Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Το πρώτο τανγκό στο Παρίσι

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Εμπειρίες' που ξεκίνησε από το μέλος bas, στις 18 Ιανουαρίου 2025.

  1. bas

    bas Διαθέσιμη μόνο για υπάκουα κορίτσια

    Μου την συνέστησε ένας κοινός διαδικτυακός φίλος. «Είναι ένα γλυκό, υπέροχο πλάσμα. Μπερδεμένο κάπου, αλλά κράτα αυτά: γλυκό και υπέροχο». Συμπλήρωσε στο μήνυμα του: «εκπληκτικά όμορφη, όπως ακριβώς σου αρέσουν τα κορίτσια. Την λένε Αφροδίτη» . Εγώ μόλις είχα βγει από μια μακροχρόνια σχέση που έληξε οδυνηρά και άδοξα. Δεν πειράζει, έτσι είναι η ζωή. Να μην τα πολυλογώ, της έγραψα ένα διακριτικό μήνυμα στο Viber. Απάντησε.

    Έμαθα λοιπόν πως σπούδαζε στην καρδιά της Ιταλίας, την βροχερή Μπολόνια. Ευρωπαϊκή ιστορία και πολιτισμό. Έμοιαζε από την κάμερα καλοβαλμένη. Καστανόξανθη με γαλάζια μάτια. Την άκουγα να κελαηδάει μέσα από τα ηχεία κι ήταν σαν να βλέπω την Φλόρα στην Πριμαβέρα του Μποτιτσέλι ολοζώντανη.


    Δεν της έλεγα τίποτε, δεν έκρινα αλλά μέσα μου υπέφερα. Μην πείτε τίποτε, ξέρω… κι ο Έρωτας από την Πριμαβερα αποφάσισε να μην περιοριστεί στο δισδιάστατο καμβά, αλλά να στρέψει τα βέλη του σε μένα, την καημενουλα που στην αρχή σκοπό μου είχα μόνο να παρατηρώ…


    Παρατηρούσα λοιπόν κι έλιωνα… άκουγα και σπάραζα… ξάπλωνα και την φανταζόμουν στην αγκαλιά μου… καιγόμουν κι αυτή κελαηδούσε… «θέλω να σε δω Αφροδίτη», της έλεγα. «Πότε θα κατέβεις Ελλάδα;». «Αχ δεν μπορώ, δίνω μαθήματα.», την μια. «Να πάρω το αεροπλάνο και να έρθω εγώ γλυκειά μου;», επέμενα εγώ. «Αχ ξέρετε, έχει ένα party στην Φώρεντία και θα πάμε.», ανακοίνωνε και έχω ενιωθα να μου ξεσκίζονται τα σωθικά. Αλλα δεν της έλεγα λέξη. Κυρια. Κλαμμένη, αλλά Κυρία.

    Μέχρι που το Σύμπαν συνωμότησε και για μένα. «Θα πάω για ένα σεμινάριο στο Παρίσι κυρία Βάσια! Αχ, πόσο βαριέμαι! Δεν ξέρω τίποτε από το Παρίσι, θα κόψω φλέβες!».

    Το Παρίσι βαρετό! Αχ, το πολυαγαπημένο υπέροχο Παρίσι, το γεμάτο φως, έρωτα και πάθος Παρίσι μου δείχνει το δρόμο. Σκέφτομαι: ή τώρα ή ποτέ, έχεις την ευκαιρία σου τώρα, πες το Βάσια… και ναι, το λέω: «κοίτα σύμπτωση, θα είμαι κι εγώ εκεί αυτές τις ημερομηνίες, θα χαρώ πολύ να βρεθούμε και να σε ξεναγήσω.». Ψέματα φυσικά, τίποτα δεν είχα. Κι ακολουθεί μια σιωπή μεγαλύτερη - έτσι μου φάνηκε - κι από την εποχή των Παγετώνων…τα πόδια μου τρέμουν, το στομάχι μου έχει δεθεί κόμπος και τα χέρια μου έχουν ιδρώσει… μέχρι που:

    «Ναι, ναι!», ακούω από τα ακουστικά, την βλέπω να λάμπει, το γέλιο της κελαρυζει, «ναι, ναι, θα το κάνετε αυτό για μένα, σας ευχαριστώ τόσο πολύ!»

    Το ποια θα ευχαριστήσει ποια, κι αν θα την ευχαριστήσει θα το δούμε, αλλά καμμία σημασία δεν έχει τώρα, τώρα μένουν μόνο οι λεπτομέρειες του ταξιδιού μας.



