Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ιστοριούλες

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος savra, στις 21 Απριλίου 2009.

  1. savra

    savra Guest

    Το Τσάι

    Η Μαιρούλα έκλεισε το μαγαζί της που πουλούσε μία ευρεία ποικιλία από βότανα επειδή ένιωθε κάπως εξαντλημένη σήμερα. Ήταν ίσως ο Ήλιος που τον τελευταίο καιρό έχει γίνει πολύ βλαβερός. Το σαββατοκύριακο ήταν σε παραθαλάσιο εξοχικό που ήταν καλεσμένη στην ξαδέρφη της, την Κατίνα. Της είχε πάει για δώρο εκλεκτό φλαμούρι από τα δάση της Πιερίας και της πανέμορφης Πίνδου.

    Στο σπίτι η ζέστη ήταν αφόρητη και η Μαιρούλα σκέφτηκε να διαβάσει το πολυαγαπημένο της βιβλίο από την συγγραφέα Μάριον Ζίμμερ Μπράντλεϋ, "Dark Intruder" (Νταρκ Ιντρούντερ για τους από 'δω) και να μιλήσει με την φίλη της στο τηλέφωνο, την Τατιάνα από την Βουλιαγμένη. Τελικά απέτυχε να έρθει σε επικοινωνία μαζί της γιατί η φίλη της η Τατιάνα είχε το κινητό κλειστό και δεν γνώριζε αν είχε σταθερό. Αποφάσισε να μην φάει σήμερα γιατί θα έπερνε έξτρα κιλάκια, οπότε αποφάσισε να τσιμπήσει στον βαθμό του ελαχίστου ξεροψημένα (από ιδιαίτερο φούρνο) κριτσινάκια και να τα συνδυάσει με λίγο γιαούρτι 2% Τοτάλ.



    Το Κουτάλι

    Η Τατιάνα αγόρασε ένα βιβλίο από την Πλάκα και αδιαφορώντας για τα υπόλοιπα καθήκοντα, προσπάθησε να τα ξεπεράσει σε ανυποψίαστο χρόνο δίχως να χρονοτριβήσει για να το διαβάσει. Το βιβλίο που αγόρασε ήταν της Μάργκαρετ Άντγουντ και ονομαζόταν "Κλέφτρα Κίσσα". Η ζέστη στην στάση του μετρό ήταν αφόρητη και όλοι προσπαθούσαν να βρουν ένα αντικείμενο με σκληρή και επίπεδη επιφάνεια αποσκοπώντας να το μετατρέψουν σε προσωρινή βεντάλια. Δεν απασχόλησε καθόλου την Τατιάνα το στοιχείο αυτό, παρά κάθισε με στυλ σημαζεμμένη σαν μια γυναίκα "με τύπο" και κάπνισε το μαλακό της Κάμελ.

    Μέσα στο μετρό οι σκέψεις της αφορούσαν την λεσβία αφεντικίνα της στην γκαλερί που είχε πιάσει δουλειά λίγο μετά τον χειμώνα του 2006. Συνεχώς προσπαθούσε να την καλέσει στο εξοχικό της με τις "φίλες" της στην Κύθνο. Όλες χοντρές και με μια περίεργη φήμη να τις ακολουθεί, φήμη που επικρατεί πολλά χρόνια στα σοκάκια στα Εξάρχεια. Σκέφτηκε να αλλάξει δουλειά, μετά όμως θυμήθηκε πως δεν της χαλούσε χατήρια και δεν θα ήταν κακή ιδέα καμιά εξορμησούλα σε κάποιο νησάκι όπως η Κύθνος μέχρι τον Οκτώβριο. Εξάλλου εφόσον τους άντρες τους είχε φάει και με το κουτάλι θα ήταν και ενδιαφέρουσα η εμπειρία του κάτι διαφορετικού από τα συνηθισμένα.

    Ήθελε να κλείσει και το κινητό της για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο βιβλίο της και να αποφύγει την ειριστική συμπεριφορά του αρρενωπού εραστή της που ώρες ώρες καταδυναστεύει την θετική της ψυχολογία με μια ανεξήγητη αναισθησία στην ανάγκη του να επιβεβαιώσει τον κενό και χαμηλού διανοητικού επιπέδου χαρακτήρα του, που θα την εκνεύριζε και θα την αποσυντόνιζε από την πλήρη απορρόφηση της ενδιαφέρουσας ιστορίας που όπως όλα προέκυπταν στα συμπεράσματα που έβγαλε μόλις ανάγνωσε την περίληψη του βιβλίου που αγόρασε το μεσημέρι κατά το σχόλασμά της.



