Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

The D machine

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 16 Οκτωβρίου 2009.

  1. Iapetos

    Iapetos Regular Member

    Μένω άφωνος. Κάθε κομμάτι της ιστορίας κρύβει και μια έκπληξη και διεγείρει την αγωνία για το τι θα ακολουθήσει!
    Θα πρότεινα ανεπιφύλακτα να το δημοσιεύσεις κάπου. Θα κάνει αίσθηση
     
  2. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Ένα βράδυ, που η Ρωσίδα ήταν μέσα στον κοιτώνα και έβαφε τα νύχια της, και ετοιμαζόταν για μία ακόμη έξοδο όπου θα έπαιζε τον αγαπημένο της ρόλο, αυτόν της όμορφης συνοδού που δεν μιλάει πολύ, ο άντρας προσπαθούσε να συγκεντρωθεί σε ένα κείμενο του Zizek (διάβαζε Zizek αυτές τις μέρες, κυρίως γιατί το όνομα δεν περιείχε το γράμμα D). Ο ίδιος έγραφε ένα κείμενο περί λειτουργίας και χρηστικότητας. Αυτή ήταν η διατριβή για το διδακτορικό του. Το Μάστερ ήδη το είχε.

    Το σπίτι ήταν πεντακάθαρο, υπήρχε έτοιμο φαγητό στην κουζίνα, η Ρωσίδα ήταν μέσα, η πιτσιρίκα του είχε παραδώσει το μηχάνημα, και πριν λίγο είχε μιλήσει με την αγαπημένη του γυναίκα. Όλα πήγαιναν καλά στη ζωή του. Όλα.

    Το βιβλίο του Zizek που είχε στα χέρια του ήταν το εξής: «Το εύθραυστο απόλυτο: ή γιατί αξίζει να παλεύουμε για την Χριστιανική παράδοση». Άναψε ένα πούρο Romeo y Julieta και άρχισε να διαβάζει το οπισθόφυλλο:

    «Μα πώς αφήνουμε ένα όνειρο χωρίς να το αντικαταστήσουμε με ένα άλλο; Οι Χριστιανοί καλούνται να απαρνηθούν τα εγκόσμια είδωλα έτσι ώστε να εργαστούν πάνω στο συγκεκριμένο ιδεώδες μίας ενωμένης κοινότητας. Για να το θέσουμε με ψυχαναλυτικούς όρους, οι Χριστιανοί θυσιάζουν το φανταστικό για το αληθινό. Έτσι ο Zizek εγκαταλείπει αποφασιστικά μια για πάντα την κουρασμένη αριστερή ιδέα ότι ο Χριστιανισμός υπόσχεται μία απόδραση σε ένα μαγικό βασίλειο αντί για ένα ρεαλιστικό βασίλειο δικαιοσύνης».

    Σήκωσε για μια στιγμή τα μάτια από το βιβλίο.

    «Ακόμα δεν ετοιμάστηκες;» φώναξε στη Ρωσίδα. Ο φίλος του ο ποιητής θα τους περίμενε και θα θύμωνε αν αργούσαν. Έπρεπε να πάνε σε μία διάλεξη για τη Διοτίμα.

    Η Ρωσίδα δεν απάντησε. Ακόμη δεν είχε μάθει ελληνικά και δεν καταλάβαινε τίποτε από αυτά που της έλεγε. Τους τελευταίους τρεις μήνες η σιωπή στο διαμέρισμα είχε καταντήσει ανυπόφορη.