    Τηλέφωνο το άλλο πρωί στον Αντρε, τον πολυαγαπημένο μου φίλο. «Mon cher ami συνεχίζει να είναι άδειο η σοφίτα σου;», ρωτάω όλο αγωνία. Ο Αντρε έχει μια υπέροχη σοφίτα σε ένα εξαώροφο κτίριο διακοσίων και βάλε ετών, στα στενάκια της Μονμάρτης. Παρότι έχει φύγει εδώ και χρόνια για την Βρετάνη για να ζήσει ήσυχα με το καλό του, ξέρω πως κρατάει το ησυχαστήριο στο Παρίσι όπως το λέει, ελεύθερο και διαθέσιμο. «Εάν είναι να το χρησιμοποιήσεις για τα μανατζεριλικια σου, όχι, δεν είναι… εάν είναι για σένα και τα κορίτσια σου, τα κλειδια είναι πάντα στο bistro απέναντι.», μου λέει.

    Και μια τεράστια χαρά με πλημμυρίζει! Είναι τόσο γεμάτο από έρωτα αυτό το παλιακο σπίτι με τα δοκάρια και τους καθρέφτες. «Πάνω στα κλειδιά είναι κι αυτά του Χερμπυ. Κανε τον κι αυτόν βόλτα, είναι πάντα στο ίδιο μέρος», συμπληρώνει. Όπου Χερμπυ ένα πανάρχαιο 2CV που πρέπει να το έχουμε σπρώξει περισσότερα χιλιόμετρα κι από το γύρο της Γαλλίας.

    Υπέροχα, υπέροχα!!! Έχουμε σπίτι, έχουμε αυτοκίνητο, έχουμε και την κατακαημένη σκηνοθέτρια να περιμένει πως θα βγάλει το καλύτερο από την υπέροχη πρωταγωνίστρια.

    Οι μέρες περνούν γρήγορα. Τα εισιτήρια και οι τρέχουσες επαγγελματικές υποχρεώσεις ρυθμίζονται γρήγορα κι όπως όπως. Δεν έχω μυαλό για τίποτε, σκέφτομαι μόνο τη σοφίτα του Αντρε κι οργανώνω τα σχέδια μου.



    Φτάνω στο Φεβρουατικο κρύο και βροχερό Σαρλ ντε Γκωλ. Διασχίζω γρήγορα τις άψυχες αίθουσες γεμάτες με ανθρώπους με άδεια μάτια και χώνομαι στο μετρο. Μετράω ώρες, πρέπει να βιαστώ, το απόγευμα έρχεται, φτάνει! Στο bistro o Michel, ο άνθρωπος πίσω από τον πάγκο που σίγουρα υπήρξε υπασπιστής του Ναπολέοντα και ξέχασε να τον πάρει ο χάρος στο Βατερλώ, με αγκαλιάζει, με φιλάει, καλωσορίζει την τρελή ελληνίδα και μου παραδίδει τα κλειδιά. Μέσα στην τρεχάλα του υπόσχομαι πως αύριο θα ετοιμάσει cafe για το πιο υπέροχο κορίτσι και τρέχω να αφήσω στην σοφίτα την βαλίτσα μου.



    Και επιτελους την περιμένω στις αφίξεις του Ορλι. Την βλέπω και λιώνω… είναι τόσο όμορφη! Πολύ πιο όμορφη από την άψυχη οθόνη… φοράει ένα λεοπάρ μαντηλι στο κεφάλι της, γυαλάκια - δεν την είχα δει ποτέ με αυτά - μια μαύρη πλισέ φουστιτσα, ένα φαρδύ άνετο πουλόβερ και πάνινα μαύρα παπουτσάκια.

    Τρέχει καταπάνω μου, στέκεται απέναντι μου, κοντοστέκεται και για πρώτη φορά ακούω την φωνούλα της ζωντανά: «Αχ επιτέλους, βρισκόμαστε από κοντά!». Καταλαβαίνω πως δεν ξέρει τι να κάνει, αχ μικρό μου, τι να πει, που να κοιτάξει. Την αγκαλιάζω λοιπόν τρυφερά, σαν την μεγάλη της αδελφή, της λέω πως ξεπερνάει και τα πιο αισιόδοξα όνειρα μου και την παροτρύνω να με ακολουθήσει. Οι αποσκευές της είναι ένα μόνο σακίδιο στην πλάτη - αχ τα νιάτα - και μάλλον είναι πολύ κι αυτό.

    Και να, μπροστά μας είναι ο Χερμπυ που την καλοδέχεται και αναστενάζει. Αμήχανη σιωπή που ξεπερνιεται με την βραχνή φωνή της Εντιθ Πιάφ στο αρχαίο ραδιόφωνο. Της λέω πως της έχω μια έκπληξη, κάτι που πρέπει να δει πρώτα από όλα στο Παρίσι. Φτάνουμε στην καρδιά της πόλης και κινούμαι από τα πιο απίθανα στενάκια για να έχει μάτια μόνο για την έκπληξη που της έχω ετοιμάσει. Παρόλα αυτά γελαει σε καθε όμορφη γωνιά και τιτιβίζει συνεχώς: «Αχ δείτε, τι όμορφα λουλούδια, καφέ, γέφυρα…».

