Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

The Things We Do for Love

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Εμπειρίες' που ξεκίνησε από το μέλος MindMaster, στις 29 Σεπτεμβρίου 2009.

  1. MindMaster

    MindMaster Contributor



    (Ελπίζω πως θα μου συγχωρηθεί η -και εδώ- μεγάλη έκταση, όπως και το -και πάλι- λογοτεχνίζον ύφος, διαπιστώνω όμως ότι τελικά, δεν ξέρω να γράφω αλλοιώς...).




    Όπως έχω σκεφτεί –και έχω πει- πάρα πολλές φορές, σε όλη τη διάρκεια και άσχετα με το σε ποιά φάση βρίσκονταν κάθε φορά τα πράγματα, δεν έπαψα ποτέ μαζί της να πρέπει να βαδίζω συνεχώς σε μονοπάτια άγνωστα, απ’ όπου δεν είχα ξαναπεράσει πριν... Ποτέ δεν είχα την πολυτέλεια να νοιώσω πως ακολουθούσα την παλιά, καλή πεπατημένη, και να χαλαρώσω όντας σίγουρος γιά το πού θα μ’ έβγαζε (θα μας έβγαζε). Πάντα έπρεπε ν’ ανακαλύπτω –πέρα από το ν’ ανακαλύπτω εκείνη την ίδια δηλαδή- νέους δρόμους, και να εφευρίσκω νέους τρόπους... Ίσως αυτό ακριβώς, να ήταν κι ένα μεγάλο κομμάτι της γοητείας: Τίποτε δεν ήταν δεδομένο, τίποτε δεν ήταν από πριν γνωστό, τίποτε δεν ήταν δοκιμασμένο (όπερ θα σήμαινε σε τελική ανάλυση, ξαναφορεμένο). Όλα ήταν πάντα ολοκαίνουρια κι αφόρετα, τα πάντα, ήταν πρόκληση. Η κάθε κορυφή έπρεπε να κατακτηθεί και το κάθε σύδεντρο να εξερευνηθεί. Θέλει προσπάθεια βέβαια όλο αυτό, υπομονή, επιμονή και προσήλωση, είναι αλήθεια όμως, πως μόνο έτσι τελικά βρίσκει κανείς τον πιό καθαρό αέρα γιά ν’ ανασάνει, και τον πιό παχύ ίσκιο γιά να δροσιστεί...

    Ουδέποτε μετάνοιωσα γιά τ’ οτιδήποτε, αντίθετα πολύ τον χάρηκα αυτό τον «πηγαιμό γιά την Ιθάκη» κι ας ήταν, όντως, «μακρύς ο δρόμος». Δεν είναι μικρό πράγμα να κρατάει κάτι το μυαλό σου διαρκώς σ’ εγρήγορση και τα αισθήματά σου σε πλήρη ένταση επί πολύ καιρό (γιά όποιον τουλάχιστον θεωρεί σημαντικά αυτά τα πράγματα) , έστω κι αν εκ πρώτης όψεως, αυτό είναι οι δυσκολίες... Πέρ’ από τούτα όμως, υπήρξε κι έν’ ακόμη κέρδος: Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι εξερευνήσεις μ’ έφεραν μπροστά σε κομμάτια του εαυτού μου που δεν είχα πριν ανακαλύψει, ή που μπορεί να ήξερα ότ’ υπήρχαν, μα δεν τα είχα πριν επισκεφτεί (πόσο μακρυά να φτάσει κανείς μόνος του; Ακόμη και μέσα του αν κινείται, γιά να φτάσει μέχρι τις πιό απομακρυσμένες γωνιές, χρειάζεται κάποια παρέα)...



    Αυτά είχα να κάνω λοιπόν, και πάλι: Να σκεφτώ, να ζυγίσω επιθυμίες, αισθήματα και πιθανές συνέπειες, να βρω τον τρόπο να ικανοποιηθούν οι επιθυμίες χωρίς να θιγούν τα αισθήματα και χωρίς να υπάρξουν αρνητικές συνέπειες, ν’ αποφασίσω, και
    –τελικά- να οδηγήσω. Εκείνη είχε απλά σταθεί στις παρυφές ενός ακόμη αχαρτογράφητου πυκνού δάσους, είχε κοιτάξει προς τα δέντρα με λαχτάρα κι είχε πει: «Είμαι απόλυτα σίγουρη πως υπάρχει ένα πανέμορφο ξέφωτο στην καρδιά αυτού του δάσους. Θα με πας;»...

    Ακόμα μία πρόκληση λοιπόν, ακόμη μιά εξερεύνηση, γιά τον κύριο Χριστόφορο... (Κολόμβο, εννοείται, ποιόν άλλο Χριστόφορο; Εμένα με λέν’ Θανάση...).



    Το παρακάτω σκηνικό δεν είναι κάτι που εγώ θα επέλεγα και θα οργάνωνα, γιά το δικό μου κέφι. Όπως υπονόησα όμως πιό πριν, δεν είναι λογικό να μπαίνουν στη ζυγαριά μόνο του ενός οι επιθυμίες κι οι ανάγκες. Εγώ μπορεί να είμαι άνθρωπος με γούστα που κοιτάνε πάντα προς μιά κατεύθυνση και μόνο, δεν είναι όμως –ως γνωστόν- κι όλοι οι άλλοι, έτσι. Εκείνη, δεν ήταν...



    Πήγαμε στην καφετέρια όπου δούλευε ο μικρός («μικρός»... χμμ... όχι και τόσο στην ουσία, κόντευε τα τριάντα -εικοσιοκτώ κλεισμένα αν όλα όσα ειπώθηκαν ήταν απόλυτα ειλικρινή-, αλλά εμένα δεν μού ’βγαινε να τον σκέπτομαι παρά ως «μικρό») Παρασκευή βράδυ, κατά τις 10. Μέρα και ώρα αιχμής. Τον εντόπισε καθώς μπαίναμε και μου τον έδειξε –φροντίσαμε εκείνος να μη μας δει- και πήγαμε και κάτσαμε διακριτικά σε μιά γωνία που βρισκόταν σε πολύ ακραίο σημείο του οπτικού πεδίου του. Μόνο πολύ συμπτωματικά θα μπορούσε να μας αντιληφθεί. Εγώ μπορούσα να τον βλέπω άνετα. Ήθελα να τον μελετήσω λιγάκι, πριν δώσω το τελικό «ΟΚ».

    Προς απογοήτευσή μου ομολογώ, δεν είχε τίποτε το θηλυκό επάνω του. Κατάρα μαύρη, και βαρειά! Ήμουν στο παρά ένα να ενδώσω αμετάκλητα στην ιδέα ενός τρίο στο οποίο οι δυό από τους τρεις θα ήμασταν αρσενικοί, και πήγε κι αυτός να είναι αρσενικός εκατό τα εκατό...

    Πιστεύω να γίνεται εύκολα αντιληπτό, πως δεν ήμουν και πολύ άνετος με την όλη κατάσταση. Μάλλον εκνευρισμένος θα πρέπει να πω ότι ήμουν, δεν μου άρεσε το γεγονός ότι –έστω γιά ’κείνη τη φορά- θά ’πρεπε να τη μοιραστώ. Και μάλιστα με άντρα. Εκτός του ότι, γενικά, ουδέποτε είχα δείξει ιδιαίτερη κλίση προς τα τρίγωνα, τα τετράγωνα και γενικώς τα πολύγωνα. Εξ ου κι οι άθλιοι βαθμοί μου στη Γεωμετρία του Λυκείου, υποθέτω...

