Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

P.I.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος MindMaster, στις 30 Μαρτίου 2009.

  1. MindMaster

    MindMaster Contributor

    Απάντηση: P.I.



    Το παρακάτω κομμάτι έχει γραφτεί πριν πάρα πολύ καιρό, τόσον που θα μπορούσε άνετα να θεωρηθεί πως -γιά πρώτη φορά σ' αυτόν εδώ το χώρο- δημοσιεύω κάτι που είναι παντελώς φανταστικό... Κανένα γραπτό βεβαίως δεν είναι ποτέ απόλυτα φανταστικό, μιά κι ακόμη και στα πιό τρελλά σενάρια, μπορεί ν' ανακαλύψει κάποιος μερικές αλήθειες γιά το συγγραφέα...

    Εν πάση περιπτώσει, το κάτωθι ανασύρθηκε από το συρτάρι κι έρχεται στο φως κατ' απαίτηση του εκδότη μου, που πιστεύει πως ο συγγραφέας δεν πρέπει ν' αφήνει ποτέ το κοινό του να "κρυώνει" πολύ, με κίνδυνο τελικά να τον ξεχάσει...

    Μέχρι που να υπάρξει νέα παρουσιάσιμη παραγωγή λοιπόν το καταθέτω, προς τέρψιν του αναγνωστικού κοινού γενικώς, και ιδιαιτέρως του αγαπητού μου φίλου DocHeart που ξέρω πως πάντα εκτιμά ένα καλό hard-boiled, του εξ ίσου προσφιλούς μου cider που εξέφρασε παλαιότερα την επιθυμία γιά ένα κείμενο που δεν θα το κατατεμάχιζαν φωτογραφίες, και -φυσικά- της Μούσας...

    - - - - - - -



    Το ρολόι στον τοίχο έλεγε πως πλησίαζε εφτά, απόγευμα. Οι ακτίνες του ήλιου που χαμήλωνε και σύντομα θα κρυβόταν πίσω από τ’ απέναντι κτίρια, περνούσαν μέσ’ απ’ τα γερμένα στόρια του γραφείου μου τεμαχίζοντας το δωμάτιο και μαζί εμένα τον ίδιο σε λοξές, παράλληλες φέτες. Το διασκέδασα όσο κράτησε –δεν ήταν κι εύκολο να βρω κάτι να με διασκεδάζει εκείνες τις μέρες-, χαζεύοντας τα μόρια της σκόνης να αιωρούνται σα μικρούλια μισοζαλισμένα έντομα στις ζώνες του φωτός, και τα παιχνίδια που έκανε ο καπνός του τσιγάρου μου με τις φωτοσκιάσεις.

    Τα ριγέ λαμπερά και σκούρα, βρώμικα ποτήρια κι άδεια μπουκάλια πάνω στο τραπέζι, έδιναν τον απολογισμό της βδομάδας που τέλειωνε. Ήταν κι αυτός χωρισμένος στα δυό, σε φως και σε σκοτάδι... Η σκοτεινή ζώνη ήταν μέσα μου. Ήταν μιά βδομάδα ακριβώς που αισθανόμουν να κόβομαι σιγά-σιγά στα δυό, σαν ατυχής αιχμάλωτος μετά από κάποια μάχη μεταξύ αρχαίων βαρβάρων, δεμένος από χέρια κι από πόδια ανάμεσα σε δυό βαρβάτα άλογα που μαστιγώνονταν άγρια γιά τα τρέξουν προς αντίθετες κατευθύνσεις... Έξω, υπήρχε άπλετο φως. Ευνοημένος από μιά διαβολεμένη τύχη κι από κάτι απίθανες εμπνεύσεις, είχα καταφέρει να τελειώσω με σκανδαλώδη επιτυχία ό,τι είχα αρχίσει τις τελευταίες μέρες. Ό,τι κι αν έκανα μού ’βγαινε, και δεν καθυστερούσε ούτε ώρα πέρα απ’ το απολύτως απαραίτητο. Είχα κλείσει μέσα σε έξη μέρες –πεντέμιση γιά την ακρίβεια, γιατί το ένα βράδυ το είχα περάσει στο Καρίμπ γιά μιάν αποτοξίνωση απ’ το ουίσκυ με μοχίτος- τρεις υποθέσεις που θα μπορούσαν άνετα να μ’ είχαν παιδέψει γιά ένα δίμηνο, κι είχα πληρωθεί αδρά και γιά τις τρεις. Άλλο δεν έκανα λοιπόν εκείνη τη βδομάδα στο κατάφωτο, έξω κομμάτι του κόσμου, από το να εισπράττω συγχαρητήρια, ευχαριστίες και δολλάρια.

    Χαμογέλασα, και το χαμόγελό μου είχε γεύση κινίνου. Στην ειρωνία τελικά, σκέφτηκα, κανείς δεν έφτανε την τέχνη της ίδιας της ζωής. Ήταν αξεπέραστη. Πώς τα κατάφερνε πάντα κι έδινε τις χαρές και τις επιτυχίες, την ώρα ακριβώς που ήταν εντελώς αδύνατο να τις φχαριστηθεί κανείς;

    Σηκώθηκα απότομα, ξεφυσώντας όλο τον αέρα και τον καπνό που είχα στα πνευμόνια μου. Με έκπληξη διαπίστωσα πως δεν υπήρξε καμμιά αστάθεια, ούτε από το γεγονός πως ο ήλιος έκοβε τώρα σε φέτες τα πόδια μου, ούτε από το αλκοόλ που είχα κατεβάσει το τελευταίο δίωρο... Βημάτισα λίγο πάνω-κάτω γιά να ξεμουδιάσω, αλλά και γιά να καταφέρω να πάρω την εξής σημαντικότατη απόφαση: Μήπως είχε έρθει πιά η ώρα, μετά από πολλές νύχτες στην καρέκλα και τον καναπέ του γραφείου, να κοιμηθώ επιτέλους σε κρεββάτι; Επίσης –έγειρα λίγο το κεφάλι μου προς τη μασχάλη μου αλλά μετάνοιωσα και το ξανασήκωσα, πριν εισπνεύσω-, μήπως έπρεπε πλέον να κάνω ένα μπάνιο, να ξυριστώ και ν’ αλλάξω ρούχα, χωρίς άλλη καθυστέρηση;



    Δεν επρόκειτο τελικά ν’ αποφασίσω. Ανέλαβε η Θεία πρόνοια, ή μάλλον η Θεία δίκη που μπουκάρισε στο γραφείο μου χωρίς καν να χτυπήσει την πόρτα, με τη μορφή της Ήβ...

    Η Ήβ μπορούσε να είναι –και συνήθως ήταν- ο γλυκύτερος και πιό συγκαταβατικός άνθρωπος που είχα γνωρίσει στη ζωή μου, όταν δεν αποφάσιζε πως έπρεπε να είναι το εντελώς αντίθετο. Όταν όμως πίστευε πως έπρεπε να μιλήσει έξω απ’ τα δόντια, η γλώσσα της προκαλούσε περισσότερο πόνο κι άφηνε πιό μελανά σημάδια, κι από τη σιδερογροθιά μου...

    Δεν είπε «γειά», ούτε «καλησπέρα», ή κάτι τέτοιο. Μου έρριξε μιά βιαστική ματιά κι έπειτα πήγε στο παράθυρο κι ανέβασε τα στόρια μέχρι πάνω, επιτρέποντας στο πορτοκαλί δειλινό να γεμίσει το δωμάτιο. Με κοίταξε εξεταστικά από την κορφή μέχρι τα νύχια, προσέχοντας κάθε λεπτομέρεια κι αποκτώντας σταδιακά ένα όλο και περισσότερο απηυδισμένο βλέμμα. Από τα σκονισμένα παπούτσια μου, τα μάτια της υψώθηκαν απότομα και καρφώθηκαν στα δικά μου.

