Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Αγαπημένα αποσπάσματα από βιβλία

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος prodigal sub, στις 12 Σεπτεμβρίου 2015.

  1. Νηρηίς

    Νηρηίς Guest

    Μέσα μας δεν περιοριζόμαστε στο παρόν μας, μπορούμε να εξαπλωθούμε απεριόριστα στο παρελθόν μας. Αυτό γίνεται μέσω των συναισθημάτων μας, των βαθύτερων συναισθημάτων μας, αυτών που προσδιορίζουν ποιοι είμαστε· γιατί αυτά τα συναισθήματα δεν υπακούν στο χρόνο, δεν αναγνωρίζουν τον χρόνο, δεν τον αποδέχονται.

    Και δεν απλωνόμαστε μόνο στον χρόνο. Απλωνόμαστε και στο χώρο πολύ περισσότερο απ’ όσο φτάνει το μάτι μας. Κάθε φορά που φεύγουμε από ένα μέρος, αφήνουμε πίσω μας κάτι από τον εαυτό μας· μένουμε εκεί, κι ας φεύγουμε. Και υπάρχουν πράγματα δικά μας, μέσα μας, που δεν μπορούμε να τα ξαναβρούμε, παρά μόνον πηγαίνοντας σ’ εκείνο το συγκεκριμένο μέρος. Ταξιδεύουμε προς εμάς τους ίδιους, πηγαίνουμε προς τον εαυτό μας, όταν ο μονότονος χτύπος των τροχών στις ράγες μας μεταφέρει σ’ έναν τόπο όπου περάσαμε ένα κομμάτι της ζωής μας –όσο μικρό κι αν ήταν αυτό.

    Να μπορούσαμε να περιφερόμαστε σίγουροι και χαλαροί, με το ανάλογο χιούμορ και την ανάλογη μελαγχολία , στα χρονικά και τοπικά απλόχωρο τοπίο του εαυτού μας, του εσωτερικού κόσμου που είμαστε εμείς. Γιατί λυπόμαστε τους ανθρώπους που δεν μπορούν να ταξιδέψουν; Επειδή μην έχοντας τα περιθώρια να απλωθούν απ’ έξω τους, δεν απλώνονται ούτε μέσα τους, δεν μπορούν να πολλαπλασιαστούν. Κι έτσι, δεν έχουν τη δυνατότητα να επιχειρήσουν μεγάλες περιηγήσεις στον εσωτερικό τους κόσμο για να ανακαλύψουν ποιοι θα μπορούσαν να είχαν γίνει.

    Ο πραγματικός σκηνοθέτης της ζωής μας είναι η σύμπτωση- ένας σκηνοθέτης γεμάτος σκληρότητα, ευσπλαχνία και συναρπαστική γοητεία.

    Νυχτερινό τρένο για τη Λισσαβόνα
    Pascal Mercier
     
  2. Lost Hours

    Lost Hours Regular Member

    O Γουίνστον ακούμπησε τα χείλη του στο αυτί της. «Τώρα», της ψιθύρισε στο αυτί.
    «Όχι εδώ» του απάντησε ψιθυριστά κι αυτή. « Έλα στην κρυψώνα. Θα είμαστε πιο ασφαλείς».

    Γρήγορα τρύπωσαν πάλι στο ξέφωτο, πατώντας πού και πού πάνω στα ξερόκλαδα που έτριζαν στο πέρασμά τους. Όταν βρέθηκαν κυκλωμένοι απ’ τα δέντρα γύρισε και τον κοίταξε. Η αναπνοή και των δύο τους ήταν γρήγορη αλλά στις άκρες των χειλιών της Τζούλιας είχε ξανάρθει το χαμόγελο. Στάθηκε και το κοίταζε μια στιγμή, ύστερα έψαξε το φερμουάρ της στολή της. Και τότε ναι! Τότε ήταν σχεδόν όπως στο όνειρό του. Με μία αστραπιαία κίνηση σχεδόν όπως την είχε φανταστεί, έβγαλε τα ρούχα της και τα πέταξε με την ίδια υπέροχη κίνηση που έμοιαζε σαν να έσβηνε έναν ολόκληρο πολιτισμό. Το άσπρο κορμί της άστραφτε στον ήλιο, αλλά για μία στιγμή δε κοίταζε το σώμα της! Τα μάτια του είχαν σταθεί στο γεμάτο φακίδες πρόσωπο της και στο φευγαλέο τολμηρό χαμόγελο της. Γονάτισε μπροστά της και πήρε τα χέρια της μέσα στα δικά της.

