Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. drdoom

    drdoom Regular Member

    ΠΑΝ - Τέλλος Άγρας

    Σώπα! Ωρες-ώρες, δεν ακούς, βαθιά απ'το περβόλι;
    Θρηνούν οι αγροτικοί θεοί την πράσινή τους σκόλη,
    για ειν'οι φλογέρες που γλυκά λαλούν η μια στην άλλη;
    (Στις στέρνες είναι η όψη σου, Χινόπωρο, και πάλι!)

    Ωστόσο χτες -η ξαστεριά δε μ'είχε ξεπλανέσει-
    τον είδα: δρόμο γύρευε στων αμπελιών τη μέση:
    το μαδημένο του έτρεμε στη ράχη το τομάρι,
    κι εστάθη• απάνω χάραζε καλόβουλο φεγγάρι.

    Ξάφνω, τ'αυτί έστησε μακριά, στην αύρα που διαβαίνει,
    μ'ακοή και μάτια μίαν ηχώ ζητώντας νεκρωμένη.
    Ήταν η ώρα που η νυχτιά στην παγωνιά μουδιάζει.

    Κι ευτύς τη σύριγγά του αρπάει, στα χείλη του τη βάζει...

    Παράτονος, μα γλυκερός, μίσος πνιχτό στα γέλια,
    ο ξωτικός σκοπός κακό φυσούσε από τ'αμπέλια,
    γοερός σκοπός, και σκόρπισεν άγνωρη ανατριχίλα...

    Μα να χορέψουν σήκωσε τα πεθαμένα φύλλα!
     
  2. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Μ.Πολυδούρη - Αμφιβολία

    Ο νέος που πρόσμενες να'ρθεί
    δεν ήρθε μήτε απόψε.
    Μα τί θα του' λεγες? Γιατί?
    Άσε το μάταιο να χαθεί.
    Το άμοιρο φύτρο κόψε.

    Μη σου πλανεύει την καρδιά
    τη χιλιοπαθημένη.
    μια αναγελάστρα επιθυμιά.
    Στην εαρινήν αυτή βραδιά
    μια πίκρα είναι χυμένη
     
  3. drdoom

    drdoom Regular Member

    Η ΓΛΩΣΣΑ - Γεώργιος Σουρής

    Ο κόσμος ας ενθυμηθεί
    τα τρόπαια τα τόσα
    κι αν σεις τροχίζετε σπαθί
    εγώ τροχίζω γλώσσα

    Μ' ετούτη κάθε μου παιδί
    νυχθημερόν κακίζει
    τους άρπαγες και τους θρασείς

    η γλώσσα ξέρετε κι εσείς
    πως αν δεν έχει κόκκαλα
    μα κόκκαλα τσακίζει

    Μ'αυτήν μιλώ μ' αυτήν λαλώ
    μ' αυτήν εμπνέω πνεύματα
    μ' αυτήν ανοίγω στάδια
    προόδου και τιμής

    Κι αν άλλοι κινητοποιούν
    αρμάδες και στρατεύματα
    εγώ όμως κινητοποιώ
    τους γλωσσικούς μου μυς

    Κοιτάξετε την γλώσσα μου
    τι τρόμος σαν μιλήσω
    μ' αυτήν χτυπώ μ' αυτήν νικώ
    μ' αυτήν και καταπλήσσω

    Σε δύση και σ' ανατολή
    τη δείχνω για φοβέρα
    μ' αυτήν ο γεροδιάβολος
    σας παίρνει τον πατέρα

    Μ' αυτήν μιλώ μ' αυτήν λαλώ
    μ' αυτήν εμπνέω πνεύματα
    μ' αυτήν ανοίγω στάδια
    προόδου και τιμής

    Κι αν άλλοι κινητοποιούν
    αρμάδες και στρατεύματα
    εγώ όμως κινητοποιώ
    τους γλωσσικούς μου μυς
     
  4. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Πεθαίνοντας - Κ.Γ.Καρυωτάκης

    Μάταιη ψυχή, στην ατονίαν εσπέρας εαρινής,
    ενώ θα κλείνεις τα χρυσά φτερά σου πληγωμένη,
    την ώρα που σα λύτρωση κάτι θα καρτερείς,
    φτωχή καρδιά, θανάσιμα μα αιώνια λυπημένη

    όταν, φτασμένη απάνω στον ορίζοντα, θα δεις
    μίση να φεύγουν οι έρωτες, χολή τα πάθη σου όλα,
    όταν ανέβει από τα εξαίσια τ' άνθη της ζωής
    μύρον η απογοήτευση, ψυχή μου ονειροπόλα'

