Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Daybreak

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 1 Μαϊου 2022.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 25ο
    (Ανδρέας)

    Αυτή τη φορά έδειξα χαρακτήρα και δεν έφαγα του σκασμού. Βοήθησε βέβαια ότι στο μεσημεριανό διάλειμμα είχα πεταχτεί από το σπίτι και εξαφανίσει τα περιεχόμενα του τάπερ. Αν και με αυτά που έτρωγα θα έπρεπε κανονικά να είχα προσθέσει άλλα δέκα κιλά στα σχεδόν δέκα που είχα βάλει από τη μέρα που ήρθα φοιτητής στη Λεβεντογέννα, τα ρούχα μου δε μού έδειχναν κάτι τέτοιο. Η αλήθεια είναι ότι όταν είχα έρθει ήμουν σα στειλιάρι, 65 κιλά για 1,87 μέτρα ύψος. Είχα φτάσει τα 74 αρχές Οκτώβρη και κρίνοντας από τα ρούχα κάπου εκεί θα πρέπει να ήμουν ακόμα.

    Ο μπαγάσας ο Vasily δεν είχε καν ιδρώσει, μας είχε αφήσει όλους μαλάκες. Εγώ δακρύζω μόνο και που θυμάμαι το 2-φ και του λόγου του έφαγε το 3-φ χωρίς καν να παίξει το βλέφαρό του. Μέτρια καυτερό κατά τη γνώμη του, είχε φάει αρκετά πιο καυτερά στη ζωή του. Δεδομένου ότι θα καθόταν δύο χρόνια εδώ, τουλάχιστον σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, ενδεχομένως το Azteca’s να πρόσφερε και 4-φ, έτσι για να λένε ότι υπάρχει και αυτό.

    Η βραδιά πέρασε υπέροχα, με γέλια και εκατέρωθεν πειράγματα, Νίκος και Τάσος είχαν την τιμητική τους, Μαρία και Ελένη τους είχαν βάλει τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι. Βγάλε τη σκούφια σου και βάρα τους, μάλωσα τον εαυτό μου. Ερωτευμένοι και οι δύο, όπως του λόγου μου. Βαριές κουβέντες, το ξέρω, αλλά δεν βρίσκω τι δε θα έκανα για να έχω αυτό το κορίτσι χαμογελαστό στην αγκαλιά μου.

    Ο τρόπος που είχε αντιδράσει στον μίνι-ντουβρουντζά μου ήταν που είχε τραβήξει από την πρίζα τους όποιους φόβους και ανασφάλειες είχα. Δε θα πω ψέματα, δε θα πω ότι δε ζήλεψα αλλά… δεν ξέρω, μήπως τελικά έχω κάτι μαζοχιστικό πάνω μου; Αλλά θα μου πεις αυτό το τσίμπημα δεν είναι πόνος, μου προκαλεί διέγερση. Και αυτό το μικρό αίσθημα ζήλειας αντί να με κάνει να θυμώσω με έκανε να καυλώσω.

    Ποτέ δεν με είχα φανταστεί μέρος κάποιου ιψενικού ή μη τριγώνου. Όχι ότι δεν είχα φαντασιώσεις να πάω με δύο ή και περισσότερες γυναίκες αλλά όχι με αυτό τον τρόπο. Με τη Φοίβη και τη Χριστιάνα οι φαντασιώσεις μου είχαν γίνει πιο συγκεκριμένες και το γεγονός ότι ήξερα πως με τη Χριστιάνα δεν υπάρχει περίπτωση να πραγματοποιηθούν, ή τουλάχιστον όσες αφορούσαν παιχνίδι μεταξύ εμού και της Χριστιάνας, δεν τις εμπόδιζε να δημιουργούνται. Δεν τις είχα εξομολογηθεί στη Φοίβη γιατί φοβόμουν πως θα το πάρει, αλλά τις είχα.

    Να παίρνω από πίσω τη Φοίβη ενώ κάνει στοματικό στη Χριστιάνα. Να παίρνω τη Χριστιάνα από πίσω ενώ κάνει στοματικό στην Φοίβη. Να κάνω στοματικό στη Χριστιάνα και να μου κάνει στοματικό η Φοίβη. Να κάνω εγώ στοματικό στη Φοίβη και να μου κάνει στοματικό η Χριστιάνα. Να μου κάνουν στοματικό και οι δύο μαζί. Να κάθεται η μία πάνω στο πρόσωπό μου και η άλλη πάνω στο όργανό μου. Τι τα έφερα στη σκέψη μου, ορίστε, καύλωσα πάλι. Η Φοίβη δίπλα μου πείραζε την Αναστασία που είχε χαλαρώσει, στην αρχή ήταν πολύ σφιγμένη. Η Χριστιάνα κάτι έλεγε στη Μαρία κάνοντας Μαρία, Ελένη και Κατερίνα να ξεκαρδιστούν. Ο Τάσος είχε πάει δίπλα στο Νίκο με αναμμένο τον αναπτήρα της Κατερίνας υπονοώντας πως ο ίδιος με το Νίκο κρατούσαν το φανάρι. Η Vasily χαμογελούσε με το χαμόγελο της Αναστασίας και εγώ ντράπηκα, όχι για τις φαντασιώσεις μου, αλλά για το γεγονός ότι τις κρατούσα κρυφές από τη Φοίβη μου. Δεν ήθελα να της κρατήσω τίποτα κρυφό. Αποφάσισα το βράδυ που θα γυρνούσαμε σπίτι να της το πω. Το πολύ-πολύ να γινόταν πάλι γαλατικό χωριό, αλλά θα την άφηνα να ηρεμίσει, όπως έκανα πάντα.

    Δεν είμαι «ζεν», τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που εννοεί η Φοίβη, δεν είναι ότι δεν έχω έντονα συναισθήματα, απλά για κάποιο λόγο, όσο πιο έντονο ήταν το συναίσθημα, τόσο πιο πολύ μπορούσα να αποστασιοποιηθώ, καταφέρνοντας πάντα να διατηρώ την ψυχραιμία μου. Δεν ξέρω, ίσως γιατί από μικρός είχα μάθει να μην ανησυχώ για πράγματα για τα οποία εγώ προσωπικά δεν μπορώ να κάνω κάτι.

    Με είχε τσούξει και με τη Σοφία και με την Κατερίνα και με την Έλσα, ειδικά με την πρώτη και την τρίτη, η δεύτερη τουλάχιστον είχε την αξιοπρέπεια να με χωρίσει πριν τα φτιάξει με άλλον. Θα μου πεις, πώς το ξέρεις ότι δεν το είχε κάνει ήδη; Δεν το ξέρω, οπότε επέλεξα να κρατήσω για τον εαυτό μου ότι δεν το είχε κάνει. Μα, θα ρωτούσε κάποιος, δε σε ενδιαφέρει; Η απάντησή μου είναι ότι το χειρότερο, ο χωρισμός δηλαδή, είχε συμβεί, ποιος ο λόγος να κάθομαι να βασανίζω τον εαυτό μου για το αν η στάμνα έσπασε πριν τη βρύση ή μετά την άφιξή της; Το σπάσιμο της στάμνας είναι που έτσουξε. Όσο για τη Σοφία… τυπικά δεν τα είχαμε, ένα ανάλαφρο πεταχτό φιλί στο στόμα είχαμε ανταλλάξει όταν την είχα γυρίσει σπίτι της. Θα μου πεις αυτό δεν ήταν κάτι; Ε, αποδείχτηκε τελικά ότι δεν ήταν. Η Έλσα με είχε τσούξει για διαφορετικό λόγο. Μαρία και Ελένη με είχαν προειδοποιήσει, αλλά δεν τις είχα ακούσει. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία, σημασία έχει ότι η Φοίβη μου δεν ήταν σαν καμία τους.

    - «Πού έχετε παρκάρει;» ρώτησε η Κατερίνα όταν βγήκαμε και οι τέσσερεις μας έξω.
    - «Στην Ιδομενέως, σχεδόν μόλις βγούμε από τη Δαιδάλου» της απάντησα.
    - «Θέλω σοκολάτα!» δήλωσε η Φοίβη.
    - «Ε, πάμε στην κρεπερί να πάρουμε σοκολάτα!» της είπα.
    - «Μη με πάρετε με τις πέτρες αλλά εγώ θέλω κάτι κρύο» είπε η Χριστιάνα. «Λέω να πάρω milkshake!»
    - «Δε με λυπάσαι;» ρώτησε η Κατερίνα που εδώ και καιρό προσπαθούσε εις μάτην να χάσει πέντε κιλά. Ήταν γεματούλα, είναι η αλήθεια.
    - «Άστο μωρέ το κορίτσι να πάρει το milkshake της!» την ψευτομάλωσα. «Άλλωστε ούτε εγώ θα πάρω κάτι.»
    - «Μωρέ τι μας λες! Θα πάρω milkshake και το κρίμα στο λαιμό σας!» μας δήλωσε.
    - «Στο τέλος θα μας δείρει κι από πάνω!» είπα.
    - «Αυτή είναι δουλειά της Φοίβης!» απάντησε η Κατερίνα. «Εμείς τα είπαμε και τα αποφασίσαμε!» συνέχισε.
    - «Αυτό λέγεται καταπίεση!»
    - «Σε καταπιέζω αγαπουλίνι;» με ρώτησε η Φοίβη.
    - «Δε λέω για μένα, για ένα φίλο από το χωριό έλεγα!» απάντησα.
    - «Α, έλεγα μήπως!» συνέχισε.

    Του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ και σοφά ποιόν, το έραψα! Πήγαμε στην κρεπερί και τα κορίτσια παράγγειλαν αυτά που ήθελαν. Εγώ δεν ήθελα να πάρω κάτι αλλά επειδή «τι, έτσι θα μείνεις, να μας κοιτάς σαν κουτάβι;» βρέθηκα κι εγώ με συνοπτικές, και καθόλου δημοκρατικές, διαδικασίες με μια ζεστή σοκολάτα με γεύση φράουλα. Πήραμε το δρόμο της επιστροφής, η ώρα ήταν σχεδόν 23:30. Φτάσαμε στη Φορτέτσα και πάρκαρα μπροστά από το σπίτι των κοριτσιών.

    - «Θέλετε να έρθετε πάνω να πιούμε τα milkshake και τις σοκολάτες;» μας ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Είναι 23:40, δεν έχει κανείς αύριο πρωινό ξύπνημα;» ρώτησα. Η Φοίβη είχε μάθημα στις 13:00. Εγώ από την άλλη είχα μάθημα 09:00 – 11:00 αλλά μετά είχα και δύο ώρες κενό.
    - «Εγώ όχι» είπε η Χριστιάνα. «Ξεκινάω μαθήματα στις 11:00»
    - «Κι εγώ στις 11:00 ξεκινάω αλλά έχω διάβασμα για την πρόοδο του Σαββάτου, οπότε είτε συνεχίσετε είτε όχι, εγώ θα σας καληνυχτίσω» είπε η Κατερίνα.
    - «Εμένα η Παρασκευή είναι η καλύτερη μέρα, έχω μαθήματα 13:00 – 17:00» είπε η Φοίβη.
    - «Ε, τότε γιατί όχι; Εγώ αύριο έχω μάθημα στις 09:00 αλλά δε βαριέσαι, θα την κάνω κοπάνα, άλλωστε με δεκάρι στην πρόοδο, δεν έχω κάτι να ανησυχώ και η ύλη είναι απλά διάβασμα από το βιβλίο.»
    - «Ε, τότε κατεβείτε!» μας είπε η Χριστιάνα. Κατεβήκαμε όλοι και ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο. «Ρε συ Κατερίνα κάτσε κι εσύ λίγο, ξύπνα στις 10:00 αντί στις 09:00» είπε στην Κατερίνα.
    - «Δε φτάνει που μου χαλάς τη δίαιτα, με βάζεις και σε επιπλέον πειρασμούς! Άντε, κομμάτια να γίνει, θα κάτσω καμιά ώρα ακόμα!»
    - «Γιατί εμείς τι θα κάνουμε, θα κατασκηνώσουμε;» απάντησα.
    - «Δεν πάω σπίτι μου απόψε!» δήλωσε η Φοίβη.
    - «Α, να σας πω, μη μου αρχίσετε πάλι τα εμπρός Ανδρέα για μια Ελλάδα νέα και τους ύμνους του ΠΑ.ΣΟ.Κ!» τις ψευτομάλωσα.
    - «Δεν τα λύνουμε μέσα αυτά;» πρότεινε η Κατερίνα.

    Περάσαμε στο σπίτι της Χριστιάνας και καθίσαμε στο σαλόνι. Οι τρεις σουσουράδες κάθισαν στον καναπέ και εμένα με άφησαν με την πολυθρόνα, ο ψωριάρης χώρια.

    - «Μου τα είπε η Χριστιάνα τα χαΐρια τους» είπε απευθυνόμενη προς εμένα η Κατερίνα.
    - «Άσε, θέαμα παραλίγο να γίνουμε. Γκάριζαν και οι δυο τους και η ώρα ήταν 06:00 το πρωί. Είχαν γίνει κουρούπελα, μιλάμε για σουρεαλιστικά σκηνικά. Πάντως, η αλήθεια είναι ότι δεν ένιωθα και καλά να αφήσω τη Χριστιάνα μόνη της, ακόμα και αν καταφέρναμε να ανέβουμε τις σκάλες. Εννοώ είχε γίνει τύφλα και φοβόμουν μην πάθει καμιά αναρρόφηση στον ύπνο της. Εσύ έλειπες, σπίτι της Φοίβης, και με το Σίμπα στην αυλή, δεν μπορούσα να τις πάω, οπότε τις πήρα σπίτι.»
    - “Aww” είπε η Χριστιάνα, «αυτό δεν μας το είχες πει. Είσαι γλύκας!»
    - «Αυτό δε σημαίνει ότι δε μου ήρθε να σας μαυρίσω τα κωλομέρια και των δυο σας. Την ψυχή μου βγάλατε!»
    - «Όχι βία στα γήπεδα!» πετάχτηκε η Φοίβη.
    - «Γελάω, νεαρή;» της είπα αυστηρά.
    - «Όχι» είπε κάνοντάς μου παραπονεμένη φατσούλα.
    - «Μη μου κάνεις γλυκουλουνιές, απατεώνα!» την ψευτομάλωσα.
    - «Λίγο μόνο!» μου απάντησε πεταρίζοντας τα βλέφαρα κάνοντάς με να μην κρατηθώ και να μου ξεφύγει το χαμόγελο ενώ έκανα τον συνοφρυωμένο.
    - «Σουσουράδα, ε, σουσουράδα!» της είπα ψεύτικα αυστηρά.
    - «Νιιιιιι» είπε χειροκροτώντας ενθουσιασμένη κάνοντας Χριστιάνα και Κατερίνα να βάλουν τα γέλια.
    - «Είσαι εσύ μία…» της είπε η Κατερίνα γελώντας ακόμα.
    - «Α, Κατερίνα» είπε η Φοίβη αλλάζοντας θέμα «την Κυριακή λέμε να πάμε Boom-Boom, ψήσε το Βαγγέλη να έρθετε κι εσείς!»
    - «Δεν μπορώ, Φοίβη μου, σ’ ευχαριστώ πάντως. Θα ανέβω μεν την Κυριακή το πρωί αλλά την Κυριακή έχει και τα γενέθλιά της η μητέρα μου.»
    - «Δεν πειράζει, να τη χαίρεσαι!» της είπε.
    - «Σ’ ευχαριστώ πολύ!»
    - «Χριστιάνα, εσένα δε σε ρωτάω» είπε η Φοίβη.
    - «Αλλοίμονο!» απάντησε εκείνη και δεν μπόρεσα να πνίξω το γέλιο μου.
    - «Σας διασκεδάζουμε μεσιέ;» ρώτησε η Φοίβη.
    - «Δεν μίλησε το ανθρωπάκι κυρία Μάρω μου, μη το δείρεις όταν πάτε σπίτι» είπε η Κατερίνα προκαλώντας ακόμα ένα γύρο γέλιου.
    - «Είναι να την έχεις σκίσει τη γάτα, που λέει μια ψυχή!» είπε η Φοίβη.
    - «Φέρτε μου τη Μαρίνα να τη σκίσω! Απόψε σκίζω Μαρίνες!» είπα με στόμφο και με κοιτάξανε και οι τρεις. «Δεν ξέρω αν το προσέξατε αλλά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα... είμαστε!» συμπλήρωσα κερδίζοντας ένα νέο γύρο από γέλια.
    - «Καλά όλα αυτά» είπε η Κατερίνα τραβώντας την τελευταία ρουφηξιά από το milkshake της «αλλά εγώ θα σας αφήσω!» συνέχισε και σηκώθηκε.
    - «Ρε συ δεν είπες ότι θα κάτσεις μια ώρα;» την ρώτησα.
    - «Sue me! Νυστάζω και έχω και διάβασμα γιατί σε αντίθεση με μερικούς και μερικές που αύριο και το Σάββατο θα κάνετε ζωάρα, εγώ έχω διάβασμα και πρόοδο!»
    - «Να σε χαιρετήσω τότε γιατί εγώ θα σε δω του χρόνου» της είπε η Φοίβη και σηκώθηκε και εκείνη με τη σειρά της και πήρε αγκαλιά την Κατερίνα και της έσκασε ένα φιλί σε κάθε μάγουλο. «Καλά Χριστούγεννα και με το καλό να μπει η νέα χρονιά σε σένα και τους δικούς σου.»
    - «Ευχαριστώ μούτρο» της απάντησε η Κατερίνα. «Επίσης καλά Χριστούγεννα και καλή χρονιά με χαρές και υγεία σε όλη την οικογένεια!» είπε και γύρισε προς εμένα που στο μεταξύ είχα σηκωθεί. «Μην τα ξαναλέω, ομοίως!» είπε όπως την είχα πάρει αγκαλιά και τη φιλούσα στο μάγουλο.
    - «Επίσης Κατερίνα. Άντε, θα τα πούμε του χρόνου!»
    - «Άντε, καληνύχτα. Έτσι κι αλλιώς εμείς θα τα πούμε και αύριο και από Δευτέρα» είπε στην Χριστιάνα καθώς εκτός από παιδικές φίλες ήταν και γειτόνισσες.
    - «Καληνύχτα» της είπε η Χριστιάνα
    - «Θα έλεγα “επιτέλους μόνοι” αλλά τη λυπάμαι τη φουκαριάρα. Εντάξει μια μέρα είναι αλλά θα ταξιδεύει μόνη της» είπα.
    - «Η δεύτερη πρόοδος αρχικά είχε οριστεί για το Σάββατο που μας πέρασε αλλά το άλλαξαν, δεν ξέρω γιατί. Η μία ή η άλλη θα ήταν για την Κατερίνα, με την ακύρωση της προόδου είχε περισσότερο χρόνο με το Βαγγέλη. Δε νομίζω ότι τελικά τη χάλασε όπως ήρθαν τα πράγματα.» απάντησε η Χριστιάνα.
    - «Εσύ πώς και δεν πήρες ανόργανη-ΙΙ;» τη ρώτησα.
    - «Γιατί εγώ δεν βιάζομαι να τελειώσω, επιλογής είναι, το παίρνω και του χρόνου.»
    - «Θα είναι πιο ζόρικο με το ΙΤΕ» της είπα. «Εντάξει, δε μας ζητάνε να ήμαστε κάθε μέρα εκεί, αλλά τρεις φορές την εβδομάδα τουλάχιστον ένα τρίωρο τη φορά, πρέπει να το κάνουμε.»
    - «Θα τα βολέψω, μην ανησυχείς, άλλωστε θα έχω και το μηχανάκι και οφείλω να ομολογήσω ότι αν δε μου είχε κάτσει η φάση με το μηχανάκι δε νομίζω ότι θα μπορούσα να έρθω εργαστώ εκεί. Χώρια που θα έπρεπε να μετακομίσω του χρόνου και το σπίτι που μένω μου αρέσει, άντε τώρα να ψάχνεις να πας αλλού. Εδώ είναι δύο τα λεωφορεία που μας βολεύουν για το Πανεπιστήμιο-Κέντρο-Πανεπιστήμιο και μας βγαίνει η Παναγία στο περίμενε, σκέψου τι στάση είχαμε να φάμε για Βούτες.»
    - «Δε μου αρέσει που θα φύγετε και εσείς και το φυσικό. Εντάξει δε θα χαθούμε αλλά από του χρόνου δε θα βλεπόμαστε στα διαλείμματα!» είπε η Φοίβη με παράπονο.
    - «Θα έχεις τον Τασούλη και τον Vasily» την πείραξα.
    - «Άσε με κι εσύ!» μου απάντησε και δεν το συνέχισα, είχα καταλάβει πότε αρχίζει να γίνεται γαλατικό χωριό. Αντί απάντησης ήπια μια γουλιά από τη σοκολάτα μου. Πέρασαν μερικές στιγμές και η Φοίβη κοιτάζοντάς με σαν κουτάβι μου είπε «Συγνώμη μωρουλίνι μου!»
    - «Θα το σκεφτώ!» της είπα βγάζοντας της κοροϊδευτικά τη γλώσσα.
    - «Να μη το σκεφτείς! Άντεεεε» μου είπε ψευτοπαραπονεμένα.
    - «Καλά, δεν το σκέφτομαι!»
    - «Νιιιιι» είπε και χτύπησε τα παλαμάκια.
    - «Είπα εγώ ότι σε συγχώρησα, Αυτοματίξ;»
    - «Ιιιιιικ, δε με συγχώρεσες;;;;»
    - «Αφού σου είπα ότι θα το σκεφτώ και μου είπες να μην το σκεφτώ! Ε, δεν το σκέφτηκα!»
    - «Είδες τι μου κάνει;» ρώτησε τη Χριστιάνα.
    - «I empathize with you αλλά τυπικά έχει δίκιο!» της απάντησε.
    - «Ωραίοι είστε!» μας είπε.
    - «Ναι, είμαστε!» της απάντησα με στόμφο. «Θυμάσαι πως με κυνηγούσαν οι συμμαθήτριές σου;» της είπα βγάζοντας τη γλώσσα.
    - «Κάτσε γιατί τώρα θα αρχίσω να ζηλεύω κι εγώ!» είπε η Χριστιάνα.
    - «Εσύ γιατί;» τη ρώτησα με απορία.
    - «Γιατί θα προτιμούσα να κυνηγάνε εμένα οι συμμαθήτριες της!» απάντησε φλεγματικά, κάνοντάς εμένα και τη Φοίβη να σκάσουμε στα γέλια.
    - «Καθένας με το δικό του Γολγοθά» είπε η Φοίβη. «Εσένα σε κυνηγούσαν οι συμμαθήτριές μου, εσένα σε κυνηγούσαν οι συμμαθητές σου κι εγώ 6 χρόνια κυνηγούσα μύγες» είπε με μια δόση πίκρας.

    Να της το έλεγα ή να μην της το έλεγα. Αν ήμασταν μόνοι μας θα της το είχα πει αλλά με τη Χριστιάνα παρούσα κωλυόμουν. Από την άλλη πάλι η ίδια ήταν που είχε φιλήσει τη Χριστιάνα μπροστά μου. Αυτοματίξ εσύ, μαδάμ; Αλφαβητίξ εγώ!

    - «Ναι αλλά στο τέλος της ημέρας και οι μεν και οι δεν πήραν τα τρία μας. Και αυτή που κυνηγούσε μύγες έχει και Ανδρέα και Χριστιάνα!» της είπα. Το τελευταίο πράγμα που περίμενα ήταν η Φοίβη να μείνει άλαλη και η Χριστιάνα να βάλει τα γέλια.
    - «Εσύ μαδάμ γιατί γελάς;» τη ρώτησε όταν βρήκε τη λαλιά της.
    - «Γιατί είτε μόνος του, είτε μαζί με εμάς τις δύο, πάλι τα τρία μας θα έπαιρναν οι άλλοι!» είπε και ξεράθηκε ακόμα περισσότερο στα γέλια. Την ακολουθήσαμε μερικές στιγμές αργότερα και οι δύο, καταλαβαίνοντας επιτέλους το υπονοούμενο.

    Όταν ηρεμίσαμε σηκώθηκα από την πολυθρόνα και κάθισα στον καναπέ, δεξιά από τη Φοίβη, καθώς στα αριστερά της καθόταν η Χριστιάνα. Έσφιξα τη Φοίβη πάνω μου και της έδωσα ένα τρυφερό φιλί.

    - “Who da boss?” τη ρώτησα.
    - “Me da boss?” απάντησε.
    - “You da boss” τη διαβεβαίωσα.
    - «Εσύ όχι φιλάκι;» είπε παραπονιάρικα στη Χριστιάνα και η τελευταία γούρλωσε πάλι τα μάτια της κοιτάζοντάς μας.
    - «Μη μας κοιτάς έτσι! She da boss!» της είπα.
    - “Me da boss!” είπε η Φοίβη και χτύπησε τα χέρια στο στήθος κάνοντας τον Ταρζάν. Μη βλέποντας κίνηση, άρπαξε εκείνη τη Χριστιάνα και της έδωσε ένα τρυφερό φιλί. “Who da boss?” τη ρώτησε εκ νέου όταν απομακρύνθηκαν τα πρόσωπά τους.
    - “You da boss” της είπε απλά η Χριστιάνα

    Αν ήταν σενάριο τσόντας κάπου εδώ θα πετάγαμε όλοι τα ρούχα μας και θα επιδιδόμασταν σε ολονύχτιο όργιο και όποιον πάρει ο χάρος. Δυστυχώς για μένα -που δε θα με χαλούσε καθόλου η προοπτική- η πραγματική ζωή είναι συνήθως πολύ πιο πεζή. Η Χριστιάνα άναψε ένα τσιγάρο και σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο και το άνοιξε ελαφρά. Τράβηξε μια τζούρα και έβαλε τα γέλια, σαν κάτι να σκέφτηκε.

    - «Τι σκέφτηκε πάλι το σατανικό μυαλό σου;» τη ρώτησε η Φοίβη.
    - «Ότι καλά τα λέει το ρητό. Τα τρία καλύτερα πράγματα στον κόσμο είναι ένα ποτό πριν και ένα τσιγάρο μετά!» είπε κάνοντάς μας γελάσουμε παρότι το «ενδιάμεσο» προς το παρόν δεν ήταν παρά υγρή φαντασίωση, τουλάχιστον όσον αφορά την αφεντιά μου.

    Καθίσαμε σχεδόν μέχρι τις 01:00 καθώς, αν και μάλλον θα έκανα κοπάνα το πρωί, νύσταζα. Χαιρετιστήκαμε και κινήσαμε να φύγουμε

    - «Χριστιάνα» είπε η Φοίβη. «Αύριο το πρωί κατεβαίνοντας πέρνα από εμάς να πάμε όλοι παρέα στο Πανεπιστήμιο»
    - «Έχω μάθημα στις 11:00» είπε η Χριστιάνα.
    - «Ωραία, πέρνα στις 10:45 να ανεβούμε παρέα.»
    - «Στις 13:00 δεν έχεις μάθημα;» τη ρώτησα.
    - «Ναι, αλλά θέλω να περάσω να πάρω το παιχνίδι που έφτιαξα για την Ψηφιακή!»
    - «Αμάν, το είχα ξεχάσει αυτό. Ναι, ναι, να πας να το πάρεις!»
    - «Λοιπόν, καληνύχτα Χριστιάνα» της είπα.
    - «Καληνύχτα παιδιά!» μας είπε αλλά η Φοίβη την άρπαξε και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί γιατί τι, έτσι θα το αφήναμε το κορίτσι;

    Κατεβήκαμε και πάρκαρα έξω από το σπίτι της Φοίβης. Ο Σίμπα, που είχε μάθει πια τον ήχο του αυτοκινήτου, ήρθε ποδοβολώντας σα ρινόκερος στην πόρτα για να μας υποδεχτεί.

    - «Πού είσαι εσύ βρε μούργο;» του είπε η Φοίβη έξω από την πόρτα κερδίζοντας ένα παραπονιάρικο γάβγισμα.

    Μπήκαμε μέσα και μας πήρε αγκαλιά νουμεράδα, πρώτα τη Φοίβη, που της έριχνε και σε μπόι και μετά πάνω μου και κόντεψε να με ρίξει γιατί ναι μεν τον πέρναγα ελάχιστα στο ύψος αλλά στο βάρος μου έριχνε καμιά 20αριά κιλά στο χαλαρό! Η κυρά Ματούλα είχε βάλε φαγητό στην αγέλη, ο Σίμπα είχε εξαφανίσει το δικό του -αυτό θα έλειπε- αλλά Μάκης/Σάκης/Τάκης δεν είχαν φάει όλο το δικό τους.

    - «Ρε συ ο Μάκης είναι θηλυκό» είπα στη Φοίβη.
    - «Καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα!» είπε βγάζοντάς μου τη γλώσσα.
    - «Φοίβη, θα έχει νερό; Θέλω να κάνω ένα ντουζάκι πριν πέσουμε» της είπα.
    - «Είχε λιακάδα όλη μέρα αλλά θα τον ανοίξω για ένα τεταρτάκι γιατί είναι και μαύρη νύχτα» και όπως το είπε έτσι και το έκανε. Όσο περιμέναμε το νερό να ζεστάνει καθίσαμε στο τραπέζι της κουζίνας -ή για να είμαι ακριβής- του ενιαίου χώρου που ήταν σαλόνι και κουζίνα. Το διαμέρισμά μου αν και είχε δωμάτιο, σαλόνι και κουζίνα σε διαφορετικούς χώρους, ήταν μικρότερο από τη γκαρσονιέρα της Φοίβης που είχε τεράστιο χώρο για σαλόνι κουζίνα και πολύ μεγάλο δωμάτιο με δύο ημίδιπλα κρεβάτια με χώρο για δύο κομοδίνα ανάμεσά τους. Πίσω από το δωμάτιο, είχε ένα αποθηκευτικό χώρο με φωταγωγό, που είχε μεν μικρό βάθος, γύρω στο 1,5 μέτρο αλλά έπιανε όλο το πλάτος της γκαρσονιέρας, καθώς δίπλα από το δωμάτιο της ήταν το μπάνιο της, που επίσης ήταν αρκετά μεγαλύτερο από το δικό μου.
    - «Αλήθεια, γιατί δεν έχει βάλει μπανιέρα η κυρά-Ματούλα;»
    - «Δεν ξέρω, πάντως δεν είναι ότι δεν έχει χώρο.»
    - «Όχι μπανιέρα, πισίνα χωράει στο μπάνιο σου. Μήπως να της ζητήσεις να σου φτιάξει μπανιέρα;»
    - «Βασικά αυτό που χρειάζομαι είναι βιβλιοθήκη και γραφείο, τόσος χώρος αριστερά από την κουζίνα πάει χαμένος και αναγκαζόμαστε να διαβάζουμε στο τραπέζι της κουζίνας. Και επειδή σκοπεύω να ζητήσω στους γονείς μου να πάρω PC, το γραφείο τουλάχιστον θα το χρειαστώ οπωσδήποτε.»
    - «Ναι, έχεις δίκιο. Και είναι και καλό σημείο για γραφείο καθώς είναι φωτεινό όλη τη μέρα.»
    - «Ναι, ένας από τους λόγους που το ερωτεύτηκα αυτό το σπίτι με τη μία είναι η πρόσοψή του, μόνο παράθυρα και γυάλινη πόρτα. Και παραλίγο να μην έρθουμε να το δούμε, η αγγελία έλεγε ημιυπόγειο και είχα τρομάξει από τα άλλα που είχαμε δει. Ευτυχώς επέμεινε η μάνα μου. Με το που μπήκα μέσα και το είδα της είπα αυτό είναι! Και μόνο 40.000 το μήνα, λαχείο σκέτο!»
    - «Ναι, το σπίτι σου είναι πραγματικά λαχείο. Φωτεινό, μεγάλο, με τεράστια αυλή και τον τριχωτό δεινόσαυρο για φύλακα. Για πες, τι PC θα πάρεις;» είπα αλλάζοντας κουβέντα.
    - «Λιγουρεύομαι ένα 486 DX2 αλλά -μεταξύ μας- και με ένα 386 ευχαριστημένη θα είμαι. Είναι ακριβά τα ρημάδια, αυτός που είχα δει στο περιοδικό και μου έτρεχαν τα σάλια κάνει 500.000, αλλά λογικό είναι με 16 Mb RAM, 250 Mb σκληρό, κάρτα ήχου και 1Mb κάρτα SVGA. 386 βρίσκεις και με 250-300 χιλιάρικα»
    - «Εμένα μου έχει κάτσει αυτό το laptop που είδα στο RAM» της είπα.
    - «Είναι όμορφος ο κερατάς. Αλλά κάνει και 750000!»
    - «Δεν είπα ότι θα τον πάρω. Μωρέ αν είχα τρελά λεφτά θα ήθελα ένα SPARCstation-10»
    - «Πόσο κάνουν αυτοί;» με ρώτησε
    - «Γύρω στα 5 εκατομμύρια.»
    - «Ο Χριστός και η Παναγία!» μου είπε.
    - «Που να δεις πόσο κάνουν τα DEC. Η cyprus κάνει γύρω στα 30 μύρια»
    - «Εγώ είμαι απλό κορίτσι. Αρκούμαι και με ένα Pentium, τι είναι ένα ψωροεκατομμυριάκι μπροστά σε αυτά που κοστίζουν Sparc και DEC?»
    - «Απλό κορίτσι, πάμε να κάνουμε το μπανάκι μας;»
    - «Πήγαινε εσύ πρώτος αγαπουλίνι και όταν τελειώσεις θα μπω κι εγώ.»
    - «Δε θέλεις παρεούλα;» επέμεινα.
    - «Αμέ! Αλλά θα πρέπει να μπω εγώ πρώτη για λίγο μόνη» μου είπε.
    - «Εντάξει Φοίβη μου. Πήγαινε και όταν είσαι έτοιμη φώναξέ με»
    - «Πάω!» μου είπε, σηκώθηκε και δίνοντάς μου ένα φιλάκι πήγε μέσα.

    Βγήκε από το δωμάτιό της φορώντας μόνο το κιλοτάκι της. Η κίνηση που έκαναν τα στήθη της καθώς περπατούσε μου τον έκανε κατάρτι. Ωστόσο από την άλλη όσο είχε περίοδο μπορούσα να τελειώσω μέσα της, δεν πειράζει, ας λερωνόμουν. Το αίμα ξεπλένεται αλλά η ηδονή του να τελειώνεις μέσα σε κόλπο δε συγκρίνεται με τίποτα. Άκουσα το νερό να τρέχει και πέντε λεπτά αργότερα με φώναξε. Πήγα στο δωμάτιο και γδύθηκα σε χρόνο ρεκόρ. Μπήκα στο μπάνιο, έβαλα το μποξεράκι στα άπλυτα και σπρώχνοντας την κουρτίνα μπήκα μέσα. Η Φοίβη δεν είχε μπανιέρα, το μπάνιο ήταν ένας μεγάλος χώρος που από τη μία είχε τοίχο με ένα μικρό ανακλινόμενο παράθυρο που έπιανε σχεδόν όλο το πλάτος του μπάνιου και από την άλλη μια σειρά τούβλα επενδυμένα με πλακάκι για να μη βγαίνουν τα νερά έξω και που έκλεινε με τη βοήθεια μιας μεγάλης και μακριάς πλαστικής κουρτίνας.

    - «Βρε έκφυλε!» μου είπε βλέποντάς με καυλωμένο.
    - «Δεν είμαι έκφυλος, είναι αστική ευγένεια! Είδε κυρία και σηκώθηκε!»
    - «Ώστε αυτά κάνει όταν δεν τον βλέπω;»
    - «Αυτά τα κάνει, τον βλέπεις δεν τον βλέπεις» της είπα.
    - «Έτσι ε; Να κι εγώ!» είπε και άνοιξε το τηλέφωνο και το γύρισε προς τη μεριά μου. Το είχε κλείσει για λίγη ώρα που πλενόταν και αυτό που βγήκε θα το έλεγες και …δροσερό κάνοντάς με να μπήξω μια καθόλου κολακευτική τσιρίδα.
    - «Θα σε πνίξω» της είπα όταν βρήκα την ανάσα μου και άρχισα να τη γαργαλάω χωρίς έλεος. Στο πάτωμα ήταν απλωμένα πλαστικά για να μη γλιστράει και της έδωσα και κατάλαβε.
    - «Όχι άλλο! Ήμαρτον! Ήμαρτον!» μου είπε όταν την άφησα να βρει τις ανάσες της.
    - “Who da boss?” τη ρώτησα.
    - “You da boss!” απάντησε αμέσως.
    - “Wash da boss!” τη διέταξα και άλλο που δεν ήθελε, αν κρίνω από τα παλαμάκια που έριξε ενθουσιασμένη, πιτσιλώντας με πάλι.

    Πρώτα με έλουσε και μετά έβαλε στο σφουγγάρι το αφρόλουτρό μου και με έτριψε απαλά από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Λόγω του λουσίματος είχα κλείσει τα μάτια μου και το απολάμβανα. Δεν τα άνοιξα ούτε όταν άρχισε να με ξεπλένει. Τα άνοιξα μια και καλή όταν ένιωσα τη υπέροχα γνώριμη αίσθηση του οργάνου μου στο στόμα της. Πριν τη Φοίβη οι μόνες μου εμπειρίες από πίπες ήταν η Κατερίνα και η Έλσα αλλά καμιά δε με είχε φτάσει μέχρι τέλους, ήταν απλό προκαταρκτικό. Η Έλσα το έκανε καλύτερα από την Κατερίνα αλλά σε καμία περίπτωση δεν έφτανε την τέχνη της Φοίβης που λόγω του ανύπαρκτου γκαγκ ρεφλέξ της -όπως λέει και η ίδια- μπορούσε να με πάρει εξ αρχής βαθιά στο στόμα της, καλά δεν το συζητάμε για τώρα που μπορούσε να με πάρει όλο!

    Όσο και αν μου άρεσε ωστόσο η πίπα ούτε αυτή ούτε το παρά φύσιν συγκρίνονταν σε αίσθηση με αυτή του κόλπου. Τη σήκωσα και τη γύρισα προς τον τοίχο. Κόλλησα από πίσω της και αρπάζοντάς την από τα στήθη άρχισα να τα μαλάζω δυνατά ενώ ταυτόχρονα της δάγκωνα και της φιλούσα το σβέρκο. Της τράβηξα λίγο τη λεκάνη προς το μέρος μου και τον έτριψα στα χείλη της. Μπήκα μέσα της με μια απαλή κίνηση και ένιωσα πάλι την αίσθηση του καυτού μαχαιριού σε βούτυρο κερδίζοντας ταυτόχρονα και ένα βογγητό ηδονής. Συνέχισα να μπαινοβγαίνω αργά μέσα της, η ψυχούλα μου το ήξερε με πόσο κόπο βαστιόμουν. Τα χέρια μου δεν είχαν φύγει ούτε στιγμή από τα στήθη της. Έκλεισα και πάλι τα μάτια μου και συνέχισα να μπαινοβγαίνω ρυθμικά μέσα της αρχίζοντας ωστόσο να επιταχύνω το ρυθμό μου, όλο και πιο γρήγορα, με όλο και πιο καρφωτές κινήσεις, απολαμβάνοντας τόσο το πλατάγιασμα των σωμάτων μας όσο και τα βογγητά της. Της άφησα το ένα στήθος και έφερα το χέρι μου στο στόμα της και το έκλεισα ενώ ταυτόχρονα άρχισα να καρφώνομαι με λύσσα μέσα της. Το χέρι μου εμπόδιζε τα βογγητά της να ακουστούν στους πάνω ορόφους αλλά το όλο σκηνικό έκανε τον οργασμό μου να έρθει από το πουθενά και ήταν τόσο δυνατός ο ερχομός του που δεν μπόρεσα να τον ελέγξω. Καρφώθηκα για τελευταία φορά μέσα της και η αίσθηση του οργάνου μου να κάνει σπασμούς βαθιά μέσα στο μουνάκι της είναι πέραν πάσης περιγραφής.

    - «Ω Θεοί» ξεφώνισα όταν βρήκα τις ανάσες μου.
    - «Σ’ αγαπάω… σ’ αγαπάω Ανδρέα μου» είπε γυρίζοντας να με κοιτάξει στα μάτια. Αντί απάντησης την πήρα αγκαλιά και τη φίλησα.

    Όταν τελειώσαμε την άφησα να στεγνώσει τα μαλλιά της και πήγα και ξάπλωσα στο αριστερό κρεββάτι. Το άλλο δεν το χρησιμοποιούσαμε σχεδόν ποτέ. Αν δεν ήταν τόσο τύφλα και οι δυο τους το Σάββατο, θα τις είχα φέρει εδώ, θα έβαζα τις δυο τους να κοιμηθούν στο ένα κρεββάτι κι εγώ στο άλλο. Αλλά και με τις δύο τύφλα και με το Σίμπα στην αυλή αυτό απλά δε μπορούσε να γίνει.

    Η Φοίβη φόρεσε τις πιτζάμες της και κάλτσες -ποτέ δεν έμενε χωρίς κάλτσες όταν είχε περίοδο- και περνώντας από πάνω μου πήγε στη μέσα μεριά, προς τον τοίχο. Εμένα δε μου άρεσε να κοιμάμαι από μέσα, η Φοίβη όμως ήταν στο στοιχείο της, έλεγε ότι νιώθει μεγαλύτερη ζέστη και ασφάλεια.

    - «Το πρωί ήσασταν φρόνιμες;» τη ρώτησα.
    - «Ναι! Μα σοβαρά το είπα ότι πήγα να τη βοηθήσω να μαζέψει!»
    - «Σε πιστεύω βρε! Απλά ρώτησα αν πριν ή μετά κάνατε και τίποτε άλλο!»
    - «Όχι Ανδρέα μου, θα στο έλεγα αν είχε γίνει. Πριν απλά ήπιαμε τον καφέ μας και μιλήσαμε και όταν τελειώσαμε, ξυπνήσαμε και την Κατερίνα για να μας κάνει κι εκείνη παρέα. Πάντως να σου εξομολογηθώ όταν άνοιξε την πόρτα με το ζόρι κρατήθηκα και δεν της όρμισα. Φορούσε ένα απλό φανελάκι και οι ρώγες της ήταν πετρωμένες και σου έχω πει τι υπέροχες ρώγες έχει. Την έστειλα να πάει να ντυθεί γιατί με αποσυντόνιζε και εγώ εκεί είχα πάει για δουλειά όχι για κοκό!»
    - «Ουφ τέτοια μου λες και με καυλώνεις και πάλι. Και όχι τίποτε άλλο αλλά ξέρω ότι θα μείνω και με την περιέργεια για το πως είναι το στήθος της και δεν έχει καθόλου πλάκα!»
    - «Καλά αυτό λύνεται και αλλιώς» μου είπε. «Δεν έχουμε παρά να την πάρουμε μια μέρα για μπάνιο στη θάλασσα, αρκεί να είμαστε οι τρεις μας ή έστω να είναι μαζί Ελένη και Μαρία ή ακόμα και η αδερφή σου, αν έρθει το καλοκαίρι. Αν τα πετάξουμε όλες, νομίζω ότι θα ακολουθήσε.»
    - «Μη μου το θυμίζεις αυτό με την Ευτυχία… ντουβρουτζάς μου είχε έρθει!»
    - «Το ξεπέρασες όμως!»
    - «Ναι αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολο, στην αρχή τουλάχιστον. Τέλος πάντων όπως και να έχει μου έχεις εξάψει την περιέργεια.»
    - «Μπορώ να σταματήσω να σου λέω!» είπε προσπαθώντας να με πειράξει.
    - «Αν θες να σε φυτέψω!» την απείλησα κάνοντάς τη να γελάσει. «Θέλω να σου πω και κάτι άλλο αλλά δεν ξέρω πως θα το πάρεις. Αλλά δε θέλω να σου κρύβω τίποτα, είπαμε μεταξύ μας να τα λέμε όλα!»
    - «Τώρα είσαι εσύ που μου εξάπτεις την περιέργεια μεσιέ» είπε φεύγοντας από την αγκαλιά μου και γυρίζοντας προς τη μεριά μου.
    - «Here goes nothing… Κοίτα, το ξέρω ότι είναι απλά φαντασιώσεις και θα παραμείνουν φαντασιώσεις αλλά… έχω φανταστεί τρίο με τη Χριστιάνα»
    - «Το περίεργο θα ήταν να μην το είχες κάνει!» μου είπε. «Για πες, τι έχεις φαντασιωθεί;»
    - «Το πιο κλασσικό το ξέρεις, εσύ να κάνεις στοματικό στη Χριστιάνα κι εγώ να σε παίρνω από πίσω, είτε κανονικά είτε παρά φύσιν. Αλλά έχω φαντασιωθεί και το άλλο, να είσαι εσύ ξαπλωμένη και να σου κάνει στοματικό η Χριστιάνα και να την παίρνω από πίσω -ναι ξέρω ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ των ποτών. Επίσης έχω φαντασιωθεί να είμαι ξαπλωμένος και η Χριστιάνα να έχει ανέβει στο πρόσωπό μου και να τη γλείφω ενώ εσύ κάθεσαι πάνω μου. Και με την ανάποδη σειρά. Ναι, ξέρω…» συμπλήρωσα.
    - «Τι άλλο;» με ρώτησε.
    - «Χμμμ… Να μου κάνετε στοματικό και οι δύο και να τελειώνω στο στόμα είτε της μίας είτε της άλλης και να φιλιέστε ανταλλάσσοντας το σπέρμα μου. Ή να είστε και οι δύο καθισμένες με ανοιχτά πόδια και να κάνω στοματικό πότε στη μία και πότε στην άλλη μέχρι να τελειώσετε και οι δύο. Ή να μου κάνεις εσύ στοματικό και να κάνω εγώ στοματικό στη Χριστιάνα ή και το ανάποδο. Ή να μου κάνεις στοματικό και εγώ να παίζω με τα στήθη της Χριστιάνας και το ανάποδο. Ή να είσαι γονατισμένη και να μου κάνεις στοματικό και από κάτω σου να είναι η Χριστιάνα και να σου κάνει εσένα καθώς και το ανάποδο. Ή -τέλος- να μου κάνεις γονατιστή στοματικό και από πίσω σου να είναι γονατιστή και η Χριστιάνα και να σου μαλάζει τα στήθη… και φυσικά το ανάποδο. Και όπως σου είπα και πριν ξέρω ότι θα μείνουν φαντασίωση αλλά τι να κάνω, αυτό δε με εμποδίζει να τις έχω!»
    - «Μάλιστα!» μου είπε η Φοίβη.
    - «Θύμωσες;»
    - «Όχι μωρό μου. Να σου εξομολογηθώ… τη φαντασίωση να σου κάνουμε και οι δύο πίπα και να τελειώσεις στα στόματά μας την έχω κι εγώ. Όπως και την άλλη που είπες, να σου κάνω γονατιστή πίπα και από πίσω να με χουφτώνει η Χριστιάνα.»
    - «Σοβαρά;;;;» τη ρώτησα μην πιστεύοντας στ’ αφτιά μου.
    - «Σοβαρότατα… και ο λόγος που δεν στο είχα πει είναι για να μην σου γεννηθούν άδικα ελπίδες… Εννοώ ότι κι εγώ θα το ήθελα αλλά δε νομίζω η Χριστιάνα να συμφωνούσε ποτέ σε κάτι τέτοιο. Η αλήθεια είναι ότι έχει κάνει στοματικό σε άνδρα και μιλάμε μέχρι τέλους, κατάπινε, αλλά για λάθος λόγους. Εννοώ ότι προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι μπορεί να πάει με άντρα και όταν κατάλαβε ότι …δεν, απλά έκανε πίπες για να γλυτώνει τη διείσδυση. Και να φανταστείς ήταν εκείνος που της ζήτησε να χωρίσουν, ανάθεμά με και αν καταλαβαίνω γιατί είχε κάτσει και το είχε υπομείνει όλο αυτό. Εδώ ακόμα κοκκινίζει όταν τη φιλάω μπροστά σου… αλλά που θα μου πάει, εκεί τουλάχιστον θα τη στρώσω ή έτσι θέλω να ελπίζω!»
    - «Οι άλλες φαντασιώσεις μου σε πειράξανε;»
    - «Να σου πω… η φαντασίωσή σου πχ να κάνεις στοματικό στη Χριστιάνα και να σου κάνω εγώ στοματικό -ή και το ανάποδ0- δε θα με χαλούσε. Η ιδέα να μπεις μπροστά ή πίσω της από την άλλη… ναι, με ενοχλεί σαν ιδέα. Δεν ξέρω, είναι περίεργο. Εννοώ εσύ δεν έχεις πρόβλημα να βγάζω τα μάτια μου με τη Χριστιάνα κι εγώ ζορίζομαι στη σκέψη να συμμετάσχεις κι εσύ με διείσδυση μέσα της.»
    - «Φοίβη, ισχύει αυτό που σου είχα πει, δεν είναι tit-for-tat. Όπως και να έχει ακόμα και αν είχα τις ευχές σου, διείσδυση είναι out of question, όχι ότι τα περί στοματικού είναι ιδιαίτερα πιθανά. Απλά αν το στοματικό έχει 0.01% το άλλο είναι 0%, τέλος. Και όταν λέω 0.01% εννοώ να της κάνω εγώ στοματικό. Να μου κάνει εκείνη, ούτε 0.0001%»
    - «Για το άλλο μην ορκίζεσαι, το δύσκολο θα είναι πειστεί να της το κάνεις πρώτη φορά. Με την τέχνη που έχεις θα λέει “δώσε και μένα μπάρμπα”»
    - «Δε νομίζω ότι το εντός εισαγωγικών πρόβλημά της είναι η τέχνη αλλά ο τεχνίτης. Ακόμα και αν κάνω καλύτερα στοματικό σε γυναίκα απ’ ότι εσύ, το γεγονός και μόνο ότι της το κάνει άντρας, μάλλον θα την ξενέρωνε τελείως. Δηλαδή φαντάζομαι, δεν ξέρω. Στα δικά μου μάτια, από την οπτική της, το να της κάνει στοματικό ένας άνδρας θα ήταν το ισοδύναμο να μου κάνει εμένα στοματικό ένας άνδρας, όσο καλό και αν είναι και μόνο η ιδέα ότι είναι άνδρας… δεν ξέρω αν θα μου σηκωνόταν καν!»
    - «Μπορεί, τι να σου πω;»
    - «Φοίβη, μια τελευταία παρατήρηση και σε παρακαλώ μην το πάρεις ότι ζηλεύω. Θα πρέπει να είσαι πιο προσεκτική με τη Χριστιάνα. Ξέρω ότι η διαχυτικότητά σου είναι αυθόρμητη αλλά μπορεί να παρεξηγηθεί. Ή μάλλον όχι να παρεξηγηθεί, λάθος λέξη, αλλά να σπάσεις τις άμυνές της και να σε ερωτευτεί. Δεν ξέρω… εννοώ… πώς μπορεί να είσαι έτσι με κάποιον άνθρωπο και να μην σ’ ερωτευτεί; Εγώ… εμένα… δε μου πήρε ούτε καν μια μέρα από το πρώτο μας φιλί για να…»
    - «Μωρό μου εσύ!» μου είπε και με τράβηξε πάνω της. «Άργησες πάντως, εγώ ήμουν ερωτευμένη από το πρώτο μας φιλί!»
    - «Εγώ σε ερωτεύτηκα αφού τα φτιάξαμε!» της είπα πειράζοντάς την. «Όταν με ρώτησες αν τα έχουμε ήσουν τόσο γλυκιά… τόσο ευάλωτη. Ήταν τόσο αστείο το σκηνικό που με το ζόρι κρατιόμουν να μη βάλω τα γέλια και αυτό από το φόβο μη σε πληγώσω!»
    - «Κοίτα, νομίζω ότι κάπου το καταλαβαίνει και η ίδια. Εννοώ ότι δεν την βλέπω όπως την Μαρία ή την Ελένη ή την Κατερίνα, αυτό που νιώθω για τη Χριστιάνα είναι πιο τρυφερό, πιο ερωτικό αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι έρωτας, η ένταση αυτών που νιώθω για σένα είναι… πως να στο πω, άλλη τάξη μεγέθους. Είναι σα να συγκρίνω τη φωτιά στο τζάκι με τον Ήλιο!»
    - «Εντάξει, εφόσον είσαι σίγουρη για το τι κάνεις δεν έχω να πω κάτι περισσότερο. Εμπιστεύομαι την κρίση σου όπως εμπιστεύομαι εσένα την ίδια!»
    - «Πάντα στο τέλος ξουρίζουν το γαμπρό, έλεγε ο μπάρμπα-Φοίβος» μου είπε. «Μπήκε στο συγκεκριμένο χορό μαζί μου εις γνώση της και το ξέρει ότι ο χορός αυτός γίνεται μόνο με τη συγκατάθεσή σου όσο αυτή υπάρχει. Δε μου αρέσει καθόλου η σκέψη να πληγωθεί αλλά η απόλυτή προτεραιότητά μου είναι να μην πληγωθείς εσύ. Ναι μου αρέσει, αλλά ζω και χωρίς αυτό. Το χωρίς εσένα είναι που δεν μπορώ να αντέξω καν σα σκέψη. Είναι το ρίσκο που πήρε και είναι ενήλικη.»
    - «Όλοι παίρνουμε καθένας το δικό του ρίσκο, κανείς δεν ξέρει το μέλλον Φοίβη. Κι εγώ πήρα τα ρίσκα μου και εσύ πήρες τα όποια δικά σου. Για μένα δεν υπάρχει κάτι άλλο πέραν του ότι το θέλει η Φοίβη μου και περνάει από το χέρι μου να της το δώσω.»
    - «Σ’ αγαπάω! Σ’ αγαπάω τόσο πολύ!»
    - «Κι εγώ κοριτσάκι μου, τόσο κι άλλο τόσο κι ακόμα περισσότερο!»
    - «Όχι, εγώ περισσότερο!» μου είπε.
    - «Καλά, το ίδιο!» της είπα.
    - «Οκ, το δέχομαι» μου είπε χαμογελαστή. «Αγκαλίτσα;» με ρώτησε.
    - «Φοίβη μου… και στην άλλη άκρη του κόσμου να είσαι, πάλι μέσα σε αυτή την αγκαλιά θα βρίσκεσαι!»
    - «Αγκαλίτσααααααααα» μου είπε.
    - «Έλα μούτρο, όρμα!» της είπα ανοίγοντας την αγκαλιά μου και σφίγγοντάς την δυνατά όταν μπήκε μέσα της.
    - «Είναι το καλύτερο και πιο χουχουλιάρικο μέρος του κόσμου!» μου δήλωσε.
    - «Ναι! Είναι» της είπα με στόμφο χαϊδεύοντάς την τρυφερά στα μαλλιά. Πέρασε λίγη ώρα έτσι και ένιωσα τα μάτια μου να βαραίνουν αλλά η κυρία είχε άλλα πράγματα στο νου της. Το χέρι της κινήθηκε ύποπτα προς το μποξεράκι μου, υποψία που έγινε …βεβαιότητα περνώντας το χέρι της μέσα του.
    - «Ανδρέα;» μου είπε χαμηλώνοντας προς τα κάτω. «Μη με ξεσκεπάσεις, θέλω να μη βλέπεις» μου είπε. Ελευθέρωσε το όργανό μου από το μποξεράκι και του έγλειψε απαλά το κεφαλάκι και μετά συνέχισε με τη γλώσσα της μέχρι τη βάση του. «Φαντάσου ότι είμαι η Χριστιάνα» μου είπε και μου έκανε το τσιμπούκι της ζωής μου!

    Μεγάλο πράγμα το ανθρώπινο μυαλό. Εννοώ ότι δεν ήταν ότι η Φοίβη έκανε κάτι διαφορετικό αυτή τη φορά. Ήταν που στη φαντασία μου -και μάλιστα με τη δική της προτροπή- είχα φέρει τη Χριστιάνα να μου το κάνει πίπα. Ξέραμε και οι δυο μας ότι αυτό ήταν ουσιαστικά απίθανο να συμβεί στην πραγματικότητα αλλά αυτό ουδόλως εμπόδισε τη φαντασία. Ένιωσα τα μάτια μου να γυρνάνε στις κόγχες τους από την ηδονή καθώς άδειαζα μέσα στο στόμα της με το χέρι της να κάνει ακόμα σφιχτές, κυκλικές κινήσεις, λες και προσπαθούσε να με στραγγίσει.

    Είχα πέσει στο μαξιλάρι και κοίταζα το ταβάνι προσπαθώντας να βρω τις ανάσες μου. Μα δεν είχε τελειώσει, η Φοίβη σηκώθηκε από τα σκεπάσματα κοιτάζοντάς με μέ πονηρό ύφος. Τι σχεδίαζε ο θηλυκός Μακιαβέλλι; Γρήγορα πήρα την απάντησή μου όταν με φίλησε, γευόμενος το ίδιο μου το σπέρμα. Το είχα ξανακάνει αυτό την πρώτη φορά που κάναμε έρωτα όταν τελείωσα στο στομάχι της αλλά αυτή τη φορά ήταν το δικό της στόμα που μου το πρόσφερε, όχι το δικό μου. Δε θα έλεγα ότι με ξετρέλαινε η ιδέα και ας ήμουν εγώ εκείνος που το είχε κάνει για πρώτη φορά. Ωστόσο μια και ήταν ιδέα της δεν ήθελα να της το χαλάσω.

    - «Ήθελα να δοκιμάσω πως είναι να φιλάω άλλο στόμα ενώ είναι το δικό μου που είναι γεμάτο σπέρμα. Εντάξει, όχι ακριβώς γεμάτο, κατάπια κάμποσο… αλλά you get the idea. Βέβαια το φιλί σου είναι διαφορετικό από αυτό της Χριστιάνας…» είπε και την έκοψα.
    - «Τι διαφορετικό έχει;»
    - «Είναι και αυτό πολύ όμορφο αλλά δεν συγκρίνεται με το πόσο υπέροχα με φιλάς εσύ. Το δικό σου φιλί… δεν ξέρω πως να το πω… είναι πιο ενεργητικό. Αν μπορούσα να το περιγράψω… πώς είναι που με κάνεις να λιώνω στην αγκαλιά σου όταν με φιλάς; Κάτι αντίστοιχο νιώθει και η Χριστιάνα όταν φιλιόμαστε, είναι πάντα πρόθυμο και παθιασμένο το φιλί της… αλλά πώς να το πω; Πιο δοτικό… πιο παθητικό. Κάπως έτσι το νιώθω κι εγώ μαζί σου… με αρπάζεις και με φιλάς και νιώθω να σου παραδίνομαι τελείως. Δεν ξέρω αν το νιώθεις εσύ έτσι αλλά αυτό που εκλαμβάνω από το φιλί της είναι ότι εκείνη είναι που μου παραδίδεται.»
    - «Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ έτσι» της ομολόγησα. «Πάντως… όπως το βλέπω εγώ, δε θα το ονόμαζα επιθετικό.»
    - «Όχι, όχι! Δεν είπα επιθετικό, ενεργητικό είπα» με διόρθωσε. «Πως να στο πω… Με κλείνεις στην αγκαλιά σου ακόμα και όταν είμαι εγώ που σε φιλάω πρώτη. Ε, το αντίθετο συμβαίνει με τη Χριστιάνα, είναι εκείνη που νιώθω ότι κλείνεται στη δική μου αγκαλιά. Δεν μπορώ να το προσδιορίσω ακριβέστερα.»
    - «Νομίζω ότι καταλαβαίνω σε γενικές γραμμές» της απάντησα. «Τέλος πάντων, η ουσία είναι ότι το απολαμβάνεις είτε έτσι είτε γιουβέτσι!»
    - «ΙΙΙΙΙΚ, υπέροχη ιδέα! Όταν γυρίσουμε το Γενάρη θα φτιάξω γιουβέτσι!» μου είπε κάνοντάς με να γελάσω.
    - «Μούτρο, πέφτουμε για ύπνο;»
    - «Ναι μωρό μου. Καληνυχτούδια, όνειρα γλυκά» μου είπε και ανασηκώθηκε ελαφρά από την αγκαλιά μου για να με φιλήσει, επιστρέφοντας μέσα της αμέσως μόλις το έκανε.
    - «Καληνύχτα μωρό μου» της είπα σφίγγοντάς την και ο ύπνος δεν άργησε να με πάρει.

    Μιας και δεν χρειαζόταν να σηκωθεί κανείς μας πρωινιάτικα είχαμε βάλει το ξυπνητήρι στις 10:00. Όταν ξύπνησα ήταν 10:25. Η Φοίβη κατά τα φαινόμενα είχε ξυπνήσει, δεν ήταν δίπλα μου. Σηκώθηκα καθιστός και τεντώθηκα. Άκουσα νερό να τρέχει, μάλλον έκανε το πρωινό της ντουζ. Δεδομένου ότι είχαμε κάνει αμέσως πριν πέσουμε, εγώ αποφάσισα να μην κάνω. Σηκώθηκα και ντύθηκα περιμένοντάς την να τελειώσει και να βγει από το μπάνιο για να πάω να κάνω την πρωινή μου τουαλέτα και να πλύνω και τα δόντια μου. Στο τραπέζι της κουζίνας είχε δύο πιάτα, το ένα με ένα τοστ και το άλλο με δύο. Τα ποτήρια με την πορτοκαλάδα ήταν σχεδόν ξέχειλα αλλά στην κανάτα είχε κι άλλη, προφανώς η Φοίβη έστυψε όλα τα πορτοκάλια καθώς σήμερα θα φεύγαμε. Στις 17:00 σχολούσαμε και οι δύο και, δεδομένου ότι δε θα είχαμε να πάρουμε και πολλά πράγματα μαζί μας, δε θα μας έπαιρνε ώρα να ετοιμαστούμε.

    - «Ξύπνησες μωρό μου;» μου είπε βγαίνοντας από το μπάνιο, τυλιγμένη με το μπουρνούζι της.
    - «Ναι καρδούλα μου» είπα και σηκώθηκα από την καρέκλα και της έδωσα ένα πεταχτό φιλί. «Πήγαινε να αλλάξεις μέχρι να τελειώσω» της είπα και μπήκα στο μπάνιο. Μέχρι να τελειώσω και το πλύσιμο των δοντιών είχε ετοιμαστεί και η Φοίβη. Καθίσαμε και αρχίσαμε να τρώμε, χωρίς να μιλάμε. Ένιωθα δίψα και ήπια το ένα ποτήρι πορτοκαλάδα μονοκοπανιά και το γέμισα ξανά. «Ουφ, έσκασα» της είπα όταν τέλειωσα και το δεύτερο τοστ και ήπια και το δεύτερο ποτήρι πορτοκαλάδα.
    - «Πιες ακόμα λίγο» μου είπε.
    - «Αυτή τη στιγμή δεν χωράει άλλο» της είπα.
    - «Ούτε κι εγώ μπορώ να πιώ άλλο αλλά είναι αμαρτία να το πετάξουμε!» μου είπε. Δίκιο είχε αλλά τι να κάνω;
    - «Βάλ’τη στο ψυγείο να την πιώ το απόγευμα.» Κοίταξα το ρολόι, κόντευε 10:40.
    - «Ανδρέα, έχε το νου σου μήπως έρθει η Χριστιάνα μέχρι να πλύνω τα πιάτα». Το σπίτι δεν είχε κουδούνι οπότε έπρεπε να σταθούμε καραούλι αν περιμέναμε κάποιον.
    - «Α, να τες!» της είπα και βγήκα έξω συνοδεία του Σίμπα να πάω να ανοίξω σε Κατερίνα και Χριστιάνα. «Καλώς τες, καθίστε να σας ανοίξω!» τους είπα.
    - «Ναι, εγώ δεν θα μπω μέσα!» είπε η Κατερίνα κοιτάζοντας τον Σίμπα.
    - «Δε θα σε πειράξει, είναι πολύ φιλικός!» τη διαβεβαίωσα.
    - «Δε σφάξανε! Αυτός είναι πιο ψηλός από μένα!» είπε και η αλήθεια είναι πως όπως είχε σκαρφαλώσει πάνω στην πόρτα, κάνοντας χαρούλες στη Χριστιάνα που είχε θάρρος μαζί του και τον χάιδευε, την περνούσε αρκετά σε μπόι. Εδώ περνούσε σε μπόι τη Χριστιάνα που ήταν πάνω από 15 πόντους πιο ψηλή από την Κατερίνα.
    - «Τι τέρας είσαι εσύ μωρέ; Ε; Τι τέρας; Ιιιιχ σίχαμα, μη με γλείφεις στη μούρη!» είπε η Χριστιάνα στον τρισευτυχισμένο Σίμπα.
    - «Ελάτε, πάμε. Σίμπα, κάτω!» του είπα. «Σίμπα!» επανέλαβα σε πιο έντονο τόνο και ο φουκαράς κάθισε κάτω με κατεβασμένα αφτιά και η θλιμμένη φάτσα του ξύπνησε τα μητρικά της Κατερίνας.
    - «Ει! Μην τον μαλώνεις!» μου είπε. Ο Σίμπα την κοίταξε και της κούνησε την ουρά.
    - «Χάιδεψέ τον» της είπα. «Δεν πρόκειται να σε πειράξει.»
    - «Σίγουρα;» είπε ακόμα προβληματισμένη η Κατερίνα αλλά εκείνη τη στιγμή ο θηλυκός …Μάκης βρήκε ευκαιρία και σκαρφάλωσε στην κεφάλα του Σίμπα παριστάνοντας τον παπαγάλο. «Ο Χριστός και η Παναγία» είπε βλέποντας τον τριχωτό δεινόσαυρο με ανοιχτό στόμα και τη γλώσσα έξω και με τον Μάκη πάνω στην κεφάλα του να γλείφει τα πόδια της κάνοντας ασκήσεις ισορροπίας. Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που λες «μακάρι να είχα μαζί μου μια φωτογραφική μηχανή».
    - «Άντε, τι περιμένετε;» είπε η Φοίβη από την πόρτα.
    - «Την Κατερίνα να μαζέψει το σαγόνι της από το πάτωμα» είπα αστειευόμενος. «Έλα να βλέπω κίνηση» τους είπα και αφήσαμε τον Σίμπα με το Μάκη στο κεφάλι του και προχωρήσαμε προς τα μέσα.
    - «Εχμ, γιατί μπήκαμε εμείς μέσα και δε βγήκατε εσείς έξω για να πάμε στο Πανεπιστήμιο;» ρώτησε -και πολύ λογικά εδώ που τα λέμε- η Κατερίνα.
    - «Γι’ αυτό!» τους είπε η Φοίβη δίνοντας ένα ποτήρι γεμάτο πορτοκαλάδα στην καθεμιά τους.
    - «Ευχαριστώ μαμά!» της είπε η Κατερίνα και πήρε την πορτοκαλάδα από το χέρι της Φοίβης. Η Χριστιάνα χαμογελώντας αδιόρατα πήρε την άλλη πορτοκαλάδα. Με τη Φοίβη να παριστάνει τον κέρβερο ήπιαν και οι δύο αδιαμαρτύρητα τις πορτοκαλάδες τους.
    - «Τους ζυγούς λύσατε!» τους είπε με τόνο που θα ζήλευε και ο πιο φιλόδοξος λοχίας όταν της έδωσαν τα άδεια ποτήρια τα οποία αφού γέμισε νερό τα άφησε στο νεροχύτη, με προφανή σκοπό να τα πλύνει το απόγευμα.

    Κινήσαμε με τα πόδια να πάμε στο πανεπιστήμιο, δεν είχαμε λόγο να πάμε με το αυτοκίνητο και 10:55 ήμασταν στο κυλικείο. Δεν είχαμε πιει καφέ σπίτι, αφενός γιατί δεν προλαβαίναμε την ώρα που ξυπνήσαμε και αφετέρου επειδή δε θέλαμε να ανοίξουμε γάλα και να μας μείνει, οπότε πήραμε καφέ από το κυλικείο. Βασικά εγώ πήγα και κάθισα για να πιάσω τραπέζι και πήγαν οι τρεις τους για τους καφέδες. Η Ελένη ήταν στο μάθημα στο οποίο είχα κάνει κοπάνα και ο Νίκος με τη Μαρία τις Παρασκευές ερχόντουσαν πάνω-κάτω την ίδια ώρα. «Ορίστε, δεν έλεγα έξι νούμερα;» σκέφτηκα μέσα μου βλέποντας Μαρία και Νίκο να έρχονται στο κυλικείο. Στις 11:01 βγήκε από το μάθημα και η Ελένη και ήρθε και μας βρήκε.

    - «Πού ήσουν εσύ βρε κοπανατζή;» με ρώτησε.
    - «Να έγραφες κι εσύ δέκα στην πρόοδο να γινόσουν και του λόγου σου!» της είπα πειράζοντάς την, η Ελένη ίσα που είχε πιάσει τη βάση στην ίδια πρόοδο.
    - «Θα σε κοπανίσω!» με απείλησε.
    - «Εεεπ! Δε θα μου φας εσύ τη δουλειά!» είπε η Φοίβη.
    - «Καλά, κοπάνα τον εσύ!» της είπε η Ελένη.
    - «Τώρα μάλιστα!» δήλωσε η Φοίβη κάνοντας τους υπόλοιπους να γελάσουν.

    Είπαμε, είναι να την έχεις σκίσει τη γάτα!

    Η μέρα πέρασε σαν αστραπή. Στις 17:00 είχαμε δώσει ραντεβού στην πάνω έξοδο του πανεπιστημίου αλλά εγώ καθυστέρησα μερικά λεπτά. Φοίβη, Χριστιάνα και Κατερίνα ήταν εκεί και με περίμεναν. Φύγαμε, κάνοντας μια στάση στο σπίτι της Φοίβης.

    - «Μωρό μου, θα πάω τα κορίτσια πάνω με το αυτοκίνητο και θα πάω να φτιάξω τα πράγματά μου. Θα είμαι εδώ πριν τις 18:00» της είπα.
    - «Πήγαινε καρδούλα μου» μου είπε και μου έδωσε ένα φιλί.
    - «Τσούπρες;» είπα απευθυνόμενος σε Χριστιάνα και Κατερίνα. «Μπάτε μέσα!»
    - «Ανδρέα, δε χρειάζεται να σε τρέχουμε!» είπε η Κατερίνα.
    - «Ρε μπες μέσα και άσε την πάρλα!» της είπα.

    Τις άφησα σπίτι τους και αφού χαιρετήθηκα -ξανά- με την Κατερίνα, υπενθύμισα -επίσης ξανά- στη Χριστιάνα ότι κατά τις 18:00 θα περνούσαμε να την πάρουμε οπότε να είναι έτοιμη. Έκανα αναστροφή και γύρισα σπίτι μου. Γέμισα στα γρήγορα το μεγάλο μου σάκο με τα πράγματα που ήθελα να πάρω μαζί μου. Έκανα μια γενική επιθεώρηση σε όλο το σπίτι επιβεβαιώνοντας ότι όλοι οι διακόπτες ρεύματος/νερού ήταν κλειστοί και ότι δεν είχε μείνει κάτι στο ψυγείο. Έβαλα σε ένα σακουλάκι τις 4-5 φέτες ζαμπόν και τυρί που είχαν μείνει για να τα δώσω στο Σίμπα. Στο ψυγείο είχε μόνο αναψυκτικά και μπύρες. Είχε μείνει και μισό βαζάκι μερέντα αλλά αυτό δε φοβόμουν ότι θα χαλάσει. Αφού βεβαιώθηκα ότι δεν είχα ξεχάσει τίποτα, κλείδωσα το σπίτι και, αφού έβαλα τα πράγματα στο πορτμπαγκάζ, ξεκίνησα για το σπίτι της Φοίβης. Μπήκα μέσα και τη βοήθησα να κουβαλήσει τα πράγματά της στο αυτοκίνητο, μια βαλίτσα είχε πάρει και εκείνη αλλά ήταν σα μπαούλο π’ ανάθεμά την.

    - «Καλά παιδί μου, τι έχεις βάλει μέσα;» τη ρώτησα.
    - «Βιβλία και σημειώσεις για διάβασμα. Εσύ δεν πήρες;»
    - «Κι εγώ τα πήρα αλλά δε ζυγίζουν δύο τόνους!»
    - «Μόνο η Φυσική είναι δύο τόμοι και ο Σπίβακ άλλος ένας» ξεκίνησε να λέει αλλά τη διέκοψα.
    - «Καλά-καλά, όχι ότι θα τα πάρεις και στην πλάτη. Έτσι κι αλλιώς θα σε πάω εγώ στο αεροδρόμιο και φαντάζομαι ότι στη Χίο θα έρθουν να σε πάρουν οι δικοί σου!»

    Ο Σίμπα λες και είχε καταλάβει ότι θα κάναμε πολλές μέρες να τον ξαναδούμε και είχε κατεβάσει τα μούτρα του μέχρι το πάτωμα και γαύγιζε παραπονεμένα. Ήταν κομμάτι δύσκολος ο αποχαιρετισμός, είχε σκαρφαλώσει στη Φοίβη και δεν την άφηνε να φύγει. Όχι ότι η αφεντιά της πήγαινε πίσω, όταν επιτέλους την άφησε ο Σίμπα να φύγει τα μάτια της ήταν κόκκινα.

    - «Έλα βρε, σε 20 μέρες θα τον ξαναδείς!» της είπα.
    - «Θα μου λείψει ο μούργος!»