    Το Ρόπαλο

    Η Χαρούλα έψαχνε φίλες για να κλείσει το καρεδάκι της και να παίξουν χαρτιά μέχρι τα ξημερώματα. Μαγείρεψε γαλοπούλα και την έκοψε λεπτές φέτες. Μετά έφτιαξε μια νόστιμη σάλτσα λιγάκι πικάντικη με μανιτάρια και κις λορέν. Έφτιαξε μπουφέ με τις προαναφερόμενες γεύσεις και μαζί διέθεσε και φετούλες καπνιστού σολωμού με την ταυτόχρονη υποστήριξη μαχαιριού "τσαρούχα" για την κοπή του ουδέτερου γευστικά τυριού brie (μπρι) καθώς και του γευστικότατου rambol (ράμπολ). Για ποτό είχε σέρρυ δικό της σπιτικό αλλά φυσικά υπήρχε και δροσερό νερό από τους κορυφές του Πηλίου που επισκέφτηκε πρόσφατα η κόρη της η Μαιρούλα με τον γαμπρό της και τα εγγονάκια της. Τέλος έφτιαξε και λίγο ταραμά λευκό αλλά και την αγαπημένη της πονηρή σαλτσούλα κηπουρού που όποτε ευκαιρούσε έφτιαχνε καθότι και λίγο λιπαρή. Στο πλάι όλων αυτών των εκλεπτυσμένων και γευστικότατων εδεσμάτων τοποθέτησε και το βιβλίο που διάβαζε πρόσφατα για να εντυπωσιάσει τις φιλεναδούλες της και να αποτελέσει και αφορμή πολλαπλών συζητήσεων. Το βιβλίο ήταν της Μισέλ Ντάναγουεϊ, "Συνταγή Για Γάμο" (The Marriage Recipe).



    O Διευθυντής

    Ο Στράτος Μορταδέλας πήγε αργοπορημένος στην δουλειά του. Μόλις μπήκε χαιρέτησε τους υφιστάμενους του. Κατευθύνθηκε με γοργό βήμα στην γραμματέα του και την ρώτησε αν είχε κανένα επείγον τηλεφώνημα. Μόλις άκουσε την Ρόζυ να του απαντάει αρνητικά μπήκε με φόρα στο γραφείο του.

    - Θα είμαι απασχολημένος, της είπε.

    Ήταν διευθυντής. Μόλις κάθισε σήκωσε το κεφάλι του και χωρίς να το κουνάει έβλεπε κλεφτά με ένοχο βλέμμα όλους τους υφισταμένους του, από την διαχωριστική τζαμαρία. Μονομιάς σηκώθηκε και έκλεισε όλα τα στόρια, για να μην είναι ορατός από τους υφισταμένους του.

    Άνοιξε την τσάντα του, που ήταν γεμάτη συμπληρωμένα έγγραφα και έβγαλε ένα αντικείμενο τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο. Το άνοιξε και αποκαλύφτηκε ένα διπλό χάμπουργκερ με λιωμένο κασέρι, μαρούλι και μπέικον. Το έπιασε με τα δυο του χέρια και το έφερε στο ύψος του κεφαλιού του, ανοίγοντας διάπλατα το στόμα του, αφού πρώτα το απόλαυσε οπτικά, αρπάζοντας την πρώτη του μπουκιά.

    Η Ρόζυ πήγε να ενημερώσει τον κ. Μορταδέλα για το ραντεβού που είχε με έναν παλιό πελάτη. Εισέβαλε στο γραφείο και αντίκρισε τον κ. Μορταδέλα να μασουλάει με μπουκωμένο το στόμα ένα διπλό χάμπουργκερ, ενώ τα ζουμιά και η κέτσαπ έτρεχαν από το πηγούνι του.

    - Ααααα… Μα τι κάνετε?
    - Αού ου εί^α, εί αι αακολημένος



    H Άποψη


    Η Σαμπρίνα κατευθήνθηκε προς το μπωλ στο οποίο είχε νερό που έβαλε η αφεντικίνα της το προηγούμενο βράδυ, δίπλα στο μπωλ με το ξεραμένο αλλά όχι χαλασμένο φαγητό. Η χθεσινή νύχτα ήταν ατελείωτη για αυτήν και την αφεντικίνα της. Η ιδιοκτησία έχει άλλο νόημα σκέφτηκε όταν η ισοσκελής αντιμετώπιση της κοινωνικής ευαισθησίας αντιμετωπίζεται με συναισθηματικό σαδισμό απέναντί της. Η ίδια δεν φαντάζονταν πως αποτελούσε ιδιόκτηση τέτοιου βαθμού σε άτομο που επεξεργάζονταν το συναίσθημα της ολοκλήρωσης αλλά και της ανάγκης για ασφάλεια με τέτοιο τρόπο.

    Θυμήθηκε πως με το λουρί που φορούσε και να απομακρυνόταν είχε πάνω της το όνομά της και ο οποιοσδήποτε θα την γνώριζε, γεγονός που την έκανε να νοιώθει γυμνή απέναντι σε κάθε εξώτερη επαφή που ενδεχομένως να της δημιουργούσε και ανάλογο ερέθισμα.

    Η τροφή της αν και από πολλές απόψεις ολοκληρωμένη, πάντα την άφηνε ακόρεστη, μάλλον "έτσι είναι τα πράγματα χρυσή μου", σκέφτηκε καταβροχθίζοντάς την χωρίς ενδοιασμό, όσο κι αν δυσκολευόταν να πιστέψει την πραγματικότητα που υπoχρεώθηκε να διεκπερεώσει.

    Παρατήρησε την αφεντικίνα της που διάβαζε πολλά βιβλία και ένα από τα πιο αγαπημένα της ήταν το "Οι Πύλες Της Φωτιάς" του Στήβεν Πρέσσφιλντ. Πήγε και στάθηκε στα πόδια της, νιώθοντας την βαθιά ανάγκη να νιώσει ηρεμία και γαλήνη όσο πιο πλησιέστερα γινόταν σ' αυτήν.



