Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Dirty Letters to Nora

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 7 Φεβρουαρίου 2008.

  1. extreme32

    extreme32 Regular Member

    εδω σε εχασα λιγο καλο μου. Για να μην είναι τί?
     
  2. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Cogito ergo sum. Futuo ergo non sum. Καλό μου.
     
  3. extreme32

    extreme32 Regular Member

    AAAAAAAAAAAA! sum! ε πες σουμ να καταλαβω !  
     
  4. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    TO JIM (the last letter)

    You naughty naughty boy! Your last dirty letter had me frigging myself to bits. So much that I think I made myself bleed my darling. Forgive my enthusiasm I could tear up my entire body just to show you my love. I would have you sit back in your favorite armchair and I would stand naked in front of you and let you admire the open folds of my body and my fingers electric running up and down madly over the center of my being. And when in front of your amazed eyes I come with my thousand spasms you will know what it means for me to belong to you, wholly, without any fear, without any reservation. I welcome you my love, deep within me where I live like a primordial cell, like madness, but not without you, for I am nothing without you, I have no will to live, none of my own, I can’t wait any longer, I could just stay in bed all day and allow myself to die in your absence, if I didn’t have the kids I would my love, what is it that makes you talk to me like that, what scares you so much ? This is how real women are.

    Your Nora



    ΣΤΟΝ ΤΖΙΜ (το τελευταίο γράμμα)

    Άτακτο άτακτο παιδί! Το τελευταίο βρώμικο γράμμα σου με έκανε να μαλακιστώ μέχρι θανάτου. Τόσο που νομίζω ότι με έκανα να ματώσω αγάπη μου. Συγχώρεσε τον ενθουσιασμό μου θα μπορούσα να κάνω τον εαυτό μου κομμάτια μόνο για να σου δείξω την αγάπη μου. Θα σε έβαζα στην αγαπημένη σου πολυθρόνα και θα στεκόμουν όρθια μπροστά σου και θα σε άφηνα να θαυμάσεις τις ανοιχτές πτυχές του κορμιού μου και τα δάχτυλά μου ηλεκτρικά να τρέχουν άγρια πάνω και κάτω στο κέντρο της ύπαρξής μου. Και όταν μπροστά στα έκπληκτα μάτια σου χύσω με τους χίλιους σπασμούς μου θα ξέρεις τι σημαίνει για μένα να σου ανήκω, ολοκληρωτικά, χωρίς κανένα φόβο, χωρίς κανένα δισταγμό. Σε καλωσορίζω αγάπη μου, βαθιά μέσα μου εκεί όπου ζω σαν πρωταρχικό κύτταρο, σαν τρέλα, αλλά όχι χωρίς εσένα, γιατί δεν είμαι τίποτα χωρίς εσένα, δεν έχω θέληση να ζήσω, καμία δικιά μου, δεν μπορώ να περιμένω άλλο, θα μπορούσα να μείνω στο κρεβάτι όλη τη μέρα και να αφήσω τον εαυτό μου να πεθάνει στην απουσία σου, αν δεν είχα τα παιδιά θα το έκανα αγάπη μου, τι είναι αυτό που σε κάνει να μου μιλάς έτσι, τι σε φοβίζει τόσο πολύ επάνω μου; Έτσι είναι οι αληθινές γυναίκες.

