Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ashes to Ashes

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος MindMaster, στις 24 Σεπτεμβρίου 2009.

Tags:
  1. MindMaster

    MindMaster Contributor



    Τινάχτηκα απ’ τον καναπέ μουγκρίζοντας, στις τέσσερεις η ώρα το πρωί. Έτσι κι αλλοιώς δεν θα κοιμόμουν πλέον, ήταν σίγουρο, κι ήμουν επίσης βέβαιος πως μέχρι που να γίνει αυτό που έπρεπε να γίνει πιά, δεν θα ξανακοιμόμουν, εκτός κι αν έπεφτα αναίσθητος.

    Έψαξα τα κλειδιά του υπογείου μέσα στο συρτάρι με κινήσεις βίαιες και διόλου αποτελεσματικές. Τα βρήκα αρκετά μετά, πολύ πιό φουρκισμένος απ’ ότι όταν ξεκίνησα, βγήκα από το διαμέρισμα κοπανώντας την πόρτα πίσω μου, και με βαριά βήματα, κατέβηκα στο υπόγειο.

    Στάθηκα στην πόρτα της αποθήκης, άναψα το φως και έριξα στα πράγματα που στοιβάζονταν εκεί μέσα κι έπιαναν τόσο τόπο άδικα, μιαν αηδιασμένη, περιφρονητική ματιά. Σκουπίδια, όλα. Στα σκουπίδια όλα, λοιπόν.

    Ξήλωσα τα πάντα τραβολογώντας, σκίζοντας και σπάζοντας, τ’ ανέβασα στην αυλή, έφτιαξα ένα βουναλάκι με συντρίμια από την προηγούμενη ζωή μου, έβαλα φωτιά, και στάθηκα να τα παρακολουθώ, μ’ ένα ειρωνικό, πικρό χαμογελο, να καίγονται...

    Οι φλόγες είχαν φουντώσει κάμποσο ενώ εγώ πάσχιζα ν’ αποφασίσω αν θα μου άρμοζε να πέσω στην πυρά μπας και κατάφερνα έτσι να ξεπλυθούν οι αμαρτίες μου, όταν θυμήθηκα να βγάλω το κοστούμι του «κυρίου», και να το στείλω να καεί κι αυτό. Άρπαξε μ’ ένα «πουφ» μετά από λίγα δευτερόλεπτα, που το ακολούθησε το ηχηρό μου γέλιο. «Στον αγύριστο», το αποχαιρέτησα κουνώντας του το χέρι «μου πήγαινες, αλλά όχι και μέχρι τέτοιο σημείο υπερβολής»...

    Δεν κατάφερα να κάψω την πανοπλία του ιππότη. Την έλυσα κομμάτι-κομμάτι και βιδάκι-βιδάκι, αλλά όταν την έριξα στις φλόγες διαπίστωσα ότι όσο κι αν θα τό ’θελα, ποτέ δεν θα κατάφερνα ν’ απαλλαγώ οριστικά από δαύτη. Μαύριζε βέβαια, το λούστρο της καψαλιζόταν και φουσκάλιαζε, αλλά στο τέλος, όταν όλα τ’ άλλα είχαν γίνει στάχτη, ήταν ακόμη εκεί, περιγελώντας τόσο τις φλόγες που είχαν περάσει ανώφελα από πάνω της, όσο κι εμένα, που είχα πιστέψει πως ήταν κάτι που το φόραγα, ενώ στ’ αλήθεια βρισκόταν πάντα κάτω από το δέρμα μου... Τη μάζεψα ξανά, και τη φύλαξα στο πατάρι. Μπορεί στο μέλλον να τη δείχνω λιγότερο συχνά, αλλά ως φαίνεται, δεν μπορούμε να υπάρξουμε ο ένας χωρίς τον άλλο...

    Τώρα πάντως, τα ρούχα μου δεν ήταν πιά λαμαρίνες και cool wool. Τώρα με σκέπαζαν πιά οι ορμόνες. Αδρεναλίνη είχα ντυθεί από την κορφή ως τα νύχια, και τεστοστερόνη.