    Το Κρεοπωλείο

    Ο Επαμεινώνδας έβγαλε το καπέλο του και κοίταξε τον Λάμπρο που με τον μπαλτά έκοβε το κρέας στο στρόγγυλο χασάπικο ξύλινο τραπέζι.

    - Καλημερούδια, αγαπητέ συνάνθρωπε κ. Λάμπρο, είπε με ένα ευχάριστο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο.
    - Τι χαμπάρια, ρε Νόντα? Που σαι χαμένος τόσο καιρό? Απάντησε με τρανταχτή και μόρτικια φωνή ο χασάπης.
    - Διάβαζα ένα υπέροχο λογοτεχνικό μυθιστόρημα που αφορά την ζωή μιας υστερικής γυναίκας που δεν μπορεί να ηρεμήσει, σχεδόν καθόλου.
    - Ρε συ ρε Νόντα? Ξέρεις καννά γκομενάκι που να μην την πιάνουν τα υστερικά της? Άμα έχει και περίοδο, ακόμα χειρότερα. Ήρωες είμαστε Νόνταααααα, αλλά ποιος μας δίνει σημασία. Τέλος πάντων. Τι να σε βάλω?
    - Λίγο σπαλονουά και μερικές φετούλες μοσχαρίσιο φιλέτο, απʼ το καλό όμως. Έχει η γυναίκα μου τα συμπεθέρια και θέλει να εντυπωσιάσει, αφού τις ξέρεις τώρα τις γυναίκες.
    - Ναι ρε μη μασάς, το σάπιο το χω για τις ταβέρνες, έβαλα και μπαχάρια να μην με πάρουν πρέφα. Που σαι, μην πας να φας στα «αδέρφια», στους «γαμπρούς» και ειδικά στην «χασαποταβέρνα του Βαγγέλη». Κι αν πας, μην παραγγείλεις κρέας, δεν στο προτείνω.
    - Δεν τρώω ποτέ έξω Λάμπρο, σιχαίνομαι, αλλά και πέραν τούτου, αν το μάθει η Αγγέλα θα μου βάλει τις φωνές.
    - Μη μασάς ρε καρδάσι, όλοι αμαρτωλοί είμαστε…



    H Tαβέρνα

    - Βαγγέλη! Που σαι αγορίνα μου?
    - Ωωωωω, καλώς τα παιδιά! Που σαι ρε Μήτσο? Μου έφερες και την οικογένειά σου?
    - Ναι ρε φιλαράκι, να ούμε, να φάμε να γουστάρουμε δικέ μου. Λίγο κρέας πια. Αρακά, φασολάκια και ρύζι, η Χαρύκλεια δεν καταλαβαίνει, όλο υγιεινές αηδίες με βάζει να τρώω. Άντε να ούμε ρε φιλάρα, να ούμε!
    - Αγόρι μου, καλύτερο κρέας δεν θα ξαναφάς. Ρώτα όποιον γουστάρεις, να δεις τι θα σου πούνε!
    - Βάλε σουβλάκια, βάλε κοντοσούβλι, βάλε μπιφτέκια, ελασωνίτικο, γιαννιώτικο, βάλε πράγμα ρε παιδί μου… Πεινάμε!
    - Αράξτε και θα σας βάλω.



    Η Επιστροφή

    Mόλις απολαύσαν το φαγητό τους κατά τον γυρισμό τους ο Μήτσος και η Χαρύκλεια αποφασίσανε να παίξουνε το αγαπημένο τους παιχνίδι. Πατέρας με γιο εναντίον μαμά και κόρη. Όποιος έβλεπε πρώτος τις περισσότερες ταμπέλες κέρδιζε. Η Χαρύκλεια ήταν λίγο αρνητική γιατί ήθελε να διαβάσει το βιβλίο «Το Μυστικό Της Μακροζωίας» του Σωτήρη Σώγαμπρου (εκδόσεις Στομάχι), παρά ταύτα την έπεισε ο Μήτσος.

    Οι άντρες φαινόντουσαν να χάνουν, όταν ξαφνικά ο Μήτσος άναψε για λίγο τα φώτα alarm και σταμάτησε στο πλάι.

    - Τι έγινε ρε Μήτσο, επειδή χάνουμε προσπαθούμε τώρα να κάνουμε κόλπα? Είπε η Χαρύκλεια γελώντας.
    - Όχι ρε συ, απλά νιώθω μια καούρα, να ούμε. Στο στομάχι.
    - Που?
    - Μαμά?
    - Λέγε…
    - Πονάει η κοιλιά μου.
    - Κι εμένα, μαμά…
    - Ωωωωχχχ, ωωωωωωχχχχχχ…
    - Τι έπαθες Μήτσο?
    - ΩΩΩΩωωωωωωωωωωωωαααααααΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑαααα(τσιριχτομπάσαντρικήσπαρταριστή φωνή)ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑααααΑΑαααΑΑΑααααΑΑΑΑΑα…..
    - Μήτσο έγινες πράσινος!!! Λες να έφταιγε το τσίπουρο?
    - ΧαλύλειααααΑΑΑΑΑααααΑΑΑαααΑΑ, έγαλεθ τλίχεθ θτο πόθωπό θουαααΑΑΑΑΑαααΑΑΑααααααα
    - Ααααχ! Τα παιδιά άρχισαν να λιώνουν! Εξατμίζονται… Ουάάάααααααααααααααα. Μήτσο! Η γλώσσα μου! Άρχιε α εκαφανιε αι. Ααααααα εν εω γώαααααα…
    - Το μπουθτη το Μαζέλη. Είπε και ξεψύχησε αμέσως μετά την σύζυγό του.




