Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Daybreak

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 1 Μαϊου 2022.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 19ο
    (Ανδρέας)

    Η προοπτική του Ευτύχη έκανε τα σάλια μου να τρέχουν. Έφυγα σα να με κυνηγάνε από το ΙΤΕ και έφτασα στα κτήρια της Κνωσσού σε χρόνο ρεκόρ. Πάρκαρα σχεδόν έξω από το κυλικείο. Στο τηλέφωνο η Φοίβη μου είχε πει ότι πιθανόν να μας συνόδευαν Ελένη και Χριστιάνα, μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν ακόμα αποφασίσει. Έσβησα το αυτοκίνητο, κλείδωσα και βγήκα έξω. Το πρωί έκανε ζέστη σε βαθμό που είχαμε ανοίξει τα παράθυρα για να μη σκάσουμε, ωστόσο το βράδυ έκανε αρκετή ψύχρα. Όταν μπήκα στο κυλικείο στο τραπέζι κάθονταν και οι τρεις.

    - «Καλησπέρα!» τους είπα χαμογελώντας και η Φοίβη σηκώθηκε και όρμισε στην αγκαλιά μου.
    - «Καλησπέρα αγαπουλίνο!» μου είπε κάνοντας μου ταυτόχρονα με τη γλώσσα της και μια λαρυγγοσκόπηση, για να έχω να πορεύομαι.
    - «Σιγά, σας τρέχουν τα σάλια» είπε κοροϊδευτικά η Ελένη.
    - «Καλώς τον» είπε χαμογελώντας η Χριστιάνα.
    - «Καλώς σας βρήκα» τους είπα. «Ελένη, ο Τάσος πού είναι;»
    - «Έχει έξοδο με την Σούζι και τον Vasiliy σήμερα, θα πάνε κάπου να φάνε.»
    - «Χα, τον κέρδισα 2-1 σήμερα» μου δήλωσε με περηφάνια η Φοίβη.
    - «Πότε πρόλαβες βρε θηρίο;» τη ρώτησα.
    - «Τέλειωσα νωρίτερα απ’ όσο υπολόγιζα την Pascal και τον πέτυχα στο κυλικείο. Ευτυχώς να λες γιατί ήταν μόλις 18:00. Τελικά με τούτα και με κείνα κατόρθωσα να τον καθυστερήσω και εκείνον ενώ τον περίμενε η κα. Παπαδοπούλου και έφυγε λες τον κυνηγούσαν όλοι οι δαίμονες της κόλασης. Απορώ γιατί κάνετε όλοι έτσι, η κυρία Παπαδοπούλου είναι πολύ γλυκός άνθρωπος! Τέλος πάντων, ευτυχώς εκείνη την ώρα σχόλασε και η Χριστιάνα και μου έκανε παρέα. Η Ελένη από την άλλη, δεν ήταν τόσο τυχερή, είχε μάθημα μέχρι πριν από λίγο!»
    - «Η Ελένη έχει ένα κεφάλι κουδούνι!» συμπλήρωσε η Ελένη.
    - «Ο Νίκος και η Μαρία που γυρνάνε;» ρώτησε η Φοίβη.
    - «Η Μαρία έχει μια οικογενειακή υποχρέωση σήμερα και έτσι ο Νίκος πήγε στο Ρέθυμνο για να φέρει το φαγητό της εβδομάδας!» απάντησε η Ελένη.
    - «Καλά όλα αυτά, αλλά έχω λυσσάξει της πείνας. Πάμε;» τις ρώτησα.
    - «Φύγαμε!» μου απάντησε και για τις τρεις η Φοίβη.

    Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και παρότι στην Κνωσσού δεν είχε ιδιαίτερη κίνηση, στην Παρασκευοπούλου είχε, με αποτέλεσμα να το μετανιώσω πικρά που δεν πήγαμε από Εθνική και Γιόφυρο, και ας κάναμε κύκλο. Όπως και να έχει γύρω στις 9 παρά ήμασταν στον Ευτύχη, που ήταν σχεδόν γεμάτος, αλλά ευτυχώς βρήκαμε τραπέζι.

    Πέρα από τα απαραίτητα, δηλαδή σαλάτα, πατάτες, τζατζίκι, εγώ πήρα γεμιστό μπιφτέκι και το ίδιο έκανε και η Χριστιάνα. Η Φοίβη, με την προτροπή της Ελένης, πήρε μια πανσέτες, ενώ η Ελένη επέλεξε για τον εαυτό της χοιρινά παϊδάκια. Βέβαια, με τις μερίδες που σέρβιρε ο Ευτύχης, το πιο πιθανό ήταν ότι ο κερδισμένος της βραδιάς θα ήταν ο Σίμπα. Η παραγγελία συμπληρώθηκε με τέσσερις μπύρες.

    Όταν ήρθε η γαβάθα με τη χωριάτικη και το βουνό με τις πατάτες -ο Ευτύχης αυτό το ονόμαζε μερίδα- πέσαμε και οι τέσσερις σα λυσσασμένοι. Καλά για εμένα δε συζητάμε, αλλά, πράγμα αξιοσημείωτο, και η Χριστιάνα και η Φοίβη, έφαγαν σχεδόν όλο το πιάτο τους. Η Ελένη το πάλεψε αλλά στο τέλος της είχαν περισσέψει κάμποσα παΐδια. Δεν πειράζει, ο μαύρος κροκόδειλος που ζει στο σπίτι της Φοίβης να είναι καλά, δε θα πηγαίνανε χαμένα.

    Σε αντίθεση με τη Φοίβη και την αφεντιά μου που την είχαμε κάνει κοπάνα σήμερα, οι άλλες δύο είχαν πλήρες πρόγραμμα, με αποτέλεσμα όταν αποφάγαμε να είναι έτοιμες να πέσουν στις καρέκλες που καθόμασταν. Αν και είχα όρεξη να πάμε καμιά Χιτζάζ, δεν το πρότεινα, βλέποντας Χριστιάνα και Ελένη να έχουν ξαπλώσει στις καρέκλες και να κάνουν τους πύθωνες.

    Πληρώσαμε το λογαριασμό και ζητήσαμε να μας φέρουν μια σακούλα με τα αποφάγια, τελικά έβγαινε μια αξιοπρεπής μερίδα για τον Σίμπα, δε θα έμενε παραπονεμένος. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήγαμε στο πάρκο Θεοτοκόπουλου, καθώς εκεί κοντά, στη Μινωταύρου, έμενε η Ελένη. Μας καληνύχτισε και κατέβηκε. Η Φοίβη, που είχε βγει έξω για να μπορέσει να περάσει η Ελένη, κάθισε στο κάθισμα του συνοδηγού αλλά δεν έβαλε τη ζώνη της.

    - «Θέλω κάτι γλυκό. Μιας και είμαστε Λιοντάρια, δεν πάμε για milkshake;»
    - «Ναιιιιιι» είπε από πίσω η Χριστιάνα. Εγώ δεν είχα ιδιαίτερη όρεξη για milkshake αλλά δεν ήθελα να τους χαλάσω το χατίρι.
    - «Αν είναι πηγαίνετε και σας περιμένω εδώ. Δε νομίζω ότι θα βρω να παρκάρω πιο πάνω.»
    - «Χριστιάνα θα κατέβεις να πάμε παρέα;» την ρώτησε η Φοίβη.
    - «Αμέ!» είπε και αμ έπος αμ έργο κατέβηκαν και οι δύο από το αυτοκίνητο.
    - «Ανδρέα, εσύ θέλεις φράουλα ή σοκολάτα;» με ρώτησε η Φοίβη.
    - «Φράουλα, μωρό μου» της είπα.

    Τα κορίτσια έφυγαν ενώ εγώ έκατσα να τις περιμένω. Ξέσφιξα λίγο τη ζώνη του παντελονιού γιατί ένιωθα ότι θα σκάσω, τα προκαλεί αυτά ο Ευτύχης. Και όχι τίποτε άλλο αλλά κατουριόμουν. Ήλπιζα με την ψυχή μου ότι δεν θα βρουν κόσμο και έτσι δε θα αργήσουν. Έπαιξα με τα χέρια μου το τιμόνι του αυτοκινήτου. Μεγάλη υπόθεση το να έχεις το δικό σου μέσο. Τον Θρασύβουλα τον είχε αγοράσει ο πατέρας μου από τη Γερμανία το 1972, λίγες μέρες πριν γεννηθώ. Σε αντίθεση με την αδερφή μου, που γεννήθηκε Ελλάδα, εγώ είχα γεννηθεί Γερμανία, επιστρέψαμε οικογενειακώς στην Ελλάδα το 1975, λίγο πριν γεννηθεί η αδερφή μου.

    Ο Θρασύβουλας δεν ήταν το 1200άρι που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, ήταν ένα κωλοπειραγμένο 1600άρι το οποίο είχε την εξωφρενική -για την εποχή του- ισχύ των 127 αλόγων και τελίκιαζε κοντά στα 180. Πώπω, για φαντάσου να έτρεχα σήμερα το μεσημέρι, και ήμουν και σε ευθεία. Θα το είχα κάνει αλοιφή το αλεπουδάκι, είτε στην ενστικτώδη μου προσπάθεια να φρενάρω, θα είχα ντεραπάρει και θα είχαμε άλλα.

    Το ότι είχα γεννηθεί στη Γερμανία είχε και άλλο ένα καλό, είχα διπλή υπηκοότητα, το οποίο σημαίνει ότι το στρατιωτικό μου θα περιοριζόταν στους 6 μήνες. Όπως πήγαινε το πράγμα, στο τέλος του εαρινού εξαμήνου λογικά θα είχα μαζέψει τις απαραίτητες μονάδες για το πτυχίο. Έχοντας ξεμπλέξει το πτυχίο στα 3 έτη, φλερτάριζα με τη σκέψη το 6μηνο στη μαμά πατρίδα να το έκανα του χρόνου ώστε να αφήσω το στρατιωτικό πίσω μου και ουσιαστικά να ξεκινήσω το μεταπτυχιακό μου εκεί που οι συμφοιτητές, που είχαν μπει στο ίδιο έτος με μένα, θα έμπαιναν στο 8ο τους εξάμηνο.

    Τυπικά βέβαια βρισκόμουν στο τέταρτο έτος, έχοντας περάσει στη Βιολογία το 1989, ωστόσο for all intents and purposes ήμουν τριτοετής, αφού τη σχολή αποφάσισα τελικά να την ακολουθήσω όταν απέτυχα να μπω και με τη δεύτερη στην Ιατρική.

    Από την άλλη ωστόσο είχα ξεκινήσει ήδη να παίρνω μεταπτυχιακά μαθήματα και με το στρατό θα έχανα το εξάμηνο που είχα κερδίσει, αλλά ο λόγος που είχα αρχίσει τελικά να σκέφτομαι να αφήσω το στρατό για μετά, δεν ήταν άλλος από τη Φοίβη. Θα μου πεις μέχρι το καλοκαίρι ποιος ζει ποιος πεθαίνει, αλλά η σχέση μας πήγαινε τόσο υπέροχα που δεν ήθελα να σκεφτώ πως θα είμαι μακριά της ούτε ένα μήνα, πόσο μάλλον έξι.

    Φοίβη, που αυτή τη στιγμή ήταν με τη Χριστιάνα και έπαιρναν milkshakes. Τι «τρίγωνο» και αυτό, ούτε που είχα ποτέ μου φανταστεί τον εαυτό μου σε τέτοια θέση. Ποια θέση, θα μου πεις, δεν είχε γίνει και τίποτα φοβερό μεταξύ τους εκτός από φιλιά και ψαχούλεμα. Μην είμαι ψεύτης, αν η Χριστιάνα ήταν Χρήστος, δε θα υπήρχε ούτε μία στο εκατομμύριο να επιτρέψω να γίνει κάτι τέτοιο. Από την άλλη η εικόνα των μεταξύ τους περιπτύξεων με άναβε ωστόσο παρά τη ζήλεια μου -γιατί ζήλευα, ψεύτης μην είμαι- δεν ένιωθα απειλή. Και φυσικά υπήρχε μέσα μου και αυτή η κρυφή ελπίδα πραγματοποίησης τρίου.

    Βέβαια δεν περίμενα στα σοβαρά ότι θα γίνει κάτι τέτοιο καθώς στην περίπτωση αυτή δε θα αρκούσε η συναίνεση της Φοίβης, που -μεταξύ μας- ούτε γι’ αυτό ήμουν ιδιαίτερα σίγουρος. Εννοώ ότι ίσως να υπήρχε μια μικρή ελπίδα να με αφήσει να την παρακολουθήσω αλλά η ενεργή συμμετοχή είναι τελείως διαφορετική συζήτηση, ακόμα και στην απίθανη περίπτωση που η Χριστιάνα ήταν ανοιχτή σε κάτι τέτοιο.

    Δε βαριέσαι, οι ονειρώξεις είναι τσάμπα. Έφερα με τα μάτια της φαντασίας μου το μεταξύ μας τρίο και έγινα πύραυλος. Ευτυχώς δε θα χρειαζόταν να βγω από το αυτοκίνητο γιατί θα γινόμουν ρεζίλι. Σχεδόν χοροπήδησα -έκανα λες και με έπιασαν στα πράσα- όταν γύρισαν τα κορίτσια με τα milkshakes. Η Φοίβη το παρατήρησε αλλά το μυαλό της δεν πήγε εκεί.

    - «Τι έγινε μωρό μου, σε πήρε ο ύπνος;» είπε ανοίγοντας την πόρτα.
    - «Όχι μωρέ απλά ξαφνιάστηκα.»

    Μπήκαν μέσα και οι δύο και ξεκινήσαμε για την πλατεία της Φορτέτσας προκειμένου να αφήσουμε τη Χριστιάνα στο σπίτι της.

    - «Αλήθεια, πότε θα γυρίσουν Κατερίνα και Βαγγέλης από το Ρέθυμνο; Θα έρθουν αύριο στο Μπάχαλο;»
    - «Όχι, αποφάσισαν να πάνε και Χανιά. Θα γυρίσουν Κυριακή πρωί.»
    - «Θέλω κι εγώ να πάμε Χανιά! Πότε θα πάμε Χανιά;» με ρώτησε παραπονεμένη η Φοίβη.
    - «Θα πάμε κοριτσάρα μου, θα πάμε το Γενάρη. Αλλά ακόμα καλύτερα να πάμε το καλοκαίρι, έχει πολύ ωραίες παραλίες εκεί.»
    - «Πρέπει να πάτε οπωσδήποτε και από το Φαράγγι της Σαμαριάς!» μας είπε η Χριστιάνα.
    - «Έχεις πάει;» τη ρώτησε η Φοίβη.
    - «Ναι, ήταν υπέροχα. Σου φεύγει βέβαια η ούγια στο περπάτημα, αλλά αξίζει τον κόπο. Είναι εμπειρία ζωής, πραγματικά!»
    - «Ναιιιιιι» είπε η Φοίβη χτυπώντας ενθουσιωδώς παλαμάκια.

    Λίγη ώρα αργότερα φτάσαμε στην πλατεία της Φορτέτσας. Πάρκαρα μπροστά από το σπίτι της Χριστιάνας και η Φοίβη βγήκε έξω για να μπορέσει να περάσει και η Χριστιάνα.

    - «Θέλετε να έρθετε πάνω να πιούμε τα milkshakes μας;» μας ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Σίγουρα;» την ρώτησε η Φοίβη. «Είναι αργά μωρέ!»
    - «Ναι παιδάκι μου, τι λες; Εκτός και αν θέλετε να πάτε να την πέσετε.»
    - «Χμμμ, Ανδρέα τι λες; Πάμε;»
    - «Σίγουρα μωρέ δε σε βάζουμε σε φασαρία;» τη ρώτησα και εγώ με τη σειρά μου.
    - «Έλα βρε Ανδρέα που με βάζετε σε φασαρία! Χίλιες φορές η παρέα σας από το να χαζολογήσω στην τηλεόραση!»
    - «Άντε, πάμε» είπα και άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω. Όταν έκλεισε και η Φοίβη την πόρτα της, κλείδωσα το αυτοκίνητο και κινήσαμε στη σκάλα που ανέβαζε στο διαμέρισμα της Χριστιάνας. Μπήκαμε μέσα και πήγαμε και κάτσαμε στο σαλόνι.
    - «Πάω στην κουζίνα να μας φέρω μια κανάτα νερό να έχουμε» είπε η Χριστιάνα και πήγε προς τα μέσα.

    Καθίσαμε στον καναπέ χωρίς να μιλάμε και ούτε ένα λεπτό αργότερα ήρθε η Χριστιάνα και αφού άφησε δύο ποτήρια στο τραπεζάκι, τα γέμισε με νερό. Μετά γέμισε και το δικό της. Το άφησε και αυτό στο τραπεζάκι και πήγε και άνοιξε το ράδιο. Έπαιξε λίγο με τους σταθμούς μέχρι να βρει κάποιον που να έπαιζε μουσική της προκοπής και τελικά συμβιβάστηκε σε ένα σταθμό που έπαιζε pop χορευτική μουσική.

    - «Για πείτε, πως τα περάσατε σήμερα στην κοπάνα;»
    - «Όμορφα ήταν» είπε η Φοίβη. «Πολύ όμορφα. Πήγαμε πρώτα στην Φαιστό, στο Μινωικό παλάτι και μετά πήγαμε στα Μάταλα. Η θάλασσα ήταν υπέροχη και έκανε ζέστη. Βέβαια έξω έκανε ζέστη, η θάλασσα ήταν μπούζι!»
    - «Κάντε μπάνιο;» μας ρώτησε με ανοιχτό το στόμα Χριστιάνα.
    - «Μπάνιο; Ούτε καν… το πόδι μου βούτηξα και ακούστηκα μέχρι τη Φαιστό. Δεν είμαι εγώ για τέτοια, είμαι κρυουλιάρα!»
    - «Ήταν όντως μπούζι το νερό» επιβεβαίωσα με τη σειρά μου. «Ωστόσο η μέρα ήταν ζεστή και η άμμος σχεδόν έκαιγε, αν δεν ήταν τόσο κρύα η θάλασσα θα έλεγες ότι ήταν σχεδόν αρχές καλοκαιριού.»
    - «Βέβαια στο γυρισμό τραβήξαμε μια λαχτάρα όλη δική μας» είπε η Φοίβη. «Καθώς γυρνούσαμε μας πετάχτηκε ένα αλεπουδάκι και παραλίγο να το χτυπήσουμε. Που στην αρχή έτσι νομίζαμε, ότι το χτυπήσαμε, αλλά όπως αποδείχτηκε αργότερα απλά το φουκαριάρικο είχε τρομάξει. Ήταν με τη μαμά του και όταν απομακρυνθήκαμε πήγε και το ηρέμισε και έφυγαν σα να μη τρέχει τίποτα. Εμάς από την άλλη μας πήγε τρεις μία, μου έφτασε στις κάλτσες!»
    - «Ξέρεις, αυτό σκεφτόμουν όσο σας περίμενα στο αυτοκίνητο» είπα. Βέβαια ήταν η μισή αλήθεια, αλλά δεν παύει να ήταν αλήθεια! «Σκέφτηκα ότι αν έτρεχα όσο μπορούσε να τρέξει το αυτοκίνητο -και ήμασταν και σε ευθεία- θα το είχαμε κάνει αλοιφή!»
    - «Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιδοκιμάζω το τρέξιμο, αν τρέχατε -όπως λες- τότε θα είχατε περάσει πολύ νωρίτερα το σημείο στο οποίο σας πετάχτηκε το αλεπουδάκι!»
    - «Μπορεί… Ίσως πάλι, μπορεί να ήταν το γεγονός ότι πέρασε από εκεί το αυτοκίνητο και τρόμαξε και πετάχτηκε στο δρόμο, ασχέτως με το πόσο πήγαινα εκείνη τη στιγμή. Σε κάθε περίπτωση δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι, το τι ανακούφιση ένιωσα όταν η μαμά του το πήρε και φύγανε και αυτό την ακολούθησε χαρωπό χωρίς να τρέχει κάστανο, δεν λέγεται!»
    - «Ναι, φαντάζομαι!» μας απάντησε.
    - «Η δική σου μέρα πώς ήταν;» τη ρώτησε η Φοίβη.
    - «Κουραστική και πολύ λιγότερο περιπετειώδης. Από την άλλη με πήρε σήμερα τηλέφωνο ο αδερφός μου και μου είπε τα ευχάριστα, ολοκληρώθηκε η μεταβίβαση. Από σήμερα το παπί είναι δικό μου!»
    - «Άντε, καλορίζικο» της είπαμε και οι δύο ταυτόχρονα. «Τι είναι, πενηντάρι;» τη ρώτησα.
    - «Όχι, 125cc είναι.»
    - «Μια χαρά» είπα, «αξιοπρεπέστατο!»
    - «Μωρέ και πενηντάρι μια χαρά θα μου ήταν, μη νομίζεις.»
    - «Απλά θέλει προσοχή με τους τρελούς που κυκλοφορούν στο Ηράκλειο!» είπα.
    - «Ναι, λες και στην Αθήνα είναι καλύτεροι!» είπε η Χριστιάνα.
    - «Να σε ρωτήσω, στην Αθήνα εκτός από το Παλένκε θα ήθελα να πάω και σε καραόκε, γνωρίζεις κάποιο;»
    - «Ναι, ξέρω ένα αλλά δεν είναι κέντρο, είναι στα βόρεια, στον Άγιο Στέφανο.»
    - «Αυτό δεν είναι πρόβλημα» της είπα. «Θα ανεβάσω το αυτοκίνητο τα Χριστούγεννα για να μπορέσω να μετακινούμαι χωρίς να αφήσω τον πατέρα μου χωρίς το δικό του. Αν και το πιο πιθανό είναι να παίρνω εγώ το δικό του, καινούργιο γαρ, και να του αφήσω το δικό μου για να πηγαίνει στη δουλειά του. Και μιας και θα έχω και το αυτοκίνητο, όταν επιστρέψω θα πάρω μαζί μου και την ηλεκτρική κιθάρα με τα συμπράγκαλά της.»
    - «Ανδρέα, μιας και θα γυρίσουμε όλοι μαζί Ηράκλειο το Γενάρη -και μιας και θα έχεις και το αυτοκίνητο- θα μπορούσαμε να συναντηθούμε στον Πειραιά πριν ανεβούμε στο καράβι ώστε να αφήσω κι εγώ τη βαλίτσα μου στο αυτοκίνητό σου, ώστε το επόμενο πρωί να τη φέρεις πάνω; Θα έχω το μηχανάκι τότε, οπότε καταλαβαίνεις…»
    - «Ναι φυσικά, κανένα πρόβλημα! Το ρωτάς;»
    - «Αχ, σε ευχαριστώ πολύ!» είπε χαμογελώντας.
    - «Τίποτα που δεν ξεπληρώνεται με ένα παστίτσιο» της είπα βγάζοντας τη γλώσσα και κάνοντάς την να σκάσει στα γέλια.
    - «Χαχαχα, πολύ ευχαρίστως!»

    Καθίσαμε μέχρι που πήγε σχεδόν 01:00. Πριν αποχαιρετιστούμε για το βράδυ, κανονίσαμε την επαύριο να περάσουμε να την πάρουμε στις 23:00 για να πάμε στο Μπάχαλο. Θα έπρεπε να μιλήσουμε και με τους υπόλοιπους για να οριστικοποιήσουμε τα λογιστικά αλλά αυτό θα το κάναμε την επαύριο.

    - «Σπίτι σου;» ρώτησα τη Φοίβη όταν μείναμε μόνοι μας στο αυτοκίνητο.
    - «Ναι, σπίτι μου. Αύριο το πρωί έχουμε να πάμε και λαϊκή!»
    - «Έχει νόημα; Εννοώ την ερχόμενη Παρασκευή θα ανέβουμε Αθήνα. Ντομάτες για τα τοστ και πορτοκάλια μπορούμε να πάρουμε και από το σούπερ μάρκετ.»
    - «Ναι μωρέ Ανδρέα, έχεις δίκιο.» μου είπε καθώς έβαλα μπρος και ξεκίνησα. Δεδομένου ότι ήταν μια κατηφόρα μέχρι το σπίτι της δεν μας πήρε ούτε δύο λεπτά για να φτάσουμε. Έχοντας κάνει κοπάνα σήμερα η Φοίβη δεν είχε μαζί της παρά ένα τετράδιο και τις δυο της δισκέτες, ενώ εγώ δεν κουβαλούσα τίποτα. Το μόνο μας φορτίο ήταν η σακούλα με τα αποφάγια για το Σίμπα, Σίμπα ο οποίος είχε σκαρφαλώσει στην πόρτα και μας κοιτούσε κοντεύοντας να σπάσει την ουρά του από το κούνημα.
    - «Τι του έχω εγώ;» του είπε η Φοίβη όταν μπήκαμε μέσα. Ο Σίμπα μύρισε τη σακούλα και άρχισε να χοροπηδάει σαν κατσίκι από την προσμονή, μπλεκόμενος συνεχώς στα πόδια μας. Του άδειασε το φαγητό στο κατσαρόλι και ο Σίμπα του ρίχτηκε σαν να μην υπάρχει αύριο.

    Αφήσαμε το Σίμπα στη νιρβάνα του και περάσαμε στο σπίτι. Νυστάζαμε και οι δύο οπότε, αφού πλύναμε τα δόντια μας, πήγαμε καρφί στο κρεββάτι. Χωθήκαμε κάτω από τα σκεπάσματα και πήρα την κοριτσάρα μου στην αγκαλιά μου.

    - «Αχ, ήταν πολύ όμορφα σήμερα!» μου είπε η Φοίβη.
    - «Ήταν όντως αν και νομίζω ότι με το milkshake έφτασα στα όριά μου, νομίζω ότι θα μου βγουν όλα από τη μύτη!»
    - «Θες να σου φέρω λίγο σόδα;» με ρώτησε ανήσυχη.
    - «Όχι μωρό μου, άλλωστε σου είπα, δε χωράει τίποτα!»
    - «Ουφ, είχαν πει πως μέσα στην εβδομάδα θα βγουν λογικά τα αποτελέσματα και της δεύτερης προόδου στην ψηφιακή. Αυτό το 7,5 στην πρώτη, στο λαιμό μου έχει κάτσει!»
    - «Καλά, δεν είδες αν έχουν βγει χθες όσο ήσουν στο Πανεπιστήμιο;»
    - «Όχι, το είχα ξεχάσει τελείως!»
    - «Καλά δεν πειράζει, ωστόσο έγραψες καλά στη δεύτερη, έτσι δεν μου είχες πει;»
    - «Θεωρητικά έχω γράψει δέκα. Πρακτικά… θα πρέπει να βγουν τα αποτελέσματα, γιατί και στην πρώτη δέκα είχα γράψει και ιδού τα ολέθρια αποτελέσματα!»
    - «Με την Pascal πώς τα πας;»
    - «Δέκα στην πρόοδο και μέχρι στιγμής δεκάρια και στις ασκήσεις. Γενικά μέχρι στιγμής και με εξαίρεση το 9 στην πρόοδο της φυσικής και το 7,5 στην ψηφιακή, δεκάρια έχω μόνο!»
    - «Φύτουλα!» της είπα τρυφερά.
    - «Ναι, βγάλε τη σκούφια σου και βάρα με!» μου είπε.
    - «Τώρα, όπως λένε και κάποιες -ονόματα δε λέμε, υπολείψεις δε θίγουμε- μιλάμε για τις αδερφές των άλλων!»
    - «Σ’ αγαπάω!» μου δήλωσε.
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω, Φοίβη μου! Πολύ πολύ πολύ!»

    Την κράτησα στην αγκαλιά μου και τη χάιδευα μέχρι που κατέβηκε ο γενικός. Το πρωί ξύπνησε πρώτη η Φοίβη. Είχε και σήμερα υπέροχη λιακάδα οπότε αφού πήραμε το πρωινό μας αποφασίσαμε να πάμε να πάρουμε καφεδάκι στο κυλικείο και να κάτσουμε έξω να λιαστούμε. Μιας και μετά θα κατεβαίναμε για ψώνια στο Χαλκιαδάκη, πήγαμε στο Πανεπιστήμιο. Ήταν μόλις 10:30 αλλά το κυλικείο ήταν ανοιχτό.

    - «Πάω να δω αν έχουν βγει τα αποτελέσματα της προόδου» μου είπε η Φοίβη.
    - «Οκ, πήγαινε να δεις, να πάρω εγώ τα καφεδάκια. Για μένα θα πάρω φραπέ, δε θέλω ζεστό σήμερα.»
    - «Πάρε και εμένα φραπέ» μου είπε και πήγε στον πίνακα των ανακοινώσεων, που βρισκόταν δεξιά από σκάλες του ισογείου. Δεν είχαν φτιαχτεί και οι δύο καφέδες όταν η Φοίβη γύρισε με ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά! «Δέκα!» μου είπε με το πρόσωπό της να λάμπει.
    - «Μπράβο κοριτσάκι μου!» της είπα δίνοντάς της ένα τρυφερό φιλί. Ο Κώστας μου έδωσε και το δεύτερο καφέ και αφού πλήρωσα κινήσαμε προς τα έξω. Καθώς περνούσαμε την έξοδο η Φοίβη σταμάτησε.
    - «Με περιμένεις μισό λεπτάκι να πάρω τους γονείς μου να τους πω τα ευχάριστα;»
    - «Φυσικά, το ρωτάς;» της είπα και αντί απάντησης μου έδωσε ένα φιλί και πήγε χοροπηδώντας σαν κατσίκι προς το καρτοτηλέφωνο. Πολύ την έκανα χάζι.
    - «Μπαμπά!!!! Καλημέρα, τι κάνετε; Μια χαρά είμαι, βγήκα από το σπίτι να πιώ ένα καφεδάκι στη λιακάδα. Τι κάνει η μαμά; Ο Κωστής; Κομμωτήριο ο Κωστής; Χαχαχα τι λέω, η μαμά φυσικά. Διαβάζει; Κάποιος φούρνος γκρεμίστηκε! Ναι, χαχαχα. Δε σου είπα! Βγήκαν αποτελέσματα στη δεύτερη πρόοδο της ψηφιακής! Τάξε μου! Ναιιιιι, δεκάρακι! Σ’ ευχαριστώ πολύ μπαμπούλη! Κι εγώ σ’ αγαπάω πολύ πολύ πολύ. Έκπληξη; Τι έκπληξη; Αααα, θες να με σκάσεις; Χαχαχα καλά, καλά! Τι;;;; Θέλει δύο εβδομάδες ακόμα μέχρι τα Χριστούγεννα! Ουφ… Τέτοιος είσαι! Κι εγώ σ’ αγαπάω πολύ πολύ πολύ μπαμπούλη μου. Φιλάκια στη μαμά και στον Κωστή!»
    - «Έλα φύτουλα, πάμε να σε βγάλω στον ήλιο» της είπα χαμογελαστός. «Τι κάνουν οι δικοί σου;» ρώτησα αν και μέσες-άκρες είχα καταλάβει.
    - «Μια χαρά όλοι! Η μαμά έχει πάει κομμωτήριο και ο Κωστής το έχει ρίξει στο διάβασμα, κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε! Ο μπαμπάς χάρηκε πολύ πολύ με το δεκαράκι μου και μου είπε «τι παιδί είσαι εσύ, με κάνεις πολύ περήφανο» και μετά μου είπε ότι μ’ αγαπάει πολύ και ότι μου θα έχει μια έκπληξη. Δε μου είπε όμως τι είναι, έτσι, θέλει να με σκάσει μέχρι τα Χριστούγεννα. Ούφ!» μου είπε με μια ανάσα κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Γιατί γελάααας;» με ρώτησε γλυκουλινιάρικα.
    - «Γιατί είσαι μια ζωγραφιά!» της είπα και αρπάζοντάς την από το χέρι πήγαμε να κάτσουμε στη Δεκεμβριάτικη λιακάδα.

    Ήπιαμε τα καφεδάκια μας και όταν μας νταλάκιασε ο ήλιος γυρίσαμε στο αυτοκίνητο και κατεβήκαμε στον Χαλκιαδάκη για να ψωνίσουμε.

    - «Ανδρέα, σ’ αρέσουν τα γιουβαρλάκια;» με ρώτησε η Φοίβη.
    - «Πολύ!» της απάντησα ενθουσιασμένος. «Δεν είναι όμως μπελαλίδικο;»
    - «Όχι καλέ, ούτε μια ώρα δε θα μου πάρει. Πώς τα προτιμάς με αυγολέμονο ή με ντομάτα;»
    - «Με ντομάτα; Φτιάχνονται γιουβαρλάκια με ντομάτα; Δεν είχα ιδέα!»
    - «Αμέ! Ούτε εγώ το ήξερα μέχρι που δοκιμάσαμε τη συνταγή που μας έδωσε μια φίλη της μαμάς στην Χίο. Είναι πεντανόστιμα!»
    - «Δεν αμφιβάλλω αλλά… θα προτιμούσα το αυγολέμονο!»
    - «Ό,τι θέλει ο Ανδρέας μου» είπε χαμογελώντας η Φοίβη.

    Όταν τελειώσαμε τα ψώνια μπήκαμε στο αυτοκίνητο.

    - «Φοίβη μου, σε πειράζει να πεταχτούμε μία ώρα στο ΙΤΕ; Θέλω να τελειώσω κάτι που άφησα χθες στη μέση, εσύ μπορείς αν θες να κάτσεις να χαζολογήσεις λίγο σε ένα από τα SUN workstations»
    - «Μπορούμε να περάσουμε λίγο από το σπίτι να πάρω τουλάχιστον μαζί μου τις ασκήσεις του Απειροστικού; Βαριέμαι λίγο να χαζολογήσω στο UNIX αλλά αφού έχεις κι εσύ δουλειά, να κάνω κι εγώ κάτι εποικοδομητικό, αν μη τι άλλο, να μου μείνουν για αύριο μόνο Μιγαδικοί και Φυσική»
    - «Ναι, πάμε, ευκαιρία να αφήσουμε και τα ψώνια για να μην τα κουβαλάμε!»

    Πράγματι γυρίσαμε σπίτι της και αφού ταχτοποιήσαμε τα ψώνια και πήρε η Φοίβη τις σημειώσεις της και το τετράδιό της, κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και κινήσαμε για το ΙΤΕ. Η Κνωσσού είχε λίγη κίνηση αλλά η Εθνική ήταν άδεια, ούτε πέντε λεπτά δε μας πήρε να φτάσουμε στο Γιόφυρο, όπου βγήκαμε από την Εθνική και μπήκαμε στην Ηρακλείου-Φαιστού.

    - «Άντε μη σε ξαναπάω στα Μάταλα… ωχ ξέχασα, biological hazard!» της είπα και μου έβγαλε τη γλώσσα της. Ήταν μια ζωγραφιά!

    Φτάσαμε στο ΙΤΕ και κινήσαμε για το εργαστήριο, στο οποίο ήταν και ο Μανώλης. Τον καλημερίσαμε κι εγώ πήγα και κάθισα στον υπολογιστή ώστε να ελέγξω τα αποτελέσματα του προγράμματος που είχα ξεκινήσει χθες το βράδυ. Είχε τελειώσει, πήρα το αρχείο που είχε παράγει και το φόρτωσα στο SPSS.

    Μία ώρα αργότερα το κεφάλι μου ήταν κουρκούτι, που να μην είχα δηλαδή και τον υπολογιστή για να βγάλω τα στατιστικά, αλλά χαμογελούσα σα χαζός. Βέβαια και ο αλγόριθμος και τα νούμερα θα περνούσαν και από άλλα μάτια αλλά κατά τα φαινόμενα τα αποτελέσματα συμφωνούσαν με τη θεωρία. Χαμογέλασα στη σκέψη, αν όλα πήγαιναν καλά, το όνομά μου θα έμπαινε στο Paper και το βιογραφικό μου θα εμπλουτιζόταν με την πρώτη μου δημοσίευση!

    Είχα βέβαια πολλά-πολλά ψωμιά μπροστά μου αλλά δεν μπορούσα να ελπίζω σε καλύτερη αρχή. Φώναξα το Μανώλη -ο οποίος ήταν μεταδιδακτορικός ερευνητής που συμμετείχε και εκείνος στο paper- και παρά την υπόσχεσή μου στη Φοίβη ότι δε θα μου πάρει παραπάνω από μία ώρα, φάγαμε άλλη μια ώρα ελέγχοντας τα νούμερα και τα γραφήματα στο SPSS.

    - «Μια χαρά μου φαίνονται!» είπε τελικά ο Μανώλης. «Τη Δευτέρα θα βγάλω το καινούργιο batch και το αργότερο το βράδυ ή άντε το επόμενο πρωί θα σου στείλω τα νέα νούμερα» μου είπε. Γύρισε στο γραφείο του και εγώ πήγα στη Φοίβη.
    - «Συγνώμη που άργησα μωράκι μου.» της είπα.
    - «Δεν πειράζει, Ανδρέα μου» μου είπε χαμογελαστή. «Άλλωστε μη νομίζεις, κι εγώ τώρα τελείωσα με τις ασκήσεις, η τελευταία ήταν πολύ ζόρικη! Αν μας βάλει τίποτα τέτοιο στην εξεταστική καήκαμε!»
    - «Γιατί; Αφού την έλυσες!»
    - «Ναι αλλά έφαγα κοντά μία ώρα. Στο τρίωρο που διαρκεί το τελικό διαγώνισμα δε θα έχω αυτή την πολυτέλεια!»
    - «Σκέψου ωστόσο, από την άλλη, πως αν μπει κάποια ανάλογη άσκηση θα ξέρεις τι να κάνεις, δε θα φας μια ώρα!»
    - «Τι να σου πω, το ελπίζω! Λοιπόν, πάμε γιατί κοντεύει 14:00 και να δω πότε θα φάμε!»
    - «Να σου πω, έχω μια ιδέα! Θες να πάμε να φάμε κάπου έξω; Κανένα ψάρι ή κάτι τέτοιο.»
    - «Χμμμ, τι σκέφτεσαι;»
    - «Να πάμε προς τα Μάλια. Έχει υπέροχη μέρα, ψήνεσαι;»
    - «Αμέ! Αλλά πάμε σπίτι να αλλάξω, δε θέλω να είμαι με τη φόρμα!»
    - «Ωραία, πάμε!» της είπα και χαιρετώντας το Μανώλη κινήσαμε να φύγουμε.

    Τη στιγμή που παρκάραμε έξω από το σπίτι της, πετύχαμε τη Χριστιάνα που κατά τα φαινόμενα κατέβαινε στο πανεπιστήμιο.

    - «Βρε καλώς την» της είπε η Φοίβη όταν βγήκε από το αυτοκίνητο.
    - «Βουνό με βουνό δε σμίγει!» απάντησε η Χριστιάνα χαμογελώντας. «Τώρα γυρίσατε;»
    - «Ναι, είχαμε πάει ΙΤΕ» της απάντησα εγώ «καθώς είχα κάποια δουλειά που είχα αφήσει στη μέση. Α, και σου έχω και ευχάριστα! Στο τμήμα μου, υπολογιστική βιολογία, ζητάνε και άλλο προπτυχιακό φοιτητή και με ρώτησαν αν έχω κάποιον υπόψη μου. Χθες μέσα στη ζαλούρα μου ξέχασα να στο πω, αλλά μου είχες πει ότι αν βγει καμιά αγγελία να σε έχω υπόψη. Ενδιαφέρεσαι;»
    - «Αμέ!!!! Πολύ!!!!»
    - «Θαυμάσια τότε. Θα τους το πω και μέσα στην εβδομάδα κανονίζουμε συνέντευξη. Δε μου λες, από βαθμούς πως είσαι;»
    - «Πολύ καλά, μέχρι στιγμής είμαι στο 8,75 αλλά έχω πάει πολύ καλά στις προόδους, ευελπιστώ στο τέλος του εξαμήνου να είμαι να είμαι ακόμα πιο κοντά στο 9.»
    - «Μια χαρά! Δηλαδή τι μια χαρά, εξαιρετικά. Χμμμ… εσύ είσαι δευτεροετής, θα πρέπει οπωσδήποτε να πάρεις Fortran το επόμενο εξάμηνο και θα πρέπει να μάθεις και SPSS»
    - «Κανένα πρόβλημα, θα την είχα πάρει και αυτό το εξάμηνο αν την έδιναν! Το άλλο δεν ξέρω τι είναι!»
    - «Δε μου λέτε» μας διέκοψε η Φοίβη. «Δεν το συζητάμε κάπου αλλού; Χριστιάνα, λέγαμε να πάμε Μάλια να φάμε θαλασσινά. Δεν έρχεσαι κι εσύ μαζί να τα πείτε εκεί αντί να τη βγάζουμε στο δρόμο;»
    - «Αχ, συγνώμη» είπε η Χριστιάνα! «Κι εγώ για φαγητό πήγαινα στη Λέσχη αλλά μη σας χαλάσω την έξοδό σας!»
    - «Τι είναι αυτά που λες μωρέ;» της είπε η Φοίβη. «Λοιπόν, καθίστε να τα πείτε εδώ με τον Ανδρέα, πετάγομαι μία μέσα να αλλάξω και επιστρέφω σε χρόνο dt!»
    - «Ανδρέα, σοβαρά τώρα, δε θέλω να ενοχλώ!» μου είπε όταν έφυγε η Φοίβη.
    - «Έλα ρε Χριστιάνα που ενοχλείς, τι είναι αυτά που λες; SPSS είναι ένα πρόγραμμα επεξεργασίας στατιστικών δεδομένων, είναι αρκετά αγγούρι αλλά είναι απολύτως απαραίτητο. Θα χρειαστεί να πάρεις και στατιστική πάντως. Δες αν το μαθηματικό έχει συνδυαστική και θεωρεία πιθανοτήτων το επόμενο εξάμηνο, θα σε βοηθήσει πολύ στη δική μας στατιστική. Βέβαια τα κάνουμε και εμείς αλλά είναι πολύ επί τροχάδην, το μαθηματικό τα κάνει πολύ πιο αναλυτικά και αν και είναι ζόρικο, βοηθάει πολύ στη στατιστική. Και τέλος, όσον αφορά τα του μαθηματικού, θα σου συνιστούσα και αριθμητική ανάλυση. Γενικά αν σε ενδιαφέρει και εσένα η υπολογιστική βιολογία, θα φας μαθηματικά με το κουτάλι.»
    - «Μου αρέσει πολύ η γενετική» μου είπε «αλλά αυτά που λες ακούγονται -παρά τα μαθηματικά- ενδιαφέροντα.»
    - «Ναι είναι, τα bioinformatics είναι ανερχόμενος τομέας και θα είναι επένδυση, ακόμα και αν στο τέλος αποφασίσεις να ασχοληθείς με τη γενετική. Φαντάσου εγώ πως το επόμενο εξάμηνο θα πάρω “Δομές και Βάσεις δεδομένων” και “Αλγόριθμοι και πολυπλοκότητα” από το Επιστήμης Υπολογιστών.»
    - «Χαχαχα, καλά που σπουδάζουμε βιολογία, δηλαδή!»
    - «Δε λες τίποτα. Α να, έρχεται και η Φοίβη. Θα έρθεις μαζί μας, έτσι;»
    - «Σίγουρα;» με ρώτησε διστακτική.
    - «Ναι, σιγουρότατα!» της είπα.

    Όταν ήρθε και η Φοίβη, έκανε το κάθισμα μπροστά και πέρασε η Χριστιάνα. Κάθισε και εκείνη μπροστά, έβαλε τη ζώνη της και ξεκινήσαμε. Γύρω στα 40-45 λεπτά αργότερα ήμασταν στα Μάλια. Το φαγητό ήταν ωραίο, το παραδέχομαι, αλλά από τιμές… ένιωσα ότι όχι απλά μας χάιδεψαν τον κώλο, μας έβαλαν και δάχτυλο από πάνω. Τι να πω, δική μου ιδέα ήταν τα Μάλια, οπότε έκανα το κορόιδο.

    - «Δε μας πιάσανε απλά τον κώλο! Μας τον χαϊδέψανε, μην πω τίποτα πιο βαρύ!» είπε η Χριστιάνα όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο.
    - «Ναι, αυτό σκεφτόμουν κι εγώ!» τους είπα. «Συγνώμη μωρέ παιδιά, δεν το υπολόγισα σωστά!»
    - «Δε βαριέσαι» είπε με φιλοσοφική διάθεση η Φοίβη. «Θα σε δείρω σπίτι!» συνέχισε βγάζοντας τη γλώσσα της και κάνοντας εμένα και τη Χριστιάνα να χαμογελάσουμε.
    - «Όχι βία στα γήπεδα!» είπα με πάθος ιεροκήρυκα.
    - «Μωρέ άλογο θα σε κάνω!» συνέχισε απτόητη η Φοίβη.
    - «Καλό θα σου κάνει, θα μαλακώσεις!» είπε επιδοκιμαστικά η Χριστιάνα.
    - «Α, για να σας πω σουσουράδες!» είπα ψευτο-αγριεμένος. «Άντε μην αγριέψω και δείτε πόσα απίδια χωράει ο σάκος!»
    - «Αχνε!» είπαν και οι δύο μαζί σκάζοντας στα γέλια. Ορίστε, με πήραν στο ψιλό τα πιτσιρίκια. Βέβαια, φωτιά θα έπεφτε να με κάψει αν έλεγα ότι δεν το διασκέδαζα με την ψυχή μου.
    - «Δε μου λέτε κιουρίες, είναι ακόμα 16:00. Θέλετε να πάμε μία Ηριδανό να πιούμε καφεδάκι; Το πολύ στις 19:00 θα ήμαστε σπίτια μας, θα έχετε χρόνο για να φτιαχτείτε.»
    - «Χμμμ, είπε η Φοίβη. «Καλή ιδέα! Χριστιάνα ψήνεσαι;»
    - «Έχω αρπάξει ήδη!» είπε η Χριστιάνα χαμογελαστή.

    Φτάσαμε γύρω στο μισάωρο αργότερα στα Λιοντάρια και πάρκαρα κοντά στο σπίτι της Ελένης.

    - «Λοιπόν, πηγαίνετε να καθίσετε και θα χτυπήσω μία από Ελένη να της το πω και θα το πει εκείνη στον Τάσο. Και να πάρει και τη Μαρία να τη ρωτήσει!»
    - «Εντάξει!» μου είπε η Φοίβη και αφού μου έδωσε ένα φιλάκι κίνησε με τη Χριστιάνα προς τον Ηριδανό.

    Πήγα στο σπίτι της Ελένης και της χτύπησα το κουδούνι. Το χτύπησα και δεύτερη φορά.

    - «Ναι;» άκουσα τη φωνή από το θυροτηλέφωνο.
    - «Έλα! Ο Ανδρέας είμαι! Ήρθα να δω τι θα κάνετε το βράδι!»
    - «Και δεν μπορούσες να πάρεις ένα τηλέφωνο χριστιανέ μου;»
    - «Χαχαχα, σας πέτυχα σε ακατάλληλη ώρα;»
    - «Πέρνα, βάσανο!» άκουσα τη φωνή της Ελένης και μετά το χαρακτηριστικό βουητό της πόρτας που ξεκλείδωνε. Η Ελένη έμενε στον τρίτο, οπότε πήρα το ασανσέρ και ανέβηκα πάνω. Όταν βγήκα από το ασανσέρ είχε ανοίξει την πόρτα της και με περίμενε παρέα με τον Τάσο.
    - «Αχά πουλάκια μου, εδώ είστε;»
    - «Όχι, είμαστε στις νήσους μπόρα-μπόρα και αυτή τη στιγμή έχεις παραισθήσεις!» είπε κοροϊδευτικά ο Τάσος.
    - «Τότε ελπίζω να σας έκοψα πάνω στο καλύτερο» τους είπα με θράσος χιλίων πιθήκων και πέρασα στα ενδότερα.
    - «Αχ, θα τον σκοτώσω!» άκουσα την Ελένη.
    - «Σκότωσον με άκουσον δε! Το βράδυ θα πάμε Μπάχαλο, θα ρθούτε;»
    - «Όχι, σήμερα θα κάνουμε τις προξενήτρες!»
    - «Ορίστε;»
    - «Θα βγούμε με το Vasily και την Αναστασία.»
    - «Ποια Αναστασία;»
    - «Την ξέρεις μωρέ, τεταρτοετής στο Χημικό, δουλεύει στη βιβλιοθήκη. Ψηλή, με γυαλάκια! Μας έχεις δει δυο-τρεις φορές να πίνουμε μαζί καφέ» είπε ο Τάσος.
    - «Α ναι, κατάλαβα ποια λες. Καλά, πώς σας ήρθε το προξενιό;»
    - «Γυάλισαν ο ένας στον άλλον οπότε μιας και τους ξέρω και τους δύο είπα να τους στρώσω το δρόμο!»
    - «Έχετε μιλήσει καθόλου με Μαρία ή Νίκο;»
    - «Η Μαρία έχει να πάει σε ένα γάμο σήμερα οπότε ο Νίκος θα καθίσει στο Ρέθυμνο που έχει πάει από χθες.» απάντησε αυτή τη φορά η Ελένη.
    - «Είμαι με τη Φοίβη και τη Χριστιάνα και θα πιούμε καφεδάκι στον Ηριδανό, με περιμένουν εκεί. Ψήνεστε;»
    - «Όχι ιδιαίτερα» είπε η Ελένη χωρίς να ρωτήσει καν τον Τάσο. Είναι να την έχεις σκίσει τη γάτα. Χαμογέλασα μέσα μου αλλά κράτησα την παρατήρηση για τον εαυτό μου. Ο Τάσος με κοίταξε σαν κουτάβι αλλά οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν αποφασίσει.
    - «Καλώς. Λοιπόν, καλή συνέχεια και καλά να περάσετε σήμερα» τους είπα και έκανα μεταβολή και βγήκα έξω.

    Τρία λεπτά αργότερα ήμουν στον Ηριδανό. Φοίβη και Χριστιάνα είχαν κάτσει απέναντι η μία από την άλλη και μιλούσανε. Τη στιγμή που τις πλησίασα ήρθε και η σερβιτόρα με τους καφέδες. Για μένα είχε πάρει φραπέ αλλά εκείνη είχε πάρει Νες ενώ η Χριστιάνα κατά τα φαινόμενα είχε ζητήσει τσάι. Πήγα και κάθισα δίπλα στη Φοίβη.

    - «Μόνοι μας θα πάμε τελικά. Ελένη και Τάσος θα βγουν με Vasily και Αναστασία, την κοπέλα που δουλεύει στη βιβλιοθήκη. Η Μαρία έχει να πάει σε ένα γάμο σήμερα και ο Νίκος είναι από εχθές στο Ρέθυμνο.»
    - «Κρίμα αλλά δεν πειράζει. Πώπω, θέλω να χορέψω!» είπε η Φοίβη.
    - «Κι εγώ! Δεν έχω πάει ποτέ Μπάχαλο! Η Ραφιναρία δεν προσφέρεται ακριβώς για χορό παρά τον τεράστιο χώρο της.»
    - «Ναι, θα συμφωνήσω. Πολύ industrial για τα γούστα μου» συμφώνησε η Φοίβη. «Το μπάχαλο θα σ’ αρέσει, παρόλο που κατά βάση είναι καλοκαιρινό κλαμπ, έχει πίστα για χορό και θυμίζει ντισκοτέκ, δηλαδή από αυτό που έχω δει ντισκοτέκ σε ταινίες. Δεν έχω πάει ποτέ ντισκοτέκ, πολύ θα ήθελα να πάω!»
    - «Έχει στην Αθήνα!» είπε η Χριστιάνα. «Εγώ μάνι-μάνι ξέρω δύο πολύ καλές, την Αυτοκίνηση στον Παράδεισο Αμαρουσίου και την Boom-Boom στην Καστέλα. Δεν έχω πάει στην Αυτοκίνηση, έχω πάει όμως στην Boom-Boom! Είναι σα να μπαίνεις σε αμερικάνικη ταινία. Είναι απίθανη και παίζει μόνο ‘7os και early ‘80s.»
    - «Ουφ!» είπε ξεφυσώντας η Φοίβη. «Τώρα μου άναψες φωτιές, θέλω να πάω κι εγώ! Πότε θα τα προλάβω όλα, μου λέτε;»
    - «Στις 20 το απόγευμα δεν έχεις κλείσει εισιτήριο για Χίο;» τη ρώτησα. «20 είναι Δευτέρα, το είχα δει, μπορούμε Σάββατο να πάμε Παλένκε και Κυριακή να πάμε Boom- Boom ή Αυτοκίνηση ή τ’ ανάποδο.»
    - «Αμέ!» είπε η Φοίβη χτυπώντας ενθουσιωδώς παλαμάκια. «Χριστιάνα, θέλεις να έρθεις κι εσύ;»
    - «Χαχαχα, εσύ έχεις βάλει στόχο να μη με δουν καθόλου οι δικοί μου!» απάντησε η Χριστιάνα.
    - «Θα σε δουν μετά! Τόσες μέρες θα κάτσεις!»
    - «Καλά, θα δούμε» απάντησε η Χριστιάνα χαμογελώντας.
    - «Όχι θα δούμε! Θα πάρεις την Κατερίνα και θα έρθετε!» συνέχισε απτόητη η Φοίβη.
    - «Η Κατερίνα δε θα έρθει Αθήνα στις 17 που υπολόγιζε αρχικά. Το είχε ξεχάσει, αλλά έχει πρόοδο στις 18 του μήνα. Λογικά θα φύγει στις 18 το βράδυ αλλά πρώτη μέρα δε νομίζω να πάει πουθενά χωρίς το Βαγγέλη.»

    Ήπιαμε τους καφέδες μας με χαλαρή κουβεντούλα και η ώρα πέρασε χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι. Κοίταξα το ρολόι μου και σφύριξα, η ώρα είχε πάει 19:30.

    - «Κοριτσάρες μου, έχει πάει 19:30, την κάνουμε σιγά-σιγά;»
    - «Αμάν!» είπε η Φοίβη και πετάχτηκε σαν το ελατήριο.
    - «Κάτσε βρε σίφωνα, να πληρώσουμε κιόλας!»
    - «Δικά μου!» μας δήλωσε η Χριστιάνα σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση.

    Φύγαμε από τα Λιοντάρια και γύρω στις οκτώ παρά φτάσαμε στην πλατεία της Φορτέτσας όπου θα αφήναμε την Χριστιάνα. Της υπενθύμισα ότι θα περνούσαμε να την πάρουμε γύρω στις 23:30. Τη χαιρετήσαμε και ξεκινήσαμε για το σπίτι της Φοίβης.

    - «Ανδρέα, πάμε στο δικό σου, θέλω να χωθώ στο νερό, θέλω μπανιέρα!»
    - «Κι εγώ;»
    - «Εσύ θα κάνεις υπομονή και ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός!» μου δήλωσε.
    - «Θα χρειαστεί να περιμένουμε να ζεσταθεί το νερό» της υπενθύμισα.
    - «Κάτι θα βρούμε να κάνουμε στο ενδιάμεσο» μου είπε παιχνιδιάρικα.

    Εμ, πες μου έτσι!

    Πέντε λεπτά αργότερα μπήκαμε στο σπίτι μου. Άνοιξα το θερμοσίφωνα και εκεί μου όρμισε η Φοίβη. Με κόλλησε κυριολεκτικά στον τοίχο και γονάτισε μπροστά μου, κατεβάζοντας με δύναμη το παντελόνι μου και το εσώρουχό μου. Μιλάμε για λύσσα, όχι αστεία. Έκλεισα τα μάτια μου όταν με πήρε στο στόμα της με ενθουσιασμό. Έβαλα το χέρι μου στο κεφάλι της και το πίεσα προς το μέρος μου, καρφώνοντας το όργανό μου σχεδόν μέχρι το λαιμό της.

    - «Έλα μαζί μου» της είπα σταματώντας την και βοηθώντας την να σηκωθεί. Πήγαμε μέσα στο δωμάτιο και την έγδυσα σε χρόνο ρεκόρ. Όταν γδύθηκα κι εγώ χωθήκαμε κάτω από τα σκεπάσματα και αρχίσαμε να φιλιόμαστε. Το χέρι μου πήγε κατευθείαν κάτω, ήταν μούσκεμα. «Θέλω να δοκιμάσουμε κάτι» της είπα και την έβαλα να γυρίσει πλάτη προς εμένα. Έπιασα το όργανό μου και προσεκτικά το οδήγησα μέσα στον κόλπο της κερδίζοντας ένα βογγητό ηδονής.

    Το δεξί μου χέρι ήταν κάτω από το λαιμό της αλλά το αριστερό ήταν ελεύθερο και το χρησιμοποίησα για να τη χουφτώσω δυνατά στο ένα στήθος ενώ ταυτόχρονα καρφώθηκα μέσα της, κερδίζοντας ακόμα ένα δυνατό βογγητό. Αν και όχι πολύ βολική, ήταν υπέροχη σα στάση. Η Φοίβη είχε απίθανα στήθη και μου άρεσε να τα μαλάζω και να τους τσιμπάω τις ρόγες και ήταν και ο λόγος που η πιο συνηθισμένη μας στάση ήταν το lady on top.

    - «ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥ…. ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» την άκουσα να φωνάζει ενώ μπαινόβγαινα μέσα της με όση δύναμη μπορούσα, μαλάζοντάς της ταυτόχρονα το ένα στήθος. «ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥ… ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ»

    Δεν κατάφερνα πάντα να την κάνω να τελειώσει και αυτό πάντα μου χαλούσε λιγάκι τη διάθεση παρά τις διαβεβαιώσεις της ίδιας ότι ο οργασμός της ήταν απλά το κερασάκι στην τούρτα και πως η τούρτα ήταν που είχε αξία. That was not the case αυτή τη φορά, αυτή τη φορά του έδωσε και κατάλαβε.

    - «ΑΝΔΡΕΑΑΑΑΑΑΑΑ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» είπε και τεντώθηκε το σώμα της. Εγώ είχα ώρα ακόμα οπότε χαμήλωσα το ρυθμό μου.
    - «Σ’ αρέσει Φοίβη μου;»
    - «Πολύ… πολύ… είναι υπέροχο… Αααχ…»

    Πάνω στον ενθουσιασμό μου μού βγήκε απ’ έξω αλλά όταν πήγα να τον ξαναβάλω μέσα αστόχησα, κερδίζοντας πάλι ένα δυνατό βογγητό της, πόνου αυτή τη φορά. Στην αρχή δεν κατάλαβα τι έγινε και σταμάτησα.

