Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Γνωριμίες

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Lady_Dementia, στις 8 Φεβρουαρίου 2009.

  1. Lady_Dementia

    Lady_Dementia DemonLure the Seductive Contributor

    Το νήμα αυτό,θα αφορά στις γνωριμίες! Ιστορίες φανταστικές ή πραγματικές,ότι εσείς θέλετε. 


    Ξεκινώ εγώ λοιπόν, με μια δική μου "γνωριμία" ..







    Οδηγώντας προς το σημείο του ραντεβού, ο X. προσπαθούσε –γιά χιλιοστή φορά- να θυμηθεί, πώς ακριβώς είχε καταφέρει να την πείσει... Οι χιλιάδες –χιλιάδες χιλιάδων μάλλον- λέξεις που είχαν ανταλλαγεί μέσα σε e-mails και πολύωρα τηλεφωνήματα, είχαν καταφέρει βεβαίως, πολλά πράγματα... Περισσότερα από ότιδήποτε θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί... Και πάλι, το θολωμένο, προσανατολισμένο πιά προς μιά μοναδική κατεύθυνση μυαλό του, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει, δεν μπορούσε να ανασύρει τις στιγμές που έγιναν τα σημαντικά βήματα, δεν θυμόταν πότε είχε ακουστεί το κάθε «κλικ», που σήμαινε ότι το γρανάζει είχε φτάσει στο κατάλληλο σημείο γιά να θηλυκώσει μέσα στην οπή, και να σπρώξει ολόκληρη τη μηχανή ακόμη πιό μπροστά...
    Πότε ήταν, που η γνωριμία έγινε συμπάθεια; Πότε η συμπάθεια μεταβλήθηκε σε επιθυμία; Πότε εμφανίσθηκε η τρυφερότητα; Απαραίτητοι ο ένας στον άλλο, πότε είχαν γίνει; Πότε είχε ακριβώς ξετρελλαθεί; Και πότε ακριβώς, όσο και να μην ήθελε να το αποδεχθεί –όχι, δεν ήταν δυνατόν, δεν έστεκε, δεν είχαν ούτε μιά φορά συναντηθεί-, όσο κι αν ήταν αυτή, η μία λέξη που –ανάμεσα σε τόσες χιλιάδες- απέφευγε να πει, όχι μόνο σ’ εκείνην αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό, την είχε ερωτευθεί;

    Αποφάσισε τελικά ότι γιά μιά ακόμη φορά, θα αποτύγχανε... Έτσι κι αλλοιώς, δεν προλάβαινε τώρα, μέσα σε 500 μέτρα, δηλαδή σε λίγα δευτερόλεπτα, να καταλήξει σε συμπεράσματα που τα αναζητούσε μάταια εδώ και μέρες... Θυμήθηκε κάποια «σοφία», που συνήθιζε μερικές φορές να ξεστομίζει: «Αντί να το πολυψάχνεις, καλύτερα ζήσ’ το»... Μάλιστα. Καλό ήταν αυτό. Τον κάλυπτε γιά την ώρα...

    Περνώντας το φανάρι, ήταν πλέον μόνο 200 μέτρα μακρυά από εκεί που της είχε πει να περιμένει. Έκοψε ταχύτητα, σχεδόν σταμάτησε, και της τηλεφώνησε. Ένα μόνο «μπιπ» και η φωνή της, μ’ εκείνο το χαρακτηριστικό, τόσο ερεθιστικό, ελαφρό τρέμουλο, του χάιδεψε τ’ αυτί.

    - Ναι...;

    - Σε δύο δευτερόλεπτα θα είμαι εκεί, κυρία μου. Γυρίστε με την πλάτη προς το δρόμο, και κλείστε τα μάτια.

    - ...

    Ένα κλικ πιό πάνω στην ένταση, αλλά ένας τόνος πιό βαθειά:

    - Εντάξει;

    - ... εντάξει...

    Υπήρχε λίγο παραπάνω τρέμουλο, σ’ αυτό το «εντάξει».

    Μιά λεπτή σιλουέττα, ντυμένη στα μαύρα, μπροστά ακριβώς στον αριθμό 288...
    Φρενάρησε απότομα, πετάχτηκε έξω χτυπώντας εσκεμμένα με δύναμη την πόρτα του οδηγού, πέρασε τρέχοντας σχεδόν από την άλλη πλευρά του αμαξιού, άνοιξε με όσο θόρυβο γινόταν την πόρτα του συνοδηγού και έκανε ορμητικά τα τρία από τα τέσσερα βήματα που τον χώριζαν από την Ψ. Το τέταρτο έγινε αργά. Τελετουργικά.
    Ακούμπησε πολύ απαλά τη δεξιά του παλάμη στο δεξί της ώμο. Την ένοιωσε ν’ αναπηδάει στο άγγιγμα. Έπιασε και πίεσε σταθερά τον ώμο της, όχι πολύ βαριά, ίσα που να τη σταθεροποιήσει. Έτρεμε... Δεν έκανε κρύο. Έσκυψε κοντά στο αυτί της. Το άρωμά της πλημμύρισε τα ρουθούνια του. Όχι ακριβώς αυτό που είχε φαντασθεί, αλλά όχι λιγότερο όμορφο. Ίσως και καλύτερο. Φρέσκο, ελαφρά γλυκό, με μιά υποψία λεμονανθού, μιά νότα γιασεμιού και στο τέλος πικάντικο, σαν κάποιο μπαχαρικό. Κανέλλα όμως ή γαρύφαλλο...; Αργότερα... Ήταν το άρωμα του κορμιού και των μαλλιών της φυσικά. Άλλο άρωμα, ήταν συμφωνημένο ότι δεν θα φορούσε...

    - Πάμε, κυρία μου...

    Την έπιασε σταθερά από το δεξί μπράτσο –αυτό το «κλικ» το σημείωσε νοερά γιά να το θυμάται, ήταν η πρώτη φορά που αγγίζονταν-, την έστρεψε προς το αυτοκίνητο και την οδήγησε στην πόρτα. Την έσπρωξε απαλά να κάνει το τελευταίο μικρό βήμα. Εκείνη ασυναίσθητα άπλωσε το άλλο χέρι, έπιασε την οροφή του αυτοκινήτου και προσανατολίστηκε. ΄Εβαλε το χέρι του στο κεφάλι της γιά να την κάνει να χαμηλώσει αρκετά ώστε να μη χτυπήσει.

    - Σκύψτε λίγο, είπε απαλά.

    Αφού εκείνη κάθησε, έμεινε γιά λίγα δευτερόλεπτα να την κοιτάζει. Όσο κι αν τον συγκινούσε η απόφασή της να συναινέσει με την επιλογή του, και να έχει τα μάτια της συνέχεια κλειστά, όσο κι αν τον ικανοποιούσε ότι απ’ ότι έβλεπε υπάκουε, και δεν κρυφοκοίταζε πίσω από μισόκλειστα βλέφαρα, υπήρχε κι ένα τσίμπημα, μία ενόχληση, από το ότι αυτό που εκείνος διάλεξε, του στερούσε κάτι, που περίμενε εδώ και τόσο καιρό με τόση αγωνία ν’ αντικρύσει... Αργότερα, όμως... Θα ΄πρεπε να περιμένει γιά αργότερα κι αυτό.

    Μπορούσε όμως να βλέπει επιτέλους, ω Θεοί, όλα τα υπόλοιπα... Το γλυκό της πρόσωπο, τα μακρυά, στιλπνά μαλλιά, τις καμπύλες στο λεπτό κορμί, το απαλό δέρμα, τα χυτά της πόδια με τους λεπτογραμμένους αστραγάλους... Από μιά πλευρά, σκέφτηκε, καλύτερα που κρατούσε κλειστά τα μάτια. Δεν θα ‘θελε εκείνη να ‘χε δει υγρά, λίγο, ελάχιστα έστω, τα δικά του μάτια...

