Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Τοκάτα και Φούγκα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 8 Δεκεμβρίου 2023.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 1ο - Μια μέρα σαν κι αυτή

    Ήταν Κυριακή μεσημέρι την πρώτη φορά που μου μίλησε. Μου άρεσε ο τρόπος που έγραφε αν και διαφωνούσα με τις θέσεις του. Από μικρή είχα μαζοχιστικές φαντασιώσεις και ψάχνοντας στο internet είχα πέσει τυχαία στο φόρουμ. Στην αρχή διάβαζα σαν επισκέπτρια αλλά αποφάσισα να γραφτώ κι εγώ μέλος για να μπορώ να λαμβάνω ειδοποιήσεις σε θέματα που με ενδιέφεραν και πέρα από το introduction δεν είχα γράψει τίποτα.

    Μπορεί να διαφωνούσα με τις θέσεις του, σε ιδεολογικό επίπεδο καθώς κάποιες από αυτές μου φαινόντουσαν ακραίες, ωστόσο λάτρευα το φλεγματικό του χιούμορ με τη συγκεκαλυμμένη ειρωνεία, είχε τον τρόπο να βαράει στο δοξαπατρί χωρίς να δίνει κανένα πάτημα, δεν λάμβανε μέρος σε δικτυακούς τσακωμούς και οι ατάκες του, ακόμα και οι δηλητηριώδεις, ήταν ξεκαρδιστικές. Δήλωνε σαδιστής και η απάθεια με την οποία απαντούσε σε σχετικά νήματα τεχνικών, με τελείως διαφορετικό τρόπο από αυτό που είχε φανταστεί αυτός που έθεσε την ερώτηση, μου είχε προκαλέσει κάμποσες φορές να μου βγει ο καφές από τη μύτη, σε σημείο που είχα σταματήσει πλέον να πίνω καφέ ενώ τον διαβάζω και δυστυχώς δεν έγραφε και πολύ συχνά.

    Έπιασα και διάβασα όλα τα μηνύματα που είχε ποστάρει κατά καιρούς, προσπαθώντας να καταλάβω τι είδους άνθρωπος είναι. Σίγουρα είχε εξαιρετικό χιούμορ με έντονα στοιχεία αυτοσαρκασμού και γενικά έδειχνε άνθρωπος που έπαιρνε ελάχιστα πράγματα στα σοβαρά. Η γραφή του, στα θέματα με τα οποία καταπιανόταν, με είχε γοητεύσει παρά το γεγονός ότι συνολικά απόπνεε μια ακαθόριστη αίσθηση κινδύνου ή, για να είμαι ακριβής, επικινδυνότητας.

    Πριν μερικές μέρες είχα κλείσει τα 25 μου και εδώ και χρόνο ήμουν μόνη μου, έχοντας χωρίσει από μια σχέση τριών ετών. Μου είχε στοιχήσει πολύ, το παραδέχομαι, και αν και σε καμία περίπτωση δεν είμαι από τους ανθρώπους που κλείνονται στο καβούκι τους, εκείνο τον καιρό δεν είχα διάθεση για σοβαρή σχέση. Καλά το λένε, όσα φέρνει μια στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος, εκείνη την ημέρα μη έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνω, αποφάσισα να παίξω στο topic «Αν ήμουν»

    «Αν ήμουν κλασσική μουσική;»

    Ούτε καν ένα λεπτό αργότερα μου απάντησε εκείνος.

    «Θα ήσουν η “Τοκάτα και Φούγκα” του Μπαχ. Αν ήμουν τραγούδι;»

    Προσπάθησα να σκεφτώ ποιο τραγούδι θα του ταίριαζε. Μου πέρασαν διάφορα από το κεφάλι, κυρίως rock, αλλά αποφάσισα να του κάνω χαβαλέ.

    «Θα ήσουν το “Αποστόλη βάλ’ την όλη». Αν ήμουν ταινία;»

    Πήρα την απάντηση που περίμενα λίγα λεπτά αργότερα.

    «Θα ήσουν το “Γκαρσονιέρα για δέκα”. Αν ήμουν ρόλος σε ταινία;»

    Κάθισα και το σκέφτηκα για λίγο και του απάντησα μισό-αστεία, μισό-σοβαρά.

    «Θα ήσουν ο Hannibal Lector. Αν ήμουν φαγητό;»

    Το παιχνίδι συνεχίστηκε κάμποση ώρα και η αλήθεια είναι ότι είχα αρχίσει να το διασκεδάζω με την ψυχή μου και φυσικά με είχε κολακεύσει το ότι ασχολούνταν μαζί μου, ούτε καν μου πέρασε από το μυαλό το ότι εκείνη την ώρα -όπως και του λόγου μου- δεν είχε να κάνει κάτι καλύτερο.

    Κάποια στιγμή δεν απάντησε και σκέφτηκα με απογοήτευση, που δεν μου πέρασε απαρατήρητη, πως ως εδώ ήταν. Αναστέναξα και κοίταξα το laptop για μερικές στιγμές προσπαθώντας να βρω το κουράγιο να το κλείσω και να πάω να μαγειρέψω τίποτα να φάω, τις τελευταίες μέρες το είχα παρακάνει με το delivery και τα οικονομικά μου δεν μου επέτρεπαν και πολλά-πολλά.

    Φαντάσου να είχα να πληρώσω και νοίκι, δηλαδή. Αν και από κεφαλλονίτες γονείς, ήμουν γέννημα θρέμμα Χαλανδριώτισα και ζούσα μόνη μου στο πατρικό μου, σε μια ήσυχη γειτονιά στο κάτω Χαλάνδρι. Δεν είχα αδέρφια και οι γονείς μου είχαν γυρίσει εδώ και μερικά χρόνια στο Αργοστόλι. Είχα σπουδάσει κοινωνιολογία στην Πάντειο και δούλευα ως υπάλληλος στο τηλεφωνικό κέντρο μιας μεγάλης εταιρίας λιανικής. Είχα ξεκινήσει ως part-time ώστε να μπορώ να βγάλω το χαρτζιλίκι μου αλλά εδώ και καιρό είχα φτάσει να γίνω team leader, ωστόσο ακόμα και έτσι είχα αρκετά σφιχτό budget και τις τελευταίες μέρες, γυρνώντας κουρασμένη, το είχα παρακάνει με το delivery.

    Δεν δούλευα τις Κυριακές αλλά αναλόγως τις βάρδιες μπορούσα να δουλεύω μέχρι αργά το Σάββατο και χθες ήταν μια από αυτές τις φορές, μόλις είχα προλάβει να πεταχτώ απέναντι στο σούπερ μάρκετ και επειδή τους πρόλαβα λίγο πριν κλείσουν δεν είχα πάρει όσα πραγματικά χρειαζόμουν, είχα πάρει ωστόσο αρκετά ώστε να μην έχω δικαιολογίες στον εαυτό μου. Δεν ήμουν για πολλά-πολλά, οπότε αποφάσισα να φτιάξω μια απλή μακαρονάδα.

    Έκλεισα το φόρουμ και άνοιξα από συνήθεια το outlook για να δω τα e-mail μου, όταν έλαβα ειδοποίηση στο προσωπικό μου mail ότι είχα μήνυμα στο forum. Από αυτά άλλο τίποτα, ειδικά στις αρχές, αν και συνήθως δεν απαντούσα. Αυτή τη φορά ωστόσο δεν ήταν ένα απλό μήνυμα, ήταν από εκείνον. Τσακίστηκα να μπω μέσα και άνοιξα να το διαβάσω.

    «Καλημέρα,

    Σε ευχαριστώ για την παρέα, αν και εξαιρετικά σπάνια γράφω στο Fun & Games, ομολογώ ότι το καταδιασκέδασα.

    Αριστοτέλης ή, για τους φίλους, Αρίστος»

    Με χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο κάθισα και του έγραψα απάντηση.

    «Καλημέρα και σε σένα,

    Κι εγώ σε ευχαριστώ για την παρέα και ομολογώ ότι αιφνιδιάστηκα όταν είδα ποιος μου απαντάει.

    Μαρία-Ελισσάβετ ή, για τους φίλους, Μαριλίζα

    ΥΓ: Λέω να φτιάξω μακαρονάδα, λευκή σάλτσα ή κόκκινη;»

    Περίμενα μερικά λεπτά ελπίζοντας να απαντήσει και δε με απογοήτευσε.

    «Χαίρω πολύ Μαριλίζα (ωραίο όνομα!!!!)

    Είναι αλήθεια ότι δεν συμμετέχω στα παιχνίδια αλλά είχε την πλάκα του, δηλαδή τι πλάκα, μου βγήκε ο καφές από τη μύτη με το “Αποστόλη βάλ’ την όλη”, ομολογώ ότι ήταν κάτι που δεν περίμενα.

    Άσπρη σάλτσα και να βάλεις και bacon και όσα περισσότερα τυριά έχεις, αφού θα την κάνεις που θα την κάνεις την παρασπονδία, do it as a legend!»

    Το χαμόγελο στο πρόσωπό μου έγινε ακόμα εντονότερο και εκεί συνειδητοποίησα πως είχα ένα μήνυμα ακόμα και μετά γιοκ. Αν και γενικά δεν είμαι ιδιαίτερα εξωστρεφής, είμαι από τους ανθρώπους που δεν περιμένουν το βουνό να έρθει προς αυτούς, οπότε χωρίς πολλά-πολλά αποφάσισα να κάνω εγώ την πρώτη κίνηση και να του δώσω το skype μου. Αν ήθελε είχε καλώς, αν όχι, πάλι είχε καλώς, μπορεί να μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον αλλά το μοναστήρι να είναι καλά, που λένε και στο χωριό μου.

    «Άσπρη λοιπόν, it will be legendary. Δεν έχω άλλο μήνυμα για σήμερα, ωστόσο αν έχεις κι εσύ όρεξη θα ήθελα να συνεχίσουμε το chit-chat. Το skype μου είναι αυτό…» του απάντησα.

    Ούτε μισό λεπτό αργότερα ήρθε notification στο skype. Όπως κι εγώ, έτσι κι εκείνος δεν είχε φωτογραφία στο profile του. Το avatar του ωστόσο με έκανε να χαμογελάσω, ήταν ο ένας από τους δύο γέρους του Muppet Show, γαμώτο όλο ξεχνάω τα ονόματά τους. Μου έκανε nudge και του έγραψα εγώ πρώτη, ξεκινώντας με χαβαλέ

    «Καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα» του έγραψα για να πάρω την απάντηση «ο κήπος είναι ανθηρός» και να μου ξαναφύγει ο καφές από τη μύτη, καλά το λένε, το δις εξαμαρτείν…

    «Μπα σε καλό σου, πήγες να με πνίξεις  »
    «Ε δε μπορεί να μου ζωγραφίζεις στόχο και έχεις την απαίτηση να μη βαρέσω στο δοξαπατρί!»
    «Αλλοίμονο   Πολύ μου αρέσει το avatar σου  »
    «Ο Waldorf είναι λατρεία»

    Συνεχίσαμε το chit-chat για κάμποση ώρα και η αλήθεια είναι ότι με έτρωγε η περιέργεια να δω το πραγματικό πρόσωπο πίσω από το avatar, οπότε ήμουν εγώ που του ζήτησα να κάνουμε βιντεοκλήση. Η εικόνα που είχε πλάσει το μυαλό μου για εκείνον δεν μπορούσε να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα. Γκρίζο μαλλί που είχε αρχίσει να αραιώνει, περιποιημένο μουστάκι με κοντό goatee, πρόσωπο με μόνιμα ζωγραφισμένο ένα αδιόρατο smirk και χαμογελαστά μάτια. Αν δε μου είχε πει ότι ήταν 50άρης δεν θα τον έκανα για πάνω από 45. Η φωνή του δεν ήταν ούτε μπάσα ούτε λεπτή, δεν ξέρω, στα μάτια της φαντασίας μου, και παρά το φανερό του χιούμορ, τον είχα πλάσει πιο βλοσυρό και αυστηρό και με βαριά μπάσα φωνή, στην πραγματικότητα ήταν πολύ γλυκούλης.

    - «Εντάξει, τις πέρασα τις εξετάσεις;» με ρώτησε κοροϊδευτικά.
    - «Ομολογώ ότι στα μάτια της φαντασίας μου σε είχα πλάσει τελείως διαφορετικό, πιο βλοσυρό, κάπως σαν αυστηρό καθηγητή.»
    - «Τι να πω, είμαι γεμάτος εκπλήξεις!» απάντησε συνεχίζοντας το δούλεμα

    Τουλάχιστον φαίνεται να το διασκεδάζει!

    - «Είσαι πράγματι, όπως σου έγραψα και στο μήνυμα, το τελευταίο πράγμα που περίμενα από σένα ήταν να συμμετάσχεις στο αν ήμουν.»
    - «Την σφιχτοκωλίαση την έχω ξεπεράσει από τα παιδικάτα μου, έτσουξε Θανάση μου, ειδικά στην αρχή, αλλά πολύ το διασκέδασα!»
    - «Είσαι gay?» τον ρώτησα μην μπορώντας να κρύψω μια ελαφριά απογοήτευση στη φωνή μου. Στο profile του δεν είχε δηλώσει orientation.
    - «Λαχταρούσες να τρυγήσεις το άγουρο κορμί μου, Μαριλίζα;» με ρώτησε συνεχίζοντας ακάθεκτος το δούλεμα.
    - «Άγουρο ήταν όταν ήσουν σφιχτοκώλης» τον πείραξα από τη μεριά μου κάνοντάς τον να γελάσει.
    - «Touché, αλλά δεν απάντησες.»
    - «Όχι, εντάξει. Περί ορέξεως…»
    - «Όσον αφορά τα δικά μου γούστα, σίγουρα. Τούτου λεχθέντος, πάλι δεν απάντησες»
    - «Δεν είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου να σε ξεζουμίσω, αν αυτό με ρωτάς.»
    - «Τότε προς τι η απογοήτευση;» επέμεινε ζορίζοντάς με ακόμα περισσότερο.
    - «Ουφ, δύσκολα μου βάζεις. Τι θέλεις να σου πω;»
    - «Τα ίδια λένε και οι φοιτητές μου. Τέλος πάντων, θα σε βγάλω από τη δύσκολη θέση… ή ίσως σε βάλω σε ακόμα πιο δύσκολη» είπε μειδιώντας και πάλι και συνέχισε «Δεν είμαι gay αλλά μου αρέσει να πειραματίζομαι, η απολεσμένη μου σφιχτοκωλίαση αποτέλεσμα πειραματισμού ήταν. Δε θα το έλεγα άσχημη εμπειρία, και η αλήθεια είναι ότι το επανέλαβα δυο-τρεις φορές ακόμα και επιβεβαίωσα δύο πράγματα, προτιμώ να τον δίνω από το να τον παίρνω και προτιμώ τα κοριτσάκια από τα αγοράκια.»
    - «Καθηγητής είσαι;»
    - «Μεταξύ άλλων είμαι και αυτό. Εσύ με τι βιοπορίζεσαι, αν επιτρέπεται;»
    - «Σε τηλεφωνικό κέντρο, υποστήριξη πελατών»
    - «Έχεις ρεπό σήμερα;»
    - «Όχι, δεν δουλεύω Κυριακές»
    - «Και με μια μακαρονάδα θα τη βγάλεις;»
    - «Δεν έχω και υλικά για κάτι άλλο. Αμέλησα, είναι η αλήθεια, να πάω για ψώνια τις προηγούμενες μέρες και χθες ίσα που πρόλαβα ανοιχτό το super market»
    - «Γιατί δεν παραγγέλνεις τίποτε απ’ έξω;»
    - «Γιατί το έχω παρακάνει τις τελευταίες μέρες με το delivery και δεν ήθελα και σήμερα. Αλήθεια, εσύ τι θα φας;»
    - «Delivery, έχω να βαθμολογήσω γραπτά και δεν είμαι για πολύπλοκες μαγειρικές.»
    - «Μαγειρεύεις;»
    - «Μεταξύ άλλων!» μου απάντησε με αυτό το αιώνιο smirk.
    - «Και τι λες να φας;»
    - «Σκόπευα να φάω τίποτα κρεατικό αλλά ζήλεψα που είπες για μακαρονάδα οπότε θα φάω κι εγώ»
    - «Τι να πω, είμαι μοιραία γυναίκα, δεν είσαι ο πρώτος άνδρας που παρασέρνω» θέλησα να τον πειράξω.
    - «Μ’ αρέσεις! Όπως έλεγε και ο Oscar Wilde “Οι γυναίκες πρέπει να έχουν παρελθόν και οι άντρες μέλλον”»
    - «Σεξιστικό!»
    - “Be that as it may…”
    - «Αλήθεια, δε μου είπες, τι καθηγητής είσαι;»
    - «Καλός, θέλω να πιστεύω!» με πείραξε.
    - «Έλα, μη με πειράζεις!»
    - «Θεωρία αυτομάτων»
    - «Ρομποτική;»
    - «Όχι τέτοιου είδους αυτόματα, τα αυτόματα στα οποία αναφέρομαι είναι μαθηματικά αντικείμενα ή αν θες θεωρητικές μηχανές.»
    - «Μαθηματικός είσαι;»
    - «Όχι, απλά η θεωρία υπολογισμού είναι τομέας και των μαθηματικών και της επιστήμης υπολογιστών, τα μαθήματα που διδάσκω είναι αλγόριθμοι, υπολογισιμότητα και πολυπλοκότητα»
    - «Τρία μαθήματα;»
    - «Δυο, το πρώτο είναι αλγόριθμοι και πολυπλοκότητα και το δεύτερο υπολογισιμότητα και πολυπλοκότητα. Το πρώτο είναι πιο τεχνικό και, στο προπτυχιακό τουλάχιστον μάθημα, δίνει βάρος κυρίως σε θέματα επιστήμης υπολογιστών. Το δεύτερο είναι πιο θεωρητικό.»
    - «Και τι έχεις να διορθώσεις;»
    - «Την πρόοδο στους αλγορίθμους.»
    - «Δεν κάνουν τις διορθώσεις οι βοηθοί;»
    - «Όχι στα μαθήματα που διδάσκω, εκτός και αν μου συμβεί κάτι απρόοπτο και δεν είμαι σε θέση. Εσύ έχεις σπουδάσει;»
    - «Ναι, κοινωνιολογία»
    - «Και πώς βρέθηκες σε call center?»
    - «Part time ξεκίνησα, για να βγάζω τα έξοδά μου, αλλά τελικά μου άρεσε η δουλειά και συνέχισα και μετά το πτυχίο και η εταιρία στην οποία εργάζομαι εκτίμησε τις ικανότητές μου και τώρα είμαι team leader. Δε μιλάω πλέον πολύ συχνά με πελάτες παρά μόνο σε ζόρικες περιπτώσεις και η αλήθεια είναι ότι μου λείπει ώρες-ώρες.»
    - «Φέρε μου τον υπεύθυνό σου;»
    - «Ναι, κάπως έτσι. Μου έχουν πει ότι έχω soothing voice και η αλήθεια είναι ότι είμαι αρκετά σκληρόπετση και μπορώ να μείνω ψύχραιμη ακόμα και όταν ο άλλος κατεβάζει χριστούς και παναγίες.»
    - «Για το δεύτερο δεν ξέρω αλλά όντως έχεις όμορφη φωνή.»
    - «Σ’ ευχαριστώ» του απάντησα χαρίζοντάς του το χαμόγελο της Colgate.
    - «Λοιπόν, χάρηκα πολύ που μιλήσαμε αλλά πρέπει να κάνω την ανάγκη φιλοτιμία και να ξεκινήσω τη διόρθωση των γραπτών.»
    - «Καλό κουράγιο και μην ξεχαστείς και μείνεις νηστικός!»
    - «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Αν φάω θα βαρύνω και αν είμαι νηστικός… δε θα πάει καλά για τους φοιτητές» μου είπε χαμογελώντας. «Μπορεί να φάω κανένα τοστάκι και να παραγγείλω όταν τελειώνω, δεν ξέρω!»
    - «Κι εγώ χάρηκα που μιλήσαμε. Και αν το απόγευμα δεν έχεις να κάνεις τίποτα, ρίξε καμιά φωνή» του πέταξα.
    - “Sure, why not?” μου είπε χαμογελώντας και πάλι αδιόρατα. “See you later alligator”
    - «Ορίστε;»
    - “You are supposed to answer after a while crocodile”
    - “After a while crocodile” του απάντησα κι εγώ χαμογελαστή και κάπου εκεί κλείσαμε.

    Κοίταξα το ρολόι μου και σφύριξα, με την πάρλα είχε πάει μεσημέρι. Έκλεισα το laptop και πήγα να ετοιμάσω τη μακαρονάδα. Άσπρη σάλτσα μου είχε προτείνει, άσπρη σάλτσα έκανα, κρέμα γάλακτος, bacon, μανιτάρια και τέσσερα τριμμένα τυριά και rigatoni αντί spaghetti. Όταν τελείωσα το φαγητό πήγα στο καθιστικό και άναψα την τηλεόραση για να χαζέψω και εκεί με πήρε ο ύπνος. Σηκώθηκα δύο ολόκληρες ώρες αργότερα προσπαθώντας να καταλάβω ποια είμαι, που είμαι και γιατί είμαι. Σήμερα είχε λιακάδα οπότε μιας και δε χρειαζόταν να περιμένω το νερό να ζεστάνει, πήγα να κάνω ένα γρήγορο ντουζ για να ξυπνήσω.

    Πριν δύο εβδομάδες μου είχε έρθει και είχα κόψει τα μαλλιά μου, που τότε έφταναν μέχρι τους ώμους μου, σε αγορίστικο στυλ και η αλήθεια είναι ότι μου πάει το κοντό μαλλί. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και έδωσα ακόμα μια φορά στον εαυτό μου συγχαρητήρια για την επιλογή μου. Μου αρέσει η εμφάνισή μου, αν και θα προτιμούσα να μην υπήρχε το ελαφρύ μου κιλουμπίνι και όσο και αν -και με εξαίρεση τις τελευταίες μέρες- πρόσεχα και τη διατροφή μου και έκανα και γυμναστική, δεν έλεγε να εξαφανιστεί. Τι τα θες, δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα δικά μας. Κατά τα άλλα είμαι μινιόν, 1,54 για την ακρίβεια, καστανομάλλα και καστανομάτα και με κανονικές αναλογίες, αν εξαιρέσεις τα ελαφρώς μεγαλύτερα, για το μπόι μου, στήθη. Έτριψα και πάλι το κιλουμπίνι μου και σφίγγοντας τα δόντια πήγα να ζυγιστώ, κάτι που είχα αποφύγει επιμελώς τις τελευταίες μέρες. Σε αντίθεση με τους φόβους μου, η ζυγαριά με έδειξε 48, οι κρεπάλες μου μού είχαν στοιχήσει μόλις ένα κιλό.

    Ούτε του παππά!

    Άνοιξα το νερό και όταν πήρε τη θερμοκρασία που είχε χώθηκα κάτω από το ντους και το άφησα να πέφτει καυτό πάνω μου πάνω από ένα δεκάλεπτο, πριν ξεκινήσω πρώτα το λούσιμο και μετά το υπόλοιπο σώμα. Όταν τελείωσα πήγα στο σαλόνι να κάτσω αλλά δεν είχα όρεξη για τηλεόραση οπότε άνοιξα το spotify στο tablet μου και το έβαλα να παίζει μουσική και πήρα να συνεχίσω το βιβλίο που είχα ξεκινήσει εδώ και μερικές μέρες. Από βιβλία άλλο τίποτα, μου αρέσει πολύ το διάβασμα και, από την παιδική μου ηλικία κιόλας, δε θυμάμαι περίοδο στη ζωή μου που να μην είχα τουλάχιστον ένα βιβλίο που να διαβάζω έχοντας στην ουρά και το επόμενο.

    Παρά το γεγονός ότι η κατεύθυνση που είχα ακολουθήσει ήταν η εγκληματολογία, δε μου άρεσαν τα αστυνομικά, προτιμούσα κλασσική λογοτεχνία και αυτό τον καιρό είχα ξεκινήσει το Asian saga του Clavel, ξεκινώντας με το Shōgun, το οποίο ομολογώ με είχε συνεπάρει. Μ’ αρέσει που θεωρούν το Game of Thrones τίγκα στην ίντριγκα και στη μηχανορραφία, μπροστά στο Shōgun μοιάζει σα φτηνό φωτορομάντζο. Και ναι, τα έχω διαβάσει και τα πέντε βιβλία της σειράς, αν και η αλήθεια είναι ότι κάπου παραιτήθηκα να περιμένω το έκτο, για να μην αναφέρω το έβδομο.

    Είχα απορροφηθεί στη ανάγνωση του βιβλίου όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου, ήταν ο Μιχάλης, φίλος και περιστασιακό fuck buddy, μπορεί να μη μου είχε έρθει καλά ο χωρισμός μου πριν ένα χρόνο αλλά δεν είχα αποφασίσει να το κλείσω το μαγαζί στα 25 μου. Τον είχα γνωρίσει στο ***, είχα γραφτεί περίπου τον ίδιο καιρό που είχα γραφτεί και στο forum και μου άρεσε πολύ ο τρόπος που με είχε προσεγγίσει. Σαραντάρης του λόγου του, φοβερά εξωστρεφής, πηδούσε ό,τι κινούνταν και είχε και φοβερά εξοπλισμένο playroom. Μου άρεσε γιατί ήταν εξαιρετικά ντόμπρος και ήταν τόσο έξω καρδιά που δεν μπορούσες να τον γνωρίσεις και να μην τον συμπαθήσεις.

