Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Διάλογοι με τις τέως μου

Συζήτηση στο φόρουμ 'Off Topic Discussion' που ξεκίνησε από το μέλος DocHeart, στις 1 Φεβρουαρίου 2008.

  1. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    2002
    ====

    Νωρίς το πρωί στο διαμέρισμά της στα Πατήσια. Ξυπνάω άκεφος. Δε λέμε πολλά. Κάνει πρώτη ντουζ καθώς εγώ πίνω καφέ και καπνίζω στο σαλόνι με το σώβρακο, χαζεύοντας την τηλεόραση με τον ήχο κλειστό. Την ακούω που πλένει τα δόντια της, μετά βγαίνει, σβήνω το τσιγάρο και μπαίνω στο μπάνιο.

    «Θ’αργήσεις απόψε;» με ρωτάει από το υπνοδωμάτιο.

    «Μάλλον.» Ανοίγω το νερό.

    «Να σου ετοιμάσω μια τονοσαλάτα να έχεις μαζί σου;»

    «Ε;»

    Ανοίγει την πόρτα του μπάνιου και στέκεται εκεί γυμνή.

    «Λέω, να σου βάλω σ’ένα ταπεράκι μια τονοσαλάτα να φας κάτι το μεσημέρι;»

    «Μπα, δε χρειάζεται, καλή μου, θα φάω κανα σάντουιτς άμα πεινάσω.»

    «Έλα τώρα μωρό μου που θα φας σάντουιτς και αηδίες. Θα σου φτιάξω μια σαλατούλα.»

    «Όχι, Θάλεια μου, μη μπεις στον κόπο, άμα φάω το μεσημέρι μετά θα με πιάσει νύστα και δε θα μπορώ να δουλέψω.»

    «Καλά.»

    Απομακρύνεται. Και ξαναπλησιάζει.

    «Με μια τονοσαλάτα θα σε πιάσει νύστα και δε θα μπορείς να δουλέψεις;»

    Τρίβω τ’αρχίδια μου με σαπούνι. Θα προτιμούσα να με άφηνε ήσυχο για λίγα λεπτά.

    «Άστο, κοριτσάκι μου. Πού να κουβαλάω τάπερ τώρα. Θα το ξεχάσω σε κανα μετρό ή σε κανα λεωφορείο.»

    «Καλά.»

    Βγαίνω απ’το ντουζ. Στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη, πασαλείβω τη μούρη μου με αφρό και αρχίζω να ξυρίζομαι.

    «Έχω και ζαμπόν.» Η φωνή της κάνει το χέρι που κρατάει το ξυράφι να κινηθεί άτσαλα, αλλά δεν κόβομαι. «Να σου ετοιμάσω μια σαλάτα με λίγο ζαμπόν και τυρί; Και μαγιονέζα; Σαν σαλάτα του σεφ. Μόνο που δεν έχω αυγά για να σου βράσω ένα.»

    Δεν ξέρω τί την έχει πιάσει τώρα τελευταία. Μπορεί να έχει κάτι. Μπορεί κάτι να την κάνει να νιώθει οτι αν μου φτιάξει σαλάτα όλα θα γίνουν ρόδινα, θα παντρευτούμε, θα κάνουμε παιδιά, θα ζήσουμε μαζί ευτυχισμένοι μέχρι τα βαθειά μας γεράματα. Θα την αφήσω να κόψει μια σαλάτα και να τη βάλει σ’ένα τάπερ. Μπορώ να το πετάξω στον κάδο δίπλα από τη στάση. Αν κάποια μέρα μου ζητήσει το τάπερ της θα της πω οτι το ξέχασα στο γραφείο και οτι κάποιος μάλλον το βούτηξε.

    «Θέλεις να τρως αηδίες στο Έβερεστ; Αυτό θέλεις; Ξέρεις τι βρώμικα που είναι όλα αυτά; Γι’αυτό είσαι συνέχεια κρυωμένος. Έλα, άσε με να σου ετοιμάσω μια σαλάτα.»

    Την κοιτάω. Θέλω να χαμογελάσω, αλλά μου βγαίνει ζορισμένο και στραβό. «Άντε, φτιάξε μου. Αν δεν είναι πολύς κόπος.»

    Με πλησιάζει και φιλάει τον αφρό ξυρίσματος γύρω απ’το στόμα μου, μετά εξαφανίζεται στην κουζίνα.

