Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. brenda

    brenda FU very much

    Νίκος Καββαδίας
    ΜΑΡΑΜΠΟΥ

    Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
    πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
    πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
    κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

    Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό,
    πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
    κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
    σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

    Ακόμα, λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ,
    που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
    κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
    κανείς δεν το 'μαθε, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

    Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
    και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
    κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
    εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

    Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ
    και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
    Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
    και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

    Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
    κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου όπου 'χε αυτοκτονήσει,
    ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
    μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει.

    Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
    και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
    συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
    κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

    Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
    κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
    μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
    και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

    Ένα μικρό της πέρασα σταυρό απ' το λαιμό
    κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
    κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
    όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε, την πόλη.

    Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
    ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
    και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
    όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της Άμμου.

    Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
    Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αέρας με φλογίζει.
    Κάτι άνθη εξαίσια του ποταμού βρωμούν,
    κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

    Θα προχωρήσω!...ΜΙα βραδιά σε πόρτο ξενικό
    είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
    και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
    το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

    Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
    κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
    (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
    κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

    Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
    οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
    κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
    με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

    Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
    Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
    Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές,
    "μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της".

    Όταν την είδα και στο φως τ' αχνό το πρωινό,
    μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
    που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σα να 'χα φοβηθεί,
    το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

    Δώδεκα φράγκα γαλλικά...Μα έβγαλε μια φωνή,
    κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
    και μια το πορτοφόλι μου...Μ' απόμεινα κι εγώ
    ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

    Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
    σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
    φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
    που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

    Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
    πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
    πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό.
    Μ' αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συγχωρέσει...

    Το χέρι τρέμει...Ο πυρετός...Ξεχάστηκα πολύ,
    ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
    Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
    νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω…

       
     
  2. cadpmpc

    cadpmpc Contributor

    Καμιά παρακμή...
    Ξεκάθαρα περίοδος μεσοπολέμου...


    ....
    «Πάψετε πια να εκπέμπετε το σήμα του κινδύνου
    τους λόγους της υστερικής σειρήνας σταματήστε
    και αφήστε το πηδάλιο στης τρικυμίας τα χέρια
    το πιο φρικτό ναυάγιο θα ήταν να σωθείτε».
    ...

    Κ. Ουράνης
     
  3. kaissa

    kaissa Regular Member

    Δεν είναι συμπόνια μήτε καλοσύνη...
    Στη συμπόνια είναι δύο, αυτός που πονάει κι αυτός που συμπονάει. Στην καλοσύνη είναι δύο, αυτός που δίνει κι αυτός που δέχεται.
    Μα στην αγάπη είναι ένας...
    Σμίγουν οι δύο και γίνοναι ένα. Δεν ξεχωρίζουν...
    Το εγώ κι εσύ αφανίζονται.
    Αγαπώ θα πει χάνομαι…

    Νίκος Καζαντζάκης
     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Πανέμορφο, σου εύχομαι κάποια στιγμή να το δεις.
    Size 7 να υποθέσω;
     
    Last edited: 13 Ιανουαρίου 2019
  5. Amoreisa

    Amoreisa Regular Member

    Τελειωμένα

    Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,
    με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
    λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε
    για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο
    τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
    Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο•
    ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
    (ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
    Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
    εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
    κι ανέτοιμους — πού πια καιρός — μας συνεπαίρνει.

    Κωνσταντίνος Καβάφης
     
  6. ..Παραμόνεψα τόν εαὐτό μου καί τόν βρῆκα
    νά ἐκπυρσοκροτεῖ- ὅπλο φονικό-
    μέ στόχο την καρδιά μου
    μέ τρομερά σαγόνια να καταβροχθίζει τόν καιρό
    νά σέρνεται μέσα στῆς προσευχῆς τή θλίψη
    μέ ὑψωμένη τήν γροθιά νά φοβερίζει ἄγνωστους θεούς
    μέ ἀπεγνωσμένη λύσσα καί νά κλαίει
    γιά τόν χαμό μιᾶς πεταλούδας.

    Κάποιες φορές φορώντας διάδημα ἀπ’ ἀστέρια
    φτερά ν’ἀνοίγει σέ οὐρανούς ἀνείδωτα γλαυκούς
    νά ὑπνοβατεῖ πάνω σέ ρόδα καί μαχαίρια ἀκονισμένα
    στούς τάφους τῶν ἐρώτων του νά ὀλολύζει
    καί νά χορεύει μές τά καταγώγια τῶν πόθων, τόν χορό
    τῆς ἄνομης Σαλώμης

    γεμάτος γύρη καί μοσκοβολιές νά γέρνει
    σέ ἀνθισμένους κήπους τοῦ Μαΐου
    καί μέ τό γυάλινο κλειδί τῆς μνήμης
    νά προσπαθεῖ νά ξεκλειδώσει τό σεντούκι τῶν παραμυθιῶν.

    Παραμόνεψα τον ἑαυτό μου καί τόν εἶδα
    πίσω ἀπό τά τυφλά ὀνόματα, τίς μαῦρες λάμψεις
    πίσω ἀπό τους πικρούς καθρέφτες τῆς ζωῆς
    Ἄγνωστο, Φοβερό
    νά μέ παραμονεύει.

    Λένα Παππά
     
  7. dina

    dina Σκλαβα της Brt Contributor

    Όλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ’ τον εαυτό τους,
    δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε
    σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες, ματωμένοι,
    βγάλανε μια κραυγή
    σα ναυαγοί, που, λίγο πριν ξεψυχήσουν, θαρρούν πως βλέπουν φώτα,
    κάπου μακριά.

    Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματά τους σα δυο μεγάλα ψαροκόκαλα
    ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου μάταιου πρωινού

    Τάσος Λειβαδίτης, Έρωτας

     
     
  8. Amoreisa

    Amoreisa Regular Member

    Σκοπιά

    Κρατάμε μέσ’ στα χέρια μας τα πρόσωπά μας
    Και βλέπουμε χρωματιστές εκτάσεις
    Οι σκέψεις μας γίνονται γεννιούνται
    Στην κάθε μας ματιά.

    Δεν άνθησαν ματαίως τόσα θαύματα
    Η χάρη τους είναι ψηλή περιπλοκάδα
    Που σφίγγει τα μελλούμενα και την ζωή μας
    Μέσα στ’ αστέρια.

    Ανδρέας Εμπειρίκος
     
  9. Amoreisa

    Amoreisa Regular Member

    Στον ξύπνιο

    Και τον χρόνο έδιωξα, και τον χώρο έδιωξα.
    Κι όλα τα είδα μέσα απ’ τη νύχτα τη λευκή–
    Και τον νάρκισσο στο κρυστάλλινο βάζο στο τραπέζι σου,
    Και του τσιγάρου τον γαλαζωπό καπνό.
    Κι εκείνος ο καθρέφτης όπου, σαν το καθάριο το νερό,
    Θα μπορούσες να καθρεφτιστείς.

    Και τον χρόνο έδιωξα και τον χώρο έδιωξα.
    Μόνο που εσύ να με βοηθήσεις δεν μπορείς.

    Αχμάτοβα
     
  10. ..θα σου πω ένα μυστικό.
    είμαστε και δεν είμαστε
    έτσι συμβαίνει με τα όνειρα.

    γελούσε το τίποτα ειρωνικά
    "παιχνίδι είμαι εκπαιδευτικό"

    δεν υπάρχεις, απάντησα.
    ως αποκύημα
    πρόχειρων υποθέσεων
    και άδειων αποσιωπητικών
    δεν υπάρχεις.

    σε σκοτώνω
    γιατί μπορώ να πατάω
    μεμιασμένα σκουλήκια πεθαμένα
    τυλιγμένα με δέρμα ακατέργαστο φιδιών
    που βγάλαν την ψυχή τους
    μπουκωμένα με σύνοφρυ σκασμό.
    ..

    πρέπει να βρούμε ένα αθόρυβο λιβάδι
    με κοιμισμένους γερανούς
    και σκοτωμένες μύγες
    ν’ ανάψουμε φωτοβολίδες
    και να σκάσουμε μερικά από τα κόκκινα όνειρα
    που συζητούσαμε στην άκρη της ταράτσας.

    [Σκοτεινά κατάλοιπα]

    Σίση Σιακαβάρα
     
  11. alisaxni

    alisaxni ό,τι με θρέφει, με καταστρέφει

    καθόλου παρακμή αλλά τα Εντεψίζικα του Γιώργου Σεφέρη

    1.

    Ήταν ένα πέος στη Δήλο
    που ψήλωνε κάτω απʼ τον ήλιο·
    όταν τό ειδε φώναξε: “Ω!
    αν βρισκόταν εδώ,
    με τούτο θα τον τσάκʼζα στο ξύλο.”

    1939

    2.

    Η κόρη είχε στο πράμα της πλήθος εφόδια
    κʼ ένα ταξίμετρο δεμένο με καλώδια·
    σαν της είπα: “Τί θές;”
    μʼ αποκρίθη: “Δραχμές
    ενενήντα, χωρίς τα διόδια.”

    3.

    Ήτανε μια κοπέλα στο Βεζούβιο
    κʼ εκείνος όλο διάβαζε Βιτρούβιο·
    και του λέει: “Βρε συ,
    γιά να ιδώ το δεξί –
    το ζερβί σου τʼ αρχίδι είναι κλούβιο.”

    1940


    4.

    Η μικρή στο μοναστήρι αναθράφη
    και το μουνί της έμεινε στο ράφι·
    σαν έρχουνταν κανείς
    βολικός συγγενής,
    έδινέ το με λίγο πιλάφι.

    5.

    Ήτανε μια Κυρία στο “Βρυντίριον”
    που έλεγε σε μια φίλη της: “Μυστήριον
    τί έχει πάθει αυτός ο Κύριος
    κʼ έχει δέσει ο αλιτήριος
    στα σκέλη του τοιούτον μολυντήριον.”

    6.

    Ήτανε μια Κυρία στην Ουγκάντα
    που κοίταζε μια τζακαράντα·
    κʼ ένας γέρος με ομπρέλα
    σαν την είδε την κοπέλα
    της έδειξε το πέος του από μια βεράντα.

    8. 10. 41

    7.

    Ήτανε μια Κυρία στο Λουρένθο Μάρκες
    που προτιμούσε να πλακώνεται στις βάρκες·
    σα γαμιόταν στη στεριά
    φώναζʼ: “Όρτσα, ρε παιδιά!
    Όρτσα, και θα τρακάρουμε τις νάρκες!”

    10. 1941

    8.

    Ήτανε μια Κυρία στο Καπ-Τάου
    πού ʽκραξε: “Αϊ Φανούριε μʼ, θα του φάου!”
    όταν είδε στην αυλή
    να της γνέφει ένα καυλί
    πού ʽζγιαζε παραπάνω από ʽνα πάου.

    10. 1941

    9.

    Ήτανε μια κοπέλα στη Ναμπούλα
    πού ʽχε κρεμάσει στο μουνί της μιαν αμπούλα
    και διαλάλα: “Κρύο-μπούζι
    το πουλάω το καρπούζι,
    το πουλάω το καρπούζι με τη βούλα!”

    10. 1941

    10.

    Ήτανε μια κοπέλα στο Κουμπάγκο
    που ήταν χωμένη κάτω απʼ έναν πάγκο·
    σαν της εδείχναν ψωλή
    έβγαζε την κεφαλή
    και την πιπίλαʼ σαν της δίναν ένα φράγκο.

    10. 1941

    11.

    Ήτανε μια Κυρία στο Ζαμπέζι
    που δεν έπαυε ποτέ της να το παίζει·
    με μια κόκκινη κλωστή
    είχε δέσει μιʼ απαυτή
    και την τραβούσε το σκυλί της στο τραπέζι.

    10. 1941

    12.

    Ήτανε μια κερά στο Μογκαντίσου
    που είπε στον άντρα της: “Μαλάκα, ντύσου.
    Αʼ δε βρεις κανένα χάπι,
    σύρε βρές ένα χασάπη
    και πες του να σʼ την κόψει την ψωλή σου.”

    10. 1941

    13.

    Ήτανε μια κερά στη Ζανζιμπάρη
    κʼ ήταν μεγάλο το μουνί της σαν αμπάρι·
    σαν εφίλευε κανεί
    έλεγε: “Είναι τάχα κει;
    έχει φύγει; – Δέν τους παίρνω πια χαμπάρι.”

    10. 1941

    14.

    Ήτανε μια κοπέλα στο Βίδι
    που ψάρευε με καλαμίδι·
    σαν της είπα “Τσιμπά;”
    μʼ αποκρίθη: “Πού; … Μπά!
    Το τσάκωσε ο λαγός μου το σαυρίδι.”

    23. 10. 1948

    15.

    Ήτανε μια Κυρία στη Φαμαγούστα
    πού ʽχε αν μη τι άλλο λοξά γούστα·
    σαν ετσάκωνε ψωλή,
    τσʼ έκοβε την κεφαλή
    κράζοντας καυλωμένη: “Χαίρε, Αυγούστα!”

    Βαρώσια [1954;]

    16.

    Ήτανε στα Κατάπολα μια μούλα
    που μόνο στην ανηφόρα ετσούλαʼ·
    την ελέγαν Σεβαστή
    κι όταν άφηνε πορδή
    γίνουνταν εξωφρενική ρεμούλα.

    4. 9. 1961

    #

    Ήτανε μια κοπέλα στην Άντρο
    κʼ έπεσε στο μουνί της ένα χάντρο.
    Σαν την έπιαναν οίστροι,
    ζήταε πούτσο μʼ αγκίστρι
    για να βγάλει το χάντρο απʼ τʼ άντρο.

    29. 8. 40
     
  12. cadpmpc

    cadpmpc Contributor

    Χαίρε που όλα σου είναι πελώρια
    Χαίρε που η τύχη σου στάζει γονόρροια
    Χαίρε Αλμικανταράτε του Αλδεβαράν
    Χαίρε καμπαναριό που οι καμπάνες του πια δεν βαράν.
    Χαίρε συνάρτηση πολλών μεταβλητών
    Χαίρε μιγαδικέ
    Χαίρε υπερωκεάνιο 15000 τόνων
    Χαίρε Τιτανικέ!

    Αντρέας Θωμόπουλος (μπορεί και κάποιοι φίλοι του τότε)...