Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Αφιέρωμα στον Wilbur Smith

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 10 Ιουλίου 2008.

Tags:
  1. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Στο πλευρό του σκάφους είχαν στερεώσει μια σχάρα, πάνω στην οποία είχαν δέσει με τα χέρια και τα πόδια τεντωμένα το ναύτη που υποτίθεται ότι φυλούσε σκοπιά στην κορφή του καταρτιού όταν πλησίασαν επικίνδυνα τις αφρικανικές ακτές. Ο δύσμοιρος έστριβε το κεφάλι για να μπορέσει να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του τον υποπλοίαρχο, με το πρόσωπό του μια μάσκα τρόμου.

    «Δόκτωρ Μπαλαντάιν, σου είπα πως έχεις το δικαίωμα να μην παρακολουθήσεις την εκτέλεση της ποινής», της είπε με ήρεμη φωνή ο Μάνγκο Σεντ Τζον.

    «Θεωρώ ότι έχω χρέος να παραστώ σ’ αυτή τη βάρβαρη…»

    «Όπως θέλεις», τη διέκοψε ο κυβερνήτης και γύρισε προς τον Τιπού. «Είκοσι, υποπλοίαρχε».

    Ο Τιπού έσκυψε ανέκφραστος, έχωσε το δείκτη του κάτω από το κολάρο του πουκαμίσου του δεμένου άντρα και το ξέσκισε μέχρι τη μέση του. Η ράχη του ναύτη ήταν ανοιχτόχρωμη σαν πουτίγκα ατμού, αλλά ήταν γεμάτη σκούρους κόκκινους καλόγερους, που τους δημιουργούσαν τα βρεγμένα, όλο αλάτι ρούχα και η ανθυγιεινή διατροφή.

    Ο Τιπού έκανε δυο βήματα προς τα πίσω, έπιασε και τίναξε το κουρμπάτσι, απλώνοντάς το σ’ όλο του το μήκος πάνω στο δρύινο κατάστρωμα.

    «Άντρες του πληρώματος!» φώναξε βροντερά ο Μάνγκο Σεντ Τζον. «Η κατηγορία που βαραίνει τον συνάδελφό σας είναι έλλειψη προσοχής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και διακινδύνευση της ασφάλειας του σκάφους». Οι άντρες μετακίνησαν ελαφρά τα ξυπόλητα πόδια τους, αλλά κανείς δεν τον κοίταξε καταπρόσωπο. «Και η ποινή προβλέπει είκοσι βουρδουλιές».

    Ο δεμένος άντρας γύρισε αργά αργά το κεφάλι του κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια, καμπουριάζοντας τους ώμους του.

    «Εμπρός, Τιπού», πρόσταξε ο καπετάνιος και ο υποπλοίαρχος κοίταξε με μισόκλειστα μάτια το γυμνό ασπρουλιάρικο δέρμα, κάτω από το οποίο ξεχώριζαν καθαρά τα κότσια της ραχοκοκαλιάς του. Έγειρε προς τα πίσω, τεντώνοντας πάνω από το κεφάλι το μυώδες χέρι του που κρατούσε το βούρδουλα, κι αυτός σφύριξε σαν αγριεμένη κόμπρα. Έπειτα έκανε ένα βήμα μπροστά, βάζοντας στο κατέβασμα του χεριού του όλη τη δύναμη των βουβαλίσιων ώμων του.

    Ο δεμένος άντρας ούρλιαξε και η σύσπαση του κορμιού του έγδαρε τους καρπούς του, που ήταν σφιχτοδεμένοι με το τραχύ καναβένιο σχοινί.

    Το λευκό δέρμα άνοιξε σε μια λεπτή άλικη γραμμή ανάμεσα στα πλευρά του κι ένας από τους καλόγερους ανάμεσα στους ώμους του έσπασε, με αποτέλεσμα να βγει από μέσα ένα κίτρινο υγρό, που κύλησε μέχρι τη μέση του και χώθηκε στο παντελόνι του ναύτη.

    «Μία», είπε ο Μάνγκο Σεντ Τζον και ο δεμένος άντρας άρχισε να κλαίει με αναφιλητά.

    Ο Τιπού έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, τίναξε προσεκτικά το μαστίγιο, ατένισε με μισόκλειστα μάτια τη ματωμένη γραμμή πάνω στην άσπρη τρεμουλιαστή σάρκα και γρύλισε καθώς κινήθηκε μπροστά για την επόμενη βουρδουλιά.

    «Δύο», μέτρησε ο κυβερνήτης. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της Ρόμπιν και απειλούσε να την πνίξει. Με μεγάλη προσπάθεια, τον κατάπιε και συνέχισε να κοιτάζει. Δεν ήθελε να δει την αδυναμία της ο καπετάνιος.

    Με το δέκατο χτύπημα, το δεμένο κορμί χαλάρωσε απότομα, το κεφάλι έγειρε στο πλάι και οι γροθιές ξεσφίχτηκαν αργά αργά. Η κοπέλα μπόρεσε να δει τις μικρές πληγές σε σχήμα μισοφέγγαρου που είχαν ανοίξει τα νύχια στις παλάμες. Μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της ποινής, το δεμένο κορμί έδειχνε άψυχο.

    Με την εικοστή βουρδουλιά, η Ρόμπιν κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν από τη γέφυρα στο κατάστρωμα και έπιασε το σφυγμό στον καρπό του ναύτη πριν οι συνάδελφοί του κόψουν τα σχοινιά.

    «Ας είναι δοξασμένο τ’ όνομα του Θεού», ψιθύρισε η Ρόμπιν νιώθοντας το σφυγμό κι αμέσως στράφηκε στους άντρες που σήκωναν τον αναίσθητο ναύτη. «Σιγά τώρα, με το μαλακό». Μπορούσε να διαπιστώσει ότι είχε ικανοποιηθεί η επιθυμία του πλοιάρχου: τα λευκά «πορσελάνινα» κότσια της ραχοκοκαλιάς φαίνονταν καθαρά μέσα από την κομματιασμένη σάρκα της ράχης.

    Η Ρόμπιν είχε ετοιμάσει μια μεγάλη βαμβακερή κομπρέσα, που την άπλωσε πάνω στην πληγωμένη πλάτη καθώς οι άλλοι ναύτες τον ξάπλωναν σε μια φαρδιά δρύινη σανίδα για να τον μεταφέρουν στη μεγάλη ενιαία καμπίνα της πλώρης.

    Κι εκεί, μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα, που μύριζε φτηνό ταμπάκο, απλυσιά, ιδρωτίλα και ξινισμένα φαγητά, τον ξάπλωσαν στο μακρόστενο τραπέζι και η Ρόμπιν τον περιποιήθηκε όσο καλύτερα μπορούσε στο λιγοστό φως των λαδοφάναρων. Του έραψε την κομματιασμένη σάρκα με αλογότριχες κι ύστερα άλειψε ολόκληρη την πλάτη με αραιό διάλυμα φαινόλης, που το είχε εισαγάγει πρόσφατα ο Τζόζεφ Λίστερ, με αξιοθαύμαστα αποτελέσματα κατά της μόλυνσης.

    Ο ναύτης ξαναβρήκε τις αισθήσεις του και κλαψούριζε από τον αβάσταχτο πόνο. Του έδωσε πέντε σταγόνες λάβδανο και του υποσχέθηκε να τον επισκεφτεί νωρίς το πρωί για να του κάνει αλλαγή.

    (Wilbur Smith, «Τα πέτρινα γεράκια», μετάφραση Κώστας Μπαρμπής, Εκδόσεις Bell, 1980)
     
  2. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Ο σεϊχης Γιουσούφ ήταν πολύ στενοχωρημένος. Επί οχτώ μέρες το μεγάλο αραβικό ιστιοφόρο του είχε ακινητοποιηθεί σε όχι μεγάλη απόσταση από την ακτή. ..Είχαν κυλήσει τριάντα χρόνια από την τελευταία φορά που το σκάφος του κουβαλούσε τόσο σπουδαίο φορτίο και οι τιμές μόνο με τις τότε μπορούσαν να συγκριθούν.

    Τριακόσια τριάντα «μαύρα μαργαριτάρια», καλοσχηματισμένα, εύρωστα και νέα, αφού, κατά τη θέληση του Αλλάχ, ούτε ένα δεν είχε ηλικία μεγαλύτερη των δεκάξι χρόνων. Ανήκαν σε μια φυλή που δεν την είχε ξανασυναντήσει, μια που ποτέ άλλοτε δεν είχε πάει για εμπόριο τόσο νότια…

    Ξαφνικά ακούστηκε μια διαπεραστική κραυγή, που σκέπασε όλους τους άλλους θορύβους. Ήταν μια κραυγή που αποτελούσε μέρος του σκάφους και ανέβαινε κάθε τόσο, μέρα και νύχτα, από το αμπάρι των δούλων, κάτω από το κύριο κατάστρωμα.

    Ο σεϊχης έβγαλε το μαρκούτσι από το στόμα του και τέντωσε το κεφάλι για να ακούσει καλύτερα ενώ χτένιζε τα μακριά γένια του με τα δάχτυλά του, όμως η κραυγή δεν ξανακούστηκε. Ίσως να ήταν η στερνή κραυγή ενός από τα έξοχα μαύρα μαργαριτάρια που ξεψυχούσε.

