Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Μίλα μου για έρωτα, μίλα μου για αγάπη...

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος gaby, στις 27 Φεβρουαρίου 2014.

  1. desire

    desire No one like you https://youtu.be/aZcXD6bCK8U

    "Μετά από όλα αυτά
    το μοναδικό που φοβόμουν
    ήταν εκείνο το παγωμένο συναίσθημα
    που μου είχε μείνει
    που θα με έκανε να απουσιάζω συνεχώς
    από αυτά που ζούσα
    για να ταξιδεύω μονίμως κάπου αλλού
    με την ελπίδα να βρεθώ εκεί που ήθελα

    Μην ταραχτείτε. Δεν υπήρχε αγάπη
    Όχι όπως την φανταζόμαστε τουλάχιστον
    Τις είχαμε δώσει τόσες πολλές ερμηνείες
    για να μας εξυπηρετεί στην κάθε περίσταση
    Για να μην ψάχνουμε
    κάθε φορά που νιώθουμε κάτι δυνατό
    να βρούμε το κατάλληλο ρήμα
    Η αγάπη δε ζούσε στην ένταση όμως
    Η αγάπη που ήξερα εγώ τουλάχιστον
    Ζούσε μονάχα στις πιο ήσυχες στιγμές
    Εκεί που μπορούσες
    να τα πεις με τον εαυτό σου

    Σ' αγαπάω δε σημαίνει
    "μου λείπεις"
    Δε σημαίνει
    "σε νοιάζομαι"
    ούτε "σε ερωτεύομαι"
    Δε σημαίνει σίγουρα
    "είμαι ενθουσιασμένος"
    ή "θέλω να κάνουμε έρωτα"
    Σ' αγαπάω δε σημαίνει
    "δε μπορώ χωρίς εσένα"
    ούτε "πονάω όταν φεύγεις"
    ούτε "χαίρομαι όταν είσαι εδώ"
    Ή μπορεί και να σημαίνει και όλα αυτά;

    Λυπάμαι αν σας απογοητεύω, αλλά...
    Δεν ξέρω τι σημαίνει
    "Σ' αγαπάω"
    δε μου το έμαθαν σωστά.."

    #ρενέ
     
  2. gaby_m

    gaby_m open for S/m discussion Premium Member Contributor

    Έρωτας εσύ, που μες στο νου μου υψώθηκες κι άλλη φωτιά εκεί δεν σκαρφαλώνει.

    Έρωτας το απόβροντο μαχών που δεν θα επαναληφθούν, κι αυτό να μη σωπαίνει.

    Έρωτας
    - Η αμαξοστοιχία που σχηματίζουν οι κάμπιες
    - Ο κίτρινος Ιούνης της Θεσσαλίας
    - Οι παρτιρούρες των κεραυνών
    - Το αναφιλητό της συγνώμης
    - Το δέλτα της αγκαλιάς
    - Τα γυμνά κλαδιά καθώς προσεύχονται στην άνοιξη
    - Τα δίκοχα των οροσειρών
    - Το ταχυδρομείο του ήλιου στο βυθό της Μελισσάνθης
    - Η Αφροδίτη της Μήλου ν' ανεβαίνει στο Παλαμήδι

    Γιάννης Καλπούζος, Έρωτας νυν και αεί, Ίκαρος (2007), σελ.54
     
  3. Galatée

    Galatée Regular Member

    (Η Εντουάρντα) ήταν κατάμαυρη, απλη και ανησυχητική σαν μια τρύπα. Κατάλαβα πως δε γελούσε, και μάλιστα, για την ακρίβεια, πως κάτω από το ρούχο που τη σκεπαζε η ίδια τώρα απουσίαζε. Τότε - καθώς είχε διαλυθεί μέσα μου κάθε είδους μέθης - είδα πως δεν μου είχε πει ψέματα πως Αυτή ήταν ο Θεός. Η παρουσία της είχε την ακατάληπτη απλότητα μιας πέτρας.
    G. Bataille, Madame Edouarda
     
  4. El__Capitan

    El__Capitan Star Alliance, oneworld & SkyTeam Platinum member

    Πάρε μου το ψωμί, αν θες,
    πάρε μου τον αγέρα, μα
    μη μου παίρνεις το γέλιο σου
    .

    Μη μου παίρνεις το ρόδο,
    τη λόγχη που τινάζεις,
    το νερό που ξάφνου
    χυμά απ’ τη χαρά σου,
    το απότομο κύμα
    το αργυρό που σε γεννά.

    Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ
    με μάτια κουρασμένα
    θωρώντας κάποτε
    τη γη που δεν αλλάζει,
    μα έρχεται το γέλιο σου
    αναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με
    και μου ανοίγει τις
    πόρτες
    όλες της ζωής.


    Αγάπη μου, στις πιο μαύρες
    ώρες μου τινάζεται
    το γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
    δεις το αίμα μου
    να λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,
    γέλα, γιατί το γέλιο σου
    θα ‘ναι στα χέρια μου
    σα δροσερό σπαθί.


    Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
    το γέλιο σου ας αναβρύσει
    σα σιντριβάνι, όλο αφρό
    και την άνοιξη, αγάπη μου,
    θέλω το γέλιο σου σαν
    τον ανθό που πρόσμενα,
    τον γαλανό ανθό, το ρόδο
    της βουερής πατρίδας μου.


    Γέλα στη νύχτα,
    στη μέρα στο φεγγάρι,
    γέλα στις στριφτές
    στράτες του νησιού,
    γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο
    αγόρι που σ’ αγαπά,
    μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,
    όταν τα βήματά μου φεύγουν,
    όταν γυρνούν τα βήματά μου,
    αρνήσου μου το ψωμί, τον αγέρα,
    το φως, την άνοιξη,
    μα ποτέ το γέλιο σου
    γιατί θα πέθαινα.

    Pablo Neruda - Το γέλιο σου
     
  5. Oriamu pisulina

    Oria mou pisoulina che galanta ( Ωραια μου περιστερουλα και χαρουμενη )
    Hairoumeni pou panta ( Που παντα χαιρεσαι )
    kai paei gelonta ( Και πας γελωντας μικρη μου )
    Paei gelonta ninela

    Emoiazei to garofedo ti chianta ( Μοιαζεις με το γαρυφαλλο το λουλουδι )
    Pougiai ti primavera ( Πουλακι της ανοιξης )
    kai paei petonta ( Και πας πετωντας μικρη μου )
    Paei petonta ninela

    Ego se kano deka hronou panta ( Εγω σε βλεπω εδω και δεκα χρονους )
    Che den sachiamu mai ( Και δε χορταινω ποτε )
    Se kanononta ( Κοιτωντας σε μικρη μου )
    Se kanononta ninela


