Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

"Teach the Teacher" (ένα διήγημα).

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος MindMaster, στις 16 Ιουνίου 2009.

  1. MindMaster

    MindMaster Contributor

    "Teach the Teacher"

    (Το F.)


    Part I

    Έσφιξε τα χείλη της γιά να στρώσει σωστά το κραγιόν, έσκυψε ελάχιστα κοντύτερα στον καθρέφτη γιά να ελέγξει την τελειότητα του αποτελέσματος, κι έπειτα έκανε δυό βήματα πίσω γιά να ρίξει μιά τελευταία ματιά στο σύνολο... Έκανε μισή στροφή δεξιά κι άλλη μισή αριστερά γιά να σιγουρευτεί γιά τα προφίλ της, περιστρεφόμενη κεφάτα πάνω στις μύτες των ψηλοτάκουνων, πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα μακρυά μαύρα μαλλιά της, διαπιστώνοντας πως το να τους δώσει λίγον όγκο ήταν η μόνη βελτιωτική κίνηση που πιθανώς χρειαζόταν, και χαμογέλασε ασυναίσθητα, ικανοποιημένη...

    Το χαμόγελο ήταν ασυναίσθητο, αλλά το ημερολόγιο στον απέναντι τοίχο όπου τυχαία έπεσε η ματιά της, την έκανε ξαφνικά να συνειδητοποιήσει κάτι που –ηθελημένα ίσως- της διέφευγε –ή το απέφευγε;- εδώ και λίγες εβδομάδες: Ήταν Τρίτη απόγευμα, και ήταν και πάλι –όπως και κάθε Τρίτη και Πέμπτη τον τελευταίο καιρό- ντυμένη, στολισμένη, βαμμένη «στην τρίχα», γιά να πάει στο φροντιστήριο. Και όχι πως πήγαινε ποτέ αφρόντιστη, αλλά, σκέφτηκε, ποτέ δεν ήταν τόσο στην τρίχα, τις Δευτέρες, Τετάρτες και Παρασκευές...

    Τώρα που είχε διαβεί το κατώφλι αυτής της σκέψης, τα υπόλοιπα έρχονταν πιό εύκολα... Ναι, ήταν αλήθεια, πως κάθε Τρίτη και Πέμπτη πήγαινε γιά μάθημα με μιά διάθεση τελείως διαφορετική απ’ ότι τις άλλες μέρες. Την Τρίτη και την Πέμπτη –τις μέρες που ερχόταν γιά μάθημα ο κύριος Θ.- πήγαινε να διδάξει, με το μυαλό της όχι τόσο στο μάθημα, όσο στο φλερτ...

    Ένα φλερτ βεβαίως, που όσο κι αν –το παραδέχτηκε πιά- ήθελε να υπάρχει και νόμιζε πως υπήρχε, δεν μπορούσε να είναι απόλυτα σίγουρη πως όντως υπήρχε, από τη δική του πλευρά... Φυσικά, αν κι από τη δική του πλευρά γινόταν, αλλά ήταν τόσο πολύ διακριτικό όπως γινόταν από την ίδια, μπορεί να τους έπαιρνε καιρό μέχρι να καταλάβουν και οι δυό... Του είχε όμως εμπιστοσύνη –σκέφτηκε, τώρα που είχε αποφασίσει πιά να είναι λιγότερο διακριτική, με τον εαυτό της τουλάχιστον- πως θα έβλεπε και θ’ άκουγε και θ’ αντιλαμβανόταν τα στοιχεία που –όπως τώρα πιά καταλάβαινε- του έδινε τόσο καιρό, τα λεπτά πλην σαφή σε ένα έμπειρο μάτι υπονοούμενα των ντυσιμάτων, των στολισμάτων, των κινήσεων, των βλεμμάτων, της εναλλαγής τόνων στη φωνή της...

    Κάτι τέτοια, ανάλογα, ήταν κι αυτά που πίστευε πως διαπίστωνε κι εκείνη: Μιά ηλεκτρική εκκένωση που νόμισε πως είδε να τους διαπερνά και τους δύο την πρώτη φορά που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους το πρώτο βράδυ που εμφανίσθηκε στην τάξη της, το υπομειδίαμα που αδιάκοπα ήταν καρφωμένο στο πρόσωπό του καθώς την παρακολουθούσε να παραδίδει το μάθημα στην τάξη κρεμασμένος –όπως κολακευόταν να πιστεύει- από τα χείλη και τα μάτια της, τα αεικίνητα δικά του μάτια που την παρακολουθούσαν παντού και συνεχώς την ώρα του μαθήματος ή στο διάλειμμα, διακριτικά αλλά απόλυτα σταθερά, προσπαθώντας να ρουφήξουν όπως ένοιωθε την εικόνα του προσώπου και του κορμιού της –φανταζόταν αλήθεια, πως τόσο πολύ που έμοιαζε να την έχει μελετήσει, αν είχε έστω και ελάχιστο ταλέντο, θα μπορούσε να τη ζωγραφίσει με απόλυτη ακρίβεια από μνήμης-, χωρίς να φαίνονται να μένουν σε κανένα σημείο περισσότερο από άλλο, εξεταστικά, θωπευτικά μάλλον, χωρίς όμως ποτέ να γίνονται φορτικά ή χυδαία, καταφέρνοντας να δείχνουν προσοχή, προσήλωση σχεδόν, χωρίς όμως να της δημιουργούν καμμιάν αμηχανία... Ερχόταν πάντα πρώτος στην τάξη, και έφευγε πάντα τελευταίος καθυστερώντας –μα δεν ήταν προφανές;- γιά να πουν μιά-δυό απλές κουβέντες, εκτός μαθήματος, πριν την καληνύχτα, που ερχόταν πάντα μ’ ένα πολύ πλατύ χαμόγελο, που ποτέ δεν είχε μπορέσει να αποφασίσει τί δόση πονηριάς και πρόκλησης και τί δόση στοργής και τρυφερότητας περιέκλεινε...

    Το μόνο σίγουρο ήταν –ναι, μπορούσε να είναι αρκετά σίγουρη- πως δεν του ήταν αδιάφορη, πως δεν την έβλεπε απλά σαν καθηγήτρια, όπως κι εκείνη δεν τον έβλεπε μόνο –γιά να μην πει πως δεν τον έβλεπε καθόλου- σαν μαθητή... Από την πρώτη φορά της είχε κάνει εξαιρετική εντύπωση με τον τρόπο που διακριτικά μεν και χαμηλότονα, με ένα τρόπο απόλυτα οριστικό κι αδιαμφισβήτητο όμως, είχε κυριαρχήσει στο χώρο. Και δεν είχε χαθεί στιγμή αυτή η αίσθηση, δεν είχε χάσει τίποτε από την αρχική της ένταση ως τώρα. Αντιθέτως, από βδομάδα σε βδομάδα κι από μάθημα σε μάθημα, δυνάμωνε...



    Ο Θ. ήταν ήδη στο φροντιστήριο, ένα τέταρτο περίπου νωρίτερα από την ώρα που ήξερε πως εκείνη θα εμφανιζόταν. Στεκόταν με την αριστερή γάμπα σταυρωμένη πάνω από τη δεξιά κνήμη και ακουμπώντας νωχελικά την πλάτη του στον τοίχο, στη πιό απομακρυσμένη άκρη του σαλονιού, με το αριστερό χέρι στην τσέπη του παντελονιού κι ένα αναμένο τσιγάρο στο άλλο χέρι... Δεν κοίταζε ακόμη προς την πόρτα -ήταν νωρίς-, κοίταζε απλανώς ίσια μπροστά, χωρίς να βλέπει στην ουσία τίποτε, προσπαθώντας να αδειάσει το μυαλό του από τα προβλήματα και τις σκέψεις της μέρας, μιά κι ήξερε, πως σε λίγο και το τελευταίο μπάιτ στον σκληρό του εγκεφάλου του, θα του ήταν απόλυτα απαραίτητο. Όχι φυσικά γιά να μπορέσει ν’ αποθηκεύσει την ξένη γλώσσα, γιά την οποία είχε γραφτεί αρχικά στο φροντιστήριο, αλλά γιά να μπορέσει να χωρέσει όσο γινόταν περισσότερα από ’κείνην: Τη μορφή, τη σιλουέττα, τη φωνή, το άρωμά της, τα λόγια της, το χαμόγελό της...

    Ήταν εφηβικό, παιδιάστικο ίσως, και κάτι που δε συνέβαινε καθόλου συχνά, μα έπρεπε να το παραδεχτεί, σκέφτηκε γιά χιλιοστή φορά τις τελευταίες μέρες, σαν είχε πλέον αδειάσει το μυαλό του απ’ όλα τα άσχετα και περιττά. Ήταν τρελλός και παλαβός μαζί της. Δεν τον τραβούσε απλά, δεν την ποθούσε απλά όπως είχε ποθήσει αμέτρητες γυναίκες στη ζωή του, ούτε απλώς πολύ πιό έντονα, όπως είχε ποθήσει λίγες από αυτές, τις καλύτερες... Εδώ και λίγο καιρό, σκέπαζε κάθε άλλη σκέψη στο μυαλό του και εξαφάνιζε κάθε άλλη γυναίκα από τα μάτια του, δεν υπήρχε τίποτε πιό σπουδαίο, πιό ευχάριστο, πιό όμορφο γιά να σκεφτεί, έκανε μέσα του να φυτρώνουνε ασφόδελοι και ορχιδέες, η εικόνα της στο μυαλό του τον ερέθιζε τόσο που αισθανόταν σα δεκαεφτάχρονος, νόμιζε πως αν δεν κατάφερνε να την αρπάξει σύντομα, να τη σφίξει, να τη φιλήσει, να χαθεί μεσ’ στο κορμί της χωρίς άλλη καθυστέρηση θα έσκαγε, αλλά του γένναγε ταυτόχρονα, με τρόπο απίστευτο, και συναισθήματα στοργής και τρυφερότητας, που δεν θυμόταν να τα ’χει νοιώσει επί χρόνια...

    Το σίγουρο ήταν, πως έπρεπε να την αρπάξει... Κι επειδή μαζί της καταλάβαινε πως δεν θα υπήρχαν περιθώρια γιά λάθη, παρανοήσεις και αποτυχημένες δοκιμές, έπρεπε να την αρπάξει έτσι που να μην μπορέσει να ξεφύγει... Βεβαίως, έτσι που σκόπευε να την αρπάξει γιά να ξεκαθαρίσει απ’ την αρχή τα πράγματα, υπήρχε το ενδεχόμενο όχι μόνο να θέλει να ξεφύγει, αλλά να φύγει τρέχοντας. Και πανικόβλητη... Αν ερμήνευε όμως τα σημάδια σωστά –και πίστευε πως σωστά τα διάβαζε- μάλλον δεν είχε λόγους να φοβάται... Η υπόσχεση στο βλέμμα της, η ελαφρή συστολή όταν καμμιά φορά την πίεζε με το δικό του βλέμμα, το έντονο τρέμουλο μερικές φορές στη φωνή της, οι κινήσεις της που έχαναν λιγάκι το συντονισμό και την ακρίβειά τους όταν καμμιά φορά τύχαινε να πλησιάσουν σε απόσταση μικρότερη από το ένα μέτρο, του έλεγαν πως οι ελπίδες του δεν ήταν αβάσιμες...



    Έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο, το ίδιο εκείνο βράδυ. Στις 10 παρά 10 ακριβώς, όπως το είχε κανονίσει, χτύπησε το κινητό του, τη στιγμή που είχε κλείσει μόλις το χαρτοφύλακα με τα βιβλία του. Το τηλεφώνημα φάνηκε πολύ σημαντικό, ίσως κάποιο επαγγελματικό πρόβλημα που είχε προκύψει... Ζήτησε συγγνώμη μ’ ένα βλέμμα, βγήκε στο σαλόνι και τριγύρισε εκεί γιά δυό – τρία λεπτά μιλώντας έντονα, και στη συνέχεια βγήκε και χώθηκε βιαστικά στο ασανσέρ, «ξεχνώντας» το χαρτοφύλακα στην τάξη...

    Η Φ. τον παρακολουθούσε όσο εκείνος πηγαινοερχόταν στο σαλόνι, διαπιστώνοντας με κάποιαν έκπληξη πως όταν ύψωνε τη φωνή του, μιλώντας με ιδιαίτερα αυστηρό τόνο σε όποιον βρισκόταν στην άλλη πλευρά της γραμμής, η καρδιά της χτυπούσε λίγο πιό γρήγορα και τα μάγουλά της ζεσταίνονταν... Ένοιωθε κάποιαν απογοήτευση που είχε βγει πρώτος από την αίθουσα, γιά πρώτη και μοναδική φορά από τη μέρα που είχε εμφανισθεί, και ειδικά εκείνο το βράδυ, ενώ εκείνη είχε πιά αποδεχθεί την αναστάτωση που της προκαλούσε... Οι ελπίδες της πιά γιά να πουν την καληνύχτα και να προσπαθήσει και πάλι να εξιχνιάσει τα υπονοούμενα του χαμόγελου, κρέμονταν πιά, ενώ κι ο τελευταίος από τους άλλους μαθητές της είχε ήδη φύγει, από το χαρτοφύλακα. Δεν μπορεί, θα επέστρεφε γιά να τον πάρει...

    Όμως δεν γύρισε... Έκανε δυό-τρία βιαστικά βήματα προς το μέρος του καθώς τον είδε ξαφνικά να βγαίνει στο διάδρομο, μα δεν τον πρόλαβε, στο επόμενο βήμα η πόρτα του ασανσέρ είχε κλείσει πίσω του... Πήγε και σήκωσε το χαρτοφύλακά του, και τον τοποθέτησε ανάμεσα στα δικά της βιβλία. Ίσως ήταν σωστότερο να τον παραδώσει στο κορίτσι της γραμματείας, αλλά δεν της πέρασε καν απ’ το μυαλό να το κάνει...



    Κάθησε στο γραφείο της στο σπίτι το ίδιο λεπτό που τελείωσε με όσα επείγοντα είχε να κάνει εκεί, με την καρδιά της να βροντοκοπάει και με μιάν υγρή φλόγα να αναβλύζει από ψηλά, ανάμεσα στα πόδια της, μουσκεύοντάς την. Τοποθέτησε το χαρτοφύλακα του Θ. μπροστά της και τον κοίταξε γιά λίγο, προσπαθώντας να συμφωνήσει με τον εαυτό της γιά το αν τελικά θα τον άνοιγε ή όχι... Χάιδεψε με τ’ ακροδάχτυλά της γιά λίγο το σκούρο δέρμα, ανατριχιάζοντας, σα να ’ταν οι χαρτοφύλακες ένα πανίσχυρο φετίχ της που δεν είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή ανακαλύψει... Παραμέρισε ξαφνικά τους δισταγμούς της –ήξερε κατά βάθος, πως ακόμη κι αν καθόταν μέχρι το πρωί εκεί να το παιδεύει τελικά θα τον άνοιγε-, και τον ξεκούμπωσε, προσέχοντας να μην ανακατέψει τίποτε μέσα κατά τρόπο που να είναι έπειτα εμφανές...

    Μιά ετικέττα πληροφορούσε γιά το όνομα του ιδιοκτήτη, και τον αριθμό του κινητού του. Σημείωσε το τηλέφωνο κι άρχισε, πολύ προσεκτικά, να ψάχνει τα βιβλία και τα τετράδια... Το βιβλίο του μαθήματος, το βιβλίο των ασκήσεων, ένα τετράδιο γιά σημειώσεις, ένα ακόμη γιά τις εργασίες... Τα ξεφύλλισε, δεν βρήκε τίποτε απολύτως μέχρι εκεί, έξω από τα απολύτως αναμενόμενα. Η γλώσσα, και μόνο η γλώσσα... Κάτω όμως απ’ αυτά, υπήρχε ένας αρκετά φθαρμένος κίτρινος φάκελλος, μεγέθους ελαφρά μικρότερου από το χαρτοφύλακα, που είχε μέσα κάτι –κάποιο άλλο βιβλίο προφανώς-, μεγάλου σχήματος, και αρκετά ογκώδες...

    Άνοιξε το φάκελλο προσεκτικά, χωρίς όμως να σκεφτεί να πάρει πρώτα μιά βαθειάν ανάσα. Λάθος... Γιατί όσος αέρας έτυχε να υπάρχει στα πνευμόνια της, έμεινε κάμποσο παγωμένος λες εκεί, ενώ ταυτόχρονα μπορούσε να ακούει το αίμα να σφυροκοπάει στα μηνίγγια της, και να νοιώθει το πρόσωπό της να γίνεται κατακόκκινο, και την υγρασία ανάμεσα στα πόδια της να γίνεται ορμητικό ποτάμι... Από το εξώφυλλο του βιβλίου που είχε τίτλο “The seductive art of Japanese Bondage”, την κοιτούσε κατάματα και μ’ ένα προκλητικό, ελαφρά ειρωνικό της φάνηκε χαμόγελο, μιά ώριμη αλλά πολύ καλοφτιαγμένη ανατολίτισσα. Κρατούσε την άκρη ενός σχοινιού με το οποίο ήταν περίτεχνα δεμένο το γυμνό, καλλίγραμμο κορμί μιας πολύ όμορφης κοπέλλας με λευκό δέρμα, μακρυά μαύρα μαλλιά και κατακόκκινα χείλη. Το κορίτσι κρεμόταν από το σχοινί που την τύλιγε, από κάποιο σημείο ψηλά, έξω από τη σελίδα, με το ένα πόδι ίσα να πατάει ίσα-ίσα με τη μύτη στο πάτωμα, και το άλλο να είναι σηκωμένο, διπλωμένο πίσω της, δεμένο από τον αστράγαλο στα σχοινιά που διασταυρώνονταν στην πλάτη της στο ύψος του καλοσχηματισμένου στήθους της που κοίταζε προς τον ουρανό, σφιγμένο από τα σχοινιά που το τύλιγαν...

    Δεν ήταν φυσικά πως δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Αντίθετα, είχε δει εκατοντάδες ανάλογες φωτογραφίες στο ίντερνετ, η θεματολογία πάντα τη γοήτευε. Όπως και την γοήτευε άλλωστε πάντα, η ποικιλία στο σεξ... Η σκηνή που έβλεπε τώρα μπροστά της βέβαια, δεν ήταν κάτι που το είχε ζήσει, δεν ήταν πάντως και τελείως ξένη με τις φαντασιώσεις της... Πολλές φορές είχε ερεθιστεί στη σκέψη του εαυτού τους παραδομένου, ανίσχυρου και ευάλωτου, σε χέρια που έκαναν ότι ήθελαν επάνω στο κορμί της...

    Άρχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο, και να φουντώνει ακόμη περισσότερο, με κάθε κόμπο που έβλεπε να περιγράφεται, με κάθε φωτογραφία... Ήταν φανερό, πως δεν ήταν ένα βιβλίο που είχε πέσει απλά στα χέρια του Θ., από απλή περιέργεια. Σε αρκετές σελίδες, στα περιθώρια, υπήρχαν χειρόγραφες σημειώσεις και σχόλιά του, γραμμένα με μολύβι... Το βλέμμα της κόλλησε πάνω στο «σχόλιο» που είδε δίπλα σε μιά φωτογραφία μιάς κοπέλλας δεμένης σε ένα περίπλοκο hogtie, και η καρδιά της σχεδόν σταμάτησε: Μέσα σε ένα κύκλο περασμένο 2-3 φορές έντονα με το μολύβι, υπήρχε ένα μεγάλο, κεφαλαίο «Φ.», και δίπλα τρία θαυμαστικά. Κοντά στο τελευταίο, μιά μαύρη, κακοφτιαγμένη τελεία. Η μύτη του μολυβιού είχε σπάσει εκεί, από το δυνατό πάτημα...



    Δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου εκείνο το βράδυ... Στριφογυρνούσε συνεχώς κάπου ανάμεσα στο όνειρο, τη φαντασίωση και την πραγματικότητα, φοβερά ερεθισμένη, μούσκεμα από τον ιδρώτα και την κάβλα, χωρίς να βρίσκει τρόπο να λυτρωθεί... Προσπάθησε να χαιδευτεί κάποιες φορές, αλλά δεν μπόρεσε να τελειώσει, δεν βοηθούσε το τόσο μπερδεμένο μυαλό της... Καμμία φαντασίωση δεν της φαινόταν αρκετά ερεθιστική αν δεν συμπεριλάμβανε τον Θ., αλλά και δεν τολμούσε να αφεθεί και σε καμμιά που να τον περιλάμβανε... Σηκώθηκε καβλωμένη το πρωί, και παρέμεινε έτσι μέχρι την άλλη μέρα το απόγευμα, έπειτα από άλλη μιά εξ ίσου ανήσυχη νύχτα, και δυό ημέρες που ότι άλλο έκανε ή της συνέβαινε, της φαινόταν τελείως επιφανειακό κι επίπεδο, χωρίς το παραμικρό βάθος ή ουσία. Οτιδήποτε άλλο, χρησίμευε απλώς στο να βοηθά να περνούν σιγά-σιγά, αυτές οι 48 περίπου ώρες...



    «Στην τρίχα» και πάλι, έφτασε στο φροντιστήριο την Πέμπτη το απόγευμα λίγο νωρίτερα από το κανονικό, αν κι είχε δεινοπαθήσει γιά να ετοιμαστεί, μιά και γιά κάποιο λόγο τίποτε δεν γινόταν σωστά εκείνη τη μέρα... Είχε δυσκολευτεί να διαλέξει τί να φορέσει, μετά δεν της άρεσαν τα ρούχα πάνω της, άλλαξε και ξανάλλαξε, δεν πετύχαινε το χτένισμα, δεν έβγαινε καλό το βάψιμο...

    Δεν τον βρήκε όπως συνήθως, να περιμένει στο σαλόνι καπνίζοντας. Με την ψυχή στα δόντια και γόνατα που έτρεμαν, κατευθύνθηκε προς την αίθουσα. Η καρδιά της φτερούγισε και σφίχτηκε, στον ίδιο χτύπο. Ανησυχούσε τρομερά μήπως δεν ήταν εκεί, αλλά ταυτόχρονα κάτι μέσα της γέμιζε φόβο, επειδή ακριβώς, ήταν... Καθόταν στο θρανίο του, και μελετούσε κάτι σε ένα μικρό σημειωματάριο. Δίπλα του είχε ένα μικρό σακ-βουαγιάζ. Δεν σήκωσε το κεφάλι, παρά μόνο όταν εκείνη απείχε πιά όχι παραπάνω από δυό βήματα. Γύρισε ξαφνικά, και το βλέμμα του σημάδεψε κατ’ ευθείαν τα μάτια της. Εκείνη το ένοιωσε να τα προσπερνάει, και να καρφώνεται στο βάθος του μυαλού της...

