Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η Λήθη της Διαστροφής

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Resources and Tutorials' που ξεκίνησε από το μέλος íɑʍ_Monkeץ, στις 4 Μαρτίου 2015.

  1. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Το φετιχιστικό αντικείµενο

    Η έννοια του φετιχιστικού αντικειµένου και του φετιχισµού γίνεται κατανοητή υπό το πρίσµα της διχοτόµησης του Εγώ. Περιλαµβάνεται στις σεξουαλικές διαστροφές. Οµιλούµε για διαστροφή στο µέτρο κατά το οποίο το φετιχιστικό αντικείµενο αποτελεί µια απόλυτη συνθήκη. Ακόµα και όταν µπορεί να έχει «φυσιολογικές» σεξουαλικές 22 σχέσεις, ο φετιχιστής δεν ευχαριστιέται παρά µόνον όταν η ερωµένη του συµφωνεί να εµφανίζεται πχ σε µια συγκεκριµένη περιβολή. Έτσι ο σεξουαλικός σκοπός δεν είναι η ολοκληρωµένη σεξουαλική πράξη αλλά σχετίζεται µε µια υπερεκτιµηµένη πλευρά του σώµατος ή µ’ένα αντικείµενο σε στενή σχέση µε κάποια πλευρά του σώµατος (π.χ. εσώρουχο). Ας σηµειωθεί ότι κάποιος βαθµός «φετιχισµού» απαντάται και στη φυσιολογική σεξουαλική ζωή. Feitico : πορτογαλική λέξη η οποία σηµαίνει µαγεία, γοητεία, το άψυχο αντικείµενο στο οποίο αποδίδονται υπερφυσικές ιδιότητες. Πρόκειται για την παρορµητική προσφυγή σ’ένα αντικείµενο µη σεξουαλικό (π.χ γυναικεία γόβα) το οποίο γίνεται αναγκαία συνθήκη (απαραίτητο) ώστε κάποιος να φτάνει σε οργασµό µ’έναν ερωτικό σύντροφο. Άνευ του (φετιχιστικού) αντικειµένου ο φετιχιστής άνδρας καθίσταται ανίκανος.

    Αυτή η διαστροφή αφορά τους άνδρες. Η γυναίκα φετιχίστρια δε µπορεί να δεχθεί δεν έχει πέος, οπότε διαψεύδει την έλλειψη αυτή µε το φετιχιστικό αντικείµενο: στη θέση της απώλειας (έλλειψη) βάζει κάτι άλλο για να πει ότι δε λείπει. Ιδού η διάψευση του ευνουχισµού της. Το σκεπτικό της είναι «κάποτε είχα κι εγώ, αλλά το έχασα». ∆εν µπορεί να συµβιβαστεί µε τη σεξουαλικότητα που προϋποθέτει την απουσία του πέους, οπότε διαψεύδει το τετελεσµένο (διάψευση της πραγµατικότητας). Το άγχος της είναι ότι έχει χάσει (άγχος της έλλειψης) και δε µπορεί να το δεχθε.ί. ∆ιαψεύδει ότι έχει γίνει. Κλινικό παράδειγµα: Νεαρός ασθενής σε ψυχωσική παλινδρόµηση. Κολλώδης σχέση µε τη µητέρα. Η µητέρα είναι υπερπροστατευτική (υπερπαρούσα, υπερδιεγείρουσα). Ο ασθενής προσπαθεί να διαδεχθεί τον πατέρα του στην επιχείρηση («να πάρει τα ινία») που αφορά σε εισαγωγές τροφίµων. Η ψυχωσική κάµψη έλαβε χώρα µετά από επαγγελµατικό του ταξίδι, µε τον πατέρα του, στο εξωτερικό. Κατά την αεροπορική πτήση προς τον προορισµό τους, η µητέρα είχε δώσει ένα τάπερ µε κεφτεδάκια . Ασθενής: «µύριζε σκόρδο όλο το αεροπλάνο». Ο γιός είναι ο ναρκισσιστικός φαλλός της µητέρας του, η προέκταση της. Αν ο γιός είχε πάρει τα ινία της επιχείρησης, η µητέρα δεν θα είχε ποιόν να ταΐζει (στοµατική σχέση). Θα τον αφήσει ποτέ να συνέλθει δηλαδή ν’ αποκτήσει τη δική του σχέση µε το φαί που συµβολίζεται από τη σχέση του µε τα εισαγόµενα τρόφιµα του πατέρα;. Από τις συνεδρίες του ασθενούς (κλινικό υλικό) φαίνεται ότι η µητέρα του δε µπορεί να δεχθεί την έλλειψη του πέους. Πρέπει να έχει στον εξωτερικό χώρο ένα αντικείµενο (γιός) που δε θα συµβολίζει αλλά θα ισοδυναµεί µε το πέος που γίνεται τότε φετίχ: δεν αφήνει το γιό να πάρει απόσταση. Αν είχε µπει στη συµβολική τάξη των πραγµάτων (στη νεύρωση), τότε θα υποκαθιστούµε µέσα της την έλλειψη του πέους µε το παιδί το οποίο τότε θα συµβόλιζε το πέος που δεν έχει (το παιδί ως αναπαράσταση του πέους, το παιδί σαν το πέος). Θα υπήρχε τότε απόσταση ανάµεσα στο σύµβολο και το πράγµα (αυτό διαφέρει από το παιδί ως ισοδύναµο του πέους) και θα επέτρεπε στο γιό της να αποστασιοποιηθεί αντί να συντηρεί την κολλώδη σχέση µαζί του (πρώτη σχέση µάνας παιδιού) µέσω της ψυχωτικής του παλινδρόµησης. 23 Στην περίπτωση των γυναικών ο φετιχισµός των ρούχων (τα ρούχα γίνονται φετίχ) είναι φυσιολογικές στο µέτρο κατά το οποίο «φετιχοποιείται» το σύνολο του σώµατος, ολόκληρο το σώµα και όχι ένα (µερικό) αντικείµενο. Θα λέγαµε ότι, στην περίπτωση των γυναικών, η λατρεία των ρούχων αφορά σε µια «ναρκισσοποίηση» του σώµατος . Κατά την Robert Stoller (εξειδικευµένη στις διαταραχές της σεξουαλικής ταυτότητας) οι γυναικείος φετιχισµός αφορά σε µια «φετιχοποίηση» της σχέσης αυτής καθ αυτής ενώ ο ανδρικός φετιχισµός (οµοφυλόφιλος ή ετεροφυλόφιλος) αφορά σε φετιχοποίηση του (µερικού) αντικειµένου (του οργάνου). Έτσι µια νεκρόφιλη γυναίκα ερωτεύεται το πτώµα που επιθυµεί και γίνεται ο ερωτικός της σύντροφος ενώ ένας νεκρόφιλος άντρας ιδοποιείται το πτώµα ως ένα (µερικό) κοµµάτι του σώµατος. Γενικά ο γυναικείος φετιχισµός και γυναικεία διαστροφή αµφισβητείται από πολλούς ψυχαναλυτές τουλάχιστον µε την έννοια της κατασκευής ενός φετιχιστικού αντικειµένου όπως στους άνδρες.

    Έχει υποστηριχτεί ότι η γυναίκα µέσα από την ερωτοµανιακή σχέση µε το παιδί της δοµείται αυτή η ίδια ως ένα παντοδύναµο είδωλο δηλαδή ως ένα φετίχ : γίνεται αυτή η ίδια το δικό της φετίχ. Στις ασυνείδητες φαντασίες του φετιχιστή το φετιχιστικό αντικείµενο αποτελεί µέρος του γυναικείου σώµατος συµπληρώνοντας το πέος που λείπει στη γυναίκα : συµπληρώνει τη γυναίκα (στη φαντασία του άνδρα) καθιστώντας την φαλλική. Στα µάτια του φετιχιστή µέσω του φετίχ τα σεξουαλικά όργανα της γυναίκας χάνουν τη σεξουαλικότητα τους η οποία τότε συγκεντρώνεται όλη στο φετιχιστικό αντικείµενο. Μόνο αυτό αποτελεί για εκείνον πηγή (σεξουαλικής) διέγερσης. Ο φετιχιστής εξιδανικεύει το φετιχιστικό αντικείµενο όπως εξιδανικευµένο είναι και το πέος του. Κατά τον Freud η ψυχοπαθολογική λειτουργία του φετιχιστή αποτελεί παροξυσµική έκφραση µιας οικουµενικής αγωνίας. Πηγάζει (στον άνδρα) από ένα παροξυσµικό άγχος ευνουχισµού Πρόκειται για τη δυσκολία που δοκιµάζουν όλοι οι άνδρες στο να δεχθούν την διαφορά των φύλων ( άνδρας-γυναίκα) στο µέτρο κατά το οποίο η θέα των γυναικείων γεννητικών οργάνων τους προξενεί άγχος ευνουχισµού ( κινδυνεύω και εγώ να χάσω το πέος µου αφού εκείνη δεν έχει, δηλαδή το ‘χασε). Αν η γυναίκα δεν έχει πέος αυτό σηµαίνει ότι ο ευνουχισµός είναι κάτι δυνατό να του συµβεί (άγχος ευνουχισµού) οπότε είναι επιτακτικό να επανορθώσει αυτήν την αναφοµοίωτη πραγµατικότητα αποδίδοντας (µέσω του φετιχιστικού αντικειµένου) ένα πέος στη γυναίκα. Το αγόρι όταν βλέπει ότι το κοριτσάκι δεν έχει πέος (αντιληπτική εντύπωση) διαψεύδει αυτά που βλέπει και στη θέση του (αντικατάσταση της πραγµατικότητας) βάζει ένα φανταστικό πέος (φετιχιστικό αντικείµενο π.χ. γοβάκι) που είναι το υποκατάστατο του πέους.

    Το σκεπτικό του είναι «αφού το κοριτσάκι δεν έχει, θα µπορούσα και εγώ κάποτε να το χάσω». 24 Εν κατακλείδι, στον φετιχισµό έχουµε καθήλωση της (µερικής) σεξουαλικής ενόρµησης σ’ένα µερικό αντικείµενο (το φετιχιστικό αντικείµενο) π.χ., ένα σύµβολο του πέους (το γοβάκι είναι ένα µερικό αντικείµενο ένα συµβολικό ισοδύναµο του πέους). Ο φετιχισµός είναι µια (ασυνείδητη) αµυντική λειτουργία ώστε το υποκείµενο να διαψεύσει τον ευνουχισµό (της γυναίκας) και έτσι να τον εξαλείψει ως ένα εν δυνάµει απειλητικό συµβάν στη ζωή του. Έτσι ο ευαίσθητος ψυχισµός του προστατεύεται από την κατακλυσµική επιστροφή των διαταρακτικών σεξουαλικών ιδεών (περί έλλειψης πέους στη γυναίκα). Γι αυτό διαλέγει µονίµως κάποιο διαθέσιµο αντικείµενο (π.χ παπούτσι µε ψηλό τακούνι). Ιδού η µαρτυρία ενός φετιχιστή : «Κάθε φορά που βρίσκοµαι µε µια γυναίκα γυµνή, φαντάζοµαι ένα ψηλό τακούνι. ∆εν ξέρω, δεν έχω ιδέα πως είναι φτιαγµένο ένα αιδοίο». Το fetich καθιστά τη γυναίκα αποδεκτή (ανεκτή) ως αντικείµενο επιθυµίας. Φετιχιστικά αντικείµενα µπορεί να είναι και µέρη του σώµατος του ερωτικού συντρόφου (πόδι, στόµα, στήθος, µαλλιά). Γενικά επίσης αντικείµενα τα οποία σχετίζονται µε το σώµα του ερωτικού συντρόφου (παπούτσια, σκουφάκι κλπ) . Προκύπτει έτσι ο φετιχισµός του πέλµατος του ποδιού, του ρούχου, της µυρωδιάς, της θέασης κλπ. Έτσι το φετιχιστικό αντικείµενο αφορά σε µετάθεση µιας ερωτογενούς ζώνης στο φετιχιστικό (µερικό) αντικείµενο. Μέσω του φετιχιστικού αντικειµένου και τα δυο φύλα-άνδρας και γυναίκα- διαθέτουν πέος γεγονός που αποκλείει την έννοια του ευνουχισµού και την πιθανότητα να συµβεί.

    Συµπερασµατικά: Ο φετιχιστής αντικαθιστά την πραγµατικότητα µε το φετιχιστικό αντικείµενο και αυτό είναι κοντά στην ψύχωση. Ο άνδρας φετιχιστής: διαψεύδει για να µην χάσει. ∆ιαψεύδει για να µην γίνει. Πρόκειται για την διάψευση της πραγµατικότητας (ότι το κοριτσάκι δεν έχει πέος). Είναι καταρχάς µια άµυνα στο άγχος ευνουχισµού. ∆ιαψεύδει την έλλειψη του πέους στο κορίτσι: Σα να λέει «να το πέος» ( φετιχιστικό αντικείµενο). Όταν ο φετιχιστής κάνει έρωτα, θέλει να έχει , π.χ. το γοβάκι γιατί έτσι απαλλάσσεται από το άγχος ευνουχισµού οπότε µπορεί να λειτουργήσει σεξουαλικά. Το Εγώ του φετιχιστή διχάζεται (διχοτόµηση του Εγώ) : µέσα του είναι (διατηρούνται) συγχρόνως δυο τάσεις . Η µια τάση µένει στη θέση «δεν υπάρχει πέος» ( τρόµος του ευνουχισµού). Η δεύτερη τάση έρχεται να καλύψει το κενό µε το φετιχιστικό αντικείµενο (υπάρχει πέος).

    Κατά τον Freud ο φετιχισµός ως παθολογική δοµή επιτρέπει την προσέγγιση και κατανόηση των δυο σηµαντικών αµυντικών µηχανισµών του Εγώ που περιγράψαµε πρωτύτερα: της σχάσης και της διάψευσης και του Εγώ (διάψευση του ευνουχισµού, της απώλειας του πέους, της διαφοράς των φύλων). Στο µέτρο 25 κατά το οποίο η σχάση του Εγώ και η διάψευση είναι προεξάρχοντες αµυντικοί µηχανισµοί στην ψύχωση, ο φετιχισµός µπορεί να ειδωθεί και σαν προστασία του Εγώ κατά της ψύχωσης. Γενικά ο φετιχισµός αποτελεί το κατ εξοχήν παράδειγµα της διαστροφής. Ιδού η βασική διαφορά ανάµεσα στην ψύχωση και το φετιχισµό (διαστροφή): Ο φετιχιστής (διαστροφικός) αντικαθιστά την πραγµατικότητα ( η γυναίκα δεν έχει πέος) µε το φετιχιστικό αντικείµενο στη θέση αυτού που λείπει (πέος) από την πραγµατικότητα. Βάζει στη θέση της πραγµατικότητας το αντικείµενο.

    Το φετίχ είναι υποκατάστατο του ελλείποντος αντικειµένου . Ο ψυχωτικός αντικαθιστά την πραγµατικότητα µέσα από το παραλήρηµα. Βάζει στη θέση της πραγµατικότητας το παραλήρηµα . ∆ιαψεύδει την πραγµατικότητα µέσω του παραληρήµατος Ο φετιχισµός (διαστροφή) είναι πολύ κοντά στην ψύχωση. Ο φετιχιστής αµύνεται κατά της ψύχωσης βάζοντας στο «παιχνίδι» το φετιχιστικό αντικείµενο αντί για το παραλήρηµα Πρόκειται για ένα ήµι-παραλήρηµα το οποίο σώζει το Εγώ από το παραλήρηµα (ψύχωση). Υποστηρίχθηκε επίσης ότι ο φετιχισµός είναι µια άµυνα κατά της οµοφυλοφιλίας στο µέτρο κατά το οποίο δίχως το φετιχιστικό αντικείµενο που καθιστά φαντασιακά τη γυναίκα «φαλλοφόρο» ο φετιχιστής δε µπορεί να λειτουργεί σεξουαλικά. Άλλως ειπείν ο φετιχιστής επιθυµεί γυναίκα µε πέος. Αυτό δε σηµαίνει ότι είναι οµοφυλόφιλος. Από πλευράς σεξουαλικής ταυτότητας αντιλαµβάνεται τον εαυτό του ως άντρα σε σχέση µε µια γυναίκα αν εξαιρέσουµε το ότι αυτή η γυναίκα «οφείλει» να έχει πέος (το φετιχιστικό αντικείµενο). Σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις ο φετιχιστής µπορεί να εναλλάσσεται µε φάσεις οµοφυλοφιλίας Μολονότι διάφορες εξαιρέσεις δείχνουν το αντίθετο οι travesties είναι πιο κοντά στην οµοφυλοφιλία από τους φετιχιστές. Ο φετιχισµός ανήκει στην παθολογία του ναρκισσισµού. Εδώ οι αµυντικές διαδικασίες είναι αρχαϊκές.

    «Προικίζοντας» ο φετιχιστής τη γυναίκα (τη µητέρα στο ασυνείδητο του) µε πέος είναι το δικό του πέος το οποίο περιφρουρεί ταυτιζόµενος µε τη µητέρα (πρωτογενής ταύτιση- ναρκισσιστική ταύτιση). Κατέχει έτσι τη φαλλοφόρο-και άρα εξιδανικευµένη- γυναίκα. Μπορούµε να δούµε τη λειτουργία και τη δοµή του φετιχισµού ως µια µαζική παλινδρόµηση από τη φάση του οιδιπόδειου συµπλέγµατος. Το Εγώ ζει τραυµατικά την οιδιπόδεια πραγµατικότητα οπότε παλινδροµεί σε όλα τα προοιδιπόδεια επίπεδα πρωτίστως στο πρωκτικό και στοµατικό. 26 Στην διάρκεια της ψυχανάλυσης η παλινδρόµηση στο στοµατικό στάδιο εκφράζεται σε άγχος αποσύνθεσης και αποδιοργάνωσης, Ο φετιχισµός του ποδιού έχει συχνά να κάνει και µε µια οσφρητική διάσταση (πόδι δύσοσµο) και αυτό σχετίζεται µε την ικανοποίηση µιας µερικής (πρωκτικής) σεξουαλικής ενόρµησης. Υπό το πρίσµα της παλινδροµήσεως ο φετιχισµός προστατεύει το Εγώ από το τραύµα και την προσήκουσα κατάθλιψη. Επίσης µέσω του φετιχισµού το άτοµο µπορεί να αποφεύγει την έκφραση µιας ανοιχτής περιφρόνησης προς τη γυναίκα (επειδή εκείνη δεν έχει πέος). Αποφεύγει επίσης τυχόν ψυχοσωµατικά συµπτώµατα: αν δεν έβαζε στο «παιχνίδι» το φετιχιστικό αντικείµενο µπορεί να έβαζε το σώµα (ψυχοσωµατική οργάνωση). Εδώ θα ήταν το σώµα στη θέση του αντικειµένου( ασθένεια) .

    Εν κατακλείδι, το φετιχιστικό (µερικό) αντικείµενο έρχεται να καλύψει ένα τρόµο µπρος την έλλειψη (τον ευνουχισµό). Εγκαθίσταται µετά από 6 χρόνια (µετά το µεταβατικό αντικείµενο) και αφορά στην υπερεκτίµηση του µη πραγµατικού. Είναι υπερεκτιµηµένο ως «µαγικό». Είναι σαν το φετίχ των πρωτόγονων στο οποίο αυτοί βλέπουν ενσαρκωµένο το θεό τους. Γίνεται η απόλυτη (αναγκαία) συνθήκη της επιθυµίας, ο τόπος του οργασµού. Η κατασκευή του φετιχιστικού αντικειµένου ερείδεται στην παιδική σεξουαλική θεωρία (παιδική σεξουαλικότητα) σύµφωνα µε την οποία όλοι οι άνθρωποι (άνδρες και γυναίκες) είναι προικισµένοι µ΄έναν φαλλό(αυτό πιστεύουν τα µικρά παιδιά). Και πως γίνεται επιλογή ενός συγκεκριµένου αντικειµένου ως «φετιχιστικού» ; Ο Freud υποστηρίζει ότι το φετιχιστικό αντικείµενο µπορεί να εµπεριέχει αντιληπτικά στοιχεία από το τελευταίο πραγµατικό αντικείµενο που είχε το υποκείµενο στην αντίληψη του, πριν δει την έλλειψη, το κενό, π.χ. αν το τελευταίο πραγµατικό αντικείµενο που είδε ήταν ένα ρούχο αυτό µπορεί να γίνεται αντιληπτικό ως φετίχ. Πρόκειται για την τελευταία οπτική αντίληψη που είχε (π.χ. ένα ζευγάρι µποτάκια, η άκρη µιας φούστας) κατά την πρώιµη παιδική ηλικία πριν την τραυµατική «θέαση» η οποία αφορά στη µαµά χωρίς πέος. Καθώς η µαµά του πχ γδυνόταν, πριν δει ότι της έλειπε το πέος ποιο ήταν το τελευταίο αντικείµενο που αντίκρισε; Ποίο ήταν το τελευταίο αντικείµενο που αντίκρισε σε µια στιγµή (την τελευταία) κατά την οποία ακόµα πίστευε ότι η γυναίκα είναι φαλλική;

    Η γούνα ως φετίχ, επί παραδείγµατι, θα µπορούσε ν’αποτελεί, να παραπέµπει στο γυναικείο τρίχωµα («πέτασµα») πίσω από το οποίο θα µπορούσε ακόµα να σκέπτεται ότι η γυναίκα είναι φαλλική (ότι έχει πέος). 27 Η παιδική σεξουαλικότητα έχει να κάνει µε το αντικείµενο της ενόρµησης. Το µικρό παιδί ψάχνει να σβήσει τις ανάγκες του. Το αντικείµενο της ενόρµησης προσφέρει ικανοποίηση (ανακούφιση) της ενόρµησης ( της έντασης) µε την έννοια της εκφόρτισης (εκτόνωσης). Μπορεί να είναι ένα πρόσωπο αλλά εδώ η ικανοποίηση δίδεται πρωτίστως από ένα µέρος του σώµατος. Αυτό δε σηµαίνει ότι οποιοδήποτε αντικείµενο µπορεί να ικανοποιεί την ενόρµηση. Το πιο την ικανοποιεί εξαρτάται από την παιδική ιστορία του καθενός (καθηλώσεις).

    Επί παραδείγµατι όταν κάποιος είναι καθηλωµένος στην ηδονοβλεπτική µερική ενόρµηση το ικανοποιούν αντικείµενο είναι η θέαση ερωτικών συνευρέσεων Η ενόρµηση µετακινείται από το ένα αντικείµενο στο άλλο. Αυτό είναι το «πεπρωµένο» της. Η ενόρµηση έχει ως πεπρωµένο την περιπλάνηση της από αντικείµενο σε αντικείµενο. Μπορεί επίσης να καθηλώνεται πρωτίστως σε ένα αντικείµενο. Ακόµα µπορεί τελικά να επιστρέφει στο ίδιο το πρόσωπο : περίπτωση της επιδειξιοµανίας. Αρχικά η ενόρµηση (βλέµµα) στρέφεται σ’ένα έτερο αντικείµενο (ηδονοβλεπτική ενόρµηση ). Στη συνέχεια το έτερο αντικείµενο εγκαταλείπεται και η ενόρµηση επιστρέφει σε ένα µέρος του ιδίου του σώµατος (η ευχαρίστηση «να βλέπω» µετατρέπεται σε ευχαρίστηση να µε «βλέπουν»).

    συνεχίζεται...
     
    Last edited by a moderator: 29 Απριλίου 2015
  2. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Το αντικείµενο ανάγκης ή εκφορτιστικό ή χρηστικό ή αντικείµενο πρώτο.

    Εδώ γίνεται λόγος για πρωτογενές αντικείµενο. Αφορά στο αντικείµενο της ικανοποίησης των αναγκών οι οποίες προκύπτουν από την πρώτη συνάντηση µητέρα- βρέφος (εξελικτικά πριν τη διαφοροποίηση του µέσα-έξω, υποκείµενο-αντικείµενο, Εγώ- µη Εγώ). Κατά τον Freud το πρωτογενές ψυχικό όργανο (του βρέφους) είναι αδιαφοροποίητο, ανώριµο (κατάσταση απόγνωσης) οπότε απαιτούνται οι µητρικές φροντίδες.

    Το αντικείµενο-στήθος ικανοποιεί τις ανάγκες του βρέφους δηµιουργώντας την ερωτογενή ζώνη στόµα. Στην πρώτη σχέση του παιδιού µε το αντικείµενο προεξάρχει η ικανοποίηση των αναγκών του (στοµατικών). Βρισκόµαστε στο στοµατικό στάδιο της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης, το οποίο εκτείνεται από τη γέννηση ως το τέλος του 1ου έτους. µέσω της πρώτης συνάντησης µητέρας (µαστός) – βρέφους. Το Εγώ και το Μη Εγώ είναι σε κατάσταση ενωµένη. Το αντικείµενο δεν είναι ακόµα διαµορφωµένο. Οι εµπειρίες ικανοποίησης – µη ικανοποίησης εγγράφουν τα ίχνη τους στον πρωτογενή ψυχικό χώρο του βρέφους.