    Κι επιτέλους φτάνουμε. Αφήνω το αυτοκίνητο σε ένα πανύψηλο μαύρο παρκαδόρο που καρφώνει ξεδιάντροπα τα μάτια του στο κωλαρακι της Αφροδίτης κι εγώ θέλω απλά να τον κόψω φέτες. Περπατάμε μερικά λεπτά και την περνάμε από την πλαϊνή πόρτα από την Rue de Lille στο Musée d'Orsay. Την νοιώθω να μαγκώνεται - ξέρω πως μέσα της σκέφτεται: «τι σε μουσείο θα την βγάλουμε, τι πράγματα για γέρους είναι αυτά…» και προσπαθώ να διασκεδάσω τις ανησυχίες της: «σε πέντε λεπτά φτάνουμε, είμαι σίγουρη πως θα σου αρέσει…».

    Ανεβαίνουμε λοιπόν στον δεύτερο όροφο, περνάω σαν τρελή δίπλα από αριστουργήματα, παρακαλώ τον Ρέμπραντ, τον Νταλί και τον Πικάσο να με συγχωρέσουν, «θα την χάσω, συγχωρήστε με, θα έρθει κι η δική σας ώρα» και ναι φτάνουμε εκεί που θέλω και ξαφνικά την βλέπω να παγώνει, έχει μείνει άφωνη, μαγνητισμένη, μαγεμένη…

    Μπροστά μας είναι «Η προέλευση του Κόσμου»…


    «Η απόλυτη απεικόνιση του θηλυκού», της λέω. «Του θηλυκού που είναι αυτό που γεννά τα πάντα κι όλα ξεκινούν από αυτό. Η Γαία η Ευρύστερνη όπως έγραψε κι ο Ησίοδος», συμπληρώνω.

    Με κοιτάζει χωρίς να λέει τίποτα με μάτια βουρκωμένα. Έτσι πάει. Μπορεί και να μην με έχει ακούσει καν. Την μεγάλη Τέχνη ή την λατρεύεις ή την κοροϊδεύεις. Την τραβάω από το χέρι και φεύγουμε. Δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο προς ώρας…

    Έχει πια βραδιάσει… Την τραβαω προς το Σηκουάνα και τη Βασιλική Γέφυρα. Το Παρίσι λάμπει όπως πάντα, αλλά το ποτάμι είναι μαύρο όπως αυτό που κρύβουμε μέσα μας, προκλητικά όμορφη η αντιθεση, οι επιβάτες στα ποταμόπλοια μας χαιρετούν… Με τραβάει από το χέρι, τα μάγουλα της έχουν κοκκινήσει από την ψύχρα - αχ είναι τόσο ελαφριά ντυμένη - “ήταν πανέμορφο μου φωνάζει, σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ!!!” κι εκεί στην μέση της γέφυρας γυρίζει, με αγκαλιάζει και χωρίς να πει τίποτε με φιλάει. Βαθιά, παθιασμένα, σαν να μην υπάρχει αύριο και μου κόβεται η ανάσα και τα πόδια. Μένω άφωνη, δεν ξέρω τι να πω… Αλλά ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή εγώ ελπίζω και περιμένω την απόφαση της, στην μαγική αυτή στιγμή που και τα άστρα κρατάνε την ανάσα τους η Αφροδίτη με λυτρώνει: “Θέλω να πάμε στο δωμάτιο Σας. Τώρα!”

    Κι η επιθυμία της είναι διαταγή!



    Στο αυτοκίνητο σιωπή. Η Αφροδίτη ακίνητη. Φρόντιζα μόνο να την αγγίζω χαλαρά στο πόδι. Εκείνη το μόνο που έκανε να αγγίζει το χέρι μου. Έδειχνε σαν να είχε πάρει μια μεγάλη απόφαση που δεν είχε συνειδητοποιήσει ούτε η ίδια την έκταση και τις συνέπειες της.

    Ο Χερμπυ με βγάζει ασπροπρόσωπη τελικά. Φτανει κάτω από το σπίτι, παρκάρω όπως όπως, την αφήνω να πάρει το σακιδιο της και ανοίγω την βαριά σιδερένια πόρτα για να περάσουμε στην μικρή στοά που οδηγεί στην είσοδο…

    Και ξαφνικά είναι σαν να έχουμε περάσει σε άλλο κόσμο. Το πολύβουο Παρίσι δεν ακούγεται πια, εμείς στο σκοτάδι βλέπουμε έξω στα φώτα, στο δρόμο, αλλά οι άνθρωποι εκεί έξω δεν μας βλέπουν, είμαστε σε μια φούσκα, οι δυο μας.