    «Καλησπέρα σας» είπε, μ’ ένα ευγενικό όπως πάντα χαμόγελο, αλλά περισσότερο, της φάνηκε, συγκρατημένο από άλλες φορές.
    «Καλησπέρα σας» του απάντησε, κι έμεινε να στέκεται εκεί, απόλυτα ακινητοποιημένη από το μαγνητικό του βλέμμα, και χωρίς να της περνάει ούτε καν μιά οποιαδήποτε άλλη λέξη απ’ το μυαλό.
    Τα μάτια του μετακινήθηκαν γρήγορα κάνοντας μιά γρήγορη βόλτα πάνω – κάτω στο κορμί της, σταματώντας απειροελάχιστα στο δεξί της χέρι που κρατούσε μιά μεγάλη, βαριά νάϋλον τσάντα, πριν στηλωθούν ξανά στα δικά της. Την κοιτούσε, κατάφερε να σκεφτεί, εξεταστικά, ερωτηματικά. Ξαφνικά θυμήθηκε.
    «Ξεχάσατε εδώ το χαρτοφύλακά σας προχθές» του είπε βιαστικά «εδώ τον έχω...». Και τον ανέσυρε μέσα από τη νάϋλον τσάντα.
    Της έδειξε το διπλανό θρανίο. «Καθήστε λίγο», της είπε, «μην στέκεστε... Φαντάστηκα πως θα τον βρήκατε εσείς, γι’ αυτό και δεν ανησύχησα. Ευχαριστώ που το φροντίσατε».
    Καθώς καθόταν, η κοντή φούστα της σηκώθηκε ακόμη περισσότερο, αποκαλύπτοντας ως αρκετά ψηλά τους μηρούς της. Γιά πρώτη φορά, είδε τα μάτια του να καρφώνονται φανερά εκεί, χωρίς να τον νοιάζει η διακριτικότητα. Ένοιωσε όποια τρίχα υπήρχε στο κορμί της να ορθώνεται, σ’ αυτό το βλέμμα...
    Την ξανακοίταξε μετά κατάματα, παίρνοντας από τα χέρια της το χαρτοφύλακα.
    «Ανησύχησα ομολογώ, ελάχιστα είναι η αλήθεια», είπε, «μήπως τυχόν έπεφτε σε άλλα χέρια, και όχι στα δικά σας. Δεν θα ήθελα να τον έχει βρει κάποιος αδιάκριτος, αλλά ευτυχώς τον πήρατε εσείς... Οπότε να ησυχάσω, έτσι δεν είναι; Δεν υπάρχει περίπτωση να τον άνοιξε κανείς;».
    Η Φ. κατέβασε αυτόματα, ασυναίσθητα τα μάτια, και έγινε κατακόκκινη. Και ήξερε, πως εκείνος τα παρατηρούσε αυτά, και καταλάβαινε απόλυτα το λόγο. Τελικά, όλη της η προσπάθεια να τα τακτοποιήσει όλα έτσι, που να μην φαίνεται πως ο χαρτοφύλακας δεν είχε ανοιχτεί, πήγε χαμένη μπροστά στην πρώτη ερώτηση που της έκανε σχετικά, και μάλιστα χωρίς να την έχει ρωτήσει καθόλου πιεστικά...

    Σήκωσε σε λίγο δειλά, σιγά – σιγά το βλέμμα, χωρίς να του έχει απαντήσει. Είδε να την κοιτάζει μ’ ένα τρόπο που την ξάφνιασε και την αναστάτωσε φοβερά. Το βλέμμα του ήταν σκληρό, τόσο όσο δεν μπορούσε να το έχει φανταστεί, τα μάτια του μισόκλειστα. Τα χείλη του, ελαφρά σφιγμένα, του έδιναν μιάν έκφραση ανάμεσα στην απογοήτευση και στο θυμό... Προσπάθησε να ψελλίσει κάποια δικαιολογία, αλλά δεν της ερχόταν τίποτε. Ξαναχαμήλωσε τα μάτια...

    Τον άκουσε να βήχει, αλλά ο βήχας του ήταν φανερά ρητορικός. «Λοιπόν... Ναι...», τον άκουσε να λέει με φωνή ψυχρή, υπηρεσιακή, «Ευχαριστώ που μου τον φέρατε... Θα μπορούσα να σας ζητήσω τώρα, μιά χάρη;». Τον κοίταξε στα μάτια απότομα, ανακουφισμένη, χαρούμενη, σχεδόν τολμώντας να χαμογελάσει. «Βεβαίως», είπε με περίσσεια προθυμία, αν και τη φρενάριζε κάπως το ύφος του, που αν και δεν έδειχνε πλέον θυμό και επιτίμιση γιά το ατόπημά της, παρέμενε πάντως τυπικό κι απόμακρο. «Σε τί θα μπορούσα να σας βοηθήσω;». Δεν βιάστηκε να απαντήσει, ένοιωθε τα μάτια του να τη μετράνε, να τη ζυγίζουν, γιά αρκετά, μακρόσυρτα δευτερόλεπτα... Στο τέλος, της έδειξε με το δάχτυλό του το χαρτοφύλακα. «Έχω εδώ της είπε, κάποιο βιβλίο» -πώς έπαιζε μαζί της!- «που μελετώ, γιά ένα... ας πούμε ένα προσωπικό πρότζεκτ, και σε κάποια σημεία έχω πρόβλημα με τη μετάφραση και την κατανόηση... Θα μπορέσετε» -όχι «θα μπορούσατε»- «να μείνετε μαζί μου γιά καμμιά ώρα μετά το μάθημα απόψε, γιά να με βοηθήσετε;».

    Το στόμα της ήταν τελείως στεγνό, η φωνή της, με πιό πολύ βιμπράτο από ποτέ, με το ζόρι ακούστηκε. «Μάλιστα κύριε» του είπε τελικά. «Θα το κανονίσω». «Ευχαριστώ», της είπε ξερά, και σηκώθηκε και βγήκε στο σαλόνι γιά τσιγάρο, αφήνοντάς την άναυδη εκεί, να κοιτάζει αμήχανα τις μύτες των παπουτσιών της...



    Οι τρείς ώρες που ακολούθησαν ήταν, ως ώρες, οι πιό αλλοπρόσαλλες που είχε ζήσει στη ζωή της. Ο χρόνος δεν προχωρούσε κανονικά, ούτε καν πιό γρήγορα ή πιό αργά απ’ το συνηθισμένο κατά τα γνωστά του περιστασιακά τερτίπια, αλλά είτε κολλούσε τελείως, δίνοντάς της την αίσθηση ότι τα πάντα κινούνταν μέσα σ’ ένα εξαιρετικά αργό σλόου μόσιον, ή έτρεχε μανιωδώς, τόσο που της φαινόταν πως μέσα σε μιά ώρα μπορεί και να περνούσαν χρόνια... Και πάλι στοπ καρρέ, και πάλι άλμα, και πάει λέγοντας... Αδημονούσε τελικά να έλθει η στιγμή που θ’ άκουγε το τελευταίο κουδούνι να χτυπάει, ή τη γέμιζε η σκέψη αυτή με δέος, ή μάλλον τρόμο; Δεν μπόρεσε να καταλήξει...


    Ο Θ. μετά το μάθημα κάθησε στο σαλόνι καπνίζοντας, μέχρι που η Φ. να συνεννοηθεί με την ιδιοκτήτρια γιά το ότι οι δυό τους θα έμεναν καμμιά ώρα παραπάνω. Δεν αποδείχθηκε και τόσο εύκολο, η Φ. αντιμετώπισε αρκετές αντιρρήσεις, που δεν ήταν στην πραγματικότητα τίποτε άλλο από μιά σκηνή ζηλοτυπίας... Η Κ., καλοβαλμένη αν και όχι εντυπωσιακή σαραντάρα, λεσβία, ποθούσε την Φ. από την πρώτη στιγμή που την είδε, και ο πόθος της δεν είχε καθόλου κατευναστεί από τις δυό – τρεις φορές που είχαν τελικά καταλήξει σε ερωτικές περιπτύξεις οι δυό τους, βράδυα, στο φροντιστήριο, πάνω στο μεγάλο τραπέζι στην αίθουσα των καθηγητριών... Κάποιες φορές είχε προτείνει άντρες, φίλους της, στην Φ. Ήθελε να την δει να πηδιέται, ήθελε να την ακούσει να βογγάει από την κάβλα με κάποιο χοντρό πούτσο να χώνεται μέσα της, ήθελε να δει τον οργασμό της, στα χέρια κάποιου άντρα... Η Φ. δεν είχε δεχθεί. Και τώρα ήθελε να ξεμοναχιαστεί μ’ αυτό τον άντρα που από καιρό μπορούσε να διακρίνει τον ηλεκτρισμό που υπήρχε ανάμεσά τους... Δεν της άρεσε. Όχι, δεν της άρεσε καθόλου... Υποχώρησε πάντως στο τέλος. Δεν άντεχε να ρισκάρει έναν ανοικτό καυγά, και την πιθανή συνέπεια του να μην ξαναγευτεί ποτέ το κορμί της Φ. Της έδωσε λοιπόν κλειδιά, της εξήγησε πώς να βάλει το συναγερμό κι έφυγε, τελευταία, όλοι οι υπόλοιποι είχαν ήδη φύγει, χαιρετώντας μ’ ένα ανεπαίσθητο κούνημα του κεφαλιού τον Θ. που καθόταν πάντα στο σαλόνι. Και φιλοδωρώντας τον με μιά ματιά, που κάλλιστα θα μπορούσε να ήταν μαχαιριά. Τράβηξε κι έκλεισε ηχηρά την πόρτα πίσω της βγαίνοντας...



    Η Φ. πλησίαζε τον Θ. με αργά, αβέβαια βήματα. Την κοίταζε με μάτια αχόρταγα αν και δεν το έδειχνε, να διασχίζει το σαλόνι, μεγαλόπρεπα όμορφη, με το κολλητό, κοντό μαύρο φόρεμα να τονίζει τις καμπύλες της λεπτής σιλουέττας της, τα μεγάλα μάτια της αν και χαμηλωμένα να σπιθίζουν, και το όμορφο πρόσωπό της αναψοκοκκινισμένο... «Ή ταν ή επί τας», σκέφτηκε, και σήκωσε το χέρι του, με ανοιχτή την παλάμη, και την σταμάτησε εκεί που ήταν. Τον κοίταξε ερωτηματικά. «Φτάνει μέχρι εκεί», της είπε. Της έδειξε το πάτωμα. «Καλύτερα να κάνεις την υπόλοιπη απόσταση στα τέσσερα».

    Την είδε να ταλαντεύεται γιά λίγο, να κλείνει γιά ένα-δυό δευτερόλεπτα τα μάτια και τα χείλη της να τρέμουν, σαν να προσπαθούσε να καταπνίξει ένα λυγμό που ανέβαινε από βαθειά μέσα της. Δεν έμοιαζε πάντως ιδιαίτερα ξαφνιασμένη, αν και η μάχη επιθυμίας και αντίδρασης μέσα της προφανώς μαινόταν. Αντίθετα, έμοιαζε πολύ περισσότερο έτοιμη απ’ ότι το περίμενε... Άνοιξε τα μάτια –γυάλιζαν περισσότερο τώρα, ελάχιστα υγρά-, και κοιτάζοντάς τον γονάτισε κι έσκυψε το κεφάλι μπροστά, παίρνοντας μιά βαθειάν ανάσα... Έμεινε γιά λίγο εκεί, με το κεφάλι της να χάνεται κάτω από τον ποταμό των μαλλιων της, κι έπειτα έκανε αργά, στα τέσσερα, τα λίγα βήματα που ακόμη τους χώριζαν...