    Ήταν η σειρά μου να κάνω χάδια στο Σίμπα και υπέμεινα στωικά το γλείψιμο. Ψεύτης μην είμαι, θα μου έλειπε και μένα ο κοπρίτης! Με το Σίμπα να μας κοιτάζει παραπονεμένος από την πόρτα ανεβήκαμε στη Φορτέτσα να πάρουμε τη Χριστιάνα. Η Φοίβη της χτύπησε το κουδούνι και όταν άνοιξε η πόρτα ανέβηκε πάνω για να τη βοηθήσει να κατεβάσουν τα πράγματά της. Η Χριστιάνα κατέβηκε με μια βαλίτσα κι ένα σάκο στην πλάτη. Έβγαλα το σάκο μου από το πορτμπαγκάζ και το έβαλα στο πίσω κάθισμα ώστε οι βαλίτσες να χωράνε η μία πάνω στην άλλη.

    - «Λοιπόν, πάμε;» τις ρώτησα όταν μπήκε και η Φοίβη στο αυτοκίνητο.
    - «Πάμε» μου είπε η Φοίβη και ξεκινήσαμε για το λιμάνι στο οποίο φτάσαμε δεκαπέντε λεπτά αργότερα. Σταμάτησα έξω από το καράβι και τους είπα να πάρουν τις τσάντες τους -που είχαν για το βράδι- και να με περιμένουν, καθώς ήμουν εγώ που είχα το εισιτήριο για τη Φοίβη, εμένα και φυσικά για το αυτοκίνητο. Σήμερα θα ταξιδεύαμε με το Ν. Καζαντζάκης. Έβαλα το αυτοκίνητο εκεί που μου είπαν και βγήκα προς τα έξω να βρω τα κορίτσια, τα οποία με περίμεναν στην άκρη της πλαϊνής εισόδου στο γκαράζ.

    Αφού μας έλεγξαν τα εισιτήρια περάσαμε μέσα και ανεβήκαμε στη ρεσεψιόν για να μας οδηγήσουν στις καμπίνες μας. Εγώ δεν είχα πάρει τίποτα μαζί μου εκτός από τα κλειδιά του αυτοκινήτου και το πορτοφόλι μου, οπότε τα είχα βάλει στην τσάντα της Φοίβης. Είχαμε κλείσει δίκλινο β’ θέσης ενώ η Χριστιάνα ήταν και αυτή σε β’ θέση αλλά σε τετράκλινο. Δώσαμε ραντεβού στην καφετέρια και ακολουθώντας τους καμαρότους πήγαμε στις καμπίνες μας. Πρώτα φτάσαμε στην καμπίνα της Χριστιάνας οπότε εκεί την αφήσαμε και συνεχίσαμε για λίγο αλλά μόλις περάσαμε τον επόμενο διάδρομο, σταμάτησε και μας άνοιξε την πόρτα.

    Του έδωσα πουρμπουάρ και αφήνοντάς μου τα κλειδιά με ευχαρίστησε και έφυγε. Περάσαμε μέσα και η Φοίβη άφησε τα πράγματά της στο κάτω κρεββάτι.

    - «Δε σε πειράζει να κοιμηθείς στο πάνω, έτσι μωρό μου;» με ρώτησε.
    - «Όχι καρδούλα μου, δε με πειράζει» τη διαβεβαίωσα.
    - «Κλείδωσε την πόρτα!» μου είπε.
    - «Γιατί;» τη ρώτησα.
    - «Κλείσε την πόρτα παιδάκι μου και άσε τις ερωτήσεις!» μου είπε. Κάτι είχε στο σατανικό μυαλό της και καύλωσα προκαταβολικά. Κλείδωσα την πόρτα. Η Φοίβη είχε κάτσει στο κρεββάτι. «Έλα εδώ!» μου είπε και την πλησίασα. Χωρίς πολλά-πολλά μου κατέβασε το παντελόνι και το μποξεράκι και με πήρε στο στόμα της και άρχισε να με τσιμπουκώνει με ενθουσιασμό.

    Δεν ήξερα τι την έπιασε στα καλά καθούμενα αλλά εδώ που τα λέμε ούτε σπατάλησα φαιά ουσία αναρωτώμενος, κάθισα και το απόλαυσα. Είχα κλείσει τα μάτια μου και το απολάμβανα, όταν ξαφνικά σταμάτησε. Άνοιξα τα μάτια μου και την κοίταξα. Χωρίς να πει τίποτα σηκώθηκε, κατέβασε το παντελόνι και το κιλοτάκι της και έσκυψε στο τραπέζι που ήταν κάτω από το σεβαστού μεγέθους φινιστρίνι.

    - «Πάρε με από πίσω! Θέλω να με πάρεις από πίσω!» μου δήλωσε.
    - «Πισωκολλητά, εννοείς;» τη ρώτησα.
    - «Δε θα χρειαζόταν όλη αυτή η προετοιμασία αν ήθελα πισωκολλητό» μου δήλωσε. «Θέλω… θέλω να με πάρεις από πίσω!» μου είπε ξανά.

    Όταν σου χαρίζουν γάιδαρο δεν τον κοιτάς στα δόντια, αυτό ξέρω! Χωρίς περισσότερη καθυστέρηση τον οδήγησα στην πίσω της τρυπούλα. Με το όργανό μου επαρκώς σαλιωμένο, άρχισα να σπρώχνω απαλά. Η Φοίβη μούγγρισε αλλά δε μου ζήτησε να σταματήσω κι έτσι συνέχισα να τον πιέζω να μπει μέσα της. Σταμάτησα πριν αρχίσω να μπαίνω για τα καλά μέσα της. Τραβήχτηκα λίγο και τον ξαναέβαλα μέσα της, λίγο περισσότερο αυτή τη φορά.

    - «Σε θέλω!» μου είπε. «Θέλω να σε νιώσω βαθιά μέσα μου» μου δήλωσε.
    - «Μωρό μου δε θέλω να σε πονέσω» της είπα.
    - «Θέλω εγώ. Πάρε με… πάρε με από πίσω σε παρακαλώ» μου είπε.

    Την υπάκουσα αλλά συγκρατήθηκα και ναι μεν μπήκα όλος μέσα της, αλλά το έκανα σιγά-σιγά. Η Φοίβη έμεινε να στηρίζεται στο ένα χέρι, δάγκωσε το άλλο για να πνίξει τη φωνή της. Τραβήχτηκα και σιγά-σιγά πάλι, ξαναμπήκα μέσα της. Αυτή τη φορά ένιωσα λιγότερη αντίσταση, ωστόσο από τα πνιχτά βογγητά της καταλάβαινα ότι την πονούσε ακόμα. Συνέχισα σε σιγανό ρυθμό και κάποια στιγμή ένιωσα την όποια αντίσταση να υποχωρεί. Αυτή τη φορά όταν μπήκα όλος μέσα της το βογγητό της ήταν το ηδονικό της. Άρχισα να κινούμαι πιο γρήγορα. Κρατώντας την από τη μέση επιτάχυνα κι άλλο και αυτή τη φορά τα πνιχτά βογγητά ηδονής της Φοίβης τα συνόδεψαν και τα δικά μου. Αύξησα ακόμα περισσότερο το ρυθμό μου αρχίζοντας να της ρίχνω χαστούκια στον κώλο. Διόρθωση, δυνατά χαστούκια στον κώλο. Παρά το γεγονός ότι ένιωθα τον οργασμό μου κοντά αυτός άργησε σχετικά να έρθει με αποτέλεσμα τα μεριά της να έχουν γίνει κόκκινα. Όπως και χθες το βράδυ ο οργασμός μου ήρθε ξαφνικά, το μόνο που πρόλαβα ήταν να τη γραπώσω από το μαλλί και να την τραβήξω προς τα πίσω καρφώνοντας το όργανό μου όσο πήγαινε και κάθισα ακίνητος τελειώνοντας με σπασμούς.

    - «Ααααχ» είπα τραβώντας το όργανό μου από το κωλαράκι της. Είχε βγει καθαρό.
    - «Σου άρεσε μωρό μου;»
    - «Το ρωτάς; Αλλά… πώς κι έτσι;»
    - «Τι πως κι έτσι; Ξέρεις ότι μου αρέσει!»
    - «Ναι αλλά συνήθως εγώ στο ζητάω» της είπα.
    - «Υπογράψαμε κανένα συμβόλαιο αποκλειστικότητας και μου είχε διαφύγει;» με ρώτησε πειρακτικά. «Σε πείραξε;» με ρώτησε πιο σοβαρά.
    - «Ναι, δε με βλέπεις πως υποφέρω;» της είπα σε δραματικό τόνο.
    - «Καημενούλη μου, τι τραβάς κι εσύ!» μου είπε.

    Γδύθηκα τελείως από κάτω και μπήκα στο μικρό ντους της καμπίνας και πλύθηκα στα γρήγορα. Σκουπίστηκα και όταν βγήκα έξω μπήκε η Φοίβη.

    - «Ανδρέα, φέρε μου σε παρακαλώ το μικρό μου τσαντάκι που είναι μέσα στη μεγάλη τσάντα!» μου είπε. Άνοιξε την πόρτα ίσα για να της δώσω το τσαντάκι και την έκλεισε αμέσως. Άνοιξε πάλι την πόρτα. «Μωρό μου, πάρε τα ρούχα μου σε παρακαλώ» μου είπε και μου έδωσε παντελόνι, μπλούζα, φανελάκι και σουτιέν τα οποία τα ακούμπησα στο κρεββάτι. Άκουσα το νερό να τρέχει αλλά ο ήχος του διακόπηκε από τον ήχο ειδοποίησης από τη ρεσεψιόν που μας πληροφόρησε σε τέσσερις γλώσσες ότι το εστιατόριο του πλοίου θα άνοιγε στις 19:30 και θα έμενε ανοιχτό μέχρι τις 21:30. Πεινούσα είναι η αλήθεια και το μοσχαρίσιο φιλέτο με ρύζι που σέρβιραν οι Μινωικές ήταν to kill for! Προσευχήθηκα να περιλαμβάνεται στο μενού.

    Η Φοίβη βγήκε τελείως γυμνή από το ντουζ. Στο ένα χέρι είχε το τσαντάκι της και στο άλλο το κιλοτάκι που φορούσε πριν. Καύλωσα με τη μία.

    - «Γιατί με κοιτάζεις έτσι;» με ρώτησε. Αντί για απάντηση την πλησίασα παίρνοντάς την αγκαλιά, τη φίλησα ενώ το χέρι μου κατέβηκε χαμηλά ανάμεσα στα πόδια της χαϊδεύοντάς την. «Μηηηη» πήγε να πει αλλά της έκλεισα το στόμα βάζοντας το δάχτυλό μου μέσα της. «Μας περιμένει η Χριστιάν…» πήγε να πει αλλά της έκλεισα και πάλι το στόμα.
    - «Ας περιμένει» της είπα και την έβαλα να ξαπλώσει στο κρεββάτι της, πετώντας σχεδόν τα ρούχα της στην καρέκλα.

    Κατέβασα σε χρόνο ρεκόρ παντελόνι, μποξεράκι και βγάζοντας τα παπούτσια μου έμεινα τελείως γυμνός από κάτω. Ανέβηκα πάνω της και της άνοιξα τα πόδια. Στηριγμένος στο ένα μου χέρι οδήγησα το όργανό μου με το άλλο στο μουνάκι της. Ήταν υγρή, μούσκεμα, και όχι από το ντουζ από το οποίο είχε βγει. Σχεδόν γλίστρησα μέσα της και στηριζόμενος στα χέρια μου καρφώθηκα μέσα της, κερδίζοντάς ένα δυνατό βογγητό ηδονής. Αυτή τη φορά δεν ξεκίνησα αργά, ξεκίνησα με γρήγορες κινήσεις, καρφώνοντάς την δυνατά, όσο πήγαινε. Η Φοίβη είχε κλείσει τα μάτια της και με τον πήχη του χεριού της έκλεινε το στόμα της.

    Η εικόνα της αυτή αύξησε ακόμα περισσότερο την ερωτική μου λύσσα, σχεδόν τη σφυροκοπούσα κάθε φορά που μπαινόβγαινα μέσα της. Η αίσθηση του οργάνου μου μέσα στο μουνάκι της ήταν πάσης περιγραφής, καλύτερη και από εχθές το βράδυ. Δεν ξέρω, το απλό ορθόδοξο ιεραποστολικό έχει και αυτό τη δικές του χάρες, ειδικά αν είσαι ερωτευμένος πιγκουίνος όπως οι αφεντιές μας. Νύχια στην στέρνο, τσεκ! Μπήχτηκαν ακόμα πιο βαθιά και παρόλο που με το άλλο της χέρι έφραζε το στόμα της, μάλλον ακούστηκε και στις διπλανές καμπίνες. Αυτό ήταν, λες και μου έδωσε το σύνθημα, καρφώθηκα για μια τελευταία φορά και έμεινα ακίνητος ενώ άδειαζα ότι είχε απομείνει από τον προηγούμενο γύρο!

    - «Όχι ότι παραπονιέμαι» μου είπε η Φοίβη «αλλά τι θα πούμε στη Χριστιάνα που μας περιμένει;» με ρώτησε και έβαλα τα γέλια. «Γιατί γελάς;»
    - «Γιατί σκέφτηκα κάτι καλό!»
    - «Για πες!»
    - «Πού είσαι ρε Χριστιάνα; Γαμηθήκαμε μέχρι να σε βρούμε!»

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  2. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 26ο
    (Φοίβη)

    Με έπιασε βήχας από το γέλιο, πραγματικά πόνεσε το στομάχι μου. Ο Ανδρέας ξαπλωμένος δίπλα μου προσπαθούσε να βρει τις ανάσες του αλλά κάθε φορά που ηρεμούσε τον έπιανε εκ νέου το γέλιο παρασέρνοντας κι εμένα. Όταν επιτέλους ηρεμίσαμε μπήκαμε πάλι για ένα γρήγορο ξέπλυμα στο ντουζ, αν και η ροή είχε μειωθεί πολύ, είχε ακόμα λίγο αίμα. Είχα τρελές καύλες, αφού του τον καθάρισα, με τα χίλια ζόρια συγκράτησα τον εαυτό μου να μην τον ξαναπάρω στο στόμα μου. Δε βαριέσαι, υπήρχε και το βράδυ.

    Ουφ, θα μου έλειπε τρομερά όλες αυτές τις μέρες, πώς θα περνούσε ο χρόνος μακριά του; Και δεν ήταν μόνο ο Ανδρέας, όλους μου τους φίλους μετά το δημοτικό τους είχα κάνει στο πρώτο μου εξάμηνο εδώ, στο Ηράκλειο. Στη Χίο είχα την οικογένεια μου, όλοι οι άλλοι ήταν απλά γνωστοί. Η επικοινωνία μου με τον Ανδρέα θα περιοριζόταν σε ολιγόλεπτα τηλεφωνήματα, ήταν και πανάκριβα τα ρημάδια τα υπεραστικά.

    Η μόνη παρηγοριά ήταν ότι από τον Ιούνη και μετά -και τουλάχιστον για δυόμισι χρόνια- το πρόβλημα αυτό θα λυνόταν καθώς τέλη Ιούνη θα επιστρέφαμε και πάλι στο σπίτι στο Περιστέρι, πάνω από τη γιαγιά. Θα μου πεις μέχρι τον Ιούνη τι κάνουμε; Ε, θα έτρωγα μια ανάλογη φρίκη το Πάσχα και αυτό ήταν. Δεν είναι ότι δεν μου έλειπαν οι γονείς μου και ο Κωστής αλλά από τη στιγμή που δεν υπήρχε απευθείας πτήση Ηράκλειο-Χίος -για καράβι δεν το συζητάμε- δεν ήταν καθόλου εύκολο να πάω να τους δω στη μέση της χρονιάς. Και αυτό θα λυνόταν με τον ερχομό τους Αθήνα, τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια με τη φοιτητική έκπτωση ήταν φτηνά, οπότε ένα Σ/Κ το δίμηνο, ή και πιο συχνά, θα μπορούσα να ανεβαίνω να τους βλέπω.

    - «Earth to Φοίβη!» άκουσα τον Ανδρέα να λέει.
    - «Είπες κάτι μωρουλίνι μου;» τον ρώτησα.
    - «Πού ταξιδεύει το μυαλουδάκι σου;» με ρώτησε.
    - «Τίποτα… σκεφτόμουν πόσο θα μου λείψεις.»
    - «Κι εμένα θα μου λείψεις μωρό μου, πολύ» μου δήλωσε.
    - «Είμαστε κάθε μέρα όλη μέρα σχεδόν μαζί από το Σεπτέμβρη και για 20 σχεδόν μέρες θα μιλάμε λίγα λεπτά μόνο στο τηλέφωνο!»
    - «Μη σκας γι’ αυτό, θα μπορούμε να μιλήσουμε για περισσότερη ώρα, να είναι καλά η εταιρία του μπαμπά!»
    - «Μα πώς;» τον ρώτησα.
    - «Έννοια σου, αρκεί να συνεννοηθούμε τις ώρες. Εντάξει δε θα μπορούμε να μιλάμε και όλη την ημέρα αλλά σίγουρα θα είναι παραπάνω από μερικά λεπτά» με διαβεβαίωσε χαμογελαστός.
    - «Νιιιιι!!!!!!» είπα με ενθουσιασμό χτυπώντας δυνατά παλαμάκια και κάνοντας τον Ανδρέα να χαμογελάσει από το ένα αφτί μέχρι το άλλο.
    - «Πολύ σε κάνω χάζι όταν το κάνεις αυτό!» μου είπε και έσκυψε και με φίλησε τρυφερά στο κεφάλι.

    Ντυθήκαμε στα γρήγορα και πήγαμε στην καφετέρια. Είχε πολύ κόσμο σήμερα αλλά ευτυχώς η Χριστιάνα είχε βρει τραπέζι και είχε κάτσει και μας περίμενε.

    - «Άντε ρε παιδιά, που είσαστε; Νόμιζα ότι με ξεχάσατε!» είπε παραπονεμένα η Χριστιάνα.
    - «Άστα, γαμηθήκαμε μέχρι να σε βρούμε» της απάντησε ο Ανδρέας προσπαθώντας να μη γελάσει.
    - «Αφού εδώ είχαμε πει!» είπε με απορία η Χριστιάνα και δεν κρατήθηκαμε ούτε ο Ανδρέας, ούτε εγώ, σκάσαμε και οι δύο στα γέλια.
    - «Συγνώμη Χριστιάνα μου» της είπα όταν βρήκα τις ανάσες μου, ο Ανδρέας είχε γίνει κόκκινος από το γέλιο.
    - «Το αστείο που είναι δεν καταλαβαίνω!» είπε με ένα ίχνος εκνευρισμού στη φωνή της.
    - «Έλα πιο κοντά» της είπα. Με κοίταξε αβέβαιη αλλά με πλησίασε. «Αστείο ήταν… παρασυρθήκαμε λίγο στην καμπίνα… και αργήσαμε…»
    - «Παρασυρθή…» ξεκίνησε να λέει και εκεί της ήρθε κατακέφαλα η συνειδητοποίηση και χωρίς καμία προειδοποίηση ξέσπασε και εκείνη σε γέλια μέχρι που δάκρυσε. «Αχ η κοιλιά μου… σε καλό να μας βγει» είπε όταν ηρέμισε κι εκείνη.
    - «Για πες, πώς είναι η καμπίνα σου;» τη ρώτησα.
    - «Γεμάτη!» μου απάντησε μονολεκτικά.
    - «Πάνω κρεββάτι έχεις ή κάτω;»
    - «Κάτω, αν σηκωθώ στο πάνω βρίσκω ταβάνι!» μου είπε. Αυτό δεν το είχα σκεφτεί που πήγα και καβάτζωσα το κάτω ενώ ο Ανδρέας μου ρίχνει πάνω από 10 πόντους σε ύψος.
    - «Ανδρέα, εσύ θα πάρεις το κάτω κι εγώ το πάνω!» του δήλωσα.
    - «Πριτς! Finders keepers!»
    - «Καλά, αν κουτουλήσεις την κεφάλα σου στο ταβάνι μη μου γκρινιάζεις μετά!» του είπα σταυρώνοντας τα χέρια. Χρουμφ!

    Εκείνη τη στιγμή μας διέκοψε πάλι ανακοίνωση από την ρεσεψιόν ότι παρακαλούνται οι κύριοι επισκέπτες να ξεκουμπιστούν γιατί το πλοίο ετοιμάζεται για αναχώρηση. Μετά μας υπενθύμισε ότι ανοίγει η σειρά για όσους θέλουν να πάρουν καμπίνα και τέλος ότι στις 19:30 θα άνοιγε το εστιατόριο του πλοίου και το οποίο θα έμενε ανοιχτό μέχρι τις 21:30.

    - «Έχω λυσσάξει στην πείνα!» είπε ο Ανδρέας. «Θα πάμε να φάμε, έτσι;»
    - «Να πάμε πιο αργά» του είπα. «Αν χάσουμε το τραπέζι δε νομίζω ότι θα βρούμε άλλο, το καράβι είναι γεμάτο.»
    - «Εγώ δεν μπορώ να φάω στο καράβι» είπε η Χριστιάνα. «Οπότε μπορείτε να πάτε οι δυο σας και θα σας περιμένω.»
    - «Να σε αφήσουμε μόνη σου τόση ώρα;»
    - «Σκοπεύετε να περάσετε πάλι από την καμπίνα σας;» μας ρώτησε με πονηρό χαμόγελο κάνοντάς και τους δυο μας να γελάσουμε.
    - «Όχι! Pinky promise!» τη διαβεβαίωσα.
    - «Φοίβη, πάω στο μπαρ να παραγγείλω. Θέλεις καφεδάκι;»
    - «Ξέρεις τι; Αν έχει γαλλικό, πάρε μου έναν μέτριο με λίγο γάλα» του είπα.
    - «Χριστιάνα, εσύ τι θα πάρεις;» τη ρώτησε επιτακτικά ο Ανδρέας. Είχε ανέβει και δεν είχε πάρει τίποτα όσο μας περίμενε, δεν υπήρχε περίπτωση ο Ανδρέας μου να την αφήσει έτσι.
    - «Πάρε μου κι εμένα ένα γαλλικό. Μισή κουταλιά ζάχαρη μόνο και αρκετό γάλα!»
    - «Ωραία, έρχομαι σε πέντε λεπτά» είπε και πήγε να παραγγείλει.
    - «Για πες, τι ηλικίας είναι η συνεπιβάτισσές σου;» ρώτησα τη Χριστιάνα.
    - «Τη μία είδα, οι άλλες είχαν έρθει ήδη και πρέπει να βγήκαν έξω. Απλά είχαν τα πράγματά τους στα κρεββάτια. Απορώ γιατί δεν τα αφήσανε κάτω, πολλή βαλίτσα ρε παιδί μου. Αυτή που είδα πρέπει να ήταν 30-40, η αλήθεια είναι ότι απλά άφησα το σάκο μου στο κρεββάτι και ήρθα αμέσως εδώ.»
    - «Ουφ, συγνώμη που σε αφήσαμε να περιμένεις. Είναι η τελευταία μου μέρα σήμερα και έχω λυσσάξει, σχεδόν του ρίχτηκα!» της είπα κάνοντάς την να χαμογελάσει. «Βέβαια μετά μου ρίχτηκε εκείνος, με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα!»
    - «Μωρέ καλά κάνατε!» με καθησύχασε.
    - «Αλήθεια, τι θα κάνετε τα Χριστούγεννα; Θα μείνετε Αθήνα ή θα πάτε πουθενά;»
    - «Εγώ με τον Θέμη θα μείνουμε εδώ, οι γονείς μου έχουν κανονίσει από καιρό να πάνε Βιέννη. Θα γυρίσουν την παραμονή της πρωτοχρονιάς.»
    - «Και θα είσαι μοναχούλα τα Χριστούγεννα;»
    - «Όχι, θα πάμε στους παππούδες μου, από τη μεριά της μάνας μου, να φάμε τα Χριστούγεννα. Οι άλλοι είναι στην Κέρκυρα, εκείνους τους βλέπουμε Πάσχα και καλοκαίρι. Χειμωνιάτικα η Κέρκυρα είναι μαύρο χάλι αλλά το Πάσχα εκεί είναι υπέροχο. Ε, ανεβαίνουμε και δυο-τρεις εβδομάδες Κέρκυρα για τα μπάνια μας, δηλαδή εγώ, ο αδερφός μου συνήθως πάει διακοπές με την παρέα του.»
    - «Εσύ δεν έχεις πάει μόνη σου διακοπές;»
    - «Είχαμε πάει με την Κατερίνα το καλοκαίρι μετά τις πανελλήνιες, Σκιάθο. Όμορφα ήταν. Ε, μετά περάσαμε και οι δύο Κρήτη, την πρώτη χρονιά είχαν έρθει εδώ το καλοκαίρι οι γονείς μου και οι γονείς της και φέτος ήρθε ο Θέμης. Όταν έχεις όλη την Κρήτη δική σου δεν ανησυχείς για τις καλοκαιρινές διακοπές.»
    - «Έχεις δίκιο. Εγώ δεν έχω πάει ποτέ μόνη μου διακοπές, πάντα με τους γονείς μου και τον αδερφό μου. Αν και το καλοκαίρι στη Χίο είναι σα να είσαι τρεις μήνες διακοπές. Από το προσεχές καλοκαίρι ωστόσο Χίος πάπαλα. Θα ανέβω μετά την εξεταστική για να βοηθήσω τη μαμά στη μετακόμιση αλλά μετά σκέφτομαι να κατέβω Ηράκλειο. Περιστέρι καλοκαιριάτικα δεν λέει με την καμία, δεν το συζητάω για Καρδίτσα. Θα πάω μία εβδομάδα να δω και τους άλλους παππούδες μου αλλά δεν είναι για περισσότερο, έχει απίστευτη ζέστη το καλοκαίρι. Ο Ανδρέας θα δουλεύει το καλοκαίρι στο ΙΤΕ… οπότε αρχές Ιούλη με βλέπω εδώ. Πολύ πιθανό μέσα στο καλοκαίρι να έρθουν και οι γονείς μου στο Ηράκλειο στην άδειά τους.»
    - «Κι εγώ μάλλον αυτό θα κάνω. Θα ανέβω μετά την εξεταστική καμιά εβδομάδα να δω γονείς και μετά θα επιστρέψω. Τον Αύγουστο μπορεί να πάω Κέρκυρα, θα δούμε. Άλλωστε από το Γενάρη ξεκινάω κι εγώ στο ΙΤΕ οπότε θα δουλεύω κι εγώ το καλοκαίρι.»
    - «Όμορφη είναι η Κέρκυρα» της είπα. «Έχουμε πάει οικογενειακώς. Όμορφες παραλίες αλλά αδερφάκι μου οι δρόμοι της είναι χάλι μαύρο!»
    - «Ναι, άστα να πάνε.»
    - «Οι παππούδες σου που μένουν;»
    - «Έχουν σπίτι και μέσα στην πόλη, εκεί μένουν το χειμώνα, ωστόσο το εξοχικό τους, Φοίβη μου, είναι άλλο πράγμα. Είναι πάνω σε ύψωμα και βλέπει προς τον όρμο του Ύψου, η θέα είναι υπεράνω πάσης περιγραφής. Βέβαια αν θέλεις θάλασσα χρειάζεσαι μεταφορικό μέσο για να κατέβεις στην παραλία αλλά με το μηχανάκι δεν είναι ούτε 10 λεπτά, απλά έχει πολλές στροφές, το σπίτι είναι σε υψόμετρο πάνω από 200-300 μέτρα με έντονη κατωφέρεια, οπότε δεν κινδυνεύουμε κιόλας να μας κλείσει κανείς! Πρέπει να σου δείξω φωτογραφίες που έχω τραβήξει από τη βεράντα, θα σου πέσει το σαγόνι. Εγώ πάντως να σου πω την αλήθεια, προτιμώ την πισίνα που έχει φτιάξει ο παππούς, ειδικά με τη θέα που έχει, και γλυτώνεις και την πολυκοσμία.»
    - «Κοίτα να δεις ο παππούς, άρχοντας! Με αυτά που μου λες απορώ πως δεν περνάς όλο το καλοκαίρι σου εκεί.»
    - «Όσο ήταν μικρός και ο Θέμης εκεί περνούσαμε όλα μας το καλοκαίρια, ειδικά από τότε που έφτιαξε και την πισίνα και δε χρειαζόμασταν να τρέχουμε κάτω στην παραλία. Η αλήθεια είναι ότι ο παππούς και η γιαγιά είναι πολύ κλειστοί άνθρωποι και αν και δεν παραπονέθηκαν ποτέ, καταλάβαινα ότι από ένα σημείο και πέρα ζοριζόντουσαν. Είναι λίγο περίεργη η σχέση μου μαζί τους… εννοώ με τον άλλο παππού και τη γιαγιά είμαστε πολύ πιο δεμένοι. Όχι ότι οι γονείς του μπαμπά δε μας αγαπάνε, ίσα-ίσα, αλλά… πως να στο πω, είναι πιο σφιχτοί, λιγότερο εκδηλωτικοί. Ο μπαμπάς μου είναι μοναχοπαίδι, τους έχει μοιάσει στο χαρακτήρα, δεν είναι ιδιαίτερα εκδηλωτικός. Μικρότερη αυτό με πείραζε να σου πω… αλλά ξέρω ότι μας αγαπάει με το δικό του τρόπο, απλά δεν ξέρει ή δε νιώθει άνετα να το δείχνει.»

    Εκείνη τη στιγμή επέστρεψε και ο Ανδρέας με τους δύο καφέδες και μετά έφυγε πάλι και γύρισε με τον καφέ του και τρία μπουκάλια νερό.

    - «Συγνώμη που άργησα αλλά είδατε τι γίνεται!» μας είπε.
    - «Δεν πειράζει μωρό μου» του είπα.
    - «Τι λέγατε;» μας ρώτησε.
    - «Τίποτα το ιδιαίτερο, τώρα μιλούσαμε για τους παππούδες μας»
    - «Αυτά είναι. Τους δικούς μου θα τους δω τα Χριστούγεννα, που θα πάμε Ναύπλιο!»
    - «Η μία παππούδες στην Κέρκυρα, ο άλλος παππούδες στο Ναύπλιο κι εγώ με τη γιαγιά μου στο Περιστέρι και τους άλλους μου παππούδες στην εξωτική Καρδίτσα! Ουφ, θα αρχίσω να ζηλεύω!»
    - «Ε, καλά και εμένα οι άλλοι μου παππούδες Αθήνα είναι, στη Νέα Ερυθραία για την ακρίβεια.» είπε η Χριστιάνα.
    - «Οι δικοί μου είναι και οι δύο από Ναύπλιο» είπε ο Ανδρέας. «Με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια.»
    - «Πότε θα πας;» τον ρώτησα.
    - «Θα πάμε την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν σχολάσουν οι γονείς μου από τη δουλειά τους. Εκείνοι θα επιστρέψουν στο Περιστέρι και θα κάτσουν εκεί μέχρι την παραμονή της πρωτοχρονιάς όπου θα έρθουν πάλι στο Ναύπλιο και θα επιστρέψουμε όλοι μαζί στις 3 του Γενάρη.»
    - «Καλά όλα αυτά» είπε η Χριστιάνα και άνοιξε την τσάντα της. «Είστε για καμιά παρτίδα;» μας ρώτησε δείχνοντάς μας τράπουλα του uno.
    - «Ναι!!!!!!» είπα ενθουσιασμένη χτυπώντας παλαμάκια.

    Ξεκινήσαμε την παρτίδα την ώρα που ξεκίνησε και το πλοίο για το ταξίδι προς τον Πειραιά. Χάσαμε κάθε αίσθηση του χρόνου μέχρι που είδα το ρολόι μου και σφύριξα.

    - «Ανδρέα, έχει πάει 20:45! Δεν πεινάς;»
    - «Αμάν!» είπε και πετάχτηκε όρθιος.
    - «Καλά ηρέμισε, μέχρι τις 21:30 είναι ανοιχτό το εστιατόριο!» του υπενθύμισα.
    - «Άντε, πηγαίνετε να φάτε και σας περιμένω εδώ!» μας είπε η Χριστιάνα.
    - «Σίγουρα δε θέλεις να φας;» την ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Σίγουρα, σας είπα, δεν μπορώ να φάω στο καράβι. Έφαγα το μεσημέρι στη Λέσχη και το απόγευμα έφαγα και δύο τοστ και τάισα και με το ζόρι την Κατερίνα άλλα δύο για να μην μου μείνουν! Και τέλος, έχω και ένα πακέτο cream crackers μαζί μου για κάθε ενδεχόμενο.»
    - «Ξα σου» της είπε ο Ανδρέας. «Φοίβη, πάμε;»
    - «Ναι, πάμε.» του είπα και σηκώθηκα και κινήσαμε προς το εστιατόριο, το οποίο ήταν self service. «Τι προτείνεις;» τον ρώτησα κοιτάζοντας τα φαγητά, η αλήθεια είναι ότι κανένα δε με ενθουσίαζε ιδιαίτερα.
    - «Το φιλέτο μοσχάρι με σάλτσα και ρύζι είναι καταπληκτικό. Αν δε θες κρέας, η μακαρονάδα με κόκκινη σάλτσα είναι αξιοπρεπέστατη. Με κιμά δεν έχω δοκιμάσει. Σήμερα έχει και ψάρι αλά Σπετσιώτα αλλά ούτε από αυτό έχω δοκιμάσει.»
    - «Χμμμ, μου αρέσει το αλά Σπετσιώτα, τουλάχιστον όπως το φτιάχνει η μαμά μου. Τι ψάρι λες να είναι; Κάπως αμφιβάλλω ότι θα είναι από φιλέτο ξιφία.»
    - «Για μπακαλιάρος μου μοιάζει αλλά ρώτα στο ταμείο, να σου πουν» μου είπε, πράγμα που έκανα. Πράγματι ήταν μπακαλιάρος.
    - «Μπακαλιάρος είναι. Λοιπόν, αυτό θα πάρω, έκλεισε» του είπα και πήγαμε να πάρουμε τους δίσκους μας. Ο Ανδρέας πήρε δύο φέτες ψωμί, εγώ μία και κινήσαμε να πάρουμε τα φαγητά μας.
    - «Θέλεις σαλάτα;» με ρώτησε. Είδα τις σαλάτες αλλά δε μου αρέσει να τρώω σαλάτα που είναι ώρα στο ψυγείο.
    - «Όχι ιδιαίτερα» του είπα. Ο Ανδρέας πήρε το φιλέτο του κι εγώ το αλά Σπετσιώτα μου. Τα γλυκά που είχε δεν φαινόντουσαν ιδιαίτερα promising οπότε αποφασίσαμε να μην πάρουμε γλυκό. Πήραμε και μια μπύρα, πληρώσαμε και κάτσαμε να φάμε. Έφαγα την πρώτη μπουκιά και ενθουσιάστηκα, το ψάρι ήταν πεντανόστιμο. Κοίτα να δεις, δεν τους το είχα. Η αλήθεια είναι πως όταν ταξιδεύαμε με καράβι πάντα είχε έτοιμο φαγητό η μαμά, συνήθως κεφτεδάκια με πουρέ, καθώς και ντομάτες και ψωμί. Πρώτη φορά έτρωγα σε καράβι κάτι διαφορετικό από τοστ ή κανένα πατατάκι. «Εξαιρετικό!» είπα στον Ανδρέα. «Το δικό σου πως είναι;»
    - «Όπως το θυμάμαι… αχ, λιώνει στο στόμα!» είπε με απόλαυση.
    - «Άντε στην υγειά μας» είπα όταν γέμισα τα ποτήρια μας από το μπουκάλι με τη μπύρα. Τσουγγρίσαμε και ήπια αχόρταγα το μισό ποτήρι. Το φαγητό μου ήταν αρκετά πικάντικο και ένιωσα τη μπύρα σαν αμβροσία.

    Τελειώσαμε το φαγητό μας και κατεβήκαμε στην καφετέρια. Εκείνη τη στιγμή άρχισε να κουνάει ελαφρά.

    - «Καλώς τους» μας είπε η Χριστιάνα. «Ήρθε η ώρα για το χάπι μου»
    - «Χάπι;» τη ρώτησα.
    - «Δραμαμίνη, με πιάνει η θάλασσα και έχει αρχίσει και κουνάει. Αν δεν πάρω το χάπι θα περάσω πολύ άσχημο βράδυ. Εσείς θέλετε; Έχω αν θέλετε!»
    - «Εγώ δε χρειάζομαι» είπε ο Ανδρέας. «Εσύ Φοίβη;»
    - «Ούτε εγώ, αντιθέτως με εσένα, εμένα αυτό το κούνημα με νανουρίζει!»
    - «Ουφ, σας ζηλεύω» είπε η Χριστιάνα και έβαλε το χάπι στο στόμα και ήπιε μερικές γουλιές νερό από το μπουκάλι της. «Πώς ήταν το φαγητό;»
    - «Πολύ ωραίο!» απάντησα. «Δεν τους το είχα, το ομολογώ. Πήρα αλά Σπετσιώτα και, αν εξαιρέσεις ότι ήταν αρκετά πικάντικο, κατά τα άλλα ήταν πολύ νόστιμο.»
    - «Εγώ έχω δηλώσει τον έρωτά μου για το φιλέτο τους και δεν απογοητεύτηκα!» είπε ο Ανδρέας.
    - «Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Έχω μια ιδέα! Είστε να παίξουμε όνομα-ζώο-πράγμα;» τους ρώτησα.
    - «Αμέ!» απάντησε ο Ανδρέας και εξίσου ενθουσιώδης ήταν η απάντηση της Χριστιάνας.
    - «Ωραία, πάω κάτω στην καμπίνα να φέρω χαρτί και στυλό!»
    - «Εχμ, συγνώμη, έχεις χαρτί και στυλό στην τσάντα σου;» με ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Εννοείται, τρία χρώματα, πάντα τα κουβαλάω σε ταξίδι!» του είπα και σηκώθηκα και πήγα στην καμπίνα. Άνοιξα το σάκο μου και έκοψα τρεις σελίδες από το μπλοκ σημειώσεων. Πήρα και τα τρία στυλό, ένα μαύρο, ένα μπλε και ένα πράσινο και ανέβηκα στην καφετέρια. «Αν συμφωνείτε, να παίξουμε την εμπλουτισμένη έκδοση. Όνομα, ζώο, πράγμα, φυτό, χώρα, πόλη, χρώμα, μάρκα, δημόσιο πρόσωπο. Το πόλη έχει γενικευμένη έννοια μπορεί να είναι και χωριό μπορεί να είναι και νομός, τοποθεσία κλπ»

    Αφού συμφώνησαν και οι άλλοι δύο ξεκινήσαμε και χωρίς να το καταλάβουμε πήγε 23:30, κοντέψαμε να εξαντλήσουμε και την αλφάβητο εδώ που τα λέμε. Επίσης τους πήρα τα σώβρακα, να τα λέμε αυτά. 12 πόντους εγώ, 5 η Χριστιάνα και τελευταίος και καταϊδρωμένος και με μόλις 2 πόντους ο Ανδρέας.

    - «Το λες και πανωλεθρία» είπε με στωικό ύφος. «Κορίτσια δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ νυστάζω.»
    - «Κι εγώ» είπε η Χριστιάνα. Εγώ δε νύσταζα αλλά τι να κάνω;
    - «Λοιπόν, να δώσουμε ραντεβού στις 05:30 εδώ; Να πιούμε και ένα καφέ!» είπε ο Ανδρέας. «Χριστιάνα να έχεις τα πράγματά σου ώστε να μη γυρίζεις στην καμπίνα, να φύγουμε απευθείας. Ενημέρωσες τους δικούς σου να μην κατέβουν να σε πάρουν, σωστά;»
    - «Ναι, τους το είπα.» απάντησε.
    - «Ωραία. Λοιπόν, καληνύχτα και τα λέμε το πρωί» της είπε και μετά γύρισε προς τα εμένα. «Πάμε;»
    - «Εχμ, στο ίδιο μέρος πάμε όλοι, απλά η Χριστιάνα είναι στον παρακάτω διάδρομο!» του υπενθύμισα.

    Κατεβήκαμε και όταν φτάσαμε μπροστά στην πόρτα μας καληνυχτίσαμε τη Χριστιάνα και μπήκαμε μέσα. Είχα πάλι εξάψεις.

    - «Ανδρέα, κάτσε στην καρέκλα» του είπα πιάνοντας κότσο το μαλλί μου.
    - «Αχά!» μου είπε.
    - «Δεν βλέπω κίνηση!» του είπα με απειλητικό ύφος.

    Χωρίς να πει άλλη κουβέντα κάθισε στην καρέκλα. Γονάτισα και του έβγαλα τα παπούτσια και μετά του τράβηξα παντελόνι και μποξεράκι κάτω. Το όργανό του πετάχτηκε, ήταν ήδη ερεθισμένος. Χωρίς να πω τίποτε άλλο, έσκυψα από πάνω του και τον πήρα όλο στο στόμα μου. Επανέλαβα κάμποσες φορές αυτή την κίνηση και μετά σταμάτησα και του το έγλειψα σε όλο του το μήκος, από τη βάση μέχρι το κεφαλάκι. Έπιασα στη γροθιά μου τη βάση του και άρχισα να κάνω κυκλικές κινήσεις ενώ με τη γλώσσα μου έπαιζα με το κεφαλάκι του. Πού και πού σήκωνα τα μάτια μου και τον κοίταζα. Ο Ανδρέας είχε σφαλιστά τα μάτια του και είχε γύρει το κεφάλι του πίσω. Τον ξαναπήρα μέσα στο στόμα μου και άρχισα να ανεβοκατεβάζω το κεφάλι μου μη σταματώντας να κάνω κυκλικές κινήσεις σφιχτά με τη γροθιά μου στη βάση του. Ένιωσα το χέρι του στο κεφάλι μου και τραβώντας το δικό μου χέρι από τη βάση του οργάνου του, ακολούθησα υπάκουα το ρυθμό που μου έδινε παίρνοντάς τον όλο μέσα στο στόμα μου. Μου έσφιξε τα μαλλιά και μου έδωσε ακόμα πιο γρήγορο ρυθμό.

    Έκλεισα τα μάτια μου και επικεντρώθηκα μόνο στο χρονισμό των αναπνοών μου καθώς και στα βογγητά ικανοποίησης που του ξέφευγαν. Επιτάχυνε και άλλο το ρυθμό που μου έδινε και, ακόμα και αν δεν ήταν οι ανάσες και τα βογγητά του, από την αίσθηση του οργάνου του μέσα στο στόμα μου κατάλαβα ότι πλησίαζε στο τέλος. Δεν διαψεύστηκα, μερικές στιγμές αργότερα με κράτησε ακίνητη με το όργανό του να αρχίσει να κάνει δυνατούς σπασμούς μέσα στο στόμα μου, πλημμυρίζοντάς το με σπέρμα. Σεβαστή ποσότητα, το σώμα του δούλευε υπερωρίες κατά τα φαινόμενα, δεν εξηγείται αλλιώς, μόλις πριν μερικές ώρες το είχαμε κάνει δύο φορές. Κρατώντας ακόμα λίγο σπέρμα στο στόμα μου τραβήχτηκα από το όργανό του και ύψωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Το λάτρευα αυτό του το βλέμμα. Άνοιξα ελαφρά το στόμα μου και του έδειξα το σπέρμα που είχε μέσα του. Έκλεισα το στόμα μου και κατάπια για τελευταία φορά. Δε σταμάτησα εκεί όμως, τον ξαναπήρα στο στόμα μου και τον ρούφηξα απαλά μέχρι που τον καθάρισα τελείως από υπολείμματα σπέρματος και σάλιου.

    - «Ήταν υπέροχο» μου είπε. «Είσαι υπέροχη! Σ’ αγαπάω!»
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρό μου, πολύ-πολύ!» του είπα και σηκώθηκα. Σηκώθηκε και εκείνος, με έσφιξε στην αγκαλιά του και μου έδωσε ένα βαθύ φιλί.
    - «Και τώρα ύπνο!» μου είπε και έβγαλε και την μακρυμάνικη μπλούζα που φορούσε και ανέβηκε στο πάνω μόνο με το κοντομάνικο που φορούσε από μέσα και το μποξεράκι. «Έχει δροσούλα!» μου είπε και χώθηκε κάτω από την κουβέρτα. «Καληνύχτα μωρό μου!»
    - «Καληνύχτα αγαπουλίνι μου» του είπα. Έβγαλα κι εγώ το παντελόνι και φόρεσα πιτζάμα από κάτω. Έβγαλα και το σουτιέν και έμεινα μόνο με το κοντομάνικο μπλουζάκι που φορούσα από κάτω. Παρά το γεγονός ότι δε νύσταζα ο ύπνος δεν άργησε να με πάρει.

    Άνοιξα κάποια στιγμή τα μάτια μου από κάτι σαν τράνταγμα. Κάποιο κύμα θα πρέπει να ήταν, αν και δεν κουνούσε ιδιαίτερα. Άνοιξα το φως πάνω από το κεφάλι μου και κοίταξα το ρολόι. Ήταν 01:15. Προσπάθησα να κοιμηθώ και πάλι αλλά στριφογύριζα για αρκετή ώρα χωρίς να το καταφέρω. Κοίταξα πάλι το ρολόι, έλεγε 01:35. Σηκώθηκα και ντύθηκα, δε μπορούσε να με πάρει ο ύπνος. Αποφάσισα να κόψω καμιά βόλτα στο καράβι, μπας και νυστάξω. Ο Ανδρέας κοιμόταν του καλού καιρού. Δεν ήθελα να τον ξυπνήσω αλλά από την άλλη δεν ήθελα να ξυπνήσει και να μη με βρει.

    - «Ανδρέα; Ανδρέα μου;» τον ρώτησα σκουντώντας τον ελαφρά.
    - «Τι…τι;» μου είπε.
    - «Ανδρέα, πάω μια βόλτα στο καράβι. Δεν με παίρνει ο ύπνος και δεν έχω όρεξη να διαβάσω. Ίσως βγω και λίγο στο κατάστρωμα να με χτυπήσει λίγο αεράκι.»
    - «Κάτσε… να… να σηκωθώ»
    - «Δεν χρειάζεται μωρό μου» τον διαβεβαίωσα. «Κοιμήσου εσύ, σε κανένα μισάωρο το πολύ θα είμαι πίσω.»
    - «Εντάξει» μου είπε και έκλεισε τα μάτια του. Ούτε δευτερόλεπτα δεν του πήρε για να αρχίσει να ροχαλίζει ελαφρά, αυτός ο άνθρωπος είχε τον ύπνο στο τσεπάκι!

    Έβαλα τα παπούτσια μου και πήγα προς τα πάνω. Το μπαρ έκλεινε στις 02:00, ήθελα να φάω κάτι γλυκό, κάτι με σοκολάτα. Έφτασα στο μπαρ και πήρα ένα κρουασάν με πραλίνα και ένα μπουκάλι νερό, το άλλο το είχα πιει. Τα τραπέζια ήταν όλα γεμάτα, πολλοί κοιμόντουσαν στις πολυθρόνες. Αποφάσισα να φάω το κρουασάν στο κατάστρωμα αλλά καθώς πήγαινα προς την έξοδο είδα σε ένα τραπέζι μόνη της τη Χριστιάνα. Είχε γείρει στην πολυθρόνα και κοιμόταν.

    - «Χριστιάνα;» τη σκούντησα.
    - «Ναι… Φοίβη; Φοίβη;» με ρώτησε.
    - «Παιδί μου γιατί κοιμάσαι εδώ και όχι στην καμπίνα σου;»
    - «Γιατί έκανα τη γνωριμία με τις άλλες δύο που ροχαλίζουν πρίμο σεκόντο. Και είναι και άπλυτες, π’ ανάθεμά τες, και βρωμάει το δωμάτιο. Ρε πούστη μου ταξιδεύουν με κόσμο, δεν ντρέπονται να βρωμάνε έτσι; Δηλαδή τι την πληρώνω την καμπίνα, καλύτερα κατάστρωμα!» μου είπε αγανακτισμένη. «Αλήθεια, εσύ γιατί δεν κοιμάσαι;»
    - «Ξύπνησα πριν κανένα 20λεπτο και δεν με έπαιρνε ο ύπνος παρά την προσπάθεια. Ανέβηκα να βολτάρω λίγο μπας και με πιάσει η νύστα και εδώ που τα λέμε ήθελα να φάω και κάτι γλυκό» της είπα και της έδειξα το κρουασάν.
    - “Asseyez-vous” μου είπε και κάθισα δίπλα της. «Δε λες καλά που βρήκα άδειο τραπέζι, τυχερή είμαι!»
    - «Στο τραπέζι θα τη βγάλεις;» την ρώτησα.
    - «Ε, τι να κάνω; Να βάλω μανταλάκια στη μύτη και καρότα στ’ αφτιά;» με ρώτησε με απόγνωση.
    - «Θα έρθεις μαζί μας!» της είπα. «Θα κοιμηθούμε στην κουκέτα μου, εντάξει, θα στριμωχτούμε λίγο αλλά χίλιες φορές από να την περάσεις σε μια πολυθρόνα!»
    - «Φοίβη μου δεν…» ξεκίνησε να μου λέει αλλά την έκοψα.
    - «Δεν ακούω κουβέντα!» της ξεκαθάρισα.
    - «Δεν έχω λόγια» μου είπε.
    - «Αλλοίμονο βρε Χριστιάνα!» της είπα. «Θέλεις το μισό κρουασάν;»
    - «Μια δαγκωνιά θα τη φάω» μου είπε χαμογελώντας ντροπαλά.
    - «Περίμενε, να βρω πραλίνα» της είπα και τράβηξα μια γερή δαγκωνιά πρώτη. Πράγματι, η πραλίνα άρχιζε από εκεί και μετά. Έδωσα το κρουασάν στη Χριστιάνα και έφαγε μια μικρή μπουκιά. «Και άλλο!» την προέτρεψα. Με κοίταξε και χωρίς να μιλήσει έφαγε και δεύτερη μπουκιά, αυτή τη φορά πιο μεγάλη. Έφαγα κι εγώ μια δαγκωνιά και της το έφερα μπροστά από το πρόσωπο. Δάγκωσε χωρίς να μιλήσει και έτσι, τρώγοντας διαδοχικά δαγκωνιές, φάγαμε όλο το κρουασάν. Νερό δε χρειάστηκε να μοιραστούμε, είχε δικό της μπουκάλι και ήταν γεμάτο.
    - «Να κάνω ένα τσιγάρο;» με ρώτησε και την κοίταξα με απορία.
    - «Γιατί με ρωτάς, παιδάκι μου;»
    - «Γιατί μετά… να, μη βρωμάει η ανάσα μου και τα ρούχα μου όταν πάμε να ξαπλώσουμε!»
    - «Βρε άναψε το τσιγάρο σου. Οδοντόκρεμα και οδοντόβουρτσα έχεις μαζί σου, δεν έχεις; Ε, όταν πάμε στην καμπίνα, πλύνε τα δόντια σου και αυτό ήταν!»
    - «Εντάξει!» μου είπε και άναψε το τσιγάρο της. Όταν τελείωσε κατεβήκαμε από την καμπίνα της να πάρει το σάκο της. Όταν άνοιξε η πόρτα με χτύπησε η μπόχα άπλυτων ποδιών και ο ήχος δυνατών ροχαλητών, για όνομα! Η φουκαριάρα η Χριστιάνα κρατώντας σχεδόν την αναπνοή της πήρε από την κουκέτα της το σάκο και βγήκε έξω.

    Γυρίσαμε στην καμπίνα μου και άνοιξα την πόρτα. Μπήκαμε μέσα νυχοπατώντας με τη Χριστιάνα.

    - «Πήγαινε να αλλάξεις και να πλύνεις τα δόντια σου» της είπα και όταν έκλεισε η πόρτα του μπάνιου πήγα και σκούντησα τον Ανδρέα. «Ανδρέα;»
    - «Τι… τι μωρό μου;» μου είπε ανοίγοντας με δυσκολία τα μάτια του.
    - «Ήρθε μαζί μου και η Χριστιάνα. Θα κοιμηθεί εδώ!»
    - «Πώς αυτό;» ρώτησε ανοίγοντας τα μάτια του.
    - «Πρέπει να το ακούσεις και να το μυρίσεις για να το πιστέψεις. Στην καμπίνα της είναι δύο που ροχαλίζουν και βρωμάει ποδαρίλα, αναγούλα μου ήρθε! Η φουκαριάρα είχε ανέβει πάνω και κοιμόταν σε πολυθρόνα, δε μου έκανε η καρδιά να την αφήσω εκεί.»
    - «Καλά έκανες Φοίβη μου, μην το συζητάς! Πού είναι η Χριστιάνα; Πήγε να πάρει τα πράγματά της;»
    - «Στο μπάνιο, αλλάζει και πλένει τα δόντια της.»
    - «Καλά που με ξεζούμισες πριν γιατί και μόνο η ιδέα μου τον έχει κάνει κατάρτι!» μου εξομολογήθηκε.
    - «Φρόνιμα εσύ! Για νάνι θα πάμε!»
    - «Εγώ φρόνιμος θα είμαι, για εσάς δεν ξέρω» μου είπε βγάζοντας κοροϊδευτικά τη γλώσσα του.
    - «Φρόνιμες θα είμαστε κι εμείς!» τον διαβεβαίωσα.
    - “I had to try!” μου είπε χαμογελαστά και του έσκασα ένα φιλάκι, ήταν ένας γλύκας!

    Εκείνη την ώρα βγήκε και η Χριστιάνα από το μπάνιο. Φορούσε τη ροζ πιτζάμα της και ένα μπλουζάκι.

    - «Καλώς την» της είπε χαμογελαστά ο Ανδρέας.
    - «Στα είπε η Φοίβη, έτσι;» ρώτησε ελαφρά δαγκωμένη.
    - «Ναι, μου τα είπε. Πολύ καλά έκανε που σου είπε να έρθεις εδώ μαζί μας, και -μεταξύ μας- αν ήμουν εγώ που σε είχα πετύχει να κοιμάσαι στις πολυθρόνες το ίδιο θα έκανα.»
    - «Σας ευχαριστώ βρε παιδιά! Δεν έχω λόγια»
    - «Αν θέλετε να παρλάρετε, μεταξύ σας και χαμηλόφωνα παρακαλώ! Και όχι συνθήματα του ΠΑ.ΣΟ.Κ, προπάντων όχι συνθήματα του ΠΑ.ΣΟ.Κ» μας είπε κάνοντας τη Χριστιάνα να χαλαρώσει.
    - «Δε θα περάσει ο φασισμός!» δήλωσα με στόμφο.
    - «Βρε πέστε για ύπνο, άθλιες σουφραζέτες! Λοιπόν, εγώ νάνι τώρα! Καληνύχτα!» μας είπε και γύρισε πλευρό.

    Η Χριστιάνα ήρθε δίπλα μου και με κοίταξε αναποφάσιστη.

    - «Πέρνα μέσα» της είπα. Πέρασε μέσα και ξάπλωσε. Άλλαξα κι εγώ με τη σειρά μου και άφησα σουτιέν, τη μακρυμάνικη μπλούζα και το παντελόνι μου στην καρέκλα.
    - «Φοίβη;» με ρώτησε σιγανά. «Σε πειράζει να το βγάλω κι εγώ;»
    - «Γιατί να με πειράξει; Και γιατί δεν το έβγαλες μέσα;» τη ρώτησα ψιθυριστά.

    Αντί απάντησης απλά ανασηκώθηκε και όταν το έβγαλε κατάλαβα γιατί το είχε κάνει. Οι ρώγες της ήταν πετρωμένες και διαγραφόντουσαν ξεκάθαρα κάτω από το μπλουζάκι, λες και προσπαθούσαν να το τρυπήσουν. Μου ξέφυγε ένα γελάκι και ξάπλωσα δίπλα της. Ξαπλωμένες ανάσκελα δε χωρούσαμε καλά, οι κουκέτες είναι μονές, οπότε αναγκαστικά γυρίσαμε πλευρό, αντικρύζοντας η μία την άλλη.

    - «Σ’ ευχαριστώ πολύ!» μου ψιθύρισε.
    - «Τίποτα, Χριστιάνα μου» της είπα χαϊδεύοντας τρυφερά το τσουλούφι που είχε πέσει στο πρόσωπό της. Η Χριστιάνα σχεδόν τρίφτηκε στο χέρι μου. Είχα γίνει πάλι πύραυλος και η ιδέα ότι από πάνω ήταν ο Ανδρέας -που ροχάλιζε του καλού καιρού- με άναβε ακόμα περισσότερο. «Τελικά δεν το γλύτωσες το ροχαλητό!» της είπα κερδίζοντας ένα σιγανό χάχανο.
    - «Έτσι ροχαλίζει πάντα;»
    - «Όχι, συνήθως δε ροχαλίζει ή ροχαλίζει πιο σιγά. Σήμερα μάλλον είπε να δώσει παράσταση στο κοινό του» της είπα προσπαθώντας να πνίξω το γέλιο μου.

    Η Χριστιάνα με κοίταξε χαμογελαστή και σιγά-σιγά τα πρόσωπά μας πλησίασαν ακόμα περισσότερο το ένα το άλλο, όχι ότι τα χώριζε καμιά απόσταση από την αρχή. Ήθελα τόσο πολύ να τη φιλήσω αλλά δεν ήθελα να τη φέρω σε δύσκολη θέση. Μου έδωσε άθελά της η ίδια το σύνθημα καθώς έκλεισε ασυναίσθητα τα μάτια της. Αυτό ήταν, τα χείλη μας ακούμπησαν το ένα το άλλο και σε λίγο ακολούθησαν και οι γλώσσες μας. Χωρίς καθυστέρηση πέρασα το χέρι μου κάτω από την μπλούζα της και χωρίς να σταματήσω το φιλί μας, τη χούφτωσα δυνατά με το δεξί μου χέρι και άρχισα να τη μαλάζω. Η ρώγα της ήταν πετρωμένη. Σταμάτησα να τη φιλάω και σήκωσα τη μπλούζα μου ελευθερώνοντας τα δικά μου στήθη. Σήκωσα και τη δική της και αρχίσαμε πάλι να φιλιόμασταν ενώ τα στήθη μας τριβόντουσαν μεταξύ τους.

    Την ξάπλωσα ανάσκελα και φιλώντας την απαλά κατέβηκα από το στόμα στο σαγόνι, από το σαγόνι στο λαιμό και από το λαιμό στο στήθος. Πήρα στο στόμα μου το αριστερό της ενώ το χέρι μου μάλαζε με δύναμη το δεξί της. Αν δεν ήταν η τελευταία μέρα της περιόδου μου και δεν ήταν από πάνω ο Ανδρέας θα την έβαζα να μου κάνει στοματικό επιτόπου, είχα γίνει πύραυλος. Το χέρι μου κατέβηκε από το στήθος της προς το μουνάκι της, ήταν μούσκεμα. Της έκλεισα το στόμα με το στόμα μου για να μην της ξεφύγει κάποιο βογγητό ηδονής και της έβαλα μέσα της, όσο πήγαινε, το μεσαίο μου δάχτυλο. Η Χριστιάνα κοκκάλωσε για μερικές στιγμές και το στόμα της τεντώθηκε ασυναίσθητα, ευτυχώς χωρίς να κάνει ήχο. Την έπαιξα για λίγο και μετά τράβηξα το δάχτυλό μου έξω και με το ίδιο δάχτυλο άρχισα να τρίβω την πίσω της τρυπούλα, η Χριστιάνα είχε πολύ όμορφο κώλο και μου είχε γίνει έμμονη ιδέα να της βάλω δάχτυλο.

    Έτριψα το δάχτυλό μου απαλά στη σχισμή της και άρχισα να το βυθίζω σιγά-σιγά μέσα της. Το φιλί της έγινε ακόμα πιο άγριο, πιο παθιασμένο, δείχνοντάς μου με τον τρόπο της ότι το απολάμβανε. Με μια απότομη κίνηση το έβαλα μέσα στο κωλαράκι της όσο πήγαινε. Η Χριστιάνα κοκάλωσε και πάλι. Τράβηξα σιγά-σιγά το δάχτυλό μου έξω και έβαλα το δείκτη μου μπροστά της παίζοντάς τη λίγη ώρα. Ήθελα να της κάνω αυτό που μου έκανε ο Ανδρέας και με ξετρέλαινε, να μου βάζει ταυτόχρονα τον αντίχειρα στον κόλπο μου και το δείκτη του στο κωλαράκι μου και να με γαμάει με τα δάχτυλά του. Το σώμα της Χριστιάνας τεντώθηκε πάλι και αυτή τη φορά ξέφυγε ένα ελαφρύ βογγητό. Σταμάτησα επιτόπου και τραβήχτηκα από το φιλί μας χωρίς να τραβήξω ωστόσο τα δάχτυλά μου.

    - «Σσσς» της έκανα άηχα και έφερε το χέρι της και έφραξε το στόμα της ενώ εγώ βύθισα ξανά τα δάχτυλά μου μέσα της όσο πήγαιναν. Το σώμα της τεντώθηκε πάλι. Συνέχισα για κάμποση ώρα, σχεδόν σαδιστικά, να την παίζω, με τη Χριστιάνα να προσπαθεί να συγκρατήσει τους στεναγμούς ηδονής της. Ένιωσα πολύ περίεργα μέσα μου, αυτή η εξουσία που είχα εκείνη τη στιγμή στο σώμα της… Θεέ μου, ένιωσα σα να με διαπερνάει ρεύμα. Τράβηξα το χέρι μου και το έφερα μπροστά στο στόμα μου και το έγλειψα και μετά το έφερα στο στόμα της, απομακρύνοντας το χέρι της που το έφραζε. Πιπίλησε αδιαμαρτύρητα το δείκτη που μόλις είχε βγει από τον κώλο της και ένιωσα να απλώνεται στα χαμηλά μου η γνωστή ζέστη που προηγούνταν του οργασμού μου. Της έκλεισα το στόμα με το στόμα μου προσπαθώντας να συγκρατήσω αυτή τη φορά τις δικές μου κραυγές ηδονής, Θεούλη μου τι ήταν αυτό; Μπορεί ο οργασμός να μην ήταν τόσο έντονος όσο όταν κάνω έρωτα με τον Ανδρέα, αλλά για πρώτη φορά ένιωσα οργασμό χωρίς να έχω αγγίξει καν τον εαυτό μου. Της έδωσα ένα τελευταίο τρυφερό φιλί και τραβήχτηκα απαλά από πάνω της.

    - «Είσαι υπέροχη» της ψιθύρισα. «Υπέροχη!». Δεν απάντησε, απλά μου χαμογέλασε σχεδόν ονειροπαρμένα προσπαθώντας να χαμηλώσει τις ανάσες και ταυτόχρονα να μην κάνει θόρυβο. Της κατέβασα τη μπλούζα και κατέβασα και τη δική μου. «Είσαι υπέροχη!» της είπα για τρίτη φορά και εκείνη αντί απάντησης με χάιδεψε τρυφερά στο πρόσωπο. Πήρε το χέρι μου που το είχα ακουμπήσει πάνω στο στήθος της και το έφερε στα χείλη της και το φίλησε.
    - «Είδα το Θεό» μου ψιθύρισε.
    - «Τελείωσες;» τη ρώτησα.
    - «Τρεις φορές… δεν το κατάλαβες;»
    - «Κατάλαβα ότι κοκάλωσες αλλά νόμιζα…»
    - «Λάθος νόμιζες» μου είπε χαμογελώντας πονηρά. «Εσένα σου άρεσε;»
    - «Εγώ για πρώτη φορά στη ζωή μου είχα οργασμό χωρίς να ακουμπήσω το… το… το μουνάκι μου» της είπα. Ορίστε, την είπα τη λέξη! Δεν απάντησε κάτι, αλλά δε χρειάστηκε. Ο τρόπος που έκλεισε τα μάτια της και έσφιξε το πρόσωπό της χαμογελώντας ήταν χίλιες λέξεις. «Άντε, έλα να την πέσουμε τώρα γιατί το πρωί θα κουτουλάμε»
    - «Ναι! Καληνύχτα Φοίβη μου» μου είπε και ήταν εκείνη που με φίλησε αυτή τη φορά.
    - «Καληνύχτα Χριστιάνα μου. Γύρνα μου στο πλάι να σε πάρω αγκαλιά» της είπα και γύρισε προς τη μεριά του τοίχου. Με το ένα χέρι μου κάτω από το κεφάλι της και με το άλλο μου χέρι να χουφτώνει το στήθος της με πήρε ο ύπνος.

    Με ξύπνησε ο Ανδρέας σκουντώντας με ελαφρά στην πλάτη. Είχα ακόμα στην αγκαλιά μου τη Χριστιάνα. Τραβήχτηκα και προσπάθησα να γυρίσω.

    - «Καλημέρα μωρό μου» μου είπε ο Ανδρέας. «Είναι 05:30, σηκωθείτε να πάμε να πιούμε καφέ. Ξύπνα τη Χριστιάνα και πες της να αλλάξει εδώ, δε θα βγω από το μπάνιο αν δε μου χτυπήσετε την πόρτα, εντάξει;»
    - «Καλημέρα μωρουλίνι μου» του είπα νυσταγμένα. «Ναι, πήγαινε.»

    Ντύθηκε στα γρήγορα και μπήκε στο μπάνιο. Όταν έκλεισε η πόρτα σκούντησα απαλά τη Χριστιάνα. Άνοιξε τα μάτια της και της πήρε λίγο μέχρι να bootάρει.

    - «Καλημερούδια!» της είπα. «Είναι 05:30, σήκω να αλλάξουμε. Ο Ανδρέας έχει κλειστεί στο μπάνιο μέχρι να τον φωνάξουμε.»
    - «Καλημέρα» μου είπε με νυσταγμένο χαμόγελο.
    - «Έλα, σήκω» της είπα. Πήρα το σουτιέν μου και το φόρεσα. Η Χριστιάνα σηκώθηκε από το κρεββάτι και έβγαλε από την τσάντα της ένα άλλο μπλουζάκι. Έβγαλε αυτό που φορούσε μένοντας γυμνή από πάνω. Της έκλεισα πονηρά το μάτι και κοκκίνησε ελαφρώς αλλά μου ανταπέδωσε το χαμόγελο πριν φορέσει πρώτα το σουτιέν της και από πάνω το νέο μπλουζάκι. Έβγαλε και την πιτζάμα της, φορούσε ένα απλό άσπρο κιλοτάκι, ασορτί με το σουτιέν της, και φόρεσε στα γρήγορα πρώτα τις κάλτσες της και μετά το μπλουτζίν της. Σηκώθηκε και κούμπωσε το παντελόνι της και φόρεσε από πάνω μια μακρυμάνικη μπλούζα.
    - «Έτοιμη» μου είπε. Εγώ ήμουν ακόμα με τις πιτζάμες καθώς προτίμησα να δω τη Χριστιάνα να ντύνεται από το να ντυθώ ταυτόχρονα. Πήγα και χτύπησα την πόρτα του μπάνιου.
    - «Έτοιμες, μπορείς να βγεις» του είπα και γύρισα προς τη Χριστιάνα. «Πέρνα εσύ πρώτη, να αλλάξω κι εγώ!».
    - «Neeeext» είπε ο Ανδρέας βγαίνοντας από το μπάνιο. «Καλημέρα» είπε στη Χριστιάνα.
    - «Καλημέρα και σε σένα!» του είπε χαμογελαστή και μπήκε στο μπάνιο με τη σειρά της.
    - «Εσύ γιατί δεν άλλαξες ακόμα;» με ρώτησε.
    - «Προτίμησα να κάνω μπανιστήρι στη Χριστιάνα που ντυνόταν» του είπα σοβαρή-σοβαρή.
    - «Μη μου τα λες απότομα αυτά και φοράω στενό τζιν, δε με λυπάσαι;»
    - «Καθόλου!» του είπα χαμογελώντας παιχνιδιάρικα και αρχίζοντας να ντύνομαι.
    - «Αμ δε φταίει κανείς, εγώ φταίω που δεν άρχισα τα σφυρίγματα και τα χειροκροτήματα στο τέλος της νυχτερινής σας παράστασης» μου είπε με σιγανή φωνή και ένας ντουβρουτζάς μου ήρθε, είναι η αλήθεια. Αντί να μου εξηγήσει, μου έδειξε τον καθρέπτη κάτω από το φινιστρίνι κάνοντάς με να αλλάξω κι εγώ δεν ξέρω πόσα χρώματα.
    - «Μας… μας είδες;» του είπα σιγανά βρίσκοντας τη φωνή μου.
    - «Πρώτα σας άκουσα και μετά σας είδα. Εντάξει δεν είχε και πολύ φως και το σώμα σου έκρυβε κάμποσες λεπτομέρειες αλλά all-in-all δεν έχω παράπονο, μου έδωσες αρκετή άσκηση για το σπίτι για τις επόμενες 20 μέρες!» μου είπε χαμογελαστά. «Κλείσε το στόμα σου τώρα και χαλάρωσε, μη σε δει ταραγμένη η Χριστιάνα και καταλάβει τι έγινε και μας μείνει στον τόπο!»

    Μια κουβέντα ήταν αυτή. Πήρα βαθιές ανάσες προσπαθώντας να ηρεμίσω και να ανακτήσω την αυτοκυριαρχία μου και μέχρι να βγει η Χριστιάνα το είχα καταφέρει. Δεν τολμούσα ακόμα να κοιτάξω σταθερά τον Ανδρέα στα μάτια, αλλά κατάλαβα ότι το είχε καταευχαριστηθεί ο σαδίσταρος! Αν κάποιος ήθελε παράδειγμα το πως ακριβώς μεταφράζεται η λέξη smirk δεν είχε παρά να δει τον Ανδρέα όπως χαμογελούσε εκείνη τη στιγμή. Μωρέ θα σε φτιάξω εγώ, υποσχέθηκα μέσα μου. Εκείνη την ώρα βγήκε και η Χριστιάνα από το μπάνιο.

    - «Έτοιμη κι εγώ!» μας είπε. Μπήκα μέσα με τη σειρά μου, έκανα την τουαλέτα μου, άλλαξα για τελευταία φορά σερβιέτα και έπλυνα τα δόντια μου. Όταν βγήκα έξω είχε πάει 05:40.
    - «Λοιπόν, πάμε;» ρώτησε ο Ανδρέας. «Χριστιάνα, έχεις τίποτα που χρειάζεται να πάρεις από την καμπίνα σου;»
    - «Όχι, ευτυχώς! Μπρρρ» είπε προκαλώντας μας το γέλιο. Ο Ανδρέας δεν κουβαλούσε τίποτα μαζί του στο καράβι, μόνο τα κλειδιά και το πορτοφόλι του, τα οποία τα είχα στην τσάντα μου, και την οδοντόβουρτσα ταξιδιού του την οποία είχε βάλει στο σάκο μου. Έβαλα και τη δική μου οδοντόβουρτσα μέσα καθώς και την οδοντόκρεμα και τον έκλεισα.
    - «Πάμε» τους είπα και ανεβήκαμε στην καφετέρια. Το τραπέζι που βρήκα τη Χριστιάνα να κάθεται πριν από μερικές ώρες ήταν ακόμα άδειο οπότε κάτσαμε εκεί.
    - «Θα πάω εγώ για καφέδες» μας δήλωσε ο Ανδρέας. «Τι θέλετε;»
    - «Τον γνωστό μου» του είπα.
    - «Εγώ θέλω ένα γαλλικό όπως χθες, τον θυμάσαι;» ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Ναι, τον θυμάμαι. Όταν σας κάνω νόημα ελάτε κάποια να με βοηθήσει.»
    - «Βεβαίως» του απάντησα και κίνησε για το μπαρ. Εκεί ήταν άλλος ένας, δε θα αργούσε όπως χθες. «Πώς κοιμήθηκες;» ρώτησα τη Χριστιάνα.
    - «Υπέροχα!» μου απάντησε με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. «Εσύ;»
    - «Κατέβηκε η παροχή. Εγώ δε θέλω άπλα στο κρεβάτι, θέλω στρίμωγμα, σαν τις γάτες στα κουτιά!»
    - «Join the club! Κι εγώ με τον αρκούδο μου αγκαλιά κοιμάμαι, να ήξερες τι δούλεμα έχω φάει από την Κατερίνα όλα αυτά τα χρόνια!»
    - «Κι εσύ; Μια από τα ίδια κι εγώ!» της ομολόγησα. «Βέβαια τους τελευταίους τέσσερεις μήνες χρέη αρκούδου εκτελεί ο Ανδρέας αλλά παράπονο δεν έχω, στάθηκες αντάξια των προσδοκιών!» της είπα με ύφος χιλίων καρδιναλίων κάνοντάς τη να βάλει τα γέλια. «Α, μην το ξεχάσω, πες μου το τηλέφωνο σου!». Σημείωσα στην ατζέντα μου το τηλέφωνο της και της είπα και το δικό μου. Είδα τον Ανδρέα να μας κάνει νόημα. «Πάω να φέρουμε τους καφέδες» της είπα και σηκώθηκα.
    - «Πώς κοιμήθηκες» ρώτησε ο Ανδρέας τη Χριστιάνα όταν επιστρέψαμε.
    - «Αυτό λέγαμε προ ολίγου με τη Φοίβη. Σαν πουλάκι. Παιδιά, δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω!»
    - «Μην αρχίσεις πάλι!» την έκοψε ο Ανδρέας.
    - «Κρίμα και έλεγα -μιας και δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω- να το κάνω με πράξεις, όταν επιστρέψουμε Ηράκλειο, και θα έχω φέρει και το μεγάλο ταψί αλλά αφού δε θέλεις…» του απάντησε πειρακτικά.
    - «Χριστιάνα, σοβαρά τώρα. Αν είναι να φτιάξεις το παστίτσιο, να το φτιάξεις για να φάμε όλοι παρέα, όχι ως ανταπόδοση στο αυτονόητο!» της απάντησε.
    - «Δεν το θεωρούν όλοι αυτονόητο, Ανδρέα» του απάντησε εξίσου σοβαρή.
    - «Εμείς όμως το θεωρούμε, οπότε τέλος συζήτησης!»
    - «Και μπράβο μας!» συμπλήρωσα.

