Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. brenda

    brenda FU very much

     

    Κατερίνα Γώγου
     
  2. brenda

    brenda FU very much

    Από τις εξομολογήσεις του Ματθία Χ.
    13


    Όσο για την Κιβωτό, (απλή συνωνυμία), είχε πάντα
    κακή φήμη στην πόλη. Μαζεύονταν ρουφιάνοι, αργυραμοιβοί,
    λογίς γουρούνια – και μπορούσες να τραγουδήσεις οτιδήποτε
    χωρίς ν’ ακουστείς, αφού είχες ξεγράψει τον εαυτό σου
    και μας σκέπαζε σιγά σιγά η λήθη μιας τρίτης ζωής –
    εκεί στο βάθος γελούσαν με τ’ αστείο μου πρόσωπο
    κι εγώ τους κοίταζα καλά πριν πεθάνω,
    η υπηρέτρια ανέβαινε κάθε τόσο να κρυφακούσει, κι αργότερα
    όταν ξεπέσαμε, γράφαμε γράμματα παρακλητικά,
    «ίσως, όμως, και να μ’ αγαπούν», σκεφτόμουν, γιατί στην
    κουζίνα φούσκωνε κιόλας, μουρμουρίζοντας, το γάλα
    και τότε, από ευγνωμοσύνη, γίνομαι μια τρύπα στο πάτωμα
    που ξαναδίνει πίσω όλες τις εξαφανισμένες δεκάρες
    κι οι περαστικοί απορούν από πού έρχεται αυτή η υπέροχη
    ησυχία
    καθώς κλείνω τα μάτια στο έγκλημά τους.

    Καμιά φορά, μάλιστα, ζηλεύω τις ωραίες ιστορίες των
    άλλων,
    αλλά η δική μου έχει το πλεονέκτημα ότι είμαι κι εγώ
    εκεί –
    είναι ένα αληθινό μυστήριο.


    Τάσος Λειβαδίτης
    Από την ποιητική συλλογή «ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ» 1978
     
  3. brenda

    brenda FU very much

    Το φανάρι του Διογένη - Νικόλας Άσιμος

    Είπα κι εγώ ν αλλάξω ζωή,
    ν αρχίσω καινούργιο παιχνίδι.
    Το ξερα πριν κρατούσα γυμνή
    κι αγνή την καρδιά στο λεπίδι.
    Και δεν την είδα την πρώτη ελπίδα,
    να γίνει σπέρμα, να σαρκωθεί.

    Στο Φανάρι του Διογένη
    κάθεται ένας νιος και περιμένει...
    Μην το γκρεμίσουν,
    κι ας τον νομίσουν φονιά
    που χει τόσο ευαίσθητη καρδιά.
    Πια δεν γυρνάνε τα χρόνια πίσω, βοριά.
    Νιε μου, το φανάρι δεν 'φελά.

    Έτσι κι εγώ θα ψάξω να βρω,
    βουνίν, φορεσιάν και ντουφέτσι,
    με δίχως θυμόν και δίχως μιλιάν,
    ταφήν να πληρώσω του κλέφτη.
    Των δεσποτάδων, κυβερνητάδων,
    χοντροτζεπάδων και δικαστών.

    Άλλος μασάει, κι άλλος σωπαίνει.
    Κι ο σκυφτός λαός να περιμένει...
    Για τα δεσμά μας, δεν φταίει πάντα η σκλαβιά,
    μα η υποταγμένη μας καρδιά.
    Μ ένα φανάρι ξαναγυρνάς τις νυχτιές,
    ψάχνεις για ανυπόταχτες ματιές.

     
  4. Annabel Lee
    Edgar Allan Poe

    It was many and many a year ago,
    In a kingdom by the sea,
    That a maiden there lived whom you may know
    By the name of Annabel Lee;
    And this maiden she lived with no other thought
    Than to love and be loved by me.