    - «Πού χάθηκες εσύ μικρή;»
    - «Μπα μπα, με θυμήθηκες μεσιέ; Σου έλειψα;»
    - «Με όλους τους δυνατούς τρόπους αλλά δε σε πήρα για κοκό. Γουστάρεις το βράδυ να περάσω να σε πάρω να πιούμε καμιά μπυρίτσα;»
    - «Χμμμ… μου αρέσεις όταν μου κάνεις ανήθικες προτάσεις!»
    - «Προς το παρόν είναι ηθική, ηθικότατη! Τώρα βέβαια αν αργότερα έχουμε ορεξούλες… σου είπα, μου έχεις λείψει με όλους τους τρόπους!»
    - «Κατά τι ώρα λες;»
    - «Γύρω στις 21:00.»
    - «Και πού θα με πας;»
    - «Όπου λαχταρά η ψυχάρα σου»
    - «Δεν έχω διάθεση για βαβούρα, πάμε κάπου ήσυχα. Δε μου λες, αντιπρόταση, έχεις όρεξη να έρθεις να κάτσουμε εδώ και να δούμε καμιά ταινία;»
    - «Neftlix and chill, μικρή;»
    - «Μικρό είναι το μάτι σου» τον πείραξα.
    - «Μόνο το μάτι μου» με τσίγκλησε με τη σειρά του. Είναι αρκούντως προικισμένος και ώρες-ώρες με ζόριζε, ειδικά όταν είχε όρεξη και με κοπάναγε σα να μην υπάρχει αύριο. «Δε μου λες, έχεις να φάμε τίποτα ή ξεροσφύρι;»
    - «Έφτιαξα μακαρόνια το μεσημέρι, μη μου ανησυχείς, δε θα σε αφήσω νηστικό!»
    - «Sold! Μπύρες έχεις ή να φέρω;»
    - «Όχι, η τελευταία πήγε υπέρ πίστεως το μεσημέρι.»
    - «Νema problema. Θα φέρω εγώ»
    - «Το 21:00 εξακολουθεί να ισχύει;»
    - «Στις 20:00 θα βάλω τη μικρή στο ΚΤΕΛ, οπότε… ναι κάπου εκεί». Μικρή ήταν μια ημι-μόνιμη πιτσιρίκα που είχε, Πατρινιά, και του λόγου του την είχε δαγκώσει γερά τη λαμαρίνα, οπότε σπάνια τον έβρισκες ΣΚ εδώ.
    - «Καλά έλα όποτε σε βολεύει, έτσι κι αλλιώς σπίτι θα είμαι.»
    - «Οκ μικρή, τα λέμε το βραδάκι»

    Δεν ήμουν σίγουρη ότι είχα διάθεση να βγάλω τα μάτια μου σήμερα αλλά βλέποντας και κάνοντας. Την τελευταία φορά που είχαμε βρεθεί είχα πάει σπίτι του και το πρωί δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου, μου είχε δώσει και το είχα καταλάβει, πονούσα σε όλο μου το σώμα. Ψεύτρα μην είμαι, το είχα ευχαριστηθεί αλλά ώρες-ώρες δεν ήταν πήδημα αυτό, ανασκολοπισμός ήταν. Ή έστω κάτι σε ανασκολοπισμό, μικροκαμωμένη εγώ, μεγαλόσωμος και προικισμένος του λόγου του, κωλαράκι μόνο με δάχτυλο όσο τον αφορούσε. Ουφ και αυτό μου είχε λείψει, το παραδέχομαι, αλλά όχι με το Μιχάλη, οπωσδήποτε όχι με το Μιχάλη!

    Γύρω στις 19:00 έλαβα μήνυμα στο skype, ήταν από τον Αριστοτέλη. Αρίστο, διόρθωσα τον εαυτό μου.

    «Καλησπέρα, τι κάνεις; Έχεις όρεξη για πάρλα;»
    «Αμέ, γιατί όχι;» του απάντησα και αμ έπος αμ έργο, σχεδόν αμέσως μετά έλαβα βιντεοκλήση.

    - «Καλώς τον» του είπα. «Πώς πήγε η διόρθωση;»
    - «Παραδόξως καλά, δεν διάβασα πολλές κοτσάνες!»
    - «Έφαγες;»
    - «Ναι, εδώ και ώρα. Είχα βγάλει βόλτα και το κορίτσι μου γιατί η αλήθεια είναι ότι τις δυο τελευταίες μέρες δεν την είχα βγάλει έξω και μου γκρίνιαζε. Πριν προλάβω να ρωτήσω τα τι και πως εμφανίστηκε δίπλα του ένα το κεφάλι ενός σκυλιού που άρχισε να τον γλείφει στο πρόσωπο. «Sadie, άσε το μπαμπά ήσυχο, μιλάει στο τηλέφωνο» τη μάλωσε τρυφερά κάνοντάς με να χαμογελάσω.
    - «Κούκλα είναι, μπορείς να μου τη δείξεις όλη;»
    - «Αμέ!» μου είπε και γύρισε την κάμερα και είδα για πρώτη φορά τη Sadie σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Ήταν τεράστια!
    - «Καλέ, τι σκυλί είναι αυτό;»
    - «Καυκάσια! Πού να δεις τον αδερφό της, το Μπαρτ! Αυτός και αν είναι γίγαντας, ο Κώστας, ο φίλος που μου έδωσε τη Sadie, είπε ότι έχει φτάσει 105 κιλά!»
    - «Ο χριστός και η παναγία! Η Sadie πόσο είναι;»
    - «Ενενήντα, ζωή να έχει το τερατάκι μου.»
    - «Ο χριστός και η παναγία, δις!»
    - «Ναι, είναι κομμάτι μεγαλόσωμη ράτσα! Sadie, άσε κάτω τα παπούτσια του μπαμπά!» τη μάλωσε και πάλι.
    - «Σου τρώει τα παπούτσια;» τον ρώτησα γελώντας.
    - «Όταν ήταν κουτάβι δε μου είχε αφήσει παπούτσι για παπούτσι και παντόφλα για παντόφλα. Τώρα όχι δεν τα τρώει, αλλά μου τα γεμίζει σάλια το σίχαμα! Sadie, τι είπα εγώ; Α, ναι και οι έτεροι καπαδόκηδες» είπε και στην οθόνη εμφανίστηκε μια γάτα που άρχισε να του τρίβεται στο πρόσωπο.
    - «Έχεις και γάτες;»
    - «Ναι, δύο αδερφάκια, τη Σάνι και τον Τσάρλι. Η Σάνι είναι αυτή που με παρενοχλεί και ο Τσάρλι αυτή τη στιγμή προσπαθεί να πιάσει την ουρά της Sadie»
    - «Και τα πάνε καλά ο σκύλος με τις γάτες;»
    - «Ναι, έχουν μεγαλώσει άλλωστε μαζί. Είχα δεν είχα ένα μήνα τη Sadie, και την πήρα 45 ημερών, όταν τα βρήκα τα φουκαριάρικα παρατημένα στο δρόμο. Δε μου έκανε καρδιά να τα αφήσω εκεί, οπότε τα περιμάζεψα. Τι τα θες, μαγκούφης είμαι, έχω και την παρέα τους»
    - «Μόνος σου ζεις;»
    - «Αν εξαιρέσεις την όχι ακριβώς αγία τριάδα, ναι»
    - «Γιατί μαγκούφης, αν επιτρέπεται;»
    - «Από επιλογή» είπε χωρίς να δώσει συνέχεια και δεν επέμεινα.
    - «Και τώρα που γύρισες από τη βόλτα σου τι θα κάνεις;»
    - «Περιμένω να έρθει ένα φιλικό μου ζευγάρι με την κόρη τους για barbeque»
    - «Και μακαρονάδα και barbeque, βρε αθεόφοβε;»
    - «Ε, αν είναι να αμαρτάνεις, να το κάνεις σωστά. Για σένα τι έχει το πρόγραμμα;»
    - «Κι εγώ περιμένω ένα φίλο να έρθει γύρω στις 21:00, λέμε να δούμε καμιά ταινία. Έχεις να προτείνεις κάποια;»
    - «Πολλές, τι είδος θα προτιμούσατε;»
    - «Κάτι χαλαρό μωρέ, Κυριακή βράδυ είναι»
    - «Χμμμ, σε αυτή την περίπτωση δείτε καμιά κωμωδία ή κάτι τέτοιο.»
    - «Έχεις να προτείνεις κάτι;»
    - «Έχω αν και δεν είναι ακριβώς κωμωδία. Βλέπεται πολύ ευχάριστα πάντως, εμένα με είχε αφήσει με το χαμόγελο στα χείλη.»
    - «Την έχει το Netflix?»
    - «Δε νομίζω, εγώ στο Streamio την είχα δει. The quartet είναι ο τίτλος της»
    - «Τι είναι το Streamio?»
    - “Google it, τεμπελχανού!”
    - «Ουφ!»
    - «Αν δώσεις σε κάποιον ψάρι θα τον ταΐσεις μια μέρα, αν τον μάθεις να ψαρεύει θα τον ταΐσεις για μια ζωή!»

    Η κουβεντούλα ήταν τόσο όμορφη που ούτε που κατάλαβα πότε πήγε οχτώ, και ούτε που θα το είχα καταλάβει αν δε την διέκοπτε ο ίδιος καθότι είχαν έρθει οι μουσαφιραίοι του. Τον έκλεισα με βαριά καρδιά αλλά σάμπως θα μπορούσα να κάνω κι αλλιώς; Παρόλο που δεν είχαμε πει τίποτα το ουσιαστικό, η όλη του παρουσία με είχε γοητεύσει, μου άρεσε να ακούω τη φωνή του και να βλέπω το χαμογελαστό του πρόσωπο. Σε αντίθεση με τη φαινομενική σκληράδα των γραπτών του στο φόρουμ, η πατρική τρυφερότητα με την οποία συμπεριφερόταν στα κατοικίδιά του με είχε κάνει να λιώσω, για να μην αναφέρω το απίθανο χιούμορ του.

    Ο Μιχάλης ήταν πιο αλέγκρο τύπος και αν και διέθεται και του λόγου του εξαιρετικό χιούμορ, ήταν διαφορετικής υφής. Το χιούμορ του Μιχάλη ήταν πιο slapstick, του Αρίστου ήταν πιο υπόγειο, πιο ειρωνικό, πιο κοφτερό. Θα έπρεπε να γνωρίσω τον ένα στον άλλο, με κάποιο τρόπο, ήμουν σίγουρη ότι μεταξύ τους θα είχαν απίθανη χημεία. Αναστέναξα και σηκώθηκα να πάω να αλλάξω εσώρουχα, μπορεί να μην είχα αποφασίσει ακόμα αν θέλω σεξ ή όχι αλλά των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.

    Γύρισα στο σαλόνι και άνοιξα το laptop για να ψάξω για το Streamio. Το κατέβασα και το εγκατέστησα και έψαξα να βρω την ταινία. Τη βρήκα μεν αλλά δεν είχα τρόπο να την παίξω, κάτι πρέπει να έλειπε. Δεν ήθελα να τον διακόψω που είχαν έρθει οι φίλοι του αλλά δεν ήξερα και τι να ψάξω, οπότε του έστειλα ερώτηση.

    «Συγνώμη που ενοχλώ. Έβαλα το πρόγραμμα και βρήκα την ταινία αλλά δεν μου βγάζει πηγές». Πήρα απάντηση μερικά λεπτά αργότερα.
    «Ψάξε να βρεις το torrentio, google it, δε θα το βρεις με αναζήτηση μέσα από το streamio»

    Έκανα αυτό που είπε και πράγματι, μετά την εγκατάσταση του add-on βρήκα διαθέσιμες πηγές.

    «Το βρήκα, σε ευχαριστώ πολύ!»
    «Δεν κάνει τίποτα, καλά να περάσετε!»

    Λίγο μετά τις 20:30, και μισή ώρα νωρίτερα από την αναμενόμενη ώρα, ήρθε και ο Μιχάλης. Του άνοιξα την πόρτα και όταν πέρασε μέσα και την έκλεισα με έσφιξε πάνω του και με φίλησε απαλά στα χείλη και του ανταπέδωσα με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό!

    - «Σιγά λυσσάρα!»
    - «Είμαι και φαίνομαι!»
    - «Είσαι αλλά δε φαίνεσαι, δείγμα, ε δείγμα!» με πείραξε.
    - «Τι κάνει η Αντιγόνη;» τον ρώτησα αναφερόμενος στην κοπελίτσα του.
    - «Καλά είναι, έχεις τα χαιρετίσματά της»

    Η Αντιγόνη ήξερε για μένα, όπως και για τα υπόλοιπα «ξενοπηδήματα» του Μιχάλη, άλλωστε κι εκείνη έτσι είχε ξεκινήσει. Ο ίδιος ήταν εξαιρετικά ντόμπρος άνθρωπος και δεν έκρυβε τίποτα από κανέναν, σε όποιαν άρεσε. Φανατικός εργένης μεν, είχε δαγκώσει γερά τη λαμαρίνα με την Αντιγόνη δε, Αντιγόνη η οποία μόλις είχε κλείσει τα 20. Τι να πεις, το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται. Και μεταξύ μας, δεν το λες και πουλί, το ανακόντα ταιριάζει περισσότερο σαν περιγραφή.

    - «Θες να φάμε πρώτα ή να ξεκινήσω την ταινία;»
    - «Κάτσε μωρή τον κώλο σου κάτω να πούμε καμιά κουβέντα!»
    - «Ουφ, εντάξει. Πάω να φέρω ποτήρια!» του είπα.
    - «Άντε να δούμε!» μου είπε και του έβγαλα τη γλώσσα. «Ακόμα εδώ είσαι μωρή μαγδάλω;» ρώτησε και μου έχωσε μια γερή στα καπούλια με τη χερούκλα του που μ’ έκανε να χοροπηδήσω… και όχι μόνο!
    - «Πάω, πετάω!» του είπα χαχανίζοντας και πήγα στην κουζίνα για να βάλω τις υπόλοιπες μπύρες στο ψυγείο και φυσικά για να πάρω ποτήρια.
    - «Πώς ήταν η μέρα σου;» με ρώτησε όταν γύρισα και αφού γέμισα τα ποτήρια.
    - «Αρκετά ενδιαφέρουσα. Σου είχα πει για τον τυπά στο φόρουμ που λατρεύω τα γραπτά του. Ε, σήμερα τον γνώρισα!»
    - «Ώπα, εδώ έχει ψωμί! Για λέγε, για λέγε!»
    - «Καλά, μη φανταστείς, δικτυακά. Το πρωί με τον καφέ που βαριόμουν τη ζωή μου μπήκα στο φόρουμ να χαζολογήσω και εκεί υπάρχει ένα τόπικ-παιχνίδι, το “αν ήμουν”. Μην έχοντας τι να κάνω, έγραψα κάτι και απάντησε εκείνος! Παίξαμε για λίγη ώρα, μου βγήκε ο καφές από τη μύτη μια-δυο φορές, του το ανταπέδωσα και μου έστειλε μήνυμα λίγη ώρα αργότερα. Μιας και εγώ δεν έχω πολλά μηνύματα του είπα να μιλήσουμε μέσω Skype και… ναι, μιλήσαμε. Καμία σχέση με αυτό που φανταζόμουν!»
    - «Δηλαδή;»
    - «Στο είχα πει μωρέ, τον φανταζόμουν σαν αυστηρό καθηγητή. Που εδώ που τα λέμε είναι καθηγητής αλλά καμία σχέση. Γλυκούλης, μικροδείχνει και γενικά πέρασε πολύ ευχάριστα η ώρα. Και μιλήσαμε και γύρω στις 19:00 και πάλι πέρασε μια ώρα χωρίς να το καταλάβω!»
    - «Μωρή, εσύ την έχεις δαγκώσει τη λαμαρίνα!»
    - «Χαχαχα, λίγο μόνο. Ομολογώ ότι με είχε γοητεύσει ο τρόπος που γράφει και τώρα που τον είδα, έστω και σε βίντεο, ηράσθειν που λες κι εσύ για τις μικρούλες σου!»
    - «Θα αρχίσω να ζηλεύω τώρα!»
    - «Έτσι, για να δεις τη γλύκα!»
    - «Ζηλεύεις μωρή μαγδάλω;»
    - «Μόνο αν λες και άλλες έτσι!»
    - «Όχι βέβαια! Μόνο εσύ είσαι η μικρή μου μαγδάλω, οι άλλες είναι …όχι μαγδάλες!»
    - «Να κοιμάμαι ήσυχη, δηλαδή!»
    - «Και η τύχη σου να εργάζεται υπερωρίες!»
    - «Σκεφτόμουν όταν κλείσαμε με τον Αρίστο, έτσι τον λένε, ότι οι δυο σας θα είχατε φοβερή χημεία!»
    - «Ορίστε, ακόμα δεν τον γνώρισε παρτούζες ονειρεύεται!»
    - «Ου να μου χαθείς, εκεί πήγε το μυαλό σου έκφυλε;»
    - «Τι να πεις, έχω οργιαστική φαντασία!»
    - «Μόνο φαντασία; Όργιο είσαι με όλους τους δυνατούς και αδύνατους τρόπους. Και του λόγου του όργιο είναι, αν και με διαφορετικό τρόπο. Είμαι σίγουρη πως αν γνωριστείτε θα συμπαθήσετε αμέσως ο ένας τον άλλον. Είσαι και σχεδόν συνομήλικοι» τον πείραξα, «πενηντάρης είναι του λόγου του»
    - «Θα σου μαυρίσω τον κώλο, γύναιο! Άκου συνομήλικοι! Μωρή το κοντέρ μου γράφει ακόμα 3 μπροστά!»
    - «Για μια εβδομάδα ακόμα, ή νομίζεις ότι ξέχασα ότι οσονούπω σαρανταρίζεις μεσιέ; Και άλλωστε, τι 30, τι 40 τι 50!»
    - «Θα σε δείρω μετά, τώρα πεινάω και νηστικός δε δέρνω!»
    - «Γορίλλα μου εσύ!» του είπα και δίνοντάς του ένα πεταχτό φιλάκι πήγα στην κουζίνα για να ζεστάνω το φαγητό. Πριν έρθει στο σπίτι ο Μιχάλης δεν ήμουν σίγουρη αν ήθελα αταξίες, τώρα μου ήρθαν ορεξούλες και ήλπιζα να τον είχε ξεζουμίσει για τα καλά η Αντιγόνη ώστε στο τέλος της βραδιάς να μπορώ τουλάχιστον να πάρω τα πόδια μου.

    Φάγαμε και πιάσαμε να δούμε την ταινία η οποία αποδείχτηκε ότι ήταν εξαιρετική! Όχι, μπράβο του, να τα λέμε αυτά. Είχα γείρει στην αγκαλιά του Μιχάλη ο οποίος πότε-πότε αφηρημένα μου χάιδευε τα μαλλιά. Όταν τελείωσε η ταινία χαμογελούσαμε και οι δύο σαν κρετίνοι, η ταινία ήταν ευχάριστα συγκινητική.

    Και εκεί του όρμισα και ο τσούλος παρά το γεγονός ότι πηδιόταν όλο το Σαββατοκύριακο μου κάθισε είχε ακόμα δυνάμεις. Πήγαμε στο δωμάτιο και αφού γδυθήκαμε και χωρίς πολλά-πολλά γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου, κινδυνεύοντας για ακόμα μία φορά να πάθω κράμπα στο σαγόνι, ίσα που χωρούσε στο στόμα μου. Με σταμάτησε γρήγορα, με πήρε αγκαλιά και με πήγε στο κρεββάτι και αφού με ξάπλωσε, μου άνοιξε τα πόδια και μου ανταπέδωσε τη στοματική περιποίηση και, να τα λέμε αυτά, είναι μάστορας από τους λίγους στο είδος. Όταν με έκανε τελείως πύραυλο, έσκυψα ξανά για λίγο να τον πάρω στο στόμα μου και όταν του τον έκανα κατάρτι, φόρεσε το προφυλακτικό του, με γύρισε να κάτσω στα τέσσερα και που σε πονεί και που σε σφάζει.

    Και όχι και τίποτε άλλο αλλά είχε και αντοχές, πανάθεμά τον, πρέπει να με κοπανούσε κανένα εικοσάλεπτο πισωκολλητά πριν με γυρίσει ανάσκελα, μου σηκώσει τα πόδια, και συνεχίζοντας να με κοπανάει ορθόδοξα και ιεραποστολικά. Δεν μου είναι εύκολο να τελειώσω έτσι αλλά αν πω ότι δεν το διασκέδασα -παρόλο που μετά δε θα μπορούσα για ακόμα μία φορά να περπατήσω ίσια- θα ήμουν ψεύτρα. Το κοπάνισμα συνεχίστηκε για ένα δεκάλεπτο ακόμα και όταν πήρε χαμπάρι ότι δεν πρόκειται να τελειώσω έτσι μου ζήτησε το δονητή μου για να με παίξει, πράγμα που έγινε και μου έδωσε και κατάλαβα και πάλι, μωρέ αστεράκια είδα και αυτή τη φορά συνοδεύτηκαν από πολύ έντονο οργασμό.

    Δεν ήθελα να τον αφήσω έτσι οπότε αφού έβγαλε το προφυλακτικό και πλύθηκε για να φύγει η μυρωδιά του …καμένου πλαστικού, τον πήρα στο στόμα μου και ήμουν τόσο ενθουσιασμένη εκείνη τη μέρα, που όχι απλά τον άφησα να τελειώσει στο στόμα μου -άλλωστε το είχα ξανακάνει αυτό- αλλά κατάπια και από πάνω!

    - «Θα λιποθυμήσω!» μου είπε όταν συνειδητοποίησε ότι αυτή τη φορά δε χρειαζόταν να μου πει «Τι το φτύνεις μωρή, κουκούτσια έχει;»
    - «Με πέτυχες στις καλές μου, τι να πω!»
    - «Ε, πες το μου έτσι μωρή μαγδάλω! Κοίτα να δεις που θ’ αρχίσω να τραγουδάω “Λεβεντόπαιδο Αρίστο”. Μπράβο του, όχι, μπράβο του!»
    - «Α, εσύ το πήγες πολύ μακριά μεσιέ!»
    - «Είναι που δεν πιστεύω στις συμπτώσεις!»
    - «Σήμερα θα εκτελέσεις χρέη αρκούδου.»
    - «Μωρή άσε με να πάω σπίτι μου και έχω να ξυπνήσω πρωινιάτικα!»
    - «Αν φύγεις εσύ θα χάσεις!»
    - «Χμμμ, είναι αυτό που νομίζω;»
    - «Κάτσε και θα το διαπιστώσεις. Και άλλωστε, δες το και αλλιώς, σάμπως θα είναι το πρώτο σου walk of shame;»
    - «Συνήθως το προσφέρω, δε μου το σερβίρουν!»
    - «O tempora o mores! Σκάσε τώρα και πάρε με αγκαλίτσα!» Και εκεί, μέσα στην αρκουδίσια αγκαλιά του Μιχάλη με πήρε ο ύπνος με το μυαλό μου στον Αρίστο.

    Και το πρωί ξανακατάπια, τον λόγο μου εγώ τον κρατάω!

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 8 Δεκεμβρίου 2023
  2. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 2ο - Ιστορία μου, αμαρτία μου

    Καλά το λένε, αργία μήτηρ πάσης κακίας. Την Τετάρτη είχα την πρωινή βάρδια και γύρισα νωρίς. Έχοντας μαγειρέψει από την προηγούμενη μέρα δεν είχα και πολλά πράγματα να κάνω καθώς το φαγητό θα με έφτανε και για αύριο. Την Τρίτη, εκτός από το μαγείρεμα, με είχε πιάσει και η προκοπή μου και έκανα και γενική φασίνα, και κάπως έτσι βρέθηκα γύρω στις 18:00 να μην έχω τι να κάνω, καθώς βαριόμουν και να διαβάσω. Δεν είμαι, και εδώ που τα λέμε ποτέ δεν ήμουν, ιδιαίτερα κοινωνική και οι παρέα που είχα κάνει στο πανεπιστήμιο είχε σκορπίσει καθώς η Νάντια, που ήταν η κολλητή μου, είχε επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη ενώ ο Γρηγόρης, ο άλλος μου κολλητός, είχε πάει να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξωτερικό.

    Οι παρέες του Κώστα, του πρώην μου, είχαν γίνει και δικές μου παρέες οπότε όταν με χώρισε πριν ένα χρόνο, τις έχασα κι αυτές και, μεταξύ μας, ήταν και ένας από τους λόγους που μου είχε στοιχίσει τόσο πολύ ο χωρισμός μας. Ο κύριος βέβαια ήταν ότι ήμουν ερωτευμένη μαζί του ακόμα και μετά από τρία χρόνια σχέσης και το «Δεν πάει άλλο» μου ήρθε σαν κεραμίδα στο κεφάλι, κεφάλι που είχε αρχίσει να πλάθει σχέδια για το -όπως αποδείχτηκε ανύπαρκτο- κοινό μας μέλλον.

    Όπως λέει και ο πατέρας μου «είναι μην σου λάχει, αν σου λάχει έλα χέσου». Τέλος πάντων, πέραν του Μιχάλη και κάποιων συναδέλφων, δεν είχα εκείνο τον καιρό κάποιον άλλον να βγω για καμιά μπύρα. Του λόγου του κάπου τσιλημπούρδιζε πάλι καθώς δε μου απάντησε στο μήνυμα που του έστειλα. Μίλησα λίγο με Νάντια στο messenger αλλά αυτό που ήθελα στην πραγματικότητα ήταν να βγω έξω.

    Παίρνοντας απόφαση ότι για σήμερα θα έκανα τη Στέλλα Βιολάντη, άνοιξα το laptop και μπήκα στο community. Νέκρα. Μπήκα μετά και στο *** όπου και πάλι είχα νέα μηνύματα και αιτήματα φιλίας, που σχεδόν πάντα αγνοώ και όπως άρχισα να σβήνω, παραλίγο να σβήσω και το αίτημα φιλίας που μου είχε κάνει κατά τα φαινόμενα ο Αρίστος, και λέω κατά τα φαινόμενα, γιατί είχε το ίδιο nickname. Άνοιξα το προφίλ του, είχε μερικές φωτογραφίες από S/m μπιχλιμπίδια και κυρίως -καλλιτεχνικά άψογα οφείλω να ομολογήσω- γυναικεία γυμνά.