    - «Τι έπαθες;» τη ρώτησα.
    - «Εχμ, μπήκες χωρίς προετοιμασία πάλι και από εχθές είναι λίγο ευαίσθητος!»
    - «Αμάν; Πίσω σου μπήκα;» τη ρώτησα με μια δόση πανικού κάνοντάς την να βάλει τα γέλια.
    - «Δεν το κατάλαβες;» με ρώτησε, ακόμα γελώντας.
    - «Ειλικρινά, όχι. Συγνώμη μωρό μου»
    - «Τι συγνώμη βρε χαζούλη;» μου είπε και μετά συνέχισε πιο παθιασμένα «Μη σταματάς όμως…»

    Ξεκίνησα και πάλι να κινούμαι -αρκετά πιο σιγά τώρα που κατάλαβα που είχα μπει- προσπαθώντας να καταλάβω πόσο την πονούσα. Συνέχισα σε αυτό τον αργό ρυθμό, μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά κάθε φορά. Όταν τα βογγητά της άρχισαν να γίνονται αυτά της ηδονής, άρχισα να επιταχύνω και πάλι. Μιας και είχα μπει από πίσω της δε χρειαζόταν να τραβηχτώ κιόλας και αυτό επέτεινε την καύλα μου. Άρχισα να κινούμαι όλο και πιο γρήγορα και έσφιγγα και μάλαζα το στήθος της όλο και πιο δυνατά μέχρι που κατάλαβα ότι έφτασα στο σημείο της μη επιστροφής και καρφώθηκα για τελευταία φορά μέσα της, μη μπορώντας να συγκρατήσω και τα δικά μου βογγητά.

    - «ΑΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩ…ΑΑΑΑΑΧ» φώναξα ενώ το όργανό μου άδειαζε με σπασμούς μέσα της. Ήταν υπέροχο, όταν τελείωνα από πίσω της, η τελική αίσθηση ήταν ανώτερη από αυτή του στοματικού. Καλά, δε συζητάμε για τις δύο φορές που είχα τελειώσει παίρνοντάς την κανονικά, εκείνοι οι οργασμοί ήταν πέραν κάθε συγκρίσεως.

    Όταν τραβήχτηκα η Φοίβη γύρισε και μου έδωσε ένα φιλάκι και μετά πήγε καρφί στο μπάνιο. Άκουσα το καζανάκι και όταν βγήκε από την τουαλέτα πήγα κι εγώ μέσα με τη σειρά μου για να πλυθώ παρά το γεγονός ότι δεν είχα λερωθεί.

    Οι περιπτύξεις μας είχαν κρατήσει πολλή ώρα, όταν τελειώσαμε ο θερμοσίφωνας είχε ζεστάνει το νερό και η Φοίβη πήγε μέσα και αφού γέμισε την μπανιέρα με νερό και αφρούς χώθηκε μέσα της. Μ’ αρέσει κι εμένα το ζεστό νερό, δε λέω, αλλά αν έμπαινα κι εγώ μέσα θα γινόμουν βραστό κοτόπουλο, απορώ πως το άντεχε το δέρμα της.

    Επειδή θα έτρωγε αρκετή ώρα στο μπάνιο και μην έχοντας τι άλλο να κάνω, πήρα την κιθάρα και άρχισα να παίζω.
    - «Ναιιιιιιιι» άκουσα μέσα από το μπάνιο τη Φοίβη να φωνάζει και να χτυπάει παλαμάκια. Χαμογέλασα και συνέχισα να παίζω κλασσικά κομμάτια. Κάθισε μια ώρα μέσα, όταν τελείωσε είχε πάει σχεδόν 22:00. Σοφά ποιώντας είχα αφήσει το θερμοσίφωνα αναμμένο κι έτσι είχε νερό όταν μπήκα να κάνω ντουζ. Σε αντίθεση με τη Φοίβη εγώ τελείωσα γρήγορα. Όταν βγήκα την είδα ντυμένη με τη φόρμα της ακόμα και απόρησα.
    - «Δε θα ετοιμαστείς;»
    - «Θα ετοιμαστώ σπίτι μου. Τώρα απλά στέγνωσα τα μαλλιά μου. Άντε, ντύσου, τι περιμένεις;»
    - «Aye-aye Sir!» της είπα και πήγα να ετοιμαστώ στα γρήγορα. Το ντύσιμό μου ήταν απλό, τζιν παντελόνι και από πάνω πουκάμισο και από μέσα ένα κοντομάνικο μπλουζάκι. Έβαλα το αποσμητικό μου και φύγαμε για να πάμε σπίτι της. Η Φοίβη πήγε στο δωμάτιό της σα σίφωνας και έτσι ήμουν εγώ που έβαλα φαγητό στην αγέλη της. Άφησα Σίμπα και Μάκη/Τάκη/Σάκη να τρώνε -και είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ο Μάκης είναι θηλυκό- και πήγα μέσα. Πεινούσα πάλι. «Φοίβη, λέω να φτιάξω κανένα τοστ να φάω, θέλεις;»
    - «Ναι, φτιάξε και για μένα!» μου είπε από μέσα από το δωμάτιό της.

    Έβαλα την τοστιέρα να ζεσταίνεται και αφού άλειψα με λίγο βούτυρο έξι ψωμάκια του τοστ, έκοψα και τρεις ροδέλες από μια τομάτα, και συμπληρώνοντας με τυρί και μορταδέλα, έβαλα τα τοστ να ψήνονται. Είχα ξεκινήσει να τρώω όταν βγήκε η Φοίβη από το δωμάτιο για να κάτσει στο σαλόνι να βαφτεί. Αυτή τη φορά είχε επιλέξει ένα υπέροχο μαύρο φόρεμα που έφτανε μέχρι το ύψος των γονάτων. Είχε δυο λεπτές τιράντες και το μπούστο τόνιζε και επιδείκνυε υπέροχα τα -όπως έχω δηλώσει επανειλημμένα- απίθανα στήθη της. Το φόρεμα το συμπλήρωναν μαύρες, κλειστές, χαμηλοτάκουνες γόβες χωρίς καλτσόν. Ήταν υπέροχη, ΥΠΕΡΟΧΗ!

    Έφαγε το τοστ της και όταν πήγα να ξεπλύνω τα πιάτα άρχισε να βάφεται. Έχει πολύ όμορφο δέρμα και, ούσα ροδομάγουλη, χρειάζεται ελάχιστον make-up. Μου άρεσε πολύ η σκιά που άπλωσε στα μάτια της, όπως και αυτό το απίθανο κόκκινο με το οποίο έβαψε τα χείλη της. Όταν τέλειωσε είχε πάει 23:15, οπότε αφού χαζολογήσαμε ακόμα ένα δεκάλεπτο, κινήσαμε να πάρουμε τη Χριστιάνα.

    Όταν φτάσαμε, η Φοίβη της χτύπησε το κουδούνι. Κάτι της είπε η Χριστιάνα και η Φοίβη γύρισε προς τα εμένα. Κατέβασα το παράθυρο. «Μας είπε αν θέλουμε να ανέβουμε, θέλει λίγη ώρα ακόμα.»
    - «Ανέβα εσύ να τη βοηθήσεις, αν είναι. Εγώ θα σας περιμένω εδώ!»
    - «Σίγουρα; Μπορεί να μας πάρει λίγη ωρίτσα!»
    - «Πήγαινε καρδούλα μου, σας περιμένω.»

    Ανέβηκε πάνω αφήνοντάς με στο αυτοκίνητο. Δεν ξέρω πως μου ήρθε, αλλά όσο περίμενα, βγήκα από το αυτοκίνητο και πήγα στο περίπτερο της πλατείας και πήρα ένα πακέτο τσίχλες. Γύρισα στο αυτοκίνητο αλλά δε μπήκα μέσα, κάθισα απ’ έξω μασουλώντας μια τσίχλα. Πάντως, σε αντίθεση με τις όποιες ανησυχίες μου ότι μάλλον κακώς κάθισα μόνος μου να τις περιμένω και πως θα με πιάσουν τα μεσάνυχτα, ούτε δέκα λεπτά αργότερα κατέβηκαν γελαστές και οι δυο τους. Όταν είδα την Χριστιάνα μου κόπηκε η ανάσα, μπορεί η Φοίβη μου -παρότι η ίδια αρνείται να το δει- να είναι ένα κουκλί αλλά η Χριστιάνα είναι το κάτι άλλο. Φορούσε και εκείνη ένα μαύρο κοντό φόρεμα με δικτυωτό καλσόν και μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες, ήταν σα να έχει αποδράσει από φωτογραφία περιοδικού μόδας.
    - «Κλείσε το σαγόνι σου, λυσσάρη!» μου είπε πειρακτικά η Φοίβη.
    - «Τι κούκλες θα συνοδεύσω εγώ σήμερα;» είπα σχεδόν εκστασιασμένος. «Το τι κατάρα έχω να φάω, δε λέγεται!»
    - «Να σκάσουν οι οχτροί μας!» είπε με στόμφο η Χριστιάνα και πέρασε στο πίσω κάθισμα που τους άνοιξα.
    - «Ανδρέα, σε πειράζει να κάτσω κι εγώ πίσω;» με ρώτησε η Φοίβη.
    - «Όχι μωρό μου δεν με πειράζει. Πέρνα!» της έκανα και η Χριστιάνα έκανε πιο μέσα και κάθισε δίπλα της η Φοίβη. Έφερα το κάθισμα στη θέση του και, αφού έκλεισα την πόρτα του συνοδηγού, έκανα το γύρο του αυτοκινήτου και άνοιξα την πόρτα και κάθισα στη θέση μου. Έβαλα ζώνη και ξεκινήσαμε. Γύρω στα 40 λεπτά αργότερα ήμασταν έξω από το Μπάχαλο. Κρίνοντας από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα είχε πολύ κόσμο. Βγήκα και τράβηξα τη θέση μου ώστε να περάσουν έξω τα κορίτσια, καθώς εκεί που κατόρθωσα τελικά να βρω να παρκάρω, δεν άνοιγε η πόρτα του συνοδηγού. Πέρασαν και οι δύο έξω, πρώτα η Χριστιάνα και μετά η Φοίβη, και πήγαμε στην είσοδο.

    - «Βρε! Η χορευταρού!» είπε χαμογελώντας μέχρι τα αφτιά ο πορτιέρης, τη θυμόταν ακόμα.
    - «Σήμερα έφερα και δεύτερη χορευταρού μαζί μου! Θα το κάψουμε!» του δήλωσε η Φοίβη.
    - «Δώστε του να καταλάβει!» της είπε χαμογελαστός και περάσαμε μέσα. Αυτή τη φορά δεν βρήκαμε τραπέζι, υπήρχαν όμως θέσεις στο μπαρ, οπότε πήγαμε εκεί και καθίσαμε, παραγγέλνοντας τα ποτά μας.
    - «Ένα white Russian για μένα» είπε η Χριστιάνα.
    - «Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Φοίβη.
    - «Βότκα με Kahlua και κρέμα γάλακτος.»
    - «Θέλω κι εγώ!» είπε χτυπώντας παλαμάκια! «Κι εμένα το ίδιο!» είπε στο barman.
    - «Δε γαμιέται» είπα κι εγώ. «Κάνε τα τρία!»

    Λίγη ώρα αργότερα έφερε τα ποτά μας.

    - «Στην υγειά μας!» είπα και τσουγκρίσαμε.
    - «Αχ, αυτό είναι υπέροχο!» είπε η Φοίβη πίνοντας μια γουλιά.
    - «Είναι, αλλά σιγά-σιγά» την προειδοποίησε η Χριστιάνα. «Μπορείς να γίνεις κουδούνι χωρίς να το καταλάβεις!»

    Ξαφνικά, τα φώτα χαμήλωσαν, και η lounge μουσική που έπαιζε μέχρι εκείνη τη στιγμή σταμάτησε για μερικές στιγμές.

    Now I have the time of my life ξεκίνησε η μουσική και η Φοίβη χτύπησε πάλι ενθουσιωδώς παλαμάκια. «Dirty dancing!!!!» φώναξε με ενθουσιασμό και αρπάζοντας την Χριστιάνα κίνησε προς την πίστα. Η τελευταία, όχι ότι θα μπορούσε να κάνει αλλιώς όπως την γράπωσε η Φοίβη μου, αλλά την ακολούθησε με ανάλογο ενθουσιασμό. Στην πίστα πάνω είχε ανεβεί κόσμος και όταν τα κορίτσια έφτασαν εκεί, το τραγούδι είχε μπει στο πιο γρήγορο μέρος του.

    I've been waiting for so long.
    Now I've finally found someone to stand by me.
    We saw the writing on the wall,
    as we felt this magical fantasy

    Now with passion in our eyes
    There's no way we could disguise it secretly.
    So, we take each other's hand,
    'cause we seem to understand the urgency!

    Του έδωσαν και κατάλαβε, αυτό έχω να πω. Δεν ήταν μόνο η Φοίβη απίθανη χορεύτρια, το ίδιο ήταν και η Χριστιάνα. Κούκλες και οι δυο τους, έδωσαν κανονική παράσταση, ουσιαστικά χόρεψαν όπως ο Swayze με την Grey, μόνο τη σκηνή που σήκωσε την Grey ψηλά δεν έκαναν. Σόου κανονικό. Η μεταξύ τους χημεία ήταν απίστευτη και όμως αντί για ζήλεια ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.

    Χόρεψαν αρκετή ώρα, και παρόλο που ήθελα κι εγώ να χορέψω δεν πήγα, αφενός γιατί κάποιος θα έπρεπε να προσέχει τα ποτά και αφετέρου γιατί ήθελα να τις αφήσω να δώσουν παράσταση. Αρκέστηκα στο να τις τρώω με τα μάτια. Πρέπει να είχε περάσει γύρω στη μία ώρα και η μουσική είχε γίνει πιο mainstream, όταν τα κορίτσια έφυγαν από την πίστα και γύρισαν στο μπαρ. Ήταν και οι δύο ξαναμμένες.

    - «Αχ, είναι υπέροχα!» είπε η Φοίβη πίνοντας σχεδόν μονορούφι το ποτό της, ξεχνώντας τις συμβουλές της Χριστιάνας.
    - «Ουφ! Έχω σκάσει!» είπε η Χριστιάνα, πίνοντας και εκείνη μονορούφι το ποτό της. Δάσκαλε που δίδασκες…
    Δεδομένου ότι μία ώρα είχα πιει κι εγώ το δικό μου ποτό, παραγγείλαμε ένα ακόμα γύρο white Russian. Μας τα έφερε και μας έφερε και τρία σφηνάκια. «Κερασμένα» είπε.
    - «Από ποιον;» τον ρώτησα.
    - «Από το μαγαζί!» είπε χωρίς να δώσει περισσότερες πληροφορίες. Μύρισα το σφηνάκι, πρέπει να ήταν σναπς ή κάτι τέτοιο. Ήπιαμε και οι τρεις τα σφηνάκια μας και τα ακουμπήσαμε στο μπαρ.

    Καθίσαμε κάμποση ώρα και χαζολογούσαμε, όταν άρχισε να γυρνάει τη μουσική στο πιο λάτιν. Αυτή τη φορά ήταν η Χριστιάνα που άρπαξε την Φοίβη και πήγανε στην πίστα για να συνεχίσουν την παράσταση. Του έδωσαν πάλι και κατάλαβe και όταν το γύρισε και σε disco τις ακολούθησα κι εγώ στην πίστα.

    You are the dancing queen,
    Young and sweet, only seventeen.
    Dancing queen, feel the beat of the tambourine, oh yeah.
    You can dance, you can jive,
    having the time of your life.
    Who’s that girl?
    Watch the seen,
    digging the dancing queen.

    Μόνο που αυτή τη φορά οι βασίλισσες ήταν δύο, όχι μία. Ο DJ το ‘χε ρίξει στις Abba.

    There was something in the air that night,
    The stars were bright, Fernando!
    They were shining there for you and me,
    For liberty, Fernando!
    Though I never thought that we could lose
    There's no regret!
    If I had to do the same again
    I would, my friend, Fernando
    Yes, If I had to do the same again
    I would, my friend, Fernando

    Παρά το γεγονός ότι δεν είχα ούτε κατά διάνοια το ταλέντο τους στο χορό, τις ακολούθησα. Μετά τη disco το γύρισε σε rock ‘n’ roll and babe, I was game!

    Lucille, please come back to where you belong.
    Lucille, please come back to where you belong.
    I been good to you, baby, please, don't leave me alone!

    Έπαιξε για πολύ ώρα rock ‘n’ roll και όταν τελείωσε ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα. Και εκεί, Φοίβη και Χριστιάνα με πήραν αγκαλιά και μου έσκασαν η κάθε μία ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο. Κοκκίνησα, μου έφυγε η ούγια, δεν το περίμενα με την καμία. Και όχι τίποτε άλλο, αλλά το όργανό μου ήταν και σε λάθος θέση και οι απότομες καύλες αποδείχτηκαν πολύ επίπονες.

    Γυρίσαμε στο μπαρ, όπου μας περίμενε και δεύτερος γύρος κεράσματος. Ήπια το σναπ αλλά επειδή είχα να οδηγήσω, δεν ακολούθησα τα κορίτσια στο τρίτο ποτό. Ο DJ δεν μου έδειξε κανένα έλεος, λίγη ώρα αργότερα έβαλε τη Billie Jean και οι δυο τους ξαμολήθηκαν πάλι στην πίστα, ξεκινώντας τον τρίτο γύρο της παράστασης που έδωσαν εκείνη την ημέρα. Έβγαλαν και οι δύο τις γόβες τους και του έδωσαν και κατάλαβε και όχι τίποτε άλλο αλλά σήμερα είχε ακόμα περισσότερο κόσμο. Η Φοίβη έκανε πάλι το moonwalk και ο κόσμος άρχισε πάλι να φωνάζει με ενθουσιασμό και να χειροκροτεί. Παρόλο που είχε κι άλλο κόσμο στην πίστα, είχαν ανοίξει γύρω τους ένα μεγάλο κύκλο και άφησαν τις δυο τους να ξελυσσάξουν. Ο LJ τις ακολουθούσε παντού και ο DJ έδωσε και αυτός τον καλύτερό του εαυτό.

    Όταν είχαν σχεδόν ξεθεωθεί στο χορό, έβαλαν τις γόβες τους και γύρισαν στο μπαρ που καθόμουν, στο οποίο ακολούθησε και τρίτος γύρος κεράσματος.

    Καθίσαμε μέχρι τις 05:00 το πρωί, μέχρι που οι δυο τους είχαν γίνει τελείως κουδούνια από τα κεράσματα και δεν μπορούσαν να πάρουν τα πόδια τους. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και κάθισαν πάλι και οι δυο τους πίσω. Αναστέναξα και ξεκίνησα, μέχρι να φτάσουμε στα σπίτια μας, είχαν κοιμηθεί η μία αγκαλιά με την άλλη.

    Όταν φτάσαμε Φορτέτσα τις ξύπνησα για να ανέβει η Χριστιάνα στο σπίτι της.

    - «Φτάσαμε;» ρώτησε νυσταγμένη η Χριστιάνα.
    - «Ναι, φτάσαμε!» τους είπα.
    - «Δεν πάω σπίτι μου απόψε!» δήλωσε η Φοίβη, ακόμα ντίρλα.
    - «Βρε άσε το κορίτσι να πάει να κοιμηθεί!»
    - «Δεν πάω σπίτι μου απόψε» είπε, εξίσου ντίρλα, και ο έτερος καπαδόκης.
    - «Δεν πάει σπίτι της απόψε η μία, δεν πάει σπίτι της απόψε η άλλη! Εγώ όμως θέλω να πάω σπίτι μου, νυστάζω!»
    - «Ναιιιι, πάμε!» είπε η Φοίβη.
    - «Ναι!!!!!» υπερθεμάτισε η Χριστιάνα.
    - «Ρε σοβαρευτείτε!» είπα προσπαθώντας να τις επαναφέρω στην τάξη, με μισή καρδιά είναι η αλήθεια, γιατί η τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα είχε γίνει ξαφνικά τρομερά ενδιαφέρουσα.
    - «Εμπρός Ανδρέα για μια Ελλάδα νέα!» ξεκίνησε η Χριστιάνα και έβαλαν και οι δύο τα γέλια.
    - «Ο ήλιος ο πράσινος, ο ήλιος που ανατέλλει μας οδηγεί!» ξεκίνησε να τραγουδάει σουρωμένα η Φοίβη.
    - «Καλά, να μου τα πείτε αυτά όταν σας έρθει το hang over» είπα και ξεκίνησα για το σπίτι μου. Φτάσαμε και πάρκαρα απέξω. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Πήρα πρώτα τη μία και μετά την άλλη, που κουτουλούσαν και δεν μπορούσαν να πάρουν τα πόδια τους, και τις άφησα στον καναπέ. Πήγα μέσα στο δωμάτιο και ξέστρωσα τα σεντόνια και τις μαξιλαροθήκες και έβαλα καινούργια. Άνοιξα την ντουλάπα, έβγαλα την πιτζάμα της Φοίβης και έψαξα και βρήκα ένα μακρυμάνικο φούτερ και μια παλιά μου φόρμα για τη Χριστιάνα, στην οποία, ούσα κοντά στο 1,80 σε ύψος, δε θα έπεφτε τεράστια. Έστρωσα το κρεβάτι και πήρα μέσα την Φοίβη και την βοήθησα να ξεντυθεί και να βάλει τις πιτζάμες της. Μετά, επειδή δεν μπορούσα να κάνω το ίδιο με τη Χριστιάνα, πήγα τη Φοίβη μέσα στην τουαλέτα και την έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο. «Πρέπει να βοηθήσεις τη Χριστιάνα να αλλάξει» της είπα. «Φοίβη, συγκεντρώσου!»
    - «Ναι… ναι…» μου είπε με τρόπο που δε με έκανε να νιώσω ιδιαίτερη σιγουριά. Τη βοήθησα να πάμε τη Χριστιάνα μέσα, Χριστιάνα η οποία το είχε ρίξει στο τραγούδι και έκλεισα την πόρτα. Άφησα να περάσει λίγη ώρα και χτύπησα την πόρτα. Καμία απόκριση. Χτύπησα ξανά την πόρτα. Τίποτα. Άνοιξα την πόρτα, η Χριστιάνα είχε πέσει με τα ρούχα και η Φοίβη με την πιτζάμα, την είχε πάρει αγκαλιά και κοιμόντουσαν του καλού καιρού, πάνω από τα σκεπάσματα.
    - «Χριστιάνα… Χριστιάνα!» φώναξα δυνατά και άνοιξε τα μάτια της προσπαθώντας να εστιάσει. «Αν δε θέλεις να αλλάξεις, τουλάχιστον μπείτε κάτω από το πάπλωμα. Φοίβη! Φοίβη!»

    Η Χριστιάνα σα να άρχισε να στροφάρει λίγο.

    - «Σου έχω αφήσει μια φόρμα μου και ένα μακρυμάνικο φούτερ. Θα τα φορέσεις ή θα στα φορέσω εγώ με το ζόρι;» τη ρώτησα σε σοβαρό τόνο.
    - «Θα τα φορέσω… θα τα φορέσω» είπε.
    - «Ωραία, βγαίνω να αλλάξεις με την ησυχία σου. Χώσου κάτω από το σκέπασμα και όταν τελειώσεις θα σκεπάσω και την άλλη ωραία κοιμωμένη» είπα και έκλεισα την πόρτα.

    Χτύπησα πάλι μετά από πέντε λεπτά και άκουσα τη Χριστιάνα να μου λέει να περάσω.

    - «Εσύ που θα κοιμηθείς;» με ρώτησε όταν πέρασα μέσα και, με κάποια δυσκολία, έβαλα και τη Φοίβη κάτω από τα σκεπάσματα.
    - «Στο σαλόνι, που να κοιμηθώ;»
    - «Όχιιιιιι, αγκαλίτσα» είπε η Φοίβη που ξύπνησε ξαφνικά.
    - «Τι αγκαλίτσα βρε; Δε χωράμε και οι τρεις!»
    - «Χωράμε! Αμέ!» είπε και στρίμωξε τη Χριστιάνα στη γωνία.
    - «Αμέ! Μια χαρά!» υπερθεμάτισε ο έτερος μεθύστακας.
    - «Χριστιάνα μουυυυυυυυ» φώναξε η Φοίβη και παίρνοντας αγκαλιά τη Χριστιάνα τη φίλησε με πάθος. Η Χριστιάνα ήταν ακόμα πολύ μεθυσμένη για να δώσει σημασία στην παρουσία μου και ανταπέδωσε με ενθουσιασμό.
    - «Για συμμαζευτείτε, είμαι κι εγώ εδώ!» είπα προσπαθώντας να τις συμμαζέψω. Δεν είχα καμία αμφιβολία ότι αν ήθελα τρίο θα μπορούσα εδώ και τώρα αλλά όχι με τρόπο που θα μου επέτρεπε να κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη χωρίς να θέλω να τον φτύσω.
    - «Ανδρέα μουυυυυυυυ, φιλάκι» είπε γυρίζοντας προς τα μένα η Φοίβη. «Φιλάκιιιιιιιιι».

    Τι να κάνω, της έδωσα και εκείνης ένα φιλάκι. Η Χριστιάνα γύρισε προς τον τοίχο και η Φοίβη γύρισε προς τη Χριστιάνα αγκαλιάζοντας την κουτάλα. Δεν θα πω ότι ήταν και το πιο άνετο τρεις σε ένα ημίδιπλο, ωστόσο κατάφερα με τα πολλά να στριμωχτώ κι εγώ χωρίς να είμαι ο μισός απ’ έξω.

    Κατά τα φαινόμενα ήμουν ο μόνος που είχε απομείνει ξύπνιος, η δυο κιουρίες κοιμόντουσαν του καλού καιρού. Τώρα ήταν πολύ σουρωμένες για να συνειδητοποιήσουν το σουρεαλιστικό της κατάστασης, ωστόσο κάποια στιγμή θα ξυπνούσαν, το πιθανότερο με hang over.

    Χαμογέλασα στη σκέψη. Η αλήθεια να λέγεται, είχαμε περάσει υπέροχα τη βραδιά και στο τέλος της οι δύο σουσουράδες είχαν γίνει ντίρλα. Το φιλί που είχαν δώσει η μία στην άλλη πριν από μερικά λεπτά με είχε κάνει πύραυλο. Και εκεί συνειδητοποίησα ότι κατουριέμαι. Βλαστημώντας, σηκώθηκα και πήγα στην τουαλέτα και χάρη στις απίστευτες καύλες που είχα, μου πήρε γύρω στο δεκάλεπτο μέχρι να καταφέρω να κατουρήσω. Γύρισα στο κρεββάτι και στριμώχτηκα πάλι όπως-όπως.

    Ω ναι, το ξύπνημα θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον!

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  2. iDontKnow

    iDontKnow Regular Member

    Yayyyyyy, 2 σε μια βδομάδα! Santa came through!  
     
  3. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 20ο
    (Φοίβη)

    Άνοιξα με μεγάλη δυσκολία τα μάτια μου. Τεράστιο λάθος, το δωμάτιο γύριζε. Τα έκλεισα και τα κράτησα σφαλιστά κλειστά να μου περάσει η ζαλάδα. Και είχα δει τόσο περίεργο όνειρο, ότι ήμασταν λέει σπίτι του Ανδρέα και είχαμε κοιμηθεί και οι τρεις στο κρεββάτι.

    Το μόνο που είχα προλάβει να δω είναι η πλάτη του Ανδρέα, ο οποίος μου την είχε γυρίσει και ροχάλιζε του καλού καιρού. Εγώ ήμουν ανάσκελα με το χέρι του στην κοιλιά μου. Του το χάιδεψα τρυφερά. Κάτσε, πώς έχει το χέρι του στην κοιλιά μου αφού μου έχει γυρίσει την πλάτη;

    Άνοιξα πάλι τα μάτια μου. Το ταβάνι γύριζε ακόμα. Τα ξανάκλεισα. Άκουσα ένα γυναικείο μουρμουρητό και ένιωσα το χέρι που ήταν στην κοιλιά μου, και ΔΕΝ μπορούσε να είναι αυτό του Ανδρέα, να με χαϊδεύει. Άνοιξα πανικόβλητη τα μάτια μου, στα δεξιά μου, με την πλάτη στον τοίχο και με το χέρι της πάνω μου, ήταν η Χριστιάνα, η οποία κοιμόταν του καλού καιρού.

    Η καρδιά μου γύρισε κάπως στη θέση της όταν συνειδητοποίησα πως και οι δύο ήμασταν ντυμένες, εγώ με την πιτζάμα μου και η Χριστιάνα με ένα φούτερ. Σήκωσα το πάπλωμα και κοίταξα από κάτω, εγώ φορούσα το κάτω μέρος της πιτζάμας μου και η Χριστιάνα φορούσε μια φόρμα.

    Δεν ήταν όνειρο!!!!

    Ο Ανδρέας, που μου είχε γυρισμένη την πλάτη, ήταν και αυτός ντυμένος με ένα t-shirt ενώ κάτω φορούσε και εκείνος μια φόρμα. Δεν είχα ιδέα πως βρεθήκαμε και οι τρεις μαζί στο κρεβάτι αλλά κατά τα φαινόμενα ήμασταν φρόνιμοι.

    Σκούντησα τον Ανδρέα ο οποίος μουρμούρισε. Τον σκούντησα ξανά και τον άκουσα να μουρμουράει «άσε με ρε μαμά, δεν έχω σχολείο σήμερα!»

    Τρία πουλάκια κάθονται.

    Γύρισα προς τη μεριά της Χριστιάνας. Την σκούντησα ελαφριά και, σε αντίθεση με τον Ανδρέα, άνοιξε τα μάτια της, στην αρχή χωρίς να μπορεί να εστιάσει. Της πήρε κάμποση ώρα να καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά.

    - «Φοίβη;;;» με ρώτησε.
    - «Μη… μη φωνάζεις!» της είπα νιώθοντας το κρανίο μου να πάει να ανοίξει.
    - «Μα δε φώναξα!» είπε. «Ο χριστός και η παναγία, που είμαστε;»
    - «Στο σπίτι του Ανδρέα» της απάντησα. «Μη με ρωτάς το πως και το γιατί, δεν έχω ιδέα!»
    - «Πού είμαστε;» ρώτησε πετάχτηκε ξαφνικά όρθια και διαπίστωσε ότι αυτό που έκανε ήταν εξαιρετικά ατυχής ιδέα. «Ωωωωωχ, το κεφάλι μου!»
    - «Μη φωνάζεις, σε παρακαλώ» της είπα νιώθοντας το δικό μου πάλι να πάει να ανοίξει. «Θέλω μια ασπιρίνη… ή ένα ντεπόν… ή ένα πονστάν… ή οποιοδήποτε γραμμικό ή μη συνδυασμό τους!» είπα ξεψυχισμένα.

    Και εκεί ξύπνησε και ο Ανδρέας.

    - «Καλημέρα, μεθύστακες!» μας είπε.
    - «Μη φωνάζεις… ωωχ… το κεφάλι μου» είπα πάλι.
    - «Ήρθε η ώρα της πληρωμής!» μας είπε. «Και σας το είπα, να πεις ότι δεν σας το είπα. Σταματήστε, μην πίνετε άλλο.»
    - «Χριστέ μου» είπε η Χριστιάνα. «Πόσο ήπιαμε;»
    - «Α, ξύπνησες και εσύ δεσποινίς “δεν πάω σπίτι μου απόψε”;»
    - «Να χαρείς ό,τι αγαπάς, μη φωνάζεις» είπα με πολύ δυσκολία.
    - «Πριν λίγες ώρες που μου τραγουδούσες τον ύμνο του ΠΑ.ΣΟ.Κ ήταν καλά, ε;»
    - «Τι έκανα λέει; Αααχ το κεφάλι μου.»
    - «Καθίστε, πάω να σας φέρω κάτι για το hangover. Μεθύστακες!» είπε ο Ανδρέας και σηκώθηκε από το κρεβάτι.
    - «Πόσο ήπιαμε;» με ρώτησε με κάποια ανησυχία στη φωνή της η Χριστιάνα.
    - «Δεν έχω ιδέα. Δεν έχω ιδέα τι έγινε, η τελευταία μου ανάμνηση από εχθές το βράδυ είναι που χορεύαμε Michael Jackson»
    - «Εγώ κάπου θυμάμαι ότι πήγαμε στο αυτοκίνητο, αλλά πώς βρεθήκαμε εδώ;»¨
    - «Όσα ξέρεις, ξέρω» της είπα. «Δε λες καλά που είμαστε όλοι ντυμένοι;»
    - «Είναι κι αυτό» είπε και συμπλήρωσε «Θεέ μου το κεφάλι μου πάει να σπάσει!»
    - «Κι εμένα… και ανακατεύομαι κιόλας.»

    Εκείνη την ώρα μπήκε ο Ανδρέας με ένα δίσκο με δύο ποτήρια. «Πιείτε το νερό και θα σας φέρω κι άλλο. Έχετε πάθει αφυδάτωση. Ανακατεύεστε; Έχει καμιά σας τάση για εμετό;»
    - «Ναι…» απαντήσαμε ξεψυχισμένα και οι δύο. «Depon;» τον ρώτησα.
    - «Έχω κάτι καλύτερο» είπε και αφού γέμισε τα ποτήρια με νερό πέταξε μέσα μια ταμπλέτα στο καθένα, κάνοντας το νερό να αφρίσει.
    - «Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Alka-Seltzer» της απάντησε μονολεκτικά ο Ανδρέας.

    Όταν οι ταμπλέτες διαλύθηκαν τελείως ο Ανδρέας μας έδωσε τα ποτήρια. «Πιείτε το όλο, μία κι έξω». Ήπιαμε και οι δύο το φάρμακο και του δώσαμε τα ποτήρια μας. «Ξαπλώστε λίγο, θα πάρει γύρω στα 10-15 λεπτά ώστε να αρχίσει να επιδρά το φάρμακο. Στο μεταξύ θα πάω να σας φτιάξω και δύο καφέδες. Ελληνικούς καφέδες και δε θέλω μα-μου, το ξέρω ότι δε σ’ αρέσει Φοίβη, αλλά για το στομάχι είναι ό,τι πρέπει.»
    - «Ανδρέα… πως βρεθήκαμε όλοι εδώ;» τον ρώτησα.
    - «Θα τα πούμε όταν αρχίσετε να συνέρχεστε. Και τώρα ξάπλα και οι δυο, καθίστε και μη μιλάτε για να αρχίσει να σας πιάνει το φάρμακο»

    Βγήκε από το δωμάτιο και μάλλον πήγε προς την κουζίνα.

    - «Μάλλον του δώσαμε και κατάλαβε.» είπα στην Χριστιάνα.
    - «Understatement of the century! » μου απάντησε. Αναστενάξαμε και οι δύο.
    - «Δε λες καλά που ξυπνήσαμε ντυμένες;» είπα εγώ.
    - «Ναι, σχετικά με αυτό… εγώ πώς βρέθηκα με αυτά τα ρούχα; Δε θυμάμαι να άλλαξα.»
    - «Δεν έχω ιδέα» είπα και μου ήρθε το αίμα στο κεφάλι στην ιδέα να την έγδυσε και να την έντυσε ο Ανδρέας. Αλλά από την άλλη… Αν ήθελε να κάνει το οτιδήποτε, μάλλον θα είχαμε ξυπνήσει χωρίς καθόλου ρούχα. Όχι ότι τον είχα ικανό για κάτι τέτοιο, ο Ανδρέας είναι Κύριος με Κ κεφαλαίο. Προτίμησα την εκδοχή της εναλλακτικής εξήγησης αντί να θυμώσω. Όπως έλεγε και το παραμύθι «τον αποψινό θυμό φύλαγέ τον το πουρνό». Αν ήταν να έχω λόγο να θυμώσω, είχα όλο τον καιρό μπροστά μου.
    - «This is awkward» είπε η Χριστιάνα.
    - «Αυτό ξαναπέστο!» της απάντησα.

    Καθίσαμε, η καθεμία βυθισμένη στις σκέψεις της, ενώ ο πονοκέφαλος και η ανακατωσούρα άρχισαν να περνάνε. Θαυματουργό αυτό το Alka-Seltzer! Περάσαν άλλα 20 λεπτά και ένιωσα ότι θα τα κάνω πάνω μου.

    - «Χριστιάνα μου, είσαι σε θέση να σηκωθείς; Θέλω να πάω τουαλέτα, θα σκάσω!»
    - «Ναι, κι εγώ χρειάζεται να πάω τουαλέτα». Ανασηκώθηκε καθιστή. «Οκ, σα να μου έχει περάσει η ζαλάδα. Για δες, μπορείς να σηκωθείς κι εσύ;» με ρώτησε.
    - «Here goes nothing» είπα και ανασηκώθηκα. Σε αντίθεση με το πριν, το δωμάτιο δε στριφογύριζε, ο πονοκέφαλος είχε γίνει αμυδρή ενόχληση και το στομάχι μου είχε ηρεμίσει. «Ρε συ τι είναι τούτο που μας έδωσε;»
    - «Έλα ντε! Πριν από λίγο ένιωθα να έρχεται το τέλος του κόσμου και τώρα σχεδόν δεν νιώθω τον πονοκέφαλο.»
    - «Αν δεν κατουρήσω θα σκάσω!» της είπα και σηκώθηκα από το κρεβάτι.
    - «Κάνε γρήγορα σε παρακαλώ, μία από τα ίδια» άκουσα τη Χριστιάνα να λέει καθώς πήγα σχεδόν τρέχοντας στο μπάνιο. Ίσα που πρόλαβα να καθίσω στη λεκάνη, μερικά δευτερόλεπτα ακόμα και θα τα είχα κάνει πάνω μου. Ένιωσα απίστευτη ανακούφιση ενώ το ρυάκι δεν έλεγε να τελειώσει. Εμ πως να μην έχω πάθει αφυδάτωση, ό,τι υγρό υπήρχε μέσα μου είχε γίνει κάτουρο! Σκουπίστηκα και τράβηξα το καζανάκι. Ήθελα να πλύνω και τα δόντια μου αλλά θυμήθηκα ότι απ’ έξω περίμενε -πιθανότατα διπλωμένη στα δύο- η Χριστιάνα.

    Δεν είχα πέσει έξω!

    Η Χριστιάνα μπήκε με τη σειρά της σα σίφωνας και, κρίνοντας από το πόση ώρα έκανε μέχρι να ακουστεί το καζανάκι θα πρέπει, και εκείνη να κατούρησε τα νεφρά της και πιθανώς το συκώτι της και ίσως και κάποιο κομμάτι από σπλήνα της.

    Την περίμενα να βγει έξω και επιστρέψαμε στο σαλόνι. Εκεί ήρθε λίγο μετά και μας βρήκε ο Ανδρέας με ένα ποτήρι πορτοκαλάδα, ένα τοστ, ένα ελληνικό καφέ, και ένα ποτήρι νερό για την καθεμία μας.

    - «Την πορτοκαλάδα σας πρώτα!» μας δήλωσε σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση.
    - «Ανδρέα…» είπα προσπαθώντας να βρω το κουράγιο να ρωτήσω, καθώς δεν ήμουν καθόλου σίγουρη ότι θα μου άρεσαν οι απαντήσεις ή -για να είμαι πιο ακριβής- οι απαντήσεις που φοβόμουν. «Τι έγινε χθες το βράδυ;»
    - «Γίνατε ντέφια και οι δύο, αυτό έγινε. Αφού πρώτα είχατε δώσει παράσταση, εις τετραπλούν, πρώτα χορεύοντας το “Time of my life”, μετά χορεύοντας Abba και Disco, μετά χορεύοντας rock’n’roll και τέλος με Michael Jackson. Ειδικά το “Girl, you’ll be a woman, soon” θα το θυμούνται όλοι μετά το γλωσσόφιλο που δώσατε στη μέση της πίστας.

    Ξεροκατάπια και το ίδιο έκανε και η Χριστιάνα. Ο Ανδρέας έβαλε τα γέλια.

    - «Μας κοροϊδεύεις;» τον ρώτησα φουρκισμένη.
    - «Λίγο μόνο. Αν εξαιρέσεις το φιλί που ΔΕ δώσατε η μία στην άλλη,» είπε τονίζοντας το ‘ΔΕ’ «όλα τα άλλα έγιναν όπως ακριβώς σας το λέω. Κάνατε show χθες, θα σας θυμούνται για πολύ καιρό. Το πόσα κεράσματα σας έκαναν, έχασα το λογαριασμό, γιατί εγώ σταμάτησα να πίνω μετά το δεύτερο. Εσείς του δώσατε και κατάλαβε παρά τις παρακλήσεις μου να συμμαζευτείτε. Περνούσαμε όμως τόσο υπέροχα που δεν ήθελα να σας το χαλάσω, ωστόσο στο τέλος γίνατε κουδούνια. Μία-μία σηκωτές σας πήγα στο αυτοκίνητο, δεν μπορούσατε να πάρετε τα πόδια σας.»
    - «Και πώς βρεθήκαμε εδώ;» έκανε την ερώτηση του ενός εκατομμυρίου η Χριστιάνα.
    - «Γιατί όταν σε πήγα σπίτι σου» είπε κοιτάζοντας τη Χριστιάνα «άρχισες να μου τραγουδάς -όχι δεν κοιτάζω τη Χριστιάνα, εσένα κοιτάζω Φοίβη που κάνεις την πάπια- «Δεν πάω σπίτι μου απόψε» και κόλλησες και τον έτερο μεθύστακα. Βρε αμάν, βρε ζαμάν εγώ, στην κοσμάρα σας και οι δυο σας. Μετά η χαμηλοβλεπούσα από εδώ…» είπε και έδειξε τη Χριστιάνα «το έριξε στα συνθήματα. Εμπρός Ανδρέα για μια Ελλάδα νέα. Μετά εσύ άρχισες να τραγουδάς τον ήλιο τον πράσινο, προεκλογική συγκέντρωση του ΠΑ.ΣΟ.Κ μου το κάνατε, μόνο τα Carmina Burana έλειπαν. Και όχι τίποτε άλλο αλλά γκαρίζατε και ήταν 6 το πρωί. Τι να κάνω, σας πήρα και τις δύο και σας έφερα σπίτι. Σας πήρα μία-μία και σας άφησα στο σαλόνι και μετά πήγα μέσα και άλλαξα σεντόνια και μαξιλαροθήκες. Μετά, έφερα εσένα μέσα» είπε δείχνοντάς με «και σου έβγαλα το φόρεμα και σου έβαλα τις πιτζάμες. Μετά σε πήρα και σε πήγα στο μπάνιο και σου έριξα νερό στα μούτρα, μπας και ξυπνήσεις λίγο, για να βοηθήσεις τη Χριστιάνα να αλλάξει.»
    - «Α, η Φοίβη με βοήθησε; Ουφ, γύρισε η καρδιά μου στη θέση της!»
    - «Θά ‘θελες» της είπε ο Ανδρέας. «Έκλεισα την πόρτα και περίμενα λίγη ώρα αλλά χτύπησα και δεν πήρα καμία απάντηση. Μπήκα μέσα και είχατε πέσει, πάνω από το πάπλωμα, αγκαλιά η μία με την άλλη και ροχαλίζατε του καλού καιρού. Με τα χίλια ζόρια σε ξύπνησα για να αλλάξεις, απειλώντας σε ότι αν δεν άλλαζες μόνη σου θα το έκανα εγώ για σένα. Τελικά με κάποιο μαγικό τρόπο κατάφερες και άλλαξες και γύρισα στο κρεβάτι για να σας σκεπάσω να κοιμηθείτε.»
    - «Εσύ;» τον ρώτησε πάλι η Χριστιάνα.
    - «Εγώ… οι μπελάδες μου δεν είχαν τελειώσει ακόμα γιατί όταν μου έκανες ακριβώς την ίδια ερώτηση, η κυρά από εδώ άρχισε να φωνάζει «Όχιιιιι αγκαλίτσααααα» όταν σας είπα ότι θα πάω να κοιμηθώ στο σαλόνι. Εσύ μη γελάς, σιγόνταρες με πάθος» της είπε κάνοντας τη Χριστιάνα να κοκκινήσει. «Μετά η Φοίβη γύρισε προς τα σένα και παραλίγο να μου δώσετε παράσταση… Μυτιληνιά, αν με εννοείτε. Σας έβαλα τελικά τις φωνές πριν αρχίσετε να πετάτε τα ρούχα σας, που με τόσο κόπο είχα καταφέρει και τις δυο σας να φορέσετε. Μετά εσύ άρχισες να ζητάς φιλάκια, και τι να σε κάνω; Η Χριστιάνα γύρισε προς τον τοίχο και την πήρες αγκαλιά κουτάλα, οπότε κάπως έτσι περίσσεψε λίγος χώρος και για μένα. Εκεί έπεσε και για μένα ο γενικός.»

    Επικράτησε μουγγαμάρα καθώς καμιά από τις δυο μας δεν είχε να πει κάτι. Είχαμε γίνει αμφότερες κόκκινες σαν τα παντζάρια.

    - «All in all», συνέχισε, «και αν εξαιρέσουμε το σουρεαλιστικό του πράγματος όταν γυρίσαμε, ήταν υπέροχη βραδιά και αν επίσης εξαιρέσουμε τα συμβάντα από τη στιγμή που φύγαμε και μετά, πολύ θα ήθελα να την επαναλάβουμε. Και σας προειδοποιώ, την επόμενη φορά που θα είμαστε έξω οι τρεις μας και σας πω σταματήστε να πίνετε και εσείς συνεχίσετε, θα σας κόψω τα χέρια σύριζα και των δυο σας. Συνεννοηθήκαμε;»
    - «Μάλιστα» απάντησα εγώ και την ίδια απάντηση, με τον ίδιο τόνο, έδωσε και η Χριστιάνα.
    - «Παιδιά, σοβαρά τώρα. Αν ήταν κάποιος άλλος από εμένα, θα μπορούσατε να είχατε κάνει πράγματα που θα σκυλομετανιώνατε για μια ζωή.»

    Εκεί έβαλα τα κλάματα και με ακολούθησε και η Χριστιάνα πρίμο σεκόντο.

    - «Συγνώμη μωράκι μου» του είπα εγώ.
    - «Συγνώμη Ανδρέα που σε φέραμε σε τέτοια θέση» είπε και η Χριστιάνα.
    - «Ελάτε, ησυχάστε τώρα. Ναι, σας μαλώνω, αλλά όχι και να βάλετε τα κλάματα. Και ναι, με φέρατε σε δύσκολη θέση, όχι γιατί αρχίσατε να φιλιέστε και να μπαλαμουτιάζεστε, αλλά γιατί θα προτιμούσα αν είναι να κάνετε κάτι τέτοιο να το κάνετε νηφάλιες και με πλήρη επίγνωση. Αυτός είναι ο λόγος που σας μαλώνω, θέλω να το βάλετε και οι δυο σας, βαθιά, μέσα στα ξερά σας τα κεφάλια.»
    - «Σ’ αγαπάω, είσαι υπέροχος» του είπα κλαίγοντας ακόμα.
    - «Στο έλεγα, δε στο έλεγα;» είπε η Χριστιάνα. «Γι’ αυτό τον συμπαθούσα τόσο πολύ, ήταν πάντα του Κύριος με όλα τα γράμματα κεφαλαία!»
    - «Λοιπόν, σουρτούκες, πιείτε τα καφεδάκια σας, να πάμε μια βόλτα στο ενετικό λιμάνι να σας χτυπήσει και λίγο ο αέρας. Χριστιάνα, θα περάσουμε πρώτα από το σπίτι σου για να αφήσεις το φόρεμά σου και να βάλεις κάτι πιο άνετο. Και μετά πάμε να πιούμε το κανονικό μας καφεδάκι στον Ηριδανό και μετά σας κερνάω πίτσες από το Έβερεστ. Είστε;»
    - «Ναιιιιιιι» είπα χτυπώντας παλαμάκια και ξεχνώντας τις πομπές της.
    - «Σε ευχαριστώ πολύ! Σας ευχαριστώ πολύ! Είστε και οι δύο υπέροχοι!» είπε η Χριστιάνα.
    - «Ναι, είμαστε!» της είπε ο Ανδρέας μου και ακολούθησε νέος γύρος γέλιου.
    - «Λοιπόν, Φοίβη, πήγαινε να αλλάξεις!» μου είπε, όταν τελειώσαμε τους καφέδες μας, και τους άφησα στο σαλόνι και πήγα στο δωμάτιο και έβαλα μια φόρμα, δε μου πήρε παραπάνω από δυο λεπτά. Κατάφερα και έπνιξα το χαμόγελό μου όταν είδα τη Χριστιάνα με φόρμα και γόβες αλλά τι να έκανε; Δεν μπορούσε να φύγει και ξυπόλητη.

    Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και σε 10 λεπτά ήμασταν στη Φορτέτσα. Ευτυχώς δεν είχε γυρίσει ακόμα η Κατερίνα με το Βαγγέλη, θα ήταν πολύ awkward συζήτηση. Η Χριστιάνα ανέβηκε πάνω και γύρισε μετά από δέκα λεπτά. Δε φορούσε φόρμα, επέλεξε ένα απλό τζιν με μια απλή μακρυμάνικη μπλούζα και μια ζακέτα δεμένη στη μέση της. Την αμφίεσή της συμπλήρωνε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια.

    Ούτε δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν στο Ενετικό Λιμάνι. Λόγω της λιακάδας είχε αρκετό κόσμο, ωστόσο σταθήκαμε τυχεροί, φτάσαμε την ώρα που κάποιος ξεπάρκαρε. Κατεβήκαμε και κάναμε όλη τη διαδρομή, μέχρι το τέλος του λιμενοβραχίονα. Την ίδια ακριβώς διαδρομή που είχα κάνει με τον Ανδρέα την επόμενη της πρώτης μας φοράς.

    Καθίσαμε και οι τρεις στην άκρη της προβλήτας με τα πόδια να αιωρούνται πάνω από το νερό. Φυσούσε ελαφρύς νοτιάς, αν δεν ήξερες ότι ήταν Δεκέμβρης θα νόμιζες ότι είναι τέλη Απρίλη με αρχές Μάη.

    - «Ανδρέα… συγνώμη που σε φέραμε σε δύσκολη θέση και…» ξεκίνησε η Χριστιάνα αλλά ο Ανδρέας την έκοψε.
    - «Τα είπαμε αυτά. Δεν λέω, ήταν πολύ περίεργο, αλλά είναι από τις ιστορίες που θα τις λέμε στο μέλλον και θα ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια.»

    Εγώ δεν είπα τίποτα, κοίταζα αμήχανα τα πόδια μου.

    - «Ακόμα ένα milestone της φοιτητικής μου ζωής» είπα με φιλοσοφική διάθεση.
    - «Ανδρέα, σοβαρά ριχτήκαμε η μία στην άλλη χθες το βράδυ ή μας κάνεις και εδώ πλάκα;» ρώτησε η Χριστιάνα, έχοντας κοκκινήσει.
    - «Αλήθεια είναι. Για την ακρίβεια δεν ριχτήκατε η μία στην άλλη, η σιγανοπαπαδιά από εδώ» είπε δείχνοντας εμένα «σου ρίχτηκε και εσύ ανταπέδωσες με τον δέοντα ενθουσιασμό. Ομολογώ ότι ένα κομμάτι του εαυτού μου χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο που σας διέκοψα όταν αρχίσατε να μπαλαμουτιάζεστε, αλλά από την άλλη… αν το εκμεταλλευόμουν αυτό δε θα μπορούσα να κοιτάξω τον εαυτό μου στον καθρέφτη χωρίς να θέλω να τον φτύσω.»

    Κοίταζα τα πόδια μου ευχόμενη να ανοίξει η γη να με καταπιεί.

    - «Έλα, δε θέλω να κάνετε έτσι» μας είπε ο Ανδρέας. «Δεν με πείραξε που αρχίσατε να φιλιέστε και να μπαλαμουτιάζετε… Με πειράζει που χάσατε και οι δυο σας τον έλεγχο. Δεν είναι η πράξη καθαυτή, μη με κοιτάς έτσι Χριστιάνα. Το αυτό ισχύει και για σένα, μαδάμ. Θέλω να ξέρω ότι δε χρειάζεται να είμαι εγώ να σας κάνω τον μπαμπούλα για να μην ξεφύγετε και γίνετε λιάρδα και σας βρουν σε κανένα χαντάκι.»
    - «Στο ορκίζομαι, δεν θα το ξανακάνω» του είπα βουρκωμένη.
    - «Ματάκια μου, δεν θέλω να μου κάνεις τον ιερομόναχο. Θέλω να προσέχεις όταν πίνεις. Θυμάσαι τότε που είχες πάει για ρακόμελα με τα κορίτσια; Πάλι κουρούπελο είχες γίνει και ήταν η Μαρία που σε είχε σταματήσει. Χριστιάνα, σε παρακαλώ το ίδιο θέλω κι από εσένα, να προσέχεις και όχι μόνο, θέλω να προσέχετε η μία την άλλη αν ξαναβγείτε και δεν είμαι κι εγώ μαζί σας. Σύμφωνοι;»
    - «Σύμφωνοι!» είπε η Χριστιάνα χωρίς να μπορέσει να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
    - «Σύμφωνοι, σουσουράδα;» με ρώτησε τρυφερά.
    - «Σύμφωνοι Ανδρέα μου. Σ’ αγαπάω! Σ’ αγαπάω πολύ!»
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω, μπεκροκανάτα μου» μου είπε και το κλάμα μου μετατράπηκε σε κλαυσίγελο. «Εσύ πάλι γιατί κλαις;» ρώτησε την Χριστιάνα ο Ανδρέας.
    - «Γιατί είστε υπέροχο ζευγάρι! Μακάρι να βρω κι εγώ κάποιαν…» είπε και πάγωσε στη συνειδητοποίηση ότι είχε χρησιμοποιήσει θηλυκό γένος στην αντωνυμία.
    - «Θα τη βρεις και θα σε βρει κι εκείνη» της είπε απλά ο Ανδρέας, χρησιμοποιώντας και εκείνος με τη σειρά του θηλυκό γένος. Η Χριστιάνα τον κοίταξε δακρυσμένη. «Θα τη βρεις και θα σε βρει και εκείνη» της επανέλαβε.
    - «Μόνο… μόνο η Κατερίνα και η Φοίβη το γνώριζαν» είπε με σπασμένη φωνή η Χριστιάνα.
    - «Αν και δεν υπάρχει κανένας λόγος να σε κάνει να αισθάνεσαι άσχημα, στο ορκίζομαι σε ότι πιο ιερό έχω, ότι θα μείνει μεταξύ μας.» την καθησύχασε ξανά ο Ανδρέας. Τι υπέροχος άνθρωπος, πόσο απίστευτα τυχερή ήμουν; Πόσο;

    Η Χριστιάνα μου πήρε το χέρι στο χέρι της και το έσφιξε. Γύρισα και της χαμογέλασα.

    - «Άντε κλαψιάρες, πάμε Ηριδανό να παίξουμε κανένα επιτραπέζιο!»
    - «Ναι, πάμε!» είπα. Χάιδεψα τρυφερά το χέρι της Χριστιάνας, το άφησα και σηκώθηκα. Μετά, της το έδωσα πάλι και τη βοήθησα να σηκωθεί και εκείνη με τη σειρά της. Όταν φτάσαμε στην προβλήτα, κάναμε να πάμε προς το αυτοκίνητο, αλλά εκεί μας έκοψε ο Ανδρέας. «Με τα πόδια, τεμπέλες!» είπε κοροϊδευτικά.

    Μεταξύ μας δεν το είχα σκεφτεί αν και η απόσταση δεν ήταν πάνω από δέκα, δεκαπέντε λεπτά περπάτημα. Ανηφορίσαμε σιγά-σιγά την 25ης Αυγούστου και φτάσαμε στον Ηριδανό. Εκεί, ω του θαύματος, βρήκαμε την Ελένη και τον Τάσο που έπαιζαν τάβλι.

    - «Βρε βρε, καλώς τους» μας είπε η Ελένη.
    - «Γεια σας, γεια σας!» είπα εγώ και με τη σειρά τους χαιρέτησαν Ανδρέας και Χριστιάνα. «Πώς πήγε το προξενιό;»
    - «Κρίνοντας από την ταχύτητα που μας έτζασαν, μια χαρά πήγε. Τελικά κρίμα που χάσαμε το Μπάχαλο» είπε πάλι η Ελένη. «Εσείς πώς περάσατε;»
    - «Υπέροχα» απάντησε ο Ανδρέας. «Οι κυρίες από εδώ του έδωσαν και κατάλαβε, dancing queens, όχι μαλακίες. Γύρω στις 06:00 μαζευτήκαμε τελικά. Και ξανασυναντηθήκαμε τυχαία.» είπε ψέματα ο Ανδρέας «Την ώρα που κατέβαινε η Χριστιάνα για να πάει στη λέσχη να φάει ξεκινούσαμε και εμείς με τη Φοίβη να κατεβούμε για περπάτημα στο ενετικό λιμάνι. Δυο πίτσες από το Έβερεστ της τάξαμε για να την πείσουμε να έρθει μαζί μας κάτω»
    - «Και να υπενθυμίσω, στην αυτού εξοχότης, ότι ακόμα δεν έχω φάει» είπε μπαίνοντας στο πετσί του ρόλου η Χριστιάνα.
    - «Κι εγώ πεινάω!» σιγοντάρισα με τη σειρά μου.
    - «Θα φάμε κροκόδειλοι, φρόνιμα!» είπε ο Ανδρέας κάνοντάς μας να χαμογελάσουμε. «Δε μου λέτε» συνέχισε απευθυνόμενος σε Ελένη και Τάσο «έχετε ακόμα πολύ; Λέγαμε να παίξουμε κανένα UNO!»
    - «Χμμμ, είναι η δεύτερη παρτίδα αλλά αν ψήνεται και η Ελένη, γιατί όχι;» είπε ο Τάσος.
    - «Ψήνεται η Ελένη, ψήνεται!» είπε η Ελένη. «Έπαιξα τάβλι μαζί του για να μη μου ζητήσει να παίξουμε σκάκι, δεν τον αντέχω!»
    - «Έλα, θα παίξουμε τρεις παρτίδες rapid» του είπα «όταν τελειώσουμε με το uno. Όχι ότι θα κρατούσαν παραπάνω ακόμα και αν παίζαμε κανονικό» συμπλήρωσα βγάζοντας τη γλώσσα μου.
    - «Τι είπε για τη μάνα σουυυυυυυυ» είπε ο Ανδρέας κάνοντάς μας όλους να σκάσουμε στα γέλια. Ο Τασούλης ήταν πολύ καλόβολο παιδί και δεν πειραζόταν ποτέ με τα εις βάρος του αστεία.