    Η Ανάκριση

    Ο Υπαστυνόμος εξέταζε με το βλέμμα του την Αμαλία. Ήταν μια εξωφρενικά όμορφη γυναίκα, με τύπο, δυναμισμό και πολύ έντονο σεξαπίλ που τον ερέθιζε υπερβολικά και τον υποχρέωνε να την φαντασιώνεται στα τέσσερα και να την γαμάει από πίσω, τραβώντας της με το ένα χέρι που και που τα μαλλιά. Αναγκάστηκε να βάλει το χέρι του στην τσέπη, για να συμμαζέψει τον ορθωμένο ανδρικό επιβήτορα που πάλευε να δηλώσει ισχυρό ανάστημα.

    Με πολύ σέξι, βραχνιασμένη φωνή και υποκριτικά κάπως σπαστά ελληνικά για να τονιστεί η αριστοκρατική της καταγωγή, πήρε το θάρρος και είπε:

    - Πέρασα με πράσινο. Δεν έκανα κάτι κακό.
    - Κυρία μου, μάλλον με κοροϊδεύετε, είπε σοκαρισμένος ο Υπαστυνόμος. Ένας ηλικιωμένος κύριος πέθανε, επειδή δεν πατήσατε φρένο, αλλά και δεν σταματήσατε καθόλου να δείτε μήπως έπαθε τίποτα. Και τελικά ο άμοιρος πέθανε!
    - Αφού ήταν πράσινο.
    - Δεν ντρέπεστε και μόνο που το λέτε?
    - Γέρος ήταν έτσι κι αλλιώς, τι σήμερα τι αύριο.
    - Κυρία μου, θα μπείτε φυλακή γι αυτό που κάνετε, αλλά με αυτά που λέτε, πάτε και για ισόβια.

    Η Αμαλία σκέφτηκε για λίγο όταν ξαναπήρε με περισσότερη αυτοπεποίθηση το λόγο και απάντησε:

    - Δεν μπορεί να μην υπάρχει κάποιος τρόπος, κύριε Υπαστυνόμε, για να βρούμε κάποια λύση!
    - …!


    H Έξοδος


    Μετά από περίπου πέντε ώρες βγήκαν από το ανακριτήριο ο κύριος Υπαστυνόμος μαζί με τον κύριο Ανθυπαστυνόμο, γυμνοί στα τέσσερα φορώντας μόνο τις γραβάτες τους, τις οποίες χρησιμοποιούσε σαν λουρί για να σέρνει και τους δυο. Ο κύριος Υπαστυνόμος, μπροστά με την γλώσσα του να γλύφει, σαν να προσπαθεί να τρυπήσει τις κατάμαυρες δερμάτινες μπότες της, αλλά ξαφνικά, ο κύριος Ανθυπαστυνόμος από πίσω φώναξε:

    - Κυρία, με παραμελήτε...
    - Δεν σε παραμελώ καθόλου, έχεις δύο ολόδικά σου τακούνια για να γλύψεις.
    - Ευχαριστώ Κυρία, είστε πολύ φιλεύσπλαχνη, σλουρπ, σλατς, γλουρπ!

    Η Αμαλία, είπε και πάλι στον Υπαστυνόμο μπροστά:

    - Έχω και πολλές κλήσεις τις οποίες σιγά μην πλήρωνα...
    - Θεωρήστε τις κλήσεις σας σβησμένες, Κυρία. Ο νόμος είναι νόμος, αλλά οι μπότες σας έχουν υπέροχη γεύση και αίσθηση.



    Οι Νιόπαντροι


    O Μηνάς και η Νατάσσα παντρευτήκαν από συμφέρον. Ο Μηνάς ήθελε να μπορεί να ελέγχει τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις του πατέρα της Νατάσσας και η Νατάσσα ανέκαθεν συγκινούνταν από άντρες που χρησιμοποιούσαν τα επικοινωνιακά χαρακτηριστικά και ήταν δημοφιλείς στις παρέες των κολεγιόπαιδων. Της άρεσε πολύ ο τρόπος που μείωνε τους άλλους και που όποιος ήθελε να εκφράσει την γνώμη του ο Μηνάς στην αρχή τον παρότρυνε και στην συνέχεια τον ξευτέλιζε. Και οι δυο ήταν απόφοιτοι του γνωστού Αμερικανικού Κολεγίου με συμμετοχή στο σύλλογο αποφοίτων. Δεν άφηναν ποτέ δεξιώσεις και ρεβεγιόν χωρίς να εμφανιστούν, το μόνο που τους απασχολούσε ήταν να βρίσκονται πάντα στο κέντρο του φακού.