    Άνοιξε μια τυχαία σελίδα στο βιβλίο και άρχισε να διαβάζει:

    «Ας επεξηγήσουμε περαιτέρω αυτό το σημείο σχετικά με την Κόκα κόλα ως το μεγαλύτερο Καπιταλιστικό εμπόρευμα, και ως τέτοιο, ως το πλεόνασμα απόλαυσης προσωποποιημένο. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι η Κόκα κόλα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ως φάρμακο – η παράξενη γεύση της δεν φαίνεται να παρέχει καμία ιδιαίτερη απόλαυση. Δεν είναι άμεσα απολαυστική και ευχάριστη. Παρόλα αυτά, είναι ακριβώς γι αυτό τον λόγο – επειδή υπερβαίνει κάθε άμεση χρηστική αξία (σε αντίθεση με το νερό, την μπύρα ή το κρασί, τα οποία σαφώς και κατευνάζουν τη δίψα μας ή έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα της ικανοποιημένης ηρεμίας) που η Κόκα κόλα λειτουργεί ως η απευθείας ενσάρκωση «αυτού». Του ξεκάθαρου πλεονάσματος της απόλαυσης σε αντίθεση με τις τυπικές απολαύσεις, του μυστηριώδους και ασύλληπτου Χ που όλοι αναζητούμε τελικά στην καταναγκαστική μας κατανάλωση εμπορευμάτων.

    Το απρόσμενο αποτέλεσμα αυτού του χαρακτηριστικού δεν είναι ότι, εφόσον η Κόκα κόλα δεν ικανοποιεί καμία συγκεκριμένη ανάγκη, την πίνουμε μόνο σαν συμπλήρωμα, αφού κάποιο άλλο ποτό έχει ικανοποιήσει την βασική μας ανάγκη – αντίθετα, είναι ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό του περιττού που κάνει τη δίψα μας για Κόκα κόλα όλο και περισσότερο ακόρεστη. Όπως το έθεσε ο Jacques-Alain Miller τόσο περιεκτικά, η Κόκα κόλα έχει το παράδοξο χαρακτηριστικό ότι όσο περισσότερο πίνεις, τόσο πιο πολύ διψάς, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη σου να πιεις περισσότερο – με αυτή την παράξενη, γλυκόπικρη γεύση, η δίψα μας δεν καταλαγιάζει ποτέ. Έτσι, όταν πριν μερικά χρόνια, το διαφημιστικό σλόγκαν για την Κόκα κόλα ήταν “Coke is it!” πρέπει να προσέξουμε την τεράστια αμφισημία του πράγματος: είναι «αυτό» ακριβώς για τον λόγο ότι κάθε ικανοποίηση ανοίγει ένα χάσμα, του τύπου «I want more!» Το παράδοξο, επομένως, είναι ότι η Κόκα κόλα δεν είναι ένα συνηθισμένο αγαθό του οποίου η χρηστική αξία μετουσιώνεται σε (ή συμπληρώνεται από) μία έκφραση της διάστασης μίας καθαρής (Συναλλακτικής) αξίας, αλλά ένα αγαθό του οποίου η ιδιότυπη χρηστική αξία είναι ήδη μία απευθείας ενσάρκωση της υπερ-ευαίσθητης αύρας του άφατου πνευματικού περιττού, ένα αγαθό του οποίου αυτές οι ίδιες υλικές ιδιότητές του είναι ήδη ιδιότητες ενός αγαθού».

    Ο άντρας πετάχτηκε επάνω με γουρλωμένα μάτια. Επιτέλους! Αυτό ήταν! Είχε βρει τον τρόπο να εντάξει την άχρηστη μηχανή. Ήταν «αυτό», για τον ίδιο. Ήταν ο μόνος τρόπος να πίνει και να μην ξεδιψάει ποτέ, για όλο το υπόλοιπο της ζωής του. Όσο περισσότερο θα την χαιρόταν, με αυτόν τον μυστήριο τρόπο που την χαιρόταν, τόσο περισσότερο θα ήθελε, πάντα θα ήθελε κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Γιατί δεν επιτελούσε απολύτως καμία λειτουργία. Ήταν μία κόκα κόλα. Η D ήταν μία κόκα κόλα!!!