    την ώρα την υπέρτατη που θε να θυμηθείς
    μ' ένα μόνο χαμόγελο τα φίλα και τα ενάντια-
    μάταιη ψυχή, στο πέλαγο, στο αγέρι τί θα πεις;
    ω, τί θα πεις, στενή καρδιά, στη χλωμή δύση αγνάντια;
     
  5. SIE LIEBTEN SICH BEIDE
    Heinrich Heine
    Μετάφραση Κώστας Καρυωτάκης

    Αγάπαγαν ο ένας τον άλλονε,
    μα δίχως γι' αυτό να μιλήσουν.
    Με μίσος αλλάζανε βλέμματα,
    κι' από έρωτα θέλαν να σβήσουν.

    Εχώρησαν έπειτα, φύγανε,
    μες στ' όνειρο μόνο ειδωθήκαν.
    Πεθάνανε πια και δεν έμαθαν:
    εμίσησαν ή αγαπηθήκαν;
     
  6. drdoom

    drdoom Regular Member

    Η ΝΗΣΟΣ ΤΩΝ ΑΖΟΡΩΝ - Μέντης Μποσταντζόγλου (Μποστ)

    Ένα πλοίον ταξιδεύον με υπέροχον καιρόν
    αιφνιδίως εξοκείλει ανοιχτά των Αζορών.

    Κι ένας νέος με μιαν νέα, ωραιότατα παιδιά
    φθάνουν κολυμβών γενναίως εις πλησίον αμμουδιά.

    Ζώντας βίον πρωτογόνου και ο νέος με την κόρη
    κοίταζαν και κάπου κάπου εάν έρχεται βαπόρι.

    Αλλά φθάσαντος χειμώνος και μη φθάνοντος βαπόρι
    απεβίωσεν ο νέος και απέθανεν η κόρη.

    Αργότερα αργότερα πλησίασαν δυο κότερα
    ήρθε κι ένα βαπόρι ματαίως ψάχνον για να βρει
    ματαίως ψάχνον για να βρει τον νέον και την κόρη.

    Κατηραμένη νήσος, νήσος των Αζορών,
    που καταστρέφεις νέους και θάπτεις των κορών.

    Να πέσει τιμωρία από τον ουρανόν
    να λείψεις απ' τους χάρτας και των ωκεανών







    .
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  7. Re: Κώστας Καρυωτάκης - Ελεγεία και Σάτιρες

    Tο τελευταίο σημείωμά του :
    ΣΗΜΕΙΩΜΑ

    Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.

    Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι.

    Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος.

    Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

    Κ.Γ.Κ.

    [Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.

    Κ.Γ.Κ.
     
  8. Avalonia

    Avalonia Regular Member

    Κωνσταντίνος Καβάφης

    Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου
    όπως την θέλεις,
    τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
    όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
    μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
    μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

    Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντας την,
    γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντας την
    στων σχέσεων και των συναναστροφών
    την καθημερινήν ανοησία,
    ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
     
  9. Durcet

    Durcet In Loving Memory

    Μα δεν ακούς τη συμβουλή,
    τόσο η μαγεία σε δένει.
    Μήτε κι απόψε δε θαρθή
    κ' έτσι θα γίνη πιο πολύ
    το αύριο που περιμένει

    Στα σκοτεινά του μάτια φως
    η απουσια θα χύση,
    τ' αδέξια χέρια του, με ορμή
    συγκρατημένη, ένας κρυφός
    καημός θα τα φιλήση

    και θα τα ιδώ να μου απλωθούν,
    ναναι δειλά στη νίκη,
    γλυκά στην πίστη πως μπορούν,
    κύμα χαδιών, να με τραβούν
    στο βάθος σα χαλίκι.
     
  10. Lady_D_Arbanville

    Lady_D_Arbanville Regular Member

    Απάντηση: Ποιήματα

    Δευτέρα, 8 Δεκέμβριος 2008
    Α.A. Γ. ετών 15




    ήμουνα και εγώ κάποτε ( όχι πολύ παλιά )

    15 χρονών

    όπως εκείνος

    και όμως δεν με σκότωσε κανείς

    περπάτησα σε πολλούς δρόμους,


    είδα ανθρώπους που με ΄κάναν να πονέσω

    να γελάσω

    να με τυραννάνε και να με ποδοπατούν

    να μου γλυκαίνουν την ψυχή

    και όμως δεν με σκότωσε κανείς



    γέλασα

    έκανα πράγματα που χάρηκα

    αλλά και μετάνιωσα πικρά ( για λίγο )

    συνέχισα

    και με λίγα λόγια

    ότι και να έκανα

    έζησα

    ή μάλλον με άφησαν

    απ΄ ότι φαίνεται να ζήσω.


