Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Δεσποινίς έμπνευση

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος íɑʍ_Monkeץ, στις 1 Οκτωβρίου 2015.

Tags:
  1. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    by ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ

     

    Έλα κοντά μου δεσποινίς
    να ψαύσω τις μασχάλες σου.
    Να φάμε μέλι φρυγανιά
    τα πρωινά μας χούγια.
    Να μας βγάλουν βούκινο
    τα βούκινα. Κόκκινους
    πορφυρούς και λερωμένους.
    Έλα κοντά μου δεσποινίς
    στην αγορά και στα σεντόνια
    των πολλών. Στα βλέμματα
    στα μαγαζιά να σου ψωνίσω
    αγάπη, να σου ψωνίσω υγρά
    της μετρητοίς, ανδρών επιφανών
    αιμοδιψή αγκομαχητά, να σου
    ψωνίσω άπαντα αυτοκτόνων
    γλυκασμούς χάπια για τα νεφρά
    λάβδανο για τις Μούσες.
    Έλα κοντά μου δεσποινίς
    να σου γνωρίσω σκύλους
    αρχισυντάκτες, έπεα πτερόεντα
    μανούλες δίχως δόντια.
    Έλα κοντά μου βυζαρού αγέρωχη
    δεσποινίς αχόρταγη έμπνευση
    να σου γνωρίσω τον κόσμο
    να σου μάθω τη λάσπη
    να νιώσω σπουδαίος εραστής
    ως τα τρίσβαθα. Όλο γλώσσα
    αγρύπνια και πάθη. Να είναι
    αιωνίως Αύγουστος.
    Αιωνίως μπήχτης.
    Το λιοπύρι εκεί κάτω.
    Ω δεσποινίς μου ψωμί ζυμωτό
    θα σε φάω ολόκληρη μέχρι να σκάσω.
    Όλο θαύματα κάνοντας
    καυλωμένα ποιήματα γράφοντας
    ώσπου ν’ αγιάσω.
     
  2. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Σαρακοστή του θέρους

    Θυμάται ο τρυφερός μαστός, ο αγιογδύτης
    τη λύσσα που άφηνε ο Ιούλης στα μελίγγια
    το σκύλο το λαιμό, πλεξούδα, βούκινο
    τη γλώσσα
    ν’ αχνίζει θρίαμβο νεωκόρου
    αστροφεγγιά
    οι βδέλλες να μην ακούν το απεταξάμην
    κι η λέξη ολετήρας ολομόναχη
    κι η λέξη Ουλάν Μπατόρ να χύνεται απ’ τους χάρτες
    να στάζει εκεί μεσάνυχτα απ’ τα σπλάχνα ο αχινός
    λιώμα τα κόκαλα
    τ’ αεροπλανοφόρα,
    οι μπάντες
    τ’ αγριολίθαρα,
    τα ματωμένα χείλη.
    Οι κένταυροι φρενοβλαβείς
    να σέρνουνε καθρέφτες μες τ’ αλώνια
    γέροντες φαλακροί να αλυχτούν
    καπνίζοντας μες το στριφτό τις μαύρες ψείρες.
    Και να θυμάται ο τρυφερός μαστός
    να έχει μνήμη αντίδωρο της κοσμοχαλασιάς
    να έχει ρόγα ορθή μες τις κερήθρες.
    Κι εμείς τα μελισσάκια
    τη γύρη ν’ αποθέτουμε
    στις άσπιλες παρθένες κλειτορίδες.
     