    Με το χαζολόγημα πέρασε η ώρα. Στις 06:15 το πλοίο έδεσε στο λιμάνι του Πειραιά αλλά εμείς δε σηκωθήκαμε αμέσως. Τελειώσαμε τα καφεδάκια μας με την ησυχία μας περιμένοντας να κατέβει ο πολύς κόσμος. Είχε πάει 06:45 όταν κατεβήκαμε από το καράβι. Έδωσα στον Ανδρέα τα κλειδιά του και βγήκα έξω με τη Χριστιάνα περιμένοντάς τον. Από το γκαράζ έβγαιναν ακόμα αυτοκίνητα αν και πολύ σποραδικά, φαίνεται οι περισσότεροι είχαν βγει έξω με το που έδεσε το πλοίο. Στο λιμάνι ο κόσμος είχε αρχίσει να αραιώνει. Λίγη ώρα αργότερα βγήκε και ο Ανδρέας και αφού προχώρησε λίγο για να μην εμποδίζει, έβαλε alarms και σταμάτησε. Έχοντας απλά ένα σάκο η κάθε μία δεν χρειάστηκε να ανοίξουμε το πορτμπαγκάζ. Περάσαμε μέσα και ξεκινήσαμε.

    - «Κανονικά θα πηγαίναμε από Πειραιώς» μας πληροφόρησε ο Ανδρέας «ωστόσο έχετε όρεξη για βόλτα; Να πάμε από παραλιακή και να ανεβούμε από Συγγρού.»
    - «Νιιιι» απάντησα χτυπώντας παλαμάκια! «Βολτίτσα Αθήνα!»

    Βγήκαμε από το Λιμάνι και στρίψαμε δεξιά. Όπως περνούσαμε από τον Πειραιά είχε λίγο κίνηση παρά το γεγονός ότι δεν είχε πάει καλά-καλά 07:00. Πάντως δεν αργήσαμε να βγούμε στην Παραλιακή η οποία επίσης δεν ήταν άδεια. Δεν αργήσαμε πάντως να βγούμε στη Συγγρού η οποία ήταν σχετικά άδεια και μου θύμιζε αεροδρόμιο. Στρίβοντας στην Καλλιρόης βρήκαμε λίγο κίνηση αλλά τίποτα το τρομερό. Ομοίως και στη Βασιλίσσης Σοφίας αν και εκεί είχε πολύ φανάρι βρε αδερφάκι μου, κάθε 50 μέτρα σχεδόν σταμάτα-ξεκίνα.

    - «Χριστιάνα μένεις πάνω από την Αλεξάνδρας όπως ανεβαίνουμε ή κάτω;»
    - «Κάτω, θα πρέπει να στρίψεις στην Μαβίλη και μετά στη Δωριλέου. Εμένα θα με αφήσετε στη συμβολή με τη Φιλήμονος, μένω λίγο πιο πάνω. Εσείς θα πρότεινα να στρίψετε δεξιά στην Κόνιαρη και αυτή βγάζει Αλεξάνδρας, είναι στην ουσία δύο στενά πριν το γήπεδο του Παναθηναϊκού»
    - «Μέχρι τη Μαβίλη ξέρω, από εκεί και πέρα θα πρέπει να μου πεις εσύ.» της είπε ο Ανδρέας.
    - «Ναι, φυσικά!»
    - «Δε μου λέτε, τι ώρα θα τα πούμε το βράδυ;»
    - «Το Παλένκε μαζεύει κόσμο μετά τις 23:00» είπε η Χριστιάνα. «Είναι πολύ κοντά σε μένα, δε χρειάζεται να έρθετε να με πάρετε, δίνουμε ραντεβού απ’ έξω. Να πούμε στις 23:30 ή θέλετε πιο νωρίς;»
    - «Να πούμε κατά τις 23:00;» είπα εγώ. «Έχω και μια γιαγιά, θα της φανεί κάπως αν σηκωθώ να βγω έξω μετά τις 23:00»
    - «Μπορούμε να πάμε πρώτα για ένα καφεδάκι με την Ευτυχία» είπε ο Ανδρέας. «Δε χρειάζεται να φύγουμε στις 23:00.»
    - «Αμέ!» είπα εγώ χειροκροτώντας με ενθουσιασμό.
    - «Λοιπόν, έκλεισε; 23:30;» ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Ναι» της απάντησα εγώ.
    - «Ωραία. Ανδρέα, έχε το νου σου, στο επόμενο φανάρι στρίβεις αριστερά» του είπε η Χριστιάνα. Εγώ έχασα το λογαριασμό που ήμαστε όταν βγήκε από τη Β. Σοφίας, δε θυμόμουν και πολλά από Αθήνα, αλλά ο Ανδρέας ήξερε. «Εδώ με αφήνετε» είπε η Χριστιάνα 5 λεπτά αργότερα και ο Ανδρέας έβγαλε alarm και σταμάτησε. Βγήκε για να δώσει στη Χριστιάνα τη βαλίτσα της και φυσικά βγήκα κι εγώ να μπορέσει να βγει η Χριστιάνα που καθόταν από πίσω μου. «Παιδιά, δε θα κουραστώ να το λέω, σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου» μας είπε.
    - «Ευχαρίστησή μας!» είπε ο Ανδρέας. «Λοιπόν, τα λέμε το βράδυ!» είπε και μπήκε μέσα. Εγώ φίλησα στα γρήγορα -στα μάγουλα εννοείται- τη Χριστιάνα και μπήκα στο αυτοκίνητο. Μετά την Αλεξάνδρας θυμόμουν αμυδρά ότι περνούσαμε από Σταθμό Λαρίσης. Η μνήμη μου δε με είχε γελάσει. Από εκεί και πέρα θυμόμουν τη διαδρομή. Όταν περάσαμε τη Λένορμαν και μπήκαμε στο Περιστέρι ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει. «Θέλεις να περάσουμε από το παλιό μας σχολείο πριν σε πάω σπίτι σου;» με ρώτησε.
    - «Ναι, πάμε» απάντησα.

    Φτάσαμε στην Κύπρου και στρίψαμε δεξιά και λίγη ώρα αργότερα περάσαμε μπροστά από το ΙΑ. Αν και ερχόμασταν μια φορά το χρόνο Αθήνα να δούμε τη γιαγιά, είχα 3,5 χρόνια να περάσω από το σχολείο μας. Σταματήσαμε στην Ψαρών μπροστά από την είσοδό του. Ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα. Η κυρά-Πόπη απέναντι είχε ανοίξει και ο πατέρας της καθόταν και έπινε το καφεδάκι του στο μοναδικό τραπέζι που ήταν έξω. Η κυρά-Μαρία ήταν κλειστή. Το μυαλό μου πλημμύρισε με τις αναμνήσεις από το Γυμνάσιο. Μετά από 4 χρόνια ωστόσο είχαν αποκτήσει μια πιο γλυκιά γεύση, πόσο μάλλον όταν δίπλα μου, και ερωτευμένο μαζί μου, είχα το εφηβικό μου crush που έμελλε να γίνει και ο πρώτος μου έρωτας.

    - «Πάμε μωρό μου» του είπα και έβαλε μπρος. Κάναμε κύκλο και ξαναβγήκαμε στην Κύπρου. Περάσαμε τη Μακαρίου και βγήκαμε στη Σοφοκλή Βενιζέλου και προχωρήσαμε μέχρι τη συμβολή με την Τομεζά όπου στρίψαμε αριστερά. Από εκεί θα βγαίναμε Φιλικών αλλά είχε σταματήσει ένα φορτηγό και μας έκλεινε το δρόμο. «Στρίψε δεξιά στην Αντιφάνους» του είπα «και στο πρώτο στενό αριστερά». Έτσι βγήκαμε ξανά στη Φιλικών. «Αμέσως μετά το βενζινάδικο, σταματάς. Εδώ μένω» είπα και του έδειξα το διώροφο με τον κήπο. Σταμάτησε ακριβώς μπροστά από το πατρικό του πατέρα μου και κατεβήκαμε. Πήγε πίσω και έβγαλε τη βαλίτσα και μου την έδωσε.

    - «Λοιπόν, να περάσω κατά τις 20:00;» με ρώτησε.
    - «Ναι μωρό μου.»
    - «Ωραία, το τηλέφωνό μου το έχεις αν θέλεις κάτι»
    - «Κι εσύ της γιαγιάς μου» του απάντησα χαμογελαστή.

    Με πήρε στην αγκαλιά του και σφίγγοντάς με πάνω του μου έδωσε ένα βαθύ φιλί.

    - «Τα λέμε το απογευματάκι, κοριτσάρα μου» είπε και μπήκε στο αυτοκίνητο και έβαλε μπρος. Ο Ανδρέας δεν έμενε μακριά, στην πραγματικότητα είχαμε περάσει μπροστά από το σπίτι του πριν βγούμε στη Σοφοκλή Βενιζέλου. Τον παρακολούθησα για λίγη ώρα και μετά πήρα τη βαλίτσα στο χέρι και πέρασα στον κήπο. Είχα κλειδιά του σπιτιού της γιαγιάς οπότε δε χρειάστηκε να χτυπήσω κάποιο κουδούνι. Μπήκα μέσα στο σπίτι της και με πλημμύρισαν πάλι αναμνήσεις από τη γιαγιά και τον μπάρμπα-Φοίβο. Πέρασα μέσα και έβαλα τη κλειδιά στην τσάντα μου.
    - «Γιαγιά;» φώναξα.
    - «Κοριτσάκι μου!» είπε η γιαγιά μου βγαίνοντας από την κουζίνα. «Καλά σε άκουσα». Την αγκάλιασα και τη φίλησα. «Πώς ήταν το ταξίδι σου;»
    - «Πολύ καλό!» της είπα χαμογελώντας πλατιά. Μπορεί να μη μπορούσα να εξηγήσω στη γιαγιά που ήταν το καλό, αυτό δεν άλλαζε ωστόσο το γεγονός ότι ήταν καλό!
    - «Θες να σου φτιάξω μια πορτοκαλάδα;» με ρώτησε.
    - «Ναι, πάμε να σου κάνω παρέα και να τα πούμε» της είπα ακολουθώντας την στην κουζίνα.
    - «Μου τα λέει ο πατέρας σου αλλά θέλω να τα ακούσω και από εσένα. Πώς είναι η σχολή;»
    - «Υπέροχη, γιαγιάκα. Ήταν αυτό που ονειρευόμουν. Βέβαια έχει πολλά μαθηματικά, ειδικά τα πρώτα δύο χρόνια, αλλά κατά τα άλλα είναι όπως το φανταζόμουν!»
    - «Εσύ ήσουν πάντα καλή στα μαθηματικά, ποτέ δεν ήταν πρόβλημα. Είκοσι δεν είχες γράψει στις πανελλήνιες;»
    - «Ναι, είκοσι είχα γράψει αλλά τα μαθηματικά και η φυσική του πανεπιστημίου είναι πολύ πιο απαιτητικά από αυτά του λυκείου. Πάντως πολύ καλά έχω πάει, έχω πάρει 3 δεκάρια στις προόδους στα μαθήματα των μαθηματικών και εννιά στη Φυσική. Ανάθεμά με και αν κατάλαβα γιατί δεν πήρα δέκα!»
    - «Μπράβο αγάπη μου!» μου είπε με φανερή υπερηφάνεια.
    - «Αμέ! Ο χειρότερος βαθμός που έχω μέχρι στιγμής ήταν στην πρώτη πρόοδο της ψηφιακής σχεδίασης, 7,5. Αλλά στη δεύτερη πρόοδο πήρα το αίμα μου πίσω, δεκάρι κι εκεί. Επίσης δεκάρια έχω και στις ασκήσεις της ψηφιακής και στις ασκήσεις της Pascal»
    - «Τι είναι η Pascal;»
    - «Γλώσσα προγραμματισμού για να γράφεις προγράμματα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές» της εξήγησα.
    - «Τώρα αρχίζεις και μου μιλάς κινέζικα» μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω. «Δε μου λες, έκανες φίλους;»
    - «Αν έκανα λέει! Καμία σχέση με το γυμνάσιο και το λύκειο! Έχω ήδη τέσσερεις φίλες και τρεις φίλους και… και τον Ανδρέα.»
    - «Ποιος είναι ο Ανδρέας;» με ρώτησε.
    - «Το αγόρι μου!» της είπα.
    - «Αχ μεγάλωσε το κοριτσάκι μου. Που είσαι Φοίβο μου να δεις τι κοπελάρα έχει γίνει η εγγόνα σου» είπε συγκινημένη. «Θα σε καμαρώνει από ψηλά, το ξέρω ότι θα σε καμαρώνει!» μου είπε σχεδόν δακρυσμένη.
    - «Μου είχες λείψει» της είπα και σηκώθηκα και την έσφιξα στην αγκαλιά μου. «Από το καλοκαίρι θα τα λέμε πιο συχνά γιαγιάκα, ένα Σ/κ μέσα στο δίμηνο θα το βρίσκω να έρθω να σας βλέπω όλους εδώ.»
    - «Ο Στράτος έρχεται τον άλλο μήνα» είπε η γιαγιά.
    - «Ναι, αρχές Φλεβάρη παρουσιάζεται στο ΓΕΣ. Νομίζω ότι θα έρθει λίγο νωρίτερα, είπε ότι χρειάζεται και κάποιες δουλειές να γίνουν στο σπίτι.»
    - «Ναι, χρειάζεται. Αν και ο τελευταίος νοικάρης ήταν πολύ καλός, θέλει σίγουρα βάψιμο στους τοίχους και λούστρο στην κουζίνα. Αλλά μη μου αλλάζεις κουβέντα, για πες μου για τον Ανδρέα και τους φίλους σου» είπε δίνοντάς μου και την πορτοκαλάδα μου. «Έχεις φάει τίποτα; Να σου φτιάξω στα γρήγορα δυο αυγά μάτι;»
    - «Όχι γιαγιάκα, δε χρειάζεται. Έφαγα το βράδυ στο καράβι, είχε ανέλπιστα νόστιμο φαγητό. Μπακαλιάρος αλά Σπετσιώτα. Το είχαν κάνει αρκετά πικάντικο αλλά κατά τα άλλα ήταν πολύ νόστιμο.»
    - «Μάντεψε τι θα σου φτιάξω σήμερα!» μου είπε.
    - «Τι;;;» τη ρώτησα με αγωνία.
    - «Μαγειρίτσα» μου είπε και σχεδόν χοροπήδησα από τη χαρά μου.
    - «Ναιιιιιιιι! Μαγειρίτσα!!!!» είπα χτυπώντας παλαμάκια και κάνοντας τη γιαγιά μου να βάλει τα γέλια.
    - «Εσύ μαγειρεύεις στην Κρήτη ή τρως σε εστιατόρια;» με ρώτησε.
    - «Συνήθως μαγειρεύω αλλά τρώμε και απ’ έξω μη νομίζεις. Γιαγιά, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο τεράστια είναι τα σουβλάκια στο Ηράκλειο. Δε σου κάνω πλάκα, τέσσερις μήνες τώρα, δεν έχω καταφέρει να φάω ένα ολόκληρο. Όχι ότι πάει χαμένο, να είναι καλά ο Σίμπα»
    - «Α ναι, ο σκύλος που έχει η σπιτονοικοκυρά σου. Μου είχε πει η μάνα σου γι’ αυτόν, έλεγε ότι την περνούσε σε μπόι.»
    - «Εδώ περνάει στο ύψος μια από τις φίλες μου που είναι 1,80, όχι εμένα και τη μαμά! Τώρα βέβαια ποιανού σκύλος είναι σηκώνει κουβέντα. Εννοώ ότι ξημεροβραδιάζεται μπροστά από την πόρτα μου μαζί με την υπόλοιπη αγέλη και η κυρά-Ματούλα λέει ότι εκείνη δεν την ακούει όπως εμένα!»
    - «Ποια αγέλη;» ρώτησε με απορία η γιαγιά.
    - «Αυτό πρέπει κάπως να το τραβήξω φωτογραφία για να το δεις και να το πιστέψεις. Έχει υιοθετήσει τρία γατάκια, δηλαδή το Σεπτέμβρη ήταν γατάκια, έχουν αρχίσει και μεγαλώνουν. Έπρεπε να τους δεις να κοιμούνται αγκαλιά ή να σκαρφαλώνουν στο κεφάλι του σαν τους παπαγάλους στον ώμο των πειρατών. Και τρώει και πολύ ο μούργος, ευτυχώς το φαγητό του το πληρώνει η κυρά-Ματούλα γιατί εγώ θα έπεφτα έξω. Τα σακιά των 15 κιλών βγάζουν-δε βγάζουν δύο εβδομάδες! Εγώ πληρώνω μόνο τις γατοτροφές, δε μου έκανε καρδιά να τις αφήσω έτσι.»
    - «Ναι αλλά πάλι μου αλλάξαμε θέμα. Για πες μου για τον Ανδρέα και τους φίλους σου»
    - «Ο Ανδρέας… είναι γείτονας! Πίσω από τη Μέλισσα μένει. Συναντηθήκαμε τυχαία ένα πρωινό στο κυλικείο και…» της είπα και της εξιστόρησα τα καθέκαστα, αρχίζοντας με αναδρομή σε εκείνο το σαββατόβραδο στα τέλη του Νοέμβρη του 1989.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  3. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 27ο
    (Ανδρέας)

    Έφτασα στο σπίτι και πάρκαρα απ’ έξω, στο πάρκινγκ ήταν το νέο μας αυτοκίνητο. Ήταν κουκλί το νέο Carina 2.0 E-GTS. Από τη μαμά του έβγαζε κοντά 160 άλογα αλλά ο μπαμπάς, όπως και το Θρασύβουλα, το είχε πειράξει, το δικό μας έβγαζε 227 άλογα και τελίκιαζε στα 220. Ήθελα σαν τρελός να το δοκιμάσω. Πολύ θα ήθελα να το κυκλοφορήσω σήμερα αλλά εκεί που θα πηγαίναμε ο Θρασύβουλας βόλευε περισσότερο για παρκάρισμα. Δε βαριέσαι, μπορεί να το έπαιρνα το μεσημέρι να το πάω καμιά βόλτα, ίσως μέχρι τον Άγιο Στέφανο, από την Φιλαδέλφεια και μετά η Εθνική άνοιγε οπότε αν δεν είχε κίνηση θα μπορούσα να το γκαζώσω, τουλάχιστον μέχρι τον Άγιο Στέφανο. Μόλις το καλοκαίρι είχε δοθεί στην κυκλοφορία η βύθιση της Εθνικής στο ύψος της Καλυφτάκη και τα φανάρια είχαν καταργηθεί, όπως και αυτά στο ύψος της νέας Φιλαδέλφειας δύο χρόνια πριν.

    Είχα ακούσει πως θα γκρέμιζαν τις παλιές διπλές ανά ρεύμα γέφυρες και θα έφτιαχναν νέες, με τέσσερις λωρίδες η κάθε μία στην Εθνική μετά τους Αγίους Αναργύρους και θα έκλειναν τελείως τον Κηφισό αλλά αυτό ήταν ακόμα μακριά. Δηλαδή τι μακριά, δεν ήξερα καν αν θα γίνει, απλά το είχα ακούσει από τον πατέρα μου που είναι ανώτατο στέλεχος σε μια μεγάλη και πολύ γνωστή κατασκευαστική. Μια χαρά όλα αυτά, μόνο η γαϊδουρινή του άρνησή να πάρει εταιρικό αυτοκίνητο μου την έδινε. Ρε άνθρωπε, δεν λέω, καλή η Toytota αλλά από τη δουλειά σου δίνουν Mercedes, δηλαδή γιατί;

    Τέλος πάντων, ο κάθε άνθρωπος με τα κολλήματά του. «Δε θα γίνω εγώ σαν τους άλλους τους χαλβάδες» ήταν η μόνιμη επωδός του. Η αλήθεια είναι ότι είχε περάσει πολύ φτωχική παιδική ηλικία και είχε μάθει από μικρός να είναι ολιγαρκής. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι από εμένα ή την Ευτυχία έλειψε τίποτα η παιδαγωγική του μέθοδος στηριζόταν στο «Τα λεφτά τα έχουμε εγώ και η μητέρα σας, όχι εσείς». Έτσι, αναγκαστικά και μη, και εγώ και η Ευτυχία μάθαμε από μικροί να είμαστε πολύ προσεκτικοί στο πως καταναλώναμε το χαρτζιλίκι μας, το οποίο ωστόσο οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν αρκετά μεγαλύτερο από αυτά των φίλων μας.

    Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και πήρα το σακβουαγιάζ μου από το πίσω κάθισμα. Άνοιξα την πόρτα της αυλής και μπήκα μέσα. Αχ, μου είχε λείψει το σπιτάκι μου. Ανέβηκα στον πρώτο και άνοιξα με τα κλειδιά μου. Μάλλον κοιμόντουσαν ακόμα όλοι, πήγα στο δωμάτιό μου και έβγαλα τα πράγματα μου και τα ταχτοποίησα. Άφησα σημειώσεις, τετράδια και ένα βιβλίο πάνω στο γραφείο μου και πήρα τη σακούλα με τα άπλυτα και πήγα και τα άδειασα στο καλαθάκι. Η Ευτυχία κοιμόταν του καλού καιρού στο δωμάτιό της. Πήγα στο δωμάτιο των γονιών μου, κοιμόντουσαν και εκείνοι. Στάθηκα στην πόρτα και τους φώναξα.

    - «Μαμά, μπαμπά;» τους είπα.
    - «Αγόρι μου!» είπε η μητέρα μου και πετάχτηκε σαν ελατήριο από το κρεββάτι και ήρθε και με πήρε αγκαλιά και με φίλησε. «Μαρίνο! Μαρίνο!» φώναξε τον πατέρα μου. «Ξύπνα, ήρθε ο Ανδρέας.»
    - «Γιαβρί μου!» μου είπε με το αγαπημένο του χαϊδευτικό και σηκώθηκε και εκείνος και ήρθε και με πήρε αγκαλιά και με φίλησε. «Πώς ήταν το ταξίδι σου;»
    - «Πολύ ωραία ήταν. Καθίστε να πάω να σας φτιάξω δύο καφεδάκια να σας τα πω!» τους είπα. Μικρότερος λάτρευα αυτά τα πρωινά ξυπνήματα Σαββάτου και Κυριακής όπου έφτιαχνα καφέ στη μαμά και στο μπαμπά. Ελληνικό, μόνο ελληνικό!
    - «Τον δικό μου μέτριο Ανδρέα» είπε ο μπαμπάς μου. «Εντολή γιατρού»
    - «Γιατί;» τον ρώτησα κάπως ανήσυχος.
    - «Είχα λίγο ψηλό το ζάχαρο και ο γιατρός μου είπε να ελαττώσω τα γλυκά. Του ξεκαθάρισα πάντως ότι στον καφέ η μόνη μου υποχώρηση είναι να είναι μέτριος, παρακάτω δεν έχει!»
    - «Ουφ, εντάξει. Λοιπόν, πάω να σας φτιάξω τα καφεδάκια σας»
    - «Η Ευτυχία ξύπνησε;» με ρώτησε η μαμά.
    - «Όχι, κοιμάται του καλού καιρού. Θα της φτιάξω και εκείνης ένα καφεδάκι και θα πάω να της κάνω στρατιωτικό ξύπνημα!» τους είπα χαχανίζοντας. Μου είχαν λείψει όλοι, και οι γονείς μου και η αδερφή μου.

    Πήγα μέσα και έφτιαξα δύο ελληνικούς για τους γονείς μου, προσέχοντας αυτή τη φορά μη τους μπερδέψω, καθώς η μάνα μου συνέχιζε να τον πίνει γλυκύ βραστό. Έφτιαξα και ένα φραπέ σκέτο στην Ευτυχία, απορώ πως μπορεί και το πίνει αυτό το πράγμα. Πήγα στο σαλόνι και άφησα τα φλυτζάνια και το ποτήρι με τον καφέ της Ευτυχίας και πήγα στο δωμάτιο για να την ξυπνήσω.

    - «Ξύπνα βοϊδούρι! Ήρθε ο αδερφός σου από την ξενιτιά!» της είπα σκουντώντας την δυο-τρεις φορές, η Ευτυχία αργούσε να πάρει μπρος το πρωί.
    - «Καλημέρα!» μου είπε χαμογελαστή όταν bootαρε και σηκώθηκε από το κρεββάτι. «Καλώς τον ξενιτεμένο!!» μου είπε και με έσφιξε στην αγκαλιά της και με φίλησε.
    - «Και όχι απλά ήρθα από την εξωτική βόρεια Αφρική αλλά σας έχω φτιάξει και την καφεδάρα σας. Έλα πάμε, έχουν ξυπνήσει και ο μπαμπάς και η μαμά!» της είπα.
    - «Έρχομαι σε πέντε λεπτά!. Allez!» μου είπε και με πέταξε με τις κλωτσιές από το δωμάτιό της για να αλλάξει. Πήγα στο σαλόνι όπου στο μεταξύ είχαν καθίσει οι γονείς μου, φορώντας και οι δυο τους ρόμπες.
    - «Έρχεται σε λίγο και η Ευτύχω» τους ενημέρωσα.
    - «Για πες, πώς είναι τα πράγματα στο νησί;» με ρώτησε ο μπαμπάς μου.
    - «Από τότε που μου έστειλες το αυτοκίνητο η ζωή μου έχει βελτιωθεί δραματικά» του είπα. «Και μόνο που μπορώ και πηγαινοέρχομαι στο ΙΤΕ ή μπορώ να κατεβαίνω στο κέντρο ή να πηγαίνω για ψώνια χωρίς να χρειάζεται να ξεροσταλιάζω στις στάσεις είναι τεράστια βελτίωση!»
    - «Προλαβαίνεις με το ΙΤΕ και τα μαθήματα;» με ρώτησε η μητέρα μου.
    - «Έχω ζοριστεί αρκετά είναι η αλήθεια αλλά έχω πάει εξαιρετικά. Θυμάστε που σας έλεγα ότι καλώς εχόντων των πραγμάτων, τον Ιούνη θα πάρω πτυχίο; Ε, είμαι πολύ κοντά στο στόχο. Έχω πάει εξαιρετικά και αυτό το εξάμηνο, θα ανεβάσω και άλλο το μέσο όρο μου. Μέχρι τώρα ήταν 9,2, υπολογίζω ότι αν πάνε όλα καλά στο τέλος του εξαμήνου θα έχω γύρω στο 9,3 ή 9,4. Ουσιαστικά μου έχουν μείνει τα μαθήματα αυτού του εξαμήνου και μετά άλλα τέσσερα και τέλος!»
    - «Μπράβο αγόρι μου!» μου είπε ο πατέρας μου.
    - «Μα εσύ είσαι στο τρίτο έτος, πώς θα πάρεις πτυχίο;» με ρώτησε η μητέρα μου.
    - «Γιατί μετράει ως έτος και το 1990 παρόλο που δεν παρακολούθησα. Τυπικά είμαι τεταρτοετής, οπότε εφόσον έχω πάρει τις μονάδες θα μπορέσω να πάρω και το πτυχίο»
    - «Θα πας φαντάρος μετά, όπως έλεγες;» με ρώτησε ο πατέρας μου.
    - «Αυτή ήταν αρχικά η ιδέα αλλά τώρα έχω αρχίσει και το σκέφτομαι. Δουλεύω ήδη στο ΙΤΕ και εφόσον πάρω το πτυχίο τον Ιούνη θα μπορέσω να εργαστώ full time, οπότε έστω και οι έξη μήνες διακοπής για το στρατό θα με αφήσουν πίσω.»
    - «Δε θα κάνεις μεταπτυχιακό;» με ξαναρώτησε ο πατέρας μου.
    - «Φυσικά και θα κάνω!» του απάντησα. «Ήδη έχω περάσει κάμποσα μεταπτυχιακά μαθήματα ως επιλογής, αυτά δε θα χρειαστεί να τα ξαναδώσω. Θα περάσω και τα υπόλοιπα για το τυπικό του Master και η εργασία που κάνω στο ΙΤΕ θα είναι και μεγάλο κομμάτι του διδακτορικού. Έχω μπει σε μια τροχιά και ο στρατός θα με πετάξει έξω, γι’ αυτό έχω αρχίσει και το ξανασκέφτομαι.»
    - «Να κάνεις ό,τι θεωρείς απαραίτητο!» είπε ο μπαμπάς μου. «Πάντως έχε υπόψη πως με τη νέα νομοθεσία μπορείς να κάνεις δύο διαδοχικά καλοκαίρια στρατό, τρεις μήνες τη φορά, μιας και έχεις διπλή υπηκοότητα.»
    - «Απαπαπα, δεν υπάρχει να θυσιάσω τα καλοκαίρια μου, ειδικά τώρα που έχω και αυτοκίνητο και… και κορίτσι!»
    - «Επιτέλους φτάσαμε στο διά ταύτα!» είπε ο μπαμπάς μου χαζογελώντας. «Ρε, πες που θα το αφήσω το κορίτσι να τρέχω στο στρατό και άσε τα σάπια λάχανα!»
    - «Χαχαχα όχι ότι η Φοίβη δεν είναι σημαντικό μέρος της απόφασης αλλά και τα υπόλοιπα που σου είπα ισχύουν. Βασικά, αν δεν είχα τη Φοίβη θα μπορούσα να κάνω αυτά τα δύο καλοκαίρια και να ξεμπερδεύω με τη μαμά πατρίδα αλλά τώρα…»
    - «Τώρα πια… είσαι ανάμνηση παλιά, κίτρινο γράμμα στο συρτάρι» τραγούδησε ο πατέρας μου δουλεύοντάς με κανονικά και με το νόμο!
    - «Απαρτία!» άκουσα την Ευτυχία να λέει μπαίνοντας στο σαλόνι.
    - «Εμείς μαμαζέλ εδώ ήμασταν» είπε ο μπαμπάς «εσύ κοιμόσουν του καλού καιρού!»
    - «Διαδόσεις!» είπε η Ευτυχία. «Με ξύπνησε πριν λίγη ώρα ο κανακάρης σου! Αχ, ωραία, μου έφτιαξε και καφεδάκι ο γλυκούλης!» είπε χαμογελώντας.
    - «Αμέ, στον έταξα, δεν στον έταξα; Έτσι θα σε άφηνα;»
    - «Αααχ, τη δροσιά του να έχεις» ήπιε τραβώντας μια γερή ρουφηξιά από το καλαμάκι. «Τι λέγατε;»
    - «Για τον ερωτευμένο πιγκουίνο» είπε χωρίς έλεος ο πατέρας μου.
    - «Που δεν ντράπηκε ολόκληρος γάιδαρος να το ρίξει στις μικρούλες! Το ξέρετε ότι η Φοίβη ήταν συμμαθήτριά μου στο γυμνάσιο;»
    - «Μας το είχες πει! Η κόρη του στρατιωτικού δεν είναι; Θα σε αφαλοκόψει φουκαρά μου αν το μάθει» μου είπε ο πατέρας μου.
    - «Χα, του το έχει πει του ταξιαρχούκου!» τους είπα. «Μου είπε πως ξεροκατάπιε λίγο αλλά το ξεπέρασε. Άλλωστε με τους βαθμούς που έχει η Φοίβη, δε θα μπορούσε να πει και τίποτα. Η κυρία αν συνεχίσει να παίρνει τους βαθμούς που παίρνει θα έχει μεγαλύτερο μέσο όρο από το δικό μου. Μέχρι στιγμής ο χειρότερος βαθμός της είναι ένα 9άρι, όλα τα άλλα είναι δεκάρια!»
    - «Δε μου κάνει εντύπωση» είπε η Ευτυχία. «Ήταν η καλύτερη μαθήτρια όλου του γυμνασίου. Είχε σταθερά πάνω από 19,7»
    - «Εσύ πως τα πας μαντάμ με τα δικά σου μαθήματα;»
    - «Δεν είμαι Φοίβη να έχω μόνο δεκάρια μέχρι στιγμής αλλά γενικά πάω κι εγώ πολύ καλά. Ένα 8,5, δύο 9άρια και δύο δεκάρια.»
    - «Και μπράβο σου!»
    - «Για πες, τι κάνει η Φοίβη;»
    - «Μια χαρά είναι, το απόγευμα της είπα να πάμε όλοι μαζί για καφεδάκι. Το βράδυ λέμε να πάμε Παλένκε με μια άλλη συμφοιτήτριά μας που είναι από Αθήνα.»
    - «Για καφεδάκι πολύ ευχαρίστως» είπε η Ευτυχία «αλλά για το βράδυ έχω κανονίσει!»
    - «Καλά, δεν πειράζει. Αύριο λέμε να πάμε Boom-Boom, μπορείς να έρθεις κι εσύ!»
    - «Εγώ σε αντίθεση με εσένα που κάνεις τον τουρίστα έχω μάθημα τη Δευτέρα!»
    - «Τέλος πάντων. Δεν θα την αναγνωρίσεις, όταν την δεις. Έχει ψηλώσει κι άλλο, δεν φοράει πλέον πατομπούκαλα -έκανε εγχείρηση πέρσι- δε φοράει πια σιδεράκια και έχει βάψει τα μαλλιά της κόκκινα, μέχρι τους ώμους. Εγώ, θυμάσαι που στο είχα πει, ανέκαθεν τη θεωρούσα γλυκούλα, τώρα είναι κουκλί σκέτο!»
    - «Όχι απλά την έχει δαγκώσει τη λαμαρίνα, φτύνει και τα κουκούτσια» παρατήρησε η μητέρα μου.
    - «Τώρα τη δάγκωσε;» είπε η Ευτυχία. «Από τη βραδιά του πάρτι την είχε δαγκώσει, νομίζεις ότι δε σε είχαμε πάρει χαμπάρι μεσιέ;» δήλωσε και έγινα κόκκινος σαν παντζάρι. «Τρία χρόνια δεν τον είχα δει ούτε μια φορά να έρχεται στο κτίριό μου και μετά το πάρτι όλο σε μένα ερχόταν για κάτι δήθεν σημαντικό και ήταν πάντα χαζομάρες. Αν τους έβλεπες πως ήταν και οι δυο τους όταν μιλούσαν στο διάδρομο, θα καταλάβαινες. Μόνο οι ίδιοι δεν το είχαν πάρει χαμπάρι. Και μας το έπαιζε και ερωτευμένος με τη Σοφία, ο παιδεραστής!»
    - «Δεν είχα κάνει τίποτα με την Φοίβη» απάντησα κατακόκκινος.
    - «Αυτό θα σου έλειπε, 17 χρονών γάιδαρος με τη Φοίβη που ήταν τότε 14 χρονών κοριτσάκι!» είπε η Ευτυχία.
    - «Τώρα όμως είναι 18+ οπότε κομμένο το δούλεμα» είπα αρκετά εκνευρισμένος.
    - «Έλα χαζούλη σε πειράζω» είπε η Ευτυχία. «Αλλά το ότι είχες τσιμπηθεί μαζί της δεν το παίρνω πίσω, θα έπρεπε να είσαι στραβός να μην το δεις. Η Μαίρη είχε φάει τα λυσσιακά της, χαχαχαχα» συμπλήρωσε.

    Το κωλόπαιδο με διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο και εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι… «φτου σου», έφτυσα τον εαυτό μου από μέσα μου, «το έπαιζες και έξυπνος». Οι γονείς μας στο μεταξύ παρακολουθούσαν το πινγκ-πονγκ μεταξύ εμού και της Ευτυχίας, χαμογελώντας.

    - «Μπαμπά, έχεις να πας πουθενά το μεσημέρι; Θέλω να πάω μια βόλτα το καινούργιο αυτοκίνητο» είπα αλλάζοντας κουβέντα. «Είναι κουκλί!»
    - «Όχι, δεν έχω να πάω κάπου αλλά Ανδρέα θέλω να προσέχεις. Ανοίγει πολύ πιο γρήγορα από το παλιό και είναι αρκετά πιο βαρύ.»
    - «Θα προσέχω, μην ανησυχείς!» του είπα. «Και δε θα πάω και κανένα ταξίδι, ίσα μέχρι τον Άγιο Στέφανο και θα γυρίσω. Έλα κι εσύ μαζί!»
    - «Όχι, πάρε την αδερφή σου ή τη Φοίβη σου και πηγαίνετε.»
    - «Εχμ…» είπα… αν έμπαινε μέσα η Φοίβη θα μ’ έκραζε έτσι και το πάταγα, δεν της άρεσε να τρέχω.
    - «Χμμμ. Δε σε αφήνει να τρέχεις ε; Μπράβο της!» είπε ο πατέρας μου. «Με τη Φοίβη ή καθόλου, να έχω και το κεφάλι μου ήσυχο!»
    - «Ουφ, καλά, με τη Φοίβη αν μπορεί!»
    - «Αν δεν μπορεί και αύριο μέρα είναι» μου είπε ο πατέρας μου.
    - «Μα τη Δευτέρα φεύγει, πάει Χίο!» του είπα με απόγνωση.
    - «Γι’ αυτό φρόντισε να κάνεις τις βόλτες σου μαζί της σήμερα ή αύριο» μου είπε χαμογελώντας πειρακτικά. Κάνε μπαμπά να δεις καλό, δε λέω τίποτε άλλο!

    Μετά τον καφέ μας ξεκινήσαμε να κάνουμε κάποιες δουλειές που είχαν να γίνουν. Εγώ και ο πατέρας μου κατεβήκαμε και καθαρίσαμε τον κήπο και την αυλή, προχθές φυσούσε και έβρεχε και είχε γεμίσει με φύλλα και λάσπες. Βοήθησα επίσης τον πατέρα μου και καθαρίσαμε τα λούκια της κεραμοσκεπής ενώ η μαμά με την Ευτυχία έπλυναν τα μπαλκόνια. Σήμερα είχε και λαϊκή στον άγιο Αντώνη, πήγα με τη μητέρα μου για να τη βοηθήσω και όταν γυρίσαμε πέταξα την Ευτυχία στην Ευαγγελίστρια, που είχε να συναντηθεί με κάποιες φίλες της. Όταν γύρισα βρήκα τη μητέρα μου στην κουζίνα με τον πατέρα μου να της κρατάει συντροφιά και να τη βοηθάει.

    - «Γεμιστά;» είπα νιώθοντας τα σάλια μου να τρέχουν.
    - «Ε, θα σε αφήναμε πρώτη μέρα χωρίς το αγαπημένο σου φαγητό;» είπε η μητέρα μου χαμογελώντας.
    - «Για πες, πώς είναι η δουλειά;» με ρώτησε ο πατέρας μου.
    - «Πολύ καλά, ετοιμαζόμαστε για paper σε δυναμική πληθυσμών. Εκεί που έλεγα ότι ξέμπλεξα με τα μαθηματικά στην 3η λυκείου, τα έφαγα με το κουτάλι στο πανεπιστήμιο. Και όχι μόνο προσαρμοσμένα σε εμάς, να φανταστείς έχω πάρει τρία-τέσσερα μαθήματά τους, απειροστικούς, θεωρία προσεγγίσεων και αριθμητική ανάλυση. Είδα κι έπαθα, ειδικά στην θεωρία προσεγγίσεων. Και τέλος πήρα και θεωρία πιθανοτήτων γιατί η Στατιστική που κάνουμε στο τμήμα είναι αρκετά επιδερμική. Το επόμενο εξάμηνο θα πάρω μαθήματα και από την επιστήμη υπολογιστών, δομές και βάσης δεδομένων και αλγόριθμους και πολυπλοκότητα. Θα μου βγάλουν και αυτά την ψυχή κατά πάσα πιθανότητα καθώς, όπως και με τη θεωρία προσεγγίσεων, δεν έχω το απαραίτητο υπόβαθρο. Ευτυχώς δεν χρειάζεται να τα περάσω, εννοώ δε χρειάζομαι τις μονάδες τους για να πάρω πτυχίο.»
    - «Τα αγαθά κόποις κτώνται» μου είπε. «Γι’ αυτό σας καμαρώνουμε και εσένα και την αδερφή σου. Και εγώ και η μητέρα σου είμαστε πολύ περήφανοι για εσάς!»
    - «Σας ευχαριστώ» τους είπα σχεδόν κόκκινος. «Να δείτε κάτι υπολογιστές θηρία που χρησιμοποιούμε στο εργαστήριο, ο πιο φτηνός κάνει πάνω από πέντε εκατομμύρια!»
    - «Τους αγάπησες, ε;» με ρώτησε ο πατέρας μου και πάλι.
    - «Είναι να μην τους αγαπήσεις; Αυτό τον καιρό φτιάχνω ένα πρόγραμμα για μοντελοποίηση των μετρήσεων. Αυτό που πλέον το πρόγραμμά μου το κάνει σε δυο-τρεις ώρες, παλιότερα τρώγαμε μερόνυχτα ολόκληρα να τα κάνουμε με το χέρι *επίσης* με βοήθεια εξειδικευμένων προγραμμάτων, όπως το SPSS»
    - «Α, αυτό το ξέρω κι εγώ!» είπε ο πατέρας μου. «Δεν το έχω χρησιμοποιήσει, το είχα δει όταν έπρεπε να κάνω εγκρίσεις προϋπολογισμού. Κάτι με στατιστική δεν έχει να κάνει; Αυτό μου είχαν εξηγήσει.»
    - «Ναι, είναι πρόγραμμα στατιστικής. Στο πανεπιστήμιο έχουμε και το macsyma και το Mathematica και την Matlab. Το πρόγραμμα που σου λέω το έχω γράψει σε Matlab και Fortran με δεδομένα που εξάγονται μετά από κανονικοποίηση από το SPSS και μετά τα εισάγουμε πάλι στο SPSS για ελέγχους ευστάθειας. Υπολογιστική βιολογία ήθελα, ας πρόσεχα!» του είπα.
    - «Ανδρέα, μετάνιωσες που δεν έδωσες και τρίτη φορά για ιατρική;» με ρώτησε η μητέρα μου.
    - «Όχι, καθόλου. Αν ήθελα ιατρική θα μπορούσα να δώσω κατατακτήριες τον Ιούνη. Το είχα σκεφτεί στην αρχή, μη νομίζεις, αλλά η βιολογία με τράβηξε για τα καλά. Αν είχα τα μυαλά που έχω τώρα δε θα έχανα ένα χρόνο από τη ζωή μου για να ξαναδώσω πανελλήνιες και να χαντακωθώ ξανά σε έκθεση και τη δεύτερη χρονιά στη φυσική. Έχω δύο φίλες πάντως που σκοπεύουν να κάνουν ακριβώς αυτό, μετά το πτυχίο τους να δώσουν κατατακτήριες. Εγώ πλέον το σκέφτομαι και ανατριχιάζω!»
    - «Ωραία! Μου αρκεί ότι είσαι ευχαριστημένος με αυτό που επέλεξες» μου απάντησε χαμογελαστή.
    - «Ναι, είμαι!» της είπα.
    - «Δε μου λες; Μπορείς να πεταχτείς μέχρι το φούρνο απέναντι από τον παλιό ταξιάρχη;»
    - «Φυσικά» της απάντησα «το ρωτάς; Αλλά γιατί εκεί και όχι στον άγιο Αντώνη;»
    - «Α, δεν το είδες, που να το δεις. Κάνει εργασίες στο μαγαζί, θα είναι κλειστός μέχρι και τα μέσα Γενάρη.»
    - «Εντάξει, πόσο να πάρω;»
    - «Ένα κιλό χωριάτικο» είπε η μητέρα μου.

    Πήγα στο σαλόνι αλλά πριν βγω έξω είπα να πάρω τηλέφωνο τη Φοίβη, άλλωστε θα περνούσα από τη γειτονιά της.

    - «Παρακαλώ;» άκουσα μια φωνή από ηλικιωμένη γυναίκα στο τηλέφωνο, θα πρέπει να ήταν η γιαγιά της.
    - «Καλησπέρα σας» της είπα. «Θα μπορούσα να μιλήσω με τη Φοίβη; Πείτε της ότι τη ζητάει ο Ανδρέας!»
    - «Εσύ είσαι ο Ανδρέας!» μου είπε στο τηλέφωνο και δεν ήξερα πως να αντιδράσω.
    - «Ναι, εγώ είμαι» της απάντησα χαμογελαστός.
    -«Κάτσε να τη φωνάξω.» είπε και κατέβασε το ακουστικό. «Φοίβη;» την άκουσα να λέει. «Το αμόρε σου!» συνέχισε κάνοντάς με να χαμογελάσω σα χαζός.
    - «Μωρουλίνι μουυυυυυυυ» άκουσα την ενθουσιασμένη φωνή της στο τηλέφωνο.
    - «Τακτοποιήθηκες;» τη ρώτησα.
    - «Ουυυ, τώρα μαγειρεύουμε! Guess what! Η γιαγιά φτιάχνει μαγειρίτσα! Νιαμ νιαμ! Και εγώ τη βοηθούσα για να μάθω πως γίνεται, απαπαπα, πολύ μπελαλίδικο φαγητό!»
    - «Ψωμί έχετε;» τη ρώτησα.
    - «Διαβάζεις τις σκέψεις μου τώρα; Μόλις τώρα θα κατέβαινα να πάω στο φούρνο!» μου είπε με απορία.
    - «Χαχαχα, τα μεγάλα πνεύματα συναντιόνται. Ο φούρνος που πηγαίνουμε συνήθως κάνει εργασίες και είναι κλειστός, οπότε θα έρθω να πάρω από το φούρνο του παλιού ταξιάρχη. Με τα πόδια θα έρθω, οπότε να περάσω να σε πάρω να πάμε παρεούλα, μου έχεις λείψει κιόλας!» της ομολόγησα.
    - «Ναιιιι!!!!» την άκουσα να λέει και τη φαντάστηκα να χτυπάει ενθουσιασμένα παλαμάκια.
    - «Ωραία, ξεκινάω τώρα, σε πέντε λεπτάκια θα είμαι εκεί». Γύρισα προς την κουζίνα. «Πάω τώρα μαμά, θέλουμε τίποτε άλλο;»
    - «Όχι αγόρι μου» είπε και κατέβηκα κάτω. Μιας και πήγαινα με τα πόδια, κατέβηκα από τη Νικηταρά και από εκεί στη Φιλικών. Ούτε πέντε λεπτά αργότερα ήμουν μπροστά από το σπίτι της Φοίβης που με περίμενε στην αυλή.
    - «Καλώς την» είπα χαμογελώντας προς την Φοίβη και την πήρα αγκαλιά κα τη φίλησα με πάθος. «Μου έλειψες» της είπα.
    - «Κι εμένα μωρουλίνι μου.»
    - «Δε μου λες, το μεσημεράκι προς απόγευμα έχετε να κάνετε κάτι;»
    - «Όχι, η γιαγιά συνήθως κοιμάται μεταξύ 16:00 – 18:00, γιατί;»
    - «Να πάμε βόλτα με το καινούργιο αυτοκίνητο, μέχρι τον Άγιο Στέφανο! Όρος απαράβατος του πατέρα μου, να είσαι κι εσύ μαζί για να μην το γκαζώσω!»
    - «Σοφός ο πατέρας σου» μου απάντησε παιχνιδιάρικα. «Ναι, μπορούμε να πάμε. Πού είναι ο Άγιος Στέφανος, δε θυμάμαι;»
    - «Είναι μερικά χιλιόμετρα μετά την Κηφισιά. Λοιπόν, πάμε να πάρουμε το ψωμί;»
    - «Ναι μωρό μου πάμε!» μου είπε και πήρε το χέρι μου στο χέρι της. Κατεβήκαμε τη Φιλικών και στρίψαμε στην αγίας Λαύρας και την πήραμε μέχρι την εκκλησία των ταξιαρχών. Απέναντι ακριβώς από εκεί ήταν ο φούρνος. Η Φοίβη πήρε μία φραντζόλα του μισού κιλού ενώ εγώ πήρα δύο. Πήραμε και δυο πορτοκαλάδες κουτάκι και περάσαμε απέναντι στην πλατεία και κάτσαμε σε ένα παγκάκι να τις πιούμε. Η ώρα ήταν 13:30, είχαμε ακόμα ώρα. Η Ευτυχία είχε πει ότι θα γυρίσει στις 14:00.
    - «Για πες, τι κάνει η γιαγιά σου; Μίλησες με τους δικούς σου;»
    - «Ναι, εννοείται. Τους πήρα τηλέφωνο γύρω στις 09:00. Καλά είναι και η γιαγιά, έχει χαρεί πολύ που το καλοκαίρι επιστρέφουμε. Ε, της είπα πως περνάω στη σχολή, για τα μαθήματα, για τις φίλες… για σένα…» είπε με ντροπαλό χαμόγελο.
    - «Εμένα να δεις τι χουνέρι μου έκανε η Ευτύχω, παρεμπιπτόντως το απόγευμα θα έρθει για καφέ αλλά για το βράδι έχει κανονίσει η κυρία…» της είπα και της εξιστόρησα τα καθέκαστα. Καθίσαμε για κανένα τεταρτάκι εκεί και την επέστρεψα σπίτι της. «Λοιπόν, θα περάσω κατά τις 16:00» της είπα και αφού τη φίλησα κίνησα να επιστρέψω σπίτι. Ανέβηκα πάνω και άφησα το ψωμί στην κουζίνα.
    - «Πού χάθηκες εσύ;» με ρώτησε ο πατέρας μου. «Γονατιστός πήγες στον Ταξιάρχη;»
    - «Όχι, αλλά πέρασα να δω λίγο τη Φοίβη. Ήθελε και εκείνη να πάρει ψωμί και πήγαμε παρεούλα… ε και κάτσαμε λίγο να τα πούμε.»
    - «Μωρέ καλά στο έλεγα εγώ» είπε μητέρα μου. «Φτύνει και τα κουκούτσια!»
    - «Και στις 16:00 θα περάσω να την πάρω να πάμε τη βόλτα που λέγαμε.» είπα στον πατέρα μου.
    - «Κοίτα 19:00 να είσαι πίσω γιατί έχουμε να πάμε κάπου με τη μητέρα σου.»
    - «Ουυυ, θα είμαι πίσω γύρω στις 18:00, μπορεί και νωρίτερα. Θα πάμε για καφεδάκι το απόγευμα με την Ευτυχία και πρέπει να ετοιμαστούμε. Εμείς το βράδυ θα πάμε κέντρο, σε ένα κλαμπ που παίζει λάτιν. Η Φοίβη είναι ΑΠΙΘΑΝΗ χορεύτρια, δεν αστειεύομαι, και εξίσου ΑΠΙΘΑΝΗ χορεύτρια είναι και η συμφοιτήτριά μας με την οποία θα βγούμε σήμερα και αύριο. Αύριο θα πάμε ντισκοτέκ, θα ακούσουμε μουσική της εποχή σας!» τους είπα πειράζοντάς τους.
    - «Στη ντισκοτέκ δύσκολο. Αν πήγαινες σε κανένα ροκ μπαρ…» μου είπε ο πατέρας μου που ήταν φανατικός ροκάς και μοιραζόμασταν τα ίδια γούστα, αν και εμένα μου άρεσε και η μέταλ.

    Γύρω στις 14:00 ήρθε και η Ευτυχία και καθίσαμε όλοι μαζί στο τραπέζι της κουζίνας να φάμε, κάτι που είχε να γίνει από τις αρχές του περασμένου Σεπτέμβρη. Τα λάτρευα τα γεμιστά της μαμάς, έφαγα και ντομάτα και πιπεριά και κολοκύθι. Δεν άφησα ούτε κόκκο ρυζιού στο πιάτο. Όταν τελειώσαμε μαζέψαμε με την Ευτυχία τα πιάτα και αφού τα ξεπλύναμε τα βάλαμε στο πλυντήριο πιάτων. Ο μπαμπάς και η μαμά πήγαν στο δωμάτιο τους και άναψαν την τηλεόραση, όχι ότι κατάφερναν να μείνουν ποτέ τους ξύπνιοι όταν το έκαναν. Η Ευτυχία πήγε στο δωμάτιό της για να διαβάσει καθώς την ερχόμενη εβδομάδα είχε πρόοδο. Μη έχοντας τι να κάνω πήγα κι εγώ στο δωμάτιό μου. Η αλήθεια είναι ότι νύσταζα λίγο, είχα βαρύνει. Έβαλα το ξυπνητήρι του ρολογιού μου στις 16:00 και έκλεισα τα μάτια μου. Δεν ήταν το ξυπνητήρι που με ξύπνησε αλλά η Ευτυχία!

    - «Ανδρέα; Ανδρέα;» άκουσα μια φωνή και με το ζόρι άνοιξα τα μάτια μου.
    - «Τι;» της είπα.
    - «Χτυπάει το ρολόι σου, δεν το ακούς;»
    - «Χαμπάρι δεν το πήρα. Σ’ ευχαριστώ Ευτύχω μου. Θέλεις να έρθεις για βόλτα μαζί μας με τη Φοίβη, λέμε να πάμε μέχρι άγιο Στέφανο.»
    - «Όχι, έχω να τελειώσω το διάβασμα. Τι ώρα θα πάμε για καφέ, στις 23:00 έχω δώσει ραντεβού έξω από τα goody’s στο Μπουρνάζι.»
    - «Έλεγα να πάμε κατά τις 20:00, θα σε κατεβάσουμε εμείς Μπουρνάζι φεύγοντας για Παλένκε»
    - «Μια χαρά είναι στις 20:00. Που θα πάμε;»
    - «Έλεγα Fame»
    - «Μια χαρά!» μου είπε.
    - «Λοιπόν, φεύγω τώρα γιατί έχω τάξει βόλτα στη Φοίβη και έχω αργήσει ήδη πέντε λεπτά!» της είπα.

    Πήρα τα κλειδιά από την κρεμάστρα δίπλα στην πόρτα και κατέβηκα κάτω. Τράβηξα λίγο πίσω το Θρασύβουλα γιατί έκλεινε το parking, τον κλείδωσα και πήγα στο καινούριο. Το εσωτερικό του ήταν εντυπωσιακό και μοντέρνο. Κάθισα στη θέση του οδηγού. Άναψα τα alarms και αργά και προσεκτικά βγήκα έξω. Ίσιωσα το αυτοκίνητο και πάτησα το μηχανισμό για να κλείσει αυτόματα η πόρτα. Όταν το είχαμε βάλει αυτό το μαραφέτι πριν μερικά χρόνια μου είχε φανεί σα μαγεία! Δεν ήμουν με τα πόδια και η Φιλικών ήταν μονόδρομος οπότε πήγα όπως το πρωί, χωρίς ωστόσο αυτή τη φορά να κάνω παράκαμψη στην Αντιφάνους. Έστριψα στην Φιλικών και σταμάτησα με alarms μπροστά από το σπίτι της Φοίβης, η οποία με περίμενε στο πεζοδρόμιο. Σηκώθηκα και βγήκα έξω για να τη χαιρετήσω.

    - «Συγνώμη που άργησα μωρό μου. Με είχε πάρει ο ύπνος και παρά το ότι είχα βάλει ξυπνητήρι δεν το άκουσα, ευτυχώς το άκουσε η Ευτυχία και με ξύπνησε» της είπα απολογητικά.
    - «Δεν πειράζει αγαπουλίνι. Καλορίζικο, φτου φτου, είναι πολύ όμορφο! Όχι σαν τον Θρασύβουλα, μην υπερβάλλουμε, αλλά κουκλί!» μου δήλωσε.
    - «Παρακαλώ περάστε» της είπα και της άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού. Γύρισα κι εγώ στη θέση μου και αφού βάλαμε ζώνες ξεκινήσαμε.
    - «Καλέ! Αυτό είναι τελείως αθόρυβο!» είπε η Φοίβη.
    - «Νέες τεχνολογίες μωρό μου. Για βάλε κανένα σταθμό» της είπα.
    - «Αν ήξερα κιόλας!» μου είπε.

    Σε αντίθεση με του Θρασύβουλα, το ραδιόφωνο εδώ ήταν ηλεκτρονικό. Άνοιξα και της είπα να βάλει Galaxy στους 92. Έπαιξε λίγο με τα κουμπιά, μέχρι που τον βρήκε. Στο μεταξύ εγώ είχα φτάσει στη συμβολή της Μελά με την Εθνάρχου Μακαρίου. Βγήκα προσεκτικά στον κεντρικό και προχώρησα μέχρι τα φανάρια βγάζοντας φλας αριστερά. Δεν είχε κίνηση, τι κίνηση να έχει μεσημεριάτικα Σάββατο. Στρίψαμε κάτω από την γέφυρα. Ο Κηφισός ήταν ακόμα φουσκωμένος, πρέπει να είχε ρίξει πολύ δυνατή βροχή προχθές, σε αντίθεση με το Ηράκλειο που την τελευταία εβδομάδα είχε συνεχώς λιακάδα.

    Το νέο αυτοκίνητο ήταν πιο βαρύ, πιο στιβαρό από τον Θρασύβουλα. Ο τελευταίος μπορεί να πιάσει 170 αλλά από τα 120 και πάνω το καταλαβαίνεις. Δεν είχε κίνηση και είχα ανοίξει, χωρίς να το καταλάβω πήγαινα με 150. Χαμήλωσα λίγο ταχύτητα και έπεσα στα 130.

    - «Γιατί έκοψες;» με ρώτησε η Φοίβη που δεν είχε καταλάβει πόσο τρέχαμε.
    - «Γιατί πηγαίναμε με 150» της είπα και γούρλωσε τα μάτια της. «Κάπως έτσι ένιωσα κι εγώ, αν δεν έβλεπα το κοντέρ, δε θα το πίστευα!»
    - «Πόσα πιάνει. Το κοντέρ λέει 240, πιάνει 240;» με ρώτησε.
    - «Όχι, μέχρι 220 πάει και αυτό επειδή το έχει πειράξει ο πατέρας μου. Από τη μαμά του φτάνει μέχρι τα 190»
    - «Και γιατί δείχνει μέχρι 240;» με ρώτησε ξανά.
    - «Δεν έχω ιδέα, για λόγους marketing φαντάζομαι… τι να σου πω, δεν είμαι στο μυαλό των γιαπωνέζων!»

    Δε μιλήσαμε άλλο μέχρι που πλησιάσαμε το ύψος της Νέας Φιλαδέλφειας, στη στροφή για Αχαρνών. Εκεί ο δρόμος άνοιγε για κάμποσα χιλιόμετρα και ήταν και ουσιαστικά άδειος.

    - «Φοίβη μου, να το ανοίξω λίγο;» της είπα.
    - «Μέχρι τα 170» μου είπε.

    Εγώ ήθελα να το τελικιάσω αλλά τι να έκανα; Το άνοιξα και λίγο αργότερα φτάσαμε τα 170, απίστευτο, αν με ρωτούσες θα έλεγα ότι πηγαίνω με 120. Αθόρυβος κινητήρας και βαρύ αυτοκίνητο, αυτά είναι! Πάντως κράτησα το όριο που μου είχε θέσει και έκοψα σταδιακά μέχρι που πέσαμε στα 120. Όταν φτάσαμε στο ύψος της Πίτσας με το Μέτρο, στον κόμβο Καλυφτάκη γύρισα προς τη Φοίβη.

    - «Μόλις το καλοκαίρι δώσαν την γέφυρα που περάσαμε από κάτω της στην κυκλοφορία. Ξέρεις τι γινόταν εδώ στις εξόδους; Υπήρχαν φορές που έπηζε μέχρι το ύψος της Μεταμόρφωσης, 5-6 χιλιόμετρα πίσω μας. Στις μεγάλες εξόδους, έπηζε σχεδόν από τη Νέα Φιλαδέλφεια.»
    - «Γιατί;»
    - «Γιατί είχε φανάρια και στη Νέα Φιλαδέλφεια και εδώ. Πρώτα κατάργησαν τα φανάρια πίσω και μόλις πέρσι έφτιαξαν εδώ και την ανισόπεδη.»

    Συνεχίσαμε και κάπου στο 20ο χιλιόμετρο, στο ύψος των 120, της έδειξα το κλαμπ στα δεξιά μας. «Εδώ είναι το Οκτάνιο, είναι πολύ ωραίο κλαμπ αλλά είναι καλοκαιρινό. Θα έρθουμε το καλοκαίρι αν θέλεις, είναι πολύ όμορφα αν και το βράδυ κάνει πολλή ψύχρα!» της είπα. Συνεχίσαμε, περάσαμε κάτω από τη γέφυρα του τραίνου και μετά από λίγο βγήκαμε στην έξοδο του Αγίου Στεφάνου. Είχαμε πει ότι θα γυρίσουμε στις 18:00 και ήταν μόλις 16:30, το αυτοκίνητο φύσαγε. «Δε μου λες, θέλεις να πάμε να δούμε το φράγμα;» τη ρώτησα.
    - «Αμέ!» είπε χτυπώντας παλαμάκια με ενθουσιασμό. Βγήκαμε στη Λεωφόρο Κρυονερίου και μόλις περάσαμε τις γραμμές, στρίψαμε αριστερά στον Άγιο Στέφανο, ακολουθώντας τις ταμπέλες. Μας πήρε γύρω στα 20 λεπτά να φτάσουμε στο φράγμα και πάρκαρα στο άπλωμα πριν το φανάρι του φράγματος. Ευτυχώς είχαμε πάρει μπουφάν γιατί παρά τη λιακάδα είχε ψύχρα. Κατεβήκαμε και περπατήσαμε όλο το μήκος του φράγματος, περνώντας στη μεριά προς το Καλέντζι.
    - «Εδώ παλιά είχε μια καφετέρια, είναι χρόνια που έχει ερημώσει. Θυμάμαι που μας είχαν φέρει κάμποσες φορές εδώ οι γονείς μου όταν πηγαίναμε για κάποιο καλοκαιρινό μπάνιο στο Σχοινιά. Βέβαια από αρχές Ιούλη και μετά μας έστελναν στους παππούδες μας το Ναύπλιο, αλλά έχω ακόμα κάμποσες αναμνήσεις από το μέρος.
    - «Όσο ήμουν δημοτικό το καλοκαίρι είχαμε κάποιους οικογενειακούς φίλους που είχαν εξοχικό στη Χαλκίδα. Πηγαίναμε σχεδόν κάθε σαββατοκύριακο εκεί. Τα ζόρια ήρθαν όταν ήρθαμε στην Αθήνα. Μέναμε στο πατρικό του μπαμπά και πηγαίναμε στις κατασκηνώσεις του Άγιου Ανδρέα, εμένα δε μου άρεσε καθόλου αλλά τι να έκανα; Η εναλλακτική ήταν να πάω να ψηθώ στην εξωτική Καρδίτσα. Βέβαια δεν είχα παράπονο, ο παππούς και η γιαγιά μας πήγαιναν συχνά στην παραλία Λάρισας, και έχει πολύ όμορφες παραλίες εκεί, αλλά αυτά τα ζεστά ατελείωτα μεσημέρια στην ντάλα του κάμπου με έχουν στοιχειώσει. Τελικά το 1987 και αφού γλύτωσε από θαύμα ο παππούς, είχε πάθει θερμοπληξία, αγόρασαν κλιματιστικό.»
    - «Και εμείς τότε το αγοράσαμε» της είπα. Εμείς ήμασταν Ναύπλιο τον Ιούλιο και όσο και αν έκανε ζέστη είχαμε τη θάλασσα δίπλα και δεν το είχαμε καταλάβει. Τελικά αν θυμάμαι προς τα τέλη Ιούλη οι γονείς μου σηκώθηκαν και κατέβηκαν και αυτοί Ναύπλιο και καθίσαν μέχρι αρχές Αυγούστου. Ε, στα τέλη Αυγούστου ο πατέρας μου γέμισε το σπίτι κλιματιστικά, είχε πληρώσει ένα σκασμό λεφτά… όχι ότι του λείπουν, εδώ που τα λέμε.»
    - «Το ίδιο έκανε και ο πατέρας μου. Είχαμε χάσει τον παππού μου στις αρχές του Φλεβάρη το ’87 και πήρε την κυρά Λένη με το ζόρι και την έφερε στον Άγιο Ανδρέα μέχρι να περάσει ο καύσωνας. Ήταν αντισυνταγματάρχης τότε, δεν κατάλαβα πως τα κατάφερε όταν εκείνο το καλοκαίρι έμειναν έξω συνταγματάρχες και ταξίαρχοι.»
    - «Ποιος ξέρει;» ρώτησα στο πουθενά.

    Καθίσαμε εκεί μέχρι που έπεσε ο ήλιος και το κρύο έγινε ακόμα πιο τσουχτερό. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήραμε το δρόμο της επιστροφής, γύρω στις 18:00 ήμασταν Περιστέρι. Σταμάτησα μπροστά από το σπίτι της και κατεβήκαμε και οι δύο. Την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα.

    - «Θα περάσω να σε πάρω στις 20:00. Θα είναι και η Ευτυχία μαζί. Το βράδυ, θα την αφήσουμε στις 23:00 στο Μπουρνάζι, που έχει ραντεβού και θα ανέβουμε κέντρο. Προλαβαίνεις να ετοιμαστείς, έτσι;»
    - «Ναι μωρουλίνι μου, προλαβαίνω, μην ανησυχείς. Άντε πήγαινε τώρα και τα λέμε στις 20:00» μου είπε. Της έστειλα ένα φιλάκι, χαμογέλασε και μπήκε στον κήπο της. Όταν έκλεισε την πόρτα μπήκα στο αυτοκίνητο και ένα λεπτό αργότερα ήμουν σπίτι. Το έβαλα στο πάρκινγκ και ανέβηκα πάνω.
    - «Δεν άργησα!» είπα στον πατέρα μου, καθόταν στο σαλόνι.
    - «Πώς σου φάνηκε;» με ρώτησε.
    - «Φυσάει, δεν έχω τι άλλο να πω. Σου είχα πει ότι δεν θα τρέχω αλλά κάποια στιγμή πήγαινα με 150 και δεν το είχα πάρει χαμπάρι. Χαμήλωσα αμέσως ταχύτητα όταν το είδα. Και δεν ήμουν μόνο εγώ που δεν το πήρα χαμπάρι, ούτε η Φοίβη το είχε πάρει και με ρώτησε με απορία γιατί κόβω ταχύτητα. Όταν της είπα με πόσο πηγαίναμε, της έπεσε το σαγόνι στο πάτωμα. Ομολογώ ότι μου έδωσε την άδεια και το πήγα μέχρι 170 αλλά δε με άφησε παραπάνω και δεν το πήγα, αμέσως μετά πάλι έκοψα στα 120. Ε, φτάσαμε πολύ νωρίς στον Άγιο Στέφανο, ούτε 16:30 δεν είχε πάει, οπότε πήγαμε μια βόλτα μέχρι το φράγμα. Πάρκαρα εκεί και σουλατσάραμε πάνω-κάτω μέχρι που πέρασε η ώρα και γυρίσαμε.»
    - «Χμμμ» μου είπε.
    - «Πραγματικά μπαμπά, δεν έτρεξα περισσότερο. Ίσα που είδα το 170 και μετά πάλι έκοψα. Καμία σχέση με το παλιό, έφτασα τα 170 και νόμιζα ότι πηγαίνω με 120.»
    - «Καλώς» μου είπε.
    - «Λοιπόν, πάω να κάνω ένα μπανάκι και να ετοιμαστώ!»
    - «Χα-χα, καλή τύχη. Έχουν κάνει κατάληψη, πρώτα η μάνα σου και τώρα η αδερφή σου. Και μετά θα μου γκρινιάζει ότι αργήσαμε πάλι!»
    - «Πού θα πάτε;» τον ρώτησα.
    - «Μακάρι και να ‘ξερα.» μου ομολόγησε. «Κάποια γιορτή κάνουν στη δουλειά της μητέρας σου, δεν ξέρω και πολλές λεπτομέρειες, μόνο ότι στις 20:00 πρέπει να είμαστε στο Χίλτον. Οπότε όταν τελειώσει η Ευτυχία θα πρέπει να περιμένεις να μπω κι εγώ.»
    - «Εντάξει μπαμπά, θα σε περιμένω να τελειώσεις εσύ.»

    Η Ευτυχία μας έκανε τη χάρη να βγει γύρω στις 18:40 και ο πατέρας μου πήγε ξεφυσώντας και μουρμουρίζοντας στο μπάνιο. Βγήκε στις 19:00 τουρτουρίζοντας. «Έφαγαν ένα θερμοσίφωνα νερό μάνα και κόρη! Ανδρέα, περίμενε να ζεστάνει, εγώ ξεπλύθηκα με κρύο νερό!» με προειδοποίησε. Πήγα μία τουαλέτα γιατί κόντευα να κατουρηθώ πάνω μου αλλά επέστρεψα στο δωμάτιό μου.
    - «Δε θα ξυριστείς;» άκουσα τη μητέρα μου να μαλώνει τον πατέρα μου.
    - «Να μου αφήνατε νερό μάνα και κόρη να ξυριστώ. Τώρα καλά κρασιά!» της είπε.

    Στις 19:30 έφυγαν. Η Ευτυχία ήταν ακόμα στο δωμάτιό της με την πόρτα κλειστή. Αναστέναξα και μπήκα στο μπάνιο. Όταν τελείωσα αποφάσισα κι εγώ να μην ξυριστώ, είχα γένια μερικών ημερών και η αλήθεια είναι ότι μου άρεσαν γιατί κατά τα άλλα έχω αρκετά παιδικό πρόσωπο. Σε αντίθεση με την Ευτυχία εμένα δε μου πήρε ούτε δέκα λεπτά να ετοιμαστώ. Φόρεσα ένα καθαρό τζιν, με κοντομάνικο t-shirt και από πάνω στενό πουκάμισο που το άφησα απ’ έξω. Καθάρισα τα καφέ μου τα παπούτσια και τα φόρεσα. Πήγα και χτύπησα την πόρτα της.

    - «Ευτυχία, είσαι έτοιμη; Σε 10 λεπτά θα περάσουμε να πάρουμε τη Φοίβη» της είπα.
    - «Ναι, έτοιμη είμαι σχεδόν. Σε πέντε λεπτά τελειώνω» μου είπε.

    Πράγματι, σε πέντε λεπτά ακριβώς βγήκε από το δωμάτιο. Η Ευτυχία είναι και αυτή καστανόξανθη και γαλανομάτα, όπως κι εγώ. Φορούσε ένα πολύ όμορφο γαλάζιο φόρεμα, το οποίο δεν ταίριαζε ακριβώς με την ροκ καφετέρια που θα πηγαίναμε αλλά μετά είχε και άλλη έξοδο.

    - «Που θα πάτε, μαντάμ;» τη ρώτησα.
    - «Buzios» μου απάντησε μονολεκτικά. Clubbing στην παραλιακή η μικρά!
    - «Και πώς θα πας και θα έρθεις από κεί;» τη ρώτησα.
    - «Θα έρθει να μας πάρει ένας συμφοιτητής μας από το Μπουρνάζι. Αυτός μένει Πετρούπολη, οπότε δεν τον βγάζουμε και τελείως από το δρόμο του.
    - «Συμφοιτητές θα είστε;»
    - «Όχι, θα είναι και η Μαίρη. Πρέπει να τη δεις πως έχει γίνει, μοντέλο»
    - «Δε μου άρεσε ποτέ, μου φαινόταν πολύ κρυόκωλη!»
    - «Είναι που πάθαινε ταράκουλο στην παρουσία σου» μου είπε γελώντας. «Είναι πολύ καλή κοπέλα.»
    - «Το ξέρω Ευτύχω μου, η κολλητή σου είναι, but still…»
    - «Δε βαριέσαι, με τα πολλά σε ξεπέρασε. Τέλος πάντων, με τρώει η περιέργεια να δω τη Φοίβη!»
    - «Θα τη δεις σε λίγα λεπτά. Πάμε;» τη ρώτησα.

    Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και έβαλα μπρος. Δυο λεπτά αργότερα πάρκαρα μπροστά από το σπίτι της. Η Φοίβη είχε κατέβει και μας περίμενε. Ήταν σαν άγγελος, φορούσε ένα ανοιχτό μαύρο φόρεμα με εντυπωσιακό ντεκολτέ και σκίσιμο από το ύψος του μηρού μέχρι κάτω. Τα πόδια δεν φαινόντουσαν αλλά από το μπόι κατάλαβα ότι φορούσε τις μεσαίου ύψους γόβες της. Η Ευτυχία ένα ντιριντάχτα το έπαθε.

    - «Α, στο διάολο!» μονολόγησε. «Αν την έβλεπα στο δρόμο τυχαία ούτε σε 100 χρόνια δεν θα την αναγνώριζα!»
    - «Στο είπα, δεν στο είπα;»

    Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο.