    και τώρα στο δωμάτιο μου ανήσυχος αλλά ασφαλής

    ακούω μουσική, χειροκροτήματα ,πυροβολισμούς

    σκέφτομαι για το μετά, το ύστερα

    κοιτάω τον ουρανό

    με τα μάτια κλειστά

    όπως και εκείνος

    ξαπλωμένος


    αλλά εμένα δεν με δολοφόνησε κανείς

    15 χρονών.

    Αναρτήθηκε από πλησίον του ποιητή στις 12:11 πμ
     
  11. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    έρωτας

    Μονόγραμμα - Οδυσσέας Ελύτης


    Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,
    μόνος,στόν Παράδεισο


    Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
    Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
    Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

    Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

    Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
    Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
    Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.


    ΙΙ.

    Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
    Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
    Εάν είναι αλήθεια

    Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά
    Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
    Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
    Μιά στόν αέρα μιά στή μουσική

    Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
    Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
    Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
    Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
    Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
    Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
    Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
    τούς καταρράχτες

    Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
    Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
    Στόν τοίχο μέ τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
    Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

    Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
    Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
    Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.


    ΙΙΙ.

    Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

    Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
    Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
    Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή
    σεντόνια
    Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
    Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
    Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
    Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

    Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
    Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
    Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
    Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
    Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

    Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
    Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
    Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά

    Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
    Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
    Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
    Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
    Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
    Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
    Εξαργυρώνει:

    Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
    Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
    Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
    Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
    Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

    Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
    Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
    Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
    Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
    Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
    Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
    Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

    Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

    ΙV.

    Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
    Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ’ακούς
    Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
    Μαχαίρι
    Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
    Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
    Είμ’εγώ,μ’ακούς
    Σ’αγαπώ,μ’ακούς
    Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
    Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς
    Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

    Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

    Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
    Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
    Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
    Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς
    Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,ν’ακούς
    Τών ανθρώπων
    Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
    Στά νερά ένα-- ένα , μ’ακούς
    Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
    Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
    Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
    βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς
    Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς
    Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
    Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
    Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
    Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς

    Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
    Τής αγάπης
    Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
    Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
    Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
    Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας
    Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς

    Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

    Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
    Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
    Μές στή μέση τής θάλασσας
    Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
    Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
    Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
    Άκου,άκου
    Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
    Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
    Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.

    V.

    Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
    Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
    Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
    Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
    Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
    Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
    Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

    Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
    Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
    Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
    Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

    Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
    Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
    Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

    Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
    Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
    Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
    Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
    Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
    Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
    Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

    Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
    Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
    Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

    Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
    Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
    Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
    Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια

    Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
    Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
    Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
    Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
    Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
    Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
    Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.


    VI.

    Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
    Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
    Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
    Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
    Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
    Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
    τής θάλασσας

    Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
    Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
    Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
    Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

    Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

    Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
    Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
    Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
    Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

    Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
    νεογέννητο
    Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
    Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
    Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
    Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
    Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !


    VII.

    Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
    Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

    Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
    Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
    Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

    Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
    και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.
     
     
  12. Βακχικόν
    Από του κόσμου κεκμηκώς την πλάνον αστασίαν,
    εντός του ποτηρίου μου εύρον την ησυχίαν·
    ζωήν κ' ελπίδα εν αυτώ και πόθους εσωκλείω·
    δότε να πίω.

    Μακράν εδώ των συμφορών, των θυελλών του βίου,
    αισθάνομ' ως διασωθείς ναύτης εκ ναυαγίου
    κ' εν ασφαλεί ευρισκόμενος εντός λιμένος πλοίω.
    Δος μοι να πίω.

    Ω! υγιής του οίνου μου ζέσις, απομακρύνεις
    πάσαν ψυχράν επιρροήν. Φθόνου ή καταισχύνης,
    ή μίσους, ή διαβολών, δεν με εγγίζει κρύο·
    δότε να πίω.

    Την άχαριν αλήθειαν γυμνήν δεν βλέπω πλέον.
    Άλλην απήλαυσα ζωήν, και κόσμον έχω νέον·
    εν των ονείρων τω ευρεί ευρίσκομαι πεδίω -
    δος, δος να πίω!

    Και αν ήναι δηλητήριον, και αν εύρω την πικρίαν
    της τελευτής εντός αυτού, εύρον πλην ευτυχίαν,
    τέρψιν, χαράν, και έπαρσιν εν τω δηλητηρίω·
    δότε να πίω!

    Κωνσταντίνος Π. Καβάφης