    Ξανακατέβηκα στο υπόγειο με μιά μεζούρα (4 Χ 5 είναι, μεγάλο δωμάτιο), κι άρχισα να σχεδιάζω με το μυαλό και να μετράω, πού ακριβώς θα έμπαινε το κάθε τι...



    Δεν ήταν ότι δεν είχα δει αρκετά από κείνην. Κομμάτι-κομμάτι την είχα δει ολόκληρη, ακόμη και κομμάτια που λογικά δεν θα έπρεπε να ελπίζω ότι θα τα έβλεπα πριν πέσει στο κρεββάτι μου... Δεν ξέρω λοιπόν, γιατί τα γύρισε όλα τούμπα, εκείνη η μιά φωτογραφία. Κι όμως. Από την ώρα που την είδα, δεν είχα πιά γνωρίσει ούτε μιά στιγμή ηρεμίας. Οι μέρες μου ήταν πιά ένα συνεχές μαρτύριο, κι οι νύχτες μου μιά μεγάλη, ατελείωτη ονείρωξη. Δεν μπορούσα να τ’ αντέξω πλέον, δεν γινόταν. Δεν έπρεπε ν’ αντέξω άλλο άλλωστε, ήταν ηλιθιότητα. Της είχα φερθεί πολύ άσχημα, έπρεπε να τ’ ομολογήσω. Παλεύοντας να της δώσω τα πάντα, της είχα στερήσει τα απολύτως στοιχειώδη. Προσπαθώντας να είμαι φίλος, στήριγμα, χαρά, γλύκα, ανακούφιση, διασκέδαση, σιγουριά, σταθερότητα, είχα πάψει να είμαι το μόνο που ήταν ίσως αναγκαίο: Άντρας...

    Εκείνη έφταιγε γι’ αυτό όμως, και θα το πλήρωνε. Θα το πλήρωνε βέβαια παίρνοντας, αλλά επιτέλους, θα το πλήρωνε... Ας μην με είχε κάνει να την ερωτευθώ όπως την ερωτεύθηκα, κι ας μην είχε ξυπνήσει το κτήνος μέσα μου πετώντας «θέλετε να φοράω εσώρρουχο, ή όχι;», σε μιάν άσχετη κουβέντα... Έστω και με κοστούμι, έστω και με την πανοπλία πάνω απ’ το κοστούμι, το κτήνος δεν έπαυε να είναι κτήνος και νά ’ναι πάντα κάπου εδώ τριγύρω. Μήπως το είχα κρύψει άλλωστε ποτέ αυτό;



    Το άλλο που δεν ξέρω, είναι τό γιατί αποφάσισε τελικά να έρθει... Κατάλαβε πως αυτά που στην ουσία πάντα ήθελε είχε έρθει πιά η ώρα να τα πάρει, ή ένοιωσε πως από αυτά που την περίμεναν, δεν υπήρχε πλέον τρόπος να γλυτώσει; Ή ίσως και τα δυό;

    Αδιάφορο, την ώρα τουλάχιστον που άκουγα το κουδούνι να χτυπά... Με μάτια θολά απ’ την αδημονία, με το δέρμα μου ν’ ανατριχιάζει τόσο που νόμιζα πως θ’ άνοιγε με μιάς όπου άγγιζε το δικό της, μίλησα στο θυροτηλέφωνο, πατώντας το κουμπί: «Αριστερά από τ’ ασανσέρ. Κατέβα τα σκαλιά, και περίμενέ με».

