό σου» της είπε ο Νίκος. «Μαλάκα, είσαι απίθανη!»

    Η Φοίβη χαμογέλασε ντροπαλά χωρίς να πει κάτι άλλο. Καθίσαμε μέχρι που ήρθαν τα ποτά μας μα πριν προλάβουμε καν να τσουγκρίσουμε άρχισε να παίζει το Billie Jean.

    Αν είχαμε μείνει μαλάκες ομαδικώς στην αρχή η παράσταση που έδωσε η Φοίβη με την Billie Jean ήταν πραγματικά once in a lifetime. Είχα δει στην τηλεόραση το βίντεο του Jackson στο “Motown 25”. Δεν ήξερα τι να περιμένω μέχρι που η Φοίβη έβγαλε τις γόβες της και τις άφησε στο πλάι. Τα φώτα ξανά έπεσαν πάνω της.

    She was more like a beauty queen from a movie scene
    I said don't mind, but what do you mean, I am the one
    Who will dance on the floor in the round?
    She said I am the one, who will dance on the floor in the round


    Το φόρεμά της ήταν μέχρι τα γόνατα οπότε δεν φαινόταν το πάνω μέρος των ποδιών παρά μόνο όταν έκανε απότομες κινήσεις και σηκωνόταν. Το κάτω μέρος όμως… Θεέ μου, σαν να έβλεπα το Michael Jackson.

    - «Τσίμπα με» είπα στη Μαρία δίπλα μου η οποία δεν έχασε ευκαιρία και μου πάτησε μια τσιμπιά που με έκανε να πω το δεσπότη Παναγιώτη.
    - «Σιγά μωρή!» της είπα αλλά ήμουν πολύ χαζεμένος για να νευριάσω.

    People always told me be careful of what you do
    And don't go around breaking young girls' hearts
    And mother always told me be careful of who you love
    And be careful of what you do 'cause the lie becomes the truth


    Μα δεν ήμουν μόνο εγώ που την παρακολουθούσα μαγεμένος. Όλα τα μάτια ήταν κολλημένα πάνω της. Ο LJ την είχε ερωτευτεί, άλλαζε συνεχώς χρώματα στο φωτισμό στους προβολείς που την ακολουθούσαν.

    Ούτε ένας δεν τόλμησε να σηκωθεί να πάει να χορέψει. Κάποιοι είχαν κάτσει στην άκρη-άκρη της πίστας και κουνιόντουσαν ρυθμικά αλλά η πίστα… η πίστα ήταν δική της, ως άλλος Τραβόλτα σε ένα άλλο «πυρετό το σαββατόβραδο».

    Όταν έκανε το moonwalk όλο το Μπάχαλο ξεσηκώθηκε. Εκείνο το βράδυ, δεν το ξέραμε, αλλά μόλις είχαμε παρακολουθήσει τη γέννηση του αστικού μύθου του κοριτσιού με το κόκκινο φόρεμα.

    Ο DJ έχοντας πιάσει το πνεύμα συνέχισε με το “Smooth Criminal” και πάνω που η Φοίβη είχε βάλει τις γόβες της για να κατέβει, τις έβγαλε πάλι χαμογελώντας προς το μέρος του DJ.

    Το τσίμπημα της ζήλειας που ένιωσα δεν περιγράφεται. Αναστέναξα, δε θα άφηνα τις ανασφάλειές μου να χαλάσουν τη βραδιά. Η Φοίβη συνέχισε τη χορευτική της παράσταση ενώ όλο το Μπάχαλο την παρακολουθούσε μαγεμένο.

    So, Annie, are you okay? Are you okay, Annie?
    Annie, are you okay?
    Will you tell us that you're okay?
    There's a sound at the window
    Then he struck you, a crescendo Annie
    He came into your apartment
    He left the bloodstains on the carpet
    And then you ran into the bedroom
    You were struck down
    It was your doom


    - «Ερωτεύτηκα» είπε η Μαρία από δίπλα για να την ακολουθήσουν άλλα τρία «κι εγώ». Εγώ δεν απάντησα, ήμουν ερωτευμένος σχεδόν από την πρώτη μέρα που τη συνάντησα ξανά στο κυλικείο, τρία και κάτι χρόνια μετά το πάρτι.

    Όταν τέλειωσε το τραγούδι και παρά το γεγονός ότι ο DJ προσπάθησε φιλότιμα βάζοντας το “Beat it” η Φοίβη φόρεσε τις γόβες της και γύρισε και κάθισε στο τραπέζι μας. Το πρόσωπό της ήταν κόκκινο και η ίδια μούσκεμα. Χαμογελούσε όμως και αυτό της το χαμόγελο φώτιζε την πλάση. Έγειρε πάνω μου και την κράτησα σφιχτά και κτητικά στην αγκαλιά μου.

    - «Μωρή που έμαθες εσύ να χορεύεις έτσι;» τη ρώτησε η Μαρία. «Πού έκανες μαθήματα χορού, στο “New York City High School for the Performing Arts” ;»
    - «Αχ, έβλεπες κι εσύ το fame?» τη ρώτησε η Φοίβη.
    - «Εγώ απλά το έβλεπα, εσύ είσαι να έπαιζες εκεί!» της είπε η Μαρία πραγματικά εντυπωσιασμένη. «Νίκο, Ανδρέα, γυρίστε από την άλλη» μας είπε και πριν προλάβει έστω και ένας να απαντήσει έπιασε τη Φοίβη, που καθόταν αριστερά της, από το κεφάλι και τη φίλησε. Η Φοίβη ανταπέδωσε με ενθουσιασμό.

    Και μετά μου έλεγε ότι η Μαρία δεν την έλκυε με αυτό τον τρόπο. Δηλαδή πώς θα φιλιόταν με τη Χριστιάννα;

    …λέμε τώρα.