  3. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Ζώνη αγνότητας

     

    Ο ποιητής αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη των ποιημάτων του και βεβαίως όχι την ποινική. Την ποινική ευθύνη έχει ο αναγνώστης, που με το αθώον ή το ένοχον της ματιάς του θα κάνει προσθαφαιρέσεις για να βγάλει αποτέλεσμα. Κάθε πράξη μας θέλουμε να έχει αποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα της συγγραφής είναι η ανάγνωση. Και το αποτέλεσμα της ανάγνωσης είναι η πράξη. Χωρίς πράξη η λογοτεχνία βουλιάζει και γκρεμίζεται. Και στο δρόμο που δεν έχει γλώσσα δική του δε δίνει φωνή. Κι όταν ο δρόμος της ευχαρίστησης και της ζωής δεν έχει φωνή είναι αδιέξοδος. Ένας στείρος και ιδιότροπος γέρος που του φτάνει η ακαδημία και το προζάκ. Και εδώ βεβαίως ένα ανήθικο σύστημα δεν αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη των πράξεών του. Και ο κύριος Κλίκας για να είναι ηγέτης, αρχηγός, πρωθυπουργός, θεόπαιδο παρά το θεώ κάνει γαργάρα μιαν ομολογουμένως πολιτική δολοφονία. Και οι συν αυτώ Αγιατολαχ δεν ψελλίζουν τίποτε για το φόνο. Για τους φασίστες που περιμένουν τους ποιητές στη γωνία. Για τους φασίστες που ακονίζουν τις ξιφολόγχες τους στα κόκκαλα των κομουνιστών.
     
  4. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Το τέλος του κόσμου

     

    Πίεζε με δύναμη το σφουγγάρι στο μαυροπίνακα. Με μανία. Σχεδόν τον ροκάνιζε, τον έτριβε, τον έσκαβε. Προσπαθούσε να αφανίσει κάθε ίχνος απ’ τον τεράστιο ζωγραφισμένο φαλλό. Απ’ τη μονοκοντυλιά που σκάρωσε λίγο πριν στο διάλειμμα. Μια τεράστια φοβερή ψωλή. Ένα τρομερό πέος που καιροφυλαχτούσε. Που κοιτούσε λοξά στον ουρανό. Τεράστιο κι επικίνδυνο. Έτοιμο να τρομάξει τον εχθρό. Έτοιμο να συγκλονίσει την επικράτεια. Χαραγμένο δίπλα στο γάμο της Κανά. Πάνω σε μια θερμοδυναμική εξίσωση. Δίπλα στις καμπύλες προσφοράς και ζήτησης. Κάτω απ’ το βλέμμα του Ιησού. Ο καθηγητής των θρησκευτικών, έστρεψε ελαφρώς αριστερά, κοιτώντας την αποκαθήλωση του φαλλού. Η μαθήτρια πίεζε με δύναμη το σφουγγάρι στο μαυροπίνακα. Με μανία.


     
  5. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Γιαούρτι με μέλι

     

    Είναι σα να της τράβηξε τη φούστα και να την άφησε γυμνή. Τα χέρια του, τα μακριά δάχτυλα, οι τριχωτές αρθρώσεις του είναι που πέρασαν από πάνω της, από μέσα της, την προηγούμενη νύχτα. Αφήνει τις διαστροφές του να ξεπηδήσουν, να κάνουν την εμφάνισή τους για να φανούν ακόμα πιο δελεαστικές. Αφήνει κραυγές πόνου και ηδονής στις λευκές σελίδες με τα τυπογραφικά στοιχεία και κάποιοι αναγνώστες υποψιάζονται πως ο κύριος αυτός, αγαπάει την ανθρωπότητα και την αγαπάει τόσο πολύ σα να ’ναι η ίδια της η μάνα που την κουβαλά εννιά μήνες μεσ’ τα σπλάχνα της. Το γέλιο, η αμαρτία, η περηφάνια, η τρέλα, όλα θα παρελάσουνε απ’ το γραφείο του. Όλα αυτά τα ασήμαντα φυσικά φαινόμενα που κρύβουν μέσα τους κάποιο μυστήριο. Αυτός ο κύριος προσπαθεί να μιμηθεί τον τυραγνισμένο μορφασμό των ανθρώπων. Γράφει πως η μέρα είναι ένα κοριτσάκι που κλείνει στις λεπτές τουλίπες του ένα δαίμονα. Πατήστε όσα σκουλήκια θέλετε, φωνάζει. Από σκουλήκια θα πάτε. Ο άνθρωπος αυτός περπατάει με το κεφάλι και σκέφτεται με τα πόδια. Ζει με την αδιάκοπη τάση να τα γυρίζει όλα στο γελοίο. Γιατί η καταγραφή είναι η πιο σφοδρή γελοιότητα. Κάποιες φορές πετιέται στον ύπνο του από ανεξήγητες αντιφάσεις. Κάθεται στο πάτωμα της κουζίνας τρώγοντας γιαούρτι με μέλι υπό το φως του ψυγείου.
     