    «Αρίστο, εσύ είσαι;» έστειλα την ερώτηση για να λάβω απάντηση μερικά λεπτά αργότερα.
    «Ναι, εγώ είμαι»

    Έκανα accept και λίγη ώρα αργότερα μου ήρθε και νέο μήνυμα

    «Και δεν ντρέπεσαι να παρενοχλείς ανυποψίαστες κορασίδες;»
    «Αρχικά, δεν παρενοχλώ. Κατά δεύτερο, δεν σε έκοψα για ανυποψίαστη κορασίδα και, κατά τρίτον, με έχεις κόψει να είμαι από αυτούς που ντρέπονται;»
    «Θες να μιλήσουμε στο Skype? Βαριέμαι να γράφω!»
    «Ευχαρίστως αλλά δώσε μου μερικά λεπτά, μόλις βγήκα από το ντους»
    «Αυτά κάνεις; Στέλνεις αιτήματα φιλίας από το ντους;» πήγα να τον πειράξω.
    «Το αίτημα στο έστειλα χθες το βράδυ»

    Ένιωσα ξαφνικά άσχημα. «Παραπήρες θάρρος μαζί του» μάλωσα τον εαυτό μου. Αναστέναξα και κάθισα στον καναπέ φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας περιμένοντας να μου στείλει νέο μήνυμα αλλά μερικά λεπτά αργότερα απλά χτύπησε το Skype στο κινητό μου και τσακίστηκα να το σηκώσω για να του απαντήσω.

    - «Καλησπέρα…» ξεκίνησε να μιλάει αλλά τον διέκοψα.
    - «Συγνώμη αν σε πείραξε αυτό που σου είπα» του είπα, ακόμα ταραγμένη. Ο φουκαράς, μην ξέροντας τι γινόταν μέσα στην ταραγμένη μου κεφάλα, με κοίταξε με απορία.
    - «Ποιος ήρθε;»
    - «Συγνώμη!»
    - «Για ποιο πράγμα βρε κορίτσι μου;»
    - «Που σου είπα ότι στέλνεις μηνύματα από το ντους»
    - «Έλα Χριστέ και Παναγία. Σοβαρά τώρα;»
    - «Δεν… δεν σε πείραξε;»
    - «Για όνομα… Ρε συ, προχθές μου έλεγες άλλα και άλλα, αυτό θα με πείραζε;»

    Ένα δίκιο το είχε.

    - «Ουφ, εντάξει. Μη με συνερίζεσαι μωρέ, είναι λίγο περίεργη η μέρα.»
    - «Συνέβη κάτι; Θες να μου μιλήσεις;»
    - «Όχι, δε θέλω να σε κουράζω με τα δικά μου!»
    - «Δεν το βλέπω έτσι καθόλου, μου αρέσει να ακούω, γενικά το προτιμάω από το να μιλάω.»
    - «Σ’ ευχαριστώ. Δεν συνέβη κάτι μωρέ, απλά έχω τις κλειστές μου. Ή μάλλον έχω τις ανοιχτές μου, θέλω να βγω έξω και δεν έχω κανέναν» του είπα και συνέχισα εξηγώντας του αυτά που σκεφτόμουν πριν λίγη ώρα.
    - «Ναι, I can relate to that, το ξέχασες; Σε μαγκούφη μιλάς!»
    - «Κατ’ επιλογή, όμως, έτσι είπες προχθές»
    - «Επέλεξα να είμαι και να ζω μόνος, όχι να γίνω αρσενική Στέλα Βιολάντη.» είπε και έβαλα τα γέλια. «Γιατί γελάς;»
    - «Γιατί αυτό σκεφτόμουν πριν λίγη ώρα, ότι σήμερα θα κάνω τη Στέλα Βιολάντη»
    - «Τότε έχω εναλλακτική, έχεις όρεξη να βγούμε για ποτό;» με ρώτησε και παραλίγο να πεταχτώ και να αρχίσω να χορεύω σαν Ινδιάνα. Αν ήθελα λέει; Με πρόλαβε πάνω που θα το πρότεινα η ίδια.
    - «Αμέ, πολύ! Πού λες να πάμε;»
    - «Εξαρτάται, πού μένεις αν επιτρέπεται;»
    - «Κάτω Χαλάνδρι»
    - «Ωραία, μπορώ να έρθω Χαλάνδρι, ξέρω ένα ωραίο μπαράκι χαμηλά στην Αγίου Γεωργίου»
    - «Ναι, γιατί όχι; Δεν μένω μακριά από εκεί. Να δώσουμε ραντεβού στον Άγιο Νικόλα;»
    - «Να δώσουμε. Να πούμε γύρω στις 21:00;»
    - «Μπορείς νωρίτερα; Πρέπει να ξυπνάω από τις 07:00 αυτές τις μέρες»
    - «Ωραία, να πούμε στις 20:00 στον Άγιο Νικόλα;»
    - «Μια χαρά.»
    - «Θα πρέπει να σε αφήσω τότε για να προλάβω, έχω να βγάλω βόλτα και τη Sadie»
    - «Εντάξει, τα λέμε λοιπόν στις οχτώ! Καλή βόλτα!»
    - «Χαχαχα, ευχαριστώ» μου είπε και κλείσαμε το τηλέφωνο.

    Πετάχτηκα από τον καναπέ στον οποίο είχα στρογγυλοκάτσει και πήγα και γέμισα τη μπανιέρα με νερό για να κάνω ένα ζεστό μπάνιο, παρά το γεγονός ότι είχα κάνει ντους με το που είχα μπει σπίτι. Χώθηκα μέσα στο σχεδόν καυτό νερό και ένιωσα να λιώνω. Είχα πολλή ώρα στη διάθεσή μου και το κέντρο του Χαλανδρίου δεν είναι ούτε καν πέντε-δέκα λεπτά περπάτημα από το σπίτι μου, οπότε έκανα το μπάνιο μου και ετοιμάστηκα με την ησυχία μου. Προβληματίστηκα λιγάκι στο τι θα φορέσω, από τη μία ήθελα να του αρέσω αλλά από την άλλη δεν ήθελα να ντυθώ και προκλητικά. Αποφάσισα τελικά να φορέσω μια μακρυμάνικη λεπτή μπλούζα και υφασμάτινο παντελόνι που τόνιζαν με διακριτικό τρόπο τις καμπύλες μου.

    Έφυγα από το σπίτι στις 19:50 και λίγο πριν τις 20:00 ήμουν στον Άγιο Νικόλα. Η αλήθεια είναι ότι ένιωθα πεταλουδίτσες στο στομάχι. «Μην κάνεις σαν ερωτοχτυπημένη δεκαπεντάχρονη» μάλωσα τον εαυτό μου. Δε μου αρέσει να καλλιεργώ προσδοκίες γιατί έχω πολλάκις διαπιστώσει ότι το γκρέμισμά τους είναι …ηχηρό, αλλά μερικές φορές είναι απλά αδύνατο να μη γεννηθούν από μόνες τους οι ριμάδες. Είδα κάποιον να με πλησιάζει και τον αναγνώρισα και, το παραδέχομαι, η καρδιά μου έκανε κάμποσες κωλοτούμπες. Από κοντά ήταν ακόμα πιο γλυκούλης απ’ ότι φαινόταν στο Skype.

    - «Καλησπέρα» μου είπε χαμογελαστός και μου έδωσε το χέρι του.
    - «Καλησπέρα και σε σένα» του απάντησα χαρίζοντάς του ένα από τα πιο λαμπερά μου χαμόγελα και σφίγγοντας του το χέρι.
    - «Λοιπόν, πάμε;» μου είπε και μου πρότεινε το χέρι του για να με πάρει αγκαζέ, και για τρελούς ψάχνετε; Πρέπει να χαμογελούσα σαν βλαμμένο σε όλη τη διαδρομή, ο ίδιος δεν το σχολίασε αλλά ήταν φανερό ότι η αντίδρασή μου τον διασκέδαζε. «Ωραία» είπα μέσα μου, «καλά που δεν ήθελες να καρφωθείς, όργιο, ε όργιο!»
    - «Πώς ήταν η μέρα σου;»
    - «Ήσυχη σε γενικές γραμμές, η δική σου;»
    - «Μέχρι και πριν λίγες ώρες τίποτα το αξιοσημείωτο, το απόγευμα ωστόσο υπήρξε σαφής βελτίωση»
    - «Με κάνεις και κοκκινίζω!»
    - «Πού να δεις στις καλές μου» μου πέταξε τη σπόντα και εκεί κοκκίνισα στ’ αλήθεια.

    Το μπαράκι που έλεγε ήταν πολύ κοντά, κοίτα να δεις υπήρχε κάτι τέτοιο στη γειτονιά μου και δεν το ήξερα! Ρουστίκ αισθητική, κήπος και ροκ μουσική, διαμαντάκι σκέτο. Ο καιρός ήταν αρκετά ζεστός για Γενάρη οπότε αποφασίσαμε να κάτσουμε έξω και εδώ που τα λέμε, είχε και τις σόμπες. Διαλέξαμε τραπέζι με καναπέ και κάτσαμε δίπλα ο ένας στον άλλον.

    - «Για πες», ξεκίνησα αφού παραγγείλαμε τα ποτά μας, «πώς τα περάσατε προχθές; Ψήσατε;»
    - «Ναι, ψήσαμε» μου απάντησε χαμογελαστός. «Ψήσαμε, φάγαμε, ήπιαμε λίγο κρασάκι, η μικρή τους ξετρελάθηκε με τη Sadie και τα γατιά, all-in-all, μια ήσυχη, χαλαρή βραδιά. Εσείς πως τα περάσατε με τον φίλο σου προχθές; Είδατε την ταινία που σου πρότεινα;»
    - «Ναι, αυτή είδαμε, ήταν υπέροχη, δεν έχω λόγια να σ’ ευχαριστήσω!»
    - «Έλα βρε, σιγά. Χαίρομαι που σας άρεσε, ξέρεις δεν στην πρότεινα τυχαία. Τρυφερή, ευχάριστη, αισιόδοξη, με όμορφο τέλος, ό,τι πρέπει για ένα χαλαρό βράδυ με το φίλο ή τη φίλη σου»
    - «Εχμ… ο Μιχάλης είναι φίλος μου, όχι ο φίλος μου» του εξήγησα καθώς δεν ήθελα να νομίζει ότι έχω σχέση και ο Αρίστος με κοίταξε εξεταστικά στα μάτια, και δεν ξέρω γιατί, άρχισα να του λέω περισσότερα απ’ όσα σκόπευα. «Δηλαδή… όχι ακριβώς φίλος… ή μάλλον… φίλος και περιστασιακός fuck buddy» συνέχισα, χωρίς να ξέρω και εγώ η ίδια γιατί του το είπα.
    - «Μάλιστα» μου είπε μην μπορώντας να πνίξει ένα σιγανό γελάκι ενώ εγώ παρακαλούσα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. «Netflix and chill, φάση;» ρώτησε χωρίς να μπορέσει να πνίξει ακόμα ένα σιγανό γελάκι.
    - «Ναι, κάπως έτσι…» κατόρθωσα να ψελλίσω.
    - «Μάλιστα, μάλιστα» συνέχισε μειδιώντας ενώ εγώ και πάλι ήμουν σε φάση “άνοιξε πέτρα να κλειστώ”. «Έχεις πλάκα, πάντως, έχεις γίνει σαν παντζάρι!»
    - «Ε, βέβαια, σαδιστής είσαι, δε θα το διασκέδαζες;»
    - «Οι σαδιστές το διασκεδάζουν πολύ περισσότερο όταν προκαλούν οι ίδιοι το όποιου είδους discomfort, αλλά ομολογώ ότι να βλέπεις κάποιον να βράζει στο ζουμί του, έχοντας μάλιστα ανάψει ο ίδιος το μάτι, έχει τη χάρη του!»

    Κοίταζα αμήχανη τα μπούτια μου ενώ παράλληλα ένιωθα το βλέμμα του να με διαπερνά. Και, πάει στο διάολο, το να του πω ότι ο Μιχάλης είναι απλά φίλος έχει μια βάση, γοητευμένη είμαι, ήθελα να του δείξω ότι είμαι διαθέσιμη. Το άλλο γιατί του το είπα; Για να του δείξω ότι είμαι περιπετειώδης; Απλά του το είχα ξεφουρνίσει χωρίς καν να το σκεφτώ και τώρα το λουζόμουν.

    - «Για πες μου λοιπόν για τον εντός εισαγωγικών φίλο σου»
    - «Τι θες να σου πω;»
    - «Ό,τι θες. Πόσο καιρό γνωρίζεστε, πως γνωριστήκατε, τι άλλα πράγματα κάνετε εκτός από Netflix and chill… ό,τι θες». Με τα πολλά κατόρθωσα να υψώσω το βλέμμα μου και να τον κοιτάξω και εκείνος μου χαμογέλασε ενθαρρυντικά.
    - «Τον Μιχάλη τον γνώρισα στο ***» ξεκίνησα. «Ήταν περίπου κανένα τρίμηνο που είχα χωρίσει με τον Κώστα, θα σου πω μετά γι’ αυτόν, και μου την έδωσα και γράφτηκα. Η αλήθεια είναι ότι το forum το ξέρω κάμποσα χρόνια αλλά δεν ήθελα να γραφτώ, το παρακολουθούσα σαν επισκέπτρια, κυρίως τα νήματα με τις ιστορίες. Άρχισα να διαβάζω περισσότερο και γράφτηκα για να μπορώ να λαμβάνω alerts στα νήματα που με ενδιέφεραν. Το *** το είχα ακουστά κι αυτό αλλά ήθελε εγγραφή οπότε δεν είχα μπει στον κόπο. Τέλος πάντων, όταν γράφτηκα στο ένα, γράφτηκα και στο άλλο. Δέχτηκα καταιγισμό από μηνύματα και αιτήματα φιλίας, βλέπεις είχα την ατυχή έμπνευση να ανεβάσω μια, ας πούμε αρκετά προκλητική, φωτογραφία και την οποία έσπευσα να κατεβάσω, αλλά ήταν αργά. Όπως και να έχει ο Μιχάλης ήταν ένας από εκείνους που μου είχαν στείλει μηνύματα αλλά ήταν από τους ελάχιστους στους οποίους απάντησα. Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που με προσέγγισε και αρχίσαμε να μιλάμε στο Skype. Μου εξήγησε διάφορα πράγματα για το S/m, μου έδειξε φωτογραφίες και βίντεο από το play room του και όλα αυτά χωρίς ούτε μία φορά να μου κάνει νύξη να μπει στα βρακιά μου. Μεγάλος μπερμπάντης, χαβαλές και ντόμπρος, με γοήτευσε μέχρι που του ζήτησα εγώ να βγούμε να γνωριστούμε και από τότε κάνουμε πολλή παρέα όταν δεν είναι χαμένος να κυνηγάει μικρούλες, τους έχει αδυναμία. Έχω γνωρίσει, δικτυακά τουλάχιστον, κάμποσες από αυτές, όλες ξέρουν για όλες, ο ίδιος έχει δηλώσει αμετανόητος εργένης αν και η αλήθεια είναι ότι μια πιτσιρίκα από την Πάτρα, η Αντιγόνη, του έχει πάρει τα μυαλά εσχάτως. Ε, ένα βραδάκι που τα είχαμε τσούξει, αρκετά ώστε να λυθούν οι αναστολές μου αλλά σε καμία περίπτωση σε σημείο που δεν είχα έλεγχο του τι κάνω, του ρίχτηκα and the rest is history. Ο ίδιος είχε ξεκαθαρίσει ότι δε θέλει σχέσεις και εγώ ήμουν μετά το χωρισμό μου από τον Κώστα και με παρόμοια διάθεση, αλλά το κορίτσι θέλει και παιχνίδι» συμπλήρωσα κοιτάζοντάς τον χαμογελαστή.
    - «Αν επιτρέπεται, κάνετε μόνο σεξ ή έχετε δοκιμάσει και S/m παιχνίδι;»
    - «Κυρίως το πρώτο αλλά έχουμε παίξει και μαζί, όχι δηλαδή τίποτα τραβηγμένο, απαλό παιχνίδι με paddle, βίτσα, cane, flogger και κεριά. Έχει και whip αλλά δεν είχα ιδιαίτερη περιέργεια να το δοκιμάσω οπότε δεν το έχω δοκιμάσει. Έχουμε παίξει και με διάφορες παρτενέρ του αλλά συνήθως η συμμετοχή μου περιοριζόταν σε αυτή του θεατή, του αρέσει να δίνει παράσταση και εμένα μου αρέσει να βλέπω.»
    - «Θέλεις να μου πεις για τον Κώστα;»
    - «Ιστορία… ναι, γιατί όχι; Τον Κώστα τον γνώρισα περίπου πριν τέσσερα χρόνια, ήταν λίγο μετά τα 21 μου. Γνωριστήκαμε μέσω ενός κοινού γνωστού, δηλαδή σε μένα ήταν γνωστός, εκείνος ήταν φίλος του. Εκείνος ήταν 30 τότε και τον ερωτεύτηκα μέχρι τα μπούνια, σε σημείο που τρία χρόνια αργότερα είχα αρχίσει να πλάθω στο μυαλό μου σχέδια για το μέλλον. Όταν μου ανακοίνωσε -γιατί δε μου το ζήτησε- ότι θέλει να χωρίσουμε μου ήρθε κεραμίδα στο κεφάλι. Εννοώ πώς ήταν δυνατόν να μην είχα πάρει χαμπάρι τίποτα; Δεν σου έρχεται να χωρίσεις από τη μία μέρα στην άλλη μετά από τρία χρόνια σχέση, θα έπρεπε να έχω δει σημάδια αλλά ακόμα και τώρα, πραγματικά δεν είχα καταλάβει… ή ίσως δεν ήθελα να καταλάβω. Πόνεσε Αρίστο, πόνεσε πολύ, αλλά τι μπορούσα να κάνω; Από τη στιγμή που ο άλλος έχει αποφασίσει να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς εσένα το μόνο που έχει νόημα είναι να μαζέψεις τα κομμάτια σου και να προχωρήσεις μπροστά. Μια κουβέντα είναι, το ξέρω, η αυτολύπηση είναι σαν Σειρήνα που σε παρασέρνει στα βράχια αλλά δεν είναι εκείνη που σε τρώει, όχι πραγματικά, τρως μόνη σου τις ίδιες σου τις σάρκες.»
    - «Μου άρεσε η αναλογία σου»
    - «Σ’ ευχαριστώ»
    - «Από τότε είσαι μόνη;»
    - «Ναι, κοντά ένα χρόνο τώρα. Στην αρχή όπως καταλαβαίνεις δεν είχα διάθεση για τίποτα, από το καβούκι μου άρχισα να βγαίνω αφού γνώρισα το Μιχάλη και του το οφείλω σε μεγάλο βαθμό. Θέλω να πω ακόμα και αν ήμουν εγώ που έπρεπε να κάνω τα βήματα εκείνος ήταν εκεί να με κρατήσει.»
    - «Δεν ξέρω αν το έχεις καταλάβει αλλά μιλάς σαν ερωτευμένη» μου είπε και ένιωσα και πάλι το βλέμμα του να με διαπερνά.
    - «Ίσως να είμαι λίγο» ομολόγησα. «Δεν είναι friendzone πάντως, δεν ξέρω πως να το πω, δε με ενοχλεί στο παραμικρό που πηγαίνει με τη μία και με την άλλη και εδώ που τα λέμε, τσιμπημένη ή όχι, δεν είναι ακριβώς η ιδέα του συντρόφου που έχω στο μυαλό μου»
    - «Μικρή δεν είσαι για να ψάχνεις για σύντροφο;»
    - «Μικρή… εικοσιπέντε είμαι. Ακόμα και αν τώρα δεν το έχω στην άμεση οπτική μου, θέλω κάποια στιγμή να κάνω οικογένεια, να έχω τον άνθρωπό μου»
    - «Οι άνθρωποι δε μας ανήκουν» απάντησε ξερά. «Η βασική συνειδητοποίηση που όλοι πρέπει να κάνουμε κάποια στιγμή στη ζωή μας είναι ότι ο μόνος που πραγματικά μας ανήκει, ο μόνος με τον οποίον εγγυημένα θα μας χωρίσει ο θάνατος, είναι ο εαυτός μας. Όλοι οι υπόλοιποι μοιράζονται το χρόνο τους μαζί μας, ο χρόνος τους όμως δε μας ανήκει, είναι δικός τους, οι ίδιοι επιλέγουν πόσο θα μας δώσουν. Ο χρόνος είναι στην πραγματικότητα το μόνο συνάλλαγμα που έχουμε και έχει την ιδιαιτερότητα ότι ούτε ξέρεις πόσο σου μένει, ούτε μπορείς να το αυγατίσεις.»
    - «Και το D/s?»
    - «Το D/s τι;»
    - «Εννοώ η σκλάβα δεν ανήκει στον Αφέντη της;»
    - «Στην οπτική των μελών του συσχετισμού, ναι. Στη δική μου, όχι»
    - «Τι εννοείς;»
    - «Το εν λόγω ανήκειν δεν έχει νομική υπόσταση. Ο Αφέντης έχει υφαρπάξει το χρόνο του σκλαβιού του.»
    - «Το έχει υφαρπάξει;»
    - «Δεν εννοώ ότι το έχει σφετεριστεί, το έχει πάρει με την ικανότητά του, το έχει επιβάλει με τρόπο που το σκλαβί δε μπορεί αλλιώς γιατί δε θέλει αλλιώς. Ωστόσο από τη στιγμή που ο καθένας έχει το δικαίωμα να περάσει την πόρτα της εξόδου, όσο εύκολο ή δύσκολο και αν είναι αυτό, καταλήγουμε στο αρχικό, ο χρόνος που παίρνεται από το σκλαβί ανήκει στο ίδιο, ασχέτως του πως αυτός ο χρόνος χρησιμοποιείται από τον Αφέντη/Αφέντρα για να τον εξυπηρετήσει με τον τρόπο που ο ίδιος/ίδια επιλέγει.»
    - «Δεν ξέρω» ομολόγησα. «Από τη μία μου κάνει νόημα αυτό που λες αλλά από την άλλη η Κυριαρχία αυτό δεν είναι; Η επιβολή της θέλησης του ενός έναντι στον άλλον;»
    - «Σαφώς αλλά η επιβολή αυτή δεν γίνεται με το πιστόλι στον κρόταφο. Ας στο θέσω αλλιώς, ποιο είναι το αγαπημένο σου φαγητό και ποιο αυτό που δεν τρως με τίποτα;»
    - «Γενικά τρώω όλα τα φαγητά αλλά ας πούμε δεν πετάω τη σκούφια μου για κουκιά»
    - «Ας πούμε ότι από τη μία έχεις μια λαχταριστή μακαρονάδα και από την άλλη νερόβραστα κουκιά. Κατά πόσον είναι πραγματικά επιλογή η μακαρονάδα;»
    - «Είναι!»
    - «Σαφώς, αλλού είναι το πνεύμα, ότι η επιλογή πρακτικά είναι μονόδρομος. Ναι, έχεις την επιλογή να φας και κουκιά αλλά κατά πόσον είσαι διατεθειμένη να την κάνεις;»
    - «Ναι, καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις.»
    - «Με το Μιχάλη τα έχετε συζητήσει ποτέ αυτά;»
    - «Όχι πιο βαθιά από την επεξήγηση όρων. Εκείνος δεν ενδιαφέρεται για D/s, όπως λέει ο ίδιος είναι Servicing Top»
    - «Ξέρεις τι είναι αυτό;»
    - «Ναι, ξέρω, μου είχε εξηγήσει τους όρους.»
    - «Εσύ που θα κατέτασσες τον εαυτό σου;»
    - «Αυτό που δηλώνω και στο profile μου, bottom. Βασικά είμαι people pleaser, με κάνει και αισθάνομαι άβολα όταν δεν μπορώ να δώσω αυτό που μου ζητάνε, μου αρέσει να δίνομαι και επιβεβαίωσα ότι είμαι μαζοχίστρια σε ένα μικρό βαθμό»
    - «Μαζοχίστρια ή παθητική αλγολάγνα; Δεν είναι το ίδιο»
    - «Ναι, τα έχω διαβάσει τα εν λόγω νήματα. Παθητική αλγολάγνα θα έλεγα, είπα το μαζοχίστρια από συνήθεια. Εσύ είσαι σαδιστής;»
    - «Όχι με την έννοια του Σαδικού, που λένε στο forum. Πιο πολύ μου ταιριάζει το ενεργητικός αλγολάγνος»
    - «Και γιατί δηλώνεις σαδιστής;»
    - «Γιατί το ενεργητικός αλγολάγνος δεν υπάρχει σαν status, οπότε επέλεξα την πιο κοντινή περιγραφή… σχεδόν δηλαδή.»
    - «Τι εννοείς;»
    - «Είμαι κάμποσο μαζοχιστής και όχι με την έννοια του παθητικού αλγολάγνου.» μου εξομολογήθηκε αφήνοντάς με με το στόμα ανοιχτό.
    - «Ναι, αυτό δεν το καταλαβαίνω ακριβώς» ομολόγησα με τη σειρά μου.
    - «Είναι μεγάλη κουβέντα, ίσως κάποια άλλη στιγμή» μου είπε και κατάλαβα ότι δεν ήθελε να ανοιχτεί περισσότερο επί του θέματος, οπότε δεν επέμεινα.
    - «Να σε ρωτήσω κάτι;»
    - «Είσαι ελεύθερη να ρωτήσεις ότι θέλεις αλλά επιφυλάσσομαι για το αν θα σου απαντήσω»
    - «Δεκτό! Χαρακτήρισες τον εαυτό σου ως μαγκούφη…» είπα και το άφησα εκεί. Με κοίταξε χωρίς να μου απαντήσει και άφησα την πρόταση να αιωρείται για λίγο μέχρι που κατάλαβα ότι δεν πάτησε τη μπανανόφλουδα. «Είπες ότι ήταν επιλογή.»
    - «Ναι, το είπα»
    - «Δική σου;» τον ρώτησα κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
    - «Όχι ακριβώς. Υπήρξα κάποτε παντρεμένος αλλά η πρώην σύζυγος ήθελε παιδιά και εγώ… δεν.»
    - «Κατάλαβα, δεν ήθελες, ε;»
    - «Ήθελα αλλά δεν μπορούσα, ούτε μπορώ. Είμαι στείρος.»
    - «Δεν…» ξεκίνησα να λέω και κόμπιασα. «Εννοώ…» προσπάθησα πάλι να ξεκινήσω αλλά σταμάτησα και πάλι.
    - «Προσπαθήσαμε, Μαριλίζα, δεν είναι ότι δεν προσπαθήσαμε. Πήγα σε γιατρούς, έκανα αγωγές, κάναμε σπερματέγχυση… τίποτα. Ήμουν γύρω στα 40 τότε και η Χριστίνα ήταν στην ηλικία σου. Δεν ήθελε να υιοθετήσουμε, ούτε να πάμε σε τράπεζα σπέρματος, ήθελε να γεννήσει το δικό μου παιδί. Παραιτήθηκε ή μάλλον προσπάθησε να παραιτηθεί από το όνειρό της να γίνει μητέρα. Δεν την άφησα. Την αγαπούσα πολύ για να την αφήσω να κάνει αυτή τη θυσία για μένα. Μου στοίχησε… αλλά ξέρεις τι; Τώρα ζει ευτυχισμένη με το δεύτερο σύζυγό της και τις δυο της κορούλες και όσο και αν πόνεσα -και πόνεσα πολύ- ήταν η σωστή επιλογή. Από τότε έκανα περιστασιακές σχέσεις αλλά μέχρι τώρα δε βρέθηκε καμία να έχει αυτό το κάτι που είχε το Χριστινιώ μου.»
    - «Την αγαπάς ακόμα, ε;»
    - «Ποτέ δε σταμάτησα να την αγαπάω.»