    Η Νόρα σου
     
  5. vautrin

    vautrin Contributor

    Τρώγοντας με τη λογοτεχνία
    Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΡΙΣΤΗΝΟΥ
    «Στην αρχή τους σερβίρανε πουλιά με πράσινη σάλτσα, μέσα σε πιάτα από κόκκινη άργιλο που είχανε γύρω μαύρα σχέδια, έπειτα όλα τα είδη κοχύλια που μαζεύει κανείς από τις φοινικικές ακτές, χυλούς από σιτάρι, κουκιά και κριθάρι και σαλιάγκους με κύμινο σε πιάτο από κίτρινη πάστα.
    Επειτα, τα τραπέζια γεμίσανε από κρέατα: αντιλόπες με τα κέρατά τους, παγώνια με τα φτερά τους, ολόκληρα πρόβατα μαγειρεμένα με γλυκό κρασί, ψητό από καμήλες και βούβαλους. Σκατζόχοιροι, ακριδόπουλα τηγανητά κι ελειοί παστοί σε πιατέλες». (Γ. Φλομπέρ, «Σαλαμπώ», μτφ.: Γ. Βλαστός). Τρώνε πολύ στα έργα του Φλομπέρ, γράφει ο Ρισάρ στο σχετικό δοκίμιό του. Τρώνε οι πρωταγωνιστές-ήρωες αλλά και οι πληβείες μάζες, όχι μόνο γιατί έτσι απεικονίζεται ένα κλίμα γαστριμαργικής φιληδονίας ή γιατί περιγράφονται έμμεσα και υπαινικτικά οι αφηγηματικές τεχνικές του, όπως στη γνωστή σκηνή του πρωινού γεύματος ανάμεσα στην Εμα και τον Σαρλ Μποβαρί, αλλά γιατί σ' αυτή την ευρύτερη εικονοπλασία αντικατοπτρίζεται η μισανθρωπική φύση του. Ο συγγραφέας της «Αισθηματικής Αγωγής» νιώθει άβολα με την ανθρώπινη παρουσία, που του είναι βδελυρή και απεχθής, για ό,τι κυρίως αποθαρρύνει την εκλέπτυνση και την καλλιτεχνική έφεση. Εξαλλος με τον άξεστο αστό ή τον χυδαίο προλετάριο θέλει να τον μπουκώσει, να τον στομώσει με κάθε υπερβολή, να τον διογκώσει ώς την καρικατούρα. Καρικατούρες οι Μπουβάρ και Πεκισέ, τρώνε και αποπατούν τη γνώση μαζί με τα επιδερμικά της κλισέ, σχηματικός ο Σαρλ Μποβαρί, τρώει ανυποψίαστος για το δράμα που παίζεται στην ψυχή της γυναίκας του, βουλιμικός ο στρατός στη Σαλαμπώ τρώει μεταφορικά τον αντίπαλο σ' ένα πανδαιμόνιο σαδισμού, κανιβαλισμού, νεκροφιλίας, διαστροφής, αιματοχυσίας, εκσκαφής και διαμελισμού του σώματος. Προσκαλώντας τους αδελφούς Γκονκούρ σε δείπνο θα γράψει: «Στις 7 δείπνο ανατολίτικο. Θα σερβιριστεί σάρκα ανθρώπου, μυαλά αστών και κλειτορίδες από τίγρη σωτέ με βούτυρο ρινόκερου». Αδηφάγος ο ίδιος για τη λεπτομέρεια ώς τη σωματική εξάντληση και την ψυχική αιμορραγία του, θα νιώσει αιχμάλωτος αυτής της αναπηρίας. Ο C. Mouchard θα μιλήσει για μια πρωτοφανή κατανάλωση αναγνωστικής τροφής (enorme consommation de lecture) τόση ώστε να «προβάλλει» στους άλλους την όρεξη για πλησμονή γνώσης. Αν γράφει το «Μπουβάρ και Πεκισέ», αυτό το έπος της ανθρώπινης βλακείας, είναι για να καταγγείλει τη λαίμαργη και άρα αναφομοίωτη βρώση και κατάποση της επιστήμης, που θα καταλήξει εν τέλει σε ένα Βατερλό: στη στειρότητα της αντιγραφής.