    - «Εχμ» έκανα και σκούντησα την Φοίβη. Σταμάτησε να φιλάει τη Μαρία και γύρισε και με κοίταξε στα μάτια.
    - «Ζηλιάρη!» μου είπε τρυφερά.
    - «Είμαι και φαίνομαι!» της είπα. Αντί για απάντηση με άρπαξε και μου έκανε λαρυγγοσκόπηση. «Ήσουν άτακτη σήμερα και όταν γυρίσουμε το βράδι σπίτι θα τιμωρηθείς» της ψιθύρισα στο αυτί.
    - «Αχνε» μου ψιθύρισε με τη σειρά της.

    Η μουσική τώρα ήταν disco των ‘70s και στην πίστα είχε αρκετό κόσμο.

    - «Πάμε να χορέψουμε;» ρώτησε την παρέα η Φοίβη

    Στην αρχή οι μόνοι που την ακολουθήσαμε ήμουν εγώ και τα κορίτσια αλλά λίγα λεπτά αργότερα, έστω και διστακτικά, ήρθαν και μας βρήκαν Νίκος και Τάσος. Όχι να το παινευτώ αλλά είμαι καλός στο χορό, όχι σαν τη Φοίβη, αλλά καλός. Ο Νίκος χόρευε σαν αρκούδα και ο Τάσος δεν είχε καμία αίσθηση του ρυθμού. Τα κορίτσια χόρευαν μια χαρά. Μπορεί να ήμουν μέχρι τα μπούνια ερωτευμένος μαζί της αλλά αντικειμενικά πιστεύω ότι κανείς στην πίστα δεν είχε τη χάρη της Φοίβης. Οι κινήσεις της… δεν έχω λόγια να περιγράψω πόσο ρευστές ήταν. Είχε τη χάρη αιλουροειδούς, πραγματικά δεν μπορούσα να βρω τα λόγια.

    Η μουσική βοηθούσε πολύ στο κέφι, είχε δίκιο η Φοίβη, η σύγχρονη μουσική, και όταν λέω σύγχρονη εννοώ από το ’86-87 μέχρι και σήμερα δε μπορούσε να συγκριθεί σε κέφι που έβγαζε με αυτή των ‘70s και μέχρι τη μέση της προηγούμενης δεκαετίας. Νίκος και Τάσος κάποια στιγμή παρέδωσαν τα πνεύματα και γύρισαν να κάτσουν στο τραπέζι και έμεινα μόνος με τα τρία κορίτσια. Δε σταματήσαμε να χορεύουμε μέχρι σχεδόν την ώρα που φύγαμε, μόνο διάλειμμα για να πιούμε βιαστικά δυο-τρεις γουλιές από τα ποτά μας και επιστροφή στην πίστα. All-in-all η βραδιά εκείνη ήταν υπέροχη με όλη τη σημασία και το βάρος αυτής της λέξης.

    Ελένη και Τάσος έφυγαν λίγο νωρίτερα γιατί τον φουκαρά τον είχε πιάσει η μέση του. Ρώτησα το Νίκο και τη Μαρία αν ήθελαν να κάτσουμε και άλλο ή να φύγουμε αλλά μας είπαν να κάτσουμε κι άλλο, αν και η Μαρία κάθισε με το Νίκο και δεν ακολούθησε ξανά εμένα και την Φοίβη στην πίστα.

    Πρέπει να είχε πάει 03:30 όταν αποφασίσουμε να το διαλύσουμε.

    - «Guys, έχω λυσσάξει» τους δήλωσα. «Πάμε Λιοντάρια να πάρουμε καμιά κρέπα;»
    - «Ναι!!!» απάντησαν και οι τρεις μαζί.

    Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Παρκάραμε κοντά στα Λιοντάρια και κατεβήκαμε και πήγαμε στην κρεπερί και παραγγείλαμε τις κρέπες μας τρώγοντάς τες στα όρθια. Όταν τελειώσαμε γύρισα τη Μαρία στο σπίτι της και μετά άφησα και το Νίκο στο δικό του.

    - «Σπίτι μου ή σπίτι σου;» ρώτησα τη Φοίβη όταν ξεκινήσαμε.
    - «Σπίτι σου!» μου απάντησε και έτσι πέντε λεπτά αργότερα φτάσαμε σπίτι μου.

    Μπήκαμε μέσα και πήγαμε στο δωμάτιο να αλλάξουμε.

    - «Όχι έτσι!» της είπα.
    - «Τι εννοείς;» με ρώτησε.
    - «Θέλω να μου κάνεις στριπτήζ» της δήλωσα κάνοντάς την να χαμογελάσει.
    - «Στριπτήζ;»
    - «Ναι, δε μπορώ να το βγάλω από το μυαλό μου από την ώρα που σε είδα να κάνεις παράσταση.
    - «Ντρέπομαι λίγο» μου είπε. «Όπως καταλαβαίνεις δεν το έχω ξανακάνει!»
    - «Εμένα ντρέπεσαι, μωρό μου;»
    - «Όχι… αλλά… ουφ… αν το κάνω… θέλω να σου αρέσει!»
    - «Θα μου αρέσει!» της είπα. «Είμαι σίγουρος»
    - «Άντε, βάλε μου μουσική» είπε και χαμογέλασαν μέχρι και τα μουστάκια μου.

    Έκλεισα τα φώτα του σαλονιού και κράτησα ανοιχτό μόνο αυτό του πορτατίφ στο δωμάτιο. Όντας άνθρωπος που ακούω πολλή μουσική είχα φέρει στην Κρήτη και το πικάπ μου και δίσκους. Βρήκα αυτό που είχα στο μυαλό μου. Ο βραχνός ήχος της τρομπέτας πλημμύρισε το σαλόνι.