    Περπατάμε τα δέκα μέτρα που μας χωρίζουν από την πόρτα της εισόδου κσι την σκάλα προς το δώμα. Γύρω μας οι δεκάδες γλάστρες της συνταξιούχου πια θυρωρού, της Madame Clarisse δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας.

    Η Αφροδίτη είναι μισό μέτρο πίσω μου. Την αισθάνομαι. Διαισθάνομαι πως νιώθει μετέωρη, σε μια μοναδική, άπειρη στιγμή, του τώρα ή ποτέ.

    Βάζω το κλειδί στην πόρτα. Γυρίζω και την κοιτάζω. Κατεβάζει το βλέμμα. Αλλά σαν να το ξανασκέφτεται, σηκώνει το κεφάλι και με κοιτάζει με αυτές τις γαλάζιες θάλασσες με θράσος και περιέργεια.

    «Μικρούλα μου… γλυκειά μου Αφροδιτούλα…» της λέω, «μόλις περάσουμε αυτή τη πόρτα θα αλλάξουν τα πάντα… εσύ θα πάψεις να είσαι η Αφροδίτη αλλά θα γίνεις η Αφροδίτη ΜΟΥ» είπα τονίζοντας «μου». «Αλλά κι εγώ θα πάψω να είμαι η κυρία Βάσια για σένα και θα γίνω η Κυρία ΣΟΥ!», συμπλήρωσα τονίζοντας αυτή την φορά το «σου». «Τα καταλαβαίνεις αυτά γλυκό μου κορίτσι;», είπα ενώ τα πόδια μου έτρεμαν. Κι εκεί ήταν που έριξα - και σε κεινη, αλλά και σε μένα, το τελικό μου , μεγάλο όπλο: «Θέλω να ξέρεις πως πίσω από αυτή την πόρτα δεν θα αποφασίζεις πια, όλη σου η ζωή θα είναι στα χέρια μου και η μόνη διέξοδος που θα έχεις είναι να ανοίξεις την πόρτα και να φύγεις. Εντάξει;». Κι επιτέλους έβαλα τελεία περιμένοντας με αγωνία την αντίδραση της.

    Σιωπή. Δέκατα δευτερολέπτου σαν χιλιετίες. Ξαφνικά έπεσε πάρα πολύ κρύο. Και…

    «Ναι Κυρία. Τα καταλαβαίνω.»

    Είναι δικιά μου. Επιτέλους. Δικιά μου!!!



    Την αγκαλιάζω, μένει ακίνητη. Την φιλάω. Δεν ξέρει πως να αντιδράσει. Η γλώσσα της ψάχνει αμήχανα την δική μου. Την σταματώ. Την γυρίζω προς τον τοίχο. «Κλείσε τα μάτια», της λέω κι είναι η πρώτη μου εντολή προς αυτήν και ξέρω πως θα την θυμάμαι κι εγώ και εκείνη για πάντα.

    Το κάνει. «Τα χέρια στον τοίχο. Άνοιξε τα ποδια σου». Ακολουθεί τις εντολές μου σαν υπνωτισμένη. Τα χέρια μου ψάχνουν το στήθος της. Περνάνε γρήγορα πάνω από τις ρώγες της. Είναι σκληρές και στο μέγεθος που πρέπει. Αναστενάζει λιγωμένη. Το αριστερό μου χέρι χώνεται κάτω από το πουλόβερ και αρχίζει να τις παιδεύει. Το δεξί μου χέρι σηκώνει την φουστιτσα της και κατευθύνεται εκεί που έχω χιλιάδες φορές ονειρευτεί πως κάνω δικό μου. Την χαϊδεύω πάνω από το εσώρουχο. Βογκάει. Ξέρω πως θα τελειώσει σε δευτερόλεπτα εάν συνεχίσω. Δεν θα το κάνω, έχω άλλα σχέδια.

    Τραβάω τα χέρια μου ενώ το σώμα της δείχνει πως με ψάχνει. «Γιατί Κυρία σταματήσατε;», με ρωτάει. «Σκασμός και ακίνητη» της απαντώ.. Είμαι μούσκεμα κι εγώ, αλλά δεν με νοιάζει, θα ικανοποιηθώ αργότερα.

    Βγάζω από την τσάντα μου το αγαπημένο μου κολαρο. Χωρίς στολίδια. Ροζ. Χρηστικό. Της το φοράω. Την γυρίζω. Με κοιτάζει. Είναι εξιταρισμένη εντελώς. Κλιπαρω την αλυσιδα. Μαζεύω το σακιδιο της, ξεκλειδώνω, μπαίνουμε μέσα, με ακολουθεί χωρίς λέξη

    Ανεβαίνουμε τις σκάλες. Όροφο όροφο την οδηγώ στο πιο ψηλό δωμάτιο του κάστρου: το δικό μας. Δεν με νοιάζει εάν ανοίξει κάποια πόρτα. Εδώ είναι Παρίσι και στο συγκεκριμένο κτίριο έχουν δει σχεδόν τα πάντα.