    Η Ελένη μάζεψε το τάβλι και το έδωσε στον Ανδρέα για να το αφήσει μέσα, όταν ο τελευταίος πήγε να βρει μια τράπουλα για UNO. Γύρισε με την τράπουλα και εκείνη τη στιγμή ήρθε και η σερβιτόρα για να της δώσουμε παραγγελίες. Δεν ήθελα καφέ, οπότε ακολούθησα την συμβουλή της Χριστιάνας και πήρα τσάι με γεύση τζίντζερ πορτοκάλι. Ο Ανδρέας -θαύμα θαυμάτων- πήρε ζεστό καφέ. Δεν είχαμε τελειώσει καν τον πρώτο γύρο, όταν μας έφεραν καφέ και τσάι.

    Δε μας έμεινε άντερο από το γέλιο, έτσι όπως καθόμασταν, ο Τάσος είχε αριστερά του την Ελένη και δεν ξέρω πως το έφερε έτσι η τύχη αλλά όλα τα +4, +2 και τα χασίματα σειράς που είχε ο Τάσος του ερχόντουσαν πάντα όταν παίζαμε με τη φορά των δεικτών του ρολογιού. Παίζοντας με stacking, νόμιζα ότι το αποκορύφωμα ήταν όταν σε κάποιο παιχνίδι ο Ανδρέας μου πέταξε +4, εγώ απάντησα με το δεύτερο τεσσάρι, η Χριστιάνα με το τρίτο και ο Τασούλης με το 4ο, κάνοντας την Ελένη να πάρει 16 φύλλα. Εμείς κοντέψαμε να ξεραθούμε στο γέλιο, ενώ η Ελένη μάζευε τις κάρτες κοιτάζοντας με δολοφονικό βλέμμα τον Τάσο, που ευχόταν αντί να πετάξει το 4άρι κι αυτός, να είχε μαζέψει εκείνος 12 κάρτες. Ε, δεν ήταν το αποκορύφωμα. Το αποκορύφωμα ήρθε δυο παρτίδες αργότερα, όταν η Ελένη είπε “Uno” και πέσαν τεσσάρια από εμένα, τη Χριστιάνα και τον Τάσο. Πραγματικά, κόντεψε να με πιάσουν τα πνευμόνια μου από το γέλιο με το βλέμμα της Ελένης ενώ μάζευε 12 κάρτες κάνοντας τον φουκαρά τον Τάσο να σκεφτεί σοβαρά για καριέρα στην ανατολική Μογγολία.

    Πώς πέρασε ένα δίωρο, ούτε που το καταλάβαμε και αν κάποια στιγμή δεν νιώθαμε την πείνα να μας θερίζει, ακόμα εκεί θα ήμασταν που λέει ο λόγος.

    - «Λοιπόν, πηγαίνετε να πάρετε τις πίτσες και θα κατέβω να πάρω εγώ το αυτοκίνητο από το λιμάνι. Μην τις πάρουμε και κατεβούμε περπατώντας γιατί θα κρυώσουν. Εγώ θέλω τρεις» μας δήλωσε. Δεν είχα πάρει πορτοφόλι μαζί μου, ωραία είμαι, και έτσι μου άφησε λεφτά ο Ανδρέας για να πληρώσω τις πίτσες μας καθώς και τις πίτσες που είχε τάξει στη Χριστιάνα.

    Πληρώσαμε και αφού χαιρετίσαμε τα παιδιά, και κινήσαμε προς το Έβερεστ, ενώ ο Ανδρέας είχε κιόλας περάσει από το ύψος του Αγίου Τίτου.

    - «Δύο θέλεις;» ρώτησα τη Χριστιάνα.
    - «Δύο; Μία μια χαρά είναι.»
    - «Και το βράδι τι θα φας; Τα πόδια σου;»
    - «Είναι κι αυτό» είπε η Χριστιάνα.
    - «7 πίτσες, παρακαλώ» είπα στο ταμείο.
    - «Θα πρέπει να περιμένετε, θα βγουν σε κανένα δεκάλεπτο.»
    - «Κανένα πρόβλημα» του είπα. Πλήρωσα τις πίτσες, και πήγαμε δίπλα στα παγκάκια να κάτσουμε και να περιμένουμε.
    - «Φοίβη…» ξεκίνησε η Χριστιάνα. «Δε… δε θέλω να γίνει κάτι και να χαλάσει η σχέση σου με τον Ανδρέα. Είσαι πολύ-πολύ τυχερή, είναι σπάνιο παιδί.»
    - «Αν -χτύπα ξύλο- ποτέ χαλάσει, δεν θα είναι από αυτό, Χριστιάνα. Ο Ανδρέας είναι πολύ μετρημένος στα λόγια του. Δεν τον πείραξαν οι περιπτύξεις μας, τον πείραξε που χάσαμε τον έλεγχο με το αλκοόλ. Όχι για τις περιπτύξεις, αλλά για το οτιδήποτε θα μπορούσε να έχει συμβεί έχοντας απώλεια ελέγχου εξαιτίας του αλκοόλ. Ερεθίστηκε, μη νομίζεις, δεν είπε ψέματα. Αλλά δεν είναι άνθρωπος που θα εκμεταλλευόταν δύο μεθυσμένες κοπέλες, απλά δεν είναι τέτοιος. Αν… αν ήμασταν νηφάλιες και αρχίζαμε να κάνουμε τα ίδια, σε διαβεβαιώ δεν θα τον χαλούσε καθόλου και αν τον αφήναμε να συμμετέχει… θα ήταν για εκείνον η απόλυτη Νιρβάνα. Ναι, ξέρω… δε χρειάζεται να το πεις, ούτε εκείνος πιστεύει ότι υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα για κάτι τέτοιο. Απλά… το θέλω εγώ και θέλει να μου το προσφέρει. Δεν… δεν ξέρω πως το κάνει αυτό. Εγώ… εγώ δεν θα άντεχα να κάνω κάτι τέτοιο στη θέση του, και αυτό απαντάει και αυτό που δε σε άφησα να πεις, ακόμα και… ακόμα και αν σου άρεσαν τα αγοράκια. Δεν χρειάζεσαι να κρύβεσαι από εμάς… από εμένα.»
    - «Ναι… δεν χρειάζεται… Το ξέρω… το ξέρω μετά λόγου γνώσης ότι δεν με τραβάνε οι άνδρες… στην πραγματικότητα το ήξερα και πριν… πριν πάω για πρώτη μου φορά με κάποιον… και μάλιστα άνδρα. Λες… λες και ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου ότι μπορώ. Μα δεν μπορώ. Ήταν τρυφερός… ήταν υπομονετικός… και… κάθε φορά που με άγγιζε... μου ερχόταν αναγούλα. Το ήξερα και… παρόλα αυτά… παρόλα αυτά δεν ήθελα να δοκιμάσω με γυναίκα… γιατί… γιατί κατά βάθος ήξερα… ήξερα μέσα μου ότι αυτό δε θα έχει επιστροφή. Όταν… όταν με φιλούσες… όταν με χάιδευες… ένιωθα… νιώθω σα να με διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα. Είναι… είναι τόσο όμορφο. Δεν… δεν ξέρω γιατί νιώθω τόση ασφάλεια… τόση άνεση μαζί σου. Ή μάλλον ξέρω… είναι γιατί… γιατί εσύ δεν είσαι σαν εμένα. Σου αρέσει… σε ερεθίζει… αλλά δε θα μπορούσες ποτέ να με ερωτευτείς. Για μένα… για μένα θα είναι σαν παιχνίδι με τη φωτιά… γιατί… γιατί εγώ μπορώ… και δε θέλω… δε θέλω να γίνει κάτι και να σε φέρω σε αυτή τη θέση. Και όσο και αν σου φαίνεται παράξενο… αυτό… το γεγονός ότι πέραν… πέραν του όποιου όμορφου χρόνου περάσουμε οι δυο μας… δεν υπάρχει… δεν έχει άλλη προοπτική… με απελευθερώνει.»

    Δεν απάντησα, απλά της πήρα τα χέρια στα χέρια μου και της τα χάιδεψα τρυφερά.

    - «Ξέρεις…» ξεκίνησα «δεν ήταν εύκολο ούτε για μένα. Εννοώ… ξέρω ότι ελκύομαι σεξουαλικά και από γυναίκες αλλά με αρρώσταινε… με αρρωσταίνει η σκέψη να κάνω κάτι που θα πληγώσει τον Ανδρέα. Δεν… δεν θα έκανα τίποτα αν δεν είχα… αν δεν είχα τη συγκατάθεσή του. Το είδα ωστόσο προχθές στα μάτια του, όταν γύρισα από την έξοδό μας. Είχα περάσει τόσο όμορφα… και ο Ανδρέας… ο Ανδρέας μου… χαιρόταν. Χαιρόταν με τη χαρά μου. Ήταν ειλικρινής μαζί μου. Μου είπε στην αρχή τον ζόρισε αλλά αυτό που μου είπε να κρατήσω ήταν ότι αυτό ήταν γλυκό ζόρι, όμορφο. Το καταλαβαίνω και δεν τον καταλαβαίνω. Εννοώ.. κάποιες φορές… μου αρέσει να με πονάει. Μη φρικάρεις. Το ίδιο αρέσει και σε εκείνον. Αν… αν τον δεις καμιά φορά αν έχω ανάψει πολύ… είναι σαν να τον έχουν κλείσει σε σακί με γάτες. Θέλω να πω… ο πόνος, δεν έχει πάντα αρνητική υφή. Αυτό ακριβώς αισθάνεται… ένα γλυκό ζόρι… που του αρέσει… γιατί… αφενός τον φτιάχνει η σκέψη και αφετέρου… αλλά από την άλλη… αντλεί ικανοποίηση από την ικανοποίησή μου. Και… και δεν είναι ο μόνος στη σχέση μας που το κάνει αυτό.»
    - «Δεν φρίκαρα» μου είπε χαμογελαστή η Χριστιάνα. «Ξέρεις… χμμμ… αυτά δεν λέγονται εδώ… Ουφ… καμιά φορά πιάνω τον εαυτό μου να… ουφ… να φαντασιώνεται ότι… είμαι με κάποια… και… και… και με χρησιμοποιεί όπως… όπως θέλει. Ωχ παναγία μου… ούτε στην Κατερίνα δεν τα έχω πει αυτά!»
    - «Luis… I think that this is the beginning of a beautiful friendship…» ξεκίνησα να λέω.
    - «With… benefits» συμπλήρωσε χαμογελώντας ντροπαλά η Χριστιάνα.

    Και εκεί επιτέλους ακούσαμε το παιδί από το Everest που μας φώναζε ότι οι πίτσες μας ήταν έτοιμες. Είχαν περάσει κιόλας δέκα λεπτά; Ούτε που το κατάλαβα. Σηκωθήκαμε και πήγανε να πάρουμε τις πίτσες, τις είχε βάλει σε κουτιά γιατί έτσι όπως έκαιγαν δεν μπορούσαμε να τις πάρουμε στο χέρι.

    Και πάνω στην ώρα είδα και ένα πορτοκαλί Corolla να σταματάει στη στάση μπροστά από την πλατεία, βγάζοντας alarms. Προσεκτικά, πολύ προσεκτικά, πήγαμε στο αυτοκίνητο. Άφησα τις πίτσες στον ουρανό ώστε να περάσει στο πίσω κάθισμα η Χριστιάνα. Μετά, τις έδωσα ένα-ένα τα κουτιά και τα τοποθέτησε δίπλα της. Κατέβασα το κάθισμα, μπήκα μέσα και ξεκινήσαμε. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, ήμασταν έξω από το σπίτι της Χριστιάνας, στην πλατεία της Φορτέτσας. Σηκώθηκα και ανέβασα το κάθισμα για να περάσει έξω.

    - «Σας ευχαριστώ πολύ-πολύ!» είπε η Χριστιάνα.
    - «Εμείς σ’ ευχαριστούμε, Χριστιάνα μου» είπε ο Ανδρέας.
    - «Ανδρέα, να ανέβω λίγο πάνω να… να χαιρετήσω τη Χριστιάνα, ιδιωτικά;» του ψιθύρισα.
    - «Ανέβα» μου είπε.
    - «Χριστιάνα, κάτσε να ανέβω κι εγώ να μου δώσεις τη φόρμα!»
    - «Βρε δεν χρειάζεται, στην κατεβάζω εγώ» μου είπε μην έχοντας καταλάβει.
    - «Ανέβα βρε βάσανο!» της είπα και επιτέλους στρόφαρε.

    Ανεβήκαμε και οι δύο τις σκάλες. Ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα. Αν και ήμασταν μόνες… better safe than sorry. Πέρασα κι εγώ μέσα. Έκλεισα πίσω μου την πόρτα και η Χριστιάνα γύρισε με τη φόρμα και το φούτερ και μου τα έδωσε. Τα παράτησα δίπλα στην καρέκλα και την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα. Ξαφνιάστηκε λίγο αλλά το ξεπέρασε σε χρόνο dt. Με έσφιξε πάνω της και ένιωσα τα στήθη της λίγο πάνω από τα δικά μου, είναι και μερικούς πόντους ψηλότερη. Μη σταματώντας το φιλί, τη χάιδεψα τρυφερά στα μαλλιά και μετά κατέβασα το χέρι μου πιο χαμηλά και τη χάιδεψα με την ίδια τρυφερότητα στην πλάτη.

    Αργά, σχεδόν απρόθυμα, τραβηχτήκαμε η μία από την άλλη.

    - «Next time…» της υποσχέθηκα, κλείνοντάς της το μάτι.
    - «Next time…» μου απάντησε, με το χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό της.

    Πήρα από την καρέκλα τα ρούχα και κατέβηκα στον Ανδρέα μου που με περίμενε στο αυτοκίνητο. Άνοιξα την πόρτα και πέρασα μέσα.

    - «Ανδρέα, μπορούμε να σταματήσουμε μισό λεπτό από το σπίτι μου να ταΐσω Σίμπα και γατιά και να πάρω τις ασκήσεις που έχω να λύσω;»
    - «Φυσικά, μωρό μου» μου είπε και ξεκίνησε. Όταν φτάσαμε, πετάχτηκα και πήγα σχεδόν τρέχοντας μέσα. Ο Σίμπα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε εμφανιστεί, ήρθε ποδοβολώντας και πήδησε πάνω μου, παραλίγο να με σκοτώσει ο μούργος. Τα γατιά ήταν άφαντα, αλλά ο Σίμπα ποτέ δεν πείραζε το φαγητό τους, οπότε γέμισα άφοβα και τα υπόλοιπα τρία πιατάκια. Έβαλα τα τετράδια μου που θα χρειαζόμουν την επαύριο στο σακίδιο καθώς και τις δύο δισκέτες της Pascal. Κλείδωσα και γύρισα στον Ανδρέα που με περίμενε. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και 5 λεπτά αργότερα παρκάραμε μπροστά από το σπίτι του.

    - «Να φάμε πρώτα» μου είπε, «έχω λυσσάξει.»
    - «Δεν ξέρω αν είναι καλή ιδέα, θα γλαρώσεις μετά και άντε να διαβάσεις.»
    - «Δίκιο έχεις αλλά η μέγιστη απόλαυση στις πίτσες του Έβερεστ είναι να τις τρως αμέσως μόλις μπορείς να τις βάλεις στο στόμα χωρίς να πάθεις έγκαυμα. Και τώρα είναι ακριβώς σε αυτή τη θερμοκρασία.»

    Δίκιο είχε οπότε δεν έφερα άλλες αντιρρήσεις και εδώ που τα λέμε είχα λυσσάξει κι εγώ στην πείνα. Ο Ανδρέας έφαγε δύο κομμάτια και εγώ έφαγα ενάμιση και οι πίτσες του Έβερεστ ήταν *μεγάλα* τετράγωνα κομμάτια, στην Κρήτη, όπως είχα διαπιστώσει, δεν αστειεύονται με τις μερίδες!

    Ο Ανδρέας άνοιξε και μια μπύρα αλλά η ιδέα του αλκοόλ -ακόμα και του λίγου που έχει η μπύρα- μου έκανε το στομάχι φιόγκο, οπότε εγώ ήπια Sprite. Έτριψα την κοιλιά μου, ουφ… δεν είχα καμία όρεξη να κάτσω να λύσω ασκήσεις τώρα. Συμμαζεύτηκα όταν είδα τον Ανδρέα να ανοίγει τις σημειώσεις του και να αρχίζει να διαβάζει μουρμουρώντας μέσα από τα χείλη του, οπότε έκανα την ανάγκη φιλοτιμία και, αναστενάζοντας, έβαλα κι εγώ τις ασκήσεις και άρχισα να γράφω.

    Όπως προχθές στις ασκήσεις του απειροστικού, έτσι και σήμερα, η τελευταία άσκηση των μιγαδικών μου έβγαλε την ψυχή ανάποδα. Να δειχτεί ότι το γινόμενο από 1 ως n-1 του sin(κ*π/n) ισούται με n/2^n-1. Κάπως ήμουν σίγουρη ότι αν το πήγαινα με επαγωγή δε θα έβγαζα άκρη, αλλά το προσπάθησα στην αρχή. Παράτησα την προσπάθεια και άρχισα να μετασχηματίζω το γινόμενο με βάση τον τύπο του Euler. Το 2^n-1 εμφανίστηκε ως διά μαγείας αλλά ο αριθμητής ήταν δράμα, είχε μετασχηματιστεί στο γινόμενο (1-ζκ) όπου ζκ οι n-οστές ρίζες της μονάδας, δηλαδή οι πραγματικές και μιγαδικές ρίζες της εξίσωσης x^n – 1=0

    Χμμμ… x^n-1= (x-1)*(x^n-1 + x^n-2 +…+ 1). Από την άλλη όμως, από τη στιγμή που 1, ζ1, ζ2 κλπ είναι ρίζες της ίδιας εξίσωσης επάγεται πως x^n - 1 = (x-1) (x-ζ1)(x-ζ2) … (x-ζν-1) όπου ζκ οι ν-οστές ρίζες της μονάδας. Σύμφωνα με το θεμελιώδες θεώρημα της άλγεβρας, η παραγοντοποίηση ενός πολυωνύμου είναι μοναδική. Συνεπώς (x^n-1 + x^n-2 + … + 1) = (x-ζ1)*(x-ζ2)*…*(x-ζn-1) για όλα τα x, άρα και για x=1. Άρα (1-ζ1)(1-ζ2) … (1-ζn-1) = n. Να και το n! Τελικό αποτέλεσμα n/2^n-1, ακριβώς αυτό που ζητούσε η άσκηση να αποδειχτεί. Πετάχτηκα και άρχισα να χτυπάω παλαμάκια, τρομάζοντας τον Ανδρέα που είχε απορροφηθεί στο δικό του διάβασμα.

    - «Τι… τι έγινε;»
    - «Τίποτα μωρό μου, έλυσα μια πολύ ζόρικη άσκηση στους Μιγαδικούς και ενθουσιάστηκα!»
    - «Μπράβο ματάκια μου» μου είπε χαμογελώντας.

    Ο ενθουσιασμός μου δεν κράτησε πολύ καθώς ναι μεν είχα τελειώσει με τους μιγαδικούς αλλά είχα και Φυσική. Αναστέναξα και αλλάζοντας τετράδιο, άρχισα να λύνω τις ασκήσεις. Όταν τελείωσα και με δαύτες, κόντευε να πάει 21:30.

    - «Ουφ, θέλω να χωθώ στο καυτό νερό μέχρι να λιώσω» δήλωσα.
    - «Δηλαδή, καλά που άναψα το θερμοσίφωνα!» είπε κερδίζοντας τα ενθουσιώδη παλαμάκια μου. «Αυτή τη φορά σουσουράδα θα μπούμε μαζί, κι εγώ θέλω να χαλαρώσω!»
    - «Αμέ!» του είπα χαρίζοντας του ένα αστραφτερό χαμόγελο.

    Με είχε πιάσει πάλι πείνα, μασούλησα τη μισή πίτσα που είχε μείνει αλλά πεινούσα ακόμα.

    - «Ανδρέα, έχεις όρεξη για μια ομελέτα;»
    - «Περιμένεις απάντηση, Φοίβη;»
    - «Τι ρωτάω κι εγώ…» είπα και σηκώθηκα να ετοιμάσω την ομελέτα. «Χμμμ, ξέρεις τι δεν πήραμε; Μανιτάρια!»
    - «Ε, καλά, δε χάλασε ο κόσμος. Ας τη φάμε χωρίς μανιτάρια!»
    - «Έχω στο σπίτι» του είπα αλλά όταν με αγριοκοίταξε άλλαξα τροπάριο «Χωρίς μανιτάρια, και το κρίμα στο λαιμό σου! Άντεεεε»
    - «Θα σου μαυρίσω τον κώλο» με απείλησε με τη σειρά του.
    - «ΙΙΙΙΙΙΚ… δεν ντρέπεσαι να με κακομεταχειρίζεσαι;»
    - «Σε τρώει, ε;»
    - «Λίγο μόνο!» του είπα και του έστειλα ένα φιλάκι και γύρισα στην προετοιμασία της ομελέτας, βάζοντας το bacon να τηγανίζεται.

    Όταν την έβγαλα από το τηγάνι και την σέρβιρα στην πιατέλα πέσαμε πάνω της σα να μην υπάρχει αύριο και εδώ που τα λέμε από την οπτική της ομελέτας, αυτό ίσχυσε στο ακέραιο.

    - «Αααχ, αυτά είναι!» είπε ο Ανδρέας τρίβοντας την κοιλιά του. «Πάμε για μπανάκι ή προτιμάς πρώτα να σε δείρω και μετά να πάμε για μπανάκι;»
    - «Σου κάνει καρδιά να με δείρεις;» του είπα παίζοντας γλυκουλινιάρικα τα μάτια.
    - «Μωρέ θα σε τουλουμιάσω!» μου δήλωσε.
    - «Είσαι ένας κακούργος, αυτό έχω να δηλώσω!»
    - «Κάτσε να τελειώσουμε το μπάνιο και θα το δηλώσεις με όρεξη!» με ψευτοαπείλησε.
    - «Αχνε!» ήταν η απάντησή μου.

    Εμ, δεν το κρατάω το ρημάδι κλειστό. Note to self, η ζώνη στα κωλομέρια μετά το ζεστό μπάνιο, πολύ κακή ιδέα. Φώναξα τόσο δυνατά που ο Ανδρέας τα χρειάστηκε, τόσο που σταμάτησε.

    - «Ζώνη τέλος! Ό,τι αρπάξεις από το χέρι!» μου είπε.
    - «Τέτχιος είσαι!» του είπα διαμαρτυρομένη εντόνως.
    - «Τέτχιος και χειρότερος» είπε. «Πού είχαμε μείνει, έχασα το μέτρημα!»
    - «Εχμ…»
    - «Καλά, δεν πειράζει, πάμε από την αρχή!» είπε.
    - «Ένα» είπα με ένα ηλίθιο χαμόγελο να έχει ζωγραφιστεί στα χείλη μου.
    - «Ρε θα κάτσεις σοβαρή να σε τιμωρήσω;»
    - «Δεν είμαι εγώ σοβαρή;;; Με πλjηγόνjεις» του είπα.
    - «Αυτό ήταν! Ξύλο τέλος. Τώρα θα δεις!»

    Και με πέταξε στο κρεββάτι και με έκανε άλογο στο γαργαλητό.

    ΤΟΝ ΑΓΑΠΩ, ΤΟΝ ΛΑΤΡΕΥΩ!!!!

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 21ο
    (Ανδρέας)

    Δεν της έδειξα κανένα έλεος, την γαργάλησα μέχρι που κόντεψε να φτύσει τα πνευμόνια της.

    - «Όχι άλλο… όχι άλλο, σε παρακαλώ» μου είπε όταν σταμάτησα πάλι για λίγο για να βρει τις ανάσες της.
    - «Σ’ αγαπάω!» της είπα τρυφερά. Αντί απάντησης με αγκάλιασε από το σβέρκο και με τράβηξε πάνω της μέχρι που τα χείλη μου ακούμπησαν τα δικά της.
    - «Σ’ αγαπάω» μου είπε και εκεί οι γλώσσες μας μπλέχτηκαν σε ένα μανιασμένο φιλί. Το χέρι μου ταξίδεψε στο στήθος της και το χάιδεψε απαλά. Δεν σταμάτησα εκεί, το κατέβασα πιο χαμηλά και ακόμα πιο χαμηλά, μέχρι τις αρχές του εφήβαιού της. Η Φοίβη κοκκάλωσε περιμένοντας το χέρι μου να βρεθεί ανάμεσα στα σκέλια της, αλλά δεν της έκανα τη χάρη. Έστριψα το χέρι μου και τη χάιδεψα στους μηρούς, ενώ σταματώντας το φιλί κατέβηκα προς το αριστερό της στήθος και πιπίλησα απαλά τη ρώγα της.

    Την έπαιξα για λίγη ώρα στο στόμα μου και έφερα το χέρι μου πάλι στις αρχές του εφήβαιού της. Αυτό το ιδιότυπο πέρα δώθε συνεχίστηκε για λίγη ώρα, μέχρι που η Φοίβη, προσπάθησε να μου πιάσει το χέρι και να μου το βάλει ανάμεσα στα πόδια της. Έβαλα δύναμη και το χέρι μου αντιστάθηκε στην κίνησή της. Η Φοίβη με κοίταξε απορημένη και εκεί, δαγκώνοντας δυνατά τη ρώγα της, έφερα το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια της και έβαλα μέσα ένα δάχτυλο που στιγμές αργότερα το ακολούθησε και δεύτερο, κάνοντάς την να της ξεφύγει ένα δυνατός στεναγμός, μείξη πόνου με ηδονή. Συνέχισα να αυξομειώνω την πίεση των δοντιών μου στη ρώγα της με τα δάχτυλά μου να μπαινοβγαίνουν μέσα της, κάνοντας τα βογγητά της να πολλαπλασιαστούν.

    Σταμάτησα να τη δαγκώνω και, αφού έπαιξα την ερεθισμένη της ρώγα για λίγο με τη γλώσσα μου, την πήρα απαλά ανάμεσα στα χείλη μου. Τράβηξα τα δάχτυλά μου από μέσα της και άρχισα να της χαϊδεύω με το μεσαίο την κλειτορίδα της. Συνέχισα έτσι για αρκετή ώρα, μέχρι που το κορμί της, από κάτω μου, άρχισε να τρέμει και ενέτεινα ακόμα περισσότερο το ρυθμό μου, μετατρέποντας το τρέμουλο σε δυνατά τραντάγματα. Τεντώθηκε σαν τόξο και ξεφώνισε «ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥ… ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ»

    Τη γύρισα μπρούμητα και, προσεκτικά, οδήγησα το όργανό μου μπροστά της. Μπήκα βαθιά μέσα στον κόλπο της και εκεί, πέρασα τα χέρια μου από κάτω της, χουφτώνοντας ένα στήθος με κάθε χέρι. Κάθισα για μερικές στιγμές ακίνητος και μετά άρχισα να μπαινοβγαίνω μέσα της με δαιμονιώδη ρυθμό. Η Φοίβη το έχασε τελείως, ξέχασε να δαγκώσει τα χέρια της και αν δεν ακουστήκαμε μέχρι τα άσπρα κτήρια, να μη με λένε Ανδρέα.

    Αλλά σάμπως εγώ ήμουν καλύτερος; Ήμουν τόσο καυλωμένος που σχεδόν τέλειωσα μέσα της, ίσα που πρόλαβε να βγει και το κεφαλάκι πριν αρχίσω να εκσπερματώνω. Το αποτέλεσμα ήταν να κάνουμε τα σεντόνια χάλια και όχι τίποτα, μόλις χθες τα είχα στρώσει. Έπεσα ξέπνοος ανάσκελα στο πλάι της και γύρισε προς τη μεριά μου.

    - «Νομίζω ότι ακουστήκαμε λιγάκι» είπε χαμογελώντας μου ντροπαλά, τώρα την πιάσανε οι ντροπές της!
    - «Να μη νομίζεις, να είσαι σίγουρη» της είπα καθόλου καθησυχαστικά. «Άξιζε τον κόπο πάντως, αυτό έχω να πω!»
    - «Απλά τον άξιζε; Αστεράκια είδα!»

    Καθίσαμε για μερικές στιγμές ακίνητοι, ίσα να βρούμε τις ανάσες μας. Σηκωθήκαμε και η Φοίβη έβαλε τις πιτζάμες της και εγώ ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και το μποξεράκι μου. Ξεστρώσαμε το κάτω σεντόνι και το έβαλα στη σακούλα με τα άπλυτα, δεν την γλυτώναμε τη νέα βόλτα στο καθαριστήριο.

    Αρχικά είχα βάλει τη μπλούζα μου γιατί σκεφτόμουν ότι θα δούμε λίγο τηλεόραση, χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει ότι κόντευε μεσάνυχτα. Κι εγώ και η Φοίβη έχουμε πολύ φορτωμένο πρόγραμμα τις Δευτέρες, οπότε αποφασίσαμε ότι τρία συνεχόμενα ξενύχτια ήταν too much.

    - «Οι τελευταίες μέρες ήταν πραγματικό ροντέο, αυτό έχω να δηλώσω!» είπε η Φοίβη.
    - «Αυτό που έγινε σήμερα κάποια στιγμή θα το λέμε και θα γελάμε. Όταν γυρίσαμε από το Μπάχαλο, ήταν πραγματικά να τραβάς τα μαλλιά σου από την απελπισία και ταυτόχρονα να σε πιάνει η κοιλιά σου από το γέλιο. Μα τον ύμνο του ΠΑ.ΣΟ.Κ βρε αθεόφοβη;»
    - «Αν είναι να πάρεις τον κατήφορο… be a legend!»
    - «Φοίβη… σε αυτό με το ποτό, πάντως, δεν αστειεύομαι.»
    - «Έχεις δίκιο Ανδρέα μου, δεν έχω κάτι άλλο να σου πω, πέρα από την υπόσχεση που σου έδωσα: δεν θα επαναληφθεί και για να σε προλάβω, εννοώ δε θα αφήσω τον εαυτό μου να χάσει το μέτρο στο ποτό.»
    - «Τέλος πάντων. Πάντως, να σου εξομολογηθώ κι εγώ την αμαρτία μου, το πρωί μου είχε γίνει πύραυλος. Το διαβολάκι μέσα μου φώναζε «κάντο! Κάντο!». Βέβαια δεν υπήρχε περίπτωση να το ακούσω αλλά θα ήμουν ψεύτης αν πω ότι δεν καύλωσα, ειδικά… ειδικά όταν απείλησα μισοαστεία-μισοσοβαρά την Χριστιάνα ότι αν δεν άλλαζε μόνη της, θα το έκανα εγώ για εκείνη.
    - «Δεν το έκανες, όμως.»
    «Όχι, δεν το έκανα. Εκατό φορές να επαναλαμβανόταν αυτό το σκηνικό, εκατό φορές θα είχα την ίδια αντίδραση. Γιατί σκέψου το και αλλιώς, τι θα είχα καταφέρει πραγματικά; Ναι, θα είχα πηδήξει δυο μεθυσμένα κορίτσια προδίδοντας την εμπιστοσύνη τους. Και ακόμα και αν δεν έδινα δεκάρα για το ένα… δε θα άντεχα να ραγίσω την καρδιά του άλλου, απλά δε θα το άντεχα. Δε θα μπορούσα να… δε θα μπορούσα να ξανακοιταχτώ στον καθρέφτη.»
    - «Όχι ότι έχει σημασία, αλλά έτσι κι αλλιώς, ακόμα και αν δεν ήσουν αυτός που είσαι, δε νομίζω ότι θα τα κατάφερνες. Θα έπρεπε… θα έπρεπε η Χριστιάνα να είναι λιπόθυμη από το ποτό για να το καταφέρεις. Δεν… δεν είναι σαν εμένα που απλά με ελκύουν σεξουαλικά κάποιες γυναίκες. Η Χριστιάνα είναι λεσβία. Και όχι απλά είναι λεσβία αλλά ακόμα δεν έχει καταφέρει να συμφιλιωθεί με τον εαυτό της και τη σεξουαλική της φύση.»
    - «Να συμφιλιωθεί; Μα δεν… Εννοώ… Καλά κάνει! Σε κανέναν δεν πέφτει λόγος!»
    - «Μη το λες σε μένα. Το μυστικό της το ξέρουμε μόνο η Κατερίνα, εσύ κι εγώ, κανείς άλλος.»
    - «Και θα μείνει μυστικό της.»
    - «Το ξέρω, Ανδρέα μου. Ωστόσο για την ίδια δεν είναι καθόλου εύκολο. Εδώ… εδώ δεν είναι για μένα που…»
    - «Πού;»
    - «Δε νομίζω ότι μπορώ να ερωτευτώ γυναίκα. Υπάρχει ένας συγκεκριμένος τύπος που με ελκύει σεξουαλικά, αλλά ως εκεί. Ακόμα και αν δεν ήμουν ερωτευμένη μαζί σου, δε νομίζω να μπορούσα να ερωτευτώ τη Χριστιάνα. Η ίδια το ξέρει. Το έχει καταλάβει και… και είναι ο μόνος λόγος για τον οποίον… για τον οποίον μου ανοίχτηκε έτσι. Γιατί δεν υπάρχει καμία απολύτως προοπτική πέραν του σεξουαλικού παιχνιδιού. Ανδρέα, το ξέρω ότι μου είχες πει ότι δεν έχεις κανένα πρόβλημα ωστόσο… ωστόσο θέλω να είναι απολύτως ξεκάθαρο: Αν… αν αυτό το επιτρέπεις με την προοπτική κάποιου τρίου, έστω και ως αμυδρή ελπίδα, καλύτερα να το σταματήσω εδώ. Δεν υπάρχει περίπτωση η Χριστιάνα να σε αφήσει να παίξεις μαζί της. Η εκτίμηση και η συμπάθεια που σου έχει -και σε διαβεβαιώ είναι πολύ μεγάλη- δεν αρκεί. Και εδώ που τα λέμε… ούτε εγώ ξέρω αν θα άντεχα να… να σε δω με άλλη γυναίκα… ακόμα…»
    - «STOP. Δεν είναι tit for tat, Φοίβη. Με προσβάλλεις αν το σκέφτεσαι αυτό. Δεν το κάνω περιμένοντας ανταπόδοση. Κοίτα, δε θα πω ότι θα με χαλούσε, φωτιά να πέσει να με κάψει αν το πω, αλλά όχι tit for tat.»
    - «Συγνώμη Ανδρέα μου, δεν ήθελα να σε προσβάλλω. Απλά… απλά ήθελα να είμαι 1000% ξεκάθαρη. Δεν… μερικές φορές δεν μπορώ να καταλάβω πως σκέφτεσαι, αλλά όχι με την αρνητική έννοια. Εννοώ… πώς είναι… πως είναι δυνατόν να υπάρχει ένας τέτοιος άνθρωπος και να τον έχω βρει εγώ;»
    - «Σου είχα πει ότι αν κάτι που θέλεις περνάει από το χέρι μου να σου το δώσω, θα προσπαθήσω να το κάνω με όλες μου τις δυνάμεις. Αυτό κάνω, Φοίβη, και ξέρεις τι; δεν θέλει καν προσπάθεια. Με καυλώνει η σκέψη των περιπτύξεών σου με τη Χριστιάνα. Αν είναι να αρκεστώ στη διήγηση, θα αρκεστώ στη διήγηση, ποτέ δεν πίστεψα έτσι κι αλλιώς στα σοβαρά ότι θα κάναμε παρτούζα, η ζωή δεν είναι σενάριο τσόντας.»
    - «Πάντως…» ξεκίνησε να λέει και κόμπιασε. «Πάντως… το… απλά να μας δεις… δεν θα το απέκλεια κατηγορηματικά. Εννοώ… δεν ξέρω για τη Χριστιάνα αλλά εμένα… εμένα με ανάβει αυτή η ιδέα.»
    - «Φοίβη, δεν είναι tit for tat, στο είπα!»
    - «Δεν είναι tit for tat! Είναι κάτι που θα άρεσε και σε μένα. Θυμάσαι τη φαντασίωση σου; Να κάνω στοματικό στη Χριστιάνα και να με παίρνεις από πίσω; Ε, πλέον δεν είναι μόνο δική σου φαντασίωση! Μπορεί ο λογαριασμός να γίνεται χωρίς την ξενοδόχο αλλά, εγώ τουλάχιστον, όχι απλά είμαι δεκτική, θα το ήθελα με τα χίλια αν… αν μπορούσε να γίνει.»
    - «Καλά… δείτε πρώτα αν πάει καλά μεταξύ σας, γιατί καλά τα λέμε, αλλά μπορεί στο τέλος να μην τσουλήσει… αν και οφείλω να ομολογήσω ότι η μεταξύ σας χημεία είναι απίστευτη.»
    - «Είναι… αν και…»
    - «Αν και;»
    - «Σήμερα που μιλήσαμε, η Χριστιάνα μου είπε ότι κάθε φιλί, κάθε άγγιγμά μου, κάνει το κορμί της να τρέμει. Εγώ όμως… εγώ όμως δεν νιώθω έτσι. Εννοώ… μου αρέσει, μη νομίζεις, αλλά όχι τόσο πολύ. Ούτε το φιλί της, ούτε το άγγιγμά της με κάνουν να νιώθω όπως με κάνεις εσύ. Καμιά φορά απλά με χαϊδεύεις και… και… γίνομαι μούσκεμα. Όταν με χαϊδεύεις ερωτικά... νιώθω το κορμί μου να πετάει φλόγες. Μου άρεσε… μου αρέσει ο τρόπος που με φιλάει η Χριστιάνα, ένιωσα διέγερση όταν τη χάιδευα και όταν με χάιδευε… αλλά… πως να στο πω… αυτό το να θέλω να βγάλω εκείνη τη στιγμή τα ρούχα μου και να ορμίσω σα να μην υπάρχει αύριο… μόνο μαζί σου το νιώθω.»
    - «Φοίβη…Αν δεις… Άκου… η Χριστιάνα είναι πολύ ευάλωτη, πρέπει να είσαι πολύ προσεκτική μαζί της. Αν… αν δεν είσαι σίγουρη… μην το προχωρήσεις. Θα είναι πολύ σκληρό, θα είναι απάνθρωπο για εκείνη.»
    - «Αν ένιωθα ότι αυτό που κάνουμε δε μου προκαλεί διέγερση, θα το είχα κόψει, τώρα είσαι εσύ που με προσβάλεις Ανδρέα. Μου αρέσει η Χριστιάνα, μου αρέσουν αυτά που κάναμε και θα ήθελα να προχωρήσουμε ακόμα περισσότερο. Απλά… απλά δεν μου τα προκαλεί αυτά στον ίδιο βαθμό που το κάνεις εσύ.»
    - «Συγνώμη Φοίβη μου. Έχεις δίκιο, I should have known better.»
    - «As should I, earlier. Σ’ αγαπάω!»
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω, Φοίβη μου. Λοιπόν, ύπνο τώρα γιατί τα μάτια μου κλείνουν.»
    - «Καληνύχτα μωράκι μου» είπε και με φίλησε τρυφερά.
    - «Καληνύχτα κοριτσάρα μου» της είπα και, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά μου, έκλεισα τα μάτια μου.

    Το πρωί ξύπνησα εγώ πρώτος στις 06:45, άνοιξε το μάτι μου σαν της γαρίδας. Τότε μου ήρθε η ιδέα. Δηλαδή η ιδέα δε μου ήρθε τώρα, την είχα εδώ και αρκετό καιρό αλλά συνεχώς το ξεχνούσα! Πήγα και άναψα το θερμοσίφωνα και, αφού έκανα την πρωινή μου τουαλέτα και έπλυνα τα δόντια μου, έφτιαξα στα γρήγορα ένα καφεδάκι για μένα. Κάθισα κανένα δεκάλεπτο στο τραπέζι πίνοντας τον καφέ μου μέχρι να boot-άρω τελείως και εκεί ξεκίνησα την προετοιμασία. Άνοιξα το μάτι της κουζίνας στο χαμηλό και έβαλα πάνω του το τηγάνι. Το άφησα να ζεσταθεί για λίγο και μετά του έριξα βούτυρο. Μέχρι να λιώσει το βούτυρο, έβγαλα ένα μπολ και έριξα αλεύρι, baking powder, σόδα, γάλα και ζάχαρη. Όταν έλειωσε τελείως το βούτυρο το έριξα στο μπολ και άρχισα να ανακατεύω τα υλικά μέχρι που το μείγμα έγινε λείο. Έριξα και δύο αυγά και άρχισα να ανακατεύω πάλι, μέχρι που το μείγμα έγινε όπως ακριβώς το ήθελα.

    Στο μεταξύ ξέπλυνα καλά το τηγάνι και δυνάμωσα τη φωτιά. Έσκισα ένα φύλλο χαρτί κουζίνας και του έριξα λίγο λάδι. Άλειψα προσεκτικά όλο το τηγάνι και το έβαλα πάνω στο μάτι. Πήρα μια βαθιά κουτάλα και άδειασα δύο κουταλιές από το μείγμα στο κέντρο του τηγανιού και με το πίσω μέρος της κουτάλας το άπλωσα στο σχήμα που ήθελα. Με το που άρχισαν να δημιουργούνται φουσκάλες στο πάνω μέρος, το γύρισα. Όταν ήταν έτοιμο το έβγαλα και το άφησα σε ένα πιάτο. Επανέλαβα τη διαδικασία άλλες 5 φορές και στο τέλος είχα 6 pancakes. Γέμισα ένα κατσαρολάκι με νερό και το έβαλα στο μάτι χωρίς να το χαμηλώσω.

    Ήταν οι μέρες που η Φοίβη περίμενε περίοδο και για το λόγο αυτό και στα δύο σπίτια είχαμε προμήθειες σε σοκολάτα, μπισκότα και μερέντα. Έβαλα το βαζάκι με τη μερέντα στο νερό που είχε αρχίσει να ζεσταίνεται και το άφησα γύρω στο δίλεπτο, όσο η μερέντα να λιώσει και να γίνει ρευστή. Στο μεταξύ άνοιξα ένα πακέτο μπισκότα μιράντα, άδειασα τα περιεχόμενα της πρώτης σειράς σε μια γαβάθα και τα θρυμμάτισα. Στη συνέχεια με το κουτάλι άλειψα με λιωμένη πραλίνα και τα έξι pancakes. Έριξα πάνω τους το θρυμματισμένο μπισκότο και συμπλήρωσα με μια μπανάνα την οποία έκοψα σε ροδέλες.

    Ήπια άλλη μια ρουφηξιά από τον καφέ μου και πήγα να στύψω πορτοκαλάδα, μένοντας με την όρεξη, γιατί τα πορτοκάλια τα είχαμε ξεχάσει στο σπίτι της Φοίβης. Δε βαριέσαι, χωρίς πορτοκαλάδα. Κοίταξα το ρολόι μου, είχε πάει 07:40. Πήγα στη μπανιέρα και άνοιξα το νερό δοκιμάζοντας το με το χέρι μου. Όταν έφτασε στην θερμοκρασία που ήθελα έβαλα την τάπα και την άφησα να γεμίζει με ζεστό νερό. Γύρισα στην κουζίνα και έφτιαξα ένα περιποιημένο νες. Όταν τελείωσε, γύρισα στη μπανιέρα που είχε αρχίζει να γεμίζει και έριξα δυο βόμβες αφρού. Το άφησα να τρέξει λίγο ακόμα και μετά το έκλεισα γιατί αν το άφηνα κι άλλο θα χυνόταν έξω όταν μπαίναμε και οι δύο στη μπανιέρα.

    Γύρισα στην κουζίνα και έβαλα την πιατέλα με τα pancakes στο δίσκο. Ακούμπησα πάνω του και τους καφέδες και πήγα μέσα. Η Φοίβη κοιμόταν του καλού καιρού. Έσπρωξα το λαμπατέρ όσο πιο άκρη πήγαινε στο κομοδίνο και πήρα το Moby Dick και τον έβαλα στο συρτάρι μαζί με τα γυαλιά της Φοίβης, taking a mental note για αργότερα να θυμηθούμε να τα πάρουμε. Ακούμπησα το δίσκο στο χώρο που είχα κάνει και έκατσα καθιστός στο κρεββάτι. Τη χάιδεψα απαλά στα χέρια μέχρι που άνοιξε τα μάτια της. Της χαμογέλασα και μου το ανταπέδωσε.

    - «Καλημέρα καρδούλα μου» της είπα.
    - «Καλημέρα μωρό μου. Τι ώρα είναι;»
    - «Οκτώ παρά είκοσι.»
    - «Ε; Γιατί ξυπνήσαμε τόσο νωρίς;» με ρώτησε αλλά δεν της απάντησα. Γύρισα και έπιασα το δίσκο και τον έφερα προς το μέρος της. Γούρλωσε τα μάτια της όταν είδε τα pancakes με τη μερέντα, τα μπισκότα και τη μπανάνα.
    - «Surprise!!!»
    - «Pancakes! Μερέντα!!! Είσαι υπέροχος, σ’ αγαπάω! Σ’ αγαπάω!» είπε και μέσα στη φούρια της παραλίγο να τα πετάξει όλα κάτω προσπαθώντας να με πάρει αγκαλιά. Ευτυχώς προλάβαμε τα χειρότερα γιατί και τρίτο άλλαγμα σεντονιών μέσα σε ένα 48-ωρο δεν το ήθελε ούτε ο Θεός ούτε ο διάολος.

    Φάγαμε χωρίς να μιλάμε τα pancakes μας και ήπιαμε τα καφεδάκια μας.

    - «Ααααχ, ήταν υπέροχα! Δεν ήξερα ότι ξέρεις να φτιάχνεις pancakes.»
    - «Ξέρω και ήθελα να το κάνω εδώ και πολύ καιρό. Κάθε μέρα εσύ με ξυπνάς με πρωινό και έλεγα συνεχώς ότι κάποια μέρα θα σου φτιάξω κι εγώ και όλο το ξεχνούσα. Εμ μου έχουν μείνει μυαλά, μου τα έχεις πάρει τελείως!»
    - «Καλά σου έχω κάνει!» μου δήλωσε με στόμφο.
    - «Και σου έχω ακόμα μία έκπληξη» της είπα κερδίζοντας πάλι τα ενθουσιώδη παλαμάκια της. «Για ελάτε μαζί μου κιουρία να πλύνουμε τα κουνελίσια δοντάκια!»
    - «Ουφ!» είπε τρίβοντας το πάνω χείλος της και κάνοντάς μου φατσούλα.
    - «Σταμάτα να ξεφυσάς σα δυστυχισμένος τυφώνας και σήκω!»

    Σηκώθηκε και την πήγα από το χέρι μέσα. Άνοιξα την πόρτα.

    - «Κυρία, το μπάνιο σας είναι έτοιμο!» της είπα, κερδίζοντας ακόμα ένα γύρο ενθουσιώδη παλαμάκια, μια σφιχτή αγκαλιά και μια λαρυγγοσκόπηση. Πέταξε πιτζάμες και εσώρουχα σε χρόνο ρεκόρ και πήγε και χώθηκε στη μπανιέρα.
    - «Ααααααχ» είπε απολαυστικά.
    - «Μη βολεύεστε ακόμα μαδάμ, κι εμένα μανούλα μ’ έκανε» της είπα βγάζοντας τα ρούχα μου. Σηκώθηκε όρθια γεμάτη αφρούς για να μου κάνει χώρο και κάθισα αναπαυτικά προς το βαθύ μέρος της μπανιέρας. Είχα υπολογίσει ελαφρά λάθος το νερό, παρά ήταν ζεστό. Τι να κάνω όμως, αφού μπήκα στο χορό, θα χόρευα. «Για γκελ μπουρντά!» της είπα και κάθισε μπροστά μου και μετά ξάπλωσε με την πλάτη της προς το στέρνο μου. Τα χέρια μου πήγαν κατευθείαν στα στήθη της και άρχισα να τα μαλάζω απαλά κάνοντάς της να της ξεφύγει ένα σιγανό «ΜΜΜΜΜΜ» ικανοποίησης.
    - «Ήσανε υπέροχος, ήσανε!» μου δήλωσε η Φοίβη κάνοντάς με να χαμογελάσω. «Και όχι τίποτε άλλο αλλά έχω πρωινό ξύπνημα με Απειροστικό, στο καπάκι Γραμμική-Ι και μετά Εισαγωγή στην επιστήμη υπολογιστών και ψηφιακή σχεδίαση. Ευτυχώς έχω τελειώσει με την Pascal οπότε στις 17:00 θα επιστρέψω σπίτι. Ευκαιρία να φτιάξω και τα γιουβαρλάκια!»
    - «Αχ ναι, να τα φτιάξεις. Κι εγώ έχω μαθήματα μέχρι τις 15:00 και μετά πρέπει να πάω ΙΤΕ. Γύρω στις 19:00 θα γυρίσω. Θα λυσσάξω στην πείνα πάλι» είπα.
    - «Να φας κανένα τοστάκι το μεσημέρι. Κι εγώ αυτό θα κάνω!»

    Γύρω στις 08:30 ανοίξαμε την τάπα να χυθεί το νερό και κάναμε ένα γρήγορο ντουζάκι να ξεπλυθούμε. Ντύθηκα και περίμενα τη Φοίβη που καθυστέρησε λίγο παραπάνω γιατί έπρεπε να στεγνώσει και το μαλλί της με το πιστολάκι. Όταν ντύθηκε και εκείνη, πήρα την τσάντα με τα άπλυτα και όταν πήγαμε στο αυτοκίνητο την έβαλα στο πορτ-μπαγκαζ. Θα τα πήγαινα στο καθαριστήριο όταν θα κατέβαινα ΙΤΕ. Γύρω στις εννιά παρά ήμασταν στο κυλικείο. Παρά το γεγονός ότι είχα πιει ένα καφέ, χρειαζόμουν και δεύτερο. Η Φοίβη δεν ήθελε, ζήτησε ένα φυσικό χυμό πορτοκάλι. Κάθισε σε ένα τραπεζάκι να περιμένει και εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκαν Νίκος και Μαρία. Η Μαρία κάθισε με την Φοίβη και ο Νίκος ήρθε και στάθηκε δίπλα μου, καθώς ήμουν ο τελευταίος στην ουρά.

    - «Καλώς τον. Πήρες προμήθειες για την ερχόμενη εβδομάδα;»
    - «Για δυο μέρες. Θα έρθουν οι γονείς μου την Τετάρτη το πρωί, έχει να κάνει κάποιες εξετάσεις ο πατέρας μου στο ΠΕΠΑΓΝΗ και θα κάτσουν και την Πέμπτη. Θα μου μαγειρέψει η μάνα μου αλλά δε βαριέσαι, μετά μια εβδομάδα έμεινε και γυρίζω Ρέθυμνο. Εσείς θα την κάνετε νωρίτερα, σωστά;»
    - «Ναι, εμείς φεύγουμε Παρασκευή το βράδυ και θα επιστρέψουμε στις 10 του Γενάρη.»
    - «Μια χαρά. Τι κάνατε το Σ/Κ;»
    - «Πήγαμε Μπάχαλο!»
    - «Αυτά είναι. Έδωσε σόου πάλι η μικρή;»
    - «Ω ναι και αυτή τη φορά όχι σόλο.»
    - «Σιγά ρε Τραβόλτα!» μου είπε και έβαλα τα γέλια.
    - «Όχι εγώ ρε, είχε έρθει μαζί μας και η Χριστιάνα!»
    - «Α μπα; Τι κολλητιλίκια είναι αυτά στα ξαφνικά;»
    - «Σάμπως με εμένα τα έχει; Με την Φοίβη πάνε να γίνουν κώλος και βρακί. Στην αρχή ήταν αμήχανα, δε λέω, αλλά δε βαριέσαι. Και στο κάτω-κάτω, δεν της είχα τάξει και γάμο, ούτε καν για καφέ δεν της είχα ζητήσει να πάμε.»
    - «Ναι, αλλά αυτή δε σε γούσταρε;»
    - «Όπως αποδείχτηκε όχι, αν δεν είχε βρεθεί στο δρόμο μου η Φοίβη θα είχα φάει μια χυλόπιτα όλη δική μου.»
    - «Τι διάολο, όλοι ξινοί της πέφτουν;»
    - «Τι να σου πω, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.»
    - «Ρε» μου είπε συνωμοτικά «λες να είναι λεσβία;»
    - «Δε νομίζω» του απάντησα χωρίς να χάσω την ψυχραιμία μου. «Όπως μας είπε η ίδια τα είχε με κάποιον στην Αθήνα και τα χάλασαν όταν ήταν στο πρώτο έτος. Τι να σου πω, μάλλον κάνει το Σαββατικό της, έτσι κι αλλιώς ανάγκη έχει; Ένα νεύμα να κάνει με τα δάχτυλά της και θα τρέχει από πίσω το μισό πανεπιστήμιο σα σκυλάκι.»
    - «Μόνο το μισό;» μου είπε αυτός.
    - «Ε, το άλλο μισό είναι γυναίκες!»
    - «Χαχαχα, τι λες ρε μαλάκα; Επειδή στο τμήμα βιολογίας έχετε λίγες παραπάνω γυναίκες, έγινε ξαφνικά μισό-μισό;»
    - «Ένα δίκιο το έχεις» του είπα. Η αλήθεια ήταν ότι στη σχολή θετικών επιστημών, στο Ηράκλειο τουλάχιστον, η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών ήταν φύλου αρσενικού. Μόνο το τμήμα βιολογίας και το χημικό είχε παραπάνω κοπέλες, στα υπόλοιπα τμήματα ήταν σαφώς πολύ λιγότερες. «Ένα φραπέ γλυκό με γάλα και μια πορτοκαλάδα, φυσικό χυμό» είπα καθώς είχε φτάσει η σειρά μου.
    - «Ένα φραπέ και ένα νες μέτριο. Και τα δύο χωρίς γάλα» είπε ο Νίκος παραγγέλνοντας για εκείνον και τη Μαρία.

    Αφού πληρώσαμε, πήραμε τα πράγματά μας και πήγαμε στο τραπέζι όπου καθόντουσαν Μαρία και Φοίβη.

    - «Τι λέγατε;» τις ρώτησα.
    - «Για το πόσο όμορφα περάσαμε στο Μπάχαλο το Σάββατο.»
    - «Μαρία, εσύ είχες γάμο ε;»
    - «Ναι, είχαμε πάει Ομαλό. Μωρέ αυτό ήταν γλέντι, αυτό έχω να πω. Το διαλύσαμε σχεδόν… μεσημέρι την Κυριακή. Του φουκαρά του Σήφη δεν του έκλεινε το παντελόνι, εμ με τόσο που ήπιε και έφαγε. Όμορφα ήταν πάντως και ας μην κάναμε ξέφρενο κλάμπινγκ όπως ελόγου σας ή ελόγου σου, μη με κοιτάς εμένα έτσι Νίκο! Έστι δίκης οφθαλμός ος τα πανθ’ ορά, αυτό έχω να πω, μεσιέ!»
    - «Και τι ήθελες να κάνω ρε Μαρία, την Στέλλα Βιολάντη;»
    - «Έτσι μπράβο Νίκο! Δώσ’της να καταλάβει. Χτύπα πιο δυνατά τα χέρια της με τα μαγουλάκια σου!» του είπα κάνοντας Μαρία και Φοίβη να σκάσουν στα γέλια.
    - «Ρε δε γαμιέσαι κι εσύ κι ο γρύλος σου;»

    Με γέλια και πειράγματα συνεχίσαμε μέχρι τις 09:15 όπου κάθε κατεργάρης έπρεπε να πάει στον πάγκο του. Στις 11:00 είχα ένα απρόοπτο κενό καθώς το πρωί έσπασαν τα νερά, νωρίτερα από το προγραμματισμένο, της γυναίκας του καθηγητή που δίδασκε το μάθημα, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να μην προλάβει να ορίσει αντικαταστάτη. Η Φοίβη είχε μόλις μπει για το μάθημα της Γραμμικής-Ι και έτσι βρέθηκα μόνος μου, χωρίς να έχω κάτι να κάνω. Φλέρταρα με την ιδέα να πεταχτώ να αφήσω τα άπλυτα στο καθαριστήριο αλλά μου πέρασε γρήγορα.

    Μην έχοντας τίποτε άλλο να κάνω πήγα στο κυλικείο και εκεί πέτυχα τη Χριστιάνα που πήγαινε να πάρει καφέ.

    - «Ακαδημαϊκό τέταρτο είναι δεσποινίς, όχι ακαδημαϊκό εικοσάλεπτο»
    - «Καλημέρα» μου είπε χαμογελαστή. «Δεν έχω μάθημα τώρα, έχω στις 12:00 και ήρθα να πάρω ένα καφέ. Μόνος σου είσαι; Δεν έχεις μάθημα;»
    - «Είχα, αλλά γέννησε η γυναίκα του Παπαδάκη σήμερα το πρωί και επειδή αυτό έγινε λίγο νωρίτερα απ’ ότι το περίμεναν, δεν πρόλαβε να ορίσει αντικαταστάτη. Φοίβη, Μαρία και Νίκος είναι στα μαθήματά τους. Η Ελένη δεν ξέρω που κοπροσκυλιάζει αλλά κανονικά είχε και εκείνη Παπαδάκη σήμερα. Ομοίως και ο Τάσος, μάλλον τους πήρε ο ύπνος.»
    - «Το ίδιο και η Κατερίνα. Έφυγε χθες το βράδυ ο Βαγγέλης και την προηγούμενη εβδομάδα είχαν ξελυσσάξει. Ίσα που πρόλαβα να τη δω πέντε λεπτά χθες το βράδι, πήγε και έπεσε σαν τούβλο, σήμερα δεν έχει εργαστήριο οπότε την παίρνει να κάνει κοπάνα.»
    - «Άστο μωρέ το κορίτσι να ξεκουραστεί!» της είπα.
    - «Είπα εγώ τίποτα; Δε μου λες, θα κάτσεις εδώ; Να σε κεράσω ένα καφέ;»
    - «Αμέ θα κάτσω, τώρα που βρήκα παρέα θα φύγω; Καφέ όμως μη μου πάρεις, ο δεύτερός μου είναι ακόμα στη μέση.»