    Είχα υποσχεθεί όμως πως θα τό ’πινα το ποτήρι, ή πως εν πάση περιπτώσει, θα το πάλευα... Γονατιστή μπροστά στα πόδια μου κάμποσες μέρες πριν, ενσαρκώνοντας ένα όνειρο που επί πολύ καιρό δεν σταματούσα να το βλέπω κάθε ώρα ξυπνητός ή κοιμισμένος, με το λεπτό κορμί της να μην έχει ακόμη συνέλθει όλως δι’ όλου από τον πόνο και την ένταση του ερεθισμού και το απαλό της δέρμα γεμάτο απ’ τα σημάδια της βίαιης αγάπης μου, σήκωσε όταν είχαν γίνει πλέον ξανά φυσιολογικές οι ανάσες και των δυό μας το κεφάλι από τα γόνατά μου όπου το είχε ακουμπήσει, με τύλιξε με το νοτισμένο ακόμη, βελούδινο βλέμμα της και μου υπενθύμισε πως τα ερωτικά παιχνίδια γιά ’κείνην ήταν ένα νόμισμα που είχε δύο όψεις, και πως όσο καλά κι αν περιποιόμουν, έτριβα και στίλβωνα τη μιά, δεν θά ’πρεπε να ξεχνάω πως κάπου-κάπου ήταν γιά ’κείνην ανάγκη –αν θέλαμε να είμαστε παρόντες κι οι δυό μας ολόκληροι, και κανείς μας μισός-, να φροντίζεται κι η άλλη...

    Το ήξερα βέβαια αυτό, δεν τό ’χα ξεχάσει ποτέ αν κι είχα είν’ η αλήθεια την τάση να το απωθώ σαν σκέψη, όσο πιό πέρα μπορούσα. Είχε όμως δίκιο, αυτό που είχε πει ήταν απόλυτα λογικό κι -αργά ή γρήγορα- αναμενόμενο. Κι είναι μιά αδυναμία του χαρακτήρα μου να μη γίνεται να πάω κόντρα στη λογική, να μην μπορώ τουλάχιστον, να μην την αναγνωρίσω. Δεν υπήρχε οδός διαφυγής, λοιπόν. Μόνον υπεκφυγής, αλλά πόσο πέρα να σε πάει κάτι τέτοιο; Αφού της είχα εκφράσει όλους τους φόβους και τους ενδοιασμούς μου λοιπόν χαιδεύοντάς της πάντα στοργικά τα μαλλιά, δεν είχα κάτι άλλο να κάνω, παρά να συγκατανεύσω (είχα κερδίσει μ’ αυτό ένα εξαιρετικά πολύτιμο χαμόγελο, που λίγο έλειψε να με κάνει να ξεχάσω πως καλό θα ήταν να κάνω και το σταυρό μου, γιά το όλο εγχείρημα)...



    Το παλληκαράκι λοιπόν ήταν, καθώς φαινόταν, μιά χαρά παιδί. Πολύ λεπτός, περιποιημένος, εμφανίσιμος χωρίς να είναι κανένας Άδωνις (αν κι είμαι μάλλον αναρμόδιος να κρίνω την αντρική εμφάνιση). Υπό διαφορετικές συνθήκες θα έλεγα πως έτσι όπως τον παρατηρούσα εκεί από απόσταση μου φαινόταν συμπαθέστατος. Υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, ήθελα να τον βάλω κάτω, και να του αλλάξω τον αδόξαστο. Θετικό αυτό υποθέτω, όταν ετοιμάζεται κανείς γιά σαδομαζοχιστικό session… Έκανε κουμάντο στους υπόλοιπους της βάρδιάς του, απ’ ότι έβλεπα. Σοβαρός, ξύπνιος, αποτελεσματικός, όπως έδειχνε. Όπως ξανάπα νομίζω, ούτε ίχνος θηλυπρέπειας. Σκατά!

    Παίρνοντας μιά βαθειά ανάσα και χωρίς να συνεννοηθώ τίποτε (βλέποντας όμως με την άκρη του ματιού μου το κόκκινο χαμόγελο δίπλα μου να πλαταίνει), φώναξα μιά σερβιτόρα και της είπα να ειδοποιήσει τον κύριο Π. ότι η κυρία Μ. ήταν εκεί, και ήθελε να τον δει... Ήταν τουλάχιστον 15 μέτρα μακρυά όταν πήγε και του το είπε, αλλά έχω την εντύπωση πως τον είδα να τρεμουλιάζει σύγκορμος, και να κοκκινίζει σαν το παντζάρι. Και δεν την είχε δει καν, ακόμη...

    Όταν της είχα πει τί ήθελα να φορέσει, το είχα κάνει γιά τη δική μου απόλαυση (και γιά τη δική της, έστω), και γιά κανενός άλλου. Μιά χαρά λειτούργησε όμως το ντύσιμό της και γιά το μικρό, που μόλις την είδε και με κάθε βήμα που πλησίαζε ένοιωθα σχεδόν το στόμα του να στεγνώνει κι έβλεπα το κόκκινο χρώμα στο πρόσωπό του, όλο και να σκουραίνει... Λεπτό μαύρο φόρεμα, το πιό κοντό που διέθετε. Αραχνούφαντες μεταξωτές μαύρες κάλτσες με μαύρες ζαρτιέρες ( δεν ήταν ακριβώς κατάλληλη η εποχή γιά κάλτσες, αλλά ξέρει από εποχές η ομορφιά; ). Χωρίς εσώρρουχο, φυσικά...

    Κόντεψε να κουτρουβαλιαστεί καθώς με το ένα μάτι προσπαθούσε να την κοιτάζει κατά πρόσωπο και να της χαμογελάει, ενώ το άλλο πάσχιζε να διαπεράσει το ημίφως ανάμεσα στα μισάνοιχτα πόδια της, που τον μαγνήτιζε. Σχεδόν υποκλίθηκε, όταν έφτασε. «Καλησπέρα σας, καλησπέρα σας», είπε δυό φορές γρήγορα κι απανωτά. Το δεύτερο «καλησπέρα» ήταν πιθανώς γιά μένα, όμως βλέμμα, δεν του πήρα.

    Μετά από λίγο, κι ενώ εκείνος φλυαρούσε ακόμη διάφορες ανούσιες τυπικότητες αλλά ξανάπαιρνε σιγά-σιγά το κανονικό του χρώμα, η Μ. έσκυψε κοντά στ’ αυτί μου. «ΟΚ;», με ρώτησε. «Στο σπίτι σας;». Κούνησα το κεφάλι καταφατικά. «Ναι, και ναι», απάντησα. Άγγιξε ελαφρά το χέρι μου με το δικό της με νόημα, κι έπειτα πήρε εκείνον απ’ το χέρι, και βγήκαν από το μαγαζί... Τους παρακολούθησα πίσω από τη τζαμαρία να μιλούν γιά κανένα πεντάλεπτο, ή μάλλον εκείνη κυρίως να λέει, κι εκείνον κυρίως ν’ ακούει. Επέστρεψαν τέλος, εκείνη να πηγαίνει μπροστά, κι εκείνος ένα βηματάκι πίσω της. Κατά κάποιο περίεργο τρόπο εκείνη έμοιαζε να έχει ψηλώσει κάπως, ενώ αυτός είχε χάσει λίγα εκατοστά... Αυτή τη φορά ο μικρός μου χάρισε ένα βλέμμα. «Θα χρειαστώ πέντε λεπτά», μου είπε σε τόνο απολογητικό «γιά να κανονίσω με τα παιδιά γιά τη δουλειά, καταλαβαίνετε, κύριε... Το όνομά σας;» κι άπλωσε το χέρι. «Κύριος.» του απάντησα κοιτώντας τον στα ίσια, κι αγνοώντας παντελώς το απλωμένο χέρι. «Μην αργήσεις».

    Καθώς βγαίναμε, σκέφτηκα γιά τελευταία φορά γιά κείνο το βράδυ πως δεν είχα την παραμικρή ιδέα γιά το τί να κάνω, ή το πού να το πάω το πράγμα. Μουρμούρισα διάφορα ρητά («γαία πυρί μιχθήτω», «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει» και κάτι τέτοια), έκανα μιά γρήγορη προσευχή στον προστάτη άγιο του αυτοσχεδιασμού, κι έσπρωξα κάθε παρόμοια σκέψη και προβληματισμό, στο βάθος του μυαλού μου...