    «Φαντάζομαι πως ξέρεις ότι έχεις καταντήσει σκέτη αηδία πιά» με ρώτησε, «έτσι δεν είναι; Ξέρω κάποιους άστεγους που μένουν σε χαρτοκιβώτια κάτω από τη γέφυρα του Σάουθ Έντ, με πολύ καλύτερη εμφάνιση απ’ τη δική σου».
    Της χάρισα ένα κουρασμένο χαμόγελο. Ήξερα πως δεν θα με γλύτωνε βέβαια αυτό, αλλά ήταν το μόνο που κατάφερα.
    «Πάρα πολλή δουλειά αυτή την εβδομάδα», είπα.
    Δεν απάντησε αμέσως, κατάλαβα πως ταλαντευόταν ανάμεσα στο τρανταχτό γέλιο και το χοντρό βρισίδι.
    «Μαλακίες» είπε τέλος, άρπαξε το σακάκι μου από τον καλόγηρο, και μου το πέταξε στα μούτρα.



    Ήταν απόλυτα αποφασισμένη να μη μου αφήσει κανένα περιθώριο αντίδρασης ή αντίρρησης. Μετά από ένα σύντομο –κράτησε όσο ακριβώς χρειάστηκε το ασανσέρ γιά να κατέβει τους 4 ορόφους- αλλά ιδιαίτερα αγριεμένο λογύδριο που έλεγε πάνω-κάτω πως «ήταν απόλυτα σίγουρη γιά το σε ποιά κατάντια θα μ’ εύρισκε, αλλά και πάλι δεν πίστευε στα μάτια της, ούτε στη μύτη της, γιατί βρωμούσα σα γουρούνι που λόγω λειψυδρίας το πότιζαν ουίσκυ, κι εκείνη δεν είχε δει άνθρωπο με τόσο απλανές και θολό βλέμμα από το ’34 όταν μετά τη μεγάλη πυρκαγιά στο υφαντουργείο Σμίθσον εντ Σον είχε παρακολουθήσει τις οικογένειες των καμμένων εργατών να προσπαθούν ν’ αναγνωρίσουν ποιό θλιβερό αποκαϊδι ήταν νωρίτερα ο δικός τους άνθρωπος» και διάφορα άλλα τέτοια ενθαρρυντικά που δεν τα θυμάμαι ακριβώς, με γράπωσε αγκαζέ από τ’ αριστερό μπράτσο και με τράβηξε έξω απ’ το κτίριο. «Καιρός να ξαναγίνεις άνθρωπος» γρύλισε, «και να επιστρέψεις στον κόσμο των ζωντανών...».

    Με πήγε στο μικρό στούντιο που νοίκιαζε στα Μπελβεντέρε Αππάρτμεντς, μου έβγαλε καπέλλο και σακκάκι τραβολογώντας σα νά ’μουν άτακτος δεκάχρονος, μού ’χωσε στα χέρια ένα ξυράφι κι ένα μοσχοσάπουνο και μ’ έσπρωξε κατά το μπάνιο. Έπιασε την απορρημένη έκφραση στο πρόσωπό μου και μού ’δειξε με το βλέμμα προς τη ντουλάπα, απ’ όπου κρέμονταν ένα καθαρό κοστούμι, ένα πουκάμισο και μιά γραββάτα μου. Είχε φροντίσει γιά όλα, η πεισματάρα σκύλα. Κι εγώ είχα ξεχάσει πως διέθετε κλειδί γιά το διαμέρισμά μου...

    Πρέπει να μ’ άφησε να κοιμηθώ τουλάχιστον μιά ώρα μέσα στη μπανιέρα, που σημειωτέον τη βρήκα εξαιρετικά άνετη, σε σύγκριση με την καρέκλα του γραφείου μου. Όταν ξύπνησα το νερό ήταν σχεδόν παγωμένο, αλλά εγώ πραγματικά αισθανόμουν φρέσκος σαν νεογέννητο. Βγήκα στο καθιστικό ζωσμένος με την πετσέτα, πήγα κι έκατσα δίπλα της στον καναπέ κι άναψα ένα τσιγάρο απ’ τα δικά της, που βρήκα πρόχειρα πάνω στο τραπεζάκι. Γύρισα και την κοίταξα. Το βλέμμα της πετούσε ακόμη σπίθες, αλλά κάπου στο βάθος του προσπαθούσε να κρυφτεί ένα χαμόγελο.

    «Και τώρα;» τη ρώτησα. Άπλωσε το στιβαρό της χέρι, μ’ άρπαξε από το σβέρκο και με τράβηξε με δύναμη προς το μέρος της. Κόλλησε τα χείλη της στο μάγουλό μου και μού ’σκασε ένα ηχηρό φιλί. «Τώρα που άρχισες να μοιάζεις ξανά με άνθρωπο, πήγαινε ντύσου κιόλας, γιά να τ’ ολοκληρώσεις», μου είπε. «Έχω να πάω κάπου απόψε, και θα με συνοδέψεις. Βιάσου μόνο, γιατί σε μισή ώρα πρέπει να είμαστε εκεί»... Δεν ρώτησα «πού» και «τί», και μάλλον ήταν καλύτερα, γιατί αν μου είχε πει θα είχα μπει στον πειρασμό να αποδράσω απ’ το παράθυρο της κρεββατοκάμαρας, ακόμη κι αν ήταν να το κάνω με την πετσέτα σαν μοναδικό μου ρούχο...



    Δεν είχα βρεθεί ποτέ ξανά σ’ Ελληνικό γάμο, πριν απ’ εκείνη τη βραδυά. Γιά να είμαι ακριβής, στο γάμο και πάλι δεν βρέθηκα, παρά την επιμονή και τις απειλές της Ήβ. Της υποσχέθηκα βέβαια πως δεν θα το έσκαγα, αλλά έκοβα βόλτες έξω από την εκκλησία καπνίζοντας μέχρι που να τελειώσει η τελετή και τα συχαρίκια από τους καλεσμένους προς το ζεύγος... Βρέθηκα όμως στη δεξίωση, μετά, σ’ αυτό δηλαδή που οι Έλληνες το λένε όπως κατάλαβα, «τραπέζι».

    Το «τραπέζι» έγινε στην ελληνική ταβέρνα του Πητ Μάθιους στο νούμερο 4 της Πρέστον Τέρρας. Περπατήσαμε αργά ως εκεί, γιά να βρει το χρόνο η Ήβ να μ’ ενημερώσει γιά το ποιοί ήταν κάποιοι απ’ αυτούς που θα καθόμασταν μαζί τους, και ποιές ήταν οι δικές της σχέσεις μ’ εκείνους. Πληρώσαμε πολύ ακριβά αυτή την αργοπορία, γιατί όταν μπήκαμε, τα όργανα είχαν ήδη αρχίσει...

    Το σοκ που μου προκάλεσε η ελληνική μουσική –που πρώτη φορά άκουγα από τόσο κοντά και τόσο δυνατά- μπορώ να το συγκρίνω μόνο με το σοκ που είχα πάθει όταν πρωτοδοκίμασα Ινδικό φαγητό. Τα μπουζούκια και τα κλαρίνα ήταν τόσο ξένα και περίεργα γιά τ’ αυτιά και τον εγκέφαλό μου, όσο είχε φανεί η πρώτη πηρουνιά μάνγκο τσάτνι στον ουρανίσκο μου. Το πρώτο ημίωρο τουλάχιστον, ώσπου να συνηθίσω κάπως, δεν έπαψα να κινούμαι νευρικά σα να υπήρχαν καρφιά στην καρέκλα μου, και να ιδρώνω ακατάσχετα (πανομοιότυπα συμπτώματα δηλαδή, ακριβώς, μ’ αυτά που προξενούσε η Ινδική κουζίνα)... Ομολογώ πως το τσάτνι τώρα πλέον, μ’ αρέσει. Απ’ τον καιρό που άνοιξε ο Ναρές το εστιατόριό του στη γειτονιά του γραφείου μου και διαπίστωσα πως ήταν φτηνός και παρ’ όλ’ αυτά δεν δηλητηρίαζε μεγάλο ποσοστό απ’ τους πελάτες του, τον είχα προτιμήσει αρκετές φορές. Είχα συνηθίσει λοιπόν αρχικά, και μετέπειτα είχαν φτάσει να μ’ ευχαριστούν οι εκρήξεις που δημιουργούσαν μέσ’ στο στόμα μου κάποια από τα πιάτα του Ναρές. Γιά το αν θα έφτανα κάποτε σε ανάλογο σημείο με τα μπουζούκια πάντως, αμφέβαλλα σοβαρά...