    Δεν την κοίταξα καθόλου στο πρόσωπο, απέφυγα να βυθιστώ μέσα σ’ εκείνα τ’ απίστευτα μάτια της. Δεν ήθελα να ξεπέσω και πάλι στη γλύκα και την τρυφερότητα. Δεν ήθελα, εκείνη την ώρα, ν’ αγγιχτούν οι ψυχές μας, καθόλου. Τη σάρκα της ήθελα ν’ αποκτήσω επιτέλους, το κορμί της ήθελα να κατακτήσω με κάθε τρόπο, την ήθελα έρμαιο στην κάθε μου επιθυμία, μιά κούκλα με απαλό δέρμα στα χέρια μου που θα την έκανα ότι ήθελα... Δεν της μίλησα καθόλου όταν κατέβηκα, δε ήθελα ν’ ακούσω τη φωνή της, ήξερα πόσο βαθιά μέσα μου θα έφτανε... Όχι, δεν ήθελα αυτό. Όχι τώρα. Αυτό που ήθελα εκείνη τη στιγμή συμπυκνωμένης κάβλας ενός χρόνου, ήταν να την πάρω έτσι όπως δεν θα μπορούσε να το κάνει κανείς άλλος, παρά μόνο εγώ. Να τη νοιώσω να λειώνει από κάτω μου, αυτό ήταν το μόνο που ήθελα την ώρα εκείνη. Τη σάρκα της να σπαρταράει στα χέρια μου, από πόνο κι ηδονή. Κι ήθελα να την ξεσκίσω, να την ανοίξω τόσο, που να χωθώ ολόκληρος μέσα της, εκεί που ήξερα ότ’ ήταν το μοναδικό σημείο στον κόσμο ολόκληρο, όπου θα ήμουν ξανά ολόκληρος κι ευτυχισμένος...



    Την άρπαξα απ’ τα μαλλιά και τράβηξα το κεφάλι της απότομα προς τα πίσω. Τα τόσο επικίνδυνα μάτια της έκλεισαν, και τα κόκκινα χείλη μισάνοιξαν μ’ ένα κοφτό αναστέναγμό. Έχωσα το μουσούδι μου στη βάση του άσπρου λαιμού της που καμπύλωνε με τρόπο απόλυτα προκλητικό, πήρα βαθειά ανάσα από τη μυρωδιά της κι έκλεισα τα δόντια μου δαγκώνοντας δυνατά τρυφερό κρέας κι ευωδιαστό δέρμα. Δεν περίμενε να πονέσει τόσο. Φώναξε, αν κι όχι πολύ δυνατά. Τραβώντας πάντα το λαιμό της τεντωμένο, ανασηκώθηκα και ψιθύρισα στ’ αυτί της, μιά μόνο λέξη: «Βούλωστο».

    Την έσυρα σχεδόν μέχρι την πόρτα της αποθήκης, σκυμένη μπροστά, κρατώντας πάντα τα μαλλιά της. Άνοιξα τη πόρτα και το φως με το αριστερό, και την έσπρωξα βίαια μέσα.

    Κοίταξε γύρω της έκπληκτη. Δεν της είχα πει ότι γιά χάρη της, είχα αποκτήσει μπουντρούμι. Δεν την είχα φέρει εδώ όμως, γιά τουρισμό. Της έδειξα τον ξύλινο πάγκο, στ’ αριστερά. «Εμπρός», της είπα, «ξεκίνα. Θέλω να δω ζωντανά, ολόκληρο, μόνο γιά τα δικά μου μάτια, αυτό που είδα στη φωτογραφία». Την είδα να το σκέφτεται γιά ένα δευτερόλεπτο, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στους τοίχους, τους κρίκους και τις αλυσίδες που κρέμονταν εκεί και τη μικρή μου συλλογή από «εργαλεία της δουλειάς», όλα τακτοποιημένα κι εύκολα προσβάσιμα. «Γδύσου, πουτάνα», γρύλλισα με μισόκλειστα μάτια που γυάλιζαν...

    Με βλέμμα γεμάτο βουλημία την παρακολούθησα να βγάζει το κοντό μαύρο φόρεμα. Κατάλαβα πως δεν ανέπνεα κανονικά και μέτρησα από μέσα μου αργά γιά κάμποσο, μέχρι να ηρεμήσω. Δεν ήταν εύκολο... Είχε απομείνει εκεί απέναντι, φορώντας μόνο το μαύρο στρινγκ, την καλτσοδέτα στο δεξί πόδι και τις ψηλές μαύρες μπότες ( εκτός εποχής, μα ποιός νοιαζόταν; ). Νομίζω πως δεν ήξερε τί να κάνει τα χέρια της. Θα ήθελε πιστεύω να καλύψει τα στήθη της μ’ αυτά, μα ήταν και πολύ περήφανη γιά να το κάνει. Κοίταζε προς το μέρος μου αλλά χαμηλά, και περίμενε. Έκανα τρία γρήγορα βήματα, και φθάνοντας ακριβώς μπροστά της, της άστραψα ένα δυνατό χαστούκι στο αριστερό μάγουλο. Πριν ακόμη περάσει το ξάφνιασμα, την άρπαξα ξανά απ’ τα μαλλιά και την πέταξα σχεδόν, πάνω στο ξύλο του πάγκου. «Πάρε τη θέση σου, τσούλα», της φώναξα. «Τα μπούτια ανοιχτά, τα χέρια πίσω».