    Folks, here's a story about Minnie the Moocher
    She was a lowdown hoochie coocher
    She was the roughest, toughest frail
    But Minnie had a heart as big as a whale

    Η Φοίβη είχε αρχίσει να χορεύει απίστευτα ερωτικά και αισθησιακά. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα ο πιο τυχερός άνθρωπος του πλανήτη. Ο τρόπος που πέταξε τις γόβες της, ο τρόπος που έβγαλε το φόρεμά της χαϊδεύοντας το σώμα της είχαν κάνει το στόμα μου να ανοίξει και το σαγόνι να πέσει άλλη μια φορά στο πάτωμα. Ήρθε προς εμένα και έβαλε το πόδι της πάνω μου, ανάμεσα στα πόδια μου. Συνεχίζοντας να κινείται ρυθμικά άρχισε να βγάζει το καλσόν της.

    Είχα γίνει πύραυλος. Όταν έμεινε μόνο με τα εσώρουχά της μου γύρισε την πλάτη. Ξεκούμπωσε το σουτιέν της και γύρισε προς τα εμένα κρατώντας το στο χέρι. Συνεχίζοντας να χορεύει τράβηξε το χέρι της και το σουτιέν έπεσε στο πάτωμα. Οι ρώγες της είχαν πετρώσει, δεν ήμουν ο μόνος που είχε καυλώσει. Ήρθε κοντά μου και άρχισε να κουνάει τους γοφούς της φέρνοντας το αιδοίο της μπροστά στο πρόσωπό μου. Έκανα να απλώσω το χέρι μου αλλά μου το κατέβασε συνεχίζοντας να χορεύει.

    Σηκώθηκα όρθιος και την πλησίασα. Η Φοίβη συνεχίζοντας να χορεύει γύρω μου άρχισε να κατεβάζει το κιλοτάκι της. Όταν το κατέβασε τελείως έκανε μία με το πόδι της και το πέταξε. Το άρπαξα στον αέρα και το έτριψα στο πρόσωπό μου. Με το τέλος της μουσικής η Φοίβη είχε μείνει τελείως γυμνή. Την πλησίασα και γονάτισα μπροστά της. Έβαλε το πόδι της στο στέρνο μου και με έσπρωξε απαλά προς τα πίσω.

    Σήκωσα το πόδι της και το έφερα στο στόμα μου. Δε με ένοιαξε καθόλου ότι τόση ώρα ήταν ξυπόλυτη. Το κράτησα στο χέρι μου και πήρα τα δάχτυλά της ένα-ένα στο στόμα και τα πιπίλησα. Συνέχισα να τη γλείφω από την πάνω μεριά του ποδιού και σιγά σιγά ανέβηκα προς τα πάνω. Ήταν μούσκεμα. Έτριψα το πρόσωπό μου πάνω της κερδίζοντας ένα αναστεναγμό της. Την άρπαξα από τους γλουτούς και όπως ήμουν γονατισμένος μπροστά της άρχισα να γλείφω την κλειτορίδα της.

    Με έπιασε και μου έκανε νόημα να σηκωθώ και όταν το έκανε με έπιασε αγκαλιά και με φίλησε βαθιά. Δεν ξέρω πως μου ήρθε αλλά εκείνη τη στιγμή έκανα κάτι που δεν είχα ξανακάνει. Την έπιασα και την σήκωσα στην αγκαλιά μου. Μου χαμογέλασε και με αγκάλιασε από το σβέρκο. Αργά και προσεκτικά την πήγα στο δωμάτιο και την άφησα απαλά στο κρεβάτι. Γδύθηκα σε χρόνο ρεκόρ και ξάπλωσα δίπλα της.

    Ανέβηκε πάνω μου και χωρίς πολλά-πολλά καρφώθηκε στο όργανό μου κάνοντας και τους δυο μας να ξεφύγει ένα μουγκρητό ηδονής. Αυτή τη φορά άρχισε να χορεύει πάνω μου, το κορίτσι ήξερε πραγματικά να κουνάει τη λεκάνη της, όχι μαλακίες! Την άρπαξα από τα στήθη και τα ζούληξα δυνατά.

    - «Πιο δυνατά!» μου ζήτησε. Τα χέρια μου την έσφιγγαν σαν τανάλιες και όμως εκείνη μέσα σε αναφιλητά φώναζε «Κι άλλο! Κι άλλο!» ενώ είχε ανεβάσει και άλλο την ταχύτητά της. Η αίσθηση ήταν… αχ Θεέ μου. Έφερε το χέρι της στο στόμα της προσπαθώντας να πνίξει μια δυνατή κραυγή. Τα μάτια της ήταν σφαλιστά κλειστά και παρά το χέρι της που σχεδόν το δάγκωνε δε μπορούσε να συγκρατήσει να αναφιλητά και τους αναστεναγμούς ηδονής. Παρόλο που αυτό γινόταν πάνω από 15 λεπτά δεν ένιωθα ότι ήμουν κοντά στο τέλος αλλά πραγματικά αυτό ήταν το τελευταίο που με απασχολούσε. Η Φοίβη είχε απανωτούς οργασμούς και εκείνη τη στιγμή τίποτε άλλο στον κόσμο δε με ενδιέφερε.

    Κάποια στιγμή σταμάτησε ξεθεωμένη και κάθισε ακίνητη. Έγειρε πάνω μου και με φίλησε βαθιά. Την έβαλα να ξαπλώσει δίπλα μου και την καβάλησα ενώ εκείνη μου άνοιξε τα πόδια της. Ένιωσα σα να μπαίνω σε λιωμένο βούτυρο. Βασταζόμενος στα χέρια μου για να μην την πλακώνω άρχισα να κινούμαι μέσα της. Με αγκάλιασε και τα νύχια της σύρθηκαν στην πλάτη μου γρατζουνώντας με και πάλι αλλά αυτή τη φορά το έκανε πιο απαλά.

    - «Κι άλλο» της είπα. «Κι άλλο!»