    Πήγα και κάθισα σε ένα τραπεζάκι και χάζεψα για λίγο την τηλεόραση, είχε κάποιο πρωινάδικο στο mute. Σε λίγο ήρθε και η Χριστιάνα και κάθισε. Τράβηξε μια γερή γουλιά από τον καφέ της και άναψε τσιγάρο.

    - «Πώς τα περάσατε χθες, εννοώ, αφού γυρίσαμε από τον Ηριδανό» με ρώτησε.
    - «Βασικά διάβασμα, τελειώσαμε γύρω στις 21:30 να φανταστείς. Μετά έφτιαξε η Φοίβη μια ομελέτα και όταν φάγαμε, μπανάκι και νάνι. Τρία συνεχόμενα ξενύχτια ήταν too much, ειδικά με το πρόγραμμα που έχουμε Δευτεριάτικα. Εσύ;»
    - «Κι εγώ μια από τα ίδια, μη νομίζεις. Διάβασα κι εγώ μέχρι περίπου στις 20:00 και μετά έφαγα τη δεύτερη πίτσα και χαζολόγησα στην τηλεόραση, είχε διαφημίσεις με διάλειμμα για ταινία. Και να σου πω… οι διαφημίσεις ήταν πιο ενδιαφέρουσες!»
    - «Τόσο χάλια μωρέ; Κυριακές συνήθως βάζουν καλές ταινίες.»
    - «Mega και ANT1 είχαν περιπέτειες, δεν είναι του γούστου μου. Το STAR είχε κωμωδία, δηλαδή στη θεωρία ήταν κωμωδία αλλά τι να σου πω, δε μου άρεσε. Γύρω στις 22:00 ήρθε η αμαρτωλή κόρη, την οποία όπως σου είπα πρόλαβα να δω για πέντε λεπτά. Τελικά έκλεισα την τηλεόραση και το έριξα στο διάβασμα.»
    - «Ναι, τι διαβάζεις;»
    - «Το τρίτο στεφάνι, του Ταχτσή. Δε μου έκανε καρδιά να το αφήσω κάτω, σκυλομετάνιωσα που αντί να το ξεκινήσω έφαγα μία ώρα να βλέπω τηλεόραση.»
    - «Για πες, τι υπόθεση έχει;»
    - «Είναι ιστορία δύο φιλενάδων, της Νίνας και της Εκάβης. Εξελίσσεται στην διάρκεια του Μεσοπολέμου και της Κατοχής.
    - «Έχω να σου προτείνω κι εγώ ένα. Είναι πρόσφατο σχετικά, νομίζω πριν 3-4 χρόνια εκδόθηκε. Είναι τα Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά, του Μουρσελά;»
    - «Τι υπόθεση έχει;»
    - «Σε πολύ αδρές γραμμές είναι σαν ένας πιο ωμός, πιο χυδαίος Αλέξης Ζορμπάς στη μεταπολεμική Αθήνα. Είναι ώρες-ώρες αρκετά σοκαριστικό και έχει κάμποσες ερωτικές σκηνές αλλά all-in-all αξίζει. Σε μένα τουλάχιστον μου άρεσε πολύ.»
    - «Μη με πάρεις με τις πέτρες αλλά δεν έχω διαβάσει τον Αλέξη Ζορμπά. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν έχω διαβάσει καθόλου Καζαντζάκη.»
    - «Τότε ξεκίνα με αυτόν. Έχω διαβάσει και τον Ζορμπά και το Αναφορά στο Γκρέκο και το Χριστός ξανασταυρώνεται και τον Τελευταίο Πειρασμό. Είναι όλα ένα κι ένα.»
    - «Χμμμ, με ποια σειρά θα μου πρότεινες;»
    - «Το αναφορά στο Γκρέκο θα το άφηνα τελευταίο, είναι ουσιαστικά αυτοβιογραφικό. Θα ξεκινούσα με τον βίο και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, μετά το Χριστός ξανασταυρώνεται και μετά τον Τελευταίο Πειρασμό. Μου είπαν επίσης ότι αξίζουν και τα Όφις και Κρίνο, ο Καπετάν Μιχάλης και ο Φτωχούλης του Θεού.»
    - «Πολύ πράγμα. Ίσως τελικά να αρχίσω με τα βαμμένα κόκκινα μαλλιά, που μου είπες στην αρχή.»
    - «Α, Χριστιάνα, κάτι άλλο. Κοίτα… Προηγουμένως ο Νίκος με ρώτησε -από περιέργεια, όχι για κάποιο άλλο λόγο- πώς ξαφνικά αρχίσαμε να κάνουμε παρέα. Τους έκανε εντύπωση μωρέ γιατί… πριν τη Φοίβη… ε, ξέρεις, είχα αρχίσει να σε προσεγγίζω… και λογικό είναι να ρωτάνε, γιατί για κάποιο λόγο όλοι το είχαν δέσει ότι ανταποκρινόσουν. Όπως και να έχει -και επειδή όντως θα ήταν κάπως περίεργο- του είπα ότι απλά με συμπαθούσες. Και μου πέταξε στο ξαφνικό… ρε μήπως είναι… καταλαβαίνεις…»
    - «Και;» με ρώτησε με αγωνία που δεν κατάφερε να κρύψει.
    - «Του είπα όχι γιατί απ’ όσο ξέρω τα είχες με κάποιον από την Αθήνα όσο ήσουν πρωτοετής και τώρα είσαι… σε αγρανάπαυση. Οπότε αν γίνει ποτέ κουβέντα στην παρέα… απλά να το ξέρεις. Δε μ’ αρέσει να λέω ψέματα, ούτε καν αθώα, από τη στιγμή όμως που σου υποσχέθηκα ότι θα το κρατήσω μυστικό, θα το κάνω αν -και μεταξύ μας- θεωρώ ότι δεν έχεις κανένα λόγο να κρύβεσαι, γιατί στο κάτω-κάτω της γραφής δεν οφείλεις δεκάρα σε κανέναν.»
    - «Σ’ ευχαριστώ πολύ, πραγματικά! Όσο για το άλλο… είναι δύσκολο να σου δώσω να καταλάβεις αλλά…» πήγε να πει αλλά την έκοψα.
    - «Δε χρειάζεται να καταλάβω, Χριστιάνα. Ο λόγος που σου είπα τα καθέκαστα είναι απλά για να μην πέσουμε σε αντιφάσεις μεταξύ μας, αν ποτέ το φέρει η κουβέντα.»
    - «Σε ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ πολύ!»
    - «In another note, όπως σου είπα θα πάρω το αυτοκίνητο μαζί μου. Στο λέω γιατί -μιας και θα έχεις πράγματα να πάρεις- να πάμε και οι τρεις μαζί στο πλοίο και το πρωί που θα φτάσουμε Αθήνα να σε αφήσουμε σπίτι σου πριν πάμε Περιστέρι, όπως φαντάζεσαι με τη Φοίβη -ή για να είμαι ακριβής, με τη γιαγιά της όπου έχει το σπίτι που έμεναν όσο ήταν Αθήνα- είμαστε γείτονες.»
    - «Θα κατέβαινε να με πάρει από το λιμάνι ο πατέρας μου.»
    - «Μην τον τρέχεις μωρέ τον άνθρωπο πρωινιάτικα. Αφού σου λέω θα έχουμε αυτοκίνητο και θα είμαστε έτσι κι αλλιώς αναγκαστικά ξύπνιοι το πρωί που θα φτάσουμε.»
    - «Δε θέλω να σας βάλω σε κόπο!»
    - «Έλα ρε συ Χριστιάνα, κάνεις λες και θα σε κουβαλήσουμε στην πλάτη. Ή, ακόμα χειρότερα, λες και είσαι κάποια ξέμπαρκη που μας φορτώθηκε.»
    - «Καμιά φορά το σκέφτομαι και αυτό.»
    - «Χριστιάνα, κόψε τις παπαριές. Μπορεί εγώ να μη μπορώ να σε ξυλοφορτώσω αλλά έχε υπόψη σου ότι η Φοίβη έχει βαρύ χέρι, αν της πεις τίποτα τέτοιο θα στον μαυρίσει!»
    - «Δε θα περάσει ο φασισμός!» προσπάθησε να αστειευτεί.
    - «Ο φασισμός δε θα περάσει αλλά δε θα μπορείς να κάτσεις για καμιά βδομάδα αν σε περιλάβει! Είπα και λάλησα και αμαρτία ουκ έχω!» της είπα.
    - «Ουφ…»
    - «Μην αρχίσεις πάλι τις ευχαριστίες, δώσαμε-δώσαμε.»
    - «Πάνω που έλεγα το Γενάρη που θα γυρίσουμε να πάρω μεγαλύτερο ταψί αλλά αφού το λες εσύ…»
    - «Τότε ΔΕΝ ΔΩΣΑΜΕ! ΔΕΝ ΔΩΣΑΜΕ!»
    - «Χαχαχα» είπε βάζοντας τα γέλια. «Κάπως ήμουν σίγουρη!»
    - «Κανείς ποτέ δεν είπε όχι στο παστίτσιο!»
    - «Τόσο πολύ σας άρεσε;»
    - «Αχ Θεέ μου, τι ακούνε τα τρυφερά μου αυτάκια; Εδώ κόντευε να αρχίσει να μου βγαίνει το μακαρόνι από τη μύτη και δε μπορούσα να σταματήσω και μας ρωτάει αν μας άρεσε.»
    - «Απαπα, λύσσα.»
    - «Ορίστε, πείνασα τώρα!»
    - «Πείνασες, ε; Ε, κάνε υπομονή μέχρι την Τετάρτη να σας ξαναφτιάξω παστίτσιο!»
    - «Ψιτ, δεν παίζουν με αυτά! Μην τάζεις σ’ άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι!»
    - «Ε, καλά, κάτσε την Τετάρτη σπίτι σου αφού δε με πιστεύεις. Θα φάμε το παστίτσιο εγώ η Κατερίνα και η Φοίβη.»
    - «Χα! Μωρέ μπάστακας θα στηθώ!»
    - «Χαχαχα, κάπως ήμουν σίγουρη, δις!»
    - «Άσχετο, τι μάθημα έχεις στις 12:00;»
    - «Οργανική-ΙΙ.»
    - «Ωχ, καλή διασκέδαση.»
    - «Δε λες τίποτα…»
    - «Σήμερα το απόγευμα θα πάω ΙΤΕ. Ισχύει ότι ενδιαφέρεσαι, έτσι;»
    - «Ναι! Ναι, φυσικά!»
    - «Ωραία, θα χρειαστεί να περάσεις μια συνέντευξη. Όχι τίποτα φοβερό, πέντε-δέκα λεπτά το πολύ, να δουν τι καπνό φουμάρεις.»
    - «Ναι, μου το είπες και προχθές. Φυσικά!»
    - «Ωραία, τι ώρες μπορείς αύριο ή μεθαύριο;»
    - «Μπορώ και αύριο και μεθαύριο μετά τις 17:00.»
    - «Α, ωραία. Και τις δύο μέρες πρέπει να πάω ΙΤΕ και τις Τρίτες συνήθως έρχεται μαζί μου και η Φοίβη για να κάτσει σε κάποιο workstation, μαθαίνει Unix. Εγώ βέβαια θα πρέπει να κάτσω μέχρι τις 19:00 ωστόσο μπορείτε να κάτσετε παρεούλα μέχρι να τελειώσω κι εγώ. Να τους πω για αύριο, αν γίνεται;»
    - «Ναι, βέβαια!»
    - «Κοίτα, στην αρχή και μέχρι να αρχίσεις να μαθαίνεις Fortran και SPSS θα έχει κάμποση χαμαλοδουλειά, κυρίως πληκτρολόγηση. Ξέρεις από υπολογιστές, έτσι;»
    - «Ναι, έχω άνεση στη χρήση υπολογιστή, στην Αθήνα είχαμε ένα μαζί με τον αδερφό μου. Μπορώ να πληκτρολογήσω σε ικανοποιητική ταχύτητα. Και παρακολουθώ και τα μαθήματα που κάνει το υπολογιστικό κέντρο σε TeX/LaTeX.»
    - «Α, γι’ αυτό μην ανησυχείς. Έχουν έτοιμα templates ωστόσο θα εκτιμηθεί η ευχέρειά σου σε δαύτα. Κάποια βασικά στο Unix και στο VMS θα στα μάθω εγώ, άλλωστε κι εγώ όταν πήγα ήξερα λίγο Unix αλλά δεν ήξερα την τύφλα μου από VMS. Τον vi μπορείς να τον χειριστείς;»
    - «Βασικά αυτόν χρησιμοποιώ στα μαθήματα για το TeX. Κάποιοι χρησιμοποιούν Emacs αλλά εγώ δεν την πάλευα με δαύτον. Meta-Control-χέσε μέσα. Vi, vi until the day I die που λένε και κάποιοι hardcore»
    - «Ρώτησα γιατί συνήθως τα Sun Workstations είναι άδεια και στο ITE έχουμε x-windows text editors όπως ο xcoral ή ο nedit. Ωστόσο αν δεν υπάρχει θέση μπορεί να χρειαστεί να κάτσεις σε κάποιο από τα vt-510 που έχουμε, οπότε καλό είναι να μπορείς να γράψεις και σε terminal editor»
    - «Κανένα πρόβλημα!»
    - «Δε μου λες, ξέρεις δηλωτή;» τη ρώτησα.
    - «Θα σού ‘λεγα τώρα τι κάνουν οι αρκούδες στο δάσος αλλά έχε χάρη!»
    - «Let’s put it to the test!» της είπα και πήγα να φέρω τράπουλα. «Τράβα». Τράβηξε εφτάρι, τράβηξα πεντάρι. «Μοιράζω εγώ» είπα και ανακάτεψα την τράπουλα. «Κόψε»

    Πήραμε ο καθένας έξι φύλα και από κάτω μοίρασα τέσσερα ανοιχτά. Να σου γαμήσω, είχε κάτω το δύο σπαθί, δύο άσσους και ένα εξάρι. Βέβαια δεν μπορείς να κάνεις ξερή στο πρώτο χέρι αλλά αν είχε δεκάρι θα μάζευε μάνι-μάνι 4 πόντους. Αν όχι, θα τους μάζευα εγώ, γιατί είχα δεκάρι πάνω μου.

    - «Αυτό ήταν κόψιμο!» μου είπε και έβαλε τα γέλια.
    - «Μπα που να σε πιάσει!» της είπα όταν έριξε δεκάρι -και ήταν το δέκα καρό- και μάζεψε και τα τέσσερα φύλα. Επειδή οι πιθανότητες ήταν με το μέρος μου έριξα κάτω το δεκάρι μου και ήταν και σπαθί πανάθεμα το.
    - «Σ’ ευχαριστώ, είσαι γλύκας!» μου είπε όταν το έκανα και μου έκανε ξερή, η άτιμη είχε δύο δεκάρια πάνω της.
    - «Καλά πήγε αυτό» είπα φιλοσοφημένα και έριξα κάτω ένα εφτάρι.
    - «Κάτι λέγαμε για δάση και αρκούδες!» μου είπε, κάνοντάς μου δεύτερη ξερή. Τι σκατά, ίδια φύλα είχαμε;

    Δεν έκανε άλλη ξερή αλλά στη δηλωτή αν ο άλλος σου κάνει ξερή, πολύ δύσκολα θα κερδίσεις αν δεν κάνεις κι εσύ. Αν σου κάνει δε δύο, δεν μπορείς να το ισοφαρίσεις ακόμα και αν μαζέψεις όλη την υπόλοιπη τράπουλα και η Χριστιάνα είχε μαζέψει ήδη 26 πόντους στο πρώτο χέρι. Το υπόλοιπο της πρώτης παρτίδας ήταν διαδικαστικό.

    Απορροφημένοι από το παιχνίδι, και με το σκορ στο 3-1 υπέρ της Χριστιάνας, δεν είδαμε τη Φοίβη που είχε διάλειμμα. Πω-πω, πώς είχε περάσει έτσι μια ώρα;

    - «Γεια σας!» είπε χαρίζοντάς μας το χαμόγελο της κουνελο-Colgate. «Τι κάνετε καλά μου παιδιά;»
    - «Εδώ, μαθαίνω στον αγαπουλίνο σου τι κάνουν οι αρκούδες στο δάσος!»
    - «Σ’ έχει κάνει άλογο, μωρουλίνι μου;» με ρώτησε.
    - «Πονάν μωρέ τα παλικάρια;»

    Τελικό σκορ 4-1 υπέρ της Χριστιάνας, καλά είχε πάει αυτό. Μαζέψαμε την τράπουλα και εκείνη τη στιγμή ήρθε και η Ελένη με τον Τάσο.

    - «Καλημέρα!» μας είπαν.
    - «Τι καλημέρα ρε; 12:00 έχει πάει!» τους απάντησα. «Πού είσαι εσύ μαντάμ, έχασες την πρώτη ώρα Παπαδάκη»
    - «Μας πήραν τα παπλώματα και μας σήκωσα» είπε ο Τάσος. «Και όχι τίποτε άλλο αλλά είχα πει στο Vasily ότι θα είμαι στο γραφείο στις 11:00. Παιδιά δε θα κάτσω, παίρνω καφέ και πάω πάνω» μας είπε και πήγε στον πάγκο πριν πλακώσει κι άλλος κόσμος.
    - «Τάσο, πάρε μου κι εμένα ένα καφέ σε παρακαλώ» του είπε η Ελένη. «Τι έχασα;» ρώτησε κοιτώντας εμένα.
    - «Την ώρα σου, δεν έχει μάθημα σήμερα. Γέννησε πρόωρα η γυναίκα του Παπαδάκη και δεν πρόλαβε να ορίσει αντικαταστάτη. Αν βάλει την αναπλήρωση μέχρι την Παρασκευή έχει καλώς, αν όχι ατυχήσαμε. Αλήθεια, εσύ πότε θα πας στα πατρώα εδάφη;»
    - «Τα εξωτικά Γιάννενα θα με δουν στο τέλος της επόμενης εβδομάδας, θα κάτσω Ηράκλειο μέχρι και τις 23. Αχ θα με φάνε τα πλοία και τα λεωφορεία. Δε βαριέσαι, τουλάχιστον στο πλοίο και μέχρι την Άρτα θα έχω και τον Τασούλη.»
    - «Μια χαρά μωρή αχάριστη! Πόση ώρα είναι από εκεί μέχρι τα Γιάννενα;»
    - «Όχι πολλή» παραδέχτηκε. «Μία, μιάμιση ώρα.»

    Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε και ο Vasily. Μας είδε και ήρθε χαμογελαστός προς το μέρος μας.

    - “Good morning, guys!”
    - “Good morning, Vasily. Let me introduce you to Christiana” του είπα.
    - “Nice to meet you!” της είπε και της έδωσε το χέρι. “Basically, I’m looking for Tasos”
    - “Yeah, about that” είπε η Ελένη. «Sorry, we just arrived, we didn’t hear the alarm. Tasos is getting his coffee» του είπε και του έδειξε τον Τάσο που ήταν στον πάγκο και μας είχε πλάτη.
    - “Ah, ok then. I ‘ll wait here if you don’t mind” μας είπε.
    - “Sure, take a seat” του απάντησε η Ελένη. “So, we didn’t see you yesterday. How was your date?”
    - “Very good! I dare say, excellent.” είπε και γελούσαν ακόμα και τα ανύπαρκτα μουστάκια του.

    Εκείνη την ώρα επέστρεψε και ο Τάσος.

    - “Good morning, Vasily, sorry for the delay, we didn’t hear the alarm!”
    - “No problem but we should get going!”
    - “What?” πετάχτηκε η Φοίβη. “Without even a game?”
    - “I would love to play but Tasos and I have some work to do. However after we finish, I’m game, if you are available.”
    - “Well, I’ m free between 14:00 and 15:00”
    - “I think Anastasias’ shift is between 13:00 – 19:00, so if we are finished with Tasos, I will come straight here at 14:00”
    - “It’s a date” του απάντησε η Φοίβη.
    - «Ορίστε, μου κλείνει και ραντεβού! Για συμμαζέψου μαδάμ!» της είπα.
    - «Ζουλιάρη!» μου είπε και μου έστειλε φιλάκι.

    Ο Τάσος με το Vasily έφυγαν και το ίδιο έκαναν λίγη ώρα αργότερα Φοίβη και Χριστιάνα για να πάνε στα μαθήματά τους. Εγώ με την Ελένη είχαμε άλλη μια ώρα κενό, οπότε καθίσαμε εκεί που ήμασταν και το ρίξαμε στο τάβλι. Στις 13:00, στο διάλειμμά τους, ήρθαν και πάλι Φοίβη και Χριστιάνα και στις 13:15 αφήσαμε επιτέλους το τραπέζι και πήγε κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.

    Δεν βγήκαμε στις 14:00 για διάλειμμα καθώς ο καθηγητής -επειδή κάτι του είχε τύχει- μας ζήτησε να κάνουμε σερί και να τελειώσουμε στις 14:30 αντί στις 15:00. Κατεβήκαμε κάτω με την Ελένη και βρήκαμε Φοίβη και Vasily στο μέσο της παρτίδας. Η Ελένη ξέρει σκάκι, αν και δεν είναι στο επίπεδο του Τάσου, πόσο μάλλον σε αυτό της Φοίβης και του Vasily, αλλά εγώ πέραν των ονομάτων των πιονιών και των βασικών τους κινήσεων, δεν ξέρω τίποτα.

    Δεν είχα καν ιδέα για τον κανόνα του αν πασσάν και μου έκανε φοβερή εντύπωση όταν η Φοίβη σε μια κίνησή της αιχμαλώτισε το αντίπαλο πιόνι που ήταν δίπλα της και όχι διαγώνια. Το παιχνίδι δεν είχε τελειώσει μέχρι τις 15:00. Ήταν η σειρά της Φοίβης να παίξει και αυτό που έγινε δεν το είχα ξαναδεί και μου έκανε φοβερή εντύπωση.

    - “Adjourned. Ι have a class at 15:00” είπε στο Vasily και εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Η Φοίβη σημείωσε κάτι σε ένα κομμάτι χαρτί και πήγε και το έδωσε σε κάποιον στο κυλικείο, ο οποίος πήρε το χαρτί κα το έβαλε μέσα σε ένα κουτί.
    - «Τι κάνατε;» τη ρώτησα.
    - «Διακόψαμε το παιχνίδι. Κατέγραψα την κίνηση που θα έκανα και την έδωσα να τη φυλάξουν. Όταν βρούμε χρόνο να συνεχίσουμε, θα πάρουμε το χαρτί και θα παίξω αυτή την κίνηση.»
    - «Μα γιατί την κατέγραψες; Εννοώ δεν έχετε καταγράψει όλες τις κινήσεις σας;»
    - «Όλες εκτός από την τελευταία. Είναι κανόνας, αυτός που ζητάει διακοπή, να καταγράψει την κίνηση που θα έκανε, και όταν το παιχνίδι συνεχιστεί εκ νέου, υποχρεούται να κάνει την κίνηση που έχει καταγράψει, η οποία φυσικά φυλάσσεται από κάποιον τρίτο.»
    - «Μα δε θα ήταν πιο απλό να κάνεις την κίνησή σου τώρα και να το συνεχίσετε από εκεί;»
    - «Όχι, ζητώντας διακοπή, τυπικά ο αντίπαλός μου δεν ξέρει την κίνησή μου και έτσι δεν μπορεί να προετοιμάσει απάντηση σε αυτή.»
    - «Μα εσύ την ξέρεις την κίνησή σου, θα έχεις όλο το χρόνο να επεξεργαστείς τις πιθανές απαντήσεις του!»
    - «Ναι αλλά τυπικά δεσμεύομαι σε μια κίνηση που αν είχα και άλλο χρόνο μπορεί να μην έκανα. It’s as fair as can be» Μετά γύρισε προς τον Vasily που μας κοιτούσε και του είπα «I was explaining to Andreas the adjournment rules» και ένευσε καταφατικά.
    - «Λοιπόν, κοριτσάρα μου, την κάνω, πάω ΙΤΕ. Θα περάσω από το σπίτι σου όταν σχολάσω, ναι;»
    - «Ναι μωρό μου. Σ’ αγαπάω!»
    - «Κι εγώ, πολύ-πολύ!»
    - «Σιγά, μας πήραν τα μέλια» μας πείραξε η Ελένη.
    - «Πάνω που έλεγα να σε κατεβάσω στο κέντρο με το αυτοκίνητο, μιας και θα πάω από το καθαριστήριο, αλλά αφού προτιμάς το πεζό δύο ποιος είμαι εγώ να στο χαλάσω;» την πείραξα με τη σειρά μου.
    - «Είσαι ένας ωμός εκβιαστής!» μου δήλωσε.
    - «Προχώρα βρε γαϊδούρ!» της είπα. «Μ’λαρ!»
    - «Σαλάγα τα!» μου απάντησε και κινήσαμε προς τα άσπρα κτήρια που είχα παρκάρει.
    - «Θα πάμε πρώτα από το καθαριστήριο και θα σ’ αφήσω στην πλατεία Ελευθερίας» της είπα.
    - «Ναι, κανένα πρόβλημα!»

    Άφησα τα άπλυτα στο καθαριστήριο, θα τα είχε έτοιμα Τετάρτη απόγευμα, και άφησα μετά την Ελένη στην πλατεία Ελευθερίας. Πήρα τη Δικαιοσύνης και μετά την Καλοκαιρινού και με τα πολλά περνώντας από Χανιόπορτα μπήκα στην 62 Μαρτύρων. Μου βγήκε η ψυχή μέχρι να φτάσω Γιόφυρο, η 62 Μαρτύρων είναι το Ηρακλειώτικο ισοδύναμο της Κατεχάκη, με αποτέλεσμα τελικά να φτάσω στο ΙΤΕ γύρω στις 16:00. Κάθισα και άρχισα να κάνω document τον κώδικα. Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και ο προϊστάμενος του τμήματος.

    - «Κύριε Βασίλη, μου είχατε πει αν έχω υπόψη μου κάποιο φοιτητή.»
    - «Έχεις;»
    - «Ναι, έχω κάποια. Είναι ακόμα δευτεροετής, Fortran θα πάρει το επόμενο εξάμηνο. Είναι καλή φοιτήτρια, έχει βαθμό 8,75 και φιλοδοξεί μετά την εξεταστική του Γενάρη να έχει φτάσει κοντά στο 9. Έχει κάνει μαθήματα TeX/LaTeX και γενικά έχει εξοικείωση με τους υπολογιστές. Χμμμ, ξέχασα να τη ρωτήσω για ξένες γλώσσες»
    - «2ετής ε; Κάποιον στο έτος σου δεν έχουμε;»
    - «Φαντάζομαι θα υπάρχουν, αλλά εγώ τουλάχιστον δεν γνωρίζω κάποιον άλλον.»
    - «Καλώς, πες της να έρθει εδώ να τη δούμε. Αχ, που έχετε τα μυαλά σας, με το τουφέκι σας κυνηγάμε, ενώ θα έπρεπε να κάνετε ουρά να έρθετε να δουλέψετε εδώ!»
    - «Εγώ το ξέρω. Και η Χριστιάνα το ξέρει, έτσι τη λένε την κοπέλα που σας είπα. Για τους υπόλοιπους τι να σας πω. Πότε να τη φέρω; Μου είπε μπορεί και αύριο και μεθαύριο μετά τις 17:00»
    - «Αύριο, μια χαρά είναι. Δε μου λες, από εδώ είναι;»
    - «Όχι, Αθηναία σαν εμένα!»
    - «Ωραία, για να εξαφανίζεστε και οι δύο στις γιορτές!»
    - «Εγώ πάντως σας το είχα πει εξ αρχής.»
    - «Πότε φεύγεις;»
    - «Παρασκευή βράδυ. Πάντως έτρεξα την Παρασκευή την επεξεργασία της πρώτης μπατσιάς, τέλειωσε το Σάββατο το πρωί. Το Σάββατο πέρασα από εδώ και τα φόρτωσα στο SPSS. Το είδαμε με το Μανώλη»
    - «Ναι, μου τα έδειξε και εμένα. Το fit ήταν πολύ καλό, για την ακρίβεια τόσο καλό που με προβληματίζει. Μην παίρνεις αυτό το ύφος, δεν κατηγορώ την υλοποίησή σου. Τα πέρασα και από ένα δικό μου, ένα μικρό δείγμα γιατί το δικό μου πρόγραμμα δεν κάνει scaling. Για την ακρίβεια έτρεξα δειγματοληπτικά 5-6 sets, βγάλαν σχεδόν τα ίδια αποτελέσματα με τα δικά σου, για την ακρίβεια η διαφορά ήταν στα δεκαδικά. Σε κάθε περίπτωση όταν συμφωνεί τόσο καλά η θεωρία με τα πειραματικά αποτελέσματα, από το πρώτο κιόλας iteration, γίνομαι επιφυλακτικός. Σήμερα θα σου δώσει το δεύτερο batch ο Μανώλης;»
    - «Ναι, είπε θα το έχει σήμερα το απόγευμα ή αύριο το πρωί. Εγώ θα είμαι εδώ μέχρι τις 19:00 οπότε θα το βάλω να τρέξει σήμερα αλλιώς αύριο το απόγευμα.»
    - «Όχι όχι, αν τα έχει σήμερα καλό θα ήταν να το τρέξουμε σήμερα. Για δείξε μου σε παρακαλώ πως τρέχει το πρόγραμμα, αν είναι να το βάλω εγώ να τρέξει.»
    - «Βεβαίως» του είπα και το επόμενο μισάωρο το αφιέρωσα στο να του εξηγήσω τη γραμμογράφηση του αρχείου εισαγωγής καθώς και τις παραμέτρους του προγράμματος. «Με την επιλογή -a προσπαθεί διαβάζοντας τα νούμερα να διαλέξει το πρόγραμμα μόνο του τις παραμέτρους λ, r και θ. Με την επιλογή -p μπορείτε να επιλέξετε μέθοδο παρεμβολής. Με -pp{n} κάνει πολυωνυμική βαθμού n, αν το αφήσετε κενό το default είναι δυωνυμική. Με -pe εκθετική, με -pl λογαριθμική και με -ps ελαχίστων τετραγώνων.”
    - «Γραμμική;»
    - «Με -pp1. Τέλος υπάρχει και η επιλογή -i{m} όπου m ο αριθμός των iterations. Με αυτό τον τρόπο το πρόγραμμα θα τρέξει m φορές και κάθε φορά θα παίρνει ως αρχικό seed τις τιμές που είτε του περάσαμε εμείς ως λ , r και θ, είτε αυτές που είχε υπολογίσει από μόνο του, αν είχε προηγηθεί η -a. Θέλει κάποια δουλειά ο κώδικας, θεωρώ ότι σηκώνει αρκετή βελτίωση στην ταχύτητα, ωστόσο μέχρι να το κάνω αυτό, θα πρότεινα τα iterations να είναι μέχρι 3. Με το μέγεθος των μετρήσεων που έχουμε, χρειάζεται περίπου ένα τρίωρο ανά πέρασμα.»
    - «Μια χαρά, πολύ καλή δουλειά. Μου αρέσει που έγραψες αυτόματο υπολογισμό παραμέτρων!»
    - «Μα το κάνουμε εμείς στο χαρτί βγάζοντας τα μάτια μας στο SPSS. Γιατί να μπαίνουμε στη φασαρία όταν ο υπολογιστής το κάνει πολύ πιο γρήγορα και χωρίς να κουράζεται;»
    - «Δε μου λες; Μπορείς να επιλέξεις συνδυασμούς παρεμβολών; Ή παράλληλη επεξεργασία περισσότερων του ενός;»
    - «Αυτή τη στιγμή όχι, άμα δεν βελτιστοποιήσω τον κώδικα θα γίνει πάρα πολύ αργό.»
    - «Πόσο καιρό θα σου πάρει;»
    - «Γύρω στην εβδομάδα είχα υπολογίσει. Και μετά θα πρέπει να φτιάξω και την παραλληλία, αυτό η αλήθεια είναι ότι δεν έχω σκεφτεί πως να το κάνω.»
    - «Ωραία, βήμα-βήμα. Ξεκίνα να δεις αν μπορείς να αυξήσεις την ταχύτητα.»
    - «Δεν υπόσχομαι ότι θα μπορέσω να τελειώσω μέχρι την Παρασκευή, πάντως, έχω και τα μαθήματα, οπότε δεν μπορώ να έρθω για πάνω από 3-4 ώρες. Ο υπολογισμός της εβδομάδας είναι με 8ωρα. Πάντως 10 του μήνα θα είμαι πίσω και οι εξετάσεις μου αρχίσουν στις 25, την πρώτη εβδομάδα θα μπορώ να έρχομαι για ένα 6ωρο.»
    - «Με τα μαθήματα πώς πας;»
    - «Μια χαρά, φιλοδοξώ στο τέλος του επόμενου εξαμήνου να έχω τ0 πτυχίο μου. Αν και ουσιαστικά είμαι τριτοετής, τυπικά είμαι τεταρτοετής καθώς είχα περάσει το 1989, απλά την πρώτη χρονιά απλά είχα γραφτεί, δεν είχα παρακολουθήσει μαθήματα. Έχω περάσει ήδη δύο μεταπτυχιακά μαθήματα και το Γενάρη θα δώσω άλλα δύο. Μου έχουν μείνει ακόμα 4 προπτυχιακά, δύο εκ των οποίων τα δίνω αυτό το εξάμηνο. Απλά το άλλο εξάμηνο θα πάρω και από το επιστήμης υπολογιστών, δομές και βάσεις δεδομένων και αλγόριθμους και πολυπλοκότητα, που ναι μεν δε χρειάζεται να τα περάσω για να πάρω πτυχίο αλλά από την άλλη θα με ζορίσουν στον ίδιο βαθμό με τα μεταπτυχιακά μαθήματα.»
    - «Συνεπώς συνεχίζεις να θέλεις να κάνεις μεταπτυχιακό.»
    - «Ναι, εννοείται.»
    - «Θαυμάσια!»

    Όταν έφυγα στις 19:00 ο Μανώλης δεν είχε φέρει ακόμα τα αποτελέσματα του δεύτερου iteration αλλά εκείνη τη στιγμή το μόνο που με απασχολούσε ήταν το στομάχι μου που ήταν άδειο.

    Η αλήθεια είναι ότι, πέρα από την πείνα, ήθελα να ανοίξω και λίγο το τερατάκι μου, τον Θρασύβουλα, που λέει και το άλλο μου τερατάκι. Βρήκα την ευκαιρία όταν βγήκα στην Εθνική καθώς ήταν σχεδόν άδεια. Το άνοιξα μέχρι που έφτασα τα 170 και μετά άρχισα και πάλι να επιβραδύνω. Κρατιόταν καλά ο μπαγάσας. Βγήκα στη διασταύρωση του Άη Γιάννη και στο φανάρι έκανα δεξιά και ανέβηκα την Κνωσσού. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε αλλά σταμάτησα στην κάβα και πήρα δύο μπουκάλια αγιωργίτικο. Δέκα λεπτά αργότερα ήμουν έξω από το σπίτι της Φοίβης.

    Ο Σίμπα ήρθε όπως πάντα να με υποδεχτεί κουνώντας σα μανιακός την ουρά του. Μπορεί να με είχε κόψει η πείνα αλλά πολύ τον έκανα χάζι οπότε κάθισα πέντε λεπτά μαζί του έξω να παίξω, κάνοντας τον να ξετρελαθεί, το οποίο το εισέπραξα με γλείψιμο στα μούτρα και… ταγκό, καθώς σηκώθηκε στα δύο και με πήρε αγκαλιά. Και όχι τίποτε άλλο, αλλά σχεδόν με έφτανε στο μπόι.

    Με τα χίλια ζόρια με άφησε να πάω προς το σπίτι. Μέσα είχε φώτα αλλά οι κουρτίνες ήταν κλειστές. Δεν είχε κλειδώσει ωστόσο, οπότε άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Και εκεί βρήκα Φοίβη, Μαρία και Χριστιάνα να σημειώνουν η κάθε μία σε ένα χαρτί!

    - «Μωρούλι μου!» είπε η Φοίβη και πετάχτηκε σαν ελατήριο και ήρθε και χώθηκε στην αγκαλιά μου.
    - «Απαρτία βλέπω» είπα χαμογελαστός όταν τέλειωσε η λαρυγγοσκόπηση.
    - «Καλώς τον» είπαν ταυτόχρονα Μαρία και Χριστιάνα.
    - «Τι κάνετε;»
    - «Παίζαμε όνομα-ζώο-πράγμα όσο σε περιμέναμε. Όταν τελείωσα στις 17:00 πήγα για καφέ στο κυλικείο και πέτυχα εκεί τη Χριστιάνα, η οποία περίμενε τη λέσχη να ανοίξει στις 18:00 για να πάρει φαγητό και να πάει σπίτι της. Εκείνη τη στιγμή κατέβηκε και η Μαρία και μας είδε. Ε, τους έκανα προσφορά που ήταν αδύνατο να αρνηθούν!»
    - «Τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται! Δεν ξέρω πως μου ήρθε αλλά καθώς ανέβαινα, κάτι με έκανε να σταματήσω στην Κάβα και να πάρω κρασί!» είπα δείχνοντας την τσάντα με τα μπουκάλια που κρατούσα στα χέρια μου.
    - «Ωραία, κάτσε κι εσύ να σερβίρω να φάμε!»
    - «Κόβω σαλάτα» είπε η Χριστιάνα.
    - «Εγώ θα τις επιβλέπω!» είπε η Μαρία.

    Χαμογελώντας, άφησα τα κρασιά στο τραπέζι και πήγα στην τουαλέτα για να πλυθώ, ο Σίμπα με είχε κάνει σύγχρηστο. Όταν τελείωσα, γύρισα στο τραπέζι και βοήθησα τη Μαρία να επιβλέπει Φοίβη και Χριστιάνα να ετοιμάζουν το φαγητό. Όταν τελείωσαν τα σέρβιραν και, αφού καθίσαμε όλοι, πέσαμε με τα μούτρα στο φαγητό. Τα γιουβαρλάκια ήταν αριστούργημα. Δε θα κουραστώ να το λέω, αυτό το κορίτσι είναι χρυσοχέρα.

    - «Άσε τα πιάτα, θα τα πλύνω εγώ» είπα στη Φοίβη.
    - «Σ’ ευχαριστώ μωρουλίνι μου!»

    Τα κορίτσια κάθισαν στο σαλόνι, Φοίβη και Μαρία στον καναπέ και Χριστιάνα στην πολυθρόνα κοντά στο παράθυρο για να μπορεί να καπνίσει. Όταν τέλειωσαν τα πιάτα, έπιασα και έπλυνα την κατσαρόλα, δυστυχώς δεν είχε μείνει τίποτα, και πώς άλλωστε; Μόνο εγώ έφαγα τρία πιάτα.

    Χαζολογήσαμε γύρω στο μισάωρο και η Μαρία δήλωσε ότι έπρεπε να φύγει καθώς χρειαζόταν και δύο λεωφορεία για να πάει Μασταμπά.

    - «Παιδί μου τι λες; Θα σε πάω εγώ!»
    - «Όχι μωρέ μη σε βάζω σε φασαρία» είπε αλλά η αλήθεια είναι ότι χαμογελούσαν μέχρι και τ’ αφτιά της.

    Άφησα Φοίβη και Χριστιάνα να κάθονται και κατέβασα τη Μαρία στο Μασταμπά μέσω της πλατείας Σινάνη. Στην επιστροφή ωστόσο, καθώς ανέβαινα την Παπαναστασίου, πέρασα έξω από τη βιοτεχνία που έφτιαχνε κρουασάν. Χαμογελώντας μέχρι και τα ανύπαρκτα μουστάκια μου, κατέβηκα και πήρα μια κούτα με μίνι κρουασάν με πραλίνα. Τα οποία γέμισε μπροστά μου εκείνη τη στιγμή. Νιρβάνα, αυτό έχω να πω! Πέντε λεπτά αργότερα παρκάρισα μπροστά από το σπίτι της Φοίβης.

    - «Τι σας έχω εγώ;» τις ρώτησα μπαίνοντας μέσα.
    - «Τι;;;;» ρώτησαν και οι δύο.
    - «Ελάτε να δείτε!» τους είπα και άφησα το κουτί στο τραπέζι.

    Σηκώθηκαν και οι δύο και πήγαν πάνω από το κουτί ενώ εγώ κάθισα στον καναπέ.

    - «Κρουασάααααααν» φώναξε η Φοίβη χτυπώντας παλαμάκια, σήμα κατατεθέν. Όχι ότι η Χριστιάνα έδειξε λιγότερο ενθουσιασμό.
    - «Προσεκτικά μην καείτε, μόλις βγήκαν από το φούρνο» τις προειδοποίησα. Μωρέ, του έδωσαν και κατάλαβε.
    - «Άιιιι καίει!» είπε η Χριστιάνα. «Αχ, είναι υπέροχο! Σοκολάτα! Κι άλλη σοκολάτα!»
    - «Μμμμμ» είπε η Φοίβη συμφωνώντας πλήρως.

    Είχαν πασαλειφθεί και οι δύο, είχαν γίνει χάλια.

    - «Για φωτογραφία είστε!» τους είπα.
    - «Σοκολάτααααααα!» είπε πάλι η Φοίβη και συνέχισαν το κρουασανικό τους όργιο.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 22ο
    (Φοίβη)

    Ούτε κι εγώ δεν ξέρω πως τελικά καταφέραμε και σταματήσαμε πριν ρημάξουμε όλα τα κρουασάν και αφήσουμε το μωρουλίνι μου με τις καλύτερες των αναμνήσεων. Κοιταχτήκαμε με τη Χριστιάνα και βάλαμε τα γέλια, είχε δίκιο ο Ανδρέας, είχαμε γεμίσει σοκολάτες. Η Χριστιάνα πήγε μέσα να πλυθεί και όταν μείναμε μόνοι μας ο Ανδρέας μου ρίχτηκε!

    - «Τι, μόνο ο μούργος θα σε γλείφει στο πρόσωπο;» είπε. Μου έγλειψε τα δάχτυλα των χεριών μου και μετά γύρω από τα χείλη. Ανταπέδωσα το φιλί του παίρνοντάς τον πολύ προσεκτικά αγκαλιά γιατί τα χέρια μου δεν είχαν ακριβώς καθαρίσει.

    Παραδομένοι στο φιλί, δεν ακούσαμε τη Χριστιάνα που βγήκε από το μπάνιο.

    - «Άμαχος πληθυσμός!» μας δήλωσε.
    - «Μωρέ μια χαρά μάχιμος είναι» της είπε ο Ανδρέας, κάνοντας την να κοκκινήσει.
    - «Πάω να πλυθώ» είπα αφήνοντας τον Ανδρέα, αλλά κινούμενη προς την τουαλέτα σταμάτησα και έδωσα ένα πεταχτό φιλί στην Χριστιάνα που ναι μεν δεν το αρνήθηκε αλλά έγινε ακόμα πιο κόκκινη. «Εμ τι, έτσι θα σε άφηνα;» της είπα παιχνιδιάρικα και κίνησα να πάω να πλυθώ αφήνοντάς την κόκκινο άγαλμα.
    - «Εισπνοή/εκπνοή. Εισπνοή/Εκπνοή» άκουσα τον Ανδρέα να την πειράζει πριν ανοίξω το νερό. Όταν βγήκα από το μπάνιο, δυο-τρία λεπτά αργότερα, η Χριστιάνα είχε ανακτήσει την ψυχραιμία της.

    Καθίσαμε και χαζολογήσαμε λίγη ώρα ακόμα και μετά, μιας και όλοι μας είχαμε διάβασμα, ο Ανδρέας ανέβασε τη Χριστιάνα στο σπίτι της. Όχι, δεν είχαμε ξεχάσει την ωραία κοιμωμένη, μαζί της η Χριστιάνα πήρε και ένα πιάτο γιουβαρλάκια.

    Πέντε λεπτά αργότερα επέστρεψε και το ρίξαμε και οι δύο στο διάβασμα, δηλαδή ο Ανδρέας στο διάβασμα, εγώ στην κατασκευή. Ως τελευταία άσκηση στην ψηφιακή σχεδίαση είχαμε να φτιάξουμε ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι ράλι με led. Στον προσομοιωτή στη σχολή είχε δουλέψει, οπότε δεν έμενε παρά η κατασκευή. Η απαίτηση ήταν να υπάρχουν «στροφές» και να υπάρχουν τυχαία εμπόδια και φυσικά να τερματίζει αν έβγαινες έξω από το δρόμο ή χτύπαγες κι άλλα εμπόδια. Bonus πόντοι αν η ταχύτητα του παιχνιδιού άλλαζε με την πρόοδό του. Εγώ έκανα το βήμα παραπάνω και πρόσθεσα και χρόνο. Σκορ δεν μπορούσα να κρατήσω χωρίς κάποιο μικροεπεξεργαστή, ωστόσο μπορούσα πολύ εύκολα να προσθέσω κύκλωμα μέτρησης χρόνου το οποίο θα γινόταν reset μετά από κάθε έναρξη και θα σταματούσε στην πρώτη σύγκρουση.

    Την κατασκευή την είχα ξεκινήσει από την προηγούμενη εβδομάδα και τελικά μου πήρε μία-μιάμιση ώρα για να την τελειώσω. Ο Ανδρέας είχε τελειώσει πρώτος και με περίμενε για να γίνει ο δοκιμαστής μου. Το πρώτο του παιχνίδι δεν κράτησε πολύ, είχα υπερεκτιμήσει την ταχύτητα και την σταδιακή της αύξηση με αποτέλεσμα να στουκάρει σχεδόν με το που άρχισε. Η ταχύτητα, ο συντελεστής αύξησής της και το χειριστήριο ήταν τρεις απλοί μετατροπείς αναλογικού σε ψηφιακό, οπότε με τη μέθοδο του trial and error κάποια στιγμή πέτυχα την ιδανική αναλογία.

    Είχε πολλή πλάκα! Ο Ανδρέας είχε πορωθεί και εγώ τον κοίταγα τρισευτυχισμένη να παίζει ηλεκτρονικό παιχνίδι που είχα φτιάξει με τα ίδια μου τα χέρια!

    - «Φτου! Στούκαρα! Πλάκα έχει!» είπε και ξεκίνησε και δεύτερο παιχνίδι. Είχε βάλει στόχο να καταφέρει να αντέξει πάνω από 10 λεπτά, δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολο.

    «Ουφ ορίστε, ασχολείται με το παιχνίδι και με έχει αφήσει μόνη» σκέφτηκα παραπονεμένη και τότε το διαβολάκι ξύπνησε μέσα μου. Χαμογέλασα στη σκέψη. Όπως ο Ανδρέας καθόταν στην καρέκλα έχοντας απορροφηθεί από το παιχνίδι, χώθηκα κάτω από το τραπέζι και τον πλησίασα στα τέσσερα. Άπλωσα το χέρι μου και τον χούφτωσα.

    - «Έι, με αποσυντονίζεις!» είπε.

    «Και που είσαι ακόμα» σκέφτηκα και του ξεκούμπωσα κουμπί και φερμουάρ. Μπορεί το πάνω κεφάλι να ασχολούνταν με το ράλι αλλά το κάτω είχε ξυπνήσει. Δε βόλευε ιδιαίτερα, να πω την αλήθεια, ωστόσο τον πήρα στο στόμα μου και άρχισα να τον ρουφάω προσέχοντας να μην κοπανίσω το κεφάλι μου στο τραπέζι.

    - «Μηηηη» τον άκουσα να φωνάζει, όχι ιδιαίτερα πειστικά, και συνέχισα το θεάρεστο έργο μου. «Αυτό ήταν, θα σε κάνω μαύρη!» είπε και τραβήχτηκε και με τράβηξε και εμένα προσεκτικά. Με πήρε από το χέρι και με σήκωσε προσεκτικά. Όταν σηκώθηκα όρθια μου κατέβασε το παντελόνι που φορούσα και το κιλοτάκι. Νόμιζα ότι θα μου κάνει στοματικό αλλά τελικά το εννοούσε αυτό που είχε πει. Με έβαλε με το στομάχι στα πόδια του με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει τον κώλο μου στο σημείο που ήθελε. Οι σφαλιάρες στον κώλο έπεφταν απανωτές -και αρκετά δυνατές- κάνοντάς με πύραυλο. Όταν έκρινε ότι ο κώλος μου είχε κοκκινήσει αρκετά με σήκωσε και με έβαλε να σκύψω πάνω στο τραπέζι.

    Έσφιξα τα δόντια μου περιμένοντας τον αναπόφευκτο πόνο του να μπει από πίσω μου αλλά ο Ανδρέας δεν είχε αυτό στο μυαλό του και μπήκε μπροστά μου κάνοντάς με να δω αστεράκια και πεταλουδίτσες. Πέρασε τα χέρια του μπροστά μου, μου σήκωσε τη μπλούζα και τη φανέλα και στο τέλος και το σουτιέν. Έσφιξε τα στήθη μου και καρφώθηκε μέσα μου κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένα δυνατό ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ. Άφησε τα στήθη μου και με άρπαξε από το πίσω μέρος των μαλλιών και με τράβηξε προς το μέρος του.

    - «Σ’ αρέσει μωρό μου;» μου ψιθύρισε στο αυτί, κάνοντας με να ανατριχιάσω σύγκορμη.
    - «Πολύ… πολύ…»

    Άρχισε πάλι να κουνιέται, σιγά στην αρχή και σταδιακά αύξησε το ρυθμό του. Το είχα χάσει τελείως, αν με είχε αφήσει θα είχα χυθεί πάνω στο τραπέζι, το μόνο που με κρατούσε ήταν το χέρι του που με τραβούσε από τα μαλλιά ενώ το όργανό του μπαινόβγαινε με λύσσα μέσα μου.

    Μπορεί να μην τελείωσα αλλά ήταν υπέροχο, υπέροχο!

    - «Φοίβηηηηη» τον άκουσα να λέει. «Γύρνα! Γύρνα!»

    Γύρισα και γονάτισα μπροστά του και ίσα που πρόλαβα να τον πάρω στο στόμα μου πριν αρχίσει να εκσπερματώνει. Ευτυχώς και τον πρόλαβα γιατί έβγαλε μια σεβαστή ποσότητα που θα με γέμιζε από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Κατάπια και συνέχισα να τον περιποιούμαι για λίγη ώρα ακόμα μέχρι που άρχισε να χαλαρώνει και να ζαρώνει.

    Ακόμα γονατισμένη, σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Είχε ακόμα κλειστά τα μάτια του, αλλά στο πρόσωπό του είχε ζωγραφιστεί αυτό το χαμόγελο που κάνει την καρδιά μου χορεύει κωλοτούμπες.

    Άνοιξε τα μάτια του και με κοίταξε. Χαμογελώντας μου ακόμα με βοήθησε να σηκωθώ και με τράβηξε πάνω του και με φίλησε βαθιά.

    - «Έχω μια ιδέα!» του είπα. «Ντύσου!»
    - «Τι ιδέα; Τι εννοείς να ντυθώ;»
    - «Εννοώ σήκωσε το μποξεράκι σου και φόρα κανονικά το παντελόνι σου! Έρχομαι!» του είπα και πήγα στο δωμάτιο. Άνοιξα το κομοδίνο και πήρα από εκεί την κασέτα που ήθελα. Πήρα το κασετόφωνο και πήγα μέσα και το έβαλα στην πρίζα, δίπλα από τον καναπέ. Η κασέτα ήταν γυρισμένη στην αρχή. Πάτησα το play και οι πρώτες νότες του τραγουδιού πλημμύρισαν το χώρο. «Θα μου χαρίσετε αυτόν τον χορό;» τον ρώτησα. Χαμογελώντας από το ένα αυτί μέχρι το άλλο και με μάτια που γυάλιζαν ύποπτα με έσφιξε στην αγκαλιά του.

    Love hurts, love scars,
    Love wounds and marks
    Any heart not tough
    Or strong enough…

    - «Το τραγούδι μας» μου είπε σφίγγοντάς με ακόμα πιο δυνατά.
    - «Ναι μωρό μου, το τραγούδι μας»

    Αλλά η έκπληξη δεν τελείωσε εκεί. Αμέσως με το που τέλειωσε αυτό το τραγούδι, ξεκίνησε το επόμενο.

    - «Χμμμ» μου είπε μετά τις πρώτες νότες του Stairway to heaven. Δεν απάντησα, έκανα την αθώα, και συνεχίσαμε να λικνιζόμαστε απαλά.
    - “And she’s buying the stairway to heaven” τραγούδησε τον τελευταίο στίχο του τραγουδιού. «Βρε;» ξεκίνησε να λέει όταν ξεκίνησε το “tale that wasn’t right” των Halloween.
    - “Guilty as charged!” του είπα.

    In my heart, in my soul, I really hate to pay this toll.
    Should be strong, young and bold,
    But the only thing I feel is pain…

    - «Ανδρέα μου, έχεις υπέροχη φωνή… τόσο υπέροχη φωνή! Στο έχω πει;»
    - «Μόνο 500.000 φορές» μου είπε πειρακτικά και κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου. Συνεχίσαμε να χορεύουμε ενώ μετά ήρθε η σειρά του Catch the Rainbow και μετά του Hotel California και του Gypsy Queen και του Kozmic Blues και τέλος του Illusion.

    Περιστέρι, 1989

    - «Νίκο! Νίκο!» τον έπιασα σχεδόν από το γιακά τη Δευτέρα το πρωί.
    - «Ώπα Φοίβη, σιγά!» μου είπε ξαφνιασμένος.
    - «Θέλω την κασέτα που έβαλες στο πάρτι! Αυτή με τις μπαλάντες.»
    - «Χμμμ»
    - «Χμούξις!»
    - «Καλά, μη μας δείρεις κιόλας!»
    - «Γι’ αυτό μη ζορίζεις την τύχη σου!» του είπα και “φύτουλας” ή όχι ούσα νταρντανοκοπέλα μπορούσα να γίνω αρκετά intimidating, ειδικά με το Νίκο που έφτανε/δεν έφτανε το 1,62.

    Την επόμενη μέρα μου έφερε τις δύο 60λεπτες κασέτες που είχε φέρει στο πάρτι. Τις αντέγραψα σε μια 120άρα και μάλιστα σε τρία αντίγραφα -και ήταν πανάκριβες οι ριμάδες τότε- γιατί όπως λένε, όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά!

    Ήταν οι αγαπημένες μου κασέτες και τις πρόσεχα σαν τα μάτια μου, για να τις φθείρω όσο λιγότερο μπορούσα, τις άκουγα εναλλάξ. Το 1989 ήμουν μια ερωτοχτυπημένη έφηβη και ποιος να μου το έλεγε ότι λίγα χρόνια αργότερα θα ήμουν ζευγάρι με τον εφηβικό μου έρωτα!

    Όταν σταματήσαμε να χορεύουμε ο Ανδρέας γέμισε δυο ποτήρια με κρασί και πήγαμε και κάτσαμε στον καναπέ. Τσουγκρίσαμε και ήπιαμε μια γουλιά ο καθένας.

    - «Αύριο το απόγευμα που θα πάμε ΙΤΕ θα έρθει και η Χριστιάνα για να περάσει από συνέντευξη.»
    - «Α, ωραία!» απάντησα.
    - «Δε φαντάζομαι να της πάρει πολλή ώρα. Απλά εγώ θα κάτσω μέχρι τις 19:00 εκεί, ίσως και περισσότερο.»
    - «Δεν πειράζει. Εγώ έχω να κάνω ασκήσεις γραμμικής, φαντάζομαι ότι και η Χριστιάνα θα έχει να κάνει κάποιο διάβασμα. Το πολύ-πολύ να κάτσουμε να παίξουμε κανένα xbomber, αν δηλαδή υπάρχουν ελεύθερα sun workstations.»
    - «Με το ζόρι κρατήθηκα προηγουμένως και δεν έβαλα τα γέλια. Πρέπει να άλλαξε όλα τα χρώματα του ορατού φάσματος η Χριστιάνα όταν τη φίλησες.»
    - «Τι χρώμα θα είχε η ζωή χωρίς αυτά τα μικρά απρόοπτα;» του απάντησα αθώα.
    - «Είσαι εσύ μία…» μου είπε.
    - «Ήμανε!» του απάντησα με ενθουσιασμό και του έσκασα ένα φιλάκι.
    - «Δε μου λες, το Σάββατο που θα είμαστε στην Αθήνα, τι προτιμάς; Ντίσκο ή Παλένκε;»
    - «Ουφ δεν ξέρω. Πρέπει να αποφασίσω από τώρα;»
    - «Όχι.»
    - «Δε θα προλάβουμε να πάμε Καραόκε» του είπα παραπονεμένη.
    - «Ε, πάμε όταν γυρίσεις!»
    - «Όταν γυρίσω έχουμε να πάμε εκεί που μας έχει καλέσει ο Βαγγέλης. Την άλλη μέρα το απόγευμα θα επιστρέψουμε Ηράκλειο.»
    - «Ε δε θα φύγει από εκεί βρε χαζούλα. Πάμε άλλη φορά. Ή, αν θες, αντί να πάμε στο Παλένκε ή στη ντίσκο, πάμε στο καραόκε.»
    - «Όχι-όχι! Θέλω να χορέψω!»
    - «Φυρί-φυρί το πας να στις ξαναβρέξω!» μου είπε με προσποιητή απειλή.
    - «Αχνε!» του απάντησα και σηκώθηκα όρθια και του τουρλώθηκα κουνώντας προκλητικά τον κώλο μου.
    - «Μισό θα με αφήσεις, λυσσάρα!»
    - «Είδες; Καλά που είχες πάρει αυτά τα δέκα κιλά που λες!» του είπα γυρίζοντας το κεφάλι και βγάζοντας του τη γλώσσα.
    - «Αυτό ήταν, θα σε μαυρίσω!»
    - «Όλο λόγια είσαι!» συνέχισα κοροϊδευτικά.
    - «Έτσι, ε;» είπε και αφού μου κατέβασε πάλι παντελόνι και κιλοτάκι με έβαλε και ξάπλωσα μπρούμητα πάνω του. «Πάρε και τούτη, πάρε κι εκείνη!» μου είπε ρίχνοντάς μου σιγανές. Και μετά άρχισε να με γαργαλάει και ένας θεός ξέρει πως κατάφερα και κράτησα τα γιουβαρλάκια μέσα μου. «Παραδίνεσαι;» με ρώτησε, κάνοντας διάλειμμα για να πάρω ανάσα.
    - «Παραδίνομαι! Παραδίνομαι!» είπα ξεψυχισμένα, κόντεψα να φτύσω το συκώτι μου, είμαι πολύ γαργαλιάρα.