    - «Ευτυχία!!!!!!» της είπε η Φοίβη και σχεδόν της όρμησε σφίγγοντάς την στην αγκαλιά της. «Πόσα χρόνια! Φτου-φτου, είσαι κούκλα!»
    - «Τρία χρόνια… πως περάσαν έτσι;» απάντησε η Ευτυχία. «Αν σε έβλεπα στο δρόμο δε θα σε γνώριζα, πραγματικά.»
    - «Το ασχημόπαπο έγινε κύκνος» της απάντησε.
    - «Είσαι χαζούλα! Ποτέ δεν ήσουν άσχημη, απλά για κάποιο λόγο έδειχνες σα να μη σε ενδιαφέρει καθόλου. Ποτέ δεν ήσουν άσχημη όμως. Το ξέρεις ότι ο ομορφονιός εδώ που τον κυνηγούσε όλο το σχολείο την είχε δαγκώσει τη λαμαρίνα μαζί σου;»
    - «Ναι, μου το είπε» απάντησε η Φοίβη με ένα χαμόγελο που φώτιζε το πρόσωπό της.
    - «Για αφήστε την πάρλα και μπείτε στο αυτοκίνητο!» τους είπα. Η Ευτυχία πέρασε πίσω και η Φοίβη κάθισε μπροστά.
    - «Πού θα πάμε;» με ρώτησε.
    - “Fame” της απάντησα μονολεκτικά. Δεν την ήξερε, λογικό είναι. Πήρα τη Φιλικών και στο τέρμα της έκανα αριστερά, περνώντας μπροστά από το σπίτι μου και βγήκα στο φανάρι της Μέλισσας. Στρίψαμε αριστερά και πέντε λεπτά αργότερα στρίψαμε στη Βάρναλη. Η Fame ήταν στη συμβολή της Βάρναλη με τη Μεγάλου Αλεξάνδρου. Προχώρησα λίγο παρακάτω μέχρι να βρω να παρκάρω και ανεβήκαμε στη Fame, η οποία ήταν στον πρώτο όροφο. Στις εξόδους μας στο λύκειο που με έχανες που με έβρισκες, στη fame ερχόμουν με τον Θέμη και την υπόλοιπη παρέα. Και όχι τίποτε άλλο, αλλά ένα από τα τρία αδέρφια που την είχα, Θέμη τον έλεγαν και αυτόν.

    Καθίσαμε και παραγγείλαμε τους καφέδες μας. Στην αρχή η Φοίβη δεν ήθελε φραπέ αλλά επέμεινα, σε κανένα μαγαζί μέχρι στιγμής δεν έχω πιει τον καφέ που έπινα στη Fame. Και όπως πάντα, με έβγαλε ασπροπρόσωπο. Η ώρα πέρασε πολύ γρήγορα με την κουβέντα. Της είπαμε τα δικά της, μας είπε και η Ευτυχία τα δικά της. Το παιδί από την Πετρούπολη, ο Κώστας, δεν ήταν απλά συμφοιτητής, ήταν και το πρόσφατο αμόρε της. Εκεί μάθαμε κιόλας ότι η λέξη «μοντέλο» δεν ήταν υπερβολή όσον αφορά τη Μαίρη, ήταν πραγματικό μοντέλο. Κοίτα να δεις. Ψεύτης μην είμαι, ήταν ανέκαθεν εντυπωσιακή και παρά το γεγονός ότι ήταν κολλητή της Ευτυχίας, μου φαινόταν πολύ κρύα. Δεν ξέρω, ίσως είναι και αυτό που είπε η Ευτυχία. Η ετοιμόλογη, σπιρτόζα και με φοβερό χιούμορ Φοίβη ήταν ακριβώς ο τύπος του χαρακτήρα που έψαχνα σε μια κοπέλα.

    Στις 22:55 βγήκα κάνοντας τον κύκλο στην 25ης Μαρτίου και την κατεβήκαμε μέχρι που φτάσαμε στην πλατεία του Μπουρναζίου. Σταμάτησα βγάζοντας alarms για να κατέβει η Ευτυχία, για παρκάρισμα ούτε λόγος. Η Φοίβη που καθόταν μπροστά είχε βγει και εκείνη έξω για να μπορέσει να περάσει η Ευτυχία. Εκεί την περίμενε η Μαίρη, που είδε τη Φοίβη και δεν την αναγνώρισε. Είδε εμένα ωστόσο και πλησίασε προς το αμάξι για να χαιρετήσει.

    - «Δεν άργησα, έτσι;» τη ρώτησε η Ευτυχία.
    - «Όχι, πάνω στην ώρα ήρθες» της είπε η Μαίρη.
    - «Ήθελα να στο φυλάξω έκπληξη. Να σε δω, θα την αναγνωρίσεις; Μπορείς να καταλάβεις ποια είναι;» τη ρώτησε δείχνοντάς της τη Φοίβη. Η Μαίρη την κοίταξε καλά-καλά για μερικές στιγμές και τότε της έκανε κλικ
    - «Ά στο διάολο. Μαρτίνου, εσύ είσαι;» τη ρώτησε μην πιστεύοντας στα μάτια της.
    - «Αυτοπροσώπως!» της απάντησε η Φοίβη χαρίζοντάς της ένα υπέροχο κουνελίσιο χαμόγελο.
    - «Τρόμαξα να σε γνωρίσω! Αν δε μου είχε πει η Ευτυχία για σένα και τον Ανδρέα ούτε σε 100 χρόνια δε θα σε γνώριζα. Και εδώ που τα λέμε» παραδέχτηκε «πιο πολύ σε αναγνώρισα επειδή έκανα τη σύνδεση παρά ότι σε κατάλαβα». Μετά σκύβοντας προς το παράθυρο με χαιρέτησε. «Τι κάνεις εσύ;» με ρώτησε.
    - «Καλά είμαι, σήμερα ήρθαμε από Κρήτη.» Κάποιος κόρναρε από πίσω οπότε η Φοίβη χαιρετώντας βιαστικά Ευτυχία και Μαίρη μπήκε στο αυτοκίνητο. «Καλά να περάσετε» τους είπα. «Μαίρη, χάρηκα πολύ που σε είδα!»
    - «Ομοίως» μου απάντησε και ξεκίνησα γιατί έπεσε και δεύτερο κορνάρισμα.
    - «Καλά ντε, φεύγουμε!» είπα και ξεκίνησα στρίβοντας στην Κωνσταντινουπόλεως. Από εκεί μετά τα φανάρια της Εθνικής συνέχισα στη Δυρραχίου και από εκεί στην Αγίου Μελετίου μέχρι που βγήκαμε Αχαρνών. Με τα χίλια ζόρια φτάσαμε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και εκεί φάγαμε άλλο ένα τέταρτο μέχρι να καταφέρουμε να βγούμε Βασιλίσσης Σοφίας. Δεν ξέρω πως μας άνοιξε έτσι η σούφρα αλλά βρήκαμε να παρκάρουμε στην Ανακρέοντος, καμιά 50αριά μέτρα από την Ούλαφ Πάλμε όπου ήταν το Παλένκε. Κατεβήκαμε και σε 5 λεπτά, και με 15 λεπτά καθυστέρηση ήμασταν στην είσοδο. Εκεί μας περίμενε η Χριστιάνα, ντυμένη με ένα σκούρο ανοιχτό κόκκινο φόρεμα μέχρι τα γόνατα και κόκκινες γόβες. Από πάνω φορούσε το παλτό της.

    - «Συγνώμη που αργήσαμε» της είπα. «Είχε πολλή κίνηση ο δρόμος, είδαμε και πάθαμε για να βγούμε από Αχαρνών Αλεξάνδρας και για να περάσουμε την Αλεξάνδρας»
    - «Καλώς τους» μας είπε και αγκάλιασε και φίλησε πρώτα τη Φοίβη και μετά εμένα. «Δεν πειράζει, κι εγώ να σας πω μέσα καθόμουν και έβγαινα κάθε πέντε λεπτά να δω αν ήρθατε και γύριζα μέσα. Βασικά έκλεισα και τραπέζι»
    - «Σοβαρά;»
    - «Ναι! Θέλω να χορέψουμε ώσπου να μη μας βαστάνε τα πόδια μας. Ε, βολεύει να έχεις σίγουρο μέρος για να ξεκουράζεσαι!»
    - «Νιιιιιι» είπε η Φοίβη χειροκροτώντας. «Να χορέψουμε!»

    Αν χορέψαμε λέει; Ακόμα κι εγώ που δεν έριξα ούτε καν το ένα τρίτο του χορού που ρίξανε, στο τέλος της βραδιάς ήμουν ξεθεωμένος. Πως το άντεχαν εκείνες, φορώντας μάλιστα και γόβες, ήταν απορίας άξιον. Οι σουσουράδες έδωσαν και πάλι παράσταση αλλά αυτή τη φορά ήταν πιο μετρημένες με τα κεράσματα. Το πόσα ζηλόφθονα βλέμματα τράβηξα πάνω μου εκείνο το βράδυ δε λέγεται, όχι ότι τα παίρνω στα σοβαρά αυτά, αλλά καλού-κακού ένα τηλεφωνικό ξεμάτιασμα θα το ζητούσα από τη γιαγιά Ευτύχω. Αν μη τι άλλο θα την άκουγα και στο τηλέφωνο, μου είχε λείψει.

    Γέλασα στη σκέψη του που να ήξεραν τι παράσταση μου είχαν δώσει τη νύχτα οι δυο τους. Η αλήθεια είναι ότι το φως που έμπαινε από το φινιστρίνι δεν ήταν δυνατό αλλά ακόμα και έτσι είδα αρκετά. Και φυσικά πλέον γνώριζα πως είναι το στήθος της Χριστιάνας και μεταξύ μας πολύ θα ήθελα να το δω και υπό πλήρη φωτισμό αλλά… όνειρα, πουλιά μου ταξιδιάρικα. Πάντως οφείλω να ομολογήσω ότι η Φοίβη ήταν πολύ ακριβής στην περιγραφή της, όντος και η Χριστιάνα είχε καταπληκτικά στήθη, αν και μικρότερα από της Φοίβης μου. Η ρόγα της δεν φαινόταν καλά στο σκοτάδι και μέσα από τον καθρέφτη και όχι τίποτε άλλο αλλά προσπαθούσα και να μην κάνω φασαρία γιατί θα είχαμε πολλαπλά εγκεφαλικά.

    Φεύγοντας κατά τις 04:30 περάσαμε και από την πλατεία Μαβίλη και δοκιμάσαμε το βρώμικο. Είχε δίκιο η Χριστιάνα, δεν είχα φάει νοστιμότερο. Μισή ώρα αργότερα την αφήσαμε στην άκρη του δρόμου αλλά τα είχαν πιει και είχαν περισσότερο θάρρος μεταξύ τους, έδωσαν η μία στην άλλη ένα γλωσσόφιλο που με έκανε πύραυλο. Εμένα -ω του παραδόξου- με άρπαξε η Χριστιάνα και μου έσκασε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα και έβαλε τα γέλια με τη σαστιμάρα μου και σε λίγο και οι δυο τους κακάριζαν στη μέση του δρόμου, πέντε το πρωί σα να μην τρέχει κάστανο. Ευτυχώς χωρίς «δεν πάω σπίτι μου απόψε» και «Εμπρός Ανδρέα για μια Ελλάδα νέα».

    Όταν με τα πολλά μπήκε και η Φοίβη στο αυτοκίνητο, πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Όταν φτάσαμε Περιστέρι ωστόσο δεν έστριψα στην Τομεζά, συνέχισα στη Σοφοκλή Βενιζέλου.

    - «Το πέρασες το σπίτι!» μου είπε.
    - «Το ξέρω!» της είπα.
    - «Πού με πας κάθαρμα;»
    - «Κάπου που μπορώ να σε ξεμοναχιάσω με την ησυχία μου!» της είπα χωρίς να της δώσω περισσότερες λεπτομέρειες.

    Πήγαμε στην Τσαλαβούτα και κατεβήκαμε πίσω από τα εργοστάσια και σταμάτησα σε ένα σκοτεινό σημείο και έσβησα το αυτοκίνητο. «Πάμε πίσω» της είπα και βγήκαμε και περάσαμε στο πίσω κάθισμα. Έκλεισα και κλείδωσα της πόρτες και της ρίχτηκα, πραγματικά της ρίχτηκα. Τη φιλούσα σαν να μην υπάρχει αύριο και το χέρι μου το είχα περάσει μέσα από το φόρεμά της και της μάλαζα με δύναμη το στήθος. Ούτε η Φοίβη, ούτε η Χριστιάνα φορούσαν σήμερα σουτιέν και τα φορέματά τους ήταν πολύ αποκαλυπτικά, μου είχαν πεταχτεί τα μάτια έξω για την ακρίβεια. Βάλε και την χθεσινοβραδινή παράσταση, δεν είναι να απορείς που ήμουν σε αναμμένα κάρβουνα όλο το βράδυ.

    Όχι ότι η Φοίβη πήγαινε πίσω, να είναι καλά το σκίσιμο που είχε το φόρεμά της και το χέρι μου πέρασε εύκολα από μέσα χαϊδεύοντας το μουνάκι της. Ήταν μούσκεμα. Φιλώντας την στο στόμα, την ξάπλωσα όσο πήγαινε στην πλάτη του καθίσματος και άρχισα να παίζω την κλειτορίδα της. Ευτυχώς που το μέρος ήταν απόμερο γιατί ακούστηκε… ακούστηκε πολύ.

    - «ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΧ ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥ! ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥ!» επαναλάμβανε ενώ όλο το σώμα της τρανταζόταν. Δεν σταμάτησα, συνέχισα να τη χαϊδεύω μέχρι που δεν άντεχε άλλο. «Σταμάτα… σε παρακαλώ… όχι άλλο… όχι… σε παρακαλώ…»

    Της πήρε κάμποση ώρα να βρει τις ανάσες της. Στο μεταξύ εγώ κατέβασα το παντελόνι μου και το μποξεράκι μου. Της πίεσα ελαφρά το κεφάλι προς τα κάτω και έσκυψε υπάκουα και με πήρε στο στόμα της και άρχισε να με τσιμπουκώνει βαθιά, κάνοντάς με να δω αστεράκια. Αν συνεχίζαμε έτσι δεν θα άντεχα ούτε λεπτό και ήθελα να κρατήσει ώρα, πολλή ώρα. Ήθελα να με τσιμπουκώνει μέχρι να πιαστεί το σαγόνι της, που λέει ο λόγος. Μου ήρθε ιδέα. Αρπάζοντας τη από τα μαλλιά και δίνοντας εγώ ρυθμό, ξεκίνησα να της μιλάω.

    - «Κάποια στιγμή άνοιξα τα μάτια μου και άκουσα κάτι σαν πνιχτό στεναγμό. Έχοντας μόλις ξυπνήσει το μυαλό μου δεν πήγε στο πονηρό. Έκανα να ανοίξω το φως όταν άκουσα και δεύτερο πνιχτό στεναγμό, στεναγμό ηδονής! Εκεί κατάλαβα ότι από κάτω μου γινόταν πάρτι. Δεν ήθελα να σας κόψω, όχι απλά γιατί το απολαμβάνατε, αλλά γιατί θα παθαίνετε και εγκεφαλικά, δεν ρισκάρουν με αυτά τα πράγματα.» Η Φοίβη έκανε να τραβηχτεί αλλά την πίεσα και κράτησα το όργανό μου μέσα στο στόμα της. «Μη σταματάς να με τσιμπουκώνεις» της είπα. Αφέθηκε και πάλι στον σιγανό ρυθμό που της έδινα με το χέρι μου και οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν αυτοί του ρουφήγματος που μου έκανε. «Γύρισα πολύ-πολύ-πολύ σιγά, ευτυχώς η κουκέτα μου δεν έτριζε, προς την έξω μεριά. Δεν ήξερα κι εγώ τι έκανα, εννοώ δεν μπορούσα να κρεμάσω το κεφάλι έξω και να σας κάνω ‘Τζα!’ Το μάτι μου πήγε τυχαία στον καθρέφτη και αν και το φως που έμπαινε από το φινιστρίνι δεν ήταν δυνατό, ήταν αρκετό ώστε να απολαύσω την παράστασή σας. Η Χριστιάνα ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα και εσύ είχες γείρει από πάνω της και φιλιόσασταν. Το χέρι της που σου χάιδευε το στήθος φαινόταν καθαρά. Εσύ ήσουν μπροστά και δεν την έβλεπα, μέχρι που κάποια στιγμή σταμάτησες να τη φιλάς και κατέβηκες και άρχισε να τη γλείφεις στο στήθος. Είδα καθαρά τα στήθη της -και συμφωνώ μαζί σου- είναι υπέροχα. Μη σταματάς να με τσιμπουκώνεις μωρό μου» είπα με καυλωμένη φωνή. «Ρούφα με, κάνε με να σε χύσω, θέλω να χύσω στο στοματάκι σου.» Η απάντησή της ήταν ένα καταφατικό «ΜΜΜΜ». Συνέχισα την αφήγηση. «Μετά είναι η αλήθεια δεν κατάλαβα τι κάνατε, υπέθεσα ωστόσο ότι την έπαιξες με το χέρι σου». Τη σταμάτησα και την τράβηξα από το μαλλί και τη σήκωσα. «Αυτό κάνατε;» τη ρώτησα.
    - «Ναι… της… της έκανα αυτό που μου κάνεις κι εσύ και με τρελαίνεις. Την έπαιξα και μπροστά και πίσω, μπροστά με τον αντίχειρα και πίσω με το δείκτη.»
    - «Της άρεσε;»
    - «Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, πολύ. Τρεις φορές μου είπε. Δηλαδή κάτι είχα καταλάβει αλλά είπα μέσα μου ‘μπααα’. Ε τελικά το ένστικτό μου είχε δίκιο»
    - «Εσύ;» τη ρώτησα.
    - «Αυτό είναι το περίεργο» μου είπε ακόμα σκυμμένη πάνω από το όργανό μου το οποίο δεν απείχε ούτε ένα πόντο από τα χείλη της. «Ένιωσα… δεν ξέρω… ένιωσα εξουσία πάνω της, ειδικά όταν της έβαλα δάχτυλο πίσω. Ανδρέα… τέλειωσα… τέλειωσα χωρίς καν να με αγγίξει στο… στο μουνάκι μου. Δεν ήταν τόσο έντονος ή τόσο μεγάλης διάρκειας όσο αυτοί που νιώθω μαζί σου αλλά… αλλά ήταν εκεί!»
    - «Καθόλου περίεργο» της είπα και την πίεσα χώνοντας ξανά το όργανό μου μέχρι το λαρύγγι της. Αυτή την εξουσία ένιωθα κι εγώ εκείνη τη στιγμή πάνω της. Μπορώ να το καταλάβω και από τη μία και από την άλλη, εννοώ ότι με φτιάχνει εξίσου… δηλαδή τι εξίσου, ακόμα περισσότερο, όταν η Φοίβη έχει εξουσία πάνω μου. Αλλά ναι, αυτή τη στιγμή ήμουν εγώ που ασκούσα εξουσία με τη Φοίβη να με υπακούει πρόθυμα. Μπορούσα να καταλάβω πως ένιωσε. «Το ξέρω ότι είναι όνειρο αλλά θέλω να σας δω υπό πλήρες φως. Και ας μη συμμετέχω καθόλου, απλά να σας βλέπω.»
    - «Μμμμ» είπε η Φοίβη προσπαθώντας να μιλήσει αλλά δεν την άφησα. Την άρπαξα πιο σφιχτά από τα μαλλιά και ενέτεινα το ρυθμό μου. Από τη στιγμή που σταμάτησα να μιλάω δε μου πήρε ούτε λεπτό να νιώσω τη γνώριμη έκρηξη μέσα μου. Την κράτησα ακίνητη και οι σπασμοί που έκανε το όργανό μου γεμίζοντας τη με σπέρμα έκαναν σχεδόν τα μάτια μου να γυρίσουν στις κόγχες τους.

    Όταν άδειασα τελείως, δεν τη σταμάτησα, την έβαλα να με γλείψει ξανά και το όργανο που είχε αρχίσει να μαλακώνει, ξύπνησε πάλι. Δεν το είχα κάνει ποτέ αυτό στη ζωή μου, αλλά ήταν τόσες οι καύλες μου που ένα τσιμπούκι δεν αρκούσε. Η Φοίβη συνέχισε υπάκουα και δέκα λεπτά αργότερα πήρε για δεύτερη φορά την ανταμοιβή των κόπων της καθώς το όργανό μου άδειαζε στο στόμα της ότι είχε μείνει από τον προηγούμενο γύρο. Τράβηξα το χέρι μου αλλά εκείνη δε σταμάτησε, συνέχισε να με γλείφει και να με ρουφάει, καθαρίζοντάς με τελείως. Σταματήσαμε και την άφησα να βρει τις ανάσες της. Σηκώθηκα και ανέβασα παντελόνι και μποξεράκι.

    - «Ήσουν υπέροχη» της είπα κοιτάζοντάς τη στα μάτια.
    - «Σ’ αγαπάω Ανδρέα μου. Είσαι… είσαι σαν το λόττο. Πώς μπορεί να είμαι τόσο τυχερή να έχω ένα αγόρι σαν εσένα;»
    - «Δεν ξέρω αν είσαι τυχερή Φοίβη μου, αλλά εγώ σίγουρα είμαι. Σ’ αγαπάω!»
    - «Κι εγώ, πολύ-πολύ-πολύ-πολύ-πολύ. Και να σου πω κάτι; Κι εγώ… κι εγώ θέλω να παίξουμε και οι τρεις μαζί, στα φανερά, όχι στη ζούλα. Δεν… δεν ξέρω αν θα το καταφέρω αλλά θα το προσπαθήσω. Για σένα, θα το προσπαθήσω.»
    - «Δε βιαζόμαστε μωρό μου, μην το πιέσεις και στραβώσει. Και δεν χρειάζεται να είναι τρίο, μου αρκεί να με αφήσετε να σας δω. Δε χρειάζεται να συμμετάσχω, απλά αφήστε με να δω.»
    - «Εγώ θα ήθελα να το κάνουμε αυτό που λες. Να της κάνω στοματικό και να με πάρεις από μπροστά ή από πίσω. Θα ήθελα να μου κάνει στοματικό και ταυτόχρονα εγώ να κάνω σε εσένα. Θα ήθελα ακόμα… ακόμα και να σου κάνουμε στοματικό και οι δύο και να μας χύσεις… στο στόμα; Στα πρόσωπα; Στα στήθη; Δε με νοιάζει.»
    - «Να έκανα εγώ στοματικό στη Χριστιάνα;»
    - «Αυτό ομολογώ ότι είναι πιο ζόρικο. Και εννοώ από τη μεριά μου. Θα μου πεις… ακόμα και αν το επιτρέψει αυτό η Χριστιάνα δεν έχω τίποτα να φοβάμαι ή να ζηλεύω, εννοώ ότι είναι η μόνη σίγουρη από την οποία δε θα κινδυνέψω να σε χάσω.»
    - «Δε θα με χάσεις χαζούλα! Σε αλλάζω εγώ τώρα που σε βρήκα; Τέσσερα σχεδόν χρόνια ήταν αρκετά, δε θέλω άλλα μακριά σου!»

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 28ο
    (Φοίβη)

    Μπήκα στο σπίτι γύρω στις 06:00. Η γιαγιά κοιμόταν ακόμα. Πήγα και άλλαξα στα γρήγορα, φόρεσα τις πιτζάμες μου και έπεσα στο κρεββάτι. Το μυαλό μου βούιζε και δεν ήταν μόνο από το ποτό που είχαμε καταναλώσει. Είχαμε περάσει πολύ όμορφα το βράδυ, είχαμε χορέψει, είχαμε γελάσει, είχαμε πιει. Όταν αφήσαμε τη Χριστιάννα κοντά στο σπίτι της, χωρίς καν να το σκεφτούμε, πήραμε η μία την άλλη αγκαλιά και φιληθήκαμε με πάθος στη μέση του δρόμου. Εκείνη τη στιγμή δεν το σκεφτήκαμε καν. Μετά η Χριστιάνα έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα στον Ανδρέα που έμεινε άγαλμα, ήταν τόσο αστείο το ξάφνιασμά του, που δεν μπορέσαμε να συγκρατήσουμε τα γέλια μας, σχεδόν μας έπιασε η κοιλιά μας.

    Και μετά… ααααχ. Γενικά είμαι άνθρωπος που δε μου αρέσει να με σέρνουν δεξιά και αριστερά αλλά αυτό που έγινε ήταν… ήταν… κι εγώ δεν ξέρω τι ήταν. Με πήγε σε ένα απόμερο μέρος και με χρησιμοποίησε, έτσι απλά. Εννοώ… ακόμα… ακόμα και ο οργασμός που μου πρόσφερε… δεν ξέρω πως να το πω. Με έβαλε μετά και έκανα στοματικό, δύο συνεχόμενες φορές και… ήταν διαφορετικό. Μου αρέσει να του προσφέρω το στόμα μου αλλά αυτό ήταν το κάτι άλλο. Το λάτρεψα όπως με είχε αρπάξει από τα μαλλιά και μου μιλούσε και μου έλεγε «συνέχισε να με τσιμπουκώνεις, μη σταματάς». Εκείνη τη στιγμή ήθελα να με πάρει, να μπει μέσα μου, δε με ένοιαζε αν αυτό θα ήταν πίσω ή μπροστά. Όμως δεν ήθελε… ήθελε απλά το στόμα μου. Και το πήρε. Και μου άρεσε, Θεέ μου, πόσο μου άρεσε!

    Ήταν το ακριβώς αντίθετο από αυτό με τη Χριστιάνα, εκεί με ηδόνιζε η εξουσία που ένιωσα να έχω πάνω της. Το έχω νιώσει και με τον Ανδρέα αυτό, κάθε φορά που μου φτιάχνει τα νύχια γίνομαι μούσκεμα. Το ίδιο όταν μου γλείφει τα πόδια και μετά μου προσφέρει το στόμα του με το χέρι μου να τον τραβάει δυνατά από τα μαλλιά. Αλλά με τον Ανδρέα ποτέ δεν τέλειωσα χωρίς να κάνει κάτι με το …μουνάκι μου. Αν είναι δυνατόν, ντρεπόμουν ακόμα και να το πω. «Ξεκόλλα ρε Φοίβη!» σκέφτηκα. «Μουνάκι! Μουνάκι! Μουνάκι!»

    Τέλος πάντων, η ουσία είναι ότι ήμουν εξαιρετικά καυλωμένη. Έβαλα το χέρι μου κάτω από την πιτζάμα και το κιλοτάκι μου και άρχισα να χαϊδεύομαι. Είχα ξεχάσει από πότε είχα να χαϊδευτώ μόνη μου, πέραν από τις φορές που μου το ζητούσε ο Ανδρέας, που λάτρευε να με βλέπει να το κάνω ενώ ταυτόχρονα μου έγλειφε τα πόδια. Άλλες φορές πάλι, απλά τον έχωνε μέσα στο στόμα μου ενώ εγώ συνέχιζα να χαϊδεύομαι. Όταν μου ερχόταν ο οργασμός μου τραβιόταν από το στόμα μου και τον έπαιζε μέχρι να τελειώσει στο πρόσωπό μου και τα στήθη μου.

    Ουφ, τον ήθελα… τον ήθελα απελπισμένα μέσα μου εκείνη τη στιγμή. Ενέτεινα την ένταση που χάιδευα τον εαυτό μου. Έφερα στα μάτια της φαντασίας μου το σκηνικό η Χριστιάνα να μου κάνει στοματικό κι εγώ να κάνω πίπα στον Ανδρέα. Να με έκανε να τελειώσω εγώ και μετά ο Ανδρέας να τραβιόταν και να τον έχωνε πότε στο δικό μου στόμα και πότε στης Χριστιάνας. Να είμαστε σκυμμένες και οι δύο μπροστά του και να μας τρίβει το όργανό του στα πρόσωπά μας. Να ανοίγουμε τα στόματά μας και να τελειώνει μέσα στο ένα και μετά στο άλλο. Και μετά να φιλιόμαστε και να ανταλλάσσουμε το σπέρμα που έχουμε στα στόματά μας και να καταπίνουμε.

    Δάγκωσα δυνατά το χέρι μου για να πνίξω τα βογγητά μου. Ένιωσα το ρεύμα πάλι να με διαπερνά και αυτή την περίεργη ζέστη χαμηλά στην κοιλιά και στα λαγόνια μου και ο οργασμός μου ήρθε σε κύματα και ήταν εξαιρετικά έντονος, είδα αστεράκια. Αφού δεν έκοψα κανένα κομμάτι από το χέρι μου, έτσι όπως το δάγκωσα, πάλι καλά να λέω. Αυτό που είπα στον Ανδρέα στο αυτοκίνητο δεν ήταν λόγια του αέρα. Θα το προσπαθούσα… θα το προσπαθούσα για εκείνον. Και γαία πυρί μιχθήτω.

    Έκλεισα τα μάτια μου και κατέβηκε ο γενικός. Με ξύπνησε η γιαγιά μου κατά τις 13:00.

    - «Φοίβη, σε ζητάει μια φίλη σου στο τηλέφωνο. Η Χριστιάνα!» μου είπε κάνοντάς με να πεταχτώ από το κρεββάτι.
    - «Παρακαλώ;» είπα στο τηλέφωνο.
    - «Καλημέρα υπναρού!» μου είπε.
    - «Καλημέρα!» της είπα χαμογελώντας. «Πώς κοιμήθηκες;» τη ρώτησα.
    - «Ξαναμμένη!» μου απάντησε.
    - «Μη μου τα λες απότομα αυτά!» της είπα.
    - «Χαχαχα, μην ανησυχείς, είμαι μόνη μου. Ο Θέμης έχει πάει έξω με τα φιλαράκια του και το απόγευμα θα πάει γήπεδο. Οι γονείς μου έχουν βαφτίσια, πριν από λίγη ώρα έφυγαν.»
    - «Και σε αφήσαν μοναχούλα;» τη ρώτησα.
    - «Βασικά γι’ αυτό σε πήρα. Θέλεις να έρθεις το μεσημέρι για να φάμε και να πιούμε καφέ; Εδώ, σπίτι! Να γνωρίσεις και τον Τσάρλι!»
    - «Αμέ!» είπα χτυπώντας τα χέρια μου ενθουσιασμένη. «Κάτσε τώρα να δω πως θα έρθω.»
    - «Έχω το μηχανάκι, το ξέχασες; Θα έρθω να σε πάρω και θα σε φέρω πίσω γύρω στις 19:00 για να προλάβουμε να ετοιμαστούμε για το βράδυ, ισχύει για Boom-Boom, έτσι;»¨
    - «Αμέ! Αν και τρέμουν ακόμα τα πόδια μου. Δε μου λες, τι θα έλεγες αντί για Boom-Boom να πάμε Karaoke; Δεν ξέρω αν θα αντέξω και τρίτο σερί ξενύχτι!»
    - «Μη με βάλετε να τραγουδήσω μόνο!» μου είπε.
    - «Δεν στο υπόσχομαι. Λοιπόν, πόση ώρα θα κάνεις να έρθεις;»
    - «Με το παπί; Δε φαντάζομαι παραπάνω από ένα εικοσάλεπτο.»
    - «Ωραία, για να μην ψάχνεσαι, θα σε βρω στον Άγιο Αντώνη. Θα τον καταλάβεις, όταν περάσεις τη Λένορμαν και μπεις Περιστέρι, κοντά στο χιλιόμετρο πιο κάτω θα δεις τις εργατικές πολυκατοικίες στα δεξιά σου, και αμέσως μετά είναι η πλατεία με την εκκλησία. Θα σε περιμένω εκεί. Εντάξει;»
    - «Εντάξει. Θα είμαι εκεί σε 20-25 λεπτά!»
    - «Ωραία, θα ντυθώ και θα σε περιμένω. Φιλάκια» της είπα και έκλεισα. «Γιαγιά, θα έρθει μια φίλη μου να με πάρει να πάμε για καφέ. Ουφ, νιώθω άσχημα που θα σε αφήσω μόνη» είπα στη γιαγιά μου νιώθοντας ξαφνικά τύψεις.
    - «Ανοησίες! Εγώ χαίρομαι που επιτέλους έχεις φίλους, δεν ήταν καλό το πόσο απομονωμένη ήσουν όλα αυτά τα χρόνια. Να πας και να περάσατε καλά!»
    - «Σ’ ευχαριστώ γιαγιάκα. Αύριο θα είμαι εδώ όλη τη μέρα!»
    - «Δε μου λες; Πες στον Ανδρέα αύριο να φάει μαζί μας. Τι του αρέσει;» με ρώτησε. Της απάντησα αφού μου πέρασε ο ντουβρουτζάς.
    - «Εχμ, θα του το πω. Του άρεσε πολύ το χανούμ που του είχα φτιάξει αλλά ξέρω ότι τρελαίνεται για παπουτσάκια.»
    - «Παπουτσάκια τότε! Θα πεταχτώ αύριο το πρωί στο μανάβη να πάρω μελιτζάνες. Κιμά έχω στην κατάψυξη.»
    - «Εγώ θα πάω στο μανάβη!» της είπα. «Εσύ να κάτσεις στα αυγά σου σε παρακαλώ!»
    - «Έχει ακόμα αρκετή μαγειρίτσα, να δω τι θα την κάνω…» μουρμούρισε.
    - «Ξέρεις τι; Θα πω στη Χριστιάνα να φάμε εδώ, δεν έχει φάει. Πάμε μετά για καφέ!»
    - «Θα λιποθυμήσω» είπε η γιαγιά «Σήμερα θα μου γνωρίσει φίλη της και αύριο το φίλο της. Πού είσαι Φοίβο μου να την καμαρώσεις!»

    Αν μάθαινε τι είδους φίλη ήταν η Χριστιάνα μάλλον θα πήγαινε να συναντήσει το μπάρμπα-Φοίβο, σκέφτηκα μέσα μου. «Φάε τη γλώσσα σου, γρουσούζα!» μάλωσα τον εαυτό μου.

    Την άφησα να μουρμουράει και πήρα τηλέφωνο τον Ανδρέα. Απάντησε μια βαθιά αντρική φωνή.

    - «Παρακαλώ;»
    - «Ναι, καλησπέρα σας. Μπορείτε σας παρακαλώ να μου φωνάξετε τον Ανδρέα; Είμαι… η… η Φοίβη» είπα μαγκωμένη.
    - «Καλησπέρα, Φοίβη!» μου είπε η φωνή στο τηλέφωνο. «Κάτσε να τον φωνάξω. Ανδρέα, έλα στο τηλέφωνο. Να έχεις και μια σαλιάρα μαζί σου, η Φοίβη σε ζητάει» του είπε και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα γέλια μου.
    - «Έλα μωρό μου» άκουσα τη φωνή του Ανδρέα στο τηλέφωνο μετά από λίγο.
    - «Σαλιάρη μου εσύ!» του είπα γελώντας.
    - «Άστα, με έχουν τρελάνει στο δούλεμα από εχθές. Είδες τι τραβάω;»
    - «Λοιπόν, θα στα πω ένα-ένα, και κοίτα να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό, παρατήρησα ότι ακόμα κυκλοφορούν μύγες!»
    - «Ωχ» απάντησε.
    - «Αύριο το μεσημέρι η γιαγιά σε έχει καλέσει για φαγητό. Θα έρθεις έτσι;»
    - «Ωχ Παναΐα’μ… φυσικά και θα έρθω.»
    - «Ανδρέα αν αισθάνεσαι άσχημα…» ξεκίνησα να λέω αλλά με έκοψε.
    - «Μου ήρθε απότομο αλλά όχι, δεν αισθάνομαι άσχημα. Λίγο περίεργα, ναι… άσχημα όχι!»
    - «Και θα φτιάξει και παπουτσάκια!»
    - «Και δε μου το έλεγες εξ αρχής βρε κορίτσι μου;» μου είπε γελώντας.
    - «Κροκοδειλάκι μου εσύ» του είπα γλυκουλινιάρικα.
    - «Ήμανε!» μου δήλωσε.
    - «Και τώρα για το δεύτερο. Θα έρθει από εδώ η Χριστιάνα. Βασικά με πήρε τηλέφωνο για να πάμε σπίτι της να φάμε και να πιούμε καφέ αλλά έχει μείνει αρκετή μαγειρίτσα, οπότε σκοπεύω να της πω να φάμε εδώ και μετά να πάμε σπίτι της!»
    - «Κρατήστε λίγο και για μένα!» μου είπε παραπονεμένα.
    - «Το νου σου στο κοκό εσύ!» τον μάλωσα.
    - «Μαγειρίτσα εννοούσα έκφυλη!» μου είπε και έβαλα τα γέλια. «Για το άλλο, δεν λέω… εννοείται… αν με εννοείς!»
    - «Σε εννοώ!» του είπα χαμογελαστή. «Εσείς τι θα κάνετε;»
    - «Κι εμείς θα φάμε σε λίγο. Το μεσημεράκι θα πάω για καφέ με τον Θέμη, κατέβηκε το ρεμάλι από Θεσσαλονίκη!»
    - «Θαυμάσια! Το βράδυ τελικά είπαμε να πάμε στο Karaoke και όχι στη Boom-Boom γιατί δε με βαστάνε και τα πόδια μου, να σου πω την αλήθεια. Πες του να έρθει και αυτός. Μην την πέσει στη Χριστιάνα μόνο, δε θα πάει καλά αυτό!»
    - «Χαχαχα, δεν πρόκειται, με την κοπέλα του είναι, συμφοιτήτρια του, και εκείνη από Αθήνα. Δεν ξέρω αν έχουν κανονίσει κάτι το βράδυ, να τους ρωτήσω. Και θα ρωτήσω και την Ευτύχω, φαντάζομαι ότι δε θα το ξενυχτήσουμε εκεί!»
    - «Να τη ρωτήσεις!» του είπα. «Λοιπόν, θα σε αφήσω για να ετοιμαστώ, η Χριστιάνα είπε ότι θα ξεκινήσει αμέσως και μιας και έρχεται με το μηχανάκι, είπε ότι δε θα αργήσει.»
    - «Εντάξει καρδούλα μου! Να προσέχετε στο δρόμο!»
    - «Φυσικά!» του είπα. «Σ’ αγαπάω, τα λέμε το βραδάκι γύρω στις 10:00»
    - «Φιλάκια μωρό μου» μου είπε και το κλείσαμε. Η γιαγιά μου με κοίταζε χαμογελαστή.
    - «Πού είσαι Φοίβο μου να τη δεις!» ενώ ένα δάκρυ κυλούσε στο μάγουλό της.

    Μπήκα στο μπάνιο και έκανα ένα γρήγορο ντουζ. Μετά από πολλή σκέψη αποφάσισα να βάλω καλά εσώρουχα. Από πάνω φόρεσα ένα δαντελένιο ημιδιάφανο φανελάκι. Πάνω από το φανελάκι φόρεσα ένα πουκάμισο και από κάτω το υφασμάτινο που τόσο άρεσε στον Ανδρέα. Συμπλήρωσα την ενδυμασία μου με τα oxfords μου. Λογικά η Χριστιάνα θα έφτανε σε λίγο, αν δεν είχε ήδη φτάσει. Βγήκα και ανέβηκα βιαστικά την Τομεζά και έστριψα δεξιά στην Σοφοκλή Βενιζέλου. Προχώρησα για λιγότερο από 100 μέτρα και έστριψα αριστερά στην Πλαπούτα, που εκατό μέτρα μετά τερμάτιζε στη συμβολή με τη Γούναρη. Ο Άγιος Αντώνης ήταν ακριβώς απέναντι. Δυο λεπτά αργότερα ήμουν στην πλατεία και περίμενα γύρω στο πεντάλεπτο και τότε είδα ένα μηχανάκι να σταματάει, ήταν η Χριστιάνα. Έβγαλε το κράνος της και μου χαμογέλασε.

    - «Καλώς την» της είπα. «Αλλαγή σχεδίων, η γιαγιά μου χθες έφτιαξε μαγειρίτσα -είναι το αγαπημένο μου φαγητό- και έχει μείνει αρκετή, οπότε αν είναι να φάμε εδώ και να πάμε μετά σπίτι σου!»
    - «Καλώς σε βρήκα. Μαγειρίτσα; Να ξέρεις ότι σε αγάπησα λίγο παραπάνω!» μου είπε γελαστή, προκαλώντας τα ενθουσιώδη χειροκροτήματά μου. Πίσω από τη σέλα στο παπί είχε μια μπαγκαζιέρα. Την άνοιξε και έβγαλε ένα κράνος. «Φόρεσέ το σε παρακαλώ» μου είπε. Το φόρεσα, μου έπεφτε λίγο μεγάλο. Η Χριστιάνα με βοήθησε να το δέσω καλά. “Hop in” είπε. «Πώς πάμε στο σπίτι σου;»
    - «Στρίψε δεξιά εδώ» της είπα. «Μετά την εκκλησία πάλι δεξιά μέχρι το τέλος του δρόμου. Εκεί θα κάνεις πάλι δεξιά και θα βγούμε στα φανάρια που πέρασες πριν τις πολυκατοικίες»
    - «Οκ. Κάθισες καλά; Ξεκινάμε.»

    Κάναμε τον κύκλο του τετραγώνου ακολουθώντας τις οδηγίες μου. Της είπα μόλις περάσει το φανάρι να σταματήσει στο παρκάκι, πράγμα που έκανε.

    - «Εδώ μένει ο Ανδρέας» της είπα και της έδειξα το σπίτι. «Λοιπόν, κάνε αριστερά και μετά αμέσως δεξιά» της είπα και βγήκαμε στη Σοφοκλή Βενιζέλου. Ούτε δυο λεπτά αργότερα ήμασταν μπροστά από το σπίτι της γιαγιάς. «Βάλε το μηχανάκι μέσα στην αυλή» της είπα όταν κατέβηκα. Της άνοιξα την πόρτα και πέρασε μέσα το μηχανάκι. Κλείδωσα την πόρτα του κήπου. «Δε χρειάζεται να το κλειδώσεις, κλείδωσα εγώ την πόρτα του κήπου!»

    Μπήκαμε στο σπίτι, η γιαγιά μας περίμενε στο χολ.

    - «Γιαγιά, να σου γνωρίσω τη φίλη μου τη Χριστιάνα. Είναι στο δεύτερο έτος βιολογία!»
    - «Καλώς την» της είπε χαμογελώντας της πλατιά η γιαγιά. «Ελένη!»
    - «Γεια σας κυρία Ελένη» της είπε ντροπαλά η Χριστιάνα. «Χαίρω πολύ!»
    - «Σου είπε η Φοίβη για τη μαγειρίτσα, έ;»
    - «Selling point!» της απάντησε ,χωρίς να σκεφτεί ότι η γιαγιά δεν ήξερε αγγλικά. «Τρελαίνομαι για μαγειρίτσα, δεν ήξερα ότι τι φτιάχνουν και εκτός του Πάσχα!»
    - «Όποτε θες την τρως! Απλά είναι μπελαλίδικο φαγητό και φυσικά το Πάσχα είναι ευκαιρία καθώς ένα μέρος της συκωταριάς πάει εκεί» της είπε η γιαγιά. «Στο μεταξύ τηγάνισα και μερικές πατάτες»
    - «Γιαγιά, δε χρειαζόταν να μπεις σε όλη αυτή τη φασαρία!» την ψευτομάλωσα.
    - «Σιγά τη φασαρία! Για βγάλτε τα μπουφάν σας και πάμε να φάμε!»

    Αχ αυτές οι πατάτες της γιαγιάς. Μα τι έκανε και έβγαιναν πάντα τόσο τραγανές και υπέροχες; Είχε κόψει και ένα μεγάλο κομμάτι φέτας Κεφαλλονιάς και ριχτήκαμε στο φαγητό σα να μην υπήρχε αύριο.

    - «Κοντεύω να σκάσω και δεν μπορώ να σταματήσω!» είπε η Χριστιάνα. «Κυρία Ελένη, δεν σας λέω ψέματα, δεν έχω φάει νοστιμότερη μαγειρίτσα!»
    - «Που να δοκιμάσεις τη μαγειρίτσα του Κώστα, του άλλου της παππού. Αμ ξέρουν να τρώνε καλά οι καμπίσιοι!»
    - «Θα ψήσω τους δικούς μου αν γίνεται να πάμε Καρδίτσα το Πάσχα και φυσικά θα έρθεις κι εσύ!» της δήλωσα. Καλή η Χίος αλλά τα κρέατα που τρώγαμε το Πάσχα στην Καρδίτσα ήταν τελείως διαφορετικό επίπεδο!
    - «Καλά, θα δούμε» είπε. «Για πείτε μου, πως γνωριστήκατε;»
    - «Πρώτη φορά τη συνάντησα μαζί με την άλλη μας φίλη, την Κατερίνα, στη στάση περιμένοντας με τον Ανδρέα το λεωφορείο για να κατέβουμε στο λιμάνι, σε ένα κλαμπ. Πιάσαμε εκεί την πάρλα οπότε την επόμενη φορά που συναντηθήκαμε στο πανεπιστήμιο αρχίσαμε να μιλάμε πιο τακτικά. Παρέα αρχίσαμε να κάνουμε από τη βραδιά που πετύχαμε Χριστιάνα και Κατερίνα στο κυλικείο και πήγαμε όλοι μαζί να παρακολουθήσουμε τις πρόβες της θεατρικής ομάδας, ο Ανδρέας είναι μέλος και ίσως γίνω κι εγώ. Μετά πήγαμε για ποτά… ε και από τότε κολλήσαμε. Μένουμε και σχετικά κοντά, οπότε καταλαβαίνεις. Α, η Χριστιάνα ξεκινάει και αυτή να δουλεύει από το Γενάρη στο ΙΤΕ, στο ίδιο εργαστήριο με τον Ανδρέα»
    - «Εσύ από που είσαι;» τη ρώτησε η γιαγιά.
    - «Αθηναίοι από τη μεριά της μητέρας μου, κερκυραίοι από τη μεριά του πατέρα μου. Στους αμπελόκηπους μένουμε, πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού» της απάντησε η Χριστιάνα.

    Καθίσαμε μέχρι τις 15:00 συζητώντας περί ανέμων και υδάτων. Η γιαγιά μας ζήτησε συγνώμη αλλά ήθελε να πάει να ξαπλώσει, οπότε κι εμείς κινήσαμε για να πάμε στο σπίτι της Χριστιάνας. Φοβόμουν λίγο με το μηχανάκι αλλά η Χριστιάνα ήταν έμπειρη οδηγός και η αλήθεια είναι ότι με το μηχανάκι κινείσαι πιο γρήγορα και πιο εύκολα. Ούτε είκοσι λεπτά αργότερα ήμασταν σπίτι της. Έβαλε το μηχανάκι της στο υπόγειο πάρκινγκ και πήραμε το ασανσέρ για τον πέμπτο, το σπίτι της ήταν οροφοδιαμέρισμα στο ρετιρέ, με μεγάλη βεράντα. Πλουσιόσπιτο, σίγουρα πλουσιόσπιτο, αλλά επιπλωμένο με πολύ γούστο. Το σαλόνι μόνο ήταν σχεδόν σαν το σπίτι της γιαγιάς, τεράστιο. Είχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη, κάμποσες βιτρίνες και κοντά στον ένα τοίχο είχε ένα μεγάλο πιάνο. Αριστερά είχε ένα χώρο σα χολ και από πίσω ένα χώρο που έκλεινε με διπλή συρόμενη πόρτα, ήταν το γραφείο του πατέρα της. Μου έδειξε και το δωμάτιό της… καλέ τι ήταν αυτό; Ήταν μεγαλύτερο από το δικό μου και του Κωστή μαζί. Διπλό κρεββάτι, βιβλιοθήκη, γραφείο και προσωπικό μπάνιο.

    - «Σου αρέσει;» με ρώτησε.
    - «Είναι υπέροχο! Καλέ αυτό δεν είναι δωμάτιο, διαμέρισμα είναι!» της είπα και χαμογέλασε ντροπαλά.

    Εκείνη την ώρα αποφάσισε να μας κάνει την τιμή να εμφανιστεί και ο Τσάρλι κάνοντάς με να λερώσω τα βρακιά μου. Ήταν τεράστιος, σα σκύλος μεσαίου μεγέθους και ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ. Πήγε και τρίφτηκε στη Χριστιάνα και μετά με πλησίασε επιφυλακτικά. Φαίνεται ότι του άρεσε αυτό που είδε γιατί τρίφτηκε και στα δικά μου πόδια, κάνοντας να λερώσω ακόμα πιο πολύ τα βρακιά μου. «Τι κούκλος είσαι εσύ; Θεέ μου, τι κούκλος είσαι εσύ;» ρώτησα χαζεμένη και κάθισα σκαμνάκι. Άπλωσα το χέρι μου και ήρθε και έτριψε το πρόσωπό του. Τον χάιδεψα στο κεφάλι και στο λαιμό και σήκωσε την ουρά του σαν κεραία. Όταν αποφάσισε ότι αρκετά ως εδώ, έκανε μεταβολή και έφυγε μεγαλοπρεπώς προς τα μέσα.

    - «Πώς σου φαίνεται;»
    - «Ρε συ τι θηρίο είναι αυτό! Μου είχε πέσει το σαγόνι όταν μου είχες πει ότι είναι 13 κιλά και τώρα αναρωτιέμαι μήπως τα 13 κιλά είναι λίγα!»
    - «Χαχαχα, όχι, τόσο είναι, τον ζυγίζουμε τακτικά. Σε συμπάθησε να ξέρεις, αν και γενικά είναι φιλικός με ανθρώπους που δε γνωρίζει, δεν συνηθίζει να τους τρίβεται κιόλας. Κάποιο κλικ του έκανες στη γατήσια κεφάλα του. Λοιπόν, πάμε να φτιάξουμε τα καφεδάκια μας;»
    - «Αμέ!» της είπα και πήγαμε μέσα στην κουζίνα. Επίσης τεράστια με μια μεγάλη νησίδα στη μέση της.
    - «Θα φτιάξω γαλλικό καφέ, εκτός και αν θέλεις νες» μου είπε.
    - «Όχι, όχι, μια χαρά είναι ο γαλλικός»
    - «Έχω με άρωμα φουντούκι και με άρωμα βανίλια και σκέτο, τι προτιμάς;»
    - «Μπορείς να κάνεις συνδυασμό φουντούκι με βανίλια;»
    - «Μπορώ, αν και αυτό δεν το λες καφέ, χριστουγεννιάτικο special το λες» μου είπε κάνοντας με να γελάσω.
    - «Γιατί μωρέ, έχουμε να δώσουμε λογαριασμό σε κανέναν;» τη ρώτησα.
    - «Ούτε καν!» είπε και ξεκίνησε την προετοιμασία. Πέντε λεπτά αργότερα ο καφές ήταν έτοιμος. «Πάμε στη βεράντα να κάνω και ένα τσιγάρο και μετά πάμε στο δωμάτιό μου»

    Φορέσαμε πάλι τα μπουφάν μας και βγήκαμε έξω. Η βεράντα του σπιτιού είχε υπέροχη θέα προς το Λυκαβηττό. Η Χριστιάνα άναψε ένα τσιγάρο και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά. Ήπια μηχανικά μια γουλιά από τον καφέ μου, ευτυχώς που δεν είχα βάλει ζάχαρη, δε θα μπορούσα να τον πιώ σε διαφορετική περίπτωση.

    - «Ήταν πολύ όμορφα χθες το βράδυ» είπα ξεκινώντας τη συζήτηση.
    - «Ναι! Ευχαριστήθηκα χορό!» μου απάντησε.
    - «Τον τρελάναμε τον Ανδρέα στο τέλος» της είπα γελώντας. «Πρώτα που φιληθήκαμε και μετά του έσκασες και εσύ ένα φιλί στο στόμα και ο φουκαράς προσπαθούσε να μαζέψει το σαγόνι του!»
    - «Δεν σε πείραξε ε;» με ρώτησε. «Δεν ξέρω πως μου ήρθε, ήταν πολύ γλυκούλης και μας κοίταζε σαν κούταβος!» συμπλήρωσε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Όχι, δε με πείραξε. Δε θα με πείραζε ακόμα και αν του έδινες γλωσσόφιλο, λέμε τώρα!» της είπα και χαχάνισε.
    - «Τον Ανδρέα;»
    - «Αυτόν και αν ΔΕΝ τον πείραξε!» της είπα τονίζοντας το «ΔΕΝ». Απλά δεν το περίμενε και έπαθε ντιριντάχτα!
    - «Ουφ, καλά που μου το είπες… να σου πω την αλήθεια, μια ανησυχία την είχα!»
    - «Έλα βρε Χριστιάνα… Δεν λέω ότι δεν είμαι ζηλιάρα, αλλά από όλες τις γυναίκες του περιβάλλοντός μου εσύ είσαι η τελευταία από την οποία θα κινδύνευα να χάσω τον Ανδρέα!»
    - «Δεν εννοώ αυτό… Μου κάνει εντύπωση που δεν ζηλεύει. Δεν παραπονιέμαι αλλά, πώς να στο πω, δεν το καταλαβαίνω!» είπε σβήνοντας το τσιγάρο της.
    - «Ούτε εγώ το καταλάβαινα στην αρχή. Αλλά να σου πω; Δεν έχει τελικά σημασία. Ο Ανδρέας βλέπει ότι είναι κάτι που θέλω και περνάει από το χέρι του να μου το δώσει ή για να είμαι ακριβής, να μη με εμποδίσει να το πάρω. Η μεγαλύτερη ανησυχία του ξέρεις ποια είναι; Μην πληγωθείς εσύ. Με εμπιστεύεται, έτσι απλά.»
    - «Μα πως το ξέρει; Πώς μπορεί να το ξέρει;»
    - «Δεν το ξέρει Χριστιάνα. Αυτό ακριβώς είναι η εμπιστοσύνη. Όπως κι εγώ εμπιστεύομαι τα λεγόμενά σου ότι μπορείς να το διαχειριστείς χωρίς να πληγωθείς. Αν ο Ανδρέας ανησυχεί μία φορά, εγώ ανησυχώ πέντε!»
    - «Μην ανησυχείς Φοίβη μου» μου είπε και μου χάιδεψε το χέρι. «Νιώθω επιτέλους ελεύθερη! Ελεύθερη! Να το ζήσω, να το χαρώ! Χωρίς τύψεις! Χωρίς φόβους. Αν νιώθω κάτι, είναι ευγνωμοσύνη στη Θεά Τύχη!» με διαβεβαίωσε.
    - «Άναψε ένα ακόμα ένα τσιγάρο!» της είπα.
    - «Γιατί;» με ρώτησε με απορία.
    - «Γιατί θα το χρειαστείς!» τη διαβεβαίωσα.
    - «Χμμμ» είπε ωστόσο άναψε ένα τσιγάρο. Τράβηξε μια ρουφηξιά. «Ορίστε, το άναψα» μου είπε.
    - «Προχθές το βράδυ στο πλοίο…» ξεκίνησα και σταμάτησα.
    - «Ναι…;» με ρώτησε.
    - «Ο Ανδρέας μας πήρε χαμπάρι!» της είπα και την άφησα παγωτό. Τράβηξε δυο απανωτές τζούρες. Ξεφύσησε και πήρε βαθιά ανάσα αλλά δεν απάντησε. «Και όχι απλά μας πήρε χαμπάρι, μέσω του καθρέφτη μας πήρε και μάτι ο μπανιστιρτζής!» Δεν συνέχισα, την άφησα να κατακάτσει στο μυαλό της αυτό που της είπα. Η Χριστιάνα κοιτούσε το τσιγάρο της, χωρίς να μιλήσει. Το πήρα από τα χέρια της και το έσβησα. «Εδώ, σε μένα» της είπα.
    - «Συγνώμη Φοίβη μου» είπε με σπασμένη φωνή.
    - «Αφενός το προχθεσινό το ξεκίνησα εγώ, οπότε αν κάποιος οφείλει να ζητήσει συγνώμη, αυτός ο κάποιος είμαι εγώ. Αφετέρου, όσον αφορά τον Ανδρέα, εκεί και αν δεν χρειάζεται συγνώμη. Χωρίς να το ξέρουμε του προσφέραμε το Χριστουγεννιάτικο δώρο της ζωής του!» της είπα καταφέρνοντας να της αποσπάσω ένα χαμόγελο. «Οπότε, θέλω να μου πεις εσύ πως νιώθεις!»
    - «Ντροπή νιώθω. Εννοώ… δεν ντρέπομαι που κάναμε αυτά που κάναμε αλλά… οκ, μου ήρθε κάπως, τώρα που μου το λες.»
    - «Κι εγώ στην αρχή αυτό ένιωσα» της είπα. «Ωστόσο όταν μου πέρασε η ταραχή και κάθισα και το σκέφτηκα... δεν υπήρχε κανένας λόγος να ντραπώ. Εννοώ έκανα κάτι που ήθελα, με κάποιαν που ήθελα έχοντας τις ευχές του. Όχι, δεν ντράπηκα όσον αφορά τον Ανδρέα. Ντράπηκα που αυτό έγινε εν αγνοία μας αλλά… δεν τον κατηγορώ.»
    - «Ούτε εγώ… απλά αισθάνομαι κάπως!» μου είπε.
    - «Λογικό» της απάντησα. «Εγώ πάντως, αν καταφέρεις ποτέ να νιώσεις τόσο άνετα, δε θα είχα πρόβλημα να επαναλάβω το παιχνίδι μας υπό πλήρη φωτισμό. Και όχι απλά δεν έχω πρόβλημα, είναι κάτι που έχω φαντασιωθεί να το κάνουμε.»

    Με κοίταξε για μερικές στιγμές χωρίς να μιλήσει, ωστόσο ήταν φανερό πως η περιέργειά της είχε αρχίσει να κατανικάει την αμηχανία της. Δεν μίλησα, αφήνοντάς την να χωνέψει αυτό που μόλις της είχα πει.

    - «Δηλαδή…;» με ρώτησε, χωρίς να μπορεί να με κοιτάξει στα μάτια.
    - «Θέλεις να πάμε μέσα να σου πω;» της αντιπρότεινα.
    - «Θέλω» μου απάντησε εξακολουθώντας να μη με κοιτάει.
    - «Χριστιάνα, κοίτα με στα μάτια και πες το μου» τη διέταξα. Σήκωσε τα μάτια της και με κοίταξε για μια στιγμή και τα χαμήλωσε. Ένιωσα να υγραίνομαι αυτόματα. Τα ξανασήκωσε και με κοίταξε στα μάτια.
    - «Θέλω» μου είπε.

    Πήραμε τους καφέδες μας και πήγαμε μέσα στο δωμάτιό της.

    - «Κλείσε την πόρτα» της είπα, και όχι απλά την έκλεισε, την κλείδωσε κιόλας.
    - «Όχι ότι θα έρθει κανείς» μου εξήγησε «αλλά better safe than sorry!»

    Δεν απάντησα, την πλησίασα και τη φίλησα. Μύριζε τσιγάρο αλλά εκείνη τη στιγμή δεν είχε καθόλου σημασία. Την έσφιξα πάνω μου και το φιλί μας έγινε πιο παθιασμένο. Τραβήχτηκα απαλά και την πήρα από το χέρι και κινήσαμε προς το κρεββάτι της. Ήταν στρωμένο και πάνω είχε δύο μαξιλάρια και ένα τεράστιο αρκούδο. Έβγαλα τα παπούτσια μου και τα έβγαλε και εκείνη. Ξαπλώσαμε και οι δύο στο κρεββάτι, αντικρυστά η μία από την άλλη. Πέρασα το χέρι μου από τα μαλλιά της και τα χάιδεψα και μετά το κατέβασα τρυφερά προς τη μύτη της. Το ακούμπησα στα χείλη της. Έβγαλε τη γλώσσα της και το έγλειψε.

    - «Κάτσε καθιστή» της είπα και γύρισε ανάσκελα και σηκώθηκε. «Όχι, κάτσε γονατιστή πάνω στο κρεββάτι» της είπα διορθώνοντας την αρχική μου ιδέα. Η Χριστιάνα με υπάκουσε χωρίς δισταγμό. Πήγα και γονάτισα και εγώ από πίσω της και τη φίλησα στο σβέρκο. Τα χέρια μου τη χάιδεψαν στους ώμους και κατέβηκαν προς τη μέση της περνώντας πλάι από τα στήθη της. Της σήκωσα τη μπλούζα και σήκωσε τα χέρια της για να με βοηθήσει να τη βγάλω και σε λίγο ακολούθησε και το φανελάκι. Της ξεκούμπωσα το σουτιέν και ξεκινώντας και πάλι να τη φιλάω και να την πιπιλάω στο σβέρκο, χούφτωσα τα δυο της στήθη και άρχισα να τα μαλάζω απαλά. Οι ρώγες της είχαν πετρώσει και τις έπαιξα απαλά με τα δάχτυλά μου κάνοντας τη να της ξεφύγει ένα βογγητό. «Σου αρέσει;» της ψιθύρισα;
    - «Πολύ!» μου απάντησε με καυλωμένη φωνή. Την άφησα και πήγα και κάθισα καθιστή στο προσκέφαλο του κρεβατιού της ακουμπώντας το μαξιλάρι.
    - «Ξάπλωσε πάνω μου» της είπα και όταν το έκανε την άρπαξα πάλι από τα στήθη και ξεκίνησα εκ νέου να τα μαλάζω απαλά. «Η πρώτη φαντασίωσή μου που περιλάμβανε εσένα και τον Ανδρέα μαζί, ήταν στην πραγματικότητα δική του. Με έβαλε να φαντασιωθώ ότι σου κάνω στοματικό και εκείνος με παίρνει από πίσω»
    - «Μμμ» μου απάντησε καυλωμένη.
    - «Μετά άρχισα να έχω και άλλες φαντασιώσεις. Να έχω κάτσει στο πρόσωπό σου και να με τρως και δίπλα μου να είναι όρθιος ο Ανδρέας και να του παίρνω πίπα. Ή να κάθεσαι στα τέσσερα και να σε γλείφω από πίσω και από πίσω μου να είναι ο Ανδρέας και να μου κάνει το ίδιο, είτε να με παίρνει, από μπρος ή από πίσω, δεν έχει σημασία. Άλλη πάλι φαντασίωση είναι να είσαι όρθια και να σου κάνω γονατιστή στοματικό και από πίσω να είναι ο Ανδρέας και να μου μαλάζει τα στήθη. Επίσης έχω φαντασιωθεί να κάνουμε 69 και ο Ανδρέας απλά να μας κοιτάει και να τον παίζει.»
    - «Έχω καυλώσει!» μου απάντησε η Χριστιάνα.
    - «Αυτά όσον αφορά τη δική μου συμμετοχή. Αλλά έχω και κάμποσες φαντασιώσεις που απαιτούν και πιο ενεργή συμμετοχή από τη μεριά σου!»
    - «Τι εννοείς;» με ρώτησε.
    - «Όχι διείσδυση» τη διαβεβαίωσα. «Αλλά έχω φανταστεί να του κάνουμε και οι δύο πίπα και να τελειώνει στα στόματά μας ή στα πρόσωπά μας ή στα στήθη μας. Να τελειώνει στα στόματά μας και μετά να φιλιόμαστε. Να του κάνεις εσύ στοματικό και εγώ να σε γλείφω. Να κάθεσαι στο πρόσωπό του και να σε τρώει και εγώ να κάθομαι στο όργανό του»
    - «Δε ζηλεύεις;» με ξαναρώτησε.
    - «Ζηλεύω… φαντάζομαι ότι νιώθω αυτό που νιώθει και ο Ανδρέας… αλλά η ίδια η σκέψη με καυλώνει αφάνταστα. Δεν του το είχα πει για να μην του δημιουργήσω ψεύτικες ελπίδες, αλλά είναι κάτι που θα ήθελα να κάνω… Αν φυσικά κι εσύ… εννοείται» της είπα τρώγοντας τα λόγια μου.
    - «Δεν ξέρω!» μου απάντησε. «Δεν το είχα σκεφτεί και ποτέ, είναι η αλήθεια, οι μόνες φαντασιώσεις που είχα από τότε που… που… ήταν με εσένα.»
    - «Χριστιάνα, στο είπα γιατί έκρινα ότι δεν υπάρχει λόγος να το κρατήσω κρυφό. Δεν είναι ωστόσο κάποιος όρος, δεν είναι δώσε μου να σου δώσω. Ακόμα και αν ήμουν εγώ τέτοιος άνθρωπος, ο Ανδρέας θα μου έκοβε τον κώλο. Μιλάω πολύ σοβαρά. Μπορεί να είναι κοινές μας φαντασιώσεις αλλά είναι αυτό ακριβώς, κοινές μας φαντασιώσεις. Δεν είναι όρος.»
    - «Κοίτα… στοματικό θα μπορούσα να του κάνω, ακόμα και να καταπιώ. Όμως…»
    - «Σταμάτα» της είπα. «Δε θέλω να το σκέφτεσαι έτσι. Αν είναι ποτέ να γίνει αυτό, όρος απαράβατος είναι να το θέλεις και η ίδια. Δε θέλω να κάνεις κάτι για να με καλοπιάσεις και δε θέλω να κάνεις κάτι ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Θα… θα με πλήγωνε κάτι τέτοιο.»
    - «Φοίβη, εγώ θα το έκανα αν μου το ζητούσες μόνο και μόνο γιατί το θες εσύ!»
    - «Όχι, δεν αρκεί να το θέλω εγώ! Πρέπει να το θέλεις κι εσύ, αλλιώς μη σώσουμε να το κάνουμε και ας βγάλει κάλους στα χέρια ο Ανδρέας. Υπάρχουν όρια που δεν θα υπερβώ για κανέναν, ούτε για τον ίδιο τον Ανδρέα.»
    - «Δε με καταλαβαίνεις… Δεν ξέρω πως να στο πω… Νιώθω… Δεν ξέρω… δεν το έχω δοκιμάσει στην πράξη… αλλά… Νιώθω πως αν… Πώς να στο πω, γαμώτο; Δεν… δεν είσαι η πρώτη τυχαία!»

    Δαγκώθηκα από μέσα μου γιατί βαδίζαμε σε πολύ επικίνδυνα μονοπάτια. Αν είχε αρχίσει να με ερωτεύεται δε θα τελείωνε καθόλου καλά. Θα καταλήγαμε να πληγωθεί η Χριστιάνα και όλα θα γινόντουσαν σκατά. Δεν ήθελα να είμαι η αιτία που θα πληγωνόταν κανένας άνθρωπος, πόσο μάλλον κάποιος τόσο ευάλωτος και ευαίσθητος όπως η Χριστιάνα.

    - «Φοίβη, γιατί σταμάτησες να με χαϊδεύεις; Είπα κάτι που σε πείραξε;»
    - «Δε με πείραξε…» της είπα. «Με προβλημάτισε. Χριστιάνα, θα σε ρωτήσω στα ίσια, έχεις αρχίσει να με ερωτεύεσαι;»
    - «Όχι» μου απάντησε και γύρισε και με κοίταξε χαμογελαστή. «Αυτό που νιώθω για σένα είναι φιλία και έντονη σεξουαλική έλξη.»
    - «Δεν είναι έρωτας αυτός;»
    - «Όχι για μένα. Εννοώ… κοίτα, δεν έχω ερωτευτεί και ποτέ, αλλά είναι απλά σεξουαλική έλξη και φιλία ο έρωτας; Εννοώ… αν χώριζες με τον Ανδρέα θα στεναχωριόσουν επειδή έχασες το σεξ;»
    - «Όχι βέβαια!» της απάντησα.
    - «Αν… αν σταματούσαμε αυτό που κάνουμε μεταξύ μας… δε λέω ότι δε θα μου έλειπε, αλλά δε θα ένιωθα θλίψη και ούτε θα σταματούσα να αισθάνομαι ζεστά για σένα. Μια αίσθηση απώλειας ναι, αλλά μικρή, εννοώ δε θα άλλαζε κάτι άλλο στο μεταξύ μας, τουλάχιστον όπως το βλέπω εγώ. Συνέχισε να με χαϊδεύεις σε παρακαλώ!»
    - «Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησα.
    - «Ναι!» μου απάντησε χωρίς ίχνος δισταγμού. «Και για να σου απαντήσω και το άλλο… ή έστω, να προσπαθήσω… Μόνη μου δε θα το έκανα ποτέ. Όμως αν το θέλεις κι εσύ… πως να στο δώσω να καταλάβεις… με κάνει να αλλάζω τον τρόπο που το βλέπω!»
    - «Θέλω να το θέλεις και η ίδια!»
    - «Ωραία, αν ποτέ το δοκιμάσουμε και σας πω ότι δεν μπορώ, τότε σταματάμε, σε καλύπτει;»
    - «Μόνο εφόσον αυτό δεν το κάνεις για να μη μου χαλάσεις τη διάθεση!»
    - “Pinky promise!” μου είπε χαμογελώντας.
    - «Χριστιάνα, γύρνα προς τα μένα» της είπα. Σηκώθηκε για να γυρίσει και έβγαλα πουκάμισο, φανελάκι και σουτιέν. «Φίλα με» της είπα και ξάπλωσα. Χαμογελώντας μέχρι τα αφτιά, με φίλησε τρυφερά στο στόμα και μετά κατέβηκε φιλώντας με στο λαιμό και από εκεί στα στήθη μου. Πήρε τη μια ρόγα μου στο στόμα της και την πιπίλησε απαλά ενώ το άλλο χέρι της ήταν πάνω στο στήθος μου και το χάιδευε απαλά. «Πιο δυνατά!» της είπα. «Με τα χείλη σου… με τα δόντια σου… πιο δυνατά!» Με υπάκουσε και άρχισε την εναλλαγή από δυνατό πιπίλισμα ως ελαφρύ δάγκωμα. «Ποιο δυνατά!» της είπα και πάλι. Με δάγκωσε πιο δυνατά αυτή τη φορά και ο πόνος ήταν υπέροχος. «Ναι… έτσι… μη σταματάς!» της είπα. Συνέχισε για αρκετή ώρα. Ξεκούμπωσα το παντελόνι μου και ανασήκωσα τη λεκάνη μου κατεβάζοντάς το. «Πιο χαμηλά» τη διέταξα.

    Ξεκίνησε, πότε δαγκώνοντάς με απαλά και πότε φιλώντας με, και κατέβηκε στο στομάχι μου και μετά στην κοιλιά μου και μετά πιο χαμηλά. Μου τράβηξε το παντελόνι και μου το έβγαλε τελείως. Μετά, χωρίς να μου κατεβάσει το κιλοτάκι άρχισε να με ρουφάει πάνω από αυτό. Το σώμα μου τεντώθηκε. Μου κατέβασε το κιλοτάκι και άρχισε να πιπιλάει απαλά την κλειτορίδα μου. Τα έχασα τελείως, την έπιασα από το μαλλί και την κόλλησα πάνω μου. Πήρε στο στόμα της το μουνάκι μου τελείως και άρχισε να το ρουφάει. Της έσφιξα και άλλο τα μαλλιά. Έμεινε εκεί, κολλημένη, ανασαίνοντάς το. Πήρα το χέρι μου από το κεφάλι της και το δάγκωσα για να μην ουρλιάξω από την ηδονή. Πότε βύθιζε τη γλώσσα της στον κόλπο μου και πότε έπαιζε τα κάτω χείλη μου με τα χείλη της. Άρχισε πάλι να μου γλείφει την κλειτορίδα με τη γλώσσα της ενώ ταυτόχρονα μου έβαλε το μεσαίο δάχτυλο βαθιά μέσα μου και άρχισε να το κουνάει μπρος πίσω. Έχοντας πάρει την ιδέα από αυτό που της έκανα προχθές, τράβηξε το δάχτυλό της από μέσα μου και μη σταματώντας ούτε στιγμή να πιπιλάει, να γλείφει και να δαγκώνει την κλειτορίδα μου, μου έβαλε αργά αλλά σταθερά όλο το δάχτυλό της στο κωλαράκι μου, κάνοντας να δω αστεράκια και να δαγκώσω ξανά το χέρι μου για να μην ακουστώ μέχρι το Λυκαβηττό. Συνέχισε χωρίς να σταματήσει το ρυθμό της και ένιωσα πάλι αυτή την αίσθηση του να με διαπερνάει το ρεύμα κάνοντας το κορμί μου να τρέμει και να τραντάζεται. Δευτερόλεπτα αργότερα ακολούθησε η ζέστη στα λαγόνια μου… και… και μετά ήρθε ο Νιαγάρας. Η Χριστιάνα τα κατάπιε όλα και συνέχισε να με γλείφει μέχρι που με έκανε λαμπίκο! Με κοίταξε χαμογελαστή ενώ εγώ προσπαθούσα να βρω τις ανάσες μου.

    - «Σου άρεσε Φοίβη μου; Το… το είχα ονειρευτεί… αλλά δεν το είχα ξανακάνει. Το έκανα καλά;» με ρώτησε με αγωνία.
    - «Αν αυτή είναι η πρώτη σου φορά… δεν μπορώ να φανταστώ πόσο καλύτερες θα είναι οι επόμενες! Αστεράκια και πεταλουδίτσες είδα!»
    - «Μιλάς σοβαρά ή…»
    - «Χριστιάνα, με προσβάλεις!» της είπα σοβαρή.
    - «Συγνώμη! Συγνώμη!» μου είπε.
    - «Ήταν… ήταν το κάτι άλλο». Δεν ήταν ψέμα, και ο Ανδρέας έκανε καταπληκτικό στοματικό αλλά τόσο έντονο οργασμό σε στοματικό μαζί του είχα νιώσει άλλη μία φορά.
    - «Χαίρομαι!» μου είπε.
    - «Έλα εδώ» της είπα και την πήρα στην αγκαλιά μου. «Δε μου λες, χωνόμαστε κάτω από το πάπλωμα; Κρυώνω! Τι ώρα θα έρθουν οι δικοί σου;»
    - «Ουυυ, έχουμε ώρα! Όταν θα σε κατεβάσω Περιστέρι δε θα έχουν έρθει καν. Ομοίως και ο Θέμης, το παιχνίδι που θα πάει αρχίζει στις 19:00»

    Χωθήκαμε αγκαλιά κάτω από το πάπλωμα και χουχουλιάσαμε. Πριν το κάνουμε είχαμε γδυθεί και οι δύο τελείως και η αίσθηση του καυτού γυμνού κορμιού της ήταν υπέροχη. Όσο ήμασταν ξαπλωμένες κάτω από το πάπλωμα την έβαλα και μου έκανε και δεύτερη φορά στοματικό και είδα πάλι αστεράκια. Η Χριστιάνα έλαμπε στην αγκαλιά μου.