    Την είδα να κοκκινίζει λίγο, δεν ξέρω αν ήταν από ντροπή, θυμό, ή ερεθισμό. Πάντως το έκανε. Κάθησε κι άνοιξε τα πόδια της όπως ακριβώς είχε ποζάρει κάποτε. Έγλειψα τα χείλη μου, την πλησίασα πάλι, και χούφτωσα απότομα και δυνατά το μουνί της, πάνω από το λεπτό μαύρο ύφασμα του στρινγκ. Αναστέναξε, κι εγώ ένοιωσα ότι το μαύρο κομματάκι πανί, ήταν ήδη υγρό. Αρκετά υγρό. Το τράβηξα δυνατά και τό ’σκισα. Με μία κίνηση σχεδόν, τραβώντας τα μαλλιά της, την ανάγκασα ν’ ανοίξει το στόμα, και τό ’χωσα ανάμεσα στα χείλη της. Έβηξε, φάνηκε να πνίγεται, τα μάτια της δάκρυσαν, αλλά της κράτησα το στόμα κλειστό, μέχρι που ηρέμησε. «Έτσι μπράβο», τη φιλοδώρησα. «Δεν ξέρεις πόσο καιρό σε ονειρεύομαι, με την κιλότα σου στο στόμα».

    Πέρασα κι ένα κομμάτι δυνατή κολλητική ταινία πάνω από τα χείλη της, έκανα ένα βήμα πίσω και τη θαύμασα. Το δέρμα της έλαμπε εκτυφλωτικά, οι απαλές καμπύλες των μπουτιών της θύμιζαν παραδείσιες λοφοπλαγιές, το τέλεια αποτριχωμένο και υγρό μουνί της τόσο προκλητικό που θ’ άξιζε γι’ αντάλλαγμα, αιώνια διαμονή στην κόλαση... Τα μπούτια της... Τόσο όμορφα, τόσο απαλά, τόσο λευκά... Ξεκρέμασα από τον τοίχο στα δεξιά μου το μαύρο slapper, δυό στενόμακρες λωρίδες χονδρού δέρματος, η μιά πάνω στην άλλη. Την κάρφωσα με το βλέμμα. «Μην τολμήσεις να κλείσεις τα πόδια», της είπα. «Μην κινηθείς, ούτε εκατοστό».

    Κατάφερε να μην κινήσει καθόλου τα πόδια της, παρά τον πόνο. Την χτύπησα πέντε φορές στο κάθε μπούτι, στην τρυφερή μέσα πλευρά, με δύναμη. Έγερνε τον κορμό της μπροστά στο κάθε χτύπημα, και το κάθε βογγητό της ήταν δυνατότερο από το προηγούμενο. Τα μάτια της γέμισαν γρήγορα δάκρυα, κάνοντάς την ακόμη πιό όμορφη, εάν βέβαια υπήρχε τέτοια έννοια. Πιό όμορφη την έκαναν και τα κόκκινα σημάδια στα μπούτια της, τόσο που αφού έπαψα να τη χτυπάω, έμεινε να τα κοιτάζει επί ώρα, χωρίς να σηκώνει τα μάτια...