    Γύρισα και για δεύτερη φορά με πήρε στην αγκαλιά του και με πήγε μέσα στο δωμάτιο και με άφησε απαλά στο κρεβάτι. Κατέβασε παντελόνι και μποξεράκι και έκανα μέσα για να ξαπλώσει στο πλάι μου, εκείνος όμως δεν ξάπλωσε. Μου τράβηξε παντελόνι και κιλοτάκι για να βγουν τελείως και μετά κάθισε γονατιστός μπροστά μου. Μου σήκωσε τα πόδια ψηλά και με μια κίνηση μπήκε μέσα μου.

    ΘΕΕ ΜΟΥ! ΤΙ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ;;;;;;

    Κρατώντας μου τα πόδια ψηλά άρχισε να μπαινοβγαίνει με δύναμη μέσα μου. Ήμουν που ήμουν… απέγινα. Κάθε του κίνηση συνοδευόταν από ένα δυνατό μου βογγητό, ήταν ΑΠΙΘΑΝΟ. Προηγουμένως δεν είχα τελειώσει αλλά αυτή τη φορά κυριολεκτικά με πήρε και με σήκωσε. Οι εκρήξεις μέσα μου ερχόντουσαν διαδοχικά κάνοντάς με να χάσω κάθε άλλη αίσθηση και εκεί που ένιωθα ότι δεν αντέχω άλλο, ερχόταν το επόμενο κύμα με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Δεν είχα ξανανιώσει τόσο δυνατούς οργασμούς στη ζωή μου, δεν έβρισκα καν τη δύναμη να φωνάξω, μόνο κάτι πνιχτά ΜΜΜΝΝΝΝΧΝΧΧΧΧΧ μου έβγαιναν, και πάλι καλά να λέω γιατί από πάνω είχαμε και απόμαχο πληθυσμό!

    Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα είχε περάσει όταν ο Ανδρέας τραβήχτηκε και παίζοντας το όργανό του τελείωσε στο εφήβαιό μου και στην κοιλιά μου. Δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα που είχε τελειώσει στο στόμα μου, πού είχε μαζευτεί όλη αυτή η ποσότητα;

    Δε βαριέσαι, αυτά είναι προβλήματα για όσους δεν έχουν ηλιακό. Έβγαλα μπλούζα, φανέλα και σουτιέν και πήγα στο μπάνιο με τον Ανδρέα να με ακολουθεί. Η αλήθεια είναι ότι ήθελα και τρίτο γύρο αλλά το μωρουλίνι μου κατά τα φαινόμενα δεν είχε άλλες δυνάμεις για απόψε, οπότε το σύντομο ντους τελείωσε χωρίς τρελλίτσες.

    Όταν σκουπιστήκαμε γυρίσαμε στο δωμάτιο. Το βράδυ κοιμάμαι χωρίς σουτιέν οπότε από το συρτάρι έβγαλα ένα απλό βαμβακερό κιλοτάκι και φορώντας καλού-κακού και ένα σερβιετάκι γιατί περίμενα περίοδο. Αν και είχα και τακτικό κύκλο, το χάπι της επόμενης μέρας που είχα αναγκαστεί να πάρω είχε τινάξει τον προηγούμενο στον αέρα, σε σημείο που τα είχαμε χρειαστεί και οι δύο.

    Φόρεσα φανελάκι, πιτζάμα και χοντρές κάλτσες και κουκουλώθηκα κάτω από το πάπλωμα. Ο Ανδρέας ξάπλωσε, όπως πάντα, μόνο με το μποξεράκι του και μου άνοιξε την αγκαλιά του.

    - «Α, η Χριστιάνα μας έχει καλέσει για παστίτσιο την Τετάρτη, ξέχασα να στο πω!»
    - «Ναιιιιι» είπα ενθουσιασμένη χωρίς αυτή τη φορά να χτυπήσω παλαμάκια.
    - «Και την Πέμπτη λέω να πάμε μεξικάνικο με τα παιδιά γιατί θα τους ξαναδούμε του χρόνου!»
    - «Αμέ, γιατί όχι!» του είπα χουρχουρίζοντας σχεδόν, ένιωθα τόσο ζεστά, βολικά και υπέροχα στην αγκαλιά του.
    - «Σου είπε τελικά ο μπαμπάς σου τι έκπληξη σου ετοιμάζει;»
    - «Όχι, θέλει να με σκάσει!»
    - «Δε βαριέσαι, την άλλη εβδομάδα θα μάθεις.»

    Και εκεί με χτύπησε κατακούτελα η συνειδητοποίηση ότι θα έκανα τρεις σχεδόν εβδομάδες να δω τον Ανδρέα και με πήραν τα κλάματα.

    - «Τι έπαθες παιδάκι μου;» με ρώτησε ο Ανδρέας τρομαγμένος.
    - «Θα… μου… λείψεις…» είπα κλαίγοντας γοερά.
    - «Κι εμένα θα μου λείψεις μωρό μου. Εντάξει όμως, τρεις εβδομάδες είναι. Θα περάσουν!»
    - «Τρεις… εβδομάδες…» είπα και συνέχισα να κλαίω του καλού καιρού.
    - «Έλα τώρα κοριτσάκι μου, μην κάνεις έτσι. Μην κλαις σε παρακαλώ.» μου είπε απαλά χαϊδεύοντάς με τρυφερά. Μια κουβέντα ήταν αυτή, μου πήρε κάμποσο να ηρεμίσω. «Σ’ αγαπάω, κλαψιάρα μου! Πολύ πολύ πολύ»
    - «Δεν είμαι κλαψιάρα!» διαμαρτυρήθηκα και μετά με πήραν πάλι τα ζουμιά. «Κι εγώ σ’ αγαπάω πολύ πολύ πολύ»

    Τελικά ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω. Ξύπνησα το πρωί πρώτη με έντονο πόνο στο στομάχι. Καλά που είχα φορέσει το σερβιετάκι, η περίοδός μου είχε ξεκινήσει. Κοίταξα το ρολόι, ήταν ακόμα 07:45. Σηκώθηκα και πήγα και άναψα το θερμοσίφωνα γιατί ο ηλιακός δε θα είχε προλάβει να ζεστάνει. Στο ενδιάμεσο έφτιαξα το πρωινό μας και έστυψα την πορτοκαλάδα μας. Άφησα τον Ανδρέα να κοιμάται και πήγα και έπλυνα τα δόντια μου. Έκανα ένα γρήγορο ντους και αφού άλλαξα εσώρουχο και σερβιέτα, πήγα και ντύθηκα με φόρμα, όπως κάνω κάθε φορά από τότε που άρχισα να έχω περίοδο. Είχε πάει 08:30 όταν ξύπνησα τον Ανδρέα.

    Όταν τέλειωσε από την πρωινή του τουαλέτα και το πλύσιμο των δοντιών ήρθε και κάθισε να φάμε το πρωινό μας. Πρέπει να διψούσε γιατί ήπιε την πορτοκαλάδα μονορούφι. Όταν τέλειωσε το πρωινό του πήγε μέσα να ντυθεί και μέχρι να ετοιμαστεί έπλυνα τα δύο πιάτα και τα ποτήρια.

    Μιας και θα φεύγαμε όλοι μαζί για το ΙΤΕ το απόγευμα και δεδομένου του πόσο κοντά έμενα στο Πανεπιστήμιο, πήγαμε με τα πόδια από την πάνω είσοδο. Ξεκινούσαμε το πρόγραμμά μας και οι δύο στις 10:00 οπότε πήγαμε στο κυλικείο να πιούμε το καφεδάκι μας μαζί με τους άλλους τέσσερεις, όπως γινόταν κάθε Τρίτη.

    Αυτή τη φορά ήμασταν 8, καθώς εκτός από την γνωστή και μη εξαιρετέα τετράδα, μας βρήκαν Χριστιάνα και Κατερίνα αλλά και ο Vasily με την Αναστασία. Αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις καθίσαμε και χαζολογήσαμε μέχρι να πάει 10:00 και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.

    Σήμερα είχα μάθημα μέχρι τις 15:00 και, δεδομένου ότι ο Ανδρέας είχε μάθημα μέχρι τις 17:00 ενώ η Χριστιάνα εργαστήριο μέχρι την ίδια ώρα, σκέφτηκα να πάω σπίτι. Βαριόμουν να φτιάξω καφέ και έτσι πήγα στο κυλικείο να πάρω έναν αλλά εκεί πέτυχα το Vasily.

    - “Hey!” του είπα.
    - “Thank God!” είπε βλέποντάς με.
    - “For what?” τον ρώτησα.
    - “Tasos has a class and Anastasia is working at the library. Do you care to continue the adjourned game?”
    - “Yes, why not?” είπα χαμογελώντας. Προτιμότερο αυτό από το να τρέχω σπίτι. Μα πριν ξεκινήσουμε μας βρήκε ο Αργύρης από τη Θεατρική Ομάδα.
    - «Πού γυρνάγατε εσείς πουλάκια μου την Κυριακή;» με ρώτησε. «Σας περιμέναμε και δεν εμφανίστηκε κανείς από τους δυο σας στην πρόβα!»
    - «Καλησπέρα!» του είπα και του έκανα τις συστάσεις με το Vasily. «Το ξενυχτήσαμε το Σάββατο που είχαμε πάει στο Μπάχαλο και την Κυριακή δεν μπορούσαμε να πάρουμε τα πόδια μας». Τι να του έλεγα, ότι το είχαμε ξεχάσει τελείως και οι δύο;
    - «Να έρθετε την Κυριακή!» μου είπε.
    - «Δύσκολο, Παρασκευή φεύγουμε και θα γυρίσουμε στις 10 του Γενάρη.»
    - «Καλώς. Σε παρακαλώ όταν δεις τον Ανδρέα πες του ότι τον ψάχνω!»
    - «Βεβαίως, θα του το πω!» τον διαβεβαίωσα και έφυγε.
    - “So can we start?” με ρώτησε ο Vasily
    - “Sure thing” του είπα και πήγα και πήρα μια σκακιέρα και ζήτησα και το χαρτί που είχα καταγράψει την τελευταία μου κίνηση πριν διακόψουμε.

    1. c4 e6 2. d4 d5 3. Nc3 c6 4. e4 de4 5. Ne4 Bb4 6. Nc3 c5 7. a3 Ba5 8. Nf3 Nf6 9. Be3 Nc6 10. Qd3 cd4 11. Nd4 Ng4 12. O-O-O Ne3 13. fe3 Bc7 14. Nc6 bc6 15. Qd8 Bd8 16. Be2 Ke7 17. Bf3 Bd7 18. Ne4 Bb6 19. c5 f5 20. cb6 fe4 21. b7 Rab8 22. Be4 Rb7 23. Rhf1 Rb5 24. Rf4 g5 25. Rf3 h5 26. Rdf1 Be8 27. Bc2 Rc5 28. Rf6 h4 29. e4 a5 30. Kd2 Rb5 31. b3 Bh5 32. Kc3 Rc5 33. Kb2 Rd8 34. R1f2 Rd4 35. Rh6 Bd1 36. Bb1 Rb5 37. Kc3 c5 38. Rb2 e5 39. Rg6 a4 40. Rg5 Rb3 41. Rb3 Bb3 42. Re5 Kd6 43. Rh5 Rd1

    Στήσαμε τη σκακιέρα όπως την είχαμε αφήσει τελευταία φορά και του έδειξα το χαρτί το οποίο είχε σημειωμένο “e5” με το οποίο έκανα check τον βασιλιά του ως απάντηση στην κίνηση Rd1 που είχε κάνει απειλώντας τον αξιωματικό μου. Απάντησε με Kd5 μετακινώντας τον βασιλιά του και έτσι έπαιξα Bh7 απομακρύνοντας τον αξιωματικό μου από τον κίνδυνο. Περίμενα ότι θα απαντήσει με Ra1 αλλά έπαιξε Rc1 κάνοντας μου τσεκ.

    Δεν κατάλαβα γιατί έκανε αυτή την κίνηση και το σκέφτηκα για μερικά λεπτά προσπαθώντας να καταλάβω τι είχε στο μυαλό του. Το πιο λογικό θα ήταν να παίξει Ra1 ώστε να απειλήσει το πιόνι μου στο a3 και μετά την ανταλλαγή αξιωματικών να έχουμε μείνει ο καθένας μας με τρία πιόνια και ένα πύργο, πράγμα, που εφόσον κάποιος δεν έκανε κάποια χοντρή γκάφα, θα οδηγούσε σε ισοπαλία. Ξανακοίταξα προσεκτικά τη σκακιέρα μήπως έχανα κάτι. Ήμουν ήδη ένα πιόνι παραπάνω και η κίνηση που έκανε σίγουρα δεν θα τον βοηθούσε, εκτός και αν είχε στήσει κάποια σατανική παγίδα την οποία αδυνατούσα να δω.

    Αναλύοντας τη θέση και, χωρίς τελικά να έχω καταλάβει γιατί έκανε αυτή την κίνηση, και ελπίζοντας ότι απλά ήταν κακός υπολογισμός από τη μεριά του, βρήκα τρόπο να την εκμεταλλευτώ. Έπαιξα Kb2, αναγκάζοντάς τον να απομακρύνει τον πύργο του παίζοντας Rg1 απειλώντας το πιόνι μου στο g2. Όμως ο βασιλιάς του ήταν εκτεθειμένος οπότε έπαιξα Bg8 αναγκάζοντάς τον να μετακινήσει το βασιλιά του στο c6 οπότε ακολούθησε νέο check παίζοντας Rh6 προετοιμάζοντας το έδαφος για ανταλλαγή αξιωματικών με σκοπό στο τέλος να βρεθώ με +2 πιόνια. Από εδώ και πέρα ήταν απλά θέμα προσοχής ώστε να εκμεταλλευτώ το πλεονέκτημά μου. Παίξαμε άλλες δέκα κινήσεις ακόμα μέχρι να παραιτηθεί.

    - “Damn, you are vicious. What’s your rating?”
    - “Just a hair above 1800, 1807. Don’t take it too hard, I am the current local champion, where I lived, I mean.”
    - “1807? Only? No fucking way. I can say with confidence that you are stronger player than I am, and my rating is around 2200.”
    - “Come on Vasily, stop messing with me!”
    - “I’m not. I have played against stronger players; I can recognize when I’m playing one. Your game is FIDE master’s level, it really is.” μου απάντησε με σιγουριά κάνοντάς με να κοκκινήσω. “Let’s play some rapid! Now, this should be interesting.”

    Παίξαμε συνεχώς μέχρι τις 17:00 τρίλεπτα παιχνίδια χωρίς εξτρά χρόνο για κάθε κίνηση. Βέβαια το τρίλεπτο είναι σχετικό, αν παίζεις γρήγορα μπορεί να κρατήσει και τέταρτο η κάθε παρτίδα. Σε κάθε περίπτωση θα έλεγα ότι τον επιβεβαίωσα, το τελικό 9-3 το λες μάλλον συντριπτικό.

    - “1800 my ass!” μου είπε μετά την τελευταία παρτίδα. “I need to regroup. Damn, haven't had my ass handed to me like this since my early twenties.”
    - “Wait, how old are you?” τον ρώτησα. Early twenties? Δεν τον έκανα πάνω από 25.
    - “27” απάντησε.
    - “Then it wasn’t long ago” του είπα πειρακτικά.
    - “I was trying to forget…” μου απάντησε.

    Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε σεινάμενος-κουνάμενος και ο Τάσος.

    - “Hello guys!” μας είπε χαρωπά. “Are you finished?”
    - “I surely am, she beat the crap out of me!” απάντησε ο Vasily μαζεύοντας το ρολόι.
    - “I can relate to that” του απάντησε στωικό ύφος και συνέχισε “So, Dr. Papadopoulou is waiting.”
    - “Yes! Yes, let’s go” είπε και σηκώθηκε από το τραπέζι. Έκανε μια μίνι υπόκλιση προς τη μεριά μου και πετώντας μου ακόμα ένα -όχι και τόσο ιπποτικό- “1800 my ass” πήρε τον Τάσο και έφυγαν από το κυλικείο.

    Στις 17:10 κατέβηκε στο κυλικείο η Χριστιάνα αλλά πριν προλάβει να κάτσει μαζί μου, βγήκε και από το Αμφιθέατρο Α και ο Ανδρέας.

    - «Έτοιμες;» μας ρώτησε όταν πλησίασε. Δώσαμε και οι δυο καταφατική απάντηση και κινήσαμε στην πάνω έξοδο του Πανεπιστημίου. Περάσαμε απέναντι και η αλήθεια είναι ότι κοίταξα με λαχτάρα την Αθηνά, μια πείνα την είχα. Δεν είπα τίποτα ωστόσο και συνεχίσαμε μέχρι που φτάσαμε λίγο έξω από το σπίτι μου όπου είχαμε παρκάρει χθες βράδυ. Ευτυχώς ο Σίμπα δε μας πήρε χαμπάρι γιατί θα είχαμε δράματα. Ο Ανδρέας ξεκλείδωσε το αυτοκίνητο και η Χριστιάνα πέρασε στο πίσω κάθισμα. Κατέβασα τη θέση του συνοδηγού και έκατσα με τη σειρά μου. Ο Ανδρέας έβαλε μπροστά και ξεκινήσαμε.

    - «Πώς ήταν η μέρα σας;» ρώτησα και τους δύο.
    - «Μαθήματα και εργαστήρια» απάντησε η Χριστιάνα. «Ενδιαφέρουσα αλλά κουραστική.»
    - «Εσύ μοσιού;» ρώτησα τον Ανδρέα.
    - «Εμένα το μυαλό μου ήταν στο πείραμα, όλη τη μέρα. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ με την καμία και δε θα ησυχάσω αν δεν δω τα αποτελέσματα. Λες και είχε κολλήσει ο χρόνος. Εσύ;»
    - «Μέχρι τις 15:00 μια από τα ίδια. Τουλάχιστον σήμερα παρέδωσα τις εργασίες σε ψηφιακή, pascal και μιγαδικούς.»
    - «Τι, το έδωσες το παιχνίδι;;;» με ρώτησε με απόγνωση.
    - «Θα το πάρω μέχρι την Παρασκευή, πώς κάνεις έτσι;» τον ρώτησα αλλά η καρδούλα μου το ήξερε, η λαχτάρα με την οποία ήθελε να παίξει το παιχνίδι που είχα φτιάξει με τα χέρια μου έκανε την καρδιά μου να πεταρίζει.
    - «Ποιο παιχνίδι;» ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Η κυριά από εδώ στο εργαστήριο της Ψηφιακής ως τελευταία άσκηση είχε να φτιάξει ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι, ένα ραλάκι με led. Ε, το έφτιαξε και κόλλησα λίγο μαζί του, είχε πολλή πλάκα!»
    - «Θα το πάρω την Παρασκευή, θα το έχω και μαζί μου στο καράβι να ξελυσσάξεις!» του είπα με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά.
    - “You do that!” μου δήλωσε.
    - «Μετά ήρθε ο Vasily και τελειώσαμε την παρτίδα που είχαμε διακόψει στη μέση και μετά παίξαμε rapid και του πήρα ελαφρώς το scalp!» συμπλήρωσα.
    - «Δηλαδή;»
    - «Κέρδισα την παρτίδα και μετά 9-3 τις παρτίδες rapid!»
    - «Μπράβο σου κοριτσάρα μου!» μου είπε έχοντας κι εκείνος ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά.
    - «Ναι, και μου είπε ότι αν το ΕΛΟ μου είναι 1800 αυτός είναι ο πάπας Πίος ο τρίτος. Δηλαδή δεν το έθεσε ακριβώς έτσι αλλά αυτό ήταν το πνεύμα.»
    - «Πώς το έθεσε, δηλαδή;» ρώτησε αυτή τη φορά η Χριστιάνα.
    - “1800 my ass” απάντησα κάνοντας Ανδρέα και Χριστιάνα να βάλουν τα γέλια.

    Με τα πολλά βγήκαμε στην Εθνική και ο Ανδρέας το άνοιξε λίγο αλλά εδώ που τα λέμε ο δρόμος ήταν ουσιαστικά άδειος.

    - «Ανδρέα, δεν κόβεις λίγο;» του είπα καθώς το κοντέρ έδειχνε 140.
    - «Φοίβη μου, χρειάζεται που και που να το ανοίγω λίγο» είπε αλλά τελικά άρχισε να κόβει λίγη ώρα αργότερα μέχρι που έπεσε στα 100 και μετά ξεκίνησε να κόβει ακόμα πιο πολύ καθώς φτάναμε στην έξοδο για Γιόφυρο. Ούτε δέκα λεπτά μετά φτάσαμε στο ΙΤΕ.

    Όταν πήγαμε στο γραφείο του, έβαλε τα στοιχεία του σε ένα SPARC-5 που ήταν άδειο και πήρε τη Χριστιάνα και πήγανε μέσα να βρουν τον προϊστάμενο του τμήματος. Εγώ πάλι άνοιξα το φυλλάδιο με τις ασκήσεις shell programming και άρχισα να γράφω. Το μάθημα C, Assembly & Unix είναι δεύτερου έτους αλλά ο κόσμος του Unix με τις μυριάδες εντολές του με είχε συνεπάρει και είχα βάλει στόχο να μάθω μόνη μου πριν πάρω το μάθημα, με τον ίδιο τρόπο που στον Amstrad είχα μάθει Basic, Logo και Z80 assembly.

    Μετάνιωσα που έκατσα να μάθω logo αντί για C, καθώς μου είχαν δώσει ένα αντίγραφο της Hisoft-C αλλά η αλήθεια ήταν ότι ήμουν πιο μικρή και η logo με το χελωνάκι που έκοβε βολτίτσες στην οθόνη ήταν πιο διασκεδαστική από τη C που μου είχε φανεί πολύ στριφνή. Θα μου πείτε «καλά ρε Φοίβη, έμαθες assembly και σου φάνηκε στριφνή η C?». Ε, εξ ανάγκης έμαθα assembly προσπαθώντας να βρω κι εγώ τον τρόπο να κάνω τα pokes για να έχω άπειρες ζωές σε παιχνίδια ή άπειρη ενέργεια ή no sprite collision και τα ρέστα. Μετά απλά με γοήτευσε η απλότητά της με την έννοια ότι ο προγραμματιστής μιλώντας κατευθείαν με τη μηχανή έπρεπε να φροντίσει τα πάντα έχοντας διαθέσιμους μόνο το register file -αν και ο Z80 το είχε εις διπλούν- καθώς και τη μνήμη.

    Η πρώτη φορά που κατάφερα να κάνω 16 bit διαίρεση και να εμφανίζονται στην οθόνη τα σωστά νούμερα σε πηλίκο και υπόλοιπο ήταν θρίαμβος. Ήταν τόσο απλό και συνάμα τόσο δύσκολο. Και δεν είχες να γράψεις μόνο τον αλγόριθμο της διαίρεσης, έπρεπε να τυπώσεις και τα αποτελέσματα και στην assembly δεν υπάρχει η εντολή print, και αυτή έπρεπε να τη γράψεις μονάχη!

    Άφησα την αναπόληση και καταπιάστηκα με την άσκηση, σκοπός της ήταν να μάθεις τις εντολές cut, paste & join. Έχοντας απορροφηθεί τελείως δεν κατάλαβα τον Ανδρέα και τη Χριστιάνα που είχαν επιστρέψει, με σκούντησε ο Ανδρέας για να «ξυπνήσω».

    - «Πώς πήγε;» τους ρώτησα.
    - «Μια χαρά» είχε με ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά η Χριστιάνα. «Ξεκινάω το Γενάρη».
    - «Ναιιιιιι» είπα χτυπώντας ενθουσιωδώς παλαμάκια. «Μπράβο!»
    - «Εσύ να τα βλέπεις που ανησυχούσες» της είπε ο Ανδρέας. «Τι κάνεις εσύ μαδάμ;» ρώτησε γυρνώντας προς το μέρος μου.
    - «Ασκήσεις Unix, από το φυλλάδιο που μου είχες δώσει!»
    - «Πρέπει να πάω να δω τα νούμερα» μας είπε. «Χριστιάνα, κάτσε στο SUN-4 δίπλα σε αυτό που κάθεται και η Φοίβη. Αυτό έχει και ήχο, στο ~apolit/music έχω κάμποσα audio files. Μπορείς να τα παίξεις με cat file > /dev/audio ή με το xau” είπε και πριν η Χριστιάνα καθίσει έκανε και εκεί login. «Λοιπόν πάω!» είπε και μας άφησε μόνες.
    - «Τελειώνω σε λίγο!» της είπα απολογητικά.
    - «Κάνε δουλειά σου, έχω να γράψω κι εγώ ένα κείμενο σε LaTeX» είπε και έβγαλε από την τσάντα της ένα φυλλάδιο σημειώσεων. «Ωχ, έχει και υποσημειώσεις» είπε κοιτάζοντάς το. «Καλά θα περάσουμε» συνέχισε αναστενάζοντας.

    Έκανα τις ασκήσεις μου και έπιασα τη Χριστιάνα να κοιτάζει την οθόνη και να μουρμουράει μέσα από τα δόντια της, κοιτώντας το κείμενο. Χαμογέλασα και έπιασα το επόμενο κεφάλαιο, το οποίο ήταν η awk και ήταν αρκετά πιο ζόρικο. Αναστέναξα και άνοιξα τον editor για να γράψω το αρχείο που χρησιμοποιούσε σαν παράδειγμα η άσκηση. Η awk είναι κάτι παραπάνω από πρόγραμμα για επεξεργασία text αρχείων, διαθέτει τη δική της γλώσσα και μπορείς να κάνεις πολύ εξεζητημένους μετασχηματισμούς. Αναστέναξα, είχα πολύ δρόμο μπροστά μου αν ήθελα να μάθω την awk σε βάθος και τα manual pages αλλά και οι εισαγωγικές σημειώσεις που μου είχε δώσει ο Ανδρέας δεν πήγαιναν σε πολύ βάθος.

    Μακάρι να είχα το δικό μου σύστημα Unix αλλά εδώ καλά-καλά δεν είχα PC και τα UNIX workstations ήταν απλησίαστα εκτός και αν ήσουν κανένας τρελός λεφτάς. Η προοπτική από το δεύτερο έτος η πτέρυγα Γ να γίνει δεύτερο σπίτι μου πλησίαζε όλο και πιο απειλητικά. PC ωστόσο μπορούσα να πάρω και όσο και αν δεν ήθελα να φορτώνομαι στους γονείς μου δεν έβλεπα εναλλακτική. Έβλεπα στα διάφορα περιοδικά τους 486 DX και μου έτρεχαν τα σάλια αλλά, μεταξύ μας, και με ένα 286 ευχαριστημένη θα ήμουν.

    Σταμάτησα την ονειροπόληση και συγκεντρώθηκα στην άσκηση. Το αρχείο είχε στήλες που χωρίζονταν με το χαρακτήρα «,» και εγώ έπρεπε να τυπώσω πρώτα τη δεύτερη στήλη (επίθετο), μετά την πρώτη (όνομα) και τελευταίο το τηλέφωνο αλλά με αλφαβητική σειρά με βάση το επίθετο, κάτι το οποίο μπορούσε να γίνει με τρεις τρόπους, ο πιο γρήγορος ήταν να περάσεις με pipe το output στη sort, ο δεύτερος ήταν να κάνεις print με pipe redirection μέσω της sort ενώ ο τρίτος ήταν να γράψεις awk script που να κάνει την ίδια δουλειά. Για την τρίτη μέθοδο είχα ακόμα αρκετά ψωμιά αλλά με τις άλλες δύο ήταν piece of cake.

    - «Μπα π’ ανάθεμά σε!» άκουσα την Χριστιάνα να βλαστημάει. «Υποσημείωση είσαι, τι δουλειά έχεις εκεί;»
    - «Ξέρεις τι μας είχαν πει στο πρώτο μάθημα στην εισαγωγή στην επιστήμη των Υπολογιστών;» την ρώτησα.
    - «Τι;» ρώτησε χωρίς να σηκώσει τα μάτια της από την οθόνη.
    - «Ο υπολογιστής κάνει ακριβώς αυτό που του λες και αυτό που του λες δε συμβαδίζει απαραίτητα με αυτό που θέλεις» είπα κάνοντάς την να χαμογελάσει.
    - «Μωρέ το ξέρω, κάτι κάνω λάθος αλλά έχω βγάλει τα μάτια μου και δεν καταλαβαίνω που είναι το ρημάδι.»
    - «Γαμώτο και δεν έχω ιδέα από TeX, δε μπορώ να σε βοηθήσω.»
    - «LaTeX είναι βασικά. Κάτσε να ξανακάνουμε RTFM!» μου είπε.
    - «Τι είναι το RTFM;» ρώτησα με απορία και έβαλε τα γέλια.
    - «Εσύ θα έπρεπε να το ξέρεις καλύτερα από εμένα κυρία προγραμματίστρια. Read the fucking manual! » μου απάντησε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Touché, αν και δεν έχω αποφασίσει ποιον τομέα θα ακολουθήσω.»
    - «Πρώτο εξάμηνο είσαι, έχεις καιρό!»
    - «Ισχύει» της απάντησα. «Βασικά θέλω να ακολουθήσω τη συμβουλή που δίνουν οι παλαιότεροι, να ξεμπερδέψω πρώτα με τα μαθηματικά και τις φυσικές γιατί όσο περνάει ο καιρός και όσο πιο πολύ εμβαθύνεις στα της Επιστήμης Υπολογιστών, τόσο πιο ζόρικο γίνεται να βρεις χρόνο να ασχοληθείς και με τα εισαγωγικά μαθηματικά.»
    - «Με το καλό, τότε. Πώς τα πας μέχρι τώρα;»
    - «Εξαιρετικά, θα έλεγα. Με εξαίρεση ένα 9 στην πρόοδο της Φυσικής-Ι, που ανάθεμά με και αν κατάλαβα που έκανα λάθος, σε όλα τα υπόλοιπα έχω δεκάρια στις ασκήσεις και στις προόδους.»
    - «Μπράβο σου βρε Φοίβη!» μου είπε χαμογελώντας αλλά στο μεταξύ είχα αρχίσει να πονάω πάλι. Δεν είχα πάρει ponstan το πρωί και ο πόνος είχε υποχωρήσει αλλά επανήλθε with vengeance.
    - «Χριστιάνα, θα πεταχτώ για λίγο στο κυλικείο. Θέλεις να σου φέρω κάτι;»
    - «Θα έρθω κι εγώ για την παρέα. Καλό θα μου κάνει να ξεμουδιάσω λίγο.»

    Σηκώθηκα και πήγα προς το γραφείο που ήταν ο Ανδρέας με τον προϊστάμενο ερευνητή, τον Νικήτα και κοίταζαν μια οθόνη.

    - «Συγνώμη που διακόπτω, αλλά θα πάω στο κυλικείο. Θέλετε να σας φέρω τίποτα;»
    - «Όχι, ευχαριστώ» είπε ο Νικήτας.
    - «Θα μου φέρεις μια ζεστή σοκολάτα;» με ρώτησε ο Ανδρέας. Κοίτα να δεις που τελικά του το είχα κολλήσει.
    - «Ναι, βεβαίως» τον διαβεβαίωσα. «Εσείς σίγουρα δε θέλετε κάτι;» ρώτησα για τελευταία φορά το Νικήτα.
    - «Όχι κορίτσι μου, ευχαριστώ.» μου απάντησε

    Βγήκα στην πιο μεγάλη αίθουσα του εργαστηρίου, με τα μηχανήματα και τα SUN workstations, όπου με περίμενε η Χριστιάνα. Κατεβήκαμε κάτω και από τον εσωτερικό διάδρομο περάσαμε στο κτίριο που ήταν το κυλικείο, ακριβώς απέναντι από το Ινστιτούτο της Μοριακής βιολογίας. Ο διάδρομος οδηγούσε ακριβώς απέναντι από το κυλικείο.

    - «Ένα μπουκάλι νερό, όχι ψυγείου και μια ζεστή σοκολάτα, μέτρια.» είπα στην κοπέλα που ήταν εκεί. «Χριστιάνα θέλεις τίποτα;»
    - «Δε θα έλεγα όχι κι εγώ για μια ζεστή σοκολάτα» μου είπε. «Μέτρια κι εγώ.»
    - «Καν’ τες τρεις τις σοκολάτες» της είπα.

    Μου άφησε το νερό και πήγε να ετοιμάσει τις σοκολάτες. Άνοιξα την τσάντα μου και έβγαλα από μέσα το κουτί με τα Ponstan. Η Χριστιάνα με κοίταξε ερωτηματικά.

    - «Περίοδος, πρώτη μέρα» της απάντησα λακωνικά.
    - «Ουφ, καλή δύναμη» μου είπε.

    Πληρώσαμε νερό και σοκολάτες και κινήσαμε να επιστρέψουμε στο γραφείο. Έδωσα στον Ανδρέα τη σοκολάτα του και πήγα στην τουαλέτα για να αλλάξω σερβιέτα. Όταν επέστρεψα βρήκα τη Χριστιάνα να μασουλάει το μολύβι της κοιτάζοντας πότε κάποιες σημειώσεις, πότε την οθόνη.

    - «Για να δούμε τι θα δούμε!» είπε και πάτησε enter. «Επιτέλους!» είπε όταν στην οθόνη εμφανίστηκε το κείμενο. «Κόντευε να με σκάσει το ρημάδι!»
    - «Τι λάθος είχες κάνει πριν;»
    - «Δεν είχα κάνει include το σωστό macro. Καλά που κάναμε αυτό το διάλειμμα!»
    - «Ναι, το έχω πάθει κι εγώ στον προγραμματισμό. Να κοιτάζω και να ξανακοιτάζω τον κώδικα και να μην καταλαβαίνω τι έχει πάει λάθος. Βοηθάει να απασχολήσεις το μυαλό σου με κάτι άλλο και τότε και μόνο τότε να επιστρέψεις.»
    - «In a not related note» ξεκίνησε «έχω λυσσάξει της πείνας. Δεν ξέρω αν ψήνεστε κι εσείς αλλά ευχαρίστως θα έκανα ένα πέρασμα από Ευτύχη!»
    - «Κι εγώ έχω λυσσάξει. Να το πούμε του Ανδρέα όταν τελειώσει, δε νομίζω να έχει αντίρρηση.»
    - «Στο μεταξύ βαριέμαι να γράψω άλλο κείμενο» μου είπε η Χριστιάνα. «Εσύ τελείωσες;»
    - «Ναι, τελείωσα κι εγώ. Δε μου λες, έχεις όρεξη για xbomb?»
    - «Τι είναι αυτό;» με ρώτησε.
    - «Παιχνίδι για πολλούς παίχτες. Είσαι σε ένα λαβύρινθο και έχεις ένα ανθρωπάκι που μπορεί να αφήσει κάτω μια βόμβα και ο σκοπός είναι να τινάξεις στον αέρα όλους τους αντιπάλους. Υπάρχουν τουβλάκια που βγάζουν δωράκια, όπως παπουτσάκια για να πηγαίνεις πιο γρήγορα, μια μπότα που αν την πάρεις μπορείς να κλωτσήσεις τη βόμβα, ένα που μοιάζει με σοκολάτα και αυξάνει το μέγεθος της έκρηξης και τέλος τηλεχειριστήριο για να μπορείς εσύ να σκάσεις τη βόμβα όποτε θέλεις, καθώς και περισσότερες βόμβες. Έχει αρκετή πλάκα, παίζουμε συχνά με τον Ανδρέα»
    - «Αμέ, γιατί όχι!» είπε η Χριστιάνα.
    - «Γράψε xbomb -s kythnos” της είπα και έτρεξα εγώ το xbomb σε server mode.
    - «Μου λέει not such file or directory» είπε η Χριστιάνα.
    - «Για δοκίμασε να γράψεις ~/games/xbomb -s kythnos» της είπα.
    - «Α, ναι άνοιξε. Πως παίζει;»
    - «Κινείσαι με τα βελάκια. Βόμβα αφήνεις με το space. Με βελάκι και space την κλωτσάς προς την κατεύθυνση που θέλεις. Όταν πάρεις το remote η βόμβα σκάει πατώντας enter. Έχε υπόψη ότι αν έχεις το remote και αφήσεις περισσότερες από μία βόμβες, τότε αυτές σκάνε με τη σειρά που τις άφησες. Επίσης να προσέχεις γιατί αν αφήσεις μια βόμβα μέσα στο βεληνεκές μιας προηγούμενης, θα ανατιναχτεί και εκείνη μαζί. Από την άλλη, αυτή την αλυσιδωτή αντίδραση μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις σαν όπλο. Θα το καταλάβεις καλύτερα παίζοντας»
    - «Ωραία! Είμαι έτοιμη!» μου είπε.
    - «Στα 5;» τη ρώτησα.
    - «Ας ξεκινήσουμε στα 5» μου απάντησε.

    Το παιχνίδι είναι για δύο ως έξι παίχτες και έχει πολλή πλάκα, ειδικά αν παίζουν περισσότεροι από δύο. Το άλλο ομαδικό παιχνίδι που είχε εξίσου πλάκα, αν όχι περισσότερη, ήταν το netmaze αλλά αυτό χρειαζόταν τουλάχιστον τέσσερις παίχτες. Όπως και να έχει την πρώτη παρτίδα την πήρα σχετικά εύκολα με 5-0 αλλά η Χριστιάνα γρήγορα εξοικειώθηκε με το χειρισμό και είναι και εξαιρετικά έξυπνη. Τη δεύτερη παρτίδα την κέρδισα, σαφώς πιο δύσκολα, με 5-3. Την τρίτη παρτίδα την κέρδισε εκείνη με 5-4, την τέταρτη με 5-2 και την πέμπτη με 5-3.

    - «Αχ, πλάκα έχει!» είπε με το χαμόγελο της Colgate.
    - «Ναι. Είναι ακόμα καλύτερο όταν παίζουν περισσότεροι παίκτες. Να σου πω την αλήθεια, εγώ δεν είμαι ιδιαίτερα καλή. Ο Ανδρέας με κάνει άλογο κάθε φορά αλλά κάτι μου λέει ότι με σένα θα βρει το μάστορά του, ή έστω, τη μαστόρισσά του!»
    - «Έχει κανένα άλλο τέτοιο παιχνίδι;»
    - «Ναι, υπάρχει το netmaze που έχει ακόμα μεγαλύτερη πλάκα. Είναι τρισδιάστατο, είσαι σε ένα λαβύρινθο και ελέγχεις μια μπάλα που μπορεί να πυροβολήσει. Ο σκοπός είναι να βρεις και να σκοτώσεις όλες τις αντίπαλες μπάλες. Έχει πολύ γέλιο αλλά χρειάζεται τουλάχιστον τέσσερις παίχτες.»
    - «Κάποια άλλη στιγμή τότε!» μου είπε.

    Επειδή ο Ανδρέας αργούσε ακόμα συνεχίσαμε να ανατινάζουμε η μία την άλλη στο xbomb χωρίς να κρατάμε score. Είχε πολλή πλάκα και η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβουμε.

    - «Ορίστε, ορίστε! Ακόμα δεν ήρθε» είπε κάποια στιγμή ο Νικήτας αλλά γελούσαν και τα μουστάκια του. «Που το τρέχετε;» μας ρώτησε.
    - «Εδώ, στην Κύθνο» του απάντησα. «Ήθελα να της δείξω και το netmaze!» του είπα.
    - «Αχ, ρημαδιό θα μου το κάνεις» είπε χωρίς να το εννοεί. Κάθισε σε ένα SUN παραδίπλα. «Ανδρέα, netmaze» είπε δυνατά. «Server η Κάσος, port 15000»
    - «Γατάκια!» ακούστηκε από το γραφείο η φωνή του Ανδρέα. «Περιμένετε, έρχομαι κι εγώ» είπε και πράγματι πήγε και κάθισε στο τέταρτο SUN.
    - «Πώς το τρέχω;» με ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «~/games/netmaze -s kasos:15000» της απάντησα γράφοντας την εντολή στον υπολογιστή.

    Ε, μέχρι τις 21:30 παίζαμε netmaze, κυριολεκτικά ξελυσσάξαμε. Κάποια στιγμή νόμιζα ότι θα με πιάσει η κοιλιά μου από τα γέλια, η Χριστιάνα είχε εξαιρετική αίσθηση του χώρου και του προσανατολισμού και όπως είπα είναι πανέξυπνη. Έψαχνε να βρει τους άλλους που αντάλλαζαν πυροβολισμούς μεταξύ τους και περίμενε μέχρι να φθαρούν οπότε εμφανιζόταν από το πουθενά και τους σκότωνε με συνοπτικές διαδικασίες. Αποτέλεσμα ήταν να κερδίσει το ψευδώνυμο που την ακολούθησε σε όλο το διάστημα των σπουδών της: Το κοράκι.

    - «Αχ, μ’ έφαγε το Κοράκι!» φώναξε ο Νικήτας. «Παραιτούμαι!»
    - «Πού είναι; Πού είναι;» φώναξε ο Ανδρέας περιστρέφοντας τη μπάλα γύρω από τον εαυτό της σε μια απελπισμένη προσπάθεια να βρει τη Χριστιάνα.
    - «Bang-bang του είπα εγώ!» και τον έφαγα πισώπλατα και μπαμπέσικα.
    - «ΙΙΙΙ, εσύ ήσουν μωρή μουσίτσα;» με ρώτησε.
    - «Τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαιιιιιιι… αμάν από πού μου ήρθε αυτό;» φώναξα.
    - «Ντουμ-ντουμ-ντουμ, another one bites the dust!» τραγούδησε η Χριστιάνα κερδίζοντας και αυτό τον γύρο.
    - «Αμάν! Έχει πάει 21:30» είπε ο Ανδρέας.
    - «Ωχ! Θα με γδάρει η Μάγδα» είπε ο Νικήτας. «Θα με τεμαχίσει, θα ασελγήσει στο άγουρο κορμί μου» συνέχισε να μοιρολογάει. «Εσύ φταιιιες εσύ!» είπε στη Χριστιάνα. «Πάω να φάω το ξύλο μου σαν άντρας!» είπε και σηκώθηκε. Μετά, πιο σοβαρός γύρισε προς τον Ανδρέα. «Ανδρέα, σε παρακαλώ δώσε τα templates στη Χριστιάνα. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να αρχίσουμε να γράφουμε το κείμενο.»
    - «Ναι, βεβαίως!» είπε ο Ανδρέας.
    - «Χριστιάνα, θέλω να κάτσεις με τον Ανδρέα για να δεις τι κάνει.»
    - «Ναι, ευχαρίστως κύριε Μαθιουδάκη»
    - «Κεριά και λιβάνια. Νικήτα με λένε» της είπε χαμογελαστός και συνέχισε: «Έχω αρχίσει και γράφω σε word αλλά το κείμενο πρέπει να υποβληθεί σε LaTeX κι εγώ δεν κατέχω από αυτά, είναι του διαβόλου πράγματα. Για να μην κάθεσαι να γράφεις από την εκτύπωση, να πάρεις το κείμενο, θα σου δείξει ο Ανδρέας πως και θα το χρησιμοποιήσεις στο LaTeX. Θα επίσης μάθεις και BibTex, τα references θα τα έχω στο word document»
    - «Κανένα πρόβλημα!» του είπε η Χριστιάνα.
    - «Ωραία-ωραία. Στις 10 γυρίζεις κι εσύ, σωστά;» τη ρώτησε.
    - «Ναι, θα έρθω την ίδια μέρα με τον Ανδρέα και την Φοίβη.»
    - «Θαυμάσια. Λοιπόν παιδιά σας καληνυχτίζω!» μας είπε.
    - «Καληνύχτα» του απαντήσαμε και οι τρεις μαζί. Πήρε το μπουφάν του από τον καλόγερο και έφυγε λες και τον κυνηγούσαν.
    - «Εντωμεταξύ αν δείτε τη Μάγδα θα σκάσετε στα γέλια. Είναι μινιόν, γεματούλα και πολύ γλυκιά» μας είπε ο Ανδρέας όταν έφυγε ο Νικήτας. «Είναι αυτό που είπες, τα σιγανά ποτάμια να φοβάσαι.»
    - «Το σιγανό ποτάμι από εδώ έχει λυσσάξει στην πείνα. Η Χριστιάνα ομοίως και πρότεινε να πάμε από Ευτύχη. Ψήνεσαι;»
    - «Χέζουν οι αρκούδες στο δάσος;» με ρώτησε. «Χμμμ, όχι και πολύ πετυχημένη επιλογή ρήματος πριν πας έξω να φας. Λοιπόν, κιουρίες, για κάντε logout και πάμε!»

    Το parking ήταν άδειο σχεδόν. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, δεθήκαμε και 10 λεπτά αργότερα ήμασταν στο ύψος του Ευτύχη στην 62 Μαρτύρων. Βέβαια εκεί δεν μπορείς να στρίψεις οπότε έπρεπε να κατεβούμε προς κέντρο και στο φανάρι να κάνουμε αριστερά. Ε, επειδή 62 Μαρτύρων, αυτό μας πήρε άλλα δέκα λεπτά. Όταν τελικά μπήκαμε μέσα, οι μυρωδιά του κρέατος που ψήνεται πήγε να μας σπάσει τις μύτες.

    Ήρθαν και πήραν την παραγγελία μας, κοτόπουλο παϊδάκια εγώ, αρνίσια παϊδάκια ο Ανδρέας και μπιφτέκι γεμιστό η Χριστιάνα, το είχε λατρέψει. Όταν μας έφερε τις γαβάθες με τη σαλάτα, τις πατάτες και το τζατζίκι και το ψημένο ψωμί με τη λαδορίγανη, ορμήσαμε σα λύκοι.

    - «Ωχ Παναγία μου, έσκασα!» είπε ο Ανδρέας τρίβοντας την κοιλιά του και αφήνοντας κάτω το τελευταίο κόκαλο από τα παϊδάκια του. «Δεν πάει ούτε ανάσα κάτω!» συνέχισε.
    - «Εμ! Έτσι που τρως λες σε κυνηγάνε!» τον μάλωσα. Εγώ με τη Χριστιάνα δεν είχαμε φτάσει καν στη μέση του δικού μας.
    - «Αυτό φταίει ή που λιάνισε σχεδόν όλη τη σαλάτα και τις πατάτες;» ρώτησε με τη σειρά της η Χριστιάνα.
    - «Και το ψωμί!» συμπλήρωσα εγώ.
    - «Με κοίταζαν με παράπονο που δεν τα καταδεχόσασταν. Τι να κάνω; Ξέρετε τι ψυχοπονιάρης ήμανε!»
    - «Κροκόδειλος, ήσανε!» του απάντησα τρυφερά.
    - «Και αυτό!» παραδέχτηκε. «Εγώ δε θα πιώ άλλη μπύρα, θα αρχίσει να μου βγαίνει από τα αφτιά. Να σας τη μοιράσω την υπόλοιπη;»
    - «Δώσε και σώσε!» του απάντησα. Ο Ανδρέας ξάπλωσε σαν βόας πάνω στην καρέκλα του ενώ εγώ με τη Χριστιάνα συνεχίσαμε το φαγητό μας. «Τι ώρα αύριο;» ρώτησα τη Χριστιάνα.
    - «Κατά τις 21:30 έλεγα. Η Κατερίνα αύριο γράφει πρόοδο 18:00 – 21:00» είπε.
    - «Μια χαρά είναι» συμφώνησε ο Ανδρέας και συνέχισε «Και αύριο μετά τις 21:00 λογικά θα φύγω από το ΙΤΕ!»
    - «Χριστιάνα, εγώ τελειώνω στις 17:00 αύριο. Θέλεις να έρθω να σου κάνω παρέα και να σε βοηθήσω και στο μαγείρεμα;»
    - «Βεβαίως, πολύ ευχαρίστως» μου είπε χαμογελώντας μου μέχρι τ’ αφτιά.

    Συνεχίσαμε το φαγητό μας μιλώντας περί ανέμων και υδάτων. Όταν αποφάγαμε η Χριστιάνα άναψε ένα τσιγάρο και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά.

    - «Αααχ, απόλαυση είναι το ρημάδι!» μας δήλωσε.
    - «Μα τι του βρίσκεις;» τη ρώτησα. Ποτέ δεν κατάλαβα τι απόλαυση έβρισκε κανείς στο τσιγάρο, εμένα με ενοχλούσε και μόνο η μυρωδιά του.
    - «Άμα δεν έχεις καπνίσει ποτέ, δεν το καταλαβαίνεις. Δηλητήριο είναι, το ξέρω, αλλά το ρημάδι είναι υπέροχο ώρες-ώρες.»
    - «Εγώ μια φορά δοκίμασα» είπε ο Ανδρέας «και διαπίστωσα ότι δε μου πάει το πράσινο. Δεν το ξαναέβαλα από τότε στο στόμα μου.»
    - «Εγώ δεν έχω δοκιμάσει ποτέ και ούτε έχω όρεξη να το κάνω» είπα με τη σειρά μου.
    - «Κάποια στιγμή θα το κόψω… προς το παρόν ωστόσο το απολαμβάνω.»

    Όταν τέλειωσε με το τσιγάρο της η Χριστιάνα ζητήσαμε το λογαριασμό.

    - «Λοιπόν, τσούπρες, πάμε;» μας ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Ναι, πάμε» είπε η Χριστιάνα.

    Εγώ σηκώθηκα και πήρα τη σακούλα με τα αποφάγια για τον Σίμπα. Είχε πάει 22:30. Μας πήρε γύρω στα 20 λεπτά μέχρι να πάμε και να αφήσουμε τη Χριστιάνα από το σπίτι της.

    - «Ανδρέα, πάμε στο δικό μου για να ταΐσω και τον Σίμπα.»
    - «Θα σε αφήσω σπίτι σου και θα περάσω λίγο από το δικό μου, να πάρω και ένα τηλέφωνο στο σπίτι και κάποιες σημειώσεις που χρειάζομαι.»
    - «Τότε, ξέρεις τι; Μη σταματήσεις έξω από το σπίτι, άφησέ με στο τέρμα της Σόλωνος, να πάω να κάνω κι εγώ ένα τηλέφωνο στους δικούς μου.»
    - «Παιδάκι μου γιατί δεν έρχεσαι να πάρεις από το σπίτι μου;»
    - «Γιατί αν μπω μέσα μετά δε θα έχω όρεξη να ξαναβγώ, νιώθω ότι θέλω να λιώσω στο πάτωμα.»
    - «Χαχαχα, εντάξει» μου είπε γελώντας και πράγματι με άφησε στη διασταύρωση Σόλωνος με τη λεωφόρο Κνωσσού.

    Πήγα στο καρτοτηλέφωνο που ήταν έξω από την Αθηνά και πήρα τηλέφωνο σπίτι. Αυτή τη φορά το τηλέφωνο το απάντησε η μητέρα μου. Μιλήσαμε για κάμποση ώρα. Ο μπαμπάς ήταν σε νυχτερινή άσκηση. Μίλησα και λίγο με τον Κωστάκη, μου είχε λείψει το κωλόπαιδο. Έκλεισα το τηλέφωνο πάνω που είδα το αυτοκίνητο του Ανδρέα να ετοιμάζεται να στρίψει προς την Σόλωνος. Ξεκίνησα με ελαφρύ τζόκινγκ και μέχρι να παρκάρει είχα φτάσει κι εγώ στο σπίτι.

    Έριξα στο Σίμπα τα αποφάγια και γέμισα το υπόλοιπο μπολ με την ξηρά τροφή που του δίνουμε. Έβαλα φαγητό και στις γάτες που, σε αντίθεση με το Σίμπα, ήθελαν πρώτα χάδια και μετά να φάνε. Καθίσαμε γύρο στο πεντάλεπτο παρέα με την αγέλη μας και μπήκαμε μέσα. Αν και κατά τη διάρκεια της μέρας είχε λιακάδα, η ώρα ήταν αρκετά προχωρημένη, οπότε για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο άνοιξα για ένα τεταρτάκι το θερμοσίφωνα. Σε αυτό το τέταρτο ο Ανδρέας είχε χυθεί στον καναπέ αλλά δεν τον ακολούθησα, δεν ήμουν σίγουρη πως αν έκανα το ίδιο θα είχα τη δύναμη να σηκωθώ.

    Έκλεισα το θερμοσίφωνα και με τα χίλια ζόρια έπεισα τον Ανδρέα να σηκωθεί από τον καναπέ. Πήγαμε στο δωμάτιο και μείναμε με τα εσώρουχα. Μπήκα πρώτη στο μπάνιο, καθώς τις πρώτες δύο μέρες είχα έντονη ροή. Πλύθηκα καλά-καλά και αφού ξέπλυνα το πάτωμα της ντουζιέρας, έβαλα εσώρουχο και σερβιέτα και φόρεσα από πάνω φανελάκι όσο να στεγνώσω τα μαλλιά μου.

    Όταν γύρισα στο δωμάτιο πήρα καρφί στο κρεββάτι ενώ ο Ανδρέας μπήκε με τη σειρά του για μπάνιο. Δεν άργησε, ούτε δέκα λεπτά αργότερα, ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μου και χώθηκα στην αγκαλιά του. Με πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω αλλά κάποια στιγμή κατά τις 01:00 ξύπνησα. Ο Ανδρέας δεν κοιμόταν, διάβαζε ένα βιβλίο.

    - «Νόμιζα ότι νύσταζες!» του είπα.
    - «Νυστάζω μωρό μου αλλά για κάποιο λόγο έχω υπερένταση και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Κλείνω τα μάτια μου αλλά το μόνο που καταφέρνω είναι να στριφογυρίζω. Και να πεις ότι έχω πιει πολλούς καφέδες, δύο έχω πιει όλους και όλους, τον τελευταίο μάλιστα το μεσημέρι.»
    - «Έχεις άγχος με το paper?» τον ρώτησα.
    - «Όχι! Μέχρι στιγμής τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά. Αύριο να φανταστείς απλά θα ασχοληθώ με τη βελτίωση του performance και έχω σκεφτεί και τρόπο για να κάνω παραλληλία. Δεν ξέρω γιατί νιώθω υπερένταση, απλά τη νιώθω. Δεν ήθελα να σε ενοχλήσω κι εσένα οπότε πήρα να διαβάσω το βιβλίο μπας και καταφέρω να κοιμηθώ.»
    - «Θα σε χαλαρώσω εγώ» του είπα χαμογελαστή και έκανα κατάδυση κάτω από τα σκεπάσματα. Πέρασα το χέρι μου μέσα από το μποξεράκι και το όργανό του φούσκωσε κατευθείαν.
    - «Φοίβη…» πήγε να πει αλλά σταμάτησε όταν τον πήρα στο στόμα μου. Χωρίς βιάση τον πήρα αργά άλλες δυο τρεις φορές στο στόμα μου και μετά άρχισα να διαγράφω με τη γλώσσα μου όλο το μήκος του οργάνου του. Τα χέρια μου ήταν ζεστά, οπότε ενώ με το ένα χέρι τον έπαιζε αργά με κυκλικές κινήσεις γύρω από τη βάση του συμπληρώνοντας το στόμα μου, με το άλλο χέρι τού χάιδευε τα μπαλάκια. Σήκωσε το σκέπασμα τελείως. «Θέλω να σε βλέπω» μου ψιθύρισε. Σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα με χαμογελαστό βλέμμα χωρίς ούτε στιγμή να σταματήσω να τον παίζω και να τον ρουφάω.

    Το μυαλό μου πήγε στην πρώτη φορά που είχα ακούσει για στοματικό, εκεί στο λύκειο. Είχα ανατριχιάσει με τη σκέψη και είχα πει «να κάτι που δε θα κάνω ποτέ.» Καλά το λένε, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μη λες. Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και τις πρώτες μέρες που ήμουν με τον Ανδρέα δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα κάνω αυτό το πράγμα. Η οπτική μου άλλαξε όταν Μαρία και Ελένη μου είπαν ότι το έκαναν στα αγόρια τους και μάλιστα όχι απλά τους άφηναν να τελειώσουν στο στόμα τους, κατάπιναν και από πάνω.

    Η σκέψη τότε εξακολουθούσε να με αηδιάζει αλλά όταν προχωρήσαμε περισσότερο με τον Ανδρέα το να χαϊδεύω και να χουφτώνω το μέλος του με είχε σχεδόν ξεμυαλίσει. Όταν προχωρήσαμε ακόμα περισσότερο, και άρχισα να τον παίζω, τελείωνε πάντα στα χέρια μου. Από εκείνο το βράδυ που τον είχα κάνει να τελειώσει όταν τρίφτηκα πάνω του, παρότι εκείνος φορούσε μποξεράκι κι εγώ κιλοτάκι, μου είχε μπει η ιδέα να δοκιμάσω τη γεύση του. Ούτε εκείνη τη φορά, ούτε τις άλλες, όταν πήγαινα να πλυθώ αφού είχε τελειώσει, είχα καταλάβει τη γεύση.

    Και έτσι ένα βράδι ενώ τον έπαιζα με το χέρι μου, όταν μου ζήτησε να το σαλιώσω, απλά τον πήρα στο στόμα μου. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα σκοπό να τον αφήσω να τελειώσει στο στόμα μου αλλά όσο περισσότερο τον έπαιζα και τον ρούφαγα, τόσο περισσότερο μου άρεσε και η αίσθηση στο στόμα μου και -πολύ περισσότερο- η ικανοποίηση που του πρόσφερα. Καθώς το έκανα αποφάσισα να το πάω μέχρι τέλους, δεν ήμουν ακόμα σίγουρη ότι ήθελα να καταπιώ, αλλά υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα τον έκοβα.