    Ο Ζολά κάποια χρόνια αργότερα, μέσα στο πνεύμα της νατουραλιστικής αναπαράστασης της πραγματικότητας, θα γράψει ένα μυθιστόρημα για το «στομάχι της πόλης», την αγορά του Παρισιού με τα ορεκτικά και αστραφτερά της εδέσματα, τα ψάρια, τα κρέατα και τα λαχανικά. Απ' τις αισθήσεις, την πρωτοκαθεδρία έχει η όραση. Χάρμα τα σκουμπριά με τη χρυσωμένη ράχη, οι σολομοί, τα καλκάνια, οι αμμοδύτες, οι τσιπούρες, τα μπαρμπούνια. Η περιγραφή τους δεν περιορίζεται σε μια αδρή εικονογράφηση. Μουσκεμένη στη θάλασσα της λογοτεχνικότητας σε μια παρομοιωτική φουσκοθαλασσιά, καταγράφει εκτός των άλλων και το αισθητικό ήθος της εποχής. Στη «Νανά» το μενού της ηρωίδας για τους καλεσμένους της έχει μια προσποιητή εκζήτηση που δεν κρύβει το ψεύτισμά της, για έναν συγγραφέα εθισμένο μάλιστα στην ταπεινή θεματογραφία. «Πουρές σπαραγγιών κοντές. Κονσομέ αλά Ντελινιάκ, κρεπινέτ από κουνελάκι με τρούφες και νιόκι με παρμεζάνα, κυπρίνος του Ρήνου αλά Σαμπόρ, κιλότο ζαρκαδιού αλ' ανγκλέζ, πουλάδες αλά μαρεσάλ, φιλέτο γλώσσας με σος ραβιγκότ, φέτες φουά γκρα, σαλάτα μπλε αστακού αλ' αμερικέν, βολ-ο-Βαν αλά φινανσιέρ» (Βλ. Δ. Αντωνόπουλος, «Τρώγοντας με τον Ζολά», Δελφίνι 1992). Η ρητορική του «εσθίειν» αναλώνεται σε μια λεκτική φαντασμαγορία. Τρώω εδώ σημαίνει τραγανίζω τις λέξεις, «γλουγλουκίζω» τους φθόγγους, μηρυκάζω τα φωνήματα, απολαμβάνω με άλλα λόγια το φαντασιωσικό σύστημα της γλώσσας.
    Ο μοντερνισμός του εικοστού αιώνα θα αφήσει πίσω του τα λογοτεχνικά ψιμύθια, κυρίως τη χλιδή των παρομοιώσεων που κουδούνιζε ψεύτικα και έλαμπε σαν το μπακίρι. Θα γυρίσει τα μέσα έξω, θα γίνει εσωστρεφής, αυτοαναφορικός, αναντίρρητα δυσπρόσιτος στην αναγνωστική μετάληψη, ωστόσο περισσότερο λιτός και αυστηρός, φειδωλός στις μεταφορές και ανοιχτοχέρης στις μετωνυμίες. Αδιέξοδος και σκεπτικιστικός, κριτικός ώς τον αυτοσαρκασμό θα αναζητήσει την τροφή του στην ειρωνεία, τον κυνισμό, την παρωδία, την γκροτέσκα διακωμώδηση των πραγμάτων. Η γαστριμαργία από τα πάνω -το στόμα, τα χείλη, τη γλώσσα το λαρύγγι- θα κυλήσει προς τα κάτω, τον οισοφάγο, το παχύ έντερο, τον πρωκτό. Ο Λεοπόλδος Μπλουμ, για παράδειγμα, το alter ego του Στίβεν Δαίδαλου στον «Οδυσσέα» του Τζόις, δεν έχει το γευστικό γούστο του κόμη de Charlus, αλλά του παχύσαρκου Φάλσταφ. «Ο Λεοπόλδος Μπλουμ έτρωγε με απόλαυση τα εσωτερικά όργανα των ζώων και των πουλιών. Αγαπούσε την παχιά σούπα από εντόσθια και ποδαράκια, τις κοιλιές με μια γεύση καρυδιών, την ψητή καρδιά με γέμιση καρυδιών, τις φέτες συκωτιού τηγανισμένες σε τρίμματα γαλέτας, τα τηγανητά αβγά ψαριών. Περισσότερο απ' όλα του άρεσε να τρώει ψητά αρνίσια νεφρά, που άφηναν στον ουρανίσκο την υπέροχη νοστιμιά μιας ελάχιστης οσμής ουρίας».
    Μένουν ωστόσο κάτι υπόλοιπα, τα αποφάγια ας πούμε αυτής της κοπερνίκειας γαστριμαργικής αντιστροφής. Θα τα «γευτούμε» στην επόμενη επιφυλλίδα.
    Τροφή και απέκκριση
    Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΡΙΣΤΗΝΟΥ
    Υπάρχει μια θετική ευφρόσυνη και τρυφηλή πλευρά τροφής που κάνει τις αισθήσεις να πάλλουν στον σφυγμό ενός ηδονικού βιμπράτο.
    Ριπές από οσμές που πτυχώνουν τον αέρα, όψεις που σπαθίζουν το μάτι, γεύσεις που τρικυμίζουν την αφή. Από τον Φλομπέρ ώς τον Ζολά, τον Ισμάν και τον Προυστ, το bel canto της γαστριμαργικής απόλαυσης κρατάει τους τόνους του ψηλά. Αλλοτε βέβαια τα γεύματα είναι λιτά, όπως στο «Χωριάτικο πανηγύρι» του Μπρέγκελ. Φτωχό το μενού (ψωμί, πίτα και πληγούρι), όπως το επιβάλλουν οι συνθήκες της εποχής, όμως η χαρά του γάμου σκορπίζει παντού ένα ιλαρό φως. Η προοπτική του πίνακα, που κατορθώνει να δίνει βάθος σ' έναν χώρο κλειστό, με το μακρόστενο τραπέζι και τους συνδαιτυμόνες να στοιβάζονται στη μια του άκρη, προσθέτει στην κουλτούρα του φαγητού τη μαζική της έκφραση. Στον αντίποδα του πολυάριθμου συμποσιασμού «Η μαγείρισσα» του Βερμέερ με τη ροδαλή της όψη και τα απλά κουζινικά σκεύη ανακαλεί συνεκδοχικά μια βρώση οικογενειακή και γαλήνια. Τέλος, στη «Νεκρή φύση» με αστακούς, κέρας για πόση κρασιού και ποτήρια από πορσελάνη του Βίλεμ Καλφ, η οπτική του καλλιτέχνη παγιδεύει το μάτι κατευθείαν στα εδέσματα. Η τροφή εδώ δεν προσφέρεται για αδηφάγα, δηλαδή βουλιμικά και αρπακτικά βλέμματα, αλλά για ευαίσθητους ουρανίσκους εξασκημένους γευστικά στις συντεχνίες ή τις λέσχες των ευγενών της εποχής. Δειγματοληπτική και μόνο αυτή η εικαστική επιλογή ιεραρχεί την τροφή στη βάση της θετικής τιμής που έχει ως θρεπτικό, απολαυστικό και πολιτιστικό προϊόν. Υπάρχει ωστόσο, όπως εξάλλου σε κάθε διαλεκτική αυθυπέρβαση της σκέψης, και η αρνητική της ταξινόμηση. Την ανιχνεύει και την αξιολογεί εύστοχα ο Ζίζεκ σε μια σκηνή από το «Φάντασμα της ελευθερίας» του Μπουνιουέλ. Κάποια άτομα, καθισμένα το καθένα χωριστά στη λεκάνη του καμπινέ, κουβεντιάζουν ευχάριστα γύρω από ένα τραπέζι και όταν θέλουν να φάνε ρωτάνε την οικοδέσποινα χαμηλόφωνα «πού είναι η τουαλέτα». Εδώ, όπως σχολιάζει ο συγγραφέας, η σχέση τροφής και αφόδευσης αντιστρέφεται. Ο σύγχρονος αστός για τον σκηνοθέτη, όπως ο αντίστοιχος του Φλομπέρ, είναι άξεστος, ηλίθιος και διεφθαρμένος. Η ηθική της φύσης τού επιφυλάσσει μεταφορικά μια ανταποδοτική αμοιβή. Ο πρωκτός του πια θα φυτρώνει στο στόμα του. Η τροφή γίνεται περίττωμα και το λαρύγγι απευθυσμένο. Η ευδαιμονική βρώση μετατρέπεται σε αηδιαστική απέκκριση. Το ειδύλλιο με την τρυφή θα διακοπεί σε έναν κόσμο που από κόσμημα, στολίδι και γιορντάνι κατάντησε anus mundi.