    «Το έχεις ξανακάνει αυτό;»
    «Φυσικά. Εκατοντάδες φορες…ή, τουλάχιστον, πολλές φορές».
    «Με μέλη του Κόμματος;»
    «Ναι. Πάντα με μέλη του Κόμματος»
    «Με μέλη του Εσωτερικού Κόμματος;»
    «Όχι με αυτά τα γουρούνια, όχι. Αλλά πολλοί τέτοιοι που θα το ήθελαν, αν τους δινόταν η ευκαιρία. Δεν είναι τόσο άγιοι όσο παριστάνουν…»

    Η καρδιά του σκίρτησε. Το είχε κάνει πολλές φορές. Θα ήθελε να το είχε κάνει εκατοντάδες φορές, χιλιάδες φορές. Ό,τι υπονοούσε την διαφθορά, τον γέμιζε πάντα με μια τρελή ελπίδα. Ποιος ξέρει; Μπορεί το Κόμμα να είχε διαβρωθεί κάτω από την επιφάνεια. Μπορεί η λατρεία της δράσης και της αυταπάρνησης να ήταν μόνο μια κωμωδία που είχε σκοπό να κρύψει την παρανομία. Αν μπορούσε να τους μολύνει όλους με λέπρα ή σύφιλη, με πόση χαρά θα το έκανε! Οτιδήποτε θα τους σάπιζε, θα τους εξασθένιζε, θα τους υπονόμευε! Την τράβηξε προς τα κάτω, έτσι, που βρέθηκαν γονατισμένοι πρόσωπο με πρόσωπο.

    «Άκου, όσο πιο πολλούς είχες τόσο πιο πολύ σε αγαπώ. Κατάλαβες;»
    «Ναι, πολύ καλά»
    «Μισώ την αγνότητα, μισώ την καλοσύνη. Δε θέλω να υπάρχει πουθενά καμία αρετή. Θέλω να είναι όλοι διεφθαρμένοι ως το κόκαλο»
    «Τότε είμαι ό,τι πρέπει αγάπη μου. Είμαι διεφθαρμένη ως το κόκαλο»
    «Σου αρέσει να το κάνεις; Δεν εννοώ με εμένα, εννοώ την ίδια την πράξη»
    «Τρελαίνομαι»

    Αυτό ήταν πάνω απ’ όλα ό,τι ήθελε να ακούσει. Όχι απλώς και μόνο την αγάπη μ’ ένα πρόσωπο, αλλά το ζωώδες ένστικτο, τον απλό αδιαφοροποίητο πόθο : αυτή ήταν η δύναμη που θα εξόντωνε το Κόμμα. Την έσφιξε πάνω στο χορτάρι ανάμεσα στους υάκινθους. Αυτή την φορά δεν είχε δυσκολία. Όταν η ανάσα τους ξαναβρήκε τον κανονικό τους ρυθμό, χώρισαν μέσα σε μια ηδονική κούραση. Ο ήλιος είχε γίνει πιο ζεστός. Νύσταζαν και οι δύο. Με το χέρι του έφτασε την φόρμα της που είχε πετάξει και την έριξε πάνω της. Σχεδόν αμέσως κοιμήθηκαν. Κοιμήθηκαν περίπου μισή ώρα.
    Ο Γουίνστον ξύπνησε πρώτος. Κάθισε και κοίταξε το γεμάτο φακίδες πρόσωπο που κοιμόταν ακόμα ήρεμο ακουμπισμένο στην παλάμη της. Εκτός από το στόμα της, δε μπορούσες να την πεις όμορφη. Όταν την κοίταζες από κοντά, ξεχώριζαν μια δυο ρυτίδες γύρω από τα μάτια. Τα κοντά μαλλιά της ήταν πολύ πυκνά και απαλά. Σκέφτηκε πως δεν ήξερε ακόμα το επίθετό της, ούτε την διεύθυνση της.
    Το νεανικό σφριγηλό σώμα της, παραδομένο στον ύπνο, ξύπνησε μέσα του ένα αίσθημα οίκτου και προστασίας. Αλλά η αυθόρμητη τρυφερότητα που είχε νιώσει γι’ αυτήν κάτω από την φουντουκιά, την ώρα που τραγουδούσε η τσίχλα δεν ξαναήρθε ολότελα. Τράβηξε τα ρούχα της και κοίταξε τις λευκές λαγόνες της. Τον παλιό καιρό, σκέφτηκε, ένας άντρας κοίταζε το κορμί μιας γυναίκας, έβλεπε ότι ήταν ελκυστικό, και η ιστορία τελείωνε εκεί. Τώρα, όμως, δε μπορούσες να νιώσεις καθαρό πόθο ή αγάπη. Κανένα αίσθημα δεν ήταν καθαρό, γιατί ήταν ανακατεμένο με τον φόβο και το μίσος. Το αγκάλιασμά τους ήταν μάχη, η ηδονή που ένιωσαν νίκη. Ήταν ένα χτύπημα στο Κόμμα. Ήταν μια πολιτική πράξη.