    Ασυναίσθητα το χέρι μου πήγε στο δικό του και τον χάιδεψα τρυφερά πριν καλά-καλά καταλάβω τι έκανα. Με κοίταξε χαμογελαστός και έσφιξε το χέρι μου, μου το χάιδεψε με τη σειρά του και στη συνέχεια το τράβηξε απαλά.

    - «Συγνώμη» του είπα κοιτάζοντας το πάτωμα.
    - «Γιατί ζητάς συγνώμη;»
    - «Έγινα αδιάκριτη»
    - «Δεν έγινες αδιάκριτη και ούτε θύμωσα που έδειξες τρυφερότητα και συμπόνια, ίσα-ίσα.»
    - «Δεν ξέρω μωρέ Αρίστο, μου φαίνεσαι πολύ διαφορετικός από κοντά»
    - «Με ποιο τρόπο;»
    - «Τα γραπτά σου βγάζουν μια σκληράδα… μια αυστηρότητα… δεν ξέρω πως να το πω. Από κοντά φαίνεσαι πιο ευαίσθητος… πιο ευάλωτος…»
    - «Πιο ανθρώπινος, είναι η λέξη που ψάχνεις. Μπορεί να είναι και έτσι, να μου βγαίνει το αυστηρό και το δασκαλίστικο όταν βρίσκομαι πίσω από μια οθόνη. Ούτε είμαι, ούτε το έπαιξα ποτέ ο σούπερ γαμάω, δεν ψάχνω επιβεβαίωση της εικόνας μου στα μάτια τρίτων, πόσο μάλλον ανθρώπων που πολύ πιθανό δε θα με δουν ποτέ τους από κοντά. Είμαι αυτός που είμαι.»
    - «Δεν ήθελα να σε προσβάλω!»
    - «Και ούτε το έκανες. Παιδάκι μου σταμάτα να φοβάσαι και να ανησυχείς ότι με φέρνεις σε δύσκολη θέση.»
    - «Ναι, το κάνω αυτό, ώρες-ώρες πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό. Σου είπα, είμαι people pleaser και ανησυχώ συνεχώς πως μπορεί να μην κάνω κάτι καλά ή μπορεί να φέρω τον άλλο σε δύσκολη θέση.»
    - «Μου είπες ότι είσαι team leader σε call center, σωστά;»
    - «Σωστά»
    - «Εκεί δεν μπορεί να μην σπας αυγά, αφενός φαντάζομαι θα υπάρχουν οι περιπτώσεις πελατών που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δε θα μπορούν να εξυπηρετηθούν άμεσα ή ακόμα και καθόλου, και από την άλλη είσαι και υπεύθυνη να διαχειριστείς μια ομάδα ανθρώπων. Τι κάνεις εκεί;»
    - «Η δουλειά είναι δουλειά, τη διαχωρίζω από την προσωπική μου ζωή και, αν εξαιρέσεις την κούραση της ημέρας, δεν την κουβαλώ μαζί μου στο σπίτι. Ξέρεις γιατί μου αρέσει η δουλειά μου; Γιατί έχει μετρήσιμους στόχους το οποίο ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία μου.»
    - «Υπάρχουν και μη μετρήσιμοι στόχοι;»
    - «Δεν υπάρχουν;»
    - «Αν δεν είναι μετρήσιμος, είναι στόχος ή κατεύθυνση;»
    - «Χμμμ, ένα δίκιο το έχεις»
    - «Και η προσωπική ζωή; Εκεί χαιρετάνε οι στόχοι;»
    - «Είναι διαφορετικής φύσης»
    - «Οι στόχοι είναι στόχοι, Μαριλίζα»
    - «Έστω. Ωραία, όπως το έθεσες, εκεί προσπαθώ να ακολουθώ τις κατευθύνσεις που μου βάζω. Μπορεί να γίνει και στόχος, μπορεί να μείνει κατεύθυνση την οποία ακολουθώ. Αυτό δεν κάνουμε όλοι μας;»
    - «Όχι, για παράδειγμα στο D/s ένας είναι που βάζεις κατευθύνσεις και στόχους, ο άλλος ακολουθεί.»
    - «Ναι, είναι και αυτό.»
    - «Εσύ έχεις σκεφτεί τον εαυτό σου ως μέλος τέτοιου συσχετισμού;»
    - «Όχι ή για να είμαι ακριβής όχι στα σοβαρά. Είμαι δοτική και μου αρέσει να προσφέρω αλλά το D/s, όπως τουλάχιστον έχω καταλάβει, είναι άλλο πράγμα. Γιατί χαμογελάς;»
    - «Διαπιστώνω ότι είσαι φοβερά συγκροτημένη και μου αρέσουν οι άνθρωποι που ξέρουν τι θέλουν και τι δε θέλουν και, το κυριότερο, έχουν ιδέα του τι χρειάζεται να κάνουν για να αποκτήσουν αυτά που θέλουν.»
    - «Σ’ ευχαριστώ» του απάντησα χαμογελαστή και συνέχισα «Ναι, είμαι συγκροτημένη αλλά υπάρχουν και οι στιγμές που νιώθω ότι πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό.»
    - «Δε βαριέσαι, σε όλους μας υπάρχουν τέτοιες στιγμές. Άνθρωποι είμαστε, όχι Θεοί»
    - «Δεν το λες και σε μερικούς στο φόρουμ;» του είπα και έβαλε τα γέλια.
    - «Άλλη όρεξη δεν είχα. Όπως έχεις δει αποφεύγω να μπλέκομαι σε συζητήσεις που δεν τραβάνε πουθενά και στην τελική-τελική, όποιος νομίζει ότι είναι Θεός καλά κάνει και το νομίζει, ποιος είμαι εγώ που θα του πω αν κάνει καλά ή όχι; Καθένας πορεύεται σύμφωνα με τα περιεχόμενα του κεφαλιού του.»
    - «Αυτό ξαναπές το. Άσχετο, θα πιείς κι εσύ δεύτερο ποτό;»
    - «Ναι, γιατί όχι» είπε και έκανε νόημα στη σερβιτόρα. «Τα ίδια;» με ρώτησε και όταν του έγνεψα καταφατικά παράγγειλε ξανά τα ίδια ποτά που είχαμε παραγγείλει όταν ήρθαμε.
    - «Λοιπόν, πολύ μου αρέσει αυτό το μπαράκι. Κοίτα να δεις που το είχα στα πόδια μου και δεν το γνώριζα. Αλήθεια, εσύ που μένεις αν επιτρέπεται;»
    - «Μακριά» μου απάντησε μονολεκτικά.
    - «Μακριά είναι και η Θεσσαλονίκη αλλά δε νομίζω να μένεις εκεί!»
    - «Όχι, η αλήθεια είναι ότι μένω αρκετά νοτιότερα.»
    - «Θα μου πεις ή θα με σκάσεις;»
    - «Μπα λύσσα κακιά!» είπε γελώντας. «Στην Ιπποκράτειο Πολιτεία μένω»
    - «Αχ τι όμορφα! Είσαι κοντά στη λίμνη;»
    - «Κοντά είμαι»
    - «Δεν έχω πάει ποτέ, την έχω δει σε φωτογραφίες αλλά δεν έχω πάει!»
    - «Αν δεν έχεις κανονίσει κάτι για το Σάββατο το μεσημέρι, έλα να σου κάνω το τραπέζι και θα δεις και τη λίμνη» μου πέταξε αφήνοντάς με πάλι εμβρόντητη.
    - «Σοβαρά μιλάς;» τον ρώτησα προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο ενώ το μυαλό μου δούλευε με χίλιες στροφές. Από τη μία ήθελα σαν τρελή να πάω και από την άλλη πού τον ήξερα για να πάω σπίτι του κιόλας;
    - «Για να σε γλυκάνω ακόμα περισσότερο, πέραν από το barbeque -και είμαι πολύ καλός ψήστης- θα γνωρίσεις και τη Sadie και τον Τσάρλι και την Σάνι. Α! και έχω και τηλεκατευθυνόμενα για να παίξουμε στη λίμνη!» μου είπε με σχεδόν παιδιάστικο ενθουσιασμό που μ’ έκανε να λιώσω.
    - «Ε, ποια θα μπορούσε να πει όχι σε αυτή την πρόταση;» του απάντησα χαρίζοντας του ένα αστραφτερό χαμόγελο.
    - «Ωραία! Έκλεισε τότε. Δε μου λες, έχεις κάποια προτίμηση σε κρέας;»
    - «Όχι» του απάντησα διασκεδάζοντας αφάνταστα με τον ενθουσιασμό του. «Ό,τι αποφασίσει ο σεφ!»
    - «Ο σεφ τρώει τη μοσχαρίσια στο αίμα της»
    - «Τρώγεται και αλλιώς η μοσχαρίσια;» υπερθεμάτισα.
    - «Όσο πας ανεβαίνεις και πιο πολύ στην εκτίμησή μου!»
    - «Πολύ χαίρομαι» του απάντησα, αν μη τι άλλο, ειλικρινά!
    - «Θα σου στείλω και την πινέζα για να το βάλεις στο navigator του αυτοκινήτου σου»
    - «Ναι, το fiatάκι μου δεν έχει τέτοια κόλπα, με το κινητό!»
    - «Δεν πιστεύω να οδηγάς με το κινητό στο χέρι;»
    - «Όχι όχι, έχω ειδική βάση για το κινητό, απλά το αυτοκίνητό μου είναι παλιό για να έχει τέτοιου είδους κόλπα»
    - «Δε βαριέσαι, και το δικό μου παλιό είναι.»
    - «Τι αυτοκίνητο έχεις;»
    - «Μια M5, μοντέλο του 1985. Την έκανα restore με τα ίδια μου τα χέρια αλλά δε βαριέσαι, παιδιά σκυλιά δεν έχω… ή τουλάχιστον δεν είχα όταν ασχολήθηκα μαζί της!»
    - «M5 τι;»
    - «BMW M5. Την αγόρασα από ένα πρώην γείτονα που την είχε παρατημένη να σκουριάζει και την έβλεπα και μάτωνε η καρδιά μου. Φτιάχνοντας τη μπέμπα μου ξεπέρασα το χωρισμό μου με τη Χριστίνα οπότε όπως καταλαβαίνεις είμαι συναισθηματικά δεμένος μαζί της. Για τις καθημερινές μου μετακινήσεις έχω το C3 μου»
    - «Παλιά BMW από παλιό Fiat έχουν μια διαφορά»
    - «Πάντως σε διαβεβαιώ πως ούτε η μπέμπα μου έχει navigator!»
    - «Έχει όμως ένα κομμάτι της ψυχή σου. Εγώ πάλι δεν είμαι συναισθηματικά δεμένη με το σαραβαλάκι μου.»
    - «Δε βαριέσαι, ο καθένας έχει τις δικές του αδυναμίες!»
    - «Πάντως κατάλαβα ότι πιάνουν τα χέρια σου.»
    - «Ναι, δόξα τω Θεώ. Μ’ αρέσει να φτιάχνω πράγματα με τα ίδια μου τα χέρια, με ξεκουράζει και με χαλαρώνει.»
    - «Τι φτιάχνεις;»
    - «Διάφορα, κυρίως έπιπλα. Τη βιβλιοθήκη που έχω τώρα, για παράδειγμα, την έφτιαξα εγώ. Γενικά ανάλογα με τη διάθεση και τον ελεύθερο μου χρόνο, τώρα για να καταλάβεις τελειώνω το καινούργιο τραπέζι/πάγκο του κήπου και το έχω αρχίσει εδώ και μερικούς μήνες.»
    - «Θα το προλάβω;»
    - «Αυτό το Σάββατο όχι αλλά μην απελπίζεσαι, εμείς να είμαστε καλά!» μου είπε και μου έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι.

    Συνεχίσαμε την κουβέντα μέχρι που πήγε έντεκα. Υπήρχε καλή χημεία μεταξύ μας και από το διακριτικό του φλερτ και τη γλώσσα του σώματος του, και είμαι πολύ καλή στο να τη διαβάζω -και αυτός είναι και ένας από τους λόγους που πραγματικά μου είχε έρθει κεραμίδα στο κεφάλι με τον Κώστα, ότι δεν είχα καταλάβει τίποτα!- κατάλαβα ότι του άρεσα και η αλήθεια είναι ότι μου άρεσε και εκείνος. Πολύ!

    - «Αρίστο, μην το εκλάβεις ότι δεν περνάω όμορφα, αλλά είναι περασμένες έντεκα και έχω πρωινό ξύπνημα!»
    - «Πήγε έντεκα;» ρώτησε απορημένος, κοίταξε το ρολόι του και σφύριξε. «Κοίτα να δεις! Ναι, ναι… αν έχεις πρωινό ξύπνημα να την κάνουμε σιγά-σιγά.» Φώναξε τη γκαρσόνα για να την πληρώσουμε αλλά με έκοψε όταν πήγα να βγάλω την κάρτα μου. «Δικά μου!»
    - «Εσύ θα μου μαγειρέψεις το Σάββατο, το ξέχασες;»
    - «Έτερον εκάτερον. Εσύ την επόμενη φορά» μου δήλωσε.

    Ναι, ήταν δήλωση.

    - «Εντάξει» του είπα υποχωρώντας χαμογελαστή.
    - «Δε μου λες, θέλεις να σε πάω σπίτι σου;»
    - «Μένω πολύ κοντά, δε χρειάζεται να σε βάζω σε φασαρία!»
    - «Σιγά τη φασαρία ρε Μαριλίζα, δε θα σε πάρω δα και στην πλάτη μου!»
    - «Αρίστο, πεινάς;»
    - «Ναι, η αλήθεια είναι ότι μια πείνα την κάνει!»
    - «Λίγο πιο κάτω, στην αρχή της Πεντέλης, είναι η Βελανιδιά, έχει πολύ καλά σφολιατοειδή.»
    - «Εξαιρετική ιδέα!»
    - «Κερνάω εγώ όμως!» του δήλωσα.
    - «Λύσσαξες! Εντάξει, κερνάς εσύ!» μου είπε και σηκωθήκαμε και κατηφορίσαμε την Αγίου Γεωργίου μέχρι την αρχή της. Εκείνος πήρε ένα πεϊνιρλί κι εγώ μια πίτσα και καθίσαμε έξω και αρχίσαμε να μασουλάμε.
    - «Πραγματικά δε χρειάζεται να με πας σπίτι, σχεδόν μια ευθεία είμαι από εδώ!» του είπα δείχνοντάς του τι εννοώ.
    - «Επειδή ξέρω από Χαλάνδρι, έχω παρκάρει από την απέναντι μεριά, θυμάσαι που ήταν παλιά το Κουκλάκι;»
    - «Α στο καλό, εκεί κοντά μένω!»
    - «Ε, οπότε σταμάτα να διαμαρτύρεσαι!»
    - «Δε διαμαρτυρήθηκα! Ουφ, καλά!» του είπα και έβαλε τα γέλια. «Γιατί γελάς;»
    - «Τίποτα, σε κάνω χάζι» μου είπε κάνοντάς με να κατουρηθώ για ακόμα μια φορά πάνω μου.

    Με συνόδεψε μέχρι το σπίτι μου, αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε σταυρωτά και περίμενε απ’ έξω μέχρι που έκλεισα την εξώπορτα. Με χαιρέτησε απ’ έξω και κίνησε να πάει στο αυτοκίνητό του, το οποίο ήταν στο παραπάνω στενό. Πήρα το ασανσέρ και ανέβηκα στον τρίτο, που έμενα, και μπήκα μέσα. Το πρώτο πράγμα που έκανα, πριν καν αλλάξω, ήταν να πάρω τηλέφωνο το Μιχάλη και αυτή τη φορά απάντησε.

    - «Τι θα γίνει με σένα μικρή, θα μ’ αφήσεις να πηδήξω σήμερα;»
    - «Σ’ έκοψα; Καλά σου έκανα!»
    - «Σε τρώει ο κώλος σου πάλι;»
    - «Μόλις γύρισα, είχα βγει με τον Αρίστο!»
    - «Δε θα πηδήξουμε σήμερα, κατάλαβα!»
    - «Πάλι το κορμί μου λαχταράς βρε αχρείε; Προχθές κόντεψες να μου γκρεμίσεις το κρεββάτι!»
    - «Όχι εσένα μωρή μαγδάλω, άλλη έχει το μενού σήμερα.»
    - «Εγώ έχω προτεραιότητα!»
    - «Μπα, από πότε;»
    - «Δύο φορές κατάπια βρε αχάριστε!»
    - «Και το Ευάκι καταπίνει!»
    - «Μπα, πρόλαβε κιόλας;»
    - «Ρε άσε την πάρλα και μπες στο ψητό. Πώς ήταν;»
    - «Πολύ όμορφα, αχ Μιχάλη μου είναι πολύ γλυκούλης! Και θα μου κάνει το τραπέζι και το Σάββατο!»
    - «Τα καλά σου βρακιά να φοράς!»
    - «Δεν πάω να με γαμήσει!»
    - «Κι εμένα για ταινία με έφερες την Κυριακή και με άφησες μισό!»
    - «Πες μου ότι σου κακόπεσα κιόλας!»
    - «Μαριλίζα, σοβαρά τώρα, να προσέχεις. Δεν ξέρεις τι κουβαλάει ο καθένας στην κεφάλα του.»
    - «Θα προσέχω Μιχαλιώ μου και πέρα από την πλάκα, με ξέρεις, διαβάζω καλά τους ανθρώπους»
    - «Κώστας» μου απάντησε μονολεκτικά χτυπώντας κάτω από τη ζώνη.
    - «Touché» ομολόγησα.
    - «Δε θέλω να σου χαλάσω τη διάθεση… θέλω απλά να προσέχεις. Είσαι η μαγδάλω μου, μην το ξεχνάς!»
    - «Και εσύ το γοριλλάκι μου!»
    - «Το γοριλλάκι σου θα φάει τίποτα βαρύ στο κεφάλι από το Ευάκι του αν συνεχίσω να σου μιλάω στο τηλέφωνο»
    - «Ουφ καλά! Καληνύχτα και… καλό βόλι…»
    - «Άντε να δούμε…» είπε και έκλεισε. Πήγα και άλλαξα και ξεβάφτηκα, όχι ότι είχα βαφτεί και πολύ εδώ που τα λέμε, και αφού έπλυνα και τα δόντια μου, πήγα ντουγρού στο κρεββάτι για να πέσω να ξεραθώ. Είχε αρχίσει να με παίρνει ο ύπνος όταν βούιξε το κινητό μου. Το άνοιξα, ήταν μήνυμα από τον Αρίστο.

    «Σε ευχαριστώ για την υπέροχη βραδιά. Ανυπομονώ να τα πούμε το Σάββατο το μεσημέρι. Καλή σου νύχτα!»

    Χαμογελώντας, του απάντησα κι εγώ με τη σειρά μου.

    «Κι εγώ σε ευχαριστώ, πέρασα πολύ όμορφα σήμερα και ανυπομονώ κι εγώ να τα πούμε το Σάββατο. Όνειρα γλυκά  »

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 12 Δεκεμβρίου 2023
  3. antreas Armatas

    antreas Armatas Regular Member

    Καλημέρα.
    Άλλη μια αρχή μιας υπεροχής ιστορίας.
    Με κοινό παρονομαστή και συνδετικό κρίκο ένα σκύλο Καυκάσου.
    Συνέχισε να μας ταξιδεύεις με τις ιστορίες σου.
     
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 3ο - Rondo alla Turka

    Κοιμήθηκα σαν κούτσουρο και ξύπνησα σαν πουλάκι, αυτό έχω να πω! Το πρωί που χτύπησε το ξυπνητήρι σηκώθηκα με εξαιρετική διάθεση και η αλήθεια είναι ότι η μέρα στη δουλειά βοήθησε στο να διατηρηθεί. Γύρισα γύρω στις 17:30 στο σπίτι και έκανα ένα γρήγορο ντουζ. Η χθεσινή βραδιά είχε κυλήσει πολύ όμορφα και μετά από σχεδόν ένα χρόνο ένιωθα έτοιμη να κάνω το επόμενο βήμα, να ξανακάνω κανονική σχέση, όχι φιλία με ξεπέτες. Η αλήθεια είναι ότι είχα καταγοητευτεί από τον Αρίστο αλλά ήθελα πραγματικά να είναι αυτός ο επόμενος; Έχει νόημα να κάνεις το επόμενο βήμα με κάποιον με τον οποίο απουσιάζει έστω και στο μακρινό ορίζοντα η προοπτική για οικογένεια αν αυτό συμπεριλαμβάνεται στα μελλοντικά σου σχέδια;

    Και εδώ που τα λέμε λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο. Του άρεσα, γι’ αυτό δεν είχα αμφιβολία, αλλά είχα αυτό το κάτι που θα του έκανε το κλικ; Αλλά ακόμα και αν του έκανα αυτό το κλικ, τι προοπτικές θα είχα μαζί του; Μου αρέσουν οι μεγαλύτεροι άνδρες αλλά είχα τη μισή του ηλικία, πόσο μακριά θα μπορούσε να πάει; Δεν ξέρω, αυτό που ξέρω είναι ότι πλέον ένιωθα έτοιμη να αφήσω οριστικά τον Κώστα πίσω μου, να πάω παρακάτω και ακόμα και αν δεν ήξερα πόσο θα με πήγαινε αυτό το παρακάτω. Πώς το είχε γράψει ένας σε μια ιστορία στο φόρουμ; Αν δεν ξεκινήσεις το ταξίδι τότε δεν θα υπάρξει καμία Ιθάκη να σε περιμένει.

    Αφού έφαγα, πήγα στο καθιστικό, έβαλα μουσική και έπιασα να συνεχίσω το βιβλίο που είχα ξεκινήσει και απορροφήθηκα τόσο πολύ στην ανάγνωσή του, που η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβω, άφησα το βιβλίο κάτω μόνο όταν βούιξε το κινητό μου, τρεις ώρες είχαν περάσει χωρίς να πάρω χαμπάρι! Το μήνυμα ήταν από τον Αρίστο.