    Τελειώνω με το ξύρισμα και πλένω τα δόντια μου. Αναρωτιέμαι αν θέλω να χέσω. Χτενίζομαι. Στο υπνοδωμάτιο, φοράω αργά τα ίδια ρούχα που φόραγα και χθες.

    Ακούω τα βήματά της στο διάδρομο. Τϊ θέλει τώρα; Να μου τηγανίσει κρουτόν; Να μου ψήσει μια μπριζόλα; Να μου δώσει να πάρω μαζί μου μια κουβερτούλα για πικ-νικ;

    «Νόμιζα οτι είχα ζαμπόν, αλλά είναι ελάχιστο. Έχεις πέντε λεπτά να με περιμένεις; Μέχρι το μπακάλικο θα πάω. Ούτε πέντε λεπτά δε θα κάνω. Τρία. Τρία λεπτά. Περιμένεις;»

    «Πραγματικά πρέπει να φύγω, γλυκειά μου.»

    «Δε θέλεις σαλάτα;»

    «Όχι μωρέ, άστο.»

    Μια παύση. Αναστενάζει. Ανασηκώνει τους ώμους της και ανοίγει τα χέρια της.

    «Τελικά, μωρό μου, βοήθησέ με να καταλάβω. Θέλεις ή δε θέλεις σαλάτα να πάρεις μαζί σου στο γραφείο;»

    =================================================================

    2004 (1)
    =====

    Κάπου πάνω απ΄τις Άλπεις, πιάνουν δυνατές αναταράξεις. Η φωτεινή ένδειξη με τις ζώνες ασφαλείας κάνει μπλινγκ! και ανάβει. Η Τασία φοβάται τα αεροπλάνα. Φοβάται τις αστραπές, τους σεισμούς, τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, τα γρήγορα αυτοκίνητα, τις γρήγορες μοτοσυκλέτες, τους καρχαρίες, τα φίδια, τα αυτοκινητάκια στο λούνα παρκ, τα θρίλερ, τα μεγάλα σκυλιά, τις μεγάλες γάτες, τις κατσαρίδες, τους κλόουν, τα ασανσέρ, το πρωκτικό σεξ. Πιο πολύ απ’όλα αυτά όμως, φοβάται τα αεροπλάνα. Και ακόμα πιο πολύ φοβάται τα αεροπλάνα που πέφτουν σε δυνατές αναταράξεις.

    Οι αεροσυνοδοί μαζεύουν γρήγορα τα πλαστικά πιάτα με το πλαστικό φαγητό και κλείνουν τα τραπεζάκια των επιβατών, προστάζοντάς τους ταυτόχρονα να επιστρέψουν τα καθίσματά τους σε όρθια θέση.

    Η Τασία σφίγγει τα μπράτσα της θέσης της και τα νύχια της γίνονται άσπρα.

    Αισθάνομαι οτι κάτι πρέπει να πω.

    «Χα! Κλασική περίπτωση, ε; Πάνω που πήγε ο κόσμος να φάει μια μπουκιά φαϊ, ο πονηρός ο πιλότος έριξε επίτηδες το αεροπλάνο μέσα στις αναταράξεις. Τώρα που μαζέψανε το φαγητό δε θα το ξαναβγάλουνε, στο λέω. Έχουν πλάνο. Θα το ξανασερβίρουν στην επόμενη πτήση.»

    Δε γελάει. Δεν απαντάει. Κοιτάζει παγωμένη το φτερό να ανεβοκατεβαίνει στον λακουβώδη αέρα. Αναπνέει γρήγορα.

    «Τί νόμιζες; Αεροπορικές εταιρίες είναι, ολόκληρα μεγαθήρια. Θέλουν να συμπιέσουν τα κόστη τους. Σε πέντε λεπτά θα έχουν τελειώσει τα κουνήματα, αλλά τί στοίχημα πας οτι δεν πρόκειται να μας ξανασερβίρουν; Πας στοίχημα;»

    Ανέκφραστη και ασθμαίνουσα ταυτόχρονα, γυρίζει αργά το κεφάλι της και μου ρίχνει μια ματιά που κάνει τα άντερά μου να σφιχτούν. Έχω λίγα δευτερόλεπτα να σκεφτώ αν είπα κάτι προσβλητικό, κάτι που μπορεί να την πλήγωσε. Μπερδεύομαι. Στο κάθισμα πίσω μου, ένα μωρό αρχίζει να κλαίει δυνατά.