    (απόσπασμα από το 1984 του Τζώρτζ Όργουελ, εκδόσεις κάκτος 1999, σελ. 139-141)
     
  3. sleeper

    sleeper ...urban dreaming... Contributor

  4. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    "Γύριζε από το ένα πλευρό στο άλλο δίπλα στη κοιμισμένη Τερέζα και σκεφτόταν αυτό που εκείνη του είχε πει κάποια χρόνια πριν ανάμεσα σε μερικές άλλες άσχετες κουβέντες. Μιλούσαν για τον φίλο του Ζ. και εκείνη είχε δηλώσει: "Αν δεν σε είχα συναντήσει, θα τον είχα σίγουρα ερωτευθεί".
    Τότε, λοιπόν, τα λόγια αυτά είχαν βυθίσει τον Τόμας σε μια παράξενη μελαγχολία. Στην πραγματικότητα είχε ξαφνικά συνειδητοποιήσει ότι ήταν θέμα τύχης που η Τερέζα είχε ερωτευθεί εκείνον κι όχι τον φίλο του Ζ. Ότι έξω από τον πραγματοποιημένο έρωτά της για τον Τόμας, υπήρχε στο βασίλειο των πιθανοτήτων ένας άπειρος αριθμός απραγματοποίητων ερώτων για άλλους άντρες.
    Όλοι θεωρούμε αδιανόητο το ότι ο έρωτας της ζωής μας μπορεί να είναι κάτι ελαφρύ, κάτι που δεν ζυγίζει τίποτα, φανταζόμαστε ότι ο έρωτας μας είναι αυτό που έπρεπε να είναι, ότι χωρίς αυτόν η ζωή μας δεν θα ήταν η ζωή μας. Είμαστε πεπεισμένοι ότι ο Μπετόβεν αυτοπροσώπως, σκυθρωπός κι αναμαλλιασμένος, παίζει το δικό του "Es muss sein" (=πρέπει) για τον μεγάλο έρωτα μας.
    Ο Τόμας θυμόταν την παρατήρηση της Τερέζας για τον φίλο του Ζ. και διαπίστωνε ότι η ερωτική ιστορία της ζωής του δεν στηριζόταν πάνω στο "Es muss sein", αλλά μάλλον στο "Es konnte auch anders sein": θα μπορούσε κιόλας να συμβεί διαφορετικά...
    Επτά χρόνια πριν, είχε εκδηλωθεί κατά τύχη ένα δύσκολο κρούσμα μηνιγγίτιδας στο νοσοκομείο της πόλης όπου κατοικούσε η Τερέζα, κι είχε κληθεί επειγόντως να γνωματεύσει ο επικεφαλής της ομάδας όπου δούλευε ο Τόμας. Κατά τύχη, όμως, ο επικεφαλής της ομάδας είχε ισχιαλγία, δεν μπορούσε να κουνήσει, και είχε στείλει τον Τόμας στη θέση του, σ' αυτό το επαρχιακό νοσοκομείο. Υπήρχαν πέντε ξενοδοχεία στην πόλη, αλλά ο Τόμας είχε κατά τύχη πάει σ' εκείνο όπου εργαζόταν η Τερέζα.Κατά τύχη είχε ένα λεπτό καιρό πριν φύγει το τρένο κι είχε πάει να καθήσει στο εστιατόριο. Η Τερέζα ήταν κατά τύχη της υπηρεσίας και σερβίριζε κατά τύχη στο τραπέζι του Τόμας. Είχαν χρειαστεί λοιπόν μια σειρά από έξι κατά τύχη για να σπρώξουν τον Τόμας προς την Τερέζα, λες κι αν περνούσε από το δικό του χέρι τίποτα δεν θα τον είχε οδηγήσει κοντά της."