    Της έδεσα τα χέρια με αλυσίδες περασμένες από τους κρίκους στον τοίχο πίσω της, κι έπειτα τα πόδια ορθάνοιχτα, από τους ίδιους κρίκους. Ήταν διπλωμένη στα δύο τώρα, κι απόλυτα εκτεθειμένη στα χέρια και τις διαθέσεις μου. Έχωσα απότομα τρία δάχτυλα στο πλημμυρισμένο της μουνί, και τα στριφογύρισα βίαια. Βόγγησε, και είδα περισσότερο ασπράδι από πριν, στα μάτια της. Έσπρωξα και το τέταρτο δάχτυλο του χεριού μου μέσα της, καθόλου γλυκά. Με κοίταξε λίγο έκπληκτη, νομίζω, δεν ήξερε πού ήθελα να φτάσω. Ούτε κι εγώ ήξερα, ήταν η αλήθεια, ως πού θα μ’ έφτανε...

    Τράβηξα το χέρι μου, έφτυσα το μουνί της και της το ξανάχωσα, με ακόμη περισσότερη δύναμη. Μούγκρισε και είδα μιάν υποψία παράκλησης στο βλέμμα της, δεν ήταν έτοιμη ακόμη γιά ολόκληρο το χέρι. Το δούλεψα πάντως μέσα-έξω επί ώρα, κάνοντάς τη να σφαδάζει από την κάβλα, ή και τον πόνο ίσως, κάποιες φορές που έσπρωχνα περισσότερο. Τέλος το τράβηξα αργά, έτσι που η τρύπα της να μείνει ορθάνοιχτη, και κοιτάζοντας εκεί, βλέποντας το κορμί της από μέσα, τό ’φερα μπροστά στα χείλη μου και το έγλυψα, ρουφώντας λαίμαργα τους χυμούς της. Κι εκείνη τη στιγμή, βλέποντάς με, άρχισε να χύνει...

    Το κορμί της σπαρταρούσε γιά ώρα πάνω στον πάγκο, και το αυτοσχέδιο φίμωτρο λίγο ωφέλησε στο να πνίξει τις φωνές της. Κρατούσα ήδη ένα μικρό flogger στα χέρια μου, όταν ηρέμησε κι άνοιξε τα μάτια. «Ποιόν ρώτησες αν μπορείς να χύσεις, καβλωμένο τσουλί;», τη ρώτησα. Πήγε να διαμαρτυρηθεί νομίζω, λέγοντας –όπως μπορούσε, δηλαδή με τα μάτια- πως της είχα στερήσει το δικαίωμα να μιλάει, αλλά γι’ αυτό ακριβώς το είχα κάνει. Μετά από μερικά χτυπήματα με την παλάμη μου πάνω στη μαλακή, υγρή σάρκα, άρχισα ν΄ανεβοκατεβάζω το μαστίγιο κι ομολογώ ότι οι συσπάσεις του κορμιού, τα πνιγμένα βογγητά και τα δάκρυά της ήταν τέτοια πανδαισία γιά τα μάτια και τ’ αυτιά μου, που χρειάστηκα όσα ψήγματα αυτοσυγκράτησης μου είχαν απομείνει, γιά να σταματήσω...