    Ο σεϊχης Γιουσιούφ αναστέναξε, η φασαρία κάτω από το κατάστρωμα μειώθηκε σιγά σιγά σε ένταση, και από την ένταση αυτή μπορούσε κάθε φορά να υπολογίσει με ακρίβεια την έκταση των απωλειών του. Ήξερε πως είχε κιόλας χάσει τις μισές μαύρες. Άλλο ένα τέταρτο θα χανόταν σίγουρα πριν καταφέρει να φτάσει στη Ζανζιβάρη, πολύ περισσότερες θα πέθαιναν μετά την αποβίβασή τους στη στεριά και μόνο οι πιο ρωμαλέες και ανθεκτικές θα έφταναν στο σκλαβοπάζαρο, αλλά και πάλι ύστερα από αρκετό χρόνο ώστε να συνέλθουν σωματικά.

    Υπήρχε και κάτι άλλο που έδειχνε, αν και όχι με τόσο μεγάλη ακρίβεια, τον όγκο των απωλειών: η μπόχα. Μερικές από δαύτες πρέπει να τα είχαν τινάξει την πρώτη κιόλας μέρα της άπνοιας, αφού χωρίς το παραμικρό φύσημα του αέρα η κάψα ήταν τρομαχτική. Φυσικά, θα ήταν πολύ μεγαλύτερη μέσα στο αμπάρι και τα τουμπανιασμένα πτώματα θα είχαν μέγεθος διπλάσιο από το κανονικό. Στα σαράντα χρόνια της ναυτικής του σταδιοδρομίας δε θυμόταν χειρότερη μπόχα. Λυπόταν αφάνταστα που δεν είχε τρόπο να απαλλαγεί από τα πτώματα – αυτό μπορούσε να γίνει μόνο όταν θα έπιαναν λιμάνι.

    Ήταν αρχή του να κάνει εμπόριο μόνο νεαρών κοριτσιών. Ήταν μικρότερα και πολύ ανθεκτικότερα από τα συνομήλικά τους αγόρια και στον ίδιο χώρο μπορούσαν να στριμωχτούν περισσότερες κοπέλες παρά έφηβοι. Ο σεϊχης είχε πετύχει να μειώσει κατά δεκαπέντε πόντους το ύψος κάθε καταστρώματος που προοριζόταν για το ανθρώπινο φορτίο του κι αυτό σήμαινε πως το σύνολο αυτών των καταστρωμάτων είχε αυξηθεί κατά ένα.

    Τα κορίτσια κατάφερναν να επιβιώσουν χωρίς νερό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε σύγκριση με τα αγόρια και σαν τις καμήλες της ερήμου μπορούσαν να ζήσουν καταναλώνοντας το λίπος που είχε συγκεντρωθεί στους μηρούς τους, στα οπίσθιά τους και στα στήθη τους, κάτι που ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, αφού για να διαπλεύσουν το πέρασμα της Μοζαμβίκης, ακόμα και με τις καλύτερες συνθήκες ανέμου και παλίρροιας, χρειάζονταν τουλάχιστον πέντε μέρες χωρίς νερό.

    Έπρεπε ακόμα να λάβει υπόψη του το σημαντικό ποσοστό απωλειών μεταξύ των αρσενικών που προορίζονταν για την Κίνα και την Άπω Ανατολή εξαιτίας της απαιτούμενης χειρουργικής επέμβασης. Οι Κινέζοι αγοραστές επέμεναν να ευνουχίζονται όλοι οι αρσενικοί δούλοι πριν τους αγοράσουν. Η επιθυμία τους είχε λογική βάση, αφού δεν ήθελαν να γίνει επιμειξία με τους ντόπιους, η απαίτησή τους όμως προκαλούσε πρόσθετες απώλειες στο δουλέμπορο, αφού δε ζούσαν όλοι όσοι υποβάλλονταν σε ευνουχισμό.

    Ωστόσο, υπήρχε κι άλλος ένας λόγος που ο Γιουσούφ προτιμούσε το δουλεμπόριο νεαρών κοριτσιών: στην αγορά της Ζανζιβάρης η τιμή της καθεμιάς τους ήταν διπλάσια από την αντίστοιχη των αγοριών.

    Πριν τις επιβιβάσει στο σκάφος, τις πάχαινε επί μία τουλάχιστον βδομάδα στις μπαράκες του, δίνοντάς τους να φάνε και να πιουν όσο τραβούσε η όρεξή τους. Μετά τις γύμνωναν, τις έδεναν με ελαφριές αλυσίδες, κι όταν τα νερά τραβιούνταν, τις ανέβαζαν στο σκάφος του, που είχε καθίσει στην άμμο.

    Οι πρώτες κοπέλες που επιβιβάζονταν ξάπλωναν στα σανίδια του κύτους, στον πάτο του αμπαριού, καθεμιά στην αριστερή της πλευρά και με τα γόνατα λυγισμένα ελαφρά, ώστε τα γόνατα του κοριτσιού που ήταν ξαπλωμένο πίσω της να χώνονται στο κοίλωμα που σχημάτιζαν, η λεκάνη του να ακουμπάει στους γλουτούς της μπροστινής και η κοιλιά στη ράχη της.

    Κάθε τόσο οι αλυσίδες τους στερεώνονταν στους χαλκάδες που ήταν χωμένοι στα τοιχώματα και στο δάπεδο, όχι μόνο για λόγους ασφαλείας αλλά και για να μη στοιβάζονται σε περίπτωση τρικυμίας τα κορμιά το ένα πάνω στο άλλο, με συνέπεια να πεθαίνουν από ασφυξία όσες θα είχαν την ατυχία να βρεθούν από κάτω.

    Μόλις γέμιζε από ανθρώπινα κορμιά ο πάτος του αμπαριού, τοποθετούσαν από πάνω τους τις σανίδες του επόμενου καταστρώματος σε τόσο μικρή απόσταση, που οι από κάτω δεν είχαν τη δυνατότητα ούτε να ανακαθίσουν ούτε να γυρίσουν από την άλλη πλευρά. Αφού γέμιζε με ανθρώπινα κορμιά κι αυτό το κατάστρωμα, σειρά είχε το επόμενο και το επόμενο.

    Για να φτάσει κανείς στα χαμηλότερα καταστρώματα, έπρεπε να λύσει τις αλυσίδες, να μετακινήσει τα κορμιά και να αφαιρέσει τις σανίδες. Και αυτό δεν μπορούσε να γίνει όσο ταξίδευαν. Ωστόσο, αν ο άνεμος ήταν ευνοϊκός, δεν είχαν παρά να διαπλεύσουν το κανάλι και ο αέρας που έμπαινε από τα φινιστρίνια επέτρεπε στα κορίτσια να ανασαίνουν και να αντέχουν την κάψα.

    …………………………

    Ο σημαιοφόρος και οι άντρες του είχαν ανοίξει τις μπουκαπόρτες στο κύριο αμπάρι, κι όταν η Ρόμπιν έφτασε κοντά τους, κόντεψε να λιποθυμήσει από τη φριχτή μπόχα που τη χτύπησε στα ρουθούνια. Ως τη στιγμή εκείνη πίστευε πως είχε πια συνηθίσει την οσμή του θανάτου και της σάπιας σάρκας, αλλά ήταν η πρώτη φορά που η όσφρησή της γνώριζε τέτοια μυρωδιά.

    «Φέρατε τις ψαλίδες;» ρώτησε ανυπόμονα ο σημαιοφόρος, με το πρόσωπο πανιασμένο από τη φρίκη και τη ναυτία.

    Οι δυο άντρες που τις κρατούσαν παραμέρισαν τα μικροκαμωμένα μαύρα γυναικεία κορμιά, τα οποία ήταν δεμένα από τον καρπό και τους αστραγάλους με μαύρες ατσάλινες αλυσίδες στους μεγάλους κρίκους. Οι ψαλίδες έκοψαν μ’ έναν ανατριχιαστικό κρότο τις λεπτές αλυσίδες και τα μικρά σώματα κύλησαν δεξιά κι αριστερά.

    «Θεέ μου, μα αυτές είναι κοπελίτσες, σχεδόν παιδιά ακόμα», φώναξε η Ρόμπιν, ενώ οι άντρες ολόγυρά της δούλευαν σιωπηλά και με συννεφιασμένο πρόσωπο, βγάζοντας τα μαύρα κορμιά από την μπουκαπόρτα, απαλλάσσοντάς τα από τα δεσμά τους και ξαπλώνοντάς τα πάνω στο βρεγμένο κατάστρωμα.

    Η Ρόμπιν έσκυψε και ανασήκωσε την πρώτη κοπελίτσα. Ήταν πετσί και κόκκαλο, λερωμένη με εμετό, περιττώματα και ακαθαρσίες, κι όπως την ανασήκωσε το κεφάλι έγειρε άψυχο στο γυμνό στήθος της. Η Ρόμπιν έβαλε το χέρι της κάτω από το πιγούνι και σήκωσε το κεφάλι της κοπέλας.

    «Όχι». Τούτο το κορμί δεν είχε πια ζωή μέσα του. Οι βολβοί των ματιών είχαν κιόλας ξεραθεί. Τράβηξε το χέρι που κρατούσε το κεφάλι της νεκρής μαύρης κι ένας ναύτης την έσυρε στην άκρη.