    Πρώτη σχέση µε τη µητέρα: Γίνεται λόγος για στοµατική στήριξη. Το παιδί είναι κολληµένο στο αντικείµενο (κολλώδης σχέση). Η Μαµά- τροφός συγκροτεί το πρωτογενές αντικείµενο (βύζαγµα.). Κατά τον Η.Sachs, το βρέφος αποκτά το νόηµα του χρόνου στα διαστήµατα από το ένα τάϊσµα στο άλλο. Ο Yates (1935) έγραψε για σωµατικούς ρυθµούς (στο στοµατικό στάδιο) οι οποίοι συνδέονται µε την περιοδικότητα των µαταιώσεων και ικανοποιήσεων των αναγκών του βρέφους (πρωτίστως διατροφικών), παρέχοντας τη βάση για την ανάπτυξη της αίσθησης του χρόνου. Κατά τον Μeerloo (1954) η αίσθηση του «χρόνου και της προσδοκίας» αναπτύσσεται από τη βρεφική εµπειρία της πείνας. Παροµοίως κατά τον Erikson (1956) η εµπειρία των χρονικών κύκλων και των ιδιοτήτων του χρόνου είναι έµφυτη και αναπτύσσεται από τα προβλήµατα της αυξανόµενης έντασης των αναγκών που δηµιουργεί η καθυστέρηση της ικανοποίησης και της τελικής «ενοποίησης» µε το αντικείµενο που προσφέρει ικανοποίηση.

    Κατά τους Hartmann, Kris και Lowenstein (1946) η διαδικασία της ωρίµανσης περιλαµβάνει την ικανότητα να αναβάλλεται η άµεση ικανοποίηση της ανάγκης και την ανάπτυξη της λειτουργίας της προσµονής: µετάβαση από την αρχή της ηδονής στην αρχή της πραγµατικότητας. Αυτές οι αλλαγές επισυµβαίνουν κατά το δεύτερο µισό του πρώτου έτους και προσφέρουν στο βρέφος µεγαλύτερο έλεγχο. Το πρώτο αντικείµενο δεν είναι γεννητικό (επιθυµίας), αλλά µερικό αντικείµενο ανάγκης, χάρις στο οποίο θα επιβιώσω: να ζήσω, να υπάρξω (ναρκισσιστικό αντικείµενο). Γίνεται λόγος για στοµατική σχέση µε το άλλο. Εδώ το υποκείµενο δεν ενδιαφέρεται για το αντικείµενο, δεν το αναγνωρίζει, δεν είναι κάτι χώρια απ’ αυτό, δεν το λαµβάνει υπ’ όψιν του (ποιο είναι, τι είναι κλπ.). Αρκεί να του δώσει, να ικανοποιηθεί άµεσα, επί τόπου (τοξικοµανείς, ψυχωτικοί κ.α έχουν αδυναµία µετάθεσης της επιθυµίας στο µέλλον). Το υποκείµενο θέλει εδώ και τώρα π.χ. να φάει κάτι να το κατευνάσει (εκφόρτιση). Έχει το αντικείµενο για να το «ταµπονάρει» να του κλείνει τις «τρύπες». Πρόκειται για ένα χρηστικό αντικείµενο. ∆εν υπάρχει η λειτουργία του « δίνω – παίρνω». Εν κατακλείδι, η µερική ενόρµηση χρησιµοποιεί το αντικειµένου (µερικό αντικείµενο ) απλά και µόνον για να ανακουφίζεται το υποκείµενο (χειριστική διαστροφική σχέση µε το αντικείµενο). Πρόκειται για τη µερική ενόρµηση της ωµότητας.

    Όταν αυτή δρα δεν µε ενδιαφέρει τι αισθάνεται το αντικείµενο πάνω στο οποίο «ξεσπάω». ∆εν το αναγνωρίζω, δεν το λαµβάνω υπόψη µου. Εκείνο που µε ενδιαφέρει είναι η αποφόρτιση (άδειασµα ) : βγάζω (προβάλλω) τις κακές µου διεγέρσεις πάνω στο αντικείµενο και θέλω να το καταστρέψω. Γίνεται λόγος εδώ για τυφλή βία (πρωτογενής βία ) ή καταστροφικότατα (ενόρµηση καταστροφής): δεν µε ενδιαφέρει αν πρόκειται π.χ για τη µάνα µου ή τον πατέρα µου κ.λ.π, αρκεί να «φύγει από πάνω µου το βάρος» µε σκοπό την ανακούφιση της έντασης εκφορτιστικά. Είναι ένα επίπεδο ( βίαιης ) συµπεριφοράς και πράξης. Εποµένως η πρώτη ( αρχική) κίνηση είναι αδιάφορη ως προς το αντικείµενο, δε λαµβάνει υπόψη της τις ζηµιές που θα µπορούσαν να προκληθούν σε αυτόν ο οποίος αποτελεί εξωτερική 29 απειλή. Το αντικείµενο δεν αναγνωρίζεται, δεν υπάρχει. Οι πρώτες επιθέσεις του παιδιού κατά την προοιδιπόδεια βία σχετίζονται µε την αυτοσυντήρηση (ναρκισσιστική, υπαρξιακή διάσταση) και δεν σκοπεύουν στην πρόκληση πόνου.

    Το φαινόµενο του σαδοµαζοχισµού (ερωτικοποίηση του πόνου) δεν έχει ακόµα εµφανιστεί κατά την ψυχοσεξουαλική του εξέλιξη. Όταν και στη µετέπειτα ζωή µας προεξάρχουν τα µερικά αντικείµενα (σχάση του αντικειµένου) και οι σχέσεις µαζί τους, τότε προκύπτουν προκαταλήψεις και αντιλήψεις περί ανισότητας, ιδέες διαφυλικές, διαφυλετικές, κοινωνικές που καθιστούν καλύτερη την τάδε ή δείνα πλευρά ή το στοιχείο , π.χ µιας φυλής, και εξοβελίζουν άλλες ( λόγου χάριν η προκατάληψη πως οι λευκοί είναι εξυπνότεροι από τους έγχρωµους). Βρίθουν τότε τα φαινόµενα βίας ενάντια στους ξένους, τις µειονότητες, τις περιθωριακές οµάδες και οι φυλετικές και εθνικές διώξεις (δικτατορίες, απολυταρχικά καθεστώτα).. Στις προοιδιπόδειες φάσεις της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης µπορώ να αναλώσω το αντικείµενο : α) στοµατικά : στάδιο στοµατικό ( ή κανιβαλικό ).

    Ο karl Αbraham το διαιρεί σε δύο χρόνους: στην πρώτη στοµατική φάση (πρώιµο στοµατικό στάδιο) µε πρωτοκαθεδρία της ευχαρίστησης του θηλασµού ( βύζαγµα, πιπίλισµα ) και στη δεύτερη στοµατική φάση (µεθύστερο στοµατικό στάδιο, δεύτερο εξάµηνο ζωής µε προεξάρχουσα την οδοντοφυΐα και πρωτοκαθεδρία της ευχαρίστησης να δαγκώσω και να ενσωµατώσω το αντικείµενο, να το φάω, να το εξαφανίσω (οι κανιβαλικές ενορµήσεις του παιδιού ξυπνάνε τις ανάλογες ενορµήσεις της µαµάς ). Έχουµε εδώ τη στοµατική καταστροφικότατα: το υποκείµενο να να ρουφήξει το αντικείµενο ( στήθος ). Πρόκειται για τη στοµατική απληστία (φθόνος του στήθους ). β) πρωκτικά: στο πρωκτικό στάδιο η σχέση µε το αντικείµενο είναι χειριστική (κατά τη διάρκεια του δεύτερου έτους της ζωής). Είναι µια χρονική περίοδος αφιερωµένη στην κυριαρχία (έλεγχο) του αντικειµένου, στο µέτρο που δρα η ενόρµηση κατίσχυσης.

    Επειδή σε αυτό το στάδιο η µαµά αρχίζει να διαφοροποιείται, το παιδί θέλει να τη χειρίζεται και να την ελέγχει (διαστροφική σχέση µαζί της ). Εν κατακλείδι , οι ενστικτώδεις ώσεις µας είναι άγριες και δυνάµει φορείς ωµότητας προς το αντικείµενο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής µας ψάχνουµε να βρούµε ένα συµβιβασµό ανάµεσα στην ικανοποίηση του ναρκισσιστικού πόλου των ενστικτωδών διεγέρσεων και στην αγάπη µας για το αντικείµενο : πράγµατι, ήδη το µικρό παιδί µπορεί να παραιτηθεί από την ικανοποίηση (εκφόρτιση) των ώσεών του λόγω της ανάγκης του να αγαπιέται από το λιβιδινικό του αντικείµενο. Το χρηστικό είναι ένα αντικείµενο άµεσης ικανοποίησης. Το χρησιµοποιώ όποτε το έχω ανάγκη για να το «πετάξω» στη συνέχεια και να το χρησιµοποιήσω όποτε το ξαναχρειαστώ. ∆εν υπάρχει το αντικείµενο (δεν το έχω βρει ακόµα) ούτε µ’ ενδιαφέρει. Εκείνο που µ’ενδιαφέρει είναι µόνο η αποφόρτιση. ∆εν πρόκειται για ένα αντικειµένου συνδιαλλαγής. Το παιδί βγάζει τις κακές ενορµήσεις πάνω στο αντικείµενο και θέλει να το καταστρέψει. Εποµένως το αντικείµενο κρατάει τα «κακά» του. Αφού είναι για να κρατάει τα «κακά» του, το πρώτο αντικείµενο δεν µπορεί παρά να είναι κακό.

    Κλινικά παραδείγµατα: 1.Ανδρας µε έντονο άγχος (αγχώδης νεύρωση) και έκδηλα συµπτώµατα αγοραφοβίας ζητάει ψυχοθεραπευτική βοήθεια. Mόλις τα συµπτώµατα αρχίζουν να υποχωρούν ζητά να σταµατήσει τη θεραπεία (αντίσταση) θεωρώντας ότι είχε νόηµα να ζητάει βοήθεια µόνο στικτικά, δηλαδή κάθε φορά που υποτροπίαζε (άµεση ικανοποίηση της ανάγκης του µε σκοπό την εκφόρτιση και τη χρησιµοποίησε του αντικείµενου «θεραπευτής» ως αντικειµένου ανάγκης, ως χρηστικού αντικειµένου κατευνασµού. 2. Γυναίκα µε χρόνια σωµατική νόσο: «όταν ήµουν µικρή, θυµάµαι τη µαµά µου που έπεφτε πάνω µου και µου έγλειφε το σαγόνι». Ιδού η κολλώδης σχέση µε το πρωτογενές αντικείµενο. Τεχνική στην ψυχοθεραπεία: Η στέρηση του ασθενούς. Νευρωτικός ασθενής: ο ψυχοθεραπευτής στερεί και αυτό οδηγεί σε σύγκρουση του αναλυόµενου µαζί του.. ∆ιαφορετικά, αν τον ικανοποιεί άµεσα συντείνει στην επιστροφή του ασθενούς στην πρώτη σχέση όπου το αντικείµενο ήταν ανάγκης ( ικανοποίηση «εδώ και τώρα), µε αποτέλεσµα να τον κρατάει παιδί. Απλά του «βουλώνει τρύπες» και τα πράγµατα «φρακάρουν», δεν εξελίσσονται αλλά υποτροπιάζουν εις βάρος της ανάπτυξης της σχέσης µε τον άλλο.

    Κατά τη θεωρία των αντικειµενοτρόπων σχέσεων (Fairbrain, Winnicott, Balint, Erikson, Jacobson Kernberg) η ικανότητα να προβλέπει την ικανοποίηση των αναγκών του προστατεύει το βρέφος από την τραυµατική εµπειρία του αισθήµατος του αβοήθητου που µπορεί να δηµιουργήσουν: -η µαταίωση επειγουσών αναγκών -ο κατακλυσµός του Εγώ από διεγέρσεις Η δυνατότητα να προβλέπει την ικανοποίηση των αναγκών του προκαλεί στο βρέφος ένα ψευδαισθητικό βίωµα που περιλαµβάνει την ανάµνηση του «καλού» µαστού ή της «καλής» µητέρας, βίωµα που σύµφωνα µε τον Freud (1925) σηµαδεύει την αρχή της διεργασίας της σκέψης και σύµφωνα µε τον Erikson συνεισφέρει στο σχηµατισµό της βασικής εµπιστοσύνης. Καθώς η ένταση αυξάνεται και η µητέρα δεν είναι ακόµα παρούσα η «καλή» εικόνα ή αναπαράσταση του αντικειµένου εµφανίζεται προστατευτικά στη φαντασία και ενώνεται µε την εικόνα εαυτού σε µια ψευδαισθητική εµπειρία που ικανοποιεί την ανάγκη. Αν όµως η άφιξη της µητέρας καθυστερήσει περισσότερο η ψευδαισθητική εµπειρία αρχίζει να σβήνει πολύ γρήγορα. Ενόσω το βρέφος προσπαθεί να γαντζωθεί απ’αυτήν και η δυσαρέσκεια αυξάνεται, η αβέβαιη «καλή» εικόνα του αντικειµένου αρχίζει να µετατρέπεται σε «κακή». Ενώ η ένταση είναι ακόµα ανεκτή, η κατάσταση βιώνεται σαν άγχος. Εφόσον όµως η ένταση αρχίζει να αυξάνεται τείνει να επικρατήσει η εικόνα του «κακού» αντικειµένου. Η «καλή» εικόνα σβήνει και το άγχος µετατρέπεται σε θυµό και ανήµπορη οργή. Αν η άφιξη της µητέρας καθυστερήσει κι άλλο, ο εύθραυστος µηχανισµός του Εγώ του βρέφους πληµµυρίζει από διεγέρσεις και τότε παλινδροµεί στο επίπεδο µιας αδιαφοροποίητης «κακής» εικόνας εαυτού-αντικειµένου που ισοδυναµεί µε µια εµπειρία καταστροφικών διαστάσεων η οποία είναι αχρονική.

    Τελικά και καθώς αναπτύσσεται η σταθερότητα του αντικειµένου αυξάνεται η ικανότητα του βρέφους να προβλέπει την ικανοποίηση των αναγκών του δηλαδή η εµπιστοσύνη στην πιθανότητα ότι το «καλό αντικείµενο» θα έρθει και πάλι (για µια ακόµα φορά) κάνοντας την εµφάνισή του µέσα από τη συγχωνευµένη καλή και κακή εικόνα του αντικειµένου. Η ικανότητα του Εγώ να προβλέπει µια καλή κατάληξη συντείνει στη νοηµατοδότηση του χρόνου ως συνεχές, ως διάρκεια (ποιότητα του χρόνου ως προοπτική, ως µέλλον). Εν κατακλείδι: για να έχει το βρέφος κάποια αίσθηση του χρόνου πρέπει να βρεθεί σε µια κατάσταση σχετικής ανάγκης-έντασης. Εφόσον µπορεί να διατηρήσει µια γεµάτη εµπιστοσύνη προσδοκία της παρουσίας της µητέρας 31 ενώ αυτή είναι απούσα θα έχει την εµπειρία του χρόνου ως διάρκειας, το ισοδύναµο της ενήλικης φυσιολογικής εµπειρίας του χρόνου που περνά, που ρέει. Καµία αίσθηση του χρόνου δε θα ήταν δυνατή χωρίς τη συνείδηση του εαυτού µας ξεχωριστά από τον άλλον και λαχταρώντας τον (συνείδηση του εαυτού µας και του απόντος άλλου). Ένα «άδειασµα της γεµάτης εµπιστοσύνης προσµονής» (Mahler 1966) µια συνακόλουθη µείωση της αυτοεκτίµησης στην φάση του αποχωρισµού-εξατοµίκευσης κατά την παιδική ανάπτυξη προδιαθέτουν σε ορισµένες συναισθηµατικές αντιδράσεις της µετέπειτα ζωής: σύντοµα διαστήµατα κατάθλιψης και άγχους, ξεσπάσµατα θυµού και ανία.

    Κατά την Jacobson (1964) έννοια της σταθερότητας του αντικειµένου (τρίτος ή τέταρτος µήνας της ζωής κατά Kernberg 1976) είναι εκείνη που καθορίζει την έννοια του εαυτού ως οντότητας µε συνέχεια και κατεύθυνση καθιστώντας την ικανή να βιώνει το χρόνο (δεύτερο µισό του πρώτου χρόνου όταν η ύπαρξη της σταθερότητας του αντικειµένου γίνεται εµφανής) και να βιώνει επίσης συγκεκριµένα συναισθήµατα. Ο Piaget (1937) κάνει λόγο για τη µονιµότητα του αντικειµένου (µεταξύ του 12ου και του δέκατου όγδοου µήνα της ζωής) η οποία εγκαθιδρύεται γνωστικά βάσει των νέων ανακαλύψεων που πραγµατοποιεί το βρέφος σχετικά µε το χώρο και το χρόνο σχετικά µε ένα επιθυµητό αντικείµενο που δεν είναι πια ορατό, προσιτό, ή µε κάποιον τρόπο αντιληπτό. Κατά τον Piaget το σχήµα του «µόνιµου αντικειµένου» προκαλείται από συναισθήµατα και σχέσεις αντικειµένου (συναισθηµατικές σχέσεις του παιδιού µε τη µητέρα-αντικείµενο ή άλλα πρόσωπα. Κατά τον Fraiberg (1969) η έννοια της µονιµότητας του αντικειµένου φαίνεται να µην είναι ισότιµη µε την ψυχαναλυτική έννοια της σταθερότητας του αντικειµένου η οποία εγκαθιδρύεται συναισθηµατικά µάλλον παρά γνωστικά σε µικρότερη ηλικία.


    συνεχίζεται...
     
  3. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Ονοµάζουµε πρωτογενή ή ερωγόνο µαζοχισµό (δεύτερη θεωρία του Freud, 1924) τηνπρώτη διαπλοκή, εσωτερικά, της ενόρµησης του θανάτου µε την ενόρµηση της ζωής. Αυτό σηµαίνει ότι η καταστροφική ενέργεια (ενόρµηση θανάτου-οι εντάσεις) δένεται µε τη λιβιδινική ενέργεια (ενόρµηση ζωής- ευχαρίστηση) ώστε να ερωτικοποιείται το κύµα της αυξανόµενης έντασης (της οδύνης). Προκύπτει τότε η σεξουαλικοποίηση (ερωτικοποίηση) της δυσαρέσκειας (του πόνου, της οδύνης).

    Ερωγόνος Μαζοχισµός: είναι η διαπλοκή του ευχάριστου µε το δυσάρεστο, έτσι ώστε το υποκείµενο να µπορεί πια να κρατά µέσα του και δυσάρεστες ώσεις (εντάσεις) αφού έχουν δεθεί µε το ευχάριστο ( ευχαρίστηση από τον πόνο). Πρόκειται για την εισαγωγή της δυνατότητας του ψυχικού οργάνου να αντέχει τις εντάσεις, ακόµα και τον πόνο, αντί να τις εκφορτίζει (η εκφόρτιση ως αυτοκαταστροφή και έκφραση της ενόρµησης του θανάτου). Έτσι το ενορµητικό «ξέσπασµα» µπορεί να αναβάλλεται χρονικά µέσω του ερωγόνου µαζοχισµού. Ο ψυχισµός αποκτά την ικανότητα να κρατάει µέσα του (εσωτερική ικανότητα) επίπονες διεγέρσεις ( ευχαρίστηση από τον πόνο). Στην παθολογία των αντικειµενοτρόπων σχέσεων (οριακές οργανώσεις, παθολογία του ναρκισσισµού, διαταραχές προσωπικότητας και συµπεριφοράς) χωλαίνει ο πρωτογενής µαζοχισµός: εδώ οι εντάσεις εκφορτίζονται.

    Αντίθετα, η διαπλοκή των δύο ενορµητικών τάσεων ανακόπτει τις εξαντλητικές εκφορτίσεις µέσω της διάστασης της αντοχής δηλαδή του «υφίστασθαι». Ανοίγεται έτσι η δυνατότητα της ψευδαισθητικής ικανοποίησης της επιθυµίας. Ψευδαισθητική ικανοποίηση της επιθυµίας: ∆υνατότητα του Εγώ να ικανοποιεί επιθυµίες εσωτερικά, συµβολικά, φαντασιακά (π.χ µέσω του ονείρου), σε αντιδιαστολή µε την άµεση επί του πραγµατικού ικανοποίηση.

    Πρωτογενής µαζοχισµός: «ο φύλακας της ζωής» : πρόκειται για ένα πρωτογενή πυρήνα του Εγώ , µια θεµελίωση του ψυχισµού, ένα εσωτερικό οργανωτικό πόλο. Συνιστά την προστασία του ανθρώπου από την αυτοκαταστροφή στην οποία στοχεύει η ενόρµηση θανάτου. Μέσα από την ερωτικοποίηση του πόνου (ηδονή προερχόµενη από αυτόν) γίνεται ανεκτή η επιβίωση του υποκειµένου στις πιο ακραίες εξωτερικές συνθήκες . Η ευχαρίστηση στον πόνο ανατρέπει την «αρχή της ευχαρίστησης» σύµφωνα µε την οποία το υποκείµενο «κρατάει» ότι του είναι ευχάριστο και «φτύνει» το δυσφορικό. Αν δεν ανατρεπόταν η αρχή της ηδονής βθα οδηγούσε το υποκείµενο σε µια κατάσταση νιρβάνα: µηδενισµός των διεγέρσεων, ενορµητικό «σβήσιµο», ενόρµηση του θανάτου. Εδώ ο µαζοχισµός εµφανίζεται ως προστασία κατά της αυτοκαταστροφής και συντείνει στο ενορµητικό ξύπνηµα µέσα από τη διέγερση του πόνου (εκεί που οι ενορµήσεις πάνε να σιγήσουν).

    Εν κατακλείδι: ο σκοπός της µείξης (διαπλοκής) των ενορµήσεων είναι η λιβιδινική ενόρµηση να µετριάζει την ενόρµηση θανάτου (οργανωτικός σκοπός). Πρόκειται για την µεταλλακτική αξία της µείξης των δυο ενορµήσεων. Η απόµειξη των δύο ενορµήσεων είναι η αιτία πάσης φύσεως παθολογικών εικόνων, συνεπειών στις αντικειµενοτρόπες σχέσεις:

    1. Περιπτώσεις στις οποίες η λιβιδινική ενόρµηση «πηγαίνει» µόνη της : έχουµε τότε µια ακινησία, µια καταστροφή στο πεδίο του έρωτα. Στις περιπτώσεις αυτές όλη η λιβιδώς του Εγώ µετατίθεται στο αντικείµενο. Εδώ οι ενορµήσεις της αυτοσυντήρησης του εαυτού δεν καταφέρνουν να ελέγξουν το άδειασµα της λιβιδούς του Εγώ προς το αντικείµενο, («ναρκισσιστικό άδειασµα»). Πρόκειται για τις περιπτώσεις του ερωτικού πάθους κατά τις οποίες προεξάρχει η ενόρµηση του θανάτου στο µέτρο κατά το οποίο η λιβιδώς του Εγώ (ναρκισσιστική λιβιδώς) αιµορραγεί προς όφελος της λιβιδούς του αντικειµένου γεγονός το οποίο αποδυναµώνει το Εγώ (ευθραυστότης του Εγώ) καθώς αυτό «φτωχαίνει» ναρκισσιστικά. Στο ερωτικό πάθος το αγαπώµενο πρόσωπο υπερεπενδύεται και έτσι γίνεται παντοδύναµο έναντι ενός υποκειµένου ταπεινού και υποταγµένου παραδοµένου στο αντικείµενο το οποίο θεωρεί ότι είναι η ενσάρκωση του ιδεώδους του.

    Εδώ ο ερωτευµένος ενδοβαλει τον αγαπώµενο, ταυτίζεται µαζί του, γίνεται «ένα» µε τον αγαπώµενο. Ο ερωτευµένος µε πάθος απογυµνώνεται από την αυτοεκτίµηση του, τη χάνει προς όφελος της εξιδανίκευσης του άλλου .

    Εν καταλείδι: η λιβιδώς του αντικειµένου στο υπερβολικό της ανάπτυγµα οδηγεί σε ναρκισσιστική έκπτωση (ανεπάρκεια). Πρόκειται για το ερωτικό πάθος . Εδώ έχουµε ευθραυστότητα του υποκειµένου καθώς έχει εγκαταλείψει το Εγώ του προς όφελος του άλλου.

    Ο Freud συγκρίνει τον παθιασµένο έρωτα µε την ύπνωση µε την έννοια ότι ο παθιασµένος ερωτικά όπως και ο υπνωτισµένος «αποχωρίζεται» απ’όλον τον (προστατευτικό ,απαραίτητο) ναρκισσισµό του προς όφελος του αγαπώµενου : προκύπτουν έτσι αντικειµενοτρόπες σχέσεις «κολλώδεις» («κολλάω» πάνω στον άλλον ).

    Πρόκειται για την κατάσταση ύπνωσης του υποκειµένου, είναι ένα θανατηφόρο του «άδειασµα» το οποίο το παραδίδει ολόκληρο στην καλή θέληση του άλλου. Ο Freud ταξινοµεί το ερωτικό πάθος στο πρότυπο των ψυχώσεων.

