Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Το φεγγάρι
    Δ. Π. Παπαδίτσας

    Δε σκέφτηκες ότι μια νύχτα κρυφά
    Στις μύτες των ποδιών μου
    Πήρα όλα τα οστά μας
    Και τα βούτηξα – ας μην το μάθουν σε παρακαλώ
    Στο φεγγάρι

    Τώρα ας τραγουδήσουμε το φεγγάρι
    Κανείς δεν θα μας πει ότι το περιέχουμε σαν έμβρυο
    Η γνωστή ιστορία ότι τα έμβρυα μεγαλώνουν
    Και στο τέλος αποχωρίζονται απʼ τις μητέρες τους
    Θα επαναληφθεί κι εδώ
    Και τότε μʼ έκπληξη οι συγγενείς οι φίλοι κι εμείς οι ίδιοι ακόμα
    Θα πηγαίνουμε το φεγγάρι περίπατο
    Θα το τραγουδάμε και θα μας τραγουδάει
    Θα το ʽχουμε στα χέρια μας
    Στο μυαλό μας στη συνήθεια να ξυπνάμε πρωί
    Δεν γίνεται λόγος για τη σκέψη
    Αυτή ανέκαθεν είναι το φεγγάρι

    Και κάτι άλλο
    Αν σε ρωτήσουν να τους πεις το μυστικό
    Πες τους ένα ψέμα:
    Υπάρχει ένα και μοναδικό φεγγάρι
    Αυτό που είναι στον ουρανό.
     
  2. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    «Δεν εμαθα ποτέ ποιό ήταν το πραγματικο μαρτύριο:
    Αυτά που έζησα ή αυτά που έγραψα..
    Αυτά που δεν έγιναν,
    ή αυτά που έγιναν αλλά δεν γράφτηκαν ποτέ..»

    Παλιό δικό μου. (Τιμής ένεκεν )
     
  3. gaby_m

    gaby_m open for S/m discussion Premium Member Contributor

    Με παντρέψαν με μια κόρη, στο χωριό μου με το ζόρι
    τί 'τανε να την επάρω, συμπαθούσε τον κουμπάρο
    που ήτανε και κοτσονάτος, πιό λεβέντης, πιό γεμάτος

    Γέροι νιοί το ξέραν όλοι, είχε μαθευτεί στην πόλη
    και μου λέγανε με γέλια στα χωράφια και στ' αμπέλια
    σαν σ' αρέσει μπάρμπα-Λάμπρο, ξαναπέρνα από την Άνδρο.

    Χάδια ήθελα από κόρη ήμουν άμυαλο αγόρι
    δεν καθόμουνα στ' αυγά μου, πήγα να βρω τον μπελά μου
    συμπαθούσε τον κουμπάρο, τί 'θελα να την επάρω.

    Ο κουμπάρος μου έχει χάρη όπως έχουν οι κουμπάροι
    με το δίκιο της στη βρύση κάποια μού 'χε μουρμουρίσει
    σαν σ' αρέσει μπάρμπα-Λάμπρο, ξαναπέρνα από την Άνδρο.

    Σουγιούλ (1938)
     
  4. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Τὸ ἔγκλημα τῆς μοναξιᾶς

    Κάθε ποὺ πέφτει ἐπικίνδυνα τὸ βράδυ,
    ξυπνάει ἡ φωνή σου μέσα μου καὶ μὲ ρημάζει
    κι ὅταν ἡ νύχτα ὅλες τὶς γλυκιὲς εἰκόνες διώχνει,προβάλλει ἐντός μου ἡ βρώμικη ὀμορφιά σου
    καὶ σβήνει ἀπὸ τὰ μάτια μου τὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ.

    Καὶ τότε δίνομαι στὸ ἔγκλημα τῆς μοναξιᾶς,
    ποὺ χρόνια τώρα μέσα μου τὸ ἑτοιμάζω,
    καὶ πιὰ δὲν ἔχει οὐράνιο φεγγοβόλημα,
    δὲν ἔχει πιὰ παιδικὲς χορωδίες,
    μονάχα μιὰ προσπάθεια γιὰ σπασμούς,
    νυχτερινὰ χαρτονομίσματα τσαλακωμένα.

    Ντίνος Χριστιανόπουλος
     
  5. Gigasite69

    Gigasite69 Ήθελα όλο τον κόσμο ή τίποτα

     
     
  6. dina

    dina Σκλαβα της Brt Contributor

    ❤️
     
  7. stratos83

    stratos83 Regular Member

    ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΛΙΓΟΙ

    Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης

    Με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.

    Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.

    Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας
    Κι ολλούθε μας κυνηγά το όραμα του απείρου.

    Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.

    Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία του είναι μας
    Κι σ’ όλους με τους έρωτες αυτής αγαπούμε.

    Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.

    Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο κι δεν είμάστε τίποτα απ Αυτόν τον κόσμο

    Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο.

    Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.

    Είμαστε οι προάγγελοι του χάους

    Γιώργος Μακρής (1923-1968)
     
  8. Lost Hours

    Lost Hours Regular Member

     
     
  9. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Αντώνης Φωστιέρης
    «Στην αργυρή σελήνη»


    Σελήνη να ‘ναι αλήθεια ότι είσαι από ασήμι;
    Κι όλοι αυτοί πού στο βελούδο της προθήκης στέκονται
    Αρθρώνοντας ψιθύρους αισθημάτων

    Άραγε
    Σε ρίχνουνε στο τάσι του ματιού ζυγίζοντας
    Βάρη κι άξιες;

    Δε βρίσκω άλλη εξήγηση. Πώς μαγνητίζεις
    Τον πόθο της απόκτησης και αλλοπαρμένοι
    Ανοίγουν τις κουρτίνες βιαστικά ή απ το μπαλκόνι
    ‘Ορμάνε να σε δουν.

    Ουράνια δόκανα
    Στην έχουνε στημένη. Κι έχουν στείλει δυο αρκούδες να οσμίζονται
    Τα βήματά σου.
    Πρόσεξε
    Το’ βέλος του Τοξότη, φυλάξου απ το φαρμάκι του Σκορπιού.
    Σελήνη, θα ‘ναι αλήθεια ότι είσαι από ασήμι. Δέξου το
    Πώς μόνο εκείνο πού μπορεί να πουληθεί έχει τιμή και είναι Απ’ όλους σεβαστό.

    Απ’ όλους μας τιμώνται οι πουλημένοι.
    διάβολε
    δέκα χιλιάδες στίχοι έχουν γραφτεί για σένανε

    Κι ούτε για δείγμα ένας που να πει
    Τα στοιχειώδη. Ούτ ένας αργυραμοιβός που να τολμήσει
    Ξεκάθαρα μια προσφορά.

    Το απρόσιτο μένει συχνά στο ράφι.
    Κι ας το ορέγονται.

    Κάνε λοιπόν εσύ το πρώτο βήμα
    Τώρα πού ολόκληρη σε βλέπω κι αυγωμένη΄

    Γιατί από αύριο θ’ αρχίσεις να φυραίνεις
    Κι έπειτα
    Ποιος θα βρεθεί τα ωραία του λεφτά να πετάξει
    Για το ασήμι σου
    Το σώμα σου
    Το εφήμερο
    Το ελλιποβαρές.
     