    «Όχι». Και πάλι «όχι» και «όχι». Μερικές βρίσκονταν σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης. Ύστερα από εντολή του σημαιοφόρου, οι άντρες του αγήματος άρχισαν να ρίχνουν στη θάλασσα τα άψυχα κορμιά, για να δημιουργήσουν χώρο για τις μαύρες που έβγαζαν οι συνάδελφοί τους συνέχεια από το αμπάρι…

    Τώρα οι σπασμένες σανίδες που σχημάτιζαν τα καταστρώματα των δούλων έφυγαν ολοκληρωτικά από τη θέση τους, απελευθερώνοντας ένα καινούργιο στρώμα από σαρδελοποιημένα μαύρα κορμιά, που βούλιαξαν μέσα στο νερό.

    «Ρόμπιν! Θα παγιδευτούμε εδώ μέσα». Την τράβηξε δυνατά προς το φωτισμένο τετράγωνο άνοιγμα του αμπαριού, περνώντας την ανάμεσα από ξύλα και ανθρώπινα σώματα.

    «Μα δεν μπορούμε να τις εγκαταλείψουμε», διαμαρτυρήθηκε εκείνη…

    Η Ρόμπιν κατάφερε να απαλλαγεί από το σφίξιμό του, σκόνταψε, έπεσε ανάσκελα, χτύπησε πάνω σε κάτι μυτερό, ο πόνος τη σούβλισε ξανά και βόγκηξε δυνατά. Βρέθηκε πεσμένη με το πλάι πάνω σε μια στοίβα από μπλεγμένα κορμιά και σε απόσταση είκοσι τριάντα πόντων είδε ένα πρόσωπο. Ήταν ζωντανό, και δεν είχε ξαναδεί τέτοια μάτια, άγρια σαν αιλουροειδούς, λαμπερά σαν του γερακιού, με το χρώμα του βραστού μελιού.

    Τούτη εδώ είναι ζωντανή κι έχει δυνάμεις! συλλογίστηκε η Ρόμπιν και μετά φώναξε δυνατά: «Ζούγκα, βοήθησέ με!»

    «Για τ’ όνομα του Θεού, Ρόμπιν».

    Η Ρόμπιν σύρθηκε προς το μέρος του μαύρου κοριτσιού, αλλά ήταν δύσκολο να κρατήσει την ισορροπία της και η στάθμη του κρύου νερού ανέβαινε κι άλλο.

    «Άφησέ τη», βρυχήθηκε ο Ζούγκα.

    Το νερό έφτασε μέχρι το πηγούνι της Ρόμπιν και σκέπασε το κεφάλι της μαύρης.

    Έχωσε τα χέρια της κάτω από το νερό κι έψαξε στα τυφλά, πανικόβλητη που δεν μπορούσε να βρει τη δύσμοιρη μικρή.

    Έκανε βουτιά, ο δυνατός πόνος στην κοιλιά την έκανε να βογκήξει, κατάπιε νερό, αλλά τελικά έπιασε τον ώμο του κοριτσιού, που πάλευε απεγνωσμένα να βγει στην επιφάνεια.

    Έβγαλαν σχεδόν ταυτόχρονα το κεφάλι τους έξω από το νερό, βήχοντας και βαριανασαίνοντας. Η Ρόμπιν κρατούσε το στόμα του κοριτσιού πάνω από την επιφάνεια, αλλά όταν δοκίμασε να τη σηκώσει κι άλλο, η αλυσίδα την εμπόδισε κι αναγκάστηκε να βάλει τις φωνές.

    «Ζούγκα, βοήθησέ με!»

    Καινούρια εισβολή νερού, που έμοιαζε με απόβλητα υπονόμου, της γέμισε το στόμα και βρέθηκαν ξανά κι οι δυο κάτω από την επιφάνεια.

    Η Ρόμπιν πίστεψε πως δε θα τα κατάφερνε να ξανανέβει, αλλά αποφασιστικά και πεισματικά πέρασε το ένα χέρι της κάτω από τη μασχάλη του κοριτσιού, ενώ με το άλλο χέρι έπιασε την αλυσίδα κι ένα γερό τίναγμα των ποδιών της τις έφερε και τις δυο έξω από το νερό. Σήκωσε όσο ψηλότερα μπορούσε το κεφάλι του κοριτσιού για να του δώσει τη δυνατότητα να ανασάνει ξανά – και την επόμενη στιγμή ο Ζούγκα ήταν πλάι τους.

    Ένα καινούριο κύμα σφύριξε από πάνω τους κι αυτή τη φορά η Ρόμπιν βρέθηκε ανέτοιμη να το αντιμετωπίσει. Ένωσε το κάψιμο του νερού στα πνευμόνια της και κατάλαβε πως πνιγόταν. Βέβαια, αν τραβούσε τα χέρια της από το κεφάλι και τους ώμους του κοριτσιού, θα μπορούσε να ανασάνει, εκείνη όμως συνέχιζε να κρατάει τη μικρή μαύρη, αποφασισμένη να μην την αφήσει να χαθεί. Είχε διαβάσει στα μελένια μάτια της την άγρια επιθυμία της να ζήσει. Τούτη εδώ ήθελε να τη σώσει. Ήταν ίσως η μόνη από τις τριακόσιες ή και περισσότερες για την οποία δεν είχε καμία αμφιβολία πως θα μπορούσε να επιβιώσει. Έπρεπε να τη σώσει με κάθε τρόπο…

    Το μπουλόνι με τον κρίκο στον οποίο ήταν δεμένη η αλυσίδα του κοριτσιού αποσπάστηκε από το ξύλο και ο αδερφός της Ρόμπιν έσυρε και τις δυο γυναίκες έξω από το νερό. Η αλυσίδα τις ακολούθησε χαλαρή επί τρία τουλάχιστον μέτρα κι ύστερα τεντώθηκε, μαγκώνοντας στον επόμενο κρίκο…

    Ο ταγματάρχης Μπαλαντάιν βοήθησε την αδερφή του να κρατήσει το κεφάλι του κοριτσιού έξω από το νερό, ενώ ο σημαιοφόρος βρήκε την αλυσίδα και την έβαλε ανάμεσα στα δυο σκέλη της ψαλίδας, που ωστόσο είχαν στομώσει από τα κοψίματα που είχαν προηγηθεί, ενώ ο αξιωματικός ήταν ακόμα ένας σχεδόν αμούστακος νεαρός.

    Ο Ζούγκα τον παραμέρισε, έπιασε την ψαλίδα στα στιβαρά του χέρια και οι μύες του ξανατσιτώθηκαν. Σχεδόν αμέσως η αλυσίδα κόπηκε. Έκοψε άλλες δυο φορές – πλάι στον αστράγαλό της και στον καρπό της – κι ύστερα πέταξε την ψαλίδα, σήκωσε το λιπόσαρκο κορμάκι στο ύψος του στήθους του και προχώρησε αλαφιασμένος προς την μπουκαπόρτα…

    Η Ρόμπιν σύρθηκε ως το σημείο όπου ήταν σωριασμένη η μικρή μαύρη, πάνω σε μια στοίβα από κοριτσίστικα κορμιά, κι ένιωσε αφάνταστη ανακούφιση που την έβρισκε ζωντανή μέσα στη βάρκα. Η χαρά της για τη διάσωση του κοριτσιού την έκανε να ξεχάσει τον πόνο που της έκαιγε τα πνευμόνια και της έσφαζε την κοιλιά.

    Γύρισε τη μικρή ανάσκελα και ανασήκωσε το κεφάλι της για να το προστατέψει από τα απότομα σκαμπανεβάσματα της φαλαινίδας, που απειλούσαν να το σπάσουν πάνω στα ξύλινα τοιχώματά της.

    Διαπίστωσε αμέσως ότι η μαύρη ήταν μεγαλύτερη στα χρόνια απ’ ότι είχε αρχικά φανταστεί και, μόλο που το σώμα της ήταν κυριολεκτικά πετσί και κόκαλο, η λεκάνη της είχε το μέγεθος της ωριμότητας. Θα πρέπει να είναι τουλάχιστον δεκάξι χρονών, συλλογίστηκε η Ρόμπιν και τράβηξε ένα μέρος του μουσαμά πάνω στο γυμνό μαύρο κορμί για να το προστατέψει από τα πεινασμένα βλέμματα των αντρών.

    Το κορίτσι ξανάνοιξε τα μάτια του και ατένισε με σοβαρό ύφος τη Ρόμπιν. Τα μάτια της είχαν πάντα ένα σκούρο μελί χρώμα, αλλά η προηγούμενη αγριάδα τους είχε μετατραπεί σε κάτι άλλο.

    «Νγκι για μπόνγκα», της ψιθύρισε η μαύρη, και η Ρόμπιν αισθάνθηκε κατάπληξη που κατάλαβε τις λέξεις. Την ίδια στιγμή, η σκέψη της φτερούγισε σε μια άλλη εποχή και σε μια άλλη χώρα, όπου μια γλυκιά γυναίκα – η μητέρα της, Έλεν Μπαλαντάιν – επαναλάμβανε πολλές φορές την ίδια φράση, μέχρι να την αποστηθίσει η μικρή κόρη της:

    «Νγκι για μπόνγκα – σε επαινώ!»

    Προσπάθησε να βρει μια απάντηση, αλλά το μυαλό της βρισκόταν στην ίδια τρισάθλια κατάσταση με το κορμί της, κι άλλωστε, είχαν κυλήσει τόσα χρόνια από τότε που είχε μάθει τη γλώσσα, κάτω από ολότελα διαφορετικές συνθήκες. Έψαξε εναγώνια στη μνήμη της και οι λέξεις βγήκαν από το στόμα της αργά και διστακτικά.