    Δεν απάντησε αλλά άρχισε να με γρατζουνάει πιο βαθιά. Ένιωσα αυτό τον απίστευτα ηδονικό πόνο στην πλάτη και επιτάχυνα τις κινήσεις μου. Γλιστρούσα μέσα της γεμίζοντάς την, λες και είχαμε φτιαχτεί ο ένας για τον άλλον. Ευχήθηκα για άλλη μια φορά να μπορούσα να τελειώσω μέσα της. Είχαμε δοκιμάσει την προηγούμενη εβδομάδα με προφυλακτικό αλλά δεν άρεσε ούτε σε εμένα ούτε και σε εκείνη. Η αίσθηση ήταν αισθητά κατώτερη παρά τα αναγραφόμενα στο κουτί.

    - «Ανδρέα» φώναξε δυνατά κάποια στιγμή ενώ την ένιωσα σχεδόν να τεντώνεται από κάτω μου. «Μωρό μου… μωρό μου…» συνέχισε να λέει μέσα στα αναφιλητά της.
    - «Μακάρι να μπορούσα να τελειώσω μέσα σου» της είπα αγκομαχώντας καθώς ένιωσα το τέλος να πλησιάζει.
    - «Σε θέλω…» μου είπε. «Τέλειωσε… τέλειωσε μέσα μου»

    Εκείνη τη στιγμή τα μυαλά μας ήταν και των δύο στο μίξερ, ούτε εκείνη το σκέφτηκε ούτε κι εγώ. Ευτυχώς δεν το πληρώσαμε με ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη αλλά έπαψα να αναρωτιέμαι πως στο διάολο μπορείς να αφήσεις κάποια κατά λάθος έγκυο.

    Το είχα χάσει κι εγώ, το είχε χάσει και εκείνη. Ήμουν τόσο κοντά στο τέλος και η προθυμία της σε συνδυασμό με ό,τι είχε συμβεί εκείνη τη βραδιά με είχε απογειώσει ακόμα περισσότερο. Καρφώθηκα μια τελευταία φορά μέσα της και κοκάλωσα αδειάζοντας με σπασμούς, αυτή η αίσθηση του τελειώματος μέσα στον κόλπο της δε μπορούσε να συγκριθεί με τίποτα. Τα μάτια μου σχεδόν είχαν γυρίσει από την ηδονή ενώ από κάτω μου η Φοίβη φώναξε ξανά και ξανά το όνομά μου.

    Έπεσα ξέπνοος πλάι της και γύρισε και με φίλησε.

    - «Σ’ αγαπάω!» φώναξε.
    - «Σ’ αγαπάω» φώναξα και εγώ και ας κόντευε να πάει σχεδόν πέντε το πρωί.

    Την πήρα στην αγκαλιά μου και την έσφιξα.

    - «Φοίβη μου… αυτό που κάναμε…»
    - «Ναι, ξέρω» μου απάντησε. «Πρέπει αύριο να ψάξουμε να βρούμε φαρμακείο.»
    - «Μου έχεις πάρει τα μυαλά» της ομολόγησα.
    - «Γιατί, εγώ νομίζεις πάω πίσω;» με ρώτησε.
    - «Πως θα το βγάλουμε;» τη ρώτησα αστειευόμενος.
    - «Τι να σου πω… αν επιβιώσει της επίσκεψης στο φαρμακείο… Μαγκάιβερ;» με ρώτησε και έβαλα τα γέλια.
    - «Να σου εξομολογηθώ κάτι;» τη ρώτησα
    - «Να μου εξομολογηθείς» μου απάντησε.
    - «Ζήλεψα σήμερα» της είπα. «Το ξέρω… η ανασφάλειά μου… αλλά αν έβλεπες πως σε κοίταζαν…»
    - «Εμένα;» με ρώτησε
    - «Ναι, εσένα. Πραγματικά ώρες-ώρες δεν σε καταλαβαίνω. Μακάρι να μπορούσες να σε δεις από τα δικά μου μάτια.»
    - «Δε με νοιάζει να αρέσω σε κανέναν. Μόνο σε εσένα, τίποτε άλλο δεν έχει σημασία.»
    - «Δεν ξέρω με πόσους τρόπους να στο πω πόσο ωραία κοπέλα είσαι. Και δεν είναι μόνο η εμφάνισή σου, είναι η αύρα που εκπέμπεις. Φοίβη όσο και αν αρνείσαι να το δεις είσαι πολύ γοητευτική.»

    Δεν απάντησε απλά μου χάρισε το υπέροχο κουνελίσιο χαμόγελό της.

    - «Και μιας και έκανα την αρχή στις εξομολογήσεις… όταν σε είδα να φιλιέσαι με τη Μαρία καύλωσα και ζήλεψα!»
    - «Μα σου είπα, η Μαρία δε με ελκύει με αυτόν τον τρόπο!»
    - «Δεν φάνηκε ιδιαίτερα έτσι όπως ανταπέδωσες!»
    - «Ζηλιάρη!»
    - «Δε μου λες, αν με έβλεπες να φιλάω κάποια άλλη τι θα έκανες;»
    - «Θα σου έκοβα τον κώλο!» μου δήλωσε. «Ανδρέα μου, το φιλί που ανταλλάξαμε με τη Μαρία δεν ήταν ακριβώς ερωτικό. Ποιο πολύ teasing ήταν.»
    - «Για σένα ίσως, τη Μαρία τη ρωτάς;»
    - «Και για τη Μαρία teasing ήταν.»
    - «Από που προκύπτει αυτή η σιγουριά;»
    - «Γιατί το είχαμε προσχεδιάσει» είπε χαμογελώντας. «Προχθές, που σας περιμέναμε στο κυλικείο.»
    - «Ρε κωλόπαιδα!»
    - «Guilty as charged. Η Μαρία δεν είναι ακριβώς σαν εμένα. Εννοώ είχε την περιέργεια αλλά είναι αυτό ακριβώς, περιέργεια. Σε εμένα είναι πιο ενεργητικό. Της άρεσε ωστόσο ο τρόπος που σας είχαμε σοκάρει -εντός εισαγωγικών- και ξέρεις τι πειραχτήρι είναι. Και ο Νίκος ήταν στο κόλπο, μόνο οι άλλοι τρεις δεν το ξέρατε!»
    - «Αυτό ήταν! Θα σου μαυρίσω τον κώλο, κωλόπαιδο!» της είπα.
    - «Αχνε!» μου απάντησε γελώντας.