     
  6. -Volt-

    -Volt- Contributor

    ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΑΦΙΕΡΩΣΗ - ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ
    Για κείνον με την αντρίκια φωνή-ματιά και με χέρια μεγάλες φτερούγες που δεν τις ξεχνάω
    το απόγεμα είπες τριάντα χρόνια σε περίμενα κι ένιωσα πρώτη φορά «le vierge le vivace et le bel aujourd’hui»
    μετά έντονος αέρας αγάπης άνοιξε διάπλατα ένα παράθυρο μέσα μου και μπήκανε μεγάλες σταγόνες αγαλλίασης καθώς ο νοτιάς έστριβε βουίζοντας απ’ τη γωνιά της καρδιάς μου
    το σώμα είναι χώμα διψασμένο από σένα έμαθε τις πλημμύρες του έρωτα
    πολλά νομίζω θα μιλήσω τώρα πολλά που φύλαγα σε μια κρυψώνα θα τ’ απλώσω εδώ όσο μπορώ καλύτερα και ό, τι θέλει ας γενεί
    στοές θα σκάψω κάτω πάνω μέσα απ’ τα λόγια τι συνεννόηση θα’ χουμε αλλιώτικα ήρθανε βλέπεις κι έδεσαν στις δικές μας σημαδούρες ξένοι με διαφορετικές γλώσσες
    πως τρυπώνω τα χέρια μου παραμάσχαλα αναμένοντάς σε τις νύχτες όταν κρυώνω
    έτσι αυτή τη στιγμή έχωσα εδώ και θα χώνω αλλού λέξεις κλεμμένες ή δικές μου που σου αρέσανε για να σε χαϊδεύει η μουσούδα του γραφτού μου
    πάλι ό, τι βρω δικό σου θα το φάω θα το τραγανίσω θα το καταπιώ ώσπου μιαν ώρα μες στο λιοπύρι θα μου βγει αχνός ίδρωτας πάνω απ’ το στόμα
    θα’ θελα ν’ ακουμπήσω δίπλα σου κι άλλα της εκλογής μου μέρη μέρη διάσπαρτα με ασφόδελους ή μεγάλες άγριες μαργαρίτες και πιο πέρα έναν τεράστιο κέδρο του Λίβανου
    αλλού πάλι να’ χει αμμόλοφους με σπόνδυλους από δωρικές κολόνες αραδιασμένους χάμω
    θα’ σου έρθει κείνο το κυβικό κλουβί που σου’ χω τάξει με μικρά κόκκινα γαρίφαλα μέσα να πετάνε πέρα δώθε τραγουδώντας φλογερά
    και σαν λαχανιάζω από τον πολύ οίστρο θα’ θελα τότε οι κουβέντες μου να’ ναι για σένα ξόμπλια όμοια με πέρδικας φτερά
    θα’ θελα μερικά από τ’ αστεία που μαζί ξαναφέρναμε (α εκείνες οι συμπαιγνίες) να χαμογελάνε ακόμα με λακκούβες στην άκρη των χειλιών
    θα’ θελα να είχαμε πάει οι δυο μας στην πόλη άλλοθι όλων των σύννεφων
    θα’ θελα όταν τα σανίδια κάτω στο πάτωμα τρίζουνε ξαφνικά τη νύχτα την ίδια ώρα που τα έπιπλα και η κασέλα αντιλαλούν
    θα’ θελα να δημιουργείται το γνωστό έργο της συγκεκριμένης μουσικής που λέγεται «κοντσέρτο για έναν άνθρωπο μόνο»
    θα’ θελα εσένα που η καρδιά σου πιάνει από την διώρυγα του Μπέριγκ μέσα απ’ όλη τη Ρωσία και απ’ το φαράγγι Λονδίνο Παρίσι Γενεύη για να φτάσει ως το Αιγαίο
    θα’ θελα όποιοι και να’ ναι οι πόθοι που έχεις να σου τους φέρνει ο γέρο άνεμος μπροστά σου εκεί που στέκεις, να πέφτουνε βροχή όπως τα βατράχια τα σαλιγκάρια και άλλα μικρά ζώα
    που μας έρχονται έτσι από μακρινές περιοχές υπερπόντιες
    να σε κοιτάει ο κόσμος και να σαστίζει βλέποντας τον εσαεί ευδαίμονα άντρα
    μαζί δεν λέγαμε ότι για την τύχη μας οι πόθοι σαν χορταίνουν άλλους πόθους γεννάνε
    θα' θελα
    μα πόσο θα' θελα
    ναι θα' θελα
    αμέσως
    τώρα τώρα θέλω
    να ξεμαλλιάσω λίγο τη σύνταξη για να σε τραγουδήσω όπως έμαθα στο Παρίσι
    εσένα σ' έχω Δεινόσαυρο από τους πιο εκπληκτικούς
    εσένα σ' έχω βότσαλο φρούτο απαλό που τ' ωρίμασε η θάλασσα
    σ' ερωτεύω
    σε ζηλεύω
    σε γιασεμί
    σε καλπασμό αλόγου
    μες στο δάσος το φθινόπωρο με φοράω νέγρικο προσωπείο για να μας θέλεις εσύ
    με κεντρίζεις μεταξένια
    άσπρο μου κουκούλι με κοιτάζεις
    πολύ προσεκτικά tu m' abysses
    tu m' oasis
    je te gougouch
    je me tombeau bientôt εσένα
    σ' έχω δέκα ανθρώπους του Giacometti
    σ' έχω κόνδορα καθώς απλώνεσαι πάνω από τις Άνδεις σ' έχω θάλασσα γύρω τριγύρω από τα νησιά του Πάσχα
    εσύ σπλάχνο μου πως με γεννάς
    σε μίσχος
    σε φόρμιγξ
    με φλοισβίζεις σε ζαργάνα
    α μ' αρέσει
    δυο κροταλίες όρθιοι στρίβουν και ξαναστρίβουν γλιστρώντας ο ένας γύρω απ' τον άλλο
    όταν σταματήσουν
    η περίπτυξή τους είναι το μονόγραμμά σου
    tu m' es Mallarmé Rimbaud Apollinaire
    je te Wellingtonia
    je t'ocarina
    εγώ σε Τσεπέλοβο Πάπιγκο Ελαφότοπο
    εγώ σε Βίκο με τα γιοφύρια του κει που διαβαίνει ο χρόνος
    σ' έχω πει και ψέματα για να τους ξεγελάσουμε
    εγώ σ' έχω άρωμα έρωτα
    σ' έχω μαύρο λιοντάρι
    σε ονειροβάτησα μαζί μου ως το γκρεμό εσέ ασύλληπτο θυμάμαι και τον ύπνο μου χάνω
    εσύ μάχες και ένσαρκα άλογα του Uccello
    εσύ δωρητής (δεξιά κάτω της εικόνας) εκείνου του μικρού κίτρινου αγριολούλουδου
    εσύ κένταυρου ζέση εσύ συντεχνία ολάκερη που έργα ποιείς διαβαίνοντας εν τη ανωνυμία
    je te
    ouf quelle chaleur
    tu m' accèdes partout
    presque je te glycine
    εσύ φεγγάρι που ένα σύννεφο αναβοσβήνει
    εσύ δε βαριέσαι παράτα το το σύμπαν
    έτσι που το' χουμε αλαζονήσει και δαύτο πώς να συναντηθούμε ποτέ εσύ σε τρυφερό λόγο με το λόγο
    έτσι δεν είναι πες εσύ σελίδα μου εσύ μολύβι μου
    ερμηνευτή μου σε ανοίγω συρτάρια
    πώς γιατί δεν ήρθες τόσες φορές σε ξεμάκρυνα
    εγώ λέω τώρα δίχως τέλος λυπάμαι
    σε κρυάδα γνώρισες ποτέ την καρδιά μου
    σε μιαν έκπαγλη χρονιά ανταμώσαμε
    σε ληστεύω από αλλουνού τα χέρια
    σε ακούω από δω από κει
    σε σιωπώ μες στην απέραντη τρυφερότητα σιγά σιγά να καταλαγιάσουμε
    όλα δεν τα' χω πει
    ΜΕ ΕΚΡΙΖΩΝΕΙΣ
    ***

    Είναι το απόλυτο συναίσθημα και χαίρομαι πολύ που δεν έχει όνομα. Ούτε έρωτας, ούτε αγάπη, ούτε εμετός, ούτε βάφτιση ή λήθη.
     
  7. Don T

    Don T New Member


    A la nanita nana
    nanita ella, nanita ella
    Mi niñ(a) tiene sueño
    bendito sea, bendito sea (x2)

    Fuentecita que corre
    Clara y sonora
    Ruiseñor que en la selva
    Cantando y llora
    Calla mientras la cuna
    Se balancea
    A la nanita nana
    Nanita ella
     
  8. daniela100

    daniela100 FREE-DOM

    Ο Ερωτας και η Ψυχη είναι ένα μυθολογικό ζευγάρι, που βασανίστηκαν πολύ μέχρι να μπορέσουν να χαρούν την αγάπη τους ανεμπόδιστα. Αυτός είναι ο μύθος του Ερωτα και της Ψυχής όπως τον αναφέρει ο Απουλήιος, Ρωμαίος συγγραφέας του 2ου μ.Χ. αιώνα: 
    "Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν σε μια πολιτεία μεγάλη, πλούσια και δυνατή ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα. Η μικρότερη από τις τρεις κόρες τους την έλεγαν Ψυχή ήταν τόσο όμορφη, που μόνο με τη θεά Αφροδίτη μπορούσε να παραβληθεί. Έτσι, όποιος την έβλεπε, έπεφτε θαμπωμένος και την προσκυνούσε σαν να είχε μπροστά του την ίδια τη θεά. Με τον καιρό όλοι πίστεψαν πως η ψυχή δεν ήταν παρά η ίδια η θεά του έρωτα που είχε κατεβεί στη γη. Τα ιερά της Αφροδίτης στην Πάφο, στα Κύθηρα, στην Κνίδο, ερημώθηκαν. Οι προσευχές λησμονήθηκαν. Οι θυσίες σταμάτησαν. Ο κόσμος, που λάτρευε πριν τη μεγάλη θεά, σαγηνεύτηκε από την ομορφιά της θνητής, και αυτήν προσκυνούσε πια και λάτρευε.