    «Βελάπι γουένα – ποια είσαι κι από πού έρχεσαι;»

    Τα μελένια κοριτσίστικα μάτια γούρλωσαν από το σοκ.

    «Εσύ!» ψιθύρισε. «Εσύ μιλάς τη γλώσσα του λαού μου».

    …………………………………

    Την επόμενη νύχτα, παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες και τις συνεχείς φροντίδες της Ρόμπιν, πέθαναν είκοσι δύο από τις μαύρες και οι ναύτες τις μετέφεραν στην πρύμνη, για να τις πετάξουν στη θάλασσα πάνω από την κουπαστή. Πριν ακόμα ξημερώσει, οι υπόλοιπες έπεσαν σε κώμα και προσβλήθηκαν από τον υψηλό πυρετό της νεφρικής ανεπάρκειας: τα νεφρά τους, που συρρικνώθηκαν και έπαθαν ατροφία εξαιτίας της έλλειψης υγρών, αδυνατούσαν να φιλτράρουν τα απόβλητα των διαφόρων οργάνων του σώματος. Η μοναδική θεραπευτική αγωγή ήταν να τις αναγκάσουν να πάρουν πολλά υγρά…

    Η μικρή Νγκούνι αγωνιζόταν σκληρά να επιζήσει. Η Ρόμπιν κατάλαβε ότι η κοπέλα ανήκε στην ομάδα των φυλών Νγκούνι…Είχε προσπαθήσει να την πείσει να μιλάει συνέχεια και να διατηρήσει αταλάντευτη την απόφασή της να επιβιώσει. Ένιωθε μια τρυφερή, σχεδόν μητρική στοργή για την κοπελίτσα…

    Μπορούσαν να συνεννοηθούν μόνο με μερικές εκατοντάδες λέξεις στο χρόνο που μεσολαβούσε ανάμεσα στο οδυνηρό άδειασμα ενός φλυτζανιού και στο επόμενο.

    «Με λένε Τζούμπα», ψιθύρισε το κορίτσι όταν το ρώτησε η Ρόμπιν. Ο ήχος του ονόματος ξανάφερε στη μνήμη της Ρόμπιν το τιτίβισμα των παχουλών γκριζογάλανων περιστεριών στα κλαδιά των αγριοσυκιών που βρίσκονταν πλάι στο σπιτάκι της ιεραποστολής όπου είχε γεννηθεί.

    «Ώστε σε λένε Περιστεράκι. Όμορφο όνομα». Το κορίτσι χαμογέλασε συνεσταλμένα και συνέχισε να μιλάει ψιθυριστά, με πολύ κόπο και μεγάλη προσπάθεια. Η Ρόμπιν δεν καταλάβαινε τα περισσότερα λόγια της, αλλά άκουγε προσεκτικά και κουνούσε κάθε τόσο το κεφάλι, βλέποντας πανικόβλητη πως οι φράσεις της γίνονταν όλο και πιο ασυνάρτητες κι ότι η Τζούμπα βυθιζόταν σε λήθαργο και μιλούσε με τα φαντάσματα του παρελθόντος της…

    Όταν έμεινε μόνη στην καμπίνα της, κάθισε σταυροπόδι πάνω στο αχυρένιο στρώμα, ακούμπησε τη ράχη της στο σεντούκι και πήρε την κοπέλα στην αγκαλιά της. Και με περίσσια υπομονή βάλθηκε να της σταλάζει, με τις ώρες, στο στόμα της το ζαχαρούχο διάλυμα.

    Έξω από το μοναδικό φινιστρίνι το ηλιόφως μετατράπηκε στη βραχύβια κοκκινωπή λάμψη του τροπικού ηλιοβασιλέματος, που τη διαδέχτηκε σχεδόν αμέσως το μούχρωμα. Η καμπίνα κόντευε να βυθιστεί στο σκοτάδι, όταν η Ρόμπιν αισθάνθηκε ένα ζεστό υγρό να περνάει από τη φούστα της στην κοιλιά της και στα ρουθούνια της έφτασε η δυνατή αμμωνιακή μυρωδιά των ούρων του κοριτσιού.

    «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου», είπε ψιθυριστά. «Σ’ ευχαριστώ μ’ όλη μου την καρδιά!» Τα νεφρά της μικρής μαύρης ξαναλειτουργούσαν κανονικά κι αυτό σήμαινε πως η Τζούμπα είχε σωθεί. Η Ρόμπιν την κουνούσε στην αγκαλιά της, χωρίς να σιχαίνεται που την είχαν καταβρέξει τα ούρα της, αφού ήξερε ότι αποτελούσαν υπόσχεση ζωής.

    «Τα κατάφερες», ψιθύρισε. «Τα κατάφερες με το θάρρος και την αποφασιστικότητά σου, μικρό μου περιστεράκι».

    (Wilbur Smith, «Τα Πέτρινα Γεράκια», μετάφραση Κώστα Μπαρμπή, Εκδόσεις Bell, 1980)
     
  3. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Όπως συνήθως, η Λουίζα κοιμόταν σ’ ένα κρεβάτι στη γωνιά του δωματίου της Γκερτρούντα. Ένα πρωί ντυνόταν, ενώ η Γκερτρούντα καθόταν στο κρεβάτι της και της μιλούσε. Ξαφνικά, άπλωσε το χέρι της και τσίμπησε το στήθος της Λουίζας. «Κοίτα, Λουίζα, βγάζεις βυζάκια».

    Η Λουίζα απομάκρυνε απαλά το χέρι της. Τους τελευταίους μήνες, σφιχτές καμπύλες είχαν σχηματιστεί κάτω από τις θηλές της, αναγγέλλοντας τον ερχομό της εφηβείας. Οι θηλές της ήταν φουσκωμένες, τρυφερές και ευαίσθητες. Το τσίμπημα της Γκερτρούντα την είχε πονέσει…

    Όταν η Λουίζα πήγε να πάρει την άδεια του μινχέερ Βαν Ρίτερς για την έξοδο, εκείνος αποφάσισε παρορμητικά να τις συνοδεύσει. Στην άμαξα η Γκερτρούντα, πάντα απρόβλεπτη, αναφέρθηκε ξανά στο θέμα εκείνου του πρωινού. Ανήγγειλε με διαπεραστική φωνή: «Η Λουίζα έχει ροζ βυζάκια. Οι θηλές είναι σκληρές»..

    Ο Βαν Ρίτερς δε φάνηκε να έχει ακούσει τη συζήτηση. Δε σήκωσε τα μάτια από το βιβλίο που ήταν ανοιχτό στα γόνατά του. Ωστόσο, στη διάρκεια της παράστασης…η Λουίζα έριξε μια ματιά προς το μέρος του και διαπίστωσε πως ο μινχέερ μελετούσε τις νεανικές καμπύλες της κάτω από την μπλούζα. Ένιωσε το αίμα να βάφει τα μάγουλά της και τράβηξε το σάλι της πιο σφιχτά γύρω από τους ώμους της…

    Ήταν φθινόπωρο όταν ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής στο Άμστερνταμ…Λαχταρώντας μερικές αναπνοές καθαρού αέρα, ανέβηκε βιαστικά τα σκαλιά και έφτασε στο κατάστρωμα.. Σταμάτησε στην μπουκαπόρτα μόλις είδε την ψηλή, κομψή φιγούρα του Βαν Ρίτερς που στεκόταν μόνος στο επίστεγο…Η Λουίζα ετοιμάστηκε να ξανακατέβει αμέσως, αλλά ο Βαν Ρίτερς την είδε και της φώναξε: «Πώς είναι η Γκέρτι μου;»

    «Κοιμάται, μινχέερ. Είμαι βέβαιη πως θα νοιώθει πολύ καλύτερα το πρωί.».

    Εκείνη τη στιγμή, ένα μεγαλύτερο κύμα σήκωσε το πλοίο, κάνοντάς το να γείρει απότομα. Χάνοντας την ισορροπία της, η Λουίζα έπεσε πάνω στον Βαν Ρίτερς, που την αγκάλιασε με το ένα χέρι από τους ώμους. «Συγνώμη, μινχέερ». Η φωνή της ήταν βραχνή. «Γλίστρησα». Προσπάθησε να τραβηχτεί, αλλά το χέρι του την κράτησε ακίνητη. Η Λουίζα σάστισε. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Δεν τολμούσε να τραβηχτεί ξανά. Ο Βαν Ρίτερς δεν έκανε καμιά κίνηση για να την αφήσει και μετά – η Λουίζα δεν μπορούσε καν να πιστέψει πως συνέβαινε κάτι τέτοιο – ένιωσε το άλλο του χέρι κοντά στο δεξί της στήθος. Πήρε μια απότομη ανάσα και ανατρίχιασε όταν τον ένιωσε να τρίβει την απαλή, φουσκωμένη θηλή της ανάμεσα στα δάχτυλά του. Ήταν τρυφερός, σε αντίθεση με την κόρη του, και δεν την πόνεσε καθόλου. Με μια τρομερή ντροπή που την έκανε κατακόκκινη, συνειδητοποίησε πως απολάμβανε το άγγιγμά του. «Κρυώνω», ψιθύρισε.

    «Ναι», είπε εκείνος. «Πρέπει να κατέβεις πριν πουντιάσεις.». Την άφησε και στράφηκε για να στηριχτεί στην κουπαστή. Σπίθες τινάχτηκαν από την καύτρα του μικρού πούρου του και ακολούθησαν τον άνεμο.