    I was a child and she was a child,
    In this kingdom by the sea,
    But we loved with a love that was more than love—
    I and my Annabel Lee—
    With a love that the wingèd seraphs of Heaven
    Coveted her and me.

    And this was the reason that, long ago,
    In this kingdom by the sea,
    A wind blew out of a cloud, chilling
    My beautiful Annabel Lee;
    So that her highborn kinsmen came
    And bore her away from me,
    To shut her up in a sepulchre
    In this kingdom by the sea.

    The angels, not half so happy in Heaven,
    Went envying her and me—
    Yes!—that was the reason (as all men know,
    In this kingdom by the sea)
    That the wind came out of the cloud by night,
    Chilling and killing my Annabel Lee.

    But our love it was stronger by far than the love
    Of those who were older than we—
    Of many far wiser than we—
    And neither the angels in Heaven above
    Nor the demons down under the sea
    Can ever dissever my soul from the soul
    Of the beautiful Annabel Lee;

    For the moon never beams, without bringing me dreams
    Of the beautiful Annabel Lee;
    And the stars never rise, but I feel the bright eyes
    Of the beautiful Annabel Lee;
    And so, all the night-tide, I lie down by the side
    Of my darling—my darling—my life and my bride,
    In her sepulchre there by the sea—
    In her tomb by the sounding sea..

    σ εσένα.
     
  5. libra

    libra Regular Member

    Σ ευχαριστώ
     
  6. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ελεύθερη συνοικία

    Έβαλα το πηλίκιο μου στο κλουβί
    και βγήκα με το πουλί στο κεφάλι
    Λοιπόν;
    δε χαιρετάνε πια;
    ρώτησε ο διοικητής
    Όχι
    δε χαιρετάνε πια
    απάντησε το πουλί
    Α, καλά
    συγχωρήστε με
    νόμιζα πως χαιρετάνε
    είπε ο διοικητής
    Συγχωρεμένος, κάθε άνθρωπος μπορεί να κάνει λάθος
    είπε το πουλί.

    ( Jacques Prévert )
     
  7. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Η στιγμή

    Οι μάσκες άρχισαν να υποχωρούν
    τώρα τα πρόσωπα φωτίζονται από ρυτίδες
    κι η αντοχή εγκλωβίστηκε σε δωμάτια μπαρόκ.
    Στο μεταξύ το βιβλίο της ζωής
    γεμίζει από παρανθέσεις
    ( όλη η ζωή μια παρένθεση χωρίς υπόθεση )
    κι οι πρώτες πασχαλιές μια περιφρόνηση
    από τα πολλά σκουπίδια
    τα στοιβαγμένα μπροστά στις πόρτες μας
    κι οι μαργαρίτες μια διαμαρτυρία.

    Αυτά τα βλέπεις κάθε πρωί
    που λογαριάζεις τη μέρα αλλιώς
    ενώ εκείνη έχει τις δικές της αρχές
    κι εσένα σ' αφήνει να μετράς τις ώρες της
    μήπως κι απομονώσεις μια Στιγμή
    που χρόνια παζαρεύεις στα βιβλία,
    ακόμη και σε γιορτές και σ' επετείους
    σ' όλες τις αργίες που μυρίζουν ξεκούραση
    εσύ κυνηγάς δύσκολους ουρανούς:
    η κρυφή γοητεία της αλήθειας.