    Μίλαν Κούντερα ,η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι
     
  5. sleeper

    sleeper ...urban dreaming... Contributor

    Επισης πολυ αγαπημενο.
     
  6. thief

    thief παλιοπαιδο ο Νικολακης Contributor

    -Ντολυ, ξαναπαιρνουμε τους δρομους!
    -Εγω ξαναπαιρνω τους δρομους! Εσυ απο οσο ξερω ταξιδευεις παντα καθιστος . Ετσι ειναι ! Αναρωτιεμαι καταρχην , γιατι συμβαινει παντα το αλογο να κουβαλαει παντα τον καουμπου και ποτε το αντιθετο ?
    -Και τι θες να σου πω τωρα ?
    -Εχω μια ιδεα , και τι θα ελεγες να το παιζουμε στα ζαρια ? Ο χαμενος θα κουβαλησει τον κερδισμενο ... ε ?
    -Χα , χα , χα ! Ξερεις να ριχνεις ζαρια , Ντολυ ?
    -Κατι λιγο ...
    -Ε , λοιπον , συμφωνοι ! Νομιζω πως σου χρειαζεται ενα μαθημα και θα στο δωσω εγω ! ......

     

    Αποσπασμα απο το << Ο ληστης με το ενα χερι >>
     
  7. regina rosa amat

    regina rosa amat Dark Angel of Love has a Dark side

    THE red rose whispers of passion,
    And the white rose breathes of love;
    O, the red rose is a falcon,
    And the white rose is a dove.

    But I send you a cream-white rosebud
    With a flush on its petal tips;
    For the love that is purest and sweetest
    Has a kiss of desire on the lips
    John Boyle O'Reilly
     