    Όταν γύρισαν στο Χόις Μπράμπαντ, η Λουίζα δεν τον είδε ξανά για αρκετές βδομάδες…Μερικές φορές ξυπνούσε τα βράδια κι έμενε με τα μάτια ανοιχτά, νιώθοντας να φλογίζεται ολόκληρη από ντροπή και αποστροφή, καθώς θυμόταν εκείνη τη σκηνή. Αισθανόταν πως γι αυτό που είχε συμβεί έφταιγε η ίδια. Σίγουρα δεν μπορούσε να κατηγορήσει έναν μεγάλο άνθρωπο όπως τον μινχέερ Βαν Ρίτερς. Όταν το σκεφτόταν, οι θηλές της φλέγονταν και την έτρωγαν με παράξενο τρόπο…

    Μετά, ένα απόγευμα, ο Σταλς ήρθε να τη βρει στο παιδικό δωμάτιο. «Ο μινχέερ Βαν Ρίτερς θέλει να σε δει αμέσως. Ελπίζω να μην έκανες κάτι κακό, κορίτσι μου»…

    Χτύπησε την πόρτα της βιβλιοθήκης, ενώ η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Ήξερε πως θα την τιμωρούσε γι αυτό που είχε συμβεί στο πλοίο. Μπορεί να έβαζε κάποιον ιπποκόμο να τη μαστιγώσει, όπως είχε κάνει με τη μεθυσμένη γκουβερνάντα. Ή, ακόμη χειρότερα, μπορεί να την έδιωχνε, να πρόσταζε να την πετάξουν στο δρόμο.

    «Ναι;» Η φωνή ήταν αυστηρή.

    Η Λουίζα υποκλίθηκε στο κατώφλι. «Με ζητήσατε, μινχέερ;»

    «Ναι, Λουίζα, έλα μέσα»…

    Αντί για το συνηθισμένο μαύρο σακάκι και το δαντελένιο γιακά, ο μινχέερ φορούσε μια ρομπ ντε σαμπρ από βαρύ κινέζικο μετάξι που κούμπωνε μπροστά. Από την ανεπίσημη αμφίεσή του και την ήρεμη, φιλική έκφρασή του, η Λουίζα συνειδητοποίησε πως δεν ήταν θυμωμένος μαζί της. Ένιωσε ένα κύμα ανακούφισης. Δε θα την τιμωρούσε…

    Ένα χοντρό βιβλίο με πράσινο δερμάτινο εξώφυλλο βρισκόταν στο γραφείο μπροστά του. Ο Βαν Ρίτερς το άνοιξε ανέμελα. Η Λουίζα δεν μπόρεσε να μην προσέξει την ανοιχτή σελίδα και η φωνή της έσβησε. Έφερε και τα δύο χέρια στο στόμα καθώς κοιτούσε την εικόνα που κάλυπτε όλη τη σελίδα. Ήταν σίγουρα έργο προικισμένου καλλιτέχνη. Ο άντρας στην εικόνα ήταν νέος και όμορφος, καθισμένος αναπαυτικά σε μια δερμάτινη πολυθρόνα. Μια όμορφη νέα γυναίκα στεκόταν μπροστά του γελώντας και η Λουίζα διαπίστωσε πως θα μπορούσε να είναι η δίδυμη αδελφή της. Τα μεγάλα, εκφραστικά μάτια της κοπέλας ήταν γαλάζια σαν τον ουρανό και κρατούσε τη φούστα της ψηλά μέχρι τη μέση της, επιτρέποντας στο νεαρό να βλέπει το χρυσό θύσανο ανάμεσα στους μηρούς της. Ο καλλιτέχνης είχε δώσει έμφαση στα δύο φουσκωμένα χείλη που ξεχώριζαν ανάμεσα από τους βοστρύχους.

    Αυτό και μόνο αρκούσε για να της κλέψει την ανάσα, αλλά υπήρχαν και χειρότερα - πολύ χειρότερα. Το μπροστινό μέρος του παντελονιού του άντρα ήταν ανοιχτό και από το άνοιγμα πρόβαλλε ένα χλομό στέλεχος με ροζ κεφάλι. Ο άντρας το κρατούσε ανάλαφρα ανάμεσα στα δάχτυλά του και φαινόταν να σημαδεύει τη ροδαλή σχισμή του κοριτσιού.

    Η Λουίζα δεν είχε δει ποτέ γυμνό άντρα…Κοίταξε την εικόνα συνεπαρμένη, τρομαγμένη, ανίκανη να τραβήξει τα μάτια της. Ένιωσε ζεστά κύματα αίματος ν’ ανεβαίνουν στο λαιμό της και να πλημμυρίζουν τα μάγουλά της. Ο τρόμος και η ντροπή κυριάρχησαν…

    Τα πόδια της σχεδόν λύγισαν, καθώς ένιωθε το χέρι του μινχέερ Βαν Ρίτερς ν’ ακουμπά ανάλαφρα στους γλουτούς της. Το άγγιγμα φάνηκε να βάζει φωτιά στο δέρμα της κάτω από το μισοφόρι. Ο μινχέερ χούφτωσε το μικρό στρογγυλό γλουτό της και η Λουίζα ήξερε πως έπρεπε να του πει να σταματήσει, ή να βγει τρέχοντας από το δωμάτιο. Αλλά δεν μπορούσε. Ο Σταλς και η Ελίζε την είχαν προειδοποιήσει πολλές φορές ότι έπρεπε να υπακούει πάντα στον μινχέερ. Στάθηκε σαν παραλυμένη. Του ανήκε, όπως τα άλογα και τα σκυλιά του. Ήταν ένα από τα περιουσιακά του στοιχεία. Έπρεπε να υποκύψει χωρίς διαμαρτυρία, μολονότι δεν ήταν σίγουρη για το τι έκανε ο μινχέερ και τι ζητούσε από κείνη…Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της για να μην κοιτάζει την αμαρτωλή εικόνα. Άκουσε το θρόισμα μεταξωτού υφάσματος και μετά τη φωνή του Βαν Ρίτερς: «Να, Λουίζα, έτσι είναι στην πραγματικότητα».

    Τα βλέφαρά της ήταν ερμητικά κλειστά κι εκείνος χάιδεψε τους γλουτούς της , απαλά αλλά επίμονα. «Τώρα είσαι μεγάλη κοπέλα, Λουίζα. Είναι καιρός να μάθεις αυτά τα πράγματα. Άνοιξε τα μάτια σου, καλή μου».

    Υπάκουα, η Λουίζα μισάνοιξε τα μάτια της. Είδε πως ο μινχέερ είχε ξεκουμπώσει τη ρομπ ντε σαμπρ του και πως δε φορούσε τίποτε από κάτω. Κοίταξε το πράγμα που υψωνόταν περήφανο ανάμεσα στις πτυχές του μεταξωτού υφάσματος. Η εικονογράφηση ήταν μια ήπια και ρομαντική απόδοση της πραγματικότητας. Το στέλεχος υψωνόταν τεράστιο από μια μάζα πυκνών μαύρων τριχών και φαινόταν χοντρό σαν τον καρπό της. Το κεφάλι δεν είχε άκακο ροζ χρώμα, όπως στην εικόνα, αλλά θύμιζε το χρώμα ώριμου δαμάσκηνου. Η σχισμή στην κορυφή του την κοιτούσε σαν κυκλώπειο μάτι. Έκλεισε και πάλι σφιχτά τα μάτια της.

    «Η Γκερτρούντα!» ψιθύρισε. «Υποσχέθηκα να την πάω μια βόλτα».

    «Είσαι πολύ καλή μαζί της, Λουίζα». Η φωνή του είχε μια παράξενη βραχνάδα που δεν την είχε ξανακούσει μέχρι τότε. «Τώρα, όμως, πρέπει να φανείς καλή και σ’ εμένα». Έχωσε το χέρι του κάτω από τη φούστα της και τα δάχτυλά του ανηφόρισαν στα γυμνά πόδια της…Το άγγιγμα δεν ήταν ούτε φευγαλέο ούτε διστακτικό, αλλά γεμάτο εξουσία – ήταν κάτι που δεν μπορούσε ούτε να το αρνηθεί ούτε να του αντισταθεί…Το άγγιγμά του έγινε περισσότερο απαιτητικό και το χέρι του έφτασε στην πτυχή όπου ο γλουτός της ενωνόταν με το πίσω μέρος του μηρού της…

    Απαλά αλλά κυριαρχικά, τα δάχτυλά του κινήθηκαν ανάμεσα στα πόδια της και έφτασαν στο σημείο ένωσης των μηρών της. Μετά, της έκανε κάτι άλλο εκεί πέρα. Η Λουίζα δεν ήταν σίγουρη τι ακριβώς, αλλά άνοιξε τους μηρούς της για να τον διευκολύνει. Η αίσθηση που την πλημμύρισε ήταν κάτι πέρα από οποιοδήποτε βίωμά της μέχρι τότε…

    Ο Βαν Ρίτερς τη μετακίνησε απαλά κι εκείνη υπάκουσε χωρίς ν’ αντιστέκεται. Καθισμένος ακόμη στην πολυθρόνα, στράφηκε προς το μέρος της και ταυτόχρονα την τράβηξε πιο κοντά και ακούμπησε ένα χέρι στον ώμο της…Κάτω από την πίεση του χεριού στον ώμο της, έπεσε στα γόνατα και εκείνο το παράξενα άσχημο και όμορφο συνάμα πράγμα βρέθηκε μερικούς πόντους μακριά από το πρόσωπό της…Άπλωσε τα χέρια και το φυλάκισε ανάμεσα στα δάχτυλά της. Ο μινχέερ έβγαλε ένα πνιχτό βογκητό και η Λουίζα ένιωσε πόσο ζεστό και σκληρό ήταν. Τη συνάρπαζε. Το έσφιξε απαλά κι ένιωσε μια αναπήδηση ζωής, λες και τούτο το πράγμα είχε μια ξεχωριστή υπόσταση. Της ανήκε, και γεύτηκε μια παράξενη αίσθηση δύναμης, σαν να κρατούσε τον πυρήνα της ύπαρξής του στα χέρια της.