    Έσκυψε και ακούμπησε το δείκτη του, στο δεξί της γόνατο. Την είδε αστραπιαία να τραντάζεται, σα να ‘χε δεχτεί ηλεκτρική εκκένωση. Σήκωσε και κατέβασε το δάχτυλό του μερικές φορές, πάντα στο ίδιο ακριβώς σημείο, και με σταθερό ρυθμό: ταπ – ταπ – ταπ –ταπ και –με μιά μικρή παύση- , ταπ. Στο τελευταίο άγγιγμα, το τρέμουλο είχε σταματήσει..Αργά, χωρίς να ασκεί ιδιαίτερη πίεση, χάραξε με το δάχτυλό του μιά γραμμή, από το γόνατό της , στην πάνω πλευρά του δεξιού μηρού της, έως ψηλά, εκεί που άρχιζε το στρίφωμα της κοντής μαύρης φούστας. Σταμάτησε γιά ένα δευτερόλεπτο εκεί, και κοίταξε το πρόσωπό της. Όχι, τώρα δεν υπήρχε τρέμουλο. Ακούμπησε απαλά και τ’ άλλα τρία δάχτυλα δίπλα στο πρώτο, και χωρίς παύση έσπρωξε την παλάμη του λίγο πιό πάνω και πιό πλάγια, στη μέσα πλευρά του μηρού της. Σχεδόν απόλυτα ταυτόχρονα, τα κατακόκκινα χείλη της μισάνοιξαν και άκουσε το χαμηλόφωνο βογγητό της, ένοιωσε το αίμα να μαζεύεται ορμητικά πίσω από τον καβάλο του, και τη βελούδινη σάρκα να σκιρτά μέσα στο χέρι του που είχε μισοχαθεί κάτω από το μαύρο ύφασμα... Το άφησε εκεί, και δεν το μετακίνησε. Απείχε πλέον ελάχιστα εκατοστά από το στόμιο της πιό πολυπόθητης αβύσσου, αλλά δεν ήταν ακόμη ώρα... Έσφιξε μόνο τη λευκή σάρκα με το χέρι του γιά λίγο, όλο και πιό δυνατά, ώσπου την άκουσε ξαφνικά να εισπνέει απότομα στην πρώτη υποψία πόνου, κι αυτόματα, τράβηξε το χέρι του αφήνοντας, βεβαίως σκόπιμα, αυτή τη φορά «τη δουλειά μισή»...

    Έφερε το ίδιο χέρι στο αριστερό της μάγουλο, και μετά από ένα φευγαλέο χάδι, το έσπρωξε στον αυχένα της, ανάμεσα στα μαύρα μαλλιά, έπιασε τον λεπτό αυχένα σταθερά, και πλησιάζοντας κι εκείνος ταυτόχρονα, της τράβηξε το κεφάλι μπροστά και κόλλησε σφιχτά τα χείλη του στα δικά της. Το μέταλλο των μικρών κρίκων, σε σύγκριση με την κάψα των χειλιών, του φάνηκε παγωμένο. Καθόλου δεν τον απασχόλησε όμως, και συνέχισε να πιέζει το πρόσωπό της πάνω στο δικό του έντονα, αχόρταγα. Πόσο αλήθεια είχε χρειαστεί να περιμένει γι’ αυτό; Μέρες; Μήνες; Αιώνες; Ο στεναγμός που βγήκε όμως απ’ το στήθος της, καταφέρνοντας να βρεί το δρόμο μέσα από τα χείλη της, που παρά την πίεση των δικών του κατάφεραν ν’ ανοίξουν, πόθος, ανάμικτος με ανακούφιση, του επιβεβαίωσαν πως όσο και να έλεγαν τα ημερολόγια πώς κράτησε, η αναμονή είχε υπάρξει και γιά τους δυό, στ’ αλήθεια αιώνια...

    Η δική της γλώσσα τον προσπέρασε, ήταν η πρώτη που πετάχτηκε και τρύπωσε στο στόμα του, αναζητώντας να βρεί ταίρι στη δική του. Η γεύση της τον γέμισε, κι αισθάνθηκε να τον ρουφά ολόκληρο, δεν είχε άλλη αίσθηση από γεύση εκείνη τη στιγμή. Δροσερή λειωμένη ζάχαρη, αρωματισμένη ελαφρά με βότανα... Μιά μικρή μεταλλική επίγευση... .. μάλλον η αγωνία κι η αδημονία της... Φαντάστηκε ότι και το δικό του φιλί, θα άφηνε στο τέλος μιά ιδέα μέταλλου σ’ εκείνη...

    Την άφησε και τραβήχτηκε σχεδόν τόσο απότομα όσο την είχε φιλήσει. Είδε τα μάτια της, πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα, να στηλώνονται σ’ ένα σημείο όπου θα μπορούσε να ‘ναι ο ουρανός, και το κεφάλι της ν’ ακουμπά αργά στο προσκέφαλο της θέσης. Άκουσε τον αέρα να βγαίνει αργά από τα πνευμόνια της, φεύγοντας μέσα από το όμορφο στόμα της, που δεν το είχε κλείσει. Έφερε τον αντίχειρά του πάνω στα χείλη της, διέγραψε μερικούς κύκλους εκεί, κι έπειτα τον έσπρωξε αργά μέσα στο προκλητικό άνοιγμα, ανάμεσα από τα κατάλευκα δόντια, κι ένοιωσε αμέσως την υγρή της γλώσσα να περιστρέφεται γύρω από το δάχτυλο σαν φίδι... Το τράβηξε όσο αργά και ψύχραιμα κατάφερε, αν το άφηνε εκεί γιά ένα ακόμη δευτερόλεπτο, τίποτε δεν θα μπορούσε πλέον να συγκρατήσει τα πράγματα, κι αυτόν τον ίδιο, κι όλα όσα είχε σχεδιάσει, δεν θα ‘χαν ελπίδα να πραγματοποιηθούν...

    Της φόρεσε τη ζώνη ασφαλείας. Χρειάστηκε ουσιαστικά να την αγκαλιάσει γιά να το κάνει. Πόσο λεπτό κορμί, αλήθεια...

    - Είστε άνετα; τη ρώτησε.

    Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Ο λαιμός της ήταν στεγνός.

    - Ναι... είπε τελικά, με φωνή που έβγαινε από κάπου πολύ βαθειά μέσα της, και με πάρα πολλή προσπάθεια, γιά μιά τόσο μικρή λέξη.

    - Ωραία... Ανοίξτε σας παρακαλώ λίγο περισσότερο τα πόδια σας, και βάλτε τις παλάμες σας πάνω στα γόνατα.

    Το έκανε. Τα γόνατά της, απείχαν τώρα γύρω στα 30 εκατοστά το ένα απ’ τ’ άλλο. Ήταν μιά χαρά. Ήταν θαυμάσια. Πανέμορφα. Όλα. Εκείνη... Όμως...

    - Λίγο ακόμη, θα ήταν ακόμη καλύτερα. (Με μιάν ηθελημένη υποψία αποδοκιμασίας στη φωνή, γιατί εκείνη δεν το είχε πετύχει με την πρώτη).

    Το έκανε, και πάλι. Ελάχιστα πιό απρόθυμα, αργά, με μιάν υπόνοια κάποιου θυμού, να διακρίνεται μόνο από τα μικροσκοπικά της ρουθούνια, που ελαφρά διαστάλθηκαν. Αλλά το έκανε...

    Έκλεισε την πόρτα της, φροντίζοντας να κάνει όσο γινόταν λιγότερο θόρυβο, και ξεκίνησε γιά τη θέση του οδηγού, μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο ικανοποίησης, ιδιαίτερα δυσδιάκριτο κάτω από τα μάτια του που σπίθιζαν, μάλλον από τις δυό λέξεις που έλαμπαν σαν τεράστιοι προβολείς μέσα στο μυαλό του: «Αγάπη μου»...

    Της έριχνε κλεφτές, λαίμαργες ματιές καθώς οδηγούσε. Θα την χόρταινε, άραγε, ποτέ; Όλα όσα φορούσε, ήταν μαύρα. Εκτός από την κοντή φούστα, φορούσε ψηλοτάκουνα πέδιλα, που συγκρατούνταν στα πόδια, με μόνο δύο φαρδιά λουριά το καθένα. Το ελαφρά λεπτότερο πάνω ακριβώς από τα δάχτυλα, που όμως έμεναν ακάλυπτα, και το πλατύτερο να δένει στό ύψος των αστραγάλων. Τα κόκκινα νύχια στα πόδια και τα χέρια της, ήταν οι μόνες χρωματικές νότες, μαζί με τα άλικα χείλη της. Όπως της είχε ζητήσει, φορούσε μιά λεπτή μπλούζα, σαν πουκάμισο, που κούμπωνε κανονικά μπροστά, αρκετά ξεκούμπωτη, ώστε να φαίνεται ελαφρά η πάνω πλευρά από τα στήθη της. Φυσικά, δεν φορούσε στηθόδεσμο. Πάνω από την μπλούζα, ένα εφαρμοστό, κοντό μπουφάν, από λεπτό δέρμα.