  8. prodigal sub

    prodigal sub ΠαΝούργα Premium Member

    Η καθημένη ολίγον πιό μακρυά λεπτοφυής ως συλφίς νεαρά Σουηδή, χωρίς να προσέξη καν αν την έβλεπε κανείς, εξεκούμβωσε τάχιστα την μπλούζαν της και με δύο γοργάς κινήσεις, ωσάν να μην ημπορούσε να κρατηθή, εξήγαγε εκ του στηθόδεσμου της ένα ωραιότατον και μεγάλον διά μίαν τόσον λεπτήν νεανίδα σφικτόν βυζί, και επίεσε την ημιεκτοξευμένην ροδαλήν θηλήν του εις το στόμα της κούκλας, την οποίαν εκράτει εισέτι εις την αγκάλην της, συνθλίβουσα τον σφύζοντα λευκόν μαστόν με τον δείκτην και τον μεσαίον δάκτυλον της δεξιάς χειρός της, όπως μία γυνή που γαλουχεί ένα βρέφος.
    Ολίγα δευτερόλεπτα διήρκεσε τούτο, και, εν συνεχεία, η νεαρά Σουηδή, με έκφρασιν απεριγράπτου λαγνείας εις το πρόσωπόν της, ήρχισε να τρίβη με δύναμιν την ρώγαν της επί ολοκλήρου του προσώπου της κούκλας, ενώ η θηλή καθισταμένη διπλή εις μέγεθος και σκληρά, εξετοξεύετο, ως φράουλα τραγανή, εις πλήρη στύσιν. Αλλά και αύτη η φάσις δεν διήρκεσε πολύ. Η Γκρέτα, καταφανώς εν μεγάλη διεγέρσει διατελούσα, χωρίς την παραμικράν προφύλαξιν, ανέσυρε εν ριπή οφθαλμού το φόρεμά της, και, αποκαλύπτουσα, προς στιγμήν, ένα θαυμάσιον και προεξέχον πολύ, εν μέσω ολίγων αραιών τριχών μουνί (δεν έφερε σκελέαν), ήνοιξε τούς μηρούς της, έθεσε την κούκλαν μεταξύ αυτών, και καλύπτουσα πάλιν το ερωτικόν της όργανον, έσφιξε τούς μηρούς της, και ήρχισε να κινήται ζωηρώς, ζωηρότατα, επί του καθίσματός της, κατά τρόπον που εφανέρωνε ότι ηυνανίζετο με πάθος, τρίβουσα μανιωδώς το αιδοίον της, επί της κεφαλής και των μαλλιών του κομψού ανθρωπομόρφου ομοιώματος, επιδιώκουσα με αφάνταστον ζέσιν να επιφέρη τοιουτοτρόπως την έκχυσιν του ερωτικού χυμού της, αδιαφορούσα τελείως, και, ίσως, τερπομένη επιπροσθέτως, από το γεγονός ότι εξετέλει την τόσον άσεμνον, άλλα και τόσον χαριτωμένην αυτήν πράξιν δημοσία.
    Κατ’ αρχάς, ο βαρώνος Χάσσελκβιστ, βυθισμένος όπως ήτο εις τους υπολογισμούς του, δεν αντελήφθη τι έκαμνε η κόρη του — τουτέστιν δεν αντελήφθη την φάσιν του «θηλασμού». Όταν όμως η Γκρέτα διέκοψε την «γαλούχησιν» και, μετά ταύτα, την πρόστριψιν του βυζιού της επί του προσώπου της κούκλας, και ήρχισε να μαλακίζεται υπό το φόρεμά της, με το κομψόν άθυρμα ανάμεσα εις τα σκέλη της, πιέζουσα αυτό, ταυτοχρόνως, και διά της χειρός, επί του μουνιού της, ο Σουηδός βαρώνος ηννόησε, τότε, αμέσως, τι έκαμνε η κόρη του, και αφού έρριψε γύρω του ένα αγωνιώδες βλέμμα και ανεκουφίσθη, νομίζων ότι ουδείς είχε αντιληφθεί την άσεμνον συμπεριφοράν της Γκρέτας, καθιστάμενος κατακόκκινος από εντροπήν και οργήν, επέπληξε αυστηρότατα την θυγατέρα του, και την διέταξε να διακόψη πάραυτα την λαγνικήν της πράξιν.
    Έπειτα, λαμβάνων και σφίγγων δυνατά τον δεξιόν βραχίονά της και σείων ζωηρώς την κινουμένην επί του καθίσματός της με έγκαυλον παραφοράν νεανίδα, την διέταξε να σηκωθή αμέσως και να τον ακολουθήση εις τα διαμερίσματά των, χωρίς να αντιληφθή ότι η καθημένη πλησίον του μικρά Αμερικανίς Αλεξάνδρα Μαίησον —φλεγομένη από μέγιστον ενδιαφέρον, άλλα υποκρινομένη ότι τίποτε δεν είδε— είχε ιδεί τα πάντα... Η νεαρά Σουηδή, φοβούμενη την οργήν του πατρός της, ηναγκάσθη να αποσύρη την κούκλαν από το αιδοίον της, και παρά την έκδηλον σφοδράν διέγερσίν της, συνεμορφώθη με τας επιταγάς του βαρώνου, διακόπτουσα την πρωτότυπον μαλακίαν που έκαμνε, χωρίς να φαίνεται ότι είχε την παραμικράν συναίσθησιν ότι αυτό που είχε διαπράξει ήτο κάτι το άσεμνον ή απηγορευμένον, ιδίως όταν εξετελείτο εις δημοσίους χώρους και ενώπιον πολλών θεατών. Λαμβάνουσα λοιπόν εκ νέου την κούκλαν της (ήτις έλαμπε τώρα από τα εκχειλίσματα του μουνιού της) εις την αγκάλην της, η νεαρά νυμφομανής ηγέρθη από την θέσιν της και ηκολούθησε τον πατέρα της, ασθμαίνουσα ακόμη από την έγκαυλον κατάστασίν της, καταφανώς παραπονεμένη και με έκφρασιν απορίας εις το πρόσωπόν της, που μία πράξις τόσον χαριτωμένη και τόσον ευχάριστος κατεδικάζετο, ενώ ο βαρώνος Χάσσελκβιστ, σύννους και καταστεναχωρημένος, σύρων αυτήν διά του βραχίονος, την ωδηγούσε απελπισμένη εις τα διαμερίσματά του.