    Φτάνουμε στον πεμπτο. Ένας όροφος ακόμη. Η σκάλα είναι τώρα στενή, απότομη και ξύλινη. Κοντοστέκομαι. Η Αφροδίτη μου, το κορίτσι μου περιμένει πίσω, με το λουράκι να μας ενώνει.

    Περιμένω. Τα φώτα στις σκάλες σβήνουν. Αυτό ήθελα. Το μόνο φως είναι από την πόλη και μπαίνει μαγικά από την τζαμαρία στην στέγη. Η μικρή μου τρομάζει. Δεν της αφήνω περιθώρια. «Στα τέσσερα, σαν σκυλάκι», της λέω. Το κάνει. Χωρίς καμμία αντίρρηση. Χωρίς καμμιά λέξη. Ανεβαίνουμε τα τελευταία σκαλιά. Όπως πρέπει. Ακούω την ανάσα της γρήγορη και βαριά. Βλέπω το κωλαρακι της να λικνίζεται. Αισθάνομαι στο χέρι μου την κίνηση της. Μυρίζω στον αέρα την μυρωδιά του αφρόλουτρου, του αρώματος, του ιδρωτα της και της καβλας της. Και το μόνο που μενει ανικανοποιητη είναι η γεύση μου. Αλλα σε λίγο θα ικανοποιηθεί κι αυτή.

    Ανοίγω και μπαίνουμε μέσα στην σοφίτα, στο παλάτι μας… εδώ που τα χέρια μου θα γίνουν τα δεσμα και τα φτερά για τον κορίτσι μου, το μωρό μου, τη σκλάβα Μου…



    Μπαίνουμε μέσα και κλειδώνω. Αφήνω τα κλειδιά πίσω από την πόρτα. Είπαμε: “όποτε θέλει ξεκλειδώνει και φεύγει. Ξεκάθαρη συναίνεση. Εθελοδουλία.”

    Την σταματώ και την σηκώνω. Της βγάζω το πανοφώρι της. ”Σήκωσε τα χέρια σου ψηλά”. Το κάνει. Έχει σειρά το πουλόβερ της. Παίρνει κι αυτό την σειρά του. . Ευτυχώς θυμήθηκα να αφήσω την θέρμανση ανοιχτή και το δωμάτιο είναι όσο πρέπει ζεστό. Φοράει ένα καφέ δαντελένιο στηθόδεσμο. Φεύγει κι αυτός με την σειρά του. Κι επιτέλους βλέπω το στήθος της. Είναι υπέροχο! Ούτε μικρό, ούτε μεγάλο με δύο υπέροχες ρώγες. Σκύβω και τις φιλάω. Ανατριχιάζει και βογκάει. “Ακίνητη”, της λέω. Το κάνει. Φεύγει και η φουστίτσα της και γίνεται ένας μικρός σωρός στο πάτωμα. Το εσώρουχο της είναι σετάκι με το στηθόδεσμο. Φεύγει κι αυτό. Τα ρούχα της από έξω την δείχνουν απλή, νεανική, ατημέλητη. Τα εσώρουχα της δείχνουν την σύνθετη, ώριμη και μοδάτη πλευρά της. Μ αρέσει. Το εσώρουχο της ακολουθεί την μοιραία του πορεία…

    Κι επιτέλους στέκεται ολογυμνη μπροστα μου, με τα χέρια της ψηλά! Είναι πανέμορφη, μια θεά. Την αφηνω να στέκεται ακίνητη, με τα χερια ψηλά, πίσω από το κεφάλι της, Κάνω βολτες γυρω της και την παρατηρώ όπως η λέαινα το θύμα της. Μόνο που εγώ το θύμα αυτό το έχω ερωτευτεί, το αγαπώ, το θέλω… Δεν έχει σκύψει το κεφάλι, το βλέμμα της παρακολουθεί κάθε μου κίνηση. Είναι ξεκάθαρο για μένα πως δεν φοβάται, απλά περιμένει την συνέχεια.

    Υπόσχομαι στον εαυτό μου πως δεν θα διαψεύσω τις προσδοκίες της, πιάνω το λουράκι και την τραβάω προς το μπάνιο.