    Προς μεγάλη απογοήτευση της καλής μου Ήβ που είχε ελπίσει πως με το να με συμμορφώσει και να μ’ ανακατέψει με κόσμο –κυρίως με γυναίκες, υποψιαζόμουν, και μάλιστα με τα καλύτερά τους ρούχα και φκιασιδώματα-, θα με ανάγκαζε –ή έστω, θα με παρέσυρε- να διασκεδάσω, ξεκολλώντας το μυαλό μου απ’ εκεί που ήταν πάντα επί μήνες κολλημένο, ήμουν εκεί, με ανθρώπινο πρόσωπο, καλοντυμένος, καθαρός κι ευπαρουσίαστος, αλλά κοινωνικός, δεν κατάφερα να γίνω. Ούτε που το προσπάθησα, γιά να είμαι ειλικρινής. Ελάχιστες κουβέντες αντάλλαξα με κάποιους που κάθονταν στο ίδιο τραπέζι μαζί μας, κι έπειτα βάλθηκα να περνώ την ώρα μου με την αγαπημένη ασχολία του ντετέκτιβ που δεν έχει τί να κάνει: Την παρατήρηση του κόσμου γύρω μου.

    Υπήρχαν κάτι παραπάνω από εκατό άτομα στην αίθουσα. Λίγο περισσότερες γυναίκες από άντρες. Το γεγονός πως οι γυναίκες ήταν περισσότερες, δεν αναιρούσε δυστυχώς το ότι πάνω απ’ τους μισούς παρευρισκόμενους, είχαν μουστάκι. Πολλές γνωστές φάτσες. Καμμιά δεκαριά τους ήξερα με τα ονόματά τους. Τέσσερεις απ’ αυτούς ήταν παρτ-τάιμ μικροκακοποιοί. Δύο μπάτσοι. Ξεχώρισα δυό ηλικιωμένες κυρίες που επέμεναν να επισκέπτονται το γραφείο μου κάθε παραμονή Χριστουγέννων γιά κάποιο έρανο, αν κι έφευγαν πάντα άπρακτες. Διέκρινα τουλάχιστον πέντε παράνομα ζευγάρια –ή υποψήφια παράνομα ζευγάρια- στα πιό κοντινά τραπέζια, που πάσχιζαν να περνούν απαρατήρητες οι ματιές που αντάλλασαν μεταξύ τους, μέσα από ένα πυκνό δάσος άλλων βλεμμάτων, συζύγων, γνωστών και συγγενών. Πρόσεξα επίσης πως τουλάχιστον τέσσερεις γυναίκες στο χώρο έθεταν υποψηφιότητα γιά να ζευγαρώσουν –έστω και παράνομα- μ’ εμένα. Οι δυό, ομολογώ, ήταν αρκετά όμορφες. Αδιάφορο...

    Σηκώθηκα. Έσκυψα κι είπα στην Ήβ πως θά ’βγαινα γιά λίγο έξω, να πάρω λίγο αέρα. Με στραβοκοίταξε. «Να πας», μου είπε απότομα. «Κι ελπίζω να μη γυρίσεις με την ίδια έκφραση μπαγιάτικου στρειδιού στα μούτρα σου».

    Έκανα τρία τσιγάρα έξω, στην ευχάριστη νυχτερινή ψύχρα. Δεν ξέρω πώς κατέβαινε ο καπνός, ένοιωθα το στομάχι μου να έχει ανέβει στο λαιμό μου. Βημάτισα γιά λίγο, κι έπειτα κάθισα στα σκαλιά της εισόδου μιάς κοντινής πολυκατοικίας. Άπλωσα τα χέρια μου, και τα κοίταξα προσεκτικά. Τέντωσα τα πόδια μου, και τα εξέτασα σ’ όλο τους το μήκος. Έσκυψα και κοίταξα το στήθος μου, τη μέση, τους γοφούς μου. Όλα ήταν εκεί, όλα στη θέση τους. Δεν έμοιαζε να λείπει τίποτε. Γιατί λοιπόν είχα διαρκώς αυτή την αίσθηση πως ήμουν μισός; Κι υπήρχε άραγε ελπίδα, να ξανανοιώσω κάποτε ολόκληρος;

    Έκανα μιά σύντομη βόλτα στη γειτονιά και βρήκα ν’ αγοράσω ένα πλακέ μπουκάλι Τζόννυ. Τράβηξα δυό γερές γουλιές και τό’ ριξα στην τσέπη του σακακιού. Πίστευα πως θα με βοηθούσε ν’ αποφύγω να πάρω το φάρμακο γιά το οποίο με είχε φέρει η Ήβ στο «τραπέζι» αυτού του γάμου. Κι έτσι κι αλλοιώς, μου ήταν αδύνατο να πιώ εκείνο το απίθανο κρασί των ελλήνων, που το αρωμάτιζαν αν είχα καταλάβει σωστά, με χυμό από πεύκο...



    Γυρνώντας, βρήκα μιά νέα γυναίκα να κάθεται στην καρέκλα μου. Όμορφο σώμα, μακρυά, στιλπνά, καστανά μαλλιά και πράσινο σατέν φόρεμα, κοντό, αλλά όχι πολύ κραυγαλέο. Καλλίγραμμα πόδια. Αυτά ήταν που είδα αρχικά, είχε στραμμένο το κεφάλι και μιλούσε στο αυτί της Ήβ. Με το που κάθισα –ένοιωσε τη ζεστασιά του κορμιού μου; δεν ξέρω, αλλά αποκλείεται να με είχε ακούσει μέσα σ’ εκείνο το σαματά- την είδα ν’ αναπηδά σχεδόν και να γυρίζει βιαστικά προς το μέρος μου. Ξαφνιάστηκα, συνειδητοποιώντας ποιά ήταν, κι απορώντας που δεν την είχα γνωρίσει πριν. Σφίχτηκα γιά να χαμογελάσω, ενώ με το ένα μάτι κοιτούσα τα δικά της πρασινογάλαζα μάτια και με το άλλο προσπαθούσα αλλοιθωρίζοντας σαν χαμαιλέοντας, ν’ αγριοκοιτάξω την Ήβ. Αυτή η γυναίκα τελικά, ήταν διαβολική. Ο Μεφιστοφελής αυτοπροσώπως, μασκαρεμένος με γόβες και ταγέρ...

    «Γειά σου Πάρις», είπα όσο δυνατά χρειαζόταν γιά να μ’ ακούσει. Χαμογέλασε ντροπαλά και χαμήλωσε λίγο, ασυναίσθητα, το βλέμμα. Είδα –δεν άκουσα- τα κόκκινα χείλη της να σχηματίζουν «καλησπέρα».

    Ήμουν εξοργισμένος με την Ήβ, όχι επειδή η παρουσία της Πάρις μου ήταν δυσάρεστη, αλλά επειδή αντιθέτως, μου ήταν γενικά πάρα πολύ ευχάριστη. Ήταν πολύ όμορφη γυναίκα, γλυκύτατη και ιδιαίτερα αισθησιακή, πράγμα όμως που το συνδύαζε κατά τρόπο εκπληκτικό με μιά φυσική συστολή που με ξετρέλλαινε. Ήταν από τις πολύ λίγες γυναίκες που με άναβαν απλά και μόνο με την παρουσία τους, χωρίς να χρειαστεί να κάνουν ή να δείξουν πολλά. Πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, διέθετε ένα προσόν εξαιρετικά σπάνιο αλλά ιδιαίτερα σημαντικό γιά μένα: Μιά θηλυκότατη, μελωδικότατη φωνή. Ίσως –ή μάλλον σίγουρα- δεν ήταν η καλύτερη φωνή που είχα ποτέ ακούσει, αλλά πλησιάζε. Πολύ...

    Δούλευε ταμίας –πάντα πρωινή ή απογευματινή και ποτέ βραδυνή- στο «Βερσέιγ», ένα καφέ-ρεστοράν που προσπαθούσε απεγνωσμένα να έχει γαλλική ατμόσφαιρα, φινέτσα και κουζίνα, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο μιά κι ο ιδιοκτήτης ήταν απ’ τη Γιούτα κι ο σεφ από το Τενεσσί, και δεν είχαν πιθανότατα δει τις Βερσαλλίες όχι σε καρτ-ποστάλ, αλλά ούτε καν σε γραμματόσημο κολλημένο πάνω σε καρτ-ποστάλ. Το ίδιο ίσχυε και γιά το προσωπικό. Ίσως η κοντινότερη προς οτιδήποτε το γαλλικό εκεί μέσα να ήταν τελικά η Πάρις, που ως τέκνο ελλήνων μεταναστών, ήταν τουλάχιστον εν μέρει Ευρωπαία. Πέρα απ’ τ’ όνομά της δηλαδή, που αν και ομόηχο με τη γαλλική πρωτεύουσα, στην πραγματικότητα ήταν η αμερικάνικη εκδοχή του ελληνικού «Παρασκευή» (ή κάπως έτσι, after all, it’s all Greek to me)…

    Είχαμε φλερτάρει έντονα επί ένα μήνα περίπου, στο τέλος του προηγούμενου καλοκαιριού. Γιά το ότι δεν είχαμε προλάβει να φτάσουμε στο «all the way» μέχρι που εμφανίσθηκε στις αρχές του Σεπτέμβρη εκείνη που η παρουσία της έμελλε να εξαφανίσει κάθε τί άλλο από τα μάτια μου, ευθύνονταν δυό πράγματα: Πρώτον οι έλληνες γονείς της κι η αυστηρότητά τους που μας φρενάριζε, και δεύτερο και μάλλον κυριώτερο οι αμφιβολίες μου γιά το μήπως τυχόν η Πάρις δεν ήταν λίγο υπερβολικά σεμνό και καλό κορίτσι γιά μένα. Δεν ήταν άσχημα αυτά βέβαια, ούτε το «σεμνό» ούτε το «καλό», αλλά είχα επιλέξει να δώσω άφθονο χρόνο γιά να υπάρξει απόλυτη εμπιστοσύνη μεταξύ μας, πριν ξεκινήσω να την οδηγώ σ’ ερωτικά μονοπάτια πιό σκοτεινά απ’ ότι πιθανότατα θα περίμενε. Σε μέρη που έλπιζα πως θα της άρεσε να βρεθεί, αλλά ήμουν σχεδόν σίγουρος πως στην αρχή θα την σόκαραν και θα τη φόβιζαν...

    Αυτά βέβαια ήταν πιά, αρχαία ιστορία. Στις αρχές Σεπτέμβρη εγώ είχα πάρει όρκους «αιώνιας πίστης κι αφοσίωσης» –λίγο υπερβολικά ομολογώ, δε μου είχαν ζητηθεί- και δεν είχα δείξει έκτοτε καμμιά διάθεση να τους πατήσω, ακόμη και σε μέρες κι ώρες που όλα κι όλοι μού ’λεγαν πως πολύ κακώς τους είχα πάρει, χωρίς τουλάχιστον, να εξασφαλίσω συγκεκριμένα ανταλλάγματα (όπως και τώρα, αυτές τις μέρες, μιά ολόκληρη βδομάδα χωρίς καμμιάν απάντηση ούτε σε τηλεφωνήματα, ούτε ακόμη και σε κάποια τηλεγραφήματα που είχα στείλει)... Σε κάθε περίπτωση, η Πάρις είχε βυθιστεί γιά μένα στη λήθη, ουσιαστικά μέσα σε μιά νύχτα...

    Προφανώς δεν συνέβη το ίδιο με μένα, γιά εκείνη. Κράτησε από τότε μιά διακριτική απόσταση, αλλά ποτέ δεν έφυγε τελείως από κοντά μου, δεν είχε πάψει ποτέ να εμφανίζεται αραιά και πού, και να μου υπενθυμίζει την παρουσία και τη συμπάθειά της. Υπήρξαν φορές που θέλησα, είν’ αλήθεια, να την αγκαλιάσω σφιχτά και να τη φιλήσω, η λεπτότητα κι η κατανόηση που έδειχνε ήταν κάτι παραπάνω από συγκινητική. Καταλάβαινε, κι όχι μόνο καταλάβαινε, ήξερε, πως ήμουν τόσο απόλυτα δοσμένος στον έρωτα γιά μιάν άλλη γυναίκα, που στην ουσία γιά μένα η ίδια δεν υπήρχε, εκτός ίσως από τις στιγμές που είχα άμεση επαφή μαζί της, που την έβλεπα, ή της μιλούσα στο τηλέφωνο. Όλες τις άλλες ώρες και στιγμές, ήξερε πως η σκέψη μου ήταν στραμμένη αλλού, τόσο μόνιμα κι ανεξαίρετα που δεν περίσσευε ούτε δευτερόλεπτο γιά να σκεφτώ εκείνην... Κι όμως, ποτέ δεν την είχε σταματήσει αυτό όλους αυτούς τους μήνες, από το να παίρνει κάθε μερικές μέρες τηλέφωνο γιά να ρωτήσει αν ήμουν καλά, ή να περνάει κάθε μιά ή δυό βδομάδες από το γραφείο μου, πάντα με λουλούδια στα χέρια, γιά να γεμίσει μ’ αυτά το τσακισμένο βάζο που είχα πάνω στο τραπεζάκι μπροστά στον φθαρμένο καναπέ.

    Ναι. Με συγκινούσε ώρες-ώρες πολύ, αυτό το κορίτσι. Όπως κι εκείνη την ώρα, που τιτίβιζε κεφάτα στ’ αυτί μου –απαραίτητο από τη μιά πλευρά λόγω της έντασης της μουσικής, βολικό γιά κείνην αφ’ ετέρου γιατί ποτέ δεν είχε καταφέρει να με κοιτάξει κατάματα γιά πολύ-, με τα χείλη της σχεδόν να μ’ αγγίζουν, την ανάσα της να χαϊδεύει καφτή το λαιμό μου και να μ’ ανατριχιάζει, και τη θέρμη του κορμιού της που κολλούσε πάνω μου να ξυπνάει μέσα μου φαντασιώσεις στις οποίες βέβαια δεν πρωταγωνιστούσε, έτσι όπως πήγαιναν όμως τα πράγματα, άρχιζε να διατρέχει όλο και μεγαλύτερο κίνδυνο να τις ζήσει...

    Αισθάνθηκα κάποια στιγμή πως κόντευα πιά να τσακίσω. Λίγα λεπτά ακόμη, και θα το κατάπινα τελικά το αντιερωτικό ελιξήριο που με τόση μαεστρία μου είχε σερβίρει η Ήβ. Ένοιωθα την αμφισβήτηση γιά την ορθότητα των όρκων μου να φουσκώνει μέσα μου, ποτισμένη από μιά πλήρη εβδομάδα χωρίς μιάν έστω λέξη, χωρίς ούτε ένα «ζω», και την πίστη, την αφοσίωση και την αποφασιστικότητά μου να συρρικνώνονται, πιεσμένες από τη γλύκα που ανέδιδε η Πάρις δίπλα μου. Η μόνη λύση που έβλεπα, ήταν να σηκωθώ να φύγω.

    Ευτυχώς, σηκώθηκε εκείνη. Όχι γιά να φύγει, αλλά γιά να πάει γιά λίγο σ’ ένα άλλο τραπέζι. Όπως μου είπε, έπρεπε να πάει να μιλήσει γιά λίγο με κάποιους συγγενείς της, που ήταν επίσης εκεί. Σηκώθηκα κι εγώ, γιά να μπορέσει να περάσει. Ασυναίσθητα έβαλα το χέρι μου στη λεπτή μέση της καθώς περνούσε από μπροστά μου, στριμωγμένη ανάμεσα σε μένα και το τραπέζι. Την ένοιωσα να τρεμουλιάζει στο άγγιγμα, την ίδια ακριβώς στιγμή που αισθάνθηκα κι εγώ την ανατριχίλα... Μου φάνηκε πως της πήρε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου περισσότερο απ’ ότι ήταν απολύτως απαραίτητο, γιά να περάσει. Πως άφησε λίγο χώρο αναξιοποίητο μπροστά, ανάμεσα σ’ εκείνη και το τραπέζι, γιά να στριμωχτεί λίγο παραπάνω απ’ ότι ήταν αναγκαίο, πάνω μου. Πως εκείνο το σεμνό κορίτσι που δεν με κοίταζε στα μάτια, τρίφτηκε πάνω στον καβάλο μου κατά ένα τρόπο που θα μπορούσε να είναι τελείως τυχαίος, ήταν όμως στην πραγματικότητα, σκέτη πρόκληση...