  6. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Ο μαγικός κόσμος των παιχνιδιών

     

    Οι τόσες χιλιάδες εργάτριες του σεξ, όλες αυτές οι μαντάμ Κιουρί του ερωτισμού της μιας ώρας, που κατευθύνουν τον ανδρισμό στη σπερματέγχυση, θα μεταμορφωθούν κάποτε σε κοτσύφια και πρωινές ηλιαχτίδες. Θα γίνουν μητέρες δαιμόνων, πολεμιστών, ιερέων. Το πρωί θα ψωνίζουν γάλα, ψωμί, κρουασάν και το βράδυ θα μαθαίνουν το αστρικό σύστημα. Όμορφες, νευρικές με τα μεγάλα μαύρα τους μάτια θα σκεπάζουν τον εραστή τους. Θα σκέφτονται τις τόσες γυμνούλες υπάρξεις που άφησαν πίσω ολομόναχες, στον παγκόσμιο ερωτικό καταυλισμό. Το φόβο που φούσκωνε σαν παλίρροια μέσα τους.
     
  7. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Άνθρωποι με μαύρα ρούχα

     


    Δεν υπάρχει πλέον μόδα. Μόδα σήμερα είναι η έλλειψη στυλ. Αν διαθέτεις κάποιο στυλ είσαι αναχρονιστικός και παλαιομοδίτικης. Όπως εγώ για παράδειγμα, που φοράω χρόνια τώρα μαύρα ρούχα. Από ευκολία ή από κάτι απροσδιόριστο, ίσως και ανερμήνευτο παιδικό τραύμα. Βεβαίως η πρώτη αντίδραση όσων συνειδητοποιούν γύρω μου πως φοράω διαρκώς μαύρα, είναι να με ρωτήσουν αν έχω πένθος. Η δεύτερη αντίδραση είναι συνήθως μια επαναλαμβανόμενη νουθεσία. Ρωτούν και ξαναρωτούν γιατί φορώ μόνο μαύρα ενώ υπάρχουν τόσα χρώματα και τόσα σχέδια. Στο τέλος συμβιβάζονται με την εικόνα μου και τα μαύρα μου ρούχα. Κι όταν τυχαίνει κάπου κάπου να φορώ μιαν απόχρωση του μαύρου ή ένα πιο ανοιχτό χρώμα, αμέσως το σχολιάζουν και το παρατηρούν. Και μάλιστα με ψέγουν για την ενδυματολογική μου παρέκκλιση. Και φαίνεται κάπως σα να τους έχω προδώσει. Σα να βάζω νερό στο κρασί μου. Και σα να γλιστρά λίγο λίγο ο χαρακτήρας μου σε κακοτοπιές και συμβιβασμούς. Σα να μουτζουρώνω την πρώτη εικόνα που είχαν για μένα και σαν να μπασταρδεύω κάπως ύπουλα το παλιομοδίτικο και αναχρονιστικό μου στυλ, που με χαρακτηρίζει και με ταξινομεί στο αρχείο: Άνθρωποι με μαύρα ρούχα.
     