    Αρκετή ώρα αργότερα. Δεν είναι φιμωμένη πιά, ούτε δεμένη. Είναι στα τέσσερα, στο ψυχρό πάτωμα της αποθήκης. Φοράει το κολλάρο μου με τη μακρυά αλυσίδα να λαμπυρίζει, και μόνα άλλα κοσμήματα πάνω της τις δερμάτινες δέστρες που έχουν απομείνει από πριν στους καρπούς και τους αστραγάλους, και τα κλιπς που τσιμπάνε διαρκώς δυνατά τις ρώγες της, εδώ και ώρα. Το εκθαμβωτικά όμορφο σώμα της είναι γεμάτο σημάδια. Τα περισσότερα θα έχουν φύγει ως το επόμενο πρωί, θα μείνουν όμως μερικά, ως αποδείξεις του τρελλού μου έρωτα. Έχει τα πόδια λίγο ανοιχτά, όπως της ζήτησα, κι η μέση της σχηματίζει μιά καμπύλη που μόνο η δική της ευλυγισία θα μπορούσε να την καταφέρει, και μου προσφέρει μαζί με τα σφιχτά, τέλεια κωλομέρια της –κόκκινα από τ’ άγρια χάδια μου- ένα θέαμα που με κάνει να χάνω και πάλι το μυαλό μου. Κοιτάζει απέναντι, το είδωλό της στο μεγάλο καθρέφτη που έχω στερεώσει εκεί. Τα μάγουλά της είναι ακόμη κόκκινα κι αυτά απ’ τα χαστούκια και σε μερικά σημεία το σάλιο μου δεν έχει στεγνώσει καλά, από πριν, που γιά πρώτη φορά την είχα πάρει, πάνω στο στρώμα που υπάρχει στη γωνιά του δωματίου, βίαια, βάναυσα, σκληρά, φωνάζοντας βρισιές και φτύνοντάς την, μέχρι να νοιώσω τον οργασμό της, έναν οργασμό που δεν μπορώ να πιστέψω πως κατάφερε να τον κρατήσει μέχρι που να της δώσω εγώ την άδεια, να την τραντάζει σύγκορμη γιά ώρα πολύ, και να συμπαρασύρει κι εμένα σ’ έναν οργασμό που από μόνος του θ’ αρκούσε γιά να μου ξεπληρώσει ένα χρόνο υπομονής και εγκαρτέρησης...

    Γονατίζω μπροστά της, ολόγυμνος πιά κι εγώ –«πότε δεν ήμουν εγώ γυμνός μπροστά της;», σκέφτομαι- και ακουμπάω τον πούτσο μου πάνω στα μισάνοιχτα χείλη της. Τ’ ανοίγει περισσότερο και χώνομαι όλος μέσα στο στόμα της, που καίει. Το λαρύγγι της, κοχλάζει. Πιάνω την αλυσίδα του κολλάρου και την τραβάω, προσπαθώντας να βυθιστώ όλος μέσα της. Πνίγεται, αλλά προσπαθεί. Τραβιέται όσο μπορεί να πάρει μιά βιαστική ανάσα με σάλια να τρέχουν στο πάτωμα και τα μάτια της πάλι υγρά, αλλά την ξανακαρφώνω πάνω μου αμέσως, τραβώντας δυνατά την αλυσίδα. Ξανά, και ξανά και ξανά. Μέχρι που είμαι πάλι έτοιμος, σηκώνομαι κι έρχομαι και γονατίζω πίσω της, και μπαίνω πάλι στο μουνί της τραβώντας και πάλι την αλυσίδα, από πίσω αυτή τη φορά, σαν χαλινάρι, πνίγοντάς την... Ακούω την ανάσα της να σφυρίζει, να βγαίνει δύσκολα, αλλά βρίσκει αμέσως το ρυθμό που θέλω, λυγίζει ακόμη περισσότερο τη μέση της κι ανοίγει, έχω την εντύπωση, όλο και πιό πολύ το κορμί της, γιά να μ’ αφήσει να μπω όσο γίνεται βαθύτερα. Βυθίζω τον αντίχειρά μου στην κωλοτρυπίδα της, κι αρχίζω να κάνω το ρυθμό πιό γρήγορο, μέχρι που να κινούμαστε πιά κι οι δύο ξέφρενα, μέχρι που να μην υπάρχει πιά επιστροφή.

    Αφήνω την αλυσίδα, σκύβω, την πιάνω με τα δυό χέρια απ’ τους ώμους και την τραβάω ν’ ανασηκωθεί, χωρίς να βγώ από μέσα της. Σφίγγω με το αριστερό μου χέρι το λαιμό της και με το δεξί χουφτώνω το δεξί της στήθος δυνατά, κάνοντας το σφίξιμο του κλιπ στη ρώγα της, πολύ πιό οδυνηρό. Σκύβω το κεφάλι, χώνω τη μούρη μου μέσα στα μαλλιά της και τη δαγκώνω δυνατά στην ωμοπλάτη, τη στιγμή ακριβώς που οι δικοί μου σπασμοί αυτή τη φορά, φέρνουν τους δικούς της. Σφαδάζουμε κι οι δυό, φωνάζουμε ταυτόχρονα, ουρλιάζουμε μαζί λόγια ακατάληπτα, που είναι όμως τα μόνα που έχουν σημασία. Ακούω τί λέει, έστω και με το χέρι μου να σφίγγει το λαιμό της, αλλά φοβάμαι και πάλι να πιστέψω, πως καλά κατάλαβα. Κι εκείνη μ’ ακούει, αν και δεν ξέρω αν κι αυτή τη φορά καταλαβαίνει, μιά κι είμαι εγώ ο φιμωμένος ετούτη τη φορά, με τη σάρκα της, και πασχίζω, τρελλός απ’ τη γεύση απ’ το αίμα της που νοιώθω να βάφει τα χείλη μου, να φωνάξω «Σ’ αγαπάω! Πάρ’ το απόφαση επιτέλους, Σ’ ΑΓΑΠΑΩ!!!»...