    «Καλησπέρα, τι κάνεις; Μόλις γύρισα από τη βόλτα που είχα βγάλει τη Sadie και θα μπω να κάνω ένα ντουζάκι.»
    «Καλησπέρα  . Μια χαρά είμαι, εδώ στο σαλόνι ακούω μουσική και διαβάζω. Θέλεις μόλις τελειώσεις να μου κάνεις video κλήση;»
    «Πολύ ευχαρίστως! Τα λέμε σε λίγη ώρα!»
    «Σε περιμένω  »

    Άφησα κάτω το βιβλίο και πήγα και γέμισα ένα ποτήρι κρασί και κάθισα στον καναπέ περιμένοντάς τον. Δεν άργησε, δέκα λεπτά αργότερα με κάλεσε στο Skype

    - «Καλησπέρα» μου είπε χαμογελαστά.
    - «Καλησπέρα» του απάντησα εξίσου χαμογελαστή.
    - «Τι κάνεις; Πώς ήταν η μέρα σου;»
    - «Καλή ήταν, ήσυχη. Έχω γυρίσει από τις 17:30 και είχα κάτσει στο σαλόνι και διάβαζα.»
    - «Τι διάβαζες;»
    - «Το Shōgun, του Clavel»
    - «Εξαιρετική επιλογή!»
    - «Το έχεις διαβάσει;»
    - «Έχω διαβάσει όλο τον ασιατικό κύκλο και, αν και όλα είναι ένα κι ένα, το Shōgun το είχα λατρέψει. Το είχα δει και μικρός σε σειρά και νομίζω ότι πριν λίγο καιρό ξαναβγήκε σε σειρά!»
    - «Ναι, το ξέρω! Δεν έχω δει ούτε την παλιά σειρά, ούτε την καινούργια, μπορεί να το κάνω όταν τελειώσω το βιβλίο.»
    - «Δεν ξέρω για το remake αλλά η παλιά μίνι-σειρά ήταν πολύ καλή, αν και φυσικά το βιβλίο είναι ακόμα καλύτερο!»
    - «Ποιος ήταν ο αγαπημένος σου χαρακτήρας;»
    - «Ο Toranaga, ποιος άλλος;»
    - «Ήμουν σίγουρη ότι αυτό θα απαντήσεις!»
    - «Που έχεις φτάσει;»
    - «Είμαι κοντά στο ένα τρίτο»
    - «Τότε να τολμήσω κι εγώ να κάνω μια μαντεψιά για τον αγαπημένο σου χαρακτήρα;»
    - «Αμέ!»
    - «Από άνδρες ο Anjin και από γυναίκες η Lady Fujiko»
    - «Όχι η Lady Mariko;» τον ρώτησα εντυπωσιασμένη καθώς η Mariko θα ήταν η προφανής επιλογή.
    - «Αν σε έχω κόψει σωστά, όχι.»
    - «Well… έπεσες μέσα και στα δύο!»
    - «Και μπράβο μου!»
    - «Και μπράβο σου. Εσύ πώς πέρασες σήμερα;»
    - «Ήσυχα, είναι ακόμα και θα συνεχίσει μέχρι τα τέλη του μήνα που ξεκινάει η εξεταστική του Γενάρη και μετά τα μαθήματα»
    - «Κάτσε, εσύ δεν είπες ότι διόρθωνες πρόοδο;»
    - «Ναι, είχε τρεις προόδους και τα εργαστήρια. Η συμμετοχή στις προόδους δεν είναι υποχρεωτική, ωστόσο όποιος έχει πάει καλά και στις τρεις δεν χρειάζεται να δώσει το Γενάρη, εκτός και αν θέλει να βελτιώσει το βαθμό του.»
    - «Και αν γράψει χειρότερα;»
    - «Δεν θα τιμωρηθεί, ο τελικός βαθμός θα είναι το maximum αλλά δε φαντάζομαι τώρα δα να θέλεις να σου κάνω μαθηματικά!»
    - «Όχι, ευχαριστώ δε θα πάρω!» του απάντησα. «Αλήθεια, το Σάββατο τι ώρα να έρθω;»
    - «Ό,τι ώρα θέλεις αρκεί να είναι μετά τις 12:00, να έχω προλάβει να κατέβω να κάνω και τα ψώνια μου, τα καταστήματα δεν τα έχω ακριβώς στα πόδια μου.»
    - «Ωραία, αν δε σε πειράζει τότε θα έρθω κατά τις 12:00 και θα φέρω και καφεδάκια. Αλήθεια, τι καφέ πίνεις;»
    - «Σε ευχαριστώ αλλά δε χρειάζεται να φέρεις καφέ, έχω καφετιέρα, μπορούμε να φτιάξουμε ό,τι καφέ θέλεις και αν προτιμάς γαλλικό έχουμε και απ’ αυτόν»
    - «Αμερικάνο σκέτο πίνω αλλά δε μου πολυαρέσουν οι κάψουλες!»
    - «Δεν είναι με κάψουλες, είναι κανονική καφετιέρα που βάζεις καφέ και μπορείς να τον αλέσεις κιόλας»
    - «Εντάξει ψήθηκα!»
    - «Ψήσιμο αργότερα! Να σου πω, δεν πιστεύω να φοβάσαι τα σκυλιά, έτσι;»
    - «Όχι, τα λατρεύω. Είναι επιθετική η Sadie;»
    - «Όχι, καθόλου, ωστόσο έχει πολύ εκφοβιστική εμφάνιση αν δεν έχεις δει ποτέ σου καυκάσιο, είναι μεγάλη σα γαϊδούρι.»
    - «Μου την έδειξες στο video!»
    - «Ναι, το video και οι φωτογραφίες την αδικούν, the real thing is something entirely different»
    - «Δε μου λες, θέλεις να φέρω τίποτα;»
    - «Τον εαυτό σου!»
    - «Έλα μωρέ Αρίστο, δε θέλω να έρθω με άδεια χέρια!»
    - «Καλή διάθεση είναι το μόνο που απαιτείται, όλα τα άλλα θα τα βρούμε!»
    - «Από αυτό άλλο τίποτα, δεν βλέπω την ώρα!» του εξομολογήθηκα.
    - «Δε μου λες, έχεις όρεξη για κανένα δικτυακό παιχνίδι;»
    - «Όπως;»
    - «Σκάκι, τάβλι, uno…»

    Ο Κώστας ήταν φανατικός με το σκάκι, έτρωγε αμέτρητες ώρες να παίζει και να βλέπει κανάλια όπως του Agadmator. Είχε προσπαθήσει να μου μεταλαμπαδεύσει την αγάπη προς το σκάκι χωρίς αποτέλεσμα, το θεωρούσα και το θεωρώ βαρετό.

    - «Θα προτιμούσα όχι σκάκι» του είπα τελικά.
    - «Όχι σκάκι τότε. Ξέρεις uno?»
    - «Ναι αμέ!»
    - «Ωραία, κάτσε να πάω να στήσω ένα παιχνίδι και θα σου στείλω το link»
    - «Εντάξει!» του απάντησα χαμογελαστή. Πράγματι λίγη ώρα αργότερα μου έστειλε ένα link.
    - «Αρίστο, να κλείσω και να σε πάρω από το laptop?»
    - «Ναι, βεβαίως και εδώ που τα λέμε από το laptop είναι πιο βολικό, θα το ανοίξω κι εγώ»
    - «Στο ίδιο link?»
    - «Όχι αν βγω θα κλείσει, θα σου στείλω άλλο όταν σε καλέσω»
    - «Μόνο δώσε μου δυο λεπτά να το ανοίξω!»
    - «Ναι, πήγαινε»

    Πράγματι, δυο-τρία λεπτά αργότερα έλαβα κλήση την οποία απάντησα στο laptop. Παίξαμε δυο σετ, κέρδισε στο πρώτο και κέρδισα στο δεύτερο, αλλά πραγματικά είχε πολλή πλάκα όπως πειραζόμασταν καθώς παίζαμε και πέρασε άλλη μία ώρα χωρίς να το καταλάβουμε, ούτε εγώ, ούτε εκείνος.

    - «Πω-πω, 22:30 πήγε!» είπε κάποια στιγμή «και όχι τίποτε άλλο, όλη μέρα σήμερα ήμουν μπροστά από μια οθόνη»
    - «Μια από τα ίδια» απάντησα αναστενάζοντας, μάλλον είχε κουραστεί και ήθελε να κλείσουμε.
    - «Ρε συ τώρα μου ήρθε, εσύ δουλεύεις και Σάββατο!»
    - «Όχι αυτό το Σάββατο, δούλευα το προηγούμενο» του υπενθύμισα.
    - «Αύριο είσαι πάλι πρωινή;»
    - «Δεν χρειάζεται να πάω για ύπνο από τώρα, αν αυτό με ρωτάς» του είπα σκανδαλιάρικα και τον έκανα να χαμογελάσει.
    - «Εγώ όμως χρειάζεται να ξεκουράσω τα γέρικα ματάκια μου»
    - «Δεν είσαι γέρος!»
    - «Καλά, μη με δείρεις κιόλας!» μου απάντησε πειρακτικά.
    - «Θα το έχω υπόψη αλλά μην επαναληφθεί» του είπα και προσπάθησα να τον κοιτάξω και καλά αυστηρά. «Μεσήλικας, ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω!» συμπλήρωσα κερδίζοντας ακόμα ένα πλατύ χαμόγελο.
    - «Τσουτσούριασα, τώρα!» μου απάντησε εξίσου πειρακτικά και έβαλα τα γέλια, την ίδια έκφραση χρησιμοποιεί και ο Μιχάλης όταν και καλά τον απειλώ. Ο Αρίστος με κοίταξε ερωτηματικά και όσο και αν δεν ήθελα να του αναφέρω το Μιχάλη, δεν ήθελα να πω και ψέματα.
    - «Να μωρέ… το ίδιο μου λέει μερικές φορές και ο Μιχάλης» είπα μουτζώνοντας τον εαυτό μου, μωρέ δίκιο είχε, σαν ερωτευμένη έκανα.
    - «Είπα κι εγώ!» απάντησε χωρίς να δείχνει να τον πειράζει.

    Οκ, αυτό τώρα είναι καλό ή κακό;

    - «Αύριο θα πας γραφείο;» τον ρώτησα προσπαθώντας να αλλάξω κουβέντα.
    - «Όχι, αύριο έχει home office και το απογευματάκι με έχει καλέσει μια φίλη για καφέ. Εσένα τι έχει το αυριανό πρόγραμμα; Πέραν της δουλειάς εννοώ»
    - «Δεν έχω κανονίσει κάτι»
    - «Αν θες τη γνώμη μου να κανονίσεις, τέλος της εβδομάδας είναι μωρέ, βγες λίγο έξω τώρα που είσαι νέα!»
    - «Χαχαχα, εντάξει, θα προσπαθήσω να το κανονίσω!»
    - «Και πολύ καλά θα κάνεις. Λοιπόν, χάρηκα πολύ που μιλήσαμε αλλά ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα, που λέμε και οι παλιοί. Σ’ ευχαριστώ για την παρέα!»
    - «Κι εγώ σ’ ευχαριστώ» του απάντησα χαρίζοντάς του το πιο λαμπερό μου χαμόγελο. «Καληνύχτα Αρίστο!»
    - «Καληνύχτα Μαριλίζα, όνειρα… χμμμ.. γλυκά; Αλμυρά; Όπως τα προτιμάς! See you later alligator!»
    - «After a while crocodile» του απάντησα κερδίζοντας ένα πλατύ χαμόγελο και ένα παιχνιδιάρικο κλείσιμο του ματιού πριν τερματίσει την κλήση.

    Κοίταξα το ρολόι μου, να πάρω το Μιχάλη ή να μην τον πάρω; Ο Αρίστος με είχε διαβάσει καλά, στην πραγματικότητα ήμουν λίγο ερωτευμένη με το Μιχάλη και μου είχε κάνει εντύπωση που δεν ένιωθα μαζί του ούτε ζήλια, ούτε κτητικότητα. Ίσως ήταν επειδή είχαμε ξεκινήσει στο φιλικό πριν διαπιστώσω ότι έχω σεξουαλική χημεία μαζί του; Ίσως επειδή ο happy-go-lucky τρόπος δεν μου ταίριαζε για ερωτική σχέση; Είχα αναρωτηθεί κάμποσες φορές και δεν είχα βρει ικανοποιητική απάντηση. «Δε γαμιέται…» είπα μέσα μου, «ας τον πάρω, το πολύ-πολύ να μη μου απαντήσει αν είναι με καμιά μικρούλα»

    - «Βρε βρε βρε… και έλεγα που έχει χαθεί αυτή η μαγδάλω, σαν τα χιόνια στα Ιμαλάια!»
    - «Αυτή η μαγδάλω; Έχεις και άλλες μαγδάλες βρε αχρείε;»
    - «Όχι, Μαριλίζα, μοναδική μου μαγδάλω!»
    - «Χμμμ… πολύ σε “Φιόνα, μοναδική μου αγάπη” φέρνει αυτό!»
    - «Άπαπα, να πέσει φωτιά να με κάψει!»
    - «Σε βλέπω στα κάρβουνα μεσιέ!»
    - «Κι εγώ αλλά όχι σ’ αυτή τη ζωή»
    - «Δε μου λες, τι κάνεις αύριο; Έρχεται η Αντιγόνη εδώ; Θα πας εσύ εκεί;»
    - «Sadly no, έχει να πάει σε κάποιο γάμο και μετά έχει τραπέζι»
    - «Σου έφεξε, αύριο το βράδι είμαι ελεύθερη!»
    - «Αύριο το βράδυ έλεγα να βγω με την Μάνια»
    - «Να μην έλεγες!»
    - «Σκέτη καταπίεση είσαι!»
    - «Καλά σου κάνω!»
    - «Κάτσε μωρή, εσύ δεν έχεις να πας στον καλό σου το Σάββατο;»
    - «Αφενός δεν είναι ακόμα καλός μου και αφετέρου τι σχέση έχει το ένα με το άλλο; Για αύριο σου είπα, όχι για το Σάββατο!»
    - «Και η Μάνια;»
    - «Θα μείνει με τις καλύτερες αναμνήσεις της τελευταίας φοράς που βρεθήκατε!»
    - «Τέτοια είσαι. Και τι λες να κάνουμε;»
    - «Για κρασοκατάνυξη μετά εκλεκτών μεζέδων έλεγα και μετά… αν είσαι καλό παιδάκι, ποιος ξέρει!» του είπα αινιγματικά.
    - «Σκελετό θα με καταντήσετε, λυσσάρες!»
    - «Καλά θα σου κάνουμε και δε θα πάθεις τίποτα να χάσεις και κανένα κιλό!»
    - «Με λες χοντρό μωρή μαγδάλω;»
    - «Όχι γοριλλάκι μου, δεν είσαι χοντρός… εύσωμος είσαι!»
    - «Θα σου μαυρίσω τον κώλο!»
    - «Αν είσαι καλό παιδί!» του είπα χαχανίζοντας.
    - «Μωρή είσαι ύποπτα εύθυμη, μπας και μπουμπούνισες κανένα μπάφο;»
    - «Όχι αλλά αν έχεις αύριο, θα με υποχρεώσεις. Με τον Αρίστο μίλαγα. Θα στα πω και αύριο από κοντά αλλά Μιχάλη, νομίζω ότι πλέον είμαι έτοιμη να κάνω το επόμενο βήμα!»
    - «Επιτέλους, και πολύ χρόνο έφαγες κολλημένη με το μαλάκα! Χαχαχα, δε μου λες, ο Αρίστος το ξέρει;»
    - «Δεν ξέρω αν θα είναι με τον Αρίστο και με ξέρεις, δεν κάνω λογαριασμούς χωρίς τον ξενοδόχο. Απλά νιώθω έτοιμη!»
    - «Κι εμένα μωρή μαγδάλω που θα με παρατήσεις;»
    - «Γι’ αυτό κοίτα να φτιάχνεις αναμνήσεις όσο προλαβαίνεις, που θες να τρέχεις με Μάνιες!»
    - «Οι Μάνιες δε με παρατάνε!»
    - «Ούτε εγώ θα σε παρατήσω, γοριλλάκι μου! Απλά δε θα σου κάθομαι!»
    - «Εσύ θα χάσεις!»
    - «Λοιπόν, τι ώρα να πούμε αύριο και πού;»
    - «Θες να περάσω να σε πάρω από το σπίτι σου να κατέβουμε προς Ψυρρή;»
    - «Θα περάσω εγώ άμα είναι, με το δικό μου θα βρούμε πιο εύκολα να παρκάρουμε». Ο Μιχάλης έμενε Νέο Ηράκλειο, οπότε τυπικά θα βόλευε να έρθει εκείνος να με πάρει αλλά από την άλλη είχε και SUV, πιο εύκολα θα βρίσκαμε να παρκάρουμε με το δικό μου και άλλωστε… αν είχε συνέχεια η βραδιά, θα προτιμούσα στο σπίτι του και θα ήθελα να μπορώ να φύγω χωρίς να χρειάζεται να με τρέχει ο ίδιος.
    - «Εντάξει, κατά τι ώρα λες;»
    - «Γύρω στις 20:00, ε δε θα φάμε καμιά ώρα μέχρι να κατέβουμε;»
    - «Για πες τώρα, τι κάνατε σήμερα;»
    - «Θα στα πω αύριο!»
    - «Και τώρα τι, έτσι θα μ’ αφήσεις;»
    - «Απαπα, αφήνω εγώ έτσι το γοριλλάκι μου;» του είπα και συνεχίσαμε την πάρλα περί ανέμων και υδάτων για κανένα μισάωρο ακόμα. Όταν κλείσαμε, λίγο μετά τις 23:00, πήγα και πήρα από το σαλόνι το βιβλίο και συνέχισα το διάβασμα για λίγη ώρα μέχρι που τα μάτια μου άρχισαν να κλείνουν οπότε το άφησα στην άκρη και ξεράθηκα.

    Η Παρασκευή κύλησε και αυτή ήρεμα στη δουλειά και όταν γύρισα και αφού τσίμπησα κάτι ελαφρύ, έπεσα για ύπνο καμιά ωρίτσα. Μετά έκανα ένα ζεστό μπανάκι με την ησυχία μου και γύρω στις 19:40 ήμουν έτοιμη. Ντύθηκα απλά με τζιν και πουλόβερ και τα σνίκερς μου και λίγη ώρα αργότερα ξεκίνησα να πάω να πάρω το Μιχάλη από το σπίτι του, όπου έφτασα λίγο μετά τις 20:00 και τον πήρα τηλέφωνο για να κατέβει. Είχε πλάκα όπως στριμωχνόταν ο φουκαράς για να μπει στο αυτοκίνητο.

    - «Όχι, να δεις τι θυσίες κάνω για σένα μωρή μαγδάλω που με βάζεις ολόκληρο μαντράχαλο να στριμώχνομαι στο παιδικό κάθισμα!»
    - «Καλησπέρα και σε σένα» του είπα χαμογελαστή και του έδωσα ένα πεταχτό φιλί στο στόμα. «Πού λες να πάμε;»
    - «Δεν είπαμε στου Ψυρρή;»
    - «Ναι, έχεις κάποιο μεζεδοπωλείο υπόψη;»
    - «Όχι, πάμε και όπου βρούμε!»
    - «Λέω να πάμε από Κηφισίας» του είπα και ξεκίνησα.

    Είχε αρκετή κίνηση στο δρόμο και μας πήρε κοντά στα 40 λεπτά να φτάσουμε στου Ψυρρή αλλά ευτυχώς εκεί η τύχη μας βοήθησε και βρήκα να παρκάρω σχεδόν αμέσως. Αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε την τύχη μας στην Ψύρρα για ρακόμελο και κρητικούς μεζέδες και ήταν πραγματικά υπέροχα, μόνο που κατάφερα στο τέλος να γίνω κουδούνι. Ο Μιχάλης, κρητικός στην καταγωγή, είχε περισσότερες αντοχές και έτσι στην επιστροφή οδήγησε εκείνος.

    - «Αναγκαστικά και μη θα έρθεις πάνω» μου δήλωσε.
    - «Δεν πάω σπίτι μου απόψε!»
    - «Μωρή έχεις να πας στον καλό σου αύριο, έτσι θα πας;»
    - «Γιατί τι έχω;»
    - «Ξα σου, εγώ αύριο έχω δουλειές να κάνω, στις 09:00 θα έχει στρατιωτικό ξύπνημα!»
    - «Στις 06:00 δεν ξυπνάνε στο στρατό;»
    - «Δεν εννοώ την ώρα, εννοώ ότι θα σε πετάξω από το κρεββάτι αν μου κάνεις μα-μου!»
    - «Αν σου κάνω μμμ μμμ;» του είπα προσπαθώντας να μιμηθώ τα βογγητά μου στο σεξ.
    - «Αυτό θα το κάνεις απόψε!» μου είπε.
    - «Όλο υποσχέσεις είσαι!»
    - «Εγώ μωρή τον λόγο μου τον κρατάω!»

    Ανεβήκαμε στο διαμέρισμά του και με το που μπήκαμε μας υποδέχτηκε ο Ρίτσι, ο υπέροχος κατάμαυρος γατούλης του.

    - «Αγόρι μου εσύ!» του είπα και έκανε ένα άλμα και σκαρφάλωσε πάνω μου.
    - «Βρε προδόταρε!» τον κατηγόρησε ο Μιχάλης και ο Ρίτσι του έκανε μια χαρούμενη τρίλια. «Είσαι εσύ ένας!»

    Καθίσαμε στο καθιστικό του και άνοιξε το ραδιόφωνο, ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα και ο Galaxy, τον οποίο είχε επιλέξει, έπαιζε απαλή μουσική. Όπως με κρατούσε στην αρκουδοαγκαλιά του έγειρε και με φίλησε και ανταπέδωσα με ενθουσιασμό, το ένα χέρι του με κρατούσε αγκαλιά και το άλλο άρχισε να ταξιδεύει στο κορμί μου, μέχρι που στάθηκε στο στήθος μου, του Μιχάλη του άρεσε πολύ. Μου ξέφυγε ένα μικρό βογγητό ικανοποίησης όπως άρχισε να μου μαλάζει το δεξί στήθος και δε με άφησε πολύ ώρα με τα πάνω μου, μου έβγαλε πουλόβερ και σουτιέν με συνοπτικές διαδικασίες και άρχισε να χαϊδεύει πότε το ένα και πότε το άλλο μου στήθος χωρίς να διακόψει ούτε για μια στιγμή το φιλί.

    Του ξεκούμπωσα με λίγη δυσκολία το παντελόνι και πέρασα το χέρι μου από μέσα και χάιδεψα το θηρίο που είχε ορθωθεί. Χωρίς πολλά-πολλά τον βοήθησα να κατεβάσει το παντελόνι του, έβγαλα το δικό μου, και γονάτισα μπροστά του και τον πήρα στο στόμα μου. Ήθελα να κάνουμε σεξ αλλά από τα βογγητά του και από τον τρόπο που με κρατούσε κατάλαβα ότι απολάμβανε πολύ την πίπα που του έκανα και well, doh! people pleaser! οπότε συνέχισα να τον παίρνω όσο μπορούσα στο στόμα μου ενώ ταυτόχρονα το χέρι μου είχε αγκαλιάσει τη βάση του θηρίου και τον έπαιζα.

    Τελικά έλαβα την ανταμοιβή των κόπων μου πάνω που νόμιζα ότι θα πάθω κράμπα στο σαγόνι, μου έσφιξε τα μαλλιά και με κράτησε ακίνητη ενώ το όργανό του παλλόταν μέσα στο στόμα μου πλημμυρίζοντάς το, και για τρίτη φορά με το Μιχάλη κατάπια χωρίς να το πολυσκεφτώ. Δε μου αρέσει να καταπίνω, εδώ καλά-καλά δε μου αρέσει να τελειώνουν στο στόμα μου, και ακόμα και με τον Κώστα, που ήταν ο πρώτος τον οποίο άφησα να τελειώσει στο στόμα μου, πολύ σπάνια κατάπινα.

    - «Τρίτη φορά σε μια βδομάδα, θα λιποθυμήσω!» με πείραξε όταν σηκώθηκα.
    - «Τι να σε κάνω που σ’ αγαπάω;» του είπα χωρίς να το πολυσκεφτώ.
    - «Πριν τρεις εβδομάδες που τα έφτυσες μωρή, δε μ’ αγαπούσες;» με πείραξε βγάζοντάς με από την δύσκολη θέση.
    - «Ε, την τελευταία εβδομάδα σ’ αγαπάω περισσότερο!» του είπα και συμπλήρωσα πειρακτικά «είναι που είπες ότι είμαι η μοναδική σου μαγδάλω!»
    - «Είσαι, είσαι. Για πάμε τώρα στα ενδότερα να στο ανταποδώσω!»
    - «Δε χρειάζεται Μιχαλιώ μου, πάμε να κάνουμε νανάκια.»
    - «Τι, έτσι θα σε αφήσω;»
    - «Όχι, θα με πάρεις αγκαλίτσα. Α, Μιχάλη, βάλε σε παρακαλώ το ξυπνητήρι στις 08:00, στις 12:00 του έχω πει ότι θα είμαι εκεί και είναι στου διαόλου το κέρατο»
    - «Πού μένει;»
    - «Στην Ιπποκράτειο πολιτεία»
    - «Εντάξει» είπε μετά από λίγη ώρα. «Το έβαλα!»
    - «Αγκαλίτσα!» του είπα και άνοιξε τις χερούκλες του και χώθηκα μέσα της.
    - «Καληνύχτα γοριλλάκι μου!»
    - «Καληνύχτα μαγδάλω μου!»

    Είναι περίεργο, παρόλο που ήμουν με το Μιχάλη και παρά το γεγονός ότι το ευχαριστήθηκα πολύ που το ευχαριστήθηκε, ο νους μου πήγε και πάλι στον Αρίστο και αναρωτήθηκα πως θα ήταν να κάνω σ’ εκείνον όσα έκανα με το Μιχάλη. Η αλήθεια είναι ότι μου άρεσε πολύ η παρέα του Μιχάλη και σε αντίθεση με αυτά που του είπα για να κρατήσει αναμνήσεις, δε θα ήθελα να σταματήσω να βρίσκομαι μαζί του, ερωτικά εννοώ, για φιλικά το θεωρούσα αυτονόητο. Με τον Κώστα θα ήταν αδύνατο να συμβεί κάτι τέτοιο, άραγε ο Αρίστος πώς θα το αντιμετώπιζε; Και για να έχουμε καλό ρώτημα, πως θα αντιμετώπιζα εγώ αν ήθελε κι άλλες στην υποθετική περίπτωση που κατέληγα να κάνω σχέση μαζί του;

    Δεν είχα ξανανιώσει τέτοιο γλυκό μπέρδεμα στη ζωή μου. Από τη μία ήμουν σε κάποιο βαθμό ερωτευμένη με το Μιχάλη, όχι στο βαθμό που ήμουν με τον Κώστα, αλλά ερωτευμένη nonetheless και από την άλλη ο Αρίστος με είχε καταγοητεύσει και ήμουν σίγουρη ότι αν συνεχίζαμε θα τον ερωτευόμουν με τα μπούνια. Ήμουν αρκετά ζαλισμένη για να συνεχίσω αυτού του είδους τις σκέψεις και ο ύπνος με βρήκε γυμνή στην αγκαλιά του Μιχάλη. Σε αντίθεση με τη χθεσινοβραδινή του απειλή, με ξύπνησε γύρω στις 08:00 έχοντας έτοιμο και καφεδάκι που είχε παραγγείλει, το γοριλλάκι μου!