    - «Κάτσε στα τέσσερα» της είπα κάποια στιγμή. Κάθισε με τη μία και χωρίς κανένα δισταγμό. Είχε υπέροχο κώλο, πήγα και στάθηκα από πίσω της και άρχισα να της τον γλείφω. Έσπρωξα με τα χέρια μου τους γλουτούς της όσο πήγαινε και προσπάθησα να χώσω το πρόσωπό μου μέσα της, γευόμενη την αλμύρα του κορμιού της. Ενώ έγλειφα τον κώλο της άρχισα ταυτόχρονα να παίζω με το χέρι μου την κλειτορίδα της. Βούτηξα το δάχτυλό μου μπροστά της και μετά το έβαλα πίσω και το έτριψα στην πίσω τρυπούλα της. Άρχισα να το βυθίζω μέσα της αργά αλλά σταθερά ενώ ταυτόχρονα πέρασα το άλλο χέρι μου μπροστά από το πόδι της και συνέχισα να της τρίβω την κλειτορίδα. «Σ’ αρέσει Χριστιάνα μου;» τη ρώτησα.
    - «Πολύ… πολύ…» μου απάντησε.
    - «Τι σου αρέσει» τη ρώτησα μη σταματώντας να της γαμάω το κωλαράκι με το δάχτυλο.
    - «Αυτό… αυτό που… που μου κάνεις!»
    - «Τι σου κάνω; Θέλω να σε ακούσω να μου το λες.»
    - «Μου… μου… μου γαμάς… το… το κωλαράκι με… με το δάχτυλό σου».

    Τράβηξα το χέρι μου από μέσα της και της έριξα ένα μέτριας δύναμης χαστούκι στο κωλομέρι.

    - «Πες το μου χωρίς να τρως τα λόγια σου» τη διέταξα. Δεν απάντησε αμέσως και της έχωσα και δεύτερο χαστούκι στο κωλομέρι, λίγο πιο δυνατό.
    - «Κι άλλο!» μου είπε χάνοντάς το τελείως. «Κι άλλο… σε παρακαλώ!»
    - «Πρώτα θα μου πεις και μετά!» της είπα. Η εξουσία που είχα πάνω της εκείνη τη στιγμή με είχε κάνει ακόμα πιο πύραυλο.
    - «Μου… μου γαμάς το κωλαράκι με το δάχτυλό σου.»
    - «Αυτό θέλεις;» της είπα ρίχνοντας ένα τρίτο, ακόμα πιο δυνατό χαστούκι.
    - «Ναι… ναι! Κι άλλο!» μου είπε. Της έριξα 4-5 δυνατά χαστούκια ακόμα στα κωλομέρια και μετά γλείφοντας το δάχτυλό μου, το βούτηξα και πάλι στο κωλαράκι της ξεκινώντας να το γαμάω και πάλι. «Ναι… ναι… κι άλλο… μ’ αρέσει…ααααχ ααααχ… ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ». Σταμάτησα και ξάπλωσα δίπλα της.
    -«Κάτσε πάνω μου… τρίψου πάνω μου» τη διέταξα. Μας πήρε λίγο ώρα να βρούμε το ρυθμό μας αλλά, Θεούλη μου, τι ήταν αυτό; Ένιωσα πάλι τη φωτιά να απλώνεται μέσα μου και χουφτώνοντάς τη δυνατά από τα στήθη βίωσα τον τρίτο, εξίσου δυνατό οργασμό μέσα σε λίγη ώρα. Προσπαθώντας ακόμα να βρω τις ανάσες μου την ξάπλωσα ανάσκελα και όρμισα ανάμεσα στα πόδια της, σχεδόν με λύσσα. Πήρα όλο το υπέροχο ξυρισμένο μουνάκι της στο στόμα μου και άρχισα να το ρουφάω ενώ η γλώσσα μου έπαιζε στα χείλη της.
    - «ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ» την άκουσα να λέει και το σώμα της τεντώθηκε ενώ το στόμα μου πλημμύρισε με τα υγρά της. Κατάπια τα μισά και μετά ανέβηκα και τη φίλησα στο στόμα αφήνοντας τα υγρά της να τρέξουν μέσα του. Ανταπέδωσε το φιλί με πάθος, σφίγγοντας με δυνατά πάνω της.
    - «Θεούλη μου» είπε ξαπλώνοντας ξέπνοη στο πλάι μου. «Θεούλη μου… τι ήταν αυτό;» με ρώτησε.
    - “The shape of the things to cum… με u” της απάντησα φλεγματικά, κάνοντας λογοπαίγνιο με τον τίτλο του μυθιστορήματος του George Wells και βάλαμε και οι δύο τα γέλια μέχρι που μας έπιασε η κοιλιά μας.

    Οπωσδήποτε δεν ήμουν για Boom-Boom, δεν λέω τίποτε άλλο. Μέχρι να φύγουμε και να γυρίσουμε Περιστέρι, με είχε κάνει και είχα τελειώσει άλλες δύο φορές, έτρεμαν τα πόδια μου. Αυτό που με είχε αποστείλει στο τέλος, ωστόσο, δεν ήταν οι οργασμοί. Ήταν το παιχνίδι που κάναμε. Ο τέταρτος οργασμός μου και δεύτερος δικός της ήρθαν μετά από 69. Ο τρίτος δικός της ήρθε όταν της έκανα στοματικό, βάζοντάς την να κάτσει στο πρόσωπό μου. Ο πέμπτος δικός μου οργασμός ήταν με τον ίδιο τρόπο, εγώ να κάτσω πάνω στο πρόσωπό της.

    Και στο τέλος… Όπως ήμουν ξαπλωμένη, πήγε και κάθισε γονατιστή στην απέναντι άκρη του κρεββατιού και πήρε τα πόδια μου και άρχισε πρώτα να τα φιλάει και να τα πιπιλάει και μετά να τα τρίβει. Είχα χαλαρώσει… είχα λιώσει. Πότε πότε της έπαιζα με το ελεύθερο πόδι μου το στήθος της κάνοντάς την κάθε φορά να σηκώνει το κεφάλι της και να μου χαμογελάει. Χαλάρωσα τόσο που με πήρε για λίγο ο ύπνος, αλήθεια λέω. Μετά ξαπλώσαμε πάλι κάτω από το πάπλωμα και καθίσαμε εκεί, κρατώντας η μία την άλλη αγκαλιά κουτάλα.

    Πόσο μου άρεσε να μιλάμε και εγώ να της χουφτώνω το στήθος και να της το χαϊδεύω ή να μου το κάνει εκείνη, όταν ήμουν στη δική της αγκαλιά. Κατά τις 18:00 σηκωθήκαμε και ντυθήκαμε. Ζεστάναμε τους καφέδες μας που είχαν κρυώσει στο φούρνο μικροκυμάτων και φορώντας τα μπουφάν μας, βγήκαμε έξω για να καπνίσει ένα τσιγάρο. Αν και έκανε κρύο, ήταν πολύ όμορφα με όλα τα φώτα της μεγαλούπολης αναμμένα.

    - «Δεν είχα τολμήσει καν να το ονειρευτώ αυτό που έζησα πριν λίγο» μου είπε. «Μέχρι που θα τραγουδήσω και το βράδυ και ας με πάρουν με τα σάπια λάχανα!» συμπλήρωσε κάνοντάς με να γελάσω.
    - «Είσαι υπέροχος άνθρωπος Χριστιάνα. Υπέροχος. Και ξέρεις τι; Μια μέρα θα τη βρεις και θα σε βρει εκείνη που θα ερωτευτείς και θα σε ερωτευτεί, και όλα αυτά που κάνουμε τώρα, όσο όμορφα και αν ήταν, δε θα είναι παρά ένα όμορφο πυροτέχνημα. Δε θα συγκρίνονται με αυτά που θα ζήσεις. Trust me!»
    - «Μακάρι!» μου είπε.
    - «Και αυτά που σου είπα προηγουμένως ισχύουν στο ακέραιο, δε θα κάνεις τίποτα που δεν το θέλεις η ίδια, ούτε για μένα, ούτε για κανέναν άλλον. Είσαι… είσαι δοτική και είσαι εξαιρετικά ευάλωτη, δε θέλω… δε θέλω να εκμεταλλευτεί κανείς την ανάγκη σου να… να δίνεσαι.»
    - «Μου αρέσει να δίνομαι Φοίβη μου. Δεν το καταλαβαίνεις; Δεν… δεν ξέρω πως να στο πω αλλιώς. Θυμάσαι τι σου είπα πριν; Δεν ξέρω πως να στο πω… το γεγονός… το γεγονός ότι είναι κάτι που θέλεις εσύ με κάνει… με κάνει να το βλέπω αλλιώς. Με έκανες και τελείωσα σήμερα τρεις φορές, είδα αστεράκια. Αλλά ξέρεις κάτι; Και μόνο το γεγονός ότι εσύ τελείωσες πέντε αρκούσε από μόνο του. Αρκούσε που έβλεπα το πρόσωπό σου. Δεν ξέρω… δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις.»

    Θα ήταν ψέματα να πω ότι δεν την καταλάβαινα. Αυτό δεν ένιωθα κι εγώ για τον Ανδρέα ώρες-ώρες; Όλες τις φορές που είχαμε κάνει έρωτα και δεν είχα τελειώσει, αυτό δεν του έλεγα; Όταν του δινόμουν από πίσω ή τον έπαιρνα στο στόμα μου, αυτό δε γινόταν από εμένα; Μου αρκούσε μόνο να δω το πρόσωπό του, τίποτε άλλο. Και εκείνος στις αρχές, παρά τη ζήλια του, αυτό δεν έκανε; «Φτάνει να το θέλεις εσύ Φοίβη μου και εφόσον περνάει από το χέρι μου θα κάνω τα αδύνατα-δυνατά να στο δώσω», έτσι μου είχε πει. Αλλά… αλλά με τον Ανδρέα ήμασταν ζευγάρι, ήμασταν ερωτευμένοι μεταξύ μας. Πώς… πώς μπορούσε η Χριστιάνα να νιώθει έτσι για μένα;

    «Σταμάτα να το κάνεις αυτό», μάλωσα τον εαυτό μου. «Δεν είπες ότι την εμπιστεύεσαι; Ξεκόλλα και δείξε το στην πράξη!»

    - «Εντάξει Χριστιάνα μου. Είπα ότι σε εμπιστεύομαι, αυτό ακριβώς θα κάνω, θα σε εμπιστευτώ».
    - «Σ’ ευχαριστώ Φοίβη μου» μου είπε χαμογελώντας. «Στο υπόσχομαι… αν… αν ποτέ νιώσω άβολα με το οτιδήποτε, θα είσαι η πρώτη που θα το μάθει.»
    - «Μου αρκεί!» της είπα. Παρόλο που ήμασταν στο μπαλκόνι και παρόλο που είχε ακόμα τσιγάρο στο στόμα, σηκώθηκα, έσκυψα από πάνω της και τη φίλησα απαλά. «Δε μου λες, τι ώρα θα έρθουν οι δικοί σου;»
    - «Δεν έχω ιδέα, μετά τις 19:00 μου είχαν πει.
    - «Έλεγα… έλεγα ότι μιας και θα πάμε για Karaoke άρα δε χρειάζεται και δέκα ώρες προετοιμασία… να κατεβαίναμε μαζί κάτω… και να πηγαίναμε για ένα καφεδάκι, έξω, στο Περιστέρι. Αλλά αφού οι γονείς σου θα έρθουν μετά τις 19:00 δύσκολο, πώς θα τους το πεις;»
    - «Γι’ αυτό ανησυχείς; Θα πάρω τον πατέρα μου στο κινητό του και θα του το πω!»
    - «Έχει κινητό;» τη ρώτησα εντυπωσιασμένη. Τα κινητά τηλέφωνα ήταν τελείως καινούργιο φρούτο και πανάκριβα.
    - «Ναι, έχει.»
    - «Οοοοκ… θέλεις;»
    - «Αμέ!» μου είπε ενθουσιασμένη. «Μόνο να μου δώσεις ένα δεκάλεπτο να κάνω ένα γρήγορο ντουζ!»
    - «Έχει χώρο και για μένα;» της είπα παιχνιδιάρικα.
    - «Αν έχει λέει! Και είναι και δικό μου, τελείως δικό μου! Δεν έχουμε φόβο μη μας διακόψει κανείς!» μου είπε χαμογελώντας ακόμα πιο πλατιά! «Πάμε μέσα να πάρω το μπαμπά να του το πω. Τι ώρα λες να γυρίσουμε;»
    - «Δεν ξέρω, δεν έχω πάει και ποτέ σε Karaoke αλλά σήμερα είναι και Κυριακή. Δε φαντάζομαι να το τραβήξουμε πιο αργά από τις 01:00 με 02:00»

    Επιστρέψαμε στο σαλόνι και η Χριστιάνα πήγε να πάρει τον πατέρα της τηλέφωνο. Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε και ο Τσάρλι να επιθεωρήσει το βασίλειό του. Με είδε και προχώρησε νωχελικά προς το μέρος μου και ήρθε και τρίφτηκε δυο-τρεις φορές στα πόδια μου. Γονάτισα και άρχισα να τον χαϊδεύω στο κεφάλι, πίσω από τα αφτιά. Με άφησε και έριξε ένα σάλτο και ανέβηκε στον καναπέ. Σηκώθηκα και κάθισα και εγώ δίπλα του και άρχισα να τον χαϊδεύω. Σηκώθηκε νωχελικά και ήρθε και κάθισε πάνω μου, λες και ήμουν μαξιλάρι. Με κοίταξε και νιαούρισε σα να έλεγε «Τι με κοιτάζεις, άπραγη, peasant? Γρήγορα, χάιδεψε με που σου έκανα την τιμή να σε χρησιμοποιήσω σα στρώμα!». Άρχισα να τον χαϊδεύω στο κεφάλι και έγειρε πάνω μου και άρχισε να γουργουρίζει σαν τρακτέρ, κάνοντάς με πάλι να λερώσω τα βρακιά μου. Η Χριστιάνα επέστρεψε στο σαλόνι και μας είδε και έβαλε τα γέλια.

    - «Το ξέρεις ότι δεν θα σηκωθείς μέχρι να σου δώσει άδεια, έτσι;» με ρώτησε.
    - «Δε μας βλέπω να φεύγουμε» είπα. Ο κύριος είχε κλείσει τα μάτια και γουργούριζε του καλού καιρού.
    - «Οκ, πραγματικά σε έχει κατασυμπαθήσει. Σου είπα είναι φιλικός, περισσότερο σκύλος παρά γάτα, αλλά τέτοια δεν τον έχω να δει να κάνει σε κανέναν, πέραν εννοώ της οικογένειας, της Κατερίνας και του Βασίλη, του κολλητού του Μάνθου.»
    - «Είναι υπέροχος! Υπέροχος!» της είπα χαϊδεύοντάς τον αχόρταγα.
    - «Ο Θέμης το καλοκαίρι θα φύγει από το σπίτι, θα πάει στο δικό του. Θα του τη δώσει του φουκαρά και, ναι μεν είναι γάτος που μπορεί να μείνει όλη τη μέρα σπίτι μόνος του, αλλά θέλει και αυτός παρέα και οι γονείς μου, τον αγαπάνε, δε λέω, αλλά δεν είναι σαν εμένα και τον Θέμη. Κοντολογίς, τον βλέπω το Σεπτέμβρη να μετακομίζει και του λόγου του στη Λεβεντογέννα, τον Θέμη δεν τον πολυεμπιστεύομαι να τον προσέχει, είναι λίγο στην κοσμάρα του, και εδώ που τα λέμε, με εμένα είναι δεμένος περισσότερο.»
    - «Νιιιιι» είπα και χτύπησα ενθουσιωδώς παλαμάκια, ταράζοντας την αυτού εξοχότητα που είχε γλαρώσει. Μου νιαούρισε αποδοκιμαστικά σα να μου έλεγε «φτου σου, peasant, που νομίζεις ότι βρίσκεσαι, στη στρούγκα σου;» και έριξε ένα σάλτο από πάνω μου και συνέχισε την επιθεώρηση του βασιλείου του. «Τον φαντάζεσαι στην κεφάλα του Σίμπα; That would be a challenge, even for him!» συνέχισα κάνοντας τη Χριστιάνα να χαχανίσει. Αχ, ήταν γλύκα όταν το έκανε αυτό!
    - «Πάμε να ξεπλύνουμε τα αμαρτωλά κορμιά μας;» μου είπε δραματικά κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Πάμε» της είπα και γυρίσαμε στο δωμάτιό της. Γδυθήκαμε και μπήκαμε στο μπάνιο του δωματίου της. Η μπανιέρα της ήταν μεγάλου μεγέθους, όχι αστεία, και αντί για κουρτίνα έκλεινε με συρόμενη γυάλινη πόρτα με αμμοβολή.
    - «Πώς το προτιμάς το νερό;» με ρώτησε.
    - «Καυτό σαν την κόλαση!» της απάντησα.
    - «Αααχ, σε παντρεύομαι» μου δήλωσε και άνοιξε το νερό. «Πώς σου φαίνεται αυτό, το αντέχεις;» με ρώτησε και έβαλα δοκιμαστικά το χέρι μου. Θεέ μου, ήταν υπέροχα καυτό, ο Ανδρέας δεν αντέχει αυτή τη θερμοκρασία, παρά το γεγονός ότι και εκείνος κάνει μπάνιο με πολύ ζεστό νερό.
    - «Νιρβάνα!» της δήλωσα.

    Έκλεισε την κάτω βρύση και άνοιξε το μεγάλο ντους από πάνω. Στριμωχτήκαμε και οι δυο μας κολλώντας τα κορμιά μας κάτω από τον καυτό καταρράχτη και το αφήσαμε να τρέχει για πάνω από δέκα λεπτά, ήταν βάλσαμο, ένιωθα να λιώνω. Έκλεισε το νερό και λούσαμε η μία την άλλη και, αφού ξεπλυθήκαμε καλά-καλά, έκλεισε πάλι το νερό και έβαλε αφρόλουτρο σε ένα απαλό σφουγγάρι και με έτριψε από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Μετά έβαλε κάτι στο χέρι της και με έτριψε και με καθάρισε απαλά την ευαίσθητη περιοχή. Αφού δεν την βούτηξα επί τόπου να πάμε ακόμα ένα γύρο, καλά να λέω. Όταν τελείωσε, γεμάτη σαπουνάδες ακόμα, ξέπλυνα το σφουγγάρι και του έριξα αφρόλουτρο, ανταποδίδοντας την περιποίηση. Πήρα το μπουκαλάκι με το ειδικό σαπούνι και έριξα στο χέρι μου. Μου άρεσε πολύ που ήταν ξυρισμένη. Θα ρωτούσα τον Ανδρέα αν ήθελε να το κάνω και αν συμφωνούσε θα το έκανα κι εγώ.

    - «Είναι υπέροχο που είναι ξυρισμένο» της είπα. «Πως το κάνεις;»
    - «Είναι αρκετά φασαριόζικο και παίρνει κάμποση ώρα. Την πρώτη φορά θα πρέπει πρώτα να τις κόψεις κοντά με το ψαλίδι. Μετά απολέπιση, ξύρισμα με gel ξυρίσματος και μετά δεύτερη απολέπιση. Αν μείνουν τρίχες, δυστυχώς πάντα μένουν μερικές, απομάκρυνση με το τσιμπιδάκι. Χρειάζεται καλό ξυραφάκι και δεν πρέπει να βάλεις καθόλου πίεση, απλά να το αφήσεις να κάνει τη δουλειά του μόνο του. Εναλλακτικά μπορείς να κάνεις κερί αλλά… η πρώτη φορά που το έκανα ήταν και η τελευταία.»
    - «Μάλιστα» είπα γνέφοντας καταφατικά. Εγώ απλά τις κούρευα, η αλήθεια είναι ότι δεν είχα έντονη τριχοφυΐα, ούτε καν στα πόδια και τις μασχάλες.
    - «Να σου πω; Εμένα μου αρέσει που είναι έτσι, με κοντές περιποιημένες τρίχες. Είναι υπέροχο. Εντάξει αν θέλεις να το ξυρίσεις κάνε το, αλλά… αλλά είναι υπέροχο όπως είναι. Εγώ δυστυχώς αναγκάζομαι γιατί εκεί… έχω αρκετά πυκνή τριχοφυΐα, τόση που καταντάει αντιαισθητικό. Εσύ όμως δεν έχεις τέτοιο πρόβλημα.»
    - «Θα δούμε» της απάντησα.

    Ξεπλυθήκαμε και η Χριστιάνα άνοιξε την πόρτα και έπιασε δυο πετσέτες. Σκουπιστήκαμε καλά-καλά και βγήκαμε έξω. Εκείνη φόρεσε το μπουρνούζι της αλλά σε εμένα έδωσε μια μεγάλη πετσέτα σώματος με την οποία τυλίχτηκα. Πήρε το σεσουάρ και άρχισε να μου στεγνώνει και να μου βουρτσίζει απαλά το μαλλί, κάνοντάς με να λιώσω και πάλι. Εμένα πάλι με έπιασε το διαολάκι και η Χριστιάνα στέγνωσε και βούρτσισε το μαλλί της με το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού μου χεριού στο κωλαράκι της. Και τι να κάνει η φουκαριάρα, με εμένα που έμπλεξε, το υπέμεινε. Εγώ φόρεσα πάλι τα ρούχα που είχα ενώ η Χριστιάνα άλλαξε και εσώρουχα και ρούχα.

    - «Χριστιάνα, να πάρουμε ένα ταξί, δε θέλω να έρθεις Περιστέρι με το μηχανάκι και να γυρίζεις μόνη σου μέσα στη νύχτα.»
    - «Δεν υπάρχει πρόβλημα…» πήγε να πει αλλά την έκοψα.
    - «Αυτό που σου είπα!» της δήλωσα χωρίς να σηκώνω κουβέντα.
    - «Μάλιστα» μου απάντησε και κατεβήκαμε κάτω. Αποφασίσαμε να πάμε προς τη Λεωφόρο αντί προς τη Βασιλίσσης Σοφίας, παρόλο που η τελευταία ήταν ελαφρά πιο κοντά. Πάντως δεν πρέπει να ήταν ούτε μισό χιλιόμετρο. Περάσαμε δίπλα από το γήπεδο της Λεωφόρου και στη διάβαση περάσαμε απέναντι. Ούτε δύο λεπτά αργότερα σταματήσαμε ένα ταξί και μπήκαμε μέσα.
    - «Περιστέρι» του είπα. «Παλιούς ταξιάρχες» Το ταξί ξεκίνησε και μισή ώρα αργότερα φτάσαμε έξω από το σπίτι της γιαγιάς μου. Πλήρωσα το ταξί και κατεβήκαμε. Μπήκαμε στο σπίτι, η γιαγιά ήταν στο σαλονάκι και έβλεπε τηλεόραση. «Ήρθαμε!»
    - «Καλώς τες» μας είπε χαμογελαστά. «Πώς τα περάσατε;»
    - «Πολύ-πολύ όμορφα!» της απάντησα.
    - «Θα φτιάξω τσουρέκι πολίτικο για να πας αύριο στη μητέρα σου που της αρέσει. Έλεγα να το φτιάξω αύριο, αλλά έχετε όρεξη να με βοηθήσετε;»
    - «Βασικά λέγαμε να πάμε για καφέ… Χριστιάνα εσύ τι λες;»
    - «Προτιμώ να βοηθήσουμε τη γιαγιά σου από το να πιώ και τρίτο καφέ» μου δήλωσε. «Εκτός και αν θέλεις εσύ να πάμε έξω»
    - «Όχι! Αμέ!»
    - «Αχ μπράβο!» είπε η γιαγιά μου και σηκώθηκε.

    Πρώτη φορά βοηθούσα τη γιαγιά να φτιάξει τσουρέκι. Είναι πολύ πιο μπελαλίδικο απ’ όσο φαίνεται. Η γιαγιά το ζύμωνε στο χέρι. Δεν ξέρω πως τα κάνανε αυτά πριν την εποχή του μίξερ, μας βγήκαν τα χέρια κι εμένα και της Χριστιάνας. Είχε όμως πολλή πλάκα, αστειευόμασταν και πειραζόμασταν μεταξύ μας με τη γιαγιά να προσπαθεί να μας συμμαζέψει, αλλά το καταλάβαινα ότι το διασκέδαζε και εκείνη με την ψυχή της. Πήγε σχεδόν 21:00 χωρίς να το καταλάβουμε.

    - «Πάω να πάρω τηλέφωνο τον Ανδρέα. Χριστιάνα, έλα μαζί μου!» είπα και σήκωσα το τηλέφωνο. Το σήκωσε πάλι ο πατέρας του. «Καλησπέρα κύριε Μαρίνο» του είπα. «Η Φοίβη είμαι, μπορείτε να μου φωνάξετε τον Ανδρέα;»
    - «Καλησπέρα Φοίβη, πάνω στην ώρα πήρες, τώρα γύρισε ο αχαΐρευτός. Πολύ λάσκα τον έχεις!» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Τι να κάνω κύριε Μαρίνο, τον πάω λάου-λάου μη μου λακίσει» είπα κερδίζοντας αυτή τη φορά το δικό του γέλιο.
    - «Μωρέ άρπαξέ τον από το σβέρκο! Άκου με που σου λέω! Ανδρέα; Ανδρέα. Έλα στο τηλέφωνο, σε ψάχνει ο λοχίας» είπε κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια. Όσο περιμέναμε έδωσα το τηλέφωνο στη Χριστιάνα.
    - «Όταν σου μιλήσει κάνε το λοχία!»
    - «Πώς να τον κάνω; Δεν έχω ιδέα!» μου είπε.
    - «Αυτοσχεδίασε!» της είπα και έβαλα το τηλέφωνο ανάμεσα από τα κεφάλια μας.
    - «Έλα μωρό» μου άκουσα τον Ανδρέα να λέει στο τηλέφωνο.
    - «Μωρό σου; Δέκα μέρες φυλακή!» του είπε η Χριστιάνα.
    - «Ωχ! Χριστιάνα;»
    - «Πού γύρναγες, ε; Δεν μπορούμε να σε αφήσουμε λίγη ώρα μόνο και αμέσως ξεπορτίζεις!»
    - «Ορίστε, με δουλεύει η οικογένειά μου με δουλεύουν και οι φίλοι μου! Που είστε εσείς, ακόμα στο σπίτι σου;»
    - «Όχι, στη γιαγιά της Φοίβης είμαστε, φτιάξαμε τσουρέκια!» είπε ενθουσιασμένη.
    - «Αχ, θα με τρελάνετε εσείς οι δύο!»
    - «Και πού είσαι ακόμα» του είπα παίρνοντας το ακουστικό.

    Και που είσαι ακόμα!

    --
    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 29ο
    (Ανδρέας)

    Ορίστε, με πήρε στο ψιλό και η Χριστιάνα! Καλά, όχι ότι με πείραζε, στην πραγματικότητα γελούσαν και τα μουστάκια μου. Θα περνούσα να τις πάρω στις 22:00 από τη Φοίβη. Είχα φάει πόρτα και από Ευτυχία και από Θέμη, η πρώτη δεν ήθελε να ξενυχτίσει και ο δεύτερος με την κοπέλα του είχαν κανονίσει ήδη. Δεν πειράζει, εκείνοι έχαναν. Με έτρωγε η αγωνία -ή για να είμαι ακριβής, η ευχάριστη αγωνία- για το αν είχαν κάνει κάτι οι δυο τους στο σπίτι της Χριστιάνας. Καύλωσα και μόνο στη σκέψη, το βράδυ μάλλον θα είχε εκ νέου βόλτα από την Τσαλαβούτα.

    - «Μπαμπά, μαμά, φεύγω» τους είπα περνώντας έξω από το δωμάτιό τους, είχαν ξαπλώσει και έβλεπαν τηλεόραση.
    - «Πού θα πάτε;» με ρώτησε ο πατέρας μου.
    - «Σε είναι karaoke bar στον άγιο Στέφανο» του απάντησα.
    - «Τι είναι αυτό πάλι;»
    - «Μπαρ που παίζει τραγούδια και τους στίχους τους τραγουδάνε οι θαμώνες. Μου έχουν πει ότι έχει πολλή πλάκα.»
    - «Με τη Φοίβη;»
    - «Με τη Φοίβη και τη Χριστιάνα, μια συμφοιτήτριά μας που ανέβηκε και εκείνη Αθήνα. Είπα και στην Ευτυχία και στο Θέμη να έρθουν και με έφτυσαν στη μούρη και οι δύο. Αυτοί χάνουν!»
    - «Θα πας με το καινούργιο;»
    - «Δε βλέπω το λόγο, τρεις θα ήμαστε. Αν ερχόντουσαν και οι άλλοι να το έπαιρνα, τώρα τι νόημα έχει;»
    - «Ο καιρός είπε ότι θα αρχίσει να φυσάει πολύ από το βράδυ. Καλύτερα να πάρεις το καινούργιο που είναι και πιο βαρύ»
    - «Εντάξει μπαμπά» του είπα. «Δε νομίζω ότι θα είστε ξύπνιοι όταν θα επιστρέψω. Όχι ότι θα το ξενυχτίσουμε κιόλας, το πιθανότερο είναι ότι κατά τις τρεις θα έχουμε γυρίσει.»
    - «Καλά να περάσετε» μου είπε και αφού τους καληνύχτισα κατέβηκα κάτω. Δύο λεπτά αργότερα ήμουν μπροστά στο σπίτι της Φοίβης. Οι δυο τους ήταν καθισμένες στο πεζούλι και κάτι έλεγαν και γελούσαν του καλού καιρού. Έσβησα το αυτοκίνητο και κατέβηκα.
    - «Γιατί γελάτε τσούπρες;» τις ρώτησα και αντί απάντησης ήρθαν η μία από τη μία πλευρά και η άλλη από την άλλη, με αγκάλιασαν και οι δυο τους και μου έσκασαν ένα φιλί στο μάγουλο, βάζοντας και πάλι στα γέλια καθώς έμεινα Παπαδόπουλος: «Τι έγινε ρε παιδιά; Μας πιάσανε;»
    - «Αχ, πάει, μας έμεινε!» είπε η Φοίβη προκαλώντας ένα νέο γύρο γέλιου.
    - «Το διασκεδάζετε;»
    - «Πολύ!» απάντησε η Φοίβη.
    - «Θα με τρελάνετε εσείς οι δύο!»
    - «Ναι, το είπαμε αυτό!»
    - «Με γεια το καινούργιο αυτοκίνητο» είπε η Χριστιάνα.
    - «Σ’ ευχαριστώ πολύ!»
    - «Γιατί δεν πήρες τον Θρασύβουλα;» με ρώτησε η Φοίβη.
    - «Γι’ αυτό» της απάντησα και άνοιξα την πίσω πόρτα. «Παρακαλώ κυρίες μου περάστε, ο σοφέρ σας ήρθε για να σας πάει να διασκεδάσετε!»
    - «Άχουτο μωρέ!» είπε η Φοίβη και μου τσίμπησε το μάγουλο. Πέρασε πρώτη στο πίσω κάθισμα και μετά την ακολούθησε και η Χριστιάνα! Έκλεισα την πόρτα τους και άνοιξα τη δική μου και κάθισα στη θέση μου.
    - «Karaoke;» τις ρώτησα.
    - «Νιιιιι!» μου απάντησε χειροκροτώντας η Φοίβη.

    Βγήκα στην Εθνική που είχε ακόμα λιγότερη κίνηση από εχθές το μεσημέρι, βρίσκοντας ευκαιρία να το πατήσω λίγο. Έφτασα τα 190 αλλά μετά έκοψα σταδιακά ταχύτητα και μέχρι τον Άγιο Στέφανο πήγα με 150. Τι ωραία που ήταν, οι τσούπρες πίσω μιλούσαν μεταξύ τους και χαχανίζανε χωρίς να δώσουν προσοχή στο δρόμο. Ήταν ύποπτα εύθυμες και επειδή η πιθανότητα να καπνίσανε μπάφο με τη γιαγιά ήταν μηδαμινή, κάτι καλό είχε παιχτεί το απόγευμα. Μωρέ αν δεν της πέταγα τα μάτια έξω στην Τσαλαβούτα, να μη με έλεγαν Ανδρέα, και όχι τίποτε άλλο αλλά το Carina είχε και μεγαλύτερη άπλα πίσω απ’ ότι ο Θρασύβουλας!

    Η αλήθεια είναι ότι παιδεύτηκα λίγο μέχρι να βρούμε το Karaoke, η εποχή του GPS και του navigator ήταν επιστημονική φαντασία και απείχε ακόμα χρόνια. Τέλος πάντων, με τα πολλά το βρήκαμε. Και εννοείτε ότι κατέβηκα και τους άνοιξα την πίσω πόρτα, τι σκατά σοφέρ θα ήμουν αλλιώς; Η Φοίβη μου φορούσε ένα όμορφο πουκάμισο και από κάτω το υφασμάτινό της που τόσο μου άρεσε λόγω του τρόπου με τον οποίο αναδείκνυε τα υπέροχα οπίσθιά της. Όχι ότι η Χριστιάνα πήγαινε πίσω σε …οπίσθια ομορφιά, και του λόγου της φορούσε ένα υφασμάτινο που την αναδείκνυε. Καλά το έλεγα, είχαν βαλθεί να με τρελάνουν.

    Παρότι ήταν Κυριακή το μπαρ είχε κάμποσο κόσμο, δεν ήταν άδειο. Δεν είχαν αρχίσει ακόμα το πρόγραμμα, απλά έπαιζε χορευτική ξένη μουσική. Δε θέλω να το παινευτώ αλλά έχω ωραία φωνή, μπορώ να πιάσω κάμποσες οκτάβες και η φωνή μου βγάζει αβίαστο βιμπράτο. Η αλήθεια είναι ότι θα την προτιμούσα να είναι κάπως περισσότερο βαρύτονη αλλά από την άλλη -και χωρίς να είμαι δα και ο Gillan- μπορούσα να πιάσω αρκετά υψηλές οκτάβες. Η Φοίβη έχει γλυκιά, κοριτσίστικη φωνή αλλά δεν το είχε με το τραγούδι. Η Χριστιάνα έχει φωνάρα, όχι αστεία, αλλά η ίδια διατείνεται ότι είναι φάλτσα.

    Σε κάθε περίπτωση -και εφόσον καταφέρναμε να την πείσουμε- θα το μαθαίναμε. Όσο θυμάμαι τη Χριστιάνα ενάμιση χρόνο, πρώτη φορά την έβλεπα τόσο χαλαρή και γελαστή, είναι πολύ ντροπαλός και κλειστός άνθρωπος. Η Φοίβη την είχε ανοίξει σα στρείδι και το μαργαριτάρι που έκρυβε μέσα της είχε αρχίσει επιτέλους να φαίνεται. Δεν ήταν απλά κούκλα, όσο περισσότερο τη γνώριζα τόσο πιο φανερό μου γινόταν ότι το περιεχόμενο ήταν ακόμα ομορφότερο από το περιτύλιγμα.

    Τα τραπέζια ήταν στρογγυλά και έβλεπαν όλα προς το σταντ των τραγουδιστών. Καθίσαμε στο δικό μας, στα αριστερά η Χριστιάνα, στη μέση η Φοίβη και στα δεξιά εγώ. Πάνω από το μικρόφωνο είχε μια οθόνη όπου φανταζόμουν πως ήταν το autocue. Ήρθε η σερβιτόρα και δώσαμε την παραγγελία μας. Δεν άργησε να μας φέρει τα ποτά μας, οι δυο τους πήραν white Russian ενώ ένα απλό τζιν με τόνικ.

    - «Πώς σας φαίνεται;» τις ρώτησα.
    - «Πώς να μου φανεί, αφού δεν έχει ξεκινήσει ακόμα!» απάντησε η Φοίβη.
    - «Ο χώρος βρε» της είπα.
    - «Πολύς καθρέφτης ρε παιδί μου, αλλά εντάξει. Έχει μια αισθητική ‘70s, δεν τον λες άσχημο» απάντησε η Χριστιάνα.
    - «Θα συμφωνήσω!» απάντησε και η Φοίβη.
    - «Πώς τα περάσατε το απόγευμα;» ρώτησα.
    - «Όμορφα ήταν! Γνώρισα και τον Τσάρλι. Ανδρέα δεν φαντάζεσαι, είναι σαν σκύλος μετρίου μεγέθους. Τεράστιος, μου έπεσε το σαγόνι όταν τον είδα, παρά το γεγονός ότι μου είχε δείξει τις προάλλες και φωτογραφία του. Άρχοντας, ήρθε και κάθισε στα πόδια μου και τον κατάλαβα για τα καλά, 13 κιλά! Α και δεν του αρέσει να χειροκροτώ! Μου νιαούρισε αποδοκιμαστικά και κοιτάζοντάς με επιτιμητικά έριξε ένα σάλτο και κατέβηκε από πάνω μου.»
    - «Περίμενες ότι θα του ταράξεις το ζεν χωρίς συνέπειες, κοινή θνητή;» την ρώτησε η Χριστιάνα και έβαλαν και οι δύο τα γέλια.
    - «Πλέμπα, παιδί μου, τι περίμενες;» συνηγόρησα πειράζοντας την Φοίβη.
    - «Αν δεις το σπίτι της Χριστιάνας κι εσύ έτσι θα νιώσεις! Το σαλόνι τους μόνο, είναι πιο μεγάλο από το σπίτι της γιαγιάς. Το δωμάτιό της είναι λίγο πιο μικρό από τη σαλοτραπεζαρία μου στην Κρήτη! Με ιδιωτικό μπάνιο παρακαλώ και μπανιέρα μεγαλύτερη από τη δική σου!» είπε κάνοντας τη Χριστιάνα να αλλάξει μερικά χρώματα. «Αχ σα σουπιά έγινες» της είπε βάζοντας τα γέλια. «Σουπιές είπα! Θα πω στη μητέρα μου να φτιάξει σουπιές μεθαύριο!» συνέχισε με μια ανάσα, πηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο. Πώς να μην είμαι ερωτευμένος μαζί της;
    - «Μια χαρά, ζωάρα κάνατε!»
    - «Αμέ, και στο τέλος κάναμε και μπανάκι παρεούλα!» μου πέταξε και οι σουπιές έγιναν δύο, η κάθε μία για διαφορετικούς λόγους.
    - «Φοίβη!» είπε βρίσκοντας τη φωνή της η Χριστιάνα.
    - «Ρωξάνη, εγώ ομιλώ Ρωξάνη!» της απάντησε.
    - «Το δίκαννο!» φώναξα κι εγώ βρίσκοντας επιτέλους τη φωνή μου, η αλήθεια είναι ότι μου πήρε λιγάκι ώστε το αίμα που είχε μαζευτεί για λίγο στο κάτω κεφάλι, να επιστρέψει και στο πάνω.

    Η Χριστιάνα βρήκε γρήγορα τη μιλιά της, μωρέ το στρείδι είχε αρχίσει να το καταευχαριστιέται το άνοιγμά του και αναρωτήθηκα και πάλι, φευγαλέα, μήπως έπαιζε με τη φωτιά και γινόμασταν όλοι μπουρλότο. Η ίδια η Φοίβη πάντως είχε τον αέρα και την αυτοπεποίθηση του ανθρώπου που ξέρει τι κάνει, πως το κάνει, πότε το κάνει και γιατί το κάνει οπότε απομάκρυνα τις αρνητικές σκέψεις από το μυαλό μου.

    Το πρόγραμμα άρχισε γύρω στις 23:00 και είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος, δεν το φανταζόμουν. Και ναι, είχε πολύ πλάκα, οι περισσότεροι δεν το είχαν και το γέλιο και το εντός εισαγωγικών θάψιμο πήγαιναν και ερχόντουσαν. Ο DJ καθόταν δεξιά από το μπαρ, αν ήθελες κάποιο συγκεκριμένο τραγούδι πήγαινες και του το ζητούσες. Αποφάσισα να σπάσω εγώ τον πάγο.

    - «Πάω να ζητήσω τραγούδι» τους είπα.
    - «Αχ ναι; Ποιο;» ρώτησε η Φοίβη.
    - «Θα το μάθετε όταν ανέβω να το τραγουδήσω» της απάντησα και σηκώθηκα και πήγα στον DJ και τον ρώτησα αν το έχει. Το είχε, αλλά θα έπρεπε να κάνω λίγο υπομονή γιατί προς το παρόν ζητούσαν ελληνικά τραγούδια. Γύρισα στο τραπέζι μας χαμογελαστός. «Το έχει, αλλά θα πρέπει να περιμένουμε λίγο!»
    - «Νιιιιι!» είπε χειροκροτώντας η Φοίβη.
    - «Ελπίζω το χειροκρότημα να πηγαίνει στο ότι έχει το τραγούδι και όχι στο ότι θα αργήσει λίγο να το βάλει!» την πείραξα και αντί για απάντησης μου έκανε λαρυγγοσκόπηση. «Εσύ τι λες;» μου είπε.

    Η ώρα πέρασε με εμάς να γινόμαστε μάρτυρες κάμποσων δολοφονιών αλλά και ενός πιτσιρικά που μας έκανε να μαζεύουμε τα σαγόνια μας από το πάτωμα, τραγουδώντας το «Μαχαίρι» των Καββαδία/Μικρούτσικου. Κάποια στιγμή το γύρισε στα ξένα, δυο τρεις δολοφονίες αργότερα ο DJ μου έκανε νόημα ότι ήρθε η σειρά μου. Σηκώθηκα και -ψεύτης μην είμαι, με τα γόνατα να τρέμουν ελαφρά- πήγα και στάθηκα στο stand. Το τραγούδι το είχα επιλέξει in the spur of the moment, σαν πείραγμα. Πέσαν οι πρώτες νότες και Φοίβη και Χριστιάνα βάλανε τα γέλια. Ήταν κούκλες. Τα φώτα έπεσαν πάνω μου και ξαφνικά άρχισε να γελάει και ο υπόλοιπος κόσμος. Τι διάολο, μαρούλι στα δόντια είχα; Δεν πρόλαβα να το σκεφτώ καθώς άρχισε το τραγούδι.

    Roxanne
    You don't have to put on the red light.
    Those days are over,
    You don't have to sell your body to the night.
    Roxanne
    You don't have to wear that dress tonight.
    Walk the streets for money.
    You don't care if it's wrong or if it's right.

    Παρά τα γέλια με τα οποία αντιμετωπίστηκα στην αρχή -χωρίς να έχω καταλάβει το λόγο- έλαβα μπόλικο και δυνατό χειροκρότημα. All-in-all, καλά τα είχα πάει, οπότε γύρισα στο τραπέζι μου φουσκωμένος σα διάνος. Εκεί η Φοίβη σηκώθηκε όρθια και αγκαλιάζοντάς μου έκανε εκ νέου λαρυγγοσκόπηση.

    - «Ήσουν υπέροχος!» είπε η Χριστιάνα, χαμογελώντας μεν αλλά σοβαρή. «Νομίζω, δηλαδή τι νομίζω, σίγουρα είσαι καλύτερος από τον τραγουδιστή που έχει το συγκρότημα του Βαγγέλη και της Κατερίνας, αλήθεια στο λέω!»
    - «Ρωξάνη, να ομιλείς Ρωξάνη, μην την ακούς την πλεμπαία!» της είπα κάνοντάς την να βάλει τα γέλια. «Ρε παιδιά, γιατί γελούσανε μαζί μου όταν έπεσαν τα φώτα πάνω μου, έχω μαρούλι στα δόντια;» ρώτησα κερδίζοντας το χαχανητό και των δυο τους.
    - «Μωρουλίνι μου, πήγαινε στην τουαλέτα να κοιταχτείς λίγο στον καθρέφτη» μου είπε χαμογελώντας mischievously η Φοίβη. «Ωχ, να δεις που όντως έχω μαρούλι στα δόντια» σκέφτηκα μέσα μου.

    Ε, όταν πήγα στην τουαλέτα κατάλαβα κι εγώ γιατί με είχαν πάρει αρχικά στην μπαταρέλα. Όχι, δεν ήταν μαρούλι. Το ένα μάγουλο είχε αποτύπωμα από κόκκινο κραγιόν ενώ το άλλο μάγουλο είχε αποτύπωμα από μωβ. Και τα κωλόπαιδα με έστειλαν έτσι χωρίς να πουν τίποτα, γι’ αυτό χαχάνιζαν όλη την ώρα. Μωρέ θα της κάνω τον κώλο μαύρο, σκέφτηκα. Κανονικά δύο κώλους θα έπρεπε να μαυρίσω αλλά θα έπρεπε να αρκεστώ σε αυτόν που έφτανα. Δεν σκουπίστηκα πάντως, τα άφησα πάνω μου. Αν δεν μπορείς να κάνεις λίγο χαβαλέ με τον εαυτό σου, δεν έχεις χιούμορ, αυτό λέω εγώ. Και μιας και ήμουν εκεί, βρήκα την ευκαιρία να ρίξω και ένα κατούρημα, για κάποιο λόγο κόντευα να σκάσω. Έπλυνα τα χέρια μου και γύρισα πίσω σεινάμενος και κουνάμενος, αλλά δεν κάθισα, έσκυψα ανάμεσά τους.

    - «Για πάμε ένα refresh γιατί τα προηγούμενα ξεθωριάζουν!» τους είπα. Έχω να δηλώσω ότι δεν κώλωσε ούτε η μία ούτε η άλλη, κόλλησαν και οι δύο τα χείλια τους πάνω σε κάθε μάγουλο γεμίζοντάς με κραγιόν. Με άφησαν και άρχισαν πάλι να χαχανίζουν και πήγα και κάθισα στη θέση μου σα να μην τρέχει κάστανο. «Εγώ το καθήκον μου το έκανα, σειρά σας!»
    - «Χριστιάνα, είπες θα τραγουδήσεις!» της είπε η Φοίβη.
    - «Αν μου πετάξουν σάπια λάχανα, εσείς θα φταίτε» μας είπε.
    - «Ναι, λες και όσοι έχουν τραγουδήσει ήταν αστέρια του πενταγράμμου!» της είπα εγώ προσπαθώντας να την ενθαρρύνω.
    - «Άντε, κομμάτια να γίνει» είπε και σηκώθηκε και πήγε στον DJ. «Μετά τον επόμενο είμαι εγώ!» μας πληροφόρησε. «Άντε, πάω εκεί να περιμένω και το κρίμα στο λαιμό σας».
    - «Τι λες να διάλεξε;» τη ρώτησα.
    - «Δεν έχω ιδέα. Εγώ δεν την πιστεύω ότι δεν μπορεί να τραγουδήσει καλά, νομίζω έτσι το λέει.» μου απάντησε η Φοίβη.
    - «Κι εγώ δεν μπορώ να φανταστώ, κρίνοντας από τη φωνή της ότι δεν μπορεί να τραγουδήσει. Αλλά ίσως πάλι όντως να είναι φάλτσα, δεν αρκεί μόνο η ωραία φωνή.» της ανταπάντησα.
    - «Θα δούμε» είπε και εκείνη τη στιγμή τέλειωσε το “Summer of ‘69” που είχε τραγουδήσει, και μάλιστα πολύ καλά, ο προηγούμενος, κερδίζοντας το ενθουσιώδες χειροκρότημα όλων μας.

    Η Χριστιάνα ανέβηκε στο stand και είδα κάμποσα σαγόνια να πέφτουν στο πάτωμα.

    - «Δεν είμαστε με τα καλά μας» είπα όταν άρχισε η μουσική. «Δε μπορούσε να βρει κάτι πιο εύκολο;»
    - «Σσσστ» με μάλωσε η Φοίβη.

    Gloria, you're always on the run now.
    Running after somebody, you gotta get him somehow.
    I think you've got to slow down before you start to blow it.
    I think you're headed for a breakdown, so be careful not to show it.
    You really don't remember, was it something that he said?
    Are the voices in your head calling, Gloria?
    Gloria, don't you think you're fallin'?
    If everybody wants you, why isn't anybody callin'?
    You don't have to answer,
    Leave them hangin' on the line, oh oh oh, calling Gloria?
    Gloria, I think they got your number.
    I think they got the alias that you've been living under
    But you really don't remember, was it something that they said?
    Are the voices in your head calling, Gloria?

    Μπορεί να μην ήταν Brannigan αλλά τραγουδούσε αξιοπρεπέστατα και το τραγούδι δεν το λες και εύκολο, ίσα-ίσα.

    - «Ρε συ η Χριστιάνα είναι πολύ καλή» είπα στη Φοίβη.
    - «Στο έλεγα εγώ, δεν στο έλεγα;» μου είπε η Φοίβη. «Εκείνο το βράδυ που πήγα να τη βοηθήσω πριν φάμε το παστίτσιο πήγε και έκανε ένα ντουζ, και την άκουσα να τραγουδάει, μάλλον αφηρημένη είχε ξεχάσει ότι είμαι μέσα!»
    - «Μιας που είπες για ντουζ, κάνατε όντως ντουζ μαζί σήμερα ή με πειράζεις;»
    - «Και όχι μόνο ντουζ! Θα στα πω μετά αυτά, τώρα σους!»

    Και εκεί το αίμα μου αποφάσισε να επιστρέψει πάλι στο κάτω κεφάλι αφήνοντας το πάνω να βουίζει. Όταν τέλειωσε την παράστασή της η Χριστιάνα, που δεν τραγουδούσε απλά, χόρευε και κινούνταν σε όλη τη διάρκεια, το μαγαζί την αντάμειψε με ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Χαμογελώντας ντροπαλά έκανε μια ελαφριά υπόκλιση και επέστρεψε στο τραπέζι μας.

    - «Αυτό ήταν το τραγουδάω χάλια;» τη ρώτησα. «Δηλαδή το καλά πώς είναι;» τη ρώτησα κερδίζοντας ένα ακόμα ντροπαλό χαμόγελο, ήταν μια γλύκα! Η Φοίβη από την άλλη δεν της χαρίστηκε, την άρπαξε αγκαλιά και της έδωσε ένα ενθουσιώδες πεταχτό φιλί στο στόμα το οποίο η Χριστιάνα ανταπέδωσε κανονικά και με το νόμο. Κάθισε στην καρέκλα της ξαναμμένη.
    - «Σειρά σου!» είπε στη Φοίβη.
    - «Θα βάλω τα δυνατά μου να μαζέψω ό,τι σάπιο λαχανικό υπάρχει!» μας είπε.
    - «Τι θα πεις;» την ρωτήσαμε και οι δύο.
    - «Θα μάθετε όταν το πω!» μας είπε με τη σειρά της και πήγε στον DJ. Τον ρώτησε κάτι και από τα ενθουσιώδη παλαμάκια της κατάλαβα πως το είχε το τραγούδι. «Πάω κατευθείαν!» είπε. Μετά τη Χριστιάνα δεν είχε σηκωθεί κανείς.

    Η Φοίβη ανέβηκε στο stand σχεδόν χοροπηδώντας και έκανε μια βαθιά υπόκλιση. Μετά άρχισε να στέλνει φιλιά δεξιά κι αριστερά και οι θεατρινισμοί της ήταν άλλο πράγμα. Δεν ξέρω πως αυτό το κορίτσι είχε μείνει 6 χρόνια στη σκιά, ήταν γεννημένη performer, τα πρώτα χειροκροτήματα είχαν αρχίσει να πέφτουν πριν καν ξεκινήσει η μουσική. Όταν έπεσαν οι πρώτες νότες δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα γέλια μου, δεν μπορούσε να έχει επιλέξει κάτι καλύτερο!

    I come home, in the mornin' light,
    My mother says, "When you gonna live your life right?"
    Oh, momma dear, we're not the fortunate ones!
    And girls, they wanna have fun!
    Oh, girls just wanna have fun!

    Η Φοίβη μου με την κοριτσίστικη φωνή της δεν μπορούσε να είχε διαλέξει κάτι καλύτερο. Βέβαια τις ξέφυγαν δυο τρία φάλτσα αλλά πάνω στο stand έδωσε παράσταση με τις κινήσεις της και τις γκριμάτσες της. Σε θεατρικότητα δεν της παράβγαινε κανείς! Κανείς! Απόδειξη ήταν ότι παρά τα κάμποσα φάλτσα της το μαγαζί σείστηκε από τα χειροκροτήματα και τα σφυρίγματα.

    - «Έλα εδώ μωρή θεατρίνα!» της είπα έχοντας σηκωθεί και περιμένοντάς την όρθιος.
    - «Νιιιιιι!» μου φώναξε και ήρθε και χώθηκε στην αγκαλιά μου.
    - «Είσαι εσύ μία!» της είπα και την άφησα και εκεί την πήρε αγκαλιά η Χριστιάνα.
    - «Αχ, είναι πολύ όμορφα!» είπε όταν κάθισε. «Χμμμ, έχω μια ιδέα!». Την κοίταξα αλλά δεν το είπε σε μένα, κάτι ψιθύρισε στη Χριστιάνα η οποία κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Πάω να τον ρωτήσω» της είπε ενώ η επόμενη είχε ανέβει στη σκηνή και τραγουδούσε το “like a prayer”. Ομολογώ ότι το έλεγε καλά. Κοίτα να δεις! Εκείνη τη στιγμή επέστρεψε η Φοίβη. «Το έχει!» της είπε. «Πάμε, είμαστε οι επόμενες!»
    - «Αφήστε την κοπέλα να τελειώσει» τους είπα. «Έτσι και σας δουν εκεί θα της φάτε τη δόξα, και τραγουδάει πολύ όμορφα, της αξίζει ένα ζεστό χειροκρότημα!»
    - «Έχεις δίκιο, μωρό μου» μου είπε. Δεν κάθισαν στο τραπέζι αλλά δεν πήγαν και στο stand, περίμεναν την κοπέλα που τραγουδούσε να τελειώσει. Τέταρτος στη βραδιά που προκάλεσε θύελλα χειροκροτημάτων, μετά τον πιτσιρικά και το «Μαχαίρι», τη Χριστιάνα και τη Φοίβη. Το άξιζαν και οι τέσσερεις, να τα λέμε αυτά.

    Οι δύο σουσουράδες πήγαν και κάθισαν στο stand, η Χριστιάνα χαμογελαστή αλλά πιο μαζεμένη και η Φοίβη δίνοντας πάλι show. Έπεσαν οι πρώτες νότες, στις επιλογές των τραγουδιών κεντούσε σήμερα το κορίτσι μου, αυτό έχω να πω.

    You can dance, you can jive,
    having the time of your life
    See that girl, watch that scene
    digging the Dancing Queen

    Friday night and the lights are low.
    Looking for a place to go
    where they play the right music,
    getting in the swing.,
    You come to look for a king.

    Anybody could be that guy!
    Night is young and the music’s high,
    with a bit of rock music, everything is fine
    You’re in the mood for a dance.
    and when you get the chance
    You are the Dancing Queen
    young and sweet, only seventeen

    Dancing Queen,
    feel the beat from the tambourine!
    You can dance, you can jive,
    having the time of your life!
    See that girl, watch that scene,
    digging the Dancing Queen

    OH MY GOD, τίποτε άλλο δεν λέω! Η Φοίβη είχε αφήσει τη Χριστιάνα να κάνει τα φωνητικά, συνοδεύοντάς την μόνο σε κάποια σημεία. Η Χριστιάνα τραγουδούσε και η Φοίβη χόρευε, και οι δυο τους έδιναν πραγματικό show. Απόδειξη ότι χωρίς να τις ρωτήσει o DJ έβαλε αμέσως το επόμενο, πάλι Abba, το “gimme gimme gimme”. Με εμένα να χαμογελάω σα τον βλαμμένο, ήρθε η σερβιτόρα κουβαλώντας τα ίδια ποτά που είχαμε πάρει και τρία σφηνάκια.

    - «Τι είναι αυτά;» τη ρώτησα.
    - «Κερασμένα!» μου είπε και μου έδειξε τον DJ που μου έκανε νόημα με ένα χαμόγελο από το ένα αφτί μέχρι το άλλο. Η Χριστιάνα έδινε show με τη φωνή της, η Φοίβη έδινε show με το χορό της και ο κόσμος είχε σηκωθεί και χόρευε λες και βρισκόταν σε live.

    Κατέβηκαν και οι δύο κόκκινες και άνοιξα την αγκαλιά μου και τις έκλεισα και τις δύο μέσα της και τις έσφιξα δυνατά, πολύ δυνατά.

    - «Παράσταση δώσατε σουσουράδες, κανονικές θεατρίνες!» τους είπα.
    - «Αχ μπράβο, παράγγειλες και δεύτερο γύρο!» μου είπε η Φοίβη χειροκροτώντας.
    - «Δεν παράγγειλα, και τα ποτά και τα σφηνάκια είναι κερασμένα!» τους είπα.
    - «Από ποιον;» με ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Από το DJ. Λοιπόν, πάρτε τα σφηνάκια σας και άσπρο πάτο!» Γυρίσαμε και οι τρεις στον DJ κάνοντάς του νεύμα και υψώνοντας τα ποτήρια στην υγειά του, τα ήπιαμε. Ήταν γλυκό το σφηνάκι, δεν το αναγνώρισα. Δεν ήταν σναπς, ήταν κάτι άλλο… Ό,τι και αν ήταν είχε πολύ ωραία γεύση πάντως!
    - «Αχ, ωραίο ήταν!» είπε η Φοίβη και συμπλήρωσε «Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εμένα μου αρέσει πολύ-πολύ εδώ! Πλάκα έχει!»
    - «Ναιιιιιιιιιι!» είπε η Χριστιάνα. «Ωχ, τ’ αφτιά μου» συνέχισε καθώς στη σκηνή είχε αρχίσει να τραγουδάει ο επόμενος υποψήφιος δολοφόνος.
    - «Είναι που φοβόσουν ότι θα σε πάρουν με τα σάπια λάχανα, σιγανοπαπαδιά!»
    - «Τι να πω, είμαι γεμάτη εκπλήξεις!» απάντησε.
    - «Κορίτσια, έχω μια ιδέα να τραγουδήσουμε και οι τρεις. Δύσκολο τραγούδι, αν είναι να φάμε στο τέλος σάπια λάχανα, να τα φάμε με στυλ!»
    - «Αχά!» είπε η Φοίβη. «Για πες!»
    - «Το bohemian rhapsody!» τους απάντησα. «Θα προσπαθήσω να τραγουδήσω τα σημεία που τραγουδούσε solo ο Mercury και όλοι μαζί τη χορωδία και όποιον πάρει ο χάρος. Είστε;»
    - «Μέσα!» είπε η Φοίβη.
    - «Μέσα κι εγώ!» είπε η Χριστιάνα. Σηκώθηκα και πήγα στον DJ.
    - «Καταρχάς να σας ευχαριστήσω για το κέρασμα. Κατά δεύτερον, το έχετε το Bohemian Rhapsody? Λέμε να το τραγουδήσουμε με τα κορίτσια!»
    - «Φιλόδοξο! Μου αρέσετε!» μου δήλωσε. «Ναι, το έχουμε. Θα γυρίσω στα ελληνικά σε λίγο, οπότε όταν τελειώσει αυτούς που τραγουδάει την κακοποίηση των αφτιών μας, ανεβείτε» είπε και συμπλήρωσε “This would be interesting”
    - «Α, σας ευχαριστώ!» του απάντησα και γύρισα στο τραπέζι μας. «Τσούπρες, σηκωθείτε» τους είπα.

    Is this the real life?
    Is this just fantasy?
    Caught in a landside,
    No escape from reality

    Δεν ξέρω πως ακούγονταν στους υπόλοιπους αλλά εγώ νομίζω ότι καλά το πηγαίναμε.

    Mamaaa,
    Just killed a man,
    Put a gun against his head, pulled my trigger,
    Now he's dead
    Mamaaa, life had just begun,
    But now I've gone and thrown it all away

    Mama, oooh,
    Didn't mean to make you cry,
    If I'm not back again this time tomorrow,
    Carry on, carry on as if nothing really matters

    - «Καλά το πάμε» τους ψιθύρισα. Είχα ακόμα ένα solo και μετά μπαίναμε στα δύσκολα, στο οπερετικό κομμάτι. «Φοίβη, θα κάνεις τις λεπτές φωνές!» της είπα και ένευσε.

    I see a little silhouetto of a man,
    Scaramouch, Scaramouch, will you do the Fandango!
    Thunderbolts and lightning, very, very frightening me
    Galileo, Galileo
    Galileo, Galileo
    Galileo, Figaro – magnifico

    I'm just a poor boy nobody loves me
    He's just a poor boy from a poor family,
    Spare him his life from this monstrosity
    Easy come, easy go, will you let me go
    Bismillah! No, we will not let you go

    No, no, no, no, no, no, no
    Oh mama mia, mama mia, mama mia, let me go
    Beelzebub has a devil put aside for me, for me,
    For meee

    Κόντεψαν να με πιάσουν τα γέλια με το φάλτσο τσιριχτό «meeee» της Φοίβης αλλά κατόρθωσα να μη γελάσω. All in all, θα έλεγα ότι ήταν αξιοπρεπέστατη προσπάθεια η οποία έλαβε πολύ θερμό χειροκρότημα. Και μπράβο μας. Δεν τραγουδήσαμε άλλο τραγούδι, ήπιαμε με την ησυχία μας και το δεύτερο γύρο των ποτών μας και κατά τις 02:00 είπαμε να φύγουμε.

    - «Χριστιάνα, το βρώμικο είναι ανοιχτό και την Κυριακή;» τη ρώτησα.
    - «Δεν έχω ιδέα, περνάμε και βλέπουμε. Όχι ότι πεινάω ιδιαίτερο, κοντέψαμε να φάμε και την κατσαρόλα στο τέλος!»
    - «Ρε, μου αφήσατε τίποτα;» ρώτησα τη Φοίβη.
    - «Σου αφήσαμε ένα πιάτο παραπονιάρη! Ποιος στη χάρη σου, θα φας και μαγειρίτσα και παπουτσάκια!»
    - «Ορίστε, ζήλεψα!» είπε η Χριστιάνα.
    - «Έλα κι εσύ!» της είπε η Φοίβη.
    - «Πολύ θα το ήθελα» είπε η Χριστιάνα «αλλά να με δει και λίγο το σπίτι μου. Ο μπαμπάς μού υποσχέθηκε αυτές τις μέρες θα έρχεται νωρίς για να τρώμε όλοι μαζί, δεν θέλω να τους κρεμάσω από την πρώτη κιόλας μέρα.»
    - «Εντάξει, εντάξει!» είπε η Φοίβη. «Ουφ, θα μου λείψετε» είπε και όπως καθόταν στη μέση μας πήρε αγκαλιά και τους δύο.
    - «Άντε, τσούπρες, σηκωθείτε» τους είπα. Βάλαμε τα μπουφάν μας και βγήκαμε έξω. Είχε δίκιο ο πατέρας μου, είχε αρχίσει να φυσάει πολύ δυνατά. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα να κατεβούμε στο κέντρο να αφήσουμε τη Χριστιάνα. Ουσιαστικά από τη στιγμή που βγήκαμε στη Λ. Μαραθώνος είναι μια ευθεία που λέει ο λόγος. Η Μαραθώνος στο ύψος της Εκάλης γίνεται Θησέως, από το Καστρί και μετά Ελευθερίου Βενιζέλου και από την Κηφισιά μέχρι και τη διασταύρωση με τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας λέγεται Κηφισίας και μετά Βασιλίσσης Σοφίας. Ουσιαστικά από τη διασταύρωση με τη Εθνική οδό στο Κρυονέρι μέχρι και τη διασταύρωση της με την λεωφόρο Βουλιαγμένης είναι στην ουσία ένας δρόμος με πολλά ονόματα.

    Δεδομένου ότι θέλαμε να πάμε Μαβίλη, βγήκα από την Πανόρμου και πέρασα στη Βουρνάζου, περνώντας μπροστά από το Έλενα, στο οποίο είχε γεννηθεί η Ευτυχία. Η Χριστιάνα έμενε στο παράλληλο στενό, στη Φιλήμονος. Εμείς ωστόσο θέλαμε να κατεβούμε στη Μαβίλη, οπότε δε σταματήσαμε εκεί. Το βρώμικο όχι απλά ήταν ανοιχτό, είχε και κόσμο, κάτι που δεν το περίμενα τέτοια μέρα και ώρα. Αν και ήμουν με τη …βάρκα, βρήκα να παρκάρω λίγο παρακάτω. Εδώ δε φυσούσε όσο στον άγιο Στέφανο όταν φύγαμε. Πήγαμε και περιμέναμε υπομονετικά στην ουρά να έρθει η σειρά μας. Παραγγείλαμε τα σάντουιτς μας, μικρά τα κορίτσια, μεγάλο εγώ, και πήγαμε και κάτσαμε σε ένα άδειο παγκάκι.

    - «Αυτά είναι!» είπα αφού κατάπια μια γερή δαγκωνιά από το σάντουιτς. «Μου κάνει εντύπωση που στο Ηράκλειο δεν υπάρχει ούτε ένας ξενύχτης!»
    - «Να κάνει τι;» είπε μασουλώντας η Χριστιάνα. «Τα λιοντάρια είναι ανοιχτά μέρα-νύχτα και έχουν τα πάντα, από σουβλάκια και πίτσα μέχρι και κρέπες.»
    - «Ναι, δε λέω, αλλά το βρώμικο είναι άλλο πράγμα!»
    - «Δε λέω, έχει τη χάρη του» ανταπάντησε η Φοίβη «αλλά εγώ, αν και μόλις από το Σεπτέμβρη στο νησί, δε θα το αντάλλαζα με τα θρακόψωμα ή τις πίτσες του Έβερεστ ή τις κρέπες στην Αγίου Τίτου. Και όχι τίποτε άλλο, από τα σπίτια μας είμαστε εκεί μέσα σε δέκα λεπτά, άντε τώρα να το κάνεις αυτό στην Αθήνα!»

    She got a point, δεν επέμεινα. Μασουλήσαμε τα σάντουιτς μας χωρίς να πούμε περισσότερα επί του θέματος. Όταν τελειώσαμε καθίσαμε να κάνει ένα τελευταίο τσιγάρο η Χριστιάνα, η οποία ζήτημα είναι αν είχε καπνίσει δύο-τρία όλη τη βραδιά, καθώς ο καπνός του τσιγάρου ενοχλούσε τη Φοίβη. «Κοίτα να δεις, λες και της έχει κάνει μάγια» σκέφτηκα πάλι μέσα μου. Μου ξαναήρθε στιγμιαία ο φόβος μου ότι παίζαμε με τη φωτιά, αλλά γρήγορα τον κατέπνιξα και πάλι. Η Χριστιάνα έσβησε το τσιγάρο της και αμέσως έβγαλε από το τσαντάκι της ένα πακέτο τσίχλες και αφού πρόσφερε από μία στη Φοίβη και σε μένα, πήρε μία και άρχισε να τη μασουλάει. Σε λίγο μασουλούσαμε και οι τρεις σαν κατσίκια αν και η αλήθεια είναι ότι η γεύση της μέντας ήταν σχεδόν δροσιστική. Καθίσαμε κανένα πεντάλεπτο ακόμα και μετά μπήκαμε και οι τρεις στο αυτοκίνητο και δυο λεπτά αργότερα ήμασταν στη διασταύρωση με το δρόμο που έμενε η Χριστιάνα. Μιας και αύριο η Φοίβη θα έφευγε, δεν ήθελα να σταματήσω με alarms, οπότε έστριψα αριστερά στη Φιλήμονος και σταμάτησα μπροστά από το ομώνυμο πάρκο, μερικά μέτρα πριν το σπίτι της. Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και οι τρεις.

    - «Ποιο είναι το σπίτι σου;» τη ρώτησα και μου έδειξε. Μεγάλη πολυκατοικία που αριστερά της είχε είσοδο σε parking, όχι και κάτι πολύ συνηθισμένο. Σταθήκαμε στο παρκάκι, κάπως πλάγια σε σχέση με το σπίτι της. Τα κορίτσια στάθηκαν απέναντι η μία από την άλλη.
    - «Θα μου λείψετε» είπε η Χριστιάνα στη Φοίβη ενώ η τελευταία τη χάιδευε τρυφερά στο πρόσωπο, προκαλώντας μου ένα μικρό τσίμπημα ζήλειας, γιατί ναι μεν αναφέρθηκε στο δεύτερο πληθυντικό, αλλά ήμουν 1000% σίγουρος ότι αυτή που θα της έλειπε ήταν η Φοίβη και όχι η αφεντιά μου. Η Φοίβη δεν απάντησε, την φίλησε τρυφερά στο στόμα.
    - «Κι εμένα θα μου λείψετε» είπε τελικά. «Είκοσι μέρες είναι θα περάσουν!»
    - «Θα σας αφήσω λίγο μόνες» απάντησα. «Χριστιάνα μου, έλα να σε φιλήσω» της είπα και την πήρα στην αγκαλιά μου. Πήγα να τη φιλήσω σταυρωτά στα μάγουλα αλλά η Χριστιάνα κρατώντας με από το κεφάλι μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο στόμα, κάνοντάς με και πάλι να τα χάσω.
    - «Και οι δύο θα μου λείψετε, Ανδρέα» μου είπε χαϊδεύοντάς μου απαλά το μάγουλο προκαλώντας μου και νέο βραχυκύκλωμα.
    - «Κι… ναι… Εε…» προσπάθησα να μιλήσω αλλά αυτό που έβγαινε θύμιζε περισσότερο εγκεφαλικό παρά οτιδήποτε άλλο.
    - «Ωχ, θα μας μείνει τελείως!» είπε η Φοίβη γελώντας και σπάζοντας το spell από το φιλί της Χριστιάνας. Κατόρθωσα να βρω το χαμόγελό μου και έσφιξα πάνω μου τη Χριστιάνα. «Κι εμένα θα μου λείψεις» της είπα γλυκά, και το εννοούσα. Χωρίς να ξέρω κι εγώ που βρήκα το θάρρος της έδωσα με τη σειρά μου ένα τρυφερό φιλί στο στόμα και την άφησα.
    - «Θα σε περιμένω στο αυτοκίνητο» είπα στη Φοίβη. «Χριστιάνα μου, να περάσεις όμορφα με τους δικούς σου στις γιορτές και τα λέμε του χρόνου!» της είπα.
    - «Επίσης, καλές γιορτές και με το καλό να μπει η νέα χρονιά» μου είπε. Έκανα μεταβολή και γύρισα στο αυτοκίνητο. Άνοιξα το ραδιόφωνο, είχε μείνει στο Galaxy.

    Nights in white satin
    Never reaching the end
    Letters I’ve written
    Never meaning to send

    Μου άρεσε πολύ αυτή η υπέροχη μπαλάντα των Moody Blues. Δυνάμωσα τον ήχο και άρχισα να τραγουδάω κι εγώ.

    Beauty I'd always missed
    With these eyes before
    Just what the truth is
    I can't say anymore

    'Cause I love you!
    Yes, I love you!
    Oh, how I love you!

    Όταν τέλειωσε το τραγούδι μπήκε στο αυτοκίνητο η Φοίβη.