    Ο ίδιος προσπάθησε να με τραβήξει όταν πλησίαζε να τελειώσει και εγώ όχι απλά δεν τραβήχτηκα, τον πήρα ακόμα πιο βαθιά μέσα μου. Η πρώτη φορά που τον ένιωσα να δονείται και να σπαρταράει μέσα στο στόμα μου, ταυτόχρονα με τα βογγητά της ηδονής του, προκάλεσαν ένα κλικ μέσα μου. Μου άρεσε. Μου άρεσε πολύ. Σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Απλά τον κοίταξα, δεν χρειάστηκε τίποτε άλλο. Πατά το γεγονός ότι ο ίδιος μου είπε να περιμένω να μου φέρει χαρτοπετσέτα για να τα φτύσω, εγώ απλά κατάπια.

    Επανήλθα στο παρόν. Χωρίς να το έχω καταλάβει, είχα εντείνει το ρυθμό μου και πλέον δεν χρειαζόταν να ακούω τις ανάσες του. Καταλάβαινα με το ίδιο μου το στόμα πότε ο Ανδρέας ήταν έτοιμος να τελειώσει. Το κεφάλι μου έμεινε ακίνητο και μόνο το χέρι μου εξακολουθούσε να τον παίζει ενώ το όργανό του άρχισε να δονείται μέσα στο στόμα μου αδειάζοντας το σπέρμα του. Κάθε δόνηση και μια ριπή. Σήμερα ήταν πικρούτσικο, δεν είχε σταθερή γεύση, αλλά δε με ένοιαζε καθόλου. Όπως και την πρώτη φορά, απλά σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα… και κατάπια.

    Συνέχισα να τον γλείφω, όλο πιο απαλά, μέχρι που τον άφησα να βγει από το στόμα μου καθαρός από σπέρμα και σάλια. Ανασήκωσε τη λεκάνη του και του ανέβασα το μποξεράκι. Χαμογελώντας ακόμα με πήρε στην αγκαλιά του. Δεν μιλήσαμε. Έκλεισε το φως και απλά με χάιδευε στο σκοτάδι. Και εκεί έπεσε ο γενικός και για τους δυο μας.

    Το πρωί ξύπνησε πρώτος και έφτιαξε πρωινό. Όμως αυτή τη φορά δε μου έφτιαξε pancakes, μου άλειψε φρυγανιές με βούτυρο και μερέντα. Είχε φτιάξει και πορτοκαλάδα και, αντί για καφέ, σοκολάτα και όλα αυτά ενώ εγώ ακόμα κοιμόμουν του καλού καιρού. Είχε ανοίξει και το θερμοσίφωνα ώστε να κάνω ένα γρήγορο ντουζάκι, το οποίο το χρειαζόμουν γιατί η ροή εξακολουθούσε να είναι έντονη.

    - «Σ’ αγαπάω!» του δήλωσα.
    - «Το καλό που σου θέλω» μου απάντησε χαμογελαστός.

    Τελειώσαμε το πρωινό μας και ανεβήκαμε στη σχολή. Πήραμε και οι δύο καφέ καθώς το πρωί είχαμε πιει απλά σοκολάτα. Στο ενδιάμεσο ήρθαν και οι υπόλοιποι τέσσερεις.

    - «Αύριο βράδι λέμε για Μεξικάνικο, καθώς μετά θα σας δούμε όλους πάλι του χρόνου» είπε ο Ανδρέας.
    - «Γιατί όχι σήμερα;» είπε η Ελένη αλλά πριν προλάβω να απαντήσω, απάντησε ο Νίκος.
    - «Σήμερα δε γίνεται, το πρωί ήρθαν οι δικοί μου για να κάνει ο πατέρας μου τις εξετάσεις και θα μείνουν μέχρι αύριο το μεσημέρι.»
    - «Τι εξετάσεις;» ρώτησα εγώ.
    - «Α, τίποτα, ρουτίνας. Είναι οι γενικές που κάνει κάθε χρόνο. Θα μπορούσε να τις κάνει και στο Ρέθυμνο, αλλά ο ίδιος προτιμάει το ΠΕ.ΠΑ.Γ.Ν.Η. Από τη στιγμή που υπάρχει το σπίτι, why not? Χώρια που δύο μέρες θα τρώω σπιτικό φαγητό!»
    - «Γιατί ρε, χθες και προχθές τι έφαγες; Δεν είχε πάρει ταπεράκια από τη μάνα σου;» τον ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Άλλο πράγμα το φρεσκομαγειρεμένο!» είπε και εδώ που τα λέμε, τα είχε τα δίκια του.

    Στις 09:00 πήγαμε ο καθένας στα μαθήματά αλλά την υπόλοιπη μέρα, και μέχρι να σχολάσω, είδα τον Ανδρέα μόνο στα διαλλείματα. Ούτε εγώ, ούτε εκείνος, είχαμε συνεχόμενα μαθήματα μέχρι το απόγευμα αλλά τα κενά μας δεν ταίριαζαν. Μιας και μαθήματα μέχρι τις 17:00 είχε και η Χριστιάνα της είχα πει να μην πάει αμέσως σπίτι της όταν τελειώσει, να με περιμένει να πάμε μαζί. Ο Ανδρέας μας ρώτησε αν ήθελε να μας πετάξει εκείνος στην πλατεία της Φορτέτσας αλλά επειδή χρειαζόταν να περάσω για λίγο και από το σπίτι του είπα όχι. Χαιρετηθήκαμε και κίνησε για το ΙΤΕ ενώ εγώ και η Χριστιάνα κινήσαμε για το σπίτι της.

    - «Χριστιάνα» της είπα όταν περνούσαμε έξω από το σπίτι μου «μπορούμε να σταματήσουμε δέκα λεπτάκια να αλλάξω και να ταΐσω και την αγέλη;»
    - «Βεβαίως, το ρωτάς;» μου είπε.

    Περάσαμε μέσα με το Σίμπα να χοροπηδάει ευτυχισμένος και να μην ξέρει ποια από τις δυο μας να πρωτογλείψει. Μπήκαμε στο σπίτι και γέμισα τα μπολ της αγέλης με το φαγητό τους και το νερό τους. Σε αντίθεση με το Σίμπα, που αν του βάλεις κάτι θα το φάει τη στιγμή που του το βάζεις, τα γατιά μου έχουν πρόγραμμα, ό,τι ώρα και να τους γεμίσεις τα μπολ, αυτά θα πάνε το βράδυ να φάνε και μιας και ο Σίμπα δεν πειράζει το φαγητό τους, βρίσκουν πάντα τα μπολ τους γεμάτα όταν πεινάσουν. Η Χριστιάνα είχε βγει έξω μαζί μου και κάπνιζε γερμένη στη μάντρα παρακολουθώντας το υπερθέαμα: Τον Σίμπα να τρώει σαν να μην υπάρχει αύριο.

    - «Δε μου λες, μιας και ήρθαμε που ήρθαμε εδώ, μπορείς να με περιμένεις λίγο παραπάνω να κάνω και ένα γρήγορο ντους; Θα μπω αμέσως, έχω ηλιακό θερμοσίφωνα οπότε δε χρειάζεται να περιμένουμε το νερό να ζεσταθεί.»
    - «Ναι παιδάκι μου, τι το συζητάς;» μου απάντησε η Χριστιάνα.
    - «Θέλεις να σου φτιάξω ένα καφέ στα γρήγορα;» τη ρώτησα.
    - «Όχι, δε χρειάζεται. Άλλωστε έλεγα να πιούμε καφεδάκι στο σπίτι μου.»
    - «Εντάξει» της είπα χαμογελαστή και πήγα στο δωμάτιο για να αλλάξω.

    Συνηθισμένο στο να είμαι μόνη μου ή με τον Ανδρέα, ξεχάστηκα και βγήκα να πάω στο μπάνιο φορώντας μόνο το κιλοτάκι μου. Εγώ κοκκίνησα στην συνειδητοποίηση αλλά η Χριστιάνα δεν έδειξε ότι ταράχτηκε. Πήγα μέσα στο μπάνιο τρέχοντας. Έκανα γρήγορο ντους, χωρίς να βρέξω τα μαλλιά μου. Αυτή τη φορά τυλίχτηκα με το μπουρνούζι σαν πιροσκί και πήγα στο δωμάτιο να αλλάξω. Ντύθηκα με ένα φανελάκι και από πάνω ένα απλό μακρυμάνικο μπλουζάκι. Από κάτω φόρεσα ένα άνετο υφασμάτινο παντελόνι και τα συμπλήρωσα με τα oxfords μου.

    Βγήκα από το δωμάτιο στο ενιαίο χώρο της σαλοτραπεζαρίας όπου με περίμενε μειδιώντας η Χριστιάνα.

    - «Βγάλε με πρώτα για ένα καφέ μωρή λυσσάρα!» μου είπε κάνοντάς με να κοκκινήσω και πάλι. «Ωχου το μωρέ, κοκκίνησε» είπε συνεχίζοντας το πείραγμα.
    - «Συγνώμη!» της είπα κοιτάζοντας τα παπούτσια μου. «Συνήθεια!»
    - «Έλα χαζούλα, σε πειράζω. Άλλωστε είναι το καλύτερο flash που έχω φάει στη ζωή μου.»
    - «Έχεις φάει και άλλα flashes?»
    - «Ναι, άλλη μια φορά, από ένα επιδειξία στην Αθήνα.»
    - «Ωχ, τι έγινε;»
    - «Α, το πήρα πολύ ψύχραιμα, για την ακρίβεια τον πήρα στο δούλεμα. In retrospect όχι και το πιο ασφαλές πράγμα, δεν ξέρει κανείς τι κουβαλάνε κάτι τέτοιοι στο μυαλό τους, αλλά ήμουν και 16 χρονών. »
    - «Τι του είπες;»
    - «Αυτά να τα κάνεις το καλοκαίρι που δεν έχει κρύο. Τώρα τι μας δείχνεις;» είπε και έβαλα τα γέλια.
    - «Και; Τι σου είπε;»
    - «Τίποτα! Έγινε μπουχός!»
    - «Αυτά είναι! Λοιπόν, πάμε;»
    - «Ναι, πάμε!» μου είπε.

    Πήραμε την ανηφόρα μέχρι την πλατεία της Φορτέτσας και σε λίγο ήμασταν σπίτι της. Ανεβήκαμε πάνω.

    - «Θα πάω να κάνω κι εγώ ένα ντουζάκι αν δεν σε πειράζει» μου είπε. «Δεν έχετε μόνο εσείς ηλιακό, κυρία μου! Δε μου λες, θες να σου φτιάξω ένα καφεδάκι όσο περιμένεις;»
    - «Πήγαινε να κάνεις το ντους και θα φτιάξω εγώ τα καφεδάκια.» της αντιπρότεινα.
    - «Έλεγα να φτιάξω γαλλικό» μου είπε.
    - «Ξέρω να φτιάχνω γαλλικό, δείξε μου που έχεις τα πράγματα και το αναλαμβάνω εγώ. Εσύ να πας να κάνεις το ντουζάκι σου να χαλαρώσεις» της απάντησα. Μου έδειξε που ήταν η καφετιέρα, τα φίλτρα και ο καφές και την έδιωξα για να πάει να κάνει το ντους της. Όταν τέλειωσε ο καφές, πήρα την γεμάτη κανάτα από την καφετιέρα και έβγαλα και τα φλιτζάνια από το ντουλάπι που μου είχε δείξει. Ήξερα ότι τον πίνει μέτριο τον Νες αλλά τον γαλλικό δεν ήξερα πως τον θέλει, οπότε απλά γέμισα τις κούπες και έβαλα και σε ένα μπολάκι ζάχαρη. Άνοιξα το ψυγείο της, δεν είχε γάλα. Πήγα έξω από το μπάνιο και της χτύπησα την πόρτα. «Χριστιάνα, έχεις γάλα;»
    - «Τι;» με ρώτησε.
    - «Έχεις γάλα;» τη ρώτησα πιο δυνατά.
    - «Ναι, έχω γάλατα μερίδες, είναι στο ντουλάπι δεξιά από εκεί που είναι οι καφέδες και η ζάχαρη» μου είπε.
    - «Ευχαριστώ» της φώναξα και γύρισα στην κουζίνα. Πήρα μαζί μου όλο το διχτάκι και βάζοντάς τα όλα σε ένα δίσκο τα πήγα στο σαλόνι. Η Χριστιάνα όντως δεν άργησε πολύ, δεκαπέντε λεπτά αργότερα ήρθε και με βρήκε στο σαλόνι φορώντας φόρμα και από πάνω ένα μακρυμάνικο t-shirt.
    - «Θα αλλάξω αφού ετοιμάσουμε το φαγητό» μου δήλωσε.
    - «Μωρέ κάτσε όπως είσαι, σπίτι σου είσαι! Όπως νιώθεις άνετα»

    Καθίσαμε και οι δύο στον καναπέ. Η Χριστιάνα δεν έβαλε ζάχαρη στο γαλλικό της, αλλά έβαλε τρεις μερίδες γάλα. Εγώ πάλι έβαλα μια κουταλιά και συμπλήρωσα με δύο μερίδες γάλα.

    - «Αααχ! Ωραίος είναι με τη γεύση αμύγδαλο» είπα ρουφώντας μια γουλιά από τον καφέ μου.
    - «Ναι είναι! Και όχι μόνο αυτό αλλά δεν χρειάζεται να βάλω καν ζάχαρη!»

    Η ώρα ήταν ακόμα 18:00. Το παστίτσιο, σε αντίθεση με το τι πιστεύει ο κόσμος, δεν είναι ιδιαίτερα μπελαλίδικο φαγητό. Χρειάζεται 40 λεπτά για να το ετοιμάσεις και άλλη μισή ώρα για το μαγείρεμα. Θα ξεκινούσαμε να το φτιάχνουμε γύρω στις 20:00 οπότε είχαμε ακόμα αρκετή ώρα για σκότωμα.

    Την παρατηρούσα όπως πίναμε τον καφέ μας και συζητούσαμε. Παρά το γεγονός ότι στο σπίτι μου το είχε ρίξει στο χαβαλέ όταν την φλάσαρα από αφηρημάδα, ένιωθα ότι κάτι την έτρωγε. Κοίταζε πολύ τα χέρια της, κατέβαζε αμέσως το βλέμμα της όταν την κοιτούσα και άλλαζε συνεχώς θέσεις.

    - «Έχεις κάτι;» τη ρώτησα.
    - «Γιατί ρωτάς;» απάντησε προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο.
    - «Δεν ξέρω αλλά μου δίνεις την εντύπωση ότι κάτι σε τρώει.» της απάντησα.
    - «Να σε ρωτήσω κάτι;» με ρώτησε με τη σειρά της.
    - «Να με ρωτήσεις» της απάντησα. Φάνηκε σαν να ψάχνει να βρει τις λέξεις.
    - «Να… προχθές… γιατί με φίλησες μπροστά στον Ανδρέα;»
    - «Σε πείραξε που το έκανα;»
    - «Αιφνιδιάστηκα!» ομολόγησε.
    - «Σε πείραξε όμως;»
    - «Όχι ακριβώς. Και η αλήθεια είναι ότι μετά ο Ανδρέας με πήρε στο ψιλό και όσο και αν αυτό φαίνεται περίεργο, με έκανε να ηρεμίσω»
    - «Ήθελα και το έκανα.» της είπα. «Και το έκανα και μπροστά στον Ανδρέα για να σου φύγει όποια αμφιβολία σου έχει μείνει, ότι μπορεί να δημιουργηθεί πρόβλημα μεταξύ εμού και του Ανδρέα. Θέλω να νιώθεις άνετα μαζί του, θέλω να νιώθεις άνετα να είμαστε οι τρεις μας. Μη μου πάθεις εγκεφαλικό, δεν εννοώ να κάνουμε κάτι και οι τρεις μεταξύ μας, απλά ο Ανδρέας αυτή τη στιγμή -και ελπίζω για πολλά-πολλά χρόνια- είναι μεγάλο μέρος της ζωής μου και δε θέλω να υπάρχει αμηχανία, καμία αμηχανία, όταν ήμαστε μαζί και οι τρεις. Το τι κάνω με τον Ανδρέα ιδιωτικά αφορά εμένα και τον Ανδρέα και το τι κάνω με εσένα ιδιωτικά αφορά εμένα και εσένα. Θέλω και εσύ και ο Ανδρέας να νιώθετε άνετα, και ο Ανδρέας το κάνει. Θέλω να το κάνεις κι εσύ.»
    - «Μα νιώθω άνετα!»
    - «Άνετα σημαίνει ότι όταν είμαστε μεταξύ μας μπορώ να φιλήσω τον Ανδρέα και μπορώ να φιλήσω και εσένα, έτσι, επειδή μου ήρθε να σας φιλήσω. Δεν λέω να βγάλουμε ομαδικώς τα μάτια μας. Μεταξύ μας, δε θα με χάλαγε αυτό, αλλά έχω καταλάβει ότι είναι out of question, όσον αφορά εσένα, και όσο είναι out of question θα παραμείνει out of question, και θέλω να είμαι απόλυτα ξεκάθαρη σε αυτό.»

    Με κοίταξε χωρίς να απαντήσει. Δεν χρειαζόταν απάντηση, είδα τα μάτια της. Άνοιξα την αγκαλιά μου και σχεδόν πήδησε μέσα της. Την έσφιξα πάνω μου και τη χάιδεψα τρυφερά. Η Χριστιάνα τρίφτηκε πάνω μου σα γατούλα. Ανασήκωσα με τα δάχτυλά μου το πρόσωπό της. Σήκωσε το βλέμμα της και με κοίταξε και έσκυψα και τη φίλησα απαλά στα χείλη. Στην αρχή το φιλί μας περιορίστηκε εκεί, σε χείλη που αγκαλιάζονται και εξερευνούν το ένα το άλλο. Οι γλώσσες μας ακολούθησαν, με το δικό τους χορό, λίγη ώρα αργότερα. Το φιλί από τρυφερό που ήταν στην αρχή, έγινε σταδιακά πιο άγριο, πιο παθιασμένο.

    Χούφτωσα το στήθος της πάνω από την μπλούζα. Δεν φορούσε σουτιέν και οι ρώγες της ήταν πετρωμένες. Την έγειρα τελείως στην πλάτη του καναπέ και συνέχισα να της μαλάζω το στήθος ενώ οι γλώσσες μας πάλευαν η μία με την άλλη. Ένιωσα το χέρι της πάνω στο στήθος μου και μου ξέφυγε ένας αναστεναγμός, τα στήθη μου λόγω περιόδου ήταν πολύ περισσότερο ευαίσθητα από το συνηθισμένο, και όχι μόνο στον πόνο!

    Της σήκωσα την μπλούζα και της την έβγαλα. Η Χριστιάνα είχε υπέροχα στήθη, λίγο πιο μικρά από τα δικά μου αλλά εξίσου στητά και σφιχτά. Οι ρώγες της… Θεέ μου, οι ρώγες της. Όρμισα πάνω τους με τέτοια λαχτάρα που δεν είχα ξανανιώσει. Το είχα κάνει αυτό και στον Ανδρέα αλλά το γυναικείο στήθος είναι *άλλο πράγμα*. Έγλειφα και πιπιλούσα πότε τη μια ρώγα πότε την άλλη ενώ το ελεύθερο χέρι μου χούφτωνε το άλλο στήθος.

    Σταμάτησα και γδύθηκα τελείως από πάνω, βγάζοντας μπλουζάκι, φανελάκι και σουτιέν. Επιστρέψαμε στο φιλί μαλάζοντας η μία τα στήθη της άλλης και τότε η Χριστιάνα ξεκίνησε να μου ανταποδώσει το γλείψιμο στα στήθη. Το έκανε με τελείως διαφορετικό τρόπο από τον Ανδρέα, πιο μαλακά, πιο τρυφερά, αλλά εξίσου υπέροχα. Ένιωθα ότι θα χυθώ στον καναπέ.

    - «Έχεις υπέροχα στήθη» μου είπε κάποια στιγμή. «Μπορεί να μην το κατάλαβες, αλλά το κατά λάθος φλασάρισμα που μου έκανες στο σπίτι σου, σίγουρα μπαίνει στα highlights της μέχρι τώρα μου ζωής»
    - «Κι εσύ έχεις υπέροχα στήθη. Όλη είσαι υπέροχη. Θέλω να σε φάω! Θέλω να σε φάω!». Εκείνη χαμογέλασε αλλά εγώ το εννοούσα!

    Την έβαλα να σηκωθεί και σχεδόν της κατέβασα με ένα τράβηγμα τη φόρμα και το μαύρο κιλοτάκι που φορούσε. Σε αντίθεση με εμένα η Χριστιάνα ήταν τελείως ξυρισμένη από κάτω και ήταν… Θεέ μου, ήταν υπέροχη. Υπέροχη!

    Ο Ανδρέας μου είχε κάνει στοματικό αλλά εγώ δεν είχα κάνει ποτέ αιδοιολειχία στη ζωή μου. Ό,τι μου έλειπε από πείρα, ωστόσο, το είχα σε ένστικτο. Την έβαλα να κάτσει, της άνοιξα τα πόδια, βάζοντας ένα σε κάθε μου ώμο, και σχεδόν της όρμισα. Μύριζε υπέροχα και το ίδιο υπέροχη ήταν και η γεύση της. Πιπιλούσα και έπαιζα την κλειτορίδα της, πότε μόνο με τα χείλη μου, πότε με τη γλώσσα, πότε και με τα δύο μαζί. Ανασηκώθηκα λίγο πιο πάνω και χωρίς να την αφήσω στιγμή από το στόμα μου, βούτηξα το δάχτυλο μου μέσα της. Ήταν σα να γλιστράς ζεστό μαχαίρι σε βούτυρο. Η Χριστιάνα στέναζε και βογκούσε. Ένιωσα το σώμα της να αρχίζει να έχει σιγανά τραντάγματα που όσο πήγαιναν και μεγάλωναν σε ένταση. Ενέτεινα το ρυθμό μου και κάποια στιγμή τέντωσε το σώμα της σαν τόξο, σχεδόν παγιδεύοντάς με ανάμεσα στα μπούτια της. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ»

    Συνέχισα ακόμα πιο εντατικά και ένιωσα κάτι να με πιτσιλάει. Δοκίμασα τη γεύση της, ήταν αλμυρούτσικη, σαν τη δικιά μου, τουλάχιστον όπως την είχα δοκιμάσει από το στόμα του Ανδρέα.

    - «Μη… μη… όχι άλλο. ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ. Όχι… Όχι άλλο…» μου είπε αλλά δεν σταμάτησα αμέσως, συνέχισα ακόμα για λίγη ώρα, πολύ πιο απαλά και τρυφερά αυτή τη φορά, κερδίζοντας μερικά «ΑΑΑΑΑΧ ΜΧΧΜΜΜ ΑΑΑΧΜ» ακόμα.

    Κατέβασα τα πόδια της από τους ώμους μου και της χαμογέλασα. Σηκώθηκα και κάθισα στον καναπέ με σκοπό να την πάρω αγκαλιά αλλά εκείνη έκανε κάτι που δεν το περίμενα καθόλου. Ακόμα γυμνή, σηκώθηκε όρθια και γονάτισε μπροστά μου ακουμπώντας το κεφάλι της στα γόνατά μου. Σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε. Το μυαλό μου αρνούνταν να πάρει στροφές.

    - «Σε ευχαριστώ! Σε ευχαριστώ!» μου είπε και έβαλε τα κλάματα ενώ εγώ συνέχισα να την κοιτάζω αποσβολωμένη. «Δεν ήταν απλά αυτό που ονειρευόμουν» μου είπε ακόμα δακρυσμένη. «Ήταν δέκα φορές καλύτερο. Εκατό φορές καλύτερο. Σ’ ευχαριστώ»

    Δεν είπα τίποτα, δεν ήξερα τι να πω. Απλά χαμογέλασα και άρχισα να τη χαϊδεύω τρυφερά στο κεφάλι, όπως ήταν ακουμπισμένη με το κεφάλι της στον δεξί μου μηρό, χαμογελώντας μου, με τα μάτια της ακόμα υγρά.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  6. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 23ο
    (Ανδρέας)

    Ήμουν πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό μου, στα πρώτα δοκιμαστικά που έκανα η απόδοση είχε βελτιωθεί κατά 35% και στο μυαλό μου υπήρχαν και άλλα σημεία τα οποία πίστευα ότι σηκώνουν βελτίωση. Ωστόσο για την παραλληλία θα χρειαζόταν αρκετή δουλειά, στη Fortran δεν υπήρχε το ισοδύναμο της fork() που έχει η C για δημιουργία child process οπότε θα έπρεπε να το χειριστώ μέσω shell εντολών. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι θα έπρεπε να φτιάξω ένα απλοϊκό ισοδύναμο scheduler καθώς κάθε μέθοδος παρεμβολής είχε και διαφορετικό χρόνο ολοκλήρωσης και η παραλληλία απαιτούσε συγχρονισμό για κάθε επόμενο βήμα.

    Για πολλοστή φορά -όπως εσχάτως άρχισε να κάνει και η Φοίβη- ευχήθηκα να υπήρχε τρόπος να είχα Unix στο σπίτι μου. Παράπονο δεν έχω, είμαστε αρκετά ευκατάστατη οικογένεια, και ο πατέρας μου και η μητέρα μου είναι υψηλόμισθοι, αλλά όχι στο βαθμό που να μπορώ να αγοράσω ένα SPARC5 ή έστω ένα SPARC4 για το σπίτι. Σε κάποια συζήτηση, κάπου είχε πάρει το αυτί μου ότι κάποιος Φιλανδός ή Σουηδός είχε γράψει μια έκδοση του UNIX για PC, αλλά δεν του είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία. Θα μου πεις ότι ακόμα και αν αυτό ίσχυε, και δεν ήταν αρβύλα, ούτε PC είχα, αλλά PC μπορούσα να αγοράσω, απλά μέχρι τώρα δεν είχε υπάρξει κάποιος λόγος να θέλω να κάνω κάτι τέτοιο.

    «Να θυμηθώ να το πω στη Φοίβη, να ρωτήσει στη σχολή της. Αν όντως υπάρχει κάποιο UNIX για PC να ρωτήσει, αυτοί σίγουρα θα ξέρουν!» σημείωσα νοερά.

    Χαμογελάω στη σκέψη, 30 χρόνια αργότερα, πως αυτό το Unix like λειτουργικό που είχε φτιάξει ως hobby ένας Φιλανδός φοιτητής, ήταν πλέον το cornerstone του σημερινού δικτυωμένου μας κόσμου, με το Linux να τρέχει από Web Servers μέχρι και σε ρολόγια, και πως το όχι και τελευταίας έκδοσης κινητό μου έκρυβε μέσα του τόση υπολογιστική ισχύ που δεν τολμούσαν να την ονειρευτούν ακόμα και high end servers της δεκαετίας του ’90.


    Κοίταξα το ρολόι μου, ήταν ακόμα 20:00, είχα τελειώσει νωρίτερα απ’ όσο είχα αρχικά προβλέψει. Έκανα logout και αφού μάζεψα τα πράγματά μου έφυγα από το εργαστήριο. Καθώς ανέβαινα την Κνωσσού -και επειδή δεν ήξερα αν η Φοίβη είχε περάσει πρώτα από το σπίτι της πριν πάει στη Χριστιάνα, ώστε να πάρει μαζί της κρασί- πέρασα από την κάβα και πήρα πάλι ένα μπουκάλι κόκκινο Αγιωργίτικο Νεμέας. Με τούτα και με κείνα, μου πήρε κοντά στη μισή ώρα να φτάσω σπίτι, ήθελα να κάνω ένα ντουζάκι και να αλλάξω πριν πάω στη Χριστιάνα.

    Άναψα το θερμοσίφωνα. Είχα λυσσάξει στην πείνα και φλέρταρα για λίγο με τη σκέψη να φάω ένα τοστάκι όσο περίμενα, αλλά τελικά αποφάσισα να κρατήσω όσο περισσότερο χώρο χρειαζόταν για το παστίτσιο. Μέχρι να ζεστάνει το νερό χαζολόγησα για λίγο διαβάζοντας ένα περιοδικό για υπολογιστές, μπορεί να είμαι βιολόγος και μέχρι πρόσφατα να μην είχα καν νιώσει την ανάγκη να αγοράσω υπολογιστή, αλλά μου άρεσε να διαβάζω για δαύτους. Η Φοίβη μου είχε δείξει ένα laptop στο περιοδικό και δεν ξέρω γιατί, το είχα ερωτευτεί. Όχι ότι σκόπευα να πάρω laptop, ήξερα αρκετά από υπολογιστές ώστε να γνωρίζω ότι αυτά είναι σχετικά αδύναμα σε σχέση με τους desktop υπολογιστές, πόσο μάλλον με τα θηρία spark-4, spark-5 και spark-10 που είχαμε στο εργαστήριο ή τα DEC του CC. Πάντως τον συγκεκριμένο τον είχα ερωτευτεί, είχε την mobile έκδοση του 486 και 8 ολόκληρα Mb RAM. 8 Mb είχε το spark-4, τα spark-5 είχαν 16 Mb και τα spark-10 32 ολόκληρα Mb. Τα dec του CC ξέφευγαν τελείως, idomeneas και talos είχαν 64 Mb, kerynia και pafos 128Mb και η cyprus 512 Mb… Jesus!!!!

    Πέρασε ένα μισάωρο χωρίς να το καταλάβω, κόντευε σχεδόν 21:00. Έκλεισα το θερμοσίφωνα και πήγα και έκανα ένα γρήγορο ντους, σε 10 λεπτά είχα τελειώσει. Ντύθηκα με ένα απλό μακρυμάνικο t-shirt, τζιν και τα αθλητικά μου. Φεύγοντας παραλίγο να ξεχάσω και το κρασί, ευτυχώς το θυμήθηκα όταν άναψα το αυτοκίνητο. Επέστρεψα σε αυτό, με το κρασί μαζί αυτή τη φορά, και κίνησα για τη Φορτέτσα. Στις 21:30 πάρκαρα μπροστά από το σπίτι της Χριστιάνας και με το μπουκάλι αγκαλιά χτύπησα το κουδούνι και αμέσως άκουσα το χαρακτηριστικό βουητό της πόρτας που ξεκλείδωνε. Ανέβηκα τα σκαλιά και πήγα στον πρώτο. Η πόρτα του διαμερίσματος ήταν ανοιχτή και στην είσοδο με περίμενε η Φοίβη.

    - «Καλώς το μου» μου είπε και έκανε να με αγκαλιάσει.
    - «Κοριτσάρα μου» της είπα παίρνοντάς την αγκαλιά. Αφού φιληθήκαμε, περάσαμε μέσα. Το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο. Η Κατερίνα ήταν στο σαλόνι, τη Χριστιάνα δεν την είδα, θα πρέπει να ήταν στην κουζίνα.
    - «Καλώς τον!» είπε η Κατερίνα.
    - «Καλώς σας βρήκα! Τι κάνεις εσύ, νεαρή; Σε χάσαμε!»
    - «Έκανα τουρ σε Ρέθυμνο και Χανιά!» μου είπε.
    - «Ναι, τις μάθαμε τις πομπές σου» της απάντησα πειρακτικά. «Περάσατε καλά;»
    - «Υπέροχα ήταν. Βέβαια ξεπλήρωσα τις αμαρτίες μου τη Δευτέρα, χθες και σήμερα!»
    - «Τη Δευτέρα κοιμόσουν όλη μέρα, τουλάχιστον αυτό μας είχε πει η Χριστιάνα!»
    - «Πού τέτοια τύχη! Είχα πρόοδο οργανική-ΙΙ σήμερα, και επειδή τις προηγούμενες μέρες το είχα ρίξει στην τρελή, τις τελευταίες τρεις μέρες ξεπλήρωσα τις αμαρτίες μου. Εξάγωνα έγιναν τα μάτια μου.»
    - «Εξάγωνα;» τη ρώτησα παραξενεμένος.
    - «Ναι, εξάγωνα, σαν το βενζόλιο και τους λοιπούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες!» είπε και μου έκανε κλικ.
    - «Ξέχασες τα αρένια. Υπάρχουν και οι μη βενζολιοειδείς κυκλικοί αρωματικοί!» της είπα πειράζοντάς την.
    - «Αμ δεν τα ξέχασα, αυτό προσπαθώ, να τα ξεχάσω!
    - «Πώς έγραψες;» την ρώτησα επανερχόμενος στο θέμα.
    - «14» μου απάντησε
    - «Φιλόδοξο!» της ανταπάντησα.
    - «Εγώ πάντως απάντησα όλα τα θέματα τα οποία έπιαναν 14 μονάδες. Οπότε με το 10άρι στην πρώτη πρόοδο και λογικά 10άρι και σ’ αυτή καθώς και στα εργαστήρια, δε θα χρειαστεί να δώσω τελικό το Γενάρη, και ευτυχώς να λέω, γιατί έχω πάρει 8 μαθήματα. Θέλω να ξεμπερδεύω με τα του πτυχίου όσο νωρίτερα μπορώ για να δώσω τις κατατακτήριες γιατί η ρημάδα η ιατρική είναι και 6 χρόνια, χωρίς την ειδικότητα. Αν συνεχίσω όπως είμαι τώρα, τέλος του 6 εξαμήνου θα έχω πάρει όλες τις απαραίτητες μονάδες για το πτυχίο»
    - «Ναι, κάτι ανάλογο έκανα κι εγώ» της είπα. «Αν και τυπικά τεταρτοετής, μιας και την πρώτη χρονιά δεν παρακολούθησα, ουσιαστικά είμαι τώρα στο τρίτο έτος. Αν πάνε όλα καλά, τον Ιούνη θα πάρω πτυχίο.»
    - «Ναι, αυτό ακριβώς. Βέβαια ακόμα και αν τελειώσω στο τρίτο έτος δεν θα μπορέσω τυπικά να ορκιστώ, θα πρέπει να περιμένω να περάσει και το τέταρτο, από την άλλη ωστόσο θα μπορώ να πάρω τη βεβαίωση ότι έχω περάσει όλα τα απαραίτητα για το πτυχίο και συνεπώς θα μπορέσω να δώσω κατατακτήριες, ρώτησα στην Ιατρική της Αθήνας στη γραμματεία και μου το επιβεβαίωσαν.»
    - «Τότε, σου εύχομαι να σου πάνε όλα καλά!» της είπα. «Αλήθεια, η Χριστιάνα που είναι;»
    - «Εδώ είμαι» την άκουσα να λέει και γυρίζοντας το κεφάλι μου την είδα να βγαίνει από την κουζίνα με δύο μπύρες στο ένα χέρι και την ψωμιέρα στο άλλο. «Πήγα να φέρω μπύρες και συνειδητοποίησα ότι είχαμε ξεχάσει να κόψουμε ψωμί!» συνέχισε.
    - «Έχω φέρει Αγιωργίτικο Νεμέας, που είχαμε πιει και τις προάλλες και τη Δευτέρα.»
    - «Θαυμάσια! Εγώ θα προτιμήσω κρασί» είπε η Χριστιάνα. «Φοίβη, Κατερίνα;»
    - «Κι εγώ κρασί» είπε η Φοίβη
    - «Εγώ θα προτιμήσω τη μπύρα. Μην την πας μέσα, άστη εδώ, μάλλον θα την πιώ και αυτή» είπε η Κατερίνα.
    - «Ωραία! Λοιπόν, καθίστε!» μας είπε η Χριστιάνα και καθίσαμε όλοι στο τραπέζι. Η Χριστιάνα σέρβιρε το φαγητό, ενώ εγώ σέρβιρα εμένα και τα δύο κορίτσια το κρασί και στην Κατερίνα τη μπύρα της.

    Ω, Θεοί, τι ήταν αυτό; Την πρώτη φορά που είχα φάει το παστίτσιο της Χριστιάνας είχα ζήσει τη Νιρβάνα, δεν είχα ξαναδοκιμάσει τόσο νόστιμο παστίτσιο. Ε, σήμερα, δεν ξέρω πως, το είχε κάνει ακόμα καλύτερο. Με το ζόρι δεν το κατάπια με μια χαψιά, και μου είχε βάλει τεράστιο κομμάτι, όχι αηδίες. Πίεσα τον εαυτό μου να φάει σιγά-σιγά, συνοδεύοντας το παστίτσιο και με σαλάτα και φυσικά με κρασί.

    Όταν τα κορίτσια τελείωσαν, Χριστιάνα και Κατερίνα ανάψανε τσιγάρο. Εγώ πάλι έβαλα ακόμα ένα τεράστιο κομμάτι στο πιάτο μου και ξεκίνησα το δεύτερο γύρο, ενώ τα κορίτσια είχαν πιάσει συζήτηση περί ανέμων και υδάτων. Η αλήθεια είναι ότι δεν έδινα ιδιαίτερη προσοχή στο τι λέγανε, ήμουν πλήρως αφοσιωμένος στο παστίτσιο. Πάντως αυτή τη φορά τρίτο κομμάτι δεν έβαλα αλλά, εδώ που τα λέμε, μιας και ήμασταν λιγότεροι σήμερα, τα δύο κομμάτια που έφαγα παίζει να ήταν και μεγαλύτερη ποσότητα από τα τρία που είχα καταβροχθίσει την προηγούμενη φορά.

    - «Αααχ, αυτό ήταν!» είπα ξαπλώνοντας πίσω στην καρέκλα.
    - «Χόρτασες κροκοδειλάκι;» με ρώτησε τρυφερά η Φοίβη.
    - «Η αλήθεια είναι πως αν υπάρχει κάτι γλυκό, υπάρχει χώρος και γι’ αυτό!»
    - «Πες μου, πόσο μ’ αγαπάς;» ρώτησε η Κατερίνα.
    - «Πες μου ότι έφερες γλυκό!» της είπα με λαχτάρα.
    - «Γαλακτομπούρεκο!» μου είπε.
    - «Σ’ αγαπάω! Σε λατρεύω!» της είπα κάνοντας και τις τρεις να βάλουν τα γέλια. «Ναι, αλλά δεν βλέπω κίνηση!» συμπλήρωσα κερδίζοντας ένα νέο γύρο γέλιων.
    - «Χριστιάνα, μη σηκώνεσαι» της είπε η Κατερίνα, «πάω εγώ να βάλω. Ποιος άλλος θέλει;»
    - «Εγώ αλλά μικρό κομματάκι» είπε η Φοίβη. «Έτσι, για τη λιγούρα!»
    - «Ομοίως» είπε η Χριστιάνα.
    - «Δε θέλω μαλακίες! Αντρίκιο κομμάτι!» της είπα εγώ.
    - «Κάπως ήμουν σίγουρη» είπε η Κατερίνα και πήγε μέσα στην κουζίνα.
    - «Πάω να τη βοηθήσω, θα χρειαστούμε και νερό» είπε η Φοίβη και ακολούθησε την Κατερίνα στην κουζίνα.
    - «Επιτέλους μόνοι!» πείραξα τη Χριστιάνα, η οποία για κάποιο λόγο έδειξε ανεξήγητη αμηχανία. Προφανώς και μπορούσε να καταλάβει ότι αυτό ήταν πείραγμα, πόσο μάλλον όταν ξέρω τα γούστα της, και ακόμα περισσότερο δεδομένου ότι έχω σχέση με τη Φοίβη και δεν είμαι από εκείνους που ψάχνονται, οπότε παραξενεύτηκα ελαφρώς. «Χιούστον, λαμβάνει;» ξαναρώτησα.
    - «Ναι, ναι! Συγνώμη, αφαιρέθηκα για λίγο!»
    - «Το παστίτσιο σου έπεσε βαρύ, αυτό φταίει, αλλά μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ για να σε σώσω. Θα γίνω θυσία και θα πάρω το υπόλοιπο ώστε να μη σου ξανασυμβεί τέτοιο κακό!» της είπα κερδίζοντας το γέλιο της.
    - «Χαχαχα, αυτό θα πει “αρπάζω την ευκαιρία από τα μαλλιά!”» μου είπε γελώντας.
    - «Αμέ, τι νόμιζες;»
    - «Έτσι κι αλλιώς για την αυτού εξοχότητα έφτιαξα το παστίτσιο οπότε εξ αρχής το σχέδιο ήταν πως θα έφευγες με ταπεράκι!»
    - «Ταπεράρα!» τη διόρθωσα.
    - «Έστω» απάντησε χαμογελώντας. «Πώς πήγε σήμερα στο ΙΤΕ; Υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω, έστω και αύριο;»
    - «Αμέ. Μπορείς, όπως και εχθές, να έρθεις μαζί μας στο ΙΤΕ, η Φοίβη έρχεται μαζί μου κάθε Τρίτη και Πέμπτη. Α, ωστόσο μετά έχουμε κανονίσει με τα παιδιά να φάμε μεξικάνικο, οπότε αν δε θέλεις να έρθεις κι εσύ, θα σε αφήσουμε στα Λιοντάρια.»
    - «Μωρέ θέλω να έρθω, πως δε θέλω; Απλά πρέπει να αρχίσω να μαζεύω τα πράγματα για Αθήνα και την Παρασκευή έχω αρκετά γεμάτο πρόγραμμα οπότε δε θα προλάβω αν δεν αρχίσω αύριο.»
    - «Ξα σου, η πρόταση πάντως ισχύει.»
    - «Καλά θα δούμε, ίσως βρω λίγο χρόνο αύριο το πρωί, μέχρι τις 11:00 έχω κενό. Δεν το υπόσχομαι πάντως. Εντωμεταξύ, οι άλλες δύο πού πήγαν, στην πηγή για να γεμίσουν τη στάμνα;»
    - «Καλή ερώτηση» είπα αλλά εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκαν Φοίβη και Κατερίνα, η μία με το ταψί με το γαλακτομπούρεκο και η άλλη με ένα δίσκο με ένα μπουκάλι νερό και τέσσερα ποτήρια.

    Και επειδή, duh, γαλακτομπούρεκο, οι κουβέντες κόπηκαν μαχαίρι μέχρι να κατέβει και η τελευταία μπουκιά κάτω και, ψεύτης μην είμαι, υπήρξε μια μικρή δυσκολία, καθώς το στομάχι μου είχε γεμίσει σχεδόν μέχρι τον οισοφάγο. Τι τα θες, αυτά έχει η καλοφαγία. Τις αμαρτίες μου τις ξεπλήρωσα όταν πήγα να πιώ νερό, καλό το γαλακτομπούρεκο αλλά φέρνει πολλή δίψα το ρημάδι, και ένιωσα όπως ένα μπαλόνι που ετοιμάζεται να σκάσει, πραγματικά κόντεψε να μου βγει από τη μύτη!

    Τα κορίτσια το είχαν ρίξει πάλι στο περί ανέμων και υδάτων ενώ εγώ προσπαθούσα φιλότιμα να μην τους κάνω live αναπαράσταση της σκηνής του εστιατορίου από το Meaning of Life των Monty Python. Δεν θα πήγαινε καθόλου καλά αυτό! Τα έχωσα στον εαυτό μου, αυτή τη φορά το είχα παρακάνει. Πρέπει να φαινόταν και στο πρόσωπό μου γιατί η Φοίβη με είδε και ανησύχησε.

    - «Ανδρέα;» με ρώτησε. «Είσαι καλά;»
    - «Ναι καλά είμαι μωρό μου. Το παράκανα σήμερα!»
    - «Εμ, κι εσύ βρε μωρό, τρως σαν να μην υπάρχει αύριο!» με μάλωσε η Φοίβη.
    - «Ήταν τόσο νόστιμα αφού!» προσπάθησα να δικαιολογηθώ γέρνοντας πίσω στην καρέκλα. Καλύτερα στην πολυθρόνα, σκέφτηκα. «Με την άδειά σας, πάω να κάτσω στην πολυθρόνα» τους είπα και σηκώθηκα από το τραπέζι και κάθισα στην πολυθρόνα που ήταν δίπλα στη βιβλιοθήκη και που κοίταζε προς το τραπέζι της σαλοτραπεζαρίας. Χύθηκα μέσα ελαφρά ξαπλωτά και άρχισα να αισθάνομαι κάπως καλύτερα. Θα του έδινα κανένα εικοσάλεπτο/μισάωρο και θα σηκωνόμουν για ένα ελαφρύ περπάτημα, βασικά να κάνω το γύρο της πλατείας.

    Τα κορίτσια μάζεψαν το τραπέζι και τα πήγαν στην κουζίνα. Στο σαλόνι άφησαν μόνο τα ποτήρια του κρασιού τους, Φοίβη και Χριστιάνα, και της μπύρας της, η Κατερίνα.

    - «Δεν έχω δύναμη να πλύνω πιάτα αυτή τη στιγμή, αύριο!» μας δήλωσε η Χριστιάνα.
    - «Δε θέλεις να σε βοηθήσουμε;» ρώτησε η Φοίβη.
    - «Όχι, Φοίβη μου δε χρειάζεται. Τέσσερα πιάτα και τέσσερα ποτήρια είναι όλα κι όλα. Έτσι κι αλλιώς έχω να βάλω το υπόλοιπο σε τάπερ για τον Ανδρέα.»
    - «Και μπράβο σου!» παρατήρησα εγώ ζωντανεύοντας ξαφνικά, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από καμία τους.
    - “It’s alive! Alive!” είπε η Κατερίνα αντιγράφοντας τον Gene Wilder από τη σκηνή στο Young Frankenstein.
    - «Είναι που άκουσε τη μαγική λέξη» με πείραξε η Φοίβη και η αλήθεια είναι ότι ένα δίκιο το είχε, δεν είχα καν τη δύναμη να διαμαρτυρηθώ έστω και για τα μάτια του κόσμου, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τη Φοίβη. «ὅπερ ἔδει δεῖξαι, που γράφει σε κάθε απόδειξη στις σημειώσεις του απειροστικού ο Πνευματικός, Θεός σχωρέστον» συμπλήρωσε, κάνοντάς με να ανατριχιάσω· αν είχα παρακολουθήσει εξ αρχής τη σχολή, ενδεχομένως να ήμουν κι εγώ παρόν εκείνη την αποφράδα μέρα του Νοέμβρη του ’90.
    - «Μισό, φυσικός δεν ήταν ο Πνευματικός;» ρώτησε η Κατερίνα.
    - «Χμμμ!» είπε η Φοίβη. «Τώρα που το σκέφτομαι, οι σημειώσεις είναι από τον Α. Πνευματικό, όχι από τον Σ. Πνευματικό, οπότε έχεις κι εσύ τα δίκια σου.»

    Τσάμπα η ανατριχίλα!

    - «Εντωμεταξύ η αστυνομία είχε ξαμοληθεί στο νησί για να βρει τον Πετροδασκαλάκη και τελικά τον βρήκαν κρεμασμένο μετά από έξι μήνες. Είχα διαβάσει κάπου ότι αυτοκτόνησε μια ώρα μετά το φονικό» είπε η Φοίβη.
    - «Τρεις ζωές χαμένες για το τίποτα. Μου είχαν πει ότι στην αρχή του μαθήματος ο Πετροδασκαλάκης ήταν ευδιάθετος και μάλιστα αστειευόταν με τον Ξανθόπουλο και τον Πνευματικό. Τι μύγα τον τσίμπησε και πήγε μετά και τους πυροβόλησε με το κυνηγετικό, ο Θεός και η ψυχή του» συμπλήρωσα.
    - «Είχα ακούσει μια φήμη ότι του τη βάρεσε γιατί πήγαν να του κλέψουν εργασία» είπε η Κατερίνα.
    - «Έλα ρε συ Κατερίνα, τι ανάγκη είχαν οι δυο τους να κλέψουν την εργασία ενός μεταπτυχιακού φοιτητή; Εννοώ ότι και ο Ξανθόπουλος και ο Πνευματικός ήταν φτασμένοι ερευνητές, με αμέτρητες δημοσιεύσεις. Μου είχε πει η Μαρία ότι υπάρχει μια λύση στη γενική σχετικότητα για συγκρουόμενα βαρυτικά κύματα που έχει όνομα “Λύση Ξανθόπουλου - Chandrasekhar”. Ο Πνευματικός ήταν τακτικό μέλος στο ερευνητικό κέντρο του Los Alamos και έδινε διαλέξεις σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου, από το Berkeley και το Stanford μέχρι την Τασκένδη. Και μάλιστα, οι δυο τους μαζί είχαν εξασφαλίσει και υποτροφίες στον Πετροδασκαλάκη. Δεν ξέρω τι πέρασε από το μυαλό του και έκανε αυτό το φονικό, πάντως να του έφαγαν κάποια εργασία Ξανθόπουλος και Πνευματικός, το θεωρώ ουσιαστικά απίθανο. Τέλος πάντων, αρκετά με δαύτο. Ας τον συγχωρήσει ο Θεός.»
    - «Και έτσι από βόας ξαναέγινε άνθρωπος!» με πείραξε η Φοίβη.
    - «Ωχ, τι μου το θύμισες!» ξεφύσησα τρίβοντας το στομάχι μου.

    Τα κορίτσια συνέχισαν την κουβέντα αλλά εγώ είχα κλείσει τα μάτια γέρνοντας στην πολυθρόνα και δεν τις άκουγα. Δεν νύσταζα ακριβώς αλλά είχα βαρύνει πολύ, η Φοίβη είχε δίκιο, το είχα παρακάνει. Κάθισα έτσι γύρω στο μισάωρο και σηκώθηκα να κάνω τον περίπατο που είχα πει να κάνω προηγουμένως.

    - «Κορίτσια, πάω να περπατήσω και να πάρω λίγο αέρα» τους είπα.
    - «Θέλεις να έρθω κι εγώ;» με ρώτησε η Φοίβη.
    - «Όχι ματάκια μου, κάτσε. Δε θα αργήσω, ένα-δυο γύρους της πλατείας θα κάνω και θα επιστρέψω. Και -μεταξύ μας- αν βρω ανοιχτό το περίπτερο, λέω να πάρω και καμιά σόδα!»
    - «Εντάξει!» μου είπε η Φοίβη.

    Σηκώθηκα και βγήκα έξω. Επίτηδες δεν πήρα μπουφάν, αφενός δεν έκανε και πολύ κρύο, και αφετέρου ήθελα να με χτυπήσει λίγο ο αέρας και να το νιώσω. Το σπίτι που έμεναν τα κορίτσια ήταν κοντά στο τέρμα της Ιπποκράτους, η οποία ήταν αδιέξοδος. Περπάτησα μέχρι την πλατεία της Φορτέτσας, στη συμβολή με τη Σόλωνος και συνέχισα μέχρι το τέλος της πλατείας. Ανέβηκα μέσω της πλατείας και πήγα στο περίπτερο, ήταν ακόμα ανοιχτό. Πήρα μια σόδα, και μετά το δρόμο της επιστροφής. Αν και η συνολική απόσταση που περπάτησα δεν ήταν πάνω από μισό χιλιόμετρο, όταν έφτασα έξω από το σπίτι των κοριτσιών είχα αρχίσει να αισθάνομαι αρκετά καλύτερα. Αποφάσισα αντί να μπω μέσα, να πάω άλλη μία μέχρι την αρχή της πλατείας και να ξαναγυρίσω, πράγμα που έκανα. Yeap, ένιωσα ακόμα καλύτερα. Χτύπησα την πόρτα και όταν μου άνοιξαν ανέβηκα πάνω.

    - «Νιώθεις καλύτερα;» με ρώτησε η Φοίβη όταν μπήκα μέσα.
    - «Ναι, πολύ καλύτερα!» απάντησα.
    - «Εμένα να με συγχωρέσετε αλλά κλείνουν τα μάτια μου» είπε η Κατερίνα και σηκώθηκε από το τραπέζι και αφού μας χαιρέτησε πήγε σπίτι της. Ήταν μόλις 22:30 αλλά μετά από τρεις μέρες εντατικό διάβασμα και αυτές μάλιστα μετά από συνεχόμενα ξενύχτια, ήταν λογικό να παραπατάει. Όταν έφυγε η Κατερίνα, εγώ χύθηκα και πάλι στην πολυθρόνα, καθώς με βόλευε πιο πολύ από τον καναπέ, ενώ Φοίβη και Χριστιάνα κάθισαν στον καναπέ.
    - «Χριστιάνα, θα έρθεις τελικά αύριο μαζί στο μεξικάνικο μετά το ΙΤΕ?» τη ρώτησα.
    - «Όπως σου είπα και πριν, εξαρτάται από το αν καταφέρω αύριο το πρωί να ανοίξω νωρίς τα μάτια μου ώστε να αρχίσω να μαζεύω πράγματα για μεθαύριο. Από τις 11:00 που ξεκινάω αύριο, έχω μαθήματα μέχρι τις 17:00 με μόλις μία ώρα κενό, μεταξύ 14:00 και 15:00, αλλά μία ώρα δε θα μου φτάσει για να έρθω εδώ από πανεπιστήμιο, να μαζέψω πράγματα και να γυρίσω και πάλι πίσω. Από το Γενάρη που θα έχω μηχανάκι, θα μπορώ να το κάνω, τώρα όχι, δεν είμαι και ακριβώς απέναντι από το Πανεπιστήμιο, όπως η Φοίβη!»
    - «Εντάξει, δεν υπάρχει πρόβλημα. Την Παρασκευή το πλοίο φεύγει στις 19:15, το οποίο σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε εκεί μέχρι τις 18:30. Οπότε γύρω στις 18:00-18:10 θα έρθουμε να σε πάρουμε.»
    - «Ναι, κανένα πρόβλημα. Βέβαια κανονικά είχα μάθημα μέχρι τις 19:00 αλλά στις 17:00 θα ανέβω σπίτι.»
    - «Ακριβώς μία από τα ίδια κι εγώ» της απάντησα.
    - «Αχ μωρέ Ανδρέα, ξέχασα να στο πω χθες, σε έψαχνε ο Αργύρης!» είπε η Φοίβη.
    - «Μη σκας, με βρήκε σήμερα στο μάθημα. Λέμε το άλλο εξάμηνο να κάνουμε παράσταση και θα πρέπει -όταν επιστρέψουμε όλοι Ηράκλειο- το Γενάρη να έχουμε ο καθένας μια πρόταση. Επίσης υπενθύμισε ότι μας χρωστάς μια ανάγνωση.»
    - «Είναι και αυτό. Ωραία, εκτός από τα μαθήματα θα έχω να ανησυχώ και για το πως θα απαγγείλω την πορεία προς το μέτωπο. Με τα σάπια λάχανα θα με πάρουν, από τον Κατράκη στη Μαρτίνου!»
    - «Μια χαρά θα τα πας, φοβητσιάρα!» μου είπε τρυφερά ο Ανδρέας.
    - «Ανδρέα, η θεατρική ομάδα έχει 20 άτομα, πως θα ανεβάσετε παράσταση για τόσο κόσμο;»
    - «Υπάρχουν θεατρικά για πολλούς ηθοποιούς, ωστόσο συνήθως επιλέγουμε δυο-τρία και χωριζόμαστε σε ομάδες και η κάθε ομάδα παίζει το δικό της έργο. Και υπάρχουν και άτομα που τους αρέσει να συμμετέχουν σε κλειστό κοινό αλλά δεν το έχουν να παίξουν μπροστά από μεγαλύτερο πλήθος. Αυτοί συνήθως βοηθούν στις πρόβες και στη σκηνοθεσία, στο στήσιμο των σκηνικών και γενικά σε ό,τι άλλο χρειαστεί.»
    - «Και που ανεβάζετε τα έργα;»
    - «Συνήθως στο ΒΞ, Σάββατο ή Κυριακή εννοείται. Και σχεδόν πάντα είναι και γεμάτο, όχι παίζουμε!»
    - «Γιατί καθόμαστε στα μουγκά;» ρώτησε η Χριστιάνα και σηκώθηκε και άνοιξε το ράδιο. Βρήκε ένα σταθμό με ξένη μουσική και τον άφησε να παίζει.
    - «Τελικά αποφάσισες το Σάββατο τι προτιμάς; Παλένκε, Boom-Boom ή να πάμε στο Karaoke που μας είπε η Χριστιάνα;» ρώτησα τη Φοίβη.
    - «Χριστιάνα εσύ τι προτιμάς;» την ρώτησε με τη σειρά της η Φοίβη.
    - «Αν πρέπει να είμαι κι εγώ οπωσδήποτε…» ξεκίνησε να λέει αλλά την έκοψε η Φοίβη.
    - «Θα είσαι!» της δήλωσε.

    Δημοκρατικές διαδικασίες, όχι μαλακίες!