    Στο σπίτι πάντως, κάποιες βασικές ετοιμασίες, τις είχα κάνει από πριν. Ότι και να γινόταν, χαμένες δεν θα πήγαιναν... Τα τεράστια, χοντρά κεριά που είχα ανάψει πριν φύγω ελάχιστα είχαν καεί, κι είχαν αρωματίσει όμορφα το χώρο, εκτός από την υποβλητική ατμόσφαιρα που έφτιαχναν. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε όμως ο Π. όταν μπήκε, ήταν οι αλυσίδες που κρέμονταν από τους τέσσερεις κρίκους που είχα στερεωμένους στο ταβάνι, με τις μαύρες δερμάτινες δέστρες στις άκρες, να περιμένουν, έτοιμες προς χρήση... Του έκανα νόημα να προχωρήσει κι έτσι το δεύτερο πράγμα που πρέπει να τού ’κανε εντύπωση, ήταν η συλλογή από τα διάφορα tools μου, που τά ’χα αραδιασμένα πάνω σ’ ένα τραπεζάκι, σε περίοπτη θέση του σαλονιού. Έκλεισα, κλείδωσα, και γύρισα και την κοίταξα. Είχε ήδη το κεφάλι γυρισμένο προς το μέρος μου, η ματιά της περίμενε τη δική μου. Πήρα μιά δυνατή, κοφτή ανάσα, ασυναίσθητα. Έκανα απότομα το ένα βήμα που μας χώριζε, την άρπαξα απ’ τα μαλλιά και την έσπρωξα προς τα πίσω μέχρι που η πλάτη της κοπάνησε στον τοίχο. Κρατούσα πάντα τα μαλλιά της με τ’ αριστερό μου χέρι, η γροθιά μου κολλημένη στον τοίχο πάνω απ’ το κεφάλι της, κρατούσε εκεί κολλημένη και την ίδια. Στριμώχτηκα πάνω της πιέζοντας το κορμί της με το σώμα μου πάνω στο δροσερό μπετόν, κι έχωσα βίαια το δεξί μου χέρι ψηλά, ανάμεσα στα μπούτια της, χουφτώνοντας το μουνί της, πάνω από το λεπτό ύφασμα του φουστανιού. Πλησίασα τη μούρη μου στο πρόσωπό της, τόσο που οι μύτες μας ακούμπησαν, και κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια της. «Μπορείς να παίξεις», της ψιθύρισα, «αλλά να μην ξεχνάς ότι τα όρια, είναι αυτά που εγώ θα έβαζα. Ξέρεις ποιά είναι, φρόντισε να μην τα ξεπεράσεις. Δεν ξέρω τί θες να κάνεις μ’ αυτόν εδώ, αλλά πρόσεξε να μην μπερδευτείς ως προς τους ρόλους ανάμεσα σ’ εμάς τους δυό...». Την είδα να κουνάει ανεπαίσθητα το κεφάλι της, καταφατικά. «Πώς;». «Μάλιστα, κύριε», ψιθύρισε. Την άφησα, κι απομακρύνθηκα αργά...

    Πήγα και κάθησα στο μεγάλο καναπέ, κι άναψα τσιγάρο. Της είχα πει από πολύ νωρίτερα πως αρχικά δεν θ’ ανακατευόμουν, δεν ήξερα καν εάν και πότε θ’ ανακατευόμουν στο δικό τους παιχνίδι, θά ’βλεπα, στην πορεία. Έβγαλε το κοντό, λεπτό σακάκι που φορούσε πάνω από το φόρεμα, αποκαλύπτοντας και πάλι τους ώμους και τη γυμνή πλάτη της. Το πέταξε στο μικρό, ο οποίος στεκόταν ακίνητος στο κέντρο του δωματίου, και τού ’δειξε με το δάχτυλο προς την κρεββατοκάμαρα. «Πήγαινέ το μέσα», του είπε, «δίπλωσέ το προσεκτικά και άφησέ το πάνω στο κρεββάτι». Ήρθε και κάθησε στον καναπέ, δίπλα μου, κολλητά. Το χέρι της πάνω στο δεξί μου γόνατο. Ο μικρός επέστρεψε βέβαια, μέσα σε δευτερόλεπτα. Ήρθε και στάθηκε μπροστά μας (μπροστά της κυρίως, δηλαδή). «Εντάξει», είπε σιγά. Την είδα να πετάγεται όρθια απότομα, και να του σκάει ένα χαστούκι με το δεξί χέρι, που ήχησε σαν βαρελότο της Ανάστασης. «Πού είναι οι τρόποι σου, παλιόσκυλο;» φώναξε με μιάν ένταση που δεν περίμενα, και αγριάδα που με ξάφνιασε. Ο μικρός έσκυψε το κεφάλι, ντροπαλά. «Εντάξει, Kυρία», διόρθωσε. Το αποτύπωμα του χεριού της φαινόταν ήδη ολοκάθαρα, πάνω στο μάγουλό του...

    Άπλωσε το δεξί της χέρι, άρπαξε τ’ αρχίδια του πάνω από το τζην που φορούσε και τά ’σφιξε, αρκετά δυνατά απ’ ότι μπορούσα να καταλάβω, γιατί τον είδα ν’ ανασηκώνεται στις μύτες των ποδιών καθώς εκείνη του τα τραβούσε προς τα πάνω, και τον άκουσα να βογγάει. Κόλλησε το πρόσωπό της στο δικό του, όπως είχα λίγο νωρίτερα κάνει εγώ μ’ εκείνην. «Τί μου ζητάς τόσον καιρό, μαλακισμένο;», τον ρώτησε φτύνοντας μιά-μιά τις λέξεις. Σήκωσε το άλλο χέρι και τον άρπαξε απ’ τα μαλλιά και του τράβηξε το κεφάλι προς τα πίσω. «Λέγε, ηλίθιε», του φώναξε και πάλι, «τόσον καιρό δε λες ότι δεν θέλεις τίποτε άλλο, από το να με υπηρετήσεις;». Άφησε τα μαλλιά του και τον χαστούκισε ξανά, στο άλλο μάγουλο. «Να με λατρέψεις, δεν ήθελες;». Χαστούκι. «Είμαι η Θεά σου, δεν είμαι;». Χαστούκι... Τον άφησε επιτέλους, ν’ απαντήσει. «Μάλιστα, Kυρία», είπε κουνώντας πάνω-κάτω το κεφάλι του. Τον έσπρωξε πίσω, από εκεί που τον κρατούσε, απ’ τον πούτσο, και ξανακάθησε στο πλευρό μου, κοιτάζοντάς τον επιτιμητικά. «Φρόντισε να τα κάνεις αυτά που έλεγες λοιπόν,» του είπε «καλά. Γιατί μπορεί να μην ξαναέχεις ποτέ την ευκαιρία...».

    Τρίφτηκε πάνω μου, καθώς του έλεγε να γδυθεί. Άπλωσα το χέρι μου και χούφτωσα το μπούτι της. Ο μικρός σύντομα στεκόταν ολόγυμνος μπροστά μας. Του έκανε νόημα να πλησιάσει κι άλλο, τόσο που χωρίς καθόλου να μετακινηθεί απ’ τη θέση της έφτανε να πιάσει με το χέρι της πούτσο κι αρχίδια μαζί αυτή τη φορά, να κάνει κύκλο γύρω τους το δείκτη και τον αντίχειρά της, να τα σφίξει, και ν’ αρχίσει να τα κουνάει. Γύρισε και με κοίταξε κεφάτα, καθώς τ’ ανεβοκατέβαζε, σα να κρατούσε κουδουνίστρα. «Πώς σου φαίνεται;», με ρώτησε. Ανασήκωσα τους ώμους, αδιάφορα. «Μικρός, έ;», σχολίασε γελώντας παιχνιδιάρικα. «Υποτυπώδης», της απάντησα με ύφος απολύτως σοβαρό. «Τελείως ανάξιος λόγου...».