    Ο Μηνάς είχε ένα κουσούρι. Του άρεζε να κλειδώνεται στο μπάνιο μετά τα μεσάνυχτα και να ανοίγει διάλογο με τα γεννητικά του όργανα, γεγονός που της Νατάσσας της φαινόταν χυδαίο και αποκρουστικά φρικαλέο. Το δε απαρατήρητο στην συνείδηση της Νατάσσας, ήταν την νύχτα του γάμου τους που κρυφάκουσε τον Μηνά να μιλάει στα γεννητικά του όργανα, ακόμα και ονομαστικά. Τον δεξί του όρχη φώναζε «κοντό», το πέος του «ψηλό» και τον αριστερό του όρχη, αποκαλούσε «Σύλβια». «Η αλήθεια είναι πως πολλά γατουλίνια, απόφοιτοι αμερικανικού κολλεγίου συχνά μιλάνε στα γεννητικά τους όργανα», σκέφτηκε και συγχρόνως θυμήθηκε πως κάτι ανάλογο είχε ακούσει από μια μακρινή συγγενή της που το ίδιο πρόβλημα είχε και ο άντρας της.


    Η Νατάσσα αγαπούσε το HRV Honda, δώρο του μπαμπά, που οδηγούσε και την ενοχλούσε που ο Μηνάς το έπαιρνε τα σαββατοκύριακα για να το κάνει μόστρα στις γκόμενες με τις οποίες πηδιόταν κρυφά σε πανάκριβα ξενοδοχεία. Όχι πως και η Νατάσσα στεναχωριόταν ιδιαίτερα, το ανάποδο, γιατί η Νατάσσα αδυνατούσε να έρθει σε οργασμό και το σεξ της φαινόταν σαν μια επίπονη διαδικασία απώλειας ελεύθερου χρόνου. Την ώρα του σεξ έκλεινε τα μάτια της και προσπαθούσε με το σφιγμένο και (κατά βάθος) αηδιασμένο βλέμμα της (εκτός κι αν κατάφερνε να το κρύψει) να ξεφύγει στην σκέψη της και να φανταστεί άσχετα πράγματα που δεν είχαν να κάνουν με το πέος του Μηνά που μπαινόβγαινε μέσα της και το καυτό του χνώτο. Απλά γινόταν λίγο ρεζίλι που την κεράτωνε ο σύζυγος με προκλητικό τρόπο μπροστά σε γνωστούς και μη, σε κοινούς χώρους συγκεντρώσεων, που τα μάθαινε λίγες μέρες αργότερα από τις φίλες της, όταν εκμυστηρεύονταν τα κουτσομπολίστικα μυστικά τους.


    Ο Μηνάς οδηγούσε Jaguar, δώρο του πεθερού του, από την ημέρα του γάμου. Ήταν το αγαπημένου το αμάξι. Μπλε electric Jaguar, με ανοιχτά δερμάτινα καθίσματα. Είχε και οθόνη για να βλέπει τηλεόραση και τσόντες κρυφές με λεσβιακά και πισωκολλητά που η σύζυγός του η Νατάσσα, ούτε κατά διάνυαν να σκεφτεί να κάνει τέτοια. Η Νατάσσα συμπλήρωνε καρέ για Κανάστα και Κουν καν, ενώ ο Μηνάς έπαιζε τέννις και παρακολουθούσε τον βάζελο στο μπάσκετ. Το ποδόσφαιρο το θεωρούσε μπανάλ κι ότι με το συγκεκριμένο άθλημα ασχολούνται μόνο οι κάγκουρες και οι φτωχομπινέδες μικροαστοί. Ο Μηνάς όταν η Νατάσσα του μιλούσε για τα προσωπικά της προβλήματα που στηρίζονταν από κουτσομπολιά που μάθαινε από τις φίλες της αηδίαζε και προσπαθούσε με εύλογο τρόπο να αποφύγει. Η αλήθεια είναι πως είχε δίκιο, όπως πολλοί γνωστοί και συγγενείς εκμυστηρεύτηκαν στον Μηνά. Το τι μπορεί η Νατάσσα να άκουγε από φαντασιόπληκτες φίλες της δεν αφορούσε τον Μηνά. Το πρόβλημα ήταν της Νατάσσας που έδινε σημασία σε ανούσιες συζητήσεις, όπως θεωρούσε σωστά ο Μηνάς.


    Το όνειρο του Μηνά ήταν να μπορέσει να ξεφορτωθεί την Νατάσσα μόλις πεθάνει ο πεθερός του χωρίς όμως αυτή να μπορεί να διεκδικήσει τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Εξάλλου, η Νατάσσα ήταν πολύ καλή στην κανάστα και στον τρόπο που παραπονιόταν για τις πληροφορίες που μάθαινε από τις φίλες της. Σε όλα τα υπόλοιπα ήταν άχρηστη, κοκκίνιζε και έβαζε τα κλάματα. Είχε και ένα θηλυκό μαλτέζ που το φώναζε Φίφι, με ροζ φωσφοριζέ πλεξούδα μπροστά από το αριστερό αυτί. Ο Μηνάς δεν έβλεπε την στιγμή να δώσει μια γερή κλωτσιά στην Φίφι για να διαπιστώσει αν μπορεί να το στείλει έξω από τον περιμετρικό φράκτη της έπαυλης που έμενε.