    Τω όντι, εδώ το υποκείµενο επενδύει στο αντικείµενο τόσο µαζικά, ώστε δυσκολεύεται να διαφοροποιηθεί από αυτό. «Κολλάει» σα «βεντούζα» στο αντικείµενο και δεν «ξεκολλάει. Πρόκειται για µη µετριαζόµενη, αχαλίνωτη λιβιδώ (εκφράσεις της λιβιδούς µαζικές, κολλώδεις). Πρόκειται για µια από τις δύο καταστροφικές (αρνητικές) όψεις του ναρκισσισµού (ναρκισσισµός του θανάτου, ο σκοτεινός σωσίας του ναρκισσισµού της ζωής) . Το υποκείµενο ζει µια διέγερση αφόρητα έντονη. Εδώ είναι αναγκαία πρόταξη η δράση ενός αρνητικού δηλαδή της ενόρµησης του θανάτου (µείξη, διαπλοκή) η οποία αποσυνδέοντας θα οργανώσει µια υποφερτή απόσταση ανάµεσα στο υποκείµενο και το αντικείµενο: πρόκειται για την άµβλυση και επεξεργασία της επιθυµίας µέσω της απόστασης.

    Η ενόρµηση θανάτου αποσυνδέει, εισάγει την απόσταση η οποία είναι θεµελιακός όρος για την ύπαρξη ψυχικής εργασίας. Πρόκειται εγκατάσταση της απόστασης ανάµεσα στο Εγώ και το αντικείµενο: διαχωρισµοί, διαφοροποιήσεις του µέσα – έξω. Ούτε τις ψυχικές µας δοµές ούτε το αντικείµενο µπορούµε να δούµε χωρίς διαφοροποίηση. Ένας ασθενής ψυχωτικός, όταν ρωτήθηκε από το θεραπευτή του να πει πώς φαντάζεται το εσωτερικό ενός σπιτιού που θαυµάζει , το περιέγραψε ως ένα ενιαίο χώρο άνευ διαµερισµατοποίησης. Ηδη ο Πλάτων το ήξερε αυτό όταν έγραφε, ότι, αν όλα ήταν ενωµένα και δεν υπήρχε διαχωρισµός τότε θα επαληθευόταν το αρχικό χάος: «όλα τα πράγµατα µαζί και ανάµεικτα», όπως έλεγε ο Αναξαγόρας. Κατά τον Μ.Καραγάτση (συγγραφέας) το «πάθος συνταυτίζει τον έρωτα µε τον θάνατο»

    Εν κατακλείδι, η ενόρµηση του θανάτου έχει και µη θανατερές εγγραφές στην ψυχική µας ζωή εφόσον διαχωρίζοντας διαφοροποιεί αλλά και ανακόπτει τη ροή των λιβιδινικών κινήσεων των οποίων, αν δε µετριαστεί η ορµή µπορεί να καταστούν παράγοντες αποδιοργάνωσης του Εγώ π.χ πάθος ανεξέλεγκτο.

    Κλινικό παράδειγµα: γυναίκα 48 ετών χωρισµένη µε υιοθετηµένη κόρη. Είναι σε θεραπεία για περίπου λίγο περισσότερο από ένα χρόνο µε συχνότητα συνεδριών δύο εβδοµαδιαίως. Φτάνει στη θεραπεία «πεθαµένη» όπως λέει , από την οκτάχρονη σχέση – σχέση ιδιόµορφη οµολογουµένως – µε κάποιον άντρα πολύ µεγαλύτερο της εξαιρετικά εύπορο, ο οποίος ασκεί πάνω της πάσης φύσεως περιορισµούς και απαγορεύσεις (ψυχική κακοποίηση ). Επίσης στο παρελθόν, όταν είχαν κάποια σεξουαλική ζωή, η ασθενής αναφέρεται σε ακατονόµαστες πράξεις στις οποίες όπως ισχυρίζεται συµµετείχε παρά τη θέλησή της (δεν τις περιγράφει).

    Συχνά µιλά για βιασµό, τόσο ψυχικό, όσο και σωµατικό. Μιλά για οκτώ «νεκρά» χρόνια στη ζωή της µε προεξάρχοντα συναισθήµατα το φόβο, την ντροπή και τις ενοχές εφόσον -κατά τους ισχυρισµούς της – τα πρώτα χρόνια της σχέσης οι σεξουαλικές βλέψεις του συµβίου της (δεν αναφέρει ποτέ το όνοµατου ) στόχευαν εµµέσως πλην σαφώς και στην κόρη της, χωρίς όµως αρχικά η ίδια να το είχε αντιληφθεί.

    Υποφέρει διερωτώµενη πώς ξέπεσε σε ένα τέτοιο θάνατο. Ααναφέρεται συχνά στην αγωνία της κατά τις ερωτικές σχέσεις , επειδή «κολλάει» στο αντικείµενο. Μόνη της δεν µπορεί να υπάρξει , όπως λέει, χωρίς την παρουσία ενός «δυνατού» άνδρα. ∆είχνει να επαναλαµβάνει, ενδεχοµένως, ένα τραυµατικό βίωµα.

    Η καθήλωση στο τραυµατικό συνιστά την ενόρµηση του θανάτου. Πρόκειται για έναν ψυχαναγκασµό της επανάληψης. επαναλαµβάνει ενδεχοµένως ένα τραυµατικό δεσµό (βίωµα µη ικανοποίησης ), αλλά τελικά και αυτή η λήψις επι ενός τραυµατικού δεσµού (η διατήρηση του τραυµατικού δεσµού, η καταφυγή στο τραυµατικό) είναι ανταγωνιστική, δηλαδή τελικά ωφελιµότερη, από τον ψυχικό θάνατο (δηλαδή την καταφυγή τίποτα).

    Έχουµε εδώ µια θανατερή εγγραφή της ενόρµησης του θανάτου. Είναι καλύτερη η καταφυγή στο τραυµατικό ( κακοποιό ) αντικείµενο παρά το τίποτα ( κατάσταση anobjectale ).To τίποτα θα σήµαινε για αυτήν ψυχικό σβήσιµο. Οι έως τώρα ενδείξεις που έχουµε από το κλινικό υλικό δεν αρκούνώστε να υποθέταµε και ψυχικές κινήσεις λιβιδινοποίησς (ευχαρίστηση) του πόνου της, ώστε να µιλάµε για µαζοχισµό οπότε τα πράγµατα θα ήταν πιο εξελιγµένα ( πάντα βέβαια µέσα στην πρωτογονότητά τους).

    2. Περιπτώσεις στις οποίες η ενόρµηση καταστροφής «πηγαίνει» µόνη της : Προκύπτουν τότε βίαιες επαναληπτικές πράξεις ή «χτυπώ το ίδιο µου το σώµα» ( π.χ ψυχοσωµατικό νόσηµα). Ο Freud θεωρεί ότι µόνη της η ενόρµηση θανάτου µπορεί να οδηγήσει ακόµα και στο βιολογικό θάνατο (ωµές εκφράσεις της καταστροφικότητας). Στους ασθενείς µε σοβαρή παθολογία του ναρκισσισµού και αλλοίωση των εσωτερικευµένων αντικειµενοτρόπων σχέσεων η συγκινησιακή ποιότητα του οργασµού µπορεί να χωλαίνει δραµατικά. Εδώ προεξάρχει η ασυνείδητη καταστροφή των αναπαραστάσεων αντικειµένου και των εξωτερικών αντικειµένων. Αυτό καταστρέφει την ικανότητά τους να υπερβαίνουν εαυτόν προς µια µύχια αντικειµενοτρόπο σχέση και, ενδεχοµένως την ικανότητά τους για ερωτικό πάθος.

    Όταν µηχανικά επαναλαµβανόµενες οργασµικές εµπειρίες και σεξουαλικές διεγέρσεις δεν είναι αντικειµενοτρόπες, δηλαδή όταν ερείδονται επί µιας αποσύνδεσης εαυτού από τις εσωτερικευµένες αντικειµενοτρόπες σχέσεις, τότε δε µπορεί να επισυµβαίνει η εµπειρία της οργασµικής υπέρβασης. Εδώ η (ναρκισσιστική) σεξουαλική διέγερση διαφέρει από αυτήν της ερωτικής επιθυµίας και του πάθους. Ο αυνανισµός συνήθως είναι αντικειµενοτρόπος (οιδιπόδειες σχέσεις από την πρώτη παιδική ηλικία και ύστερα) και ως τέτοιος απολαυστικός. Εντελώς διαφορετική είναι η προβληµατική του αυνανισµού «πέραν της αρχής της ευχαρίστησης» δηλαδή ως ψυχαναγκαστική επαναλαµβανόµενη δραστηριότητα (ενόρµηση του θανάτου).

    Είναι η επένδυση του κόσµου των αντικειµένων και των αντικειµενοτρόπων σχέσεων που εγγυάται τη λειτουργία του ξεπεράσµατος των ορίων εαυτού και αντικειµένου οδηγώντας στην διέγερση, τηνευχαρίστηση και την ικανοποίηση. Είναι ο κόσµος των αντικειµένων εσωτερικευµένων και εξωτερικών που συντηρεί ζωντανή τη σεξουαλικότητα και παρέχει όλο το δυναµικό για απόλαυση που διαρκεί.

    Η περίπτωση του Don Jouan είναι σύνθετη. Πέρα από τους παιδικόµορφους, εξεγερµένους και θηλυπρεπείς Don Jouan υπάρχουν και οι-πολύ σοβαρότερες- ναρκισσιστικές διαταραχές προσωπικότητας που καθορίζουν την σεξουαλική ασυδοσία στους άντρες.

    Η αχαλίνωτη (ασύδοτη) σεξουαλικότητα στις γυναίκες ως αιτιολογία διακυµαίνεται από την ήπια µαζοχιστική ή υστερική παθολογία µέχρι την σοβαρή ναρκισσιστική παθολογία του χαρακτήρα.

    ∆ιαφοροδιαγνωστικά είναι σηµαντική η διαφοροποίηση ανάµεσα στη σεξουαλική ασυδοσία ασθενών µε ναρκισσιστική δοµή προσωπικότητας και αυτήν των ασθενών µε υστερική προσωπικότητα και έντονες µαζοχιστικές τάσεις. Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις η σεξουαλική ασυδοσία αντανακλά ασυνείδητες ενοχές ως προς την εγκατάσταση µιας σταθερής ώριµης και ικανοποιητικής αντικειµενοτρόπου σχέσης στο µέτρο κατά το οποίο αυτό ασυνείδητα θα αναπαριστούσε την απαγορευµένη οιδιπόδεια εκπλήρωση.

    Οι υστερικές και µαζοχιστικές ασθενείς είναι ικανές για ολοκληρωµένες και σταθερές αντικειµενοτρόπες σχέσεις σε άλλους τοµείς.

    Επί παραδείγµατι γυναίκες µε έντονη υστερική προσωπικότητα και έντονες ασυνείδητες ανταγωνιστικές τάσεις µε τους άντρες είναι σε θέση να κάνουν σταθερές και βαθιές σχέσεις µαζί τους όσο απουσιάζει η σεξουαλική παράµετρος. Μόνο αν αναπτυχθεί σεξουαλική οικειότητα ανάµεσά τους τότε αναδύεται ασυνείδητη εχθρότητα στη φαντασία µιας υποταγής στους άντρες ή/και ασυνείδητες (οιδιπόδειες) ενοχές. Αντίθετα η σεξουαλική ασυδοσία των ναρκισσιστικών οργανώσεων σχετίζεται µε ένα (άλλο) σώµα-κορµί το οποίο δεν ενδίδει (αντιστέκεται) ή για ένα πρόσωπο το οποίο θεωρείται ελκυστικό ή αξιόλογο από τους άλλους.

    Ένα τέτοιο κορµί ή πρόσωπο εκλύει φθόνο και απληστία στους ναρκισσιστικούς ασθενείς, αλλά και τον πόθο κατοχής του άλλου αλλά και µια ασυνείδητη τάση να απαξιώνουν και να καταστρέφουν αυτό ακριβώς το οποίο φθονούν. Κάτω απ’αυτές τις συνθήκες προκύπτει σεξουαλική διέγερση η οποία στιγµιαία εν ισχύει την ψευδαίσθηση της επιθυµίας του αντικειµένου: είναι ένας στιγµιαίος ενθουσιασµός για το σεξουαλικό αντικείµενο του πόθου ο οποίος θυµίζει έρωτα, µοιάζει µε έρωτα.

    Πολύ σύντοµα η σεξουαλική ικανοποίηση εκπληρώνει την (ναρκισσιστική) ανάγκη της κατάκτησης, οπότε ανασύρονται ασυνείδητες διαδικασίες υποτίµησης του σεξουαλικού αντικειµένου ενώ χάνονται τόσο η σεξουαλική διέγερση όσο και το προσωπικό ενδιαφέρον.

    Στους οριακούς ασθενείς (χαρακτηρίζονται από πρωτογενείς εξιδανικεύσεις) µπορεί να προκύπτει µια εκσεσηµασµένη επιθετικότητα στις σχέσεις πάθους αν τυχόν λάβει χώρα µια διχοτόµηση (αποσύνδεση) της µείξης µεταξύ ιδεωδών και διωκτικών εσωτερικευµένων σχέσεων αντικειµένου: τότε ο παθιασµένος έρωτας µετατρέπεται σε παθιασµένο µίσος.

    Σε κάποιες σοβαρές περιπτώσεις οριακών ασθενών (πρωτίστως αυτοκαταστροφικών και αυτοτραυµατικών) ή ασθενών µε ναρκισσιστική παθολογία, µε αντικοινωνικές τάσεις και εγωσυντονική επιθετικότητα µπορεί να παρατηρείται έλλειψη της ικανότητας για αισθησιακή ηδονή και επιδερµικό (σωµατικό) ερωτισµό, καθόλου ευχαρίστηση από τον αυνανισµό, καµία σεξουαλική αντικειµενοτρόπο επιθυµία, ανικανότητα να ερεθίζονται σεξουαλικά, µολονότι ανατοµικά είναι ακέραιοι.

    Στο ιστορικό τους διαφαίνεται ότι δε δέχτηκαν µια ηδονική ενεργοποίηση του σωµατικού (επιδερµικού) τους ερωτισµού. Προεξάρχουν σοβαρές τραυµατικές εµπειρίες, άσκηση σωµατικής ή σεξουαλικής βίας εις βάρος τους, έλλειψη κάποιου τρυφερού γονιού µε ενδιαφέρον και νοιάξιµο γι αυτούς. Συχνά αυτοτραυµατίζονται (τραβάνε το δέρµα, τα µαλλιά κ.λ.π) λαµβάνοντας κάποιου τύπου αισθησιακή ικανοποίηση από τον πόνο αλλά σε καµία περίπτωση σεξουαλική ηδονή και ευχαρίστηση. Βρίθουν από αρχαϊκές φαντασίες σαδοµαζοχιστικού περιεχοµένου και η αναζήτηση εξουσίας συνιστά τη µόνη διαβεβαίωση ασφάλειας ενάντια στην υποταγή τους στο σαδιστικό αντικείµενο. Ακόµα και µετά από βελτίωση τους µέσα από ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία δε θα µπορέσουν ποτέ να αναπτύξουν ερωτικό πάθος.

    O Grren (1990) κάνει λόγο για την κεντρική φοβική θέση στους οριακούς. Πρόκειται για την αποεπένδυση των συνειρµικών αλυσίδων µέσα στην ανάλυση σαν άµυνα στο φόβο του τραυµατικού (ψυχικήαποδόµηση) κατά την ανάλυση. Η εν λόγω ψυχική λειτουργία είναι ένα είδος αυτοακρωτηριασµού τηςσκέψης: είναι µια διεργασία του αρνητικού που στοχεύει στην αναπαράσταση.

    Στη βάση της τοποθετείται οφόνος της αναπαράστασης της µητέρας η οποία δεν εµφανίστηκε όταν έπρεπε για να καλύψει τις ανάγκεςτου βρέφους. Ο φόνος του µητρικού αντικειµένου είναι ένα ισοδύναµο εκσωµάτωσης αυτού τουαντικειµένου η οποία αφήνει ένα κενό που δηλώνει όχι τόσο την απουσία του µαστού όσο την απουσία τηςλειτουργίας του µαστού. Πρόκειται για ένα µαστό που είναι εκεί αλλά είναι κενός.

    Ο οριακός παραπονείται συχνά για αίσθηµα «κούφιου», «νέκρας», του «τίποτα» ή του «άδειου», το αίσθηµα ότι «κάτι λείπει» ή είναι «κακό» µέσα του.

    Πρόκειται για εκφράσεις συναισθηµατικής διαταραχής προερχόµενες από την ασυνείδητη µνήµη µιας ελαττωµατικής µητρικής φροντίδας που βιώνεται σαν «άδειος µαστός», σαν µια «απούσα µητέρα» (Greenson, 1963). Γενικά ο κατακερµατισµός των συναισθηµάτων και αυτό το αίσθηµα του κενού χαρακτηρίζει την εµπειρία των οριακών (ιδιαίτερα των σχιζοειδών). Λιγότερο σοβαρά άρρωστοι οριακοί µπορεί να εφανίζουν δυνατότητες για σεξουαλική διέγερση και επιθυµία αλλά υποφέρουν ως προς τις εσωτερικευµένες αντικειµενοτρόπες σχέσεις τους: προεξάρχουν αµυντικοί µηχανισµοί διχοτόµησης των αντικειµένων σε ιδεώδεις και διωκτικές φιγούρες.

    Είναι ικανοί να εξιδανικεύουν σχέσεις µε «µερικά αντικείµενα», όµως αυτές είναι εύθραυστες και µπορούν ανά πάσα στιγµή να επιµολυνθούν από τις «κακές» πλευρές. Τότε η εξιδανικευµένη σχέση µετατρέπεται σε διωκτική. Η ερωτική επιθυµία τους συµβαδίζει µε την πρωτόγονη εξιδανίκευση µε αντίκτυπο ξαφνικές και βαθειά έντονες αντιδράσεις απογοήτευσης, µετατροπές εξιδανικευµένων αντικειµένων σε διωκτικά και καταστροφικές σχέσεις µε τα πρώην εξιδανικευµένα αντικείµενα (µάταια ψάχνουν επί της Γής το ιδανικό αντικείµενο). Πρόκειται για ένα εσωτερικό αντικείµενο τόσο βαθειά εσωτερικό, που πρόκειται για ναρκισσιστικό αντικείµενο.

    Ο αµυντικός µηχανισµός της πρωτόγονης εξιδανίκευσης αποσκοπεί στο να διαψεύδει τις επιθετικές τάσεις του υποκειµένου προστατεύοντας το εξιδανικευµένο αντικείµενο από την εχθρικότητα και την καταστροφή. Τα άτοµα µε οριακή οργάνωση προσωπικότητας βιώνουν παθολογική ανία και τα ισοδύναµά της όπως αισθήµατα αποξένωσης, ανηµπόριας και απελπισίας. Η εµπειρία της ανίας χαρακτηρίζεται από µια αόριστη επίγνωση ότι το Εγώ έχει χάσει την ισορροπία του παγιδευµένο σ’ένα πεδίο συγκρουσιακών δυνάµεων που δεν επιτρέπουν καµία προαίρεση για δράση η οποία θα αποκαθιστούσε την ισορροπία του ατόµου και την αυτοεκτίµησή του. Υπάρχει ένα αίσθηµα ανεπάρκειας το οποίο στερείται χρονικής προοπτικής, µέλλοντος ή παρελθόντος, µια αίσθηση ότι είναι κανείς κλειδωµένος στο εδώ και τώρα, σ’ένα ατελείωτο παρόν χωρίς αντικείµενο, χωρίς νόηµα.

    Άνθρωποι που νοιώθουν µονίµως ανία καταφέρνουν να αποκλειστούν από διαπροσωπικές σχέσεις,
    πολιορκηµένοι από ιδεοληπτικές σκέψεις και ψυχαναγκαστικές τελετουργίες. Η ανία κυριαρχεί στη ζωή των οριακών ατόµων τα οποία είναι ανίκανα να επενδύουν σε σχέσεις που δεν προσφέρουν άµεση ικανοποίηση. Κατά τον Χαρτοκόλλη (1983) η ανία του οριακού θα µπορούσε να είναι µια άµυνα απέναντι στο φόβο µήπως ο παιδικός θυµός καταστρέψει τα εσωτερικά αντικείµενα.

    Οι οριακοί µπορεί να ερωτεύονται πρωτόγονα. Εδώ ανήκει η περίπτωση παθολογικών σχέσεων κάποιων γυναικών µε παιδική και οριακή προσωπικότητα οι οποίες κρεµιώνται και κολλάνε σ’έναν άντρα εξιδανικευµένο µε τόσο µη ρεαλιστικό τρόπο ώστε να είναι αδύνατο να έχει κανείς µια εικόνα αυτών των ανδρών µέσα από τις περιγραφές τους. Αυτή η εξιδανίκευση διαφέρει από την ώριµη πλευρά αυτού του αµυντικού µηχανισµού. Συχνά το οριακό άτοµο είναι σεξουαλικά ασύδοτο ή διαστροφικό, µε αυτοκτονικές τάσεις και αυτοκαταστροφική συµπεριφορά. Μπορεί να εµφανίσει ψυχωτικά επεισόδια, τα οποία συνήθως είναι σύντοµα, ευκόλως αναστρέψιµα και κατά κανόνα συνδέονται µε κάποιο stress κατάχρηση οινοπνεύµατος και ουσιών.

    Οι διαπροσωπικές του σχέσεις είναι ταυτόχρονα έντονες αλλά και ρηχές. Μολονότι είναι πρόθυµος για ανθρώπινες επαφές και κρυφά διψά γι αυτές, η ελλιπής αίσθηση ταυτότητας και η αµυντική, ναρκισσιστική προδιάθεσή του (πρωτογενής ναρκισσισµός) καθιστούν δύσκολη, αν όχι αδύνατη, τη διατήρηση φιλίας ή οικειότητας και αγάπης πέρα από εφήµερους ψευτοέρωτες. Εξαίρεση στη «δίψα για επαφή» παρατηρείται στον σχιζοειδή ασθενή.

    Ο Fairbairn (1941) που υιοθέτησε τον όρο από τον Bleuler (1916) είδε στη σχιζοειδή προσωπικότητα µια σχετικά ήπια οριακή κατάσταση. Mπορεί να ισχυρίζονται ότι έχουν έντονα συναισθήµατα τα οποία δε µπορούν να περιγράψουν, δε µπορούν να τα αναγνωρίσουν γι αυτά που είναι ή δε µπορούν να τα αναγνωρίσουν σα δικά τους. Το µόνο που µπορούν να πουν όταν αισθάνονται έτσι είναι ότι ενοχλούνται, ότι τα συναισθήµατά τους πληγώνουν, ότι είναι σα να πεινούν για αισθήµατα, για αγάπη, για προσοχή, για µίσος. Είναι πολύ εύκολο για το οριακό άτοµο να µετακινηθεί από ένα συναίσθηµα σ’ένα άλλο, να βιώσει ή να εκφράσει ένα συγκεκριµένο συναίσθηµα τώρα κι ένα διαφορετικό, συχνά το εντελώς αντίθετό του, λίγα λεπτά αργότερα. Πρόκειται για την ετοιµότητα του οριακού να µετακινείται από την αγάπη στο θυµό και το µίσος, από το άγχος στην ανία και την κατάθλιψη, από το αίσθηµα
    παντοδύναµης αυτάρκειας στο αίσθηµα απόλυτης ανηµπόριας και µοναξιάς.

    Κατά τον Kernberg (1975) δυναµική της διαταραχής περιλαµβάνει µια σειρά από παλινδροµικές ναρκισσιστικές άµυνες οι οποίες συνιστούν ένα δοµικό µειονέκτηµα. Eκτός από την πρωτόγονη εξιδανίκευση αµύνονται κυρίως µε τη σχάση, την άρνηση, και την προβλητική ταύτιση οι οποίες µπορούν να ανιχνευθούν µε ψυχολογικές δοκιµασίες και να ενεργοποιηθούν εύκολα στη θεραπεία ή σε οποιαδήποτε έντονη συναισθηµατική αντιπαράθεση. Φθόνος, απληστία και διωκτικό µίσος κινητοποιούνται από µια ισχυρή επιθυµία ελέγχου και συνιστούν τη συναισθηµατική προδιάθεση της προβλητικής ταύτισης, µιας από τις πρωτογονότερες και δυσπροσαρµοστικότερες άµυνες που
    χαρακτηρίζει τις οριακές καταστάσεις.

    H αγάπη είναι πάντα επισφαλής, το µίσος πάντα σίγουρο. Γι αυτόν το λόγο τα άτοµα αυτά φροντίζουν να διαιωνίζουν όσο το δυνατόν περισσότερο το είδος της µαζοχιστικής σχέσης που έχουν που έχουν επιλέξει γιαόσο το δυνατόν περισσότερο καιρό, δηλαδή για όσο διάστηµα βρίσκουν ένα σύντροφο ό οποίος δέχεται να παίξει το ρόλο που του αναθέτουν.

    Ο οριακός αναζητά διαρκώς την ψυχική εκείνη απόσταση που θα του επιτρέψει να αισθανθεί προστατευµένος από µια διπλή απειλή: την απειλή της εισβολής του άλλου και εκείνη της οριστικής του απώλειας. Ζητά την ιδανική απόσταση στη σχέση του µε το αντικείµενο. Κατά τον Α.Green (1990) αν υπάρχει πάλη ενάντια στην κατακτητική εισβολή σηµαίνει ότι ίσως υπάρχει µια κρυφή επιθυµία του ατόµουνα κυριευθεί εξ’ολοκλήρου από το αντικείµενο. Επιθυµεί όχι µόνο να γίνει ένα µε το αντικείµενο αλλά καινα περιοριστεί στην απόλυτη παθητικότητα, εκείνη που έχει το µικρό στην αγκαλιά της µητέρας του.

    Αυτό θα σήµαινε εξίσου την επιθυµία εισβολής στη µητέρα, επιθυµία να κατέχει εξ’ολοκλήρου το σώµα και το πνεύµα της. Επίσης αν το υποκείµενο (οριακός) φοβάται τόσο την εγκατάλειψη ή την απώλεια τουαντικειµένου αυτό συµβαίνει επειδή υπάρχει µια επιθυµία εγκατάλειψης του αντικειµένου προκειµένου νακαταφύγει σε µια µυθική αυτάρκεια που θα το απελευθερώσει απ’όλες τις διακυµάνσεις στις οποίες τουποβάλει το αντικείµενο και οι οποίες δεν του εξασφαλίζουν καµιά σταθερότητα στη σχέση µαζί του.

    Ασθενείς µε ναρκισσιστική προσωπικότητα έχουν µια καλά ανεπτυγµένη ικανότητα για σεξουαλική διέγερση και οργασµό αλλά δε µπορούν να κάνουν σχέσεις σε βάθος. Πολλοί απ’αυτούς δεν ερωτεύτηκαν ποτέ. Κάποιοι είναι ασύδοτοι σεξουαλικά. Ματαιώνονται αφάνταστα και ανυποµονούν όταν το αντικείµενο της επιθυµίας τους δεν τους είναι άµεσα διαθέσιµο: τότε µπορεί να δείχνουν ερωτευµένοι, αλλά δεν είναι. Αυτό γίνεται προφανές καθώς γίνονται παντελώς αδιάφοροι µόλις κατακτήσουν το αντικείµενο του πόθου τους. .

    Στις σχέσεις τους µε τους άλλους κάνουν αναφορές στον εαυτό τους µ’ένα ασυνήθιστα συχνό τρόπο.

    Έχουν µια τεράστια ανάγκη να τους αγαπούν και να τους θαυµάζουν. Ιδού µια περίεργη αντίφαση στην προσωπικότητα τους : από τη µία έχουν µια υψηλή ιδέα για τον εαυτό τους και από την άλλη ζητούν απεγνωσµένα να τους εγκωµιάζουν. Η συγκινησιακή τους ζωή είναι ρηχή. Λίγο νοιάζονται για τα συναισθήµατα των άλλων . Η σχεδόν µοναδική ή σηµαντικότερη χαρά στη ζωή τους είναι τα εγκώµια, τα θετικά σχόλια τα οποία δέχονται είτε από τους άλλους είτε από αυτές καθαυτές τις φαντασίες τις οποίες έχουν για τον εαυτό τους.

    Ζηλεύουν τους άλλους και τείνουν να εξιδανικεύουν εκείνους τους ανθρώπους από τους οποίους προσδοκούν «ναρκισσιστική τροφή» ενώ υποτιµούν και εκείνους από τους οποίους δεν περιµένουν τίποτα (πρόκειται συχνά για τα παλαιότερα είδωλα τους). Γενικά οι σχέσεις τους µε τους άλλους είναι εκµεταλλευτικές και συχνά παρασιτικές : είναι σα να αισθάνονται ότι έχουν το δικαίωµα να ελέγχουν και να κατέχουν τους άλλους , να τους εκµεταλλεύονται και µάλιστα χωρίς ενοχές και οίκτο.

    Πολύ συχνά είναι σαγηνευτικοί (αποπλανητικοί) έτσι ώστε να προωθούν τα ωφελιµιστικά τους συµφέροντα. ∆είχνουν να είναι εξαρτώµενοι, στο µέτρο κατά το οποίο χρειάζονται την προσοχή και το θαυµασµό των άλλων, στην πραγµατικότητα όµως αδυναµούν τελείως να εξαρτώνται από κάποιον εξαιτίας της δυσπιστίας και της υποτίµησης των άλλων. Ας σηµειωθεί ότι είναι η διαβάθµιση και το µέγεθος της σταθερής µόνιµης εγκατάστασης των παραπάνω χαρακτηριστικών η οποία θα καθορίσει τα πράγµατα περισσότερο προς µια ναρκισσιστική προσωπικότητα ή προς µια ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας .

    Κατά τον O..Kernberg στην ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας η υψηλή, µεγαλειώδης συµπεριφορά αποτελεί την έκφραση µιας άµυνας κατά των παρανοειδών τάσεων οι οποίες σχετίζονται µε τηστοµατική οργή (σχετίζεται µε καθήλωση στο στοµατικό στάδιο της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης : στοµατική επιθετικότητα συνδεόµενη µε φαντασίες καταβρόχθισης, δαγκώµατος κ.λ.π) η οποία είναι κεντρική σ’αυτήν την ψυχοπαθολογία . Οι αλληλεπιδράσεις των ασθενών αυτών αντανακλούν την ύπαρξη κακών, φοβιστικών εσωτερικευµένων αντικειµένων. Ο Kernberg έχει περιγράψει το σύνδροµο του κακοήθους ναρκισσισµού : πρόκειται για ανθρώπους ασταθείς µε όλα τα χαρακτηριστικά µεγαλείου της ναρκισσιστικής προσωπικότητας .

    Επιπροσθέτως όµως φέρουν επιθετικά χαρακτηριστικά και εκσεσηµασµένη καχυποψία τα οποία προσιδιάζουν στην παρανοειδή προσωπικότητα . Πιστεύουν ότι αυτή η εχθρικότητα τους προσδίδει αξία και δύναµη. Στο σύνδροµο του κακοήθους ναρκισσισµού συνυπάρχουν στοιχεία από τη ναρκισσιστική προσωπικότητα, την παρανοειδή προσωπικότητα, την αντικοινωνική συµπεριφορά. Η αντικοινωνική προσωπικότητα και συµπεριφορά αποτελούν µια υποοµάδα της ναρκισσιστικής προσωπικότητας .

    Η ανία και στην ακραία της µορφή η αίσθηση του κενού, είναι ένα συναίσθηµα στο οποίο οι ναρκισσιστικές προσωπικότητες είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς. Θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως ανία το αίσθηµα ότι ο χρόνος είναι αργός, ότι δεν κινείται ή ότι είναι ατέρµων και ότι ο κόσµος δεν έχει νόηµα, είναι άδειος ή κατοικείται από αδιάφορα αντικείµενα, ενώ ο εαυτός µας υπάρχει µόνος του, χωρίς αγάπη, χωρίς σκοπό και χωρίς αξία.

    Η ανία κυριαρχεί στη ζωή των ναρκισσιστικών ατόµων τα οποία είναι ανίκανα να επενδύουν σε σχέσεις και γεγονότα που δεν προσφέρουν άµεση ικανοποίηση. Ναρκισσιστικοί ασθενείς δε βρίσκουν καµιά ικανοποίηση να δίνουν από τον εαυτόν τους. Η ανάγκη τους για αγάπη είναι µονόπλευρη και ακόρεστη, απαιτητική αλλά χωρίς πίστη, απεγνωσµένα πιεστική αλλά καχύποπτη ως προς την αµοιβαιότητά της, την πιθανότητα να ικανοποιηθεί ή να βρει ανταπόκριση ανάλογη µε τις µεγάλες προσδοκίες που έχουν από το αντικείµενο.

    Οι ανεδαφικές τους προσδοκίες καθιστούν το αντικείµενο αγάπης ανίκανο, αποστερώντας τη σχέση µαζί του από κάθε νόηµα ή µέλλον. Τέτοιοι ασθενείς είναι στην ουσία ερωτευµένοι µε τον έρωτα και από την αρχή της η σχέση είναι καταδικασµένη σε αποτυχία. Σύντοµα διαλύουν τη σχέση απογοητευµένοι και συχνά µε περιφρόνηση, αφήνοντας τον άλλο συντετριµµένο, ταπεινωµένο και γεµάτο απορία.

    Όπως γράφει ο Stendhal (1831) δεινός µελετητής του ναρκισσισµού «∆εν ξέρουν ν’αγγίξουν µια καρδιά χωρίς να την τσαλακώσουν». Φθόνος, απληστία και διωκτικό µίσος κινητοποιούνται από µια ισχυρή επιθυµία ελέγχου και συνιστούν τη συναισθηµατική προδιάθεση της προβλητικής ταύτισης, µιας από τις πρωτογονότερες και δυσπροσαρµοστικότερες άµυνες που χαρακτηρίζει τις σοβαρές ναρκισσιστικές καταστάσεις.

    Στους ψυχωτικούς ασθενείς µε προεξάρχουσες τη µανία και τη µεγαλοµανία δε µπορούµε να µιλάµε για ερωτικό πάθος (µολονότι µπορεί να φαίνεται ως τέτοιο). Πρόκειται για µια έλλειψη της µείξης των «καλών» και «κακών» εσωτερικευµένων σχέσεων αντικειµένου η οποία καλλιεργείται µε δραµατικό τρόπο µέσα στη ζωή του ζεύγους. Το πρότυπο του απαρνηµένου εραστή που σκοτώνει τον (την) αντίζηλό του και το επίορκο αντικείµενο του πόθου του και στη συνέχεια αυτοχειριάζεται είναι ενδεικτικό αυτής της σχέσης ανάµεσα στον παθιασµένο έρωτα, στους αµυντικούς µηχανισµούς διχοτόµησης, πρωτογενών εξιδανικεύσεων και το µίσος.

    Η ψύχωση είναι διαταραχή οφειλόµενη στον πλεονάζοντα ναρκισσισµό: η λιβιδώς του Εγώ µπορεί να επενδύσει τον εαυτόν του υποκειµένου µε τρόπο κατακλυσµικό έτσι ώστε να αποσυνδέσει το υποκείµενο από τον εξωτερικό κόσµο (απόσυρση, κλείσιµο στον εαυτό του). Ο ναρκισσισµός εδώ αποτελεί έναν τύπο παλινδρόµησης της λιβιδούς (καθήλωση) .

    Οι έννοιες παλινδρόµηση-καθήλωση της λιβιδούς σε προηγούµενα στάδια της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης παραπέµπουν γενικότερα σε ψυχοπαθολογία. Κάτω από ορισµένες συνθήκες (δυσκολίες) κάποιος µπορεί να «επιστρέφει» ψυχικά από την αντικειµενοτρόπο ζωή (δούναι και λαβείν µε τον εξωτερικό κόσµο) στο ναρκισσισµό (στροφή επί εαυτού) της πρώτης παιδικής του ηλικίας. Στην καθηµερινότητα µας αποσυρόµαστε - φυσιολογικά - από τα «δρώµενα», οπότε χάνουµε την επαφή µας µε το εξωτερικό µας περιβάλλον, όταν κοιµόµαστε και όταν πονάµε σωµατικά . Επίσης ότανταλανιζόµαστε από υποχονδριακές ενασχολήσεις.

    Σ’ αυτές τις περιπτώσεις αποεπενδύουµε από τον εξωτερικό κόσµο και συγκεντρωνόµαστε στο Εγώ µας : όλη η προσοχή µας στρέφεται στο Εγώ µας ως εάν αυτό να ωφελείτο εκ νέου της παντοδυναµίας που το χαρακτήριζε άλλοτε κατά το -φυσιολογικό τότε- στάδιο του πρωτογενούς ναρκισσισµού στα πρώτα χρόνια της ζωής.

    Ο κ. Αbraham το 1908 δουλεύοντας µε ψυχικά αρρώστους περιέγραψε τη διαδικασία αποεπένδυσης του αντικειµένου (εξωτερικός κόσµος) και την αναδίπλωση στον εαυτό τους : πρόκειται για την ψύχωση. Ο ψυχικά ασθενής αφιερώνει σ’αυτόν τον ίδιο σα να ήταν το µόνο σεξουαλικό αντικείµενο όλη τη λιβιδώ την οποία ο υγιής άνθρωπος στρέφει προς το περιβάλλον .

    Γίνεται λόγος για φυγανθρωπία, η οποία είναι είτε ανθρωποφοβία είτε µισανθρωπία. Ο ίδιος ο Ευριπίδης π.χ. εµφανίζεται ως σκυθρωπός, σύννους και µισόγελως. Λέγεται ακόµη πως διηµέρευε σ’ένα σπήλαιο στη Σαλαµίνα αποφεύγοντας τις συναναστροφές µολονότι γνώριζε το κόστος της εσωστρέφειας και της µοναξιάς: «κουδείς αυτός, ευτυχεί ποτέ» ( τρωάδες), «κανείς άνθρωπος που είναι επικεντρωµένος στον εαυτόν του δε γνωρίζει την ευτυχία» .Ο Αριστοτέλης χρησιµοποιεί τα επίθετο «αυτίτης» (από το αυτός, ο επικεντρωµένος στον εαυτόν του, ο καθ’αυτόν ών ) και µονώτης για τον εαυτόν του. ονοµάζει δε φιλόµυθο αυτόν που αγαπά τους παλαιούς µύθους-που τέρπεται µε το θαυµαστό κόσµο των πλασµατικών ιστοριών που είναι βυθισµένος στην ανάγνωση των παραδοσιακών- και όχι τον φλύαρο, τον αδολέσχη (πολυλογάς).

    Αρµόζει αυτή η ενασχόληση στον φιλόσοφο που αρέσκεται να αναλογίζεται τα αρχετυπικά θέµατα. εποµένως ο αριστοτέλης ήταν αυτίτης και µονώτης γι’αυτό και φιλόµυθος. Μελαγχολικός λοιπόν και ο Αριστοτέλης; ωστόσο ο φιλόσοφος και δάσκαλος είχε διεκτραγωδήσει τη χαλεπότητα του µονήρους βίου. ∆ε δίσταζε να παραδεχθεί πως ο άνθρωπος που είτε έχει δυσκολίες επικοινωνίας είτε είναι αυτάρκης θα πρέπει να θεωρηθεί είτε άγριο ζώο είτε θεός. ∆ήλωνε ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζώο πολιτικόν, δηλαδή είναι πλασµένος να ζει µέσα σ’ένα οργανωµένο σύνολο, την πόλη, και να συναγελάζεται µε τους πολλούς (παρετυµολογικός συσχετισµός των αρχαίων της λέξης «πόλις» µε τους «πολλούς»). Με όρους της σύγχρονης επιστήµης η τάση για αποµόνωση και η εσωστρέφεια του φιλοσόφου θα µπορούσαν να αποδοθούν σε ενδογενή µονοπολική κατάθλιψη (κάτι που δε µπορεί ν’αποδειχθεί).

    Το Εγώ µας είναι µια µεγάλη αποθήκη λιβιδούς µέσα από την οποία αυτή κατανέµεται (επενδύει) στα διάφορα εξωτερικά αντικείµενα ( περιρρέων κόσµος). Αν τα τελευταία δε µας ευχαριστήσουν (µαταιώσεις της πραγµατικότητας, απογοητεύσεις) τότε η λιβιδώς µπορεί ν’αποσυρθεί απ’αυτά και να επιστρέψει στον τόπο προέλευσης της (καταγωγή) , από εκεί που ήρθε, πάλι στο Εγώ (παλινδρόµηση της λιβιδούς ). Πρόκειται για την ψύχωση. Την ονοµάζουµε και δευτερογενή ναρκισσισµό σε αντιδιαστολή µε τον µε τον πρωτογενή (της παιδικής ηλικίας ) ο οποίος είναι ένα φυσιολογικό και απαραίτητο δοµικό στάδιο της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης.

    ........


    Η Μelanie klein περιγράφει έξοχα την παιδική παντοδυναµία και µεγαλοµανία. Τις συναντάµε στους πρωτογόνους λαούς (παντοδυναµία της σκέψης , µαγική σκέψη) και στα παιδιά (µαγεία των λέξεων) : φτάνει να προφέρουν ή να σκεφτούν µια λέξη οπότε αυτή γίνεται πράγµα. Για παράδειγµα αν πει το παιδί «καρέκλα» η λέξη γίνεται (µαγικά) το πράγµα δηλαδή το αντικείµενο καρέκλα (το ‘πε και έγινε….). Λίγο αργότερα καθώς το παιδί θα εξελίσσεται η λέξη π.χ. καρέκλα θα χάσει τη «µαγεία» της : θα γίνει απλά ένα λεκτικό σύµβολο το οποίο θα παραπέµπει στο αντικείµενο καρέκλα. Η λέξη καρέκλα δεν είναι το αντικείµενο καρέκλα αλλά το συµβολίζει .

    Εν κατακλείδι: Η ψύχωση συνδέεται µε την εκσεσηµασµένη συγκέντρωση (αύξηση) της λιβιδούς του Εγώ. Πρόκειται εδώ για µια από τις δύο καταστροφικές όψεις του ναρκισσισµού (ναρκισσισµός θανάτου, ο σκοτεινός σωσίας του ναρκισσισµού της ζωής).

    Το παραλήρηµα µεγαλείου είναι η σύγχρονη, ενεστώσα εκδήλωση µιας κατάστασης η οποία υπήρξε (φυσιολογικό στάδιο) στο παρελθόν. Πρόκειται για µια δευτερογενή κατάσταση η οποία βασίζεται πάνω στον πρωτογενή ναρκισσισµό.

    Η διαδικασία απόσυρσης των αντικειµενοτρόπων επενδύσεων και υπερεπένδυσης του Εγώ προσδίδει σ’αυτό µια σχετική αυτονοµία (π.χ. ο «ναρκισσευόµενος» άνθρωπος σπάνια ζητάει βοήθεια). Ό πρωτογενής ναρκισσισµός αντιστοιχεί και συµπίπτει µε την απουσία της ανάγκης για βοήθεια. Η επιθυµία για τον άλλο(η ετερότης, το αντικείµενο) γίνεται επιθυµία για τον ένα (ο εαυτός µου). Πρόκειται λοιπόν για «αντικειµενοκτόνο» διαδικασία,» («σκοτώνει» το αντικείµενο).

    Είναι ο καταστροφικός ναρκισσισµός (ενόρµηση θανάτου). Τον αντιδιαστέλλουµε από τον θετικό, λειτουργικό ναρκισσισµό όπου η αγάπη εαυτού αντισταθµίζεται κατά τρόπον τινά από ισόποση αγάπη για τον άλλο .


    (http://www.epekeina.gr/a_files/2013/AntikeimeSxeseis.pdf)
     
    Last edited by a moderator: 29 Απριλίου 2015
  4. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Johann Heinrich Fussli. Held down Bare Man, 1770-1778

     
     
  5. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Η Νίνα είναι μια ρομαντική, ευαίσθητη, ντροπαλή, ανασφαλής και πειθαρχημένη τελειομανής μπαλαρίνα που ονειρεύεται να ξεχωρίσει, χορεύοντας στον πρωταγωνιστικό ρόλο του άσπρου και μαύρου κύκνου, σε μια νέα παρουσίαση του γνωστού έργου «Η Λίμνη των Κύκνων» του Tchaikovsky. Οι σωματικοί πόνοι και οι τραυματισμοί στην άσκηση, δεν την πτοούν μπροστά στην κατάκτηση του ονείρου της.

    Αγωνίζεται, με τις εξωτερικές επευφημίες να αντιπαρατίθενται στην εσωτερική κενότητα της.Αισθάνεται ανίκανη να αγαπήσει και να αγαπηθεί.

    Η σχέση με τον πόνο γίνεται προοδευτικά ξεκάθαρη από την επιδείνωση του σημαδιού από το αδιάκοπο ασυνείδητο ξύσιμο με τα νύχια στον ώμο της.

    Αυτό το σημάδι που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά της Νίνας σε ολόκληρη την ταινία, είναι μια στερεοτυπίαπου συμβαίνει από παλαιότερα, σε φάσεις ψυχωσικής απόσυρσης από την πραγματικότητα, σε φάσειςαποπραγματοποίησης ή αποπροσωποποίησης.

    Αυτός ο αρχικά διαφαινόμενος ως φαινομενικά αθώος αλλά συνεχόμενος αυτοτραυματισμός καθώς και

    οι κακώσεις της άσκησης, δίνουν το στίγμα μιας εν τω βάθει μαζοχιστικής προσωπικότητας που θα κορυφωθεί στη συνέχεια καθώς υποχωρεί σταδιακά στον εφιαλτικό κόσμο της ψύχωσης. Δεν θα ονομάζαμε ωστόσο τη Νίνα σχιζοφρενή. Δεν υπάρχει οργανωμένη παραληρητική σκέψη, ούτε έστω κάποιο εγκυστωμένο παραλήρημα. Τα συχνά παιχνίδια του σκηνοθέτη με την περίεργη αίσθηση στους καθρέπτες, σηματοδοτούν την προοδευτική διάσχιση του Εγώ και τον αφορισμό ενός άλλου ψυχωσικού χώρου που υπάρχει μέσα και πίσω από τον καθρέπτη νου της Νίνας.

    Η ταινία «Μαύρος Κύκνος», είναι μια δυνατή μαύρη απεικόνιση της υποστροφής της ζωής, σε άτομα που δεν αγαπούν τον εαυτό τους, ούτε τους άλλους, σε άτομα χωρίς συναισθηματικές άγκυρες σε έμψυχα αντικείμενα απόλαυσης. Αποτελεί μια σπουδή για άτομα που δεν έλαβαν την επιβράβευση της μητέρας και του πατέρα και κυνήγησαν στο όνομα της επιτυχίας, μια θέση στην άβυσσο της νευρικής κατάρρευσης. Μια σύγχρονη ψυχαναλυτική σπουδή στον παγερό κόσμο του ναρκισσισμού, της κατάθλιψης, της σχάσης του Εγώ και της αυτοκτονίας.Ένα σύγχρονο «Ψυχώ». Με βαθιά νοήματα και συμβολισμούς για την ανθρώπινη ψυχοσεξουαλικότητα. Τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτήν την αριστουργηματική ταινία.

    Στο 00:12:11 η Νίνα κλέβει ένα κραγιόν από το καμαρίνι της πρώην πρωταγωνίστριας, συμβολικά επιθυμώντας να της φέρει το ρόλο του κύκνου, κάπως σαν φυλαχτό, σαν γούρι. Η μαγική σκέψη είναι ήδη στο νου της, θα λέγαμε από παλιά, καθοδηγώντας την σε τέτοιες μικρές αρχικά αποκλίνουσες συμπεριφορές. Με τεράστια σημασία αργότερα.

    Φράσεις του διευθυντή του μπαλέτου, όπως στο 00:13:00, «Δείξε μου το μαύρο κύκνο σου, Νίνα», και στο 00:20:25 «Για τέσσερα χρόνια σε βλέπω να κάνεις τέλεια τις κινήσεις, αλλά ποτέ να μην έχεις χάσει τον εαυτό σου» και «Η τελειότητα δεν έχει να κάνει με τον έλεγχο, είναι να αφήνεις τον εαυτό σου, να τον εκπλήσσεις» επιτάσσουν εκ των έξωθεν την ψυχική διάσχιση και ειδοποιούν για το τι θα ακολουθήσει σε ένα άτομο με την ευαισθησία της.

    Ο διευθυντής του μπαλέτου, που έχει αρχικά επιλέξει άλλη μπαλαρίνα για το ρόλο του άσπρου κύκνου, προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την ανάγκη της Νίνας να παίξει το ρόλο και αρχίζει να τη φιλά, όμως αυτή τον δαγκώνει, δείχνοντας πως η βία είναι μέσα της. Η αντίδραση αυτή της Νίνας, ευθύνεται στην αλλαγή της απόφασης του διευθυντή, που της δίνει τελικά το ρόλο. Η σύνδεση ότι οι αντιδράσεις με βίαιο τρόπο αποδίδουν, έχει εγκατασταθεί στο νου της. Ο ίδιος διευθυντής, θα της δώσει τη χαριστική βολή με την προτροπή στο 01:06:56, «Το μόνο πρόσωπο που σε εμποδίζει είναι ο εαυτός σου. Χάσε τον εαυτό σου». Μόνο που ο μεταφορικός λόγος δεν ανθεί στα ψυχωσικά σκότη. Και που αυτός ο διευθυντής ακροβατεί επικίνδυνα στο συμβολικό ρόλο του ανύπαρκτου πατέρα της Νίνας. Για την Νίνα, το να χορεύεις τον Μαύρο Κύκνο, σημαίνει και το να γίνεσαι ο Μαύρος Κύκνος. Αδυνατεί να διαχωρίσει το επαγγελματικό Εγώ από το δικό της Εγώ. Θύμα της εμμονής της για τελειότητα.

    Η συνάντηση στο 00:15:15 με την μαυροντυμένη νεαρή στην υπόγεια διάβαση, δείχνουν το φόβο και την ερμηνεία στα τυχαία περιστατικά, ως να έχουν συμβολική αξία, που τις ονομάζουμε ιδέες αναφοράς. Πρόκειται ωστόσο για την πρώτη φευγαλέα συνάντηση με τον διπλό εαυτό της. Η ανάδυση στα υπόγεια σκοτάδια ενός εαυτού που βαδίζει αντίθετη πορεία και είναι ντυμένος το μαύρο χρώμα. Εξαιρετική σκηνή, μεγάλης συμβολικής αξίας.