    Σταμάτησε όταν το κεφάλι της βρισκόταν πιά ακριβώς μπροστά του, σχεδόν ανάμεσα στα πόδια του, έτσι όπως ο Θ. ήταν καθισμένος άνετα στον καναπέ. Άπλωσε το αριστερό του χέρι, άρπαξε σφιχτά τα μαλλιά της και τραβώντας δυνατά την ανάγκασε ν’ ανασηκώσει το κορμί της. Η ανάσα της ήταν πολύ γρήγορη, σχεδόν λαχανιασμένη. Την άφησε, κι έπειτα χρησιμοποιώντας και τα δυό του χέρια της έστρωσε προσεκτικά τα μαλλιά που είχαν ανακατευτεί, έτσι που να μην καλύπτουν το όμορφό της πρόσωπο. Την έπιασε με το αριστερό χέρι από το πηγούνι, και τοποθέτησε το κεφάλι της κατά τέτοιο τρόπο ώστε να τον κοιτάζει κατ’ ευθείαν μέσ’ στα φλογισμένα μάτια του. Ξανακάθησε έπειτα πίσω στον καναπέ...

    «Γιατί ξεχνάς αυτά που εσύ η ίδια διδάσκεις, γιά την περιέργεια και τη γάτα;» τη ρώτησε με μιά σαφή απειλή στο βλέμμα, κι ένα ελαφρό, λίγο ειρωνικό χαμόγελο. Δεν του απάντησε, αλλά πήγε να ξεφύγει από το βλέμμα του, χαμηλώνοντας πάλι το δικό της. Το ηχηρό χαστούκι στο δεξί της μάγουλο, την επανέφερε στην τάξη. «Θα μάθεις να μην κάνεις του κεφαλιού σου», της είπε. «Θα μάθεις να είσαι υπάκουη, να εκτελείς σωστά τις εντολές. Κατάλαβες;». Πήγε να απαντήσει, αλλά κόμπιασε. Το δεύτερο, πιό δυνατό χαστούκι, έφερε δάκρυα στα μάτια της, που κύλησαν σαν ακριβά πετράδια, αργά στα μάγουλά της. Έσκυψε μπροστά, πλησίασε τα χείλη του στο πρόσωπό της, και ρούφηξε τα δάκρυα, νοιώθοντάς την ν’ ανατριχιάζει έντονα στο άγγιγμα των χειλιών του στην ερεθισμένη επιδερμίδα της... Ακούμπησε ξανά την πλάτη του στον καναπέ και σήκωσε τον δείκτη του, γιά να της υποδείξει τί ήθελε ν’ ακούσει. «Μάλιστα κύριε», της είπε. Την περίμενε αρκετά, μέχρι που να το επαναλάβει. «Μάλιστα κύριε», είπε τέλος, πολύ χαμηλόφωνα, και χαμηλώνοντας και πάλι ασυναίσθητα τα μάτια. Δεν πείραζε, αυτή τη φορά...

    «Πες μου λοιπόν», της είπε, «γιατί έψαξες τα χαρτιά μου; Πίστεψες αλήθεια, πως θα μπορούσε να μου διαφύγει; Φαντάστηκες πως θά ’μενες ατιμώρητη;». Στο άκουσμα της προοπτικής της τιμωρίας, η Φ. ένοιωσε ένα ρίγος να διαπερνά ολόκληρο το κορμί της, κι εκείνο το ποτάμι ανάμεσα στα μπούτια της να φουσκώνει πάλι... «Δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ κύριε», απάντησε, «συγγνώμη... Αλλά με αναστατώνετε πολύ, το καταλαβαίνετε... Ξέρω πως δεν έπρεπε, ξέρω πως δεν ήταν σωστό, αλλά ήθελα να μάθω ότι μπορούσα, γιά ’σας. Δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ...». Της χάρισε ένα χαμόγελο ικανοποίησης. «Χαίρομαι που το έκανες», της είπε. «Και πράγματι, τα κατάφερες. Θα μάθεις πολλά γιά μένα απόψε, όπως υποψιάζομαι, και γιά σένα... Ήδη άρχισες να μαθαίνεις... Κι εδώ που τα λέμε, ευτυχώς που δεν μπόρεσες να αντισταθείς εσύ, και μου έδωσες την ευκαιρία που ζητούσα... Γιατί κι εγώ», πρόσθεσε απλώνοντας το χέρι του και χουφτώνοντας σφιχτά το δεξί της στήθος, «δεν ξέρω πόσο πλέον θα μπορούσα ν’ αντισταθώ...».

    Την άρπαξε και με τα δυό του χέρια από τα πλάγια του λαιμού, έμπλεξε τα δάχτυλά του με τα πλούσια μαλλιά της πίσω στον αυχένα της, την τράβηξε μπροστά σκύβοντας κι εκείνος λίγο ταυτόχρονα, και κόλλησε τα χείλη του στα δικά της... Το στόμα της μισάνοιξε μ’ ένα στεναγμό, κι η γλώσσα του βρήκε ελεύθερο δρόμο γιά να χωθεί στο καυτό στόμα της, κυνηγώντας τη δική της, προσπαθώντας να κουλουριαστεί πάνω της... Την κράτησε εκεί γιά ώρα, μα δεν χρειάστηκε καμμιά ιδιαίτερη προσπάθεια γιά να το κάνει... Κι οι δυό τους ξέκοψαν γιά αρκετά λεπτά απ’ την πραγματικότητα, χαμένοι ο ένας μέσα στη φλόγα, τη γεύση και τη μυρωδιά του άλλου, φιλώντας, γλύφοντας και δαγκώνοντας, ανασαίνοντας εκείνος την ανάσα της, κι εκείνη τη δική του...

    Ξεκόλλησε κάποτε το στόμα του από τα χείλη της, την τράβηξε ακόμη περισσότερο προς το μέρος του και τη δάγκωσε δυνατά στο πλάι του λαιμού της, ακριβώς κάτω από το λοβό του αυτιού, με ασυγκράτητη λαιμαργία... Τη δάγκωσε στον αυχένα νοιώθοντας τις τριχούλες να ορθώνονται ανάμεσα στα δόντια του... Τέλος, της κατέβασε το φόρεμα από τον αριστερό ώμο, και τη δάγκωσε λυσσασμένα σχεδόν στην ωμοπλάτη, ακριβώς πάνω από το λακάκι, εκεί που ενωνόταν ο ώμος με τη βάση του λαιμού της...

    Σηκώθηκε απότομα -όσο απότομα του επέτρεπε το φούσκωμα στον καβάλλο του- την έπιασε σφιχτά απ’ το σβέρκο και την έσπρωξε μπροστά, έτσι ώστε το πρόσωπο και το πάνω μέρος του κορμιού της να ακουμπήσουν στον καναπέ, εκεί ακριβώς που καθόταν λίγο πριν ο ίδιος. Έσκυψε και της χάιδεψε τα μαλλιά, το χέρι του έτρεξε απαλά στην πλάτη της, σταμάτησε γιά λίγο στη λεπτή της μέση κι έπειτα κατέβηκε χαμηλά, έπιασε την άκρη του φορέματος, και τη σήκωσε απότομα ψηλά, αποκαλύπτοντας τους γλουτούς και τα μπούτια της σε όλη τους τη μεγαλειώδη τελειότητα... Έμεινε άφωνος, έκανε ένα βήμα πίσω γιά να θαυμάσει καλύτερα το θέαμα, με το στόμα να στεγνώνει... «Είσαι απίθανη» της είπε, κι έπειτα έσκυψε λίγο, την άρπαξε με το αριστερό χέρι απ’ το σβέρκο πιέζοντάς της το κεφάλι στον καναπέ, και με το δεξί σκαμπίλισε μερικές φορές δυνατά τα ολοστρόγγυλα κωλομέρια της, απολαμβάνοντας τόσο τον ήχο που έκανε το χέρι του πάνω στη σφιχτή σάρκα, όσο και τα πνιχτά βογγητά της. Μετά από καμμιά δεκαριά χτυπήματα, ο κώλος της είχε πάρει ένα πολύ όμορφο στα μάτια του ελαφρά κόκκινο χρώμα. Έγλειψε τα χείλια του, της ανασήκωσε το κεφάλι τραβώντας την απ’ τα μαλλιά και τη ρώτησε «Σε πόνεσα πολύ;». Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Όχι, κύριε», ψιθύρισε... Τη χτύπησε ακόμη μιά φορά με την παλάμη του, πολύ δυνατώτερα αυτή τη φορά, κι έπειτα, κρατώντας ακόμη το κεφάλι της απ’ τα μαλλιά, έχωσε το δεξί του χέρι από κάτω της, και χούφτωσε το μουνί της πάνω από το λεπτό ύφασμα του μουσκεμένου στρίνγκ... Ο αναστεναγμός της καθώς τη χάιδεψε βίαια εκεί, ακούστηκε στον άδειο χώρο σχεδόν σαν κραυγή. Τράβηξε το χέρι του, με δυό απότομες κινήσεις κομμάτιασε το μικρό εσώρρουχο, τράβηξε ακόμη περισσότερο πίσω το κεφάλι της, και της το έχωσε στο στόμα... Της ξαναέσπρωξε το κεφάλι στο κάθισμα. «Μείνε εκεί», της είπε αυστηρά, «Ακίνητη. Θα επιστρέψω»...