    - «Πάμε;» μου είπε χαμογελαστή.
    - «Πάμε, κοριτσάρα μου» της είπα και έβαλα μπρος. Είκοσι, εικοσιπέντε λεπτά αργότερα ήμασταν Περιστέρι.
    - «Μη στρίψεις στην Τομεζά» μου είπε.
    - «Δεν σκόπευα!» της απάντησα γελώντας, συνεχίζοντας για Τσαλαβούτα. Πάρκαρα πάλι σε ένα σκοτεινό στενό πίσω από ένα εργοστάσιο. «Πάμε πίσω!» της είπα. Βγήκαμε και γυρίσαμε μέσα από τις πίσω πόρτες. Άφησα το ραδιόφωνο να παίζει αλλά κλείδωσα τις πόρτες. Περιμέναμε μέχρι να σβήσει το εσωτερικό φως, και ορμίσαμε ο ένας στον άλλον. Αν και ήμουν τέρμα καυλωμένος, δεν ήθελα να ξεκινήσουμε ακόμα, με έτρωγε η περιέργεια για το τι είχε συμβεί το μεσημέρι. «Σα να ήταν μια τελείως διαφορετική Χριστιάνα, σήμερα» παρατήρησα. «Μολόγα τα όλα, τι κάνατε το μεσημέρι;»
    - «Μπορείς να κάνεις το μπροστινό κάθισμα εμπρός;» με ρώτησε.
    - «Γιατί;»
    - «Θες να σου πω ή δε θες;»
    - «Θέλω!» είπα και ξεκλείδωσα και βγήκα έξω. Κάθισα στην θέση του συνοδηγού και το τράβηξα μπροστά όσο δεν πήγαινε άλλο. Μετά έγειρα μπροστά και την πλάτη του καθίσματος. Έκλεισα την πόρτα και αυτή τη φορά μπήκα από την πίσω πόρτα του συνοδηγού, ενώ η Φοίβη έκανε πιο μέσα. Κάθισα στο κάθισμα και κλείδωσα πάλι, περιμένοντας να κλείσουν και τα φώτα.
    - «Κάτσε αναπαυτικά πίσω» μου είπε και το έκανα. Με κάποιο τρόπο κατάφερε και χώθηκε γονατιστή ανάμεσα στα πόδια μου. Μου ξεκούμπωσε τα κουμπιά του τζιν και με βοήθησε να το βγάλω τελείως, όπως και το μποξεράκι. Χώθηκε ανάμεσα στα πόδια μου και έσκυψε και με πήρε στο στόμα της. Όχι ότι δε μου άρεσε η πίπα, αλλά πέθαινα να μάθω τι έγινε το μεσημέρι. Με ρούφηξε για λίγη ώρα και σταμάτησε. «Αφού φάγαμε στη γιαγιά, πήγαμε σπίτι της. Χάζεψα, είναι πραγματικά σαν παλάτι. Φτιάξαμε καφέ και βγήκαμε στο μπαλκόνι για να μιλήσουμε». Σταμάτησε να μιλάει και με πήρε πάλι στο στόμα της για ένα λεπτό. «Σου έδωσα μια υπόσχεση, και σκοπεύω να την κρατήσω. Της είπα ότι μας πήρες χαμπάρι προχθές στο πλοίο και μετά της είπα για τις κοινές μας φαντασιώσεις. Μου ζήτησε να της πω λεπτομέρειες και της είπα αν θέλει να πάμε στο δωμάτιό της να της τα πω πιο άνετα, αν με αντιλαμβάνεσαι. Την έγδυσα από πάνω και τη κάθισα στο προσκέφαλο του κρεβατιού της και την έβαλα να γείρει πάνω μου. Άρχισα να τη φιλάω στο σβέρκο και να τη χουφτώνω και ξεκίνησα να της λέω για τις φαντασιώσεις μου». Σταμάτησε και πάλι και με πήρε βαθιά στο στόμα της και είδα αστεράκια, ο συνδυασμός της περιγραφής της με την τέχνη της στο στοματικό ήταν άλλο πράγμα, απορώ πως κατάφερα και δεν τελείωσα επιτόπου. «Και μετά της είπα και για τις φαντασιώσεις μου με πιο ενεργή τη συμμετοχή της. Και εννοώ σε σχέση με μένα και με σένα. Ξέρεις τι μου είπε; Αν το θέλεις εσύ, το θέλω κι εγώ. Μέχρι και πίπα να σου κάνει και να καταπιεί.»
    - «Ορίστε;» απάντησα αποσβολωμένος.
    - «Όπως σου το είπα. Αισθάνθηκα πολύ περίεργα όταν μου το πέταξε αυτό, ένιωσα ότι βαδίζουμε σε πολύ επικίνδυνα μονοπάτια. Τη ρώτησα στα ίσια αν είναι ερωτευμένη μαζί μου»
    - «Και;»
    - «Μου είπε ότι δεν είναι, απλά πρώτη φορά νιώθει τόσο απελευθερωμένη.»
    - «Την πιστεύεις;» τη ρώτησα.
    - «Την εμπιστεύομαι, Ανδρέα, ακριβώς όπως εμπιστεύεσαι εσύ εμένα και εγώ εσένα. Και όχι δεν μπορώ να ξέρω αλλά δε χρειάζεται, ακριβώς αυτό είναι η εμπιστοσύνη»
    - «Ναι μωρό μου, αυτό ακριβώς είναι» της απάντησα.
    - «Και μετά… μετά βγάλαμε τα ματάκια μας. Την έβαλα και μου έκανε δύο φορές στοματικό. Μετά… μετά να δεις τι έγινε» είπε αλλά σταμάτησε τη διήγηση, παίρνοντάς με πάλι στο στόμα της. Είχε πει ότι θα με τρελάνει και είχε βαλθεί να το κάνει. «Μετά την έβαλα να κάτσει στα τέσσερα και την πήρα από πίσω με το δάχτυλό μου. Και μετά άρχισα να της ρίχνω σφαλιάρες στο κωλαράκι. Να δεις πως έκανε. Μετά την έβαλα να κάτσει πάνω μου και αρχίσαμε να τρίβουμε τα… τα μουνάκια μας. Εκεί είχα τον τρίτο οργασμό μου. Σταμάτησα και την έβαλα να ξαπλώσει και της έκανα στοματικό, και έγινε του Νιαγάρα. Μετά κάναμε 69 και εκεί είχα τον τέταρτο οργασμό μου και τον δεύτερο δικό της. Μετά την έβαλα να κάτσει στο πρόσωπό μου και τη έφαγα, προσφέροντας της τον τρίτο της οργασμό. Μου το ανταπέδωσε με τον ίδιο τρόπο και στο τέλος δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου. Αυτός ήταν ο λόγος που σήμερα πήγαμε Karaoke και όχι Boom-Boom» είπε και σταματώντας με ξαναπήρε στο στόμα της. Τη σταμάτησα εγώ.
    - «Κάτσε πάνω μου» της είπα. Έβγαλε σε χρόνο ρεκόρ παντελόνι και κιλοτάκι και κάθισε πάνω μου. Της ξεκούμπωσα το πουκάμισο και σήκωσα φανελάκι και σουτιέν προς τα πάνω απελευθερώνοντας τα στήθη της. Τα χούφτωσα με δύναμη ενώ η Φοίβη ανεβοκατέβαινε πάνω μου.
    - «Μπορείς να τελειώσεις μέσα μου» μου είπε. «Είναι η πρώτη μέρα μετά την περιόδό μου, δεν κινδυνεύουμε» συμπλήρωσε και εκεί το έχασα τελείως. Μην αφήνοντας ούτε στιγμή τα στήθη της, άρχισα να κουνάω κι εγώ τη λεκάνη μου πηγαίνοντας κόντρα στη δική της κίνηση και καρφώνοντάς τον βαθιά μέσα της όσο πήγαινε. Στο μυαλό μου έκανα εικόνα τις δυο τους να κάνουν 69 και απορώ πώς κρατήθηκα και δεν τέλειωσα επιτόπου. Ο οργασμός ήρθε μαζί και στους δυο μας «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥ… ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩΩΩΩ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» την άκουσα να φωνάζει και αυτό ήταν, ένιωσα μέσα μου την έκρηξη και καρφώθηκα τελευταία φορά μέσα της, σφίγγοντάς της το στήθος ενώ το όργανό μου άδειαζε με σπασμούς μέσα της… και άδειαζε… και άδειαζε… και τελειωμό δεν είχε. Ήταν ο πιο δυνατός οργασμός στα 21 χρόνια της ζωής μου.

    - «Ω Θεοί, τι ήταν αυτό;» είπα ξέπνοος.
    - «All in all, υπέροχη μέρα! Μπούτι δεν έκλεισα» είπε η Φοίβη καθισμένη ακόμα πάνω μου, κάνοντας να βάλουμε και οι δύο τα γέλια. Σηκώθηκε, έβγαλε από την τσάντα της ένα σερβιετάκι, και ντύθηκε φορώντας το.
    - «Δεν είπες ότι σου πέρασε η περίοδος;» την ρώτησα με απορία, προσπαθώντας κι εγώ να ντυθώ.
    - «Τέλειωσες μέσα μου» μου απάντησε απλά. «Δε θα μείνουν όλα μέσα, έτσι που καθόμαστε!»
    - «Οκ!» απάντησα νιώθοντας λίγο σα χαζός, δε το είχα σκεφτεί καθόλου. Καθίσαμε λίγη ώρα αμίλητοι. «Φοίβη, τι ήταν αυτό που έκανε η Χριστιάνα στο τέλος της βραδιάς; Με φίλησε στο στόμα και πάλι και αυτό δεν ήταν μεθυσμένο teasing όπως προχθές!»
    - «Όχι, δεν ήταν. Ανδρέα, δε θα σου πω ψέματα, ταράχτηκα όταν μου είπε αυτό που μου είπε. Την έβαλα σχεδόν να ορκιστεί ότι αν γίνει το παραμικρό και δε νιώσει άνετα, να το σταματήσει επιτόπου. Θέλω… θέλω να κάνουμε πράγματα και οι τρεις μας, θέλω να είσαι κι εσύ μέρος του παιχνιδιού αλλά σε καμία περίπτωση να μην πιέσει τον εαυτό της. Υπάρχουν όρια που δεν είμαι διατεθειμένη να περάσω, ούτε καν για σένα. Όσο και αν…»
    - «Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα παραπάνω, μωρό μου. Καταλαβαίνω πως νιώθεις, δεν είναι μόνο δικό σου όριο αυτό, είναι και δικό μου. Όσο… όσο και αν θα ήθελα να παίξουμε και οι τρεις μας, όσο και αν καυλώνω στη σκέψη, εγώ σαν άνθρωπος δεν θα το δεχόμουν αυτό να γίνει εις βάρος ενός ανθρώπου τόσο ευαίσθητου και ευάλωτου όσο η Χριστιάνα. Αν ήθελα να σας πηδήξω και τις δύο, θα μπορούσα να το είχα κάνει εκείνο το Σάββατο. Η έστω, αν όχι να σας πηδήξω, να σας αφήσω να το κάνετε μπροστά μου, είχατε αρχίσει και χουφτώνατε η μία την άλλη χωρίς να δίνετε δεκάρα που ήμουν δίπλα. Αν… αν σας άφηνα να συνεχίσετε… δε θα μπορούσα μετά να ξανακοιτάξω τη μούρη μου στον καθρέφτη.»
    - «Το ξέρω μωρό μου. Εγώ ήμουν που ζήτησα στην Χριστιάνα να σε φιλήσει. Σε συμπαθεί πολύ περισσότερο απ’ όσο φαντάζεσαι, ήθελα να σε φιλήσει για να καταλάβω πως αυτό θα την έκανε να νιώσει. Τα πέντε λεπτά που κάτσαμε στο παρκάκι, δεν τα αναλώσαμε όλα σε αγκαλιές και φιλιά. Τη ρώτησα πως την έκανε να νιώσει το φιλί σου. Ξέρεις τι μου απάντησε;»
    - «Τι;»
    - «Φιλάς πολύ όμορφα. Και ούτε την έπιασε ταραχή, ούτε συναίσθημα αναγούλας, όπως με τον πρώτο και μοναδικό άνδρα που έχει πάει στη ζωή της. Δε σημαίνει ότι άλλαξαν τα γούστα της, καθόλου. Δεν είναι αρνητική πάντως να δοκιμάσουμε κάτι όλοι μαζί. Δεν την ρώτησα, απλά το κατάλαβα. Αν… αν είναι να γίνει, θα αρχίσουμε σιγά-σιγά, πολύ σιγά.»
    - «Δεν έχω καμία αντίρρηση, αυτό θα έλειπε. Δεν κοιτάς τον γάιδαρο στα δόντια, όταν στον χαρίζουν. Εννοώ… ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα!»
    - «Ανδρέα, μπορεί να παραμείνουν όνειρα. Θέλω να είναι απολύτως ξεκάθαρο πως αν καταλάβω ότι δεν μπορεί, θα το κόψω εγώ η ίδια.»
    - «Αν μείνουν όνειρα, έμειναν. Δεν αλλάζει τίποτα από αυτό που σου είπα, εγώ σε καμία περίπτωση δε θα σε εμποδίσω. Θέλω ωστόσο να σε ρωτήσω κάτι, πώς ένιωσες εσύ όταν με φίλησε η Χριστιάνα και τη φίλησα κι εγώ μετά;»
    - «Περίεργα, το ομολογώ. Ένιωσα ένα μικρό τσίμπημα ζήλειας, ψεύτρα μην είμαι, αλλά το excitement που ένιωσα, το υπερκάλυψε. Δεν είσαι μόνο εσύ που θέλεις να μου δώσεις ότι περνάει από το χέρι σου, αγάπη μου, το ίδιο θέλω κι εγώ.»
    - «Σ’ αγαπάω Φοίβη μου! Πολύ πολύ πολύ!»
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω Ανδρέα μου. Τόσο και άλλο τόσο και ακόμα περισσότερο.»

    Κοίταξα το ρολόι μου, κόντευε να πάει 03:30.

    - «Πάμε σπίτια μας, καρδούλα μου; Έχει πάει 03:30»
    - «Ναι, μωρό μου, πάμε.»
    - «Δε μου λες, τι ώρα να έρθω αύριο το μεσημέρι;»
    - «Έλα κατά τις 13:30, η γιαγιά τρώει νωρίς και δε θέλω να της αλλάξω τις συνήθειες.»
    - «Εντάξει, στις 13:30 θα είμαι εκεί. Τι γλυκό της αρέσει;»
    - «Της αρέσουν πολύ τα μπακλαβαδάκια. Κοίτα μην πάρεις καμιά μεγάλη ποσότητα, για τη γιαγιά μου μιλάμε!»
    - «Εντάξει, θα πάρω μισό κιλό μπακλαβαδάκια, δεν μπορώ να έρθω και με άδεια τα χέρια!»
    - «Μια χαρά είναι, θα της αρέσει. Ουφ, η γιαγιά φτιάχνει τα καλύτερα μελομακάρονα, εκτός από το τσουρέκι που τη βοηθήσαμε να φτιάξει, αύριο θα φτιάξει και μελομακάρονα και κουραμπιέδες, αλλά θα είναι μόνη της τις γιορτές και δε μου αρέσει που θα είναι μόνη της! Από του χρόνου τουλάχιστον θα είμαστε όλοι μαζί.»
    - «Γιατί δεν έρχεται στη Χίο, τις γιορτές τουλάχιστον;»
    - «Γιατί δε θέλει να μπει η χρονιά και να μην είναι κανένας στο σπίτι που έχτισε ο παππούς και μεγάλωσε τα παιδιά της.»
    - «Παιδιά; Έχει και άλλα παιδιά η γιαγιά σου, νόμιζα ότι είχε κάνει μόνο τον πατέρα σου»
    - «Όχι, έχει και το θείο το Γιάννη αλλά αυτός μένει εδώ και πολλά χρόνια Καναδά. Έρχονται μια φορά το χρόνο, συνήθως καλοκαίρι η Πάσχα.»
    - «Κοίτα να δεις, νιώθω άσχημα τώρα, τόσο καιρό μαζί και δεν είχα ιδέα!»
    - «Δεν πειράζει Ανδρέα μου. Έχω και δύο ξαδέρφια, τον Φοίβο και την Evelyn, πήρε το όνομα της άλλης της γιαγιάς, η θεία μου είναι Καναδέζα.»
    - «Ο Φοίβος, Φοίβος όμως!» παρατήρησα.
    - «Χαχα, αυτό θα έλειπε.»
    - «Πόσο είναι τα ξαδέρφια σου;»
    - «Ο Φοίβος είναι 17 και η Evelyn 14. Αν τους δεις είναι ίδιοι η μάνα τους, ξανθομπάμπουρες και οι δυο. Μόνο στα μάτια μοιάζουμε. Έχουν και οι δυο τους τα ίδια μάτια με εμένα και τον παππού. Πως τα δικά μου βγήκαν ζαβά, ενώ ο παππούς και τα ξαδέρφια μου δεν είχαν ίχνος μυωπίας, είναι απορίας άξιο!»
    - «Μπορεί να είσαι λίγο γκαβούλιακας αλλά το χρώμα και το σχήμα των ματιών σου δεν θα τα άλλαζα με τίποτα!» της είπα.
    - «Τώρα είμαι λίγο γκαβούλιακας. Στο γυμνάσιο και στο Λύκειο για να παίξουμε τυφλόμυγα δε χρειαζόταν μαντίλι, αρκεί να έβγαζα τα γυαλιά μου!»
    - «Ίσως, αλλά αυτές οι γυαλούμπες και αυτά τα κουνελίσια δοντάκια σε έκαναν αυτό που είσαι, Φοίβη. Σ’ αγαπάω!»
    - «Πολύ-πολύ-πολύ;» με ρώτησε.
    - «Τόσο και άλλο τόσο και ακόμα περισσότερο» της απάντησα. «Έλα, σουσουράδα, ώρα να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Πάμε μπροστά!» της είπα.

    Ούτε τρία λεπτά αργότερα σταμάτησα μπροστά από το σπίτι της. Την πήρα στην αγκαλιά μου και φιληθήκαμε παθιασμένα, για κάμποση ώρα. Πώς θα περνούσαν τόσες μέρες μακριά της; Καληνυχτιστήκαμε και περίμενα απ’ έξω μέχρι που άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της. Μου έστειλε ένα φιλάκι και μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα. Αναστέναξα και γύρισα στο αυτοκίνητο. Ένα λεπτό αργότερα ήμουν σπίτι μου. Έβαλα το αυτοκίνητο στο parking, η συρόμενη πόρτα είχε ήδη αρχίσει να κλείνει. Έβαλα συναγερμό και ανέβηκα πάνω. Μπήκα μέσα και έκλεισα το έξω φως. Πήγα μία από την τουαλέτα, κόντευα να σκάσω, και αφού έπλυνα τα δόντια μου, πήγα στο δωμάτιό μου. Γδύθηκα ταχτοποιώντας τα ρούχα μου και χώθηκα κάτω από το πάπλωμα. Ο ύπνος με πήρε με το μυαλό μου στη σκέψη της Φοίβης μου.

    Ξύπνησα γύρω στις 11:00 το πρωί. Στο σπίτι δεν ήταν κανένας, οι γονείς μου είχαν πάει στις δουλειές τους και η Ευτυχία στη σχολή της. Σηκώθηκα και φόρεσα από πάνω μπλούζα καθώς και το πάνω και το κάτω μέρος της φόρμας μου. Κατέβασα το παράθυρο, έξω έβρεχε και φυσούσε. Έκανα την πρωινή μου τουαλέτα και αφού έπλυνα τα δόντια μου, πήγα στην κουζίνα και έφτιαξα καφέ. Έκανε κρύο, οπότε αποφάσισα να φτιάξω νες και όχι τον φραπέ που έπινα συνήθως. Γύρισα στο δωμάτιό μου και μην έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνω, έβγαλα κάποιες σημειώσεις και ξεκίνησα το διάβασμα. Έχοντας ανάψει στο μεταξύ το θερμοσίφωνα, γύρω στις 13:00 σταμάτησα το διάβασμα και πήγα και έκανα ένα ζεστό ντουζ.

    Ένιωθα υπέροχα κάτω από το σχεδόν καυτό νερό και το άφησα να κυλάει πάνω μου. Το μυαλό μου πήγε στα χθεσινοβραδινά κάνοντας το όργανό μου να πεταχτεί σαν κατάρτι. «Επιστροφή στο πλύσιμο στο χέρι» σκέφτηκα μέσα μου και άρχισα να τον παίζω στα όρθια, φέρνοντας με τη φαντασία μου να κάθομαι στον καναπέ στο σπίτι της Χριστιάνας, με τη Φοίβη γονατισμένη μπροστά μου να μου κάνει πίπα. Το δεξί μου χέρι να δίνει ρυθμό στη Φοίβη και με το αριστερό να το έχω περάσει μπροστά από τη Χριστιάνα που έχει γείρει πάνω μου και να τη χουφτώνω στο στήθος. Όσο τον έπαιζα έκανα εναλλαγή σκηνικού, να χουφτώνω τη Φοίβη και να μου κάνει πίπα η Χριστιάνα. Αυτό ήταν, η έκρηξη ήρθε από το πουθενά και με το νερό να τρέχει ακόμα πάνω μου, έχυσα με δύναμη, πετάχτηκαν σχεδόν μέχρι τον τοίχο. Που στο διάολο πρόλαβε και μαζεύτηκε όλο αυτό το πράγμα μέσα σε τόσες λίγες ώρες;

    Έκλεισα το νερό και λούστηκα και χωρίς να ξεπλυθώ, έβαλα στο σφουγγάρι αφρόλουτρο και έπλυνα όλο μου το σώμα. Άνοιξα και πάλι το νερό και αφού το άφησα να τρέξει λίγο, χώθηκα κάτω από το τηλέφωνο, που είχα από πριν αφήσει ψηλά, στη θέση για ντους. Ξεπλύθηκα απαλά και όταν έφυγαν όλες οι σαπουνάδες από τα μαλλιά μου, ξεκρέμασα το τηλέφωνο και ξεπλύθηκα προσεκτικά παντού. Είχα γένια κάμποσων ημερών, οπότε αποφάσισα να ξυριστώ. Όταν τέλειωσα, έμοιαζα πάλι με 17-χρονο αλλά τι να κάνω; Έτσι με έκανε η μαμά μου.

    Αυτή τη φορά αποφάσισα να ντυθώ πιο καλά. Φόρεσα σακάκι και παντελόνι, ένα πιο παλιό, όχι αυτό που είχα στην Κρήτη, και καλά παπούτσια. Από πάνω φανελάκι και ένα από τα καλά μου πουκάμισα. Κόντευε να πάει 13:30, οπότε φόρεσα και τα παπούτσια μου και το παλτό μου και κατέβηκα γρήγορα και πήγα μπροστά στη Μέλισσα, για να πάρω τα μπακλαβαδάκια. Αν και το σπίτι της Φοίβης δεν είναι ούτε καν 500 μέτρα μακριά λόγω της βροχής αποφάσισα να πάω με το αυτοκίνητο. Δεν μου πήρε ούτε δυο-τρία λεπτά για να φτάσω στο σπίτι της. Πάρκαρα ακριβώς έξω από την πόρτα του κήπου και κατέβηκα με τα γλυκά στο χέρι. Η πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη, οπότε προχώρησα και στάθηκα στην εξώπορτα, που προστατευόταν από τη βροχή που στο μεταξύ είχε αρχίσει να δυναμώνει. Χτύπησα το κουδούνι και ούτε μισό λεπτό αργότερα άνοιξε η πόρτα, στην οποία με περίμενε χαμογελαστή η Φοίβη.

    - «Καλώς το μου» μου είπα και παίρνοντάς με αγκαλιά από το σβέρκο μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα. «Πέρνα μέσα, μούσκεμα έγινες! Δεν πήρες μαζί σου καμιά ομπρέλα; Θέλεις να κρυώσεις;» με μάλωσε, παίρνοντας το παλτό μου και βοηθώντας με να βγάλω το σακάκι μου.
    - «Συγνώμη μαμά, δε θα το ξανακάνω!» της είπα κάνοντάς την να χαχανίσει.
    - «Γιαγιά!» φώναξε και τσουπ, εμφανίστηκε μια πολύ συμπαθητική κυρία, που μεταξύ μας, δεν θα την έκανες πάνω από 65. Η Φοίβη στο μεταξύ κρέμασε το παλτό και το σακάκι στο πορτμαντό.
    - «Χαίρω πολύ κυρία Ελένη» της είπα και της έδωσα το χέρι μου, έχοντας φορτώσει τα γλυκά στη Φοίβη.
    - «Καλώς το παλικάρι μου» μου είπε ζεστά κάνοντάς με να λιώσω. «Τι καθόμαστε εδώ, δε θα ψηλώσετε άλλο, ντερέκια είστε!» είπε. «Πάμε να φάμε, σου έφτιαξα παπουτσάκια που το αμόρε σου λέει ότι σου αρέσουν!»
    - «Αν μου αρέσουν λέει!» είπα.
    - «Γιαγιά, μη του δίνεις θάρρος, είναι κροκόδειλος! Θα σου φάει και το ταψί!»
    - «Μην την ακούς! Κόπιασε παλικάρι μου!» είπε δείχνοντάς μου το δρόμο. Καθίσαμε να φάμε στην κουζίνα, μύριζε υπέροχα, μου είχε σπάσει η μύτη. «Η Φοίβη μου ζήτησε να σου κρατήσω και λίγο μαγειρίτσα, θέλεις;»
    - «Αμέ!!!!» απάντησα ενθουσιασμένος.
    - «Ωραία, ξεκίνα με τα παπουτσάκια και θα τη βάλω να ζεσταθεί!»
    - «Σας ευχαριστώ πολύ!» της απάντησα. Η κυρά-Λένη έβαλε την κατσαρόλα να ζεσταίνεται. Δεν ξεκινήσαμε, την περιμέναμε μέχρι να κάτσει κι εκείνη στο τραπέζι.
    - «Τι περιμένετε; Ξεκινήστε!» μας είπε σε τόνο που θα ζήλευε και λοχίας.

    Τα παπουτσάκια ήταν νιρβάνα. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι διαφορετικό είχε, αλλά ρε παιδί μου και η μπεσαμέλ και ο κιμάς και οι μελιτζάνες… είχαν διαφορετική, ονειρική γεύση. Έμαθα αργότερα ότι τον κιμά τον έκανε με τρία είδη κρέατος, μοσχαρίσιο, χοιρινό και πρόβειο. Η μπεσαμέλ, εννοείται χειροποίητη, ήταν παχιά και οι μελιτζάνες… θεέ μου οι μελιτζάνες.

    Και όλο αυτό να συνοδεύεται από κάτι απίθανες τηγανιτές πατάτες, δεν ξέρω πως η κυρά-Λένη ή η μητέρα μου ή οι γιαγιάδες μου κατάφερναν και τις έκαναν τόσο νόστιμες, έχω τηγανίσει κι εγώ πατάτες, δεν είναι δα καμιά επιστήμη, αλλά ούτε κατά διάνοια δε γινόντουσαν τόσο νόστιμες ή τόσο τραγανές. Ίσως τελικά να ήταν όντως επιστήμη, τι να πεις; Αντί σαλάτας, είχε βράσει χόρτα. Ομολογώ ότι με εξαίρεση τα κρίταμα και τα σπαράγγια, τα χόρτα δεν είναι του γούστου μου. Η Φοίβη και η γιαγιά της είχαν διαφορετικά γούστα, γιατί τους έδωσαν και κατάλαβαν.

    - «Δε θα φας χόρτα εσύ;» με ρώτησε η κυρά-Λένη.
    - «Δεν του αρέσουν, γιαγιά!» είπε η Φοίβη, βγάζοντάς με από τη δύσκολη θέση.

    Προσπάθησα να συγκρατήσω τον εαυτό μου, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά για να έχει χώρο η μαγειρίτσα. Άδειασα το πιάτο μου, δηλαδή τι το άδειασα, το έγλειψα σχεδόν!

    - «Θέλεις άλλο;» με ρώτησε η κυρά-Λένη
    - «Αν θέλω λέει! Αλλά πρώτα τη μαγειρίτσα, αν μείνει χώρος μετά…» της είπα χωρίς να τελειώσω τη φράση.
    - «Φοίβη; Άνοιξε κανένα αναψυκτικό η μπύρα! Ξεροσφύρι θα φάμε;» τη μάλωσε η γιαγιά της.
    - «Αμέσως!» είπε και πετάχτηκε όρθια. «Ανδρέα, τι προτιμάς. Αναψυκτικό ή μπύρα;»
    - «Μπύρα» της απάντησα.
    - «Γιαγιά εσύ θες μπύρα ή κρασί;» ρώτησε τη γιαγιά της.
    - «Κρασί για μένα» της είπε. «Η μαγειρίτσα είναι έτοιμη, βάλε του Ανδρέα.»

    Αφού σέρβιρε το κρασί στη γιαγιά της και τη μπύρα σε μένα, μου σέρβιρε την μαγειρίτσα σε …γαβάθα. Όχι ότι παραπονέθηκα, θα έπεφτε φωτιά να με κάψει. Λατρεύω τη μαγειρίτσα και η κυρά-Λένη την είχε κάνει απίθανη. Και επειδή δεν αστειεύομαι, αυτό δεν ήταν πιάτο, γαβάθα ήταν, μάλλον θα μου έβγαινε από τη μύτη αν ζητούσα και δεύτερη μερίδα παπουτσάκια.

    - «Θα φας άλλο;» με ρώτησε η κυρά-Λένη όταν απόφαγα.
    - «Δεν χωράει άλλο!» της είπα.
    - «Δεν πειράζει, θα σου βάλω το υπόλοιπο σε ένα τάπερ να το πάρεις μαζί σου. Για σένα την έφτιαξα άλλωστε!»
    - «Αχ, σας ευχαριστώ πολύ» της είπα.

    Έκανα να σηκωθώ να βοηθήσω τη Φοίβη στο τραπέζι αλλά η γιαγιά της μας έβγαλε απαγορευτικό.

    - «Εσύ να κάτσεις εκεί που κάθεσαι νεαρέ. Είσαι μουσαφίρης μου!»
    - «Μάλιστα» κατόρθωσα να ψελλίσω κάνοντας τη Φοίβη να σκάσει στα γέλια.
    - «Από που νομίζεις ότι πήρε το στρατιωτικό του ύφος ο μπαμπάς;» με ρώτησε γελώντας ακόμα.

    Γυρίσαμε στο σαλόνι όπου κάτσαμε μέχρι τις 16:00. Η γιαγιά με πέρασε κανονική ανάκριση, δε μασούσε τα λόγια της σε αυτά που με ρωτούσε. Όπως και να έχει τελικά φαίνεται πως της άρεσαν οι απαντήσεις μου, οπότε αφού μας ανακοίνωσε ότι ήρθε η ώρα να ξαπλώσει, μας χαιρέτησε και πήγε μέσα.

    - «Τι ώρα πετάς» ρώτησα τη Φοίβη, όταν μείναμε μόνοι μας.
    - «Στις 21:45» μου απάντησε.
    - «Άρα θα πρέπει το πολύ στις 21:00 να είμαστε στο δυτικό αεροδρόμιο, αυτό δεν είναι της ολυμπιακής;»
    - «Ναι, αυτό είναι.»
    - «Δεν ξέρω τι κίνηση θα βρούμε, οπότε για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο, να ξεκινήσουμε κατά τις 19:30. Έχεις έτοιμα τα πράγματά σου;»
    - «Ναι, τα έχω μαζέψει.» μου είπε άτονα.
    - «Φοίβη μου τι έχεις;» τη ρώτησα.
    - «Θα μου λείψεις μωρό μου» είπε και έβαλε τα κλάματα. «Πώς θα περάσουν τόσες μέρες μακριά σου;». Την πήρα στην αγκαλιά μου και την έσφιξα πάνω μου, χαϊδεύοντάς την τρυφερά.
    - «Θα περάσουν ματάκια μου. Κι εμένα θα μου λείψεις αλλά σκέψου ότι θα δεις τον πατέρα σου και τη μητέρα σου και τον αδερφό σου. Και θα μιλάμε στο τηλέφωνο όση ώρα θες, μην ανησυχείς. Και θα πω και στη Χριστιάνα πώς να σε παίρνει μέσω του τηλεφωνικού κέντρου της εταιρίας, θα μπορείς να μιλήσεις και μαζί της!»
    - «Σ’ ευχαριστώ μωρό μου… Θα μου λείψεις» είπε βάζοντας εκ νέου τα κλάματα.

    Την χάιδεψα και την κράτησα στην αγκαλιά μου μέχρι να ηρεμίσει. Δεν έφυγα από εκεί μέχρι τις 18:00 που ξύπνησε η γιαγιά της. Με τα χίλια ζόρια την άφησα για να κάνει τις τελευταίες της ετοιμασίες. Η κυρά-Λένη, εκτός από τα παπουτσάκια μου έδωσε και ένα κουτί με μελομακάρονα και άλλο ένα κουτί με κουραμπιέδες.

    - «Σας ευχαριστώ πολύ κυρία-Ελένη!» της είπα. «Φοίβη μου, θα περάσω να σε πάρω στις 19:30, να είσαι έτοιμη, εντάξει;»
    - «Θα είμαι Ανδρέα μου» μου απάντησε. Με βοήθησε να βάλω σακάκι και παλτό και με ξεπροβόδισε. Τη φίλησα και ξεκίνησα για το σπίτι. Ο πατέρας μου είχε επιστρέψει, ευτυχώς, γιατί ήθελα να πάρω το μεγάλο αυτοκίνητο για να πάω τη Φοίβη στο αεροδρόμιο.

    Ανέβηκα πάνω και χαιρέτησα τους γονείς μου. Τους είχα πει από εχθές ότι θα έτρωγα στη γιαγιά της Φοίβης. Δεν άντεξα πάντως, και ένα μελομακάρονο το έφαγα. Και μετά δεύτερο και μετά τρίτο. Με τα χίλια ζόρια συγκρατήθηκα και δε ρήμαξα το κουτί, ήταν απίστευτα νόστιμα και παρότι καλά μελωμένα ήταν ακόμα τραγανούτσικα. Ποίημα, σκέτο ποίημα!

    - «Μπαμπά, μπορώ να πάρω το μεγάλο; Έχω να πάω τη Φοίβη στο αεροδρόμιο, και κουβαλάει κάμποσα πράγματα»
    - «Ναι αγόρι μου, βεβαίως» απάντησε ο πατέρας μου.
    - «Α, μπαμπά! Δοκιμάστε το βράδυ τα παπουτσάκια, η κυρά-Λένη έφτιαξε για ένα τάγμα!»
    - «Νόστιμα;» ρώτησε ο πατέρας μου.
    - «Δε σου λέω τίποτα, θα το καταλάβετε όταν τα φάτε!»
    - «Τι ώρα θα γυρίσεις;»
    - «Θα φύγω τώρα στις 19:30 ώστε να έχουμε χρόνο αν πέσουμε σε κίνηση. Πετάει στις 21:45, μέχρι τις 22:30 φαντάζομαι να έχω γυρίσει.»
    - «Καλύτερα να πας από Χαμοστέρνας» μου είπε ο πατέρας μου. «Μην πας από κέντρο, θα φας πολλή κίνηση»
    - «Καλά που μου το είπες, σκόπευα να πάω από Ακρόπολη και να βγω Συγγρού!»
    - «Ούτε μεθαύριο!» μου είπε. «Καλύτερα από Πέτρου Ράλλη και Χαμοστέρνας»
    - «Εντάξει, έτσι θα πάω» του είπα.

    Στις 19:30 κατέβηκα και παίρνοντας το μεγάλο αυτοκίνητο, πέρασα να πάρω τη Φοίβη. Ήταν έτοιμη, οπότε βοήθησα να πάρουμε τα πράγματα στο αυτοκίνητο και να τα αφήσουμε στο πορτμπαγκάζ. Είχε μια μεγάλη βαλίτσα, ένα μεγάλο σακίδιο και την τσάντα της. Το σακίδιο θα το έπαιρνε μαζί της στην καμπίνα. Χαιρέτησα ξανά τη γιαγιά της ενώ η Φοίβη την πήρε αγκαλιά και τη φίλησε, βάζοντας πάλι τα κλάματα και λέγοντας της πως θα της λείψει και πως θα έπρεπε να αφήσει τα πείσματα και να έρθει και εκείνη στη Χίο. Άφησα γιαγιά και εγγονή να αποχαιρετιστούν με την ησυχία τους, περιμένοντάς τες υπομονετικά.

    Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήγαμε πάλι από Τσαλαβούτα, αυτή τη φορά με σκοπό να βγούμε στην Κηφισού. Παρόλο που είχε αρκετά πυκνή ροή και στην Κηφισού και στην Πέτρου Ράλλη, δεν αργήσαμε να φτάσουμε στη Χαμοστέρνας. Εκεί φάγαμε ένα πήξιμο, αλλά μέχρι τις 20:00 είχαμε φτάσει Συγγρού. Κατεβήκαμε στην παραλιακή και αν και είχε και εκεί κίνηση, γύρω στις 20:30 ήμασταν στο δυτικό αεροδρόμιο. Πάρκαρα και βοήθησα την Φοίβη με τα πράγματά της μέχρι να φτάσει στο check-in. Τσέκαρε το εισιτήριό της και επειδή είχαμε ακόμα κάμποση ώρα δεν πέρασε από τον έλεγχο χειραποσκευών καθώς από εκεί και μετά δε θα μπορούσα να την ακολουθήσω.

    Το αεροδρόμιο είχε αρκετό κόσμο, γιορτές γαρ. Καθίσαμε και την πήρα στην αγκαλιά μου και την κράτησα χωρίς να μιλάμε. Η Φοίβη που και που ρουφούσε τη μύτη της προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Θα μου έλειπε και εμένα απίστευτα, αλλά τι να κάνουμε; Υπομονή είκοσι μέρες, θα περνούσαν. Ήλπιζα πραγματικά το Πάσχα να πείσει τους δικούς της να κατέβουν Καρδίτσα, έτσι θα την έβλεπα κάμποσο παραπάνω. Και από τον Ιούνη… είτε εδώ είτε Κρήτη, θα ήμασταν πάλι γείτονες, δε θα χρειαζόταν να ξαναχωριστούμε για τόσες μέρες.

    - «Φοίβη μου, σε παρακαλώ με το που μπεις σπίτι να με πάρεις τηλέφωνο, εντάξει;»
    - «Ναι μωρό μου, θα σε πάρω τηλέφωνο» είπε και έβαλε πάλι τα κλάματα. «Θα μου λείψεις πολύ!»
    - «Κι εμένα μωρό μου» της είπα σφίγγοντάς την ξανά πάνω μου.
    - «Α, Ανδρέα. Αυτές τις μέρες που θα είστε εδώ, πάρε καμιά μέρα τη Χριστιάνα να πάτε για κανένα καφέ. Θα είναι μεν η Κατερίνα εδώ αλλά θα έχει το Βαγγέλη της. Να πάτε για κανένα καφεδάκι, μην είναι μοναχούλα της»
    - «Άμα θέλει πολύ ευχαρίστως» τη διαβεβαίωσα.
    - «Θα θέλει, γιατί να μη θέλει;»
    - «Εντάξει ματάκια μου, μην ανησυχείς. Μπορεί να της πω να βγούμε η τέσσερίς μας, τον είχα συμπαθήσει πολύ το Βαγγέλη, θα ήθελα να τον ξαναδώ!»

    Ακούσαμε την ειδοποίηση από τα ηχεία, θα έπρεπε να περάσει στον έλεγχο χειραποσκευών. Σηκωθήκαμε και πήγαμε μέχρι εκεί. Γύρισε και με έσφιξε στην αγκαλιά της και φιληθήκαμε σαν να μην υπήρχε αύριο. Με άφησε αναστενάζοντας και πέρασε από τον έλεγχο. Στάθηκα και την παρακολούθησα μέχρι που πέρασε μέσα. Τη χαιρέτησα από μακριά και της έστειλα φιλάκια. Στάθηκε και με κοίταξε για μια στιγμή και παίρνοντας βαθιά ανάσα, πέρασε προς τα μέσα και την έχασα.

    Γύρισα τελείως ανόρεχτος στο αυτοκίνητό μου. Η ώρα ήταν 21:30. Οδηγούσα μηχανικά, ούτε κι εγώ δεν κατάλαβα πως έφτασα Περιστέρι. Ανέβηκα πάνω και πήγα να βρω την οικογένειά μου στο σαλόνι.

    - «Γεια» είπα ανόρεχτα.
    - «Καλώς τη Μεγάλη Παρασκευή» μου είπε η μητέρα μου. «Θέλεις να σου βάλω να φας;»
    - «Όχι μαμά, ευχαριστώ, δεν πεινάω. Πού είναι η Ευτυχία;»
    - «Στη Μαίρη. Α, κατά φωνή» είπε η μητέρα μου καθώς εκείνη τη στιγμή μπήκε και η Ευτυχία μέσα. Καθίσαμε στο τραπέζι και κατά τις 23:15 χτύπησε το τηλέφωνο.
    - «Η Φοίβη θα είναι, της είπα να με πάρει όταν φτάσει σπίτι της» είπα και πήγα και σήκωσα το τηλέφωνο. «Παρακαλώ;»
    - «Έλα μωρό μου, μόλις μπήκα σπίτι.»
    - «Πώς ήταν η πτήση;»
    - «Μια χαρά ήταν, ούτε καθυστέρηση ούτε τίποτα. Στο αεροδρόμιο με περίμενε ο μπαμπάς. Παρκάρει και ανεβαίνει.»
    - «Εντάξει ματάκια μου. Το τηλέφωνό σου το έχω, τι ώρα μπορώ να σε πάρω αύριο;»
    - «Ό,τι ώρα θέλεις. Ο Κωστής και η μαμά θα είναι στο σχολείο και ο μπαμπάς στην Ταξιαρχία.»
    - «Ωραία, γύρω στις 10:00 φαντάζομαι θα έχω ξυπνήσει. Θα τα πούμε αύριο το πρωί, εντάξει; Σε αφήνω τώρα να δεις τους δικούς σου και να ξεκουραστείς. Σε αγαπάω!»
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω Ανδρέα μου. Καληνυχτούδια μωρό μου»
    - «Καληνύχτα, ματάκια μου» της είπα και έκλεισα το τηλέφωνο.

    Καθίσαμε για λίγη ώρα ακόμα και μετά οι γονείς μου πήγαν για ύπνο. Εγώ πήγα στο δωμάτιο της Ευτυχίας και καθίσαμε και τα λέγαμε μέχρι που πήγε σχεδόν 01:00. Την καληνύχτισα και πήγα στο δωμάτιό μου. Σήμερα θα ήταν η τρίτη μέρα που θα κοιμόμουν χώρια από τη Φοίβη μου. Από εκείνο το βράδυ μετά το πρώτο μας φιλί στη Χιτζάζ, δεν είχε περάσει ούτε μια νύχτα που κοιμηθήκαμε χώρια. Δεκαοχτώ και σήμερα, είπα μέσα μου μετρώντας τις μέρες σαν φαντάρος. Δεκαοχτώ και σήμερα…

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  6. Brt

    Brt #ολαπολυ

    Αν εξαιρέσεις ότι το 1821 που περιγράφεις το δυτικό αεροδρόμιο πηγαίναμε με τις βαλίτσες και μας τις άνοιγαν πριν την επιβίβαση και τις δίναμε στην είσοδο του αεροπλάνου, και δεν κάναμε ακριβώς check in, αλλά μας έδιναν τα εισιτήρια στον γκισέ, καλά το πας  
     
  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Το 1821 που περιγράφω εσύ ήσουν σε υγρή μορφή κι εγώ ήμουν 20 χρονών και αυτό το πράγμα το έκανα ανά δίμηνο. Είχε κανονικότατα τσεκ-ιν πριν και μετά έλεγχο χειραποσκευών δίπλα στο μπλιμπλίκι, στο οποίο μια φορά έχω κάνει και ...στριπτίζ γιατί βάραγε. Και μετά στο ελικοφόρο και όποιον πάρει ο χάρος, την πρώτη φορά που είχα κάνει το Ηράκλειο-Αθήνα με airbus νόμιζα ότι είχα μπει σε διαστημόπλοιο. Και στην Κω που ήμουν φαντάρος το ...1831 τα ίδια.

    Αλλά και στο Ανατολικό (των διεθνών πτήσεων) που το δοκίμασα πρώτη φορά το '99 πάλι τα ίδια ήταν, δεν είχε κάτι διαφορετικό. Ίσως προ-Σέγκεν να ήταν έτσι όπως τα λες, δεν παίρνω όρκο.
     
    Last edited: 3 Φεβρουαρίου 2023
  8. Brt

    Brt #ολαπολυ

    Επίσης μου έκανε εντύπωση ότι είχε snapps τότε το 1453, στην Ελλάδα. Πριν καν χαράξουν σύνορα. Cool!  

    Πάντως αληθεια, για την εποχή που μας παρουσιάζεις, θα περίμενα ο Ανδρέας να έχει έστω, μουστάκι.   Σίγουρα ο μπαμπας του Ανδρέα, ήταν μυστακοφορος. Και 100% ο μπαμπας της Φοίβης στην Χίο, έχει μουστάκι. Στρατιωτικός γαρ.

    Είναι τόσο παλιά η καντίνα στην μαβιλη; επισης, σε νιώθω…έχεις οδηγήσει μέχρι τον επόμενο γαλαξία τόσο στην Αθήνα όσο στο Ηράκλειο.  
     
  9. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Ναι ρε, σναπς υπήρχαν πριν τα '90s. Πρώτη φορά που δοκίμασα ήμουν πρώτη λυκείου, το 1988

    Εκείνα τα μακρινά χρόνια ήξερα τρεις καντίνες: Στη Μαβίλη, στη Χαμοστέρνας και μία κάτω στη Γλυφάδα. Ενδεχομένως να υπήρχαν και άλλες, δεν τις γνώριζα εγώ. Για τη Μαβίλη δεν ξέρω αν είναι η ίδια με αυτή που υπάρχει και σήμερα, though. Στο Ηράκλειο το πρώτο βρώμικο άνοιξε στην Ελευθερίας το '96 ή το '97, μόλις είχα κατεβάσει αυτοκίνητο στη Λεβεντογέννα.
     
    Last edited: 4 Φεβρουαρίου 2023
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 30ο
    (Φοίβη)

    Προχώρησα μηχανικά και ανόρεχτα προς την πύλη αναχώρησης. Όταν έφτασα είχε αρκετό κόσμο, το αεροπλάνο θα ήταν πιθανότατα γεμάτο. Αν και μου άρεσε το ταξίδι με το αεροπλάνο, και συνήθως ανυπομονούσα να έρθει η στιγμή της πτήσης, εκείνη την ώρα δεν είχα καμία όρεξη. Δεν είχαν περάσει καν πέντε λεπτά από τη στιγμή που αποχαιρέτησα τον Ανδρέα μου και μου έλειπε ήδη. Πώς θα περνούσαν σχεδόν είκοσι μέρες μακριά του; Το Σάββατο το βράδυ ήταν η πρώτη φορά, από τη μέρα που ήμασταν μαζί, που κοιμηθήκαμε χώρια. Μπορεί να ήμασταν μόλις από τις αρχές Οκτώβρη αλλά ήταν μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς μου. Όταν δεν ήμασταν στα μαθήματα ή δεν ήταν στο ΙΤΕ, ήμασταν μαζί. Κοιμόμασταν μαζί, ξυπνούσαμε μαζί, παίρναμε το πρωινό μας μαζί, τρώγαμε μαζί, διαβάζαμε μαζί, βγαίναμε μαζί.

    Και δε θα μου έλειπε μόνο ο Ανδρέας, θα μου έλειπε και η Χριστιάνα. Όχι με τον ίδιο τρόπο, αλλά θα μου έλειπε και δεν εννοώ μόνο στο ερωτικό κομμάτι. Είχαμε αρχίσει να δενόμαστε πιο πολύ μεταξύ μας, να επικοινωνούμε πιο ανοιχτά, πιο ουσιαστικά. Το σεξουαλικό ήταν απλά κερασάκι στην τούρτα, δεν ήταν η Χριστιάνα ερωμένη που θα μου έλειπε, ήταν η Χριστιάνα η φίλη. Παρά το γεγονός ότι την εμπιστευόμουν, δεν μπορούσα να καταπνίξω αυτό το μικρό ίχνος της φοβίας ότι η Χριστιάνα θα με ερωτευόταν και θα έπρεπε να την απομακρύνω, πρωτίστως για το δικό της καλό. Εγώ για τον εαυτό μου ήμουν σίγουρη, ακόμα και αν έκοβα μαχαίρι τις ερωτικές μας περιπτύξεις, πάλι την ήθελα μέσα στη ζωή μου.

    Ήταν τόσο όμορφα χθες. Της είχα πει τις φαντασιώσεις μου, φαντασιώσεις που περιλάμβαναν και τους δυο τους και η Χριστιάνα δεν είχε λακίσει. Δεν ξέρω πως να το πω, ένιωθα ότι έχω πάνω της μια εξουσία που από τη μία με ερέθιζε απίστευτα και από την άλλη τη φοβόμουν. Η σχέση μου με τον Ανδρέα ήταν διαφορετική και όχι μόνο λόγο φύλου. Εννοώ ότι στο ερωτικό παιχνίδι μου άρεσε να έχω το πάνω χέρι αλλά μου άρεσε όταν ο Ανδρέας αντέστρεφε τους ρόλους. Η Χριστιάνα δεν έπαιρνε τέτοιες πρωτοβουλίες από μόνη της και η αλήθεια είναι ότι κάποιες στιγμές το λαχταρούσα, όπως όταν ο Ανδρέας με βάζει κάτω, όπως τότε στο γραφείο του Τάσου, ή στα κατσάβραχα στα Μάταλα.

    Η Χριστιάνα δεν έπαιρνε πρωτοβουλίες και δεν είχα κατασταλάξει μέσα μου αν ήταν έτσι από μόνη της ή ακόμα είχε συστολές που δεν είχε καταφέρει να απομακρύνει. Ωστόσο ένιωθα ενστικτωδώς ότι θα πρέπει εγώ να μαζέψω τα γκέμια και να μην την αφήσω να κάνει η ίδια πράγματα που δεν ήθελε. Μου είχε πει αναλυτικά για τον ένα και μοναδικό άντρα με τον οποίο είχε πάει στην απελπισμένη της προσπάθεια να πείσει τον εαυτό της ότι μπορεί. Το στοματικό ήταν το λιγότερο, του είχε δοθεί και από μπροστά και από πίσω κάμποσες φορές παρά το γεγονός ότι αυτό ήταν πράξη που την αρρώσταινε. Και δεν το είχε κάνει μόνο για να πείσει τον εαυτό της, το είχε κάνει γιατί μέσα της δεν ένιωθε καλά να μη δώσει αυτό που της ζητήθηκε.

    Όταν της μίλησα για τον Ανδρέα και μου είπε «Κοίτα… στοματικό θα μπορούσα να του κάνω, ακόμα και να καταπιώ» συγκλονίστηκα. Και όχι μόνον αυτό, ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι αν την πίεζα να του δοθεί όπως του δίνομαι εγώ θα το έκανε. Θα το έκανε ακόμα και αν η ίδια η πράξη την αρρώσταινε. Ένιωσα φοβερά άσχημα. Τη ρώτησα στα ίσια αν ήταν ερωτευμένη μαζί μου και τα έκανε όλα αυτά για να μη με χάσει. Την κοίταξα στα μάτια όταν μου απάντησε αρνητικά. Όχι, δεν θα το έκανε για να μη με χάσει, δεν θα το έκανε επειδή ήταν ερωτευμένη μαζί μου, θα το έκανε γιατί θα ένιωθε πως αλλιώς θα με απογοήτευε. Ήθελα να παίξουμε και οι τρεις μαζί αλλά αυτά που μου είπε και που για κάποιον άλλον θα ήταν λόγος για «βουρ και στον πατσά» σε εμένα σήμανε το ακριβώς αντίθετο. Πολύ αργά, πολύ προσεκτικά ώστε να καταλάβω ότι αυτό θα το έκανε επειδή θα το απολάμβανε σε κάποιο βαθμό και η ίδια και όχι να το απολαύσω μόνο εγώ με τον Ανδρέα, δε μου αρκούσε και δε θα το δεχόμουν. Ήταν το όριο που δε θα το περνούσα ούτε για τον ίδιο τον Ανδρέα.

    Εγώ την έβαλα να φιλήσει τον Ανδρέα για να δω την αντίδρασή της. Και της είπα να το ξεκινήσει απλά, με ένα απλό τρυφερό φιλί στο στόμα, με χείλη αλλά όχι με γλώσσα. Η Χριστιάνα συμπαθούσε πολύ τον Ανδρέα, σε βαθμό που αν δεν ήξερα τα γούστα της, θα ένιωθα ανασφάλεια. Όταν μείναμε μόνες μας και την ρώτησα πως της φάνηκε, μου απάντησε ότι ο Ανδρέας φιλούσε όμορφα και πως αν και το φιλί μαζί του δεν συγκρινόταν με το μεταξύ μας, σε καμία περίπτωση δεν ένιωσε άσχημα, όπως με τον πρώην της. Ουδέτερα ευχάριστα, ήταν η περιγραφή της. Χριστέ μου, τι κάθομαι και σκέφτομαι; Πριν από τέσσερις μήνες δεν είχα καν φιληθεί και τώρα στο μυαλό μου έπλαθα ερωτικά τρίγωνα.

    Η ανακοίνωση για τον έλεγχο των εισιτηρίων με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Πήρα το αρκετά μεγάλο σακβουαγιάζ που είχα αφήσει στα πόδια μου και πήγα και περίμενα υπομονετικά στην ουρά. Προτίμησα να μπω στο τέλος ώστε να βγω από τους πρώτους από το shuttle-bus προκειμένου να ανέβω από τους πρώτους στο αεροπλάνο και να καβαντζώσω θέση για το σακβουαγιάζ μου όσο είχε χώρο. Και επειδή what Phoebe wants is what Phoebe gets, το κατόρθωσα. Σήκωσα με κάποια δυσκολία και το στρίμωξα στον ειδικό χώρο πάνω από τη θέση μου, η οποία ήταν μπροστά και σε παράθυρο, πάντα ζητούσα παράθυρο αν μπορούσα. Κάθισα και δέθηκα χωρίς να περιμένω να μου το πει η αεροσυνοδός. Έβγαλα από την τσάντα μου το Walkman μου αλλά αρχικά το άφησα στο ράδιο, μου άρεσε πολύ o Rock FM, κρίμα που δεν θα έπιανε στη Χίο και στην Κρήτη.

    Η πτήση προς τη Χίο ήταν κοντά μια ώρα. Είχα πάρει μαζί μου μια από τις κασέτες του Ανδρέα με ροκ τραγούδια και την ξεκίνησα λίγο μετά την απογείωση. Είχε συννεφιά οπότε ούτε καλά-καλά τα φώτα της Αθήνας δεν πρόλαβα να δω. Δε βαριέσαι, κάθισα όσο πιο αναπαυτικά μπορούσα και αφέθηκα στη μουσική που είχε επιλέξει το μωρουλίνι μου. Τι να έκανε τώρα; Θα έπρεπε είτε να έχει φτάσει σπίτι του, είτε να είναι να πλησιάζει. Βυθίστηκα και πάλι στις αναμνήσεις μου. «Το τραγούδι μας!» να μου λέει ενθουσιασμένος κα να με παίρνει αγκαλιά να το χορέψουμε. Να τον αγκαλιάζω κι εγώ σφιχτά σταυρώνοντας τα χέρια μου πίσω από το σβέρκο του. Να σηκώνω τα μάτια μου να τον κοιτάξω και να τον βλέπω να σκύβει προς τα μένα, κάνοντάς τα να κλείσουν λίγο πριν τα χείλη μας ακουμπήσουν στο πρώτο μας φιλί. Την ταραχή μου που είχα χάσει τα κλειδιά μου. Που πήγα και τον βρήκα αγκαλιάζοντας σφιχτά το μαξιλάρι που μου είχε δώσει, ενώ αυτό που λαχταρούσα ήταν να με σφίξει στην αγκαλιά του. Το πρώτο βράδυ που κοιμήθηκα στην αγκαλιά του. Την πρώτη φορά που χαϊδευτήκαμε κάτω από τα ρούχα. Την πρώτη φορά που ένιωσα τα χείλη του στα στήθη μου. Την πρώτη φορά που ένιωσα τα χέρια του ανάμεσα στα πόδια μου. Την πρώτη φορά που ένιωσα την καυτή του ανάσα και τη γλώσσα του χαμηλά μου. Την πρώτη φορά που τον πήρα στο στόμα μου. Την πρώτη φορά που μ’ έκανε δική του. Την πρώτη φορά που με πήρε από πίσω. Την πρώτη φορά που με έβαλε κάτω και μου κοκκίνησε τον κώλο με τα χέρια του. Την πρώτη φορά που το έκανε με τη ζώνη του. Την πρώτη φορά που μου έβαψε τα νύχια. Την πρώτη φορά που καθόμουν αναπαυτικά ενώ εκείνος με τη γλώσσα του περιποιούνταν τις πατούσες μου και τα δάχτυλα των ποδιών μου.

    Από πρωτιές άλλο τίποτα από τότε που πήγα στο νησί. Κι εκείνο με πρωτιά είχε ξεκινήσει, είχα περάσει πρώτη στη σχολή εκείνο το έτος, με κάτι λιγότερο από 6300 μόρια και αυτό σήμαινε υποτροφία! Κάλυπτε μόνο το πρώτο έτος αλλά ήταν 30.000 το μήνα, σχεδόν έβγαζε το ενοίκιο που πλήρωνα στην κυρά Ματούλα. Μέχρι στιγμής είχα και τους καλύτερους βαθμούς στο έτος μου και η υποτροφία του καλύτερου φοιτητή του τμήματος, άλλη μια τριαντάρα το μήνα ήταν ένα καλό κίνητρο για να προσπαθήσω να έχω τους καλύτερους βαθμούς και στο τέλος του πρώτου έτους. Δεν θα ήταν εύκολο, υπήρχαν και άλλοι εξαιρετικοί φοιτητές, προς το παρόν τη διαφορά την έκαναν τα μαθηματικά. Είναι που γκρίνιαζα για το πόσα μαθηματικά είχαμε.

    Προσπάθησα να αδειάσω το μυαλό μου ακούγοντας μουσική και αυτή τη φορά τα κατάφερα. Μας σέρβιραν καφέ η αναψυκτικό αλλά δεν είχα όρεξη για τίποτε από αυτά, οπότε αρνήθηκα ευγενικά. Η υπόλοιπη ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβω και η επαφή μου με το περιβάλλον επέστρεψε και πάλι όταν το αεροπλάνο ξεκίνησε τη διαδικασία προσγείωσης. Όταν σταμάτησε το αεροπλάνο, ζαλώθηκα το σακβουαγιάζ και κατέβηκα. Εδώ δεν είχε shuttle-bus, πεζό δύο και άγιος ο Θεός. Θα μου πεις τι να το κάνεις 50 μέτρα από την είσοδο στο κτήριο; Είχα κάνει νωρίς check-in οπότε η βαλίτσα μου ήταν καταχωνιασμένη, έφαγα κάμποση ώρα να την περιμένω να εμφανιστεί. Ευτυχώς που είχε ροδάκια αλλιώς θα μου έβγαινε η ψυχή. Βγήκα στην αίθουσα αναμονής που γινόταν ένας μικρός χαμούλης και εκεί είδα τον πατέρα μου να με περιμένει. Ξεφώνισα από τη χαρά μου και παρατώντας κάτω βαλίτσα και σακβουαγιάζ πήγα να χωθώ στην αγκαλιά του.

    - «Μπαμπούλη μου!!!!!!» του είπα και χώθηκα μέσα στην αγκαλιά του.
    - «Κοριτσάκι μου!» μου απάντησε πριν αρχίζω να τον κατσιάζω στα φιλιά.
    - «Μου έλειψες μπαμπούλη, πολύ-πολύ-πολύ!»
    - «Κι εμένα μου έλειψες κοριτσάκι μου. Δώσε μου την βαλίτσα σου και το σακβουαγιάζ σου!»
    - «Ει! Δε θα σε φορτώσω σα γαϊδούρι ακόμα δε σε είδα!» διαμαρτυρήθηκα. «Θα πάρω εγώ το σακβουαγιάζ!»
    - «Ίδια η μάνα σου είσαι!» μου είπε. «Καλά, φέρε τη βαλίτσα. Αμάν παιδάκι μου, τι κουβαλάς μαζί σου, πέτρες;»
    - «Βιβλία! Πώς θα παραμείνω αριστούχα κάνοντάς σε περήφανο χωρίς τα βιβλία μου; Ε; Ε; Ε;» του είπα. Μου είχε λείψει η οικογένεια μου, έκανα σα χαζοχαρούμενο!
    - «Ναι, λες και περίμενα αυτό για να νιώσω περήφανος, μπούφο!» μου είπε.
    - «Αααχ, πόσο καιρό είχα να το ακούσω αυτό το μπούφο» του είπα χτυπώντας παλαμάκια με ενθουσιασμό, ήταν το αγαπημένο του πειρακτικό παρατσούκλι.
    - «Πώς ήταν η πτήση σου, κοριτσάκι μου;»
    - «Μια χαρά ήταν μπαμπούλη. Ούτε αναταράξεις, ούτε τίποτα!»
    - «Λοιπόν, πάμε, μας περιμένει η μαμά και ο Κωστής!»
    - «Ναι, πάμε!» του είπα. «Αααχ, το Ζετουλίνι μας!» φώναξα μόλις φτάσαμε στο αυτοκίνητο. Το είχε αγοράσει ο μπαμπάς στην αρχή της χρονιάς, VW Zetta, το οποίο είχα ονομάσει «Ζετουλίνι»

    Φορτώσαμε τα πράγματα στο πορτμπαγκάζ και ξεκινήσαμε για το σπίτι.

    - «Τι κάνει η γιαγιά;» με ρώτησε.
    - «Μια χαρά είναι, φτιάξαμε χθες και τσουρέκι για τη μαμά και σήμερα το πρωί τη βοήθησα να φτιάξει κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Τα έχω στο σακβουαγιάζ! Μπαμπά, πολύ στεναχωριέμαι που θα κάτσει μονάχη της τις γιορτές!»
    - «Ε, την ξέρεις τώρα.»
    - «Ξεροκέφαλη σαν το γιόκα της τον μεγάλο» την πείραξα. «Έχετε μιλήσει με το θείο το Γιάννη; Τι κάνουν;»
    - «Καλά είναι, φέτος θα πάνε να περάσουν τις γιορτές στο Βερμόντ, στα πεθερικά του»
    - «Θα έρθουν Ελλάδα;»
    - «Είπε ότι θα έρθουν το Πάσχα, θα δούμε. Δεν ενθουσιάζομαι να περάσω το Πάσχα μου στο Περιστέρι.»
    - «Γιατί δεν πάμε Καρδίτσα; Ευκαιρία να ξεκουνηθεί και λίγο η γιαγιά και να φάμε και κρέας της προκοπής!»
    - «Θα δούμε» μου απάντησε.
    - «Μπαμπά, θα πάρεις το Ζετουλίνι Αθήνα ή θα το αφήσεις εδώ στη μαμά;»
    - «Θα το αφήσω στη μαμά, εγώ θα έχω υπηρεσιακό στην Αθήνα. Θα το κατεβάσει Ιούνη»
    - «Το καλοκαίρι λέω να κάνω μαθήματα οδήγησης και να δώσω εξετάσεις για δίπλωμα.»
    - «Γιατί δεν κάνεις μαθήματα στο Ηράκλειο;» με ρώτησε.
    - «Άπαπαπα, με τους τρελούς εκεί! Αθήνα και πάλι Αθήνα!» του είπα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
    - «Ναι, λες και είναι καλύτεροι στην Αθήνα!»
    - «Μπαμπά, στην Κρήτη είναι άλλο επίπεδο!»
    - «Τι άλλο κάνατε στην Αθήνα, νεαρή;»
    - «Το Σάββατο πήγαμε για χορό στο Παλένκε και χθες το βράδυ είχαμε πάει σε Karaoke. Αχ, είχε πολλή πλάκα!»
    - «Karaoke? Αυτό που παίζει μουσική και τραγουδάς;»
    - «Ναι! Το ξέρεις;»
    - «Με έχει φάει η μητέρα σου να με πάει, γέρο άνθρωπο!»
    - «Να πάτε! Να πάτε! Τι λέω, να πάμε όλοι μαζί! Έχει πολύ γέλιο μπαμπά, περάσαμε απίθανα χθες.»
    - «Με ποιος είχες πάει;»
    - «Με τον Ανδρέα και τη Χριστιάνα»
    - «Τι κάνει το γαμπρουδάκι μου;» με ρώτησε πειρακτικά.
    - «Καλά είναι, ο Ανδρέας με πήγε στο αεροδρόμιο»
    - «Ναι, μου τα πρόλαβε η γιαγιά σου!»
    - «Ορίστε, κάνε γιαγιά να δεις καλό. Teddygranny!» είπα κάνοντας τον πατέρα μου να βάλει τα γέλια.
    - «Το ήξερες ότι ο Μαρίνος είναι παιδικός φίλος του Γιάννη;» με ρώτησε κάνοντάς μου το σαγόνι μου να πέσει στο πάτωμα.
    - «Μιλάς σοβαρά;;;; Δεν είχα ιδέα!»
    - «Εμ, αν μου είχες πει νωρίτερα το επίθετο του Ανδρέα θα το είχες μάθει νωρίτερα.»
    - «Νόμιζα ότι το ήξερες, σου είχα πει ότι ήταν ο αδερφός της συμμαθήτριάς μου της Ευτυχίας»
    - «Και που ήθελες να θυμάμαι το επίθετό τους βρε μπούφο;» με ρώτησε.
    - «Έχεις κι εσύ τα δίκια σου!»
    - «Τέλος πάντων, η γιαγιά σου ήταν που κατάλαβε ποιος ήταν ο πατέρας του γαμπρούλη μου»
    - «Γκρρρρ. Σταμάτα να τον λες γαμπρούλη σου!»
    - «Τώρα είναι που δεν πρόκειται να σταματήσω!» μου απάντησε.
    - «Ουφ, είμαι πολύ χαρούμενη που σε είδα για να σου κρατήσω μούτρα! Από αύριο δε σου υπόσχομαι, να ξέρεις!» του είπα και σταύρωσα τα χέρια μου κερδίζοντας πάλι το γέλιο του. Λίγη ώρα αργότερα φτάσαμε στο σπίτι αλλά δεν είχε να παρκάρει μπροστά. Σταμάτησε το αυτοκίνητο με τα alarm και κατέβηκε για να βγάλει από το πορτμπαγκάζ βαλίτσα και σακβουαγιάζ.
    - «Ανέβα πάνω και θα αφήσω το αμάξι και θα έρθω κι εγώ. Η μαμά σου έχει φτιάξει στιφάδο που σ’ αρέσει, τώρα θα φάμε, σε περιμέναμε να φάμε όλοι μαζί!»
    - «Αχ μπαμπούλη μου σας ευχαριστώ!»
    - «Άντε, σουσουραδίτσα» είπε αποκαλώντας με το άλλο του αγαπημένο χαϊδευτικό, πήγαινε πάνω κι έρχομαι κι εγώ!»

    Κατέβηκα στο πεζοδρόμιο και έβγαλα από την τσάντα μου τα κλειδιά που είχα να χρησιμοποιήσω από τις αρχές του Σεπτέμβρη, άνοιξα την πόρτα και σούρνοντας τη βαλίτσα πήγα μέχρι το ασανσέρ. Μέναμε κι εμείς σε ρετιρέ, αλλά δεν ήταν σαν το …παλάτι της Χριστιάνας. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα.

    - «Μαμά! Κωστή!» φώναξα παρατώντας τα πράγματα κάτω.
    - «Αγάπη μου!» είπε η μητέρα μου και χώθηκα στην αγκαλιά της κατσιάζοντάς την με τη σειρά της. «Μανουλίτσα μου! Μαμάκα μου! Μου έλειψες» της είπα συνεχίζοντας το κάτσιασμα.
    - «Ήρθες σπασίκλα;» άκουσα τον αδερφό μου να λέει που ωστόσο χαμογελούσε από το ένα αυτί μέχρι το άλλο.
    - «Έλα εδώ ρε βλαμμένο!» του είπα και τον πήρα αγκαλιά και τον γέμισα και εκείνον φιλιά. «Ορίστε, μέχρι και η βλακόφατσά σου μου είχε λείψει, από εκεί να καταλάβεις» τον πείραξα.
    - «Μωρέ τι μας λες;» μου είπε και μου έβγαλε κοροϊδευτικά τη γλώσσα του.
    - «Ο μπαμπάς έχει πάει να παρκάρει» τους πληροφόρησα. «Μαμά, πάω να πάρω ένα τηλέφωνο τον Ανδρέα να του πω ότι έφτασα και επιστρέφω» της είπα.
    - «Άντε, πήγαινε!» μου είπε.

    Πήγα στο δωμάτιό μου, και άφησα τη βαλίτσα μου και γύρισα στο χολ όπου ήταν το ένα από τα δύο τηλέφωνα, το άλλο ήταν στο δωμάτιο των γονιών μου. Πήρα τηλέφωνο στο σπίτι του Ανδρέα. Μετά από μερικούς χτύπους το σήκωσε ο ίδιος.

    - «Παρακαλώ;» άκουσα τη φωνή του και παραλίγο να με πάρουν επιτόπου τα ζουμιά.
    - «Έλα μωρό μου, μόλις μπήκα σπίτι.» του είπα
    - «Πώς ήταν η πτήση;» με ρώτησε
    - «Μια χαρά ήταν, ούτε καθυστέρηση ούτε τίποτα. Στο αεροδρόμιο με περίμενε ο μπαμπάς. Παρκάρει και ανεβαίνει.»
    - «Εντάξει ματάκια μου. Το τηλέφωνό σου το έχω, τι ώρα μπορώ να σε πάρω αύριο;»
    - «Ό,τι ώρα θέλεις. Ο Κωστής και η μαμά θα είναι στο σχολείο και ο μπαμπάς στην Ταξιαρχία.»
    - «Ωραία, γύρω στις 10:00 φαντάζομαι θα έχω ξυπνήσει. Θα τα πούμε αύριο το πρωί, εντάξει; Σε αφήνω τώρα να δεις τους δικούς σου και να ξεκουραστείς. Σε αγαπάω!»
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω Ανδρέα μου. Καληνυχτούδια μωρό μου»
    - «Καληνύχτα, ματάκια μου» μου είπε και έκλεισα το τηλέφωνο.
    - «Σιγά, σου τρέχουν τα μέλια» με πείραξε ο αδερφός μου.
    - «Μιας και λέμε για σάλια που τρέχουν, τι κάνει η Αμαλία;» τον ρώτησα, πειράζοντάς τον. Ήταν η καψούρα του.
    - «Μου έριξε μια χυλόπιτα όλη δική μου» μου ομολόγησε αναστενάζοντας.
    - «Δεν πειράζει Κωστή μου, αυτή χάνει!»
    - «Μην τα λες σε μένα, σε αυτήν να τα πεις! Ορίστε, στεναχωρήθηκα τώρα, θα πάω να φάω μελομακάρονα της γιαγιάς; Που τα έχεις καταχωνιάσει;»
    - «Στο σακβουαγιάζ είναι» του είπα και γύρισα στο σαλόνι όπου καθόταν η μάνα μου.
    - «Τι κάνεις αγάπη μου;» με ρώτησε.
    - «Καλά είμαι μαμουλίνι μου. Πεινασμένη και κουρασμένη». Εκείνη την ώρα ανέβηκε στο σπίτι και ο μπαμπάς. «Καλά βρε μπαμπά, πού πάρκαρες, στα Καρδάμυλα;» τον ρώτησα.
    - «Κάπου εκεί κόντεψα να φτάσω. Τέλος πάντων. Ειρήνη, δε βάζεις να φάμε;»
    - «Ναι, πάω!» είπε.
    - «Έρχομαι κι εγώ» της είπα και πήγα μέσα να τη βοηθήσω. Έκοψα τη σαλάτα και το ψωμί. «Μαμά, μπύρα θα πιείτε;» τη ρώτησα.
    - «Ναι, μπύρα» μου απάντησε. Αν και αναψυκτικά δεν πολυπίναμε στο σπίτι, λόγω της ημέρας είχαν πάρει μια κόκα-κόλα. Την έβγαλα για να πιει ο Κωστής, εγώ θα έπινα μπύρα.
    - «Για ελάτε» φώναξα είπα αφού έβαλα τη σαλάτα, το ψωμί, τα πιάτα και τα ποτήρια στο τραπέζι.

    Πέσαμε πάνω στο φαγητό σα λύκοι. Συνήθως ο μπαμπάς ξεπλένει τα πιάτα και τα βάζει στο πλυντήριο ενώ η μαμά σκουπίζει το τραπέζι και αδειάζει τα αποφάγια στα σκουπίδια, αλλά αυτή τη φορά δεν τους άφησα, τα έκανα εγώ και τα δύο. Ο μικρός πήγε στο δωμάτιό του για να κοιμηθεί, είχε σχολείο την επόμενη. Κάθισα με τη μαμά και το μπαμπά στο σαλόνι και μέχρι σχεδόν τις 01:00 τους έλεγα για τη ζωή μου στην Κρήτη και για τη σχολή. Έλαμπαν και οι δύο από περηφάνια για τους βαθμούς μου, πολύ το χάρηκα. Πριν το σχολάσουμε ωστόσο ο πατέρας μου είχε την έκπληξη της βραδιάς.

    - «Και τώρα το δώρο, που σου είχα τάξει» μου είπε. Έβγαλε ένα χαρτί από το χαρτοφύλακά του και μου το έδωσε. Διάβασα το χαρτί και το σαγόνι μου έπεσε στο πάτωμα.
    - «Τι… τι είναι αυτό;»
    - «Μου το έφτιαξε ένας έφεδρος στην Ταξιαρχία, έχει τελειώσει πολυτεχνείο. Του ζήτησα το καλύτερο, χωρίς τσιγκουνιές και μου έδωσε αυτή τη λίστα. Μου είχες πει ότι θέλεις υπολογιστή, σου κάνει;»
    - «Μιλάς σοβαρά;» του είπα σχεδόν τρέμοντας. «Pentium, με 32 Mb Ram, 2Mb κάρτα γραφικών, κάρτα ήχου, έγχρωμη 15άρα οθόνη, 2x cd-rom και 520 Mb δίσκο και με ρωτάς αν μου κάνει; Θεούλη μου, πες μου ότι μιλάς σοβαρά, τρέμουν τα πόδια μου. Μπαμπά αυτός κάνει πάνω από εκατομμύριο!»
    - «Να μη σε νοιάζει πόσο κάνει, αυτό είναι δουλειά μου. Ο υπολογιστής σου κάνει; Θα κάνεις τη δουλειά σου;» και αντί απάντησης έβαλα τα κλάματα από τη συγκίνησή μου, ούτε σε χίλια χρόνια δε θα το περίμενα.
    - «Της κάνει» απάντησε η μητέρα μου.
    - «Σας ευχαριστώ! Σας ευχαριστώ!» τους είπα και πήγα και πήρα αγκαλιά πρώτα τον έναν και μετά τον άλλον.
    - «Θα τον παραλάβεις από το Πλαίσιο, στη Στουρνάρα, στις 7/01» μου είπε.
    - «Μπαμπά, το εισιτήριο μου είναι για τις 07/01 το απόγευμα, δε νομίζω να το προλάβω ανοιχτό» του είπα.
    - «Ε θα πας το επόμενο πρωί να το πάρεις. Σάββατο πρωί είναι ανοιχτά. Το πρόβλημα θα είναι πως θα το κουβαλήσεις στο καράβι»
    - «Αυτό δεν είναι πρόβλημα, να είναι καλά το …γαμπρουδάκι σας» τους πείραξα. «Ο Ανδρέας ανέβηκε με αυτοκίνητο στην Αθήνα.»
    - «Θα κάνω ότι δεν το άκουσα» είπε ο πατέρας μου. «Αρκετές συγκινήσεις είχα για μια μέρα, 55 χρονών άνθρωπος!» μου δήλωσε. «Ειρήνη, θα πάω να ξαπλώσω» είπε στη μητέρα μου.
    - «Έρχομαι κι εγώ, κλείνουν τα μάτια μου» είπε και εκείνη.