    Οδήγησε επί αρκετά λεπτά, χωρίς να μιλήσει καθόλου, αλλά παρακολουθώντας την πάντα, με την άκρη του ματιού. Ήταν αμίλητη. Αυτό, ήταν απόλυτα αναμενόμενο. Και απόλυτα όμως ακίνητη. Αυτό, μέσα σ’ ένα κινούμενο όχημα, ήταν κάτι ιδιαίτερο. Ήταν σίγουρος, ότι εν μέρει η ακινησία της οφειλόταν στην αγωνία της, σε κάποιο φόβο που θα ήταν παράλογο να μην υπήρχε, στην ανασφάλεια που της δημιουργούσε το ότι δεν της επιτρεπόταν να δει και να τον δει... Επίσης σίγουρα όμως, προσπαθούσε να μην ξεφύγει καθόλου, από αυτό που της είχε ζητηθεί. Πρόσεξε, με πάρα πολύ μεγάλη ικανοποίηση, ότι όταν κάποια λακούβα στο οδόστρωμα την τράνταζε, με αποτέλεσμα να μετακινούνται και να προσεγγίζουν λίγο τα πόδια της, φρόντιζε να τα ξανανοίγει, ώστε να μένουν πάντα το ένα από το άλλο, στην αρχική απόσταση...

    - Πώς είστε; τη ρώτησε ξαφνικά, χωρίς κανένα ιδιαίτερο τόνο στη φωνή.

    - Καλά, απάντησε αμέσως, με βιασύνη, ανεβοκατεβάζοντας μερικές φορές γρήγορα, καταφατικά το κεφάλι της. «Καλά», επανέλαβε, πιό σταθερά, μάλλον γιά να πεισθεί η ίδια περισσότερο.

    - Χαίρομαι, είπε με την ίδια άχρωμη φωνή. «Πείτε μου, ξέρετε αλήθεια, γιατί συμβαίνουν αυτά που συμβαίνουν, έτσι όπως συμβαίνουν, και γιατί θα σας συμβούν αυτά που πρόκειται να σας συμβούν, έτσι όπως θα συμβούν;»

    Σχεδόν άκουσε το σάλιο να κατεβαίνει, στο τελείως στεγνό λαρύγγι της. Η φωνή της ακούστηκε έπειτα, με περισσότερο τρέμουλο από ποτέ, και μ’ ένα παράπονο που πάσχιζε να κρυφτεί, αλλά στην άκρη του, θα μπορούσε να τραβάει ένα λυγμό:

    - Όχι, του είπε στρέφοντας ελαφρά το κεφάλι προς το μέρος του, αλλά χωρίς και πάλι να ξεχάσει το «μάτια κλειστά – πόδια ανοιχτά». «Όχι, δεν έχω καταλάβει... Περίμενα, όπως κι εσείς, τόσο πολύ καιρό να σας δω, και περίμενα να θέλετε και ‘σεις να διαβάσετε στα μάτια μου το πόσο σας θέλω... Αυτά τα μάτια, που τόσο πολύ λέγατε ότι σας άρεσαν, και τώρα που ήλθε η ώρα να τα δείτε, τα θέλετε κλειστά... Και τι είναι αυτά που θα μου συμβούν;» Ο τόνος της φωνής της ψήλωσε, η ανησυχία είχε γίνει λίγο περισσότερη απ’ ότι μπορούσε άνετα ν’ αντέξει. «Και πώς θα μου συμβούν;» συνέχισε, «δεν θα είστε καλός μαζί μου; Όλη σας η καλοσύνη, όλη σας η γλύκα, εξαντλήθηκε στα λόγια;»

    Άπλωσε το δεξί του χέρι, και το έβαλε πάνω στο αριστερό της στοργικά, σχεδόν παρηγορητικά.

    - Ηρεμήστε αγαπητή μου, της είπε, κι ακούστε με προσεκτικά. Αυτά που έχετε συνηθίσει να σας δίνω, ασφαλώς και δεν τελείωσαν, υπάρχουν ατελείωτες ποσότητες, και είναι όλες φυλαγμένες γιά σας, και μόνο γιά σας. Υπάρχουν όμως κι άλλα, που δεν είχατε την ευκαιρία ακόμη να τα νοιώσετε. Ίσως είναι λίγο, ίσως και πολύ πιό έντονα, ίσως απλά με άλλον τρόπο έντονα, που δεν είχαμε έως τώρα τη δυνατότητα να μοιραστούμε όπως θα έπρεπε. Και είμαι απόλυτα βέβαιος, ότι κι εσείς, παρά τα όσα μου δώσατε, τίποτε δεν μου έχετε δώσει ακόμη, σε σχέση μ’ αυτά που έχετε να προσφέρετε... Τι ακριβώς έχουμε να δώσουμε, και τί έχουμε να πάρουμε λοιπόν; Τα ξέρετε τα «θέλω» μου, έχω μπορέσει να καταλάβω τα δικά σας; Αντιστοιχούν τα «προσφέρω» με τα «θέλω» και των δυό, και τα δικά σας, μα και τα δικά μου; Έχουμε διανύσει από μονοπάτια στενά και περίεργα, πάρα πολύ δρόμο μέχρι εδώ..δεν ξέρω πόσο το συνειδητοποιείτε... Φτάσαμε πλέον στο σημείο, όπου θα πρέπει να διαλέξουμε τη σωστή λεωφόρο, γιά να τρέξουμε. Και πρέπει να διαλέξουμε σωστά. Και δεν μπορούμε να διαλέξουμε σωστά, αν δεν ξέρουμε όλα όσα πρέπει να ξέρουμε. Εγώ γιά σας, κι εσείς γιά μένα. Μόνο έτσι, θα ‘μαστε σίγουρα ότι ο δρόμος είναι ο σωστός, αυτός που θα μας πάει, μαζί, μακρυά. Υπάρχουν κι άλλοι, που θα μπορούσαν να μας πάνε κάπου, μα μόνο ένας, που θα μας φτάσει μέχρι το τέρμα. Πρέπει να δούμε λοιπόν, αν είναι πράγματι κοινός, ο μακρύτερος δρόμος. Γι’ αυτό θέλω να το διαπιστώσουμε σήμερα λοιπόν, γιά να μην πάρουμε γιά ευκολία κάποιον άλλο, ίσως πιό βολικό, μα όχι αυτόν που πρέπει... Νομίζω κυρία μου, ότι θα ήθελα να βαδίζω πλάι σας, γιά μιάν ολόκληρη ζωή. Θέλω να είμαι όμως σίγουρος, ότι κι εσείς, κοντά μου θέλετε στ’ αλήθεια, να βαδίσετε. Πιστεύω ότι κι εσείς θα θέλατε να είστε σίγουρη. Δείξτε μου εμπιστοσύνη λοιπόν, κι αφήστε με να σας οδηγήσω. Και πιστέψτε με, με τα μάτια κλειστά, θα δείτε πολύ περισσότερα...

    Στην υπόλοιπη διαδρομή ώσπου να φτάσουν, της εξήγησε τους όρους που θα έπρεπε απαραίτητα να τηρηθούν εκείνο το βράδυ. Πρώτον, τα μάτια της θα έμεναν κλειστά μέχρι το τέλος, ή μέχρι τη στιγμή που θα της επέτρεπε εκείνος να τ’ ανοίξει. Δεύτερον, όσο προσωπικές και να ‘ταν οι στιγμές που θα ακολουθούσαν, δεν θα συνομιλούσαν παρά μόνο στον πληθυντικό. Ότι κι αν γινόταν, ότι κι αν της έλεγε, ότι κι αν της έκανε, δεν θα έπαυε να είναι ούτε στιγμή η Ευγενής κυρία της πρώτης επαφής, αυτή που είχε κερδίσει το σεβασμό του, και δεν μπορούσε να τον χάσει. Τρίτον, ως Ευγενής, ανώτερη, λιγάκι ακατάδεχτη όπως όλοι οι γαλαζοαίματοι, δεν θα μιλούσε πολύ. Γιά την ακρίβεια, δεν θα μιλούσε καθόλου, εάν δεν την ρωτούσε κάτι και ζητούσε απάντηση. Ήταν απόλυτα ελεύθερη όμως, να βγάλει κάθε άλλο ήχο. Ν’ αναστενάξει, να βογγήσει, να φωνάξει, να ουρλιάξει...