    Ανοίγω το νερό. Φροντίζω την θερμοκρασία. Το νερό πέφτει σαν βροχή από ψηλά. Τα μαλλάκια της μουσκεύουν και ρυάκια τρέχουν στο κορμάκι της. Οι ρωγούλες και το μουνάκι της σχηματίζουν μικρούς καταρράκτες. Σαμπουάν στα μαλλάκια της και τις κάνω απαλό μασάζ. Αφρόλουτρο στο σφουγγαρι κι αρχίζω να την τρίβω. Το δέχεται με ευχαρίστηση. Το νερό την ίδια στιγμή την ξεπλένει. Κι άλλο αφρόλουτρο στα δάκτυλα μου αυτή την φορά. “Άνοιξε τα ποδαράκια σου λουλούδι μου” της λέω. Σαπουνίζω το μουνάκι της επιμένοντας στην κλειτορίδα της και βογκάει. “Ακίνητη” της λέω και την ξεπλένω. Σειρά έχει η τρυπούλα πίσω. Είναι σφικτή αλλά με καλοδέχεται. Αναστεναγμός και σκύβει ελαφριά για να με διευκολύνει. Δεν της χαλάω το χατήρι, βάζω ολόκληρο το δάκτυλο μου μέσα της και την σκαλίζω. Βογκάει από επιθυμία. Σταματώ, την ξεπλένω και κλείνω το νερό. Πάντα με τα χέρια ψηλά, φορώντας το κολλάρο της, την σκουπίζω με μια καταλευκη, απαλή, τεράστια πετσέτα.

    Μυρίζει τόσο όμορφα…

    Η πετσέτα φεύγει. Το δωμάτιο είναι ζεστό, δεν θα κρυώσει. Τα μαλλάκια της είναι υγρά, δεν πειράζει όμως. Εγώ έχω κάνει ντουσάκι λίγες ώρες πριν, ίσως αργότερα κάνω κι εγώ. Την τραβάω από το λουράκι. Βγαίνουμε από το μπάνιο. Φτάνουμε στην μέση του εννιαίου δωματίου. Στην μία άκρη είναι η μικρή κουζίνα με ένα μικρό τραπέζι. Στην άλλη άκρη ένα τεράστιο σιδερένιο κρεβάτι με κάγκελα και ουρανό. Στην μέση ένας μεγάλος καναπές, δύο παλυθρόνες και η τηλεόραση. Και μια μεγάλη ντουλάπα που ξέρω ότι υπάρχει κάθε είδους παιχνίδι μπορείς να φανταστείς. Στην μέση δύο μεγάλα δοκάρια σαν κολώνες στηρίζουν την στέγη και συνδέονται με οριζόντια μικρότερα. Από αυτά κρέμονται μόνιμα ιμάντες με κρίκους, φαινομενικά για γυμναστική αλλά έχουν κι άλλες χρήσεις για όσους ξέρουν.

    Την πάω στο κάθετο δοκάρι. “Σήμερα θα γίνεις η γατούλα μου”, της λέω. “Η μικρή, μοναδική, πολυαγαπημένη μου γατούλα”, συμπληρώνω. Ανοίγω την βαλίτσα μου και βγάζω μια δερμάτινη μάσκα. Της την φοράω. Αναστενάζει. “Αχ κυρία Βάσια, δεν το έχω ξανακάνει, δεν ξέρω τι να κάνω…”, μου λέει. “Να είσαι εσύ” της λέω και της την φοράω…

    -Ξέρεις οι γατούλες έχουν και ουρίτσα…
    -Aχ, ναι, ναι έχουν, απαντά λιγωμένα υποψιασμένη για το τι θα συμβεί..

    Βγάζω μια όμορφη ταπούλα, ούτε πολύ μεγάλη, ούτε πολύ μικρή, που είναι στολισμένη με μια υπέροχη, ασπρόμαυρη ουρίτσα. Την βάζω στο στόμα μου και την σαλιώνω καλά καλά.. Με κοιτάζει με τα υπέροχα γαλάζια μάτια της, τόσο υγρά και όμορφα. Την βγάζω και την βάζω στο στοματάκι της.. Την ίδια στιγμή ρίχνω λάδι στο πισινούλη της κι αρχίζω να παιδεύω με το δάχτυλο μου την τρυπούλα της. Δεν μιλάει, μόνο βογκάει και τουρλώνεται. Συνεχίζω, ενώ εκείνη χαλαρώνει και ρουφάει πρώτα ένα, μετά και δεύτερο μέσα της. Παίρνω την τάπα από τα χειλάκια της, μια γραμμή από σάλιο τεντώνεται και σπάει και δοκιμάζω να της την βάλω.

    -Πονάει Κυρία, μου λέει

    Δεν δίνω και μεγάλη σημασία. Συνεχίζω να προσπαθώ και της σπρώχνω το κεφάλι προς τα κάτω. Πονάει, το βλέπω, αλλά δεν τα παρατάει, προσπαθεί να με διευκολύνει. Και ναι, είναι μέσα της, η ουρίτσα της στολίζει το κωλαράκι της. Βογκάει..