    - «Χαχαχα, εντάξει. Η αλήθεια είναι ότι μου έχει λείψει το Latin!»
    - «Και ο ψωριάρης χώρια!» είπα μισοκακόμοιρα.
    - «Έλα γκρινιάρη» μου είπε με ασυνήθιστη γλυκύτητα η Χριστιάνα «δεν παίζει μόνο Latin το Παλένκε, παίζει και σύγχρονη χορευτική μουσική και ντίσκο και πιο αργά, συνήθως μετά τις 02:00, παίζει και ελληνικά, αλλά κυρίως παλιά λαϊκά. Εκτός και αν έχει αλλάξει ο DJ από την τελευταία φορά που είχα πάει, δεν βάζει Ελληνάδικα τσιφτετέλια της κακιάς ώρας.»
    - «Παλένκε τότε το Σάββατο. Πάμε Κυριακή στην Boom-Boom και σε κάποια επόμενη επίσκεψη, πάμε και στο Karaoke. Ο μπαμπάς κατεβαίνει μόνιμα Αθήνα αρχές Φλεβάρη και τον Ιούνη, όταν κλείσουν τα σχολεία, θα έρθει και η μαμά με τον Κωστή.»
    - «Στο IA θα πάει και ο Κωστής;» ρώτησα εγώ.
    - «Εξαρτάται, αν κληρωθεί για Βαρβάκειο θα πάει εκεί. Αν όχι, ναι, στο IA»
    - «Αλήθεια, εσύ αν θυμάμαι καλά μένετε κοντά στον παλιό Ταξιάρχη, πώς και είχες έρθει στο ΙΑ και όχι στο 12ο;»
    - «Γιατί το 12ο δεν έχει λύκειο και από εκεί τους στέλνουν στο Λόφο. Επειδή δεν ξέραμε αν ο μπαμπάς θα φύγει από Αθήνα, με γράψανε στο IA ώστε αν μέναμε εκεί να συνέχιζα και στο Λύκειο. Και εδώ που τα λέμε από άποψη απόστασης, πιο κοντά είμαι στον Άγιο Αντώνη απ’ ότι στην Αγία Τριάδα.»
    - «Πού ακριβώς μένατε;» τη ρώτησα.
    - «Λίγο πριν τη στροφή στη Φιλικών -ή για να είμαι πιο σωστή- λίγο μετά τη στροφή στη Φιλικών, μιας και εδώ και κάμποσα χρόνια είναι μόνο άνοδος.»
    - «Επιπλέον αν τελικά πάμε στο Παλένκε δε θα χρειαστεί να έρθετε να με πάρετε. Μένω λίγο κάτω από το Γήπεδο του Παναθηναϊκού, για μένα είναι 5-10 λεπτά περπάτημα. Και -ειδικά για σένα Ανδρέα- το καλύτερο στο έχω για το τέλος, όταν γυρνάμε!»
    - «Για λέγε, για λέγε!» είπα με ενδιαφέρον.
    - «Στη Μαβίλη έχει το καλύτερο βρώμικο της Αθήνας. Τουλάχιστον ο Θέμης, ορκίζεται στο όνομά του!»
    - «Ο Θέμης;» ρώτησα εγώ που το μυαλό μου πήγε στον κολλητό μου που είχα στο σχολείο.
    - «Ναι, ο αδερφός μου. Θέμη τον λένε.»
    - «Κοίτα να δεις σύμπτωση. Τον κολλητό μου, σε όλο το γυμνάσιο και το λύκειο, Θέμη τον λένε κι αυτόν! Ορίστε, είπα Θέμης και τον θυμήθηκα, τι να κάνει ο μπαγάσας; Είχε περάσει στο Αριστοτέλειο, Νομική. Ζωάρα κάνει στη Θεσσαλονίκη! Πω-πω, έχω να τον δω από το Πάσχα» εξακολούθησα να μονολογώ.
    - «Ε, και δεν τον παίρνεις ένα τηλέφωνο να μάθεις;» με ρώτησε η Φοίβη.
    - «Σάμπως και το έχω; Δεν ξέρω αν έχει καν!»
    - «Πάρε τους γονείς του βρε γάιδαρε για να το μάθεις!» με μάλωσε.
    - «Ε, ούτε και αυτός με πήρε κανένα τηλέφωνο!» διαμαρτυρήθηκα.
    - «Όταν τον δω, θα τα χώσω και σ’ αυτόν. Προς το παρόν, εσένα έχω διαθέσιμο, σε σένα τα χώνω!»

    Η Φοίβη, έχοντας μεγαλώσει ουσιαστικά χωρίς φίλες από το γυμνάσιο και μετά, είχε πάρει το ζήτημα της φιλίας πολύ στα σοβαρά. Μου είχε εξομολογηθεί στην αρχή ότι ουσιαστικά Μαρία και Ελένη ήταν οι πρώτες της φίλες μετά το δημοτικό. Μετά μας προέκυψε και η Χριστιάνα, αν και εκεί διατηρούσα αμφιβολίες για το πόσο ακριβώς φιλικά έβλεπε η μία την άλλη, ή τουλάχιστον, κατά πόσο φιλικά το έβλεπε η ίδια η Χριστιάνα.

    Η περί ούσης ο λόγος είχε γλαρώσει στον καναπέ.

    - «Χριστιάνα νύσταξες, θέλεις να φύγουμε;» τη ρώτησα.
    - «Όχι! Όχι! Απλά γλάρωσα λίγο, μου αρέσει να σας ακούω.»
    - «Άχου το μωρέ-μωρέ!» είπε η Φοίβη παίρνοντάς την αγκαλιά. Της έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο κεφάλι και μετά έκανε λίγο πιο αριστερά, στην ουσία κάθισε στην άκρη του καναπέ. «Ορίστε, ξάπλωσε» της είπε, δείχνοντας στην Χριστιάνα τα πόδια της. Η Χριστιάνα δίστασε για λίγο και η αλήθεια είναι ότι πολύ την έκανα χάζι την αμηχανία της, χθες αφού τη φίλησε η Φοίβη, δεν την είχα αφήσει σε χλωρό κλαρί. Αναρωτήθηκα φευγαλέα μήπως είμαι λιγάκι σαδιστής.
    - «Αν δεν πας εσύ, θα πάω εγώ!» την απείλησα.
    - «Εσύ μεσιέ να κάτσεις εκεί που είσαι» μου απάντησε δίκην λοχία η Φοίβη. «Χριστιάνα!» της είπε στον ίδιο τόνο.

    Κοίτα να δεις! Η Χριστιάνα άφησε τις περιττές ντροπές, μαζεύτηκε σα μπογαλάκι, και ξάπλωσε το κεφάλι της με το μάγουλο στα πόδια της Φοίβης, ώστε να μπορεί να βλέπει προς την υπόλοιπη σαλοτραπεζαρία. Η Φοίβη την χάιδεψε τρυφερά στο κεφάλι και ορκίζομαι πως αν η Χριστιάνα ήταν γάτα θα άρχιζε να γουργουρίζει. Δεν θα έλεγα ότι με πείραξε αυτή η οικειότητα, εδώ είχα αποδεχτεί ακόμα χειρότερα που λέει ο λόγος, ωστόσο με παραξένεψε. Εκείνη τη στιγμή μου ήρθε ότι η λέξη αποδοχή δεν ήταν ακριβώς σωστή, δεν ήταν αποδοχή, με τις ευλογίες μου η Φοίβη είχε προχωρήσει και είχε κάνει ότι είχε κάνει, και ξεχάστηκα.

    Καθίσαμε ακόμα μισή ώρα, γιατί κάποια στιγμή η Χριστιάνα είχε χαλαρώσει τόσο πολύ που την πήρε ο ύπνος. Η Φοίβη μου χαμογέλασε και μου την έδειξε.

    - «Κοίτα την!» μου είπε άηχα με τα χείλη της.
    - «Μήπως να την κάνουμε σιγά-σιγά;» τη ρώτησα ψιθυριστά.

    Μου ένευσε καταφατικά και σκούντησε απαλά τη Χριστιάνα, η οποία άνοιξε τα μάτια της και τα γούρλωσε μέχρι να καταλάβει πώς είχε βρεθεί σε εκείνη τη θέση, κάνοντάς με να βάλω άθελά μου τα γέλια.

    - «Ξύπνα, υπναρού!» της είπε τρυφερά η Φοίβη. «Σε πήρε ο ύπνος, ήρθε η ώρα να φύγουμε και να σε αφήσουμε να πας να ξεκουραστείς.»

    Η Χριστιάνα αναστέναξε και σηκώθηκε.

    - «Μισό λεπτάκι, να σου φέρω το τάπερ με το υπόλοιπο παστίτσιο» είπε και πήγε προς την κουζίνα.
    - «Να δω πότε θα το φας!» μου είπε η Φοίβη.
    - «Αύριο έχω κενό 13:00 – 14:00 κιουρία μου, μην ανησυχείς, δε θα μείνει!»

    Η Χριστιάνα γύρισε μαζί με ένα τάπερ στο οποίο είχε το υπόλοιπο παστίτσιο. Μεξικάνικο-ξεΜεξικάνικο αύριο το βράδυ, παστίτσιο δε θα έμενε! Μου το έδωσε και γύρισα προς τη Φοίβη.

    - «Πάμε τσαπερδόνα!» της είπα ρίχνοντάς της μια ξυλιά στα πισινά που έκανε τη Φοίβη να χοροπηδήσει και τη Χριστιάνα να βάλει τα γέλια από την αντίδρασή της.
    - «Γελάς ε;» της είπε η Φοίβη ρίχνοντας εκείνη αυτή τη φορά μια ξυλιά στα πισινά της Χριστιάνας κάνοντάς την να χοροπηδήσει με τη σειρά της.
    - «Αυτό λέγεται αλυσιδωτή αντίδραση!» είπα.
    - «Και αυτό σύντηξη» είπε η Φοίβη και πριν προλάβω καταλάβω τι εννοεί, βούτηξε τη Χριστιάνα και τις έσκασε ένα γερό φιλί στο στόμα και εκεί πλέον δεν υπήρχαν περιθώρια παρανόησης!

    Η Χριστιάνα τα έχασε πάλι για μερικές στιγμές και το γούρλωμα των ματιών της με έκανε να βάλω τα γέλια.

    - «Μη τα κάνεις αυτά απότομα, θα μας μείνει!» είπα στη Φοίβη όταν άφησε τη Χριστιάνα, που το έριξε στο αγαλματάκια αμίλητα και ακούνητα.
    - «Θα στρώσει!» απάντησε αινιγματικά και μου όρμισε για να μην μείνω ρέστος στη διανομή. Εγώ πάντως, δεν γούρλωσα τα μάτια! Χα!
    - «Ζεις;» ρώτησε τη Χριστιάνα όταν με άφησε.
    - «Μήπως να της δώσεις το φιλί της ζωής;» συνέχισα εγώ το πείραγμα. «Δεν την βλέπω να απαντάει!»
    - «Ζω!» είπε η Χριστιάνα κόκκινη σαν αστακός.

    Η Φοίβη γύρισε και τη χάιδεψε τρυφερά στο μάγουλο κλείνοντάς της το μάτι και η Χριστιάνα χαλάρωσε λιγάκι.

    - «Καληνύχτα» της είπε και της ακούμπησε απαλά το δάχτυλο στη μύτη λέγοντάς της «μπουπ!» και κάνοντας τη Χριστιάνα να χαμογελάσει σα χαζή.
    - «Καληνύχτα ινδιανάκι» της είπα με τη σειρά μου.
    - «Καληνύχτα! Καληνύχτα!» είπε χαμογελαστή, βρίσκοντας ξανά τη λαλιά της.

    Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και μπήκαμε μέσα.

    - «Ανδρέα, πάμε από το σπίτι μου να πάρω τα τετράδιά μου και αν είναι να πάμε στο σπίτι σου. Θα ήθελα ένα ζεστό μπανάκι.»
    - «Βεβαίως! Να σου πω, όταν πας μέσα, φέρε μου και το μαύρο τζιν που έχω αφήσει στη ντουλάπα σου, θέλω να βάλω αυτό για πλύσιμο»
    - «Θέλεις κάτι άλλο;»
    - «Όχι, μωρό μου, μόνο το μαύρο τζιν!»

    Σταμάτησα μπροστά από το σπίτι της και απασχόλησα για λίγο το Σίμπα ώστε να μη μπουρδουκλώνεται στα πόδια της. Ο Σίμπα περιχαρής μου έγλειψε δυο-τρεις φορές τη μούρη, για να μην ξεχνιόμαστε, αλλά τι να τον κάνεις; Είναι σκέτος γλύκας, αν καταφέρεις να ξεχάσεις ότι έχει μέγεθος γαϊδουριού.

    - «Αλήθεια, τον έχετε ζυγίσει; Πόσο είναι;» ρώτησα τη Φοίβη όταν γύρισε με τα πράγματα.
    - «Η ράτσα του είναι συνήθως από 65-80 κιλά αλλά η κυρά-Ματούλα μου είπε ότι είναι από τα πολύ μεγαλόσωμα της ράτσας του. Όταν τον είχε πάει στο γιατρό, όταν έγινε ενός χρόνου, ήταν 85 κιλά και ο κτηνίατρος της είχε πει ότι ο Σίμπα μπορεί να φτάσει τα 95, ίσως και τα 100. Ευτυχώς είναι τελείως φλούφλης, γιατί η αλήθεια είναι ότι έχει πολύ εκφοβιστική εμφάνιση.»
    - «Εγώ πάντως όταν τον είχα δει την πρώτη φορά να επελαύνει σα ρινόκερος τα είχα χρειαστεί!» της ομολόγησα.

    Ο Σίμπα που κάπως είχε καταλάβει ότι μιλάμε γι’ αυτόν είχε σκαρφαλώσει στην πόρτα και προσπαθούσε κατά τα φαινόμενα να ξεκολλήσει την ουρά του.

    - «Τι είναι βρε λεχρίτη;» τον ρώτησα τρυφερά κερδίζοντας ακόμα ένα γλείψιμο στη μούρη. Ήμουν 1,85 και ο Σίμπα με έφτανε στο χαλαρό!
    - «Έλα εδώ βρε μούργο!» του είπε τρυφερά η Φοίβη και τον χάιδεψε με τη σειρά της, όπως ήταν σκαρφαλωμένος πάνω στην πόρτα, κερδίζοντας και εκείνη ένα μεγαλοπρεπέστατο σαλιωμένο γλείψιμο στα μούτρα!

    Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και έβαλα μπρος.

    - «Ανδρέα μου, πάμε μία στα Λιοντάρια; Θέλω ζεστή σοκολάτα με φράουλα από την κρεπερί» μου είπε παίζοντας παιχνιδιάρικα τα βλέφαρά της.
    - «Πάμε κοριτσάρα μου» της απάντησα και ξεκινήσαμε. Λόγω της ώρας δεν είχε κίνηση και δε μας πήρε πάνω από δέκα λεπτά να πάμε στα Λιοντάρια και όχι τίποτε άλλο αλλά βρήκα και να παρκάρω και σχεδόν δίπλα στην κρεπερί. Ως added bonus, εκεί πετύχαμε Τάσο και Ελένη που κατά τα φαινόμενα τους είχε πιάσει λιγούρα.
    - «Βρε βρε βρε» είπα. «Σαν τα χιόνια στην κορυφή των Ιμαλαΐων!»
    - «Τι κάνετε;» ρώτησε η Φοίβη. «Χαθήκαμε, από το πρωί έχουμε να τα πούμε!»
    - «Ήταν μια δύσκολη μέρα!» είπε με δραματικό ύφος η Ελένη. «Πώς από εδώ, καμάρια μου; Ήρθατε για κρέπα;»
    - «Ήρθαμε για ζεστή σοκολάτα που θέλει το κορίτσι μου. Εγώ δε θα πάρω τίποτα, έφαγα τόσο πολύ που δε χωράει καλά-καλά ο αέρας που ανασαίνω!»
    - «Εσύ να τα βλέπεις βρε αχρείε!» είπε στον Τάσο η Ελένη. «Ορίστε, ο Ανδρέας κατέβηκε από την Κνωσσό εδώ για να πάρει σοκολάτα στη Φοίβη κι εμένα μου έβγαλες την ψυχή και είμαστε και δίπλα!»
    - «Να σας κάνω μια μετάφραση: Εγώ ήμουν σπίτι μου και με πήρε τηλέφωνο η κυρία και μου είπε ότι ήθελε να φάει κρέπα και να τσακιστώ να έρθω στο σπίτι της για να μην κυλιστεί μόνη της στην αμαρτία. Εγώ ξαπλωμένος στο μεταξύ!»
    - «Είναι να την έχεις σκίσει τη γάτα!» είπα αστειευόμενος.
    - «Πουλάτε πνεύμα μεσιέ;» με ρώτησε η Φοίβη!
    - «Όχι μωρό μου, αν είναι δυνατόν!» είπα εγώ.
    - «Νιάου!» μου είπε ο Τάσος κάνοντας τους υπόλοιπους να βάλουν τα γέλια.
    - «Μην αλλάζεις κουβέντα, για τα δικά σου χαΐρια μιλάμε!»
    - «Πονάν μωρέ τα παλικάρια;» ρώτησε ξεφυσώντας.
    - «Τι έχετε πάρει;» ρώτησε η Φοίβη.
    - «Εγώ μια σοκολάτα-φράουλα-μπισκότο και ο κύριος “δεν πεινάω ρε Ελένη, που να τρέχω τώρα” μία αλμυρή με σχεδόν ό,τι υλικό έχει η κρεπερί!»
    - «Ε, αν είναι να κάνουμε κάτι, να το κάνουμε σωστά!» απάντησε ο κατηγορούμενος.

    Καθίσαμε μέχρι να φτιαχτούν οι κρέπες των παιδιών και η σοκολάτα της Φοίβης και όταν μας τα έδωσαν, καληνυχτιστήκαμε δίνοντας ραντεβού την επαύριον το πρωί στις 09:00 στο κυλικείο, και πήραμε το κάθε ζευγάρι το δρόμο του. Σε δέκα λεπτά παρκάραμε έξω από το σπίτι μου και κατεβήκαμε. Όταν μπήκα στο σπίτι άναψα το θερμοσίφωνα και πήγαμε στο δωμάτιο και αλλάξαμε. Ώσπου να ζεσταθεί το νερό προσπαθήσαμε να χαζέψουμε λίγο στην τηλεόραση αλλά δεν είχε και τίποτα της προκοπής.

    - «Φοίβη, θέλω να σε ρωτήσω κάτι» της είπα όπως την κρατούσα στην αγκαλιά μου.
    - «Και γιατί δεν το κάνεις;» με ρώτησε γυρίζοντας να με κοιτάξει.
    - «Γιατί φιλάς τη Χριστιάνα μπροστά μου;»
    - «Το ίδιο με ρώτησε και εκείνη. Πριν σου απαντήσω, θα σου κάνω εγώ μια ερώτηση. Σε πειράζει;»
    - «Όχι, γιατί να με πειράξει; Εδώ δε με πειράζει που το κάνεις όταν δεν είμαι παρόν, θα με πειράξει όταν είμαι;»
    - «Ήμουν σίγουρη ότι θα το απαντούσες αυτό. Και αυτός είναι και ο λόγος που το κάνω, θέλω να νιώσει και η Χριστιάνα άνετα, θέλω να της φύγει τελείως ο φόβος που έχει ότι αυτό που γίνεται μεταξύ εμού και εκείνης θα επηρεάσει τη σχέση μου μαζί σου. Ωστόσο, υπάρχει ακόμα ένας λόγος: να χωνέψει ακόμα βαθύτερα, ότι ο Ανδρέας αυτή τη στιγμή -και ελπίζω για πολλά-πολλά χρόνια, είναι μεγάλο μέρος της ζωής μου και θέλω να παραμείνει μεγάλο μέρος της ζωής μου. Κοντολογίς, η σχέση μου μαζί της είναι φιλική-σεξουαλική, η σχέση μου μαζί σου είναι ερωτική.»
    - «Ξέρεις γιατί σε ρωτάω; Κάποια στιγμή που είχατε πάει μέσα με την Κατερίνα, της είπα αστειευόμενος “επιτέλους μόνοι” και έδειξε ανεξήγητη αμηχανία. Εννοώ, δε φαντάστηκε να νόμιζε ότι της την πέφτω.»
    - «Η εξήγηση εδώ είναι αρκετά πιο απλή» μου είπε.
    - «Και ποια είναι;»
    - «Αυτά δε λέγονται εδώ» μου είπε παιχνιδιάρικα χαϊδεύοντάς το όργανό μου.

    Και τότε μου ήρθε κατακούτελα και ένιωσα σα χαζός. Προφανώς κάτι είχαν κάνει μεταξύ τους όταν ήταν μόνες τους και αυτός ήταν ο λόγος που η Χριστιάνα χτύπησε πειράκια όταν μείναμε για λίγο μόνοι μας. Με ντρεπόταν.

    - «Φοίβη; Όσο ήσασταν μόνες σας… κάνατε κάτι;»
    - «Ναι» μου είπε χαϊδεύοντάς μου το όργανο ακόμα πιο αισθησιακά. «Αλλά δε θέλεις να περιμένεις να στα διηγηθώ μέσα, ξαπλωμένη γυμνή πάνω σου;» με ρώτησε.

    Τις προηγούμενες φορές το ήξερα ότι θα συμβεί και κάπως είχα προετοιμάσει τον εαυτό μου. Αυτό μου ήρθε κατακούτελα και με βραχυκύκλωσε τελείως. Δεν ήταν ότι ένιωσα άσχημα, δεν ήταν ότι ένιωσα όμορφα… ήταν ότι δεν ήξερα τι νιώθω. Ναι, στη θεωρία μου άρεσε αυτό… εννοώ…Ανάθεμά με και αν ήξερα τι εννοώ.

    Καλά το λένε: Η διαφορά της θεωρίας από την πράξη είναι μικρή στη θεωρία αλλά μεγάλη στην πράξη.

    - «Ανδρέα;» με ρώτησε ξαφνικά ανήσυχη η Φοίβη. «Γιατί δε μιλάς;»
    - «Μου ήρθε λίγο απότομα» απάντησα ακόμα βραχυκυκλωμένος.
    - «Μου είχες πει ότι δε σε πειράζει! Ότι θέλεις να το συνεχίσω!» μου είπε με σπασμένη φωνή. Βραχυκυκλωμένος ή όχι, της το είχα πει. «Ό,τι είναι στα χέρια μου να σου δώσω, θα προσπαθήσω να το κάνω». Αυτό της είχα πει. «Ανδρέα;» με ρώτησε ακόμα πιο ταραγμένη. Αυτό ήταν. Η ταραχή της ήταν σαν το χέρι που άνοιξε την κουρτίνα και το σκοτεινό δωμάτιο πλημμύρισε φως. Η Φοίβη δεν ήταν Σοφία. Η Φοίβη δεν ήταν Κατερίνα. Η Φοίβη δεν ήταν Έλσα. Η Φοίβη ήταν η Φοίβη. Η Φοίβη μου. Της χαμογέλασα καθησυχαστικά.
    - «Αιφνιδιάστηκα» της ομολόγησα. «Κοίτα… τις άλλες φορές κάπως ήμουν προετοιμασμένος και, πως να στο πω, ήξερα ότι θα συμβεί. Σήμερα πιάστηκα εξ απήνης. Αλλά… κράτα αυτό που θα σου πω γιατί κι εγώ αυτό κρατάω. Δεν είσαι ούτε η Σοφία, ούτε η Κατερίνα, ούτε η Έλσα. Είσαι η Φοίβη μου.»
    - «Είμαι μωρό μου! Είμαι!» είπε και έβαλε τα κλάματα.
    - «Γιατί κλαις καρδούλα μου;» τη ρώτησα.
    - «Γιατί τρόμαξα!» είπε με δυνατούς λυγμούς. «Τρόμαξα ότι σε πλήγωσα, τρόμαξα ότι κάτι έσπασε μέσα σου, τρόμαξα ότι δε θα θέλεις να είμαστε μαζί!»
    - «Τι είναι αυτά που λες βρε χαζούλα; Συγνώμη Φοίβη μου, δεν ήθελα να σε τρομάξω, απλά ξαφνιάστηκα. Τίποτα περισσότερο.»

    Δεν απάντησε, χώθηκε στην αγκαλιά μου και την έσφιξα πάνω μου μέχρι που ηρέμισε.

    - «Άντεεεεε» μου είπε ακόμα δακρυσμένη.
    - «Συγνώμη κοριτσάκι μου, πραγματικά συγνώμη. Ξέρεις… έχω κι εγώ τα κουσούρια μου, απλά έγινε trigger κάτι που δεν είχε κανένα λόγο να γίνει. Αλλά εσύ δεν είσαι σαν τις άλλες. Εσύ είσαι η πιτσιρίκα που έκανα χάζι και που με είχε κάνει να ξεκαρδιστώ στα γέλια, που με είχε κάνει να ξεχάσω την κασκαρίκα μου με τη Σοφία, που… καμιά φορά ερχόμουν να βρω την Ευτυχία στην τάξη μόνο και μόνο μήπως και σε πετύχω…»
    - «Ε;;;;» μου είπε ανοίγοντας το στόμα της.
    - «Καλά που δεν είναι Αύγουστος» την πείραξα. «Ορίστε, σου είπα το ανομολόγητο μυστικό μου.»
    - «Ανδρέα…»
    - «Ναι…» είπα αναστενάζοντας. «Εκείνο το βράδυ δεν ήσουν η μόνη που έφυγες από το πάρτι τσιμπημένη. Δεν τολμούσα καν να το ομολογήσω στον εαυτό μου. Και όμως ήταν αλήθεια. Ολόκληρος γάιδαρος τότε και με είχε γοητεύσει ένα πιτσιρίκι τρία χρόνια μικρότερό μου.»

    Αντί απάντησης με τράβηξε πάνω της και με φίλησε. Ανταπέδωσα το φιλί της ενώ τη χάιδευα τρυφερά με τα χέρια μου. Συνεχίζοντας να τη φιλάω, το χέρι μου πέρασε πάνω από το στήθος της, το οποίο χάιδεψα στην αρχή τρυφερά και μετά πιο δυνατά. Άφησα το στόμα της και, ξεκινώντας από το λαιμό, άρχισα να τη φιλάω και να τη γλείφω μέχρι που έφτασα στο αφτί της, κάνοντάς την να μυρμηγκιάσει ολόκληρη. Οι ανάσες της έγιναν πιο κοφτές. Τη βοήθησα να σηκωθεί και της έβγαλα το πάνω μέρος της πιτζάμας. Όταν πήγα να της βγάλω το κάτω με σταμάτησε.

    - «Ανδρέα, έχω ακόμα…» περίοδο πήγε να πει, αλλά την έκοψα.
    - «Δε με νοιάζει» της είπα και της έβγαλα το κάτω μέρος της πιτζάμας και την κιλότα.

    Γδύθηκα κι εγώ τελείως με τη σειρά μου και επέστρεψα στο φιλί και στα χάδια που της έκανα. Τα λάτρευα τα στήθη της αλλά αυτή τη φορά το παιχνίδι μου μαζί τους ήταν τρυφερό γιατί ήξερα ότι είναι ευαίσθητα λόγω της περιόδου. Το όργανό μου ήταν τόσο ερεθισμένο που ένιωθα ότι θα σπάσει. Χωρίς να χρονοτριβήσω περισσότερο ανέβηκα από πάνω της και, στηριζόμενος στα χέρια, μπήκα μέσα της.

    Η Φοίβη δάγκωσε το πάνω μέρος του καρπού της προσπαθώντας να συγκρατήσει τη φωνή της. Της τράβηξα το χέρι και τη φίλησα ενώ ταυτόχρονα άρχισα να κινούμαι μέσα της. Ένιωθα σαν να γλιστράω σε λιωμένο βούτυρο, η αίσθηση ήταν υπέροχη. Συνέχισα σε χαλαρό ρυθμό για πολλή ώρα, προσπαθούσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου να μην αρχίσει να κουνιέται πιο γρήγορα γιατί αν το έκανα, ήξερα ότι δε θα άντεχα ούτε λεπτό. Η Φοίβη με είχε αγκαλιάσει από την πλάτη αλλά αυτή τη φορά με κρατούσε, δε με νύχιαζε. Η αλήθεια είναι ότι αυτός ο πόνος στην πλάτη μου άρεσε και όταν άρχισα να κινούμαι πιο γρήγορα, με πιο δυνατές κινήσεις, ήρθε κι αυτός καθώς η Φοίβη δεν κρατήθηκε και άρχισε να με γρατζουνάει, όχι πολύ δυνατά πάντως.

    Τα στόματά μας έκλειναν το ένα το άλλο, αν δεν φιλιόμασταν μάλλον θα είχαμε ακουστεί και οι δύο. Ενέτεινα ακόμα περισσότερο, τόσο το ρυθμό όσο και τη δύναμη με την οποία έμπαινα μέσα της. Είχε περίοδο οπότε δεν υπήρχε λόγος να τραβηχτώ, μία φορά είχα τελειώσει όλη κι όλη μέσα της, και η αίσθηση του να τελειώσω μέσα στον κόλπο της δεν μπορούσε να συγκριθεί με τίποτα. Με το κορμί της Φοίβης να τραντάζεται κάτω από το δικό μου ένιωσα και τη δική μου έκρηξη να έρχεται. Κοκκάλωσα ολόκληρος ενώ το όργανό μου δονούνταν βαθιά μέσα στον κόλπο της, κάνοντάς τα μάτια μου σχεδόν να γυρίσουν από την απίστευτη ηδονή που ένιωθα. Ω Θεοί!

    Τραβήχτηκα και έπεσα ξέπνοος δίπλα της αλλά ομοίως ξέπνοη ήταν και η Φοίβη.

    - «Θεούλη μου, τι ήταν αυτό;» είπε και με έκανε να χαμογελάσω μέχρι τα αφτιά.
    - «Δε λες τίποτα!» της απάντησα. «Σ’ αγαπάω, πολύ πολύ πολύ»
    - «Κι εγώ μωρό μου! Τόσο και ακόμα περισσότερο!»

    Καθίσαμε μέχρι να βρούμε τις ανάσες μας. Το νερό θα πρέπει να είχε ζεστάνει και έπρεπε να πάμε μέσα γιατί κόντευε και μεσάνυχτα.

    - «Ανδρέα, δώσε μου πέντε λεπτά να ξεπλυθώ καλά-καλά και μετά θα γεμίσω τη μπανιέρα. Έλα όταν σε φωνάξω, ναι;»
    - «Θα πρέπει να έρθω κι εγώ να ξεπλυθώ» της είπα και της έδειξα το όργανό μου που ήταν κόκκινο. «Θα το κάνω στο νιπτήρα, πάμε!» της είπα.

    Πήραμε μόνο τα εσώρουχά μας για να τα βάλουμε στα άπλυτα και κινήσαμε προς το μπάνιο. Η Φοίβη μπήκε στη μπανιέρα και τράβηξε την κουρτίνα για να μη χυθούν νερά έξω. Τσάμπα ο κόπος της γιατί ήμουν εγώ αυτός που γέμισε το πάτωμα νερά στην προσπάθειά μου να ξεπλύνω την αυτού εξοχότης στο νιπτήρα.

    - «Ανδρέα, μου δίνεις σε παρακαλώ το κουτί με τα ταμπόν;» με ρώτησε η Φοίβη πίσω από την κουρτίνα.
    - «Τώρα θα το βάλεις;» τη ρώτησα.
    - «Εμ, πότε αύριο; Αφού θα χωθούμε στη μπανιέρα!»

    Ένα δίκιο το είχε. Και δύο, μην πω.

    Της έδωσα το κουτί και σε λίγο μου το έδωσε πίσω και το έβαλα πάλι στο ντουλάπι κάτω από το νιπτήρα. Στο μεταξύ η Φοίβη είχε αρχίσει και γέμιζε τη μπανιέρα με νερό και επειδή η αλήθεια είναι ότι κρύωνα, μπήκα κι εγώ μέσα.

    Όταν γέμισε όσο έπρεπε, ξάπλωσα στη βαθιά μεριά και η Φοίβη κάθισε μπροστά μου, ξαπλώνοντας την πλάτη της πάνω μου. Τα χέρια μου πήγαν κατευθείαν στα στήθη της -είπαμε, τα λατρεύω- και άρχισα να τη χαϊδεύω.

    - «Μου είχες υποσχεθεί διήγηση με φρικιαστικές λεπτομέρειες!» της είπα.
    - «Έκανα εγώ τέτοιο πράγμα;» είπε κάνοντάς μου την ανήξερη.
    - «Θα πατάξομεν! Θα πατήσομεν κάτω! Θα ποδηγετήσομεν!» της είπα, κάνοντάς τη να βάλει τα γέλια.
    - «Λοιπόν… Σου είπα ότι μου έκανε την ίδια ερώτηση που μου έκανες κι εσύ. Όταν της την απάντησα και κυρίως είδα στα μάτια της πως εξέλαβε την απάντηση, απλά την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα. Μετά από λίγο άρχισα να τη χαϊδεύω μέχρι που το χέρι μου έφτασε στο στήθος της. Όταν είχαμε φτάσει σπίτι της είχε πάει να κάνει ένα ντουζάκι και είχε αλλάξει, όταν επέστρεψε δεν φορούσε σουτιέν. Οι ρώγες της είχαν πετρώσει, τις ένιωθα να θέλουν να τρυπήσουν τη μπλούζα που φορούσε. Διστακτικά στην αρχή, και με περισσότερο θάρρος στη συνέχεια, άρχισε να με χαϊδεύει και να με χουφτώνει κι εκείνη. Το κάνει διαφορετικά απ’ ότι το κάνεις εσύ, πιο απαλά… δεν ξέρω πως να το πω. Λατρεύω όταν με χουφτώνεις αλλά και ο τρόπος που με χάιδευε και με χούφτωνε η Χριστιάνα, αν και διαφορετικός, ήταν σχεδόν εξίσου υπέροχος. Δεν κρατήθηκα και την έγδυσα από πάνω. Έχει υπέροχα στήθη»
    - «Πως είναι;» τη ρώτησα γερά καυλωμένος.
    - «Σαν τα δικά μου» μου απάντησε. «Λίγο μικρότερα, γεμάτα και στητά. Και έχει υπέροχες ρόγες, λίγο μεγαλύτερες από τις δικές μου»
    - «Και οι δικές σου είναι υπέροχες» της είπα.
    - «Σ’ ευχαριστώ μωρουλίνι μου αλλά της Χριστιάνας, πως να στο πω, έχουν τις τέλειες αναλογίες. Εμένα είναι λίγο μικρές…»
    - «Μια χαρά είναι, δεν είναι καθόλου μικρές!»
    - «Αναλογικά με το μέγεθος του στήθους μου, βρε μπουμπούνα!» μου είπε τρυφερά. «Της Χριστιάνας έχει τις τέλειες αναλογίες, πρέπει να το δεις για να το καταλάβεις.»
    - «Πού τέτοια τύχη…» απάντησα ξεφυσώντας ελαφρά.
    - «Ποτέ μη λες ποτέ!» μου απάντησε αινιγματικά. «Να παίξεις κι εσύ μαζί της δεν υπάρχει περίπτωση, χώρια που θα σου έβγαζα τα μάτια!»
    - «Μα…»
    - «Μαμούνια! Ωστόσο να τη δεις… ή μάλλον να μας δεις… ποιος ξέρει…»
    - «Ουφ…» είπα ξεφυσώντας για δεύτερη φορά.
    - «Μη μου κάνεις εμένα το δυστυχισμένο ανεμοστρόβιλο, θα προβώ σε ωμότητες!» μου δήλωσε.
    - «Αυτό είναι καταπίεση!»
    - «Θα πατάξομεν! Θα πατήσομεν κάτω! Θα ποδηγετήσομεν, που λέει και μια ψυχή!»
    - «Αυτό ήταν! Θα πάω να βρω Νίκο και Τάσο και θα συνδικαλιστούμε! Πολύ στην καταπίεση μας έχετε, κιουρίες!»
    - «Καλά σας κάνουμε! Τώρα θα κάνεις ησυχία να συνεχίσω ή…» είπε απειλητικά.
    - «Το βουλώνω!» της είπα. Είπαμε, είναι να την έχεις σκίσει τη γάτα…
    - «Λοιπόν, τι έλεγα; Α ναι, υπέροχα στήθη. Σχεδόν της όρμισα, καλά, όχι ότι τη χάλασε! Την έγλειψα αρκετή ώρα και μη βλέποντάς τη να παίρνει πρωτοβουλία, πήρα πάλι εγώ. Σηκώθηκα και γδύθηκα τελείως από πάνω και επέστρεψα στο φιλί και στο χούφτωμα. Με τα πολλά το έπιασε το υπονοούμενο και μου το ανταπέδωσε. Το έκανε πάλι με διαφορετικό τρόπο από το δικό σου αλλά Ανδρέα μου, στο ομολογώ, είδα αστεράκια, όπως την πρώτη φορά που μου το είχες κάνει. Όταν χορτάσαμε αμφότερες γύρισε και μου είπε ότι έχω κι εγώ υπέροχα στήθη. Ορίστε, το ξέχασα να στο πω και παραλίγο να χαθεί όλο το context. Πριν πάμε σπίτι της, περάσαμε από το δικό μου γιατί αφενός έπρεπε να ταΐσω την αγέλη και αφετέρου ήθελα να αλλάξω σερβιέτα. Μιας και είχε όλη τη μέρα λιακάδα, άρα και ζεστό νερό, της είπα αν γίνεται να με περιμένει να πάω να κάνω και ένα ντουζάκι. Ε, όταν πήγα στο δωμάτιο να αλλάξω, λόγω συνήθειας βγήκα γυμνή από πάνω, τη φλάσαρα κανονικά και με το νόμο!»
    - «Χαχαχα, θα ήθελα να είμαι από μια γωνιά να σε δω όταν το συνειδητοποίησες!»
    - «Μωρέ άλλαξα όλα τα χρώματα του ορατού φάσματος και πιθανά και κάποια του υπέρυθρου! Όταν βγήκα από το μπάνιο είχα τυλιχτεί σαν πιροσκί και η Χριστιάνα με πήρε από πάνω και στο ψιλό! Αίσχος! Αυτό έχω να δηλώσω. Τέλος πάντων, για να επιστρέψω στο πριν, μου είπε ότι το φλασάρισμα που της έκανα ήταν από τα highlights της ζωής της. Α και στα 16 της την είχε φλασάρει και κάποιος ανώμαλος στη μέση του δρόμου!»
    - «Ωχ;»
    - «Τον πήρε στο δούλεμα! Του είπε “τι το κάνεις με αυτό το κρύο; Μήπως έχεις και τίποτα να μας δείξεις;” και ο τυπάς έγινε μπουχός. Χαχαχα, κοίτα να δεις, δεν της το είχα!»
    - «Μην αλλάζεις θέμα, θα πάρω πέτρα!» την απείλησα.
    - «Ουφ, καλά! Λοιπόν, της είπα ότι και εκείνη είναι υπέροχη, τόσο υπέροχη που θέλω να τη φάω. Ε, και το έκανα!»
    - «Να τα και τα πιπεράτα! Για λέγε, εδώ έχει ζουμί!»
    - «Ναι, και από αυτό είχε, στο τέλος» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. «Το αυτό της…»
    - «Το μουνάκι της;» τη διόρθωσα.
    - «Ναι… αυτό!» μου είπε.
    - «Έχει όνομα! Nτρέπεσαι να μου πεις “το μουνί της”, σοβαρά τώρα; »
    - «Χρουμφ! Το… το μουνί της είναι τελείως ξυρισμένο. Έχει υπέροχα χείλη, είναι όλη υπέροχη!»
    - «Εσύ είσαι υπεροχότερη!» τη διαβεβαίωσα.
    - «Ε, ναι λοιπόν, είμαι!»
    - «Συνέχισε, ψωνάρα!» της είπα γελώντας.
    - «Ναι, μύριζε πολύ όμορφα, θα πρέπει να τη ρωτήσω με τι καθαρίζεται εκεί, ζήλεψα!»
    - «Αχ θα την πνίξω!» είπα απελπισμένος.
    - «Καλά, χιχιχι. Λοιπόν, ναι, μύρισε πολύ όμορφα και είχε υπέροχη γεύση. Της έδωσα και κατάλαβε, ευτυχώς που η Κατερίνα έγραφε πρόοδο γιατί αποκλείεται να μην ακούστηκε στα γύρω διαμερίσματα.»
    - «Και είχε και ζουμί!» συμπλήρωσα.
    - «Ναι!» μου απάντησε ενθουσιωδώς. «Αλμυρούτσικη ήταν.»
    - «Κι εσύ αλμυρούτσικη είσαι!»
    - «Και μπράβο μου!»
    - «Και μπράβο σου!» της είπα σφίγγοντάς της τα στήθη.
    - «Χμμμ» είπε νιώθοντας το όργανό μου να αναδεύει, είχα γίνει πύραυλος.

    Δεν είπα τίποτα, απλά έκανα κίνηση ότι θέλω να σηκωθώ και σηκώθηκε και εκείνη. Άνοιξε το νερό και το άφησε να τρέξει λίγο μέχρι να έρθει ζεστό. Μετά το γύρισε προς εμένα και μου χάιδεψε, ξεπλένοντάς το από τους αφρούς, το ερεθισμένο σε βαθμό που κόντευε να εκραγεί όργανο μου. Έκλεισε το νερό και γονατίζοντας με πήρε στο στόμα της. Πρέπει να έσπασα κάθε ρεκόρ, δεν πρέπει να μου πήρε ούτε δύο λεπτά να τελειώσω. Όταν τέλειωσαν οι σπασμοί μου μέσα της και άδειασα ότι είχα να αδειάσω σήκωσε τα μάτια της προς εμένα και κοιτάζοντάς με σταθερά στα μάτια, κατάπιε.

    Αδειάσαμε τη μπανιέρα και κάναμε ένα γρήγορο ντουζ για να ξεπλυθούμε τελείως από τους αφρούς. Εγώ πήγα στο δωμάτιο και αφού φόρεσα ένα μποξεράκι χώθηκα κάτω από το πάπλωμα και άνοιξα την τηλεόραση. Η Φοίβη ήρθε αφού στέγνωσε τα μαλλιά της και φόρεσε τις πιτζάμες της. Είχε ακόμα τη σοκολάτα της οπότε ήμουν εγώ που πήγε προς τα μέσα. Είχε μια κωμωδία με τον Chevy Chase και το Dan Akroyd που φαινόταν υποσχόμενη αλλά, χωρίς να το καταλάβω, με πήρε ο ύπνος.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  7. iDontKnow

    iDontKnow Regular Member

    Λοιπόν, έχω να πω ότι αυτή η ιστορία είναι απλά υπέροχη. Πέραν του ότι η Φοίβη και ο Ανδρέας είναι απλά τέρμα κιουτ και *σιπάρω άπειρα, μου αρέσει πολύ να διαβάζω πώς ήταν το αγαπημένο (ας μην λέω ψέμματα, το αγάπησα, κι ας μου έβγαλε την πίστη) ΠτσιΚ παλιά. Το τρίο Ανδρέας-Φοίβη-Χριστιάνα έχουν πολλή πλάκα, και εγώ τους φαντάζομαι κάπως έτσι:

     
    Φοίβη (ναι, το ξέρω ότι έχει βαμμένα κόκκινα μαλλιά, αλλά σε αυτή τη φώτο η Seyfried μου βγάζει πολύ το vibe της Φοίβης)

     
    Ανδρέας

     
    Χριστιάνα

    *σιπάρω: εκ του αγγλικού slang ship, που σημαίνει θεωρώ ότι ταιριάζουν σαν ζευγάρι και τους κάνω πολύ χάζι
     
  8. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Χαχαχα, να κάτι που δεν περίμενα! Ευχαριστώ πολύ πολύ!

    @sapfw θα σου φάει τη δουλειά η κρητικιά! (ομολογώ εξαιρετικό casting!!!!!)
     
  9. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    ομολογώ πως το casting της @iDontKnow είναι εξαιρετικό! ένα νέο ταλέντο γεννιέται  
     
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 24ο
    (Φοίβη)

    Ο Ανδρέας δίπλα μου ροχάλιζε του καλού καιρού. Είχα κλείσει την τηλεόραση και το φως και καθόμουν μονάχη στο σκοτάδι και έπινα τη σοκολάτα μου. Ένιωθα υπερένταση και η ζεστή σοκολάτα δεν είχε βοηθήσει. Είχα τρομοκρατηθεί με την αρχική αντίδραση του Ανδρέα, σχεδόν είχα νιώσει φυσικό πόνο. Από το Σεπτέμβριο ένιωθα λες και είμαι σε κάποιο ονειρεμένο ροντέο και η σκέψη του απότομου τερματισμού έκανε το αίμα στις φλέβες μου να παγώνει. Βέβαια ο Ανδρέας κατάφερε και με καθησύχασε, απλά είχε αιφνιδιαστεί. Και μπορεί να είμαστε μαζί μόλις από το Σεπτέμβρη αλλά είχα καταλάβει ότι αυτός ο άνθρωπος ποτέ δεν έλεγε κάτι που δεν μπορούσε να το υποστηρίξει με τις πράξεις του. Και με τα λόγια του και με τις πράξεις του μου το έδειξε. «Εσύ δεν είσαι ούτε η Σοφία, ούτε η Κατερίνα, ούτε η Έλσα. Είσαι η Φοίβη, η Φοίβη μου». Θα μου πεις μα πώς μπορείς να ξέρεις ότι μπορείς να εμπιστευτείς κάποιον. Δεν το ξέρεις, αυτό ακριβώς σημαίνει εμπιστοσύνη.

    Αμ το άλλο; Ότι είχε τσιμπηθεί κι εκείνος μαζί μου εκείνο το Σαββατιάτικο βράδυ του Νοέμβρη του 1989; Θα μου πεις τι σημασία έχει, σημασία έχει το τώρα ακόμα και αν τότε του γύριζαν τα άντερα και μόνο που μ' έβλεπε. Για εμένα είχε σημασία. Ακόμα και ετεροχρονισμένα, είχε τεράστια σημασία. Πάντα έβλεπα τον εαυτό μου σαν ασχημόπαπο, ψηλή και άχαρη. Ποτέ δεν είχα πιστέψει τη μαμά και το μπαμπά και τους παππούδες μου που μου έλεγαν ότι είμαι πολύ γλυκιά, αλλά τι θα μπορούσαν να μου πουν στη θέση τους, ότι είμαι σαν ανάποδο γαμώτο; Εκείνο το Σάββατο, ήταν το highlight όλων των σχολικών μου χρόνων. Να χορεύω σφιχτά με το πιο όμορφο αγόρι του σχολείου και να τον κάνω να γελάει. Στο μυαλό μου το είχα δέσει ότι έμεινε μαζί μου όλο το βράδυ για να τη σπάσει στις συμμαθήτριές μου αλλά εκείνος το είχε κάνει απλά και μόνο γιατί περνούσε όμορφα. Μαζί μου! Τόσο όμορφα… τόσο όμορφα που το τέλος της βραδιάς τον είχε βρει τσιμπημένο μαζί μου. Μαζί μου!!!!

    Εγώ είχα φύγει κεραυνοβολημένη σχεδόν, παρόλο που ήξερα ότι ήταν απλά ένα όμορφο παραμύθι, παρόλο που ήξερα ότι δεν είχα κανένα μέλλον μαζί του. Κάθε φορά που τύχαινε να με δει στο σχολείο ή τυχαία στο δρόμο μου χαμογελούσε και ποτέ δεν έμενε σε ένα τυπικό γεια, πάντα μου έπιανε λίγο κουβέντα. Ο Ανδρέας ήταν ανέκαθεν εξαιρετικά ευγενικό παιδί και απλά νόμιζα ότι και μαζί μου ήταν αυτό, απλά ευγενικός. Και εκείνος… εκείνος ομολόγησε ότι συχνά έψαχνε αφορμές να έρθει να βρει την Ευτυχία -καθώς στο ΙΑ το γυμνάσιο και το λύκειο είναι σε διαφορετικά κτίρια και ας μοιράζονται το ίδιο προαύλιο- μόνο και μόνο μήπως και με δει.

    Είχα δακρύσει χωρίς να το καταλάβω. Δεν ήμουν το ασχημόπαπο, δεν ήμουν το ανάποδο γαμώτο παρά μόνο μέσα στο συγχυσμένο μου κεφάλι. Ήμουν η κοπελίτσα που είχε κάνει έστω και για ένα βράδυ τον Ανδρέα να ξεχάσει την καψούρα του, ήμουν η κοπελίτσα που έστω και για ένα βράδυ τον είχε γοητεύσει. Και ακόμα περισσότερο εδώ και σχεδόν τέσσερις μήνες ήμουν το κορίτσι του και ήταν το αγόρι μου. Ο πρώτος μου, σε όλα! Σε όλα!

    Είχα βάλει κανονικά τα κλάματα ενώ ο Ανδρέας δίπλα μου ροχάλιζε του καλού καιρού. Όμως ήταν υπέροχο κλάμα, ήταν κλάμα ευτυχίας. Ήμουν… εκείνη τη στιγμή ήμουν πραγματικά ευτυχισμένη. Ουφ, πώς θα περνούσαν σχεδόν είκοσι μέρες μακριά του; Από εκείνη την Παρασκευή μετά το πρώτο μας φιλί που είχα χάσει τα κλειδιά μου, δεν είχαμε κοιμηθεί ούτε μια νύχτα χώρια και αν εξαιρέσεις τις ώρες των μαθημάτων ή τις φορές που πήγαινε στο ΙΤΕ ενώ εγώ είχα μάθημα, περνούσαμε όλες τις ώρες μαζί. Ακόμα και στις εντάσεις μας, άνθρωποι ήμαστε, τις είχαμε και αυτές, ο Ανδρέας ήταν πάντα ήρεμος ακόμα και αν εγώ είχα κοκκινήσει. Συνήθως με άφηνε να τσακώνομαι μόνη μου μέχρι που να συνειδητοποιήσω ότι δεν υπήρχε πραγματικός λόγος έντασης και να κοκκινήσω σαν παντζάρι ζητώντας του συγνώμη. Και εκείνος πάντα να με χαϊδεύει στο πρόσωπο τρυφερά, να μου βγάζει παιχνιδιάρικα τη γλώσσα του και να με λέει γαλατικό χωριό.

    Πώς να μην τα είχα χρειαστεί όταν είχε κοκκαλώσει στιγμιαία; Πώς να μην είχα τρομάξει ότι έγινε κάτι και όλο αυτό θα γινόταν θρύψαλα, θα μου έφευγε από τη χούφτα σαν τη λεπτή άμμο στην αμμουδιά; Μα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα στιγμιαίο αιφνιδιασμό. Μου το έδειξε με χίλιους τρόπους μα ακόμα περισσότερο με το πείραγμα που μου έκανε όταν του έλεγα την ιστορία. Αυτή η αιώνια πειρακτική του διάθεση ήταν εκεί και ήξερα ότι εκεί είναι και ο Ανδρέας. Ο Ανδρέας μου.

    Όσο για αυτά που είχαν προηγηθεί; Ήταν τελείως πρωτόγνωρα, ήταν ένα δεύτερο ροντέο που απλά είχε συμβεί μέσα σε ένα απόγευμα. Όταν είχα δει την Αλεξάνδρα γυμνή στο μπάνιο του ξενοδοχείου στην πενταήμερη είχα ερεθιστεί αυτοστιγμεί. Είχα αρχίσει να εξερευνώ τον εαυτό μου από τις αρχές της πρώτης λυκείου αλλά ποτέ δεν είχα φανταστεί κάτι με γυναίκα. Εδώ που τα λέμε, η φαντασία μου δεν ήταν και πολύ πλούσια, ήξερα -έχοντας διαβάσει- τα βασικά, και τα παιχνίδια μου τα συντρόφευε η εικόνα κάποιου γνωστού ηθοποιού αλλά χωρίς αυτό να έχει κάποιες συγκεκριμένες πράξεις πέραν του να με κρατάει αγκαλιά και να με φιλάει. Εκείνο το βράδυ… έφυγα νωρίτερα από το club που είχαμε πάει και είχα γυρίσει στο δωμάτιο ταραγμένη. Ξάπλωσα και άρχισα να χαϊδεύομαι φέρνοντας στο μυαλό μου την εικόνα της Αλεξάνδρας, όπως ήταν γυμνή στο μπάνιο, αλλά αυτή τη φορά αυτή η εικόνα είχε συνοδευτεί και από φαντασιώσεις πράξης. Να τη χαϊδεύω και να τη χουφτώνω. Να με χαϊδεύει και να με χουφτώνει. Παντού. Δεν είχα ξαναζήσει τέτοιας έντασης οργασμό, ευτυχώς που όλο το υπόλοιπο σχολείο ήταν στο club αλλιώς θα ήταν αδύνατο να μη με είχε ακούσει.

    Αυτό ήταν το δικό μου κρυφό μυστικό. Μου άρεσαν και τα κορίτσια, ή τουλάχιστον κορίτσια συγκεκριμένου τύπου. Την πρώτη φορά που είχα γνωρίσει την Χριστιάνα, εκείνο το Σάββατο που κατεβήκαμε στη Ραφιναρία, η εμφάνισή της μου είχε κάνει αυτό το κλικ. Ένα κλικ τόσο δυνατό που δε μου είχε διαφύγει παρά το γεγονός ότι από τα ξημερώματα, και το πρώτο μου φιλί, ήμουν στην κοσμάρα μου. Ευτυχώς δεν ήξερα εκείνη τη στιγμή το -μικρό όπως αποδείχτηκε- παρελθόν μεταξύ Ανδρέα και Χριστιάνας αλλιώς μπορεί να είχα νιώσει απειλή και να είχα στραβώσει εξ αρχής. Και μετά, έστω και σαν πείραγμα, είχα φιλήσει τη Μαρία στο Μεξικάνικο. Παρόλο που ήταν αυτό ακριβώς, πείραγμα, ήταν το πρώτο φιλί που είχα δώσει σε γυναίκα. Η Μαρία δεν ήταν ο τύπος κοπέλας που με έλκυε σεξουαλικά, η Χριστιάνα όμως ήταν. Ο Ανδρέας ήταν ο πρώτος στον οποίον εξομολογήθηκα, πραγματικά με την ψυχή στο στόμα, ότι με έλκυε και το δικό μου φύλο.

    Η αντίδρασή του δεν ήταν αυτή που φοβόμουν. Όχι απλά δε με θεώρησε ανώμαλη, άρχισε να του αρέσει η σκέψη της σεξουαλικής μου συνεύρεσης με κάποια άλλη. Δηλαδή τι κάποια άλλη, εξαρχής τη Χριστιάνα είχαμε και οι δύο στο μυαλό μας. Δεν πίστευα στα αφτιά μου. Η αλήθεια ήταν ότι ζοριζόταν λίγο και, όσο και αν δε μου άρεσε να τον φέρνω σε δύσκολη θέση, το ζόρισμα αυτό με έκανε να νιώθω ασφάλεια. Δεν ήταν αδιάφορος, ζήλευε. Αλλά το έβλεπε σα γλυκιά ενόχληση, κάπως σαν τον πόνο που προκαλούμε μερικές φορές ο ένας στον άλλον πάνω στην ερωτική μας λύσσα. Και αυτό με είχε προβληματίσει, ο πόνος. Δεν είμαι σαδίστρια, δε μου αρέσει να βασανίζω κανέναν, αλλά η εκτόνωσή μου όταν γρατζουνούσα με τα νύχια μου τον Ανδρέα πολλαπλασιαζόταν. Ακόμα περισσότερο, ωστόσο, με είχε προβληματίσει η ανατριχιαστικά ευχάριστη απόχρωση του να νιώθω εγώ πόνο. Από τη σφαλιάρα και τη ζώνη στους γλουτούς. Από τον πόνο της εισόδου του οργάνου του πίσω μου. Από τον πόνο του να με τραβάει από τα μαλλιά όταν ήμουν στα τέσσερα, αν ήταν δε στην πίσω μου πόρτα, η απόλαυση ήταν ακόμα μεγαλύτερη.

    Ο ίδιος μου είχε πει ότι δεν του άρεσε να με πονάει αλλά η αντίδρασή μου στα χαστούκια στον κώλο ή στα τινάγματα που έκανα με τη ζώνη ή το χρώμα των γλουτών μου, μετά από αυτό το παιχνίδι, τον ξετρέλαινε. Η φαντασίωσή του, να κάνω στοματικό στη Χριστιάνα και ο Ανδρέας να με παίρνει από τον κώλο, είχε γίνει και δική μου. Μεταξύ μας -αν και δεν το είχα πει σε κανέναν από τους δυο τους, στην Χριστιάνα για να μην τρομάξει και λακίσει και στον Ανδρέα για να μην του γεννήσω ψεύτικες ελπίδες- είχα και άλλες φαντασιώσεις. Να του κάναμε στοματικό και οι δυο μας και να τέλειωνε στο στόμα είτε το δικό μου είτε της Χριστιάνας και μετά να φιλιόμασταν και να καταπίναμε το σπέρμα του και οι δύο. Ή…ουφ… Να… Να του κάνει στοματικό η Χριστιάνα κι εγώ είτε να τους βλέπω είτε εκείνη να είναι στα τέσσερα και εγώ να είμαι από πίσω της και να τη γλείφω μπρος-πίσω, είτε να είναι γονατισμένη και να κάνει στοματικό στον Ανδρέα ενώ εγώ είμαι πίσω της και τη χουφτώνω τα στήθη της. Ή -κι άλλο ουφ- να είμαι γονατισμένη και να του κάνω στοματικό και να μας κοιτάζει η Χριστιάνα ή να είναι από πίσω μου και να μου μαλάζει τα στήθη ενώ εγώ προσφέρω το στόμα μου στον Ανδρέα.

    Φαντασιώσεις που θα παρέμεναν φαντασιώσεις, η Χριστιάνα δεν είχε καμία διάθεση να πάει με άνδρα, όσο και αν συμπαθούσε τον Ανδρέα, και τον συμπαθούσε πολύ. Ίσως… ίσως… κάποια στιγμή στο μέλλον… ίσως να δεχόταν να κάνουμε οι δυο μας μεταξύ μας κάτι ενώ μας έβλεπε ο Ανδρέας αλλά ως εκεί. Όπως και να έχει πάντως, το απόγευμα αυτό που είχε γίνει… δεν ήταν μόνο κάτι παραπάνω απ’ ότι το ονειρευόταν η ίδια η Χριστιάνα, ήταν κάτι παραπάνω και απ’ όσο είχα τολμήσει να ονειρευτώ εγώ. Ήταν… ήταν υπέροχο, απλά υπέροχο. Δεν έβρισκα άλλη λέξη να το περιγράψω. Ήταν τελείως διαφορετικής υφής και φύσης με αυτά που κάναμε με τον Ανδρέα αλλά εξίσου υπέροχα. Ήξερα μέσα μου, το ήξερα βαθιά, ότι δε θα μπορούσα να ερωτευτώ τη Χριστιάνα ακόμα και αν δεν υπήρχε ο Ανδρέας. Όμως η Χριστιάνα ήταν διαφορετική. Δεν την έλκυαν απλά σεξουαλικά οι γυναίκες, δε μπορούσε καν να νιώσει ερωτικά συναισθήματα με άνδρα. Η Χριστιάνα θα μπορούσε να με ερωτευτεί και δεν ήθελα να γίνει κάτι τέτοιο και να πληγωθεί. Δεν μπορούσα να ανταποδώσω. Η ίδια μου είπε πως το τόλμησε αυτό μαζί μου ακριβώς γιατί ήξερε ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανταπόδοση από τη μεριά μου αλλά εμένα αυτό με χτυπούσε αρνητικά. Όχι γιατί δεν βόλευε στην περίσταση, ίσα-ίσα, αλλά γιατί αυτό φώναζε πως δεν είχε συμφιλιωθεί ακόμα με την τη φύση της. Γιατί να μην θέλει αποζητήσει τον έρωτα; Γιατί να αρκείται απλά σε ένα σεξουαλικό παιχνίδι;

    Θυμήθηκα τον μακαρίτη τον παππού μου, ήταν από τις αγαπημένες του εκφράσεις. «Όποιος είναι έξω από το χορό πολλά τραγούδια ξέρει». Αχ, μπαρμπα-Φοίβο, πόσο μου έχεις λείψει. Λίγες μέρες αφότου γεννήθηκα ο παππούς έπαθε εγκεφαλικό, οι γιατροί τον είχαν τελειωμένο, είπαν στους γονείς μου και στη γιαγιά μου ότι τη βγάζει δεν την βγάζει τη νύχτα. Οι γονείς μου με βάφτισαν εσπευσμένα δίνοντάς μου το όνομά του, αρχικά το όνομα που σκόπευαν να μου δώσουν ήταν της γιαγιάς μου από τη μεριά του πατέρα μου, Ελένη. Και όμως έζησε και ανάρρωσε και ανέκαμψε και με κράτησε στα γόνατά του και με έπαιξε και ήμουν το αγαπημένο του εγγόνι. Τελικά έφυγε ένα κρύο πρωινό του Φλεβάρη του 1987, ζώντας σχεδόν δώδεκα χρόνια από την ημέρα που οι γιατροί τον είχαν ξεγραμμένο. Μου είχε στοιχήσει πολύ, σε συνδυασμό με την εσπευσμένη μετακόμιση στη μέση της χρονιάς και μάλιστα πάνω από το σπίτι που έμενε εκείνος με τη γιαγιά, ήρθε και έδεσε το γλυκό.