    Αυτά. Την παρακάλεσε να φροντίσει να μην τα παραβεί, διότι θα ήταν αναγκασμένος να την τιμωρήσει. Δεν θα το ήθελε, ήθελε όσα θα τις έκανε να προέρχονται από το πάθος του γι’ αυτήν και μόνο, χωρίς να υπάρχει κανένας θυμός.

    Τράβηξε το χειρόφρενο..

    - Είστε έτοιμη, Ψ.; τη ρώτησε.

    Κατένευσε.

    - Μάλιστα, απάντησε σταθερά....








    (του μπι κοντινιουντ)

     
    Last edited: 8 Φεβρουαρίου 2009
  2. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Ταξίδεψέ μας κι'άλλο...
     
  3. anastasia

    anastasia Regular Member

    Απάντηση: Γνωριμίες

    oτι πιο υπεροχο διαβασα μπραβο!!!!!!!!!
     
  4. Lady_Dementia

    Lady_Dementia DemonLure the Seductive Contributor

    Την έπιασε από το δεξί της ώμο, και την έγειρε πάνω του, την ξάπλωσε ουσιαστικά στο κάθισμα, γυρίζοντάς την με το στήθος προς τα κάτω. Το πρόσωπό της κατέληξε ακριβώς επάνω στο φερμουάρ του παντελονιού του. Της χάιδεψε το κεφάλι, πιέζοντάς το εκεί, λίγο περισσότερο.

    - Φέρτε τα χέρια σας πίσω σας, της είπε, κρατώντας της πάντα το κεφάλι στην ίδια θέση.

    Οι χειροπέδες που έκλεισαν γύρω από τους καρπούς της, ήταν παγωμένες. Αυτό, κι ο ήχος του «κλικ» καθώς κλείδωναν, έκαναν τις μικροσκοπικές, λεπτές τριχούλες στους πήχεις της, να σηκωθούν τελείως κάθετα στο δέρμα. Της είπε ν’ ανασηκώσει λίγο το κεφάλι της, και της φόρεσε μιά μάσκα χωρίς τρύπες γιά τα μάτια, που δεν θα της επέτρεπε πλέον να τ’ ανοίξει. Ανασήκωσε απαλά τα μαλλιά της, και την ασφάλισε στο πίσω μέρος του κεφαλιού.

    Βγήκε, ήρθε από την πλευρά της, άνοιξε και τη βοήθησε να βγει. Στάθηκε με πόδια ελαφρά τρεμάμενα στο δρόμο, ανησυχώντας γιά το ποιός θα μπορούσε να τη βλέπει, με τις χειροπέδες και το blindfold. Ο δρόμος πάντως ήταν πολύ ήσυχος, δεν ακουγόταν τίποτε, τουλάχιστον δεν περνούσε κανείς. Την έπιασε ξανά σφιχτά από το μπράτσο. «Ελάτε», της είπε και την τράβηξε μαλακά μπροστά.

    Ο Χ. ξεκλείδωσε μιά πόρτα, την οδήγησε μέσα και πάτησε το κουμπί του ασανσέρ. Δεν ήταν δύσκολο γιά την Ψ. να καταλάβει, ότι βρίσκονταν στον προθάλαμο πολυκατοικίας. Άκουσε τον Χ. να ψάχνει με θόρυβο τις τσέπες του, πάλι και πάλι.

    - Λυπάμαι αγαπητή μου, είπε τέλος, φοβάμαι ότι ξέχασα κάτι στο αυτοκίνητο.

    Περιμένετέ με λίγο εδώ, παρακαλώ.

    Άνοιξε την πόρτα και βγήκε, χωρίς να της δώσει το χρόνο να το συνειδητοποιήσει, ή να αντιδράσει. Έτσι κι αλλοιώς, σκέφτηκε το επόμενο δευτερόλεπτο, πώς θα αντιδρούσε; Ήταν δεμένη, με τα μάτια κλειστά, και ουσιαστικά φιμωμένη, αφού δεν της επιτρεπόταν να μιλήσει χωρίς να ερωτηθεί. Τα επόμενα δευτερόλεπτα, της φάνηκαν απίστευτα μακρόσυρτα... Πού πήγε; Το αμάξι δεν ήταν μακρυά, αλλά ήξερε πού ακριβώς ήταν αυτό που έψαχνε; Πόσο θα αργούσε; Δεν ήταν πολύ αργά, πόση ώρα θα μπορούσε να στέκεται εκεί, δεμένη και με το blindfold, ελπίζοντας ότι κανείς από τους ενοίκους, δεν θα ‘μπαινε ή θα ‘βγαινε; Βημάτισε λίγο, ελάχιστα, ανήσυχα, προσπαθώντας να σκεφτεί πώς θα αντιδρούσε αν άκουγε το ασανσέρ ν’ αρχίζει να κινείται, ή βήματα να πλησιάζουν. Ένοιωσε να φουντώνει... Με έκπληξη, κατάλαβε ότι η φλόγα αναδυόταν από ένα σημείο ανάμεσα στα πόδια της, που βέβαια ήταν ήδη εδώ και ώρες, πάρα πολύ και συνεχώς υγρό, αλλά οι εικόνες που πέρασαν αστραπιαία από το μυαλό της, γειτόνων που άρχιζαν να μπαινοβγαίνουν κατά ομάδες, χαζεύοντάς την έκπληκτοι αλλά και διάσκεδάζοντας με την κατάστασή της, την έκαναν γιά κάποιο λόγο, να μουσκέψει ακόμη περισσότερο...
    Ο Χ. δεν είχε πάει στο αυτοκίνητο, δεν είχε κανένα λόγο να το κάνει. Ήταν συνεχώς, όλο αυτό το ατελείωτο γιά την Ψ. ενάμιση περίπου λεπτό, έξω ακριβώς από την πόρτα, και την παρακολουθούσε, με το κλειδί στο χέρι, έτοιμος να ανοίξει και να την οδηγήσει χωρίς καθυστέρηση στην ασφάλεια, εάν άκουγε βήματα να πλησιάζουν ή έβλεπε να ανάβει το λαμπάκι του ανελκυστήρα. Τελικά, δεν χρειάστηκε. Είδε καθαρά το πρόσωπό της να κοκκινίζει –η φαντασία της λειτουργούσε εξαιρετικά- υπέθεσε ότι αυτό που έπρεπε να γίνει είχε ήδη συμβεί, και άνοιξε την πόρτα, σχεδόν με μία κίνηση την έπιασε από το μπράτσο γιά να καταλάβει ότι ήταν εκείνος, και την τράβηξε προς το ασανσέρ...
    Μπήκαν στο διαμέρισμα, και ο Χ. γύρισε 4 φορές το κλειδί στη βαριά κλειδαριά, κοφτά κι απότομα, με θόρυβο. Ποτέ δεν το είχε ξανακάνει, το πολύ να γύριζε το κλειδί μιά φορά, αλλά τώρα ήθελε να ακούσει η Ψ., ότι η πόρτα πίσω της ήταν κλειδωμένη.

    - Καλώς ήλθατε κυρία μου, της είπε, και την οδήγησε στη μέση του σαλονιού.

    Την έφερε στο κέντρο του χαλιού.

    - Πρέπει να κάνω κάποιες ετοιμασίες. Καθήστε. Κάτω...

    Την βοήθησε, μιά και τα χέρια της ήταν δεμένα πίσω της, να γονατίσει στο χαλί, και να καθήσει, διπλώνοντας τα πόδια προς το πλάι.

    Γιά κάμποση ώρα, η Ψ. έμεινε εκεί, βαριανασαίνοντας και προσπαθώντας από τους ήχους, να καταλάβει τι συνέβαινε γύρω της. Αρχικά, κανένας ήχος. Ο Χ., δυό βήματα μακρυά της, έπαιρνε μιάν ανάσα από τη δική του μεγάλη ένταση, θαυμάζοντας την ομορφιά της γυναίκας που καθόταν στο χαλί του, περιμένοντας υπομονητικά να ζήσει αυτά που εκείνος θα διάλεγε γιά εκείνη.

