Dismiss Notice

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Discipline

Discussion in 'BDSM Art and Literature' started by slave32, 12 April 2025.

  1. slave32

    slave32 Contributor

    Ήρθε επιτέλους το καλοκαιράκι. Η εργασία μου μου δίνει την ευκαιρία να κάθομαι σχεδόν δύο μήνες το καλοκαίρι. Είχα βρει μέσω μια πλατφόρμας ένα σπιτάκι σε ένα χωριό στη Κοζάνη. Έφτιαξα τα πράγματα μου φόρτωσα το αμάξι και πήγα. Σταμάτησα για προμήθειες στη πόλη πρώτα. Το σπίτι ήταν ξύλινο, πιο όμορφο από κοντά. Με όλες τις ανέσεις αν και δεν ζητούσα πολλά. Το μπάνιο του, την κουζίνα του, τον κλιματισμό του.

    Ήμουν ήδη δύο μέρες στο χωριό. Πήγα στο καφενέ του χωριού γνώρισα μερικούς ανθρώπους. Ήταν όλοι εγκάρδιοι. Με δέχτηκαν στην παρέα τους. Τα πρωινά βγαίνω για τρέξιμο, ο καθαρός αέρας στη φύση είναι πραγματικά αναζωογονητικός.
    Είναι ένα σπίτι λίγο πιο κάτω από εμένα. Ζει ένας άνδρας, μόνος του κι αυτός. Έχει κάτι στην όψη του που είναι φοβιστικό, πολύ φοβιστικό. Είναι ψηλός, αδύνατος, γκριζομάλλης. Δεν ξέρω όποτε περνάω από κοντά του και είναι κάπου εκεί κοντά σκύβω το κεφάλι μου και τον προσπερνάω. Ρώτησα για εκείνον στο χωριό. Μου είπαν ότι ήταν παλιός δάσκαλος στο χωριό. Δεν είχε οικογένεια. Ήταν παλιά παντρεμένος αλλά χήρεψε πριν λίγα χρόνια. Εξήντα ετών ίσως και λίγο παραπάνω.

    Ξημέρωσε πάλι, ξανά για τρέξιμο. Προχώρησα μπροστά στο σπίτι του. Έκοψα ταχύτητα στον βηματισμό μου. Δεν τον είδα, δεν τον αντιλήφθηκα πριν βρεθεί ξαφνικά μπροστά μου. Τα έχασα.
    «Ψάχνεις κάτι;» με ρώτησε και το βλέμμα του ήταν διαπεραστικό, αυστηρό, σκληρό.
    «Όχι όχι, συγγνώμη..» του είπα κι έκανα να φύγω.
    «Νοίκιασες το σπίτι» με ρώτησε.
    «Ναι» απάντησα.
    «Μόνος σου είσαι;» με ξαναρώτησε κι ενώ θα μπορούσα απλά να φύγω είχε κάτι που με έκανε να θέλω να του πω ότι θέλει να μάθει.
    «Ναι» του ξαναπάντησα. Σώπασε εκείνος για λίγο. Με κοίταξε, από πάνω μέχρι κάτω.
    «Κοντά στα τριάντα»
    «Τριαντα δύο»
    «Μη με διακόπτεις» μου είπε αυστηρά, τόσο που τα έχασα. Ήταν σκληρός κι αγενής. Έπρεπε να το είχα βάλει ήδη στα πόδια. Αλλά εγώ το μόνο που έκανα ήταν να σκύψω το κεφάλι και να βλέπω τα δάκτυλα των ποδιών του, φορούσε παντόφλες.
    «Πήγαινε για τρέξιμο, σε μια ώρα να είσαι εδώ, ιδρωμένος» μου είπε κι εγώ απλά έφυγα βολίδα. Έτρεξα πιο δυνατά από ποτέ. Γύρισα ακριβώς σε μια ώρα στο ίδιο σημείο, ιδρωμένος, λαχανιασμένος.

    Τον περίμενα, εμφανίστηκε μπροστά μου. Φόραγε παντόφλες, κάπνιζε.
    «Τριάντα δύο χρονών, μόνος, υπάκουος» μου είπε και με πλησίασε τόσο καντά που άρχισα να τρέμω..
    «Το έχεις ξανακάνει;» με ρώτησε
    «Ποιο, δεν καταλαβαίνω;» έβαλε τα γέλια.
    «Κάνε είκοσι κάμψεις» διέταξε.
     