    Η εισαγωγή στην κατάτμηση του εγώ της Νίνας αρχίζει επίσημα στο 00:24:04, όταν μπαίνει στο δωμάτιο της μητέρας της. Το κολλάζ από εικόνες στον τοίχο της μητέρας, απεικονίζει την εκρηκτική διάσπαση της μητρικής φιγούρας κάτω από τα υπέροχα νέα για την επιτυχία της κόρης. Η Νίνα εισέρχεται επίσημα στον ψυχωσικό χώρο, όταν βλέπει να κινούνται τα μάτια του σκίτσου που είναι κολλημένο στον τοίχο και να την παρατηρούν. Ένα μικρό γέλιο και ένα ανεπαίσθητο ψιθύρισμα στ' αυτιά της, ειδοποιούν για την ύπουλη έναρξη και των ακουστικών ψευδαισθήσεων.

    Λίγο μετά η μητέρα, πρώην χορεύτρια η ίδια που δεν τα κατάφερε να φτάσει στην κορυφή, αρχίζει να δείχνει τα όριά της και την παθολογική φύση της, στη σκηνή με την τεράστια για 2 άτομα τούρτα. Ο διπλός αντιφατικός λόγος αυτής της μητέρας, είναι εδώ ο στόχος της εξήγησης των δεινών της πρωταγωνίστριας του Μαύρου Κύκνου. Ενώ ήταν και η ίδια μπαλαρίνα και στηρίζει την κόρη της να φτάσει ψηλά στο χορό και ενώ ξέρει τις διατροφικές απαιτήσεις της τέχνης αυτής, αντιδρά με παιδικό θυμό στην άρνηση της Νίνας να φάει γλυκό που παχαίνει. Έτσι ωθεί την Νίνα να νιώθει τύψεις και ενοχές, αλλά απέναντι σε παράλογες απαιτήσεις. Σύμφωνα με την έννοια της διπλής πρόσδεσης νοήματος (double bind) της «σχιζοφρενειογόνου μάνας» του Bateson, η Νίνα προσπαθεί να ικανοποιήσει ταυτόχρονα, 2 αντίθετες μητρικές επιθυμίες, γεγονός που πυροδοτεί το διχασμό του Εγώ της. Αυτή η ιδιαίτερη μητέρα, θα μας απασχολήσει και πιο κάτω.

    Η ψυχωσική αποδόμηση της Νίνας συνεχίζεται στην προπόνηση, με φράσεις από την δασκάλα της «Η κακιά δύναμη σε έλκει, δεν μπορεί να το ελέγξεις». Η ευαισθησία του ψυχισμού της Νίνας, δεν μπορεί όμως να αντέξει τέτοιους συμβολισμούς και τους αφήνει να εισχωρήσουν ως πραγματικότητες, μέσα της. Είναι χαρακτηριστικό της ψυχωσικής δομής να μην επιδέχεται μεταφορές και παρομοιώσεις. Οι λέξεις πέφτουν σαν τούβλα μέσα της και σκάνε επώδυνα.

    Μετά την ανακοίνωση στη δεξίωση των ευχάριστων νέων στο κοινό, η Νίνα υπόκειται σε μια σοβαρή και επώδυνη φαντασίωση πόνου στο μπάνιο, στο 00:32:00. Δεν της είναι δυνατό να χαρεί με τα ευχάριστα νέα και ενεργοποιείται αντιρροπιστικά μέσα της η ψευδαίσθηση του πόνου της δήθεν πληγής στο νύχι του χεριού. Η Νίνα πραγματικά πονάει, αλλά είναι θύμα του φαντασιακού κόσμου της και η πληγή εξαφανίζεται σε λίγα λεπτά, όπως κάνουν συχνά οι ψευδαισθήσεις στην αρχική φάση.

    Στο 00:37:00 μπαίνουμε κάπως επιφανειακά στην περίεργη σχέση μητέρας κόρης, όπου η Νίνα αφήνει τη μητέρα της να την γδύνει πριν τον ύπνο, να της κόβει τα νύχια, να δρα σαν να ήταν ακόμα παιδί. Ο ομφάλιος λώρος δεν έχει αποκοπεί συμβολικά. Στην ταινία «Μαύρος Κύκνος», η πρωταγωνίστρια παλινδρομεί σε όλο και παλαιότερες ηλικίες αλλά και αντιδρά βίαια στην συνεχή προσπάθεια της μητέρας να την ελέγχει.

    Η έλλειψη πηγαίου ερωτισμού και η απουσία εραστή είναι από τα κεντρικά στοιχεία της προσωπικότητας της Νίνας. Είναι όμορφη αλλά ψυχρή. Οι άλλοι εντοπίζουν την ψυχρότητα στις κινήσεις της.

    Black Swan, Ψυχανάλυση

    Στο 00:38:45 η Νίνα αποφασίζει να ενδώσει στις διακριτικές προτροπές του διευθυντή του μπαλέτου να απολαύσει το σώμα της. Αρχίζει διστακτικά να απολαμβάνει την αυτό-ερωτική πρακτική, αλλά διακόπτει έντρομη πριν την κορύφωση, από τη θέα της μητέρας της που κοιμάται σε μια πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι της. Η εικόνα της κοιμισμένης μητέρας, παρόλο που δεν διασαφηνίζεται σκηνοθετικά στην σκηνή, είναι περισσότερο μια αιφνίδια εισβολή της απαγόρευσης της απόλαυσης, παρά μια πραγματικότητα. Η Νίνα επιστρέφει έντρομη στον ύπνο της, χωρίς να μπορέσει να απολαύσει τον υπερεγωτικά απαγορευμένο οργασμό. Αυτή η μητέρα τη θεωρεί παιδί και τα παιδιά δεν μπορούν να έχουν οργασμούς.

    Η επανάληψη της απόπειρας να φέρει στην επιφάνεια την θαμμένη σεξουαλικότητά της, με την αποτυχημένη αυνανιστική προσπάθεια στο 00:50:30 τη βυθίζει στην απελπισία και αρχίζει να φλερτάρει με την αυτοκαταστροφή, όταν η αιφνίδια επανεμφάνιση των εφιαλτικών ψευδαισθήσεων, την τρομοκρατεί ξανά. Αυτό το ραντεβού με την ψυχωσική απόσχιση από την πραγματικότητα, δεν είναι βέβαια χαρακτηριστικό μόνο της ταινίας αυτής. Ο παλαιός μύθος των Λυκανθρώπων επιβεβαιώνει ότι για κάποιους ανθρώπους η ερωτική διέγερση, διεγείρει και τις πύλες της Ζώνης του Λυκόφωτος καθώς ακριβώς εκεί βιώνουν την είσοδο του φαντασιακού στην πραγματικότητα. Χειρότερα ακόμα, φαίνεται πως κατοικεί παροδικά πέρα από τη μνήμη της και σε αυτό τον ψυχωσικό χώρο, χαράζει την πλάτη με τα νύχια της, με βιαιότητα. Είναι πλέον φανερό ότι υποκύπτει στην απόλαυση του πόνου φαντασιώνοντας τον οργασμό, παρά στην οργασμική απόλαυση φαντασιώνοντας τον πόνο.

    Τα σημάδια στην πλάτη της είναι πλέον τα αδιάψευστα πειστήρια της εισόδου στον ψυχωσικό χώρο. Το φευγαλέο κοίταγμα στον καθρέπτη, της δίνει είδωλα που δεν αναγνωρίζει ως οικεία.

    Στο 00:46:14 επανέρχεται το θέμα της ψυχρότητας της Νίνας, με την διακοπή της άσκησης. Ο ίδιος ο διευθυντής αναλαμβάνει να της διδάξει την θηλυκή πλευρά της. Στα μισά της …μύησης την αφήνει και φεύγει με την παρατήρηση ότι θα έπρεπε να προέρχεται από την ίδια η διάθεση και η αίσθηση της σαγήνης και όχι από αυτόν. Απογοητευμένη η Νίνα, βιώνει το αδιέξοδο που έχει εγκλωβιστεί. Ο αποκλεισμός από τους οργασμούς, της αποκλείει και την πραγματικότητα.

    Η σύντομη σκηνή στο 00:54:38 με τον επιδειξία ηλικιωμένο στο μετρό, έρχεται να φορτίσει ακόμα περισσότερο τα τεντωμένα νεύρα της, αλλά προσέξτε ότι δεν φεύγει από τη θέση της, δεν φωνάζει, δεν αντιδρά. Αποστρέφει λίγο το πρόσωπο αλλά κρατά μισάνοιχτα τα χείλη, σημάδι επιθυμίας να δει το απαγορευμένο. Στο ρήγμα του ήδη προβληματικού ερωτισμού, εισρέουν νέα παθολογικά στοιχεία.

    Η λεσβιακή φαντασίωση με τα ψυχωσικά στοιχεία στο 01:07:35, έρχεται ως μια προσπάθεια αναζήτησης των πολυπόθητων οργασμών, της καταπολέμησης της ψυχρότητας και της συμβολικής ενηλικίωσης. Αλλά και πάλι ο οργασμός βιώνεται σαν ένα θανατηφόρο ασφυκτικό συναίσθημα, ασύμβατο με τη ζωή. Η πραγματικότητα έχει ξανά καταρρεύσει και το συχνό ψυχωσικό στοιχείο του αόρατου εραστή έχει εξαπλωθεί στη θέση της. Αυτή η χαοτική σεξουαλική ζωή, είναι συχνά χαρακτηριστικό της ψυχωσικής παλινδρόμησης.


    Στο 00:40:20 έρχονται τα νέα του ατυχήματος της προηγούμενης πρωταγωνίστριας. Χτυπήθηκε από αυτοκίνητο. Ατύχημα που κρύβει μια πρόθεση αυτοκτονίας, μπροστά στο αναπόφευκτο της απώλειας της πρώτης θέσης στο μπαλέτο. Τα άτομα με έντονο ναρκισσισμό θεωρούν τα πάντα ως κτήμα τους και δεν δέχονται τις απώλειες ως φυσιολογικές προεκτάσεις της κατοχής. Η κατοχή ενός πραγματικού ή συμβολικού αντικειμένου, ενέχει αναπόδραστα και την πιθανή μελλοντική απώλεια αυτού του αντικειμένου, στις φυσιολογικές προσωπικότητες. Οι ναρκισσιστικές προσωπικότητες όμως, δεν δέχονται καμία απώλεια από τον ψυχικό χώρο κατοχής τους. Αν τα φέρει έτσι η ζωή, να χάσουν κάτι που θεωρούν ή τους είναι πολύτιμο, χάνουν και το νόημα της ύπαρξης.

    Η εμπλοκή της αυστηρής μητέρας στον προσωπικό ψυχικό χώρο στην Νίνας με την προσπάθεια να εισβάλει συστηματικά στα θέματα της ερωτικής ζωής και στο σημάδι στην πλάτη όπως στο 00:55:05, ηασφυκτική προσπάθεια ελέγχου της κόρης, γίνεται χωρίς το κατάλληλο συναίσθημα και υπό το πρίσμα των δικών της απωθημένων. Αυτή η κατά βάθος σκληρή μητέρα, είναι επίσης ένα άδειο κέλυφος, μια τραγική γυναίκα που φαίνεται να έχει μεταδώσει την κενότητα της στην επόμενη γενιά. Η Νίνα μένει μόνη της, χωρίς να μπορεί να στηριχτεί επάνω της.

    α ψυχωσικά επεισόδια πληθαίνουν όσο προχωράει η ταινία και ο κορυφαίος διχασμός του Εγώ μπροστά από τον καθρέπτη στο 01:16:06, και στο 01:18:40 μαζί με τις ακουστικές ψευδαισθήσεις, μαρτυρούν ότι η γενικευμένη κατάρρευση είναι πια κοντά. Λίγο μετά, η παρανοϊκή σκέψη της καταδίωξης από την πιθανή αντικαταστάτρια, έρχεται επίσημα στο προσκήνιο.

    Είναι η ίδια, που είχε χρησιμοποιηθεί ως λεσβιακή φαντασίωση και εναλλάσσει συμβολικά ρόλους διώκτριας, αφού το ανικανοποίητο της ερωτικής ζωής της Νίνας την καταδιώκει και στην πραγματικότητα. Η ψυχωσική διεργασία έχει προχωρήσει και μόνιμο υπόστρωμα είναι οι εφιαλτικές περιπτύξεις.

    Σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε, τον φανερό παραλληλισμό της ανταγωνίστριας μπαλαρίνας, με τονμαύρο κύκνο στο έργο «Η λίμνη των Κύκνων». Η Νίνα πασχίζει να κατακτήσει αυτό το μαύρο ρόλο καθώς ήδη κατέχει τον ρόλο του άσπρου κύκνου. Ο διπλός εαυτός είναι το κεντρικό πρόβλημα που διαπερνά αυτήν την ταινία. Στην ταινία ο Μαύρος Κύκνος, δυστυχώς έχει ξεσπάσει λυσσασμένα ο πόλεμος, ανάμεσα στις διπλές ψυχές. Ο Νάρκισσος αυτονομείται και πνίγεται τελικά, καθώς θαυμάζει τη φιγούρα του, που καθρεπτίζεται στο νερό της λίμνης.

    Ως υπαίτιος της ψυχικής αποσύνθεσης της Νίνα, ορίζεται πλέον στο σαλεμένο μυαλό της, η αρχική μαγική σκέψη της κλοπής ορισμένων αντικειμένων από το καμαρίνι της πρώην πρωταγωνίστριας. Κατά την μαγική έννοια, η ατυχία της ψυχικής ανισσοροπίας της Νίνας ορίζεται στη γρουσουζιά των αντικειμένων, οπότε μέσα στο νου της τα επιστρέφει στο 01:20:36, ενώ η ίδια σε πραγματικό επίπεδο την τραυματίζει θανάσιμα με την λίμα των νυχιών. Η ψυχωσική συμβολική χαρακτηρίζεται από την απόσχιση του αιτίου από το αιτιατό. Τα όρια της πραγματικότητας στενεύουν και οι απανωτές οπτικές και ακουστικές ψευδαισθήσεις που ακολουθούν, πλαταίνουν την επικράτηση του φαντασιακού. Κορυφαίες οι σωματικές ψευδαισθήσεις στα πόδια της στο 01:24:28 και στο 01:07:22.Η ιδιοδεκτική απεικόνιση (η αίσθηση της θέσης του σώματος) έχει πλέον αλωθεί από το φαντασιακό.Αυτό που ξεκίνησε σαν απόμακρη αλλοίωση του Εγώ, τώρα πλέον το έχει κατακερματίσει.

    Η ψυχωσική κατάρρευση στην πρεμιέρα, οδηγεί αρχικά σε ελεγχόμενες ψευδαισθήσεις κατά το χορό, στον ψευδαισθητικό φόνο σε συμβολικό επίπεδοαυτής που βιώνεται ως αντίπαλης μπαλαρίνας εν μέσω γενικευμένης παράκρουσης.

    Η ενίσχυση των ψευδαισθήσεων που σχεδόν δεν σταματούν πια, με ταυτόχρονη απαλλαγή από την ψυχρότητα στην κίνηση οδηγεί στην καθολική αποθέωση στην σκηνή του χορού του μαύρου κύκνου.

    Το φιλί στον διευθυντή στα παρασκήνια, στην πρεμιέρα, είναι το σημάδι ότι η Νίνα έχει πλέον κατακτήσει το σκοτεινό διπλό εαυτό της και είναι έτοιμη να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Σε συμβολικό επίπεδο δείχνει την ωρίμανση και την ενηλικίωση.

    Μόνο που τελεί ήδη, κάτω από την εμπειρία τηςαποπροσωποποίησης και δεν αντιλαμβάνεται ότι έχει ήδη αυτοκτονήσει. Ουσιαστικά είναι μια φαντασίωση ενηλικίωσης. Μοιάζει σαν ένα τελευταίο αντίο στον συμβολικό αγαπημένο.

     
    Η Νίνα ως καλή μαθήτρια έχει απαλλαγεί σε συμβολικό επίπεδο από τον εαυτό της. Και σε κυριολεκτικό.Με το γυαλί σκότωσε τη συμβολική της αντίπαλο. Τον εαυτό της. Η αυτοκτονία του άσπρου κύκνου, ταυτίζεται με την τελειότητα. Την παράλογη τελειότητα της ψύχωσης γα τον πόνο και την αυτοκαταστροφή.


    ( http://psi-gr.tripod.com/psychoanalysis_black_swan.html )
     
  6. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Ο Σαδισμός (Έριχ Φρόμ)

     

    Η φύση του Σαδισμού

    Πυρήνας του σαδισμού, κοινός σ' όλες του τίς εκφράσεις, είναι τό πάθος νά έχει κανείς απόλυτο καί απεριόριστο έλεγχο πάνω σ' ενα ζωντανό πλάσμα, είτε ζώο είτε παιδί, είτε άντρα είτε γυναίκα. Τό ν' αναγκάσουμε κάποιον νά δοκιμάσει πόνο ή εξευτελισμό χωρίς νά μπορεί νά προστατέψει τόν εαυτό του είναι μιά εκδήλωση απόλυτου έλέγχου άλλα όχι καί η μοναδική. Τό άτομο πού ασκεί απόλυτο έλεγχο πάνω σ' ένα άλλο ζωντανό πλάσμα κάνει αυτό τό πλάσμα αντικείμενο του, ιδιοκτησία του, ενώ ταυτόχρονα γίνεται θεός γι' αυτό τό πλάσμα.

    Κάποιες φορές ό έλεγχος μπορεί νά βοηθήσει, καί σ' αύτη τήν περίπτωση μπορούμε νά μιλάμε γιά καλοήθη σαδισμό, όπως στίς περιπτώσεις πού ένα άτομο εξουσιάζει απόλυτα ένα άλλο αλλά γιά τό καλό του, καί ουσιαστικά τό προωθεί με πολλούς τρόπους — αν παραβλέψουμε τό γεγονός ότι τό κρατάει δέσμιο. Ομως στις περισσότερες περιπτώσεις ό σαδισμός είναι κακοήθης. Ό απόλυτος έλεγχος πάνω σ' ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα σημαίνει ακρωτηριασμό, ασφυξία, παραμόρφωση. Κι ένας τέτοιος έλεγχος μπορεί ν' ασκείται μ' όλες τις μορφές καί σ' όλους τους βαθμούς

    Τό έργο του Albert Camus, Καλιγούλας δίνει ένα παράδειγμα ακραίου τύπου σαδιστικού ελέγχου πού φτάνει ως τόν πόθο της παντοδυναμίας. Βλέπουμε πώς ό Καλιγούλας, οδηγημένος άπό τίς περιστάσεις σέ μιά θέση απεριόριστης δύναμης, βουλιάζει όλο καί πιό πολύ στον πόθο γιά δύναμη.

    Κοιμάται μέ τίς γυναίκες τών γερουσιαστών κι απολαμβάνει την ταπείνωση τους όταν τους βλέπει ν' αναγκάζονται νά του φερθούν σάν φίλοι, γεμάτοι θαυμασμό καί αφοσίωση. Σκοτώνει μερικούς, άλλα καί πάλι όσοι απομένουν είναι ακόμα αναγκασμένοι νά γελούν καί ν' αστειεύονται. Ομως ακόμα κι όλη αυτή ή δύναμη δέν τόν ικανοποιεί- θέλει την απόλυτη δύναμη, γυρεύει τό αδύνατο.

    Ό Camus τόν βάζει νά πει, «θέλω τό φεγγάρι».
    Βέβαια είναι πολύ εύκολο νά πούμε πώς ό Καλιγούλας είναι τρελός, όμως η τρέλα του είναι ένας τρόπος ζωής· είναι μιά λύση στό πρόβλημα τής ανθρώπινης ύπαρξης γιατί εξυπηρετεί τήν ψευδαίσθηση τής παντοδυναμίας, τό ξεπέρασμα τών ορίων τής ανθρώπινης ύπαρξης. Προσπαθώντας νά κερδίσει αυτή τήν απόλυτη δύναμη, ό Καλιγούλας χάνει κάθε επαφή μέ τους άλλους ανθρώπους. Γίνεται απόβλητος αποδιώχνοντας τους άλλους· καί πρέπει νά τρελαθεί, γιατί όταν η προσπάθεια του ν' αποκτήσει παντοδυναμία άποτυχαίνει, μένει ένα μοναχικό κι αδύναμο άτομο.
    Φυσικά η περίπτωση τού Καλιγούλα αποτελεί εξαίρεση. Πολύ λίγοι είχαν ποτέ τήν ευκαιρία ν' αποκτήσουν τόση δύναμη ώστε νά δημιουργήσουν τήν ψευδαίσθηση πώς η δύναμη αυτή μπορεί νά γίνει απόλυτη. Εχουν υπάρξει όμως μερικοί στην ιστορία, καί μάλιστα μέχρι τήν εποχή μας· άν μείνουν πάντα νικητές, δοξάζονται σάν μεγάλοι κυβερνήτες ή στρατηγοί · άν ηττηθούν, τους θεωρούν τρελούς ή εγκληματίες.
    Αυτή η ακραία λύση στό πρόβλημα τής ανθρώπινης ύπαρξης είναι άπ' τά πρίν αποκλεισμένη γιά τό μέσο άτομο. ' Ωστόσο στά περισσότερα κοινωνικά συστήματα, ακόμα καί στό δικό μας, υπάρχουν άνθρωποι σέ κατώτερα κοινωνικά επίπεδα πού ασκούν κάποιον έλεγχο σέ άλλους.

    Υπάρχουν πάντα γυναίκες, παιδιά ή σκυλιά· υπάρχουν άλλοι αβοήθητοι άνθρωποι, όπως είναι οι τρόφιμοι φυλακών, οι άρρωστοι στά νοσοκομεία, οι ανήμποροι (ιδιαίτερα οι πνευματικά ανάπηροι), οι μαθητές στά σχολεία, τά μέλη τών δημόσιων γραφειοκρατιών.

    Εξαρτιέται πιά άπό τήν κοινωνική δομή σέ ποιο βαθμό ή πραγματική δύναμη τών ανώτερων ελέγχεται ή περιορίζεται σέ καθεμιά άπ' αυτές τίς περιπτώσεις, καί επομένως καί τό πόσες δυνατότητες σαδιστικής ικανοποίησης προσφέρονται σέ κάθε κατάσταση. Έκτός όμως άπ' αυτές τίς περιπτώσεις, οι θρησκευτικές ή φυλετικές μειονότητες, στό βαθμό πού είναι ανίσχυρες, προσφέρουν απεριόριστες ευκαιρίες γιά σαδιστική ικανοποίηση ακόμα καί γιά τά φτωχότερα μέλη τής πλειονότητας.
    Ό σαδισμός είναι η καλύτερη απάντηση τού ατόμου στο ότι γεννήθηκε άτομο, όταν δέν υπάρχει καμιά καλύτερη λύση. Η εμπειρία τού απόλυτου ελέγχου πάνω σ' ένα άλλο πλάσμα, τής παντοδυναμίας του σέ σχέση μ' αυτό, δημιουργεί στον άνθρωπο τήν ψευδαίσθηση ότι ξεπερνάει τους περιορισμούς τής ανθρώπινης ύπαρξης, ιδιαίτερα όταν η ζωή του είναι στερημένη άπό παραγωγικότητα καί χαρά.

    Ό σαδισμός δέν έχει ουσιαστικά πρακτικό σκοπό· δέν είναι «επιφανειακός» αλλά μορφή αφοσίωσης. Είναι η μεταμόρφωση τής αδυναμίας στην εμπειρία τής παντοδυναμίας, είναι η θρησκεία τών ψυχικά ανάπηρων.

    Ωστόσο κάθε κατάσταση στην οποία ενα άτομο η μια ομάδα αποκτά ανεξέλεγκτη δύναμη πάνω σέ κάποιον άλλο, δέ δημιουργεί σαδισμό. Πολλοί - ίσως οι περισσότεροι - γονείς, δεσμοφύλακες, δάσκαλοι καί γραφειοκράτες δέν είναι σαδιστές. Σέ πολλές περιπτώσεις η δομή τού χαρακτήρα πολλών ατόμων δέν τά ώθεί στην ανάπτυξη σαδισμού, ακόμα κι όταν οι περιστάσεις προσφέρουν ανάλογες ευκαιρίες. Ατομα μέ ισχυρό χαρακτήρα αγάπης γιά τή ζωή δέν παρασύρονται εύκολα άπό τή δύναμη, θά ήταν όμως επικίνδυνη ύπεραπλούστευση άν κατατάσσαμε τους ανθρώπους μόνο σέ δυό ομάδες: τους σαδιστές δαίμονες καί τους μή σαδιστές άγιους. Αυτό πού μετράει είναι η ένταση του σαδιστικού πάθους μέσα στό χαρακτήρα του δοσμένου ατόμου.

    Υπάρχουν πολλοί πού έχουν στό χαρακτήρα τους σαδιστικά στοιχεία, αλλά τά εξισορροπούν μέ ισχυρές τάσεις αγάπης γιά τή ζωή κι έτσι δέ μπορούν νά χαρακτηριστούν σαδιστές. Συχνά σε τέτοια άτομα η εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στίς δύο τάσεις καταλήγει σέ μιά μεγάλη ευαισθησία απέναντι στό σαδισμό, καί στον αντιδραστικό σχηματισμό αλλεργικών αντιδράσεων απέναντι σ' όλες τίς μορφές του.

    (Ιχνη τών σαδιστικών τους τάσεων μπορεί νά φαίνονται ακόμα στην ασήμαντη περιθωριακή τους συμπεριφορά, πού είναι όμως τόσο ελαφρά ώστε νά μή γίνονται πάντα αισθητά). Υπάρχουν κι άλλοι μέ σαδιστικό χαρακτήρα, στους οποίους ό σαδισμός εξισορροπείται τελικά από αντίρροπες δυνάμεις (αυτό δέ σημαίνει πώς απλά καταστέλλεται καί απωθείται) · έτσι ένώ μπορούν νά αισθάνονται κάποια χαρά όταν ελέγχουν αβοήθητους ανθρώπους, δέ θά συμμετείχαν ούτε θ' απολάμβαναν αληθινά βασανιστήρια καί παρόμοιες αγριότητες (εκτός κι αν βρίσκονταν κάτω άπό εξαιρετικές συνθήκες, όπως είναι η μαζική φρενίτιδα). Αυτό φαίνεται άπό τή στάση τού χιτλερικού καθεστώτος απέναντι στίς σαδιστικές αγριότητες πού γίνονταν μέ διαταγή του.

    Τό καθεστώς αυτό ήταν αναγκασμένο νά διατηρεί τίς εκτελέσεις τών Εβραίων καί τών Πολωνών ένα μυστικό, πού τό ήξερε μόνο η μικρή ομάδα της ελίτ τών Ές Ές, άλλα όχι καί η τεράστια πλειονότητα τού γερμανικού πληθυσμού. Σέ πολλούς λόγους τού Χίτλερ καί άλλων εκτελεστών, υπογραμμιζόταν ότι οι φόνοι έπρεπε νά γίνονται «ανθρώπινα», χωρίς σαδιστικές υπερβολές, γιατί αλλιώτικα ακόμα καί οι άντρες τών Ές Ές θά τιμωρούνταν αυστηρά. Σέ μερικές περιπτώσεις έδιναν εντολή νά περνούν άπό μιά σύντομη, καθαρά τυπική, δίκη τους ρώσους καί πολωνούς πολίτες πού θά εκτελούνταν, έτσι ώστε οι δήμιοι τους νά αισθάνονται τήν εκτέλεση σάν «νόμιμη».

    Αν κι όλα αυτά ηχούν παράλογα μέ τήν υποκρισία τους, δεν παύουν ν' αποτελούν απόδειξη ότι οι ηγέτες τών Ναζί πίστευαν πώς οι σαδιστικές πράξεις σέ μεγάλη κλίμακα θά έκαναν τους πιό νομοταγείς οπαδούς τού καθεστώτος νά επαναστατήσουν. Ένας μεγάλος όγκος υλικού έχει έρθει στό φώς άπό τό 1945, άλλα ακόμα δέν εξετάστηκε μέ ακρίβεια σέ ποιο βαθμό η πλειονότητα τών Γερμανών ωθήθηκε σέ σαδιστικές πράξεις — ακόμα κι όταν απέφευγε νά τίς ξέρει.
    Σαδιστικά γνωρίσματα στό χαρακτήρα μπορούν νά παρουσιαστούν καλύτερα καί εμφανέστερα άν τά απομονώσουμε άπό τήν όλη δομή τού χαρακτήρα. Αυτά ανήκουν σ' ένα σύνδρομο πού πρέπει νά νοηθεί σάν σύνολο. Γιά τό σαδιστικό χαρακτήρα όλα τά ζωντανά πλάσματα μπορούν νά ελεγχθούν, τά ζωντανά πλάσματα γίνονται αντικείμενα. Ή, γιά νά γίνουμε πιό ακριβείς, τά ζωντανά πλάσματα μεταμορφώνονται σέ ζωντανά αντικείμενα ελέγχου. Οι αντιδράσεις τους δημιουργούνται μέ τόν εξαναγκασμό εκείνου πού τά έλέγχει.

    Ό σαδιστής θέλει νά γίνει κύριος τής ζωής, γιαυτό καί επιδιώκει νά διατηρήσει τή ζωή στό θύμα του. Κι αυτό είναι πού τόν διακρίνει ουσιαστικά άπό τό καταστροφικό άτομο. Ό καταστροφέας θέλει νά εξοντώσει τό άτομο, νά τό εξαφανίσει, νά καταστρέψει τήν ίδια τή ζωή· ό σαδιστής γυρεύει τήν αίσθηση πώς ελέγχει καί πνίγει τή ζωή.

    Ένα άλλο γνώρισμα τού σαδιστή είναι πώς τόν ερεθίζουν μόνο τά αβοήθητα άτομα καί ποτέ τά ισχυρά. Γιά παράδειγμα, δέν αισθάνεται καμιά σαδιστική ικανοποίηση άν πληγώσει έναν εχθρό σέ μιά μάχη ίσου προς ίσο, επειδή σ' αυτή τήν κατάσταση η πρόκληση μιας πληγής δέν είναι έκφραση έλεγχου. Γιά τό σαδιστικό χαρακτήρα μόνο μιά θαυμαστή ιδιότητα υπάρχει-η δύναμη, θαυμάζει, αγαπάει καί υποτάσσεται μόνο σέ κείνους πού έχουν δύναμη, ένώ περιφρονεί καί θέλει νά ελέγχει τους ανίσχυρους πού δέ μπορούν νά τόν πολεμήσουν.

    Ό σαδιστικός χαρακτήρας φοβάται όλα όσα δέν είναι βέβαια καί προβλέψιμα, όλα όσα τού προσφέρουν εκπλήξεις πού θά τόν ανάγκαζαν ν' αντιδράσει αυθόρμητα καί γνήσια. Γι' αυτόν ακριβώς τό λόγο φοβάται τή ζωή. Η ζωή τόν τρομάζει ακριβώς επειδή άπό τή φύση της είναι απρόβλεπτη καί αβέβαιη.

    Μπορεί νά είναι δομημένη, άλλά δέν έχει σταθερή τάξη· μόνο ένα είναι βέβαιο στή ζωή: πώς όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν. Όμοια αβέβαιη είναι καί η αγάπη. Τό νά σ' αγαπούν απαιτεί τήν ικανότητα νά γίνεσαι αγαπητός, νά προκαλείς αγάπη, κι αυτό εμπεριέχει πάντα ένα κίνδυνο απόρριψης ή αποτυχίας. Νά γιατί ό σαδιστικός χαρακτήρας μπορεί ν' «αγαπήσει» μόνο όταν ελέγχει, δηλαδή μόνο όταν ασκεί μιά εξουσία πάνω στό αντικείμενο της αγάπης του.

    Ό σαδιστικός χαρακτήρας είναι συνήθως ξενοφοβικός και νεοφοβικός — καθετί τό παράξενο είναι καινούργιο καί καθετί καινούργιο προκαλεί φόβο, υποψία καί απαρέσκεια, επειδή απαιτεί αυθόρμητη, ζωντανή καί άτυποποίητη ανταπόκριση.

    Ένα άλλο στοιχείο στό σύνδρομο αυτό είναι η δουλικότητα καί η δειλία του σαδιστή. Ισως φαίνεται αντίφαση πώς ό σαδιστής είναι πρόσωπο υπάκουο. Κι ωστόσο όχι μόνο δέν είναι αντίφαση, αλλά αναγκαιότητα.

    Είναι σαδιστής επειδή νιώθει ανίσχυρος, άψυχος, ανίκανος. Προσπαθεί νά εξισορροπήσει αυτή τήν έλλειψη αποκτώντας εξουσία πάνω σέ άλλους, μεταμορφώνοντας τό σκουλήκι πού νιώθει πώς είναι σέ θεό. Ακόμα όμως κι ό σαδιστής πού έχει δύναμη υποφέρει άπό τήν ανθρώπινη αδυναμία του. Μπορεί νά σκοτώνει καί νά βασανίζει, άλλα μένει πάντα ένα άτομο δίχως αγάπη, απομονωμένο, τρομαγμένο, πού χρειάζεται μιά ανώτερη δύναμη γιά νά τήν υπακούει. Γιά κείνους πού βρίσκονταν ένα σκαλοπάτι πιό κάτω άπό τόν Χίτλερ, ό Φύρερ εκπροσωπούσε τήν ανώτερη δύναμη· γιά τόν ίδιο τόν Χίτλερ ανώτατη δύναμη ήταν η Μοίρα, οι νόμοι της εξέλιξης.

    Αυτή η ανάγκη υποταγής είναι ριζωμένη στό μαζοχισμό. Ό σαδισμός καί ό μαζοχισμός, πού συνδέονται πάντα, αποτελούν αντιθέσεις σέ μπηχαβιοριστική βάση άλλά στην πραγματικότητα είναι δυό διαφορετικές όψεις μιας βασικής κατάστασης: της αίσθησης της άνημπόριας. Καί ό σαδιστής καί ό μαζοχιστής χρειάζονται κάποιο άλλο πλάσμα γιά νά τους «συμπληρώνει».

    Ό σαδιστής κάνει τό άλλο πλάσμα προέκταση τού εαυτού του, ό μαζοχιστής κάνει τόν εαυτό του προέκταση κάποιου άλλου. Καί οι δύο ζητούν μιά συμβιωτική σχέση επειδή κανείς τους δέν έχει κάποιο κέντρο μέσα του. Αν καί φαινομενικά ό σαδιστής είναι ελεύθερος άπό τό θύμα του, δέν παύει νά τό χρειάζεται μέ τρόπο διεστραμμένο.

    Μιας κι η σχέση σαδισμού καί μαζοχισμού είναι πολύ στενή, είναι πιο σωστό νά μιλάμε γιά σαδομαζοχιστικούς χαρακτήρες, άν καί σέ κάθε συγκεκριμένο άτομο κυριαρχεί η μιά ή η άλλη πλευρά. Ό σαδομαζοχιστής ονομάζεται καί «αυταρχικός χαρακτήρας», όταν μεταφράζουμε τήν ψυχολογική πλευρά της δομής τού χαρακτήρα του στην ορολογία τής πολιτικής συμπεριφοράς. Η έννοια δικαιώνεται στό γεγονός ότι άτομα πού η πολιτική τους στάση περιγράφεται γενικά σάν αυταρχική (ενεργητική καί παθητική) δείχνουν συχνά (στην κοινωνία μας) χαρακτηριστικά σαδομαζοχιστικού χαρακτήρα: έλεγχο στους κατώτερους καί υποταγή στους ανώτερους.
    Ό σαδομαζοχιστικός χαρακτήρας δέ μπορεί νά γίνει απόλυτα κατανοητός χωρίς ν' αναφερθούμε στην έννοια του Freud γιά τό «πρωκτοερωτικό άτομο», πού τή διεύρυναν οι μαθητές του, ιδιαίτερα ό Κ. Abraham καί ό Ernst Jones.
    Ό Freud (1908) πίστευε πώς τό πρωκτοερωτικό άτομο εκδηλωνόταν μ' ένα σύνδρομο γνωρισμάτων τού χαρακτήρα του: πείσμα, μεθοδικότητα καί φιλαργυρία, στά οποία προστέθηκαν αργότερα η ακρίβεια καί η μανία τής καθαριότητας.

    Υπέθεσε ακόμα ότι αυτό τό σύνδρομο ήταν ριζωμένο στην «πρωκτική λίμπιντο» πού έχει τήν πηγή της στην έρωτογενή ζώνη τού πρωκτού. Τά γνωρίσματα τού χαρακτήρα σ' αυτό τό σύνδρομο ερμηνεύτηκαν σάν αντιδραστικοί σχηματισμοί ή σάν εξιδανικεύσεις τών σκοπών αυτής τής πρωκτικής λίμπιντο.
    Προσπαθώντας νά βάλω τόν τρόπο συσχετισμού στή θέση τής θεωρίας τής λίμπιντο, έφτασα στην υπόθεση ότι τά διάφορα χαρακτηριστικά τού συνδρόμου είναι εκδηλώσεις ενός τρόπου σχέσης πού κρατάει μιά απόσταση, ελέγχει, απορρίπτει καί αποθησαυρίζει («άποθησαυριστικός χαρακτήρας») (E. Fromm, 1947). Αυτό βέβαια δέ σημαίνει πώς οι κλινικές παρατηρήσεις του Freud όσο αφορά τόν ειδικό ρόλο των περιττωμάτων και των κινήσεων του εντέρου δέν ήταν σωστές. Απεναντίας, παρατηρώντας ψυχαναλυτικά δεκάδες χρόνια διάφορα άτομα, είδα νά επιβεβαιώνονται απόλυτα οι παρατηρήσεις του Freud. H διαφορά βρίσκεται όμως στην απάντηση στό παρακάτω ερώτημα: η πρωκτοερωτική λίμπιντο είναι πηγή αποκλειστικής απασχόλησης μέ τά περιττώματα καί, έμμεσα, του συνδρόμου του πρωκτοερωτικού χαρακτήρα, ή μήπως τό σύνδρομο είναι έκφραση ενός ειδικού τρόπου σχέσης; Στη δεύτερη περίπτωση τό πρωκτοερωτικό ενδιαφέρον πρέπει νά νοηθεί σάν μιά άλλη, συμβολική έκφραση του πρωκτοερωτικού χαρακτήρα, κι όχι σάν αιτία του. Πραγματικά τά περιττώματα άποτελούν πολύ ταιριαστό σύμβολο:

    αντιπροσωπεύουν αυτό πού απορρίπτεται από τή λειτουργία τής ανθρώπινης ζωής καί πού παύει πιά νά εξυπηρετεί τή ζωή τοϋ άνθρωπου.
    Ό άποθησαυριστικός χαρακτήρας είναι ταχτικός μέ τά πράγματα, τίς σκέψεις καί τά αισθήματα, άλλά η ταχτικότητά του είναι στείρα καί άκαμπτη. Δέν ανέχεται τά κακοτοποθετημένα πράγματα καί θέλει πάντα νά τά βάζει σε τάξη- μ' αυτό τόν τρόπο ελέγχει τό χώρο· μέ τήν παράλογη ακρίβεια ελέγχει τό χρόνο· μέ τήν έμμονη καθαριότητα καταργεί τήν επαφή του μέ τόν κόσμο πού τόν θεωρεί βρώμικο καί εχθρικό. (Κάποιες φορές όμως, όταν δέν αναπτύσσεται αντιδραστικός σχηματισμός ή εξιδανίκευση δέν είναι σχολαστικά καθαρός άλλα τείνει μάλλον στή βρωμιά). Ό άποθησαυριστικός χαρακτήρας νιώθει τόν εαυτό του σάν πολιορκημένο κάστρο· πρέπει νά εμποδίσει τά πάντα νά βγουν καί νά διασώσει όλα αυτά πού υπάρχουν μέσα στό οχυρό του. Η ξεροκεφαλια καί η έμμονή του είναι μιά σχεδόν αυτόματη άμυνα απέναντι σέ κάθε ξένη εισβολή.
    Ό άποθησαυριστής τείνει νά νιώσει ότι κατέχει μόνο μιά καθορισμένη ιδιότητα δύναμης, ενέργειας ή πνευματικής ικανότητας, καί πώς αυτό τό απόθεμα ελαττώνεται ή εξαντλείται μέ τή χρήση καί δέ μπορεί νά αναπληρωθεί. Δέ μπορεί νά καταλάβει τήν αύτοαναπληρωτική λειτουργία κάθε ανθρώπινου πλάσματος ούτε καί τό ότι η ενεργητικότητα καί η χρήση τών δυνάμεων μας μεγαλώνουν τή φυσική μας δύναμη ένώ η αδράνεια τήν εξασθενίζει. γι' αυτόν ό θάνατος καί η καταστροφή είναι περισσότερο πραγματικά άπό τή ζωή καί τήν ανάπτυξη. Η πράξη τής δημιουργίας είναι ένα θαύμα πού ακούει ν' αναφέρουν οι άλλοι άλλα πού δέν τό πιστεύει.

    Οι ανώτατες αξίες του είναι η τάξη καί η ασφάλεια· έμβλημα του τό «ουδέν καινόν υπό τόν ήλιον». Στή σχέση του μέ τους άλλους η οικειότητα είναι απειλή· γι' αυτόν ασφάλεια είναι η απομόνωση ή η κατοχή ενός άλλου άνθρωπου. Ό άποθησαυριστής είναι καχύποπτος κι έχει μιά ειδική αντίληψη γιά τή δικαιοσύνη, πού λέει: «Τά δικά μου δικά μου καί τά δικά σου δικά σου».
    Ό πρωκτοερωτικός-άποθησαυριστικός χαρακτήρας μόνο ένα τρόπο έχει νά νιώθει σιγουριά σέ σχέση μέ τόν κόσμο: νά τόν έχει στην κατοχή καί στον έλεγχο του, αφού δέ μπορεί νά συνδεθεί μαζί του μέ τήν αγάπη καί τήν παραγωγικότητα.

    Τό ότι ό πρωκτοερωτικός-άποθησαυριστικός χαρακτήρας έχει στενή σχέση μέ τό σαδισμό πού περιέγραψαν οι κλασικοί ψυχαναλυτές φαίνεται άπό τά κλινικά δεδομένα, καί δέν έχει καμιά διαφορά άν ερμηνεύουμε αυτή τή σχέση στή βάση τής θεωρίας τής λίμπιντο ή στή βάση τής σχέσης του ανθρώπου μέ τόν κόσμο. Φαίνεται ακόμα άπό τό γεγονός ότι κοινωνικές ομάδες μέ πρωκτοερωτικό-άποθησαυριστικό χαρακτήρα εμφανίζουν έναν αξιόλογο βαθμό σαδισμού.
    Ισοδύναμος σέ γενικές γραμμές μέ τό σαδομαζοχιστικό χαρακτήρα - μέ κοινωνική κι όχι πολιτική έννοια - είναι ό γραφειοκρατικός χαρακτήρας. [Μιλώντας εδώ γιά γραφειοκράτες εννοώ τους ψυχρούς, αυταρχικούς γραφειοκράτες τής παλιάς σχολής, όπως τους βρίσκουμε ακόμα σέ μερικά παλιά αυστηρά σχολεία, νοσοκομεία, φυλακές, σιδηροδρόμους καί ταχυδρομεία. Οί μεγάλες βιομηχανίες, πού είναι σέ μεγάλο βαθμό γραφειοκρατικοί οργανισμοί, έχουν αναπτύξει έναν εντελώς διαφορετικό τύπο χαρακτήρα - τό φιλικό, χαμογελαστό, γεμάτο «κατανόηση» γραφειοκράτη πού ίσως έχει εκπαιδευτεί ειδικά στίς «ανθρώπινες σχέσεις». Οί λόγοι αυτής τής αλλαγής πρέπει ν' αναζητηθούν στή φύση τής σύγχρονης βιομηχανίας, στην ανάγκη της γιά ομαδική δουλιά, γιά καλύτερες σχέσεις μέ τους εργάτες, καί σέ πολλούς άλλους παράγοντες.

    Δέν πρέπει νά φανταστεί κανείς πώς οί νέοι φιλικοί γραφειοκράτες είναι ανειλικρινείς ή απλοί σαδιστές πού χαμογελούν γιά νά μη δείξουν τά πραγματικά τους πρόσωπα· στην πραγματικότητα ό σαδιστής τής παλιάς σχολής είναι αταίριαστος στή θέση τού σύγχρονου γραφειοκράτη γιά τους λόγους πού προαναφέραμε. Ό σύγχρονος γραφειοκράτης δέν είναι σαδιστής μέ φιλικό πρόσωπο, αλλά είναι γιά τόν εαυτό του ένα αντικείμενο, όπως αντικείμενα είναι γι' αυτόν κι όλοι οί άλλοι άνθρωποι. Δέν αισθάνεται τίποτα, ούτε γιά κείνους ούτε γιά τόν εαυτό του, καί η φιλική συμπεριφορά του - μόλο πού δέν είναι ψεύτικη - είναι τόσο επιδερμική καί λεπτή, πού φαίνεται πλαστή.

    Δυό εκτεταμένες καί διεισδυτικές μελέτες του χαρακτήρα τού σύγχρονου διευθυντή επιβεβαιώνουν όλες αυτές τίς εντυπώσεις] Στό γραφειοκρατικό σύστημα κάθε άτομο ελέγχει τόν κατώτερο του καί ελέγχεται άπό κάποιον ανώτερο. Σ' ένα τέτοιο σύστημα μπορούν νά ικανοποιηθούν καί οι σαδιστικές καί οι μαζοχιστικές παρορμήσεις. Ό γραφειοκρατικός χαρακτήρας περιφρονεί τους κατώτερους του, ένώ θαυμάζει καί φοβάται τους ανώτερους. Δέν έχουμε παρά νά κοιτάξουμε μόνο τήν έκφραση καί ν' ακούσουμε τή φωνή ενός τύπου γραφειοκράτη τήν ώρα πού έπιπλήττει τόν κατώτερο του, ή νά τόν δούμε πώς κατσουφιάζει όταν ό άλλος έχει αργήσει ένα λεπτό, ή νά επιμένει σέ μιά συμπεριφορά πού τουλάχιστον συμβολικά εκφράζει ότι στίς ώρες του γραφείου ό κατώτερος «ανήκει» στον ανώτερο. Ας θυμηθούμε ακόμα τό γραφειοκράτη στή θυρίδα τού ταχυδρομείου, πού κλείνει τό τζάμι ακριβώς στίς πέντε καί μισή, ένώ τουλάχιστον δυό άτομα, πού είχαν μείνει στην ουρά πάνω άπό μισή ώρα, είναι αναγκασμένα νά φύγουν καί νά ξαναγυρίσουν τήν επόμενη μέρα.

    Έδώ η ουσία δέν είναι ότι τό άτομο αυτό παύει νά πουλάει γραμματόσημα ακριβώς στίς πέντε καί μισή:

    η σημαντικότερη πλευρά τής συμπεριφοράς του είναι τό γεγονός ότι διασκεδάζει απελπίζοντας τόν κόσμο, δείχνοντας στους άλλους ότι αυτός τους ελέγχει - πράγμα πού φαίνεται ολοκάθαρα καί στην έκφραση τού προσώπου του.

    Δέ χρειάζεται νά πούμε πώς όλοι οί γραφειοκράτες τής παλιάς σχολής είναι σαδιστές. Μόνο μιά ψυχολογική μελέτη σέ βάθος θά μπορούσε νά δείξει τί είναι ό σαδισμός σέ μιά τέτοια ομάδα, σέ σύγκριση μέ μή γραφειοκράτες ή μέ σύγχρονους γραφειοκράτες. Γιά ν' αναφέρουμε μόνο μερικά χτυπητά παραδείγματα, ό στρατηγός Marshall καί ό στρατηγός Eisenhower-καί οί δυό τους άνηκαν στά ανώτατα στελέχη τής στρατιωτικής γραφειοκρατίας τό δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο - ήταν ξακουστοί επειδή τους έλειπε ό σαδισμός καί ενδιαφέρονταν μέ πραγματική ανθρωπιά γιά τή ζωή τών στρατιωτών τους. Άπό τήν άλλη μεριά πολλοί γερμανοί καί γάλλοι στρατηγοί στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ήταν διάσημοι γιά τήν αγριότητα καί τή σκληρότητα μέ τήν οποία θυσίαζαν τίς ζωές τών στρατιωτών τους χωρίς νά υπάρχει ανάλογος στρατηγικός
    σκοπός.
    Σέ πολλές περιπτώσεις ό σαδισμός καμουφλάρεται άπό τήν ευγένεια καί μιά φαινομενική καλοδιάθετη στάση απέναντι σέ ορισμένους ανθρώπους κάτω άπό ορισμένες συνθήκες. Θά 'ταν όμως λάθος νά φανταστούμε πώς η καλοσύνη έχει άπλά τήν πρόθεση νά εξαπατήσει, ή πώς είναι μόνο μιά χειρονομία πού δέ βασίζεται σέ πραγματικά συναισθήματα.

    Γιά νά καταλάβουμε καλύτερα αυτό τό φαινόμενο είναι ανάγκη νά σκεφτούμε ότι οί περισσότεροι υγιείς άνθρωποι θέλουν νά διατηρούν μιά εικόνα τού εαυτού τους πού νά τους παρουσιάζει ανθρώπινους, τουλάχιστον σέ μερικές απόψεις. Τό νά 'σαι απόλυτα απάνθρωπος σημαίνει καί απόλυτη απομόνωση, σημαίνει απώλεια του αισθήματος πώς ανήκεις στην ανθρωπότητα. Δέν είναι λοιπόν παράξενο πώς πολλά στοιχεία μάς κάνουν νά υποθέτουμε ότι η απόλυτη απουσία κάθε καλοσύνης, φιλίας ή τρυφερότητας σέ οποιοδήποτε άνθρωπο δημιουργεί μακροπρόθεσμα μιά αβάσταχτη αγωνία. Υπάρχουν αναφορές περιπτώσεων τρέλας καί ψυχικών ανωμαλιών -π.χ. ανάμεσα σέ άντρες πού άνήκαν σέ ειδικές ομάδες τών Ναζί καί πού είχαν σκοτώσει χιλιάδες ανθρώπους. Κάτω άπό τό ναζιστικό καθεστώς πολλά στελέχη πού ήταν αναγκασμένα νά εκτελούν διαταγές γιά μαζικές εκτελέσεις περνούσαν σοβαρές νευρικές καταπτώσεις πού ονομάζονταν Funktionärskrankheit («ασθένεια τών στελεχών»)

    Χρησιμοποίησα τίς λέξεις «έλεγχος» καί «δύναμη» όσο άφορα τό σαδισμό, αλλά πρέπει νά έχουμε ξεκαθαρίσει καλά πόσο αμφίσημες είναι καί οι δύο όταν τίς χρησιμοποιούμε. H δύναμη μπορεί νά σημαίνει τήν εξουσία πού επιβάλλουμε στους ανθρώπους, ή τη δύναμη νά κατορθώνουμε πράγματα. Αυτό πού γυρεύει ό σαδιστής είναι η δύναμη νά επιβάλλει τήν εξουσία του στους ανθρώπους, ακριβώς επειδή δέν έχει τή δύναμη νά υπάρχει. Δυστυχώς πολλοί συγγραφείς χρησιμοποιούν αμφίσημα τίς λέξεις «δύναμη» καί «έλεγχος», μπερδεύοντας πολλές φορές τή διπλή σημασία τους. Επιπλέον η έλλειψη ελέγχου δέ σημαίνει έλλειψη όποιου είδους οργάνωσης, αλλά μόνο τών ειδών εκείνων όπου ό έλεγχος ασκείται γιά εκμετάλλευση καί όπου ό ελεγχόμενος δέ μπορεί νά ελέγξει τους ελέγχοντες. Έχουμε πολλά παραδείγματα άπό τίς πρωτόγονες κοινωνίες καί τίς σύγχρονες κοινότητες όπου υπάρχει μιά ορθολογική εξουσία βασισμένη στην πραγματική — ή χειραγωγούμενη — συμφωνία όλων, καί όπου δέν αναπτύσσονται εξουσιαστικές σχέσεις.

    Σίγουρα τό άτομο πού δέν έχει τή δύναμη νά προστατέψει τόν εαυτό του υποφέρει χαρακτηρολογικά. Μπορεί νά υποταχτεί καί νά γίνει μαζοχιστής απέναντι σ' ένα σαδιστή.

    Όμως η πραγματική του αδυναμία μπορεί νά προωθήσει τήν ανάπτυξη αρετών όπως η αλληλεγγύη καί η συμπάθεια καθώς καί η δημιουργικότητα.

    Τό νά 'σαι ανίσχυρος καί νά διατρέχεις τόν κίνδυνο νά σκλαβωθείς, ή τό νά έχεις δύναμη καί νά διατρέχεις τόν κίνδυνο νά χάσεις τήν ανθρωπιά σου — καί τά δυό είναι εξίσου μεγάλα κακά. Ποιο θεωρείται χειρότερο, αυτό είναι θέμα θρησκευτικής καί ηθικής ή πολιτικής πεποίθησης. Ό βουδισμός, η εβραϊκή παράδοση — ξεκινώντας άπό τους προφήτες — καί τά χριστιανικά ευαγγέλια αποφασίζουν ξεκάθαρα αντίθετα στή σύγχρονη σκέψη. Είναι απόλυτα νομιμοποιημένο νά διακρίνεις λεπτές διαφορές ανάμεσα στή δύναμη καί τήν έλλειψη δύναμης, άλλά ένας κίνδυνος πρέπει ν' αποφευχθεί: νά μή χρησιμοποιούμε τό αμφίσημο νόημα ορισμένων λέξεων γιά νά συστήσουμε τήν ταυτόχρονη θρησκεία στό Θεό καί τόν Καίσαρα ή, ακόμα χειρότερα, γιά νά τους ταυτίσουμε.

    Συνθήκες πού Γεννούν τό Σαδισμό


    Τό ποιοί παράγοντες συντελούν στην ανάπτυξη τού σαδισμού είναι πρόβλημα εξαιρετικά περίπλοκο, γιαυτό καί δέ μπορεί νά λυθεί σέ τούτο τό βιβλίο. Πρέπει ωστόσο νά ξεκαθαρίσουμε απαρχής ένα σημείο:

    δέν υπάρχει απλή σχέση ανάμεσα στό περιβάλλον καί τό χαρακτήρα. Κι αυτό επειδή ό χαρακτήρας τού άτομου καθορίζεται άπό ατομικούς παράγοντες όπως οι θεσμικά δοσμένες προδιαθέσεις, ή ιδιοσυστασία της οικογενειακής ζωής, τά έκτακτα γεγονότα στή ζωή τού άτομου. Δέν είναι όμως μόνο αυτοί οι ατομικοί παράγοντες πού παίζουν τό ρόλο τους· οι παράγοντες τού περιβάλλοντος είναι πολύ πιό σύνθετοι άπ' όσο πιστεύουν γενικά.

    Οπως είπα παραπάνω, μιά κοινωνία δέν είναι μιά κοινωνία. Μιά κοινωνία είναι ένα εξαιρετικά πολύπλοκο σύστημα. Οι παλιές καί καινούργιες κατώτερες τάξεις, οι νέες μεσαίες τάξεις, οι ανώτερες τάξεις, οί παρακμάζουσες ελίτ, οί ομάδες μέ ή χωρίς θρησκευτικές ή ήθικοφιλοσοφικές παραδόσεις, οί μικρές καί μεγάλες πόλεις - όλοι αυτοί είναι μερικοί άπό τους παράγοντες πού πρέπει νά λάβουμε υπόψη μας·

    δέν υπάρχει κανένας μεμονωμένος παράγοντας πού νά βαραίνει στην κατανόηση τής δομής τού χαρακτήρα καί τής δομής τής κοινωνίας.

    Αν λοιπόν θελήσει κανείς νά συνδέσει τήν κοινωνική δομή καί τό σαδισμό δέ φτάνει η εμπειρική ανάλυση όλων τών παραγόντων, όσο εξαντλητική κι αν είναι. Ταυτόχρονα όμως πρέπει νά προσθέσουμε πώς

    η δύναμη μέ τήν οποία μιά ομάδα εκμεταλλεύεται καί κρατάει υποταγμένη μιά άλλη τείνει νά γεννήσει σαδισμό στην ελέγχουσα ομάδα, αν καί οπωσδήποτε θά υπάρξουν πολλές ατομικές εξαιρέσεις. Έτσι ό σαδισμός θά εκλείψει (εκτός κι άν αποτελεί ατομική αρρώστια) μόνο όταν σταματήσει ό εκμεταλλευτικός έλεγχος οποιασδήποτε τάξης, φύλου ή μειονότητας. Έκτος από ορισμένες μικρές κοινωνίες, αυτό δέν έχει συμβεί ακόμα πουθενά στην ιστορία.

    Παρόλα αυτά η καθιέρωση μιας τάξης πραγμάτων βασισμένης στό νόμο, πού εμποδίζει τήν αυθαίρετη χρησιμοποίηση της εξουσίας, είναι ένα βήμα προς αυτή τήν κατεύθυνση, έστω κι άν αυτή η εξέλιξη έχει ανακοπεί στίς μέρες μας σέ πολλά μέρη τού κόσμου όπου υπήρξε κάποτε, έστω κι άν απειλείται μέσα στίς Ηνωμένες Πολιτείες «εν ονόματι τού νόμου και τής τάξης».
    Μιά κοινωνία βασισμένη σέ εκμεταλλευτικό έλεγχο παρουσιάζει επίσης καί άλλα προβλέψιμα χαρακτηριστικά.

    Τείνει νά αποδυναμώσει τήν ανεξαρτησία, τήν ακεραιότητα, τήν κριτική σκέψη καί τήν παραγωγικότητα όλων εκείνων πού υποτάσσει.

    Αυτό δέ σημαίνει πώς δέν τους προσφέρει όλων των ειδών τίς διασκεδάσεις καί τά ερεθίσματα, αλλά μόνο εκείνα πού περιορίζουν τήν ανάπτυξη τής προσωπικότητας αντί νά τήν ευνοούν.

    Οι ρωμαίοι καίσαρες πρόσφεραν στό κοινό θεάματα κυρίως σαδιστικής φύσης. Η σύγχρονη κοινωνία προσφέρει παρόμοια θεάματα μέ τή μορφή τών ρεπορτάζ στίς εφημερίδες καί τήν τηλεόραση γύρω από εγκλήματα, πολέμους, αγριότητες· όπου τό περιεχόμενο δέν είναι ανατριχιαστικό, δέν είναι καί θρεπτικό —όπως τά δημητριακά τών παιδικών τροφών πού προωθούνται από τά ίδια μέσα μαζικής ενημέρωσης καί φθείρουν τήν υγεία τών παιδιών. Αυτή η πολιτιστική τροφή δέν προσφέρει ένεργοποιητικά ερεθίσματα άλλα προωθεί τήν παθητικότητα καί τήν αδράνεια. Στην καλύτερη περίπτωση προσφέρει διασκέδαση καί συγκίνηση, αλλά σχεδόν ποτέ τή χαρά· κι αυτό γιατί η χαρά απαιτεί ελευθερία, χαλάρωση τών χαλινών τού ελέγχου, πράγμα πού είναι πολύ δύσκολο γιά τόν πρωκτοερωτικό-σαδιστικό τύπο.

    Όσο γιά τό σαδισμό τού ατόμου, αυτός αντιστοιχεί στον κοινωνικό μέσο όρο, μέ ατομικές παρεκκλίσεις προς τά πάνω καί προς τά κάτω.

    Ατομικοί παράγοντες πού προωθούν τό σαδισμό είναι όλες οι συνθήκες πού τείνουν νά κάνουν τό παιδί ή τόν ενήλικο νά νιώθει άδειος καί ανίσχυρος (ένα μή σαδιστικό παιδί μπορεί νά γίνει σαδιστής έφηβος ή ενήλικος άν υπάρξουν νέες συνθήκες). Ανάμεσα σ' αυτές τίς συνθήκες συγκαταλέγονται καί κείνες πού δημιουργούν φόβο, όπως η τρομοκρατική τιμωρία — δηλαδή η τιμωρία πού δέν περιορίζεται αυστηρά στή σχέση μέ ορισμένη καί δηλωμένη κακή συμπεριφορά, αλλά είναι αυθαίρετη, τρέφεται άπό τό σαδισμό τού τιμωρού, κι είναι γεμάτη τρομοκρατική διάθεση. Ανάλογα μέ τήν ιδιοσυγκρασία τού παιδιού ό φόβος μιας τέτοιας τιμωρίας μπορεί νά γίνει κυρίαρχο κίνητρο στή ζωή του, η ακεραιότητα του μπορεί σιγά σιγά νά φθαρεί, ό αυτοσεβασμός του νά πέσει κι έτσι νά φτάσει νά προδώσει τόν εαυτό του τόσες πολλές φορές, πού νά χάσει κάθε έννοια ταυτότητας, νά πάψει νά είναι πιά «αυτός».

    Η άλλη προϋπόθεση γιά τήν πρόκληση αυτής τής ζωτικής αδυναμίας είναι μιά κατάσταση ψυχικής στέρησης. Αν δέν υπάρχει ερέθισμα, άν δέν υπάρχει τίποτα πού νά ξυπνήσει τίς ικανότητες τού παιδιού, άν υπάρχει μιά ατμόσφαιρα γεμάτη πλήξη καί δίχως χαρά, τό παιδί παγώνει· δέν υπάρχει τίποτα πού νά μπορεί νά τ' αγγίξει, κανένας πού νά τού ανταποκριθεί ή έστω νά τό ακούσει, τό παιδί εγκαταλείπεται σέ μιά αίσθηση αδυναμίας καί ανικανότητας. Μιά τέτοια αδυναμία δέν καταλήγει αναγκαστικά στό σχηματισμό σαδιστικού χαρακτήρα· τό άν θά γίνει αυτό εξαρτιέται άπό πολλούς παράγοντες.

    ωστόσο δέν παύει ν' αποτελεί μιά άπό τίς κύριες πηγές πού συντελούν στην ανάπτυξη τού σαδισμού, καί ατομικά καί κοινωνικά.

    "Όταν ό χαρακτήρας τού άτομου εκτρέπεται άπό τόν κοινωνικό χαρακτήρα, η κοινωνική ομάδα τείνει νά ενισχύσει όλα εκείνα τά στοιχεία τού χαρακτήρα πού τής αναλογούν, ενώ τά αντίθετα στοιχεία παραμένουν σέ λανθάνουσα κατάσταση. Αν π.χ. ένας σαδιστής ζει μέσα σέ μιά ομάδα όπου η πλειονότητα δέν είναι σαδιστική καί όπου η σαδιστική συμπεριφορά θεωρείται ανεπιθύμητη καί δυσάρεστη, δέ θ' αλλάξει αναγκαστικά τό χαρακτήρα του άλλά ούτε καί θά ύποκριθεί· ό σαδισμός του δέ θά εξαφανιστεί αλλά θά «στεγνώσει» επειδή δέ θά έχει άπό πού νά τραφεί. Η ζωή στά κιμπούτς καί σέ άλλες τέτοιες κοινότητες προσφέρει πολλά παραδείγματα γι' αυτό, άν καί υπάρχουν περιστάσεις πού η καινούργια ατμόσφαιρα δημιουργεί μιά πραγματική αλλαγή τού χαρακτήρα.

    Ένα άτομο με σαδιστικό χαρακτήρα θά είναι ουσιαστικά ακίνδυνο σε μιά άντισαδιστική κοινωνία· εκεί όλοι θά τό θεωρήσουν άρρωστο. Ποτέ του δε θά αποκτήσει δημοτικότητα ούτε καί θά μπορέσει ν' ασκήσει κοινωνική επιρροή.

    Αν αναρωτηθούμε τί είναι αυτό πού κάνει τόσο έντονο τό σαδισμό ενός ατόμου, θά πρέπει ν' αναλογιστούμε κι άλλους παράγοντες εκτός άπ' τους βιολογικούς, όπως π.χ. τήν ψυχική ατμόσφαιρα πού ευθύνεται σέ μεγάλο βαθμό όχι μόνο γιά τή γέννηση τού κοινωνικού σαδισμού αλλά καί γιά τά ελαττώματα των μεμονωμένων ατόμων, τού ίδιοσυστασιακού σαδισμού. Γι' αυτόν ακριβώς τό λόγο η ανάπτυξη ενός ατόμου δε μπορεί ποτέ νά νοηθεί απόλυτα στή βάση της φύσης του ή τού οικογενειακού παρελθόντος του.

    Αν δεν ξέρουμε τήν τοποθέτηση τού ατόμου καί της οικογένειας του μέσα στό κοινωνικό σύστημα, κι ακόμα τό πνεύμα αυτού τού συστήματος, δέ θά μπορέσουμε νά καταλάβουμε ποτέ γιατί ορισμένα χαρακτηριστικά είναι τόσο επίμονα καί τόσο βαθιά έδρασμένα

    Απόσπασμα από το βιβλίο του
    Erich Fromm,
    Η ανατομία της ανθρώπινης καταστροφικότητας
    [έκδοση ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗΣ, τόμος Β', 1977, μετάφραση Τζένης Μαστοράκη, σελίδες 431-446].


    ( http://kerentzis.blogspot.gr/2014/11/blog-post_18.html )
     
  7. margarita_nikolayevna

    margarita_nikolayevna owned Contributor

    Πολύ εύστοχες ερωτήσεις  

    Με περισσή δόση αυθάδειας θα πω ότι δεν με θεωρώ καθόλου διεστραμμένη, το απολύτως αντίθετο  

    Και ναι η διαστροφή είναι απολύτως στερεοτυπική.

    Όχι όμως δεν θεωρώ όλες τις διαστροφές το ίδιο. Στον πυρήνα είναι αλλά υπάρχει και κλίμακα.

    Και θεωρώ ότι όντως η διαστροφή είναι η προσπάθεια λήθης. Πολύ πετυχημένος ο τίτλος του θέματος.

    Ακόμη ένα πολύ ωραίο θέμα (έχω πολύ διάβασμα μου φαίνεται εδώ, ευτυχώς   ).
     
  8. Ο όρος "διαστροφή" έχει απαλειφθεί από τα ιατρικά εγχειρίδια. Προσωπικά τον θεωρώ απαράδεκτο, όπως και τον όρο "παρέκκλιση" που τον έχει αντικαταστήσει. Θα επέλεγα τον όρο "προτίμηση".

    Η διαστροφή έχει κατηγοριοποιηθεί στη βιβλιογραφία. Η έκφραση της διαστροφής όμως διαφέρει στον καθένα. Επομένως δεν τη θεωρώ στερεοτυπική.

    Η διαστροφή είναι η εξωτερίκευση μιάς εσωτερικής σύγκρουσης που αποφύγουμε να αντιμετωπίσουμε. Από αυτή την άποψη είναι μεν προσπάθεια λήθης, ανεπιτυχής δε.
     
  9. margarita_nikolayevna

    margarita_nikolayevna owned Contributor

    Ναι το ξέρω ότι έχει απαλειφθεί ο όρος.
    Δεν νομίζω ότι συμφωνώ όμως. Ο όρος "παρέκκλιση" ούτε εμένα μου αρέσει τόσο.
    Το σημαντικό για μένα δεν είναι να μην αποκαλέσουμε κάτι ως διαστροφή. Είναι πρώτον το να μην βιαστούμε να το κάνουμε και δεύτερον το πώς θα αντιμετωπίσουμε όχι τη διαστροφή αλλά το "φορέα" της - να το πω έτσι-.

    Διαστροφή είναι η στρέβλωση κάποιου πράγματος,το να το γυρίσουμε τούμπα, κατά κάποιον τρόπο. Το πρόβλημα είναι ότι χρησιμοποιούμε πολύ συχνά και καταχρηστικά τον όρο, τόσο που έγινε συνώνυμο της βαθιάς νοσηρότητας, του προβλήματος, της ανηθικότητας κλπ Είναι κάθε διαστροφή όλα αυτά; Όχι κατά την άποψη μου.
    Αλλά κάθε φορά που διαστρέφω κάτι, καλό θα είναι να έχω επίγνωση ότι το κάνω καθώς και γιατί το κάνω. Θα μπορούσε π.χ. να με βοηθά στο να δω καλύτερα τα πράγματα, να βιώσω πιο εις βάθος μια εμπειρία. Αυτό δεν είναι κακό. Αλλά πρέπει να ξέρω ότι πάω από την τούμπα, από την ανάποδη. Και τότε μπορεί να βοηθηθώ κιόλας.

    Και εδώ θα έρθω να επιβεβαιώσω και να συμφωνήσω (με 100 θαυμαστικά   ) στο ότι η διαστροφή είναι η εξωτερίκευση μιας εσωτερικής σύγκρουσης.
    Και ότι είναι αποτυχημένη προσπάθεια λήθης (άλλα 100 θαυμαστικά   ).

    Στερεοτυπικό θεωρώ το μηχανισμό της διαστροφής, όχι την έκφραση της, έχετε δίκιο στη διατύπωση.
    Ακόμη θεωρώ ότι με το που θα παραδεχτώ μια διαστροφή μου ή θα τη διαγνώσουν άλλοι σε μένα, θα με εντάξουν σε ένα στερεότυπο.
    Π.χ. αν πω ότι είμαι σε μια bdsm σχέση, αυτόματα πολλοί με φαντάζονται σαν ένα άτομο που φοράει μαύρα βινύλ και ρίχνει ξύλο ή τρώει. Πολλοί, όχι όλοι. Αλλά στο στερεότυπο μπήκα αρκεί να υπάρχει η κρίσιμη μάζα που θα με φανταστεί έτσι.

    Ευχαριστώ πολύ για τους διαλόγους, είναι ωραίοι  
     
  10. clarisse

    clarisse Regular Member

    Λήθη = έλλειψη αλήθειας...

    Παραπέμπω στον Μπαμπινιώτη:

    Μιλώντας για την αλήθεια, λ.χ., ας δούμε την ετυμολογική της προέλευση. Το επίθετο αληθής (απ' όπου η αλήθεια) προήλθε από το στερητικό α- και -λήθος, το («λήθη») ή την ίδια τη λέξη λήθη: α-ληθής επομένως ήταν αρχικά «αυτός που δεν μπορεί να περάσει στη λήθη, να λησμονηθεί ή να αποκρυβεί», άρα «αυτός που δεν λανθάνει, δεν υποκρύπτεται, αλλά είναι εμφανής, απτός, πραγματικός, αληθινός». Επ' ευκαιρία, ας σημειωθεί ότι η αρχαιότατη (ήδη στον Όμηρο) λέξη αληθής και αλήθεια δεν προέρχεται από την ομόρριζη λέξη λάθος, η οποία εμφανίζεται πολύ αργά (στους μεταγενέστερους χρόνους).

    http://www.lexicon.gr/keimena/et_alithia_lex.php

    Στην τυπική αλήθεια, προϋπόθεση είναι η έλλειψη αντιφατικότητας. Θυμίζει έντονα D/s, έτσι δεν είναι; 
     
  11. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Albert Fish: Η επιτομή της διαστροφής (I)


    Υπάρχουν λίγοι δολοφόνοι στην αμερικανική ιστορία, που μνημονεύονται σήμερα ως τόσο διαταραγμένοι και δαιμονικοί, όσο ο φαινομενικά ευγενής και άκακος Albert Fish. Έμοιαζε με τον αγαπημένο παππού κάθε παιδιού, αλλά πίσω από την ευγενική του όψη και τα ασημένια του μαλλιά και μουστάκι, παραφύλαγε ένα ειδεχθές τέρας, που κυνηγούσε τα μικρά και αθώα θύματά του με τα τρομακτικά «εργαλεία» του: έναν μπαλτά, ένα χασαπομάχαιρο και ένα πριόνι. Όπως ο ίδιος ομολόγησε, είχε κακοποιήσει πάνω από 400 παιδιά σε περίοδο 20 χρόνων και, όπως το διατύπωσε ένας από τους σοκαρισμένους ψυχιάτρους που το εξέτασαν «έζησε μια ζωή απαράμιλλης διαστροφής». Ο Albert Fish παραμένει ο γηραιότερος άνθρωπος που πέθανε στην ηλεκτρική καρέκλα, αν και το τέλος του ήρθε πολύ αργότερα από αυτό πολλών θυμάτων του.Μετά τη σύλληψή του, ο Fish θα έριχνε το φταίξιμο για τα εγκλήματά του στις συνθήκες της παιδικής του ηλικίας. Αν και οι πρόγονοί του είχαν αγωνιστεί στην Αμερικανική Επανάσταση, ο Fish εγκαταλείφθηκε από τους γονείς του σε μικρή ηλικία και κλείστηκε σε ορφανοτροφείο, όπου είχε και τις πρώτες του εμπειρίες από βίαιες και σαδιστικές πράξεις. Γεννήθηκε το 1870 στη Washington και αργότερα παντρεύτηκε και απέκτησε έξι παιδιά. Απέκτησε τη βασική εκπαίδευση και κυρίως εργαζόταν σε χειρωνακτικές δουλειές. Είναι πιθανό η ψύχωσή του να είχε εκδηλωθεί νωρίτερα, αν και σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός από τα παιδιά του, η περίεργη και απρόβλεπτη συμπεριφορά του δεν είχε βγει στην επιφάνεια, μέχρι τον Ιανουάριο του 1917. Εκείνη την εποχή η σύζυγός του τον εγκατέλειψε για έναν εργάτη, τον John Straube, ο οποίος νοίκιαζε ένα δωμάτιο στο σπίτι των Fish. Ο Fish επέστρεψε σπίτι του από τη δουλειά μια μέρα, και βρήκε τη γυναίκα του φευγάτη και το σπίτι άδειο από έπιπλα.

    Η κ. Fish ήταν και η ίδια κάπως περίεργη. Κάποια στιγμή επέστρεψε στον Fish, μαζί με τον Straube, και ρώτησε τον Fish αν μπορούσαν να μείνουν όλοι μαζί. Εκείνος της απάντησε ότι η ίδια ήταν ευπρόσδεκτη, όχι όμως και ο εραστής της. Εκείνη συμφώνησε και έδιωξε τον Straube, για να αποκαλυφθεί από τον Fish αργότερα ότι τον είχε εγκαταστήσει στη σοφίτα του σπιτιού!! Ο Fish της είπε ξανά ότι εκείνη μπορούσε να μείνει στο σπίτι αλλά ο Straube έπρεπε να φύγει. Τελικά έφυγαν και οι δύο και κανείς στην οικογένεια δεν ξανάκουσε γι’ αυτούς.



     
    Wisteria Cottage

    Λίγο καιρό μετά, ο Fish άρχισε να συμπεριφέρεται πολύ περίεργα. Πήγαινε συχνά με τα παιδιά του στο εξοχικό της οικογένειας, το Wisteria Cottage, στην κομητεία του Westchester στη Νέα Υόρκη, όπου τον έβλεπαν έντρομα να σκαρφαλώνει στην κορφή ενός κοντινού λόφου, να σηκώνει οργισμένος τη γροθιά του στον ουρανό και να ουρλιάζει ακατάπαυστα: «Είμαι ο Χριστός!». Ο πόνος έδειχνε να τον ευχαριστεί, είτε τον αισθανόταν ο ίδιος, είτε τον προκαλούσε σε άλλους. Εύρισκε ευχαρίστηση στο να μαστιγώνεται και να χτυπιέται με ένα κουπί. Ενθάρρυνε τόσο τα δικά του, όσο και τα παιδιά των γειτόνων να τον χτυπούν με το κουπί στους γλουτούς μέχρι να ματώσουν. Αρκετές φορές πάνω στο πλατύ μέρος του κουπιού υπήρχαν καρφιά. Επίσης είχε χώσει στο σώμα του έναν μεγάλο αριθμό από βελόνες, τις περισσότερες από αυτές στην περιοχή των γεννητικών οργάνων, και έκαιγε συνεχώς τον εαυτό του με πυρωμένα σίδερα και τσιμπίδες. Συνήθιζε να απαντά σε αγγελίες χήρων γυναικών που αναζητούσαν σύζυγο. Οι επιστολές του –46 από τις οποίες προσκομίστηκαν στο δικαστήριο ως αποδεικτικά στοιχεία- ήταν τόσο αρρωστημένες και χυδαίες, που η κατηγορούσα αρχή αρνήθηκε να τις δώσει στη δημοσιότητα. Βασικά ο Fish έγραφε στις κυρίες ότι δεν τον ενδιέφερε ο γάμος, αλλά η θέλησή τους να τον χτυπούν. Καμία από τις γυναίκες δεν δέχτηκε τις προτάσεις του.