    Ο Zizek είχε δίκιο. Zdizek. Zidek. Dizek. Στο διάολο. Άνοιξε την πόρτα, αφήνοντας πίσω του την ξανθιά να φωνάζει κάτι στα ρώσικα και κατέβηκε φουριόζος κάτω. Οδήγησε σαν τρελός, πιο γρήγορα από εκείνο το βράδυ που είχε ξεφορτωθεί τη D του, μέσα από τους δρόμους της πόλης. Πάρκαρε στην γωνία και μπήκε με τα πόδια στο δρομάκι. Έτρεξε ως το μαγαζί με τις μαριονέτες και όρμησε μέσα.

    «Πού είναι αυτή;» ούρλιαξε στον πωλητή.

    «Καλησπέρα» του είπε απαλά ο πωλητής. «Μπορώ να σας βοηθήσω;»

    «Άσε τις μαλαγανιές και πες μου πού είναι». Προσπάθησε να ηρεμήσει.

    «Είναι κλειδωμένη στην κρεβατοκάμαρά της, εδώ και τρεις μήνες. Σας το είπα. Αρνείται να βγει. Αρνείται να δει κανέναν. Είπε ότι η ζωή της έχει τελειώσει. Τρώει ελάχιστα και φοβόμαστε όλοι πολύ σοβαρά για την υγεία της». Ο πωλητής χαμογέλασε θλιμμένα.

    «Την θέλω πίσω» μούγκρισε ο άντρας.

    «Τί είπατε;»

    «Την θέλω πίσω» επανέλαβε αργά και σταθερά, κοιτάζοντας επίμονα τον πωλητή. Λίγο ήθελε για να του ρίξει μπουνιά.

    «Θα πρέπει να πληρώσετε και πάλι το τίμημα, κύριε» του είπε γλυκερά ο πωλητής.

    «Θα το πληρώσω αναθεματισμένε» σφύριξε ο άντρας μέσα από τα δόντια του και έψαξε το πορτοφόλι του στην πίσω τσέπη του παντελονιού του.

    «Η τιμή έχει διπλασιαστεί τώρα, κύριε» είπε πολύ γλυκερά τώρα ο πωλητής.

    Ο άντρας αισθάνθηκε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι του. Δεν δίστασε όμως ούτε στιγμή. Έβγαλε το μπλοκ επιταγών του, έγραψε το υπέρογκο ποσό και έδωσε την επιταγή στον πωλητή. Αυτός την πήρε και την έβαλε στο τελευταίο συρτάρι του πάγκου, εκεί που έβαζαν τις επιταγές. Οι περισσότεροι πλήρωναν cash.

    «Ακολουθείστε με» του είπε.

    Πέρασαν πάλι από τον διάδρομο με το κόκκινο φως, πέρασαν το σαλόνι με τους μπορντώ καναπέδες, πέρασαν τις ξανθές τσουλίτσες και τις νταρντάνες που τον κοιτούσαν και ξερογλείφονταν, πέρασαν το βουβό πιάνο στη γωνία και έφτασαν στους κοιτώνες των κοριτσιών. Ο πωλητής στάθηκε έξω από μία κλειστή πόρτα. Ακουγόταν μουσική από μέσα, στη διαπασών.



    (Συνεχίζεται)
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  3. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Ο πωλητής χτύπησε την πόρτα. Δεν ακούστηκε καμία απάντηση. Μόνο μουσική.

    “D, είστε καλά;» φώναξε ο πωλητής.

    Καμία απάντηση.


    «Ελπίζω να μην φτάσαμε αργά. Τις τελευταίες μέρες ακούει συνέχεια το ίδιο το κομμάτι. Απ΄ το πρωί ως το βράδυ. Όλα τα κορίτσια έχουν πέσει σε κατάθλιψη. Φοβάμαι γι αυτήν. Φοβάμαι μην τυχόν κόψει τις φλέβες της».

    Ο άντρας χλώμιασε. Χτύπησε την πόρτα με τη γροθιά του.

    «D, τσακίσου και βγες έξω.»

    Καμία απάντηση.

    «D, ήρθα να σε πάρω στο σπίτι.»