    Στην ίδια αισθητική γραμμή κινεί τη συμπεριφορά του Λ. Μπλουμ και ο Τζόις στον «Οδυσσέα». Εδώ δεσπόζει μια ωμή αργκό του «εσθίειν». Ο ήρωας του μεγάλου Ιρλανδού, που σβαρνίζει τις λαϊκές παμπ και τα χαμαιτυπεία, χαμπάρι δεν παίρνει από τις φίνες και βελούδινες γεύσεις. Αντίθετα, καταναλώνει την τροφή του χασάπη, τα τερψιλαρύγγια λίπη, το μπέικον, τα λουκάνικα, τις νεφραμιές και τα παϊδάκια που τα σβήνει με αψύ κόκκινο κρασί ή πεντάλιτρες μπίρες. Είναι αυτονόητο πως η αφόδευση θα ακολουθήσει την αργόσυρτη τελετουργία που υπαγορεύουν ο εσωτερικός μονόλογος ή ακριβέστερα η συνειρμική ροή της συνείδησης. Ο Μπλουμ αποπατεί διαβάζοντας την εφημερίδα που περιλαμβάνει εκείνη την ημέρα ένα βραβευμένο διήγημα. «Διάβαζε ήρεμα αυτοσυγκρατούμενος την πρώτη στήλη και ενδίδοντας αλλά και αντιστεκόμενος άρχισε τη δεύτερη. Στα μισά, η τελευταία αντίστασή του κάμφθηκε και επέτρεψε στα άντερά του να ανακουφιστούν ήρεμα καθώς διάβαζε και συνέχισε να διαβάζει υπομονετικά, ενώ εκείνη η ελαφρά χθεσινή δυσκοιλιότης είχε παρέλθει. Ελπίζω να μην είναι καμιά υπερμεγέθης και μου ερεθίσει τις αιμορροΐδες. Εσκισε απότομα το μισό από το βραβευμένο διήγημα και σκουπίστηκε». Οι υπαινιγμοί όσο κι αν περνούν μέσα από έναν ρευστό ή μισοαρθρωμένο λόγο δεν αφήνουν περιθώρια για παρεξηγήσεις. Τα βραβεία και οι τιμές από ένα εξωνημένο ή βλακώδες ιερατείο που απονέμει τιμές σε ασήμαντα λογοτεχνικά υβρίδια μετρούν όσο το σκούπισμα του πρωκτού με το τραχύ χαρτί μιας εφημερίδας του Δουβλίνου. Είναι φανερό πως η τέχνη αφήνει πίσω της κάθε εξιδανίκευση, κάθε αστική υποκρισία που συνδέεται με τον τροφικό κύκλο. Ο ευρωπαϊκός μηδενισμός φτάνει σε μια κρίσιμη κορύφωση. Ολα συγκλίνουν στη βιολογική ωμότητα του φαινομένου. Με τι ισοδυναμεί, λοιπόν, ο γαστριμαργικός κορεσμός; Με το αναμάσημα της τροφής φυσικά που γίνεται χυλός, με τη φλυαρία του παχέος εντέρου, με τους βορβορυγμούς που προκαλεί η κακή πέψη, με τον διακεκομμένο ή ακαριαίο κρότο της πορδής. Ο Μπέκετ δεν χαρίζεται σε καμιά ακκιζόμενη καλολογία. Το ευερέθιστο έντερο παράγει ήχους. Στην ουσία πρόκειται για μια ανακουφιστική εκπνοή του πρωκτού, αφού στόμα και πρωκτός είναι το ίδιο πράγμα, μάλιστα αυτό το «ντελίριουμ» κατά τη διατύπωση του Η. Πετρόπουλου βοηθάει στους υπολογισμούς, αφού είναι ένας τρόπος εκμάθησης της αριθμητικής. Ετσι ο Μολόι μετράει τις πορδές σε ένα κλίμα σαρκαστικής παρωδίας. «Μια μέρα τις μέτρησα. Τριακόσιες δεκαπέντε πορδές σε δεκαεννέα ώρες, δηλαδή κατά μέσο όρο δεκάξι και κάτι πορδές την ώρα. Δεν είναι και τόσο υπερβολικό εν τέλει. Τέσσερις πορδές το τέταρτο».
    Το «ιδού καλά λίαν» του Παλαιού των ημερών, στον καθημαγμένο εικοστό αιώνα, δεν θα τελειώσει ούτε μ' έναν βρόντο ούτε μ' έναν λυγμό, όπως έγραφε ο Ελιοτ, αλλά με μια μεστή νοήματος λυρική πορδή. Αρα το φιλοσοφικό ερώτημα επανατίθεται πια αδυσώπητα. Γιατί το είναι και όχι το μηδέν; *
     
  6. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Τέλειο. 

    Ίσως σου αρέσει και αυτό το νήμα:
    https://www.greekbdsmcommunity.com/forums/t9820/