  8. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Στα δάχτυλά της

     

    Βρέθηκα σ’ ένα χολ όπου το πράσινο χρώμα των τοίχων έδινε την εντύπωση ενυδρείου. Όλα εκεί μέσα ήταν σταματημένα, συγκρατημένα μέσα στον απογευματινό λήθαργο. Τη σκληρή αντηλιά έκοβαν κουρτίνες που τις συγκρατούσαν πιάστρες στολισμένες με φούντες. Ένας αχνιστός αέρας ερχόταν από κοντινούς ή απόμακρους χυμούς της πόλης. Ζεστός, ώριμος και λίγο σάπιος. Τα απογεύματα του καλοκαιριού κρύβουν μια μαγεία που είναι αφόρητο να υποφέρεις μόνος. Μυρουδιές από κλειστές ντουλάπες, μηχανές, υφάσματα και κορμιά ανθρώπων. Κραυγές ανάστατες, αναπνοές ή ψίθυροι. Προχώρησα στο δωμάτιο και τη βρήκα ολόγυμνη στο κρεβάτι, σαν να είχε βγει από κάποιο λουτρό, υγρή παρουσία. Ιδρώτας και άρωμα μαζί. Τα μόνα φάρμακα στην πλήξη. Της άρεσε ο αιφνιδιασμός. Να χουφτώνω τα βυζιά της ή να εξερευνώ κάποια εσοχή της κι εκείνη ανέμελη να απλώνει τα χέρια ή να τεντώνει το λαιμό. Μ’ άφηνε να γλιστρώ αιφνιδίως ανάμεσα στα σκέλια της και μ’ άρπαζε με τα δόντια της δαγκώνοντάς με. Άλλοτε μ’ άφηνε να της φιλώ τα πόδια στις πατούσες ή να την καθίζω διχαλωτά επάνω στους μηρούς, πιπιλίζοντας τρυφερά τις ρόγες της σαν βρέφος. Άλλοτε πάλι έμενε ξαπλωμένη ολόγυμνη στο κρεβάτι με τα μάτια της κλειστά. Έβαζε το χέρι της ανάμεσα στα σκέλη και με τα δάχτυλά της έπαιζε τις χορδές της φοβερής άρπας. Πότε πότε με ζητούσε ξανά και μοιάζαμε έτσι, σαν μια μικρή ορχήστρα δωματίου. Το δέρμα της εξαίσιο και σχεδόν λιποθυμικό μ’ αυτή την έλξη και την αίσθηση που δίνει στα δάχτυλα των ανδρών την επιθυμία στραγγαλισμού ή άλλες παρόμοιες λαχτάρες. Ναι, η σύντομη συνουσία μας δεν ήταν παρά μια μικρή καλοκαιρινή συνωμοσία. Ενίοτε συλλογίζομαι πως μόνο ο έρωτας θα μπορούσε να σώσει τον κόσμο. Κι ο θεός αν υπήρχε θα ήταν υποδουλωμένος πλήρως σ’ αυτόν. Ανίκανος για θαύματα και παραδείσους. Αλλά πως θα γίνει αυτό; Από πού και πώς; Δεν ξέρω. Αν ήξερα θα ήμουν ήδη ένας θαυματοποιός, ενώ δεν είμαι παρά ένας σκευωρός γι’ αυτούς που σκέφτονται στα σκοτεινά. Ένας ταχυδακτυλουργός γι’ αυτούς που τους αρέσουν τα παιχνίδια.
     