    "Μέγας ανατολικός" Ανδρέας Εμπειρίκος
     
  9. Lost Hours

    Lost Hours Regular Member

    Ειναι παράλογο να θέλουμε να θεμελιώσουμε πάνω στην μονιμότητα ενός "ενστίκτου" συντηρήσεως,εξ' ορισμού παντού το ίδιο,την ιστορία,εξ'ορισμού πάντοτε διαφορετική,όπως θα ηταν παράλογο να θελήσουμε να εξηγήσουμε με τη σταθερότητα της λίβιδους τις άπειρες ποικιλίες τύπων οργανώσεως της οικογένειας,νευρώσεων ή σεξουαλικών διαστροφών που συναντούμε στις ανθρώπινες κοινωνίες.

    Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας,Κορνήλιος Καστοριάδης
    (μια ώρα διάβασμα πριν τον ύπνο,για να καεί ότι απέμεινε στο κεφάλι μετα από μια κουραστική μέρα, ή αλλιώς πραγματική τιμωρία για υπό)
     
  10. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    Κάθαρσις
    Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ενα και, χαίδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ - παφ, παφ, παφ, παφ -, «έχετε λίγη σκόνη» να είπω «κύριε Aλφα».
    Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνιά, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα 'χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: «Ωχ, αυτός ο Αλφα, κύριε Βήτα...»
    Έπρεπε πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλωσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχθώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν' αρθρώσω: «Δούλος σας, κύριε μου».
    Αλλα πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή δεν θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ...»
    Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.
    Κανάγιες!
    Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαρας μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.
    K.Καρυωτάκης
     