    Τους καληνύχτισα φιλώντας τους και τους δύο. Όσο για μένα, άντε τώρα να με πάρει ο ύπνος! Πραγματικά έπεσα από τα σύννεφα, ο υπολογιστής που μου έκαναν δώρο ήταν πανάκριβος. Εγώ θα ήμουν ευχαριστημένη και με ένα 386 και μου έκαναν δώρο το θηρίο με τον Pentium! Πήγα στο δωμάτιό μου. Ο Amstrad, ήταν ακόμα εκεί, δεν άφηναν τον αδερφό μου να τον πάρει στο δωμάτιό του για να μην ξενυχτάει. Κάθισα και τον άνοιξα χαϊδεύοντας τρυφερά το πληκτρολόγιο. Έβαλα τη δισκέτα με το art-studio-ii και έγραψα run “studio”. Λίγη ώρα αργότερα φόρτωσε το αγαπημένο μου πρόγραμμα που χρησιμοποιούσα για να ζωγραφίζω στον υπολογιστή. Γέμισα την οθόνη με σύννεφα και καρδούλες και «Ανδρέα, σ’ αγαπώ»

    Οι υπόλοιπες μέρες πέρασαν άλλοτε χωρίς να τις καταλάβω και άλλοτε βασανιστικά αργά, κυρίως με διάβασμα για την εξεταστική και χρόνο με την οικογένεια. Ο Ανδρέας πάντως είχε κρατήσει το λόγο του, κάθε μέρα μιλούσαμε τουλάχιστον ένα τρίωρο. Ομοίως -αν και όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό- κατάφερα και μίλησα και με τη Χριστιάνα. Την Πέμπτη, τρεις μέρες αφού είχα φύγει, ο Ανδρέας βγήκε για ποτά με την Χριστιάνα, τον Βαγγέλη και την Κατερίνα. Πριν βγουν για ποτά είχαν πάει στο σπίτι ενός φίλου του Βαγγέλη στο οποίο έκανε πρόβες η μπάντα που είχαν. Ο Ανδρέας είχε βρει την ευκαιρία και είχε παίξει στην ηλεκτρική κιθάρα αλλά και τραγουδήσει κάποια κομμάτια.

    Ο Βαγγέλης και η Κατερίνα ενθουσιασμένοι του είχαν ζητήσει να τραγουδήσει και να παίξει κιθάρα και ο Ανδρέας ως guest στο live που θα έκαναν στο ροκάδικο στο Χαλάνδρι, στις 9 του Γενάρη. Βέβαια έπρεπε να κάνουν κάμποσες πρόβες πριν, το οποίο σήμαινε με τη σειρά του ότι θα έπρεπε να γυρίσει από Ναύπλιο πιο νωρίς απ’ ότι υπολόγιζε, οπότε στην αρχή δεν το πολύ-έψηνε. Πέσανε πάνω του Χριστιάνα και Κατερίνα και, δύο παστίτσια και τρία γαλακτομπούρεκα αργότερα, είπε το ναι. Μεταξύ μας, είμαι σίγουρη πως από την αρχή ήθελε να πει το ναι, αλλά μας έκανε το δύσκολο για να περιδρομιάσει και πάλι, το κροκοδειλάκι.

    Ουφ, ζήλευα που δεν ήμουν εκείνο το βράδυ μαζί τους ή δε θα παρακολουθούσα κι εγώ τις πρόβες αλλά τι να κάνω; Σάλιο και υπομονή, που έλεγε ο Τασούλης. Μεταξύ μας, τα κολπικά υγρά είναι προτιμότερα από το σάλιο σε αυτές τις περιστάσεις και το μωράκι μου σχεδόν πάντα τα προτιμούσε ως λιπαντικό, αν εξαιρέσουμε εκείνο το πρωί στα κατσάβραχα που έτσουξε Θανάση μου, με όλους τους δυνατούς τρόπους. Το μόνο άλλο συναρπαστικό που συνέβη ήταν σε ένα σιμουλτανέ που είχε προγραμματίσει η σκακιστική λέσχη με καλεσμένο ένα πασίγνωστο -και συνομήλικό μου- grand master , τον Vladimir Kramnic, ο οποίος έκανε πλάκα σε όλους τους υπόλοιπους και την βρήκε από την yours truly, και μπράβο μου! Βέβαια η αλήθεια είναι πως αν ήταν πλήρως αφοσιωμένος σε μένα δε θα είχα καταφέρει να τον κερδίσω, πράγμα που αποδείχτηκε την επόμενη μέρα όταν σε πέντε παρτίδες rapid κέρδισε τις τρεις ενώ με τα χίλια ζόρια κατάφερα και του απέσπασα δύο ισοπαλίες και αυτές έχοντας τα άσπρα! That been said το γεγονός ότι μια «ντόπια» κατάφερε να κερδίσει τον Kramnic, έστω και σε σιμουλτανέ αγώνα επίδειξης, βρήκε το δρόμο του στα τοπικά πρωτοσέλιδα.

    Θα έχω να το λέω μέχρι τα βαθιά μου γεράματα, ότι στα 18,5 μου πήρα παρτίδα από τον άνθρωπο που έμελλε να γίνει ο αδιαφιλονίκητος βασιλιάς στο σκάκι τη δεκαετία του 2000!!!

    Το άλλο highlight ήταν όταν στις 4 του Γενάρη πήραν από το Πλαίσιο τηλέφωνο στο σπίτι και με ενημέρωσαν ότι ο υπολογιστής ήταν έτοιμος να περάσω να τον παραλάβω. Τους είπα ότι θα επέστρεφα Αθήνα απόγευμα Παρασκευής στις 7 του μήνα και ότι δε θα προλάβαινα και μου είπαν ότι θα μπορούσα να περάσω το Σάββατο μέχρι τις 14:00, από τη Στουρνάρα όπου ήταν το μαγαζί να το πάρω. Μου τρέχανε τα σάλια στη σκέψη και να δω που θα τον έβαζα όταν κατέβαινα Ηράκλειο. Το συζήτησα με τον πατέρα μου και είπε ότι θα μιλούσε με την Κυρά-Ματούλα ώστε να πληρώσουμε εμείς βιβλιοθήκη και γραφείο και να μας τα αφαιρέσει από το νοίκι. Το είπε και το έκανε και η κυρά-Ματούλα δέχτηκε, είχε γνωστό της ξυλουργό ο οποίος θα μπορούσε να το φτιάξει στο σχέδιο που θα του ζητούσα και σχετικά φτηνά.

    Ομολογώ ότι εγώ δεν το έχω με το σχέδιο αλλά ας είναι καλά το βλαμμένο το αδερφάκι μου που κατάφερε να μετατρέψει την καρικατούρα μου σε κάτι αξιοπρεπές που δε θα έκανε τον ξυλουργό να βάλει τα κλάματα. Στον Κωστή άρεσε από μικρό τόσο το σχέδιο όσο και η ζωγραφική και το κωλόπαιδο είχε ταλέντο. Από μικρός ήθελε να γίνει αρχιτέκτονας, σαν το θείο το Γιάννη, και η αλήθεια είναι ότι και το ταλέντο είχε αλλά ήταν και του λόγου του πολύ επιμελής και καλός μαθητής, σαν τη μεγάλη του αδερφή. Και όχι επειδή είναι αδερφός μου αλλά ήταν και γλυκούλης και ψηλός, αυτή η Αμαλία πρέπει να ήταν μεγάλο βλήμα για να του ρίξει χυλόπιτα!

    Παρά το γεγονός ότι ανυπομονούσα να δω τον Ανδρέα η αλήθεια είναι ότι την Παρασκευή το απόγευμα που με πήγαν οικογενειακώς στο αεροδρόμιο, ένα σφίξιμο στην καρδιά μου το ένιωσα. Θα μου έλειπε η οικογένειά μου και εκτός εξαιρετικού απροόπτου θα τους έβλεπα ξανά όλους μαζί το Πάσχα. Προς τα τέλη του μήνα θα έφευγε και ο μπαμπάς από τη Χίο, οπότε η οικογένεια θα ήταν σκορπισμένη σε όλη την Ελλάδα. Μου είπε ότι θα πήγαινε γύρω στις 20 του μήνα καθώς έπρεπε να γίνουν κάποιες δουλειές στο σπίτι στο Περιστέρι. Μέρος της οικοσκευής που θα μετακόμιζε τέλη Γενάρη ήταν και το κρεββάτι μου, καθώς θα το χρησιμοποιούσε ο ίδιος μέχρι να κάνουμε την τελική μετακόμιση στα μέσα του Ιούνη.

    Εμένα το δάκρυ πήγε κορόμηλο σε όλη τη διάρκεια από την άφιξη στο αεροδρόμιο μέχρι και τον έλεγχο χειραποσκευών. Τους αγκάλιασα και τους φίλησα και τους τρεις και με τα μάτια κόκκινα από το κλάμα πέρασα από το μηχάνημα. Γύρισα και τους χαιρέτησα από μακριά για τελευταία φορά και πήγα στην αίθουσα αναμονής της πύλης από την οποία θα βγαίναμε. Σε αντίθεση με τον ερχομό μου, στην επιστροφή δεν είχε πολύ κόσμο. Το σακβουαγιάζ αυτή τη φορά δεν θα έπιανε πολύ χώρο, οπότε ανέβηκα στο αεροπλάνο με την ησυχία μου.

    Η αναχώρηση ήταν στις 19:30, καλώς εχόντων των πραγμάτων στις 20:30 θα ήμουν Αθήνα. Είχε καλό καιρό σε όλη τη χώρα οπότε το ταξίδι αναμενόταν ήσυχο και χωρίς αναταράξεις. Φύγαμε τελικά στις 19:45 με δεκαπέντε λεπτά καθυστέρηση. Η πτήση ήταν ήσυχη, όπως αναμενόταν, και στις 20:30 είδα από κάτω μας τα φώτα της Αθήνας. Προσγειωθήκαμε πέντε λεπτά αργότερα. Μέχρι τις 20:40 είχα πάρει και τη βαλίτσα μου, οπότε βγήκα έξω όπου με περίμενε το μωρουλίνι μου.

    - «Μωρουλίνι μου!!!!» φώναξα και πήγα και χώθηκα στην αγκαλιά του. Με άρπαξε και με σήκωσε και με έφερε τρεις σβούρες και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τις χαρούμενες τσιρίδες μου. Με έσφιξε πάνω του και επιτέλους μετά από τόσες μέρες, γεύτηκα ξανά τα χείλη του. Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα μείναμε κολλημένοι ο ένας στον άλλον, χαμένοι στο φιλί μας. «Μου έλειψες, πολύ-πολύ-πολύ» του είπα όταν καταφέραμε να ξεκολλήσουμε.
    - «Κι εμένα μου έλειψες καρδούλα μου. Μετρούσα αντίστροφα τις μέρες σαν το φαντάρο που περιμένει να απολυθεί!»

    Πήρε τη βαλίτσα μου και πήγαμε στο πάρκινγκ, είχε έρθει με το Θρασύβουλα.

    - «Θρασυβουλίνι μου!!!» φώναξα χτυπώντας ενθουσιωδώς παλαμάκια κάνοντας τον Ανδρέα να γελάσει.
    - «Πέρνα μέσα βρε σουσουράδα!» μου είπε.
    - «Έτσι με λέει και ο μπαμπάς, σουσουραδίτσα!» του είπα.
    - «Τα μεγάλα πνεύματα, συναντιόνται!» μου δήλωσε.

    Δε ρώτησε πως τα πέρασα, κάθε μέρα μιλούσαμε γύρω στο τρίωρο.

    - «Μωρό μου, αύριο το πρωί θα πάμε στο πλαίσιο να πάρω τον υπολογιστή; Δε θέλω να ψάχνω ταξί φορτωμένη με δαύτον!»
    - «Ναι, καρδούλα μου, αφού το είπαμε!»
    - “Better safe than sorry!” του δήλωσα χαμογελαστή.
    - «Θέλεις να βγούμε αργότερα απόψε ή νιώθεις κουρασμένη;»
    - «Αμέ! Απλά να μην το ξενυχτίσουμε.»
    - «Όχι, δε θα το ξενυχτίσουμε, θέλω να είμαι και φρέσκος για αύριο το βράδυ!»
    - «Νιιιιιι» είπα χτυπώντας παλαμάκια.
    - «Άντε, να δούμε πως θα πάει κι αυτό!»
    - «Πολύ καλά θα πάει μωρουλίνι μου, θα τους σκίσεις!»
    - «Αν με πάρουν με τα σάπια λάχανα θα στρώσω στο κυνήγι Κατερίνα και Χριστιάνα μέχρι να πατήσουν μαύρο χιόνι!»
    - «Για το γαλακτομπούρεκο και το παστίτσιο το έκανες και άσε τα σάπια! Σε μάθαμε κύριε!»
    - «Αν είναι ποτέ δυνατόν!» μου είπε και καλά αγανακτισμένος. Με πειράγματα εκατέρωθεν και παρόλο που είχε κάμποση κίνηση δεν καταλάβαμε πότε φτάσαμε στο σπίτι της γιαγιάς, γύρω στις δέκα παρά. «Τι ώρα να περάσω;»
    - «Να δω λίγο τη γιαγιά, να κάνω ένα ντουζάκι και να αλλάξω. Να πούμε γύρω στις 23:00;» τον ρώτησα.
    - «Ναι, μια χαρά. Έλα, θα φέρω εγώ τη βαλίτσα μέσα!» μου είπε και κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο. Πήγε στο πορτμπαγκάζ και ζαλώθηκε τη βαλίτσα μου και την κουβάλησε μέχρι την πόρτα. Του έδωσα ένα φιλάκι και έφυγε. Ξεκλείδωσα και μπήκα μέσα.
    - «Γιαγιά;» φώναξα.
    - «Στο δωμάτιο είμαι, έχω ξαπλώσει» μου απάντησε. Πήγα μέσα στο δωμάτιο και έσκυψα και τη φίλησα, έβλεπε τηλεόραση.
    - «Γιαγιάκα, θα κάνω ένα μπανάκι και θα βγούμε για ένα γρήγορο ποτό με τον Ανδρέα. Δε θα αργήσω, κατά τις 01:00 το πολύ θα είμαι πίσω, έχουμε αύριο το πρωί να πάμε και στο κέντρο να παραλάβω τον υπολογιστή μου»
    - «Ναι, μου το είπε ο πατέρα σου. Αν πεινάς, στο φούρνο έχει μπιφτέκια και στο κατσαρολάκι πουρέ».
    - «Εντάξει γιαγιάκα. Θα πάω να φάω και μετά θα κάνω ένα ντουζάκι. Θα σε προλάβω πριν φύγω;»
    - «Δε νομίζω, ήδη έχω γλαρώσει.»
    - «Τότε καληνύχτα γιαγιούλα μου» της είπα και έσκυψα και τη φίλησα. «Δε θα αργήσω το βράδυ!» συμπλήρωσα και έφυγα από το δωμάτιό της.

    Δεν πεινούσα είναι η αλήθεια αλλά μου άρεσε πολύ ο πουρές όπως τον έφτιαχνε η γιαγιά, αν και η μαμά και η άλλη γιαγιά τα έκαναν καλύτερα τα μπιφτέκια. Αποφάσισα όσο περίμενα τον θερμοσίφωνα να ζεστάνει, να πάω να τσιμπήσω. Ούτε τα μπιφτέκια ούτε ο πουρές είχαν κρυώσει τελείως, θα πρέπει να τα είχε φτιάξει ή να τα είχε ζεστάνει πριν καμιά ώρα. Δεν ήθελα να πιώ οπότε συνόδεψα το φαγητό με νεράκι του Θεού. Όταν τελείωσα μάζεψα και έπλυνα τα πιάτα μου και πήγα στο δωμάτιο μου, γδύθηκα και μπήκα για ένα γρήγορο ντουζ. Είχα τρελές ορέξεις, τόσες μέρες δεν είχα παίξει με τον εαυτό μου και είχα αρχίσει να γίνομαι κουδούνι. Αποφάσισα ότι αντί για έξοδο θα τον έβαζα να πάμε πίσω από τα εργοστάσια για να τρυγήσω το άγουρο κορμί του, όχι ότι αυτό θα του κατέστρεφε το πρόγραμμα, αυτό θα του έλειπε!

    Για να τον σκανδαλίσω ακόμα περισσότερο φόρεσα κοντή φούστα και από πάνω ένα προκλητικό μπλουζάκι με βαθύ ντεκολτέ, χωρίς σουτιέν. Αν και περισσότερο μπελάς, αποφάσισα να φορέσω και ένα ακόμα πιο προκλητικό δικτυωτό καλτσόν. Κόντευε να πάει 23:00 όταν τελείωσα, φόρεσα τα μαύρα μου γοβάκια που τόσο του αρέσουν και από πάνω το σακάκι μου. Φόρεσα και το παλτό μου και βγήκα έξω με σκοπό να τον περιμένω αλλά με είχε προλάβει. Κατέβηκε από τον Θρασύβουλα χαμογελαστός και ήρθε και με φίλησε.

    - «Τι κορίτσαρο έχω εγώ; Ωχ Παναγία μου» είπε όταν πρόσεξε το καλτσόν. «Θέλεις να παρεκτραπώ; Αυτό θέλεις;» με ρώτησε.
    - «Εμ, γιατί τα φόρεσα, για να πάμε στον εσπερινό;»
    - «Δε με λυπάσαι τόσες μέρες μοναχούλη;»
    - «Καθόλου!» τον διαβεβαίωσα κάνοντάς τον να αναστενάξει. Μου άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και πέρασα μέσα. Μπήκε και εκείνος και έβαλε μπροστά με το μάτι του πότε στο μπούστο μου, πότε στα πόδια μου. «Ψιτ νεαρέ, ευθεία κοιτάμε!» τον πείραξα.
    - «Μια κουβέντα είναι αυτή» είπε αναστενάζοντας. «Λέω να πάμε στη Le Chateau, είναι ένα ήσυχο μαγαζάκι κοντά στο ΙΚΑ». Αν και είχα ντυθεί έτσι για να τον προκαλέσω να με πάει στα εργοστάσια να βγάλουμε τα μάτια μας, βλέποντάς τον να μη μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω μου, αποφάσισα να του παρατείνω λίγο την αγωνία. Βασικά αυτό που ήθελα ήταν να με βάλει κάτω και να μου πετάξει τα μάτια έξω και αν αυτό συνοδευόταν και από καμιά σφαλιάρα στα κωλομέρια, ακόμα καλύτερα. «Μωρέ θα σε κάνω άλογο» σκέφτηκα από μέσα μου.
    - «Ό,τι θες μωρουλίνι μου» του απάντησα, κερδίζοντας νέο στεναγμό.

    Δέκα λεπτά αργότερα φτάσαμε στη Le Chateau. Ήταν Παρασκευή βράδυ και είχε αρκετό κόσμο. Ανατρίχιασα διαπιστώνοντας ότι τραβούσα πάνω μου τα αντρικά βλέμματα, κάτι το οποίο διαπίστωσε και ο Ανδρέας και με πήρε ευγενικά μεν κτητικά δε από το μπράτσο και πήγαμε και κάτσαμε. Ήταν όμορφο μαγαζί, όχι πολύ μεγάλο στο μέγεθος. Είχε και κήπο και τραπέζια έξω, αλλά αυτά ήταν για άνοιξη και καλοκαίρι. Η μουσική που έπαιζε ήταν μοντέρνα χορευτική. Ήρθε η σερβιτόρα και παραγγείλαμε ένα white Russian εγώ, το είχα λατρέψει, και ο Ανδρέας πήρε το συνηθισμένο του τζιν με τόνικ.

    - «Τι θα τραγουδήσεις αύριο;»
    - «Και θα παίξω και θα τραγουδήσω, ξεκωλοθήκαμε στις πρόβες για 4-5 τραγούδια, όλα κι όλα. Βασικά θα παίξουν αρκετά δικά τους αλλά εγώ δε θα συμμετέχω σε αυτά. Προβάραμε το Crazy Train, το Mr. Crowly, το Gypsy queen, το Mexican και το Sails of Charon.»
    - «Γυναίκα δεν το τραγουδάει το Mexican;» τον ρώτησα.
    - «Θα το τραγουδήσει η Κατερίνα, η φωνή της ταιριάζει.»
    - «Αχ, ωραία!» είπα χτυπώντας παλαμάκια.

    Ήπιαμε τα ποτά μας με χαλαρή συζήτηση αλλά κάποια στιγμή με πήρε πάνω του και με φίλησε και ένας Θεός ξέρει πως κρατηθήκαμε και δε βγάλαμε τα μάτια μας δημοσίως. Είχε γίνει πύραυλος, με μπαλαμούτιασε κανονικότατα. Όχι ότι εγώ πήγαινα πίσω, μπορεί να ήμασταν σε μια άκρη αλλά και μόνο η ιδέα ότι μου χούφτωνε το στήθος ενώ γύρω μας υπήρχε κόσμο είχε κάνει τα κάτω μου να θυμίζουν rainforest την εποχή των μουσώνων. Κρίνοντας από τη λύσσα του, μάλλον θα τον πετύχαινα το στόχο μου: να με βάλει κάτω και να μου αλλάξει τα φώτα. Τι να πω, what Phoebe wants is what Phoebe gets. Με το που τελειώσαμε τα ποτά μας, ούτε 40 λεπτά δεν είχαμε κάτσει, μου σφύριξε λήξη!

    - «Από τώρα θα φύγουμε, μωρουλίνι μου; Είπαμε ότι αύριο θα ξυπνήσουμε νωρίς, αλλά όχι και να πέσουμε για ύπνο από τις δώδεκα!»
    - «Με αυτό το πλευρό να κοιμάσαι!» μου είπε και με πήρε αγκαλιά από τη μέση και βγήκαμε έξω. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και σε χρόνο ρεκόρ, ήμασταν στα εργοστάσια πίσω από την Τσαλαβούτα.
    - «Αυτό είχες στο μυαλό σου αχρείε;» τον ρώτησα όταν φτάσαμε. Αντί απάντησης έκανε το κάθισμά του λίγο πιο πίσω.
    - «Ρωξάνη, ομιλείς πολύ Ρωξάνη!» μου είπε και με έπιασε και πίεσε το κεφάλι μου προς τα κάτω. Χαζή δεν ήμουν, το έπιασα το υπονοούμενο. Του έλυσα τη ζώνη του παντελονιού και του το ξεκούμπωσα. Δεν το έβγαλε, τράβηξε προς τα κάτω το μποξεράκι ελευθερώνοντας το …θηρίο. Αχ, πόσο μου είχε λείψει!

    Χωρίς να χάσω δευτερόλεπτο τον πήρα στο στόμα μου και του έγλειψα απαλά το κεφαλάκι. Πίεσε το κεφάλι μου ακόμα περισσότερο και τον πήρα όλον στο στόμα μου. Πόσο μου είχε λείψει αυτή η υπέροχη, ανδρική του γεύση. Αφιερώθηκα με όλη μου την ψυχή στο θεάρεστο έργο μου. Πρέπει να είχε πολλές μέρες να εκτονωθεί, αφενός τέλειωσε σε χρόνο ρεκόρ και αφετέρου κόντεψε να με πνίξει. Μία ώρα κατάπινα και τελειωμό δεν είχε. Εμ δε με άφησε, συνέχισα να του τον ρουφάω και να του τον γλείφω μέχρι που του έγινε ξανά κάγκελο και -μεταξύ μας- δεν του πήρε και πολύ ώρα. Αν αποφάσιζε να αρχίσει τώρα τα προκαταρκτικά θα του άνοιγα το κεφάλι, ήμουν μούσκεμα! Μου έκανε νόημα να βγούμε έξω και φαντάστηκα ότι ήθελε να περάσουμε στο πίσω κάθισμα.

    Αμ δε! Ο λυσσάρης με έβαλε να γείρω πάνω στο αυτοκίνητο, μου σήκωσε τη φούστα, μου κατέβασε -προσεκτικά είναι η αλήθεια- το καλτσόν και το κιλοτάκι και χωρίς πολλά-πολλά οδήγησε το όργανό του μέσα μου προκαλώντας γαυγίσματα από τα σκυλιά της περιοχής που μάλλον δεν τους άρεσε το «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» που έκανα. Θα μου πεις σε σοκάκι ήμασταν, σκοτάδια είχε, αλλά ξέρω γω; Μπορεί να υπήρχε κανείς μπανιστιρτζής φύλακας. Δε βαριέσαι, αν υπήρχε θα απολάμβανε το σόου. Με χούφτωσε από τα στήθη και άρχισε κυριολεκτικά να με οργώνει, κάνοντάς με να δω αστεράκια, πεταλουδίτσες και πουλάκια, από αυτά που κάνουν τσίου-τσίου και όχι πίου-πίου, όπως του κυρίου καλή ώρα. Είχα που είχα μέρες να κάνω σεξ, είχα που είχα τον Ανδρέα να κάνει σαν κάποιο που αποφυλακίστηκε μετά από 20 χρόνια, ήταν και η ιδέα… δηλαδή τι ιδέα, η πράξη, του δημόσιου σεξ, προκάλεσα ακόμα πιο δυνατά γαυγίσματα. Μωρέ να λυσσάξουν, εγώ ξελύσσαξα, τέλειωσα τρεις φορές!

    Ο κύριος όμως καθώς ήταν μετά από πίπα είχε ακόμα αντοχές. Τραβήχτηκε από μέσα μου και με έβαλε και έσκυψα στο καπό. Βέβαια αυτό το ενάμισι μέτρο το έκανα σαν πιγκουίνος αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες! Σημασία είχε ότι και τις σφαλιάρες μου έφαγα στο κωλαράκι μου και το ίδιο ξανασυστήθηκε μετά από τόσες μέρες με τον πρόεδρο. Και μπορεί να έτσουξε Θανάση μου, αλλά μου άρεσε, πολύ μου άρεσε! Στην αρχή βέλαξα ελαφρώς, είναι η αλήθεια, αλλά αγριάδες δεν ήθελα; What Phoebe wants is what Phoebe gets, μου έκανε το κωλαράκι μου χωνί. Και να λέω πάλι καλά που είχε προηγηθεί πίπα πριν γιατί αν είχε βγάλει αυτή την ποσότητα όταν τέλειωσε μέσα στο κωλαράκι μου θα ήταν σαν κλύσμα. Και φυσικά δεν είχαμε ατύχημα γιατί καθότι προνοητικό κορίτσι, όταν έκανα ντουζ είχα πάρει τα μέτρα μου. Στο μεσο-μακροπρόθεσμο προγραμματισμό δε με πιάνει κανείς!

    Τρίτο γύρο για το μωρουλίνι μου δεν είχε, αφενός γιατί ο πρόεδρος θα ζητούσε επίδομα βαρέων και ανθυγιεινών και αφετέρου δεν υπήρχε και κάποιο μέρος να ξεπλυθεί από την αμαρτία, και δεν είμαστε για κολπίτιδες. That been said, εγώ δεν είχα τέτοιο θέμα και με έβαλε κάτω ο Ανδρέας μου και έκανα τα σκυλιά να ξαναγαβγίσουν, παρόλο που είμασταν στο πίσω κάθισμα με κλειστά τζάμια, δικαιώνοντας πλήρως όσους υποστηρίζουν τη χρησιμότητα μιας ξένης γλώσσας.

    - «Μωράκι μου πάμε για νάνι; Νύσταξα και έχουμε να τρέχουμε και στο Πλαίσιο, πρωινιάτικα!» του είπα.
    - «Δηλαδή με έφερες εδώ, με γλέντησες, με ξεζούμισες, τρύγησες το άγουρο κορμί μου και wham bam thank you ma’am?»
    - «Αν εξαιρέσουμε ότι εσύ με έφερες εδώ, κατά τα άλλα όπως τα είπες!» του απάντησα.
    - «Ορίστε, με λέει τσούλο!»
    - «Όσο πατάει ο Σίμπα! Αχ, μου έχει λείψει ο μούργος!»
    - «Κι εμένα, εδώ που τα λέμε. Σύχρηστους θα μας κάνει μεθαύριο το πρωί, να προσεύχεσαι να μην έχει βρέξει στο Ηράκλειο γιατί αυτά για τον τριχωτό δεινόσαυρο είναι ασήμαντες λεπτομέρειες!»
    - «Εγώ πάντως όταν ντυθούμε το πρωί στο καράβι, φόρμα θα βάλω»
    - «Αν φορέσεις αυτή που τονίζει το υπέροχο ποπουδάκι σου, θα έχουμε επανάληψη των σημερινών στην καμπίνα, είπα και ελάλησα και αμαρτία ουκ έχω!» μου δήλωσε.
    - «Το μυαλό σου στο κοκό, εσύ!» του είπα.
    - «Λέει ο θηλυκός Μακιαβέλι που μου τα πέταξε σήμερα όλα έξω με σκοπό να με φουντώσει για να με παρασύρει στα εργοστάσια να της εξηγήσω τ’ όνειρο!»
    - “What Phoebe wants is what Phoebe gets!” του δήλωσα με στόμφο.
    - «Κάτι έχω αρχίσει να καταλαβαίνω. Άντε, σουσουράδα, πάμε να κάτσουμε μπροστά για να γυρίσουμε σπίτια μας!»

    Δύο λεπτά αργότερα σταμάτησε μπροστά από το σπίτι μου. Του έδωσα φιλάκι και τον καληνύχτισα και βγήκα από το αυτοκίνητο. Με περίμενε μέχρι να μπω και στο σπίτι. Πριν κλείσω την πόρτα του έστειλα ένα φιλάκι. Μου έστειλε κι εκείνος και ξεκίνησε για να επιστρέψει στο σπίτι του. Κόντευε να πάει 01:00, η γιαγιά κοιμόταν του καλού καιρού. Επιστρέφοντας είχαμε συνεννοηθεί το πρωί να περάσει γύρω στις 10:00 να πάμε για καφέ στο Μπουρνάζι και μετά θα ανεβαίναμε στη Στουρνάρα για να πάω να πάρω τον νέο μου υπολογιστή, ο οποίος είχε προεγκατεστημένα τα Windows 3.11 και το Microsoft Office 4.0. Ο μπαμπάς με είχε ρωτήσει αν χρειάζομαι και εκτυπωτή και του είπα όχι. Αφενός μόνο ο υπολογιστής θηρίο με την οθόνη θα έπρεπε να του έχει κοστίσει πάνω από 1.000.000 δραχμές και αφετέρου δεν τον χρειαζόμουν, αν ήθελα εκτυπωτή είχε στο πανεπιστήμιο και ο Ανδρέας είχε πρόσβαση ακόμα και σε έγχρωμο, αν πραγματικά χρειαζόταν. Μια δισκέτα και το πρόβλημα λυνόταν.

    Από το δικό μου κουμπαρά ήθελα να πάρω και κανένα παιχνίδι, να τα λέμε αυτά. Θα έπαιρνα δύο point & click adventures που είχα διαβάσει κριτικές και μου έτρεχαν τα σάλια, το Maniac Mansion II και το Myst. Θα μου άρεσε πολύ να τα παίξω αυτά είτε με τον Ανδρέα, είτε με τη Χριστιάνα είτε και με τους δυο μαζί. Για τον Ανδρέα μου θα αγόραζα και το Doom με τα απίθανα τρισδιάστατα γραφικά του. Εμένα δε μου πολυάρεσαν τέτοιου είδους παιχνίδια αλλά ο Ανδρέας θα ξετρελαίνονταν. Με αυτά στη σκέψη μου ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω.

    Με ξύπνησε η γιαγιά στις 08:30, πιο νωρίς από αυτό που σκόπευα για να πάμε λαϊκή. Μου είχε φτιάξει πορτοκαλάδα και τοστάκι και παρόλο που νύσταζα δεν ήθελα να την κακοκαρδίσω. Της είπα ωστόσο ότι μέχρι τις 10:00 θα έπρεπε να έχουμε επιστρέψει γιατί θα περνούσε ο Ανδρέας να με πάρει για να πάμε να πάρουμε τον υπολογιστή. Η λαϊκή γινόταν δίπλα από τον Άγιο Αντώνη και ήμασταν εκεί γύρω στις 09:00. Δε χρειαζόταν βοήθεια η γιαγιάκα μου, δεν πήρε και πολλά πράγματα, παρεούλα με την εγγόνα της ήθελε η γλυκούλα μου. Αποφάσισα ότι όλο το μεσημέρι και το απόγευμα θα καθόμουν μαζί της, παρότι μ’ έτρωγε να ανοίξω τον υπολογιστή που μόλις θα είχα πάρει, για να ξελυσσάξω. Δε βαριέσαι, από μεθαύριο θα είχα όλο το χρόνο δικό μου για τον υπολογιστή, τη γιαγιάκα μου όμως δεν θα την είχα!

    Μετά τη λαϊκή περάσαμε και από το ιχθυοπωλείο γιατί η γιαγιά -και με εξαίρεση όταν είχα έρθει τα Χριστούγεννα- κάθε Σάββατο έφτιαχνε απαρέγκλιτα ψάρι, κάτι που το είχε περάσει και στο μπαμπά και κατά συνέπεια και στους υπόλοιπους. Σήμερα θα είχε special treatment, είχαμε βρει φρέσκα μπαρμπούνια και μάλιστα θρεφτάρια, και μόνο που τα είδα μου έτρεξαν τα σάλια. Γυρίσαμε στο σπίτι γύρω στις 10 παρά. Τη βοήθησα να ταχτοποιήσει τα πράγματα και καθίσαμε στο σαλόνι μέχρι να περάσει ο Ανδρέας να με πάρει.

    - «Τι ώρα θα γυρίσεις για να βάλω να τηγανίσω;» με ρώτησε
    - «Λογικά μέχρι τις 13:00 θα έχω επιστρέψει, μην ξεκινήσεις να μαγειρεύεις πριν έρθω, θα σου κάνω παρεούλα»
    - «Ωραία!» μου είπε χαμογελαστή. «Το απόγευμα θα βγεις;»
    - «Όχι γιαγιάκα μου, εδώ θα κάτσουμε παρεούλα. Το βράδυ θα βγούμε, θα πάμε σε ένα μαγαζί στο Χαλάνδρι. Η Κατερίνα, η άλλη από τις τρεις μου φίλες, και το αγόρι της παίζουν μουσική σε ένα συγκρότημα. Σήμερα θα παίξουν στο μαγαζί που θα πάμε και μάλιστα κάποια τραγούδια θα παίξει και θα τραγουδήσει και ο Ανδρέας, σου είχα πει ότι παίζει και κλασσική και ηλεκτρική κιθάρα.»
    - «Και τι ώρα θα φύγετε;»
    - «Γύρω στις 21:00. Το πρόγραμμα ξεκινάει πιο αργά βέβαια αλλά θα πρέπει να πάμε από νωρίς για να γίνουν οι απαραίτητες προετοιμασίες. Από τους υπόλοιπους δηλαδή, εγώ και η Χριστιάνα θα αρκεστούμε στην ηθική συμπαράσταση!»
    - «Πολύ τη συμπάθησα τη φίλη σου.»
    - «Ναι είναι πολύ καλή κοπέλα!»
    - «Αυτή δεν έχει αγόρι;»
    - «Είχε αλλά τον σχόλασε πέρσι, λόγω απόστασης, και τώρα είναι σε αγρανάπαυση. Η φουκαριάρα είχε τραβήξει το διάβολό της πέρσι, είναι χαλαρά η πιο όμορφη κοπέλα στο πανεπιστήμιο και δεν είμαστε και πολλές στο Ηράκλειο. Κάπου την εκνεύρισε όλο αυτό και τώρα ακούει για σχέσεις και αλλάζει πεζοδρόμιο!»
    - «Ε, τυχερά είναι αυτά!» είπε η γιαγιά.
    - «Τυχερά δεν θα πει τίποτα, γιαγιάκα. Για φαντάσου να μην είχαμε συναντηθεί τυχαία εκείνο το πρωί στο κυλικείο!»
    - «Ανοησίες. Αν δεν είχατε συναντηθεί εκείνο το πρωί, θα είχατε συναντηθεί κάποιο άλλο πρωί, ο κόσμος είναι μικρός!»
    - «Ίσως. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία.» Κοίταξα το ρολόι μου, είχε πάει 10:00. «Λοιπόν γιαγιά, πάω τώρα γιατί όπου να ‘ναι θα έρθει ο Ανδρέας και όπως είπαμε, μην αρχίσεις να μαγειρεύεις μέχρι να έρθω!»
    - «Άντε, και καλορίζικος!» μου είπε.
    - «Ευχαριστώ γιαγιούλα μου» της είπα και σηκώθηκα και της έσκασα ένα φιλάκι. «Τα λέμε γύρω στις 13:00»

    Βγήκα έξω, είχε αραιή συννεφιά αλλά έκανε αρκετό κρύο. Ευτυχώς ο Ανδρέας δεν άργησε, ούτε δυο λεπτά αργότερα σταμάτησε μπροστά από την πόρτα.

    - «Καλημέρα μωρουλίνι» του είπα αφού μπήκα μέσα και τον φίλησα. «Που θα πάμε;»
    - «Κέντια» μου απάντησε. «Θα πιούμε το καφεδάκι μας στο χαλαρό να ανοίξει και το μάτι!» συμπλήρωσε και έβαλε μπρος το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε.
    - «Εμένα έχει ανοίξει ήδη. Με ξύπνησε στις 08:30 η γιαγιά για να πάμε για ψώνια, βασικά λαϊκή, ιχθυοπώλη και φούρνο. Σήμερα θα φάμε μπαρμπούνια, είχε κάτι θρεφτάρια που τα είδα και μου τρέχανε τα σάλια!»
    - «Χαχα, κι εσείς; Κι εμείς, πώς και δεν πετύχατε τον πατέρα μου; Πήγε και αυτός για ψάρια και γύρισε με δύο κιλά μπαρμπούνι!»
    - «Ίσως είχε πάει νωρίτερα, εμείς πήγαμε πρώτα λαϊκή.»

    Για να πάμε Μπουρνάζι περνάμε μπροστά από το σπίτι του Ανδρέα. Εκείνη τη στιγμή ήταν ο κύριος Μαρίνος έξω και κλάδευε τα δεντράκια που ήταν στο πεζοδρόμιο. Ο Ανδρέας έβαλε alarms και σταμάτησε για λίγο.

    - «Μπαμπά; Από εδώ η Φοίβη!» του είπε και με έδειξε με καμάρι κάνοντάς με να γίνω κόκκινη σαν ινδιάνα που την νταλάκιασε ο ήλιος της Μοχάβι.
    - «Γεια σας κύριε Μαρίνο» του είπα ακόμα κόκκινη
    - «Γεια σου Φοίβη! Θυμήσου τι σου είπα, σφίξ’ του τα λουριά!»
    - «Έννοια σας κύριε Μαρίνο, άλογο θα τον κάνω!» του υποσχέθηκα.
    - «Εδώ είμαι, σας ακούω!» είπε ο Ανδρέας.
    - «Δέκα μέρες φυλακή!» του είπα! Όχι, παίζουμε!
    - «Φεύγω μπαμπά, δε θα αργήσουμε, γύρω στις 14:00 θα έχουμε γυρίσει!»
    - «13:00» τον διόρθωσα. «Έχουμε και μια γιαγιά να ταΐσουμε!»
    - «Καλά να περάσετε» μας είπε και επέστρεψε στο κλάδεμα.

    Πέντε λεπτά αργότερα ήμασταν στην πλατεία του Μπουρναζίου. Παρκάραμε σε ένα στενάκι και το πήραμε με τα πόδια, καθώς είχε αρκετό κόσμο. Η Κέντια που είναι και μεγάλη καφετέρια, ήταν σχεδόν γεμάτη. Βρήκαμε τελικά να κάτσουμε στον πάνω όροφο. Ο Ανδρέας πήρε τον φραπέ του κι εγώ πήρα νες. Δε μου άρεσε ιδιαίτερα το μέρος, παρότι ήταν πολύ μεγάλο είχε κάμποση κάπνα και επιπλέον δεν ακουγόταν καν μουσική, μόνο η οχλαγωγία από τον κόσμο. Χίλιες φορές καλύτερα στον Ηριδανό ή στις καφετέριες στην πλατεία Κοραή.

    - «Ανδρέα, θα πάρω και τρία παιχνίδια σήμερα!» του είπα. «Τα δύο είναι adventures για να τα παίζουμε παρεούλα μαζί σου ή και με τη Χριστιάνα ή την Κατερίνα που είναι και γειτόνισσες. Το άλλο θα στο κάνω δωράκι, για σένα θα το πάρω!»
    - «Ευχαριστώ καρδούλα μου. Ποια θα πάρεις;»
    - «Το Maniac Mansion II, το Myst και το Doom»
    - «Το Doom! Ναι το Doom! Μπαμ μπαμ μπάμ!!!» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Να σου πω, το απόγευμα και αύριο το πρωί μην κανονίσουμε κάτι, θέλω να κάτσω λίγο με τη γιαγιά, να έχει και εκείνη λίγη παρεούλα έστω και για δυο μέρες.»
    - «Εντάξει καρδούλα μου. Θα στριμωχτούμε πάντως στο αυτοκίνητο με την υπολογιστή σου, την ηλεκτρική κιθάρα, τις βαλίτσες μας και τη βαλίτσα της Χριστιάνας. Να δω που θα χωρέσουμε και οι τρεις μας!»
    - «Η Χριστιάνα θα είναι με το μηχανάκι βρε χαζούλη!» του υπενθύμισα.
    - «Ναι μωρέ δίκιο έχεις. Εντάξει θα γεμίσουμε και το πίσω κάθισμα τότε!»

    Ήπιαμε τα καφεδάκια μας και κατά τις 12:00 κατεβήκαμε για να πάμε κέντρο. Όταν φτάσαμε δεν έβρισκε να παρκάρει ούτε για αστείο οπότε αναγκάστηκε να κάνει γύρο στα τετράγωνα μέχρι να βγάλουμε τις κούτες έξω για να σταματήσει λίγο με τα alarms. Πήγα μέσα στο μαγαζί, τους είπα το όνομα του πατέρα μου και τον αριθμό της παραγγελίας και φυσικά έδειξα την ταυτότητα. Ο υπολογιστής ήταν σε τρεις κούτες, το πιο βαρύ και ογκώδες ήταν αυτό της οθόνης. Το κουτί του υπολογιστή ήταν σε μία κούτα ενώ σε μια τρίτη κούτα ήταν το πληκτρολόγιο, το mouse και τα εγχειρίδια που συνόδευαν τον υπολογιστή, τα windows και το office και τα CD τους. Σε μια τέταρτη ήταν τα ηχεία.

    Όταν ζήτησα να αγοράσω τα παιχνίδια είχα μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Το Myst που ήταν το πρώτο παιχνίδι που κυκλοφόρησε σε CD ήταν δώρο μαζί με το CD, που εκείνη την εποχή ήταν εξωτική συσκευή για σπιτικό υπολογιστή. Εγώ δεν το είχα σκεφτεί καν, το είχε σκεφτεί ωστόσο ο δόκιμος, έχοντας την ατυχή εμπειρία να στήνει windows και office από δισκέτες.

    Το Doom και το Maniac Mansion II δεν υπήρχαν σε CD ή δεν τα είχε το Πλαίσιο σε CD, οπότε πήρα άλλες δύο μικρές κούτες. Ο υπολογιστής ήταν ήδη πληρωμένος οπότε στην επόμενο γύρο του Ανδρέα του είπα να σταματήσει βάζοντας alarms. Άνοιξε το πορτμπαγκάζ και ήρθε και βοήθησε και εκείνος στη …μετακόμιση. Όταν βάλαμε όλα τα πράγματα στη θέση τους, μπήκαμε μέσα και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.

    - «Καλορίζικος μωρό μου!»
    - «Ευχαριστώ καρδούλα μου! Α, δε σου είπα! Πήγα να πάρω το Myst και μου είπε ότι είναι δώρο μαζί με το CD, αυτό και αν ήταν απρόσμενα ευχάριστη έκπληξη.»
    - «Δε μου λες, το CD του υπολογιστή σου μπορεί να παίξει CD μουσικής;»
    - «Δεν έχω ιδέα!» του απάντησα. «Θα διαβάσω το manual και θα σου πω.»

    Στις 13:00, όπως είχα πει και στη γιαγιά, ήμασταν σπίτι μου. Ο Ανδρέας με άφησε να πάρω μόνο τα κουτί με το πληκτρολόγιο και του mouse, το κουτί με τα ηχεία και τις δισκέτες. Άνοιξα την πόρτα του κήπου και πήγε και έφερε την οθόνη. Γύρισε πίσω και πήρε το κουτί του υπολογιστή και το πήγε και αυτό και το άφησε στην είσοδο. Εγώ είχα τα άλλα κουτιά στο χέρι και τον περίμενα. Κλείδωσα και μπήκαμε και οι δύο μέσα. Του έδωσα τα κουτιά μου για να ανοίξω την πόρτα.

    - «Μπράβο, γύρισες!» μου είπε η γιαγιά που άκουσε την πόρτα να ανοίγει.
    - «Γιαγιά, θα αφήσω τον υπολογιστή εδώ στο χολ, για να μπορέσουμε να τον πάρουμε εύκολα αύριο»
    - «Όχι όχι, θα σου κάνω χώρο εγώ στο αποθηκάκι που κλειδώνει κιόλας!»
    - «Σιγά βρε γιαγιά, δε χρειάζεται!»
    - «Μωρέ όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά. Ανδρέα, γιατί στέκεσαι στην πόρτα, πέρνα μέσα, δεν δαγκώνω!» του είπε.
    - «Περίμενα να αποφασίσετε που να τα φέρω!» είπε και της έδειξε τα κουτιά.
    - «Πέρνα μέσα και δώστε μου πέντε λεπτά να σας κάνω χώρο» είπε. Γύρισε ούτε δυο λεπτά. «Πάρε πρώτα το μεγάλο» του είπε και τον πήγε στην αποθήκη και του είπε που να το αφήσει. Μετά έκαναν και δεύτερη βόλτα να φέρει και το κουτί του υπολογιστή. Τα υπόλοιπα, που ήταν και ελαφριά, τα βάλαμε πάνω από τις άλλες δύο κούτες. «Ανδρέα, έχουμε μπαρμπούνια, θα κάτσεις να σου κάνουμε το τραπέζι;» τον ρώτησε η γιαγιά.
    - «Ευχαριστώ κυρία Ελένη αλλά κι εμείς μπαρμπούνια έχουμε. Πήρε δύο κιλά ο μπαμπάς, μη μας μείνουν. Λοιπόν, Φοίβη φεύγω, θα περάσω να σε πάρω στις 21:00» μου είπε.
    - «Κάτσε, έρχομαι έξω!» του είπα και βγήκα για να τον ξεπροβοδίσω. «Σ’ ευχαριστώ μωρουλίνι μου!» του είπα.
    - “The things men do for love!” μου είπε χαμογελαστός. Του έδωσα ένα φιλάκι και μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε.

    Αχ, μπαρμπούνια! Μπήκα στο σπίτι με τα σάλια μου να τρέχουν, πριν καν ξεκινήσουμε να τα τηγανίζουμε. Των φρονίμων το παιδί είχε λυσσάξει στην πείνα! Το μεσημέρι η γιαγιά έπεσε για τον καθιερωμένο της δίωρο ύπνο οπότε εγώ βρήκα ευκαιρία και άρχισα να διαβάζω τα manuals. Το cd μπορούσε να παίξει με δύο τρόπους, ο προφανής ήταν να συνδέσω τα ηχεία με την έξοδο του cd player. Ωστόσο το τελευταίο ήταν συνδεδεμένο εσωτερικά και με την κάρτα ήχου οπότε δε χρειαζόταν να συνδέω και να ξεσυνδέω τα ηχεία αν ήθελα να ακούσουμε μουσικό cd. Δεν πίστευα στην τύχη μου, πραγματικά το λέω ότι θα ήμουν ευχαριστημένη και με ένα 386 DX και αντί αυτού οι γονείς μου μού είχαν κάνει δώρο αυτό το θηρίο. Έχοντας τεράστιο δίσκο μέχρι και Linux θα μπορούσα να του βάλω ώστε να μη χρειάζομαι τα SUN workstations. Βέβαια μου είχαν πει ότι το στήσιμο του Linux θα μου έβγαζε την ψυχή ανάποδα και δεν ήταν σίγουρο και αν θα έπαιζαν όλες οι συσκευές -πχ η κάρτα ήχου- αλλά από την άλλη αν αυτό με γλίτωνε από το κυνήγι ελεύθερου SUN workstation και ξενυχτιών στη Γ’ θα άξιζε κάθε δευτερόλεπτο που θα έτρωγα για να το στήσω.

    Το απόγευμα το πέρασα μαζί με τη γιαγιά βλέποντας τηλεόραση και συζητώντας. Γύρω στις 20:00 πήγα και έκανα ένα γρήγορο καυτό ντουζ και μετά πήγα να ντυθώ κατάλληλα για την περίσταση. Τις μέρες που είχα πάει στη Χίο είχα πάρει με τη μητέρα μου σβάρνα τα μαγαζιά με σκοπό να εμπλουτίσω την γκαρνταρόμπα μου. Μέχρι τα 18 μου σχεδόν με τράβαγε από τα αφτιά για να πάμε να ψωνίσω πράγματα για μένα, πλέον τα πράγματα είχαν αλλάξει. Βέβαια κι εγώ φρόντισα να μην το παρακάνω και παρόλη τη γκρίνια και την επιμονή της μάνας μου δεν σήκωσα όλα τα μαγαζιά της Χίου. Για το σημερινό ωστόσο είχα φροντίσει να πάρω τα κατάλληλα παρά το στραβοκοίταγμα της μητέρας μου. Κοντή δερμάτινη ανοιχτή φούστα, διχτυωτό μαύρο καλτσόν, μποτάκια και από πάνω σιθρού μαύρο μπλουζάκι με μαύρο δαντελωτό σουτιέν. Άμα δεν στον έκανα πύραυλο τον κύριο να μη με λέγαν Φοίβη!

    Μεταξύ μας όλο αυτό είχε να κάνει και με μια μικρή ανασφάλεια. Ο Ανδρέας ήταν που ήταν ανέκαθεν κούκλος, θα έπαιζε και ηλεκτρική κιθάρα και θα τραγουδούσε, δεν ήθελα να έχει μάτια για καμιά εκτός από εμένα ή άντε τη Χριστιάνα την οποία είχα πάρει το μεσημέρι και της είχα ζητήσει σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση να ντυθεί ανάλογα.

    - «Παρακαλώ;»
    - «Καλησπέρα! Ντύθηκες όπως σου είπα;» τη ρώτησα.
    - «Εννοείται κύριε Λοχαγέ» μου είπε κοροϊδευτικά.
    - «Ορίστε, με κοροϊδεύει και από πάνω!»
    - «Βρε χαζούλα ο Ανδρέας δεν έχει μάτια για άλλη!»
    - «Better safe than sorry. Αν είναι να κάνει μπανιστήρι σε κάποια, να είναι φίλη από την οποία δεν κινδυνεύω!»
    - «Είσαι όργιο!» με κατηγόρησε.
    - «Και μπράβο μου!»
    - «Εμένα που θα μου την πέφτουν δεν με λυπάσαι;»
    - «Καθόλου!» τη διαβεβαίωσα πειρακτικά.
    - «Αλλοίμονο!»

    Μιλήσαμε για λίγη ώρα και μετά την άφησα για να τελειώσει την ετοιμασία της. Θα ερχόταν με τον Βαγγέλη και την Κατερίνα οπότε δε θα χρειαζόταν να περάσουμε να την πάρουμε. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, φτου μου, φτου μου! Η κυρά-Λένη πάντως δεν ενθουσιάστηκε με το ντύσιμό μου. Την άφησα να γκρινιάζει για κάμποση ώρα αλλά στο τέλος της έσκασα ένα ρουφηχτό φιλί και τι να έκανε κιόλας; Κόντευε να πάει 21:00, οπότε αφού την καληνύχτισα βγήκα έξω, πάνω που είχε έρθει και ο Ανδρέας.

    - «Δε με λυπάσαι καθόλου;» με ρώτησε βλέποντάς με. «Πώς θα συγκεντρωθώ όταν είσαι έτσι ντυμένη;»
    - «Είμαι σίγουρη ότι θα επιτελέσεις τα καθήκοντά σου!»
    - «Μωρέ θα σε πάω στην Πεντέλη να σε ακούσουν και οι λύκοι!»
    - «Έχει λύκους στην Πεντέλη;»
    - «Όχι αλλά έτσι που θα σε κάνω να φωνάζεις θα ακουστείς μέχρι την Πάρνηθα, εκεί έχει λύκους!»
    - «Το μυαλό σου στο κοκό έκφυλε!» τον κατηγόρησα.
    - «Ναι, είδα πόσο σε χάλασε χθες!» μου απάντησε.
    - «Τώρα μιλάμε για τις δικές σου πομπές!»
    - «Μπες μέσα βρε σουσουράδα να ξεκινήσουμε!»
    - «Τι, δε θα μου ανοίξεις την πόρτα;»
    - «Μόνο την πόρτα;» μου είπε κοροϊδευτικά αλλά ήρθε και μου άνοιξε την πόρτα.

    Αν και το μαγαζί ήταν πάνω στην Πεντέλης μας έφαγε λίγη ώρα να το βρούμε καθώς ο Ανδρέας δεν ήξερε τα κατατόπια από εκεί. Βάλε και την κίνηση που είχε, αποτέλεσμα ήταν να φτάσουμε γύρω στις 10 παρά, κάμποσο καθυστερημένοι. Χριστιάνα, Βαγγέλης, Κατερίνα και οι υπόλοιποι του γκρουπ ήταν ήδη εκεί και έστηναν και ρύθμιζαν τα όργανα. Εγώ και η Χριστιάνα δεν είχαμε να κάνουμε κάτι και έτσι πήγαμε και κάτσαμε στο τραπέζι. Εκείνη και αν ήταν κούκλα, είχε φορέσει και εκείνη κοντή δερμάτινη φούστα αλλά, σε αντίθεση με τη δική μου, η δική της ήταν στενή. Από κάτω μαύρο καλτσόν με άρβυλα και από πάνω ένα υπέροχο μαύρο δερμάτινο με βαθύ ντεκολτέ, χωρίς σουτιέν.

    - «Ωραία, τώρα πέταξες και τα δικά μου μάτια έξω!» την κατηγόρησα.
    - «Γιατί, εσύ τι έκανες;» μου ανταπάντησε.
    - «Σ’ αρέσει;» τη ρώτησα ενθουσιασμένη.
    - «Αν μ’ αρέσει… Θεέ μου τι ακούν τα τρυφερά μου αυτάκια! Με το ζόρι βαστιέμαι να μη σου ορμίσω!» μου είπε.
    - «Αλλαγή θέματος γιατί κι εγώ κάτι ανάλογο νιώθω και θα γίνουμε θέαμα. Όχι ότι θα χαλάσει τους θαμώνες, λέμε τώρα! Πήρα τον υπολογιστή μου σήμερα και πήρα και δύο παιχνίδια point & click adventure. Θα έρχεσαι να παίζουμε παρέα;»
    - «Αμέ! Έπαιζα με τον Θέμη έτσι, αυτός καθόταν στον υπολογιστή και λύναμε παρέα τους γρίφους!»
    - «Υπέροχα! Πήρα το Myst -μου το έκαναν δώρο μαζί με το cd-player- και το Maniac Mansion II».
    - «Με το Θέμη έχουμε παίξει το Maniac Mansion I. Πολύ ωραίο παιχνίδι! Δε μου λες, αλήθεια, το CD player παίζει και μουσικά CD?»
    - «Ναι, το επιβεβαίωσα σήμερα διαβάζοντας το manual!»
    - «Μια χαρά!»
    - «Άσχετο, αύριο πώς θα κατέβεις στο λιμάνι;»
    - «Θα έρθω με το παπί και θα κατέβει και ο Θέμης με το αυτοκίνητο του μπαμπά για να φέρει και τα υπόλοιπα πράγματα.»
    - «Ωραία, οπότε θα σας περιμένουμε απ’ έξω με τον Ανδρέα ώστε να φορτώσουμε τα πράγματά σου στο Θρασύβουλα. Να πούμε γύρω στις 18:00? Λέμε για νωρίς ώστε και να τακτοποιηθούμε αλλά και να προλάβουμε να βρούμε καμιά θέση στο σαλόνι για να κάτσουμε να πιούμε τους καφέδες μας. Και ελπίζω αυτή τη φορά να σταθείς πιο τυχερή με τις συνταξιδιώτισσες!»
    - «Έννοια σου και πήρα τα μέτρα μου. Έκλεισα όλο το δίκλινο, οπότε αυτή τη φορά θα είμαι μόνη μου!»
    - «Πλήρωσες ολόκληρο δεύτερο εισιτήριο ρε Χριστιάνα;»
    - «Μισό, χρησιμοποίησα και το πάσο της Κατερίνας»
    - «Πονηρή η Κερκυραία!»
    - «Αμέ, τι νόμιζες;»

    Ο κόσμος είχε στο μεταξύ αρχίσει να γεμίζει το μαγαζί. Το live πρόγραμμα θα ξεκινούσε γύρω στις 23:00, οπότε οι υπόλοιποι έχοντας τελειώσει το στήσιμο, ήρθαν και κάθισαν στο τραπέζι. Η ώρα πέρασε γρήγορα και τελικά γύρω στις 23:30, με μισή ώρα καθυστέρηση, το γκρουπ ανέβηκε στη σκηνή για να αρχίσουν το πρόγραμμα. Ο Ανδρέας θα ανέβαινε αργότερα, οπότε στο τραπέζι μείναμε οι τρεις μας. Η αλήθεια είναι ότι συνέλαβα κάμποσες φορές το βλέμμα του να πέφτει στο ντεκολτέ της Χριστιάνας και ψεύτρα μην είμαι, ένα τσίμπημα το ένιωσα. Από την άλλη την περισσότερη ώρα το βλέμμα του ήταν πάνω μου οπότε all-in-all το σατανικό μου σχέδιο είχε αποδώσει καρπούς.

    Το συγκρότημα του Βαγγέλη και της Κατερίνας ξεκίνησαν να παίζουν γνωστά ξένα τραγούδια και ήταν καλοί, όχι αστεία. Στο ενδιάμεσο έπαιζαν και κάποια δικά τους που αν και δεν τα έλεγες άσχημα, δεν ξεσήκωναν τον κόσμο. Γύρω στις 12:15 έπαιξαν το “My Sharona” το οποίο ήταν το σύνθημα.

    - “This is my cue” μας είπε ο Ανδρέας και σηκώθηκε. «Το επόμενο θα είναι το Mexican, όπου θα παίξω εγώ κιθάρα!» είπε. “Wish me luck!”
    - “Break a leg!” του είπε η Χριστιάνα.
    - “Go get ‘em tiger!” του είπα εγώ.

    Όταν τέλειωσε το My Sharona, που είχε ξεσηκώσει τον κόσμο, έκαναν για λίγο διάλειμμα για να βρέξουν τα παιδιά τα χείλη τους. Ο Βαγγέλης άφησε την ηλεκτρική κιθάρα και πήρε την κλασσική. Δίπλα του πήγε και κάθισε ο Ανδρέας έχοντας την κιθάρα του στο χέρι. Οι πρώτες νότες της κλασσικής κιθάρας πλημμύρισαν το χώρο κερδίζοντας τον ενθουσιασμό των θαμώνων που κατάλαβαν ποιο τραγούδι ήταν αυτό που ακολουθούσε. Στα είκοσι δευτερόλεπτα μπήκαν τα ντραμς και περίπου στα 25 ακολούθησε και η κιθάρα του Ανδρέα.

    Chico Fernandez
    Livin' on a gun
    Dreams of Santa Anna
    Fighting in the sun

    Η Κατερίνα το είπε πολύ όμορφα αλλά εγώ περίμενα το σόλο στο τέλος.

    Mornin', sad mornin'
    What a laugh and out loud
    Ha ha ha ha ha

    Εκεί για μένα, μετά την εισαγωγή, ήταν το ομορφότερο μέρος του τραγουδιού, το σόλο της κιθάρας με τη μουσική του Morricone να παντρεύεται με το ρυθμό του Mexican, με τα δάχτυλα του Ανδρέα να χορεύουν στην κιθάρα. Όταν τέλειωσε το τραγούδι σηκώθηκα όρθια χειροκροτώντας ενθουσιασμένη, και στα κομμάτια όλοι τους. Το πρόγραμμα από εδώ και πέρα θα γινόταν πιο metal, ξεκινώντας με το Sails of Charon των Scorpions, στο οποίο ο Ανδρέας και θα τραγουδούσε και θα έπαιζε και κιθάρα. Αν και είναι πολύ όμορφο τραγούδι είναι πολύς κόσμος που δεν το ξέρει, οπότε όταν άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες νότες ήταν πολλοί που δεν το αναγνώρισαν. Η ιδιαιτερότητα αυτού του κομματιού είναι ότι σε αντίθεση με τα περισσότερα τραγούδια που έχουν σόλο κιθάρα προς τη μέση ή προς το τέλος, εκείνο αρχίζει με σόλο κιθάρα ενώ οι πρώτοι στίχοι πέφτουν στο ενάμιση λεπτό και μπορεί ο Uli Jon Roth να το έπαιζε σα να μην είχε καμιά έγνοια στον κόσμο αλλά ο Ανδρέας μου είχε πει ότι του είχε βγει η ψυχή να το μάθει και επιπλέον είχε να το τραγουδήσει κιόλας. Εδώ και αν χόρευαν τα δάχτυλα του Ανδρέα…

    Μπορεί πολλοί να μην ήξεραν το τραγούδι αλλά είναι πολύ ξεσηκωτικό, ειδικά με το αρχικό του σόλο και ο τρόπος που το έπαιξε την κιθάρα και τραγούδησε ο Ανδρέας ξεσήκωσε τον κόσμο. Πάντως το αποκορύφωμα της βραδιάς ήταν Mr. Crowley, το οποίο ήταν και το τελευταίο τραγούδι της βραδιάς. Η Κατερίνα άρχισε να παίζει τα πλήκτρα και ο κόσμος ξεσηκώθηκε εκ νέου. Λίγο αργότερα ακολούθησε η φωνή του Ανδρέα.

    Mr. Crowley, what went on in your head?
    Oh Mr. Crowley, did you talk to the dead?
    Your lifestyle to me seemed so tragic
    With the thrill of it all



    Mr. Charming, did you think you were pure?
    Mr. Alarming, in nocturnal rapport
    Uncovering things that were sacred
    Manifest on this Earth


    Και εκεί ο Ανδρέας έπαιξε το κλάμα της κιθάρας κάνοντάς με να ανατριχιάσω σύγκορμη, μα σάμπως ήμουν η μόνη;

    Was it polemically sent?
    I wanna know what you meant
    I wanna know
    I wanna know what you meant, yeah

    Και εκεί ήρθε το δεύτερο σόλο και μας αποτελείωσε όλους. Όλο το μαγαζί σηκώθηκε και φώναζε και σφύριζε. Όλα τα παιδιά της μπάντας μαζί με τον Ανδρέα ήρθαν μπροστά και υποκλίθηκαν ενώ από κάτω γινόταν πανζουρλισμός. Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ και σηκώθηκα και τον πήρα αγκαλιά και τον φίλησα θέλοντας κυριολεκτικά να του ρουφήξω την ψυχή και δεν έδωσα δεκάρα αν γίναμε θέαμα, στο διάβολο όλοι!

    Καθίσαμε όλοι κάτω και ούτε καταλάβαμε πότε πήγε 04:00 το πρωί. Το μαγαζί είχε αδειάσει και τα παιδιά πήγαν να μαζέψουν τα όργανα. Εκεί ήταν και η τελευταία έκπληξη της βραδιάς. Ο Ανδρέας πήρε την κλασσική κιθάρα του Βαγγέλη και ήρθε στο τραπέζι και κάθισε.

    - «Για τα πιο όμορφα κορίτσια!» είπε σε μένα και τη Χριστιάνα και ξεκίνησε να τραγουδάει.

    Una mattina mi sono svegliato,
    o bella, ciao! bella, ciao! bella, ciao, ciao, ciao!
    Una mattina mi sono svegliato,
    e ho trovato l'invasor.

    O partigiano, portami via,
    o bella, ciao! bella, ciao! bella, ciao, ciao, ciao!
    O partigiano, portami via,
    ché mi sento di morir.

    E se io muoio da partigiano,
    o bella, ciao! bella, ciao! bella, ciao, ciao, ciao!
    E se io muoio da partigiano,
    tu mi devi seppellir.

    E seppellire lassù in montagna,
    o bella, ciao! bella, ciao! bella, ciao, ciao, ciao!
    E seppellire lassù in montagna,
    sotto l'ombra di un bel fior.

    Tutte le genti che passeranno,
    o bella, ciao! bella, ciao! bella, ciao, ciao, ciao!
    Tutte le genti che passeranno,
    Mi diranno «Che bel fior!»

    «È questo il fiore del partigiano»,
    o bella, ciao! bella, ciao! bella, ciao, ciao, ciao!
    «È questo il fiore del partigiano, morto per la libertà!»

    Αυτό που έχω να πω είναι ότι δεν ήμουν η μόνη που έβαλε τα κλάματα.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  11. Brt

    Brt #ολαπολυ

    Και μετά;
     
  12. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 31ο
    (Ανδρέας)

    Όταν σχεδίασα να τους κάνω έκπληξη τραγουδώντας τους το Bella Ciao -και να είναι καλά η Ευτύχω που με τα Ιταλικά της μου έγραψε τους στίχους και τους έμαθα απέξω χωρίς να καταλαβαίνω γρι τι λένε- το τελευταίο που περίμενα ήταν να δω Φοίβη και Χριστιάνα να βάλουν τα κλάματα πρίμο σεκόντο.

    - «Τι τους έκανες;» με ρώτησε με κατηγορηματικό τόνο η Κατερίνα.
    - «Τίποτα, στο ορκίζομαι. Το Bella Ciao τους τραγούδησα!»
    - «Πόσο χάλια το είπες κι εσύ βρε χριστιανέ μου;» με πείραξε.
    - «Υπέροχα το είπε το μω-ρου-λίνι μου» είπε η Φοίβη κλαίγοντας ακόμα.
    - «Ήταν πολύ ό-μορ-φο» σεκόνταρε, επίσης κλαίγοντας ακόμα, η Χριστιάνα.
    - «Τώρα θέλω να το ακούσω κι εγώ!» είπε η Κατερίνα.
    - «Για να βάλεις τα κλάματα κι εσύ και να νομίζουν όλοι πως σας κακοποιώ; Δε σφάξανε!»
    - «Σκάσε και παίζε!» μου είπε.
    - «Να σκάσω ή να παίξω;» τη ρώτησα αθώα. Με κοίταξε. Την κοίταξα. Αναστέναξα και πήρα και πάλι την κιθάρα. Είναι να τη σκίζεις τη γάτα.

    Una mattina mi sono svegliato,
    o bella, ciao! bella, ciao! bella, ciao, ciao, ciao!
    Una mattina mi sono svegliato,
    e ho trovato l'invasor.

    Τελικά πρέπει να το έλεγα πολύ ωραία γιατί ακόμα και η Κατερίνα που είναι κάπως απόμακρη με πήρε αγκαλιά και μου έσκασε ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο.

    - «Εγώ δεν είμαι κλαψιάρα!» μου δήλωσε. Δόξα τω Θεώ!
    - «Αγκαλίτσαααααααα» φώναξε η Φοίβη και μου ρίχτηκε και τελικά είχαμε δεν είχαμε γίναμε θέαμα. Ευτυχώς είχα προλάβει να αφήσω την κιθάρα οπότε όταν έπεσε κάτω η καρέκλα με εμένα από κάτω και τη Φοίβη από πάνω η κιθάρα -και ήταν και ξένη π’ ανάθεμά τη- την σκαπούλαρε. Εγώ πάντως όχι, ένα καρούμπαλο το απέκτησα ως ενθύμιο της βραδιάς ενώ οι υπόλοιποι -της έτερης παθούσας συμπεριλαμβανομένης- έβαλαν τα γέλια.
    - «Χτύπησες μωρουλίνι μου» με ρώτησε αθώα όταν μας βοήθησαν να σηκωθούμε. Θα την πνίξω!!!!
    - «Τίποτα που να μη λύνεται με μια σακούλα πάγο!» είπα προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Με τα πολλά ζαλωθήκαμε όλοι τα πράγματά μας και κινήσαμε στα αυτοκίνητά μας. Η Χριστιάνα ήρθε μαζί μας καθώς Βαγγέλης και Κατερίνα σκόπευαν να το ξημερώσουν. Βασικά κι εγώ ήθελα να πάρω τη Φοίβη και να την πάω στο βουνό για να της εξηγήσω τι εστί βερίκοκο αλλά τι να κάναμε, Κατερίνα και Βαγγέλης είχαν μόνο αυτές τις μέρες δικές τους οπότε δεν ήθελα να τους κάνω χαλάστρα, οπότε πήρα εγώ και τις δύο τσούπρες που η αλήθεια είναι τα είχαν κοπανίσει ελαφρώς. Όχι όπως στο Μπάχαλο, απλά είχαν κάνει κεφάλι και είχαν τρελό κέφι.

    - «Βρώμικο;» τις ρώτησα.
    - «Ναι!!!!!» απάντησε ενθουσιασμένη η Φοίβη. «Αλλά θέλω και βολτίτσα!»
    - «Ολόκληρο ταξίδι είναι μέχρι τη Μαβίλη, δε σου κάνει;»
    - «Μου είχες πει ότι έχει καλό βρώμικο και στη Γλυφάδα! Θέλω Γλυφάδα!»
    - «Τη Χριστιάνα τη ρωτάς;» προσπάθησα να τη συμμαζέψω.
    - «Χριστιάνα θέλεις να πάμε Γλυφάδα;»
    - «Αμέ!» απάντησε εκείνη ενθουσιασμένη.
    - «Ωραία, το λύσαμε! Για πέρνα μέσα μαδάμ!» είπε στη Χριστιάνα. Όταν έκατσε η Χριστιάνα, έβαλε το κάθισμα πίσω και στρογγυλοκάθισε στη θέση του συνοδηγού. «Μικρέ, Γλυφάδα!» μου δήλωσε.

    Και κάπως έτσι βρεθήκαμε στις 05:00 το πρωί να ψάχνουμε να βρούμε το βρώμικο στη Γλυφάδα και ευτυχώς ήταν κοντά στην πλατεία. Πάντως ψεύτης μην είμαι, το σάντουιτς του ήταν συγκρίσιμο με εκείνο της πλατείας Μαβίλη. Καθίσαμε στο παγκάκι και μασουλάγαμε το φαγητό μας με εμένα να προσπαθώ φιλότιμα να μην κοιτάζω το ντεκολτέ της Χριστιάνας, μου είχαν πεταχτεί τα μάτια έξω. Όχι ότι η Φοίβη πήγαινε πίσω, είχε κάτσει και προκλητικά σταυροπόδι και είχε ανοίξει και εκείνη προκλητικά το σακάκι της αλλά εκεί τουλάχιστον μπορούσα να κοιτάζω ελεύθερα. Προσπαθούσα να μην το σκέφτομαι και αφιερώθηκα με πάθος στο σάντουιτς γιατί φορούσα πολύ στενό παντελόνι για να έχω καύλες πρωινιάτικα. Και όχι τίποτε άλλο αλλά όπως πήγαινε θα ξημέρωνε οπότε θα έμενα και με την όρεξη. Τελειώσαμε το φαγητό μας και η Χριστιάνα άναψε ένα τσιγάρο.

    - «Τι ώρα θα βρεθούμε αύριο στο λιμάνι;» τις ρώτησα.
    - «Στις 18:00 έξω από το καράβι, το έχουμε κανονίσει» απάντησε η Φοίβη. «Η Χριστιάνα θα έρθει με το παπί αλλά μαζί θα έρθει και ο αδερφός της με το αυτοκίνητο του πατέρα της για να φέρει τα πράγματα.»
    - «Χριστιάνα, μην τον τρέχεις τον άνθρωπο» της είπα. «Ερχόμαστε εμείς από εκεί, άμα είναι, φορτώνουμε και φεύγουμε παρέα.
    - «Ευχαριστώ Ανδρέα μου αλλά δε χρειάζεται. Έτσι κι αλλιώς έχει κανονίσει και εκείνος μετά να πάει βόλτα με την κοπέλα του στο Πασαλιμάνι, μαζί θα κατέβουν.»
    - «Εντάξει τότε!» είπα μη δίνοντας συνέχεια.

    Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήραμε το μακρύ δρόμο της επιστροφής αλλά τέτοια ώρα δεν είχε κίνηση ούτε η παραλιακή, ούτε η Συγγρού, ούτε η Βασιλίσσης Σοφίας, οπότε δε χρειαστήκαμε παραπάνω από μισή ώρα για να φτάσουμε έξω από το σπίτι της Χριστιάνας. Η Φοίβη σηκώθηκε και της άνοιξε και αφού της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα, η Χριστιάνα με χαιρέτησε και μπήκε στο σπίτι της. Εμείς πήραμε το δρόμο της επιστροφής και γύρω στις 06:00 ήμασταν Περιστέρι. Είχε ακόμα ώρα μέχρι να χαράξει οπότε εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία και πήγα στο τοπικό άντρο των οργίων, στα στενάκια πίσω από τα εργοστάσια στην Τσαλαβούτα.