  9. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Εργένης

    Είναι ένα διαβολεμένο θηλυκό. Είναι πωρωμένη. Είναι άγρυπνη. Ανυπόμονη. Καμιά φορά όταν μεθάω, νομίζω πως θέλω να εμφανιστώ μπροστά της ντυμένος μελισσοκόμος. Μ’ αυτή τη στολή αστροναύτη των αγρών και μ’ αυτό το καπέλο που είναι σαν κράνος, με το πλέγμα που σκεπάζει ως κάτω το πρόσωπο και τα μακριά χοντρά γάντια. Θα ’θελα να της χτυπήσω την πόρτα και μόλις ανοίξει να της αμολήσω μια κυψέλη μέλισσες μέσα στο σπίτι. Ένα τσούρμο αχόρταγες υπάρξεις. Λόχμες, κεντριά, υπεροψία. Να τη ρουφήξουν. Τη γύρη της, τους ψίθυρους της και τις κραυγές της. Άλλοτε πάλι κάθομαι ήσυχος στ’ αυγά μου και δε σκέφτομαι τίποτε. Κατεβάζω τα πόδια μου απ’ το τραπέζι στο πάτωμα και ετοιμάζω το φαγητό. Η κυριότερη αντίρρηση για τον τρόπο που ζει ο εργένης είναι που τρώει μόνος του. Τρώγοντας μόνος σου γίνεσαι εύκολα σκληρός και ωμός. Γράφεις τα πιο άγρια ποιήματα και βλέπεις τα πιο παράδοξα όνειρα. Χθες το βράδυ είδα στ’ όνειρό μου πως αυτοκτόνησα μ’ ένα τουφέκι. Σαν έπεσε η τουφεκιά δεν ξύπνησα, παρά μόνον είδα τον εαυτό μου χάμω στο πάτωμα, μόνο κι απαρηγόρητο χωρίς αυτήν. Τότε μόνο ξύπνησα.
     
  10. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Παιδαγωγικό ποίημα

     

    Στη μικρή πόλη όπου υπηρετούσα όλα σχεδόν ήταν απαγορευμένα. Οι απαγορεύσεις ήταν ο κανών. Δεν μπορούσα να πάω με το ποδήλατο στη δουλειά ή να γλείφω στο δρόμο ένα παγωτό. Καθετί γινόταν κρυφά με προφυλάξεις. Μονάχα η απαγόρευση ήταν μεγαλοπρεπώς φανερή και η τιμωρία. Κάποτε που είχα τις μαύρες μου θέλησα να αγοράσω ένα σκυλάκι για παρέα αλλά επειδή κόστιζε αρκετά άλλαξα γνώμη και προτίμησα βιβλία και δίσκους. Μου έμεινε όμως το λουράκι. Αυτό το λουράκι λοιπόν μου χρησίμευε για να τρομοκρατώ τους μαθητές μου. Ήταν αρκετά ακριβό εξάλλου. Αληθινό δέρμα.
     
  11. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Κυβιστικό γυναικείο πορτραίτο

     