     ​


     
  2. Απάντηση: Ashes to Ashes

    Κι άλλο.... (ξεψυχίζοντας)

     
     
  3. Υπέροχο..μαγικό.Η καύλα, ο αισθησιασμός, ο πόνος, ο έρωτας, η ηδονή, η αγάπη βγάζουν αυτό το εξαίσιο αποτέλεσμα. Μπράβο ΜΜ έγραψες πάλι..
     
  4. danai

    danai Regular Member

    Απάντηση: Ashes to Ashes

    (άφωνη)
     
  5. MasteR_PieR

    MasteR_PieR Regular Member

    Απάντηση: Ashes to Ashes

    Πολυ καλο+1000 
     
  6. Lady_Dementia

    Lady_Dementia DemonLure the Seductive Contributor

    Αχ, αυτά τα υπόγεια-μπουντρούμια!!!

    Πόσα μυστικά κρύβονται εκεί..


    Εξαιρετικό και άκρως απολαυστικό ανάγνωσμα,MindMaster!  ​
     
  7. Maley

    Maley Contributor

    Απάντηση: Ashes to Ashes

    υπεροχο..
     
  8. MasterPerris

    MasterPerris Contributor In Loving Memory

    Απάντηση: Ashes to Ashes

    Εγώ το έχω πει ότι, όσο υπάρχει εδώ ο MindMaster μην φοβάστε ότι το φόρουμ θα βαλτώσει.

    Μπράβο, φίλτατε, πολύ καλό είτε είναι δικό σου, είτε προέρχεται από άλλη πηγή!

    Και επειδή σου χρωστάω μια απάντηση απο ένα παλαιό μου ποστ που στα έχωνα ολίγον για του ότι τώρα τελευταία γράφεις κατά παντώς επιστητού, θέλω να σου πω ότι κακώς παρεξήγησες το ποστ μου, γιατί με αυτά που σου έγραψα ήθελα να σου πω ότι ναι εγώ κάποτε που δεν έγραφες σου είχα πει να γράφεις, όμως τον ΜΜ θέλω να τον διαβάζω σε σοβαρά θέματα ενώ σε θέματα της πλάκας θέλω να κρατάει αποστάσεις, γιατί ξέρω ότι ο ΜΜ είναι ένα απο τα πιό σοβαρά μέλη του φόρουμ έχοντας να μας πεί πολλά για τον χώρο του bdsm και δεν είναι εδώ για τον χαβαλέ, ούτε θέλει να είναι ο "μαϊντανός" του φόρουμ.

    Την καλησπέρα μου, φίλε, και πιστεύω να λύθηκε η όποια παρεξήγηση υπήρχε μεταξύ μας!
     
  9. MindMaster

    MindMaster Contributor

    Απάντηση: Ashes to Ashes


    Και πάλι μου τη λες, αγαπητέ μου Πέρρη, και απορώ γιατί το κάνεις, αφού ξέρεις πως δεν είμαι ο άνθρωπος που θ' αφήσει κουβέντα "να πέσει κάτω". Άσε δε, που τα υπονοούμενα και τα λεκτικά τερτίπια είναι γήπεδο που μάλλον το ξέρω εγώ, λιγάκι καλύτερα από σένα...  