    Η έκφραση αποδοκιμασίας ξαναγύρισε στο πρόσωπό της. Τον άφησε (ακριβώς τη στιγμή που είχε αρχίσει να του σηκώνεται, τον λυπήθηκα λιγάκι). «Γύρνα να δούμε και τον κώλο σου, αδερφούλα», τον διέταξε. Τον είδα να κοντοστέκεται. Το «αδερφούλα», δεν του άρεσε και τόσο. Τον χτύπησε δυνατά με το δεξί της χέρι στο γοφό. «Γύρνα, είπα», επανέλαβε επιτακτικά. Τον χτύπησε αρκετές φορές δυνατά στα κωλομέρια του που ήταν κάτασπρα, μα γρήγορα κοκκίνισαν. Κι έπειτα του είπε να σκύψει, και με τα δυό της χέρια τον άνοιξε όσο έπαιρνε. «Στενή σε βλέπω, πουτανίτσα», του είπε. «Άπορες ήταν οι προηγούμενες Κυρίες σου, δεν είχαν χρήματα να πάρουν ένα strap-on γιά να σε περιποιηθούν;». «Όχι, κυρία», της απάντησε, με μιάν ιδέα θιγμένου εγωισμού νομίζω, στη φωνή. «Δεν το κάνω αυτό».

    Πετάχτηκε και πάλι από δίπλα μου σαν αστραπή, εντόπισε το μεγάλο flogger μου ανάμεσα σε όλα τ’ άλλα πράγματα πάνω στο τραπεζάκι, κι έτσι σκυμένος όπως ήταν, το σήκωσε και το κατέβασε με όλη της τη δύναμη πάνω κι ανάμεσα στ’ ανοιχτά του κωλομέρια. «Δεν ξέρω τί έκανες γιά τις άλλες και τί όχι» του πέταξε, «αλλά αν θέλω εγώ να σε ξεσκίσω, θα πεις κι ευχαριστώ»... Τα επόμενα χτυπήματα ήταν κάπως άτεχνα, αλλά όλα δυνατά. Και τού ’ριξε κάμποσα. Τον εκτίμησα. Ελάχιστοι ήχοι βγήκαν απ’ το στόμα του...

    Όταν σταμάτησε κι άφησε κάτω το μαστίγιο, της έκανα σιωπηλά νόημα να έρθει κοντά μου. Ο μικρός κοιτούσε ευθεία μπροστά, δεν έβλεπε τί γινόταν πίσω του, καθώς δεν είχε μετακινηθεί καθόλου από τη στάση που του είχε επιβάλλει. Έφερα τον αριστερό μου δείκτη στα χείλη γιά να της πω «ησυχία», κι έστειλα το δεξί μου χέρι κάτω από το φόρεμα, να βρει το μουνί της. Η υγρασία ήταν και πιό έξω, έβρεχε τα μπούτια της. Στεκόταν όρθια από πάνω μου, και δεν ανάσαινε, περιμένοντας τα δάχτυλά μου μέσα της. Της τα έχωσα, τρία μαζί, χωρίς να συναντήσω σχεδόν καμμία δυσκολία. Η δυσκολία ήταν γιά κείνην, να μείνει σιωπηλή. Δεν ήταν ώρα όμως ακόμη, να απωλέσει το προσωπείο της σκληρής Αφέντρας... Δεν τη λυπήθηκα πάντως, ούτε τη διευκόλυνα. Έχωσα ακόμη πιό βαθιά τα δάχτυλα κι άρχισα να τα κουνάω γρήγορα, βλέποντάς τη να κλείνει τα μάτια και να δαγκώνει δυνατά τα χείλη γιά ν΄αυτοσυγκρατηθεί. Τα τράβηξα ακριβώς τη στιγμή που ένοιωσα τα μπούτια της να τρεμουλιάζουν, κλάσματα του δευτερολέπτου πριν το σημείο χωρίς επιστροφή. Άνοιξε τελικά τα μάτια μετά από μερικά δευτερόλεπτα, και με κοίταξε με ανακούφιση, ανάμικτη μ’ απογοήτευση. Σήκωσα το δεξί χέρι προσφέροντας τα δάχτυλα γιά να μου τα καθαρίσει γλύφοντάς τα, κάνοντας ταυτόχρονα μιά πλατειά χειρονομία με τ’ άλλο χέρι, δείχνοντας προς το μικρό. «Ορίστε, συνεχίστε», εννοούσα...

    Πήγε κι έφερε κάτι από την τσάντα της. Ένα χρωματιστό κομμάτι ύφασμα; Όταν το ξεδίπλωσε κατάλαβα πως ήταν μιά ποδίτσα απ’ αυτές που φορούν γιά το πλύσιμο των πιάτων, μικρή, κοντή, με εμπριμέ λουλουδάκια και κόκκινες καρδούλες. Τον έβαλε να τη φορέσει, κι έκανε κάμποσες βόλτες γύρω του κοιτάζοντάς τον. Δήλωσε βαθιά απογοητευμένη που του είχε πάρει κάτι τόσο χαριτωμένο γιά να φοράει, κι όμως πάνω του έμοιαζε τόσο άχαρο. Στάθηκε μπροστά του και τον έφτυσε κατάμουτρα. Τον χαστούκισε, του είπε ν΄ανοίξει το στόμα κι έφτυσε μέσα στο στόμα του. Κι έπειτα ξανά στο πρόσωπο. Δεν του επέτρεψε φυσικά, να σκουπιστεί...

    Ξερόβηξα. Γύρισε και με κοίταξε. «Δίψασα», της είπα. «Κανόνισέ το». «Ναι» απάντησε, «έχετε δίκιο. Θα μας φτιάξει ποτά η υπηρέτρια, τί την έχουμε; Άχαρη είναι βέβαια, αλλά ελπίζω να μην είναι και τελείως άχρηστη. Μισό λεπτό μονάχα, μήπως μπορέσω να βελτιώσω λίγο την εμφάνιση». Τράβηξε κι ένα ψαλιδάκι από την τσάντα της, άνοιξε μιά τρύπα στην ποδιά, έχωσε μέσα τα δάχτυλά της και τράβηξε τον πούτσο του μικρού μέχρι που να περάσει όλος, μαζί με τ’ αρχίδια, μέσα από την τρύπα. Έκανε ένα βήμα πίσω και τον κοίταξε (εγώ τον κοίταζα πιό πάνω, το πρόσωπό του ήταν πάλι κατακόκκινο). «Λίγο καλύτερα δεν είναι τώρα;», με ρώτησε. Κούνησα το κεφάλι μου βαριεστημένα. «Οριακά», είπα. «Θα πιούμε επιτέλους, τίποτε;».

    Όταν επέστρεψε ο μικρός με τα ποτά -που μετά βίας κατάφερε να συγκρατήσει πάνω στο δίσκο από την ταραχή του- , είδε ότι η Μ. δεν φορούσε πλέον το φόρεμα, αλλά μονάχα τις ζαρτιέρες, τις κάλτσες και τις ψηλοτάκουνες γόβες της. Κοιτάζοντάς την σ’ όλο το γυμνό της μεγαλείο και κυρίως ψηλά ανάμεσα στα μπούτια, φάνηκε να ξαναβρίσκει ένα μέρος από τον ανδρισμό του, που λίγο νωρίτερα του τον είχε κάνει λειώμα σχεδόν, ανάμεσα στα δάχτυλά της. Είδα το καβλί του να μισοσηκώνεται (δεν ήταν και τόσο μικρό κι ανάξιο λόγου όσο του είχαμε πει). Ξαναβρήκε κι ένα μέρος από την αυτοκυριαρχία και τον επαγγελματισμό του. «Τα ποτά σας, Κυρία», είπε με σταθερή φωνή... Η Μ. είχε στο μεταξύ χωμένο το πρόσωπό της στο πλάι του λαιμού μου, με φιλούσε και μ’ έγλειφε εκεί. Εγώ είχα περάσει το δεξί μου χέρι πάνω από τους ώμους της, και χούφτωνα το δεξί της στήθος. Γύρισε και τον κοίταξε αδιάφορα. «Δώσ’ τα εδώ» του είπε, «και γονάτισε». Κρατώντας πιά το ποτήρι της, σήκωσε το ένα πόδι ψηλά (τον είδα ν’ αναψοκοκκινίζει πάλι, καθώς του πρόσφερε ανεμπόδιστη θέα στο μουνί της που μισάνοιξε) και κάρφωσε με δύναμη το τακούνι της ακριβώς πάνω στην αριστερή του ρώγα. Ο μικρός δεν κατάφερε ν’ αποφύγει ένα βογγητό, αλλά δεν μετακινήθηκε. Τον έσπρωξε άγρια προς τα πίσω, σωριάζοντάς τον τελικά στο πάτωμα. «Ασχολήσου με τα πόδια της Κυρίας σου τώρα» του είπε, «και μη μας ενοχλείς».