    «Είσαι λίγο αναίσθητος, ε;»

    «Ε;»

    «Είσαι λίγο αναίσθητος;»

    «Γιατί το λες αυτό;»

    «Είσαι. Δεν εξηγείται αλλιώς. Είσαι αναίσθητος. Αν δεν ήσουν αναίσθητος θα συνειδητοποιούσες οτι τα συναισθήματά μου πρέπει να τα αναγνωρίζεις. και όχι να κάνεις πλάκα. Φοβάμαι. Τόσο αστείο είναι; Αστείο είναι που είμαι εδω μέσα κλεισμένη, μέσα στα σίδερα, στη μέση του ουρανού, και αυτή η μαλακία κουνάει έτσι και απο στιγμή σε στιγμή θα διαλυθει; Δε με ενδιαφέρει αν νομίζεις οτι είμαι λογική ή παράλογη, μπορεί να είμαι λάθος, μπορεί να είναι μαλακία να φοβάμαι, αλλά πρέπει τουλάχιστον να αναγνωρίζεις οτι αισθάνομαι κάπως, ρε γαμώτο, οτι κάτι νιώθω, και να μην το μειώνεις αυτό το κάπως με αυτά τα κωλο-καλαμπούρια σου, δεν ξέρω, δηλαδή δε θα μπορούσες απλά να μου κρατήσεις λίγο το χέρι και να μου πεις να μη φοβάμαι, έπρεπε οπωσδήποτε να κάνεις πλακίτσα, μπορεί και να θέλεις να το κάνεις με κάποιους άλλους ανθρώπους, μπορεί να ταιριάζει μια χαρά να λες τα αστειάκια σου στη μαλακισμένη την αδερφή μου, η οποία ότι και να πεις χα-χα-χα και χι-χι-χι, αυτή ίσως σου ταιριάζει καλύτερα, μπορείς να παριστάνεις μαζί της τον κωμικό, και να είσαστε και οι δύο μαζί τα τέλεια καραγκιοζάκια, αυτό θέλεις; Δε μ’ενδιαφέρει, εμένα τα δικά μου συναισθήματα θέλω να τα αναγνωρίζεις. Αυτό.»

    Τα είπε όλα αυτά με σταθερή και κρύα φωνή, σαν κοφτερό γυαλί, παρά τα συνεχή ταρακουνήματα, παρά το γεγονός οτι φοβόταν οτι το αεροπλάνο από στιγμή σε στιγμή θα διαλυθεί.

    Οι αναταράξεις τελείωσαν μετά απο μερικά λεπτά. Η φωτεινή ένδειξη της ζώνης ασφαλείας μπλινγκ! έσβησε.

    Οι αεροσυνοδοί ξαναβγήκαν με τα καροτσάκια και μοίρασαν φρέσκιες μερίδες. Κανείς απ’τους δυο μας δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη.


    ===================================================================


    2004 (2)
    ======

    Απόγευμα στην Κηφισιά, λίγα λεπτά μετά την επίσκεψή της στο γιατρό, στην οποία τη συνόδευσα. Θέλει να πάμε για καφέ. Την πηγαίνω απ’ευθείας στο σπίτι. Σε είκοσι λεπτά έχουμε τελειώσει και οι δύο από δύο φορές. Μου φτιάχνει καφέ. Την πλησιάζω απο πίσω, σβήνω το γκαζάκι και πηδιόμαστε πάλι.

    Χαρούμενη, ξαπλωμένη στον καναπέ, μου ζητάει να της στρίψω τσιγάρο. Της το βάζω στο στόμα. Βάζει τα χέρια της γύρω απ’το λαιμό μου, με φιλάει.

    «Καυλιάρη μου εσύ...»

    Της γελάω. Φιλάω το αριστερό στήθος της.

    «Τί σ’έπιασε σήμερα και με αγαπάς τόσο πολύ, άντρα μου;»

    «Αφού ξέρεις.» Της μπουκώνω το στόμα με τη γλώσσα μου.