    Δεν είχαν περάσει ούτε τρία λεπτά από την αποχώρηση της Πάρις από το πρώτο πλάνο, μέχρι που να βρει μιά άλλη από τις υποψήφιες ερωμένες μου το κουράγιο –και μάλλον, θα πίστευε, την κατάλληλη ευκαιρία- να σηκωθεί από το τραπέζι της, και νά ’ρθει στο δικό μας. Ευτυχώς κάθησε απέναντι κι όχι δίπλα μου, χαιρετήθηκε με όλους στο τραπέζι, και μου συστήθηκε. Χαμογέλασα συγκρατημένα κουνώντας το κεφάλι μου μ’ ένα τρόπο που θεώρησα ευγενικό, και δεν είπα λέξη. Αναγκάστηκα να το κάνω λίγο αργότερα, όταν η Ήβ άρχισε να της εξιστορεί τα κατορθώματά μου, κι εγώ δεν μπόρεσα να μην απαντήσω έστω λακωνικά, σε κάποιες ερωτήσεις που μου έκανε με το πιό γλυκό της χαμόγελο, και χείλη πάντα μισάνοιχτα και υγρά. Δεν πήγε μακρυά η κουβέντα πάντως. Δεν το επιθυμούσα, κι εκτός αυτού, η μουσική εκείνη την ώρα κι αυτό που έβλεπα να χορεύουν στην πίστα, πραγματικά μου άρεσαν... «Ζεϊμπέκικο». Έτσι μου είπαν πως λεγόταν αυτό το είδος τραγουδιού, όπως κι ο χορός. Όμορφο. Βαριά, αργή μουσική, βαθιά μελαγχολική, σχεδόν λυπητερή. Δεν είχα ιδέα γιά το τί έλεγαν οι στίχοι φυσικά, αλλά απέκλεια το να μιλούσαν γιά χαρές και πανηγύρια. Σίγουρα θά ’λεγαν γιά πόνο, δάκρυα, θλίψη, ανάγκη, απουσία, και γιά έρωτες δύσκολους κι ανεκπλήρωτους. Δεν καταλάβαινα λέξη, αλλά η μουσική μιλούσε κατ’ ευθείαν στην ψυχή μου... Το ίδιο κι ο χορός. Δεν είχε συγκεκριμένα βήματα απ’ ότι κατάλαβα, ο κάθε χορευτής –πάντα ένας μόνο χόρευε- αυτοσχεδίαζε σύμφωνα μ’ αυτό που του επέβαλλε η μουσική... Ένας χορός σκέτο συναίσθημα. Μπήκα σχεδόν στον πειρασμό να σηκωθώ να δοκιμάσω να χορέψω κι εγώ...

    Η Πάρις επέστρεψε ταυτόχρονα με την αλλαγή της μουσικής σε κάτι γρήγορα, παιχνιδιάρικα τραγούδια που χορεύονταν χοροπηδηχτά, ομαδικά. Η πίστα γέμισε ασφυκτικά, ενώ τα τραπέζια μισοάδειασαν. Κάθησε δίπλα μου, από την έξω πλευρά αυτή τη φορά, δεν ξαναπέρασε από μπρος μου γιά να καθήσει πάλι κοντά στην Ήβ. Με μιά κίνηση πρωτοφανούς θάρρους που μ’ εξέπληξε, άπλωσε το χέρι της και το έβαλε πάνω στο δικό μου, που εκείνη τη στιγμή αναπαυόταν πάνω στο αριστερό μου γόνατο. Σήκωσε λίγο το κεφάλι και με κοίταξε μ’ ένα γαλάζιο βλέμμα πολύ γλυκό, αλλά ταυτόχρονα, μου φάνηκε, ελάχιστα υγρό και μάλλον λίγο ενοχλημένο. Παρότι όπως πάντα με κοίταζε και πάλι υπό γωνία, έπιασε την απορία στο δικό μου βλέμμα. «Τί έλεγε η δεσποινίς Μαίρη Δήμας;», με ρώτησε. Αντιλήφθηκε πως πραγματικά δεν καταλάβαινα γιά ποιό πράγμα μιλούσε, και μου έδειξε με τα μάτια την καρέκλα στην αντίθετη πλευρά του τραπεζιού. «Αυτή που ήρθε κι έκατσε εδώ την ώρα που έλειπα» διευκρίνισε, ενώ ένοιωθα το χέρι της να σφίγγει λίγο πιό σφιχτά το δικό μου.

    Ήμουν εμβρόντητος... Ζήλευε; Η Πάρις, ζήλευε; Μετά απ’ όλους αυτούς τους μήνες που κρατούσε τη διακριτική στάση που κρατούσε αποδεχόμενη τον έρωτά μου γιά μιαν άλλη γυναίκα με τέλεια στωικότητα κι αστείρευτη κατανόηση, χωρίς να έχει δώσει ποτέ ούτε το παραμικρό δείγμα δυσφορίας, ήταν δυνατό να ζηλεύει τώρα μιάν άγνωστη, που ήρθε κι έκατσε απέναντί μου γιά δέκα-δεκαπέντε λεπτά; Κι όμως, απ’ ότι φαινόταν, έτσι ήταν. Είχε προφανώς αποδεχθεί από καιρό πως κόντρα στο μεγάλο έρωτά μου δεν είχε καμμιάν ελπίδα, και το μόνο που της έμενε να κάνει όσο διαρκούσε εκείνος, ήταν να κρατάει στάση αναμονής. Αν ήταν όμως ν’ άρχιζε ν’ αμφισβητείται η πρωτοκαθεδρία εκείνης με την οποία ήξερε πως δεν μπορούσε να συγκριθεί, δεν ήταν διατεθειμένη να επιτρέψει σε καμμιάν άλλη πλέον, να μπει ανάμεσα στην ίδια και σε μένα...

    Έσφιξα τα χείλη και κούνησα πέρα-δώθε το κεφάλι μου. Δεν με κοιτούσε. Σήκωσα το ελεύθερο χέρι μου, το δεξί, έπιασα απαλά το πηγούνι της ανάμεσα στα δάχτυλά μου και γύρισα το πρόσωπό της προς το μέρος μου, υποχρεώνοντάς τη να με κοιτάξει κατάματα. Την κράτησα εκεί αρκετά, καρφωμένη με το βλέμμα, μέχρι που την ένοιωσα να ριγεί σύγκορμη. «Μάλλον πρέπει πλέον να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα, καλή μου Πάρις», της είπα.



    Δεν ξεκαθαρίσαμε τίποτε. Αντίθετα, τα μπλέξαμε όσο χειρότερα γινόταν. Έπαιξα πολύ λάθος τα χαρτιά μου, και τελικά τα πράγματα ήρθαν τελείως ανάποδα απ’ ό,τι επεδίωκα... Την είχα πάρει αγκαλιά περνώντας το αριστερό μου χέρι γύρω από τον ώμο της, κι είχα προσπαθήσει να την πείσω πως μιά σχέση μεταξύ μας δεν θά ’ταν αυτό που ήθελε, ή αυτό που περίμενε. Έκανα όμως τη λάθος επιλογή –την ηλίθια επιλογή- να μη ρίξω το βάρος –το έκανα γιά να μην την υποτιμήσω συγκρίνοντάς τη με κάποιαν άλλη- στο ότι ήμουν τόσο πολύ αλλού που δεν θα μπορούσα να είμαι μαζί της, αλλά επέλεξα να της παρουσιάσω σαν βουνά τις δυσκολίες που θά ’χε μιά σχέση μαζί μου. Τα επιχειρήματά μου βέβαια της φάνηκαν στην καλύτερη περίπτωση σαθρά και στη χειρότερη ανύπαρκτα. Κάποια στιγμή έπιασε ξανά το δεξί χέρι μου, αυτή τη φορά ανάμεσα στα δυό δικά της, και με κοίταξε –γιά πρώτη φορά με δική της πρωτοβουλία- κατ’ ευθείαν στα μάτια.