  11. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    "Πρόσεξες Χουαντέ ότι εδώ στο Σαπουκάϊ δεν υπάρχουν κοπελιές;" είπε αυτός με τις ψείρες αλλάζοντας θέμα.
    "Πρέπει να υπάρχουν αλλά είναι όλες φοβισμένες. Μοιάζουν σαν γριές".
    "Ή θα 'χουνε κρυφτεί επειδή μας φοβούνται"
    "Σκοτώσαμε καμιά δεκαριά εργάτες στα τουβλάδικα. Όταν οι άντρες πεθαίνουν, οι γυναίκες γερνάν απότομα. Τα ίδια γίνανε και στο χωριό μου στην τελευταία επανάσταση. Εγώ ήμουν μικρός αλλά το κατάλαβα. Όταν σκότωσαν τον πατέρα, τα μαλλιά της μάνας μου γίνανε κάτασπρα. "
    ...
    "Δεν καταλαβαίνω γιατί ήρθαμε εδώ να σκοτώσουμε τον κοσμάκη" είπε αυτός με το άτριχο στήθος, μάλλον στον εαυτό του "Πυροβολάτε δίχως οίκτο! Δεν είχαν κάνει τίποτα ακόμα".
    "Οι διαταγές είναι διαταγές", απάντησε ο άλλος μισοκοιμησμένος κάτω από το κασκέτο. "Εμείς υπηρετούμε την πατρίδα. Γι' αυτό και θα γεμίσουμε ψείρες τζάμπα".
    "Αυτό δεν το καταλαβαίνω Λουτσί. Να υπηρετείς την πατρίδα πάει να πει να σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον;"
    "Αυτούς που ξεσηκώθηκαν κόντρα στην κυβέρνηση".
    "Αφού η κυβέρνηση τους καταπιέζει".
    "Γι' αυτό είναι κυβέρνηση".
    "Μα δεν καταπιέζει τους οπαδούς της"
    "Ο πατέρας μου ήταν φιλελεύθερος κι ο παππούς μου το ίδιο. Ποτέ τους δεν βγήκαν από την φτώχεια. Το κτήμα μας στο Λίμπιο κάθε φορά γίνεται και πιο μικρό γιατί τα στόματα που πρέπει να τραφούν είναι όλο και πιο πολλά και η γης δεν αποδίδει"
    "Ο δικός μου ο πατέρας δεν ήταν ούτε φιλελεύθερος ούτε κόκκινος. Και τον σκοτώσανε. Επειδή είχε κρύψει το άλογό του από τους κυβερνητικούς, όπως είμαστε εμείς τώρα".
    "Είχε κρύψει τ' άλογό του;"
    "Ένα καστανό άλογο κούρσας που όμοιό του δεν υπήρχε σ' όλο το Κααγκουασού. Όταν άξαφνα φτάσανε οι στρατιώτες, σαν κι εμάς, το έμπασε μες στο σπίτι. Και κρύφτηκε μαζί του στο πίσω μέρος του σπιτιού. Μείνανε εκεί τρεις μέρες περιμένοντας να φύγει ο στρατός. Κάποιο βράδυ το άλογο χλιμίντρισε. Οι στρατιώτες μπήκαν μέσα και θέλησαν να τους πάρουν και τους δυο. Ο πατέρας αντιστάθηκε και τότε τον πυροβόλησαν και πήρανε και το άλογο. Θυμάμαι ακόμα την μητέρα να κλαίει και χτυπιέται πάνω από το πτώμα και να καταριέται τους στρατιώτες. Του πατέρα τα μάτια ήταν ανοιχτά. Κοιτούσε προς τα έξω. Εγώ νόμιζα ότι κοιτούσε το λοχία έτσι που τραβούσε τ' άλογο για να το πάρει, δίχως να μπορεί να πει τίποτα. Μα εκείνος ήταν ήδη νεκρός κι οι μύγες είχαν αρχήσει να μαζεύονται πάνω από το αίμα στο πάτωμα".
    "Αν ήταν φιλελεύθερος Χουαντέ, δεν νομίζω ότι θα τον σκότωναν".
    "Όχι Λουτσί. Φιλελεύθερος, κόκκινος, αυτά δεν μετράνε. Υπάρχουνε μονάχα άνθρωποι καλοντυμένοι και άνθρωποι ξυπόλητοι. Αυτοί που βρίσκονται ψηλά κι εκείνοι που βρίσκονται χαμηλά. Όλα τ' άλλα δεν υπάρχουν..."
    "Κι εμείς τι θα κερδίσουμε;" μουρμούρησε η άλλη φωνή κάτω από το κασκέτο.
    "Σου δίνουν ένα μάουζερ και σε διατάζουν: πυροβόλησε!" Κι εσύ πρέπει να σκοτώσεις τους αντιπάλους της κυβέρνησης. Ακόμα κι αν έχεις απέναντί σου το ίδιο τον πατέρα σου".
    "Γι' αυτό είμαστε στο στρατό χαζέ..."
    "Ναι οι διαταγές είναι διαταγές κι εμείς δεν είμαστε παρά φαντάροι...".
    ...
    "...Οι αντάρτες θα μπορούσαν να σε είχαν σκοτώσει".
    "Μα εμείς γιατί ήρθαμε να τους σκοτώσουμε; Είμαστε ξυπόλυτοι όπως κι αυτοί".
    "Όχι τώρα πια" τον διέκοψε ο Λουτσί "Τώρα φοράμε τις αρβύλες του στρατού".