    - «Αχ είσαι γλύκας!» του είπα.
    - «Είμαι! Για σήκω τώρα μαδάμ, να πιείς το καφεδάκι σου και να πας να ετοιμαστείς και για τον καλό σου!»
    - «Βιάζεσαι να με ξεφορτωθείς γοριλλάκι; Πάλι καμιά μικρούλα έχεις κανονίσει να φέρεις στο άντρο των οργίων;»
    - «Έχω να πάω να πάρω τη μάνα μου από το αεροδρόμιο, έρχεται στις 14:00 από το Ηράκλειο και πρέπει να συμμαζέψω το playroom»
    - «Αμάν, είναι και αυτό! Καλά το σταυρό και το pillory και τους κρίκους τι θα τα κάνεις;»
    - «Θα τα ξεμοντάρω και θα τα κατεβάσω στην αποθήκη, μαζί με τα υπόλοιπα σύνεργα!»
    - «Ωραία, κάτσε να πιούμε το καφεδάκι μας να σε βοηθήσω!»
    - «Δε χρειάζεται Μαριλίζα μου, πραγματικά. Πιες το καφεδάκι με την ησυχία σου για να πας μετά σπίτι σου και να ετοιμαστείς!»
    - «Σίγουρα Μιχαλιώ μου;»
    - «It’s not my first rodeo!»
    - «Πόσο θα κάτσει εδώ η μανούλα σου;»
    - «Μια εβδομάδα, θα φύγει Παρασκευή βράδυ»
    - «Άντε, με το καλό να τη δεχτείς!»
    - «Να σου πω, όταν θα είσαι με τον Αρίστο, είμαι ένα τηλέφωνο μακριά, να το θυμάσαι!»
    - «Σ’ ευχαριστώ γοριλλάκι μου αλλά πραγματικά δε νομίζω ότι θα χρειαστεί!»
    - «Κι εγώ ελπίζω να μη χρειαστεί αλλά better safe than sorry!»
    - «Θα σου στείλω και το pin στο maps, μη μου ανησυχείς. Θα σε πάρω τηλέφωνο όταν γυρίσω σπίτι, ναι;»
    - «Εντάξει!»

    Γύρω στις 09:00 και αφού ήπιαμε τα καφεδάκια μας φλυαρώντας κατέβηκα στο αυτοκίνητο και κίνησα για το σπίτι, το οποίο ήταν σχεδόν μια ευθεία… σχεδόν! Δεν είχε κίνηση και δέκα λεπτά αργότερα ήμουν σπίτι μου. Αν και έχω ηλιακό ήταν ακόμα πρωί και χειμώνας οπότε καλού-κακού άνοιξα το θερμοσίφωνα. Όσο περίμενα έστειλα μήνυμα στον Αρίστο.

    «Καλημέρα  , σε λίγο θα ξεκινήσω να ετοιμάζομαι. Θα μου στείλεις το στίγμα του σπιτιού σου;»
    «Καλημέρα και σε σένα!» μου είπε και στο επόμενο μήνυμα είχε το pin από τα google maps.
    «Πώς τα πέρασες χθες;»
    «Όμορφα ήταν! Εσύ βγήκες που σου είχα πει ή κάθισες μέσα;»
    «Βγήκα και τα έτσουξα και λίγο!»
    «Και πολύ καλά έκανες. Λοιπόν, θα σε αφήσω, πάω να κατέβω να κάνω τα ψώνια μου, σε περιμένω γύρω στις 12:00»
    «Θα είμαι εκεί!  » του απάντησα και άνοιξα το google για να δω που ήταν.

    Μου άρεσε που είπε ότι ήταν κοντά στη λίμνη… απέναντι ήταν, ένας δρόμος τον χώριζε. Είχα που είχα εξαιρετική διάθεση λόγω της χθεσινής βραδιάς και στην προσμονή της σημερινής μέρας που θα περνούσα με τον Αρίστο, ήρθε και η τοποθεσία του σπιτιού του και μ’ έκανε να πετάξω στα σύννεφα. Δεν ξέρω τι λένε αλλά πραγματικά μερικές φορές η ζωή είναι ωραία! Πολύ ωραία!

    Σήμερα το καυτό μπάνιο το ακολούθησε πλήρη περιποίηση σώματος και αν και αυτό που είχα πει στο Μιχάλη, δηλαδή πως δε θα πήγαινα εκεί για να πηδηχτώ, ήταν αλήθεια, ήθελα να είμαι όσο πιο φρέσκια και περιποιημένη γίνεται. Ευτυχώς έχω πολύ αραιή τριχοφυΐα οπότε μασχάλες και πόδια δε με ταλαιπωρούν. Κάτω προτιμούσα να έχω περιποιημένη ήβη, δε μου άρεσε να είμαι τελείως ξυρισμένη, το έκανα όσο ήμουν με τον Κώστα γιατί του άρεσε, αλλά όταν με χώρισε επανήλθα στις εργοστασιακές ρυθμίσεις. Γύρω στις 11:00 ήμουν έτοιμη να ντυθώ. Κατόπιν σκέψεως αποφάσισα να βάλω ένα ζευγάρι σέξι εσώρουχα, δεν είναι και πολύ βολικά τα ρημάδια, αλλά δε βαριέσαι; Σε αντίθεση με τη χθεσινή έξοδο και αυτή της Τετάρτης, αποφάσισα να μη φορέσω παντελόνι και μπλούζα ή πουλόβερ, αλλά ένα απλό καθημερινό κλος φόρεμα που τόνιζε τις καμπύλες μου χωρίς ωστόσο να είναι κάτι τραβηγμένο, το οποίο το συνόδευσα με τα άσπρα μου σνίκερς.

    Το πρωί είχε λίγη κίνηση στους δρόμους οπότε το google με προέτρεψε να πάω από Αττική οδό, η διαδρομή ήταν περίπου μισή ώρα. Μιας και είχα ένα εξαιρετικό ζαχαροπλαστείο απέναντι από το σπίτι, δε χρειαζόταν να πάω μακριά για να πάρω γλυκά οπότε γύρω στις 11:30, αφού πήρα τα γλυκά, μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα. Πράγματι, μισή ώρα αργότερα ήμουν έξω από το σπίτι του, το οποίο ήταν μέσα σε ένα μεγάλο οικόπεδο. Σταμάτησα στην άκρη και τον κάλεσα στο Skype

    - «Καλημέρα, έφτασα, είμαι απ’ έξω»
    - «Κάτσε να σου ανοίξω την πόρτα, βάλε το αυτοκίνητό σου μέσα!» μου είπε και πράγματι, η γκαραζόπορτα άρχισε να μετακινείται στο πλάι. Μπήκα μέσα και προχώρησα κάμποσα μέτρα. Ήταν πολύ όμορφα, τεράστιος περιποιημένος κήπος με πολλά δέντρα, μεγάλη πισίνα και το σπίτι του αν και δεν ήταν πολύ μεγάλο, ήταν όμορφο, δίπατο με κεραμοσκεπή και βαμμένο σε υπέροχες ανοιχτές αποχρώσεις του γκρι. Ο Αρίστος ήταν έξω και με περίμενε χαμογελαστός.

    - «Καλώς τη» μου είπε και με πλησίασε και με πήρε αγκαλιά.
    - «Καλώς σε βρήκα» του απάντησα χαμογελαστή αφού φιληθήκαμε σταυρωτά. «Ελπίζω να σου αρέσουν τα ταρτάκια!» συμπλήρωσα.
    - «Μέσα στο μυαλό μου είσαι, τα λατρεύω!»
    - «Αχ, αυτή είναι η μπέμπα σου;» τον ρώτησα ρητορικά, ήταν προφανές ποιο ήταν αυτό το υπέροχο μαύρο αυτοκίνητο.
    - «Ναι, αυτή είναι» μου απάντησε με παιδιάστικο ενθουσιασμό. «Αν σου δείξω πως ήταν όταν την αγόρασα, δεν θα την αναγνωρίσεις. Δεν τον καταλάβαινα αυτό τον άνθρωπο, είχε ένα από τα πιο εικονικά μοντέλα της δεκαετίας και το είχε παρατήσει να το τρώει η σκουριά, δεν υπερβάλω ότι την έβλεπα και μάτωνε η καρδιά μου!»
    - «Είναι κουκλί» παραδέχτηκα.
    - «Και που να τη δεις στο δρόμο, δεν την αποκατέστησα απλά, την πείραξα κιόλας, από τη μαμά της έβγαζε 288 άλογα και τώρα βγάζει 337»
    - «Δεν καίει πολύ βενζίνη;»
    - «Δε βαριέσαι βρε Μαριλίζα, σάμπως μαζί μου θα τα πάρω;»
    - «Θα ήθελα να με πας μια βόλτα με τη μπέμπα σου» του εξομολογήθηκα με ονειροπόλο βλέμμα.
    - «Ό,τι θέλει το κορίτσι. Αν θέλεις το απόγευμα, αφού φάμε, πεταγόμαστε για καφέ στην Χαλκίδα… εννοώ αν δεν έχεις κανονίσει κάτι το απόγευμα!»
    - «Υπέροχη ιδέα, όχι δεν έχω κανονίσει τίποτα για το απόγευμα, ούτε και το βράδυ» του είπα χωρίς να το πολυσκεφτώ.
    - «Ούτε εγώ, όλη η μέρα είναι δική μας!»
    - «Η Sadie που είναι;»
    - «Μέσα είναι, κάνει κούρα ομορφιάς»
    - «Τι πράγμα;»
    - «Έχει έρθει μια κοπελίτσα που κάνει μπάνιο τη Sadie, τη χτενίζει και της κόβει τα νύχια όποτε χρειάζεται. Παλιότερα την πήγαινα εγώ στο σπίτι της αλλά πλέον η Sadie δε χωράει στη μπανιέρα που έχει η κοπελίτσα, οπότε…»
    - «Χαχαχα, κατάλαβα»
    - «Έλα, μη στεκόμαστε εδώ, πάμε μέσα!» μου είπε και ξεκίνησε και τον ακολούθησα. Με το που μπήκαμε μέσα ήρθαν να μας υποδεχτούν τα γατιά του.
    - «Ναι και οι αδερφοί Κατσάμπα. Το πορτοκαλί τέρας είναι ο Τσάρλι και το γκριζόξανθο τέρας είναι η Σάνι» μου είπε δείχνοντάς τα. Ήταν κουκλιά και τα δύο και ο Τσάρλι ήταν αρκετά μεγάλος για γάτα, σίγουρα πολύ μεγαλύτερος από τον Ρίτσι του Μιχάλη. Η Σάνι ήταν πιο μικροκαμωμένη. Αμφότερα πρέπει να ήταν συνηθισμένα σε ανθρώπους γιατί δεν έδειξαν φόβο και αφού τρίφτηκαν στον Αρίστο ήρθαν και τρίφτηκαν και στα δικά μου πόδια, αφού με μύρισαν βεβαίως-βεβαίως.
    - «Τελειώσαμε κι εμείς! Α, καλημέρα!» άκουσα μια νεανική φωνή και γύρισα και αντίκρυσα μια πολύ γλυκιά νεαρή κοπελίτσα, όχι πάνω από 20, συνοδευόμενη από το μεγαλύτερο σκυλί που έχω δει στη ζωή μου. Ήταν σα γαϊδούρι, ο Αρίστος δεν υπέρβαλε καθόλου, το βίντεο και η φωτογραφίες την αδικούσαν.
    - «Ο χριστός και η παναγία» κατάφερα να ψελλίσω ενώ η Sadie ήρθε προς τα μένα κουνιστή και λυγιστή κουνώντας την ουρά της.
    - «Δώσε το χέρι σου να στο μυρίσει» μου είπε ο Αρίστος και μια κουβέντα ήταν αυτή, θα μπορούσε να με κάνει κυριολεκτικά μια χαψιά, το κεφάλι της έφτανε σχεδόν στο στήθος μου. Άπλωσα διστακτικά το χέρι μου και η Sadie αφού το μύρισε του τράβηξε ένα γλείψιμο εντείνοντας το κούνημα της ουράς της και μη βλέποντας να κάνω κίνηση να τη χαϊδέψω μου γαύγισε παιχνιδιάρικα.
    - «Τι αρκούδι είσαι εσύ!» ήταν το μόνο που μπόρεσα να πω χαϊδεύοντας της το κεφάλι και η Sadie μου έσπρωξε το χέρι προς τα πάνω δείχνοντας ότι ήθελε κι άλλο χάδι.
    - «Κύριε Σαμιωτάκη εμείς τελειώσαμε για σήμερα, της έκοψα και τα νύχια!»
    - «Σ’ ευχαριστώ Λενιώ μου. Θέλεις να κάτσεις για καφεδάκι;»
    - «Δυστυχώς δεν μπορώ, έχω και άλλο ραντεβού!»
    - «Εντάξει, έλα να σε πάω έξω» της είπε και με άφησε μόνη μου με τα τρία θηρία.
    - «Sadie μου δε θα με φας, έτσι;»
    - «Γουφ» μου απάντησε παιχνιδιάρικα και με έσπρωξε δείχνοντάς μου ότι ήθελε και άλλα χάδια. Και όταν λέμε με έσπρωξε, με έσπρωξε, έκανα δυο βήματα πίσω! Συνέχισα να τη χαϊδεύω για λίγη ώρα μέχρι που επέστρεψε και ο Αρίστος.
    - «Sadie, άσε τώρα την Μαριλίζα ήσυχη. Αμερικάνο είπες ότι θέλεις;»
    - «Ναι, σκέτο αλλά κάτσε να έρθω να σου κάνω παρέα!»
    - «Αμέ!» μου είπε και κίνησε προς την κουζίνα. Το σπίτι του ήταν μεζονέτα, που κατά τα φαινόμενα κάτω ήταν κουζίνα, καθιστικό και γραφείο ενώ το ή τα υπνοδωμάτια μάλλον ήταν πάνω. Η κουζίνα του ήταν μεγάλη με μια νησίδα στο κέντρο της. Η καφετιέρα που είχε ήταν επαγγελματική, το όλο σκηνικό έδειχνε ότι ο Αρίστος το φυσούσε το χρήμα. Ξεκίνησε να φτιάχνει τους καφέδες φλυαρώντας.
    - «Αύριο θα έρθει εδώ ο Κώστας που έχει το Μπαρτ, ο οποίος είτε το πιστεύεις είτε όχι είναι ακόμα μεγαλύτερος από τη Sadie. Μαζί του θα έρθει και η συμπεθέρα και ένας φίλος της, που θα φέρει και εκείνος το σκύλο του, για τον οποίο ψάχνει νύφη.»
    - «Ποια συμπεθέρα;» τον ρώτησα χωρίς να καταλαβαίνω.
    - «Χαχαχα, δίκιο έχεις. Η συμπεθέρα είναι η ιδιοκτήτρια της Τρίσια με την οποία ζευγάρωσε τον Μπαρτ. Τον φίλο της δεν τον ξέρω, ξέρω μόνο ότι ο σκύλος που έχουν είναι από την πρώτη γέννα της Τρίσια και αν και ο μπαμπάς του είναι ελληνικός ποιμενικός, αυτός έχει πάρει το μέγεθος της μαμάς του, για την ακρίβεια, σύμφωνα με όσα μου έχει πει, έχει μέγεθος πάνω κάτω ίδιο με του Μπαρτ και θέλει να τον ζευγαρώσει αλλά δεν είναι εύκολο να βρεις σκύλο τέτοιου μεγέθους, οπότε θέλουν να μας κάνουν προξενιό!»
    - «Θέλεις να ζευγαρώσεις την Sadie;»
    - «Ναι, μωρέ, δε θέλω να τη στειρώσω πριν γίνει έστω και μια φορά μανούλα. Είναι κοντά δύο χρονών»
    - «Και τι θα τα κάνεις τα κουτάβια;»
    - «Τέσσερα μάνι-μάνι θα πάρει ο φίλος της συμπεθέρας του Κώστα. Δύο θα δώσω στις αδερφές μου και αν μείνει κάποιο θα το κρατήσω εγώ»
    - «Έχεις αδερφές;»
    - «Ναι, δύο αδερφές στην Κρήτη, από κει κατάγομαι κι εγώ!»
    - «Από που;»
    - «Ηράκλειο»

    Κοίτα να δεις που στο τέλος θα βγουν συγγενείς με το Μιχάλη!!!!

    - «Οπότε αύριο έχει τα προξενιά;» τον ρώτησα πειρακτικά.
    - «Χαχαχα, ναι, ναι!»
    - «Δε φοβάσαι μην πλακωθεί ο Μπαρτ με τον σκύλο που θα φέρει ο άλλος;»
    - «Δεν θα τον φέρει το Μπαρτ βρε, απλά επειδή εγώ δεν γνωρίζω ούτε τη συμπεθέρα, ούτε πολύ περισσότερο τον φίλο της, θα έρθει και ο Κώστας. Βασικά καφεδάκι, μπάρμπεκιου, τα γνωστά. Δε μου λες, θέλεις να έρθεις κι εσύ;» με ρώτησε κάνοντας με να χοροπηδήσω από μέσα μου!
    - «Πάει η δίαιτα» του είπα αποδεχόμενη -για τρελούς ψάχνετε;- την πρόσκληση
    - «Δεν έχεις ανάγκη, μια χαρά είσαι! Α, έτοιμος και ο καφές σου!» είπε και μου τον έδωσε. «Σκέτο θα τον πιείς;»
    - «Ναι, δε βάζω ούτε γάλα ούτε ζάχαρη»
    - «Κάτσε να φτιάξω αφρόγαλα για τον δικό μου και πάμε να κάτσουμε μέσα!»
    - «Με την ησυχία σου» του είπα τραβώντας δοκιμαστικά μια γουλιά. Ναι, ήταν σαν καλής καφετέριας, καμία σχέση με κάψουλες. «Αααχ» έκανα απολαυστικά, «υπέροχος είναι!»
    - «Αμέ, τι νόμιζες;» με ρώτησε χαμογελαστός. Λίγη ώρα αργότερα ήταν έτοιμος και ο δικός του καφές οπότε επιστρέψαμε στο καθιστικό, και τότε πρόσεξα το πιάνο.
    - «Παίζεις πιάνο;»
    - «Ναι, το κάνω κι αυτό. Εσύ, ασχολείσαι καθόλου με μουσική;»
    - «Αμέ! Μιλάτε με φλαουτίστρια κύριέ μου!»
    - «Α, θαυμάσια! Θα ήθελα να σε ακούσω να παίζεις!»
    - «Έχω καιρό να ασχοληθώ… το πήρε η μπάλα με ό,τι έγινε με τον Κώστα, οπότε έχω σκουριάσει λίγο»
    - «Κακώς και εδώ που τα λέμε θα περίμενε κανείς να αναζητήσεις μια διέξοδο παίζοντας μουσική, εγώ τουλάχιστον στα μεγάλα ζόρια δεν ξεκολλάω από το πιάνο!»
    - «Και ο Κώστας φλαουτίστας ήταν, οπότε δεν είχα διάθεση μετά τα όσα έγιναν.»
    - «Εντάξει, δεκτό, αλλά δεν είναι καλό να μένεις πίσω!»
    - «Μωρέ δίκιο έχεις. Και ξέρεις τι, τρώγοντας έρχεται η όρεξη»
    - «Τώρα μιλάς σωστά! Και όπως σου είπα θα ήθελα να σ’ ακούσω!»
    - «Κι εγώ εσένα»
    - «Το μόνο εύκολο» μου είπε και άφησε τον καφέ του στο τραπεζάκι και πήγε και κάθισε στο πιάνο. «Έχετε κάποια προτίμηση, δεσποινίς;»
    - «Χμμμ… Θέλω εσύ να επιλέξεις!»

    Μου χαμογέλασε και άρχισε να παίζει, αναγνώρισα αμέσως το κομμάτι, ήταν το Rondo alla Turka του Bach. Έσκυψα ακουμπώντας στο πιάνο και έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας τη μουσική, νιώθοντας τις νότες να ρέουν μέσα μου. Που και που άνοιγα τα μάτια μου και τον έβλεπα να με κοιτάζει χαμογελαστός. Τι όμορφα που ήταν! Όταν τελείωσε, δε σταμάτησε, συνέχισε με το “The Entertainer” του Scott Joplin, κάνοντάς με να χειροκροτήσω αυθόρμητα και προκαλώντας γέλιο στον Αρίστο, που ωστόσο ούτε στιγμή δεν έχασε το ρυθμό του.

    - «Είσαι υπέροχος!» του είπα και το εννοούσα!
    - «Είμαι» μου απάντησε σοβαρός-σοβαρός και ξεραθήκαμε και οι δύο στα γέλια.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
  5. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    Ναυσικααααααα  
     
  6. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Αθηνάαααααααα  

    Και το εξώφυλλο.

     
     
    Last edited: 13 Δεκεμβρίου 2023
  7. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    Ωχ, "Αθηνάααααα" είναι; μπέρδεψα τις ταινίες  
     
  8. antreas Armatas

    antreas Armatas Regular Member

    Που το πας που το φέρνεις .
    Πάλι θα παντρέψεις τις ιστορίες μου φαίνεται.
    Με γάμο σκυλιών.
    Μάλλον στην προηγούμενη ζωή σου ήσουν DJ.
    Τέτοια μίξη μόνο ο τιεστο.
    Η ο Γιάννης
     
  9. KingDom92

    KingDom92 New Member

    Πολύ το τραβάς , μυρίζω δυνατό πλοτ τουιστ!
     
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 4ο - Μ’ ένα μικρό βήμα…

    Ο Αρίστος σηκώθηκε από το πιάνο και, ακόμα χαμογελαστός, έκανε βαθιά υπόκλιση, ενώ εγώ χειροκροτούσα ενθουσιασμένη.

    - «Επιφυλάσσομαι να μου το ανταποδώσεις παίζοντάς μου φλάουτο!»
    - «Από αύριο κιόλας… εχμμ… άκυρο, από μεθαύριο κιόλας θα ξεκινήσω και πάλι πρόβες!» τον διαβεβαίωσα.
    - «Και πολύ καλά θα κάνεις! Έλα, πάμε να κάτσουμε στο καθιστικό!»

    Στο κέντρο του σαλονιού του είχε ένα τεράστιο ανοιχτό τζάκι το οποίο ήταν αναμμένο. Το σπίτι του, δηλαδή όσο είχα δει, ήταν πολύ όμορφο και επιπλωμένο με πολύ γούστο. Τον ένα τοίχο του σαλονιού τον έπιανε μια τεράστια, μοντέρνα, και εξίσου γουστόζικη βιβλιοθήκη, φορτωμένη από πάνω μέχρι κάτω με βιβλία.

    - «Αυτή είναι η βιβλιοθήκη που έφτιαξες;» τον ρώτησα φανερά εντυπωσιασμένη.
    - «Ναι, την ξεκίνησα μόλις τέλειωσα τη μπέμπα μου, παλιότερα είχα άλλη. Και έχω φτιάξει, το είχα ξεχάσει, και το έπιπλο της τηλεόρασης και το μικρό τραπεζάκι καθώς και διάφορα ντουλάπια που έχω πάνω». Όπως η βιβλιοθήκη, έτσι και το έπιπλο και το τραπεζάκι, ούτε σε χίλια χρόνια δε θα μάντευα ότι τα έχει φτιάξει κάποιος χομπίστας, θα ορκιζόμουν ότι τα έχει φτιάξει επαγγελματίας ξυλουργός και μάλιστα καλός, πραγματικά έπιαναν τα χέρια του!
    - «Και το τραπέζι του κήπου!» συμπλήρωσα. «Ναι… και όχι μόνο» είπε σκανδαλιάρικα.
    - «Τι εννοείς;»
    - «Χμμμ… και μεγάλο μέρος του εξοπλισμού του playroom φτιαγμένο από τα χεράκια μου είναι» μου εξήγησε χαμογελαστός.
    - «Θέλεις να μου το δείξεις;» Με κοίταξε λιγάκι σα να το σκεφτόταν.
    - «Είσαι σίγουρη; Είναι στο υπόγειο και δε θέλω να νιώσεις περίεργα.»
    - «Τώρα είναι που θέλω να το δω!» τον διαβεβαίωσα.
    - «Δε μου λες, έχεις πει σε κανένα γνωστό σου που θα είσαι;»
    - «Εχμ… γιατί ρωτάς;» τον ρώτησα κομμάτι ανήσυχη.
    - «Αν δεν το έχεις κάνει, σε παρακαλώ να το κάνεις αμέσως τώρα. Θέλω να νιώσεις 1000% σιγουριά»
    - «Είχα πει στο Μιχάλη ότι…»
    - «Να του στείλεις το στίγμα και το ονοματεπώνυμό μου. Απαράβατος όρος για να κατέβεις κάτω, έστω και για να στο δείξω!»
    - «Εντάξει» του είπα. «Μου επιτρέπεις;»
    - «Φυσικά!»

    Πήγα λίγο πιο έξω και πήρα τηλέφωνο το Μιχάλη.