    Η Φ. χρειαζόταν αυτό το μικρό διάλειμμα, μιά και προσπαθούσε απεγνωσμένα επί ώρα να συλλάβει, να καταλάβει, να συνειδητοποιήσει το τί ακριβώς συνέβαινε. Τόσο το τί της συνέβαινε δηλαδή και το τί επρόκειτο ακόμη να της συμβεί, όσο και το τί συνέβαινε μέσα της. Κυρίως αυτό... Τίποτε δεν ήταν καθαρό. Έστω κι αν δεν είχε το πρόσωπό της χωμένο στο μαξιλάρι του καναπέ και πάλι δεν θα μπορούσε να ξεκαθαρίσει, όλα ήταν θολά, όλα σκεπάζονταν από μιά πυκνή ομίχλη, από ένα πηχτό, σχεδόν απτό, σύννεφο απερίγραπτης κάβλας, που δεν μπορούσε να τη συγκρίνει με τίποτε από το παρελθόν της... Είχε γονατίσει, κι είχε πλησιάσει σ’ εκείνον στα τέσσερα, στο κέντρο του σαλονιού -στο χώρο της δουλειάς της- με μιά του λέξη μόνο, πειθήνια, υπάκουα, σαν εκπαιδευμένο κουτάβι... Την είχε χαστουκίσει, την είχε τραβολογήσει από τα μαλλιά, της είχε επιβάλει με ποιό τρόπο να μιλάει, με ποιό τρόπο να κοιτάζει. Την είχε αγγίξει όπου εκείνος ήθελε, όπως εκείνος ήθελε, είχε ξεγυμνώσει τα πιό απόκρυφα σημεία της, την είχε διατάξει να περιμένει εκεί, εκτεθειμένη, μισόγυμνη, με τον κώλο και το μουνί της στον αέρα... Δεν του είχε φέρει καμμία απολύτως αντίρρηση, δεν είχε αρθρώσει ούτε μιά λέξη διαμαρτυρίας... Και το μουνί της έσταζε, αισθανόταν την υγρασία να κατηφορίζει τα μπούτια της... Δεδομένα... Γιατί όμως; Γιατί τα είχε δεχτεί τόσο εύκολα όλ’ αυτά, γιατί δεν αντιστάθηκε σε τίποτε, γιατί την ερέθιζαν τόσο εξαιρετικά; Δεν ήξερε, δεν μπορούσε να σκεφτεί, δεν ήταν δυνατό να καταλήξει σε κανένα συμπέρασμα... Δεν είχε μέτρο σύγκρισης. Και δεν είχε ξανανοιώσει ποτέ, όπως εκείνες τις στιγμές... Αν δεν ήταν τόσο νέα και υγιής, θα ανησυχούσε σοβαρά πως η καρδιά της ίσως δεν άντεχε. Νόμιζε πως την ένοιωθε να χτυπάει με 300 παλμούς το λεπτό, ένοιωθε τα μέσα της να διογκώνονται και να θέλουν να βγουν έξω, νόμιζε πως από στιγμή σε στιγμή κινδύνευε να εκραγεί... Ένοιωθε το στομάχι της να ανεβαίνει στο λαρύγγι της, τα πνευμόνια της να φλογίζονται και να πονάνε σε κάθε ανάσα, και πάλι να μην χωρούν αρκετό αέρα, να θέλει κι άλλο, κι άλλο, ποτέ δεν ήταν απολαυστικότερος. Ποτέ δεν είχε νοιώσει ν’ ανασαίνει πιό ελεύθερα, απ’ ότι εκείνες τις στιγμές, με τη μούρη της χωμένη στον καναπέ, και μπουκωμένη με το βρακί της... Ήταν μιά αίσθηση τρομερής, απίστευτης, αφόρητης ανησυχίας αλλά ταυτόχρονα αδημονίας, ένα μυρμήγκιασμα που ξεκινούσε από τις άκρες των μαλλιών της και κατέληγε στα νύχια των ποδιών της, ένα σχεδόν οδυνηρό αλλά ταυτόχρονα τόσο ευχάριστο γαργάλημα, σα να χάιδευαν το δέρμα της ασταμάτητα εκατοντάδες φτερά... Μούγκρισε, εκεί, μόνη της, και δάγκωσε δυνατά το μαξιλάρι... Αν τολμούσε, θα ούρλιαζε... Ήθελε τόσο να ουρλιάξει... Από πόνο, από χαρά, από απογοήτευση, από ενθουσιασμό, από φόβο, από επιθυμία... Όχι, ποτέ της μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε νοιώσει το τί σήμαινε κάβλα, το τί σήμαινε πραγματικά να θέλει κάποιον... Το πώς ήταν να θέλει κάποιον τόσο πολύ, να θέλει να του δοθεί τόσο απόλυτα, να θέλει να ανοιχτεί τόσο πολύ γιά ’κείνον, που δεν θα έφτανε το μουνί, το στόμα, ο κώλος της, μα ευχαρίστως θα δεχόταν να σκίσει το δέρμα της, ν’ ανοίξει το στήθος της, και να τον δεχτεί ολόκληρο μέσα της, στα πιό βαθειά σημεία της ύπαρξής της...

    Ευχόταν να μη την άφηνε γιά πολύ ακόμη μόνη της εκεί, δεν θ’ άντεχε πολύ ακόμη αυτή την αίσθηση... Όχι, πιό πολύ θα ’θελε να μπορούσε να παραταθεί γιά πάντα, ποτέ δεν είχε νοιώσει πιό ζωντανή... Αλλά φοβόταν τη στιγμή που θα επέστρεφε, δεν ήξερε τί άλλο θα της έκανε, και πού θα την οδηγούσε αυτό, ό,τι κι αν ήταν... Δεν μπορούσε όμως να περιμένει πιά, φοβόταν περισσότερο τ’ ότι μπορεί να την άφηνε γιά ώρα ακόμη εκεί, και δεν μπορούσε, μόνη της, να διαχειριστεί όλον αυτό τον ερεθισμό, όλην αυτή την ανησυχία, όλην αυτή την οδύνη από την αναμονή μιάς συνέχειας που –με γνήσιο τρόμο σκέφτηκε- ίσως να ήταν ακόμη πιό αφόρητα απολαυστική... Δάγκωσε ξανά το μαξιλάρι, τρέμοντας σύγκορμη και μουγκρίζοντας ακόμη δυνατότερα, και παραδόθηκε... Δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει τίποτε, δεν ήξερε πώς... Έλπιζε μόνο, Εκείνος, να ήξερε πώς να τη λυτρώσει...



    Η Κ. είχε κοπανήσει δυνατά την εξώπορτα τη στιγμή που υποτίθεται πως έβγαινε, στην πραγματικότητα όμως, ποτέ δεν είχε φύγει. Είχε χωθεί σβέλτα στη σκοτεινή αποθηκούλα δίπλα στην έξοδο, και είχε ξανακλείσει αθόρυβα την πόρτα της -που ευτυχώς δεν έτριζε- αφήνοντας ανοικτή μόνο μιά χαραμάδα, όση ακριβώς χρειαζόταν γιά να μπορεί να παρακολουθεί απαρατήρητη... Η επιλογή του Θ. να γίνει ό,τι ήταν να γίνει στο σαλόνι, την είχε εξυπηρετήσει άριστα. Από το σημείο που βρισκόταν, μπορούσε ν’ ακούει και να βλέπει τα πάντα, απόλυτα ανενόχλητη απ’ οποιοδήποτε εμπόδιο...

    Κοίταζε τώρα την ημίγυμνη Φ. να μουγκρίζει ερεθισμένη και να δαγκώνει τον καναπέ, και με πολλή προσπάθεια κατάφερε να καταπνίξει ένα δικό της μουγκρητό. Τα όσα είχε δει μέχρι εκείνη τη στιγμή –και δεν είχαν κρατήσει παρά λίγα λεπτά- την είχαν φέρει κι εκείνη σε σημείο βρασμού... Προσπαθούσε κι εκείνη επίσης, να ξεκαθαρίσει τί απ’ όσα είχαν εκτυλιχθεί γιά την ώρα μπροστά στα μάτια της, την είχε καβλώσει περισσότερο... Μάλλον η Φ. να προχωράει προς τον Θ. στα τέσσερα... Αλλά... Και τα χαστούκια; Το σκίσιμο του εσώρρουχου; Τα χτυπήματα με την παλάμη του στα θαυμαστά κωλομέρια της; Κάπου στο βάθος πάντως, αν και αυτό ήταν το πλέον δύσκολο να παραδεχτεί μιά και δεν έτρεφε καμμιά ιδιαίτερη συμπάθεια γιά τους άντρες, ήταν πως περισσότερο ο ερεθισμός της προερχόταν από τον Θ. και τό τί και πώς εκείνος έκανε, το βλέμμα του, τον τρόπο που μιλούσε, τις κινήσεις του, και λιγότερο από την Φ. –έστω κι αν πάντα της άρεσε τρελλά- και το τί συνέβαινε σ’ εκείνην... Όπως και να ’ταν, προσέχοντας πάρα πολύ μην της ξεφύγει ο παραμικρός ήχος, βρισκόταν τώρα με το δεξί χέρι μέσα από την κυλόττα της, να χαϊδεύει το μουνί της με όσο πιό απαλές κινήσεις μπορούσε, προσπαθώντας να καθυστερήσει τον οργασμό της...


    (To be continued)

     
  2. kardy_

    kardy_ Regular Member

    to be continued????????????????????

    dear god show mercy on us!!!!!!!!

    πολυ ομορφο αγαπητε....εξαιρετικο οφειλω να ομολογησω!
    προσωπικως αναμενω την συνεχεια!!!!!!
    και συντομα παρακαλω....

    ουφφφ τι παθαμε μεσημεριατικα!
     
  3. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Μόλις μου δώσατε ένα δυνατό κίνητρο να τελειώσω την σχολή μου 
     
  4. MindMaster

    MindMaster Contributor

    Απάντηση: "Teach the Teacher" (ένα διήγημα).


    Άμα σου άρεσε, τότε τί "show mercy"; Τί ήθελες δηλαδή, εκεί να μείνει η ιστορία; Στα προκαταρκτικά; "Ρουθούνι δεν έχει ανοίξει", ακόμη...



    Χαίρομαι. Είδες που τελικά υπάρχει ο σωστός τρόπος θετικής σκέψης, γιά την κάθε περίπτωση;


     
  5. Maley

    Maley Contributor

    καλα ΜΜ εισαι σε μεγαλα κεφια τελευταια αν κρινω απο τα διαφορα που παρουσιαζεις...
     
  6. MindMaster

    MindMaster Contributor

    Απάντηση: Re: "Teach the Teacher" (ένα διήγημα).


    Δεν έχω κανένα παράπονο φίλε μου, το ηθικό μου είναι όντως ακμαιότατο.  

    Cherchez la Muse...  



     
  7. kardy_

    kardy_ Regular Member

    Re: Απάντηση: "Teach the Teacher" (ένα διήγημα).




    Αγαπητε το show mercy πηγαινε στο οτι μας αναστατωσατε ηδη οποτε ας δειξει οποιος υπαρχει αν υπαρχει εκει ψηλα γιατι οπως λετε ακομα ειναι η αρχη!!!!!!
     
  8. Απλώς συγχαρητήρια.... Πραγματικά inspired... 
     
  9. MindMaster

    MindMaster Contributor

    Απάντηση: "Teach the Teacher" (ένα διήγημα).


    Part II

    Ο Θ. δεν γύρισε πριν περάσουν δέκα περίπου λεπτά, με το σακ-βουαγιάζ στο χέρι... Την ώρα που είχε μεσολαβήσει καθόταν στην άλλη άκρη του σαλονιού, εκεί που η Φ. δεν μπορούσε να τον βλέπει ή να τον ακούει, και προσπαθούσε γιά άλλη μιά φορά ν’ απορροφήσει με τα μάτια του την εικόνα της, τόσο διαφορετική από όλες τις προηγούμενες φορές που την είχε δει, αλλά και πάλι, εκπληκτικά όμορφη... Δεν ήταν λιγότερο ερεθισμένος από εκείνη, απλά ήταν πιό έμπειρος, και οι πρωτοβουλίες ήταν δικές του, εκείνος κινούσε τα νήματα, οπότε έπρεπε να φροντίσει να παιχτεί σωστά το παιχνίδι, γιά να είναι όσο περισσότερο απολαυστικό γινόταν, και γιά τους δυό τους...

    «Κινούσε τα νήματα», σκέφτηκε, και χαμογέλασε κεφάτα με το λογοπαίγνιο που τυχαία έφτιαξαν οι σκέψεις και οι πράξεις του... Κρατούσε ήδη στο δεξί του χέρι δυό – τρεις κουλούρες σχοινί, σε διαφορετικά μήκη η κάθε μιά, που είχε βγάλει μέσα απ’ το σακίδιο... Έσκυψε και χάιδεψε τα μαλλιά της, τ’ άρπαξε έπειτα γερά πίσω απ’ το σβέρκο, και της γύρισε το πρόσωπο προς το μέρος του... Το θολό, χαμένο, υγρό βλέμμα σ’ εκείνα τ’ απίστευτα μάτια της, απείλησε γιά μιά στιγμή να τον γονατίσει, η αγάπη και η τρυφερότητα κόντεψαν να τσακίσουν τη διάθεσή του να κυριαρχήσει πάνω της, να την κάνει απόλυτα και πέρα από κάθε αμφισβήτηση ή αμφιβολία δική του. Δαγκώθηκε γιά να συγκρατηθεί και να μη γονατίσει κι εκείνος δίπλα της, να της μιλήσει γλυκά και να την κανακέψει, να μην την πνίξει σε μιά θάλασσα στοργικών φιλιών... Όχι. Αν δεν της έδειχνε τον τρόπο να δίνεται πέρα από κάθε όριο, δεν θα μπορούσε κι εκείνος να της δοθεί, και να της δώσει αυτά που είχε να της δώσει, όπως ακριβώς το ήθελε: Ολοκληρωτικά...