    Αουγκούστο Ρόα Μπάστος: Ο γιός του ανθρώπου
     
  12. Lost Hours

    Lost Hours Regular Member

    Ήταν ενας μεγαλόσωμος άντρας,γεροδεμένος,με μεγάλα χέρια.Πρέπει να ήταν πολύ πλούσιος.Έκανε συλλογή από πίνακες μοντέρνας τέχνης και ήταν υπερήφανος για την συλλογή του,που οι κριτικοί έλεγαν ότι είναι εξαιρετική.Καθώς σου τα έλεγε όλα αυτά μπορούσες να δεις τα μάτια του να λάμπουν από υπερηφάνεια.Τα αποκτήματα μας κατέχουν περισσότερο απ' ότι κατέχουμε.Ο πύργος,το σπίτι,οι πίνακες,τα βιβλία,οι γνώσεις γίνονται πιο σημαντικά,πιο σπουδαία από ό,τι ο άνθρωπος.


    Είχε μαζί του ένα μεγάλο σκύλο, αεικίνητο και παιχνιδιάρικο,ήταν πιο ζωντανος απο το αφεντικό του. Θα προτιμούσε να βγει έξω στην χλόη,ανάμεσα στους αμμόλοφους, και να τρέχει αντίθετα στον άνεμο,αλλά καθόταν υπάκουα εκεί όπου το αφεντικό του του είπε να καθίσει και γρήγορα αποκοιμήθηκε από βαρεμάρα. Ο άντρας είπε ότι είχε διαβάσει πάρα πολύ και ότι μπορούσες να δεις από τα βιβλία στην βιβλιοθήκη του οτι είχε όλους τους σύγχρονους συγγραφείς.Μιλούσε για τον πνευματικό μυστικισμό και την μανία για τα ναρκωτικά που απλωνόταν σε όλη τη χώρα.Ήταν ένας πλούσιος,πετυχημένος άνθρωπος,αλλά πίσω του υπήρχαν το κενό και η ρηχότητα που δεν μπορουν να γεμίσουν τα βιβλία,πίνακες ή την ικανότητα για εμπορικές συναλλαγές.


    Αυτή είναι η θλίψη της ζωής- το κενό που προσπαθούμε να γεμίσουμε με κάθε δυνατό τέχνασμα του νου.Αλλά το κενό παραμένει.Η θλίψη του είναι η μάταιη προσπάθεια να κατέχουμε -αντικείμενα,ανθρώπους...Από αυτήν την προσπάθεια πηγάζουν η κυριαρχία και η επιβεβαίωση του εγώ, με τα κενά λόγια του και τις πλούσιες αναμνήσεις πραγμάτων που έχουν φύγει και δεν ξαναγυρίζουν ποτέ. Αυτο το κενό και η μοναξιά που θρεφει και συντηρεί η σκέψη με τη γνώση που η ίδια έχει δημιουργήσει. Αυτή η θλίψη της μάταιης προσπάθειας είναι που καταστρέφει τον άνθρωπο. Η σκέψη του δεν είναι τόσο ξεκάθαρη όσο του ηλεκτρονικού υπολογιστή και καθώς έχει μόνο το εργαλείο της σκέψης για να αντιμετωπίζει τα προβλήματα της ζωής καταστρέφεται από αυτά. Πιθανόν να έχει κανείς επίγνωση αυτής της θλίψης για την σπαταλημένη ζωή του μόνο την στιγμή του θανάτου του, αλλά τότε θα είναι πια αργά. Η ιδιοκτησία,τα αποκτήματα, η συμπεριφορά, οι επιτυχίες, η υποταγμένη- ή ο υποταγμένος -σύζυγος αποκτούν τρομερή σπουδαιότητα, και αυτή η θλίψη που υποβόσκει διώχνει την αγάπη.Μπορεί να υπάρχει το ένα ή το άλλο,δεν μπορούν να υπάρχουν και τα δύο.Το ένα-η θλίψη- γεννάει τον κυνισμό και την πικρία,που είναι η μόνοι καρποί του ανθρώπου,το άλλο-η αγάπη-απλώνεται πέρα από όλα τα δάση και όλους τους λόφους.

    Η μόνη επανάσταση
    Στη σιγή του νου

    Τζίντου Κρισναμούρτι