    Γιά κάμποση ώρα ασχολήθηκε με τα παπούτσια της, πριν φτάσει στα πόδια. Τα φίλησε, τα έτριψε στο πρόσωπό του, τά ’γλειψε. Του είπε να μην ξεχάσει και τις σόλες, και δεν αρνήθηκε. Με την έκσταση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του φίλησε και τις σόλες, και πιπίλησε τα τακούνια. Η Μ. τον κοίταζε με βλέμμα θολό από την κάβλα, γεμάτο ικανοποίηση. Κάπου-κάπου σήκωνε όποιο πόδι της ήταν ελεύθερο και τού ’χωνε δυνατά το τακούνι της στους ώμους, στα πλευρά, στο στήθος, όπου μπορούσε κι ήξερε πως θα τον πονούσε περισσότερο. Έπιασα τη ρώγα της ανάμεσα στο δείκτη και τον αντίχειρά μου, κι άρχισα να σφίγγω. Τα μάτια της έκλεισαν όταν άρχισε να πονάει κι αυτή, έβλεπα όμως πως όσο έσφιγγα κάνοντάς την ν’ ανασαίνει όλο και πιό γρήγορα, έσπρωχνε όλο και πιό δυνατά το τακούνι της στη σάρκα του. Τον κλώτσησε τελικά, όταν το σφίξιμό μου πρέπει να είχε κάνει τον πόνο αφόρητο. «Τα πόδια τώρα», του είπε με φωνή σπασμένη. «Βγάλε μου τα παπούτσια, σκλάβε».

    Καθώς τα δάχτυλα του ποδιού της χώνονταν μέσα στο στόμα του κάμποσους πόντους, άφησα το στήθος της, τη μετακίνησα λίγο, πέρασα το χέρι μου πίσω της και τό ’σπρωξα από κάτω της, ψάχνοντας τις καυτές της τρύπες. Έγειρε λίγο πάνω μου γιά να με διευκολύνει. Έχωσα δυό δάχτυλα το μουνί της, την ίδια στιγμή που ο μικρός ρούφαγε το πόδι της ακόμη βαθύτερα στο στόμα του. Το βογγητό της αυτή τη φορά, ήταν αδύνατο να συγκρατηθεί. Έβαλα δύναμη και στρίμωξα μέσα της και τ’ άλλα δύο δάχτυλα, τα έσπρωξα όσο πιό βαθιά μπορούσα, και τα κράτησα ακίνητα εκεί, χωρίς να τα μετακινώ καθόλου. Προσπάθησε να το αναλάβει η ίδια. «Μην κουνάς τον κώλο σου, πουτάνα» ψιθύρισα πολύ σιγά, στ’ αυτί της. Υπάκουσε, έμεινε τελείως ακίνητη, ξανάκλεισε τα μάτια και μάλλον συγκεντρώθηκε στην αίσθηση της γλώσσας του μικρού στα πόδια της. Αυτό ήθελα. Δεν ήθελα να την κάνω να χύσει. Ήθελα απλώς να νοιώθει το μουνί της ορθάνοιχτο και παραγεμισμένο από το χέρι μου, να μην ξεχνάει πως αν εκείνη έκανε κουμάντο στο σκλάβάκι, πάνω στο δικό της κορμί, κουμάντο έκανα εγώ...

    Αυτός στο μεταξύ είχε αρχίσει ν’ ανηφορίζει από τα δάχτυλα στους αστραγάλους της, από εκεί στις γάμπες, στα γόνατα, και κόντευε στα μπούτια... «Λογικό», σκέφτηκα, «όσο τον άφηνε κανείς»... «Θέλεις να σε γλείψει;», της ψιθύρισα. «Θες να ρουφήξει το μουνί σου;». Γύρισε και με κοίταξε, χαμογελώντας ντροπαλά. Έγνεψα καταφατικά, και τράβηξα τα μουσκεμένα δάχτυλά μου από μέσα της...

    Μισοξάπλωσε στον καναπέ, άνοιξε τα μπούτια διάπλατα, τον άρπαξε απ’ τα μαλλιά κι αφού του άστραψε δυό δυνατά χαστούκια, του κόλλησε το κεφάλι στα τέλεια αποτριχωμένα μουνόχειλά της. «Φάε με, πούστη!», ούρλιαξε σχεδόν, μόλις ένοιωσε τη γλώσσα του πάνω στην ερεθισμένη κλειτορίδα της. Είδα τη μέση της να κυρτώνει τόσο, που δεν ακουμπούσε πιά στον καναπέ παρά με τους ώμους και τις άκρες των γλουτών της.

    Σηκώθηκα και τους παρακολούθησα γιά λίγο από απόσταση. Σύντομα μούγκριζαν κι οι δυό τους. Εκείνη έτρεμε σύγκορμη αλλά ήταν φανερό ότι σφιγγόταν, δεν ήθελε να φτάσει στον οργασμό αμέσως. Εκείνος έγλειφε μανιωδώς, άνοιγε κι έκλεινε συνεχώς τα μάτια μην ξέροντας ποιάν αίσθηση να επιλέξει, την όραση, τη γεύση ή την όσφρηση, κι ο πούτσος του πρόβαλε πιά σε πλήρη στύση, μέσα από την τρύπα της ποδίτσας...

    Ομολογώ ότι το θέαμα μ’ ενοχλούσε -όπως διαπίστωνα- πολύ λιγότερο απ’ ότι θα περίμενα. Όχι πως δε μ’ ενοχλούσε καθόλου να τον βλέπω με το κεφάλι χωμένο ανάμεσα στα πόδια της κι εκείνην ν’ απολαμβάνει τόσο πολύ τις υπηρεσίες του, αλλά πάντως δεν με πείραζε πολύ... Αυτό που δεν περίμενα, ήταν πως όλο αυτό το σκηνικό θα με κάβλωνε, όσο με κάβλωνε...

    Σκέφτηκα να γονατίσω στον καναπέ και να της τον δώσω στο στόμα... Σκέφτηκα να τη σηκώσω, να τη βάλω να κάτσει πάνω μου, κι εκείνος να της γλείφει το μουνί, καθώς θα τη γαμούσα... Σκέφτηκα διάφορα... Κάπου εκεί, τον σκέφτηκα και ν’ ανασηκώνεται, να της σηκώνει τα πόδια, και να βάζει το καβλί του μέσα της. Δεν έπρεπε να το σκεφτώ αυτό...

    Πήρα το flogger που είχε χρησιμοποιήσει εκείνη πάνω του νωρίτερα, και μ’ όλη μου τη δύναμη και το σαφώς πιό βαρύ μου χέρι, το κατέβασα ανάμεσα στις ωμοπλάτες του... Δεν το περίμενε, ούρλιαξε και πετάχτηκε πάνω απότομα, με μάτι αγριεμένο. Τον περίμενα, πανέτοιμος. Το χαστούκι που του έριξα μπορούσε να είχε ρίξει κάτω άλογο. Πιστεύω πως δεν έπεσε κάτω λιπόθυμος, μόνο επειδή ήταν όσο καβλωμένος ήταν. Έπεσε όμως στην άλλη πλευρά, στον άλλο καναπέ. Με γουρλωμένα μάτια κοίταζε μιά εμένα και μιά τη Μ., χωρίς να ξέρει τί να κάνει. Δεν βρήκε πουθενά κατανόηση, συμπαράσταση, ή λύση. Εγώ τον κοίταζα με μάτια που γυάλιζαν, κι η Μ. απλώς κατέβασε το χέρι στο μουνί της κι άρχισε να το τρίβει, χαμογελώντας αδιάφορα...