    Μία μέρα ο πεθερός του επισκέφθηκε τους νιόπαντρους και έκανε δώρο το βιβλίο του συγγραφέα Φρέντερικ Φόρσαϊθ με τον τίτλο «Η Λύση Του Διαβόλου» στον γαμπρό του κι ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια στην κόρη του, της οποίας όμως δεν της άρεσαν τελικά κι επέμεινε στον πατέρα της να πάει να της τα αλλάξει με ένα άλλο ακριβότερο ζευγάρι σκουλαρίκια. Ο Μηνάς δεν υπήρχε περίπτωση να διαβάσει αυτήν την βιβλιάρα*, ήθελε μόνο να βλέπει την πανάθα, να βαράει κέρατα την Νατάσσα, να κάνει φιγούρα σαν καθαρόαιμος τέντυ-μπόυ και να επιβεβαιώνεται διαρκώς σε συζητήσεις περιαυτολόγησης. Το θεωρούσε μαγκιά κι επιβολή εξουσίας το να μιλάει για τον εαυτό του. Μόλις διαπίστωνε πως κάποιος είχε περισσότερες αρετές από αυτόν, πάλευε με όλα τα δυνατά μέσα για να τον παρουσιάσει ως μη σοβαροφανή και μη αξιόλογο άτομο. Ο πεθερός λάτρευε πολύ τον Μηνά. Τον θεωρούσε «δικό του παιδί». Ο Μηνάς αγαπούσε μόνο την πάρτη του. Η Νατάσσα αγαπούσε την Φίφη.



    * Ένα βαρύ κι ασήκωτο βιβλίο – Απλά κάνω μόστρα



    Ο Επιστήμονας

    Ο Δρ. Επιστήμων εισήλθε στο χώρο του εργαστηρίου φορώντας τα χέρια στις τσέπες της κατάλευκης ιατρικής ποδιάς του γεμάτος ανυπομονησία που διαγραφόταν στο βλέμμα του και στον τρόπο που εισέπνεε το οξυγόνο κουνώντας το κεφάλι σπασμωδικά εκατέρωθεν των δύο πλευρών. Μπήκε στο εργαστήριο με τα πειραματόζωα ανάβοντας την λάμπα φθορίου που τρεμόπαιξε για λίγα δευτερόλεπτα και μετά σταθεροποιήθηκε. Άρχισε να παρατηρεί τα ευρήματά του σε ψηφιακή ανάλυση για να διαγνώσει τα απαραίτητα συμπεράσματα που ήταν αναγκαία. Ο Δρ. Επιστήμων ασπρομάλλης γεμάτος μούσια και μαλλιά πεταχτά, αναπόλησε:

    - Αμοιβάδες μου, επέστρεψα! Mε γυρέψατε, έμαθα.

    Τα χάμστερ και οι αρουραίοι άρχισαν όλα μαζί μονομιάς να σκούζουν σαν να παρακαλάνε για απελευθέρωση και εξιλέωση. Ο Δρ. Επιστήμων κοίταξε ευθεία και είδε το πολυαγαπημένο του καλυμμένο με τραπεζομάντηλο κλουβί τέρμα στο σκοτάδι. Έφτασε κοντά και το ακούμπησε, όταν άξαφνα ένιωσε ένα δυνατό συναίσθημα που τον υποχρέωσε να κλείσει τα μάτια του και να χαμογελάσει παιδικά.

    Γύρισε στο πλάι και με τρυφερό και αθώο χαμόγελο κοίταξε το παλιό του ραδιοκασετόφωνο με το κλασσικό γκρι χρώμα και το στρόγγυλο μοναδικό ηχείο. Γύρισε στο Radio mode και άκουσε στα fm … χχχχχκρρρρλλλλλ… «νρλαντνννοοοοοοο καιρός θα επιδεινωθεί στις επόμενες μέρες και θα κατέβει στουςρρρρρρρλλλρρρρχχχχσσσσσσσς…» άλλαξε τα fm αναζητώντας ένα σταθμό που να κεντρίζει το ενδιαφέρον του. Γυρνούσε την βελόνα μέχρι που έφτασε στο σημείο που άκουσε «Το Υπουργείο Οικονομικών εξήγγειλε νέους δασμούς στην εισαγωγή τωντζμπφφφφφφφφρρρζζζζκκρρρρρρλλλρρρρρανέκαθεν θεωρούσα πως οι άντρες κατά βάθος θέλουν να υποταχθούν σε γυναικρρρρρλρρρρρχσσσσσς σʼαγαπάω κοίτα, μπροστά σου λιωνρρρρρρρρσσσσσσσσσλυ θα ήθελα να έχω ένα κομμάτι από την ελευθερία σου ρε φίλρρρουακκρρρρρρρρρκουααρρρρρρτη σαχλαμάρα της υποτείνουσας εφάπτεται της υποχθόνιας ευθείας που σαχλοί καχύποπτοι άνθρωποι πρσπρλλρλρρρρρρρρρρκι αυτή λοιπόν είναι η φουρνοτοστιέρα μικροκυμάτων που σας προσφέρουμε άμεσα στην τιμή των εξακοσίτρρρχχχχχχχχχχχσσσσσσσσσδεκα κι ούτε ένα τηλεφώνημα», για μια στιγμή ένιωσε ένα συναίσθημα να τον αγκαλιάζει παρά ταύτα συνέχισε, «χχχχσσσσσσσσσπε τοʼ πε το ʼπε ο παπαγάλος, πως την αγαπάει άλλος, το ʽπε το ʽπε ο παπαγάλος». Έκλεισε το ράδιο και έστρεψε πάλι το βλέμμα του στο καλυμμένο κλουβί και τράβηξε με δύναμη το τραπεζομάντηλο ψηλά, αφήνοντάς το να πέσει από πίσω του.