    Θα ήμουν ψεύτης αν δεν ομολογούσα ότι ένιωσα ανακούφιση. Μπορεί η ιδέα της συνεύρεσής της με άλλη γυναίκα να με ερέθιζε σεξουαλικά αλλά ταυτόχρονα με ζόριζε κιόλας. Εννοώ καλή η καυλάντα στη θεωρία αλλά…

    Ορίστε, καύλωσα πάλι.

    - «Κάτσε στα τέσσερα» τη διέταξα. Με κοίταξε σκανταλιάρικα και σηκώθηκε και κάθισε στα τέσσερα. «Πόσες;» τη ρώτησα.
    - «Δέκα» μου απάντησε. «Δέκα με τη ζώνη!»

    Ξεροκατάπια, δεν είχα αυτό στο μυαλό μου. Να τη χεριάσω μέχρι να κοκκινήσει ναι αλλά ζώνη; Μου είχε πει ότι ήταν φαντασίωσή της αλλά όσο και αν είχα αρχίσει να το σκέφτομαι κι εγώ σαν παιχνίδι, στην πράξη ζοριζόμουνα. Κατάπια ένα αναστεναγμό μου και σηκώθηκα όρθιος και έβγαλα τη ζώνη από το παντελόνι μου. Την πήρα και την κράτησα στα χέρια μου για μερικές στιγμές αναποφάσιστος. Έβαλα δίπλα της ένα μαξιλάρι και έριξα μερικές δοκιμαστικές πάνω του.

    - «Φοίβη μου… αν… αν σε πονέσω… αν δεν το αντέξεις να μου πεις να σταματήσω αμέσως, εντάξει;»
    - «Ναι καρδούλα μου!» μου είπε και μετά με κοίταξε πάλι σκανταλιάρικα. «Ήμουν άτακτη!». Αν και ο τρόπος που μου το είπε ενέτεινε την καύλα μου με κόπο συγκρατήθηκα και δεν άρχισα να χαχανίζω.
    - «Θα μετράς καθαρά!» της είπα.
    - «Μάλιστα» μου απάντησε

    Γαία πυρί μιχθήτω.

    Της έριξα την πρώτη στον αριστερό γλουτό, αρκετά σιγανή.

    - «Ένα» μου είπε.

    Η δεύτερη ήταν πιο δυνατή και η τρίτη ακόμα περισσότερο.

    - «Δύο… τρία…» είπε με σταθερή φωνή.

    Η τέταρτη ήταν αρκετά δυνατή. Της ξέφυγε ένα «Ααααχ» πριν πει «Τέσσερα». Έκανα μια μικρή παύση αλλά η Φοίβη δεν έδειξε ότι θέλει να σταματήσω. Η πέμπτη που έπεσε ήταν ίδιας δύναμης με την τέταρτη και η έκτη ακόμα πιο δυνατή. Συνέχισε να μετράει χωρίς να μου ζητήσει να σταματήσω. Οι τρεις τελευταίες ήταν και αυτές δυνατές, της ξέφυγαν κάποια βογγητά πόνου χωρίς ωστόσο και πάλι να χάσει το μέτρημα.

    Οι γλουτοί της ήταν κόκκινοι. Παρά το γεγονός ότι είχαν πέσει δέκα δεν είχε κουνηθεί από τη θέση της. Μου έδειχνε ότι ήθελε να συνεχίσουμε; Αποφάσισα να μη τη ρωτήσω και της έριξα την 11η, δυνατή. Μέτρησε και πάλι. Πήρα το μήνυμα και συνέχισα μέχρι που φτάσαμε στο 30 όπου εκεί το σταμάτησα εγώ. Τα μεριά της ήταν κόκκινα, κάποιες που είχα ρίξει ήταν πολύ δυνατές αλλά ούτε μια φορά δεν έχασε το μέτρημα και ούτε μια φορά δε μου ζήτησε να σταματήσω.

    Άφησα τη ζώνη κάτω και γονατίζοντας άρχισα να τη φιλάω απαλά και να τη γλείφω στα σημεία που είχε κοκκινήσει. Συνέχισα γλείφοντας την πίσω της τρυπούλα ενώ είχα περάσει το χέρι μου μπροστά και της έτριβα την κλειτορίδα. Η περιοχή ήταν σαν rainforest την εποχή μουσώνων. Έσταζε, κυριολεκτικά έσταζε. Σηκώθηκα όρθιος και τον έτριψα στα χείλη της και με μια απότομη κίνηση καρφώθηκα μέσα της και κάθισα ακίνητος.

    - «Αααχ… Ανδρέα μου…» την άκουσα να λέει. «Σε θέλω… σε θέλω…»

    Άρχισα να κινούμαι μέσα της απαλά και ρυθμικά γιατί αν άρχιζα να κινούμαι πιο γρήγορα δεν είμαι σίγουρος ότι θα άντεχα ούτε μισό λεπτό. Την έπιασα από τη μέση και καρφώθηκα ξανά μέσα της, κερδίζοντας ακόμα ένα βογγητό της. Συνέχισα αυτό τον αργό ρυθμό για αρκετή ώρα αλλά όσο απολαυστικό και αν ήταν για εκείνη -κρίνοντας από τις αντιδράσεις της- δεν κλιμάκωνε. Την άρπαξα από το μαλλί και την τράβηξα προς τα πίσω και καρφώθηκα πάλι μέσα της κερδίζοντας ακόμα ένα «Αααααχ ΜΜΜΜ αααααχ» της. Κρατώντας την έτσι άρχισα να επιταχύνω και μου έκανε εντύπωση ότι ενώ ένιωθα να είμαι μία τρίχα πριν τελειώσω, το τέλος δεν ερχόταν.