    - «Είχες δεν είχες πάλι πας να με παρασύρεις στο βόρβορο!» με πείραξε η Φοίβη.
    - «Όλα εδώ πληρώνονται!» της δήλωσα και έκανα πίσω το κάθισμά μου. Κατέβασα με κάποια δυσκολία το παντελόνι μου και το όργανό μου πετάχτηκε έξω. «Και δε φτάνει που ντύθηκες έτσι, ήρθε και η φιλενάδα σου και με αποκάνατε!»
    - «Βασικά αυτός ήταν ο σκοπός» μου είπε αινιγματικά και έσκυψε και με πήρε στο στόμα της. Τα μάτια μου σχεδόν γύρισαν στις κόγχες τους από την απίστευτη αίσθηση, η Φοίβη μου έβαλε όλη της την τέχνη και εγώ δεν ήθελα και πολλά-πολλά, πραγματικά μου είχαν πεταχτεί τα μάτια έξω όλο το βράδυ και με τη μία και με την άλλη. Την άρπαξα από το μαλλί και της έδωσα εγώ ρυθμό, ρυθμό τον οποίον ακολούθησε υπάκουα, παίρνοντάς με όλο μέσα στο στόμα της. Έγειρα το κεφάλι μου πίσω και συνέχισα δίνοντάς την πιο σιγανό ρυθμό σκοπεύοντας να το απολαύσω όσο πήγαινε. Η Φοίβη συνέχιζε πρόθυμα με τα χείλη της και τη γλώσσα της να μου προσφέρει ηδονή. Χωρίς ο ίδιος να το καταλάβω καλά-καλά αύξησα τον ρυθμό μου μέχρι που ένιωσα την έκρηξη του οργάνου μου μέσα στο στόμα της. Την κράτησα ακίνητη και δεν κατάφερα να πνίξω τα βογγητά μου καθώς της πλημμύριζα το στόμα και είχα εξ’ αρχής τέτοιες καύλες που έχυνα και έχυνα και σταματημό δεν είχα. Την άφησα και η Φοίβη τραβήχτηκε απαλά, δίνοντας ένα φιλάκι στο κάτω κεφάλι.

    - «Από εχθές έχεις βαλθεί να με πνίξεις!» μου δήλωσε.
    - «Και να λες καλά που υπήρχε το χθεσινό αλλιώς ακόμα κάτω θα ήσουν!» της απάντησα πειραχτικά. «Για πες μου τώρα, τι εννοούσες λέγοντας ότι αυτός ήταν ο σκοπός!»
    - «Χιχιχι, ήθελα να μη μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω μου αλλά ακόμα και όταν το έκανες, να έχω εναλλακτική τη Χριστιάνα, από την οποία δεν κινδυνεύω!»
    - «Βρε θηλυκέ Μακιαβέλι δεν ντρέπεσαι καθόλου;»
    - «Καθόλου όμως. Δικός μου είσαι, δε θα ανοίξουμε συζήτηση! Αυτά τα κομμουνιστικά που ήξερες να τα ξεχάσεις!»
    - «Καλά, εμένα που μου πετάχτηκαν τα μάτια έξω και προσπαθούσα να μην κοιτάζω το μπούστο της Χριστιάνας, δεν με λυπήθηκες. Τη φιλενάδα σου, δεν τη λυπάσαι;»
    - «Καθόλου. Και πέρα από την πλάκα, για ποιον νομίζεις ότι ντύθηκε έτσι Ανδρέα, για εσένα;»
    - «Αχά, το παραδέχεσαι ότι το σατανικό σου σχέδιο έμπαζε!»
    - «Καθόλου! Απλά κοντά στο βασιλικό ποτίστηκε και η γλάστρα!»
    - «Να υποθέσω ότι εγώ είμαι η γλάστρα;»

    Αντί απάντησης έσκυψε και με ξαναπήρε στο στόμα της. Άτιμο θηλυκό! Προσπάθησα να κρατήσω χαρακτήρα και να της κάνω τη ζωή δύσκολη αλλά έβαλε τέτοια τέχνη που δεν μου πήρε ούτε πέντε-δέκα λεπτά να αδειάσω ξανά στο στόμα της ότι είχε απομείνει από την προηγούμενη.

    - «Είχες δεν είχες με στράγγισες!» την κατηγόρησα.
    - «Ναι καημενούλη μου, είδα πόσο σε χάλασε!»
    - «Ναι αλλά εγώ αισθάνομαι άσχημα, δεν μπορώ να στο ανταποδώσω»
    - «Δε χρειάζεται μωρό μου. Άλλωστε το βράδυ θα είμαστε στο καράβι οπότε κοίτα να έχεις φάει καλά, ναι;»
    - «Πάντως να σου πω την αμαρτία μου, δε θα με χαλούσε να πέσει πάλι σε μπίχλες η Χριστιάνα!»
    - «Δεν πρόκειται, αυτή τη φορά πήρε τα μέτρα της, έκλεισε όλο το δίκλινο!»
    - «Χαχαχα, better safe than sorry, ε;»
    - «Εντελώς!»
    - «Κρίμα κι εγώ που ήλπιζα σε επανάληψη!» της είπα βγάζοντας τη γλώσσα μου.
    - «Πού ξέρεις, μπορεί και να υπάρξει!» μου είπε αινιγματικά. «Ψιτ, για μάζεψε τον πρόεδρο, παραγνωριστήκαμε σήμερα!» μου είπε κοιτάζοντας το όργανό μου που πήρε εκ νέου πρωτοβουλία.
    - «Μωρέ θα πληρώσεις όλες σου τις αμαρτίες, θηλυκέ Μακιαβέλλι» της είπα, σπρώχνοντας το κεφάλι της ξανά προς τα κάτω.
    - «Θες να πάθω καμιά κράμπα στο σαγόνι;» με ρώτησε αλλά πριν προλάβω να απαντήσω με πήρε πάλι στο στόμα της. Τρεις φορές μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα ήταν too much και αυτή τη φορά όσο και αν ήθελα να τη βοηθήσω την παίδευσα. Τελικά έφερα στο μυαλό μου την εικόνα Φοίβη και Χριστιάνα να μου κάνουν πίπα εναλλάξ και αυτό ήταν το μυστικό της επιτυχίας κάνοντας τον πρόεδρο για Τρίτη φορά να με βγάλει ασπροπρόσωπο και τη Φοίβη να μαζέψει περισσότερη πρωτεΐνη και από body builder που είναι στον όγκο. Παράπονο πάντως δε μου έκανε, όταν κατάπιε για τρίτη φορά -ε, δεν είχε μείνει και πολύ πράγμα, να τα λέμε αυτά- και αφού με γυάλισε, μου έσκασε και τρίτο φιλάκι στο κάτω κεφάλι. «Αυτό ήταν, δεν έχει άλλο!» μου δήλωσε.
    - «Και να ήθελες, σάμπως έμεινε και τίποτα; Μαμ Ρα με έκανες!» την πείραξα.
    - «Θα σε φτιάξω από αύριο το πρωί. Κάτι μου λέει ότι δεν έπινες πορτοκαλάδες όλες αυτές τις μέρες.»
    - “Guilty as charged” της απάντησα.
    - «Ορίστε, δεν μπορούμε να λείψουμε για μερικές μέρες και επιστρέφει στις εργοστασιακές ρυθμίσεις!»
    - «Μα…» πήγα να διαμαρτυρηθώ.
    - «Μαμούνια! Ντύσου αχαΐρευτε, δίκιο έχει ο πατέρας σου, πολύ λάσκα σε έχω αφήσει! Τέρμα το διάλειμμα, από αύριο τα κεφάλια μέσα!»
    - «Μάλιστα κύριε Λοχαγέ» της απάντησα.
    - «Κόρη Ταξιάρχου. Ταξιάρχου βεβαίως-βεβαίως!»
    - «Λοιπόν, άντε να πάμε σπίτια μας, να ρίξουμε και κανέναν ύπνο, με ξεζούμισες που με ξεζούμισες, να αναπληρώσω και κανένα υγρό!»
    - «Έτσι μπράβο λεβέντη μου» μου είπε. «Γιατί το βράδυ…» με απείλησε. Λέμε τώρα!
    - «Τι ώρα έχετε πει με τη Χριστιάνα;»
    - «Στις 18:00, να προλάβουμε να βρούμε να κάτσουμε κιόλας.»
    - «Μην ανησυχείς γι’ αυτό, θα βρούμε. Ο υπόλοιπος πληθυσμός των φοιτητών αναμένεται να επιστρέψει μετά τις 20 του Γενάρη. Όπως και να έχει θα περάσω να σε πάρω στις 17:20 για να φορτώσουμε κιόλας. Με τον υπολογιστή, την ηλεκτρική κιθάρα, τα πράγματά σου, τα πράγματά μου και τα πράγματα της Χριστιάνας θα το γεμίσουμε το πίσω κάθισμα. Οπότε μιας και η Χριστιάνα θα βάλει τα πράγματά της τελευταία καλό θα είναι να έχουμε ταχτοποιήσει καλά τα δικά μας. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, θα περάσω να σε πάρω στις 17:10.»
    - «Εντάξει μωρό μου» μου απάντησε. «Εχμ, θα έλεγα να μην ξεκινήσεις έτσι!» είπε και συνειδητοποίησα ότι ήμουν ακόμα με κατεβασμένο το παντελόνι και το μποξεράκι. Παρόλο που είχε αρχίσει να ξημερώνει και να έχει φως, βγήκα έξω από το αυτοκίνητο για να καταφέρω να σηκώσω μποξεράκι και παντελόνι. Απαπαπα, όμορφα αυτά τα δερμάτινα αλλά πολλή φασαρία ρε αδερφάκι μου.

    Δυο-τρία λεπτά αργότερα σταμάτησα μπροστά από το σπίτι της γιαγιάς της. Της έδωσα ένα τρυφερό φιλί και την περίμενα μέχρι να μπει και στην εσωτερική πόρτα. Πριν την κλείσει μου έστειλε ένα φιλάκι και της το ανταπέδωσα. Έκλεισε την πόρτα και χαμογελώντας γύρισα κι εγώ στο σπίτι μου. Η ηλεκτρική κιθάρα και τα υπόλοιπα συμπράγκαλά της ήταν ήδη στο πορτμπαγκάζ οπότε μιας και θα την έπαιρνα μαζί μου τα άφησα εκεί. Ήμουν πολύ κουρασμένος για να έχω όρεξη για πολλά-πολλά, με τα χίλια ζόρια σούρθηκα μέχρι το δωμάτιό μου και γδύθηκα. Έπεσα κάτω από το πάπλωμα και ο ύπνος με πήρε αμέσως.

    Ξύπνησα γύρω στις 12:00, δηλαδή δεν ξύπνησα ακριβώς, με ξύπνησε η Ευτύχω για να κάτσουμε οικογενειακά όλο το υπόλοιπο διάστημα της μέρας. Τα πράγματά μου τα είχα μαζέψει και τα είχα ταχτοποιήσει από την προηγούμενη οπότε το μόνο που έμενε ήταν να τα κατεβάσω στο αυτοκίνητο. Όσο και αν χαιρόμουν που θα κατέβαινα και πάλι στη Λεβεντογέννα θα μου έλειπαν οι δικοί μου, οπότε το υπόλοιπο της μέρας πέρασε αρκετά μελαγχολικά. Γύρω στις 17:00 κατέβασα τα πράγματά μου στο αυτοκίνητο και ανέβηκα πάνω να τους αποχαιρετήσω και ψεύτης μην είμαι, ένα γερό κόμπο στο στομάχι τον είχα. Αναστέναξα και κατέβηκα στο αυτοκίνητο και πήγα να πάρω τη Φοίβη. Εκεί μας πήρε κανένα δεκάλεπτο για να τακτοποιήσουμε τα πράγματα, αλλά κατόρθωσα να στριμώξω πίσω και τις κούτες του υπολογιστή της και την κιθάρα μου και το σακβουαγιάζ μου. Η βαλίτσα της δεν χωρούσε πίσω, οπότε την έβαλα στο πίσω κάθισμα. Όπως και στον ερχομό, τα μόνα πράγματα που θα έπαιρνα πάνω στην καμπίνα ήταν το πορτοφόλι μου και τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Επειδή το πρωί θα είχε Σίμπα είχα προνοήσει και είχα φορέσει ήδη φόρμα. Η Φοίβη φορούσε και εκείνη φόρμα, μα τι υπέροχο κωλαράκι έχει το κορίτσι μου, και όταν έσκυβε όλο το αίμα κατέβαινε από το πάνω κεφάλι στο κάτω και όχι τίποτε άλλο, αλλά φορούσα και φόρμα και παρούσα ήταν και η κυρά-Λένη. Δεν ξέρω πως κατάφερα και δεν έγινα θέαμα, φαίνεται πως με λυπήθηκαν οι Θεοί του Ολύμπου και ίσως και αυτοί της Βαλχάλα. Όταν ξεκινήσαμε η Φοίβη μου ήταν δακρυσμένη και πάλι, θα της έλειπε η γιαγιά της. Σε όλη τη διαδρομή, όταν το χέρι μου δεν ήταν στο λεβιέ των ταχυτήτων, ήταν στο χέρι της και τη χάιδευα τρυφερά. Στη Θηβών είχε αρκετά πυκνή κυκλοφορία ωστόσο καταφέραμε και στις 17:00 ακριβώς ήμασταν στον Άγιο Διονύση, όπου είναι η προβλήτα από την οποία φεύγουν τα καράβια για την Κρήτη.

    Η Χριστιάνα ήταν ήδη εκεί, όπως και ο αδερφός της με την κοπέλα του. Ξέρω ότι είμαι όμορφος άντρας αλλά ο Θέμης ήταν μια κατηγορία μόνος του, όπως και η αδερφή του. Η κοπέλα του, η Ειρήνη, ήταν μια πολύ γλυκιά μινιόν καστανούλα με υπέροχη καμπανιστή φωνή η οποία με το ζόρι του έφτανε μέχρι τον ώμο. Όταν πήγαμε να πάρουμε τα πράγματα της Χριστιάνας, μου έπεσε το σαγόνι. Το αυτοκίνητο του πατέρα της ήταν μια μαύρη 600 SEL και δεν ξέρω τι δουλειά έκανε ο πατέρας της αλλά ήταν λεφτάς, πραγματικός λεφτάς, το αυτοκίνητο αυτό έκανε περισσότερο από ένα τριώροφο στο Περιστέρι. Η Φοίβη μου είχε πει ότι το σπίτι της Χριστιάνας ήταν παλάτι αλλά δεν είχα δώσει σημασία. Κατάφερα να συμμαζευτώ και να μην το κοιτάζω με ανοιχτό στόμα σα χάνος, τέτοιο αυτοκίνητο είχα δει μόνο σε περιοδικό.

    Φορτώσαμε τα πράγματα της Χριστιάνας στο αυτοκίνητό μου και πήγαμε προς το πλοίο. Έδειξα το εισιτήριο και μετά το έδωσα στη Φοίβη ώστε να περάσει μέσα χωρίς να περιμένει καθώς είχε αρχίσει να ψιχαλίζει. Δώσαμε και οι τρεις ραντεβού στη ρεσεψιόν και ακολουθώντας τη Χριστιάνα που ήταν με το παπάκι μπήκα στο γκαράζ του πλοίου. Δεν πρέπει να είχε πολύ κόσμο γιατί, σε αντίθεση με όταν είχαμε έρθει, αυτή τη φορά δε με έχωσαν στα τρίσβαθα του πλοίου. Η Χριστιάνα είχε αφήσει το παπί δίπλα από το κλουβί των αποσκευών σχεδόν, οπότε όταν ανέβηκα τελικά στη ρεσεψιόν ήταν ήδη εκεί με τη Φοίβη και με περίμεναν. Και όχι μόνο αυτό αλλά οι καμπίνες μας ήταν και κοντά η μία στην άλλη, δυο-τρεις παραδίπλα.

    - «Φοίβη, αν εξακολουθείς να θέλεις να τρυγήσεις το άγουρο κορμί μου θα πρέπει να κάνεις λίγη υπομονή, ψιλοκουτουλάω από τη νύστα!» της είπα όταν μείναμε μόνοι μας και αφού ταχτοποιηθήκαμε.
    - «Δεν πειράζει μωρουλίνι μου. Θα πάμε με τη Χριστιάνα να πιάσουμε τραπέζι και θα έρθω να σε ξυπνήσω κατά τις 20:30, για να πάμε να φάμε κιόλας.»
    - «Σ’ ευχαριστώ μωρό μου» της είπα και ξάπλωσα στο κάτω κρεβάτι, ξαφνικά δεν ένιωθα να έχω τη δύναμη να ανέβω τη σκάλα του κρεββατιού. Σκεπάστηκα και η Φοίβη έσκυψε και με φίλησε και εκεί έπεσε ο γενικός!

    Άκουσα τη φωνή της Φοίβης και άνοιξα τα μάτια μου με μεγάλη δυσκολία.

    - «Ξύπνα παιδάκι μου, αμάν!»
    - «Τι…» προσπάθησα να απαντήσω αλλά το reboot δεν είχε ολοκληρωθεί.
    - «Είναι 20:30, σήκω να πάμε να φάμε!»
    - «Ναι… ναι…» μουρμούρησα με δυσκολία. Αναστέναξα και σηκώθηκα με ακόμα μεγαλύτερη.
    - «Πω-πω, εσύ έχεις σβήσει τελείως!»

    Η αλήθεια είναι ότι ένιωθα απίστευτη κούραση, με το ζόρι κρατούσα τα μάτια μου ανοιχτά, κατάφερα ωστόσο να ντυθώ για να ανεβούμε πάνω καθώς η αλήθεια είναι ότι μια πείνα την έκανε.

    - «Η Χριστιάνα;» τη ρώτησα.
    - «Μας κρατάει θέση στην καφετέρια, δεν τρώει στο καράβι, δε θυμάσαι;»
    - «Μετά δυσκολίας θυμάμαι πως με λένε» μουρμούρισα. Το μενού εκείνη την ημέρα δεν περιλάμβανε μοσχαρίσιο φιλέτο με σάλτσα, οπότε εγώ αρκέστηκα σε μακαρόνια με κιμά. Η Φοίβη πήρε και εκείνη με τη σειρά της μια μακαρονάδα με κόκκινη σάλτσα αλλά αυτή τη φορά δεν πήραμε ούτε γλυκό, ούτε μπύρα, συνοδέψαμε το φαγητό με σκέτο νερό. Τελειώσαμε το φαγητό και πήγαμε να βρούμε τη Χριστιάνα. Σε αντίθεση με το όταν ανεβαίναμε Αθήνα, σήμερα δεν είχε πολύ κόσμο, είχε πολλά τραπέζια άδεια.
    - «Καλώς τους» μας είπε όταν κάτσαμε στις καρέκλες μας. «Πώς ήταν το φαγητό;»
    - «Έχω φάει και καλύτερες μακαρονάδες» απάντησα. «Εντάξει, δεν ήταν άσχημο αλλά δεν ήταν και τίποτα το φοβερό.»
    - «Ουφ, ούτε τρεις ώρες στο καράβι και έχει αρχίσει και μου λείπει το σπίτι μου» παραπονέθηκε η Χριστιάνα. «Είναι περίεργο αυτό το συναίσθημα, εννοώ τόσες μέρες μου έλειπε το Ηράκλειο και τώρα που είμαστε στο δρόμο μου λείπει το σπίτι μου.»
    - «Κι εμένα μου λείπει το σπίτι μου και οι δικοί μου» είπε η Φοίβη. «Δε βαριέσαι, υπομονή μέχρι τον Ιούνη και μετά θα μπορώ να τους δω πιο συχνά, ένα Σαββατοκύριακο το δίμηνο θα μπορώ να το βρω. Τέλος πάντων, θα τους ψήσω το Πάσχα να πάμε Καρδίτσα και να πάρουμε και τη γιαγιά ώστε να είμαι με όλη την οικογένεια.»
    - «Ναι; Και ότι έλεγα να σε προσκαλέσω για Πάσχα στην Κέρκυρα» απάντησε η Χριστιάνα. «Είναι πολύ όμορφα!»
    - «Καλά να είμαστε και μπορούμε να το κάνουμε του χρόνου. Όσο οι δικοί μου είναι στη Χίο… καταλαβαίνεις.»
    - «Εντάξει, το καταλαβαίνω. Το καλοκαίρι όμως θα έρθεις! Δε σηκώνω συζήτηση. Αυτό ισχύει και για σένα μεσιέ» είπε κοιτάζοντάς με αυστηρά.
    - «Χα! Μου είπε η Φοίβη για το σπίτι των παππούδων σου. Το δύσκολο δε θα είναι να με καταφέρεις να έρθω, αλλά να με καταφέρεις να φύγω!» της είπα βγάζοντας κοροϊδευτικά τη γλώσσα μου.
    - «Νιιιιιι» είπε η Φοίβη χτυπώντας παλαμάκια. «Και θα πάρουμε και το Θρασύβουλα, έτσι Ανδρέα μου;»
    - «Εννοείται, κοριτσάρα μου!»
    - «Ναι, αλλά δε σας έχω πει το ακόμα καλύτερο!» είπε η Χριστιάνα.
    - «Σπίτι με θέα στον όρμο του Ύψου και με ιδιωτική πισίνα και έχει και ακόμα καλύτερο;» τη ρώτησα.
    - «Ο παππούς μου έχει και σκάφος αναψυχής. Μπορούμε να πάμε και σε παραλίες που δεν μπορείς να τις προσεγγίσεις αλλιώς!»
    - «Σοβαρά;;; Και μπορείς να το οδηγήσεις;» τη ρώτησα εντυπωσιασμένος
    - «Καλέ μια μεγάλη βάρκα είναι, δεν είναι θαλαμηγός. Ούτε είναι κανένα σούπερ ταχύπλοο, απλά χρειάζεται τη δέουσα προσοχή να μην πλησιάζεις σε παραλία και δεν είναι και για να πας και πολύ μακριά. Υπάρχουν παραλίες που για να πας με τα πόδια θα πρέπει να σου βγει η γλώσσα στο περπάτημα αλλά για τη βάρκα δεν είναι τίποτα!»
    - «Εντάξει, εγώ ψήθηκα ήδη!» δήλωσα.
    - «Νιιιιιι» φώναξε πάλι χειροκροτώντας ενθουσιασμένη η Φοίβη. «Μωρουλίνι, θέλεις καφεδάκι;» με ρώτησε.
    - «Όχι ματάκια μου, θέλω να πάω να ξεραθώ, κλείνουν τα μάτια μου!»
    - «Και θα μας αφήσεις μοναχούλες;» με ρώτησε και παράπονο.
    - «Δε θέλω κοριτσάρα μου αλλά κουτουλάω» της απάντησα. «Χριστιάνα μου, θα σε καληνυχτίσω εδώ. Κανονίστε με τη Φοίβη που θα βρεθούμε το πρωί για να φύγουμε.»
    - «Εντάξει, καλή σου νύχτα!» μου είπε χαμογελώντας μου γλυκά.
    - «Χριστιάνα, πάω να βάλω το μωρουλίνι μου για ύπνο και επιστρέφω» της δήλωσε η Φοίβη και σηκωθήκαμε και κατεβήκαμε στην καμπίνα μας. Γδύθηκα στα γρήγορα και ξάπλωσα. Η Φοίβη έσκυψε προσεκτικά από πάνω μου για να μην κουτουλήσει στην πάνω κουκέτα και, αφού με σκέπασε, με φίλησε τρυφερά. «Όνειρα γλυκά μωρό μου, κι εγώ μη νομίζεις, το πολύ μέχρι τις 12:00 θα έχω έρθει να κοιμηθώ.»
    - «Καληνύχτα μωρό μου» της είπα. Έκλεισε το φως και βγήκε από την καμπίνα. Εκεί έπεσε εκ νέου ο γενικός. Την κατάλαβα όταν επέστρεψε στην καμπίνα για να κοιμηθεί. Κοίταξα το ρολόι μου, έλεγε 23:30. «Γύρισες μωρό μου;» τη ρώτησα νυσταγμένος.
    - «Ναι αγαπουλίνι μου. Κουτουλούσαμε και οι δυο μας οπότε αποφασίσαμε να πέσουμε για ύπνο νωρίς». Έμεινε με τα εσώρουχά της αλλά αντί να ανέβει στην κουκέτα της, ήρθε στη δική μου, όχι ότι με χάλασε! Ξάπλωσε στην αγκαλιά μου και τη χάιδεψα τρυφερά στα μαλλιά.
    - «Τι συνεννοηθήκατε για αύριο;» τη ρώτησα.
    - «Ραντεβού στις 05:30 στην καφετέρια για να πιούμε το καφεδάκι μας και να ξυπνήσουμε καλά-καλά. Αχ μου έχει λείψει το σπιτάκι μου στο Ηράκλειο και μου έχει λείψει και ο μούργος και τα γατάκια μου!»
    - «Θα μας ισοπεδώσει αύριο!» είπα ξεφυσώντας.
    - «Δε σου έχει λείψει ο Σίμπα;» με ρώτησε.
    - «Πώς δε μου έχει λείψει! Αλλά και εμείς θα του έχουμε λείψει και είναι και ατσούμπαλος π’ ανάθεμά τον. Χορεύοντας θα μας πάει μέσα!»
    - «Θα το υποστούμε!» μου δήλωσε.
    - «Γύρνα από την άλλη να σε πάρω κουτάλα» της είπα. Η Φοίβη το έκανε προσθέτοντας μια δόση αλατοπίπερο, έτριψε το κωλαράκι της πάνω μου και μπορεί το πάνω κεφάλι να νύσταζε αλλά το κάτω κατά τα φαινόμενα είχε ορεξούλες. «Αν συνεχίσεις να μου τρίβεσαι δε βλέπω να κοιμόμαστε» την προειδοποίησα. Αντί απάντησης μου τρίφτηκε ακόμα πιο έντονα. «Α, έτσι;» της είπα.
    - «Έτσι και χειρότερα!» μου απάντησε. Της κατέβασα το κιλοτάκι και έβγαλα και το μποξεράκι μου. Έτριψα το όργανό μου στα χείλη της, ήταν μούσκεμα. Έπιασα το όργανό μου με το χέρι και το οδήγησα προσεκτικά στο μουνάκι της, κάνοντάς την να της ξεφύγει ένα βογγητό.
    - «Τώρα θα σου δείξω πόσα απίδια χωράει ο σάκος» της είπα και άρχισα να κινούμαι μέσα της. Μου πήρε λίγη ώρα να βρω το ρυθμό μου αλλά όταν το κατάφερα άρχισα να την οργώνω κανονικά. Με το ελεύθερο χέρι μου -και χωρίς να σταματήσω να μπαινοβγαίνω μέσα της- κατάφερα, με κάποια δυσκολία είναι η αλήθεια, να της ξεκουμπώσω το σουτιέν και να το κατεβάσω. Αμέσως μετά οδήγησα το χέρι μου πάνω στο δεξί της στήθος το οποίο χούφτωσα δυνατά. Τα λάτρευα τα στήθη της, μεγάλα αλλά όχι σε υπερβολικό βαθμό, σφιχτά και στητά. Της έσφιξα πολύ δυνατά τη ρώγα, κάνοντάς τη να της ξεφύγει μια φωνούλα πόνου.
    - «Πιο δυνατά…» μου είπε παρά τον πόνο που ένιωσε. «Πιο δυνατά! Πιο δυνατά!» Της έσφιξα ακόμα πιο δυνατά τη ρώγα εντείνοντας ακόμα περισσότερο το ρυθμό μου. Τραβήχτηκα από μέσα της και την έβαλα να ξαπλώσει μπρούμητα.
    - «Θέλω το κωλαράκι σου» της δήλωσα. «Το θέλω και θα το πάρω!» συνέχισα.
    - «Ναι Ανδρέα μου. Πάρ’ το… πάρε με… όπως θέλεις…» μου είπε ξαναμμένη. Της έκλεισα το στόμα για να μη φωνάξει και σιγά αλλά σταθερά βύθισα τον πούτσο μου μέσα στο κωλαράκι της. Το χέρι μου έπνιξε το μουγκρητό της. «Φοίβη μου, πονάς;» τη ρώτησα ανήσυχος. «Θέλεις να σταματήσω;»
    - «Όχι!» μου απάντησε δίχως ίχνος δισταγμού. «Όχι! Μη σταματάς! Κι άλλο… Κι άλλο!»

    Κι άλλο; Κι άλλο!

    Με το χέρι μου της έκλεισα πάλι προσεκτικά το στόμα, προσέχοντας ωστόσο να αφήσω τη μύτη της ελεύθερη. Τον έβαλα ξανά σιγά-σιγά όλο μέσα της και άρχισα να κινούμαι, πιο απαλά στην αρχή, πιο γρήγορα στη συνέχεια, όταν ένιωσα το σφικτήρα της να χαλαρώνει και να σταματάει να προβάλει αντίσταση. Πλέον το βογγητό της σε κάθε μου κίνηση ήταν βογγητό ηδονής, τράβηξα το χέρι μου από το στόμα της και πέρασα και τα δύο χέρια μου κάτω από το σώμα της χουφτώνοντάς τη και με τα δύο χέρια, καθώς το σώμα της από κάτω, παραδομένο στις ορέξεις μου, βοηθούσε να κρατήσω τη στήριξή μου. Το όργανό μου ήταν όλο βυθισμένο στο κωλαράκι της και κινούμουν μόνο με τη λεκάνη μου.

    - «Πόσο θα ήθελα να σε γαμάω έτσι ενώ εσύ γλείφεις τη Χριστιάνα» της είπα. «Θα σου άρεσε μωρό μου;»
    - «Πολύ… πολύ…»
    - «Πες μου… τι θα σου άρεσε;» τη ρώτησα μέσα σε κοφτές ανάσες ενώ εξακολουθούσα να κινούμαι μέσα της.
    - «Να… να γλείφω τη Χριστιάνα κι… κι εσύ… κι εσύ να με… να με ξεσκίζεις.»
    - «Πώς… πώς το… προτιμάς; Έτσι… μπρούμητα… στα τέσσερα;»
    - «Όπως… όπως θέλεις… δε… δε με νοιάζει. Όπως… θέλεις!» μου απάντησε ξέπνοη.

    Με τα χέρια μου να σφίγγω τα στήθη της δυνατά, το όργανό μου να κινείται με μανία βυθισμένο πίσω της και κάνοντας το παραπάνω εικόνα, δεν κρατήθηκα άλλο. Καρφώθηκα μια τελευταία φορά και κάθισα ακίνητος ενώ το όργανό μου άδειαζε με σπασμούς βαθιά πίσω της. Έπεσα ξέπνοος πάνω στη Φοίβη. Μας πήρε κάμποση ώρα να βρούμε τις ανάσες μας και οι δύο και όταν το καταφέραμε, πήγαμε ντουγρού για το μπάνιο για να πλυθούμε. Εγώ ξέπλυνα το όργανό μου καλά-καλά με δύο χέρια σαπούνι και μετά βγήκα για να την αφήσω να ξεπλυθεί κι εκείνη με την ησυχία της. Δεν είχα βρέξει τα μαλλιά μου, οπότε όταν σκουπίστηκα τελείως με την πετσέτα, φόρεσα το μποξεράκι και ξάπλωσα στην κουκέτα. Πέντε λεπτά αργότερα βγήκε και η Φοίβη, ούτε εκείνη είχε βρέξει το μαλλί της. Φόρεσε μόνο το κιλοτάκι της και ένα φανελάκι και η εικόνα της, με το σέξι κιλοτάκι και τα στήθη της να διακρίνονται καθαρά κάτω από το φανελάκι ενώ οι ρόγες της προσπαθούσαν θαρρείς να το τρυπήσουν, με έκανε και καύλωσα εκ νέου. Ωστόσο εκεί η κούραση κατανίκησε τις καύλες.

    - «Θα είσαι φρόνιμος ή θα ξαπλώσω πάνω;»
    - «Θα κάνω ό,τι θέλω» της είπα και συμπλήρωσα. «Αν κάνεις ότι ανεβαίνεις στο πάνω κρεββάτι θα σου κόψω τον κώλο!»
    - «Γιατί, πριν τι έκανες;»
    - «Στον άνοιξα! Τελείως διαφορετικό πράγμα» της απάντησα κοροϊδευτικά.
    - «Τσούζει Θανάση μου» μουρμούρισε.
    - «Αφού σε ρώτησα, να σταματήσω;»
    - «Κι εγώ σου απάντησα!» μου είπε.
    - «Τότε τι παραπονιέσαι ότι τσούζει Θανάση σου;»
    - «Δεν παραπονιέμαι! Παρατήρηση έκανα! Άντεεεεεεε»
    - «Αγκαλίτσα;» της είπα και άνοιξα την αγκαλιά μου.
    - «Αγκαλίτσαααααααα!» φώναξε και σχεδόν έκανε μακροβούτι πάνω μου.
    - «Σ’ αγαπάω πολύ-πολύ-πολύ» της είπα σφίγγοντάς την.
    - «Κι εγώ μωρουλίνι μου!»
    - «Λοιπόν, νάνι τώρα!» της είπα.
    - «Θέλω να με νανουρίσεις!» μου είπε.
    - «Βρε διάολε!»
    - «Θα αρχίσω να σου τρίβομαι πάλι!» με απείλησε. Τι να κάνω, άρχισα να τραγουδάω.

    Γεια σου χαρά σου Βενετιά,
    Βγήκα σε θάλασσα πλατιά
    Και τραγουδώ στην κουπαστή
    Σ’ όλο τον κόσμο ν’ ακουστεί

    Φύσα αεράκι, φύσα με
    Μη χαμηλώνεις ίσαμε
    Να δω στην Κρήτη μια κορφή
    Που’ χω μανούλα κι αδερφή

    - «Σ’ αγαπάω!» μου είπε.
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω σουσουράδα! Ύπνο τώρα!»

    Την κράτησα ακόμα πιο σφιχτά πάνω μου και τη χάιδεψα μέχρι που με πήρε ο ύπνος. Το πρωί ήμουν εγώ που ξύπνησα πρώτος. Κοίταξα το ρολόι μου, έλεγε 05:20. Η Φοίβη με κρατούσε αγκαλιά, της σήκωσα απαλά τα χέρια και σηκώθηκα. Ντύθηκα στα γρήγορα γιατί παράκανε δροσούλα και πήγα να κάνω την πρωινή μου τουαλέτα. Όταν τελείωσα και αφού έπλυνα τα δόντια μου, πήγα να προσπαθήσω να ξυπνήσω τη Φοίβη, μου πήρε κάμποση ώρα να το καταφέρω. Όταν τέλειωσε και εκείνη με τις ετοιμασίες της, πήραμε τα πράγματά μας ώστε να μην υπάρχει λόγος να επιστρέψουμε ξανά στην καμπίνα.

    - «Πάω να ξυπνήσω τη Χριστιάνα» μου είπε και πήγε δύο καμπίνες πιο κάτω και χτύπησε την πόρτα. Η Χριστιάνα είχε ξυπνήσει από μόνη της γιατί άνοιξε και βγήκε έξω με τα πράγματά της στο χέρι.
    - «Καλημέρα παιδιά!» μας είπε χαμογελώντας.
    - «Καλώς την!» της απάντησα. «Λοιπόν, πάμε για καφεδάκι!»
    - «Ναι, ναι! Πάμε! Καφέεεεεεεεε» είπε η Φοίβη.

    Φτάσαμε πάνω και αφήσαμε τα πράγματά μας σε ένα τραπέζι. Η Φοίβη πήγε να πάρει τους καφέδες και εγώ βγήκα λίγο έξω στο κατάστρωμα. Ήμασταν περίπου μισή ώρα έξω από το λιμάνι, στο βάθος φαινόντουσαν καθαρά τα φώτα του Ηρακλείου. Κάθισα για κανένα-δυο λεπτά και επέστρεψα στο σαλόνι, στο οποίο σιγά-σιγά άρχισε να μαζεύεται κόσμος.

    - «Ανδρέα, θα πρέπει να πάμε ΙΤΕ σήμερα;» ρώτησε η Χριστιάνα.
    - «Τυπικά θα έπρεπε αλλά σήμερα δε θα πάω. Πρέπει να κάνουμε καμιά δουλειά και στο σπίτι, τόσες μέρες κλειστό.»
    - «Ανδρέα, πρέπει να πάμε και για ψώνια στο σουπερμάρκετ, στο σπίτι δεν έχουμε τίποτα. Χριστιάνα, να κατέβεις κι εσύ να πάμε όλοι μαζί με το αυτοκίνητο.»
    - «Αρκεί να μου υποσχεθείτε ότι το μεσημέρι θα φάμε σε μένα. Μιας και δεν τα ευχαριστηθήκατε τα μακαρόνια χθες, θα σας φτιάξω εγώ μια περιποιημένη καρμπονάρα να έρθετε στα ίσια σας.»
    - «Τώρα μιλάς σωστά!» της απάντησα ενώ η Φοίβη χειροκροτούσε ενθουσιασμένη.
    - «Δεν ακολουθώ την ιταλική συνταγή με πεκορίνο και γκουαντσιάλε!» μας δήλωσε. «Εγώ την κάνω με κρέμα γάλακτος, αυγό, bacon και μανιτάρια.»
    - «Εγώ θα τη φάω όπως και αν τη φτιάξεις» τη διαβεβαίωσα. «Αλήθεια, η λέσχη πότε ανοίγει;»
    - «Στις 20 του μήνα» απάντησε η Χριστιάνα. «Αλλά και που θα ανοίξει, μήπως και τρώγεται το φαγητό της;»
    - «Θα τρώγεται μια χαρά. Ο Κώστας την αναλαμβάνει από το Γενάρη και όχι από το Σεπτέμβρη, όπως νομίζαμε! Έχει πει ότι η νέα λέσχη θα έχει επιλογή φαγητών και όχι μόνο ένα και όποιον πάρει ο χάρος.» τους είπα.
    - «Πού το ξέρεις;» με ρώτησε η Φοίβη.
    - «Το έχει πει ο ίδιος ο Κώστας» απάντησα. «Οπότε δε χρειάζεται να σηκώσουμε και το σούπερ μάρκετ. Ας πάρουμε τα βασικά για να μην τρώμε έξω αυτές τις μέρες και μετά τις 20 του μηνός βλέπουμε. Πάντως εγώ για αύριο το βράδυ, μετά το ΙΤΕ, ψηφίζω Ευτύχη, αν ψήνεστε!»
    - «Εγώ ψήνομαι και για σήμερα!» είπε η Φοίβη.
    - «Δευτέρες είναι κλειστός!» απάντησα. «Από αύριο!»

    Η Χριστιάνα άναψε ένα τσιγάρο και συνεχίσαμε την κουβέντα περί ανέμων και υδάτων μέχρι που το καράβι έπιασε λιμάνι. Όπως και στο ανέβα, έτσι και σήμερα καθίσαμε στην καφετέρια μέχρι να αρχίσει να αδειάζει το καράβι. Μετά με τη Χριστιάνα κατεβήκαμε στο αμπάρι ώστε να πάρω εγώ το αυτοκίνητο και εκείνη το παπί της. Η Φοίβη κατέβηκε και μας περίμενε στο λιμάνι.

    Όταν βγήκα έξω από το καράβι, η Χριστιάνα είχε σταματήσει δίπλα από τη Φοίβη με το μηχανάκι. Δώσαμε ραντεβού στο σπίτι της και ξεκίνησε. Η Φοίβη μπήκε στο αυτοκίνητο και αφού δέθηκε ξεκινήσαμε και εμείς. Όπως ήταν αναμενόμενο -και παρά το γεγονός ότι τέτοια ώρα δεν είχε κίνηση- η Χριστιάνα είχε φτάσει πριν από εμάς. Πάρκαρα έξω από το σπίτι της και με τη Φοίβη βγήκαμε και οι δύο έξω καθώς η βαλίτσα της Χριστιάνας ήταν στο πίσω κάθισμα.

    - «Λοιπόν, σας περιμένω γύρω στις 14:00» μας είπε.
    - «Ποιες 14:00 βρε; Ξέχασες ότι πρέπει να πάμε να ψωνίσουμε;» της υπενθύμισε η Φοίβη. «Έλα από το σπίτι μου γύρω στις 12:00»
    - «Εντάξει, τα λέμε στις 12:00 τότε. Παιδιά σας ευχαριστώ πολύ-πολύ!» μας είπε.
    - «Αλλοίμονο βρε Χριστιάνα» της απάντησα και επιστρέψαμε στο αυτοκίνητο. Δύο λεπτά αργότερα ήμασταν μπροστά από το σπίτι της Φοίβης. Πραγματικά δεν είχα ξαναδεί το Σίμπα να κάνει έτσι. Χοροπηδούσε σα βάτραχος και έκλαιγε από τη χαρά του ενώ απορούσα πως η ουρά του κατόρθωνε να μείνει στη θέση της. Φυσικά και πήδηξε πάνω μας όταν μπήκαμε μέσα. Πήρε πρώτα αγκαλιά τη Φοίβη -και της έριχνε στο μπόι- και αφού την έγλειψε σε όλο το πρόσωπο, όρμισε πάνω μου για το δεύτερο γύρο ταγκό. Ήταν αδύνατο να μη συγκινηθείς από τη χαρά του, αυτή τη φορά δέχτηκα το γλείψιμο σε όλο μου το πρόσωπο αδιαμαρτύρητα.

    Μετά μας πήρε συνοδεία από πίσω όταν ξεφορτώσαμε το αυτοκίνητο από τα πράγματα της Φοίβης. Όταν φτάσαμε στην είσοδο μας περίμεναν σαν σε παράταξη και τα τρία γατιά και εκεί είχαμε το δεύτερο γύρο πανηγυρικών. Μέχρι και σε εμένα έκαναν χαρές που συνήθως δε μου δίνουν ιδιαίτερη σημασία. Ευτυχώς δεν είχε βρέξει κάμποσες μέρες στο Ηράκλειο γιατί δε θέλω καν να φανταστώ πως θα μας είχε κάνει ο Σίμπα αν είχε κάτω λάσπες. Η Φοίβη από την άλλη, τους έδωσε την έκπληξή τους, τάισε το κάθε μέλος της αγέλης με κονσέρβα και όχι ξηρά τροφή. Η κονσέρβα του Σίμπα ήταν δύο κιλά, σχεδόν ξεχείλισε από τη γαβάθα του, ωστόσο την εξαφάνισε μέσα σε λίγα λεπτά. Τα γατιά έφαγαν πιο συγκρατημένα αλλά άδειασαν και εκείνα τα πιάτα τους.

    Μιας και δεν είχε ακόμα γραφείο για να βάλει τον υπολογιστή της, αφήσαμε κλειστά τα κουτιά στο μέρος που αργότερα θα έμπαινε το γραφείο με τη βιβλιοθήκη.

    - «Λοιπόν, σε αφήνω, να πάω να κάνω καμιά δουλειά στο σπίτι και να το αερίσω, στις 12:00 θα είμαι εδώ» της είπα.
    - «Εντάξει μωρό μου. Κι εγώ το ίδιο θα κάνω, μη νομίζεις» είπε και άνοιξε και τα δύο τεράστια παράθυρα που ήταν στην πρόσοψη του σπιτιού.
    - «Λοιπόν, πάω!» της είπα και αφού τη φίλησα κίνησα να πάω στο σπίτι με το Σίμπα στα πόδια μου που μου γκρίνιαζε καθώς δεν συμφωνούσε καθόλου με την απόφασή μου να μην κάτσω εκεί! «Θα γυρίσω σε λίγες ώρες βρε τέρας, μην ανησυχείς!» προσπάθησα να τον καθησυχάσω αλλά που! Στάθηκε και με κοιτούσε με το ύφος του παιδιού που ο πατέρας τους έφευγε για υπερατλαντικό ταξίδι, γεμίζοντάς με τύψεις. Κατάλαβες το κοπρόσκυλο;

    Όταν έφτασα σπίτι και αφού ταχτοποίησα τα πράγματα, άνοιξα κι εγώ όλα τα παράθυρα αλλά και την εξώπορτα για να αεριστεί το σπίτι. Μετά ξεσκόνισμα, σκούπισμα, και τέλος σφουγγάρισμα. Στο ενδιάμεσο είχα ανοίξει το θερμοσίφωνα οπότε όταν τέλειωσα με τη λάτρα και αφού στέγνωσε κάπως το πάτωμα, έκλεισα παράθυρα και πόρτες και πήγα να κάνω ένα ζεστό ντουζ. Δηλαδή αυτή ήταν αρχικά η ιδέα αλλά τελικά αποφάσισα να γεμίσω τη μπανιέρα με νερό και να χωθώ μέσα. Ήταν σκέτη απόλαυση το καυτό νερό, ένιωσα σχεδόν να λιώνω. Και μεταξύ μας, όπως ήμουν ξαπλωμένος, με πήρε και μια ώρα ο ύπνος. Όταν άνοιξα τα μάτια μου το νερό είχε γίνει χλιαρό. Αναστέναξα και τράβηξα την τάπα για να χυθεί το νερό. Έκανα ένα γρήγορο ξέπλυμα με ζεστό νερό και βγήκα έξω. Κοίταξα το ρολόι μου, ήταν ακόμα 10:00. Μην έχοντας τίποτε άλλο να κάνω, ετοιμάστηκα και πήγα στη Φοίβη.

    Ο Σίμπα ήταν σα να είχε πάθει τραύμα, όταν με είδε άρχισε πάλι να χοροπηδάει και να κλαίει λες και είχε να με δει μήνες. Τι να τον κάνω, μετά από ένα δεύτερο γύρο ταγκό, με άφησε μόνο όταν βεβαιώθηκε ότι με είχε γλείψει επαρκώς και το μόνο που χρειαζόταν ήταν απλά να με ταχυδρομήσει. Η Φοίβη δεν είχε τελειώσει ακόμα, η αλήθεια είναι ότι το σπίτι της είναι αρκετά μεγαλύτερο από το δικό μου. Μπήκα μέσα και ο Σίμπα με ακολούθησε σα να μην τρέχει τίποτα.

    - «Βρε, πάλι τα ίδια;» τον ψευτομάλωσε η Φοίβη. Ο Σίμπα απλά κούνησε ευτυχισμένος την ουρά του και πήγε και θρονιάστηκε δίπλα από τον καναπέ. «Ξεκολλημό δεν έχει!» μου είπε. «Είδα και έπαθα να τον βγάλω έξω να σφουγγαρίσω το σαλόνι. Καθόταν απ’ έξω και έκλαιγε. Κάτσε να κρατάς τα ίσια τώρα, γιατί έχω σφουγγαρίσει το μισό σαλόνι, έχω να κάνω το άλλο μισό και το δωμάτιο!»
    - «Εντάξει μωρό μου» της είπα και πήγα και κάθισα στο τραπέζι, κάτω από το εξεταστικό βλέμμα του Σίμπα. Όταν βεβαιώθηκε ότι κανείς από τους δυο μας δε θα έφευγε, ξάπλωσε στο πλάι και το έριξε στον ύπνο ροχαλίζοντας του καλού καιρού.
    - «Α, είδα το πρωί την κυρά-Ματούλα, της έδωσα το σχέδιο για το γραφείο και είπε θα το πάει σήμερα στον μαραγκό. Το απόγευμα θα μου πει πότε θα είναι έτοιμο. Επίσης μου πήρε και βιβλιοθήκη, θα τη φέρουν αύριο το πρωί!»
    - «Ωραία, ωραία!» της απάντησα. «Δε μου λες, θέλεις να πεταχτώ στο κυλικείο να φέρω δυο καφεδάκια;»
    - «Αχ ναι μωρό μου, δεν έχω γάλα! Θα μου πάρεις και ένα τοστ με τυρί, γαλοπούλα και ντομάτα;»
    - «Ναι μωρό μου, φυσικά. Θέλεις να σου φέρω και πορτοκαλάδα; Εννοώ φρέσκια.»
    - «Όχι μωρουλίνι μου, μόνο ένα τοστάκι. Και να πάρεις ένα και για σένα!»
    - «Μάλιστα κύριε Λοχαγέ, θα πάρω ένα και για μένα». Ο Σίμπα σταμάτησε να ροχαλίζει και άνοιξε το μάτι του και με κοίταξε καχύποπτα. Ρε μπελά που βρήκαμε. «Δε μου λες, υπάρχει καμιά αλυσίδα να τον πάρω μαζί; Να πάμε ποδαράτο, να σε αφήσει κι εσένα να κάνεις καμιά δουλειά.»
    - «Ναι, έχει αλυσίδα αλλά και που την έχει… εννοώ, κανείς δεν έχει τη δύναμη να τον κρατήσει. Είσαι σίγουρος ότι είναι καλή ιδέα;»
    - «Ναι μωρέ, να βγει και αυτός λίγο έξω.»
    - «Κάτσε, πάω πάνω να τη φέρω!» είπε η Φοίβη και βγήκε έξω και πήρε το δρομάκι αριστερά από την είσοδό της που ανηφόριζε προς τα ενδότερα του οικοπέδου. Λίγη ώρα αργότερε κατέβηκε και μου έδωσε την αλυσίδα.
    - «Ρε συ, τον Σίμπα θα πάω βόλτα, δε θα ρίξω άγκυρα! Τι είναι αυτό;»
    - «Αυτό έχουν!» μου είπε. «Όχι ότι τον έχουν πάει ποτέ βόλτα, μια φορά δοκίμασε να το κάνει ο εγγονός της κυρά Ματούλας και ο Σίμπα τον αμόλησε χαρταετό.»
    - «Σε μένα δε θα κάνεις τέτοια, έτσι αγόρι μου;» του είπα δένοντας την αλυσίδα στο κολάρο του. Το έπιασε το υπονοούμενο και σηκώθηκε σε χρόνο dt. «Λοιπόν, πάμε!» είπα στη Φοίβη και ξεκινήσαμε. Παρά τους φόβους της Φοίβης ο Σίμπα συμπεριφέρθηκε εξαιρετικά. Όχι ότι δεν πήγε να με τραβήξει αλλά δεν το έκανε με δύναμη που θα με έριχνε κάτω αλλά δύο-τρεις φορές του μίλησα αυστηρά και σταμάτησε να το κάνει. Περάσαμε σαν κύριοι το δρόμο και ανεβήκαμε τα σκαλιά του πανεπιστημίου και πήραμε το δρόμο προς το κυλικείο. Δεδομένου ότι δεν μπορούσα να τον βάλω μέσα, χτύπησα στα πλαϊνά τζάμια του κυλικείου και του ζήτησα να μου φτιάξει τους δυο καφέδες και τα δύο τοστ και να μου τα περάσει από τα κάγκελα. Με κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει και του έκανα νόημα να χαμηλώσει τα μάτια του. Όταν είδε το Σίμπα του έπεσε το σαγόνι στο πάτωμα.
    - «Τι είναι αυτό το πράγμα;» με ρώτησε.
    - «Καυκάσιος» του απάντησα. «Και που ‘σαι, δεν έχει φτάσει ακόμα το τελικό του μέγεθος, μπορεί να πάρει άλλους 4-5 πόντους!»
    - «Ο Χριστός και η Παναγία! Αυτός είναι σα γάιδαρος!»

    Τελικά είχαμε δεν είχαμε γίναμε θέαμα, όσοι ήταν μέσα στο κυλικείο βγήκαν έξω για να δουν το Σίμπα που είχε λερώσει τα βρακιά του από τη χαρά του, δεν ήξερε σε ποιον να πρωτοκάνει χαρές. Παρά την εκφοβιστική του εμφάνιση είναι καλούλης ο φουκαράς και αγαπάει όλο τον κόσμο. Και πήρε και τους μεζέδες του, να τα λέμε αυτά. Πέρασα τη σακούλα με τα τοστ στον καρπό του αριστερού μου χεριού και επίσης με το αριστερό πήρα τη βάση με τους καφέδες. Στο δεξί κρατούσα γερά την αλυσίδα προσευχόμενος σε όλους τους Θεούς μη γίνω κι εγώ χαρταετός. Άδικα φοβόμουν, ο Σίμπα ήταν κύριος στην επιστροφή, αν εξαιρέσεις ότι σε κάθε κολόνα τράβαγε και ένα κατούρημα. Όπως και να έχει ένιωσα κάμποση ανακούφιση όταν περάσαμε στο σπίτι και έκλεισα την γκαραζόπορτα. Τον έλυσα και έφυγε τρέχοντας να πάει προς τη Φοίβη που μας περίμενε στην εξώπορτά της. Αυτή τη φορά δεν μπήκε μέσα, ξάπλωσε στην αγαπημένη του θέση δεξιά από την είσοδο του σπιτιού της.

    - «Πώς πήγε η βόλτα;» με ρώτησε. «Ήταν καλό παιδί;»
    - «Το καλύτερο! Να δεις πέραση που έχει, γίναμε θέαμα! Όλο το κυλικείο βγήκε έξω να τον δει, έπρεπε να τους δεις πως έκαναν. Όχι ότι τον χάλασε τον κύριο, το χάδι πήγε σύννεφο! Εσύ, τελείωσες;»
    - «Τις δουλειές, ναι. Τώρα θέλω να πιώ λίγο καφεδάκι, να φάω το τοστ και να πάω να κάνω ένα ντουζάκι».

    Έκλεισα τα παράθυρα και την πόρτα ενώ η Φοίβη κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας. Την ακολούθησα και πήρα κι εγώ το τοστ και άρχισα να μασουλάω. Όταν τελειώσαμε, η Φοίβη σηκώθηκε και πήγε να κάνει ντουζ. Εγώ γδύθηκα στα γρήγορα και πήγα και χώθηκα κάτω από το πάπλωμα, ξεστρώνοντας το κρεββάτι που μόλις είχε στρώσει η Φοίβη. Όταν τέλειωσε και βγήκε έξω, όπως ήταν φυσικό, δε με βρήκε στην κουζίνα.

    - «Ανδρέα;» φώναξε.
    - «Στο δωμάτιο είμαι» της είπα και σήκωσα τελείως το πάπλωμα, μένοντας γυμνός και με το όργανο μου να κάνει το κατάρτι.
    - «Βρε σάτυρε!»
    - «Ήμανε!» της απάντησα. «Για έλα εδώ, μαδάμ!» συνέχισα. Η Φοίβη έβγαλε την πετσέτα της μένοντας και εκείνη τελείως γυμνή. Χτύπησα το χέρι μου στο κρεββάτι κάνοντας της νόημα να έρθει να πέσει δίπλα μου, πράγμα που έκανε. Όταν ξάπλωσε μας σκέπασα και την πήρα αγκαλιά και τη φίλησα παθιασμένα. Το ένα χέρι μου ήταν πίσω από το σβέρκο της ενώ το άλλο, αφού τη χούφτωσε καλά-καλά στο στήθος, κατέβηκε χαμηλά ανάμεσα στα πόδια της και άρχισε να την παίζει. Η Φοίβη έκλεισε τα μάτια της απολαμβάνοντας το παιχνίδι του χεριού μου, παιχνίδι που σταμάτησε μετά από λίγο καθώς το ακολούθησε το στόμα μου.

    Μου είχε λείψε απίστευτα να γλείφω το μουνάκι της, του έδωσα και κατάλαβε. Δεν την άφηνα να τελειώσει, κάθε φορά που την ένιωθα να πλησιάζει, έκοβα το ρυθμό μου, ήθελα να κρατήσει όσο περισσότερο γινόταν. Η γλώσσα μου είχε σχεδόν μουδιάσει και τα μάγουλα μου είχαν πιαστεί από το ρούφηγμα και το γλείψιμο, όταν την άφησα να τελειώσει. Ένιωσα το κορμί της να τραντάζεται λες και το χτυπάει ρεύμα και εκεί τεντώθηκε και κοκκάλωσε και ένιωσα τα υγρά της να γεμίζουν το πρόσωπο και το στόμα μου. Αλλά δεν είχα ούτε κατά διάνοια τελειώσει μαζί της.

    Τράβηξα τελείως το πάπλωμα και όπως ήταν ξαπλωμένη, πήγα και τον έβαλα στο στόμα της. Όταν έγινε και πάλι κάγκελο την έβαλα να κάτσει στα τέσσερα και όταν το έκανε, πήγα από πίσω της και τον έβαλα προσεκτικά στο μουνάκι της. Την άρπαξα από τα μαλλιά, τραβώντας την προς τα πίσω, και άρχισα να μπαινοβγαίνω μέσα της σα μηχανάκι. Παρά τις απίστευτες καύλες που είχα, μπόρεσα να κρατάω σταθερό ρυθμό για αρκετή ώρα κάθε φορά, μέχρι να νιώθω το τέλος να πλησιάζει. Κάθε φορά που γινόταν αυτό, έκοβα ρυθμό και της έριχνα από σιγανές ως δυνατές σφαλιάρες στα κωλομέρια, κάνοντάς τα στο τέλος κόκκινα. Η Φοίβη στηριζόταν στο ένα χέρι, το άλλο το είχε φέρει μπροστά στο στόμα της, προσπαθώντας να καταπνίξει τις κραυγές της ηδονής της. Αφέθηκα να τελειώσω μόνο όταν ένιωσα τα γόνατά μου να κοντεύουν να πιάσουν φωτιά, ήθελα να της προσφέρω όση ηδονή άντεχα αλλά αυτή τη φορά ήταν η Φοίβη που με έκοψε.

    - «Μην τελειώσεις!» με διέταξε και η αλήθεια είναι ότι τραβήχτηκα με πολύ μεγάλη δυσκολία καθώς ήμουν αρκετά κοντά στο τέλος. «Ξάπλωσε!» μου είπε και την υπάκουσα και πάλι. Ξάπλωσα ανάσκελα και κατέβηκε χαμηλά κάτω μου αλλά στο πλάι. «Θέλω να δοκιμάσω κάτι!» μου είπε.
    - «Οκ» της απάντησα κάπως αβέβαια. Δεν ήμουν σίγουρος τι είχε στο μυαλό της.
    - «Σήκωσε τα πόδια σου μωρό μου» μου είπε.
    - «Ορίστε;» τη ρώτησα με απορία.
    - «Σήκωσε τα πόδια σου!» επανέλαβε και την υπάκουσα αβέβαιος. Άλλαξε στάση και έσκυψε το κεφάλι της ανάμεσα στα πόδια μου και με πήρε βαθιά στο στόμα της. Τραβήχτηκε και άρχισε να με γλείφει σε όλο το μήκος του οργάνου μου και μετά πιο χαμηλά μέχρι που η γλώσσα της έφτασε στον κώλο μου. Η αλήθεια είναι ότι μου άρεσε να τη γλείφω εκεί αλλά δεν είχα ποτέ σκεφτεί να μου το κάνει η ίδια. Η αίσθηση ήταν αρχικά περίεργη αλλά η αλήθεια είναι ότι άρχισα να το απολαμβάνω. Αυτό που δεν περίμενα ήταν να μου βάλει δάχτυλο, έμεινα τελείως μαλάκας. Το αίσθημα ήταν ταυτόχρονα δυσάρεστο και ευχάριστο μα πριν προλάβω καν να διαμαρτυρηθώ μου είπε «Σσσστ» και πήρε το όργανό μου στο στόμα της ενώ ταυτόχρονα το δάχτυλό της έκανε κυκλικές κινήσεις μέσα στον κώλο μου. Ένιωθα υπέροχα δυσάρεστα, τόσο που κάθε φορά που ήμουν στο τσακ να τη σταματήσω, κατάπινα τη γλώσσα μου και την άφηνα να συνεχίσει, μέχρι που η ενόχληση εξαφανίστηκε και άρχισα να το απολαμβάνω. Να το απολαμβάνω πολύ. Την ώρα που το όργανό μου άρχισε να κάνει σπασμούς μέσα στο στόμα της γεμίζοντάς τη με σπέρμα, κάρφωσε το δάχτυλό της βαθιά μέσα στον κώλο μου και η ηδονή πολλαπλασιάστηκε επί δέκα. Ούτε σε χίλια χρόνια δε μπορούσα να φανταστώ πόσο υπέροχη αίσθηση ήταν. Η Φοίβη δε σταμάτησε ούτε μια στιγμή να καταπίνει ενώ κάρφωνε ξανά και ξανά το δάχτυλό της όσο βαθιά μπορούσε να μπει μέσα στον κώλο μου. Όταν σχεδόν με γυάλισε με το στόμα της, και μόνο τότε, τραβήχτηκε τραβώντας απότομα το δάχτυλό της από τον κώλο μου, κερδίζοντας ακόμα μια κραυγή μου απορημένης απόλαυσης. «Σου άρεσε η ιδέα μου μωρό μου;»
    - «Δεν… εγώ… Ωχ…» είπα προσπαθώντας να βρω τα λόγια μου. «Δεν… δεν ξέρω πως σου ήρθε αυτό… αλλά… Φοίβη… είδα… είδα το Θεό!»
    - «Νιιιιιιιιι» είπε χειροκροτώντας ενθουσιασμένα. «Είχα φοβηθεί ότι δε θα σου άρεσε… εννοώ… δεν ήμουν σίγουρη. Εμένα… εμένα μου αρέσει όταν μου κάνεις στοματικό και μου βάζεις δάχτυλο πίσω, πολύ περισσότερο από το απλό στοματικό. Και… και η Χριστιάνα είχε την ίδια αντίδραση παρά το γεγονός ότι… ξέρεις… output only όπως και για σένα. Αλήθεια σου άρεσε;»
    - «Ήταν πολύ παράξενο στην αρχή. Ήταν… δεν ξέρω πως να το πω, υπέροχα δυσάρεστο. Ομολογώ ότι κάμποσες φορές ήμουν στο τσακ να σου ζητήσω να σταματήσεις αλλά κάθε φορά το στόμα μου αρνιόταν να ακολουθήσει… λες… λες και ήξερε τι θα επακολουθήσει. Όταν… όταν άρχισα να τελειώνω και μου κάρφωσες το δάχτυλο… δεν ξέρω πως να στο πω… η αίσθηση ήταν… ήταν απίστευτη, δέκα φορές, εκατό φορές… σου λέω είδα το Θεό!»
    - «Δηλαδή να το ξανακάνω;» με ρώτησε αβέβαιη.
    - «Βρε χαζούλα γιατί ρωτάς; Αφού… αφού σου είπα… και αν… αν κάποια στιγμή δεν νιώσω καλά, θα σου πω να σταματήσεις. Γιατί ανησυχείς;»
    - «Φοβήθηκα μη νευριάσεις…ξέρεις… επειδή…»
    - «Φοίβη, αν αυτό πήγαινε να το κάνει ο/η οποιοσδήποτε μπορεί να του έσπαγα το κεφάλι. Εσύ όμως δεν είσαι ο οποιοσδήποτε. Είσαι η Φοίβη μου. Η ΦΟΙΒΗ ΜΟΥ, κατάλαβες;»
    - «Ναι, Ανδρέα μου… κατάλαβα!» μου είπε χαμογελαστή.
    - «Ωραία, τώρα που το λύσαμε αυτό, πάμε να συνεχίσουμε το καφεδάκι μας!»
    - «Ναι, πάμε!»

    Σηκωθήκαμε και ντυθήκαμε στα γρήγορα και επιστρέψαμε εγώ στην κουζίνα και η Φοίβη στο μπάνιο για να στεγνώσει τα μαλλιά της. Πέντε-δέκα λεπτά αργότερα, επέστρεψε και εκείνη στην κουζίνα.

    - «Ρε συ Φοίβη, αμαρτία δεν είναι να έχουμε τον υπολογιστή στο κουτί του; Δεν θέλεις να τον ανοίξουμε να τον χαρείς;»
    - «Ε, πού θα τον βάλω, αφού δεν έχω ακόμα γραφείο!»
    - «Τον βάζουμε εδώ στο τραπέζι προσωρινά και όταν με το καλό σου φέρει το γραφείο, τον μετακομίζουμε.»
    - «Δε θέλω μωρέ να έχω καλώδια από εδώ και από εκεί. Στο μέρος που θα βάλω το γραφείο έχει πρίζα, εδώ θα πρέπει να τραβήξουμε μπαλαντέζα.»
    - «Εντάξει Φοίβη μου, δεν επιμένω.»
    - «Τόσο καιρό ήμουν χωρίς υπολογιστή, θα αντέξω μερικές μέρες ακόμα. Και όπως και να έχει το απόγευμα η κυρά Ματούλα θα έχει απάντηση από το μαραγκό, δε φαντάζομαι να του πάρει πάνω από δυο-τρεις μέρες. Αν μας πει παραπάνω, το συζητάμε.»
    - «Θα πρέπει ωστόσο να κατέβουμε να πάρουμε ένα πολύμπριζο. Φαντάζομαι ότι χρειάζεται ένα για τον υπολογιστή, ένα για την οθόνη και ένα για τα ηχεία.»
    - «Δε χρειάζεται για την οθόνη, τραβάει ρεύμα από τον υπολογιστή, οπότε χρειαζόμαστε δύο πρίζες»
    - «Εγώ θα έλεγα, μας και θα πάρεις γραφείο, να βάλεις και ένα φωτιστικό στο γραφείο, μην είσαι με αυτό της κουζίνας.»
    - «Ναι μωρέ, έχεις δίκιο. Θα πάρω κάποιο φωτιστικό γραφείου αλλά θέλω να πάρω το γραφείο πρώτα, ώστε να διαλέξω κάτι που να ταιριάζει.»
    - «Δε μου λες, για να αλλάξουμε και θέμα, τι λες να κάνουμε απόγευμα και βράδυ; Εγώ λέω να κατέβουμε για καφέ και μπύρα στο κέντρο και το βραδάκι πίτσα από το Έβερεστ. Ψήνεσαι;»
    - «Αμέ!» μου απάντησε.
    - «Ωραία, να ρωτήσουμε και τη Χριστιάνα αν θέλει να έρθει για παρέα, αλλά γιατί να μη θέλει; Δεν έχει έρθει και κανείς… εκτός και αν θα το ρίξει στο διάβασμα.»
    - «Στις διακοπές των Χριστουγέννων, όπως μου είχε πει, έριξε το διάβασμά της, δε φαντάζομαι να πέσουν τα καράβια της έξω αν ξεκινήσει το διάβασμα από αύριο.»
    - «Μια που είπες για καράβια της… ρε συ, παίζει να έχει κανένα καράβι και να μην το ξέρουμε. Το αυτοκίνητο του πατέρα της κάνει πιο πολύ από το δικό μου και τι δικό σου σπίτι μαζί. Τι δουλειά κάνει ο πατέρας της;»
    - «Χρηματοοικονομικά, κάτι με επενδύσεις μου είχε πει η Χριστιάνα αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν πολυκατάλαβα και η ίδια δεν έδειχνε ιδιαίτερη προθυμία να εξηγήσει. Έχει λίγο περίεργη σχέση με τον πατέρα της, έχω καταλάβει. Οι γονείς του, οι παππούδες με το εξοχικό με την πισίνα στην Κέρκυρα, είναι μεγαλοοικογένεια και απ’ ότι κατάλαβα ο πατέρας της, που σπούδασε Αμερική, έκανε πολύ μεγάλη περιουσία εκεί. Βασικά, πάλι απ’ ότι έχω καταλάβει, πιο πολύ για να απασχολούται με κάτι, δουλεύουν και ο πατέρας της και η μητέρα της, παρά γιατί το έχουν ανάγκη. Και αυτό είναι και το παράπονο της Χριστιάνας, ο πατέρας της δουλεύει πολλές ώρες παρά το γεγονός ότι ουσιαστικά δεν το έχει καμία ανάγκη. Δεν επέμεινα πάντως, νιώθει άβολα όταν η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το οικονομικό. Σου λέω αν δεις το σπίτι της θα σου πέσει το σαγόνι κάτω και φαντάσου ότι εκεί μένουν απλά προσωρινά, μέχρι να τελειώσει το νέο τους σπίτι που χτίζουν στη Σαρωνίδα.»
    - «Κοίτα να δεις!»
    - «Α, δε σου είπα και το άλλο, το Σεπτέμβρη μάλλον θα φέρει στην Κρήτη και τον Τσάρλι. Δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφο και πιο μεγάλο γάτο!»
    - «Γιατί;»
    - «Γιατί ο αδερφός της μετακομίζει και η Χριστιάνα δεν τον εμπιστεύεται ότι θα τον προσέχει. Οι γονείς της λείπουν όλη μέρα και όσο και αν είναι γάτος που δεν έχει πρόβλημα να μένει για ώρες μόνος του, την θέλει την παρέα. Άλλωστε στην πραγματικότητα ο Τσάρλι περισσότερο δεμένος με τη Χριστιάνα είναι παρά με τους υπόλοιπους. Σου λέω αν τον δεις θα πάθεις, έχει το μέγεθος σκύλου!»
    - «Ωραία, μετά το σκύλο σε μέγεθος γαϊδουριού θα έχουμε και γάτα σε μέγεθος σκύλου. Όσο πάει και καλυτερεύει! Και μιας και που ανέφερα τον τριχωτό ρινόκερο που γαυγίζει, καλό θα είναι να τον πηγαίνουμε μια βόλτα την ημέρα. Δε λέω, το κτήμα είναι μεγάλο αλλά ο σκύλος χρειάζεται και τη βόλτα του, έπρεπε να δεις τον φουκαρά τι χαρές έκανε στο δρόμο.»
    - «Αρκεί να τον κρατάς εσύ! Εγώ δεν είμαι σίγουρη ότι θα μπορέσω να τον μαζέψω»
    - «Καλά, ούτε εγώ θα μπορούσα αν αποφάσιζε ότι όντως ήθελε να με τραβήξει, απλά δυο-τρεις φορές που άρχισε να τον κάνει τον μάλωσα και μαζεύτηκε. Ωστόσο καλό θα είναι να του πάρουμε και πνίχτη, τουλάχιστον όταν βγαίνουμε έξω, ώστε να έχουμε χίλιες φορές το κεφάλι μας ήσυχο.»
    - «Σύμφωνοι. Καλό θα μας κάνει και λίγο περπάτημα γιατί από τότε που ανέβασες το αυτοκίνητο έχουμε καλομάθει!»
    - «Δε μου λες; Έχει πάει 11:30, δεν πάμε μία εμείς από τη Χριστιάνα; Βαριέμαι να κάθομαι άλλο εδώ, οπότε αν έχει τελειώσει κι εκείνη με τις δουλειές της να πάμε τώρα στο σουπερμάρκετ.»
    - «Αμέ! Κάτσε να βάλω τα παπά μου και πάμε!» μου είπε.

    Γύρισε μετά από δυο λεπτά έχοντας φορέσει τα σνίκερς της. Όταν πήγαμε να φύγουμε, για κάποιο περίεργο λόγο που μόνο η γαιδουροσκυλίσια κεφάλα του Σίμπα γνωρίζει, δεν είχαμε δράματα όταν πήγαμε προς το αυτοκίνητο. Για την ακρίβεια όπως ήταν ξαπλωμένος, απλά μας κοίταξε και κούνησε την ουρά του και μετά συνέχισε τις ανηφόρες. Μπήκαμε μέσα και σε 3 λεπτά ήμασταν μπροστά από το σπίτι της Χριστιάνας.

    - «Ανέβα να της χτυπήσεις, θα σας περιμένω εδώ!» είπα στη Φοίβη, η οποία βγήκε από το αυτοκίνητο και χτύπησε το κουδούνι. Της άνοιξε σχεδόν αμέσως και η Φοίβη μπήκε μέσα και ανέβηκε τη σκάλα και την έχασα. Πάντως δεν περίμενα πολλή ώρα, ούτε πέντε λεπτά αργότερα κατέβηκαν και οι δυο τους γελαστές. «Καλώς την» είπα στη Χριστιάνα που μπήκε και κάθισε στο πίσω κάθισμα. «Υποθέτω ότι τέλειωσες με το συγύρισμα…»
    - «Γεια!» μου είπε μέχρι να βολευτεί. «Έχω τελειώσει εδώ και ώρα και είχα βαρεθεί τη ζωή μου και πάνω που αναρωτιόμουν αν είναι καλή ιδέα να κατέβω νωρίτερα κάτω, χτύπησε το κουδούνι! Τα μεγάλα πνεύματα συναντιόνται!»
    - «Χριστιάνα, όταν γυρίσουμε με τα ψώνια, θα κάνουμε μια μικρή στάση στο σπίτι να αφήσουμε τα δικά μας και μετά θα ανέβουμε όλοι μαζί σπίτι σου. Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω να μαγειρέψεις μόνη σου» της δήλωσε σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση η Φοίβη.
    - «Εντάξει!» απάντησε χαμογελαστή η Χριστιάνα που μάλλον της άρεσε η ιδέα.
    - «Και μιας και εσύ θα φτιάξεις την καρμπονάρα εγώ θα φτιάξω σαλάτα του σεφ!» συνέχισε η Φοίβη.
    - «Και εγώ θα φάω με χαρά αυτά που θα μαγειρέψετε, και μπράβο μου!» απάντησα με τη σειρά σου.
    - «Και μπράβο σου» απάντησαν και οι δύο ταυτόχρονα και έσκασαν στα γέλια. «Πιάσε κόκκινο» είπαν ξανά και οι δύο μαζί και ακολούθησε νέος γύρος χαχανητού. Χαμογελούσα με το γέλιο τους χωρίς ωστόσο να έχω καταλάβει για ποιο ακριβώς πράγμα γελάνε, αλλά δε βαριέσαι; Ποιος καταλαβαίνει τελείως τις γυναίκες;

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --