Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

"Δε ντρέπεστε λιγάκι!"

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος DocHeart, στις 7 Αυγούστου 2010.

  1. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Οκ, στην πραγματικότητα, κανείς δε μ’έχει ρωτήσει. Ας το ξεκαθαρίσουμε αυτό.

    Θα ήθελα όμως να με έχουν ρωτήσει, «ρε φίλε, αυτά που γράφεις όντως τα έχεις ζήσει, ή είναι φαντασίες;»

    Για να απαντήσω «κοίτα φίλε, ότι και να γράψεις είναι εν μέρει αυτοβιογραφικό, ακόμα κι’ αν γράφεις για το Δημήτρη Σαραβάκο.»

    Αλλά επειδή κανείς δε μ’έχει ρωτήσει, καθυστερώ την αρχή της ιστορίας για να δηλώσω ότι δεν είναι αυτοβιογραφική.

    Xαιρετισμούς,
    DocHeart



    “Δε ντρέπεστε λιγάκι!»

    Το καλοκαίρι του ’92 έμεινα στο διαμέρισμα της Μόνικα στην οδό Στάλμπορν, ένα κωλόδρομο στο λιμάνι του Νιούκαστλ. Διαμέρισμα. Ο θεός να το κάνει. Ένα δωμάτιο 2x3 και μια κουζίνα της οποίας το παράθυρο έβλεπε σε ένα κινέζικο ντιλιβεράδικο. Ο εξαερισμός του έμπαινε σχεδόν όλος στην κουζίνα της Μόνικα.

    Σα να μην έφτανε αυτό, η άλλη πλευρά του διαμερίσματος μοιραζόταν τον τοίχο της με το σπίτι μιας οικογένειας Κυπρίων. Τα τρία παιδιά τους (και τα πολυάριθμα άλλα παιδάκια που ήταν φίλοι τους και ερχόταν να παίξουν στη μεγάλη βεράντα) ήταν από τεσσάρων ως εννέα ετών. Ήταν όλα αξιολάτρευτα. Τόσο γεμάτα ζωή που ήθελες να τους την πάρεις μπας και σκάσουν.

    Αλλά εκείνο ήταν το καλοκαίρι του ’92, και κάτι τέτοια τα περνάγαμε στο ντούκου. Πέρναγα τα βράδια μου τρώγοντας το φαγητό της και πίνοντας το κρασί της. Αυτή δούλευε στο λογιστήριο ενός μεγάλου σούπερ-μάρκετ, εγώ, από τη μεριά μου, φρόντιζα να κερδίζω στα χαρτιά ώστε να μη μας τελειώνει η αστρόσκονη. Και οι δύο μαζί κάναμε έρωτα στο πάτωμα (η μυρωδιά της παλιάς μοκέτας της είχε φτάσει να με καβλώνει από μόνη της) και διαφωνούσαμε για την έννοια της «κοινωνικής πολιτικής» του Τζων Μέητζορ. Μερικές φορές τραγουδούσε παίζοντας την κιθάρα της, κυρίως Σάιμον και Γκάρφανκελ.

    Ήταν η εποχή που μπορούσαμε να κάνουμε όσα λάθη θέλουμε.

    Ξεκίνησα να την πονάω συστηματικά όταν μετά από το κλασικό διερευνητικό χαστούκι στο κωλομέρι καθώς την είχα στα τέσσερα, γύρισε και με κοίταξε σαν πεντάχρονο που παρακαλάει με όλη του τη δύναμη για παγωτό. «Πάλι,» ψιθύρισε. Και μετά «Πάλι! Πάλι! Πάλι! ΠΑΛΙ, ΔΩΣΕ ΜΟΥ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ, ΠΑΛΙ!»

    Η Μόνικα, παρά τις πολλές αρετές της (τα μαλλιά της ήταν τόσο μαύρα και ταυτόχρονα λαμπερά που αν τα κοίταζες για πολλή ώρα ξέχναγες αν είναι μέρα ή νύχτα), ήταν ο τύπος της γυναίκας που χρησιμοποιεί την περίοδό της ως δικαιολογία για να συμπεριφερθεί απαίσια.

    Μια φορά είχε ρίξει μπουνιά σε ένα φαρμακοποιό που της είπε ότι δεν της δίνει Ritalin χωρίς συνταγή γιατρού, ενώ, προσβεβλημένη από ένα αστείο ενός κοινού φίλου που της είπε ότι έχει παραγίνει clean-cut, σηκώθηκε, κατέβασε το τζην της, το βρακί της και τη σερβιέτα της, και κατούρησε στο ξύλινο πάτωμά του.

    Αλλά κι εγώ έτσι ήμουνα τότε. Δε με ένοιαζε αν θα τις φάω από τον χεβυμεταλλά φορτηγατζή που με σκούντηξε κατά λάθος και μου έχυσε το ποτό, αρκεί να είμαι εγώ αυτός που θα ξεκινήσει τον τσαμπουκά.

    Η Μόνικα ήταν θυμωμένη εδώ και εβδομάδες. Σε κάποια συγκεκριμένη ημερομηνία θα έπαιρνε μια εβδομαδιαία άδεια, και η άδειά της θα συνέπιπτε με την περίοδό της. Καθώς η ημέρα πλησίαζε άρχισε να τα βάζει όλο και περισσότερο με τη ζέστη, τον κόσμο, τους δρόμους, τα μαγαζιά, τον Ατλαντικό Ωκεανό και γενικότερα το σύμπαν.

    Το Νιούκαστλ, συνήθως δροσερό και ήπιο τα καλοκαίρια, πέρναγε το χειρότερο καύσωνα από το 1947. Τα ρούχα των ανθρώπων γινόταν μούσκεμα, οι πνεύμονές τους διαμαρτυρόταν για την ποσότητα υγρασίας που ανάσαιναν, οι περισσότεροι, απροετοίμαστοι για τέτοια φαινόμενα, είχαν πάθει εγκαύματα από τον ήλιο. Το ίδιο και η Μόνικα, η οποία είχε τρεις κοκκινισμένες περιοχές στους ώμους και στην πλάτη που την έκαναν να μοιάζει σα να φοράει τη φανέλα της Άρσεναλ ανάποδα.

    Το λιμάνι σε τέτοιες συνθήκες γέμιζε από ένταση, ένιωθες ότι οι μαγαζάτορες, οι κάτοικοι, οι ταξιδιώτες, οι ναυτικοί, οι πουτάνες και οι μπάτσοι – ένιωθες ότι όλοι αρχίζουν να χάνουν την υπομονή τους με τη ζωή. Άνθρωποι που συνήθως ήταν γλυκύτατοι ξαφνικά δε μπορούσες να τους μιλήσεις, ήταν λες και το λιμάνι από στιγμή σε στιγμή θα έσκαγε και θα λάμβανε μέρος ένας σούπερ-γενικευμένος καβγάς.

    Αυτές δεν ήταν οι σωστές συνθήκες για να έχει περίοδο η Μόνικα.

    Όταν ξύπνησα εκείνο το μεσημέρι την είδα ντυμένη και με την τσάντα της έτοιμη για τη δουλειά. Φούστα, πουκάμισο, the whole deal. Αυτό ήταν προβληματικό, πρωτίστως επειδή ήμουν σίγουρος ότι είναι η πρώτη μέρα της άδειάς της, και δευτερευόντως επειδή αν ήταν να πάει στη δουλειά θα είχε φύγει πριν από περίπου πέντε ώρες.

    «Mόνικα;»

    Καμία απάντηση. Απλά κάνει μεταβολή και με γρήγορα βήματα βγαίνει την πόρτα του διαμερίσματος.

    Χωρίς να έχω προλάβει να επεξεργαστώ αυτό που συνέβη, ακούω τα κλειδιά της στην πόρτα. Μπαίνει στο δωμάτιο σα σίφουνας. Στέκεται μπροστά στην ακόμα μισο-κοιμισμένη φάτσα μου με τα χέρια στη μέση, παίρνει μια βαθειά αναπνοή και ξεκινάει.

    «Θέλεις να ξέρεις γιατί πάω στη δουλειά ενώ έχει ξεκινήσει η άδειά μου; Θα σου πω γιατί πάω στη δουλειά. Πάω για να μείνω εκεί μέχρι να ξεμαλακιστεί ο γαμώ-καιρος, και να σταματήσει να μου γαμάει την ύπαρξη. Και ξέρεις γιατί πάω εκεί; Γιατί έχουν ΚΛΙΜΑΤΙΣΤΙΚΟ! Το οποίο λειτουργεί, αντίθετα με το ΔΙΚΟ ΜΑΣ κλιματιστικό, το οποίο μου λες ότι θα το φτιάξεις εδώ και ένα μήνα, ή τουλάχιστον θα φροντίσεις να έρθει κάποιος να το φτιάξει. Και θα πάω εκεί και θα μείνω μέχρι το Σεπτέμβριο, θα δουλεύω συνέχεια, θα κονομήσω και υπερωρίες, και θα περάσω ένα μήνα χωρίς να έρθω στο σπίτι ΟΥΤΕ για να κάνω ντους και ν’αλλάξω, και θα μείνω και άπλυτη και το μουνί μου θα γεμίσει μύκητες. Οκέι; Και μη σου πω ότι θα μείνω εκεί ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, γιατί τότε δε θα έχω τα κωλοπαίδια του Κύπριου και τα υπόλοιπα μούλικα του Νιούκαστλ να ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΑΠ’ΤΙΣ ΕΝΝΙΑ! Γιατί είπες ότι θα πας να του μιλήσεις, και δεν πήγες. Πήγες; ΔΕΝ ΠΗΓΕΣ.»

    Ξανακάνει μεταβολή και τα τακούνια της παίζουν τις Κλακέτες της Οργής μέχρι την πόρτα.

    «Ξέχασες να πεις κάτι για τον εξαερισμό του Κινέζου.»

    Όταν ξεστομίζω την εξυπνάδα δεν έχει ανοίξει ακόμα την πόρτα για να βγει. Κακός, κακός χρονισμός.

    Γυρίζει πίσω, και συνεχίζει.

    «Δε με πειράζει ο εξαερισμός του Κινέζου. Ξέρεις γιατί; Γιατί έρχονται μυρωδιές από sweet and sour και από τζίντζερ και από φρεσκο-τηγανισμένο ρύζι, και ΜΟΥ ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΗΝ ΟΡΕΞΗ. Θυμάσαι της προάλλες που μου έπιασες την κοιλιά και μου είπες να προσέχω μην παχύνω; Ε, εγώ θα παχύνω. Θα παίρνω μυρωδιά τον Κινέζο κάθε βράδυ και θα παραγγέλνω πέντε διαφορετικές μερίδες και θα τις τρώω όλες. Με τηγανητό ρύζι. Οκέι; ΟΧΙ ΜΕ ΒΡΑΣΤΟ.»

    Όταν η Μόνικα έφυγε τελικά για τη δουλειά, αναλογίστηκα σοβαρά τις ευθύνες μου και αποφάσισα να αρχίσω να ενεργώ. Κατ'αρχήν δεσμεύτηκα στον εαυτό μου οτί ποτέ δε θα ξανασχολιάσω το σωματικό βάρος μιας γυναίκας. Μετά πήρα τηλέφωνο έναν ψυκτικό να έρθει για το κλιματιστικό. Καθάρισα την κουζίνα, ψέκασα άρωμα Autumn Meadow και άρχισα να σχεδιάζω τη συνάντηση με τον Κύπριο γείτονα.

    Όταν πάρκαρε το αυτοκίνητό του στις πέντε και τέταρτο, βγήκα γρήγορα και τον πέτυχα πριν μπει στην είσοδό του.

    «Καλησπέρα πατριώτη,» χαμογέλασα.

    «Μπα; Έλληνας είσαι; Μάλιστα.»

    Η απάντησή του δε μου έδωσε την αίσθηση ότι με εκτιμούσε. Δεν είχα ιδέα γιατί.

    «Νομίζεις ότι δεν ξέρει η γειτονιά ότι κάνετε ναρκωτικά εκεί μέσα; Καλά, δε ντρέπεστε λίγο; Έχουμε και παιδιά.»

    «Ναι, κάτι σχετικά ήθελα να σου πω.»

    «Σχετικά με τι;»

    «Με τα παιδιά.»

    «Τα παιδιά;»

    «Ναι. Τα πάρτι στις 9 το πρωί πρέπει να σταματήσουν για αυτή την εβδομάδα. Έχουμε λίγες μέρες off απ’τη δουλειά και θέλουμε να ξεκουραζόμαστε το πρωί.»

    Ήταν ένας κοντός, μελαμψός άνθρωπος με σχετικά καινούργια μπλε Mercedes και πουκάμισα τόσο λευκά που θα μπορούσαν να τα φοράνε οι άγιοι της Κυπριακής Ορθόδοξης Εκκλησιάς, ίσως και ο ίδιος ο Θεός.

    «Αντί να χαίρεστε που υπάρχουν και λίγα παιδιά να παίζουν σ’αυτή τη μιζέρια, μας κάνετε και την παρατήρηση από πάνω. Άντε να χαθείς.»

    «Όκει. Μάλιστα. Κατανοητό. Θα άλλαζες γνώμη αν σου έσπαγα τα μούτρα;»

    Ο κοντός για μια στιγμή φάνηκε ψηλότερος.

    «Θες να μου δώσεις αφορμή, αγορίνα μου; Έλα. Όρμα.» Ξεκούμπωσε τα μανίκια του υπέρ-λευκου πουκάμισου, έβγαλε το ρολόι του και το πέταξε στο έδαφος.

    “Just fuckin’ keep it QUIET, alright?” του είπα στα αγγλικά, γιατί μόνο έτσι μου έβγαινε, και απομακρύνθηκα.

    Για χίλιους λόγους, ένιωθα ότι ο Κύπριος είχε δίκιο. Αλλά αυτό με έκανε να θέλω να του τη φέρω ακόμα περισσότερο. Τράβηξα μια-δυο γραμμές και περίμενα.

    ***

    Η Μόνικα γύρισε γύρω στις τέσσερις. «Έι, πώς έγινε έτσι η κουζίνα; Εσύ τό’κανες αυτό; Έλα δω μωρό μου.» Με φίλησε πολλές φορές. «Συγγνώμη που τα έβγαλα πάνω σου νωρίτερα.»

    «Σσστ,» της έκανα, «ακούω τα κανιβαλάκια να μαζεύονται.»

    Μετά από ένα μεσημεριανό διάλειμμα λόγω ζέστης, τα πιτσιρίκια είχαν ξεκινήσει να παίζουν κυνηγητό, διαταράσσοντας τη σχετική, υγρή ηρεμία ενός μεγάλου μέρους της πόλης.

    Με τη δεξιά γροθιά μου, έπιασα σφιχτά μια μεγάλη, μαύρη, μεταξένια μπουκιά απ’τα μαλλιά της. «Προχώρα,» την πρόσταξα με φωνή Darth Vader.

    «Μα τι κάνεις,» διαμαρτυρήθηκε, σκασμένη στα γέλια.

    Βγήκαμε στο μικροσκοπικό μπαλκόνι της και την έσπρωξα να σκύψει και να ακουμπήσει τους αγκώνες της στα κάγκελα. Τα παιδάκια απ΄τη διπλανή βεράντα σταμάτησαν και μας κοίταξαν, στην αρχή με χαμογελαστή περιέργεια, μετά με μια μεγαλύτερη δόση ανησυχίας.

    «Γιατί, μικρή Μόνικα, ήσουν άτακτη και έκανες φασαρία; Τώρα θα δεις!» Της σήκωσα τη φούστα και της έριξα μια δυνατή χεροκωλιά. Αυτή έβγαλε ένα πνιχτό ήχο σα να προσπαθεί να καταπιεί υπερβολικά μεγάλη γουλιά.

    «Τώρα θα δεις τι παθαίνουν τα παιδάκια που κάνουν φασαρία!» Ξεκίνησα να βγάζω τη ζώνη μου και κατέβασα το βρακί της.

    Όταν είδα το πρώτο πιτσιρίκι (το μεγάλο αδερφό, γύρω στα 8, και το χειρότερο τσογλάνι της παρέας) να χώνεται μέσα στη μπαλκονόπορτα, σήκωσα όρθια τη Μόνικα, η οποία αμέσως ανέβασε το βρακί της και πέρασε τα χέρια της γύρω απ’τους ώμους μου.

    Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα με τα χείλη μου πάνω στα δικά της, τη γλώσσα μου να κάνει μεγάλα “S” μέσα στο στόμα της, και τότε ακούστηκε η Φωνή της Κρίσης:

    «Βρε, δε ντρέπεστε λίγο!»