    Καμία απάντηση. Η μουσική άλλαξε, αλλά αυτό που ακουγόταν τώρα ήταν ακόμα χειρότερο. Έδειχνε αποφασιστικότητα, έδειχνε κάτι που του θύμιζε πολύ την D του. Η ψυχή της είχε γίνει κομμάτια. Θα αυτοκτονούσε σίγουρα, ήταν πολύ ευαίσθητη, ω πόσο πρέπει να την είχε πληγώσει...Θα πέθαινε η D του. Κι αυτός, αυτός θα έμενε με την αιώνια δίψα. Ακόρεστη. I want more! More! More!

    Έσκυψε απελπισμένος και κοίταξε από το ματάκι της πόρτας. Είδε το ωραίο δωμάτιο της D, το κρεβάτι με τον ουρανό, τα αυθεντικά έργα τέχνης και σε μία γωνιά είδε την D του. Καθόταν μπροστά στον υπολογιστή.

    «Βλέπετε τίποτε; Τί κάνει;» τον ρώτησε ο πωλητής, αγχωμένος. Τα χέρια του έτρεμαν ανεπαίσθητα. Ήθελε τόσο πολύ να μην έχει πεθάνει η D, για να μπορέσει να εξαργυρώσει την επιταγή.

    «Τί κάνει; Τί κάνει;» ούρλιαξε ο άντρας. «Βλέπει το Μάτριξ, ανόητε ανθρωπάκο. Βλέπει βιντεάκια στο youtube, η αναίσθητη.»



    (Συνεχίζεται)
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  4. whipmarks

    whipmarks Regular Member

    αντε να δω πως θα τελειωση αυτο το μελοδραμα......Θυμηζη λιγο το ΣΤΕΛΛΑ ΚΡΑΤΑΩ ΜΑΧΕΡΙ
     
  5. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Ήξερε πολύ καλά τί του έμενε να κάνει. Έρχεται μία στιγμή στη ζωή κάθε άντρα, όπου πρέπει να αγκαλιάσει τις επιθυμίες του. Να παλέψει γι αυτές. Να πληρώσει το τίμημα, γι αυτό που θέλει να αποκτήσει. Και να αρπάξει αυτό που θέλει. Πρέπει, ΟΦΕΙΛΕΙ, να αρπάξει αυτό που θέλει. Ακόμα και αν αυτό είναι μια απλή, υπερτιμημένη και εντελώς άχρηστη κόκα κόλα.

    Έδωσε μια κλωτσιά στην πόρτα και μπήκε.



    H D του μασουλούσε χαλαρά ένα μπουτάκι από κοτόπουλο. Μια χαρά φαινόταν. Έβλεπε το Μάτριξ σαν αλλοπαρμένη. Δεν είχε ακούσει την φωνή του, χαμένη στην κοσμάρα της. Μόλις τον είδε τσίριξε από τη χαρά της. Σηκώθηκε αμέσως και του έκανε χαρούλες. Τον έπιανε από τα χέρια, έπαιρνε τις παλάμες του και τις ακουμπούσε πάνω στο κεφάλι της. Έκλαιγε απ’ την χαρά της που τον έβλεπε. Ήταν πανέμορφη.

    «Πάμε» της είπε.

    «Ναι, ναι, πάμε, άντε καλέ Κύριε, πολύ αργήσατε, πού ήσασταν, και πού να σας τα λέω, είδα κάτι εργάκια όλο αυτό τον καιρό, Φ-Ο-Β-Ε-Ρ-Α, είναι πολύ κουλτουριάρικα, θα σας αρέσουν, θα σας τα αναλύσω όλα, με το νι και με το σίγμα, και είδα κι εκείνο το καρτούν, με το σπίτι που πετάει με τα μπαλόνια και σκέφτηκα και μια καινούργια ιστορία που θα γράψω, όπου θα είστε εσείς ο πρωταγωνιστής κι εγώ θα είμαι κάτι σαν πολύτιμο αγαθό, με τη διαφορά ότι δεν θα είμαι, γιατί ξέρετε ότι δεν ξέρω να κάνω τίποτα, εκτός από...»