    Μου δαγκώνει τη γλώσσα και απωθεί τους ώμους μου. «Τί ξέρω;»

    Βάζω το χέρι μου ανάμεσα στα σκέλια της και τη χαϊδεύω. «Σου έχω πει.» Της δαγκώνω το λαιμό και βυθίζω το δάχτυλό μου στον κώλο της. «Αχ.»

    Μου ξεγλιστράει. Είναι καθιστή στον καναπέ τώρα. «Σταμάτα λίγο. Θέλω να κάνω ένα τσιγάρο. Τί σ’έχει πιάσει, θα μου πεις;»

    Καπνίζουμε χωρίς να μιλάμε. Ξαφνικά, θυμάται. Καταλαβαίνει. Κοιτάζει για λίγο το ταβάνι.

    «Σε καύλωσε που είδες το γιατρό να με εξετάζει;»

    «Ε βέβαια.»

    «Αυτό είναι; Γι’αυτό δε σου πέφτει με τίποτα;»

    «Ναι.»

    Χουφτώνω πάλι το βυζί της, και της δαγκώνω το αυτί. Σηκώνεται όρθια. «Θες ποτό;» Πάει στην κουζίνα και πετάει παγάκια μέσα σε ποτήρια. Ξεβιδώνει μπουκάλια με δύναμη, τα καπάκια στροβιλίζονται και κοπανιόνται στο εμαγιέ. Τα μπουκάλια προσγειώνονται ανώμαλα στα ράφια. Έρχεται στο σαλόνι. Πίνει βότκα από ένα φλυτζάνι. Στο άλλο χέρι κρατάει ένα ψηλό ποτήρι με ουίσκι και πάγο. Τεντώνει το χέρι της και βάζει το ποτό μπροστά μου σα να δείχνει το εισιτήριό της σε ελεγκτή του μετρό. Τελειώνει τη βότκα της με τη δεύτερη γουλιά. Ξαναφεύγει. Γυρίζει ντυμένη.

    «Είναι λίγο μαλακία ρε Χρήστο. Το καταλαβαίνεις οτι είναι λίγο μαλακία η όλη φάση; Είσαι έξυπνο παιδί, το καταλαβαίνεις. Εγώ νόμιζα οτι έχω πρόβλημα υγείας, δε μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια, στριφογυρνάω σαν το διάολο, όποτε γυρίζω το κεφάλι μου και ακουμπάω το αυτί μου στο μαξιλάρι ακούω την κωλο-καρδιά μου, ντουπου-ντουπου-ντουπου, έχω να κοιμηθώ σαν άνθρωπος τρεις βδομάδες, γι’αυτό ήσουνα τόσο ζεστός να έρθεις μαζί μου ε; Αν σου ζητούσα να έρθεις μαζί μου στον οδοντίατρο, καρφάκι δε θα σου καιγότανε. Εγώ κάθομαι εκεί, με τα βυζιά μου βιτρίνα φάτσα-κάρτα μπροστά σε αυτόν τον χοντρό τον αηδιαστικό, και τρέμω τί θα μου πει, τρέμω μήπως μου βρει κάτι σοβαρό, κι εσύ στέκεσαι απέναντι και τη βρίσκεις... Μήπως θέλεις να με γαμήσει κάποιος άλλος και να παίρνεις μάτι; Πες μου, θα σου άρεσε αυτό;»

    Ντύνομαι κι εγώ. Όταν γυρίζω στο σαλόνι έχει ανάψει την τηλεόραση και βλέπει επεισόδιο «Παντρεμένοι με Παιδιά» στο Μακεδονία.

    Λίγο αργότερα, στο διαμέρισμά μου, παίζω μια μαλακία σκεπτόμενος τον υπέρβαρο γιατρό να εξετάζει τη γλυκειά Ελένη και με παίρνει ο ύπνος.

    ==================================================================

    2005
    ====

    «Μου είπες οτι θα είσαι εδώ ακριβώς στις 7 για να με βοηθήσεις με τα ορεκτικά, θα έφτιαχνες το playlist, θα πίναμε ένα ποτήρι κρασί μαζί και στις οχτώ θα ερχότουσαν οι φίλοι σου για να φάμε. Η ώρα είναι οχτώ και τέταρτο, και το ψάρι έχει στεγνώσει εντελώς.»

    «Σόρρυ Βουλίτσα μου, έμπλεξα, θα τα φτιάξω τώρα τα ορεκτικά. Έτσι κι αλλιώς αργούν ακόμα, με πήρανε τηλέφωνο και μου είπαν οτι θα έρθουν κατα τις οχτώμιση.»