    Το βλέμμα του σκλήρυνε ξανά. «Σήκω και γδύσου», της είπε, σε τόνο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. «Αρχίζουμε». Στάθηκε και την παρακολούθησε στα λίγα δευτερόλεπτα που της πήρε γιά να μείνει ολόγυμνη μπροστά του προσπαθώντας να ελέγξει την αναπνοή του και τις ακούσιες αντιδράσεις του σώματός του, ιδιαίτερα πίσω από το φερμουάρ του παντελονιού του, που δεχόταν πλέον επικίνδυνα μεγάλη πίεση εκ των έσω... Κάθησε στον καναπέ, και της έκανε νόημα με το δείκτη να έλθει κοντά του. Ήλθε και στάθηκε ανάμεσα στα ανοιχτά του πόδια. «Δέσε τα χέρια πίσω από το σβέρκο σου», την πρόσταξε. «Κι άνοιξε τα πόδια σου»... «Περισσότερο». Της έβγαλε το κυλοττάκι απ’ το στόμα. Τα χέρια του έτρεξαν από τους ώμους στο έξοχο στήθος της, το πίεσαν ελαφρά, έπαιξαν λίγο με τις ρώγες της, τις έσφιξαν λίγο, όχι δυνατά, μέχρι την πρώτη υποψία πόνου, κι έπειτα κατέβηκαν στην απαλή κοιλιά της και πιό κάτω, στην άτριχη ήβη της. Αγωνίστηκε γιά να μην τρέμει όταν της άνοιξε με τους αντίχειρες τα μουνόχειλα, γιά να δει την κλειτορίδα της που στεκόταν πλήρως ερεθισμένη και γυαλιστερή, και όσο περισσότερο μπορούσε μέσα, βαθειά στο κορμί της... «Γύρνα», της είπε, «και σκύψε». Την έβαλε ν’ ανοίξει μόνη τα κωλομέρια, με τα χέρια της. «Πιό πολύ. Τέντωσέ τα. Ανοίξου όσο παίρνει». Απότομα, χωρίς προειδοποίηση, βύθισε δυό δάχτυλα στο μουνί της. Τα δάχτυλά του ήταν στεγνά, αλλά εκείνη ήταν τόσο πολύ υγρή, που δεν συνάντησε καμμιά απολύτως δυσκολία. Ο αναστεναγμός της ήταν καθαρά ηδονικός, χωρίς την παραμικρή υπόνοια πόνου. Της έχωσε κι ένα τρίτο δάχτυλο. Έκαιγε, ήταν σαν να ’χε βάλει το χέρι του μεσ’ στον κρατήρα κάποιου ηφαιστείου. Κούνησε λίγο τα δάχτυλα μέσα της, τα έβγαλε και της τα ξανάχωσε, μέχρι που την είδε να τρεμουλιάζει και την άκουσε να ανασαίνει πολύ πιό γρήγορα και να κλαψουρίζει παραπονιάρικα. «Θέλεις να χύσεις;», τη ρώτησε χωρίς να πάψει να τη γαμάει με τα δάχτυλά του. «Πες μου, πουτάνα, θες να χύσεις; Είσαι κιόλας έτοιμη;». Άρχισε να κουνάει το κεφάλι της πάνω – κάτω γρήγορα, και σχεδόν φώναξε: «Μάλιστα κύριε... Ναι... Θέλω να χύσω... Σας παρακαλώ... Κύριε... Θέλω...». Τράβηξε απότομα το χέρι του, και σηκώθηκε. «Όχι ακόμη, καβλωμένη σκύλα», της είπε. «Όταν και όπως, πω εγώ...». Η Φ. σχεδόν έκλαιγε. «Κύριε...» ξεκίνησε να λέει. «Σκασμός», την έκοψε άγρια. Τα δάχτυλά του ήταν μουσκεμα από τα υγρά της. Τα σκούπισε πάνω στην κωλοτρυπίδα της, και πάλι απότομα, όπως πριν, έχωσε μέσα της το μεσαίο του δάχτυλο. Έβγαλε μόνο έναν κοφτό, λίγο πονεμένο ήχο, αλλά το σφίξιμο στο δάχτυλό του ήταν τόσο, που φοβήθηκε πως θα του το κόψει...



    Όταν μετά από λίγο βρέθηκε δεμένη κι ο Θ. έπιασε γερά τον κόμπο που βρισκόταν λίγο πιό κάτω απ’ τον αυχένα της και άρχισε να την τραβάει προς τα πάνω, κι έπειτα να την ταρακουνάει ολόκληρη δεξιά – αριστερά σαν να ’ταν πάνινη κούκλα, δεν μπορούσε και πάλι να βρει λέξεις γιά να περιγράψουν στο μυαλό της την αίσθηση... Το σχοινί έφτιαχνε ένα είδος σφιχτού γιακά στη βάση του λαιμού της, τύλιγε σταυρωτά τα στήθη της κάνοντάς τα να ορθώνονται ακόμη περισσότερο απ’ το συνηθισμένο, και ταυτόχρονα κρατούσε τα χέρια της με τρόπο που δεν μπορούσε να τα μετακινήσει ούτε χιλιοστό, σταυρωμένα ψηλά στην πλάτη της, ανάμεσα ακριβώς στις ωμοπλάτες... Δεν ένοιωθε τα σχοινιά να την σφίγγουν ιδιαίτερα, αλλά η αδυναμία της κουνήσει έστω και ελάχιστα τα χέρια, την έκανε να αισθάνεται εξαιρετικά ευάλωτη και ανυπεράσπιστη... Παρά ταύτα, και κατά κάποιο περίεργο τρόπο, πιό ήρεμη... Το ότι της είχε στερήσει τη χρήση των χεριών της, ένοιωθε να παίρνει από πάνω της το βάρος ευθυνών... Είχε πολύ λιγότερο τον έλεγχο τώρα, κι εκείνος πολύ περισσότερο... Εκείνος θα έπρεπε να φροντίσει γιά πιό πολλά, εκείνη μόνο γιά ότι θα της ζητούσε εκείνος...

    Τύλιξε τη μέση της δυό βόλτες με ένα άλλο κομμάτι σχοινί, το έσφιξε αρκετά, κατέβασε τις δυό άκρες του μπροστά στην κοιλιά της, και τις άφησε να πέσουν μπροστά στα πόδια της. «Άνοιξε καλά τα πόδια σου», της είπε. Πέρασε τις δυό άκρες του σχοινιού ανάμεσα στα μπούτια της, δεξιά κι αριστερά απ’ το μουνί της, τις τράβηξε έπειτα πίσω, τεντώνοντάς τις σφιχτά και δένοντάς τις στο σχοινί που έζωνε τη μέση της, έτσι που τα δυό κομμάτια του σχοινιού να σφίγγουν ανάμεσά τους τα μουνόχειλά της, και να χώνονται βαθιά, ανάμεσα στα κωλομέρια της...

    Αρπάζοντας ξανά γερά τον κόμπο στην πλάτη της και σπρώχνοντάς την από εκείνη την «χειρολαβή», την οδήγησε μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη που υπήρχε στην άλλη πλευρά του σαλονιού. Η ανάσα της σταμάτησε, νόμιζε κι η καρδιά της, βλέποντας το είδωλό της στον καθρέφτη, βλέποντας τον εαυτό της να ποζάρει σαν γιά μιά από τις φωτογραφίες εκείνες που έβλεπε στο ίντερνετ, ή σε κάποια από τις σελίδες του βιβλίου του... Δεν ήταν σίγουρη γιατί, αλλά ένοιωσε τα γόνατά της να τρέμουν, σχεδόν να λυγίζουν... Αφού την έβαλε να γονατίσει με τα πόδια ορθάνοιχτα δυό μέτρα απ’ τον καθρέφτη, απομακρύνθηκε δυό βήματα, και την κοίταξε με απροκάλυπτο θαυμασμό. Σφύριξε... «Είσαι πραγματικά απίστευτα όμορφη έτσι» της είπε, «δε συμφωνείς;». Γύρισε το κεφάλι της αργά, τραβώντας με πολύ κόπο τα μάτια της απ’ τον καθρέφτη, και τον κοίταξε με υγρό βλέμμα, που έδειχνε μιά κάποια απόσταση απ’ την πραγματικότητα. Δεν μίλησε. «Είσαι», απάντησε μόνος του. «Αλλά μπορείς να γίνεις λίγο ακόμη ομορφότερη. Μιά – δυό πινελιές ακόμη, και θα ’σαι τέλεια...». Πήγε στο σακίδιο και γύρισε κρατώντας διάφορα πράγματα στα χέρια του. Σήκωσε τα μαλλιά της και της φόρεσε ένα κολλάρο από μαύρο δέρμα. Την είδε ν’ ανατριχιάζει έντονα, να τρέμει μάλλον, καθώς το έσφιγγε και στερέωνε την αλυσίδα στον κρίκο στην μπροστινή πλευρά του. Τσίμπησε ελαφρά τις ρώγες της με τα δάχτυλά του, κι έπειτα στερέωσε πάνω τους δυό σφιχτά μεταλλικά κλιπς, ενωμένα κι αυτά μεταξύ τους με αλυσίδα, που σχημάτισε μιάν έξοχη καμπύλη ανάμεσα στα στήθη της. Η Ε. μόρφασε μόλις τα κλιπς δάγκωσαν τις ευαίσθητες ρώγες της, μισόκλεισε τα μάτια, αλλά τα ξανάνοιξε, και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα παραπονεμένο αναστεναγμό... «Σχεδόν έτοιμη» είπε ο Θ., κι αφού έσκυψε χαμηλά και της άνοιξε τα μπούτια όσο γινόταν πιό πολύ και την έσπρωξε προς τα πίσω έτσι που τα κωλομέρια της ν’ ακουμπήσουν πάνω στις φτέρνες της, έφερε στο δεξί του χέρι το μικρό, ευλύγιστο crop που κρατούσε κάτω απ’ τη μασχάλη του. Χωρίς προειδοποίηση το σήκωσε και το κατέβασε με δύναμη στο δεξί της μπούτι, στη μέσα πλευρά, εκεί που το δέρμα της ήταν απαλό σαν πούπουλο. Ο ήχος του μαστιγίου που μέσα στην ησυχία ακούστηκε σαν πιστολιά, πνίγηκε σχεδόν από την κραυγή της. Ασυναίσθητα διπλώθηκε μπροστά, με τα μεγάλα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα το ίδιο δευτερόλεπτο. Την ξαναέφερε στη σωστή στάση, πήγε ξανά στο σακίδιο, και γυρνώντας της έχωσε στο στόμα ένα λαστιχένιο ball gag και το έδεσε σφιχτά πίσω από τον αυχένα της. Ξαναστάθηκε όπως ακριβώς πριν, και κοιτάζοντας τη στα μάτια την ξαναχτύπησε γιά δεύτερη φορά, το ίδιο δυνατά, στο ίδιο πόδι. Το φίμωτρο έπνιξε αυτή τη φορά την κραυγή του πόνου της και δίπλα στο κόκκινο σημάδι που υπήρχε ήδη εκεί, εμφανίσθηκε κι ένα δεύτερο. Και μετά, ένα τρίτο... Πρίν πάει από την άλλη πλευρά γιά να ζωγραφίσει σημάδια και στο άλλο πόδι της, έφερε το crop ψηλά ανάμεσα στα μπούτια της, και χάιδεψε με την άκρη του τα εκτεθειμένα, ερεθισμένα της μουνόχειλα, που πάλλονταν. Η Φ. γύρισε το κεφάλι της απότομα, και τον κοίταξε παρακλητικά, σχεδόν έντρομα. Όχι, δεν ήταν δυνατό να τη χτυπήσει εκεί... Ο Θ. της χαμογέλασε, της έδωσε μόνο ένα πολύ ελαφρό, παιχνιδιάρικο χτυπηματάκι που όμως την έκανε ν’ αναπηδήσει, και πήγε από την άλλη πλευρά, γιά τα πραγματικά χτυπήματα...