    Στο εσωτερικό ένα κομμάτι άμμος που την έβλεπε με ενθουσιασμό και απόλαυση και ψιθύρισε. "Εσύ θα είσαι η αιτία που θα φύγω από δω. Εσύ θα είσαι το θαύμα που ψάχνω όλη μου τη ζωή. Επιτέλους, θα μπορώ να κάνω σερφ στην Χαβάη, σκι στην Αυστρία, θα παίζω πόλο στην Σκωτία, θα παντρευτώ την Μις Ρωσία ή την Μις Μολδαβία. Θα γίνω και το πρώτο «τσακαλάκι», μου χε χε… "

    Φόρεσε τα μαύρα γυαλιά του έκλεισε τα φώτα και μονομιάς ανέβασε την ηλεκτρική «Βάνα»! Ηλεκτρόδια περνούσαν από σωλήνες και καλώδια με στόχο την άμμο. «Τσακαλάκι, τσακαλάκι, τσακαλάκι…» σιγοψιθύριζε σχεδόν από μέσα του, ώσπου άρχισαν να του τρέχουν τα σάλια και σαν υστερικός ουρλιοκοπούσε «Τα Κατάφερα, Ουρλιάουουου…» Η άμμος άρχισε να εξατμίζεται, μέχρι που τελικά εξαφανίστηκε.

    Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα εκτύπωσε τις αναλύσεις της δουλειάς του έτοιμος για να παρουσιάσει τα αποτελέσματα στους εργοδότες που χρηματοδοτούσαν την έρευνα που έκανε. Μόλις βγήκε από το εργαστήριο του ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά στον διάδρομο προς τα πάνω.



    Ο Αράπης

    Με λένε «Αράπη». Όλοι με αγαπούν πολύ επειδή είμαι ζηλιάρης και πρόσχαρος. Είμαι ένα κατάμαυρο και κατραμίσιο αρσενικό Γκρέυχαουντ (Greyhound) με μακριά και δυνατή ουρά. Ανήκω σε μια πολύ καλή οικογένεια με μια καλή εργαζόμενη Μαμά που μου έχει φτιάξει και δικό μου σπιτάκι, ακριβώς δίπλα στην πόρτα, δίπλα στην μεταλλική κούπα από που πίνω το νερό μου. Ευτυχώς ποτέ δεν με δέσανε, όπως ο καλός μου φίλος, ο Μαξ από απέναντι, ένα καφετί μπόξερ, που μερικές φορές τον δένουν. Απεναντίας, εγώ έχω την δική μου ελευθερία και τα παιδιά της μαμάς με λατρεύουν. Ο μπαμπάς δεν υπάρχει, μάλλον πέθανε πριν γεννηθώ εγώ. Είμαι σχεδόν ενός έτους. Είμαι ένα καλό σκυλί!

    Κάθε μέρα κατά τις δύο, περίπου μισή ώρα πριν να με ταΐσει η μαμά Αφεντικίνα μου ρίχνω τα πρώτα Γαβ στους περαστικούς για να «Της» υπενθυμίσω πως είναι ώρα να έρθει να πάρει το πιάτο μου και να το γεμίσει με τα απαραίτητα καταβροχθίσιμα φαγώσιμα, ψωμί, κονσέρβα, πεντανόστιμα αποφάγια, ξηρά τροφή και το πολυαγαπημένο μου κόκκαλο που θα απολαύσω στην χώνεψη, όλα αυτά φυσικά με μπόλικο άσπρο φρέσκο γάλα. Σλουρπ, μιαμ, το σκέφτομαι και ξαναπεινάω! Όσο περνάει η ώρα τα Γαβ γίνονται όλο και περισσότερα. Από την στιγμή που εμφανίζεται η Αφεντικίνα μου για να πάρει μέσα το πιάτο οι υπηρεσίες μου ενισχύονται. Σκαρφαλώνω με τα μπροστινά μου πόδια στα κάγκελα και μοιράζω γενναιόδωρα λυσσασμένα Γαβ σε περαστικούς και μη, ακόμη και στον Μαξ για να αποδείξω πως το αξίζω το πιάτο που περιμένω και μάλιστα αδημονώ να βάλει λίγο παραπάνω τροφή.

    Γαβ!



    Το Δείπνο

    Τα δύο ποτήρια στέκονταν άδεια στον μεταλλικό δίσκο, δίπλα στο μπουκάλι με κόκκινο κρασί. Το γκαρσόν έπιασε τον δίσκο και τον μετέφερε όπου διεσχίζοντας το μισό της αίθουσας έφτασε στο τραπέζι που καθόταν το ζευγάρι δίπλα στο πιάνο. O σερβιτόρος πρόσφερε ελάχιστο κρασί περιμένοντας την καταφατική κίνηση για να γεμίσει τα ποτήρια. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, αφού δοκιμάσανε τις αλοιφές από ελιά και βούτηρο, κατέφθασαν και τα εκλεκτά πιάτα. Το φαγητό τους ήταν εσκαλόπ με μανιτάρια (Αυτός) και λιγκουίνι με βασιλικό (Αυτή). Η σαλάτα στο κέντρο ήταν ρόκα με λιαστή ντομάτα, μικρά κομματάκια από κεφαλοτύρι και ρόδι.