    Για μένα, δηλαδή, για τη Φοίβη ήρθε. Πάλι κάνοντας την γνωστή της κίνηση στηρίχτηκε στο ένα χέρι και δάγκωσε το πίσω μέρος του άλλου αλλά χωρίς να καταφέρει και πάλι να καταπνίξει τελείως το «Μμμμμ Αααααχ Ανδρέα μου… Ανδρέα… Ανδρέα». Και εκεί συνειδητοποίησα ότι μιας και την επαύριον θα πηγαίναμε στο φαρμακείο για το χάπι της επόμενης μέρας δεν είχα λόγο να τραβηχτώ πριν τελειώσω.

    Αυτό ήταν, ο οργασμός μου ήρθε σχεδόν από το πουθενά και ήταν από τους πιο έντονους τόσο σε ένταση όσο και σε διάρκεια. Κοκάλωσα μέσα της και η αίσθηση του οργάνου μου να αδειάζει βαθιά μέσα στον κόλπο της είναι κάτι που δεν βρίσκω τα λόγια να το περιγράψω.

    - «Αααχ… χύνω… χύνω…»
    - «Ναι μωρό μου… χύσε με… χύσε με Ανδρέα μου…»

    Δεν τραβήχτηκα από μέσα της παρά μόνο όταν μαλάκωσε τελείως και σχεδόν βγήκε μόνο του. Της έριξα μια πολύ απαλή σφαλιάρα στα κωλομέρια, σε σημείο που δεν είχε πέσει η ζώνη και της ζήτησα να ξαπλώσει. Κανονικά ένα ντουζάκι το χρειαζόμασταν και οι δυο μας αλλά δεν είχα βάλει θερμοσίφωνα και στο σπίτι μου δεν είχα ηλιακό. Το σεντόνι είχε λερωθεί από τα υγρά μας αλλά δε με ένοιαξε, θα το αλλάζαμε αύριο.

    Ξάπλωσα και χώθηκε στην αγκαλιά μου ενώ το χέρι της χάιδευε απαλά με το νύχι την κοιλιά μου.

    - «Φοίβη μου… σε… σε πόνεσα;» τη ρώτησα.
    - «Ναι, κάποιες πόνεσαν αρκετά» μου είπε. «Αλλά ήταν… ήταν υπέροχο. Θα… θέλω να το ξανακάνουμε… μου άρεσε… μου άρεσε πολύ!»
    - «Θα το ξανακάνουμε» της είπα και συνέχισα «ωστόσο θα φροντίσω την επόμενη φορά να είναι πιο σιγανές, δεν… δεν ήξερα πόση δύναμη να βάλω, σάμπως το έχω ξανακάνει;»
    - «Μια χαρά το έκανες. Δεν χρειάζεται να βάζεις σε όλες δύναμη αλλά κάποιες… χρειάζεται… χρειάζεται να είναι τόσο δυνατές. Δε σου είπα να σταματήσεις, στο είπα; Μου άρεσε… μου άρεσε που συνέχισες μετά τις 10. Ανδρέα… θέλω… θέλω να νιώθεις άνετα, όπως άνετα νιώθω κι εγώ. Αν… αν δεν αντέχω θα σου ζητήσω να σταματήσεις, σε εμπιστεύομαι ότι θα το κάνεις. Θέλω… θέλω να νιώθεις πιο ελεύθερος. Θυμάσαι πριν… θυμάσαι που έσυρα τα νύχια μου πάνω σου και μου είπες «κι άλλο»; Έτσι είναι και σε μένα… κάποιες φορές το θέλω πιο δυνατό… πιο έντονο.»
    - «Φοίβη», είπα αλλάζοντας κουβέντα, «το απόγευμα, στις 18:00, έχουμε συνάντηση στη θεατρική ομάδα. Θέλεις να έρθεις;»
    - «Πώς σου ήρθε αυτό;» με ρώτησε.
    - «Βλέποντάς σε στο Mr. Roboto» της είπα. «Φοίβη, στο τέλος, όταν έκανες ότι βγάζεις τη μάσκα… ήσουν συγκλονιστική. Ήταν σαν να έβγαζες πραγματικά μάσκα και δεν εννοώ την ακρίβεια των κινήσεων σε επίπεδου μίμου. Το πρόσωπό σου που από ανέκφραστο, σα να ήταν πραγματική μάσκα, άρχισε σιγά-σιγά να αποκτά συναίσθημα ήταν… δεν ξέρω πως να στο πω. Αν αυτό δεν ήταν δείγμα ταλέντου στην ηθοποιία δεν ξέρω τι θα ήταν. Δεν είσαι απλά υπέροχη χορεύτρια, για μένα είσαι γεννημένη θεατρίνα!»
    - «Υπερβάλεις» μου είπε αλλά ήταν χαμογελαστή.
    - «Καθόλου! Καθόλου δεν υπερβάλω. Έλα στη συνάντηση της ομάδας, δεν έχεις να χάσεις τίποτα. Αν δε σ’ αρέσει… αν δε σ’ αρέσει δε χρειάζεται να ξαναέρθεις αλλά δώσε στον εαυτό σου μια ευκαιρία, πραγματικά!»
    - «Εντάξει μωρό μου, θα έρθω!» μου είπε. «Όμως… εννοώ, έχετε ξεκινήσει από το Σεπτέμβρη, δεν είναι λίγο αργά;»
    - «Αν ήταν να ανεβάσουμε παράσταση θα ήταν, ωστόσο δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Τις πιο πολλές φορές διαβάζουμε απλά θεατρικά κείμενα ή διαβάζουμε ο καθένας με τη σειρά του ένα βιβλίο ή ένα ποίημα. Αλήθεια, θα ήθελες να διαβάσεις κι εσύ σήμερα κάτι και αν ναι τι;»
    - «Χμμμ…» είπε. «Μου αρέσει πολύ ο Καββαδίας. Έχω στο σπίτι το Πούσι, θα μου άρεσε να διαβάσω κάποιο από τα ποιήματα του»
    - «Ποιο θα ήθελες περισσότερο; Ποιο σου αρέσει περισσότερο;»
    - «Όλα είναι ένα κι ένα… αλλά αν με πίεζες να διαλέξω… Ένα από τα “Federico Garcia Lorca”, “Θεσσαλονίκη” και “Το Καραντί”. Αλλά και ο “Σταυρός του νότου” μου αρέσει και το “Kuro Siwo” και η “Εσμεράλδα”. Ουφ δύσκολα μου βάζεις!»
    - «Αν έπρεπε να επιλέξεις μόνο ένα;» επέμεινα.
    - «Ουφ… Το “Federico Garcia Lorca”» μου απάντησε.
    - «Λοιπόν, έλα να πέσουμε να κοιμηθούμε γιατί αν το απόγευμα πάμε πανεπιστήμιο θα πρέπει να διαβάσουμε το μεσημέρι και κοντεύει να πάει έξι.»
    - «Δε νυστάζω» μου είπε με παραπονιάρικη φωνή.
    - «Φοίβη, άσε τα κόλπα! Νάνι είπα!» και της έσκασα ένα τρυφερό φιλάκι.
    - «Όνειρα γλυκά μωρό μου» μου είπε χαμογελαστή.