    «Οχτώμιση; Καταλαβαίνεις οτι το ψάρι δε θα τρώγεται στις οχτώμιση, έτσι; Θα φτιάξω να φάνε μακαρόνια με σάλτσα σκέτα.»

    «Σώπα βρε. Μια χαρά θα είναι το ψάρι. Ε τι να κάνουμε, καθυστέρησαν. Καλά, καταπληκτικό το τραπέζι, ε; Σήμερα τα πήρες αυτά τα κεράκια; Να σου πω, πέντε λεπτάκια θα κάνω να φτιάξω τα ορεκτικά. Έφερα κρασί. Δύο λευκά και δύο κόκκινα. Θα φτάσουνε, πιστεύω.»

    «Τα έφτιαξα τα ορεκτικά, είναι στο ψυγείο.»

    «Α, έλα ρε συ, θα τα έφτιαχνα εγώ. Πέντε λεπτά υπόθεση.»

    «Εμένα μου πήρε μια ώρα.»

    «Συγγνώμη, μωρό μου.»

    «Εντάξει, εντάξει. Δε θέλω να μαλώσουμε.»

    «Ούτε εγώ. Δύο λεπτάκια να φτιάξω το playlist. Sinatra θα βάλω να παίζει χαμηλά. Μια χαρά δεν είναι;»

    «Το έκανα.»

    «Κι αυτό;»

    «Ναι. Δεν ξέρω τους φακέλους σου και μου πήρε μισή ώρα. Έχω βάλει Norah Jones και λίγο Ella Fitzgerald και τέτοια.»

    Την αγκάλιασα και τη φίλησα. Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα που άφηνε την πλάτη της γυμνή.

    Καθόμαστε στον καναπέ. Καπνίζουμε και πίνουμε κρασί.

    «Κούκλα είσαι. Δε χορταίνω να σε κοιτάζω.»

    «Ωχ, καλά, άσε μας τώρα. Χάλια είμαι. Ίδρωσα με τους φούρνους. Το ψάρι θα γίνει σα τσίχλα.»

    «Ρίξ’του λίγη σάλτσα απο πάνω.»

    Με κοίταξε παγερά, σα καθηγήτρια που σε πιάνει να γράφεις προπο στο πίσω θρανίο.

    «Σάλτσα; Και τί διαφορά θα κάνει; Μωρό μου, το ψάρι ξεράθηκε. Αυτό είναι. Τέλος. Σα σιόλα θα είναι. Εσύ θα το φας, και πιθανότατα δε θα καταλάβεις διαφορά. Αλλά αυτό είναι το θέμα, οτι δεν ξέρεις τι θα πει καλό φαί. Γι’αυτό τρως σουβλάκια.»

    Την αγκάλιασα πάλι. «Δεν είπαμε οτι δε θα τσακωθούμε;»

    Με φίλησε στο μάγουλο. «Οκ.»

    «Συγγνώμη που άργησα. Είχα δουλειά.»

    «Έλα τώρα.»

    «Τί εννοείς ‘έλα τώρα’;»

    «Αφού σε πήρα στο γραφείο στις εξίμιση και μου είπαν οτι είχες φύγει.»

    «Κίνηση του σκοτωμού.»

    «Είχε πολλή κίνηση στο Ποτοπωλείο, ε;»

    «Μωρό μου...»

    «Εντάξει, καλά. Ας το αφήσουμε. Ξέρεις τι μ’ενοχλεί μόνο; Οτι ξόδεψα τόσα λεφτά και τόσο κόπο για να φτιάξω αυτό το φαγητό, και οι φίλοι σου θα το φάνε και τελικά δε θα τους αρέσει. Θα με σχολιάζουν μετά οι γκόμενές τους. Το ξέρω. Θα λένε ‘τέτοια του μαγειρεύει αυτουνού, γι’αυτό τρώει σάντουιτς απ’το Έβερεστ. Το ξέρω. Θα γελάνε μαζί μου.»

    «Σώπα μωρέ, εδώ τα παιδιά έρχονται για να ιδωθούμε όλοι μαζί, ποιος νοιάζεται για το φαγητό.»

    Πάγος.