    Έπειτα έβαλε μουσική. Tango. Η Ψ. άκουγε πλέον τα βήματά του να πηγαινοέρχονται, και διάφορα πράγματα τουκ – τακ – κρουκ – χριτς – χρατς, να αραδιάζονται πάνω σε κάποιο τραπέζι και προσπαθούσε να φανταστεί τί ήταν αυτά, αν και γιά κάποια ήταν σίγουρη. Την ανησυχούσαν εξ ίσου, και αυτά, και τα άλλα...
    Άκουσε τον αναπτήρα του να ανάβει πολλές φορές, και σε λίγο την έφτασε το άρωμα των κεριών που καίγονταν. Είχε αρχίσει κάπως να ηρεμεί...

    Ο Χ. ήλθε και έκατσε δίπλα της. Άρχισε να τη χαιδεύει, πρώτα τα μαλλιά, έπειτα τα μάγουλα, πέρασε τ’ ακροδάχτυλα πάνω από τα χείλη της, έσκυψε και τη φίλησε τρυφερά, στο στόμα, στα μάγουλα, στο λαιμό, την έπιασε ξανά όπως την πρώτη φορά από τον αυχένα, και τη φίλησε λίγο πιό βίαια στα χείλη, ένοιωσε τη γλώσσα του φευγαλέα στο πλάι του λαιμού της, ένα ελαφρότατο δάγκωμα στο λοβό του αυτιού της... Άρχισε πάλι να τρέμει. Χωρίς να σταματήσει να τη φιλά, κατέβασε το ένα του χέρι στα πόδια της, και χάιδεψε απαλά τις γάμπες. Το ανέβασε αργά, χαιδεύοντας κάθε εκατοστό, μέχρι τους μηρούς της. Η σάρκα της ήταν σφιχτή και ζεστή. Εδώ και ώρες, ήταν κι εκείνος φοβερά ερεθισμένος, αλλά είχε πλέον αρχίσει να καβλώνει πέρα από το όριο που μπορούσε να συγκρατηθεί... Έσκυψε κοντά στο αυτί της:

    - Πόσο ερεθισμένη είστε; τή ρώτησε σιγά, σχεδόν ψιθυρίζοντας.

    - Πολύ, του απάντησε.

    - Πόσο καβλωμένη είστε; την ξαναρώτησε.

    - Πάρα πολύ, κύριε...
    Το σκέφτηκε μόνο γιά ένα δέκατο του δευτερολέπτου. Όχι, αυτό δεν ήταν «Κύριε» με κεφαλαίο κάππα. Ήταν το «κύριε» του παιχνιδιού της ευγένειας... Συνέχισε να ψιθυρίζει στ’ αυτί της, φροντίζοντας ο αέρας από την ανάσα του στο πλάι του λαιμού της, να σηκώνει τις τριχούλες στον αυχένα της:

    - Είστε πανέμορφη,... Δεν χορταίνουν να σας ρουφούν τα μάτια μου... Αλλά υποψιάζομαι, ότι δεν σας έχω δει ακόμη στις καλύτερες, στις πιό εκφραστικές, στις πιό μοναδικές στιγμές σας... Και δεν μπορώ να περιμένω άλλο γιά να σας δω...
    Σηκώθηκε απότομα.

    - Σηκωθείτε, την πρόσταξε.

    Προσπάθησε αμέσως να σηκωθεί, αλλά τα δεμένα της χέρια την δυσκόλευαν. Την άρπαξε από τα μαλλιά και την τράβηξε. Την είδε να μορφάζει ελαφρά, περισσότερο ξαφνιασμένη, παρά πονεμένη.

    - Να σας βοηθήσω, της είπε, και τραβώντας τα μαλλιά της, την έστησε όρθια.

    Ξεκλείδωσε τις χειροπέδες, και της τις έβγαλε. Έτριψε λίγο με τα μεγάλα χέρια του τους λεπτεπίλεπτους καρπούς της. Όπως στεκόταν πίσω της, άπλωσε τα χέρια του και τα τύλιξε γύρω της, αγκαλιάζοντάς την σφιχτά. Την έσφιξε γιά λίγο δυνατά, βυθίζοντας το πρόσωπό του μέσα στα μαλλιά της, και ρουφώντας δυνατά το άρωμα. Της ανασήκωσε τα μαλλιά και δάγκωσε τον αυχένα της. Όχι πολύ απαλά είν’ η αλήθεια. Την άκουσε ν΄αναστενάζει, κι εκείνη εκείνον να μουγκρίζει ελαφρά. Τραβήχτηκε, και είδε ότι το δάγκωμά του της είχε αφήσει το πρώτο, μικρό σημάδι... Πέρασε και πάλι τα χέρια του γύρω της, όχι γιά να την αγκαλιάσει όμως, αλλά γιά να πιάσει τα πέτα του μπουφάν της, και με αργές κινήσεις να της το βγάλει. Το πέταξε στον καναπέ κι έκανε ένα βήμα πίσω, γιά να θαυμάσει τη στενή της μέση. Ανάμεσα στη μπλούζα και τη φούστα, υπήρχε μιά στενή λωρίδα γυμνού δέρματος. Έτρεξε ένα δάχτυλο εκεί, δεξιά, αριστερά και πάλι προς τα δεξιά, καταλήγοντας στο κέντρο, εκεί που υπήρχε ένα μικρό κενό, ανάμεσα στη φούστα και το δέρμα της, εκεί που περνούσε η ραχοκοκκαλιά της. Έχωσε δυό δάχτυλα μέσα σ’ εκείνο το κενό, και τα κούνησε λίγο, πιέζοντας τούς σπονδύλους. Έπειτα άρχισε να τ’ ανεβάζει προς τα πάνω, ακολουθώντας το αυλάκι της ράχης της. Την ένοιωσε και πάλι ν’ ανατριχιάζει. Ήρθε και στάθηκε μπροστά της. Την κοίταξε γιά λίγο, απολαμβάνοντας την βαριά της ανάσα. Κι έπειτα, με μιά μονοκόμματη κίνηση, έφερε τα χέρια του στα πέτα της μπλούζας της, τα έπιασε και τα τράβηξε, ανοίγοντάς την, σπάζοντας τα κουμπιά. Το ξάφνιασμα την έκανε να πισωπατήσει, να σκεπάσει ασυναίσθητα με τα χέρια της τα γυμνά της στήθη και να φωνάξει «Μή!». Το χαστούκι στο αριστερό της μάγουλο, την ξάφνιασε ακόμη περισσότερο. Έφερε το ένα χέρι της στο μάγουλο, με τρεμάμενα χείλη, χωρίς όμως να πει τίποτε άλλο, κι ο Χ. μπορούσε να είναι σιγουρος, ότι το μαλακό εσωτερικό κάλυμμα του blindfold, απορρόφησε κάποιο δάκρυ. Την πλησίασε, έπιασε τους καρπούς της και τής κατέβασε τα χέρια δίπλα στα πλευρά της, τα κράτησε εκεί, και κόλλησε το κορμί του στο δικό της. Της μίλησε ήρεμα και με πολύ βαθειά φωνή, πολύ κοντά στο αυτί της:

    - Γιατί με αναγκάσατε να το κάνω αυτό κυρία μου, τη ρώτησε. «Δεν είπαμε ότι δεν πρέπει να παραβείτε τους κανόνες; Δεν είπαμε, ότι δεν πρέπει να προκαλείτε το θυμό μου; Δεν μου αρέσει να χτυπώ πρόσωπα, και ιδίως τόσο όμορφα, όσο το δικό σας... Πάει, τελείωσε όμως... Ηρεμήστε σας παρακαλώ. Πιθανώς θα υπάρξουν κι άλλες εκπλήξεις. Φροντίστε, η κάθε μιά να μην ακολουθείται από μιά τιμωρία...»