    Συνέχισε να φλυαρεί καθώς ο άντρας την πήρε από το χέρι και την έσυρε πίσω του. Βγήκαν μαζί έξω στο σκοτεινό δρομάκι, όπου οι λαμπτήρες υπόσχονταν στους λιγοστούς διαβάτες ένα σωρό κρυφές ηδονές.

    Πίσω στο μαγαζάκι, ο πωλητής χαμογέλασε. Άνοιξε το συρτάρι να καμαρώσει την επιταγή. Τότε, κάτω από κάτι χαρτιά, πρόσεξε ένα παλιό, κάπως φθαρμένο προσπέκτους, που κάποτε πρέπει να ήταν γυαλιστερό αλλά είχε πλέον χάσει την αίγλη του. Το πήρε στα χέρια του.

    «Ε...λοιπόν», μονολόγησε.

    Στο εξώφυλλο, με μεγάλα μωβ γράμματα, έγραφε, “The D machine”. Άνοιξε το φυλλάδιο και διάβασε.

    Date: Sept.2007 – May 2008
    Programmer: S.
    Program: Pet
    Programming: Failed

    Date: June 2008 – Dec. 2008
    Programmer: Μ.
    Program: Slut
    Programming: Failed

    Ο πωλητής γύρισε στην τελευταία σελίδα. Εκεί, με τα ίδια μεγάλα μωβ γράμματα, βρισκόταν η απάντηση στην ερώτηση, στο ποιος ήταν ο εσωτερικός νόμος της ουσίας της D. Μα ναι, αυτό ήταν, πώς το είχε ξεχάσει; Πώς του είχε διαφύγει; Γι αυτό δεν μπορούσε να προγραμματιστεί. Αυτή ακριβώς ήταν η ιδιότητά της. H μόνη της ιδιότητα. Όλα τα υπόλοιπα πήγαζαν από αυτό.

    Ο πωλητής πετάχτηκε έξω στον δρόμο, μήπως και προλάβει τον άντρα και την μηχανή. Ήθελε να του πει για τη λειτουργία της, να τον ενημερώσει, για να μην κάνει άσκοπες προσπάθειες εκπαίδευσης. Δεν χρειαζόταν. Η μηχανή ήταν ανεπίδεκτη μαθήσεως. Δεν θα άλλαζε ποτέ, λόγω αυτού του ενός μοναδικού χαρακτηριστικού της, με το οποίο είχε γεννηθεί. Και το οποίο αρκούσε.

    Είδε τον άντρα πέρα μακριά, ήταν ήδη στο τέλος του δρόμου και ετοιμαζόταν να στρίψει στη γωνία. Κρατούσε σφιχτά από το χέρι τη μηχανή, καθώς αυτή συνέχιζε να χοροπηδάει δίπλα του και να του μιλάει ακατάπαυστα, κοιτάζοντάς τον με λατρεία.

    «Κύριε! Κύριε!» φώναξε ο πωλητής.

    Ο άντρας δεν γύρισε, δεν τον άκουσε. Προχωρούσε με μεγάλα σίγουρα βήματα, σέρνοντας πίσω του την ιδιοκτησία του, μέσα σε έναν καταιγισμό από τιτιβίσματα. Δεν χρειαζόταν τις διευκρινίσεις. Ήταν από αυτούς τους λίγους που καταφέρνουν και αρπάζουν μόνοι τους την αλήθεια από την κρυπτότητα. Παρόλο που, αν θα μπορούσε κάποιος να χωθεί για λίγο στο μυαλό του άντρα και να διαβάσει τις μύχιες σκέψεις του, θα ήξερε ότι το μόνο που σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή ήταν πόσο πολύ θα την έδερνε που τον είχε αναγκάσει να περάσει τρεις μήνες μακριά της. Το μόνο που θα την γλίτωνε ήταν αν κατάφερνε να κάνει κανέναν γερο-μπισμπίκη να έρθει στα πρόθυρα της αποπληξίας με τα γραπτά της. Λίγα πράγματα τον διασκέδαζαν περισσότερο.