    Η Φοίβη ξύπνησε πρώτη αλλά με άφησε να κοιμηθώ. Όταν άνοιξα τα μάτια μου είχε πάει 14:00. Βγήκα και πήγα στην κουζίνα, η Φοίβη καθόταν στο τραπεζάκι και διάβαζε. Μύρισε υπέροχα, είχε μαγειρέψει!

    - «Καλημέρα μωρό μου» της είπα και τη φίλησα απαλά στα μαλλιά.
    - «Καλώς το μου» μου είπε χαμογελώντας.
    - «Έχεις ώρα που έχεις ξυπνήσει;» τη ρώτησα.
    - «Από τις 12:00»
    - «Γιατί δε με ξύπνησες και μένα και κάθισες δύο ώρες μόνη σου;»
    - «Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω μωρό μου, ροχάλιζες τόσο… υπέροχα!» μου είπε χαμογελώντας μου πειρακτικά. «Έτσι κι αλλιώς ήθελα να μαγειρέψω το χανούμ που σου είχα τάξει!»

    Η μυρωδιά από το φούρνο ήταν όντως λιγωτική, μου είχε σπάσει η μύτη. Της έδωσα ακόμα ένα φιλάκι στο κεφάλι και μετά πήγα και έκανα την πρωινή μου -δηλαδή ο Θεός να την κάνει πρωινή- τουαλέτα και έπλυνα τα δόντια μου. Όταν σηκώθηκα είχα φορέσει μόνο το μποξεράκι μου οπότε γύρισα στο δωμάτιο και έβαλα μια φόρμα και ένα μακρυμάνικο μπλουζάκι. Επέστρεψα στην κουζίνα. Η Φοίβη φορούσε ήδη τη φόρμα της.

    - «Φοίβη μου, πρέπει να ψάξουμε να βρούμε φαρμακείο. Αργεί το φαγητό;»
    - «Είναι έτοιμο, πριν λίγο έκλεισα το φούρνο. Ουφ βαριέμαι να κουνηθώ!» μου δήλωσε.
    - «Οι αμαρτίες πληρώνονται» της απάντησα και σηκώθηκε αναστενάζοντας.

    Η αναζήτηση ανοιχτού φαρμακείου είχε κάτι από σαφάρι. Δεν είχε κανένα κοντά, το πιο κοντινό ήταν στην Ικάρου. Μην έχοντας όμως επιλογή κατεβήκαμε κάτω και ευτυχώς είχε εκεί το χάπι της επόμενη μέρας. Επιστρέψαμε στο σπίτι όπου πήρε το χάπι της.

    - «Ουφ, θα μου κάνει την περίοδο μαντάρα» παραπονέθηκε.
    - «Το να μείνεις έγκυος να δεις τι θα έκανε στην περίοδό σου» την πείραξα.
    - «Μόνο στην περίοδό μου; Θα πάθαινε εγκεφαλικό ο Ταξίαρχος! Αχ ναι, δε στο είπα! Έγιναν οι κρίσεις, ο μπαμπάς έγινε Ταξίαρχος!»
    - «Μπράβο!!!» της είπα χαρούμενος.
    - «Ναι, αρχές Φλεβάρη πρέπει να κατέβει στο ΓΕΣ. Η μαμά και ο Κωστής θα κάτσουν στη Χίο μέχρι τον Ιούνη που τελειώνει το γυμνάσιο. Μετά επιστρέφουμε Αθήνα.»
    - «Που θα μείνετε;» τη ρώτησα.
    - «Περιστέρι, στον παλιό ταξιάρχη, εκεί που μέναμε, πάνω από τη γιαγιά μου. Από τη μία χαίρομαι που δε θα χρειάζεται να πάρω δεύτερο καράβι όταν φτάσω Πειραιά αλλά από την άλλη θα μου λείψει η Χίος. Και μεταξύ μας δεν πέρασα και τα καλύτερά μου χρόνια στην Αθήνα.»
    - «Μπορεί, αλλά αν δεν είχε γίνει αυτό δε θα είχαμε γνωριστεί!»
    - «Αυτό είναι το μόνο που το σώζει» μου είπε χαμογελώντας. «Λοιπόν, πάρε τα βιβλία σου να πάμε σπίτι μου να διαβάσουμε, έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να πάρω και το «Πούσι» εφόσον θα έρθω στη συνάντησή σας.»

    Η Φοίβη έβγαλε το ταψί από το φούρνο και το τύλιξε σε πετσέτες. Πήρα κι εγώ τα βιβλία μου και τις σημειώσεις μου και πέντε λεπτά αργότερα μπήκαμε στο σπίτι της. Εγώ είχα κάτσει έξω για να αποσπάσω την προσοχή του Σίμπα που είχε σηκωθεί όρθιος και με είχε πάρει αγκαλιά και με έγλειφε στα μούτρα. Μπήκα στο σπίτι της και πήγα να πλυθώ ενώ η Φοίβη βγήκε με τη σειρά της να κάνει χάδια στο Σίμπα.