  2. slave32

    slave32 Contributor

    Δεν υπήρχε λόγος να υπακούσω κι όμως το έκανα αμέσως. Έπεσα μπροστά του κι έκανα κάμψεις. Ήρθε κοντά μου σε κάθε μία σχεδόν η μύτη μου ακουμπούσε τα δάκτυλα των ποδιών του. Για κάποιον λόγο είχε έναν έλεγχο επάνω μου, με ταπείνωνε.

    Σηκώθηκα όταν τελείωσα. Τα μάγουλα μου είχαν κοκκινίσει. Ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα.

    «Πολύ καλά» είπε. Δεν κουνιόμουν. Περίμενα την επόμενη κουβέντα του.

    «Ακολούθησε με» το έκανα χωρίς δεύτερη ερώτηση. Με πήγε στη πίσω αυλή του σπιτιού του. Κοίταζε στο δάσος. Ήταν τόσο απομονωμένα εκεί. Με πλησίασε και μου αφαίρεσε τα ρούχα. Δεν έφερα τη παραμικρή αντίσταση. Τα έβαλε σε ένα τραπέζι και με οδήγησε σε ένα σημείο. Με άφησε εκεί, πήρε το λάστιχο και μου έριξε νερό. Με έπλενε. Το νερό ήταν μέτρια ζεστό λόγω του καιρού, η ορμή του όμως πολύ. Δεν μου μιλούσε, απλά με έπλενε. Έριξε νερό ακόμη και μέσα στον πρωκτό μου εκεί λίγο τα έχασα, αλλά είχα αφήσει να συμβεί όλο αυτό και δεν θα το σταματούσα τώρα. Εκείνος παρέμενε το ίδιο αυστηρός. Το βλέμμα του δεν έσπαγε. Δεν ήξερα αν αυτό που έκανε του άρεσε, αν το ήθελε ή γιατί μου το έκανε. Μπορούσα να φύγω. Αλλά δεν το έκανα.

    Με άφησε στον ήλιο να στεγνώσω. Δεν μου έδωσε πετσέτα. Διάβαζε μία εφημερίδα, ενώ παρέμενα γυμνός σχεδόν μπροστά του. Όταν τελείωσε ήρθε κοντά μου. Άφησε τον καπνό από το τσιγάρο του να πέσει επάνω μου.

    «Δεν με θυμάσαι έτσι;» μου είπε αφήνοντας με με ανοιχτό το στόμα. Όχι δεν είχα την παραμικρή ιδέα για εκείνος. Χαμογέλασε.

    «Πριν δέκα χρόνια στο Λονδίνο ήσουν με τον Τζέημς» μου είπε κάνοντας με να χάσω την λαλιά μου εντελώς. Ο Τζέημς με είχε για πέντε χρόνια. Με είχε υπό την κυριαρχία του για πέντε χρόνια.

    «Μικρός που είναι ο κόσμος» συνέχισε να λέει.

    «Όταν σε είδα, κατάλαβα ότι ήσουν εσύ, αλλά έπρεπε να το επιβεβαιώσω»

    «Δεν σας θυμάμαι..» Είπα και πραγματικά λυπόμουν γι αυτό.

    «Δεν έχει σημασία αυτό. Όταν σε ελευθέρωσε ο Τζέημς μου είχε ζητήσει να σε αναλάβω. Ήταν όταν έμεινα μόνος και δεν μπορούσα τότε, αλλά φαίνεται η μοίρα σε ξαναέφερε εδώ»

    Ήξερα τι έλεγε και τι ζητούσε. Μόνιμη 24/7/365 υποταγή. Να αφήσω τα πάντα πίσω μου και να τον υπηρετήσω πίστα. Πίστευα ότι δεν θα μπορούσα να το ξανακάνω αυτό. Να δοθώ και να είμαι ο εαυτός μου ξανά. Ένας δούλος. Κοίταξα γύρω μου, προς το μέρος του, καταλάβαινα πως ο εαυτός μου εκεί ήθελε να είναι. Αλλά δεν ήξερα τίποτα γι αυτόν, καμία πληροφορία και αυτό θα έπρεπε να είναι σημάδι να πω όχι. Όμως αυτό ήταν που με έκανε να θέλω να το ζήσω ακόμη περισσότερο.

    Πήρε ένα βιβλίο κι έκατσε πάλι απέναντι μου. Χωρίς να μου μιλάει. Μόνο με κοίταζε ενώ στεκόμουν γυμνός μπροστά του. Ακίνητος. Μου έδινε χρόνο. Χρόνος που γέμιζε τα μάτια μου με δάκρυα και το μυαλό μου με σκέψεις. Τον κοίταζα ολοένα και πιο έντονα. Αυστηρός, σίγουρος για τον εαυτό του.