    Η Αφροδίτη δεν άντεξε την προσβολή και αποφάσισε να εκδικηθεί... Πρόσταξε λοιπόν το γιο της, τον Έρωτα, να χτυπήσει την αντίζηλό της με τα βέλη του και να την κάνει να αγαπήσει παράφορα τον πιο ασήμαντο και περιφρονημένο άνθρωπο του κόσμου. Έτσι, όπως άλλωστε γίνεται συχνά, η ομορφιά της Ψυχής στάθηκε η αιτία της μεγάλης της δυστυχίας: όλοι οι νέοι έμειναν μαγεμένοι από τη χάρη της, κανείς όμως δεν αποφάσιζε να την κάνει γυναίκα του, και η Ψυχή έμενε μόνη και έρημη. Οι δύο αδερφές της είχαν παντρευτεί πριν από καιρό στα ξένα, και η Ψυχή, κλεισμένη στο παλάτι, έκλαιγε τη μοίρα της και καταριόταν την ομορφιά της.

    Όταν ο βασιλιάς είδε κι απόειδε, αποφάσισε να ρωτήσει το μαντείο του Απόλλωνα στη Μίλητο, για την τύχη της κόρης του. Η απάντηση του θεού ήταν αλλόκοτη και σκληρή: έπρεπε να οδηγήσουν την Ψυχή νυφοστολισμένη, σαν να ήταν να παντρευτεί στον Κάτω Κόσμο, στην πιο ψηλή κορφή ενός έρημου και μακρινού βουνού. Εκεί θα συναντούσε το γαμπρό που της είχε τάξει το ριζικό της: ένα πελώριο φίδι φτερωτό που προξενούσε το φόβο και τον τρόμο, ακόμη και στον μεγάλο Δία. Τρόμαξε ο βασιλιάς. Μήπως όμως μπορούσε να κάνει κι αλλιώς; Έτσι όλος ο λαός, μαζί με τους γονείς της, τη συνόδεψε με κλάματα και μοιρολόγια ως την κορφή του βουνού, όπου την άφησαν κι έφυγαν. Τότε ο Ζέφυρος την ανασήκωσε, και ταξιδεύοντάς την πάνω από στεριές και θάλασσες, την έφερε και την άφησε μέσα σε ένα μαγεμένο περιβόλι. Σ' αυτό το περιβόλι η Ψυχή σαστισμένη πήρε να σεργιανάει εδώ κι εκεί, όταν ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σ' ένα ολόχρυσο παλάτι, εντελώς αφύλαχτο. Παρ' όλο το φόβο που ένιωθε, μπήκε μέσα και άρχισε να το τριγυρίζει, ώσπου άκουσε μια φωνή: «όλα όσα βλέπεις, κυρά μου, είναι δικά σου. Μη φοβάσαι! Κάθισε να ξαποστάσεις, και όταν θελήσεις να λουστείς και να νοιαστείς για την ομορφιά σου, φώναξέ μας να σε βοηθήσουμε. Εμείς είμαστε οι υπηρέτες σου. Η κάθε σου επιθυμία είναι για μας προσταγή».

    Πραγματικά, οι υπηρέτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την περιποιηθούν και να τη διασκεδάσουν. Τη βοήθησαν να λουστεί, της έστρωσαν πλούσιο το τραπέζι και της τραγούδησαν, χωρίς όμως να τους δει. Τη νύχτα έφτασε ο άγνωστος άντρας της και μέσα στο βαθύ σκοτάδι την έκανε δική του, προτού όμως ξημερώσει ακόμη, χάθηκε από κοντά της.

    Έτσι περνούσε ο καιρός: την ημέρα οι αόρατοι υπηρέτες φρόντιζαν να μην της λείψει τίποτα και τη νύχτα ερχόταν ο μυστηριώδης εραστής της και την έκανε ευτυχισμένη. Στο μεταξύ οι γονείς της γερνούσαν μέσα στην απελπισία και στο πένθος. Κοντά τους είχαν έρθει οι δυο άλλες θυγατέρες τους και προσπαθούσαν μάταια να τους παρηγορήσουν. Αλλά και η Ψυχή άρχισε να αισθάνεται δυστυχισμένη: ολομόναχη τη μέρα να ζει ανάμεσα σε αόρατα πνεύματα και το βράδυ να πλαγιάζει στην αγκαλιά ενός άντρα, που ούτε για μια στιγμή δεν είχε αντικρίσει το πρόσωπό του. Στο τέλος με δάκρυα και παρακάλια καταφέρνει η Ψυχή να πείσει τον άντρα της μέσα στα χάδια να επιτρέψει να έρθουν, ας είναι και για λίγον καιρό, οι αδερφές της για να της κρατήσουν συντροφιά. Η άδεια δίνεται, με έναν όρο όμως: «Μπορείς, της είπε, να τους χαρίσεις ό,τι θελήσουν από τα πλούτη του παλατιού. Μα μην πλανηθείς από τα λόγια τους και θελήσεις να με αντικρίσεις στο φως. Θα με χάσεις για πάντα και θα γίνεις δυστυχισμένη». Η Ψυχή του υπόσχεται να σεβαστεί την επιθυμία του. Άλλωστε και η ίδια τον έχει αγαπήσει στο μεταξύ και δεν θέλει να τον χάσει. Ξέρει ακόμη πως από τη διαγωγή της θα εξαρτηθεί και η φύση του παιδιού που έχει στα σπλάχνα της: αν συμμορφωθεί με την εντολή του άντρα της, το παιδί που θα γεννήσει θα είναι αθάνατο. Αν όχι, θνητό.

     Ύστερα από λίγες μέρες οι αδερφές ανεβαίνουν στο βουνό για να κλάψουν την Ψυχή, που τη νόμισαν πια χαμένη για πάντα. Στους θρήνους τους αποκρίνεται η φωνή της ίδιας της Ψυχής που τις καλεί κοντά της. Σε λίγο, ταξιδεμένες κι αυτές από το Ζέφυρο, βρίσκονται μέσα στο παλάτι. Η χαρά τους είναι ανείπωτη. Όμως, σιγά σιγά αρχίζουν να ζηλεύουν την τύχη της αδερφής τους και ο φθόνος τους μεγαλώνει ύστερα από κάθε επίσκεψη, καθώς η Ψυχή, εντελώς ανυποψίαστη για τα αισθήματά τους, τις σεργιανίζει μέσα στο παλάτι και τους δείχνει τους αρίθμητους θησαυρούς. Στους γέρους γονείς τους δεν λένε κουβέντα για την τύχη της Ψυχής. Τους αφήνουν να πιστεύουν πως η μικρότερη αδερφή είναι από καιρό πεθαμένη. Οι φθονερές αδερφές δεν σκέφτονται παρά μόνο πώς θα κάνουν κακό στην Ψυχή. Δεν σταματούν να τη ρωτούν για τον άντρα της. Και η Ψυχή αναγκάζεται στο τέλος να τους πει ψέματα, πως τάχα ο άντρας της είναι ένας νέος όμορφος και δυνατός που περνά τη μέρα του πάνω στα βουνά κυνηγώντας.

    Η ομολογία της Ψυχής κάνει να φουντώνει ακόμα πιο πολύ ο φθόνος στα στήθη των αδερφάδων της, γιατί και οι δυο έχουν παντρευτεί γέρους και ανήμπορους βασιλιάδες. Όμως και ο σύντροφος της Ψυχής ξέρει τι διαθέσεις έχουν οι κακές αδερφές και σε κάθε ευκαιρία την προειδοποιεί για την ανεπανόρθωτη καταστροφή που θα προκαλέσει η ίδια αν τυχόν παραβεί την εντολή του. Οι αδερφές της ωστόσο επιμένουν να μάθουν λεπτομέρειες και έτσι, κάποτε που η Ψυχή ξεχάστηκε και είπε πως ο άντρας της είναι κάποιος πλούσιος έμπορος από την κοντινή επαρχία, κάπως μεγάλος στην ηλικία, πέφτουν πάνω της και την αναγκάζουν να παραδεχτεί, μια και η ίδια άλλα τους είχε πει πιο παλιά, πως τον άντρα της δεν τον είχε ποτέ δει στα μάτια της. Στο τέλος κατορθώνουν να την πείσουν πως αυτός ο άγνωστος άντρας της δεν ήταν παρά το φοβερό φίδι που μνημόνευε η προφητεία του Απόλλωνα. Αν τη φροντίζει, της είπαν, είναι γιατί θέλει να τη φάει, μόλις το παιδί μεγαλώσει στα σπλάχνα της. Ένας μόνο τρόπος υπάρχει για να γλιτώσει από το θάνατο: μια νύχτα, να ανάψει ένα λυχνάρι και να κόψει το κεφάλι του τέρατος.

    Η ψυχή βασανίστηκε πολύ ώσπου να πάρει την απόφαση, αλλά στο τέλος πίστεψε πως αυτή θα έπρεπε να χτυπήσει πρώτη. Έτσι, μια μέρα, όταν έπεσε το σκοτάδι και ο άντρας της πλάγιασε κοντά της και αποκοιμήθηκε βαθιά, σηκώθηκε και άναψε το λυχνάρι. Κάτω όμως από το φως του η Ψυχή τα έχασε: μπροστά της βρισκόταν ο ίδιος ο Έρωτας, πιο ωραίος κι απ' ό,τι τον φανταζόταν. Στα πόδια του κρεβατιού ήταν ριγμένα τα άρματά του : το τόξο, η φαρέτρα και τα βέλη. Η Ψυχή πήρε τότε μια σαΐτα και, καθώς την περιεργαζόταν, πληγώθηκε ελαφρά στο δάχτυλο. Από κείνη τη στιγμή, χωρίς και η ίδια να το καταλάβει, ερωτεύεται παράφορα τον ίδιο τον Έρωτα. Μετανιωμένη για την ευπιστία και την αμυαλιά της προσπαθεί να αυτοκτονήσει για να τιμωρήσει τον εαυτό της. Άδικος κόπος. Το μαχαίρι γλιστρά και πέφτει από το χέρι της.

     
    Ξαφνικά, μια σταγόνα καφτό λάδι χύνεται από το λυχνάρι και πέφτει πάνω στον γυμνό ώμο του κοιμισμένου θεού. Ο Έρωτας πετιέται πάνω αλαφιασμένος από τον πόνο και, διαπιστώνοντας την απιστία της γυναίκας του, ανοίγει τα φτερά του για να φύγει. Μόλις που προφταίνει η Ψυχή να πιαστεί από το πόδι του και να ανυψωθεί μαζί του πάνω στα σύννεφα. Ύστερα από λίγο, εξαντλημένη από την κούραση, πέφτει στη γη, χωρίς να σκοτωθεί. Και ο Έρωτας όμως κατέβηκε, στάθηκε στην κορυφή ενός κοντινού κυπαρισσιού, και αφού της παραπονέθηκε για την αχαριστία που έδειξε, πέταξε πάλι στα ύψη. Η Ψυχή ρίχτηκε από την απελπισία της σ' ένα ποτάμι για να πνιγεί, εκείνο όμως τη σήκωσε απαλά πάνω στα νερά του και την άφησε πάνω στην πυκνή χλόη της όχθης του. Ο Παν, που βρισκόταν εκεί κοντά, κατάφερε να τη μεταπείσει και να της δώσει θάρρος.

    Από εκείνη τη στιγμή ένας είναι ο σκοπός της ζωής της: να ξαναβρεί τη χαμένη της ευτυχία. Πρώτα όμως πρέπει να τιμωρήσει τις αδερφές της. Στην πρώτη εξομολογείται πως ο Έρωτας έφυγε από κοντά της, τάχα για να παντρευτεί εκείνην. Δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να πειστεί η φθονερή αδερφή να παρατήσει τον άντρα της, λέγοντάς του πως τάχα πέθαναν οι γονείς της, να ανεβεί στο βουνό και να γκρεμιστεί στα βράχια, πιστεύοντας ως την τελευταία στιγμή πως θα τη σηκώσει, όπως και την άλλη φορά, ο Ζέφυρος. Με τον ίδιο τρόπο σκοτώνεται και η δεύτερη.

    Ύστερα από την τιμωρία τους, η Ψυχή ξεκινάει να βρει τον Έρωτα. Άδικα όμως παραδέρνει σε στεριές και θάλασσες. Οι θεοί την έχουν εγκαταλείψει. Ούτε η Ήρα, ούτε η Δήμητρα, παρόλο που τη συμπονούν, δέχονται να τη βοηθήσουν, όταν καταφεύγει στα ιερά τους, γιατί δεν θέλουν να έρθουν σε σύγκρουση με την Αφροδίτη, που τη μισεί θανάσιμα, επειδή μπόρεσε αυτή, μια θνητή, να ξελογιάσει το γιο της. Τέλος, πηγαίνει στο παλάτι της Αφροδίτης, με την ελπίδα πως εκεί θα έβρισκε τον Έρωτα, και πέφτει ασυλλόγιστα στα χέρια της. Από καιρό άλλωστε η θεά είχε στείλει τον Ερμή να τη βρει και να την οδηγήσει με το καλό ή με τη βία μπροστά της.