    - «Είσαι καλά;» ήταν το πρώτο πράγμα που με ρώτησε.
    - «Ναι Μιχαλιώ μου, μια χαρά είμαι. Για την ακρίβεια ο Αρίστος επέμεινε να σε πάρω τηλέφωνο και να σου πω το ονοματεπώνυμό του και να σου στείλω και το στίγμα του σπιτιού του!»
    - «Σοβαρά;»
    - «Σοβαρότατα. Φτιάχνει δικά του έπιπλα και μου είπε ότι έχει φτιάξει και διάφορα παιχνίδια στο playroom του και ήθελα να τα δω. Μου είπε ότι τα έχει στο υπόγειο και είναι απαράβατος όρος να πω σε κάποιον που είμαι πριν μου τα δείξει, θέλει να αισθάνομαι ασφάλεια. Τον λένε Αριστοτέλη Σαμιωτάκη, το στίγμα του σπιτιού του μόλις στο έστειλα.»
    - «Και μπράβο του! Άκου, αν δεν μου στείλεις μήνυμα σε 30 λεπτά ότι όλα είναι ΟΚ θα μπω μέσα με τανκ!»
    - «Δε θα στο συνιστούσα, αν δεις το σκύλο του θα σου κοπούν τα γόνατα, στο ορκίζομαι, το κεφάλι του φτάνει στο στήθος μου! Σε ευχαριστώ πάντως και θα σε πάρω σε μισή ωρίτσα το πολύ, εντάξει;»
    - «Εντάξει μαγδάλω μου, να προσέχεις!»
    - «Θα προσέχω γοριλλάκι μου» τον διαβεβαίωσα και έκλεισα το τηλέφωνο.
    - «Όλα εντάξει;» με ρώτησε ο Αρίστος όταν γύρισα μέσα.
    - «Ναι, τον πήρα τηλέφωνο, του είπα το ονοματεπώνυμό σου και του έστειλα και το στίγμα και τον διαβεβαίωσα ότι θα τον πάρω σε μισή ώρα τηλέφωνο αλλιώς θα έρθει επελαύνοντας σαν τυφλός ρινόκερος!»
    - «Χαχαχα, καλά θα του πάει αυτό με τη Sadie, αλλά μπράβο του. Λοιπόν, αν είσαι έτοιμη, έλα να σου δείξω τον Ιεροεξεταστή!»
    - «Ποιον;»
    - «Έτσι έχω ονομάσει το playroom! Λοιπόν, πάμε!» μου είπε και κίνησε σε μια πόρτα όπου από πίσω υπήρχαν σκαλιά. Κατεβήκαμε κάτω και χάζεψα και πάλι. Ο κύριος χώρος είχε ένα τραπέζι του μπιλιάρδου και κάμποσα ηλεκτρονικά παιχνίδια, σαν αυτά που είχαν τα παλιά ουφάδικα!
    - «Γουάο» είπα με το σαγόνι στο πάτωμα.
    - «Ναι, το restoration παλιών arcade coin op μηχανών είναι και αυτό χόμπι μου!»
    - «Καλά, πού βρίσκεις το χρόνο;»
    - «Εμ, γιατί νόμιζες ότι παλεύω δύο μήνες για ένα τραπέζι;»
    - «Δουλεύουν κανονικά;»
    - «Αμέ, όλα! Έχω Mrs. Pacman, Bubble Bobble, Q*Bert, Tetris, Outrun, Galaga & Donkey Kong και στο εργαστήρι, είπε και μου έδειξε μια πόρτα, έχω για επισκευή Ghosts 'n Goblins & Tehkan World Cup»

    Ε, ο “Ιεροεξεταστής” ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακός. Επενδυμένος με μαλακή μόνωση είχε μέσα ό,τι μπορούσες να φανταστείς, σταυρό, pillory, σέλα, μέχρι και τροχό είχε, αν και αυτόν μου είπε πως τον είχε φτιάξει ως proof of concept. Στο ταβάνι είχε κρεμασμένους κρίκους από τους οποίους κρέμονταν αλυσίδες με δερμάτινη χειροπέδες και κάτω είχε αντίστοιχα για τα πόδια, φαντάζομαι ότι ήταν για μαστίγωμα. Από μαστίγια, floggers, βίτσες, paddles και τα ρέστα άλλο τίποτα!

    - «Όλα αυτά τα έφτιαξες μόνος σου;»
    - «Εμ τι, με παρέα; Εννοώ τα έπιπλα, έτσι; Τα μαστίγια και τα υπόλοιπα τα έχω αγοράσει από διάφορους.»

    Συνέχισε την περιήγηση, μου έδειξε και το εργαστήριό του με τα ηλεκτρονικά, το εργαστήριο ξυλουργικής ήταν πίσω από το σπίτι σε εξωτερικό χτίσμα. Όταν ανεβήκαμε πάνω πήρα τηλέφωνο το Μιχάλη για να μην ανησυχεί και μετά επιστρέψαμε στο καθιστικό για να συνεχίσουμε τον καφέ μας.

    - «Μήπως έχει κρυώσει; Να στον ζεστάνω;»
    - «Όχι, μια χαρά είναι. Εγώ τον καφέ μου μπορεί να τον τραβάω ώρες, δε με πειράζει αν κρυώνει»
    - «Κάτσε να βάλω μουσική να μην καθόμαστε στα μουγκά» είπε και πήρε το κινητό του στο χέρι, και πράγματι μετά από λίγο ο χώρος πλημμύρισε με απαλή τζαζ. Το τζάκι έβγαζε μια υπέροχη ζέστη, παρόλο που η μέρα δεν ήταν ιδιαίτερα κρύα, για Γενάρη θα την έλεγες και ζεστή! Η Sadie έδωσε ένα σάλτο και ξάπλωσε στον καναπέ ακουμπώντας το θεόρατο κεφάλι της στα πόδια του Αρίστου που άρχισε να τη χαϊδεύει αφηρημένα ενώ τα γατιά ήρθαν και τα δύο πάνω μου βγάζοντας σιγανές τρίλιες. «Σε συμπάθησαν!»
    - «Είναι κουκλιά!» του είπα χαμογελαστή προσπαθώντας να χαϊδέψω και τα δύο. Λίγη ώρα μετά ο Τσάρλι έδωσε ένα σάλτο και πήγε και ανέβηκε στο γατόδεντρό του ενώ η Σάνι συνέχισε να κάθεται στα πόδια μου χουρχουρίζοντας και βγάζοντας πότε-πότε σιγανές χαρούμενες τρίλιες.
    - «Για πες μου τώρα για τον Κώστα και μετά για το Μιχάλη» μου είπε σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση.
    - «Ο Κώστας…» ξεκίνησα αναστενάζοντας. «Τον γνώρισα μέσω ενός κοινού γνωστού μας πριν τέσσερα χρόνια. Η αλήθεια είναι πως ήμουν κρυφά ερωτευμένη με τον κοινό γνωστό μας… δηλαδή… τι κοινός γνωστός μας, ο Μανώλης ήταν δάσκαλός μου στο ωδείο. Τέλος πάντων, από εκείνον γνώρισα τον Κώστα, ήταν και αυτός φλαουτίστας, παλιότερος μαθητής του Μανώλη, εγώ τότε ήμουν ένα μήνα πριν κλείσω τα 21, τέλη Νοέμβρη του ’19 ήταν και εκείνος τον Οκτώβρη είχε κλείσει τα 30. Είχαμε πολλά κοινά, με έκανε να γελάω, μου άρεσε και σαν άνδρας, ε, τα φτιάξαμε και δεν μου πήρε και πολύ να τον ερωτευτώ μέχρι τα μπούνια. Εκείνο το Μάρτη κολλήσαμε και οι δύο covid, στο πρώτο κύμα της πανδημίας, και φροντίσαμε ο ένας τον άλλον, αν και πέρα από δυνατούς πυρετούς, αγευσίες και γενική αδυναμία δε μας άφησε άλλο κουσούρι και δέσαμε ακόμα περισσότερο. Θεωρώ ότι είμαι πολύ καλή στο να διαβάζω τους άλλους ανθρώπους και πραγματικά μου ήρθε κεραμίδα στο κεφάλι όταν πέρσι τέτοιο καιρό μου δήλωσε ότι θέλει να χωρίσουμε. Δεν είχα πάρει χαμπάρι τίποτα, είχα μάλιστα αρχίσει να κάνω και όνειρα για το πως θα είναι η ζωή μαζί του. Δεν ξέρω ρε Αρίστο, περάσαμε όμορφα τρία χρόνια, πραγματικά δεν ξέρω τι έγινε.»
    - «Μήπως υπήρξε καμιά άλλη;»
    - «Αυτό σκέφτηκα κι εγώ στις αρχές but it was not the case, ο Μανώλης μου το είπε, και ο Μανώλης δεν θα τον κάλυπτε, με συμπαθούσε και με συμπαθεί, το πιο πιθανό θα ήταν να του έκοβε και την καλημέρα. Τι να πω, δεν ξέρω. Εννοώ δεν χωρίζεις έτσι από τη μια μέρα στην άλλη, θα έπρεπε να έχω δει κάποια σημάδια. Πολλές φορές προσπαθώ να θυμηθώ τη συμπεριφορά του, αν κάτι είχε αλλάξει, και ακόμα και τώρα δεν το βρίσκω.»
    - «Τι να πεις, καμιά φορά οι άνθρωποι είναι απρόβλεπτοι.»
    - «Θα το δεχόμουν από κάποιο άγνωστο ρε Αρίστο αλλά ο Κώστας δεν είχε δείξει τίποτα τέτοιο, ήταν άνθρωπος της συνήθειας και που δεν του άρεσαν οι αλλαγές»
    - «Δεν ξέρω τι να σου πω βρε κορίτσι μου, μπορεί μέσα του κάτι να επαναστάτησε και η μόνη διέξοδος που έβρισκε ήταν να το κάνει Κούγκι»
    - «Τι να σου πω, ίσως να είναι κι έτσι. Το θέμα είναι ότι έπαθα αυτό που φοβόντουσαν οι Γαλάτες, μου έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι και είμαι που είμαι introvert, κλείστηκα τελείως στο καβούκι μου»
    - «Introvert? Δε σου φαίνεται!»
    - «Και όμως, είμαι αρκετά κλειστή και ντροπαλή… και εδώ έρχεται ο Μιχάλης» του είπα και ήξερα ότι παίρνω ρίσκο αλλά…
    - «Για πες μου για το Μιχάλη»
    - «Άλλη ιστορία και αυτός. Και αυτουνού η σκούφια του από το Ηράκλειο είναι, και είναι και συνάδελφός σου, καθηγητής, αν και εκείνος είναι στο ΤΕΙ Πειραιά. Τέλος πάντων, σου είχα πει ότι διάβαζα σαν επισκέπτρια το greekbdsmcommunity αλλά δεν είχα γραφτεί. Το *** το ήξερα κι εκείνο αλλά ήθελε εγγραφή και δεν είχα μπει στον κόπο. Μην έχοντας τι να κάνω, γράφτηκα στο community για να παίρνω και alerts όταν γινόντουσαν posts σε topics που με ενδιέφεραν και μου την έδωσε και γράφτηκα και στο ***. Εκεί μάλιστα έκανα, την όπως αποδείχτηκε λανθασμένη, κίνηση να ανεβάσω και μια προκλητική φωτογραφία που με είχε τραβήξει ο Κώστας. Την κατέβασα μερικές μέρες αργότερα έχοντας λάβει κατακλυσμό μηνυμάτων και αιτημάτων φιλίας αλλά η ζημιά είχε γίνει.»
    - «Τώρα μου εξάπτεις την περιέργεια, θα ήθελα να δω αυτή τη φωτογραφία!»
    - «Καλά μη φανταστείς τίποτα τρομερό, με εσώρουχα ήμουν!»
    - “Be that as it may!”

    Τον κοίταξα για λίγο αναποφάσιστη. Να του τη δείξω ή όχι; Ήθελα να προχωρήσω μαζί του ή όχι; «Μαριλίζα, κόψε τις παπαριές, αν δεν ήθελες δε θα ήσουν εδώ με την καρδιά σου να έχει χτυπήσει 200άρια» μάλωσα τον εαυτό μου. Ο Αρίστος συνέχισε να με κοιτάζει και μ’ έπιασε πάλι το people’s pleaser. Έκανα να ανοίξω το κινητό μου αλλά εκεί με σταμάτησε.

    - «Όχι τώρα, άλλη στιγμή. Συνέχισε σε παρακαλώ» και ομολογώ ότι ένιωσα ανακούφιση.
    - «Τι έλεγα; Ναι, είχα καταιγισμό από μηνύματα και ένα από αυτά ήταν του Μιχάλη. Μου άρεσε ο τρόπος με τον οποίο με προσέγγισε και, να πω την αμαρτία μου, με κέντρισε και το προφίλ του, οπότε ήταν ένας από τους ελάχιστους στους οποίους απάντησα. Μιλούσαμε για αρκετό καιρό μόνο από μηνύματα στο *** και λάτρευα το χαβαλέ του. Του έδωσα messenger και Skype και αρχίσαμε να μιλάμε και εκεί και τελικά μια μέρα ήμουν εγώ που του ζήτησα να κάνουμε βιντεοκλήση. Είναι μεγαλόσωμος και γλυκούλης σαν μπάσο αρκούδι. Φοβερά χαβαλετζής και έξω καρδιά, ταυτόχρονα είναι πολύ πράος, δεν τον έχω ακούσει να σηκώνει φωνή ακόμα και σε περιπτώσεις που εγώ στη θέση του θα άνοιγα κάποιο κεφάλι. Αρχίσαμε να κάνουμε πολλή παρέα και με τη βοήθειά του άρχισα να βγαίνω από το καβούκι μου. Γυναικάς από τους λίγους, που τον χάνεις, που τον βρίσκεις, πίσω από καμιά μικρούλα θα τριγυρίζει. Ταυτόχρονα, ωστόσο, είναι ντόμπρος, δεν κρύβει τίποτα από καμία, και δηλώνει εξ αρχής ότι δεν ψάχνει τίποτα περισσότερο από το να περνάει καλά. Σε όλο αυτό το διάστημα που βγαίναμε, πέραν από τα πιπεράτα υπονοούμενα, που πολλές φορές με έκαναν να δακρύζω από τα γέλια, δεν έκανε καμία κίνηση να μπει στα βρακιά μου. Εγώ ήμουν εκείνη που έκανα την πρώτη κίνηση και έτσι από φίλος πήρε προβιβασμό σε fuck buddy.»
    - «Μόνο fuck buddy? Προχθές σου είπα ότι μιλούσες σαν ερωτευμένη αλλά εσύ είσαι πραγματικά ερωτευμένη μαζί του.»
    - «Ναι, είμαι λίγο» παραδέχτηκα, ούτε ήθελα να του πω ψέματα και ούτε είχε νόημα. «Ίσως και παραπάνω από λίγο. Όχι όσο ήμουν με τον Κώστα αλλά είμαι… και… δεν ξέρω… είναι τελείως διαφορετικής φύσης. Για αρχή δε ζηλεύω ούτε νιώθω κτητικότητα. Καλά, ανέκαθεν δεν ήμουν ιδιαίτερα ζηλιάρα αλλά κτητικότητα ένιωθα και παρόλο που τον λέω “γοριλλάκι μου” αυτό το “μου” είναι τρυφερό, γλυκό, δεν είναι κτητικό»

    Χαμήλωσα το βλέμμα μου νιώθοντας το δικό του πάνω μου και με μεγάλη δυσκολία -και την ψυχή στα δόντια- σήκωσα τα μάτια μου να τον κοιτάξω. Η ματιά του δεν έδειχνε απογοήτευση και δεν μπορούσα εκείνη τη στιγμή να το ερμηνεύσω, αν ήταν δηλαδή καλό η κακό.

    - «Τη δική μου θέση στην είπα, οι άνθρωποι δεν ανήκουμε ο ένας στον άλλον, μοιράζουμε το χρόνο μας, το μόνο μας πραγματικό συνάλλαγμα, με αυτούς που επιλέγουμε στο βαθμό που επιλέγουμε για τους λόγους που επιλέγουμε. Αν το χωνεύαμε όλοι καλά μέσα μας τότε όλα θα γινόντουσαν απλούστερα. Σου φτάνει ο χρόνος που μοιράζεται ο άλλος μαζί σου; Είναι ποιοτικός σύμφωνα με τα δικά σου κριτήρια; Λαμπρά, κάθεσαι εκεί που είσαι για όσο αυτό κρατήσει. Δεν είσαι; Είτε προσπαθείς να το κερδίσεις -να το κερδίσεις, όχι να το αλλάξεις- είτε πας για άλλα. Έχεις κερδίσει το χρόνο του Μιχάλη και αντιστοίχως έχει κερδίσει και εκείνος τον δικό σου. Μπράβο σου και μπράβο του!»
    - «Εκτιμώ αφάνταστα και το χρόνο που μου αφιερώνεις» του δήλωσα ορθά-κοφτά.
    - «Κι εγώ τον δικό σου και σε διαβεβαιώ είναι ποιοτικός με όλα τα προσωπικά μου κριτήρια.»
    - «Πολύ χαίρομαι που το ακούω» του είπα χαμογελαστή.
    - «Ξέρεις κάτι; Θα ήθελα να τον γνωρίσω το Μιχάλη!»
    - «Κι εγώ θέλω να γνωριστείτε, νομίζω ότι θα κολλάγατε εξαιρετικά οι δυο σας!»
    - «Στο χέρι σου είναι» μου είπε.
    - “Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find!”
    - «Που έλεγε και ο Μαθιός»
    - «Ποιος;» τον ρώτησα
    - «Για το παραπάνω απόσπασμα, είναι από το κατά Ματθαίο»
    - «Να σου πω δεν έχω ιδέα, απλά μου αρέσει η φράση. Κάτσε μισό λεπτό να δω… δίκιο έχεις!»
    - «Το ξέρω!» μου απάντησε χαμογελαστός. Κοίταξε το ρολόι του. «Δε μου λες, κοντεύει 13:30 θες να πάμε να ετοιμάσουμε τα φαγητά; Έχω πάρει δυο υπέροχες σπαλομπριζόλες και λέω να τις συνοδέψουμε με οφτές πατάτες και σαλάτα.»
    - «Οφτές;»
    - «Ναι, θα τις τυλίξω σε αλουμινόχαρτο και θα τις βάλω στη χόβολη, με τη φλούδα τους!»
    - «Αμέ, γιατί όχι;»

    Πήγαμε στην κουζίνα και έβγαλε από το ψυγείο τις σπαλομπριζόλες που, όπως μου εξήγησε, τις είχε αφήσει να μαρινάρονται από την Πέμπτη το απόγευμα. Πήρε τρεις-τέσσερις πατάτες και αφού τις έπλυνε καλά, τις τύλιξε σε αλουμινόχαρτο και τις έχωσε στην καυτή στάχτη στο τζάκι. Αφού τελείωσε με αυτό, πήγαμε έξω στον κήπο όπου ήταν το ΒΒQ και εκεί είδα μια περίεργη κατασκευή, με οριζόντιες και κάθετες βέργες σαν κλουβί χωρίς σκέπασμα που στη μέση είχε χώρο για φωτιά.

    - «Τι είναι αυτό;»
    - «Για οφτό αρνί. Μπορεί να το έχεις ακουστά σαν αντικριστό. Έτσι ψήνουμε εμείς το αρνί, όχι σε σούβλα»
    - «Άρα αυτό που φάγαμε χθες με το Μιχάλη δεν πρέπει να ήταν πραγματικό αντικριστό!»
    - «Δεν ξέρω που φάγατε αλλά πιθανότατα όχι.»
    - «Στην Ψύρρα, στου Ψυρρή.»
    - «Δεν κατέχω» μου είπε με κρητική προφορά κάνοντας με να βάλω τα γέλια, ακούστηκε περισσότερο σαν «hεν κατhεω». «Γιάντα με θωρείς;» με ρώτησε εκ νέου, το οποίο ακούστηκε περισσότερο σαν «zhhάντα με θωρείsh;»
    - «Τίποτα, μ’ αρέσει που κάνεις τον Κρητίκαρο!» του είπα και δεν απάντησε, απλά μου χάρισε ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο.
    - «Μου θύμισες ένα ανέκδοτο. Είναι ένας κρητίκαρος με το κοπέλι του και τον ρωτάει ο μικρός: «Μπαμπά, ίντα ‘ναι σωβινιστής;» για να πάρει την απάντηση «Σωβινιστής, Σηφαλιό μου, είναι ο ξένος που πιστεύει ότι η πατρίδα του είναι ομορφότερη από την Κρήτη μας!» μου είπε με προφορά, κάνοντας με και πάλι να ξεραθώ στα γέλια. «Τι προτιμάς, γκάζι ή ξύλο, το μαγαζί διαθέτει και τα δύο αλλά σε προειδοποιώ ότι το ξύλο θα πάρει αρκετά περισσότερη ώρα!»
    - «Μου έχεις τάξει τηλεκατευθυνόμενο στη λίμνη και βόλτα στη Χαλκίδα!» του υπενθύμισα.
    - «Γκάζι λοιπόν» είπε και πήγε και έβγαλε την κουκούλα στην ψησταριά του. «Μωρέ, ξεροσφύρι θα τα ψήσουμε; Πάω να φέρω καμιά μπύρα, θες;»
    - «Ναι! Μπύρα! Μπύρα!» συμφώνησα ενθουσιασμένη.
    - «Κάτσε να το ανάψω να κάψει λίγο και πάω να φέρω τις μπύρες!» μου είπε και αυτό έκανε. Πράγματι, δυο λεπτά αργότερα γύρισε με δυο μπουκάλια μπύρα, χωρίς ποτήρι. Μου έδωσε το ένα μπουκάλι και με τσούγκρισε. «Σκουτελοβαρίσκω σου!»
    - «Τι απαντάμε;»
    - «Τσε αντιστέκομαί σου»
    - «Τσε αντιστέκομαί σου, λοιπόν!»
    - «Λοιπόν, τώρα τις μπριζόλες» είπε και τις πέταξε στη σχάρα. «Στο αίμα τους, έτσι;»
    - «Εννοείται!» του απάντησα.

    Το ψήσιμο δεν κράτησε πολλή ώρα, πήρε σε μια πιατέλα τις μπριζόλες και τις κοιτούσα και μου έτρεχαν τα σάλια! Πήγαμε μέσα και κίνησε να κόψει σαλάτα αλλά δεν τον άφησα, προσφέρθηκα εγώ να την κόψω. Μου έδωσε δύο τομάτες, ένα μεγάλο κρεμμύδι, μια πιπεριά, αγγούρι και κάπαρη.

    - «Φέτα;» τον ρώτησα.
    - «Δε χρειάζεται, έχω κάτι καλύτερο!» είπε. Έκοψε μερικές φέτες ψωμί και αφού τις άλειψε με λάδι και ρίγανη τις πήγε και αυτές και τις έβαλε σε μια σχάρα στο τζάκι. «Δε μου λες, έχει καλό καιρό σήμερα, θες να φάμε στον κήπο, στο αίθριο;»
    - «Ναι αμέ!» του απάντησα ενθουσιασμένη.
    - «Επιφυλάσσομαι κάποια από τις επόμενες φορές», ναι είπε επόμενες!!!!, «να είναι με το καινούργιο τραπέζι!»
    - «Δε βιαζόμαστε» του είπα με χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο.
    - «Λοιπόν, πάρε τη σαλάτα και την πιατέλα με το κρέας και φέρω εγώ το ψωμί, τις οφτές πατάτες και τις δύο εκπλήξεις που σου έλεγα!»
    - «Τις μπύρες;»
    - «Ναι, είναι κι αυτές. Έρχομαι μαζί σου και θα γυρίσω να φέρω τις μπύρες και τις εκπλήξεις!»

    Βγήκαμε στον κήπο και πήγαμε στο υπέροχο αίθριο που ήταν στη μία άκρη της πισίνας. Δεν είχε απλά τραπέζι και πάγκους, κανονικό μπαρ ήταν! Σκούπισε προσεκτικά το ξύλινο τραπέζι και ακουμπήσαμε τα πιάτα με το κρέας και τις πατάτες καθώς και ένα μπολ με το ψημένο ψωμί. Ο Αρίστος πετάχτηκε μέσα και γύρισε με ένα δίσκο στον οποίο είχε τα μπουκάλια και δυο μπολ.

    - «Αυτό είναι ξύγαλο!» μου είπε και μου έδειξε το περιεχόμενο του πρώτου μπολ. «Φέτα και αηδίες… Το άλλο… το άλλο είναι στάκα! Σπιτική. Μου την έφτιαξε η θεια μου η Μαριγώ, αδερφή του συγχωρεμένου του πατέρα μου.»

    Δεν έχω λόγια να περιγράψω την πανδαισία των γεύσεων, καλά το έλεγε, φέτες και αηδίες. Το ξύγαλο είχε αδιόρατη γεύση γιαουρτιού και η στάκα… Θεέ μου η στάκα!

    - «Μην την κοιτάς έτσι που φαίνεται αθώα! Τρως μια κουταλιά 10 γραμμαρίων και ζυγίζεσαι και έχεις πάρει κιλό!» μου είπε γελώντας.
    - «Ωχ παναγία μου» είπα έχοντας ξεπαστρέψει το μισό μπολ.

    Αφού δε φάγαμε και τα πιάτα, πάλι καλά να λέω. Νόμιζα ότι θα μου βγει από τη μύτη αλλά ήταν αδύνατο να σταματήσω, έφαγα όλη τη μπριζόλα μου και δεν έμεινε ούτε καν ένα μπαλάκι κάπαρη αλλά σάμπως ο Αρίστος πήγε πίσω; Βάλε και τις μπύρες, δεν είναι να απορείς που όταν τελειώσαμε νιώθαμε και οι δύο σας βόες. Η Sadie που είχε κάτσει στα πόδια μας ήσυχη όλη αυτή την ώρα σηκώθηκε και μας κοίταξε με παρακλητικό βλέμμα. Κρέας μπορεί να μην είχε μείνει, αλλά είχαν μείνει τα κόκκαλα.