    Έσκυψα, τον σήκωσα πάνω τραβώντας τον απ’ τα μαλλιά, και τον ξαναπέταξα μπροστά στα πόδια της. «Συνέχισε» του είπα, «αυτό που σου είπανε να κάνεις». Τον κλώτσησα στον κώλο, όχι πολύ δυνατά (η «χειρονομία», ήταν που μετρούσε). «Κάν’ την να χύσει, επιτέλους. Δεν θα φάμε όλο το βράδυ έτσι». Έκανα μισό βήμα πίσω κι άρχισα ν’ ανεβοκατεβάζω το μαστίγιο στην πλάτη του. Είδα την Μ. να κλείνει τα μάτια και να γέρνει το κεφάλι πίσω, και να τραντάζεται στον ήχο της κάθε βουρδουλιάς. Κάποια στιγμή σήκωσε λίγο το κεφάλι, και άγγιξε το πρόσωπό του απαλά, σχεδόν στοργικά. «Μπορείς να τον παίξεις, αν θέλεις», του είπε. Τον άκουσα να ψελίζει «ευχαριστώ, Κυρία», και τον είδα να μη χάνει στιγμή. Μετακινήθηκα, ήρθα στο πλάι του. Ήταν ώρα να περάσω κι εγώ λίγο καλύτερα, καλά περνούσαν οι δυό τους. Αφού έριξα μερικές ακόμη στο μικρό, άλλαξα κατεύθυνση στο μαστίγιο, και το κατέβασα πάνω στα απροστάτευτα βυζιά της Μ. Σειρά της να ουρλιάξει λίγο κι εκείνη...



    Η πλάτη του ήταν κατακόκκινη όταν εκείνη τελείωσε, και σταμάτησα κι εγώ να τον μαστιγώνω. Το στήθος της το ίδιο, κάπως λιγότερο. Δεν την είχα χτυπήσει πολλές φορές, είχε φάει όμως δυό-τρεις πολύ γερές την ώρα ακριβώς που έχυνε. Τα μάτια της ήταν δακρυσμένα, αλλά η σκληρότητα δεν της είχε τελειώσει ακόμη. Ξανακλώτσησε το μικρό και τον σώριασε πάλι κάτω, σηκώθηκε και πήγε στην άλλη πλευρά του σαλονιού, και τον φώναξε. «Έλα εδώ, τσούλα. Μη σηκωθείς, στα τέσσερα».

    Τον έδεσε από τις δέστρες που κρέμονταν από τις αλυσίδες με το πρόσωπο προς τον καθρέφτη, πήρε ένα κομμάτι σχοινί από το τραπέζι και του έδεσε τους αστραγάλους μαζί, του φόρεσε στις ρώγες ένα ζευγάρι κλιπς (αυτά που νόμιζε πως ήταν τα πιό σφιχτά), του είπε πως ήταν άχρηστος, πως με το ζόρι τα κατάφερε να χύσει, πως θα το πλήρωνε πολύ ακριβά που είχε σπαταλήσει μαζί του το χρόνο της, κι έπειτα με πλησίασε κι απλώνοντας το χέρι, μου ζήτησε το μαστίγιο...

    Δεν σκόπευα βεβαίως να μην της το δώσω, αλλά κάτι στο βλέμμα της δεν μ’ άρεσε. Χρειαζόταν μιά υπενθύμιση, πίστευα πως οι ρόλοι κι οι ατάκες είχαν αρχίσει να συγχέονται μέσα στο καβλωμένο της μυαλό, ήταν ώρα να πει δυό κουβέντες ο υποβολέας. Γιά λίγα δευτερόλεπτα την άφησα εκεί, με το χέρι απλωμένο, κοιτάζοντάς την ψυχρά. Σήκωσα το μαστίγιο. «Αυτό θέλεις;» τη ρώτησα. Έγνεψε, απλώς, καταφατικά. Ούτε «μάλιστα», ούτε «κύριε», ούτε καν ένα «ναι». Δεν είχα άδικο, λοιπόν... «Με ποιό χέρι θα το χρησιμοποιήσεις;». «Μ’αυτό», απάντησε ξερά. Το δεξί. «Θα το πάρεις μετά», της είπα. «Άπλωσε πρώτα το άλλο χέρι, με την παλάμη προς τα πάνω, ανοιχτή». Έπιασα το μικρό μου crop από το τραπεζάκι δίπλα μου, την ακινητοποίησα λέγοντας με τα μάτια «μην κουνηθείς ούτε σταλιά», και τη χτύπησα δέκα φορές στην ανοιχτή παλάμη, πολύ δυνατά, σα νά ’ταν η πιό άτακτη μαθήτρια της τάξης της σε δημόσιο δημοτικό σχολείο του παλιού καιρού...

    Της έδωσα μετά το μαστίγιο που ζήταγε, και της είπα πως μπορούσε να συνεχίσει μ’ αυτό που ήθελε να κάνει. Με κατεβασμένα πλέον μάτια γύρισε, και κατευθύνθηκε προς το σκλαβάκι της. Πρόλαβα να της ρίξω μιά δυνατή με το crop στο δεξί κωλομέρι, που άφησε αμέσως ένα κόκκινο αποτύπωμα. Μπορούσα να το βλέπω από μακρυά, από τον καναπέ που πήγα και ξανακάθησα και ξανάναψα τσιγάρο, έντονο, σχεδόν σα νά ’ταν τατουάζ, καθώς τον μαστίγωνε επί ώρα, στριφογυρνώντας γύρω του και χτυπώντας τον στον κώλο, στην πλάτη, το στήθος, τα μπούτια, παντού, χωρίς να σταματάει να τον στολίζει διαρκώς με διάφορα κοσμητικά, και κάπου-κάπου να τον φτύνει...

    Όταν κουράστηκε το χέρι της άφησε το μαστίγιο, κι άρχισε να τον βασανίζει με τα χέρια, το κορμί και τα πόδια της... Τον χάιδευε, έμπηγε να κοφτερά της νύχια στη σάρκα του, τριβόταν πάνω του μετατρέποντας τον ερεθισμό σε βασανιστήριο, τραβούσε τα κλιπς μαζί με τις ρώγες του, πήρε από το τραπέζι ένα μικρό plug-δονητή, έφτυσε πάνω στην κωλοτρυπίδα του και του τον έχωσε στον κώλο. Δεν φαινόταν να βαριέται, συνέχιζε ακάθεκτη...

    Αρκετά...

    «Μ.!», φώναξα. Γύρισε και με κοίταξε. Την έκανα νόημα να πλησιάσει, κουνώντας το δείκτη μου. «Εδώ». Τον άφησε φυσικά να κρέμεται εκεί που ήταν, κι ήρθε και στάθηκε μπροστά μου. Της έδειξα με τα μάτια το πάτωμα, κοντά στα πόδια μου. Γονάτισε. Άρχισα, κι από κει και πέρα δεν θα σταματούσα, μέχρι το τέλος...

    Της χάιδεψα τα μάγουλα και την χαστούκισα, την ξαναχάιδεψα και τη χτύπησα ακόμη δυνατότερα, την έπιασα από το σβέρκο, τράβηξα το κεφάλι της προς το μέρος μου κι έχωσα τη γλώσσα μου στο στόμα της σ’ ένα υγρό, καυτό, μανιασμένο φιλί, τραβώντας τα μαλλιά της τέντωσα το λαιμό της προς τα πίσω, ανασηκώθηκα κι έφτυσα μέσα στο ανοιχτό της στόμα, της είπα πόσο μεγάλη τσούλα ήταν, πως είχα βαρεθεί να τη βλέπω τόση ώρα να τρίβεται σ’ αυτή την αδερφή σαν τη χειρότερη πουτάνα, την έφτυσα κατάμουτρα, σηκώθηκα τραβώντας την απ’ τα μαλλιά και την έσυρα στο πάτωμα, γύρω-γύρω, σ’ όλο το δωμάτιο, έσκυψα, τη γύρισα μπρούμυτα, και σε κατάσταση έξαλλη από την κάβλα τη γράπωσα από το σβέρκο και την πίεσα, κολλώντας τη μούρη της στα πλακάκια κι άρχισα ν’ ανεβοκατεβάζω επί ώρα το άλλο χέρι μου με όλη μου τη δύναμη και την παλάμη ανοιχτή, στα κωλομέρια της.