    (τουμόροου δε λαστ παρτ)​
     
  5. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

  6. Lady_Dementia

    Lady_Dementia DemonLure the Seductive Contributor

    Τη φίλησε τρυφερά στο ίδιο μάγουλο που είχε χτυπήσει, ελαφρά κόκκινο τώρα. Μετά συνέχισε αυτό που είχε πριν λίγο αρχίσει, βγάζοντάς της τη μπλούζα, κι αφήνοντάς την με τα μακρυά μαύρα μαλλιά, ως μοναδικό της ένδυμα από τη μέση κι επάνω... Τα στήθη της ήταν μικρά αλλά εξαιρετικά καλά σχηματισμένα. Οι ρώγες της, πλήρως ερεθισμένες, ήταν τρυπημένες και ένα κρικάκι διαπερνούσε την κάθε μιά τους. Ο Χ. ένοιωσε το πρόσωπό του να κοκκινίζει από την κάψα και τον πούτσο του να κοντεύει να σκάσει από την κάβλα. Άπλωσε το χέρι του, και χούφτωσε το ένα στήθος απαλά. Χωρούσε ακριβώς στην παλάμη του. Το έσφιξε, όχι πολύ δυνατά, έπειτα χούφτωσε και το άλλο. Η τρυφερή σάρκα σπαρταρούσε στα χέρια του, κι ανάσα της Ψ. έβγαινε ακανόνιστα, όπως και η δική του. Έπιασε τα στήθη ανάμεσα στους δείκτες και τους αντίχειρες των χεριών του, και τα ‘σφιξε, κάνοντάς τα να φουσκώσουν. Έσκυψε και έγλειψε τη μία ρώγα, μετά την άλλη, αφήνοντας πολύ σάλιο πάνω τους. Φύσηξε, και η ανάσα του, κρύα λόγω του σάλιου, την έκανε να ριγήσει. Έπιασε με τα δόντια του τό ένα κρικάκι, και το τράβηξε. Ένα μικρό βογγητό. Μουγγρητό, καθώς συνέχισε να τραβάει. Άφησε τον κρίκο, και δάγκωσε τη ρώγα. Πολύ ελαφρά. Την άφησε από τα δόντια του και τη ρούφηξε δυνατά ανάμεσα στα χείλια του. Ο βαθύς της αναστεναγμός, καθώς έριχνε το κεφάλι της προς τα πίσω, έφερε σχεδόν σπασμούς και σε κείνον. Δάγκωσε τη ρώγα δυνατά. Μιά μικρή ξαφνιασμένη κραυγή, και νέος αναστεναγμός. Η Ψ. σπαρταρούσε. Δεν το είχε σκεφτεί έτσι, αλλά δεν κατάφερε να μην απλώσει το χέρι του και να χουφτώσει το μουνί της κάτω από την φούστα και πάνω από το λεπτό κιλοτάκι... Δεν περίμενε ότι θα έχυνε, έτσι, τόσο ξαφνικά, εκρηκτικά. Τραντάχτηκε σύγκορμη, και ούρλιαξε, σίγουρα όχι από πόνο, την ίδια στιγμή που τέντωνε τη ραχοκοκαλιά της προς τα πίσω, ενώ εκείνος κρατούσε ακόμη σφιχτά τη ρώγα ανάμεσα στα δόντια του, με κίνδυνο να της τη σκίσει. Αυτή τη φορά πόνεσε, η δεύτερη κραυγή ήταν και πονεμένη, αλλά ο πόνος ίσως, της έφερε ένα δεύτερο κύμα έντονης ηδονής. Το χέρι του είχε βραχεί από τα υγρά που έσταζαν απ’ το μουνί της, και είχαν μουσκέψει τελείως την κυλότα. Το τράβηξε, και το’ φερε μπροστά στο στόμα της. Κατάλαβε αμέσως. Η κόκκινη, ευκίνητη γλώσσα της ξεπήδησε, και άρχισε αμέσως να γλύφει την υγρή παλάμη του. Τη φίλησε, κι απομακρύνθηκε. Πήγε στο τραπέζι, και πήρε ένα μικρό flogger, με ξύλινη λαβή και καμμιά τριανταριά ουρές, λιγότερο από 30 πόντους μακρυές, από πολύ λεπτό, μαλακό δέρμα.

    - Σας έχουν ποτέ μαστιγώσει στο στήθος; Τη ρώτησε.

    Η ανάσα της δεν είχε ηρεμήσει ακόμη. Κούνησε αρνητικά πέρα-δώθε το κεφάλι της.

    - Όχι, ποτέ, απάντησε μετά από λίγο.

    - Νομίζω ότι θα σας αρέσει, της είπε. Βγάλτε όμως πρώτα τη φούστα σας, σταθείτε με τα μπούτια ανοιχτά, κι έπειτα δέστε τα δάχτυλά σας πίσω από το σβέρκο σας, τεντώστε προς τα πίσω τους ώμους σας και κάντε όσο πίσω γίνεται το κεφάλι σας...
    Το θέαμα ήταν τουλάχιστον υπέροχο. Το λεπτοκαμωμένο της κορμί τεντωμένο σαν χορδή, τα ολοστρόγγυλλα κωλομέρια της εξαίσια, το βαμβακερό στρινγκάκι μούσκεμα και τα λευκά βυζάκια της ν’ ανεβοκατεβαίνουν από το λαχάνιασμα της αγωνιώδους προσμονής... Τη μαστίγωσε επί αρκετή ώρα, με αντιδράσεις που κυμαίνονταν από ανεπαίσθητα βογγητά, έως κραυγές, όχι πολύ δυνατές. Έτσι κι αλλοιώς, δεν υπήρχε έντονος πόνος μ’ αυτό το μαστίγιο, έστω κι αν χτυπούσε δυνατά. Στα πιό δυνατά χτυπήματα, έβλεπε τα μπούτια της να τρεμουλιάζουν, σα να πλησίαζε και πάλι σε οργασμό. Της άρεσε τελικά, πολύ ο πόνος...

    Όταν σταμάτησε, τα στήθη της είχαν πάρει ένα όμορφο κόκκινο χρώμα. Άφησε το μαστίγιο και την πλησίασε. Άγγιξε με τις άκρες των δεικτών του τις ρώγες της. Φώναξε δυνατά, σαν να την είχε πονέσει πολύ. Σίγουρα δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Πριν προχωρήσει, της είπε ότι δεν της επέτρεπε να ξαναχύσει χωρίς να πάρει την άδειά του, κι ότι ειδικά γι’ αυτό το λόγο, μπορούσε να μιλήσει, χωρίς να ερωτηθεί. Όταν του είπε ότι κατάλαβε, έπιασε τις ρώγες της ανάμεσα στους αντίχειρες και τους δείκτες του, και άρχισε να σφίγγει και να τις τρίβει, όλο και πιό έντονα. Μούγγρισε, μόρφασε, τεντώθηκε, τρεμούλιασε και μέσα σε είκοσι δευτερόλεπτα, του ζήτησε μιλώντας πολύ βιαστικά, την άδεια να τελειώσει. Της αρνήθηκε. Έπρεπε να περιμένει κι άλλο της είπε, σφίγγοντας και τρίβοντας ολοένα και πιό έντονα, όλο και πιό γρήγορα. Δεν πέρασαν καν, άλλα είκοσι δευτερόλεπτα:

    - Σας παρακαλώ Κύριε –αυτό το «Κύριε» έμοιαζε διαφορετικό- επιτρέψτε μου να χύσω. Δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο...

    - Όχι, της απάντησε στεγνά, και τράβηξε τα χέρια από τις ρώγες της.

    Αυτό που βγήκε από τα χείλη της, ήταν σχεδόν αναφυλητό. Δεν πείραζε όμως, αυτό που δεν την είχε αφήσει να πάρει τώρα, θα το έπαιρνε σε λίγο, πολύ εντονώτερο. Πήγε στο τραπέζι, και έφερε δυό μικρά κυλινδρικά βαρίδια. Τα κρέμασε από τα κρικάκια στις ρώγες της. Δεν έκαναν τίποτε ιδιαίτερο τώρα, ήταν πολύ ελαφρά, αλλά θα διατηρούσαν με την πάροδο της ώρας, ένα μέρος του ερεθισμού εκεί.