    «Δεν έχουν καμμιά σημασία όλ’ αυτά που μου λες», μου είπε καθώς το βλέμμα της έκανε το αίμα μου ν’ ανέβει όλο στο κεφάλι μου. Τα μάτια της ήταν πράγματι υγρά αυτή τη φορά. «Αν εσύ με ήθελες, ξέρω πως θά ’μουν ευτυχισμένη μαζί σου, και θά ’κανα ό,τι μπορώ για νά σαι’ κι εσύ ευτυχισμένος. Δεν υπάρχει τίποτε που δεν θα έκανα γιά σένα. Θα έκανα τα πάντα, η κάθε επιθυμία σου θα ήταν διαταγή γιά μένα...». Τα λόγια της τελικά, ήταν πολύ πιό εύστοχα απ’ τα δικά μου. Άδειασα μέσα στο ποτήρι μου όσο ουίσκυ είχε απομείνει στο μπουκάλι κουνώντας πέρα-δώθε το κεφάλι μου, και το κατέβασα με τη μία... «Θα έκανε τα πάντα, κι οι επιθυμίες μου θα ήταν γιά κείνη διαταγές»...

    Της απάντησα σ’ ένα τόνο που θα μπορούσε να είναι απειλητικός: «Να μη λες με τόση ευκολία τόσο μεγάλα λόγια, μικρή μου, γιατί δεν ξέρεις. Δεν με ξέρεις αρκετά καλά. Όχι τουλάχιστον, απ’ όλες τις πλευρές. Δεν είμαι εύκολος άνθρωπος, δεν είμαι εύκολος άντρας. Και σίγουρα, δεν είμαι εύκολος εραστής... Εσύ είσ’ ένα νέο, τρυφερό κορίτσι. Εγώ δεν είμαι τόσο λείος και στρογγυλεμένος όσο μάλλον θα νομίζεις, απ’ αυτά που έχεις δει ως τώρα. Έχω γωνίες, καλή μου Πάρις, σκληρές κι αιχμηρές. Και σκοτεινές. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως θά ’σουν πράγματι ευτυχισμένη, αν τις ένοιωθες. Και δεν μπορείς πιστεύω ούτε να φανταστείς, σε τί διαταγές θα μπορούσαν να οδηγήσουν οι επιθυμίες μου...».

    Δεν άκουγε. Δεν ήθελε ν’ ακούσει. Ή μάλλον δεν μπορούσε. Την καταλάβαινα. Ήξερα πάρα πολύ καλά τί σήμαινε να μην μπορείς να δεις ή ν’ ακούσεις. Δάκρυα κυλούσαν τώρα στα μάγουλά της. «Τα πάντα», μου επανέλαβε. «Τα πάντα». Και σηκώνοντας το χέρι μου που κρατούσε ανάμεσα στα δικά της, άρχισε να το φυλάει με μιά λατρεία που δεν την περίμενα, και με συντάραξε... Το τράβηξα σύντομα, γιατί μου άρεσε αυτό που έκανε, πολύ. Πάρα πολύ. Η τρυφερότητα που μού ’δειχνε είχε αρχίσει να περνάει μέσα μου και να φουντώνει, κι ήξερα πως η τρυφερότητα δεν θ’ αργούσε –τέτοιος που ήμουν- να αρχίσει να μετατρέπεται σε σκληρότητα... Δεν τό ’βαλε κάτω. Κόλλησε περισσότερο πάνω μου, κι άρχισε να με φιλάει στο πλάι του λαιμού μου. Μ’ ερέθιζε πλέον, τρομερά. Ένοιωθα να καλπάζω πιά προς το σημείο χωρίς επιστροφή. Εκείνη, το είχε ήδη περάσει. «Πάρε με», την άκουσα να ψιθυρίζει ξέπνοα στ’ αυτί μου...

    Ευτυχώς που το τραπέζι όπου καθόμασταν ήταν σε μιάν άκρη, αλλά έτσι κι αλλοιώς και στην πίστα, στο κέντρο της αίθουσας να ήμασταν, δεν θα είχε πιά σημασία. Την άρπαξα απ’ τα μαλλιά με το χέρι που είχα πίσω από την πλάτη της, και της τράβηξα απότομα το κεφάλι προς τα πίσω. Ο λαιμός της απαλός και κάτασπρος, τεντώθηκε, και τα χείλη της μοισάνοιξαν. Άκουσα καθαρά το βογγητό της, μέσα στη φασαρία της ταβέρνας. Έσκυψα και κόλλησα τα χείλη μου στα δικά της. Υπήρχαν αγριολούλουδα και φρούτα στην ανάσα και τη γεύση της. Της δάγκωσα τα χείλη άγρια, μέχρι που την άκουσα να κλαψουρίζει. Έχωσα τη γλώσσα μου όσο μπορούσα πιό βαθιά στο στόμα της, και το δεξί μου χέρι ταυτόχρονα ανάμεσα στα πόδια της, κάτω από το κοντό της φόρεμα. Τη χούφτωσα δυνατά, ψηλά, εκεί που τελείωναν οι μεταξωτές κάλτσες κι η τρυφερή της σάρκα ήταν γυμνή και καφτή. Δεν ανάσαινε. Έσπρωξα πιό βαθιά το χέρι μου και τη ένοιωσα να σπαρταράει στο άγγιγμά μου. Πέρασα δυό δάχτυλα κάτω από το λεπτό ύφασμα του εσώρρουχου. Ήταν μούσκεμα. Χωρίς να με νοιάξει καθόλου μην τυχόν και την πονέσω, έσπρωξα τα δάχτυλα μέσα της. Δεν ξέρω αν πόνεσε, πάντως τινάχτηκε ολόκληρη στην καρέκλα και φώναξε. Το φιλί μου έπνιξε την κραυγή της...

    Τραβήχτηκα μετά από λίγο. Δεν άφησα όμως τα μαλλιά της που τα τραβούσα πάντα, αν και τώρα λιγότερο άγρια, με τ’ αριστερό μου χέρι. Δεν με κοιτούσε ευθεία στα μάτια, και πάλι. Το βλέμμα της ήταν θολό και ξαφνιασμένο, όπως το περίμενα. Λίγο φοβισμένο, ίσως. Τράβηξα τα μαλλιά της λίγο πιό έντονα. «Κοίταζέ με», γρύλισα. Σήκωσε λίγο τα μάτια, όπως ακριβώς έπρεπε. Τα χείλη της έτρεμαν ελαφρά. «Θα σε πάρω, αφού αυτό θέλεις», της είπα. «Θα σε πάρω, εδώ και τώρα...». Άφησα τα μαλλιά της, την άρπαξα σφιχτά από το μπράτσο και την έσπρωξα. «Σήκω», τη διέταξα, «πάμε στην τουαλέτα».

    Έρριξα μιά λοξή ματιά προς την Ήβ, καθώς σηκωνόμουν. Με κοίταζε κι εκείνη, μάλλον με δέος, αν το διάβασα σωστά. Ήξερα επίσης πως δεκάδες μάτια κοιτούσαν κι εμένα και την Πάρις καθώς κατευθυνόμασταν προς τις τουαλέτες, μ’ εκείνην να προηγείται δυό-τρία βήματα. Δεν έδινα ούτε τσακιστή δεκάρα. Ήμουν σίγουρος πως πολλοί θα σχολίαζαν αλλά κανένας δεν θα τολμούσε ν’ ανακατευτεί στα πόδια μου. Όσοι με ήξεραν είχαν ασφαλώς φροντίσει να ενημερώσουν και τους υπόλοιπους. Δεν πρέπει να υπήρχε ούτε ένας πιά στην αίθουσα, που να μην ήξερε πως πάντα κουβαλούσα πάνω μου κάμποσα κομμάτια σίδερο.