    - «Δώσε τα της εσύ» με παρακίνησε ο Αρίστος και πράγματι, πήρα το ένα κόκκαλο για να της το δώσω. Η Sadie ήρθε και το μύρισε αλλά δεν έκανε κίνηση να το πάρει, μόνο κοίταξε τον Αρίστο. «Καλή Μαριλίζα!» είπε και η Sadie άρχισε να κουνάει σαν μανιακή την ουρά της κοιτάζοντάς με παρακλητικά. Της πρότεινα εκ νέου το κόκκαλο και αυτή τη φορά το πήρε προσεκτικά από το χέρι μου και το έκανε μια χαψιά. Κυριολεκτικά! «Με αυτό που είπα προστέθηκες στη λίστα των ατόμων τα οποία επιτρέπεται να τις δώσουν φαγητό. Δεν είναι μόνο παρέα, είναι και φύλακας και είναι καλά εκπαιδευμένη»
    - «Εσύ την εκπαίδευσες;»
    - «Όχι, τα ταλέντα μου δεν φτάνουν εκεί. Την πήγα σε εκπαιδευτή και απλά εγώ φροντίζω να διατηρώ την εκπαίδευσή της φρέσκια»
    - «Έλα εδώ κορίτσι μου» είπα στη Sadie που ήρθε πάλι κουνώντας την ουρά της σα μαστίγιο. Της πρότεινα και το άλλο κόκκαλο, το οποίο πήρε και πάλι προσεκτικά από το χέρι μου και το εξαφάνισε. «Είσαι καλό κορίτσι; Ε; Ε; Είσαι καλό κορίτσι εσύ;» τη ρώτησα παιχνιδιάρικα και βρήκε την ευκαιρία και με έγλειψε στη μύτη. «Βρε σίχαμα!» της είπα γελώντας και η Sadie γαύγισε παιχνιδιάρικα.
    - «Σε συμπάθησε!» μου είπε ο Αρίστος. «Γενικά είναι ήρεμη αλλά δεν είναι ιδιαίτερα διαχυτική, ειδικά προς άτομα που βλέπει πρώτη φορά. Κάποιο κλικ της έκανες στη σκυλίσια κεφάλα της!»
    - «Ναι; Ναι το κορίτσι μου;» της είπα με χαδιάρικη φωνή και η Sadie βρήκε την ευκαιρία και με έγλειψε ξανά στη μύτη και αμέσως μετά ξάπλωσε φαρδιά πλατιά αναστενάζοντας, σα να της είχαν πέσει έξω τα καράβια.

    Ο Αρίστος ψάρεψε από την τσέπη του ένα πακέτο καπνό και ένα αναπτήρα. Δεν τον είχα δει να καπνίζει και τον κοίταξα με απορία.

    - «Καπνίζεις;»
    - «Το έχω κόψει εδώ και πολλά χρόνια αλλά καπνίζω socially μια στη χάση και στη φέξη, ειδικά μετά από ένα καλό φαγητό με εκλεκτή παρέα!»
    - «Τότε στρίψε μου κι εμένα ένα σε παρακαλώ. Εγώ ποτέ δεν το άρχισα αλλά όπως κι εσύ, μια στη χάση και στη φέξη, καπνίζω κανένα τσιγάρο.»
    - «Χμμμ, έχω φιλτράκια με μέντα, δεν ξέρω αν θα σ’ αρέσει. Μήπως να στο κάνω χωρίς φίλτρο;»
    - «Μέντα; Δεν έχω δοκιμάσει ποτέ! Όχι, μη μου το κάνεις σκέτο, βάλε και στο δικό μου φιλτράκι»

    Η αλήθεια είναι ότι στην πρώτη τζούρα κόντεψα να πνιγώ, η γεύση της μέντας έκανε ακόμα πιο οξεία την αίσθηση στο λαιμό. Παίρνοντας το μάθημά μου, η δεύτερη ρουφηξιά ήταν πιο προσεκτική. Δεν είμαι καπνίστρια και δε μου λείπει το τσιγάρο αλλά τη γεύση δεν θα την έλεγα άσχημη και πήγαινε πολύ και με την παγωμένη μπύρα. Αφού κάναμε τα τσιγάρα μας, τον βοήθησα να μαζέψει το τραπέζι και πήγαμε τα πιάτα στην κουζίνα. Η ιδέα ήταν να ξεπλύνω τα πιάτα και τα ποτήρια για να τα βάλει στο πλυντήριο πιάτων αλλά ο Σκωτσέζος μέσα μου επαναστάτησε.

    - «Τι κάνεις εκεί;» με ρώτησε όταν είδε ότι αντί να ξεπλύνω τα πιάτα άρχισα να τα πλένω.
    - «Πλένω τα πιάτα, αμαρτία είναι να βάλεις πλυντήριο για δυο πιάτα, δυο ποτήρια και δυο μπολ»
    - «Ξα σου» μου απάντησε, μη δίνοντας συνέχεια. «Θες ένα δεύτερο καφεδάκι;»
    - «Τρίτο θα είναι, ήπια και ένα το πρωί, αλλά αν δεν πιώ λίγο καφέ με βλέπω να πέφτω για ύπνο!»
    - «Θα φτιάξω γαλλικό που είναι πιο ελαφρύς. Δε μου λες, σ’ αρέσει η γεύση φουντούκι;»
    - «Ναι, γιατί όχι;» του απάντησα και ξεκίνησε να φτιάχνει τον καφέ. «Σε πέντε-δέκα λεπτάκια θα είναι έτοιμος, λοιπόν, πάμε να διαλέξεις πιο καραβάκι θέλεις για μετά!»

    Είχα χάσει το μπούσουλα πόσες φορές βρέθηκα με το σαγόνι στο πάτωμα εκείνη την ημέρα. Δεν ήταν απλά τηλεκατευθυνόμενα αυτά που είχε, το μοντέλο του S/S France ήταν σχεδόν ενάμιση μέτρο, και να ήταν μόνο αυτό; Είχε μοντέλο του Τιτανικού, είχε μοντέλο του Bismarck και του Scharnhorst, είχε μοντέλο του Prince of Whales και του Hood, μέχρι και υποβρύχιο είχε ο αθεόφοβος, για να μην αναφέρουμε τα μοντέλα ταχύπλοων. Φυσικά και με εξαίρεση τον Τιτανικό δεν είχα αναγνωρίσει τα υπόλοιπα, εκείνος μου είπε τι είναι τι.

    - «Εσύ τα έχεις φτιάξει κι αυτά;»
    - «Όχι» απάντησε χαμογελαστός. «Τα έχω αγοράσει, δεν είναι του εμπορίου, τα έχω αγοράσει από ένα φίλο στη Γερμανία που ειδικεύεται στο μοντελισμό.»
    - «Και επιπλέουν κανονικά;»
    - «Κανονικότατα αλλά πιο πολύ τα έχω για να τα χαζεύω εδώ στις βιτρίνες τους. Είναι μανούρα η μετακίνησή τους, δεν είναι ακριβώς βολικού μεγέθους και θέλει δύο άτομα και για να μπουν και για να βγουν από το νερό.»
    - «Κρίμα, πολύ θα ήθελα να τα δω στη λίμνη»
    - «Ίσως κάποια άλλη φορά. Μπορούμε ωστόσο να πάρουμε το υποβρύχιο μαζί μας, έχει και κάμερα αν θες να εξερευνήσουμε το βυθό της λίμνης!»
    - «Τα ταχύπλοα;»
    - «Από αυτά όποιο θέλεις και, αν δεν έχει κόσμο, θα του δώσουμε να καταλάβει!»
    - «Ταχύπλοα τότε!» του είπα. «Αυτό θέλω!» έκανα και του έδειξα αυτό που μ’ άρεσε.
    - «Ό,τι θέλει το κορίτσι! Λοιπόν, πάμε τώρα να πιούμε το καφεδάκι μας και επιστρέφουμε αργότερα για να πάμε να παίξουμε στη λίμνη!»

    Το καφεδάκι είχε γίνει οπότε κάτσαμε και πάλι στο καθιστικό για να το πιούμε. Άνοιξε τη μουσική και το σαλόνι πλημμύρισε αυτή τη φορά με acid jazz.

    - «Για πες, πώς τα πέρασες χθες;»
    - «Όμορφα ήταν αν και το παράκανα με το ρακόμελο και στο τέλος έγινα κουδούνι!»
    - «Εσύ οδηγούσες;»
    - «Στο πήγαινε ναι, στο γυρισμό το πήρε ο Μιχάλης ο οποίος έχει σαφώς μεγαλύτερες αντοχές από εμένα στο ποτό»
    - «Και είχατε πάει σε αυτό που μου είπες;»
    - «Ναι, και ακόμα και αν το αντικριστό δεν ήταν πραγματικό αντικριστό, είχε πολύ νόστιμους μεζέδες, κρητική κουζίνα κυρίως. Και ρακόμελο, υπέροχο ρακόμελο!»
    - «Εγώ προτιμώ τη ρακή σκέτη, αλλά περί ορέξεως!»
    - «Και ο Μιχάλης σκέτη την πίνει, εγώ ήπια ρακόμελο» είπα και φασκέλωσα τον εαυτό μου, πάλι στο Μιχάλη αναφέρθηκα αλλά ο Αρίστος δεν έδειξε να ταράζεται. «Εσύ τι έκανες;»
    - «Με είχε καλέσει μια φίλη για καφεδάκι αλλά το ένα έφερε το άλλο και τελικά έφυγα κοντά στα μεσάνυχτα!» μου είπε και, το παραδέχομαι, ένιωσα ένα ελαφρό τσίμπημα.
    - «Δε βαριέσαι, όστις αναμάρτητος που λένε!»
    - «Αχά!» μου έκανε χαμογελώντας πονηρά.
    - “Guilty as charged!” απάντησα ανταποδίδοντας ύφος και χαμόγελο.
    - «Μωρέ καλά έκανες! Μάρω-Μάρω μια φορά είν’ τα νιάτα»
    - «Κάπου το έχω ακούσει αυτό!»
    - «Ναι, είναι ένα παλιό τραγούδι. Μάρω-Μάρω μια φορά είν’ τα νιάτα. Μάρω-Μάρω τις ντροπές παράτα. Του φιλιού την πρώτη γλύκα μην την ε-φυλάς για προίκα, μη με διώχνεις τώρα που σε βρήκα!» μου είπε τραγουδιστά και έχει και όμορφη φωνή ο μπαγάσας. Κάτι έκανε κλικ μέσα μου, δεν του έδωσα καν να το καλοσκεφτώ.
    - «Για τρελές ψάχνεις;» απάντησα και τον άρπαξα και τον φίλησα. Στην αρχή έδειξε να αιφνιδιάζεται αλλά γρήγορα, πολύ γρήγορα, ανταπέδωσε με παρόμοιο ενθουσιασμό και οι γλώσσες μας βρέθηκαν μπλεγμένες. Το φιλί μας κράτησε πάνω από πέντε λεπτά, εγώ τον είχα αρπάξει κανονικά και τον έσφιγγα πάνω μου ενώ εκείνος με χάιδευε απαλά στην πλάτη και τα μαλλιά. Τραβήχτηκε σιγά-σιγά και τον άφησα απρόθυμα.
    - «Ωραία, τώρα που το λύσαμε αυτό» με πείραξε «πάμε να ξεσαλώσουμε στη λίμνη;»
    - «Ναι, πάμε!» του είπα ενώ η καρδιά μου έπαιζε σαν ταμπούρλο.

    Μωρέ του δώσαμε και κατάλαβε, παρά την όμορφη μέρα δεν είχε πολύ κόσμο, βάλαμε μέσα τα τηλεκατευθυνόμενα και κάναμε και οι δύο σαν παιδάκια. Όταν γυρίσαμε σπίτι του κόντευε να πάει πέντε, πρέπει να ήμασταν πάνω από δύο-δυόμιση ώρες στη λίμνη παίζοντας. Στο καθιστικό του ανταλλάξαμε το δεύτερο φιλί μας και αυτή τη φορά ήταν ο Αρίστος που έκανε την κίνηση. Ένιωθα να λιώνω στα χέρια του, το κάθε του χάδι ήταν σα να με περνούσε ρεύμα και παρόλο που τα χέρια του έμειναν σε πλάτη και κεφάλι, κάτω είχα γίνει μούσκεμα αλλά εκείνος, και προς μεγάλη μου απογοήτευση, δεν έδειξε διάθεση να το τραβήξει περισσότερο.

    - «Δε μου λες για να έχουμε καλό ρώτημα, έχεις φέρει κανένα μπουφάν;»
    - «Ναι έχω φέρει, το ξέχασα στο αυτοκίνητο!»
    - «Εντάξει, γιατί έτσι ντυμένη δεν είσαι για Χαλκίδα τέτοια ώρα… θέλεις ακόμα να πάμε, έτσι;»
    - «Πολύ!»
    - «Ωραία, πάμε στο αυτοκίνητο σου να πάρεις το μπουφάν σου και ξεκινάμε. Δε χρειάζεται να το βάλεις στη μπέμπα, μετά θα το χρειαστείς!»

    Πράγματι, πήρα το μπουφάν μου από το αυτοκίνητο και κίνησα προς τη μπέμπα. Ο Αρίστος με περίμενε χαμογελαστός και μου άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού για να περάσω. Είχε δερμάτινα καθίσματα και ξύλινο ταμπλό και ακόμα και ένα μικρό tablet -το οποίο προφανώς δεν συμπεριλαμβανόταν στον αρχικό εξοπλισμό- το είχε ενσωματώσει με τρόπο που ταίριαζε με το υπόλοιπο εσωτερικό. Βάλαμε και οι δύο τις ζώνες μας και ξεκινήσαμε, η γκαραζόπορτα άνοιξε μόνη της όταν πλησιάσαμε και έκλεισε και μόνη της. Κατεβήκαμε μέχρι το Καπανδρίτι, δεν την ήξερα την περιοχή, ο Αρίστος μου εξηγούσε, και από εκεί βγήκαμε στην Εθνική και εκεί το άνοιξε.

    - «Μη μου ανησυχείς, θα κόψω αλλά ξέρεις… αγοράκια… αυτοκίνητα… Bragging rights!» μου είπε σκανταλιάρικα και εγώ, αν και τα είχα χρειαστεί βλέποντας το 220 στο κοντέρ, αρκέστηκα στο να του χαμογελάσω αλλά το λόγο του τον κράτησε, έκοψε και μέχρι τη Χαλκίδα δεν ξεπέρασε τα 130. «Αν και δεν το συνιστώ, θέλεις να σταματήσουμε κοντά στη νέα γέφυρα;»
    - «Γιατί δεν το συνιστάς;»
    - «Γιατί βραδιάζει και μεταξύ μας δεν είναι και ιδιαίτερα καθαρά εκεί, εγώ τουλάχιστον την πρώτη φορά που πήγα έφαγα μεγάλη απογοήτευση»
    - «Δεν είχα ιδιαίτερη κάψα, να σου πω την αλήθεια, και με αυτά που λες…»
    - «Δε χάνεις τίποτα, πραγματικά. Λοιπόν, πάνω στην παλιά γέφυρα έχει μια καφετέρια και αν είμαστε τυχεροί μπορεί να βρούμε να κάτσουμε στην άκρη, εκεί είναι πολύ όμορφα. Εναλλακτικά κάνουμε μια βόλτα στο λιμάνι και καθόμαστε σε κάποια από τις καφετέριες»
    - «Πάμε εκεί που λες και αν δε βρούμε, πάμε αλλού!»

    Το παρκάρισμα εκεί ήταν Παναγιά βοήθα και τελικά βρήκε να παρκάρει σε parking κοντά στο στρατόπεδο. Εκεί με πήρε αγκαζέ και κατεβήκαμε από τα υπέροχα στενά σοκάκια μέχρι που φτάσαμε στη θάλασσα. Από μακριά μου έδειξε που σκόπευε να πάμε και ήλπιζα με όλη μου την καρδιά να βρούμε να κάτσουμε, η θέση της καφετέριας ήταν πολλά υποσχόμενη.

    Πώς το έλεγε ο Μαθιός, που λέει και ο Αρίστος; “Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find!” Σταθήκαμε εξαιρετικά τυχεροί, ένα ζευγάρι έφευγε ακριβώς την ώρα που φτάσαμε εμείς και βρήκαμε αμέσως να κάτσουμε. Μωρέ καλά το λένε, η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται… και από το προηγούμενο βράδι, θα συμπλήρωνα!

    - «Και τώρα ανάκριση» μου δήλωσε αφού κάτσαμε και παραγγείλαμε τα ποτά μας. Δηλαδή τι ποτά, χυμούς παραγγείλαμε και οι δύο καθώς είχαμε πιει αρκετούς καφέδες για μια μέρα, χώρια τις μπύρες το μεσημέρι.
    - «Τι έτσι; Χωρίς λάμπα στα μάτια; Χωρίς δέσιμο σε καρέκλα;»
    - «Άλλη ώρα αυτά» μου απάντησε κοροϊδευτικά. «Για λέγε τώρα!»
    - «Τι θέλεις να σου πω;»
    - «Μου είπες για τον Κώστα και τον Μιχάλη. Πες μου για σένα, για τους γονείς σου… ό,τι θες»
    - «Χμμμ… Γεννήθηκα Αθήνα δυο μέρες μετά τα Χριστούγεννα του 1998 και μεγάλωσα στο κάτω Χαλάνδρι, εκεί που μένω. Οι γονείς μου έχουν καταγωγή από την Κεφαλλονιά και εδώ και μερικά χρόνια έχουν επιστρέψει και μένουν μόνιμα λίγο έξω από το Αργοστόλι, στο πατρικό της μαμάς.»
    - «Το 1998 ε; Εγώ τότε τέλειωνα το διδακτορικό μου στο Berkeley.»
    - «Αμερική σπούδασες;»
    - «Μετσόβιο, στο Berkeley έκανα το διδακτορικό μου και κάθισα κάμποσα χρόνια εκεί, Ελλάδα γύρισα το 2007»
    - «Γιατί γύρισες, αν επιτρέπεται;»
    - «Γιατί μου έλειπε η Ελλάδα και, μεταξύ μας, το οικονομικό μου το είχα λύσει»
    - «Και γιατί γύρισες εδώ και όχι στην Κρήτη;»
    - «Δεν ήθελα να κάθομαι και έτυχε να βρω θέση στο Πολυτεχνείο, όχι για κανένα άλλο λόγο. Στο Ηράκλειο έχει το τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών, θα μπορούσα μια χαρά να είμαι και εκεί, αλλά έτυχε να βρω εδώ πρώτα και η αλήθεια είναι ότι εδώ έκανα και ένα κύκλο τα πέντε χρόνια που ήμουν φοιτητής.»
    - «Και στην Αμερική, κι εκεί καθηγητής;»
    - «Αρχικά αυτό ήθελα αλλά μετά μια εταιρία που τότε ήταν startup μου έκανε μια προσφορά που ήταν αδύνατο να την αρνηθώ»
    - «Ποια εταιρία; Την ξέρω;»
    - «Την ξέρεις… η Google»
    - “Oh…” είπα εντυπωσιασμένη. “Oh!” επανέλαβα μηχανικά.
    - «Χμμμ, από εδώ το πήγες, από εκεί το έφερες και μιλάμε για μένα! Για σένα λέγαμε!»
    - «Α, όλα κι όλα, εσύ άρχισες να λες για το Berkeley»
    - «Δίκιο έχεις. Λοιπόν, συνέχισε!»
    - «Όπως έλεγα γεννήθηκα στα τέλη του 1998 και μεγάλωσα στο Χαλάνδρι. Εκεί πήγα γυμνάσιο και λύκειο. Γύρω στα 12 άρχισα και τα μαθήματα στο φλάουτο. Πέρασα με την πρώτη στη σχολή που ήθελα, Κοινωνιολογία, πήρα την κατεύθυνση που ήθελα, Εγκληματολογία, αλλά κάπου με κούρασε, ουσιαστικά τελείωσα τη σχολή γιατί δε μου αρέσει να αφήνω πράγματα στη μέση, είχε πάψει πολύ καιρό να μου ασκεί γοητεία. Όταν ήμουν ακόμα φοιτήτρια είχα βρει part time εργασία στο τηλεφωνικό κέντρο της εταιρίας που εργάζομαι και όταν τελείωσα με ρώτησαν αν ενδιαφέρομαι να γίνω full time και κάπως έτσι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.»
    - «Από σχέσεις;»
    - «Ναι, αυτό είναι μεγάλη ιστορία»
    - «Είμαι όλος αφτιά»
    - «Ουφ… εξ αρχής μου αρέσαν οι μεγαλύτεροι…»
    - «Χμμμ…» έκανε σκεπτικός.
    - «Στα 15 μου ερωτεύτηκα ένα 45άρη και ακόμα χειρότερα 45άρη και παντρεμένο. Εγώ δεν είχα πει τίποτα σε κανέναν αλλά νομίζω πως μας πήρανε χαμπάρι και τρόμαξε και εξαφανίστηκε. Μέχρι και που τελείωσα το λύκειο δεν έκανα άλλες σχέσεις, είχα πληγωθεί πολύ από αυτή την ιστορία, και σε ποιον να τα πω και ποιος να με ακούσει; Σχέση ξανά έκανα στο πανεπιστήμιο με ένα συμφοιτητή μου αλλά δεν κράτησε πολύ, κανένα εξάμηνο; Ο Κώστας ήταν η πρώτη μου σοβαρή σχέση, μέχρι τότε μόνο σχέσεις που δεν περπατούσαν και ενίοτε ξεπέτες. Όπως σου είπα είμαι κλειστός άνθρωπος και, παρόλο που δεν έχω πρόβλημα να κάνω εγώ την πρώτη κίνηση, αρκετά συνεσταλμένη. Δεν είχα πολλές παρέες στην εφηβική μου ηλικία, ήμουν ανέκαθεν μοναχικό παιδί, να φανταστείς τους πρώτους κολλητούς μου φίλους τους έκανα στο πανεπιστήμιο.»

    Όση ώρα μιλούσα ο Αρίστος μου είχε πιάσει το χέρι και με χάιδευε τρυφερά. Σταμάτησα να πιώ μια ρουφηξιά από τον φρουτοχυμό μου αλλά μετά δε συνέχισα την αναδρομή στο παρελθόν, άλλωστε μέσες-άκρες τα υπόλοιπα του τα είχα πει. Καθίσαμε αμίλητοι απολαμβάνοντας ο ένας την παρουσία του άλλου ενώ το χέρι του δε σταμάτησε ούτε στιγμή να με χαϊδεύει. Η εικόνα που είχα σχηματίσει από τα γραπτά του ήταν πέρα για πέρα λάθος, δίπλα μου ήταν ένας πολύ γλυκός, πολύ τρυφερός και πιθανότατα πολύ ευαίσθητος άνθρωπος που αγαπούσε τη ζωή και δεν άφηνε στιγμή να πάει χαμένη. Παρά την επίσκεψή μου στον «Ιεροεξεταστή», και αφού άρχισα να τον γνωρίζω καλύτερα, αδυνατούσα να συνδυάσω την εικόνα του με την εικόνα ενός σαδιστή. Διόρθωση, αλγολάγνου! Ο ίδιος μου είχε πει ότι ήταν μαζοχιστής και όχι με την έννοια του παθητικού αλγολάγνου και δεν είχα λόγο να μην το πιστέψω, οπότε πρέπει να το έκρυβε πολύ καλά. Γενικά φαινόταν σαν να είχε περικυκλώσει τον εαυτό του με τείχη, και πίσω από κάθε τείχος υπήρχε ακόμα ένα και ακόμα ένα και ακόμα ένα.

    Μου είχε πει ότι προτιμούσε να ακούει παρά να μιλάει αλλά ίσως αυτό να οφείλονταν στο ότι δεν έβρισκε ευήκοα ώτα ή -ίσως- ήταν εξαιρετικά επιλεκτικός σε τι ώτα θα μιλούσε. Πέρα από τη φαινομενική σκληράδα των γραπτών του, έδινε την εικόνα μεγάλου χαβαλετζή, και παρόλο που είχε χιούμορ, από κοντά ήταν πιο μετρημένος, καμία σχέση με το Μιχάλη που είναι ο ίδιος παντού. Και μιας και λέμε Μιχάλης, ορίστε, του εξομολογήθηκα τον κρυφό μου έρωτα για εκείνον και, σε αντίθεση με μένα που ένιωσα ένα τσιμπηματάκι ζήλειας για τα χθεσινά του -κατά τα φαινόμενα- τσιλιμπουρδίσματα εκείνος δεν φάνηκε να πειράχτηκε καθόλου για τα αντίστοιχα δικά μου, ίσα-ίσα φάνηκε να το διασκεδάζει.

    Εκείνη τη στιγμή ο Αρίστος με έσφιξε στην αγκαλιά του και όταν έγειρα πάνω του άρχισε να με χαϊδεύει τρυφερά στο κεφάλι. Παρά τις όποιες μου αμφιβολίες για το μέλλον, ένα πράγμα μου είχε γίνει ξεκάθαρο, ασχέτως της όποιας κατάληξης, μια νέα σχέση είχε ξεκινήσει. Με ένα μικρό βήμα αρχίζει ακόμα και ένα ταξίδι χιλίων μιλίων, είχε πει ο Lao Tzu, και είχα κάνει αυτό ακριβώς, το πρώτο μικρό διστακτικό βήμα…

    …και όπου έβγαζε!

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
  11. skia

    skia Contributor

    Αναρωτιέμαι ποιο ζευγάρι θα ξεπεταχτεί από ποια γωνία...
     
  12. antreas Armatas

    antreas Armatas Regular Member

    Με την άτοπο απαγωγή ποιος έχει αρσενικό καυκάσιο σκύλο και μάλιστα ψάχνει να τον ζευγαρωσει;
    Λάμψη γίναμε.
    Για μα μην κάνω Μεγα σφάλμα και πω ότι γίναμε Δυναστεία.
    Ορίστε το ξεστόμισα ο Αμαρτωλός