    Έσκισε το κυλοτάκι της, τραβώντας το άγρια. Δεν αντέδρασε έντονα αυτή τη φορά, ήταν κάτι που το περίμενε από ώρα. Το άτριχο μουνί της, τον ξετρέλανε. Ήθελε να γονατίσει και να χώσει τη γλώσσα του ανάμεσα στα χείλη, αλλά θα ήταν αδύνατο πλέον, να μην την αφήσει να χύσει. Το χάιδεψε μόνο φευγαλέα λοιπόν –κι αυτό ακόμα την έκανε να βογγήσει δυνατά- έσκυψε λίγο να δει τον κρίκο που κρεμόταν από την ερεθισμένη, γυαλιστερή κλειτορίδα της, και αποφάσισε να μην ασχοληθεί άλλο, όσο κι αν το ήθελε, με το υπέροχο μουνί της γιά την ώρα. Ξεκίνησε γιά το τραπέζι με τα σύνεργα, αλλά μετάνοιωσε, γύρισε πίσω και χαστούκισε δυνατά με την ανοιχτή παλάμη του την αποτριχωμένη ήβη και τα μουνόχειλά της... Θαυμάσιος ο ήχος, λόγω της υγρασίας, υπέροχη και η κοφτή κραυγή της.

    - Σκύψτε μπροστά, την διέταξε, ώρα να ασχοληθούμε με τον κώλο σας.
    Το έκανε, χωρίς καμμία σκέψη. Ο Χ. όμως, μπροστά της ακόμη, κοντοστάθηκε.

    - Σηκωθείτε, είπε.

    Σηκώθηκε.

    - Θέλω να μου πείτε, πώς περνάτε μαζί μου. Δεν με ενδιαφέρει να ακούσω ποιά στιγμή ήταν η καλύτερη, και ποιά η χειρότερη. Θέλω να μου πείτε γενικά. Μήπως τυχόν μετανοιώνετε που ήλθατε, μήπως δεν θέλετε να κάνω αυτά που κάνω πάνω στο κορμί σας; Δεν είναι υποχρεωτικό να συνεχίσετε, αν τυχόν θα προτιμούσατε να φύγετε...
    Την περίμενε αρκετά. Δεν ήταν σίγουρος αν δινόταν μάχη μέσα της, ή αν τυχόν δεν ήθελε απλώς να του δείξει ότι όλα ήταν καλά, κάνοντάς τον να πιστέψει ότι θα μπορούσε να της κάνει πράγματα όλο και πιό άγρια. Πάντως την περίμενε γιά κάμποσα δευτερόλεπτα, βλέποντάς την να έχει τα χείλια της σφιγμένα. Όταν τελικά απάντησε, είπε τρείς μόνο λέξεις:

    - Θέλω να μείνω...

    - Πολύ καλά... Σκύψτε όσο μπορείτε περισσότερο μπροστά, κι ανοίξτε τα κωλομάγουλά σας με τα χέρια σας...

    Το έκανε. Έριξε μιά ματιά στα βυζιά της που μάκραιναν ανεπαίσθητα από τα βαρύδια που κρέμονταν από τις ρώγες της, και πήγε στο τραπέζι. Πήρε άλλο ένα ίδιο βαρυδάκι, κι άνοιξε ένα δοχείο με βαζελίνη, βούτηξε το δείκτη και τον παράμεσο μέσα και πήρε αρκετή. Ήρθε ξανά μπροστά της, έφερε το βαρύδι ανάμεσα στα μισάνοιχτα μπούτια της και κρέμασε το βαρύδι στον κρίκο της κλειτορίδας της. Το άφησε να κρεμαστεί μέ τη φόρα που του έδινε η βαρύτητα. Η Ψ. έκανε απλώς ένα «Άχ», καθώς το βαρύδι έμεινε να ταλαντεύεται κρεμασμένο από το πιό ευαίσθητο σημείο του κορμιού της...

    Η ομορφιά του κώλου της, του έφερνε ζαλάδα. Έβλεπε ότι δεν θα ήταν ο πρώτος στην κωλοτρυπίδα της, όταν θα έμπαινε, αλλά αυτό ήταν κάτι που του άρεσε. Του άρεσαν επίσης τα μουνόχειλά της που μισάνοιγαν, έτσι που τα έβλεπε από εδώ πίσω. Κάποια στιγμή, θα ήθελε να δει κρίκους να κρέμονται κι απ’ τα μεγάλα χείλη της...
    Άλειψε την κρέμα που είχε στα δάχτυλά του, πάνω στην μικρή της τρύπα.

    - Γονατίστε, της είπε. Πέστε στα τέσσερα.

    Πήγε και πάλι στο τραπέζι, και έφερε ένα μέτριο flogger, γύρω στο ένα μέτρο μακρύ, κι ένα μικρό μαύρο δονητή, δέκα περίπου πόντων στο μήκος και σαν το δάχτυλό του σε διάμετρο. Γονάτισε πρώτα δίπλα της, της σήκωσε το κεφάλι τραβώντας την απ’ τα μαλλιά, όχι πολύ απότομα, κι αφού της έδωσε ένα μακρύ, υγρό, παθιασμένο φιλί στο στόμα, ήρθε πίσω της, της έχωσε αργά το δονητή στον κώλο, τον άναψε, σηκώθηκε, και άρχισε να μαστιγώνει τα θεικά κωλομέρια της, στην αρχή σιγά, αργά και παιχνιδιάρικα κι αργότερα όλο και πιό γρήγορα και δυνατά...

    Σε λίγα λεπτά, η Ψ. τρανταζόταν σύγκορμη. Ο κώλος της, γεμάτος πλέον λεπτές κόκκινες γραμμές, είχε πάρει φωτιά, τόσο από το μαστίγωμα, όσο και από το δονητή που ασταμάτητα παλλόταν μέσα της. Είχε τελείως λυγισμένη τη μέση της, σαν να την είχαν τραβήξει προς τα κάτω τα μικρά βαρύδια που κρέμονταν από τις ρώγες και την κλειτορίδα της, και είχε ρίξει το κεφάλι μπροστά, με τα μαλιά της να καλύπτουν τελείως το πρόσωπό της. Φώναζε στο κάθε χτύπημα, αλλά οι φωνές της έμοιαζαν πιό πολύ με βαθιές ανάσες δύσκολα κερδισμένης ανακούφισης... Ο Χ. είχε φτασει πλέον στα όριά του. Παράτησε το μαστίγιο, έβγαλε με βιασμένες κινήσεις το παντελόνι και το εσώρρουχο, γονάτισε ανάμεσα στις γάμπες της και βύθισε με μία κίνηση τον πούτσο του, που δεν θυμόταν ποτέ άλλωστε να τον έχει δει τόσο πρησμένο, στην πηγή της ζωής.

    Στο μουνί της...

    Η Ψ. άρχισε να χύνει αμέσως μόλις τ’ αρχίδια του ακούμπησαν στα τρυφερά, υγρά μουνόχειλά της. Και συνέχισε, ίσως γιά περισσότερο από ένα ολόκληρο λεπτό, ουρλιάζοντας και έχοντας συσπάσεις τόσο άγριες, που ο Χ. αν και την κρατούσε σφιχτά, με όλη του τη δύναμη, με δυσκολία κατάφερε να μείνει βυθισμένος μέσα της... Μόλις ηρέμησε από αυτό το κύμα οργασμών, εκείνος άρχισε να μπαινοβγαίνει στο κορμί της με ρυθμό αργό και σταθερό. Η Ψ. χαλάρωσε λίγο κι ακούμπησε το κούτελό της στο χαλί... Ο Χ., πάντα αργούσε. Κάποια στιγμή, όταν εκείνη είχε αρχίσει πάλι να κινείται έντονα, σηκώθηκε και ήρθε και στάθηκε μπροστά της. Την έπιασε από τα μαλλιά και την ανασήκωσε, φέρνοντας το στόμα της μπροστά στον πούτσο του. Ήταν τόσο υγρό και ζεστό, όσο και το μουνί της. Τον έχωσε βαθιά στο λαρύγγι της, κι έπειτα την άφησε να τον πιάσει και να συνεχίσει με το δικό της ρυθμό. Εκείνος απλώς κοίταζε γοητευμένος τη σκληρή του σάρκα να χάνεται ανάμεσα στά κόκκινα χείλη της. Η μουσική είχε από ώρα σταματήσει. Το μόνο που ακουγόταν τώρα, ήταν οι βαριές ανάσες τους κι ο βόμβος του δονητή, που συνέχιζε ασταμάτητα, ανάμεσα στα ορθάνοιχτα, καυτά ακόμη από το μαστίγωμα, κωλομέρια της.