    Όταν ακουμπά κλειστή τη βεντάλια στα χείλη της σημαίνει άρνηση. Όταν την κουνάει αργά αργά σημαίνει αδιαφορία. Αλλά, μια γυναίκα που περνά το δείκτη της πάνω σε ανοιχτή βεντάλια εκφράζει μια πρόσκληση. Κι η κλειστή βεντάλια που απομακρύνει μια τούφα μαλλιά απ’ το πρόσωπο σημαίνει, Μη με ξεχνάς. Η γυναίκα είναι σπουδαγμένη μέσα στις καλαμποκιές και στα παλιά καλοκαίρια. Είναι νυφούλα που φεγγοβολάει στις ασβεστωμένες αυλές. Καθισμένη σ’ ένα πεζούλι ξεφλουδίζει το κρεμμύδι του γάμου. Έχει ανατραφεί με το λιβανιστήρι του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Έχει ποζάρει στα σουρεαλιστικά παρεκκλήσια της οικογένειας. Πότε νιώθει βασίλισσα και πότε σύζυγος του αυτοκράτορα. Ελπίζει στις γλυκές αναμονές. Ζει μέσα στα όνειρα που κάνουν άλλοι γι’ αυτήν. Θέλει να τη λατρεύουν. Τελικά τη ζωγραφίζουν. Ποζάρει στον πρώτο τυχόντα. Βρίσκεται σε πόλεμο. Πάνω στο μουσαμά δέχεται επίθεση. Διυλίζεται, κόβεται σε γωνίες, μπαίνει σε προοπτική, τεμαχίζεται, εκμηδενίζεται. Πότε είναι μια γυναίκα που γελάει και πότε μια γυναίκα που κλαίει. Πότε χαραγμένη σαν ζέβρα και πότε χορεύτρια με κόκκινα βυζιά. Είναι μια συγκέντρωση γραμμών, μια σπείρα, ένας κοχλίας. Ένας αστεροειδής. Είναι τεμαχισμένη στα τέσσερα. Είναι σύνθεση κυβιστική. Έχει τριπλό στόμα. Δαγκωμένα δάχτυλα, ένα μάτι. Είναι αθώα και όμορφη. Έρμαιο του εραστή. Η μήτρα της ένα μυδράλιο. Σπαραχτικά λιβάδια και συμμετρίες. Το ελπιδοφόρο άνοιγμα. Το απελπισμένο βλέμμα. Έχει δουλέψει φασόν στου Δουρίδα. Έχει γυαλίσει θολωτά καμπαναριά. Έχει κρύψει τα χείλη της σε φαρδιές φούστες. Έχει ξεψυχήσει σε ζυθοποιεία και πριονιστήρια. Σκοτώνει έναν δράκο και γεννιούνται δέκα. Πιστεύει στο θεό και στο διάβολο. Πιστεύει στον έρωτα και στα μικροπράγματα. Ξέρει πως κάποτε τα καλούπια σπάνε και τα ποτάμια ανεβαίνουν προς την πηγή. Είναι θεούσα και χαρτορίχτρα. Ένα κολασμένο πλάσμα παραδομένο σε πατεράδες, μανάδες και συζύγους. Μια γριά ανακατώστρα. Η Ευρυδίκη ανάμεσα στους νεκρούς. Μια Μαύρη θάλασσα. Μια Βαλτική. Μια τρικέφαλη Εκάτη. Μια ηδονική Κωστάντζα που αυνανίζεται με το δάχτυλο. Μια μαυρομάτα που κρατάει την παλάμη της κλειστή, λες και φοβάται μήπως διαβάσει κανείς εκεί κάποιο σημάδι!
     
  12. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Στο δρόμο

     


    Σηκώθηκα ένα πρωί κι άρχισα να γράφω όσα έλεγε ο κόσμος στο δρόμο. Πέρασα τη μέρα μου κόβοντας βόλτες. Πάνω κάτω, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας σε λεωφορεία, μπαίνοντας σε μαγαζιά και σε στοές, σε φαγάδικα και σε κουρεία. Αργά γύρισα σπίτι κι άρχισα να καθαρογράφω πράγματα όπως: Ίσως κάποτε, κι εμένα μ’ ενδιαφέρει, τον περιμένω ακόμα, δεν έχω δύναμη, δε νομίζω να βρω δύναμη, δεν έχω λεφτά, δεν έχω κουράγιο, φύγε, έλα, κερδίσαμε, χάσαμε, θα μας πιάσουν, δε θα με πιστέψει, είναι ωραίος σαν θεός, βρήκα καινούργια δουλειά, σκύλοι στα υπόγεια και γάτοι στα σκαλιά, μας περιμένουν, μια ντουζίνα αγάπες, θα βρέξει, μετά βίας τον αγαπώ, κάτι μου λέει πως θα θρηνήσουμε θύματα, ο διάολος έχει πολλά ποδάρια, ποτέ δεν είχα δει σκιουράκια στο πάρκο, δε φορώ εσώρουχα, πήρα καινούργια παπούτσια, πεθαίνω, που τις βρήκες αυτές τις μπότες; θα σκότωνες ένα παιδί; Σ’ αγαπώ, δεν σ’ αγαπώ πια. Θα σκότωνες ένα αφηνιασμένο άλογο; αυτή η ζωή είναι σα να’ χεις καβαλήσει ένα αφηνιασμένο άλογο.