    Ο μινχέερ έσκυψε και ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα δικά της. Άρχισε να τα κινεί εμπρός πίσω. Στην αρχή η Λουίζα δεν ήταν σίγουρη γι αυτό που έκανε, αλλά μετά κατάλαβε πως της έδειχνε τι ήθελε. Ένιωσε μια έντονη διάθεση να τον ευχαριστήσει και έμαθε γρήγορα. Ενώ εκείνη κουνούσε τα χέρια της τόσο γρήγορα όσο μια υφντρα που δούλευε στον αργαλειό, εκείνος είχε γείρει στη ράχη της πολυθρόνας και βογκούσε. Η Λουίζα νόμιζε πως τον είχε πονέσει και προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ο μινχέερ τη σταμάτησε ακουμπώντας ξανά το χέρι του στον ώμο της και, με έναν τόνο απόγνωσης στη φωνή του, είπε: «Όχι, Λουίζα, συνέχισε έτσι, μη σταματάς. Είσαι πολύ καλό και έξυπνο κορίτσι».

    Ξαφνικά, ο μινχέερ άφησε ένα βαθύ, τρεμάμενο αναστεναγμό και έβγαλε ένα άλικο μεταξωτό μαντίλι από την τσέπη της ρόμπας του, σκεπάζοντας τα λαγόνια του και τα χέρια της. Η Λουίζα δεν ήθελε να τον αφήσει, ούτε καν όταν ένιωσε ένα ζεστό, πηχτό υγρό να χύνεται στα χέρια της και να μουσκεύει το μεταξωτό ύφασμα. Όταν προσπάθησε να συνεχίσει αυτό που έκανε, εκείνος έπιασε τους καρπούς της και κράτησε τα χέρια της ακίνητα. «Φτάνει καλή μου. Με έκανες πολύ ευτυχισμένο».

    (Wilbur Smith, «Γαλάζιος Ορίζοντας», μετάφραση Πητ Κωνσταντέας, εκδόσεις Bell, 2003)
     
  4. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Τα νέα διαμερίσματα των κοριτσιών βρίσκονταν στον όροφο κάτω από τη βιβλιοθήκη και τη σουίτα του μινχέερ…Το δωμάτιο της Λουίζας ήταν φωτεινό και ευρύχωρο…Υπήρχε ένα μικροσκοπικό κουβούκλιο που περιείχε ένα κομοδίνο με καπάκι και μια σκαλιστή καρέκλα που είχε από κάτω ένα πορσελάνινο δοχείο νυκτός. Η Λουίζα πετούσε στα σύννεφα όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι το πρώτο βράδυ. Είχε την εντύπωση πως δεν είχε ξαναζεσταθεί στη ζωή της πριν από κείνη τη νύχτα.

    Ξύπνησε από ένα βαθύ ύπνο δίχως όνειρα και έμεινε ασάλευτη, προσπαθώντας να καταλάβει τί ήταν εκείνο που την είχε ξυπνήσει. Πρέπει να ήταν περασμένα μεσάνυχτα, επειδή επικρατούσε σκοτάδι και απόλυτη ησυχία στο σπίτι…Μετά, άκουσε το τρίξιμο μιας πόρτας που άνοιγε κι ένα θαμπό φως εμφανίστηκε από το πουθενά. Σιγά σιγά, ένα κομμάτι της ξύλινης επένδυσης στον απέναντι τοίχο άνοιξε εντελώς και μια φιγούρα μπήκε σαν φάντασμα στο δωμάτιο. Ήταν ένας ψηλός, γενειοφόρος άντρας ντυμένος με παντελόνι, άσπρο πουκάμισο με τριγωνικά μανίκια και ψηλές κάλτσες.

    «Λουίζα!» Η φωνή του ήταν υπόκωφη και αντηχούσε παράξενα. Ήταν εκείνη ακριβώς η φωνή που θα περίμενε από ένα φάντασμα. Τράβηξε τα σκεπάσματα πάνω από το κεφάλι της και έμεινε εντελώς ακίνητη, χωρίς ν’ αναπνέει. Άκουσε βήματα να πλησιάζουν στο κρεβάτι της και μπορούσε να δει το φως που τρεμόπαιζε μέσα από μια χαραμάδα στα σκεπάσματα. Τα βήματα σταμάτησαν δίπλα της και, ξαφνικά, ένα χέρι πέταξε πίσω τα σκεπάσματά της. Τούτη τη φορά ούρλιαξε…Κοίταξε το πρόσωπο πάνω από το κεφάλι της, τόσο πολύ τρομαγμένη ώστε δεν μπόρεσε να το αναγνωρίσει παρά το φως του φαναριού.

    «Μη φοβάσαι, παιδί μου. Δεν πρόκειται να σου κάνω κακό».

    «Ω μινχέερ!» Η Λουίζα πετάχτηκε και έπεσε στο στήθος του, σφίγγοντάς τον με όλη τη δύναμη της ανακούφισής της. «Νόμιζα πως ήσαστε φάντασμα».

    «Έλα, παιδί μου, ηρέμησε». Ο μινχέερ χάιδεψε τα μαλλιά της. «Όλα τέλειωσαν. Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι». Η Λουίζα χρειάστηκε κάμποση ώρα για να ηρεμήσει. Μετά, ο Βαν Ρίτερς της είπε: «Δε θα σ’ αφήσω εδώ μόνη. Έλα μαζί μου».

    Πήρε το χέρι της κι εκείνη τον ακολούθησε ξυπόλυτη με εμπιστοσύνη, φορώντας μόνο τη βαμβακερή νυχτικιά της. Ο μινχέερ την οδήγησε στην πόρτα που υπήρχε στην ξύλινη επένδυση και η Λουίζα διαπίστωσε πως πίσω της βρισκόταν κρυμμένη μια σπειροειδής σκάλα. Την ανέβηκαν κι έπειτα διέσχισαν άλλο ένα κρυφό κατώφλι. Ξαφνικά, βρέθηκαν σε μια υπέροχη αίθουσα, τόσο μεγάλη ώστε μολονότι πενήντα κεριά έκαιγαν στα κηροπήγιά τους, οι μακρινές περιοχές της αίθουσας και η οροφή παρέμεναν βυθισμένες στο σκοτάδι. Ο μινχέερ την οδήγησε στο τζάκι, όπου ψηλές κίτρινες φλόγες πηδούσαν και χόρευαν.

    Την αγκάλιασε και χάιδεψε τα μαλλιά της. «Νόμιζες πως σε είχα ξεχάσει;»

    Η Λουίζα ένευσε καταφατικά. «Νόμιζα πως σας είχα θυμώσει, πως δε με θέλατε πια».

    Εκείνος γέλασε κι έστρεψε το πρόσωπό της προς το φως. «Τι όμορφη που είσαι! Τώρα θα σου δείξω πόσο με θύμωσες και πόσο σε αντιπαθώ». Τη φίλησε στο στόμα και η Λουίζα γεύτηκε το πούρο στα χείλη του, ένα έντονο άρωμα που την έκανε να αισθάνεται προστατευμένη και ασφαλής. Τελικά, την άφησε και την έβαλε να καθίσει στον καναπέ μπροστά στη φωτιά. Πλησίασε ένα τραπέζι όπου βρίσκονταν κρυστάλλινα ποτήρια και μια φιάλη με κάποιο υγρό στο χρώμα του ρουμπινιού. Ο μινχέερ γέμισε ένα ποτήρι και της το πρόσφερε. «Πιες, θα διώξει τις κακές σκέψεις».

    Η Λουίζα πνίγηκε και έβηξε με το κάψιμο του ποτού, αλλά μετά μια θαυμάσια ζεστασιά απλώθηκε μέσα της, φτάνοντας μέχρι τα ακροδάχτυλα των ποδιών και των χεριών της. Ο μινχέερ κάθισε δίπλα της, χάιδεψε τα μαλλιά της και της μίλησε απαλά, της είπε πόσο όμορφη ήταν, πόσο καλό κορίτσι ήταν και πόσο πολύ του είχε λείψει. Γαληνεμένη από τη ζεστασιά στην κοιλιά της και τη νανουριστική φωνή του, η Λουίζα ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του. Εκείνος τράβηξε ψηλά το κάτω μέρος της νυχτικιάς της και η Λουίζα μετατόπισε το σώμα της για να τον βοηθήσει να τη βγάλει. Απέμεινε γυμνή. Στο φως των κεριών, το παιδικό της σώμα ήταν χλωμό και λείο σαν κρέμα σε βάζο. Δεν ένοιωθε καμιά ντροπή καθώς ο Βαν Ρίτερς τη χάιδευε και φιλούσε το πρόσωπό της. Έστριβε πότε από εδώ και πότε από εκεί για να τον διευκολύνει, υπακούοντας στις ανυπόμονες παροτρύνσεις των χεριών του.