     

    Ακτινογραφία της περιοχής των γεννητικών οργάνων του Fish. Φαίνονται καθαρά οι βελόνες .

    Τις νύχτες με πανσέληνο ο Fish, όπως κατέθεσαν αργότερα τα παιδιά του, κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες ωμού κρέατος. Με την πάροδο των χρόνων συγκέντρωσε άφθονο υλικό σχετικό με τον κανιβαλισμό και κουβαλούσε τα πιο μακάβρια άρθρα επάνω του, όπου και αν πήγαινε. Πριν ακόμα στραφεί στο φόνο, ο Fish είχε εξεταστεί από τους ψυχιάτρους του Bellevue και είχε αφεθεί ελεύθερος με τη διάγνωση «διαταραγμένος αλλά με σώας τας φρένας».

    Το πότε και που ο Fish έγινε δολοφόνος για πρώτη φορά είναι άγνωστο. Ομολόγησε έξι φόνους και αναφέρθηκε αόριστα σε δεκάδες άλλους, αν και τα θύματά του, όπως και οι ημερομηνίες και οι τοποθεσίες θανάτου τους, είχαν χαθεί στην συγκεχυμένη μνήμη του. Ομολόγησε τη δολοφονία ενός άντρα στο Wilmington του Delaware, τον ακρωτηριασμό και το βασανισμό έως θανάτου ενός διανοητικά καθυστερημένου αγοριού στη Νέα Υόρκη το 1910, τη δολοφονία ενός μαύρου αγοριού στη Washington το 1919, τη σεξουαλική κακοποίηση και τη δολοφονία του τετράχρονου William Gaffney το 1929 και τον στραγγαλισμό της πεντάχρονης Francis McDonnell στο Long Island το 1934. Από τους φόνους που πραγματοποίησε ο Fish, αυτός που έκανε τη μεγαλύτερη αίσθηση ήταν η απαγωγή και η φρικιαστική σφαγή της Grace Budd, το 1928. Η απαγωγή της οδήγησε σε ανθρωποκυνηγητό έξι χρόνων. Η αστυνομία είχε χάσει κάθε ελπίδα ότι θα διαλεύκανε ποτέ την υπόθεση, μέχρι που ένα ισχνό ίχνος, το οποίο προέκυψε από ανώνυμο γράμμα που στάλθηκε στους γονείς του θύματος, οδήγησε τους ντετέκτιβς στον Albert Fish.

    Ο Fish παρουσιάστηκε στην οικογένεια Budd με έναν τρόπο που ποτέ δεν δημιούργησε υποψίες στην οικογένεια των βιοπαλαιστών. Ο Albert Budd, ο πατέρας της Grace, κέρδιζε τα προς το ζην εργαζόμενος ως θυρωρός, αλλά αυτά που έβγαζε δεν έφθαναν για να συντηρηθεί η οικογένειά του, η οποία αποτελούταν από τον ίδιο, τη σύζυγό του Delia, τον δεκαοχτάχρονο γιο τους Edward, τον Albert Junior, τη Grace και τη μικρότερη όλων, την πεντάχρονη Beatrice. Για να βοηθήσει τον πατέρα του, ο Edward δημοσίευσε μιαν αγγελία για δουλειά, στις 27 Μαΐου του 1928, στην εφημερίδα New York World Telegram. Η αγγελία του έλεγε: «Νέος άνδρας, 18 ετών, ζητά εργασία στην περιοχή της κομητείας» και ακολουθούσε το όνομα και η διεύθυνσή του.

    Το ίδιο απόγευμα, ένας καλοντυμένος Albert Fish απάντησε στην αγγελία και εμφανίστηκε στο σπίτι των Budd, στην περιοχή Chelsea του Manhattan. Συστήθηκε ως κ. Frank Howard, αγρότης από το Long Island, ο οποίος ήταν πρόθυμος να πληρώνει $15 την εβδομάδα σε έναν φιλότιμο νεαρό εργάτη. Η οικογένεια δεν μπορούσε να πιστέψει την καλή τύχη του Edward και προσκάλεσε τον κ. Howard σπίτι της. Αφού άκουσε την περιγραφή της φάρμας, ο Edward αποδέχτηκε τη θέση και ο κ. Howard υποσχέθηκε ότι θα επέστρεφε την επόμενη εβδομάδα για να πάρει μαζί του, όχι μόνο τον Edward αλλά και το φίλο του Willie. Υπερθεμάτισε λέγοντας ότι υπήρχε αρκετή δουλειά και για τα δύο αγόρια.

    Ο Fish δεν επέστρεψε το επόμενο Σάββατο, στις 2 Ιούνη, όπως είχε υποσχεθεί, αλλά έστειλε ένα τηλεγράφημα με τη συγγνώμη του, και τελικά έφτασε τη Δευτέρα. Η οικογένεια εντυπωσιάστηκε από τους τρόπους του και τον προσκάλεσε να μείνει για φαγητό, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Fish συμπεριφέρθηκε ως παππούς στα παιδιά των Budd, μοιράζοντάς τους δωράκια και χαρτζιλίκι. Έδωσε λίγα χρήματα στον Edward και στον Willie και τους είπε ότι, αφού τακτοποιούσε μιαν υποχρέωση που είχε, θα περνούσε το βραδάκι να τους πάρει να πάνε στη φάρμα. Ύστερα είπε στους εύπιστους Budd ότι είχε μιαν έκπληξη για το μεγαλύτερο κοριτσάκι τους, τη Grace: θα την έπαιρνε μαζί του σε ένα παιδικό πάρτυ γενεθλίων, στο σπίτι της αδελφής του στη γωνία της137ης Οδού και Colombus Avenue. Οι Budd συμφώνησαν και ξεπροβόδισαν τον Fish και τη Grace, η οποία φόρεσε το άσπρο Κυριακάτικο φορεματάκι της. Τους παρακολούθησαν να ξεμακραίνουν στο δρομάκι, με τον Fish να κρατάει στοργικά την κόρη τους από το χέρι. Δεν τους πέρασε ούτε στιγμή από το μυαλό πως αυτή ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπαν ζωντανή.


     


    Η Grace Budd, με τη μητέρα της και συγγενείς, την εποχή της εξαφάνισής της.

    Όταν η Grace δεν επέστρεψε σπίτι το βράδυ, οι Budd ανησύχησαν, αλλά υπέθεσαν πως το πάρτυ είχε τραβήξει σε μάκρος και η κόρη τους κοιμόταν ασφαλής στο σπίτι της αδελφής του κ. Howard. Προσπάθησαν σκληρά να πείσουν τους εαυτούς τους γι’ αυτό, ακόμα και το επόμενο πρωί, όταν δεν εμφανίστηκε η Grace. Τελικά ο Albert Budd αποφάσισε να πάει ο ίδιος στη διεύθυνση που τους είχε αφήσει ο κ. Howard και να αναζητήσει την κόρη του. Σύντομα ανακάλυψε πως η διεύθυνση ήταν ανύπαρκτη: η Colombus έφθανε μόνο μέχρι την 109η Οδό. Έτρεξε στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα, απ’ όπου τον έστειλαν στον Γραφείο Εξαφανισθέντων Προσώπων και στον βετεράνο ντετέκτιβ William King. Οι αστυνομικοί βρήκαν την υπόθεση παράξενη και ενδιαφέρουσα ήδη από την αρχή. Δεν τους πήρε πολύ να εξακριβώσουν ότι Frank Howard, αγρότης στο Long Island δεν υπήρχε. Επίσης συνειδητοποίησαν ότι δεν είχαν κανένα στοιχείο για την πραγματική ταυτότητα του απαγωγέα. Ο άντρας είχε φροντίσει να καλύψει καλά τα ίχνη του, προνοώντας ακόμη να πάρει πίσω από τους Budd το τηλεγράφημα που τους είχε στείλει. Προφασίστηκε μια δικαιολογία για διαμαρτυρία στην Τηλεγραφική Υπηρεσία.

    Παρ’ όλα αυτά ο King και άλλα μέλη του Γραφείου άρχισαν μια μακρά και δύσκολη έρευνα για το αντίγραφο του τηλεγραφήματος. Ήταν ο μόνος σύνδεσμος που είχαν με τον απαγωγέα της Grace και τρεις υπάλληλοι του Τηλεγραφείου πέρασαν περισσότερες από 15 ώρες ψάχνοντας δεκάδες χιλιάδες αντίγραφα τηλεγραφημάτων, μαζί με τον King, πριν βρουν αυτό που είχε στείλει ο Howard. Το μόνο στοιχείο που ανακάλυψαν ήταν πως είχε σταλεί από ένα γραφείο στο Ανατολικό Χάρλεμ. Η πρώτη τους ιδέα ήταν να ψάξουν κάθε σπίτι στην περιοχή, την εγκατέλειψαν όμως ως ανεφάρμοστη. Ο King εστίασε στη συνέχεια σε έναν άλλο αδύναμο σύνδεσμο, ένα μικρό κεφάλι τυρί και ένα καφασάκι φράουλες που ο Howard είχε αγοράσει για την κ. Budd. Της είχε πει ότι ήταν φρέσκιες από τη φάρμα του. Οι αστυνομικοί χτένισαν το Ανατολικό Χάρλεμ, μέχρι που ανακάλυψαν το delicatessen απ’ όπου ο Howard είχε αγοράσει το τυρί και στη συνέχεια έναν πλανόδιο μανάβη που του είχε πουλήσει τις φράουλες. Ο μανάβης θυμόταν τον άντρα και τον περιέγραψε με λεπτομέρεια, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτε άλλο σημαντικό γι αυτόν. Και αυτό το ίχνος δεν απέδωσε περισσότερα.

    Συνεχίζεται


     


     
  12. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Η επιτομή της διαστροφής (II)

    Η εξαφάνιση της Grace Budd πυροδότησε μια έρευνα πρωτοφανή σε όλη την πόλη της Νέας Υόρκης εκείνο το φθινόπωρο, ιδίως όταν οι αστυνομικοί και η οικογένεια έδωσαν την ιστορία στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η φωτογραφία της Grace εμφανίστηκε στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων και προκάλεσε χιονοστιβάδα σχολίων και πληροφοριών από το θυμωμένο και πανικόβλητο κοινό. Χιλιάδες φυλλάδια τυπώθηκαν και στάλθηκαν σε όλα τα αστυνομικά τμήματα των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι Budd βυθίζονταν στην απελπισία καθώς όλες οι πληροφορίες που έφταναν δεν οδηγούσαν πουθενά. Δυο μήνες μετά την εξαφάνιση της Grace, ακόμα και οι πιο επίμονοι ντετέκτιβς –με εξαίρεση τον Will King– εγκατέλειψαν την υπόθεση ως αδύνατη προς επίλυση.

     

    Ένα από τα χιλιάδες φυλλάδια που μοιράστηκαν στα αστυνομικά τμήματα της Αμερικής

    Ο King ήταν ήδη θρύλος στους αστυνομικούς κύκλους της Νέας Υόρκης και ήταν ο μόνος από τους ερευνητές που δεν εγκατέλειψε κάθε ελπίδα. Δεν πέρασε ούτε μια μέρα που να μην απασχολήσει τη σκέψη του η Grace και οι συντετριμμένοι γονείς της και που να μην ασχοληθεί με την υπόθεση, ακολουθώντας ίχνη και κάνοντας τηλεφωνήματα. Δεν άφησε απολύτως καμία από τις πληροφορίες που συσσωρεύονταν στο γραφείο του χωρίς να την ελέγξει.

    Κάποια στιγμή νόμισε πως βρήκε τον άνθρωπο που αναζητούσε, στο πρόσωπο του Albert Corthell, ενός γκριζομάλλη απατεώνα και παραχαράκτη, ο οποίος κρυβόταν για να αποφύγει τη σύλληψη, επειδή είχε προσπαθήσει να απαγάγει ένα μικρό κορίτσι από ένα πρακτορείο υιοθεσιών. Ο King ακολουθούσε για μήνες τα ίχνη του Corthell, κυνηγώντας τον από πόλη σε πόλη και από πολιτεία σε πολιτεία. Τελικά τον συνέλαβε για να διαπιστώσει, γεμάτος συντριβή, ότι ο Corthell ήταν έγκλειστος σε φυλακή του Seattle όταν απήχθη η Grace.
    Ο Corthell αποδείχτηκε μία από τις δύο ισχυρές ενδείξεις που ακολούθησε ο King σε περίοδο έξι χρόνων. Ένας άλλος ύποπτος, ο Charles Edward Pope, επίσης συνελήφθη και, μάλιστα, του απαγγέλθηκε κατηγορία για την απαγωγή της Grace. Εντούτοις, η κ. Budd, βασική μάρτυρας στην υπόθεση, παραδέχτηκε στο δικαστήριο πως είχε αναγνωρίσει λάθος άνδρα. Αποδείχτηκε ότι ο Pope κατηγορήθηκε για την απαγωγή από την εκδικητική πρώην σύζυγό του και αφέθηκε ελεύθερος.


     

    Περίπου την ίδια εποχή που οι εξονυχιστικές έρευνες είχαν εστιάσει στον Corthell και τον Pope, ένας άλλος γκριζομάλλης άνδρας συνελήφθη στη Νέα Υόρκη και κατηγορήθηκε για την αποστολή χυδαίου υλικού, κυρίως επιστολών, μέσω ταχυδρομείου. Στις επιστολές ο Fish, γιατί αυτός ήταν ο άνδρας, ισχυριζόταν πως ήταν γνωστός παραγωγός ταινιών του Χόλλυγουντ και προσέφερε μεγάλα χρηματικά ποσά σε γυναίκες, προκειμένου να συμμετέχουν σε σαδομαζοχιστικά όργια μαζί του. Μετά τη σύλληψή του στάλθηκε στο ψυχιατρείο Bellevue, για παρατήρηση δέκα ημερών. Εκεί, ο συγγραφέας των επιστολών, ισχυρίστηκε πως, αν και οι φίλοι του τον γνώριζαν με το όνομα Albert, το πραγματικό του ήταν Hamilton Fish και ήταν συγγενής της συνονόματης επιφανούς οικογένειας της Νέας Υόρκης. Θα επαναλάμβανε τον ίδιο ισχυρισμό όταν συνελήφθη για την απαγωγή και το φόνο της Grace Budd, τέσσερα χρόνια αργότερα Είναι αξιοπερίεργο ότι ποτέ δεν αμφισβητήθηκε η καταγωγή του από την ευυπόληπτη αυτή οικογένεια. Ο Fish έμεινε στο Bellevue για περίπου τριάντα ημέρες, εκείνο τον χειμώνα του 1930. Ήταν ευγενικός και συνεργάσιμος και οι γιατροί τον έκριναν «έχοντα σώας τας φρένας», αν και με σεξουαλικά προβλήματα που αποδίδονταν σε παραφροσύνη λόγω γήρατος. Παρ’ όλα αυτά τον θεώρησαν άκακο και του έδωσαν εξιτήριο για να τεθεί υπό την επιτήρηση της κόρης του Άννας.

    Εν τω μεταξύ τα χρόνια περνούσαν και, παρά τις άοκνες προσπάθειες του ντετέκτιβ King, φαινόταν πως η υπόθεση της Grace Budd θα παρέμενε άλυτη. Τότε, στις 11 Νοεμβρίου του 1934, έξι χρόνια μετά την απαγωγή της, η κ. Budd λαμβάνει ένα ανυπόγραφο ανώνυμο γράμμα με το ταχυδρομείο. Ο αποστολέας ισχυριζόταν πως ήταν φίλος κάποιου που τον αποκαλούσε Καπετάνιο John Davis. Σύμφωνα με τον επιστολογράφο ο Davis ήταν ναυτικός ο οποίος, σε ένα από τα ταξίδια του στην Κίνα, και συναντώντας εκεί λιμό, γεύτηκε ανθρώπινο κρέας, κυρίως παιδιών. Η επιστολή συνέχιζε λέγοντας πως όταν ο Davis επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, είχε απαγάγει και δολοφονήσει δυο μικρά αγόρια, τα οποία μαγείρεψε και στη συνέχεια έφαγε! Μετά τον ισχυρισμό του Davis ότι το κρέας των μικρών αγοριών ήταν «καλό και τρυφερό», ο διαταραγμένος αποστολέας του γράμματος αποφάσισε να δοκιμάσει κι εκείνος. Επισκέφθηκε τους Budd και αναχώρησε με το γεύμα του, τη μικρή Grace!

     

    Grace Budd

    Η κ. Budd έκλαιγε υστερικά, καθώς η επιστολή συνέχιζε να εξιστορεί με λεπτομέρειες πως ο αποστολέας είχε οδηγήσει τη Grace σε ένα άδειο σπίτι στο Westchester της Νέας Υόρκης. Την άφησε να μαζέψει λουλούδια από τον κήπο, ενώ εκείνος γδυνόταν στο σπίτι. Την φώναξε, μετά, μέσα και όταν το μικρό κορίτσι είδε τον γκριζομάλλη ηλικιωμένο άντρα γυμνό, άρχισε να φωνάζει. Προσπάθησε να το σκάσει, έγραφε, αλλά την έπιασε, την έγδυσε και τη στραγγάλισε. Στη συνέχεια τη διαμέλισε, μαγείρεψε και έφαγε τα μικρότερα κομμάτια. Το περίεργο είναι ότι ενώ το γράμμα έβριθε ανατριχιαστικών περιγραφών, ο αποστολέας είχε καταβάλει κάθε προσπάθεια για να πείσει τη δύστυχη μάνα ότι η μικρή της δεν είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά. «Πέθανε παρθένα», την καθησύχαζε.

    Μετά την τρομακτική επιστολή, οι ερευνητές έπιασαν πάλι δουλειά, σηκώνοντας κάθε πέτρα προκειμένου να ανακαλύψουν το τέρας που την είχε γράψει. Και πάλι επικεφαλής των ερευνών τέθηκε ο ντετέκτιβ King ο οποίος, δύο χρόνια νωρίτερα, είχε αναβάλει τη συνταξιοδότησή του, προκειμένου να συνεχίσει να εργάζεται στην υπόθεση Grace Budd. Ο King συνέκρινε αμέσως τον γραφικό χαρακτήρα στην επιστολή με εκείνον του Howard από το αρχικό τηλεγράφημα στους Budd: ήταν ο ίδιος. Ο Howard και ο συγγραφέας της επιστολής ήταν, χωρίς καμία αμφιβολία, το ίδιο πρόσωπο. Ο King χρησιμοποίησε μικροσκόπιο και ανακάλυψε ένα δυσδιάκριτο υδατογράφημα στο πτερύγιο του φακέλου της επιστολής. Η εξέταση έδειξε πως επρόκειτο για τα αρχικά Τ.Α.Ι.Ο.Ν.Υ. και μια γρήγορη έρευνα στον τηλεφωνικό κατάλογο της Νέας Υόρκης απέδειξε πως ήταν το Ταμείο Αρωγής Ιδιωτικών Οδηγών Νέας Υόρκης, με γραφεία στον αριθμό 627 της Λεωφόρου Lexington. Το Ταμείο άνοιξε ευχαρίστως τις πόρτες και τα αρχεία του στον ντετέκτιβ King, ο οποίος πέρασε ατελείωτες ώρες διαβάζοντας αρχεία και συγκρίνοντας γραφικούς χαρακτήρες, από τα 400 μέλη τους. Δυστυχώς, όμως, δεν βρήκε τίποτα που να ταιριάζει. Απτόητος, κάλεσε όλα τα μέλη μαζί και τους μίλησε ζωηρά. Έκανε έκκληση για οποιαδήποτε πληροφορία απέβαινε χρήσιμη για την επίλυση της υπόθεσης. Υποσχέθηκε ατιμωρησία για όποιον είχε κλέψει γραφική ύλη από το ταμείο. Το μόνο που ήθελε ήταν να συλλάβει τον σαδιστή δολοφόνο παιδιών.


     


    O Albert Fish σε αστυνομική φωτογραφία από παλαιότερη σύλληψή του

    Μετά τη δραματική του έκκληση στους αυτοκινητιστές, ο King αποτραβήχτηκε σε ένα γραφείο του Ταμείου, ελπίζοντας τα λόγια του να βρουν ανταπόκριση. Λίγα λεπτά αργότερα ένας απερίγραπτος τύπος με στολή οδηγού, ο Lee Sicowski, χτύπησε την πόρτα. Είπε στον King ότι συνήθιζε να παίρνει επιστολόχαρτα και φακέλους από το ταμείο και να τα χρησιμοποιεί. Είπε ότι είχε αφήσει αρκετά αχρησιμοποίητα σε ένα δωμάτιο που έμενε στον αρ. 622 της Lexington. Αστυνομικοί όρμησαν στα ενοικιαζόμενα δωμάτια της διεύθυνσης αυτής, αλλά δεν βρήκαν τίποτα. Ο King πίεσε τον Sicowski να θυμηθεί οποιοδήποτε άλλο μέρος στο οποίο θα μπορούσε να είχε αφήσει επιστολόχαρτα και φακέλους. Ο Sicowski θυμήθηκε ότι είχε μείνει για μικρό διάστημα σε ένα φτηνό οικοτροφείο στον αρ. 200 της 52ης Οδού. Ίσως να είχε αφήσει μερικά και εκεί.

    Η διεύθυνση αποδείχτηκε πως ήταν ένα καταγώγιο στο οποίο, όμως, οι ντετέκτιβς χτύπησαν φλέβα χρυσού. Η σπιτονοικοκυρά, η κ. Frieda Schneider, είπε ότι στο παλιό δωμάτιο του Sicowski έμενε τώρα ένας άνδρας, η περιγραφή του οποίου ταίριαζε στον Frank Howard. Το όνομά του ήταν Albert Fish. Ο King εξέτασε ενδελεχώς την υπογραφή του στο βιβλίο ενοικιαστών και βεβαιώθηκε πως ο γραφικός του χαρακτήρας ήταν ίδιος με εκείνον του επιστολογράφου. Όμως ο Fish είχε πρόσφατα εγκαταλείψει το οικοτροφείο. Η σπιτονοικοκυρά δήλωσε πως επέστρεφε για να παραλαβάνει μια μηνιαία επιταγή που ένας από τους γιους του έστελνε με το ταχυδρομείο σε αυτή τη διεύθυνση. Για τον King μερικές, ακόμη, εβδομάδες αναμονής δεν ήταν τίποτα. Έτσι έπιασε δωμάτιο στο οικοτροφείο, στην κορυφή της σκάλας, απ’ όπου μπορούσε να ελέγχει την είσοδο και τους διαδρόμους.

     

    O Will King συλλαμβάνει τον Albert Fish

    Χρειάστηκε να περιμένει μόνο τρεις ημέρες και ύστερα, στις 13 Δεκεμβρίου του 1934, ο King δέχτηκε ένα επείγον τηλεφώνημα από το οικοτροφείο, το οποίο είχε αφήσει για να πεταχτεί μέχρι το αστυνομικό τμήμα και να ρίξει μια ματιά στα έγγραφά του. Στο τηλέφωνο ήταν η σπιτονοικοκυρά, η οποία του είπε ότι ο Fish είχε επιστρέψει. Όταν έφτασε εκεί, η κ. Schneider τον περίμενε στην πόρτα. Του είπε ότι ο Fish είχε φτάσει πριν μισή ώρα και, προκειμένου να τον καθυστερήσει μέχρι να έρθει ο King, του είχε προσφέρει τσάι και τον είχε προσκαλέσει να καθήσει. Προσπαθώντας να παραμείνει ήρεμος ο King τράβηξε το ρεβόλβερ του και μπήκε στο δωμάτιο όπου καθόταν ο Fish. Αυτό που αντίκρισε ήταν ένα άκακο γεροντάκι με γκρίζα μαλλιά και μουστάκι και γαλανά, ξεθωριασμένα μάτια, που ρούφαγε τσάι από ένα φλυτζάνι. Ο King έδωσε τα στοιχεία του και ο Fish δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια να κρύψει τα δικά του. Στη συνέχεια ο King του ζήτησε να τον ακολουθήσει στο αστυνομικό τμήμα για να τον ανακρίνουν. Τα έχασε όταν, τότε, το φαινομενικά αθώο γεροντάκι, έβγαλε από την τσέπη του ένα ξυράφι και χίμηξε κατά πάνω του. Ο χειροδύναμος ντετέκτιβ έπιασε τον Fish από τον καρπό και του τον έστριψε μέχρι που το ξυράφι έπεσε στο πάτωμα. Πέρασε χειροπέδες στον ηλικιωμένο άντρα και τον έψαξε. Με τρόμο διαπίστωσε ότι οι τσέπες του ήταν γεμάτες με κοφτερά μαχαίρια και ξυράφια. Στη συνέχεια, γύρισε τον άντρα προς το μέρος του και κοίταξε επίμονα το σταφιδιασμένο του πρόσωπο. «Σε έχω!», είπε θριαμβευτικά ο King, βάζοντας έτσι τέλος σε ένα ανθρωποκυνηγητό έξι χρόνων.


    Συνεχίζεται