  10. gaby_m

    gaby_m open for S/m discussion Premium Member Contributor

    Οἱ Γάτες τ᾿ Ἅι-Νικόλα

    «Φαίνεται ὁ Κάβο-Γάτα...», μοῦ εἶπε ὁ καπετάνιος
    δείχνοντας ἕνα χαμηλὸ γιαλὸ μέσα στὸ πούσι
    τ᾿ ἄδειο ἀκρογιάλι ἀνήμερα Χριστούγεννα,
    «... καὶ κατὰ τὸν Πουνέντε ἀλάργα τὸ κύμα γέννησε τὴν Ἀφροδίτη
    λένε τὸν τόπο Πέτρα τοῦ Ρωμιοῦ.
    Τρία καρτίνια ἀριστερά!»
    Εἶχε τὰ μάτια τῆς Σαλώμης ἡ γάτα ποὺ ἔχασα τὸν ἄλλο χρόνο
    κι ὁ Ραμαζὰν πῶς κοίταζε κατάματα τὸ θάνατο,
    μέρες ὁλόκληρες μέσα στὸ χιόνι τῆς Ἀνατολῆς
    στὸν παγωμένον ἥλιο
    κατάματα μέρες ὁλόκληρες ὁ μικρὸς ἐφέστιος θεός.
    Μὴ σταθεῖς ταξιδιώτη.
    «Τρία καρτίνια ἀριστερά» μουρμούρισε ὁ τιμονιέρης.
    ...ἴσως ὁ φίλος μου νὰ κοντοστέκουνταν,
    ξέμπαρκος τώρα
    κλειστὸς σ᾿ ἕνα μικρὸ σπίτι μὲ εἰκόνες
    γυρεύοντας παράθυρα πίσω ἀπ᾿ τὰ κάδρα.
    Χτύπησε ἡ καμπάνα τοῦ καραβιοῦ
    σὰν τὴ μονέδα πολιτείας ποὺ χάθηκε
    κι ἦρθε νὰ ζωντανέψει πέφτοντας
    ἀλλοτινὲς ἐλεημοσύνες.
    «Παράξενο», ξανάειπε ὁ καπετάνιος.
    «Τούτη ἡ καμπάνα-μέρα ποὺ εἶναι-
    μοῦ θύμισε τὴν ἄλλη ἐκείνη, τὴ μοναστηρίσια.
    Διηγότανε τὴν ἱστορία ἕνας καλόγερος
    ἕνας μισότρελος, ἕνας ὀνειροπόλος.
    "Τὸν καιρὸ τῆς μεγάλης στέγνιας,
    - σαράντα χρόνια ἀναβροχιὰ -
    ρημάχτηκε ὅλο τὸ νησὶ
    πέθαινε ὁ κόσμος καὶ γεννιοῦνταν φίδια.
    Μιλιούνια φίδια τοῦτο τ᾿ ἀκρωτήρι,
    χοντρὰ σὰν τὸ ποδάρι ἄνθρωπου
    καὶ φαρμακερά.
    Τὸ μοναστήρι τ᾿ Ἅι-Νικόλα τὸ εἶχαν τότε
    Ἁγιοβασιλεῖτες καλογέροι
    κι οὔτε μποροῦσαν νὰ δουλέψουν τὰ χωράφια
    κι οὔτε νὰ βγάλουν τὰ κοπάδια στὴ βοσκὴ
    τοὺς ἔσωσαν οἱ γάτες ποὺ ἀναθρέφαν.
    Τὴν κάθε αὐγὴ χτυποῦσε μία καμπάνα
    καὶ ξεκινοῦσαν τσοῦρμο γιὰ τὴ μάχη.
    Ὅλη μέρα χτυπιοῦνταν ὡς τὴν ὥρα
    ποῦ σήμαιναν τὸ βραδινὸ ταγίνι.
    Ἀπόδειπνα πάλι ἡ καμπάνα
    καὶ βγαῖναν γιὰ τὸν πόλεμο τῆς νύχτας.
    Ἤτανε θαῦμα νὰ τὶς βλέπεις, λένε,
    ἄλλη κουτσή, κι ἄλλη στραβή, τὴν ἄλλη
    χωρὶς μύτη, χωρὶς αὐτί, προβιὰ κουρέλι.
    Ἔτσι μὲ τέσσερεις καμπάνες τὴν ἡμέρα
    πέρασαν μῆνες, χρόνια, καιροὶ κι ἄλλοι καιροί.
    Ἄγρια πεισματικὲς καὶ πάντα λαβωμένες
    ξολόθρεψαν τὰ φίδια μὰ στὸ τέλος
    χαθήκανε, δὲν ἄντεξαν τόσο φαρμάκι.
    Ὡσὰν καράβι καταποντισμένο
    τίποτε δὲν ἀφῆσαν στὸν ἀφρὸ
    μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
    Γραμμή!
    Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
    παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα
    τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.
    Αἰῶνες φαρμάκι γενιὲς φαρμάκι».
    «Γραμμή!
    Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
    παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα
    τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.
    Αἰῶνες φαρμάκι, γενιὲς φαρμάκι».
    «Γραμμή!» ἀντιλάλησε ἀδιάφορος ὁ τιμονιέρης.

    Γιώργος Σεφέρης
    (5.2.1969)
     
  11. gaby_m

    gaby_m open for S/m discussion Premium Member Contributor

    Δ' Αργοναύτες

    Και ψυχή
    ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν
    εις ψυχήν
    αυτή βλεπτέον:
    τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.

    Ήτανε καλά παιδιά οι συντρόφοι, δε φωνάζαν
    ούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά,
    είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων
    που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή
    δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο
    χωρίς ν' αλλάζουν μέσα στην αλλαγή.
    Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες
    ίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτια
    ανασαίνοντας με ρυθμό
    και το αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο.
    Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτια
    όταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιές
    κατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλων
    που γαβγίζουν.
    Ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν, έλεγαν
    εις ψυχήν βλεπτέον, έλεγαν
    και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου
    μέσα στο ηλιόγερμα.
    Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα
    που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.
    Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς
    κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά
    κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο
    και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.
    Αράξαμε σ' ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά
    με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια
    τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.
    Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια.
    Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς
    με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης
    με τ' αυλάκι του τιμονιού
    με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.
    Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,
    με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
    δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ' ακρογιάλι.
    Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.

    Γιώργος Σεφέρης (1935)

     
  12. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Ντίνος Χριστιανόπουλος
    Δύσκολη θέση

    Σε παρακαλώ», μη με φέρνεις σε δύσκολη θεση
    μου είπες όταν έσκυψα και σου φίλησα τα παπούτσια

    Λογάριαζα να κάνω το πάθος μου μυσταγωγία,
    μα αστόχησα στην εκλογή του μύστη.

    συλλογή Νεκρή Πιάτσα