    -Αχ είναι τέλειο Κυρία!, μου λέει.
    -Σκασμός γατούλα μου. Τώρα μόνο θα νιαουρίζεις…, λέω χωρίς να δέχομαι αντιρρήσεις.
    -Νιάου!, έρχεται η λιγωμένη απάντηση.
    -Στα άτακτα γατάκια βάζουμε κουδουνάκια για να μην τα χάνουμε…, συνεχίζω…
    -Νιάου, συμπληρώνει.

    Πιάνω από την βαλίτσα με τα καλούδια μας δύο τσιμπιδάκια με μωβ κουδουνάκια και περνάω την πρώτη στην ρωγούλα της. Πονάει όσο πρέπει, βογκάει και προσπαθεί να τραβηχθεί στη δεύτερη. “Στην θέση σου άτακτη” της λέω και της περνάω και την δεύτερη. Παραπονιέται αλλά μένει ακίνητη.

    -Νιάου…
    -Στα τέσσερα γατούλα, της λέω και εκείνη πέφτει στα τέσσερα. Πάμε βόλτα…

    Με ακολουθεί υπάκουα. “Δίπλα μου”, της λέω και παίρνει πρόθυμα. Φτάνω στην πολυθρόνα. Κάθομαι. Γονατίζει δίπλα μου. Με κοιτάζει και καταλαβαίνει. Σκύβει κι αρχίζει να μου γλύφει τα δάκτυλα των ποδιών. Ενα ένα, τα μουσκεύει. Προσπαθεί να τα ρουφήξει. Βάζει το μεγάλο δάκτυλο, προσπαθεί και δεύτερο. Ισα ίσα που τα καταφέρνει. Προσπαθεί και τρίτο. Πνίγεται. Τραβάω το πόδι και το βάζω ανάμεσα στα δικά της. Προσπαθώ να βρω το μουνάκι της. Τα χειλάκια του προβάλλουν προκλητικά. Αρχίζει να τρίβεται πάνω του. Με τα χεράκια της λυγίζει το άλλο πόδι μου και συνεχίζει να το γλύφει… Βογκάει.γλύφει χαιδεύει τα πόδια μου και ταυτόχρονα προσπαθεί να πάρει μέσα της το πόδι μου. Δεν το καταφέρνει αλλά δεν έχει σημασία: ξάφνου νοιώθω το πόδι μου να μουσκεύει από ένα ποταμάκι από ζουμάκια που τρέχουν από μέσα της. Τρέμει ολόκληρη, δαγκώνει ελαφριά τα δάκτυλα μου… Την αφήνω να ηρεμήσει, της σηκώνω το πρόσωπο, την κοιτάζω στα μάτια, της χαμογελώ και την χαστουκίζω. Όχι δυνατά, αλλά τρομάζει! “Κακό γατάκι, τέλειωσες χωρίς να με ενημερώσεις… Πρέπει να πάρεις ένα μάθημα. Ανέβα ανάποδα στην πολυθρόνα στα τέσσερα…”, της λέω,

    Το κάνει σαν χαμένη…

    Την χτυπώ με το χέρι. Οχι δυνατά. Αλλα τεχνικά, να ακούγεται. Στο ένα κωλομερι. Μετά στο άλλο. Αναστενάζει. Ξανά. Κσι ξανά. Μουγκρίζει… Κι άλλα χτυπήματα. Βογκάει… ο πισινουλης της έχει κοκκινίσει… εννιά, δέκα! Ο πισινουλης της είναι κατακόκκινος…γλιστράω το χέρι μου κάτω από την ουρίτσα της, στο μουνακι της. Εινσι μούσκεμα, σαν να το έχω βάλει σε καυτό σιρόπι… πιάνω την ζώνη μου από την αστείρευτη βαλίτσα… αλλά δέκα χτυπήματα… είναι πια χαμένη… φοράω ένα harness με ένα μεσαίο dildo… τα ζουμιά της έχουν τρέξει στα μπουτακια της… της το ακουμπάω και… με ένα μόνο σπρώξιμο ειναι όλο μέσα της και την πηδάω κανονικά… στο τρίτο κιόλας χτύπημα ουρλιάζει «χύνω κυρία, χύνω, χύνω!!!», το σώμα της σχηματίζει ένα τόξο και καταρρέει ξέπνοη.

    Έρχομαι από πλάτη της πολυθρόνας. Την σηκώνω, την αγκαλιάζω και την φιλάω. Τα μανταλάκια έχουν φύγει από τις ρώγες της. Δεν πειράζει. Σκύβω και της γλύφω το στήθος, δαγκώνω ελαφριά τις ρώγες της, τις τσιμπάω ελαφρια Μουγκρίζει.. Σταματώ. Και σκύβει στο δικό μου: “Αχ έχετε υπέροχο στήθος” μου λέει και αρχίζει να με πιπιλάει και να με χαιδεύει με λαχτάρα. Την διακόπτω και της λεω να κάτσει κανονικά. Το κάνει κι έρχομαι μπροστά της. Κι επιτέλους είναι μπροστά μου με ανοιχτά τα πόδια της, την ουρίτσα της να κρέμεται, υγρή, ανοιχτή, έτοιμη… Της λέω να της βγάλω την τάπα… ¨Οχι, όχι κυρία, είναι τόσο όμορφα εκεί…” μου λέει. Και την ακούω.