    Ήθελα να έρθουν και η Χριστιάνα και η Κατερίνα στο Μεξικάνικο. Δεν ήθελα να έχω δύο παρέες, ήθελα να έχω μία παρέα με όλους τους φίλους μου μαζί. Ήθελα να γίνω φίλη με την Κατερίνα όπως ήμουν με την Μαρία και την Ελένη, για τη Χριστιάνα δεν το συζητάμε. Ήθελα να μπορούμε να βγούμε και κοριτσοπαρέα οι πέντε μας. Και μπορεί να είχα από μικρή ανασφάλειες με την εμφάνισή μου αλλά όχι με τις ικανότητές μου, σε οποιοδήποτε τομέα. What Phoebe wants is what Phoebe gets. Πάντα! Χωρίς να μου χαριστεί.

    Το πρωί της Πέμπτης είχα μάθημα στις 11:00. Αποφάσισα αντί να πάω κυλικείο, να πάω να βοηθήσω τη Χριστιάνα το πρωί να ετοιμάσει τα πράγματά της. Εγώ την Παρασκευή είχα χαλαρό πρόγραμμα και, εδώ που τα λέμε, δε με ένοιαζε να κάνω και δεύτερη συνεχόμενη κοπάνα, οπότε είχα όλο το χρόνο να ετοιμάσω τα πράγματά μου. Ο Ανδρέας είχε πει ότι δεν έχει και πολλά πράγματα να πάρει, μόνο την τσάντα με άπλυτα, που δεν προλάβαινε να τα πάει στο καθαριστήριο, δεδομένου ότι αύριο το απόγευμα θα φεύγαμε. Εγώ ήθελα να πάρω τα δύο φορέματα που είχα αγοράσει εδώ με τη βοήθεια Ελένης και Μαρίας, ήθελα να τα δείξω στους γονείς μου. Θα χαιρόντουσαν. Είχα πει και στον μπαμπά και τη μαμά ότι τα είχα με τον Ανδρέα. Του ταξίαρχου η αλήθεια είναι ότι του είχε έρθει κάπως στην αρχή αλλά βλέποντας τα δεκάρια να διαδέχονται το ένα το άλλο, του πέρασε γρήγορα, σε σημείο κάθε φορά που μιλάμε να με ρωτάει τι κάνει ο Ανδρέας και πως είμαστε. Βέβαια δεν ήξερε ούτε ο ένας ούτε η άλλη ότι περνούσαμε τα βράδια μας μαζί, υπάρχει και κάποιο όριο στο τι είσαι διατεθειμένη να μοιραστείς με τους γονείς σου. Με τη μητέρα μου είχα εξαιρετική και ανοιχτή σχέση, κατά πάσα πιθανότητα θα της έλεγα -χωρίς φυσικά να μπω σε λεπτομέρειες- ότι απώλεσα την παρθενιά μου. Όσον αφορά τα της Χριστιάνας… θα έμεναν μεταξύ εμού, της Χριστιάνας, του Ανδρέα και της Κατερίνας, εικάζω δηλαδή ότι θα τα είχε πει στην Κατερίνα, άλλωστε της είχα δώσει και την άδειά μου να το κάνει, όταν με είχε ρωτήσει σχετικά.

    Ήπια την τελευταία γουλιά από την σοκολάτα και ξάπλωσα στο κρεββάτι. Έκλεισα τα μάτια και ο ύπνος δεν άργησε να έρθει να με βρει. Ξύπνησα από μόνη μου το πρωί, γύρω στις 08:00. Ο Ανδρέας δεν ήταν δίπλα μου, αλλά άκουσα φασαρία από την κουζίνα, μάλλον ετοίμαζε πρωινό. Σηκώθηκα και πήγα μέσα.

    - «Καλημέρα μωρό μου» του είπα, ήταν σκυμμένος πάνω από το τηγάνι.
    - «Καλημέρα Φοίβη μου. Έλα εδώ να σου δώσω ένα φιλάκι γιατί πρέπει να προσέχω το τηγάνι. Φτιάχνω κρέπες!»
    - «Κρέπες;» ρώτησα αποσβολωμένη
    - «Ναι μωρό μου, δεν είναι πολύ διαφορετικό από τα pancakes. Θα μου δώσεις αυτό το φιλάκι ή θα με αφήσεις με το παράπονο;»
    - «Δεν έχω πλύνει ακόμα τα δόντια μου!»
    - «Θα έρθεις να μου δώσεις το φιλάκι ή θα σου μαυρίσω τον κώλο με καθόλου ευχάριστο για σένα τρόπο;» με ξαναρώτησε.
    - «Ναιιιι» είπα και χτύπησα παλαμάκια. Αν και εννοούσα το φιλάκι ο Ανδρέας το πήρε διαφορετικά.
    - «Πρωινιάτικα βρε λυσσάρα;»
    - «Φιλάκι εννοούσα, έκφυλε!» του είπα και πήγα και του έδωσα ένα ρουφηχτό φιλί. «Πάω να πλύνω τα κουνελίσια δοντάκια μου -που λέει και ένας έκφυλος, αχαρακτήριστος, υπέροχος αγαπουλίνος- και επιστρέφω δημήτρια!»

    Πήγα μέσα στο μπάνιο και έπλυνα τα δόντια μου. Είδα ότι είχε ζεστό νερό, μάλλον ο Ανδρέας είχε ανοίξει και θερμοσίφωνα. Αποφάσισα να κάνω ένα γρήγορο ντουζ χωρίς να βρέξω τα μαλλιά μου. Αφού καθαρίστηκα καλά-καλά, ειδικά κάτω, βγήκα και σκουπίστηκα και όταν τελείωσα φόρεσα πάλι ταμπόν, είχα τρομάξει να τα συνηθίσω στην αρχή αλλά, όταν τα συνήθισα, ήταν φοβερά πιο βολικά από τις σερβιέτες. Πήγα με το μπουρνούζι στο δωμάτιο και ντύθηκα στα γρήγορα. Φανελάκι, μπλουζάκι και πουκαμίσα από πάνω, τζιν από κάτω και αθλητικά. Επέστρεψα στην κουζίνα. Ο Ανδρέας είχε φτιάξει δύο κρέπες, σοκολάτα, μπανάνα και μπισκότο.

    - «Πάλι ξεχάσαμε να πάρουμε πορτοκάλια. Δεν πειράζει, στο κυλικείο!» μου είπε ο Ανδρέας.
    - «Δεν πειράζει, μωρό μου! Α, επειδή θέλω να έρθουν και Χριστιάνα και Κατερίνα σήμερα στο μεξικάνικο, έχω μια ιδέα. Το πρωί να με ανεβάσεις στο σπίτι της Χριστιάνας. Θα της κάνω στρατιωτικό ξύπνημα -τι σόι κόρη ταξιάρχου θα ήμουν- και θα τη βοηθήσω να μαζέψει τα πράγματά της ώστε να έρθει και εκείνη τη βράδυ. Η Κατερίνα θα κάτσει άλλη μια μέρα, έχει πρόοδο Σάββατο πρωί, οπότε θα έχει όλο το χρόνο να ετοιμάσει τα δικά της.»
    - «Καλή ιδέα!» μου απάντησε. «Αλλά μήπως θα έχει διάβασμα η Κατερίνα και δεν θα μπορέσει;»
    - «Μωρέ θα την πάρω από το τσουλούφι αν χρειαστεί. Αυτό θα έλειπε τώρα να επιτρέψουμε στον καθένα να κάνει κουμάντο!»
    - «Εεε… εχμ…» είπε ο Ανδρέας.
    - «Εγώ δεν είμαι ο καθένας!»
    - «Ορίστε, μας κανονίζει και τα δωμάτια η συνταγματαρχίνα» είπε ξεκινώντας το παιχνίδι. «Κατίνα, πάψε να ρυθμίζεις τη ζωή των άλλων! Κατίνα… αλτ!»
    - «Τα αλτ και τις αγριάδες σου όχι σε μένα, στους νεοσύλλεκτους μπούλη. Και όταν λέω για τέσσερα δωμάτια κάτι ξέρω εγώ σα νοικοκυρά. Και σε παρακαλώ όταν μιλάω εγώ, εσύ ρούφα τ’ αυγό σου, ε;» απάντησα αναπαριστώντας τη σκηνή από το «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα» κάνοντας και τους δυο μας να βάλουμε τα γέλια.
    - «Αμάν! Το θερμοσίφουνο!» είπε ο Ανδρέας συνεχίζοντας.
    - «Άντε Παγώνα, κλείσ’ το!» του είπα. «Και πήγαινε να αλλάξεις. Να βάλεις το μαύρο σου τζιν σήμερα και όχι πάλι μπλούζα, φόρα κανένα πουκάμισο!»
    - «Εγώ… τι να εγώ πω τώρα Αντωνάκη μου, αφού αυτές τα είπανε και τα αποφασίσανε!» είπε συνεχίζοντας την παράσταση.
    - «Πνεύμα κάνεις του λόγου σου Μικέ;» τον ρώτησα συνεχίζοντας το ping pong κάνοντας και τους δυο μας να βάλουμε πάλι τα γέλια.
    - «Α-Α-Α, κρουαζιέρα θα σε πάω, α-α-α-α γιατί σε νοιάζομαι και σ’ αγαπάω, α-α-α Μύκονο και Σαντορίνη, α-α-α-α σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι!» μου είπε τραγουδιστά κάνοντας την καρδιά μου να λιώσει.
    - «Άντε, πιγκουινάκι, πήγαινε να αλλάξεις!» του είπα τρυφερά.
    - «Πάω, πιγκουνάικι, πάω» μου είπε και σκάζοντάς μου ένα απαλό φιλί στο στόμα πήγε μέσα να κλείσει το θερμοσίφωνα και να αλλάξει.

    Όταν γύρισε, συνεχίσαμε το πρωινό μας. Τελειώσαμε γύρω στις 08:30. Νωρίς ήταν ακόμα, αλλά όσο νωρίτερα πήγαινα στη Χριστιάνα τόσο νωρίτερα θα τελειώναμε. Από την άλλη δεν ήθελα να αφήσω τον Ανδρέα μόνο του.

    - «Ανδρέα, θα χτυπήσω και θα ανέβω πάνω και όταν μου ανοίξει θα κατέβω και θα σου πω να έρθεις κι εσύ πάνω!»
    - «Να ανέβω πάνω να κάνω τι;» με ρώτησε.
    - «Δε θέλω να είσαι μισή ώρα μόνος σου, στις 09:00 έχουν πει ότι θα έρθουν οι υπόλοιποι!»
    - «Μη σκας παιδάκι μου, δεν υπάρχει πρόβλημα. Άλλωστε πρέπει να περάσω και από τη βιβλιοθήκη, χθες το βράδυ ήταν να επιστραφεί ένα βιβλίο που ψάχνω και δεν είναι να μου το προλάβει άλλος.»
    - «Σίγουρα μωρό μου;»
    - «Ναι, σίγουρα! Λοιπόν… πάμε;»
    - «Ναι, πάμε» του είπα. «Α, ρε συ Ανδρέα, κάπου έχω αφήσει τα γυαλιά μου και δεν τα βρίσκω. Νόμιζα ότι τα είχα αφήσει στο κομοδίνο αλλά δεν είναι. Να περάσουμε λίγο από το σπίτι; Όχι ότι τα πολυχρειάζομαι αλλά πού στο καλό τα έχω αφήσει, κοντεύω να σκάσω!»
    - «Χμμμ… νομίζω ότι τα είχα βάλει στο συρτάρι στο κομοδίνο, καλά τόσες μέρες δεν σου έλειψαν!»
    - «Όχι, από τότε που έκανα την εγχείρηση ουσιαστικά δεν τα χρειάζομαι, απλά τα έχω γιατί καμιά φορά κουράζονται τα μάτια μου» του είπα πηγαίνοντας στο δωμάτιο. Άνοιξα το συρτάρι και όντως μέσα βρήκα τα γυαλιά μου. «Αχ, εδώ είναι!» είπα ανακουφισμένη και αφού τα καθάρισα λίγο, τα φόρεσα και έβαλα την θήκη τους στην τσάντα μου. «Λοιπόν πάμε, το απόγευμα θα πάρω από το ΙΤΕ την κυρά Ματούλα να βάλει στην αγέλη να φάει!». Πέντε λεπτά αργότερα με άφησε μπροστά από την πόρτα της Χριστιάνας. «Κάτσε λίγο να δούμε αν θα μου ανοίξει, αν δεν την ξυπνήσω μη μείνω εδώ ρέστη να βαράω τα κουδούνια!» του είπα βγαίνοντας από το αυτοκίνητο. Πάτησα το κουδούνι και το κράτησα πατημένο για μερικά δευτερόλεπτα. Από το θυροτηλέφωνο άκουσα τη νυσταγμένη φωνή της Χριστιάνας.
    - «Ποιος είναι;»
    - «Ξύπνα υπναρού, ήρθα να σε βοηθήσω να μαζέψεις!»
    - «Φοίβη;;» άκουσα τη φωνή της.
    - «Βρε άνοιξε και άσε τις ερωτήσεις. Ναι, η Φοίβη είμαι!». Άκουσα το χαρακτηριστικό βουητό της πόρτας. Άνοιξα την πόρτα και έβαλα το στοπ για να μην κλείσει. Πήγα στον Ανδρέα που είχε κατεβασμένο το παράθυρο. «Οκ, την ξύπνησα!» του είπα και του έδωσα ένα πεταχτό φιλί στο στόμα.
    - «Τα λέμε γύρω στις 11:00 στο κυλικείο» μου είπε και κάνοντας αναστροφή, κίνησε για το πανεπιστήμιο. Έβγαλα το στοπ και πέρασα μέσα και ανέβηκα τις σκάλες. Η Χριστιάνα είχε ανοίξει την πόρτα και με περίμενε στην είσοδο. Από κάτω φορούσε ροζ πιτζάμα αλλά από πάνω ένα ελαφρύ t-shirt, χωρίς σουτιέν, οι ρώγες της διαγράφονταν ξεκάθαρα κάτω από το μπλουζάκι. Ουφ… αλλά δεν είχα έρθει εδώ γι’ αυτή τη δουλειά.
    - «Θέλω να έρθεις κι εσύ και η Κατερίνα μαζί μας το βράδυ στο μεξικάνικο. Θέλω να έχω μια παρέα με όλους τους φίλους μου!» της δήλωσα.
    - «Καλημέρα τυφώνα!» μου είπε χαμογελώντας.

    Έκλεισε την πόρτα και, όταν το έκανε. την πήρα αγκαλιά και της έδωσα ένα τρυφερό φιλί στο στόμα, φιλί το οποίο ανταπέδωσε με τον δέοντα ενθουσιασμό.

    - «Λοιπόν, πήγαινε να αλλάξεις, θα πάω να φτιάξω εγώ γαλλικό καφέ, άλλωστε πια τα ξέρω τα κατατόπια» της είπα.
    - «Να αλλάξω;» με ρώτησε. «Γιατί, τι έχω έτσι όμως είμαι;» συνέχισε με ειλικρινή απορία.
    - «Γιατί με αποσυντονίζεις» της απάντησα τσιμπώντας της απαλά τη δεξιά ρώγα. Η Χριστιάνα χαμήλωσε αυτόματα το βλέμμα και κοίταξε το στήθος της.
    - «Χιχιχι, έχει ψύχρα!» προσπάθησε να δικαιολογηθεί.
    - «Μπορεί, αλλά εγώ ήρθα εδώ για δουλειά! Κοκό μετά!» της είπα βγάζοντας τη γλώσσα μου και κάνοντάς την να χαμογελάσει.
    - «Πάω-πάω!» είπε και έφυγε κουνώντας προκλητικά τον κώλο της. Της έριξα ένα απαλό χαστούκι στα μεριά κάνοντας την να χοροπηδήσει χαχανίζοντας.

    Πήγα στην κουζίνα και έβαλα τον καφέ να ετοιμάζεται. Η Χριστιάνα ήρθε λίγη ώρα αργότερα, έχοντας κάνει την πρωινή της τουαλέτα και πλύνει τα δόντια της. Ακόμα με τις πιτζάμες ήταν ωστόσο αυτή τη φορά φορούσε και το από πάνω. Στο μεταξύ ο καφές είχε γίνει. Γέμισα τις κούπες και έβαλα τρία γαλατάκια στο δικό της ενώ στον δικό μου δύο γαλατάκια και μια κουταλιά ζάχαρη.

    - «Σε ευχαριστώ πολύ-πολύ!» μου είπε. Δεν της απάντησα, απλά χαμογέλασα. «Δε μου λες, πάμε μέσα στο σαλόνι να πιούμε λίγο τον καφέ μας σαν άνθρωποι, να κάνω και ένα τσιγάρο;»
    - «Ναι, πάμε» της είπα και παίρνοντας η κάθε μία τις κούπες μας πήγαμε στο σαλόνι.
    - «Πώς κοιμήθηκες;» τη ρώτησα.
    - «Σαν τούβλο» μου απάντησε. «Πολύ χαρούμενο τούβλο, οφείλω να ομολογήσω» μου είπε παιχνιδιάρικα.
    - «Αυτή είναι η ιδέα!» της είπα.
    - «Εσύ;» με ρώτησε.
    - «Εγώ… αχ…» της είπα και της διηγήθηκα τα καθέκαστα.
    - «Ουφ…» μου είπε ξεφυσώντας όταν τελείωσα. «Αυτό να ξέρεις ήταν το άγχος μου!»
    - «Κανένας λόγος να αγχώνεσαι. Και να σου πω και κάτι, ο έρωτας που κάναμε μετά ήταν υπέροχος και μιας και έχω ακόμα τους Ρώσσους μπόρεσε να τελειώσει και μέσα μου και η αίσθηση αυτή είναι το κάτι άλλο.»
    - “Not my cup of tea…” μου απάντησε.
    - «Ναι, κάτι έχω καταλάβει» της είπα κλείνοντάς της το μάτι. «Αχ μωρέ Χριστιάνα, γιατί το έκανες αυτό ενώ ήξερες ότι δε σ’ αρέσει;»
    - «Γιατί… γιατί! Ξέρεις το γιατί. Κοίτα, δεν θα το έλεγα τραυματική εμπειρία· δεν ήταν, ωστόσο επιβεβαίωσα χίλια τα εκατό ότι οι άνδρες δεν είναι του γούστου μου, ούτε σεξουαλικά ούτε ερωτικά.»
    - «Αν επιτρέπεται, κάνατε κάτι άλλο;»
    - «Ναι, του έκανα στοματικό και, να σου πω την αλήθεια, το προτιμούσα από τη διείσδυση. Προσπαθούσε να με κάνει να ερεθιστώ, μου έκανε πολλές φορές αυτά που μου έκανες κι εσύ χθες το βράδυ αλλά απλά …δεν. Τουλάχιστον ήταν πάντα καθαρός, και μύριζε όμορφα. Δεν θα έλεγα ότι λάτρευα να καταπίνω αλλά δεν το έκανα και θέμα, ειδικά όταν αυτό σήμαινε ότι δε θα είχε κάτι παραπάνω.» Γέλασε με κάτι που σκέφτηκε. Την κοίταξα ερωτηματικά. «Μου είχε πει ότι κάνω πολύ καλές πίπες… Τι τα θες, χαμένο θα πάει το ταλέντο» συνέχισε, προκαλώντας και στις δυο μας γέλιο.
    - «Τίποτα δεν πάει χαμένο, στη χαμένη σου ζωή, τ’ όνειρό σου ανασταίνω και το κάθε σου γιατί» της είπα τραγουδιστά κάνοντάς τη να χαμογελάσει.
    - «Εσύ με τον Ανδρέα τι έχετε κάνει;»
    - «Τα πάντα» της είπα. «Όπως κι εσύ έτσι κι εγώ καταπίνω, αλλά εμένα μου αρέσει. Κάθε φορά όταν τελειώνει τον κοιτάζω στα μάτια και καταπίνω. Δεν χρειάζομαι τίποτα περισσότερο από το να δω τα μάτια του. Και επίσης, σε αντίθεση με σένα, εμένα μου αρέσει όταν με παίρνει και κανονικά και παρά φύσιν. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πάντα οργασμό και κάπου αυτό τον χαλάει, όσο και αν τον διαβεβαιώνω ότι αυτό δεν είναι παρά το κερασάκι, ή έστω το καρπούζι, αλλά η ουσία είναι στην τούρτα.»
    - «Μπρρρ» είπε ανατριχιάζοντας. «Most definitely not my cup of tea! Από την άλλη βέβαια… αυτό που ένιωσα χθες… ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα!»
    - «Να σου εξομολογηθώ κάτι; Κι εγώ τον πιο δυνατό μου οργασμό, παίζοντας μόνη μου, τον πέτυχα έχοντας φαντασίωση με κορίτσι» είπα και της εξιστόρησα όλη την ιστορία με την Αλεξάνδρα, τη συνειδητοποίηση ότι μου άρεσαν και γυναίκες και το τι έγινε μετά. «Εσύ δεν παίζεις με τον εαυτό σου;»
    - «Μωρέ παίζω αλλά… κανένας οργασμός που είχα δεν συγκρίνεται με αυτόν που μου προσέφερες χθες το βράδυ! Κανένας!»
    - «Πολύ χαίρομαι που το ακούω! Ξέρεις… υπάρχει κάτι που θέλω να σε ρωτήσω γιατί μου έκανε φοβερή εντύπωση. Δεν με πείραξε, μην τρομάξεις, απλά δεν το περίμενα και… απλά μου έκανε εντύπωση!»
    - «Φυσικά, ρώτα με!»
    - «Όταν… όταν τελείωσες και σηκώθηκα με και με φίλησες μετά κάθισες ακόμα γυμνή γονατιστή μπροστά μου και έβαλες το κεφάλι σου στα πόδια μου. Γιατί… γιατί το έκανες αυτό;»
    - «Δεν έχω ιδέα! Δεν ξέρω πως μου ήρθε… αλλά ένιωσα… δεν ξέρω… ένιωσα τόση ευγνωμοσύνη που… δεν ξέρω… δεν μπορούσα να σκεφτώ άλλο τρόπο να στη δείξω. Και… μου ήρθε, απλά μου ήρθε! Ένιωσα… ένιωσα υπέροχα. Ένιωσα γαλήνη, ζεστασιά και ασφάλεια. Σαν… σαν να μην υπάρχει τίποτα που μπορεί να με ακουμπήσει. Και… και το ξαναένιωσα μετά… αργά… όταν μου είπες να γείρω το κεφάλι μου πάνω σου. Είχα γίνει μπαλάκι και με χάιδευες και ήταν τόσο υπέροχα που απορούσα πως δεν γουργουρίζω, σαν το γκρέμλιν μου που έχω στην Αθήνα!»
    - «Έχεις γάτα;»
    - «Περισσότερο σκύλος είναι παρά γάτα. Εκτός και όταν τον πιάνει το παιχνιδιάρικό του, δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Εξ ου και το γκρέμλιν. Και δεν είναι μόνο στο χαρακτήρα σα σκύλος, είναι τεράστιος, 13 κιλά ζωή να ‘χει, και σε καμία περίπτωση δεν είναι χοντρός. Αχ, μου έχει λείψει ο Τσάρλι μου!»
    - «Καλέ τι γάτα είναι 13 κιλά;» τη ρώτησα με το σαγόνι στο πάτωμα.
    - «Maine coon, είναι μεγαλόσωμη ράτσα αλλά στο χαρακτήρα είναι σα σκύλος. Εμείς γενικά είμαστε γατόφιλοι αλλά τέτοια γάτα δεν έχω ξαναδεί. Δεν υπάρχουν πολλά τέτοια στην Ελλάδα και εμάς, μη νομίζεις, είχε γεννήσει η γάτα ενός υπαλλήλου της αμερικάνικης πρεσβείας στα παιδιά του οποίου κάνει η μαμά μαθήματα πιάνου. Τον θυμάμαι όταν τον είχα πρωτοδεί, πριν τέσσερα χρόνια, ήταν σα χνουδωτό μπαλάκι. Και τώρα είναι απαλός και fluffy, είναι έρωτας σκέτος! Κάτσε, θα σου φέρω φωτογραφία του» μου είπε και πήγε μέσα στο δωμάτιό της και γύρισε με ένα καδράκι. Είχαν βγάλει φωτογραφία τον Τσάρλι να κάθεται στα πόδια της Χριστιάνας και εκεί συνειδητοποίησα το μέγεθός του, ήταν τεράστιος, σα σκύλος!
    - «Είναι κούκλος!» είπα με ειλικρινή θαυμασμό. Ειλικρινά, δεν είχα ξαναδεί πιο όμορφη ή πιο μεγάλη γάτα!
    - «Είναι, δεν είναι;»
    - «Ορίστε, να ακόμα ένα κοινό που έχουμε. Εσύ έχεις τεράστια γάτα κι εγώ έχω τεράστιο σκύλο!»
    - «Δικός σου είναι ο Σίμπα;»
    - «Τυπικά όχι, ουσιαστικά ναι. Μόνο εμένα ακούει, και κοιμάται πάντα στην πόρτα μου. Και αυτός είναι θηρίο, ο γιατρός είχε πει της κυρά-Ματούλας ότι μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 100 κιλά! Για φαντάσου, εγώ είμαι 53 και αυτός πρέπει να τα έχει καβατζάρει τα 90, έχει μεγαλώσει κι άλλο το θηρίο από το Σεπτέμβρη που έκλεισε χρόνο και ο γιατρός είπε ότι θα μεγαλώνει μέχρι περίπου τα δύο, όχι σε μπόι, ή ελάχιστα περισσότερο σε μπόι, πιο πολύ σε όγκο.»
    - «Χαχαχα, 100 κιλά είμαστε και οι δυο μαζί. Οκ, 108, εγώ είμαι 55, αλλά και πάλι!»
    - «Εμένα με ξεπερνάει στο ύψος όταν σηκώνεται στα δύο και είμαι 1,74» της είπα.
    - «Εδώ ξεπερνάει εμένα που είμαι 1,80» είπε η Χριστιάνα.
    - «Ορίστε, με λέει και κοντή!» ξεφύσησα πειραχτικά.
    - «Είσαι ένα υπέροχο δείγμα!» μου είπε εξίσου πειραχτικά, άκου δείγμα 1,74 γαϊδάρα!
    - «Στο γυμνάσιο ήμουν η δεύτερη πιο ψηλή κοπέλα της τάξης. Η Μαίρη ήταν πιο ψηλή. Σταμάτησα να ψηλώνω στο τέλος της πρώτης λυκείου και ευτυχώς εκεί σταμάτησε να αναπτύσσεται και το στήθος μου. Δεν ήθελα ποτέ να έχω τόσο μεγάλα στήθη όσο η μητέρα μου, που και εκείνη στο ύψος μου είναι, άντε να είναι ένα-δύο πόντους πιο κοντή. Τον καιρό που έγινε το πάρτι που σου είπα πριν, ήταν στις αρχές της τρίτης γυμνασίου, εσύ λογικά πρέπει να πήγαινες πρώτη λυκείου τότε, το 1974 δεν είσαι;»
    - «Όχι, το 1975 είμαι κι εγώ, απλά γεννήθηκα Μάρτη και κέρδισα χρονιά»
    - «Με την πρώτη δεν πέρασες;» τη ρώτησα.
    - «Ναι, με την πρώτη» μου απάντησε.
    - «Ε, άρα εσύ τότε πήγαινες πρώτη λυκείου. Τέλος πάντων, τον καιρό που έγινε το πάρτι ήμουν κοντά στο 1,70 και η συμμαθήτριά μου που σου λέω μου έριχνε κάμποσο. Λογικά και εκείνη θα πρέπει να έφτασε το 1,80, δεν ξέρω. Χώρια που δεν είχα πολλά πάρε-δώσε με κανέναν εκτός από την Ευτυχία και αν πετύχαινα πουθενά τον Ανδρέα, έφυγα και στο τέλος της χρονιάς καθώς ο πατέρας μου πήρε μετάθεση στη Χίο, σου έχω πει ότι είναι στρατιωτικός. Τέλος πάντων, η Μαίρη ήταν ερωτευμένη με τα μπούνια με τον Ανδρέα… αλλά θα μου πεις, υπήρχε και καμιά στο σχολείο που να μην ήταν; Ομορφόσογο, τι να πεις.»
    - «Είναι, αν και ομολογώ ότι η αδερφή του είναι πιο πολύ του γούστου μου!» μου απάντησε.
    - «Την έχεις γνωρίσει;»
    - «Ναι, είχε έρθει τον Ιούλη για διακοπές αλλά τον Ιούλη είχε έρθει και ο Θέμης οπότε είχα μείνει κι εγώ εδώ μετά το τέλος της εξεταστικής. Όμορφα ήταν, γυρίσαμε όλο το νησί. Είχε νοικιάσει μηχανή, το παπάκι δεν είναι γι’ αυτή τη δουλειά, και ο Θέμης είναι φανατικός με τις μηχανές. Τέλος πάντων, για να μη μακρηγορώ, την έχω γνωρίσει την Ευτυχία και ναι είναι κούκλα! Ο Θέμης την είχε δαγκώσει ελαφρά τη λαμαρίνα, έστω και εξ αποστάσεως»
    - «Έχω μια ιδέα!» της είπα! «Αν ο Θέμης δεν έχει κοπέλα και η Ευτυχία δεν έχει κάποιο αγόρι, λέω να τους καλέσουμε και αυτούς στο Παλένκε και ό,τι ήθελε προκύψει!»
    - «Δυστυχώς άργησες!» μου είπε. «Έχει κοπέλα και αυτή τη φορά την έχει δαγκώσει γερά τη λαμαρίνα!»
    - «Καλά, δεν πειράζει!» της είπα. «Καλύτερα μόνοι μας, θα μπορούμε να είμαστε και λιγότερο φρόνιμοι, αν μ’ εννοείς» της είπα και όπως καθόταν δίπλα μου την άρπαξα και της έδωσα ένα παθιασμένο φιλί, φιλί το οποίο το ανταπέδωσε με όχι λιγότερο πάθος. «Λοιπόν, κοντεύει 09:00» της είπα όταν σταματήσουμε να φιλιόμαστε. «Πάμε να μαζέψουμε;»
    - «Ναι! Πάμε» μου είπε.

    Και το καταφέραμε! Ούτε 10:00 δεν είχε πάει καλά-καλά και τα πράγματα ήταν μαζεμένα και έτοιμα για ταξίδι. Παρά τους αρχικούς της ενδοιασμούς τελικά δε θα κουβαλούσε ούτε εκείνη πολλά πράγματα.

    - «Δε μου λες;» τη ρώτησα. «Η Κατερίνα έχει μάθημα το πρωί;»
    - «Όχι, κι εκείνη στις 11:00 έχει σήμερα!»
    - «Δεν πας να τη φωνάξεις να έρθει εδώ να πιει και εκείνη ένα καφέ; Έχουμε ακόμα μία ώρα και έχει ακόμα ζεστό καφέ η κανάτα!»
    - «Ωραία ιδέα!» μου είπε. «Πάω!» Ξάπλωσα πίσω στον καναπέ και περίμενα. Δύο λεπτά αργότερα επέστρεψε η Χριστιάνα.
    - «Μόλις είχε σηκωθεί. Θα ετοιμαστεί και θα έρθει από εδώ για να κατέβουμε όλες μαζί»
    - «Ωραία!» είπα. Η Χριστιάνα άναψε ένα τσιγάρο, το δεύτερο της ημέρας, και τράβηξε μια δυνατή τζούρα. «Δε μου λες… έχεις πει στην Κατερίνα για εμάς;»
    - «Όχι για το χθεσινό, δεν έχω προλάβει. Όλα τα άλλα της τα έχω πει, μέχρι και το τι είχε γίνει τη βραδιά που είχαμε πάει στο Στρόμπολι.»
    - «Και τι λέει γι’ αυτά;»
    - «Τίποτα. Μόνο να προσέχω να μην… να μην σ’ ερωτευτώ και… και πληγωθώ. Η Φοίβη, μου είπε, όσο την έχω καταλάβει, δε θα στο ανταποδώσει. Απλά μην συμβεί κάτι και πληγωθείς, αυτό μόνο.»
    - «Χριστιάνα μου…»
    - «Δε χρειάζεται να πεις κάτι, το ξέρω. Είναι αυτό που σου είπα… Καρουζέλ… μέχρι να τελειώσει ο γύρος μου… όποτε και με όποιο τρόπο τελειώσει.»
    - «Νιώθω… νιώθω πιο τρυφερά για εσένα… πιο προστατευτικά απ’ ότι νιώθω για την Μαρία ή την Ελένη. Αλλά αυτό… αυτό δεν είναι…»
    - «Το καταλαβαίνω, Φοίβη μου. Μη φοβάσαι, όχι για μένα.»
    - «Φιλάκι!» της είπα. Μου χαμογέλασε και ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Την πήρα στην αγκαλιά μου και φιληθήκαμε, ούτε ακριβώς τρυφερά, ούτε ακριβώς παθιασμένα. Η Χριστιάνα είχε αφήσει επίτηδες την πόρτα μια χαραμάδα ανοιχτή, για να μη σηκώνεται μετά και να την ανοίξει και χωρίς να το ξέρουμε προσφέραμε θέαμα στο φιλοθεάμον κοινό.
    - «Εεεεπ, για μαζευτείτε!» ακούσαμε τη φωνή της Κατερίνας και παγώσαμε και οι δύο.
    - «Μας τσίμπησε το μακρύ χέρι της δικαιοσύνης!» είπα βρίσκοντας τη μιλιά μου.
    - «Guilty as charged» απάντησε με τη σειρά της η Χριστιάνα. «Καφέ έχει στην κουζίνα!» είπε στην Κατερίνα.
    - «Χα, σε γελάσανε! Για να ξεμοναχιαστείτε πάλι και να με έχετε να κρατάω το φανάρι!»
    - «Πήγαινε βρε βάσανο!» της είπα.
    - «Βρε μανία να με ξεφορτωθείτε!» είπε πειρακτικά αλλά πήγε μέσα να βάλει καφέ. Γύρισε μετά από δύο λεπτά. Κάθισε στον καναπέ, ήπιε μια ρουφηξιά από τον καφέ της και άναψε τσιγάρο. «Για πείτε, τι κάνατε χθες αφού έφυγα;»
    - «Όχι και πολλά πράγματα. Η αλήθεια είναι ότι κουτουλούσα από τη νύστα, σχεδόν με πήρε ο ύπνος στον καναπέ» είπε η Χριστιάνα.
    - «Ναι, καθίσαμε κανένα μισάωρο, άντε καμιά ώρα παραπάνω. Μετά κατεβήκαμε στα Λιοντάρια γιατί ήθελα ζεστή σοκολάτα από την κρεπερί και εκεί πετύχαμε Ελένη και Τάσο, ή για να είμαι ακριβής την Ελένη που είχε σούρει με το ζόρι τον Τάσο για κρέπες. Ε αυτό, γυρίσαμε μετά σπίτι και πέσαμε για ύπνο. Δηλαδή προσπαθήσαμε να δούμε μια ταινία που είχε αλλά τον Ανδρέα τον πήρε ο ύπνος σχεδόν με το που άρχισε η ταινία, εγώ είδα λίγο παραπάνω αλλά τελικά την έκλεισα και έπεσα και ξεράθηκα και του λόγου μου!»
    - «Και πώς από εδώ πρωινιάτικα;» ρώτησε η Κατερίνα.
    - «Για να τη βοηθήσω να μαζέψει τα πράγματά της ώστε να τα έχει έτοιμα και να μπορέσει να έρθει μαζί μας το βράδυ στο μεξικάνικο. Όπως κι εσύ!»
    - «Εγώ δεν έχω ρούχα να μαζέψω!»
    - «Ναι, αλλά θα έρθεις στο μεξικάνικο. Θα μαζευτούμε όλοι καθώς θα τους ξαναδούμε μετά του χρόνου. Οπότε ό,τι διαβάσματα έχεις να κάνεις να τα έχεις τελειώσει μέχρι τις 20:30. 21:30 έχουμε δώσει ραντεβού στο Azteca’s. Το μόνο είναι ότι εμείς, και εννοώ η αφεντιά μου, ο Ανδρέας και η Χριστιάνα, θα είμαστε στο ΙΤΕ οπότε θα κατέβουμε κατευθείαν, οπότε θα πρέπει να έρθεις μόνη. Εννοείται ότι μετά θα φύγουμε όλοι μαζί!»
    - «Αμέ! Ευχαριστώ για την πρόσκληση, κανένα πρόβλημα, 21:30 θα είμαι εκεί, αλλά καλό θα είναι να είστε και εσείς, μην πάω μόνη μου ξεκάρφωτη.»
    - «Δίνουμε αν είναι ραντεβού έξω από το Έβερεστ και πάμε όλοι μαζί. Τέλος πάντων, αυτό κανονίζεται. Απλά να είσαι εκεί γύρω στις 21:30»
    - «Θα είμαι» με διαβεβαίωσε η Κατερίνα.

    Ήπιαμε το καφεδάκι μας, η Κατερίνα έκανε ακόμα ένα τσιγάρο. Η Χριστιάνα έκανε να πιάσει και εκείνη ένα αλλά πριν το κάνει με κοίταξε στα μάτια. Απομάκρυνε το χέρι της όταν συνοφρυώθηκα και δεν έκανε και τρίτο τσιγάρο. Η Κατερίνα δεν το πήρε χαμπάρι ή, αν το έκανε, δεν το σχολίασε. Εγώ πάλι για κάποιο ακατανόητο λόγο ερεθίστηκα ωστόσο δεν του έδωσα περισσότερη σημασία και σε λίγη ώρα το ξέχασα τελείως. Στις 10:45 κατηφορίσαμε προς το πανεπιστήμιο και κοντά στις 11:00 ήμασταν στο κυλικείο. Έχοντας πιει γαλλικό δεν ήθελα άλλο καφέ, οπότε ακολούθησα τη Χριστιάνα στο τσάι με άρωμα τζίντζερ-πορτοκάλι. Δεν είχαν σχολάσει ακόμα από τα μαθήματα οπότε το κυλικείο ήταν σχετικά άδειο. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι και δεν είχαμε προλάβει καλά-καλά να κάτσουμε όταν ακούσαμε τη γνωστή φασαρία που γίνεται όταν αδειάζουν τα τρία αμφιθέατρα. Ο Ανδρέας με την Ελένη ήρθαν πρώτοι.

    - «Καλώς τους» είπα αφού φίλησα τον Ανδρέα.
    - «Καλημέρες!» είπε η Ελένη.
    - «Θα έρθουν και τα κορίτσια το βράδυ στο μεξικάνικο!» είπα στην Ελένη.
    - «Καλά που μου το είπες, θα πάω να τους πάρω τηλέφωνο για να κλείσω μεγαλύτερο τραπέζι, τις Πέμπτες γίνεται χαμός. Θα έρθει και ο Vasily με την Αναστασία, τους κάλεσε ο Τάσος»
    - “The more, the merrier” είπα.
    - «Εννοείται. Και σήμερα θα κάνουμε και το initiation στον Vasily, η Αναστασία λογικά έχει δοκιμάσει δύο-φ!»
    - «Αμάν, μη μου το θυμίζεις!» είπε η Κατερίνα που, όπως κάθε φοιτητής της σχολής Θετικών Επιστημών του ΠιτσηΚ που σέβεται τον εαυτό του, είχε λάβει μέρος στην τελετή μύησης του Azteca’s. «Δεν σκουπιζόμουν καλύτερα με νέφτι, τι ήταν αυτό το πράγμα το βράδι!»
    - «Εμένα πάντως δεν με πείραξε» απάντησα. «Από την άλλη ο φουκαράς ο Ανδρέας φώναζε το βράδυ «Τσούζει Θανάση μου!» και από την μια τον λυπόμουν και από την άλλη κάθε φορά που το έλεγε έσκαγα στα γέλια!»
    - “The things we do for love” είπε ο Ανδρέας αναστενάζοντας και τον πήρα στην αγκαλιά μου χαρίζοντάς του μια δωρεάν λαρυγγοσκόπηση.
    - «Εμπρρρ, κιτσ-κιτσ-κιτς» ακούσαμε το Νίκο να λέει, δεν τον είχαμε πάρει χαμπάρι ότι είχε έρθει. «Για μαζευτείτε, αμέρικαν μπαρρρ το έχετε κάνει!» μας ψευτομάλωσε.
    - «Καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα!» είπα σε Νίκο και Μαρία.
    - “Hello baby” μου είπε η Μαρία πιάνοντάς με από το σαγόνι.
    - «Ο κήπος είναι ανθηρός!» της απάντησα κάνοντας -όσους καταλάβανε το αστείο- να ξεκαρδιστούνε στα γέλια, και ήταν οι περισσότεροι, καθώς ούτε μια εβδομάδα δεν είχε περάσει από την τελευταία φορά που -το Star νομίζω- είχε προβάλει το «Καλωσήρθε το δολάριο»

    Χαζολογήσαμε για μερικά λεπτά ακόμα και μετά κινήσαμε ο καθένας για το μάθημά του. Η μέρα πέρασε σχετικά γρήγορα και στις 17:00 επιστρέψαμε στο κυλικείο με τη Χριστιάνα για να περιμένουμε τον Ανδρέα. Κατέβηκε παρέα με το Vasily, κάπου τον είχε πετύχει, προφανώς, πάνω και ήρθανε μαζί.

    - “Hello Phoebe, hello Christiana!” μας είπε χαμογελαστός.
    - «Καλώς τον» του απάντησα, την είχε μάθει τη φράση.
    - «Καλώς σας βρήκα!» είπε με σπασμένα Ελληνικά κερδίζοντας το ενθουσιώδες χειροκρότημά μου, κάτι που τον έκανε να χαμογελάσει ακόμα πιο πλατιά.
    - «Χριστιάνα, μπορείς να έρθεις πάνω λίγο; Θέλουν να μας δουν ο κύριος Βασίλης και ο Νικήτας. Φοίβη, μπορεί να αργήσουμε λιγάκι!»

    Ο κύριος Βασίλης ήταν το μικρό του προϊστάμενου του εργαστηρίου, ο οποίος ήταν και ο καθηγητής που δίδασκε υπολογιστική βιολογία στη σχολή, και ο Νικήτας ήταν ο προϊστάμενος ερευνητής και επισκέπτης καθηγητής.

    - «Ναι, ναι, βεβαίως!» είπε και πετάχτηκε πάνω.
    - “Alone, at last!” είπα παθιάρικα στον Vasily, κάνοντας τον να βάλει τα γέλια.
    - “Oh, no you don’t!” μου είπε με προσποιητή έκπληξη.
    - “Oh, yes I do!” του απάντησα απειλητικά και πήγα και έφερα τη σκακιέρα. Μωρέ γελούσαν και τα ανύπαρκτα μουστάκια του, αυτό έχω να πω. “Rapid, 3-1” του είπα εννοώντας συνολικό χρόνο τριών λεπτών που επαυξανόταν κατά ένα δευτερόλεπτο μετά από κάθε κίνηση.
    - “Let the games begin”

    Μωρέ του σκάρωσα μια κασκαρίκα στο πρώτο, το φύσαγε και δεν κρύωνε. Είχα τα άσπρα και ξεκίνησα με e4 το οποίο απάντησε με e5 και συνέχισα με Nf3 το οποίο με τη σειρά του απαντήθηκε με Nc6. Συνέχισα με Bb5, κλασσικό Ruy Lopez το οποίο απάντησε με το όχι και πολύ συνηθισμένο Nge7. Συνέχισα με Nc3, απάντησε με Ng6 αλλά αυτή τη φορά είχα κάτι στο νου μου και δεν συνέχισα με b4 ή h4 όπως ήταν το συνηθισμένο αλλά έπαιξα Bc4. Ο Vasily ύψωσε το βλέμμα του με απορία, φαινόταν σαν σπατάλη τέμπο, αλλά ανταπέδωσα ανέκφραστη το βλέμμα, όποιος νομίζει ότι δεν χρειάζεται poker face στο σκάκι είναι βαθιά γελασμένος! Απάντησε με Bc5. Εγώ συνέχισα με h4 το οποίο απάντησε με h6 και συνέχισα με Nd5. Προτίμησε αντί για ροκέ στο βασιλιά να παίξει Nge7, ροκέ που έκανε ως απάντηση στην επόμενή μου κίνηση η οποία ήταν c3. Συνεχίσαμε και στην 20 κίνηση συνειδητοποίησε τον κίνδυνο μετά την κίνηση Bc3 το οποίο με βρήκε με αξιωματικούς στην κάθετη, για την ακρίβεια έναν στο c3 και τον άλλον στο c2, έχοντας τη βασίλισσά μου στο h5. Απάντησε με Qh6 μπλοκάροντάς μου τη βασίλισσα αλλά ήταν λάθος κίνηση, θα ήταν για εκείνον προτιμότερο να είχε παίξει g6. Δεν προχώρησα σε ανταλλαγή βασιλισσών όπως περίμενε και ούτε μετακίνησα τη δική μου για να την προστατέψω. Αντιθέτως έπαιξα Re7 θυσιάζοντας τη βασίλισσά μου. Απάντησα με Rxg7+ κάνοντας σαχ και εκεί παραιτήθηκε βλέποντας το τέλος να έρχεται ποδοβολώντας.

    - “Damn! That was fucking impressive!” μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω. Μωρέ άλογο τον έκανα, όσο περιμέναμε τα παιδιά δύο ισοπαλίες κατόρθωσε να μου πάρει. Κάποια στιγμή ήρθε και ο Τάσος να παρακολουθήσει το διασυρμό του Vasily. Το σταματήσαμε με το Vasily να λέει στον Τάσο “I can’t take this beating any more.” και μετά γύρισε προς τα μένα. “1800 my ass! I resign!” είπε και μου έδωσε το χέρι του. Τελικό σκορ 6-1. «Guys, sorry for the abrupt leave, I lost track of time and Anastasia is expecting me” είπε και αφού μας χαιρέτησε έφυγε.
    - «Φοίβη, πρέπει οπωσδήποτε να έρθεις στη σκακιστική ομάδα. Προχθές ο Vasily διέλυσε τον Λέανδρο χωρίς καν να ιδρώσει κι εσύ εδώ τον έχεις τρελάνει στη φάπα σα να ήταν το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο!» μου είπε ο Τάσος όταν μας άφησε μόνους ο Vasily.
    - «Ε, ποιος είναι ο Λέανδρος;» ρώτησα.
    - «Μέχρι πριν λίγο πίστευα πως είναι ο καλύτερος παίχτης που έχουμε στη σχολή αλλά βλέποντάς σε να κερδίζεις έτσι εύκολα το Vasily… Ρε έχει κοντά 2200 ELO, είναι ένα βήμα πριν γίνει National Master στις ΗΠΑ κι εσύ τον κοπανάς σα χταπόδι! Jesus! Έλαβες μέρος σε πανελλήνιους αγώνες;»
    - «Όχι, δεν πρόλαβα, πέρσι πήρα το πρωτάθλημα στο νησί. Βασικά η αλήθεια είναι ότι πρώτη φορά έλαβα μέρος, σχεδόν με πήραν από τις κοτσίδες για να με πάνε να διαγωνιστώ, εγώ δεν πολυψηνόμουν.»
    - «Πρέπει οπωσδήποτε να έρθεις στην ομάδα ώστε να μπορείς να λάβεις μέρος στην Πανεπιστημιάδα. Δε νομίζω ότι θα μπορεί κανείς να σε ανταγωνιστεί!»
    - «Έλα τώρα, υπερβολές!» του είπα.
    - «Φοίβη, ο Vasily απέχει μια επιτυχημένη διοργάνωση από το γίνει National Master στη UCF, καταλαβαίνεις τι σου λέω;»
    - «Οκ, οκ, θα έρθω όταν γυρίσουμε από τις διακοπές» τον διαβεβαίωσα.

    Προσπαθούσα να το παίξω ψύχραιμη αλλά η καρδούλα μου το ήξερε. Παίζω σκάκι από μικρή και ήξερα ότι είμαι καλή, άλλωστε ήμουν πρωταθλήτρια Χίου, το πήρα στην πρώτη μου συμμετοχή και αρκετά εύκολα. In retrospect ίσως θα έπρεπε αυτό -ή το γεγονός ότι από τα 15 μου έκανα τον Amstrad-άκο μου του αλατιού στο Cyrus-ΙΙ Chess ακόμα και στο επίπεδο 9- να με είχε προϊδεάσει αλλά από την άλλη σκάκι έπαιζα επειδή μου άρεσε, ποτέ δεν είχα την όρεξη ή τη φιλοδοξία να το δω ανταγωνιστικά. Αλήθεια είχα πει, σχεδόν από τις κοτσίδες με είχαν πάει να λάβω μέρος στο πρωτάθλημα. Από τα 14 μου σχεδόν είχα αποφασίσει ότι το μέλλον μου ήταν οι υπολογιστές. Να πω πάντως ότι με χάλασε αυτή η αναγνώριση από Τάσο και κυρίως Vasily, θα ήταν τεράστιο ψέμα και θα έπεφτε φωτιά να με κάψει!

    Ευτυχώς Ανδρέας και Χριστιάνα δεν αργήσαν να έρθουν, πάλι καλά. Ο Ανδρέας μου υπενθύμισε ότι θα έπρεπε πρώτα να περάσουμε από το καθαριστήριο, τα ρούχα ήταν έτοιμα από εχθές και δεν είχαμε περάσει να τα πάρουμε. Χωρίς χρονοτριβή -και επειδή κόντευε να πάει 18:00- μπήκαμε στο αυτοκίνητο και κατεβήκαμε στη Μίνωος Καλοκαιρινού που βρισκόταν τότε το καθαριστήριο. Ανεβήκαμε από τον κόμβο της Λεωφόρου Κνωσσού και βγήκαμε στην Εθνική, μας πήρε γύρω στο δεκάλεπτο να φτάσουμε στον κόμβο του Γιόφυρου και να βγούμε στην Ηρακλείου-Φαιστού. Γύρω στις 18:30 φτάσαμε στο ΙΤΕ.

    - «Φοίβη, εγώ έχω να αρχίσω να γράφω κείμενο» μου είπε η Χριστιάνα και άνοιξε την τσάντα της δείχνοντάς μου κάποιες χειρόγραφες σημειώσεις. Ο Ανδρέας είχε πάει ήδη στο γραφείο του.
    - «Δεν πειράζει, θα κάνω κι εγώ τις ασκήσεις μου στο Unix» της είπα και αμ έπος αμ έργο, καταπιάστηκα με τις ασκήσεις για την awk, που όσο πήγαιναν ζόριζαν. Δεν υπήρχε αναλυτικό εγχειρίδιο με τη γλώσσα της awk και τα manual pages δεν ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστικά, βρήκα το διάολο μου -και με πολύ trial and error- μέχρι να αρχίσω να αντιλαμβάνομαι την δομή και την σύνταξη της γλώσσας. Έχοντας οι δυο τους δουλειές με φούντες κι εγώ τις κλιμακούμενα ζόρικες ασκήσεις, δεν βρήκαμε χρόνο ούτε για xbomb ούτε για netmaze. Τελειώσαμε γύρω στις 21:00. «Ανδρέα, είπαμε στην Κατερίνα να συναντηθούμε μπροστά στο Έβερεστ και να πάμε όλοι μαζί στη Χάνδακος.»
    - «Ναι, βεβαίως. Θα πρέπει να φεύγουμε σιγά-σιγά γιατί στην 62 Μαρτύρων θα γίνεται της κακομοίρας. Χριστιάνα, τελείωσες εσύ;»
    - «Ναι, τελείωσα κι εγώ. Μια χαρά φαίνονται. Ανδρέα, πότε θα μου ανοίξουν account για να μη χρησιμοποιώ το δικό σου;»
    - «Αμάν, ναι, να τι είχαμε ξεχάσει. Κάτσε να ανοίξω ένα ticket στο CC, αυτοί τα φτιάχνουν συνήθως. Λογικά αύριο θα τον ανοίξουν αλλά καλά κρασιά, θα το δούμε από τη νέα χρονιά!»
    - «Μήπως αντί να πάμε από 62 Μαρτύρων να πάμε από Εθνική και Κνωσσού;» τον ρώτησα.
    - «Γιατί λιγότερη κίνηση θα έχει νομίζεις η Εθνικής Αντιστάσεως; Τέλος πάντων, πάμε και βλέπουμε!»

    Φύγαμε και τελικά ο Ανδρέας ακολουθώντας τη συμβουλή μου πήγε από Εθνική και βγήκε στον κόμβο της Κνωσσού. Κάναμε τον κύκλο της πλατείας Ελευθερίας και μπήκαμε στην Ιδομενέως και σταθήκαμε τυχεροί, κάποιος μας έκανε την τιμή να ξεπαρκάρει και έτσι παρκάραμε κι εμείς, ακριβώς στο ύψος της Δαιδάλου. Η ώρα ήταν 21:20 όταν φτάσαμε στα Λιοντάρια, και στο Έβερεστ ήταν και μας περίμενε η Κατερίνα.

    - «Γεια σας!» μας είπε.
    - «Είσαι ώρα εδώ;» τη ρώτησα.
    - «Όχι, πριν τέσσερα-πέντε λεπτά ήρθα!» μας είπε.
    - «Λοιπόν, πάμε;» είπε ο Ανδρέας.

    Πήγαμε στο Μεξικάνικο και δώσαμε το επίθετο της Ελένης. Στο τραπέζι ήταν ήδη Vasily και Αναστασία, οι υπόλοιποι δεν είχαν έρθει ακόμα. Κάναμε τις συστάσεις και μέχρι να έρθουν οι υπόλοιποι παραγγείλαμε σαγκρία και από μια μαργαρίτα για τον καθένα μας, εμένα μου άρεσε πολύ η φράουλα! Τα δύο υπόλοιπα ζευγάρια δεν άργησαν να έρθουν, πρώτα ήρθε η Ελένη με τον Τάσο και μερικά λεπτά αργότερα Νίκος και Μαρία. Χαιρετηθήκαμε και κάθισαν στο τραπέζι. Εγώ στα αριστερά μου είχα τη Χριστιάνα και στα δεξιά μου τον Ανδρέα. Η Κατερίνα καθόταν αριστερά από την Χριστιάνα. Απέναντί μου καθόταν ο Vasily με την Αναστασία, η οποία σε αντίθεση με το Vasily ήταν μάλλον κλειστός χαρακτήρας και δε μιλούσε πολύ. Δίπλα στο Vasily κάθισαν Τάσος και Ελένη. Στη γωνία κάθισε η Μαρία και στο κεφάλι του τραπεζιού ο Νίκος.

    Όταν ήρθε ο σερβιτόρος παραγγείλαν και οι υπόλοιποι ποτά αλλά του είπαμε να έρθει ξανά σε πέντε λεπτά καθώς σήμερα θα γινόταν και το initiation του Vasily και κάποιος έπρεπε να του εξηγήσει, κάτι που ανέλαβε να το κάνει ο Ανδρέας.

    - “Guys, you know that I live in California, right?” μας ρώτησε. “I don’t know about you, but if Mexican food doesn’t try to make me cry like a baby, I don’t put it into my mouth”.

    Και έτσι για πρώτη φορά γίναμε μάρτυρες αυτού που μέχρι στιγμής το γνωρίζαμε μόνο ως urban legend. Ήταν 16 Δεκεμβρίου του 1993 όταν γίναμε αυτόπτες μάρτυρες της πρώτης επιβεβαιωμένης παραγγελίας *και* κατανάλωσης φαγητού 3-φ. Και όχι μόνο το έφαγε, ούτε καν δάκρυσε ο αθεόφοβος.

    - “It’s kinda mild, but ok, very good, nonetheless. Mmmm, yes, that’s better!” είπε τρώγοντας την πρώτη και μετά τη δεύτερη μπουκιά, αφήνοντάς μας όλους παγωτό, του γκαρσονιού και του σεφ συμπεριλαμβανομένων που είχαν έρθει να διαπιστώσουν με τα ίδια τους τα μάτια ότι κάποιος θα έτρωγε 3-φ!

    Προφανώς κάποιους δεν τους τσούζει, Θανάση μου!

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  11. D Q Juls

    D Q Juls Αρχή...Διαδρομή...Ηδονή...

    Εγώ πάντως θα ήθελε κι άλλη μια πρόταση για το αγόρι. Έχουμε εναλλακτική;
     
  12. Brt

    Brt #ολαπολυ

    Το τι φαΐ έχουν ρίξει. Άσε τον θερμοσίφωνα άνοιξε κλείσε! Τραυμα το έχεις!