    Ξαφνικά, ο μινχέερ σηκώθηκε και η Λουίζα τον παρακολούθησε να βγάζει το πουκάμισο και το παντελόνι του. Όταν γύρισε στον καναπέ και στάθηκε μπροστά της, δε χρειάστηκε να καθοδηγήσει τα χέρια της, γιατί η Λουίζα τα άπλωσε μόνη για να τον αγγίξει σαν να ήταν κάτι φυσικό. Κοίταξε το όργανό του καθώς έσπρωχνε πίσω το χαλαρό δέρμα, αποκαλύπτοντας το γυαλιστερό κεφάλι με το χρώμα του δαμάσκηνου όπως την είχε διδάξει. Μετά, ο μινχέερ απομάκρυνε τα χέρια της και γονάτισε στο δάπεδο μπροστά της. Άνοιξε τα γόνατά της κα την ξάπλωσε στον καλυμμένο με βελούδο καναπέ. Χαμήλωσε το πρόσωπό του και η Λουίζα ένιωσε τα γένια του να γαργαλούν το εσωτερικό των μηρών της πριν ανηφορίσουν κι άλλο.

    «Τι κάνετε;» τον ρώτησε ανήσυχη. Δεν της είχε κάνει κάτι τέτοιο πριν και προσπάθησε να σηκωθεί. Εκείνος την κράτησε ακίνητη και, ξαφνικά, η Λουίζα ξεφώνισε και έμπηξε τα νύχια της στον ώμο του. Το στόμα του είχε σταματήσει στα πιο απόκρυφα σημεία της. Η αίσθηση ήταν τόσο έντονη, ώστε για μια στιγμή η Λουίζα φοβήθηκε πως θα λιποθυμούσε.

    ……………………………..

    Αργότερα, ο μινχέερ επινόησε ένα σινιάλο για να την καλεί στην κάμαρά του, ώστε να μη χρειάζεται να κατεβαίνει για να την παίρνει. Στο δείπνο, έστελνε με έναν υπηρέτη ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στην Γκερτρούντα…Εκείνες τις νύχτες η πόρτα στην κορυφή της σπειροειδούς σκάλας ήταν ξεκλείδωτη, κι όταν η Λουίζα τη διέσχιζε, ο μινχέερ την περίμενε.

    Αυτές οι συναντήσεις δεν ήταν ποτέ ίδιες. Κάθε φορά, ο μινχέερ επινοούσε κάποιο καινούριο παιχνίδι για τους δυο τους. Την έβαζε να ντύνεται με τα κατάλληλα ρούχα και να παίζει το ρόλο μιας καμαριέρας, ενός ιπποκόμου ή μιας πριγκίπισσας. Μερικές φορές την έβαζε να φορά μάσκες, κεφάλια δαιμόνων και άγριων ζώων.

    Άλλα βράδια μελετούσαν τις εικόνες στο πράσινο βιβλίο και έπαιζαν τις σκηνές που έβλεπαν. Την πρώτη φορά που της έδειξε την εικόνα όπου η κοπέλα ήταν ξαπλωμένη κάτω από το αγόρι, με το όργανό του βυθισμένο όλο μέσα της, η Λουίζα δεν πίστευε πως ήταν δυνατό κάτι τέτοιο. Εκείνος όμως ήταν τρυφερός, υπομονετικός και προσεκτικός κι έτσι, όταν έγινε, ο πόνος ήταν ελάχιστος και μόνο λίγες σταγόνες παρθενικού αίματος έσταξαν στα σεντόνια του μεγάλου κρεβατιού. Μετά, η Λουίζα γεύτηκε μια έντονη αίσθηση επιτεύγματος και, όταν έμεινε μόνη, μελέτησε με δέος το κάτω μέρος του σώματός της. Την ξάφνιαζε το γεγονός ότι τα μέρη που είχε διδαχτεί πως ήταν βρόμικα και αμαρτωλά μπορούσαν να της προσφέρουν τόση απόλαυση. Τώρα πια, ήταν πεπεισμένη πως ο μινχέερ δεν μπορούσε να της μάθει τίποτε περισσότερο. Πίστευε πως είχε καταφέρει να ευχαριστήσει εκείνον και τον εαυτό της με κάθε τρόπο που υπήρχε. Αλλά έκανε λάθος.

    Ο μινχέερ έφυγε ξανά σε κάποιο από τα φαινομενικά ατέλειωτα ταξίδια του, τούτη τη φορά για ένα μέρος που λεγόταν Αγία Πετρούπολη στη Ρωσία…Όταν γύρισε, η Λουίζα ήταν γεμάτη ενθουσιασμό – και τούτη τη φορά δε χρειάστηκε να περιμένει πολύ για να την καλέσει…

    Εκείνο το βράδυ, όταν η Λουίζα διέσχισε το μυστικό κατώφλι για να μπει στο υπνοδωμάτιο του μινχέερ Βαν Ρίτερς, σταμάτησε απότομα, αποσβολωμένη. Ήταν ένα καινούργιο παιχνίδι που τη σάστιζε και την τρόμαζε συνάμα. Ήταν πολύ ρεαλιστικό, πολύ τρομακτικό.

    Το κεφάλι του μινχέερ Βαν Ρίτερς ήταν καλυμμένο με μια κολλητή δερμάτινη κουκούλα σε μαύρο χρώμα, με στρογγυλές τρύπες στα μάτια κι ένα πρόχειρο σχίσιμο στο στόμα. Φορούσε μαύρη δερμάτινη ποδιά και γυαλιστερές μαύρες μπότες που έφταναν μέχρι την κορυφή των μηρών του. Τα μπράτσα του ήταν διπλωμένα στο στήθος του και τα χέρια του καλύπτονταν από μαύρα γάντια. Η Λουίζα μόλις που μπόρεσε να τραβήξει το βλέμμα της από πάνω του για να κοιτάξει το διαβολικό κατασκεύασμα που βρισκόταν στο κέντρο της κάμαρας. Ήταν σαν εκείνο τον τρίποδα μαστιγώματος που χρησιμοποιούσαν οι αρχές για να τιμωρήσουν δημόσια τους εγκληματίες ο οποίος βρισκόταν στις πλατείες έξω από τα δικαστήρια. Ωστόσο, από την κορυφή του τρίποδα δεν κρέμονταν οι συνηθισμένες αλυσίδες, αλλά μεταξωτά σχοινιά.

    Η Λουίζα του χαμογέλασε με χείλη που έτρεμαν, αλλά εκείνος την κοίταξε απαθής πίσω από τις τρύπες των ματιών της μαύρης κουκούλας. Η Λουίζα ήθελε να το βάλει στα πόδια, αλλά εκείνος φαινόταν να έχει προβλέψει τις προθέσεις της. Πλησίασε την πόρτα και την κλείδωσε. Μετά, έχωσε το κλειδί στην μπροστινή τσέπη της ποδιάς του. Τα πόδια της λύγισαν και σωριάστηκε στο δάπεδο. «Συγγνώμη», ψιθύρισε. «Μη με πονέσετε».

    «Καταδικάστηκες για το αμάρτημα της πορνείας σε είκοσι χτυπήματα του μαστιγίου». Η φωνή του ήταν αυστηρή και σκληρή.

    «Σας παρακαλώ, αφήστε με. Δε θέλω να παίξω αυτό το παιχνίδι».

    «Δεν είναι παιχνίδι». Την πλησίασε και, μολονότι εκείνη τον εκλιπάρησε να δείξει οίκτο, ο μινχέερ τη σήκωσε και τη μετέφερε στον τρίποδα. Έδεσε τα χέρια της ψηλά πάνω από το κεφάλι της με τα μεταξωτά σχοινιά κι εκείνη τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της, με τα μακριά ξανθά μαλλιά να πέφτουν στο πρόσωπό της. «Τι θα μου κάνετε;»

    Ο μινχέερ πλησίασε το τραπέζι στον απέναντι τοίχο και, με την πλάτη στραμμένη προς το μέρος της, σήκωσε κάτι. Μετά, με θεατρινίστικα αργές κινήσεις, γύρισε προς το μέρος της κρατώντας ένα μαστίγιο. Η Λουίζα κλαψούρισε και προσπάθησε να ελευθερωθεί από τα μεταξωτά δεσμά που κρατούσαν ακίνητους τους καρπούς της, στρίβοντας το σώμα της από τη μια κι από την άλλη πλευρά καθώς κρεμόταν από τον τρίποδα. Ο Βαν Ρίτερς την πλησίασε και έχωσε ένα δάχτυλο στο άνοιγμα της νυχτικιάς της, σχίζοντάς τη μέχρι το στρίφωμα. Πέταξε από πάνω της τα κουρέλια, αφήνοντάς τη γυμνή. Στάθηκε μπροστά της και η Λουίζα ξεχώρισε ένα μεγάλο εξόγκωμα κάτω από τη δερμάτινη ποδιά, απόδειξη του ερεθισμού του.

    «Είκοσι χτυπήματα», επανέλαβε ο μινχέερ με την ψυχρή, σκληρή φωνή ενός ξένου, «και θα μετράς το καθένα καθώς θα το δέχεσαι. Κατάλαβες, πρόστυχο πορνίδιο;» Η Λουίζα μόρφασε σαν να πονούσε με τούτη τη λέξη. Κανένας δεν την είχε πει έτσι μέχρι τώρα.