    Αυτός λεγόταν Μαρσώ και Αυτή ονομαζόταν Ρενώ. Ο Μαρσώ δεν ασχολούνταν πολύ με το φαγητό του. Ήθελε να έρθει η στιγμή της εκτόνωσης. Η Ρενώ προσπαθούσε να περάσει (με τον τρόπο της φυσικά) πως ήταν γυναίκα που δεν ανέχονταν την αίσθηση της υποτίμησης και του υποβιβασμού. Ο Μαρσώ από την πλευρά του σκεφτόταν από μέσα του «ξέρω καλά τι πουτανάρα είσαι για αυτό και θα σε περιποιηθώ καλά αργότερα». Γκριζομάλλης και σαραντάρης, υπερβολικά ελκυστικός με αυταρχικό στυλ. Η Ρενώ ήταν τριανταπέντε με καστανά μαλλιά και χρυσαφένιες ανταύγειες και εκθαμβωτικά πράσινα μάτια, «πραγματική κυρία», με την πλήρη κυριολεξία του κανόνα.

    Ο Μαρσώ αναπόλησε το παρελθόν, τα παλιά χρόνια που το Ίντερνετ ήταν απλώς μια αισιόδοξη φανταστική άποψη που την λέγανε συνήθως οι απαξιωμένοι σπαστικοί φαφλατάδες των παρεών, συνδυάζοντας το με γλυκανάλατα, κακόγουστα και χυδαία αστεία.

    «Σήμερα η κατάσταση έχει ξεφύγει. Γνώρισα έναν τύπο πριν δύο χρόνια που έγραφε φετιχιστικές ιστορίες στο Ίντερνετ για να καυλώσει τους αναγνώστες του και τα απογεύματα έβγαζε την γυναίκα του στο κλαρί, για να τα τσακώσει. Ο πούστης είχε και σχέδιο για να πλησιάσει τις τσέπες αυτών που το πρόβλημά τους ήταν σχεδόν άλυτο».

    ***

    Μετά το δείπνο ανέβηκαν στην σουίτα που είχε κλείσει ο Μαρσώ. Η Ρενώ τον είχε ενημερώσει πως στο σεξ ήθελε αυτή να έχει το πάνω χέρι. Επίσης τον ενημέρωσε πως είχε υποτακτικούς στο πλάι της με τους οποίους όμως δεν έκανε σεξ. Ο Μαρσώ απεχθάνονταν όλες αυτές τις σαχλές ανωμαλίες, ένας τρόπος ζωής κάπως σιχαμένος. Ήθελε απλά να την ξεκολιάσει και να τελειώσει στα μούτρα της όπως κάθε φυσιολογικός άντρας. Μυστικά η Ρενώ του εκμυστηρεύτηκε πως κι αυτή μόνο έτσι ενθουσιαζόταν σεξουαλικά, αλλά η εγκεφαλική υποκρισία την επιβεβαίωνε, καθώς επίσης ήταν πολύ πρακτικό και εργονομικό για μια γυναίκα που δεν σκοπεύει να εργαστεί πραγματικά.

    Μετά το σεξ αυτός έκανε ένα καυτό ντους. Της πρόσφερε έρωτα. Μετά την γάμησε από πίσω και τελείωσε στο στόμα της όπως ήθελε. Αυτή έμεινε μόνη της να αυνανίζεται παρακαλώντας τον να συνεχίσει αλλά αυτός ήθελε να μπει για μπάνιο, να πλυθεί, να καθαριστεί. Όταν βγήκε την είδε λερωμένη να τον κοιτάει σαν τυπική γυναίκα. Άρχισε να ντύνεται, όταν μηχανικά ύψωσε το βλέμμα του και της είπε:

    «Το ζεστό νερό τελείωσε, θα πρέπει να περιμένεις για να ζεσταθεί. Φεύγω, καληνύχτα!»


     

    Να κι ένα ωραίο τραγουδάκι:

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  2. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Aπο τα καλύτερα που έχω διαβάσει εδώ, αστείο, έξυπνο και sexy. Θα μπορούσε να το είχε σκηνοθετήσει ολόκληρο ένας Ευρωπαίος Woody Allen.

    Συγχαρητήρια, φίλτατε.
     
  3. savra

    savra Guest

  4. kiss_me

    kiss_me Regular Member

    καταπληκτικά!
    θα συμφωνησω με το σχόλιο του DocHeart.
     
  5. MindMaster

    MindMaster Contributor

    Απάντηση: Ιστοριούλες

    Very nice, indeed...  


    Όμως έχω μιάν αμυδρή αίσθηση πως κάποιες από τις ιστορίες τις έχω ξαναδιαβάσει.
    Τις έχεις αναρτημένες μήπως και σε άλλο φόρουμ, αγαπητέ savra;



     
  6. Elysium

    Elysium Contributor




    χαχαχαχααχα Θεϊκό