    Η ξαφνική συνειδητοποίηση οτι έχεις πει το πιο λάθος πράγμα που θα μπορούσες να πεις. Πάγος. Μπορεί να μην το εννοούσες. Ίσως να μην ήθελες να ακουστεί έτσι. Πάγος. Μπορείς να κάνεις το χρόνο rewind;

    «Εγώ νοιάζομαι. Εγώ. Εγώ. Εγώ, Χρήστο, νοιάζομαι. Νοιάζομαι για το κωλο-φαϊ που θα σερβίρω στους φίλους σου και τις γκόμενές τους, νοιάζομαι γιατί το κάνω με αγάπη για σένα, νοιάζομαι γιατί νοιάζομαι για σένα. Εγώ νοιάζομαι, Χρήστο, εσύ δε νοιάζεσαι, γι’αυτό πας και μπεκρουλιάζεις στο Ποτοπωλείο ενώ εγώ περιμένω σαν το χαζό να έρθεις σπίτι – όχι κάθε βράδι, δε μ’ενδιαφέρει το κάθε βράδι, αλλά αυτό το αποψινό βράδι που έχεις καλέσει εδώ τους φίλους σου και τις γκόμενές τους, αυτό το βράδι θα ήθελα να μην το είχες κάνει.»

    Κουδούνι. Ανάσα ανακούφισης.

    «Μα τί ώρα είναι; Οχτώ και είκοσι πέντε. Νωρίς ήρθαν!» Με φιλάει. «Βάλε μουσικούλα. Έλα, χαμογέλασέ μου αγάπη μου. Χρηστάκο μου. Μωρό μου. Ήρθαν. Ανοίγω. Εσύ βάλε μουσική. Απλά πάτα play στο media player, τα έχω κανονίσει όλα.»

    Σηκώθηκε, τράβηξε το φόρεμά της προς τα κάτω για να της φτάνει σχεδόν μέχρι τα γόνατα. Τίναξε τα μαλιά της πίσω. «Ανοίγω, εσύ βάλε τη μουσική να παίζει.»

    Αργότερα, η μέλλουσα σύζυγος του Θοδωρή, η Κική, της ζήτησε τη συνταγή για το ψάρι. Η αγάπη μου της τα έγραψε όλα σε ένα κίτρινο sticky. «Το μυστικό είναι να αφήσεις το ψάρι στο φούρνο για μια ώρα περίπου αφού έχει μαγειρευτεί,» πρόσθεσε, «για να στραγγίξουν λίγο τα υγρά του και να μην είναι πολύ νερουλό.»

    ==================================================================
     
  2. Kits

    Kits Contributor

    Εισαι Ηρωας!!
     
  3. Eri

    Eri

    Συμφωνω........Με τοση σαβουρα απο τα Εβερεστ.....    
     
  4. Maley

    Maley Contributor

    Απάντηση: Διάλογοι με τις τέως μου

    πολυ ομορφα δοσμενες οι ιστοριες σου..σαν να διαβαζα Μπουκοφσκι..
     
  5. Incomplete_

    Incomplete_ Contributor

    Απάντηση: Διάλογοι με τις τέως μου

    Είσαι καλοφαγάς και κομφορμιστής.Καλό.
    Έχεις τσαγανό.Καλό.
    Έχεις αρχές και ισχυρή αυτοεκτίμηση.Καλό.
    Έχεις υψηλό το αίσθημα της αυτοσυντήρησης.Καλό.
    Έχεις αυστηρά όρια,που δεν παραβιάζονται.Καλό.
    Παράλληλα είσαι πολύ χαλαρός.Καλό.
    Έχεις μοναδικό τρόπο να εξοντώνεις.Πολύ καλό.
    Τρως στα Έβερεστ.Κακό.

    Γενικά είσαι καλοοος εσύυυυύ...

    Εύγε..
     
  6. llazouli

    llazouli Contributor

    Και τον δικό μου τον καημό τώρα ποιος να τον μάθει
    που έχω κάτσει πάνω σε ένα αγκάθι
    και τη βρίσκω κάπως μαζοχιστικά
    όλα ωραία και στο βάθος κήπος
    πληροφορίες κίτρινος ο τύπος
    και νομίζουν πως τη βάψαμε κανονικά
    και τούτη δω η εφημερίδα
    μοιάζει τέντα στην αυλόπορτα
    που σκιάζει το μικρό παιδί
    που τρυπάει το μπαλόνι του με δυο καρφιά
    για να τρομάξει αυτό το κύριο
    που καπνίζει το τσιμπούκι του και γκούχου γκούχ
    και που ρωτάει το μηχάνημα
    που μας λέει την αλήθεια εκατό φορές
    ότι για όλα φταίνε οι γκόμενες
    οι πρώην και οι επόμενες
    ανώνυμες και επώνυμες γενικώς...!!!!!