    Ευχαριστώ λοιπόν γιά τα καλά σου λόγια γιά το διήγημα, δεν θα μου άξιζαν όμως εύσημα εάν είχα πάρει το κείμενο από κάπου αλλού, και απλά το είχα κοτσάρει εδώ, χωρίς μάλιστα να αναφέρω την πηγή...

    Αναρωτιέσαι πράγματι, εάν είναι δικό μου; Μάλλον δεν παρακολουθείς και πολύ αυτά που ποστάρω λοιπόν, γιατί θα έπρεπε μετά από τόσα χρόνια να ξέρεις ότι τα κείμενα που αναρτώ είναι πάντα δικά μου, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις στις οποίες ουδέποτε έχω λησμονήσει να αναφέρω την πηγή, και να παραθέσω και το λινκ...

    Μιά και μου δίνεις την ευκαιρία όμως, να πω και κάτι άλλο, επειδή απορίες έχουν κι άλλοι αναγνώστες, και ενίοτε με ρωτούν: Τα διηγήματα που ανεβάζω κατά καιρούς (δικά μου βεβαίως, μην τα ξαναλέμε), τα λέω διηγήματα και τα τοποθετώ στο "BDSM Art & Literature", επειδή δεν έχουν γίνει ποτέ έτσι ακριβώς τα πράγματα, όπως εκεί περιγράφεται. Κομμάτια από εμπειρίες μου βέβαια σαφώς και συμπεριλαμβάνονται, αλλά μιά και είναι ενταγμένα μέσα σε πλαίσιο μυθιστορηματικό, δεν θα μπορούσαν να προβληθούν ως "personal experiences"... Το συγκεκριμένο διήγημα που διάβασες λοιπόν και ευμενώς σχολίασες, καλέ μου Πέρρη, τοποθετεί -όπως απάντησα και σε κάποια άλλη φίλη που με ρώτησε- αληθινά πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις, μέσα σ' ένα φανταστικό πλαίσιο (όχι, δεν έκανα όντως dungeon την αποθήκη μου και δεν τη νοικιάζω, μη μου στέλνετε άλλα pm  )... Γιατί; Μα γιά να πετύχει αυτό που πάντα επιδιώκει η λογοτεχνία (ας μη νομιστεί πως καβαλάω το καλάμι, ξέρω ότι μακράν απέχω από το να είμαι λογοτέχνης, γιά την προσπάθεια μιλάω): Να φέρει σε πρώτο πλάνο τα ουσιώδη, σπρώχνοντας στο βάθος και "φλουτάροντάς" τα, τα δευτερεύοντα...



    Ως προς το άλλο θεματάκι, θα είμαι λακωνικός: Σ' ευχαριστώ που εκτιμάς τη σοβαρότητα και το ειδικό μου βάρος, την οικονομία όμως αυτών που γράφω, θα μου επιτρέψεις να την κρίνω και να την αποφασίζω εγώ. Θέλω να πιστεύω πως ακόμη κι όταν κάνω χαβαλέ, αυτά που γράφω, δεν είναι τελείως της πλάκας...


    Σε χαιρετώ,
     



     
    Last edited: 27 Σεπτεμβρίου 2009
  10. lara

    lara Αυτοδεσποζόμενη Contributor

    Απάντηση: Ashes to Ashes

    Αχ βαχ και ξανα αχ και βαχ.

    Πρωί πρωί και Δευτέρα τι το θελα? Ένδειξη αυτοϋπονομευτικής συμπεριφοράς εκ μέρους μου μάλλον lol
     
  11. MindMaster

    MindMaster Contributor

    Απάντηση: Ashes to Ashes


    Αφού με ξέρεις, τί τ' ανοίγεις κι εσύ τα νήματά μου; 'Ασ' τα στην ησυχία τους, να διατηρείς κι εσύ την ηρεμία σου...  



    Επί τη ευκαιρία, ευχαριστώ όλες και όλους, γιά τα καλά τους λόγια  .



     
  12. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Ουφ MindMaster, κάτι ήξερα που τόσο καιρό δεν το διάβαζα!!!!Τι το 'θελα;