    Την άφησε γιά κάμποσο εκεί, να χωνέψει και ν’ απολαύσει την εικόνα της στον καθρέφτη, όπως μόνο από την άκρη του μυαλού της είχε περάσει μέχρι πριν λίγο. Δεμένη, φιμωμένη, με κολλάρο κι αλυσίδες, με τον συνεχόμενο πόνο από τα κλιπς στις ρώγες της, ολόγυμνη, με τα μπούτια και το μουνί ορθάνοιχτα, σημαδεμένη απ’ το μαστίγιο... Απόλυτα ανίσχυρη, παραδομένη και υποταγμένη... Ο ίδιος κάθησε σε μιά πολυθρόνα μπροστά στο τραπέζι της γραμματείας, άναψε τσιγάρο, κι έμεινε να θαυμάζει κι αυτός το έργο τέχνης που είχε μπρος στα μάτια του. Και ν’ απολαμβάνει το θολό βλέμμα στα υγρά της μάτια... Η Φ. ζούσε μέσα σ’ ένα υγρό όνειρο, το σύννεφο της κάβλας που τη σκέπαζε έκανε φοβερά δύσκολο γιά το μυαλό της να ξεχωρίσει τη φαντασίωση απ’ την πραγματικότητα. Το σίγουρο ήταν, πως δεν μπορούσε να σκεφτεί απολύτως τίποτε... Μπορούσε μόνο να αισθάνεται...

    Τραβώντας την βίαια απ’ τα μαλλιά μετά από ένα δεκάλεπτο, τη σήκωσε όρθια. Τα πόδια της έτρεμαν ακόμη περισσότερο τώρα, και την άφησε λίγο να σταθεροποιηθεί, κοιτώντας τη βαθειά στα μάτια. Έπιασε την αλυσίδα που ένωνε τα κλιπς, και την τράβηξε απότομα. Βόγγησε δυνατά πίσω από το φίμωτρο. «Το αντέχεις;» τη ρώτησε, «ή είναι ανυπόφορο;». Σκέφτηκε γιά δυό δευτερόλεπτα, κι έπειτα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Good girl», σκέφτηκε ο Θ. Θα πονούσε πολύ περισσότερο αργότερα, όταν θα της τα έβγαζε, αλλά ήθελε κι εκείνος να συνεχίσει να τη βλέπει γιά λίγο ακόμη έτσι... Είχε βγάλει πιά το σακάκι του, και το είχε αφήσει εκεί που καθόταν πριν. Έπιασε την αλυσίδα του κολλάρου της, και τραβώντας τήν οδήγησε πίσω στον καναπέ, εκεί που είχε αρχίσει το παιχνίδι τους. Κάθησε στην ίδια θέση, και την έβαλε να γονατίσει εμπρός του. Της έβγαλε το gag από το στόμα, έχωσε μέσα τρία δάχτυλα, και την άφησε να του τα γλύψει. Το έκανε πολύ καλά, τον ερέθιζε τρομερά. Άνοιξε το φερμουάρ του, έβγαλε τον πρησμένο πούτσο του, και της έσπρωξε το κεφάλι προς τα κάτω. Κάθησε πίσω άνετα, έκλεισε τα μάτια, και ένοιωσε τα καφτά της χείλια να τον τυλίγουν. «Όλο μέσα, μέχρι βαθειά στο λαρύγγι σου», της είπε. «Θέλω να νοιώθω το σαγώνι σου, ν’ ακουμπάει στ’ αρχίδια μου...». Δεν χρειάστηκε να της ξαναπεί τίποτε, ούτε καν ν’ ανοίξει τα μάτια του. Ήταν τέλειο... Παρότι δεν την διευκόλυναν τα δεμένα χέρια της και παρά το ότι τα σχοινιά ανάμεσα στα πόδια της άνοιγαν το μουνί της και τρίβονταν πάνω στην κωλοτρυπίδα της σχεδόν οδυνηρά, ανεβοκατέβαζε το κεφάλι της γλείφοντας, ρουφώντας και σκύβοντας όσο χρειαζόταν γιά να τον παίρνει πραγματικά ολόκληρο μέσα στο βελούδινο στόμα της πρόθυμα, ευσυνείδητα, σχεδόν λαίμαργα... Ο Θ. ένοιωσε πως δεν θ’ αργούσε να τον τελειώσει. Δεν ήθελε να τελειώσει ακόμη. Άπλωσε το χέρι του, της έσπρωξε το κεφάλι πάνω στον πούτσο του μέχρι που πραγματικά αισθάνθηκε το σαγώνι της να ακουμπά στ’ αρχίδια του, και την κράτησε γιά κάμποσα δευτερόλεπτα εκεί... Δεν την άφησε, μέχρι που άρχισε να αγκομαχά γιά αέρα. Την άρπαξε απ’ τα μαλλιά και τράβηξε το κορμί της προς τα πίσω, δυνατά. Το υγρό της βλέμμα και τα άλικα, μισάνοιχτα χείλη της που ανάμεσά τους έσταζαν σάλια και υγρά της κάβλας του και μούσκευαν τα στήθη της, έφτιαχναν και πάλι έναν έξοχο, αριστουργηματικό πίνακα... «Φτάνει, αχόρταγη τσούλα», της είπε. «Δεν θέλω να χύσω στο στόμα σου. Θέλω να χύσω στο μουνί σου... Σήκω όρθια, και γύρνα».

    Η Φ. στάθηκε όρθια ανάμεσα στα ανοιχτά του πόδια, και του γύρισε την πλάτη. Ένοιωσε τα χέρια του να χουφτώνουν και ν’ ανοίγουν τον κώλο της βίαια, βάναυσα. Κάποια δάχτυλα χώθηκαν ανάμεσα στα σχοινιά και το δέρμα της ακριβώς κάτω από τη μέση της, και τα σχοινιά τραβήχτηκαν δυνατά, πονώντας την ανάμεσα στα μπούτια κι ανοίγοντας τα μουνόχειλά της ακόμη περισσότερο. Βόγγησε, πιό πολύ από κάβλα όμως, παρά από τον πόνο. Ένα χέρι χαστούκισε κάμποσες φορές τα κωλομέρια της με πολλή δύναμη. Σε κάποια απ’ τα χτυπήματα δεν μπόρεσε ν’ αποφύγει να φωνάξει. Σκέφτηκε πως θα ήταν γεμάτη κόκκινες δαχτυλιές τώρα. Λυπόταν που δεν μπορούσε να τις δει... Θυμήθηκε τα σημάδια από το crop στα μπούτια της, κι έσκυψε λίγο μπροστά. Ήταν ακόμη εκεί, αρκετά έντονα. Ένοιωσε το μουνί της να συσπάται στη θέα τους, και σταγόνες από μέσα της έσταξαν στη μοκέτα... Πότε θα άρχιζε επιτέλους να τη γαμάει; Αυτή η καθυστέρηση, ήταν που την πονούσε πιό πολύ απ’ όλα... Είδε επιτέλους τα γόνατά του να ξεπροβάλλουν ανάμεσα στα ανοιχτά της πόδια. Κοίταξε ανάμεσά τους, και είδε το χέρι του να κρατάει γερά τον καβλωμένο πούτσο του. «Κάτσε εδώ πάνω», τον άκουσε να λέει. Επιτέλους...

    Λύγισε αργά τα πόδια της, και προσπάθησε να σημαδέψει με την ανοιχτή της τρύπα το σάρκινο παλούκι που την περίμενε. Τη βοήθησε κατευθύνοντάς την, τραβώντας την απ’ τα σχοινιά... Μόλις ένοιωσε το μαλακό κεφάλι να γλιστράει ανάμεσα στα υγρά, πρησμένα χείλη της, μούγκρισε τόσο δυνατά, που φοβήθηκε πως θ’ ακουγόταν ως τον κάτω όροφο. Το μουγκρητό της έμοιαζε να κάνει την ψωλή του να φουσκώνει, και να μακραίνει ακόμη περισσότερο. Τα χέρια του την άρπαξαν από τους ώμους, και την τράβηξαν απότομα προς τα κάτω. Χώθηκε ολόκληρος μέσα της, σε όλο του το μήκος. Ανασηκώθηκε και ξανακαρφώθηκε πάνω του με όλο της το βάρος μιά, δυό φορές, και στην τρίτη άρχισε να χύνει, μέσα σε άγριους σπασμούς και κραυγές, που δεν σταμάτησαν, νόμισε, παρά πολλές ώρες αργότερα... Δεν την άφησε να ξεκουραστεί, ή έστω να πάρει ανάσα... Πίστεψε πως πρέπει να τον είχε θυμώσει τελειώνοντας τόσο γρήγορα, γιατί σηκώθηκε, σηκώνοντας κι εκείνη μαζί του έτσι όπως ήταν χωμένος βαθιά μέσα της, και της είπε με βραχνή, απότομη φωνή να γονατίσει, γονατίζοντας κι αυτός μαζί της, κολλημένος πίσω της. Μόλις το μέτωπό της ακούμπησε στη μοκέτα άρχισε να την πηδάει μανιασμένα, τραβώντας την απ’ τους γοφούς της πάνω του. Τον αισθανόταν τεράστιο. Δεν ήξερε αν πράγματι συνέχιζε να μεγαλώνει όσο μπαινόβγαινε μέσα της ή εκείνη ήταν τώρα πιό στενή, απ’ τα σχοινιά που σ’ αυτή τη θέση έσφιγγαν το μουνί της... Δε νοιαζόταν, όμως... Σύντομα άρχισε να βογγάει και πάλι καθώς τα μούτρα της τρίβονταν στο χαλί που τό ’βρεχαν τα σάλια που έτρεχαν απ’ το μισάνοιχτο, στην προσπάθειά της να πάρει λαχανιασμένες ανάσες, στόμα της... Ο ρυθμός του συνέχισε στο ίδιο δαιμονισμένο τέμπο μερικά λεπτά, μέχρι που εκείνη άρχισε και πάλι να μουγκρίζει δυνατά, και το κορμί της να συσπάται. Ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν τον οργασμό της, ο Θ. την άρπαξε με το ένα χέρι απ’ τα μαλλιά και τράβηξε βίαια το κεφάλι της προς τα πίσω. Το κορμί της καμπύλωσε τελείως, κι ένοιωσε τον πούτσο να σκάβει τα βάθη της κοιλιάς της. Με το άλλο χέρι του έπιασε την αλυσίδα που ένωνε τα κλιπς που έσφιγγαν τις ρώγες της, και τραβώντας απότομα και δυνατά τα ξεκόλλησε απ’ το στήθος της... Ο απίστευτος, ξαφνικός πόνος, σαν δυό χοντρά πυρωμένα καρφιά που την τρύπησαν, διαπέρασε το στήθος της, βγήκε από πίσω ανάμεσα στις ωμοπλάτες της και ξαναχώθηκε στο κρανίο της από κάποιο σημείο ψηλά στον αυχένα της, γιά να καταλήξει σε μιάν έκρηξη πίσω από τα μάτια της, που η εκτυφλωτική της λάμψη έβαψε τα πάντα γύρω κόκκινα... Η κραυγή της, που αυτή τη φορά σίγουρα ακούστηκε πολύ μακρυά, ακολουθήθηκε από έναν οργασμό ακόμη εντονότερο και μεγαλύτερης διάρκειας από τον προηγούμενο, που έκανε και τον Θ. να τελειώσει. Τον άκουσε και κείνον να ανασαίνει γρήγορα και πολύ βαριά και να μουγκρίζει σαν θηρίο, και νόμισε πως ο κρουνός που είχε χωμένον μέσα της ήταν αστείρευτος, πως δεν θα σταμάταγε ποτέ να γεμίζει με τους χυμούς του τα σωθικά της...