    Ο Χ. κόντευε στο τέλος. Τραβήχτηκε από το στόμα της, και ξάπλωσε στο χαλί.

    - Θέλω να ‘ρθείτε από πάνω κυρία μου, της είπε. Διαλέξτε εσείς, τί θέλετε να κάνετε. Βγάλτε τα βαρύδια, κι ελάτε πάνω μου.

    Έστω και με κλειστά τα μάτια, δεν δυσκολεύτηκε. Σε λίγα δευτερόλεπτα, ήταν ξαπλωμένος ανάμεσα στ’ ανοιχτά της πόδια, καθώς στεκόταν όρθια από πάνω του.

    - Πώς θέλετε να με πάρετε; τον ρώτησε.

    - Επιλέξτε εσείς, της επανέλαβε. Πώς θέλετε να σας πάρω;
    Γονάτισε αργά, κι έκατσε πάνω του, εκείνος ένοιωσε τα υγρά μουνόχειλά της να τρίβονται στην κοιλιά του. Άπλωσε το χέρι της, κι έψαξε το πρόσωπό του. Όταν το βρήκε, έσκυψε πάνω στο στήθος του και κόλλησε σφιχτά τα χείλη της στα δικά του. Έμεινε γιά λίγο εκεί, φιλώντας τον, κι έπειτα ανασηκώθηκε, άπλωσε το χερι πίσω της, έβγαλε το δονητή από μέσα της και τον πέταξε πιό πέρα. Οδήγησε έπειτα τον Θ., να μπει εκεί που ήταν πριν ο δονητής...

    Λίγο αργότερα, οι δυό τους ήταν ξαπλωμένοι στα πλευρά τους πάνω στο χαλί, η Ψ. χαμένη μέσα την αγκαλιά του Χ., που είχε χωμένο το πρόσωπό του μέσα στα μαλιά της, ανασαίνοντας το άρωμα και φιλώντας το λαιμό της. Σηκώθηκε στα γόνατα, και την σήκωσε από το πάτωμα, παίρνοντάς τη στα χέρια του. Την πήγε στο μπάνιο, άνοιξε το ζεστό νερό και την έπλυνε, σαπουνίζοντάς την τρυφερά μ’ ένα μαλακό σφουγγάρι. Πρόσεξε πολύ, έστω κι αν ήταν μαλακό, να το περάσει πολύ απαλά από τα σημεία του κορμιού της που ακόμα πονούσαν... Την σκούπισε με την πιό αφράτη πετσέτα του, κι έπειτα πάλι τη σήκωσε στα χέρια και την πήγε στο κρεββάτι. Τη σκέπασε, τη φίλησε στο μέτωπο και την παρακάλεσε να προσπαθήσει να μείνει ξύπνια γιά λίγα λεπτά μέχρι να γυρίσει. Μετά από ένα γρήγορο μπάνιο, γύρισε και ξάπλωσε κι εκείνος ολόγυμνος, κάτω από τα σκεπάσματα δίπλα της. Η Ψ. ήταν τελείως ακίνητη. Την άγγιξε ανεπαίσθητα στο μπράτσο.

    - Είστε ξύπνια; Ψιθύρισε.

    - Ναι, σας περίμενα...

    Ο Χ. άπλωσε το χέρι του και πάτησε τον διακόπτη που άναβε το πορτατίφ, που βρίσκονταν πάνω στο κομοδίνο, πίσω της. Της χάιδεψε το πρόσωπο και πέρασε το χέρι κάτω απ’ τα μαλλιά της, γιά να της βγάλει επιτέλους το blindfold.

    - Μην ανοίξετε αμέσως τα μάτια σας, είπε, έχει πολύ φως. Σιγά – σιγά.

    Της το έβγαλε. Η Ψ. δεν άνοιξε τα μάτια. Ο Χ. έγειρε μπροστά και της τα φίλησε. Πάλι και πάλι και πάλι... Δεν τ’ άνοιξε, και πάλι. Ο Χ. άρχισε να μιλάει:

    - Όταν θ’ αποφασίσετε ν’ ανοίξετε τά όμορφά σας μάτια κυρία μου, θα δείτε αυτόν που ξέρει πλέον σίγουρα, ότι το δρόμο του, μόνο με σας στο πλάι του θέλει να τον τραβήξει. Πού δεν έχει πιά αμφιβολίες, γιά το ότι ο σωστός δρόμος ο δικός σας κι ο δικός του είναι κοινός, που θα ήθελε, όπου πάει, να είστε κι εσείς μαζί του... Αυτά βεβαίως, είναι όσα πιστεύει ο ίδιος... Εσείς, τι πιστεύετε; ... Τι θέλετε;
    Μιά υποψία χαμόγελου στα χείλη της.

    - Να σας πώ, κύριε... είπε.

    «Ποιό είναι τώρα αυτό το “κύριε”», πρόλαβε να σκεφτεί ο Χ. «με το μικρό κάππα, ή το κεφαλαίο»... Κι έπειτα: «Μωρέ δεν πάει στο διάολο επιτέλους και το κάππα...».

    Τα μάτια της Ψ. επιτέλους άνοιξαν. Ο Χ. πήρε μιά απότομη ανάσα. Τί μάτια! Η Ψ. είδε αμέσως αυτό που ήθελε. Τα μάτια του Χ., μιλούσαν τουλάχιστον όσο καλά και το στόμα του. Κι έλεγαν ότι δεν έλεγε ψέμματα, αυτά που είπε, πίστευε, αυτά που είπε, ήθελε. Κι ήταν στ’ αλήθεια σίγουρος, ότι στην ίδια είχε βρει, αυτήν που ήθελε να πορευθεί μαζί του. Γιατί εκεί, στο βάθος τους, αυτό που λαμπύριζε, αυτό που σπινθήριζε, αυτό που φώτιζε, αυτό που εκείνη διάβαζε στα μάτια του, ήταν το όνομά της...

    Έκλεισε ξανά τα μάτια, και κόλλησε πάνω του. Βολεύτηκε καλύτερα μέσα στα μπράτσα του, κι ακούμπησε το κεφάλι στο στήθος του.

    - Αφήστε με σας παρακαλώ να ξεκουραστώ τώρα, τα λέμε αύριο, τώρα είναι αργά...

    Πάντως, συνέχισε μ΄ ένα πονηρό χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη της, εάν πάτε αύριο να βγάλετε τίποτε εισιτήρια, να πάρετε δύο. Όπου είναι να πάμε, θα πάμε μαζί... Καληνύχτα σας...









    -Δι εντ-​
     
  7. thaleia

    thaleia Contributor

    Απάντηση: Γνωριμίες

    ααααχχχχ!!!! τι μας εκανες πρωι πρωι λαιδη μου!
    πως ξεκινας για δουλειες τωρα?
    παω να αυνανιστω να συνελθω..... 
     
  8. MindMaster

    MindMaster Contributor

    Απάντηση: Γνωριμίες

    Στα δύο πρώτα μέρη, δεν σε είδα και τόσο ενθουσιώδη... Περίμενες τις διεισδύσεις, γιά να συγκινηθείς...
    Ή μήπως τρείς μέρες κρατιόσουν με νύχια και με δόντια, και τώρα τρέχεις πιά να τελειώσεις, Πετρούλα;


     
     
  9. thaleia

    thaleia Contributor

    Απάντηση: Γνωριμίες

    σημερα το πηρα ειδηση MindMaster και το διαβασα απο την αρχη ως το τελος....

    το Πετρουλα τι σημμενει?  
     
  10. MindMaster

    MindMaster Contributor

    Απάντηση: Γνωριμίες

    Αυτό, όταν λέει τον καιρό στο Star:

     



    @ Lady_Dementia: Απολογούμαι γιά τη "μόλυνση" του νήματος, Λαίδη μου. Στη διάθεσή σας, γιά να αποσύρω το ποστ μου.


    .
     
  11. thaleia

    thaleia Contributor

    Απάντηση: Γνωριμίες

    και που κολλαει?

    συγγνωμη κι απο μενα λαιδη , τελειωσα (μετα ποστς εννοω)
     
  12. Lady_Dementia

    Lady_Dementia DemonLure the Seductive Contributor

    @MindMaster & @thaleia .....Feel free to play....έτσι κ αλλοιώς,εγώ.."τελείωσα"!! ​