    «Δεν κατάλαβα,» γύρισα και τον αγριοκοίταξα, «απαγορεύεται να φιλάω τη γυναίκα μου;»

    «Βρε τομάρι, την ξεβρακώνεις και τη βαράς μπροστά στα παιδιά;»

    «Τι λες μωρέ, τρελός είσαι, εγώ να βαρέσω τη γυναίκα μου; Θα σου κάνω μήνυση ρε αλήτη.»

    «Βρε τώρα δεν τη βάρεσες;»

    «Ποιος σου το είπε αυτό; ΠΟΙΟΣ ΣΟΥ ΤΟ ΕΙΠΕ ΑΥΤΟ; Ο πιτσιρικάς που ήρθε μέσα; Και εσύ δε ντρέπεσαι λιγάκι που το παιδί σου βγάζει απ’το μυαλό του τέτοια πράγματα; Ούτε μπορώ να φανταστώ τι βλέπει εκεί μέσα το κακόμοιρο!»

    Ακολούθησε μια παύση η οποία κράτησε λιγότερο από μισό λεπτό. Αλλά σ’αυτό το μισό λεπτό η ένταση ανάμεσα στο μπαλκόνι μας και τη βεράντα του έγινε κόκκινη, ενώ σε όλο το υπόλοιπο Νιούκαστλ ήταν ροζ.

    Χτύπησε τις παλάμες του γρήγορα. «Μέσα, παιδιά, μέσα. Το διαλύουμε. Μπρος. Go on. Off you go home now, off you go.»

    Kαθώς τα πιτσιρίκια εξαφανιζόταν ένα – ένα, ο Κύπριος με κοίταξε βαθιά προβληματισμένος. “Fuck off, how can you know,” μουρμούρισε στα αγγλικά, γιατί έτσι μόνο του έβγαινε.

    Το τελευταίο κοριτσάκι, ένα καστανό τρίχρονο με σκούρο δέρμα και μάτια σαν αμύγδαλα του έρωτα, έδειξε προς το μέρος μου και ψέλλισε, «Αυτός μπαμ.»

    ****

    Όταν μετά από ένα μήνα μάζεψα τα μπαγκάζια μου, η περιοχή διασκέδασης των πιτσιρικιών είχε μεταφερθεί στην παιδική χαρά καμιά τριανταριά μέτρα προς το λιμάνι. Τα παιδιά πήγαιναν εκεί μαζί με τους γονείς τους. Κάποιες φορές που τους είδα περνώντας μου φάνηκε ότι πέρναγαν όλοι μαζί καλά.

    Ξαναμίλησα στη Μόνικα λίγο πριν τα επόμενα Χριστούγεννα, από το αεροδρόμιο. «Διατηρείται η ησυχία από δίπλα,» τη ρώτησα. «Μετακόμισαν,» με πληροφόρησε, «τώρα δίπλα μένουν η Agnes και ο Rob. Είναι υπέροχοι γείτονες.»

    «Με ποιο τρόπο υπέροχοι, δηλαδή;»

    «Ξέρουν πολλά για τα κλύσματα,» έσκασε στα γέλια, και συμπλήρωσε: “May all your Christmases be white, if you know what I mean.”

    Στις αναχωρήσεις του Χήθροου, οι άνθρωποι ανυπομονούσαν να πάνε σπίτι για τα Χριστούγεννα.
     
  2. devine_sub

    devine_sub Contributor

    Απάντηση: "Δε ντρέπεστε λιγάκι!"

      Tα πάντα είναι κατάθεση των περιεχομένων μας.
    Αν βγαίνουν από το κομμάτι της μνήμης, ή από της φαντασίας, ή αν μπερδεύονται οι παράγραφοι / λέξεις ... λίγο έχει σημασία.
     
  3. thanasis

    thanasis Contributor

    Υπέροχη ιστορία, από αυτές που μας είχες στερήσει όλον αυτόν τον καιρό!  
     
  4. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Ταλέντο. Ταλεντάρα.

    Welcome back, Γιατρέ.
     
  5. zoyzoy_

    zoyzoy_ Contributor

    Απολαυστικοτατο