    Την άφησε ν’ ακουμπήσει πάλι το κεφάλι της στο πάτωμα, και να χαλαρώσει. Βγήκε από πίσω της στάζοντας κι έκατσε πίσω στον καναπέ, κοιτάζοντας τα μεταξένια της μουνόχειλα που συνέχισαν να συσπώνται επί ώρα. Προσπαθούσε να πείσει κι εκείνος την καρδιά του να επιστρέψει σε κανονικούς ρυθμούς, όταν τ’ αυτιά του έπιασαν μιά γρήγορη, λαχανιασμένη ανάσα που δεν ανήκε ούτε σ’ αυτόν ούτε στην Φ., κι ένα βαθύ αναστεναγμό που παρότι είχε προσπαθήσει να κρυφτεί, τελικά είχε ξεφύγει. Είδε τη σκοτεινή χαραμάδα στην πόρτα της αποθηκούλας απέναντί του, και κατάλαβε...


    Η Κ. βλέποντας την Φ. όπως την έβλεπε τόση ώρα, δεμένη, μαστιγωμένη, ερεθισμένη όσο ποτέ δεν είχε μπορέσει να το φανταστεί, έρμαιο στα χέρια και τις ορέξεις του Θ. να δέχεται όσα της έκανε πειθήνια κι υπάκουα όλο και πιό παραδομένη, με όλο και πιό θολό από την κάβλα βλέμμα, να ρουφάει τον πούτσο του ως το λαρύγγι της κι έπειτα να γαμιέται σαν την ξαναμένη σκύλα μπρός στα μάτια της, κι ακούγοντας το ουρλιαχτό του πόνου της να καταλήγει σε κείνο τον απίστευτο οργασμό, δεν είχε μπορέσει να μη χώσει τη μισή παλάμη της μέσ’ στο μουνί της και να μην τη σπρώχνει δυνατά ακόμη πιό βαθειά, προσπαθώντας να νοιώσει κι εκείνη λίγο από τον πόνο και την ένταση... Σφίχτηκε και δαγκώθηκε, προσπάθησε στο τέλος να συγκρατηθεί, αλλά κάποια στιγμή συνειδητοποίησε πως έχυνε, με την ανάσα της να βγαίνει σφυριχτή κι αναστενάζοντας, χαμηλόφωνα βέβαια, αλλά τόσο που θα μπορούσε και να έχει ακουστεί... Προσπάθησε να ηρεμήσει, ανατριχιάζοντας έντονα καθώς με κόπο έβγαζε τα δάχτυλά της από μέσα της, προσπαθώντας όμως να μην ξανακάνει τον παραμικρό θόρυβο... Η Φ. αποκλείεται να την είχε ακούσει, γι’ αυτό ήταν σίγουρη, κοίταζε όμως τρομοκρατημένη σχεδόν το Θ. που καθόταν πιά στον καναπέ, περιμένοντας με αγωνία την επόμενή του κίνηση...

    Τον είδε να κουμπώνεται, ν’ απλώνει το χέρι και να χαϊδεύει γιά λίγο τον κώλο της Ε. σχεδόν τρυφερά, κι έπειτα να σκύβει και να ψαχουλεύει ξανά στο σακίδιό του, που βρισκόταν ανοιχτό στο πάτωμα, δίπλα στο αριστερό του πόδι. Ανακουφίστηκε, πιστεύοντας πως τελικά ο δικός της οργασμός είχε περάσει απαρατήρητος...
    Ο Θ. σηκώθηκε κρατώντας στο χέρι του μιά βαριά, φθαρμένη δερμάτινη ζώνη διπλωμένη στα δύο, και κατευθύνθηκε με πολύ γρήγορα βήματα και αστραπές να σκάνε στα μάτια του προς το μέρος της. Καθώς τον είδε να πλησιάζει άρχισε να τρέμει σύγκορμη κι ένοιωσε τα γόνατά της να κόβονται, να μην μπορούν να κρατήσουν το βάρος της. Ίσως θα είχε πράγματι σωριαστεί στο πάτωμα, αν δεν προλάβαινε ο Θ. ν’ ανοίξει απότομα την πόρτα, να την αρπάξει απ’ τα μαλλιά, και να τη σύρει ως το κέντρο του σαλονιού όπου την πέταξε εκείνος στο πάτωμα, ένα-ενάμιση μέτρο μακρυά από το κεφάλι της Φ.

    Η φούστα του λινού ταγιέρ που φορούσε κανονικά έφτανε λίγο πάνω από το γόνατο, αλλά έτσι όπως βρισκόταν τώρα πεσμένη στο πάτωμα είχε σηκωθεί ψηλά, αποκαλύπτοντας τελείως τους καλοσχηματισμένους μηρούς της. Κοιτούσε τον Θ. έντρομη, χωρίς να μιλά, και σχεδόν χωρίς να τολμάει ν’ αναπνεύσει. Το γεμάτο ένταση βλέμμα της δεν μπορούσε να μείνει στα δικά του μάτια γιά περισσότερο από κλάσματα δευτερολέπτου, αλλά έτσι κι αλλοιώς αυτό που κυρίως κοίταζε ήταν το δεξί του χέρι, που κρατούσε σφιχτά, πολύ σφιχτά –έβλεπε τις αρθρώσεις των δαχτύλων του να έχουν ασπρίσει από το σφίξιμο, στο χέρι του υπήρχε τόση οργή όση και στο πρόσωπό του- τη ζώνη... Δεν την ωφέλησε, σε τίποτε. Προσπάθησε να σηκώσει το δεξί της χέρι γιά να προστατευτεί από το χτύπημα, αλλά δεν είχε προλάβει να το κινήσει ούτε δέκα πόντους όταν η βαριά δερμάτινη λουρίδα έσκασε πλαταγίζοντας ψηλά στο μπούτι της. Έβγαλε μόνο μιά κοφτή κραυγή, όχι πολύ δυνατή, που έδειξε περισσότερο απορία παρά πόνο. Είχε πονέσει, πολύ, αλλά αυτό που της έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το φαρδύ κόκκινο σημάδι που σχηματίστηκε αστραπιαία στο λευκό της δέρμα. Το κοιτούσε σαν να μην πίστευε πως ήταν χαραγμένο πάνω στο δικό της πόδι. Θα το πίστευε... Το δεύτερο χτύπημα έπεσε πάνω ακριβώς στο πρώτο, κάνοντάς τη αυτή τη φορά να φωνάξει δυνατά. Γύρισε το κεφάλι της απότομα και τον κοίταξε ελαφρά δακρυσμένη, αλλά πολύ θυμωμένη. Της κόστισε. Πέταξε κάτω τη ζώνη, προχώρησε γρήγορα ένα βήμα και τη χαστούκισε δυνατά στο πρόσωπο με την ανάστροφη του χεριού του... Πήγε να κρύψει το πρόσωπό της μέσ’ στα χέρια της, αλλά δεν της έδωσε το χρόνο. Την άρπαξε από τα μαλλιά και τραβώντας, τη σήκωσε όρθια. Την κράτησε εκεί, τραβώντας τα μαλλιά της τόσο που να σηκώνεται στις μύτες των ποδιών μορφάζοντας, και πιάνοντας με το άλλο χέρι γερά το πηγούνι της, γύρισε το πρόσωπό της προς το δικό του. «Μην ξαναβγάλεις τον παραμικρό ήχο αν δεν σου το επιτρέψω», της είπε απειλητικά.

    «Μα καλά, τί νομίζεις...» ξεκίνησε να του λέει, αλλά το δυνατό χαστούκι στο αριστερό της μάγουλο, τη σταμάτησε. Την τράβηξε απ’ τα μαλλιά ακόμη περισσότερο, σηκώνοντάς την σχεδόν τελείως απ’ το έδαφος, και την κάρφωσε με το βλέμμα, μισοκλείνοντας τα μάτια. Μίλησε φτύνοντας σχεδόν τις λέξεις: «Δεν με πείθεις». Και γιά ν’ αποδείξει πως είχε δίκιο που δεν τον έπειθε, έφερε το χέρι του ανάμεσα στα μπούτια της, και χούφτωσε το μουνί της. Παραμέρισε το εσώρρουχο, κι έχωσε δυό δάχτυλα μέσα της. Τα τράβηξε, και τα έφερε μπροστά στα μάτια της. Γυάλιζαν, μουσκεμένα. «Δεν με πείθεις καθόλου», επανέλαβε. Είδε με ικανοποίηση το θυμό στο βλέμμα της να σβήνει, καθώς τo χαμήλωνε... Χαλάρωσε το τράβηγμα στα μαλλιά της σταδιακά, αφήνοντάς την σιγά-σιγά να πατήσει κανονικά τα πόδια της στο πάτωμα. Άρχισε έπειτα να της σπρώχνει το κεφάλι προς τα κάτω, αργά αλλά σταθερά, αναγκάζοντάς τη να σκύψει. «Πιάσε με τα χέρια σου τους αστραγάλους σου», της είπε, «και μείνε εκεί». Με την άκρη του ματιού της τον είδε να σηκώνει τη ζώνη, να τη διπλώνει ξανά, και πριν να προλάβει καν να προετοιμαστεί γιά το χτύπημα, να την κατεβάζει με φόρα πάνω στα κωλομέρια της. Βόγγησε, αλλά ο πόνος δεν ήταν ανυπόφορος, μιά και την προστάτευε αρκετά η φούστα. Της έριξε άλλες δύο, μιά δυνατότερη, και μιάν ακόμη δυνατότερη που την έκανε να δαγκώσει δυνατά τα χείλια της, κι έπειτα χούφτωσε τον κώλο της με την παλάμη του. «Μην κουνηθείς καθόλου» της είπε, «αν δεν σου πω». Την άφησε εκεί, διπλωμένη στα δύο, να κρατάει τους αστραγάλους με τα χέρια της, και έστρεψε την προσοχή του ξανά στην Φ. ...


    (Tο be continued)



     
  10. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Wow MindMaster... 
     
  11. Lady_Dementia

    Lady_Dementia DemonLure the Seductive Contributor

    Ε όχι... δεν θα έπρεπε να το σταματήσετε τόσο απότομα.. κάνει και ζέστη!!!

    Πφφφ..

     



    Πολύ όμορφο MindMaster.. όπως και όλα τα προηγούμενα άλλωστε! Δηλώνω φαν σας!  


    Μην την αργήσετε τη συνεχεια..
     
  12. MindMaster

    MindMaster Contributor

    Απάντηση: "Teach the Teacher" (ένα διήγημα).

    Φαν μου;  

    Είστε η μετριοφροσύνη προσωποποιημένη, Λαίδη μου...  

    Υπόσχομαι να πράξω ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν, γιά να παραδώσω τάχιστα...