    Από τη στιγμή αυτή αρχίζουν οι μεγάλες δοκιμασίες για την Ψυχή. Δύο έμπιστες δούλες της ζηλότυπης θεάς, η Θλίψη και η Έγνοια, τη μαστιγώνουν αλύπητα. Άλλη της βγάζει τρίχα τρίχα τα μαλλιά, η Αφροδίτη η ίδια τη δέρνει και της ξεσκίζει τα ρούχα. Ύστερα την προστάζει μέσα σε λίγες ώρες να ξεδιαλέξει από έναν τεράστιο σωρό καρπούς της γης το κάθε είδος στάρι, παπαρουνόσπορο, κεχρί, ρεβίθια, φακή, κουκιά, κριθάρι και να το βάλει χωριστά. Η Ψυχή καταφέρνει να τα βγάλει πέρα με τη βοήθεια των μυρμηγκιών. Την άλλη μέρα υποχρεώνεται να πάει να βρει και να φέρει το χρυσό μαλλί από τα άγρια πρόβατα του βουνού, και ύστερα να κουβαλήσει νερό από την πηγή της Στύγας, που τη φύλαγαν, νύχτα και μέρα, δράκοι ακοίμητοι. Στις επικίνδυνες αυτές αποστολές δεν της έλειψαν ωστόσο οι παραστάτες: πρώτα το προφητικό καλάμι που τη συμβούλεψε να μαζέψει με την ησυχία της τις τούφες το μαλλί που άφηναν τα πρόβατα πάνω στα αγκάθια των θάμνων και ύστερα ο αετός του Δία που γέμισε το κανάτι με το νερό της πηγής.

    Οι δοκιμασίες όμως και τα βάσανα της Ψυχής δεν τελειώνουν. Η Αφροδίτη τη στέλνει στον Κάτω Κόσμο να δανειστεί από την Περσεφόνη την αλοιφή της ομορφιάς, μια και η δική της είχε τελειώσει. Και αυτή τη φορά η Ψυχή, παίρνοντας κουράγιο από τη δύναμη του πάθους της και έχοντας βοηθό έναν μαγικό πύργο, θα τα καταφέρει, όχι βέβαια χωρίς δοκιμασίες. Ο πύργος αυτός, όπου είχε ανέβει για να αυτοκτονήσει, τη συμβούλεψε πώς θα κατεβεί στον Άδη και της φανέρωσε τι είχε να αντιμετωπίσει εκεί. Η ατυχία της, όμως, δεν είχε όρια. Μόλις πήρε το βάζο με τη θεϊκή αλοιφή, θέλησε να δοκιμάσει η ίδια το θαυματουργό φάρμακο, ελπίζοντας πως, αν έβαζε λίγη αλοιφή στο πρόσωπό της, θα γινόταν ακόμη πιο όμορφη, και έτσι θα μπορούσε να ξανακερδίσει την αγάπη του Έρωτα. Τη στιγμή όμως που άνοιξε το βάζο, ένιωσε να την τυλίγει σαν αποπνικτικός καπνός, ο Ύπνος, και έχασε τις αισθήσεις της.

    Τα βάσανα της Ψυχής βρίσκονται όμως πια στο τέλος τους. Αρκετά είχε δοκιμαστεί. Ο Έρωτας που δεν την είχε ποτέ απολησμονήσει, κατορθώνει να γλιστρήσει από το δωμάτιο όπου τον είχε κλειδωμένο η Αφροδίτη, τάχα για να του γιατρέψει την πληγή, τρέχει και ξανακλείνοντας τον Ύπνο μέσα στο βάζο, τη συνεφέρνει. Έπειτα κατορθώνει, σε ένα συμβούλιο των θεών, να καταπραΰνει το θυμό της μητέρας του με τη βοήθεια του Δία, που αντιμετωπίζει με κατανόηση την περιπέτεια του Έρωτα, και πρωτοστατεί στο μεγάλο γλέντι που στήνεται στον Όλυμπο, για να τιμηθεί η γαμήλια ένωση του θεού με τη θνητή.

    Η Ψυχή γίνεται πια επίσημα γυναίκα του και την ίδια ώρα της χαρίζεται η αθανασία. Ύστερα από λίγο καιρό φέρνει στον κόσμο τον καρπό της αγάπης της με τον Έρωτα: την Ηδονή."
     
  9. daniela100

    daniela100 FREE-DOM

  10. daniela100

    daniela100 FREE-DOM

  11. daniela100

    daniela100 FREE-DOM

  12. daniela100

    daniela100 FREE-DOM