    Ο πωλητής ξαναμπήκε στο μαγαζάκι, κοιτάζοντας το φυλλάδιο για τελευταία φορά, πριν το καταχωνιάσει για πάντα στο συρτάρι. Ήξερε ότι ο άντρας δεν θα την επέστρεφε ποτέ ξανά. Ήταν αδύνατον. Έτσι λειτουργούν αυτές οι μηχανές.

    Είτε το ήξερε είτε όχι, ο άντρας είχε φορτωθεί μία Devotion machine. Μία από αυτές τις σπάνιες, τις εκνευριστικές, τις εξοργιστικές γυναίκες που δεν φεύγουν ποτέ, δεν σε εγκαταλείπουν ποτέ, ότι και αν συμβεί. Μόλις δεθούν, τελείωσε. Και δένεται και ο άλλος μαζί τους, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, με την ίδια ακριβώς αφοσίωση. Είναι μία κρυφή συμμετρία, του είδους που κανένας δεν μπορεί να αντιληφθεί, εκτός εάν βρίσκεται ο ίδιος μέσα. Κανονικά, θα έπρεπε να τις λένε Doomsday machines, σκέφτηκε ο πωλητής και χαμογέλασε.

    Άνοιξε τον κατάλογο των προϊόντων και έσβησε προσεκτικά την καταχώρηση κάτω από το γράμμα D. Σήκωσε το τηλέφωνο και πήρε ένα νούμερο.

    «Καλησπέρα. Τί κάνετε; Κι εμείς καλά. Μας έφυγε η D. Ναι, καλά ακούσατε, η D. Ναι, είναι οριστικό. Θα μπορέσετε να μας στείλετε κάτι σε αντικατάσταση;»

    Άκουσε προσεκτικά.

    «Πολύ ωραία. Σε τρείς μήνες;»

    Ήταν κλασικό. Πάντα τόσο έπαιρνε.

    «Θα περιμένω. Ευχαριστώ».

    Έκλεισε το τηλέφωνο και σημείωσε στον κατάλογο, με ροζ μαρκαδόρο, δίπλα στο γράμμα D:

    Dream-come-true.
    Παράδοση: 2010.
    Programmer: …


    ΤΕΛΟΣ
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  6. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Υπέροχα μοναδικό!
     
     
  7. Animator

    Animator Regular Member

  8. Uther

    Uther Contributor

    Απάντηση: The D machine

    απολαυστικό ανάγνωσμα      
     
  9. sub_curious

    sub_curious New Member

    με μια λέξη : Κ-Α-Τ-Α-Π-Λ-Η-Κ-Τ-Ι-Κ-Ο. Και τόσο, μα τόσο βαθύ
     
  10. whipmarks

    whipmarks Regular Member

    να χαρω τους Κριτηκους σου D μηχανη.Αν θεωρεις τον ευτο σου μηχανη εχε στα υποξη σου οτι η χωματερες ειναι γεματες απο αυτες........Χθες επξαχνα για αννταλακτικα και που να στα λεω ...βρηκα μερικα....
     
  11. gothoula

    gothoula Regular Member

    Χωροφύλακα στις καύλες μας τον βάλαμε εν τέλει αυτόν.

    Δώρα και πάλι συγχαρητήρια για την ιστορία σου, εδώ εκφράζεις πολύ όμορφα την επιθυμία της απόλυτης ιδιοκτησίας.
    (άσε που one day machines will rule the world!)  
     
  12. whipmarks

    whipmarks Regular Member

    Να ξερεις κοριτσακι αβγαλτο, οταν η η ντορα γραφει κατι δεν ειναι καρπος της φαντασιας ωστε να διασκεδασεις εσυ και οι ομοιοι σου,αλλα βιωματα πρωσοπικα.Φαντασιωσεις και ονειρα γλυκα γοφουλα........