    Γονατίζω και πλησιάζω στην δική της “προέλευση του Κόσμου”, το καυτό μουνάκι της. Είναι άτριχο εντελώς - για μένα το ετοίμασε το κορίτσι μου -, τα χειλάκια της είναι στραμμένα προς τα έξω, πόσο όμορφα διαφορετικό από τα δικά μου που γυρίζουν προς τα μέσα σαν να ντρέπονται, και η κλειτορίδα της προβάλει προς τα έξω σαν δακτυλάκι… Πλησιάζω κι αρχίζω να την γλυφω λιγωμένα, να την γεύομαι, να την ρουφάω και να την δαγκώνω, σαν να μην υπάρχει αύριο, παρά μόνο το τώρα! Και δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από το κοινό μας Εδώ και Τώρα!


    Μέχρι που χύνει πάλι…τα μαζεύω όλα, δεν αφήνω τίποτε να χαθεί, είμαι η μητέρα γάτα που καθαρίζει το γατάκι της, μέχρι που μένει πεντακάθαρη. Σηκώνομαι. Το δικό μου τώρα μουνάκι είναι στο ύψος του προσώπου της… “Ζαλιζομαι κυρία” , μου λέει. Σκύβω και της βγάζω την μάσκα. Την φιλάω τρυφερά. “Ολα εν τάξει μικρό μου;”, την ρωτάω. Και χωρίς να μου απαντήσει, μαντεύει την επιθυμία μου και σκύβει στη δική μου προέλευση του Κόσμου κι αρχίζει να με προσκυνά… Κι εγώ να χύνω, να χύνω, να χύνω… “Αχ πως το κάνετε αυτό κυρία”, ρωτά με τα ζουμιά μου να τρέχουν στο λαιμουδάκι της. “Θα σε μάθω εγώ μωρό μου” τις απαντώ και συνεχίζω να χύνω κατευθύνοντας με τα χέρια μου το προσωπάκι της εκεί που θέλω. Μέχρι που ένας συγκλονιστικός οργασμός με διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα για να καταρρεύσω πάνω της.

    ….

    Αχ υπέροχο, μαγικό, ερωτικό Παρίσι σε ευχαριστώ!
     
    Last edited: 18 Ιανουαρίου 2025
  2. ChrisZab11

    ChrisZab11 Regular Member

    Θα το διαβάσω με προσοχή ...ξανά !!
     
  3. bas

    bas Διαθέσιμη μόνο για υπάκουα κορίτσια

    Η ιστορία είναι καθόλα αληθινή. Απλά έχω αλλάξει κάποια πράγματα για την προστασία του απορρήτου και την έχω αποδώσει λογοτεχνικά.

    Αλλά η ουσία παραμένει ακριβής.
     
    Last edited: 18 Ιανουαρίου 2025
  4. Γερακι

    Γερακι Regular Member

    Γραφεις πολυ ομορφα!
     
  5. bas

    bas Διαθέσιμη μόνο για υπάκουα κορίτσια

    Σας ευχαριστώ!
     
  6. KA.77

    KA.77 Premium Member

    Απολαυστικό!
     
  7. bas

    bas Διαθέσιμη μόνο για υπάκουα κορίτσια

    Ευχαριστω!
     
  8. crisxxx

    crisxxx ψαχνω γυναικες με φυσικες μεγαλες καμπυλες

    πολυ ωραια γραμμενη ιστορια,τελεια.εισαι θεα!!!!!!!
     
  9. bas

    bas Διαθέσιμη μόνο για υπάκουα κορίτσια

    Ευχαριστω!

    Η Αφροδίτη ήταν και είναι η θεά!
     
  10. NobodyKP

    NobodyKP Contributor

    ΤΗν πρώτη φορα που βρεθηκα στο Παρίσι... περπατησα πανω απο δυο ωρες να βρω εναν φιλο...Ηταν η πιο συναρπαστική διαδρομη στην ζωή μου. ΕΒρεχε, ηταν κρυο, ημουν με καποια που ειχα μια ιδιαίτερη σχέση και ολα ηταν τελεια...
    Οταν ειμασταν στην κορυφή του πυργου ... εγιναν πραγματα που εχω πει και εδω... και δεν θα ξεχάσω ποτέ
     
  11. bas

    bas Διαθέσιμη μόνο για υπάκουα κορίτσια

    Χαίρομαι που σας ανέσυρε τέτοιες μνήμες το διήγημα μου.

    Έχουμε πάντα το Παρίσι…