    ( Γιώργος Γκανέλης )
     
  8. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Σταμάτης, πίνοντας κονιάκ στο κρύο του ύπνου καφενείο

    Από που ερχόμουνα. Ούτε θυμάμαι.
    Όμως ακόμη τώρα το φώς σφαγμένο, σοβάδες ώχρας και κομμάτια.
    Ὡς συνήθως έβρεχε, χαράματα. Περπατούσα μόνος, σε πόλη,
    σε πόλη τόσο ξένα φιλική, προς μαγαζιά κλειστά κι ερήμωση των ΚΤΕΛ
    στης Καλαμάτας το ποτάμι.
    Μπήκα, ούτε και ξέρω πώς, στο άδειο καφενείο, κι εκεί στο βάθος
    μακρινός, μέσα στην ώχρα των καπνών γκρίζος και λερωμένος καθότανε.
    Κι όπως έκανα να τρέξω. Με βλέμμα πέτρινο σκληρό
    «μην έρθεις» μου έκανε, «πες μου πρώτα ένα τραγούδι»
    « ποιό θες μωρὲ Σταμάτη», τραύλισα, κι εκείνος σφύριξε
    «Όλα τα πουλάκια κι αμάν αμάν» κι όπως αρχίνισα
    πρόλαβα κι είδα το ποτήρι του κρύσταλλο κολονάτο
    γεμάτο ως απάνω μαύρο ποτό αίμα κι όπως αρχίνισα
    τον έφαγαν, τον χώνεψαν η ώχρα κι ο καπνός.

    ( Δημήτρης Κοσμόπουλος )
     
    Last edited: 31 Μαϊου 2015
  9. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Χιόνι

    Χιόνι σεντόνι τρυφερό για του φιδιού τον ύπνο.
    Χιόνι και πένθιμο σκυλί βραχνός προφήτης.
    Με νύχια παγωμένα ο λύκος κρύβεται.
    Με φόβο οι ζωντανοί την πόρτα κλείνουν.
    Κοιτάς απ’ το παράθυρο: Καπνίζουν τα πηγάδια.
    Χιόνι· κι ανάψαν τη φωτιά στον κάτω κόσμο.
    Ο κυνηγός στο πέρασμα το σπίρτο πίνει.
    Τον λύκο, που εχύμηξε πίσω του, δεν τον βλέπει.
    Νύχτα με πένθιμο σκυλί στον σάπιο φράχτη.
    Κι οι πεθαμένοι ακούν· και περιμένουν.

    ( Χρήστος Μπράβος )
     
  10. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Να με αφήσεις ήσυχο

    Σταμάτα να έρχεσαι στον τάφο μου.
    Λουλούδια πάνω μου δε θέλω.
    Και πρόσεξε:
    το στήθος σου καθώς σκύβεις
    ακουμπά την πλάκα μου.
    Μπήκα εδώ να ησυχάσω.

    ( Χρήστος Λάσκαρης )
     
    Last edited: 31 Μαϊου 2015
  11. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Tα χαμένα ποιήματα

    Παραλίγο να χάσω 2 ποιήματα.
    Για μέρες το χαρτί είχε εξαφανιστεί.
    Όμως ευτυχώς το βρήκα.
    Τα καημένα θα χανόντουσαν για πάντα.
    Όμως κι εγώ μια μέρα θα σβήσω
    κι αυτά θα ξεχαστούν.
    Γιατί εγώ είμαι το καράβι
    κι αυτά είναι οι επιβάτες.

    ( Κώστας Ριτσώνης )
     
    Last edited: 31 Μαϊου 2015
  12. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Καρπάθια Όρη

    Τι γίνεται όταν με τα χρόνια σε νεκρώνουν όλοι.
    Των άλλων τα λακτίσματα, τάχα μια λάμψη μες στο νου
    κι ένας λυγμός στ’ άδεια δωμάτια σε αποπαίρνει.

    Χιόνι λεπτό, φαρμακεροί εναγκαλισμοί
    προς τις εξόδους των μεγάλων δρόμων έρπεις.
    Παγώνεις με την άνοιξη, το φως της σε ταλαιπωρεί
    κι η πόλη σου είναι ξένη.

    Με ρίζες, σκέψη και καρδιά παλιά,
    ανήκοντας σ’ όλη τη γη, φτωχός κι αδέσποτος
    στα παγωμένα δάση του ουρανού πεθαίνεις.

    ( Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου )
     
    Last edited: 2 Ιουνίου 2015