    Σάλια, δάκρυα και μακιγιάζ είχαν ανακατευτεί στο πρόσωπό της, όταν την άφησα να το σηκώσει από το πάτωμα. Την τράβηξα και πάλι απ’ τα μαλλιά να γονατίσει, άνοιξα το φερμουάρ μου με το άλλο χέρι και της έχωσα τον πούτσο μου βαθιά στο λαρύγγι και το κράτησα εκεί μέχρι που είδα τα μάτια της να γουρλώνουν και την άκουσα ν’ ασφυκτιά, της επέτρεψα μιά μικρή ανάσα κι έπειτα πάλι μέσα, βαθιά, δυό-τρεις φορές ακόμη, μέχρι που το σπέρμα μου χύθηκε ορμητικό κατ’ ευθείαν στα βάθη του κορμιού της...

    Της φόρεσα το κολλάρο και την τράβηξα –στα τέσσερα- κοντά στο μέχρι πριν λίγο θύμα της. Υπήρχαν άλλοι δυό κρίκοι απ’ όπου κρέμονταν αλυσίδες και δέστρες, που την περίμεναν... Εκεί που την έδεσα, ήταν μπροστά στο σκλαβάκι της, ανάμεσα σ’ αυτόν και τον καθρέφτη. Μπορούσε τώρα να την κοιτάζει με την άνεσή του, καθώς θα τη μαστίγωνα. Κι εκείνη μπορούσε να βλέπει στον καθρέφτη τα όσα θα της συνέβαιναν...

    Έβαλα κι εγώ ένα ζευγάρι κλιπς στις ρώγες της (αυτά που ήταν όντως τα πιό σφιχτά), κι άλλο ένα, με βαρυδάκια, στα μουνόχειλά της, κι άρχισα να τη μαστιγώνω σε κάθε σημείο του τέλειου κορμιού της, απολαμβάνοντας τις φωνές, τα βογγητά, τις συσπάσεις των μυών της, τα κόκκινα σημάδια που ζωγράφιζα στο δέρμα της. Δεν βαριόμουν καθόλου τώρα, τα πράγματα ήταν πολύ πιό ενδιαφέροντα. Δε βαριόταν ούτ’ εκείνη, ήμουν σίγουρος. Το φρόντισα άλλωστε, χρησιμοποίησα όλα μου τα μαστίγια πάνω της, ακόμη και τη φοβερά οδυνηρή βοϊδόπουτσα που μού ’χε κάνει δώρο ένας φίλος. Την άφησα μόνο γιά πολύ λίγο, όσο χρειάστηκε να πάω μέχρι το τραπεζάκι, να πάρω ένα μικρό δονητή, να τον λιπάνω ελάχιστα, να τον ανάψω, και να τον χώσω στην κωλοτρυπίδα της. Ήξερα πως θα δυσκολευόταν έτσι όπως την είχα με τα πόδια ορθάνοιχτα, όμως της είπα «πρόσεξε μη σου πέσει, θα το μετανοιώσεις πολύ πικρά», και συνέχισα το μαστίγωμα...

    Γύρισα και κοίταξα το μικρό. Ο πούτσος του στεκόταν και πάλι όρθιος, στο πρόσωπό του όμως υπήρχε μιά έκφραση... δέους, έκπληξης, τρόμου, οργής; Όλα αυτά, ανάκατα; Κατάλαβα πως του ήταν πολύ δύσκολο να βλέπει τη Θεά του σ’ αυτή την κατάσταση που την έβλεπε... Τον πλησίασα και τον κοίταξα κατάματα. «Θέλεις να δώσεις λίγη χαρά στην Κυρία σου, τώρα που τις αρπάζει;», τον ρώτησα. «Θέλεις να τη γλείψεις πάλι, λίγο;». Τα μάτια του άστραψαν. «Μάλιστα Κύριε», φώναξε σχεδόν. «Εγωιστικό τομάρι», σκέφτηκα, «σιγά μη σε κόφτει η χαρά που θα της δώσεις»... Τον έλυσα, τον έβαλα να καθήσει με τον κώλο στο πάτωμα ανάμεσα στα πόδια της, και του είπα να περάσει το κεφάλι του μπροστά της, και να της γλείφει την κλειτορίδα. Τον έστειλα δηλαδή, κατ’ ευθείαν στον παράδεισο...

    Κι εκείνην όμως, αν κι από δρόμο λίγο πιό μακρύ και δύσβατο. Με τη βαριά, μαύρη, φθαρμένη ζώνη ήδη στο χέρι, της είπα πως θα τη χτυπούσα συνεχώς, μέχρι να χύσει. Της πήρε γύρω στο δεκάλεπτο. Πάρα πολύ, αλλά είχα υποσχεθεί πως δεν θα σταματούσα πριν. Δεν ξέρω αν τα ουρλιαχτά της στο τέλος ήταν μόνο από την κάβλα, ή κι απ’ τον πόνο, που δεν μπορούσε να τον αντέξει άλλο. Σε αρκετά σημεία τα κωλομέρια της δεν ήταν κόκκινα πιά, αλλά μαύρα...

    Την έλυσα και τη σήκωσα στα χέρια, αμφιβάλλω αν θα την κράταγαν τα πόδια της. Μου φάνηκε πανάλαφρη, έτσι κι αλλοιώς. Την πήγα στην κρεββατοκάμαρα, κάνοντας νόημα στο μικρό ν’ ακολουθήσει. Την ξάπλωσα στο κρεββάτι ανάσκελα, της άνοιξα και της σήκωσα τα πόδια τόσο που τη δίπλωσα στα δυό, χώθηκα μέσα της απότομα, κι άρχισα να τη γαμάω. Ο μικρός στεκόταν δίπλα στο κρεββάτι και παρακολουθούσε λιγωμένα. Σταμάτησα γιά λίγο ν’ ανεβοκατεβάζω τη λεκάνη μου, και τον κοίταξα. «Τα πόδια της, ηλίθιε», μούγκρισα. «Σκύψε, και γλείφε τα πόδια της...».



    Έμεινα ξαπλωμένος στο κρεββάτι, και τους έστειλα και τους δυό στο μπάνιο, αφού είπα στο μικρό να φροντίσει να πλύνει καλά την Κυρία του. Και προσεκτικά, γιατί πονούσε. Με χλιαρό νερό, όχι πολύ ζεστό... Σηκώθηκα μετά από λίγο, και πήγα να δω τί έκανε... Δεν είχαν γεμίσει τη μπανιέρα, η Μ. Στεκόταν όρθια κι αυτός γονατιστός στα πόδια της τη σαπούνιζε με το σφουγγάρι, με άπειρη προσοχή γιά να μην την πονέσει, στα σημεία που την είχα χτυπήσει. Κάθησα στη λεκάνη και τους παρακολούθησα. Το όμορφο πρόσωπο της Μ., έλαμπε. Είχε πάρει εκείνο το βράδυ όλα όσα ήθελε, από κάθε πλευρά και άποψη. Χαμογέλασα. Χαλάλι, σκέφτηκα...

    Μιά τελευταία έκλαμψη! «Εσύ πλύθηκες;» ρώτησα το μικρό, την ώρα που ξέβγαζε τη Μ. «Όχι ακόμη, Κύριε» μου απάντησε, «Τώρα θα...». Γύρισα στη Μ. «Πλύνε τον», της είπα. Με κοίταξε λίγο μπερδεμένη. Πήγε να πιάσει το τηλέφωνο του ντους. «Όχι έτσι», διευκρίνισα. «Με τα δικά σου υγρά. Κατούρα τον»... Δυσκολεύτηκε. Εκείνος περίμενε γονατιστός ανάμεσα στα πόδια της, ενώ εκείνη προσπαθούσε. Δεν τα κατάφερνε. Ανυπόμονα σηκώθηκα, έφερα το δεξί μου χέρι πίσω της κι έτσι όπως ήταν ακόμη γεμάτη σαπουνάδες, γλύστρησα δυό δάχτυλα μέσα στην κωλοτρυπίδα της. Δεν είχα ιδέα αν θα βοηθούσε αυτό, βοηθούσε όμως εμένα να την απολαύσω κατά ένα ακόμη τρόπο...