    «Δεν ξέρω ποιο ήταν το λάθος μου. Νόμιζα πως σας ευχαριστούσα».

    Ο μινχέερ άφησε το μαστίγιο να σχίσει τον αέρα και η Λουίζα το άκουσε να σφυρίζει κοντά στο πρόσωπό της. Μετά, ο Βαν Ρίτερς πέρασε πίσω της και η Λουίζα έκλεισε τα μάτια, σφίγγοντας κάθε μυ της πλάτης της. Παρά τις προσπάθειές της, ο πόνος του χτυπήματος ξεπέρασε κάθε φαντασία της και ξεφώνισε.

    «Μέτρησε!» πρόσταξε ο μινχέερ κι εκείνη υπάκουσε με πελιδνά, τρεμάμενα χείλη.

    «Ένα!» φώναξε.

    Το βασανιστήριό της συνεχίστηκε χωρίς οίκτο ή ανάπαυλα, μέχρι που η Λουίζα λιποθύμησε. Ο μινχέερ έφερε ένα μικρό πράσινο μπουκάλι κάτω από τη μύτη της και οι έντονες αναθυμιάσεις την έκαναν να συνέλθει. Μετά, το μαρτύριο ξανάρχισε.

    «Μέτρησε!» την πρόσταξε.

    Τελικά, η Λουίζα κατάφερε να ψιθυρίσει, «Είκοσι», κι εκείνος άφησε ξανά το μαστίγιο στο τραπέζι. Καθώς την πλησίαζε ξανά, έλυνε τα κορδόνια της δερμάτινης ποδιάς του. Η Λουίζα κρεμόταν από τα μεταξωτά σχοινιά, ανίκανη να σηκώσει το κεφάλι της ή να στηριχτεί στα πόδια της. Νόμιζε πως η πλάτη της, οι γλουτοί της και το πάνω μέρος των ποδιών της είχαν πιάσει φωτιά.

    Ο μινχέερ την πλησίασε από πίσω και η Λουίζα ένιωσε τα χέρια του στο κάτω μέρος του κορμιού της ν’ ανοίγουν τους κόκκινους, πονεμένους γλουτούς της. Μετά, ακολούθησε ένας πόνος πιο απαίσιος από όλους τους προηγούμενους. Την κάρφωνε με τον πιο αφύσικο τρόπο, την ξέσχιζε. Αγωνία απλώθηκε στα σωθικά της και βρήκε νέα δύναμη για να ουρλιάξει ξανά και ξανά.

    Τελικά, ο μινχέερ την κατέβασε από τον τρίποδα, την τύλιξε σε μια κουβέρτα και τη σήκωσε στα χέρια για να την κατεβάσει στη σκάλα. Την άφησε να κλαίει με λυγμούς στο κρεβάτι της χωρίς να πει άλλη λέξη. Το πρωί, όταν η Λουίζα σύρθηκε μέχρι το κουβούκλιο και κάθισε στη καρέκλα με το δοχείο νυκτός, διαπίστωσε ότι αιμορραγούσε ακόμη. Ύστερα από εφτά μέρες, κι ενώ οι πληγές της δεν είχαν γιατρευτεί εντελώς, άλλο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο έφτασε για την Γκερτρούντα. Τρέμοντας και κλαίγοντας από μέσα της, ανέβηκε τα σκαλιά για ν’ ανταποκριθεί στο κάλεσμά του. Όταν μπήκε στην κάμαρα, ο τρίποδας βρισκόταν στο κέντρο της αίθουσας κι εκείνος φορούσε ξανά την κουκούλα και την ποδιά του δήμιου.

    Χρειάστηκε να περάσουν μήνες για να βρει το θάρρος, αλλά τελικά πήγε στην Ελίζε και της αποκάλυψε πώς της φερόταν ο μινχέερ. Σήκωσε το φουστάνι της και στράφηκε για να δείξει τα σημάδια και τις λουρίδες από τις μαστιγώσεις στην πλάτη της. Μετά, έσκυψε και της έδειξε το ξεσχισμένο, γεμάτο πύον άνοιγμά της.

    (Wilbur Smith, «Γαλάζιος ορίζοντας», μετάφραση Πητ Κωνσταντέας, εκδόσεις Bell, 2003)
     
  5. whipmarks

    whipmarks Regular Member

    dora μου ελειψες που ησουν???
     
  6. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  7. whipmarks

    whipmarks Regular Member

    απιστευτη.δεν παιζεσε με τιποτα.εχει ονομα το νησι??
     
  8. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    It cannot be named.
     
  9. whipmarks

    whipmarks Regular Member

  10. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Ονοματίζω σημαίνει σκοτώνω. Το δικό μου είναι ζωντανό.

    Είπε δε να σας πω ότι δεν έχει καμία όρεξη να πεθάνει. 
     
  11. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    O Χιου Τέρβι και η γυναίκα του, η Έλεν, κείτονταν στον χώρο, με τα χέρια και τα πόδια ανοιγμένα. Ήταν γυμνοί και το πτώμα της πεντάχρονης κόρης τους ήταν πεταμένο λίγο πιο πέρα. Την είχαν καρφώσει μια φορά στο στήθος με ένα πλατύστομο ασεγκάι των Νάντι. Το αίμα είχε εγκαταλείψει το κορμάκι της από την τεράστια πληγή και το δέρμα της έλαμπε λευκό σαν αλάτι κάτω από το έντονο φως του ήλιου. Οι δυο γονείς της είχαν σταυρωθεί. Μυτεροί ξύλινοι πάσσαλοι είχαν διαπεράσει τα χέρια και τα πόδια τους και είχαν καρφωθεί στο ξερό έδαφος.

    Τελικά οι Νάντι έμαθαν κάτι από τους ιεραπόστολους, σκέφτηκε με πικρία ο Λίον. Έριξε μια αργή, σταθερή ματιά στα σύνορα του χώρου επιθεώρησης, αναζητώντας κάποια ένδειξη ότι οι δολοφόνοι βρίσκονταν ακόμα κάπου κοντά. Όταν βεβαιώθηκε πως είχαν φύγει, προχώρησε ξανά, περπατώντας προσεκτικά ανάμεσα στα συντρίμμια. Καθώς πλησίαζε περισσότερο τα πτώματα, διαπίστωσε ότι ο Χιου είχε ευνουχιστεί με άγριο τρόπο και πως τα στήθη της Έλεν είχαν κοπεί. Τα όρνια είχαν μεγαλώσει τις πληγές. Τα σαγόνια και των δυο πτωμάτων είχαν μείνει ορθάνοιχτα με ξύλινους πασσάλους. Ο Λίον σταμάτησε όταν τα έφτασε και τα κοίταξε. "Γιατί άνοιξαν τα στόματά τους;" ρώτησε στα κισουαχίλι καθώς ο λοχίας του έφτανε δίπλα του.

    "Τους έπνιξαν", απάντησε χαμηλόφωνα ο Μανιόρο στην ίδια γλώσσα. Ο Λίον πρόσεξε τότε ότι το χώμα δίπλα στα κεφάλια τους ήταν λεκιασμένο στα σημεία όπου είχε πέσει λίγο υγρό. Μετά είδε ότι τα ρουθούνια των πτωμάτων ήταν κλεισμένα με μπαλάκια από λάσπη - πρέπει να είχαν αναγκαστεί να πάρουν τις τελευταίες ανάσες τους από το στόμα.

    "Τους έπνιξαν;" Ο Λίον κούνησε αρνητικά το κεφάλι, χωρίς να καταλαβαίνει. Μετά, ξαφνικά, αισθάνθηκε την έντονη δυσωδία της αμμωνίας από ούρα. "Όχι!"

    "Ναι", είπε ο Μανιόρο. "Είναι ένα από τα πράγματα που κάνουν οι Νάντι στους εχθρούς τους. Ουρούν στα ανοιχτά στόματά τους μέχρι να πνιγούν. Οι Νάντι δεν είναι άνθρωποι, είναι μπαμπουίνοι". Η περιφρόνηση και η φυλετική εχθρότητα ήταν ξεκάθαρες...

    (Wilbur Smith, Ασεγκάι, μετάφραση Σαμάνθα Κωνσταντέα, Εκδόσεις Bell, 2010)
     
  12. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Η ευχάριστη διάθεση είχε επηρεάσει και την Εύα. Έδειξε με το καμουτσίκι της και φώναξε πρόσχαρα: "Ω Ότο! Βλέπεις εκείνο το μικρό πλάσμα που τρέχει σκυφτό στο γρασίδι σαν γέρος που έχει χάσει τα μυωπικά γυαλιά του; Τί είναι;"

    Αν και απευθυνόταν στον κόμη, ο Λίον είχε την αίσθηση πως μοιραζόταν αυτή τη στιγμή μόνο μ' εκείνον και απάντησε: "Είναι ένα είδος ασβού, φρόιλαϊν. Αν και φαίνεται ακίνδυνος, είναι ένα από τα πιο άγρια πλάσματα στην Αφρική. Είναι εντελώς άφοβος και απίστευτα δυνατός. Η γούνα του είναι τόσο τραχιά, ώστε αντιστέκεται στα τσιμπήματα των μελισσών και στα νύχια και τα δόντια πολύ μεγαλύτερων ζώων. Ακόμα και το λιοντάρι τον αποφεύγει. Όποιος τα βάλει μαζί του κινδυνεύει".

    Η Εύα του χάρισε τη λάμψη των βιολετιών ματιών της...

    (Wilbur Smith, Ασεγκάι)