    Γιά να φτάσει κανείς στις τουαλέτες έπρεπε ν’ ανέβει καμμιά εικοσαριά απότομα σκαλοπάτια. Η Πάρις με περίμενε στην αρχή τους. «Ανέβα», της είπα. «Αργά». Άρχισε ν’ ανεβαίνει σιγά-σιγά, κι εγώ έμεινα κάτω, θαυμάζοντας τα πόδια της και τη στρογγυλάδα των γλουτών της. Τη σταμάτησα στα μισά. «Σκύψε μπροστά», την πρόσταξα, «και πιάσε τους αστραγάλους σου». Δίστασε. «Τελείωνε», φώναξα άγρια, «δεν θα φάμε όλη τη νύχτα στη σκάλα». Είδα τα πόδια της να τρέμουν, αλλά έσκυψε. Μισάνοιξε τα πόδια, έπιασε τους αστραγάλους της κι έμεινε εκεί. Το άσπρο δέρμα της που έμενε γυμνό ανάμεσα στις κάλτσες και το μαύρο εσώρρουχο, άστραφτε. Ανέβηκα τα σκαλιά, και φτάνοντας πίσω της σήκωσα το φόρεμά της μέχρι τη μέση της. Τράβηξα την κυλλότα ανάμεσα στα λεία και καλοσχηματισμένα ημισφαίρια, και τη χούφτωσα. Αναστέναξε. Σήκωσα το δεξί μου χέρι και τη έρριξα μιά δυνατή ξυλιά με την παλάμη μου. Φώναξε, λίγο, πιό πολύ από το ξάφνιασμα παρά από πόνο. Το αποτύπωμα της παλάμης μου φάνηκε αμέσως κατακόκκινο πάνω στη λευκή σάρκα. Την έσπρωξα πάλι. «Σήκω», της είπα. «Προχώρα».

    Υπήρχαν τέσσερεις τουαλέτες επάνω –το μαγαζί του Μάθιους ήταν πολύ καλό τελικά- δύο αντρικές και δυό γυναικείες, με χωριστούς προθαλάμους. Την οδήγησα στις αντρικές –υπέθεσα πως θα ήταν αυτές με τη λιγότερη κίνηση- κι έκλεισα την πόρτα του προθαλάμου. Ευτυχώς, υπήρχε το κλειδί πάνω στην πόρτα. Κλείδωσα. Η Πάρις πιά δεν κουνούσε ούτε βήμα χωρίς οδηγίες. Έδειχνε χαμένη και τελείως άβουλη. Την έστησα μπροστά στο μεγάλο νιπτήρα, με το πρόσωπο προς τον καθρέφτη. Ήρθα και κόλλησα πίσω της, την έσφιξα απ’ τη μέση κι έφερα τα χείλη μου στο λαιμό της. Τη φίλησα απαλά, τη δάγκωσα ελαφρά, έβγαλα τη γλώσσα και την έγλειψα. Ίδρωνε λίγο, κι ο ιδρώτας της ήταν αλμυρός. Έπιασα το φερμουάρ του φορέματος και το κατέβασα απότομα. Έκανα δυό βήματα πίσω. «Γδύσου, Πάρις», είπα άχρωμα. «Και να κοιτάζεσαι συνέχεια στον καθρέφτη». Οι τελευταίες λέξεις μου φάνηκε να την τάραξαν περισσότερο απ’ όλα τα υπόλοιπα. Είδα στον καθρέφτη το όμορφο πρόσωπό της να γίνεται κατακόκκινο και τα χείλη της να τρέμουν έντονα. Αυτό ερέθισε κι εμένα περισσότερο απ’ όλα όσα είχαν γίνει μέχρι εκείνη τη στιγμή...

    Γδύθηκε με αργές κινήσεις, χωρίς να παραμελεί την εντολή του καθρέφτη. Σταμάτησε πριν βγάλει τα εσώρρουχα, και με κοίταξε ερωτηματικά. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. «Ναι, όλα», είπα, «τελείωνε». Στάθηκε ολόγυμνη μπροστά μου με τα χέρια πίσω απ’ τη μέση και με τα πόδια μισάνοιχτα, όπως της υπέδειξα. Ήμουν έκθαμβος. Δεν περίμενα πως το κορμί της θα ήταν τόσο τέλειο. Δεν έβρισκα ψεγάδι, όσο κι αν έψαχνα. Και την έψαξα, πολύ. Άφησα τα χέρια μου να τρέξουν πάνω της επί ώρα, χαϊδεύοντας, σφίγγοντας, ανοίγοντας, μαλάζοντας και τα δάχτυλά μου χώθηκαν παντού. Αναστέναζε ηδονικά, βογγούσε, μερικές στιγμές κλαψούριζε μορφάζοντας, πάντως δεν έφερε αντίρρηση σε τίποτε. Ένοιωθα τον καβάλο μου να κοντεύει να σπάσει. Κάποιος χτύπησε δυνατά την πόρτα, κάμποσες φορές. Χωρίς ν’ αφήσω τα στήθη της που εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν μέσα στις χούφτες μου, γύρισα προς την πόρτα και φώναξα άγρια «αργότερα». Τα χτυπήματα έπαψαν αμέσως, κι είδα την Πάρις να χλωμιάζει λίγο.

    Την έσπρωξα να σκύψει μπροστά, πάνω απ’ το νιπτήρα. Τράβηξα τις χειροπέδες από την κωλότσεπη και της έδεσα τα χέρια στη βρύση. Ο νιπτήρας ήταν φαρδύς, κι έπρεπε τώρα –τα παπούτσια τα είχε βγάλει από ώρα- να στέκεται στις μύτες των ποδιών. Ήταν απίστευτα όμορφη σ’ αυτή τη στάση... Την είδα να χαμηλώνει το κεφάλι. Την άρπαξα απ’ τα μαλλιά, και της το σήκωσα. «Κοίταζε πάντα τον καθρέφτη», της θύμισα. Είχε έρθει η στιγμή να πονέσει γιά χάρη μου, κι ήμουν σίγουρος πως πιό πολύ από τα χτυπήματα, θα την πονούσαν οι εκφράσεις του ίδιου της του προσώπου.

    Δίπλωσα τη ζώνη μου στα δύο, και την πέρασα πρώτα μιά-δυό φορές πάνω από τους γλουτούς της ίσα-ίσα ακουμπώντας τους, γιά να νοιώσει την υφή του σκληρού δέρματος. Κάθε τριχούλα στο κορμί της σηκώθηκε ολόρθη, στο άγγιγμα. Πριν αρχίσω να τη δέρνω, την κοίταξα στα μάτια μέσα απ’ τον καθρέφτη. «Είσαι ακόμη σίγουρη;» τη ρώτησα. «Τα πάντα;». Κούνησε το κεφάλι της. Η απάντηση ήταν κάτι ανάμεσα σε «ναι» και σε λυγμό. «Τα πάντα», συμπλήρωσε ψιθυριστά...

    Σταμάτησα αρκετά λεπτά αργότερα. Το άσπρο δέρμα της ήταν πιά κατακόκκινο και τα όμορφα μάτια της πλημυρισμένα στα δάκρυα. Άφησα τη ζώνη κι έμεινα γιά λίγο να την κοιτάζω. Έκλαιγε βουβά. Τα πόδια της έτρεμαν έντονα. Κοιτούσε πάντα μέσα στον καθρέφτη, δεν κοίταζε όμως το πρόσωπό της, παρακολουθούσε εμένα. Πλησίασα κι έσκυψα λίγο δίπλα της, και την ανασήκωσα, τραβώντας την απ’ τα μαλλιά, απαλά όμως, κι όχι απότομα. Γύρισα το κεφάλι της προς το μέρος μου και τη φίλησα. Έβγαλα το μαντήλι μου και της σκούπισα τα μάτια. «Θέλεις ακόμη να σε πάρω, μικρή μου;» τη ρώτησα. Έγνεψε καταφατικά και προσπάθησε να πλησιάσει ξανά τα χείλη της στα δικά μου. Φιληθήκαμε ξανά. «Πολύ», ψιθύρισε. «Πάρα πολύ». Μάλλον είχα πέσει κάμποσο έξω τελικά, σκέφτηκα. Την είχα υποτιμήσει...