    Κατάφερε να τον λούσει τελικά, με το ζεστό πίδακα που πετάχτηκε από μέσα της. Είχε διάρκεια. Με τα δάχτυλά μου πάντα χωμένα μέσα της, έπιασα με τ’ άλλο χέρι το μικρό απ’ τα μαλλιά και του τράβηξα το κεφάλι προς τα πίσω, βίαια. Το στόμα του άνοιξε. Γύρισα και την κοίταξα. «Πλύν’ του και τα δόντια», της είπα, αλλά πριν ακόμη το πω, εκείνη ήδη κατηύθυνε τον πίδακα προς το στόμα του...



    Ο μικρός πλύθηκε, ντύθηκε, συμμάζεψε λίγο και πήρε την άγουσα, ενώ εγώ κι η Μ. χαλαρώναμε, αγκαλιά στον καναπέ. Δεν την είχα αφήσει να ντυθεί, δεν ήθελα να χάσω το παραμικρό, ούτε ένα δευτερόλεπτο που θα μπορούσα να χαρώ την ομορφιά της, έστω και μόνο μα τα μάτια πιά, μιά και υπήρχαν πολύ λίγα σημεία που θα μπορούσα να την αγγίξω εκείνη τη στιγμή χωρίς να την πονάω, έστω και λίγο... Ήρθε και στάθηκε μπροστά μας, πριν να φύγει. Έριξε κι αυτός μιά τελευταία, πάντα λιγωμένη ματιά στη Μ. «Καληνύχτα σας, Κυρία», της είπε. Εκείνη, όπως ήταν μισοξαπλωμένη, σήκωσε το πόδι της μπροστά στο πρόσωπό του. Το άγγιξε ελαφρά και της το φίλησε, με μιά μικρή, ανεπαίσθητη υπόκλιση. Χαμογέλασα κεφάτα. Ήταν ένα τέλειο ποδοφίλημα, σχεδόν απόλυτα ίδιο με τα χειροφιλήματα του παλιού καιρού... Γύρισε σε μένα: «Καληνύχτα. Ευχαριστώ γιά τη φιλοξενία». Τον εκτίμησα ακόμη περισσότερο. Ούτε «σας», ούτε «Κύριε», ούτε τρίχες. Είχε ξαναγίνει τόσο άντρας όσο την πρώτη στιγμή που τον είδα, και δεν υπήρχε σημείο επαφής μεταξύ μας, παρά μόνο από σπόντα. Κούνησα το κεφάλι μου. «Παρακαλώ», είπα. «Να πας στο καλό».



    Ξάπλωσε τελείως, με το κεφάλι της πάνω στα πόδια μου, και με κοίταξε χαμογελώντας πλατιά κι ευτυχισμένα. Δεν θα μπορούσα να είμαι κι εγώ πιό ευτυχής, καθώς την είχα μέσα στην αγκαλιά μου, και την έβλεπα έτσι. «Επιτέλους, μόνοι», μου πέταξε με μιά πονηρή λάμψη στα μάτια, καθώς τέντωνε χαριτωμένα τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι της. Την κοίταξα με προσποιητό θυμό. «Επιτέλους μόνοι;», είπα σε άγριο τόνο. Τσίμπησα ελαφρά τη ρώγα της. «Επιτέλους μόνοι;», ξαναείπα. «Θέλεις δηλαδή τώρα να σε ξαναρχίσω, φτου κι απ’ την αρχή; Δεν τις έχω μαζέψει ακόμη τις αλυσίδες, όπως βλέπεις... Δηλαδή, την παρέα που είχαμε ως τώρα, δεν τη θέλαμε; Δεν μας ήταν και τελείως απαραίτητη; Θα προτιμούσαμε να μην την έχουμε;». Μου έριξε ένα ντροπαλό βλέμμα, επίσης φυσικά, προσποιητό. «Βλακεία είπα, έ;», με ρώτησε. Την κοίταξα απλά, αυστηρά. Άρχισε να γυρίζει σιγά-σιγά, δείχνοντάς μου τον πισινό της. «Ε, αν νομίζετε πως πρέπει να με τιμωρήσετε» είπε, «τί μπορώ να κάνω εγώ;».



    Δυστυχώς δεν μπορούσε να μείνει, αν και θα ήταν ευλογία το να μπορούσαμε να κοιμηθούμε μαζί. Την πήγα στο σπίτι της, φιληθήκαμε και καληνυχτιστήκαμε μέσα στ’ αμάξι γιά κάμποση ώρα, μα κάποια στιγμή, έπρεπε τελικά να φύγει. Άνοιξε με αργές κινήσεις την πόρτα κι εγώ ένοιωσα ένα δάγκωμα στην καρδιά, καθώς την είδα να βγάζει το ένα πόδι έξω. Έμεινε γιά λίγο εκεί όμως, ακίνητη, και γύρισε και μου έριξε μιάν ερωτηματική ματιά που αν και δεν τη συνόδευσε με καμμία λέξη, ήξερα ακριβώς τί σήμαινε. Την κοίταξα γιά λίγο χωρίς να αντιδρώ και προσπαθώντας να είναι το δικό μου βλέμμα όσο γινόταν πιό αδιαπέραστο και δυσερμήνευτο. Μέχρι που δεν μπόρεσα να συγκρατήσω πιά ένα ελαφρύ χαμόγελο, να γνέψω καταφατικά και να την απαλλάξω από την αγωνία της. «Yes, my Love» είπα κουνώντας πάνω-κάτω το κεφάλι. «Yes, I can live with it»... Τεντώθηκε, μού ’σκασε ένα τελευταίο πεταχτό φιλί στα χείλη, άνοιξε τελείως την πόρτα, και βγήκε...


    - - // - -​




     
    Last edited: 29 Σεπτεμβρίου 2009
  2. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Υπέροχο MindMaster!!!!!!!!!!!!!!!!!!!   
     
  3. Uranoos

    Uranoos Regular Member

    Ονειρικό session...

    Πολύ καλό το story και η σκιαγράφηση του ήρωα
     
  4. danai

    danai Regular Member

    Απάντηση: The Things We Do for Love

    Πολύ όμορφο!!  
     
  5. Maley

    Maley Contributor

    Απάντηση: The Things We Do for Love

    απιστευτα ομορφο..
     
  6. MindMaster

    MindMaster Contributor

    Απάντηση: The Things We Do for Love


    Ευχαριστώ άπαντες/-σες  .

    Και εν προκειμένω, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω  .


     
  7. orgasmatron

    orgasmatron New Member

    πολυ ωραιο κειμενο, και εξαιρετικα καλογραμμένο:surprised:
     
  8. sex_slave

    sex_slave Regular Member

    Απάντηση: The Things We Do for Love

    Ευχαριστώ για το απίστευτο ταξίδι.. μέσα από την περιγραφή ΣΟΥ!
     
  9. JohnT4

    JohnT4 Regular Member

    Απάντηση: The Things We Do for Love

    Σαν να είμασταν εκεί......!
    Συγκλονιστικό...., για όλους!
    Παρευρισκόμενους και μη!!!
     
  10. Re: Απάντηση: The Things We Do for Love

     Πράγματι απίστευτα όμορφο.Είναι απο αυτά που για τον Άνθρωπο σου και Κύριο σου υπερβαίνεις τον εαυτό σου και ακολουθείς...και ξαφνικά τα δύσκολα γίνονται πιο όμορφα και πιο ευκολα.... 
     
  11. Lady_Dementia

    Lady_Dementia DemonLure the Seductive Contributor


    sklavina,η μόνη υπέρβαση που υπήρξε σ'αυτήν την ιστορία,ήταν η υπέρβαση του Κυρίου για τον άνθρωπό του και όχι το αντίθετο!  

    MindMaster,sorry for the interference..  




    ^*^
     
  12. MindMaster

    MindMaster Contributor

    Απάντηση: The Things We Do for Love


    By all means, θα συμφωνήσω άλλωστε, έτσι ακριβώς ήταν.  


    Επί τη ευκαιρία, ευχαριστώ γιά τα καλά λόγια, όσους δεν είχα ευχαριστήσει ως τώρα...