    Όταν τέλειωσε το παιχνίδι την είχε κάνει και πάλι σύχρηστη με αποτέλεσμα να πάει με τη σειρά της να πλύνει χέρια και πρόσωπο. Στο μεταξύ εγώ είχα βάλει το νερό να βράσει και της έφτιαξα το ζεστό καφέ της. Εγώ έπινα φραπέ χειμώνα καλοκαίρι. Καθίσαμε στο τραπέζι της κουζίνας και αφού η Φοίβη έβαλε στα χαμηλά το ραδιοφωνάκι το ρίξαμε στο διάβασμα.

    Γύρω στις 17:30 είχαμε τελειώσει και οι δύο και μας είχε κόψει και η πείνα. Η Φοίβη σέρβιρε το φαγητό και κόντεψα να φάω και το πιάτο. Μου είχε πει για το χανούμ, ήταν σαν παπουτσάκια αλλά αντί για κιμά ήταν με κομμένο μοσχάρι και αντί για μπεσαμέλ λιωμένο κασέρι. Το πιάτο δεν το έφαγα αλλά σηκώθηκα και έβαλα και δεύτερη μερίδα.

    Όταν τελειώσαμε ανηφορήσαμε -με τα πόδια- στο Πανεπιστήμιο. Πήγαμε στο κυλικείο να πάρουμε καφέ και εκεί ήταν η Χριστιάνα με την Κατερίνα και παίζανε τάβλι. Η Φοίβη χωρίς να χάσει καιρό πήγε και τις χαιρέτησε και της έκαναν νόημα να κάτσει στο τραπέζι οπότε αναγκαστικά και μη όταν πήρα τους καφέδες πήγα και κάθισα κι εγώ μαζί τους. Με χαιρέτισαν αμφότερες εγκάρδια.

    - «Πώς και από εδώ;» τις ρώτησα.
    - «Ήρθαμε το μεσημέρι για να φάμε στη λέσχη και τελικά καθίσαμε εδώ.» απάντησε η Χριστιάνα. «Εσείς;»
    - «Έχουμε συνάντηση της θεατρικής ομάδας σε λίγη ώρα!»
    - «Ναι; Τι κάνετε εκεί;» με ρώτησε η Κατερίνα.
    - «Συνήθως διαβάζουμε κείμενα και παίζουμε σύντομα σκετς. Άλλες φορές, ειδικά όταν είναι να ανεβάσουμε κάποιο έργο, κάνουμε πρόβες!»
    - «Αχ τι ωραία!» είπε η Χριστιάνα. «Οι συναντήσεις είναι κλειστές; Εννοώ… μπορούμε να έρθουμε κι εμείς να σας δούμε;»
    - «Φυσικά και μπορείτε, τι ερώτηση είναι αυτή! Αν θέλετε να συμμετάσχετε κιόλας, ακόμα καλύτερα!» της απάντησα.
    - «Όχι, εγώ είμαι ατάλαντη!» δήλωσε η Χριστιάνα. «Αλλά μου αρέσει το θέατρο!»
    - «Πού μαζεύεστε;» με ρώτησε η Κατερίνα.
    - «Σε κάποια από τις Η ή τις Θ, εξαρτάται τον κόσμο. Θα τους βρούμε εκεί!»
    - «Χριστιάνα; Κατερίνα;» τους ρώτησε η Φοίβη. «Όταν τελειώσουμε έχετε όρεξη να πάμε για καφέ ή μπύρα στο κέντρο;»
    - «Αχ πολύ θα το ήθελα» είπε η Κατερίνα «αλλά θα πρέπει να αλλάξουμε πρώτα!»
    - «Ναι, κι εγώ θα το ήθελα» είπε η Χριστιάνα.
    - «Κανένα πρόβλημα. Μπορούμε να περάσουμε να σας πάρουμε από τα σπίτια σας γύρω στις…» είπε και γύρισε προς εμένα. «Αλήθεια, πόση ώρα κρατάει η συνάντηση;»
    - «Συνήθως γύρω στο δίωρο… εξαρτάται από τα κέφια!» της απάντησα.
    - «Μπορούμε να πάρουμε τα κορίτσια, έτσι;» με ρώτησε.
    - «Τι ερώτηση είναι αυτή; Φυσικά και μπορούμε!»
    - «Τι εννοείτε;» ρώτησε η Κατερίνα.
    - «Έχω αυτοκίνητο, δε θα κατέβουμε με συγκοινωνία!»
    - «Τότε, μπορούμε να πούμε λίγο αργότερα; 21:30 ή 22:00;» ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Κανένα πρόβλημα» απάντησα εγώ για λογαριασμό και των δυο μας. Κοίταξα το ρολόι, είχε πάει 18:00. «Λοιπόν, πάμε στη συνάντηση;» ρώτησα.

    Σηκώθηκαν και οι τρεις τους και μπροστά εκείνες, πίσω εγώ, σε δύο λεπτά ήμασταν στην πτέρυγα Η.

    Η βραδιά είχε πάρει πολύ ενδιαφέρουσα τροπή.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  12. Don Corleone

    Don Corleone The Master Of Disquise

    Το σημείο της εισόδου στην ντίσκο...κάπου αλλού παράλληλα στον χρόνο μια ανάμνηση ανεξίτηλη έχοντας μια άλλη μουσική επένδυση που σας αφιερώνω παρακάτω ...Ρε μαιμουδαρχε αυτές οι ιστορίες σου είναι λες και παίρνεις κομμάτια από την ζωή των αναγνωστών και τα συνθέτεις...μας βάζεις συνέχεια στο παιχνίδι των αναμνήσεων αλλά και των κρυφών προσδοκιών μας..