    Απολαυστικοί οι διάλογοι αλλά προβληματίζομαι...ως πότε πια θα φταίνε αυτές οι γκόμενες;
    από τα ομηρικά έπη ως τη σήμερον τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου...
    τσούλες, αγίες ή νοικοκυρές, αυτές ευθύνονται για όλα τα δεινά...νισάφι...
     
  7. Kits

    Kits Contributor

    Καποτε μαλωνα με φιλη... ειχε αδικο αλλα δεν το καταλάβαινε. Μετα απο ενα 3ωρο και αφου τις το εχω εξηγησει 50 φορες καταλαβαινει τελικα την γκαφα που ειχε κανει... καθεται σιωπηλη, με κοιταει και μου λεει:

    - Οκ εχεις δικιο και εχω αδικο... αλλα παρολα αυτα ΦΤΑΙΣ!!    


    Εκει καταλαβα πως ειτε φταιω ειτε δεν φταιω στο τελος φταιω!!
     
  8. llazouli

    llazouli Contributor

    Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες...φταίει δεν φταίει...

    Πιστεύεις πως αν η φιλη ήταν φίλος, εύκολα θα παραδεχόταν πως έσφαλε;
    Πολύ αμφιβάλλω...η ισχυρογνωμοσύνη χαρακτηρίζει εξίσου και τα δυό φύλα.

    Αν εγώ που είμαι, ας πούμε, μποέμ τύπος, έχω πάρε δώσε με νοικοκύρη άνθρωπο που προσδοκά να με βάλει σε τάξη, ποιος ευθύνεται για την ασυνεννοησία και το χάος μιας τέτοιας σχέσης;
    Έχω το δίκιο με το μέρος μου να γκρινιάζω ότι δεν με καταλαβαίνουν και δεν με αποδέχονται, άνθρωποι διαμετρικά αντίθετοι με τη στάση ζωής που υιοθετώ;
     
  9. HiSasori

    HiSasori Regular Member

    Ρε Docheart που τις βρίσκεις αυτές τις κοπελιες;
     
  10. your_slave666

    your_slave666 Regular Member

    Απάντηση: Διάλογοι με τις τέως μου

    Εισαι ΗΡΩΑΣ!  
     
  11. thanasis

    thanasis Contributor

    Απολαυστικά τα στιγμιότυπα...όντως μπουκοφσκικά δοσμένα...

    Η αέναη, σοφή στωικότητα των αρσενικών...

     
     
  12. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Όταν σε διαβάζω, έχω την αίσθηση ότι κρύβομαι σε μια γωνιά αποδυτηρίων σε men-only γυμναστήριο και (επιτέλους) ακούω πώς σκέφτονται και πώς βιώνουν την πραγματικότητα αυτά τα μυστηριώδη και αγαπημένα όντα.

    Μετά όμως, επειδή είμαι γυναίκα, πρέπει να σου πω (θεώρησέ το ταπεράκι εμπεριέχον την αλήθεια και ξεφορτώσου το στον κοντινότερο κάδο) πως ΞΕΡΩ (νιώθοντας) ότι για να φτάσεις στα βαθύτερα στρώματα πρέπει να χώσεις το δάχτυλό σου και να ξύσεις με το μακρύ σου νύχι μέσα στην πληγή, εκεί που πονάει περισσότερο.

    Θα ήθελα επομένως να κρυφτώ σε μια γωνιά της ψυχής σου, ή καλύτερα να κλωτσήσω ξαφνικά την πόρτα και να σε πιάσω εκεί, ολόγυμνο και αληθινό, σαν παιδί ολομόναχο στο σκοτάδι, με τον φόβο του θανάτου να σου ματώνει τα σωθικά και την πίκρα του τίποτα να σε έχει ποτίσει ως το μεδούλι.

    Η ψυχή δεν έχει φύλο.