    Μόλις ήρθα πίσω της και ξεκούμπωσα το παντελόνι μου, συνειδητοποίησα πως δεν θα μπορούσα να το κάνω. Ήμουν εκεί, φοβερά ερεθισμένος, με μιά πανέμορφη γυναίκα μπροστά μου πανέτοιμη να με δεχτεί μέσα της, με το βλέμμα της σχεδόν να με παρακαλάει, προετοιμασμένη όπως ακριβώς την ήθελα, απόλυτα δική μου και με μόνη της επιθυμία –και το είχε αποδείξει- να μου προσφέρει τα πάντα, πέρα από κάθε αμφιβολία ερωτευμένη μαζί μου, ακόμη και με τις πιό σκοτεινές πτυχές μου, που τις ήξερε πλέον κι αυτές. Κι όμως, δεν μπορούσα να το κάνω. Αυτή που εγώ ποθούσα –και δεν ήταν η Πάρις- ήρθε και στάθηκε λες μπροστά μου, και υπερκάλυψε πάλι τα πάντα. Δεν υπήρχε πάλι ξαφνικά τίποτε άλλο, οτιδήποτε άλλο δεν είχε νόημα, δεν υπήρχα καν εγώ ο ίδιος, έξω από εκείνη. Και δεν μπορούσα να υπάρξω, μέσα σε καμμιάν άλλη...

    Ένοιωσα το θυμό να με πνίγει. Γιατί είχα επιτρέψει να γίνει αυτό; Δεν ήξερα πως δεν θα μπορούσα να τ’ ολοκληρώσω; Δεν ήξερα πως δεν ήθελα, στην ουσία, να τ’ ολοκληρώσω; Κι αν κατά βάθος τό ’ξερα, γιατί το είχα κάνει αυτό σ’ αυτό το κορίτσι, γιατί της είχα δώσει ελπίδες που ήξερα κατά βάθος πως ήταν ψεύτικες; Μούγκρισα σαν απόκοσμο τέρας και κοπάνισα με τη γροθιά μου το μεταλλικό στεγνωτήρα χεριών που βρισκόταν στον τοίχο δίπλα στο νιπτήρα. Η χρωμιωμένη λαμαρίνα στράβωσε κι άκουσα το μοτέρ μέσα να θρυματίζεται, όπως και κάποια κόκκαλα στο χέρι μου που τά ’νοιωσα να θρυψαλιάζονται κι αυτά.

    Ξεκλείδωσα τις χειροπέδες με τ’ αριστερό. Μόλις σηκώθηκε, χωρίς να τη νοιάξει καν να ντυθεί, με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα γεμάτο αγωνία. Όχι με παράπονο, όχι με αποστροφή, αλλά με αγωνία. Γιά το χέρι μου. «Τί έκανες;» με ρώτησε. «Μα, γιατί; Πονάς πολύ;». Ακούμπησα πάνω στο νιπτήρα, και την αγκάλιασα με το χέρι που ακόμη λειτουργούσε. Έχωσε το πρόσωπό της στο στήθος μου κι έσφιξε τα χέρια της δυνατά γύρω από τη μέση μου. Ανασηκώθηκε έπειτα στις μύτες των ποδιών και με φίλησε στο μάγουλο... Χάιδεψα με τ’ αριστερό μου χέρι τρυφερά το κεφάλι της. «Πάρις», ξεκίνησα να λέω, «με συγχωρείς, δεν έπρεπε...». Μου έκλεισε το στόμα με την παλάμη της. «Πρέπει να πάμε σε γιατρό», ήταν το μόνο που είπε, κι άρχισε να ντύνεται.

    Μόλις κατεβήκαμε ήρθα μούρη με μούρη με τον Πητ Μάθιους. Μου έριξε ένα τελείως αμήχανο βλέμμα. Έβγαλα ένα πενηνταδόλλαρο και του τό ’δωσα. «Γιατί αυτό;» ρώτησε. Έδειξα με τον αντίχειρα προς τα πάνω. «Γιά το στεγνωτήρι», του είπα. «Είχαμε μιάν έντονη διαφωνία...».



    Η Πάρις με πήγε μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας μου. Είχα ξεκαθαρίσει στο δρόμο πως θ’ αναζητούσα γιατρό το πρωί, γιά την ώρα θα τα βόλευα με ασπιρίνες και ουίσκυ. «Θα είσαι σίγουρα καλά; Μήπως θέλεις να μείνω μαζί σου απόψε;» με ρώτησε καθώς έψαχνα το σωστό κλειδί με το γερό μου χέρι. Ήταν το αριστερό κι αυτό δυσκόλεψε αρκετά τα πράγματα, δίνοντάς μου άφθονο γιά να παρατηρώ επί ώρα τις μύτες των παπουτσιών μου σαν να μην είχα ξαναδεί όχι τα δικά μου αλλά παπούτσια γενικώς, πασχίζοντας ταυτόχρονα να βρω κάτι καλύτερο να πω, από αυτά που είπα, τελικά... «Θα είμαι ΟΚ», απάντησα. «Και καλύτερα όχι...».

    Κατένευσε.

    Ένα λεπτό πέρασε με την ταχύτητα θαλάσσιας χελώνας στη στεριά που προσπαθούσε να σκαρφαλώσει σε ανήφορο, χωρίς να λέμε «καληνύχτα» αλλά ούτε και τίποτε άλλο. Ανέλαβε να το τελειώσει εκείνη. «Ξέρεις», είπε, «όλα θα εξαρτηθούν τελικά, από την κατανόηση». Την κοίταξα ερωτηματικά. «Το ποιός θα καταλάβει τί, και πότε», εξήγησε. «Το αν θα καταλάβει ποτέ πως όλα όσα έχεις να δώσεις είναι γιά ’κείνη και μόνο, κι αν όχι, το αν θα μπορέσεις να καταλάβεις εσύ, το πόσα θα ήθελα να δώσω εγώ σ’ εσένα»...



    Με το κλειδί μισοβαλμένο στην κλειδωνιά, παρακολούθησα τη σιλουέτα της να σβήνει σιγά-σιγά μέσ’ στο σκοτάδι... Ποτέ δεν μπόρεσα να θυμηθώ εάν η τελευταία λέξη που μουρμούρισα πριν στραφεί κι αρχίσει να ξεμακραίνει, ήταν «καληνύχτα», ή «κατάλαβα»...




     
    Last edited: 30 Νοεμβρίου 2010
  2. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Απάντηση: P.I.

    Αυτό θα ήθελα να το είχα γράψει εγώ, αλλά δε βαριέσαι. Σε μια άλλη ζωή.

    Εύρυθμο, καλοζυγισμένο, δουλεμένο, χωρίς τίποτα να αφαιρεί από το συναίσθημα ή από την ατμόσφαιρα.

    Ναι, φίλε, όπως είπες, μου αρέσει ένα καλό hard-boiled. Και αυτό εδώ είναι ένα ΓΑΜΗΜΕΝΑ καλό hard-boiled. Να είσαι υπερήφανος.

    Χαιρετισμούς,
    DH
     
  3. MindMaster

    MindMaster Contributor

    Απάντηση: P.I.


    Δεν είναι εκπληκτικό, φίλε μου, το ότι ενώ αλληλοζηλευόμαστε διαρκώς γιά τις συγγραφές μας, καταφέρνουμε να μοιραζόμαστε τελικώς, μόνο φιλικά αισθήματα;

    Thanks a million, γιά τα καλά λόγια...  


     
  4. Απάντηση: P.I.

    να γράφετε πιο συχνά ΜindMaster , μη μας κακομαθένετε και μετά μας αφήσετε ....  
     
  5. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    Απάντηση: P.I.

    Kάθε τι που μου γεννάει σκέψεις και συναισθήματα,που είναι διαφορετικό και καλογραμμένο,λέω πως μου αρέσει.Και το κείμενό σας φίλτατε είναι αυτό ακριβώς.Χαίρομαι να σας διαβάζω....
     
  6. Kaveiros

    Kaveiros Regular Member

    Απάντηση: P.I.

    MindMaster η οπως αλλιως θα λεγαμε το αποσταγμα εμπειριας με σκεψη
     
  7. Απάντηση: P.I.

    Τελικά το άνοιγμα των συρταριών, μόνο καλό μπορεί να προκαλέσει.

    Αφού μπορείτε να τα φαντάζεστε, αποδεικνύεται ότι κατά πάσα πιθανότητα μπορείτε και να τα αισθανθείτε.

    Καμιά ντουλάπα για ξεκαθάρισμα -μήηηηηπως- απέμεινε?