    «Είμαι σαδιστής» μου είπε. Ήμουν σίγουρος ότι ήταν. Σχεδόν έβλεπα στα μάτια του την θέληση να με πονέσει, να με κάνει να ουρλιάζω από τον πόνο. Μια δίψα που ήθελα να ικανοποιήσω.

    Μου έφερε ένα ποτήρι νερό. Το πλησίασε κοντά στο στόμα μου. Έβρεξε τα χείλη μου με τα δάκτυλα του. Πρώτη φορά τον ένιωσα. Μου έδωσε μόνο μια γουλιά νερό. Το έχυσε το υπόλοιπο επάνω μου.

    «Δεν έχω ξανακάνει τίποτα από όταν με ελευθέρωσε ο Αφέντης Τζέημς, ούτε σεξ, ούτε τίποτα»

    «Ήξερα ότι σε είχε πάρει παρθένο, αυτό σημαίνει ότι μόνο μαζί του έχεις γαμηθεί»

    Ένευσα θετικά. Χαμογέλασε. Αλλά η λέξη γαμηθεί χτύπησε τόσο άσχημα στα αυτιά μου. Φοβήθηκα. Το ήξερε.

    «Πέντε χρόνια χωρίς χρήση» μου είπε και πήγε πάλι στο βιβλίο του. Τα πόδια μου με πονούσαν πολύ από την ορθοστασία. Ήταν ξεκάθαρος τι ήθελε. Σηκώθηκε και πήγε μέσα στο σπίτι με άφησε για λίγη ώρα πριν επιστρέψει. Στα χέρια του κρατούσε ένα μεταλλικό κλουβί. Μια ζώνη αγνότητας. Δεν με ρώτησε άλλο. Ήρθε. Την τοποθέτησε, με κλείδωσε. Ήταν σφιχτό, αλλά στα μέτρα μου.

    «Το είχα πάρει τότε, σύμφωνα με τις οδηγίες του Τζέημς. Όντως σου ταιριάζει».

    Ήμουν ήδη κλειδωμένος μπροστά του, οι αποφάσεις είχαν παρθεί από εκείνον που μπορούσε να τις πάρει. Ήμουν χαμένος, πραγματικά χαμένος. Τόσο που δεν είχα παρατηρήσει το κολάρο δίπλα στην εφημερίδα. Πότε το έφερε αυτό αναρωτήθηκα.

    Το πήρε στα χέρια του. Δερμάτινο με καρφιά. Μία αλυσίδα.

    «Έλα» διέταξε, δεν ζήτησε.

    Πήγα κοντά του, γονάτισα τελετουργικά. Δεν χρειάζονταν περισσότερα λόγια. Το πέρασε στον λαιμό μου. Το έσφιξε δυνατά. Σχεδόν με έπνιγε.

    «Δεν θα βγαίνει αυτό από πάνω σου για κανέναν λόγο, παρά μόνο αν το βγάλω εγώ»

    Δεν μίλησα.

    «Μάλιστα Αφέντη θα λες παντού και πάντα όποιος και αν είναι κοντά»

    «Μάλιστα Αφέντη»

    Χαμογέλασε. Πήρε το βιβλίο του. Παρέμεινα εκεί, στα πόδια του..
     
  3. slave32

    slave32 Contributor

    Πέρασε η ώρα. Πήγαμε μέσα στο σπίτι. Μαγείρεψε μακαρόνια με τυρί, μου έβαλε κι εμένα. Φάγαμε μαζί, ήμουν δίπλα του. Δεν μιλούσε, ήμουν χαμένος για τα καλά. Όταν τελείωσε πήρα τα πιάτα, πήγα στο νεροχύτη. Καθάρισα. Ήταν όλα εντυπωσιακά καθαρά. Σκούπισα, συμμάζεψα το τραπέζι.
    «Έλα» μου φώναξε. Προχώρησα στο σπίτι. Ήταν μεγάλο. Ανέβηκα τη σκάλα. Είδα ότι ήταν στο μπάνιο. Μπήκα διστακτικά. Είχε μόλις αφοδεύσει. Τα έχασα εντελώς.
    «Βγάλε τη γλώσσα έξω» διέταξε κι εδώ που ήμουν, υπάκουσα. Με δοκίμαζε.
    Έκοψε χαρτί, μου το έδωσε. Τον καθάρισα. Χάρηκα, ήμουν χρήσιμος ξανά. Αν θα τον καθάριζα με την γλώσσα μου; ναι, θα το έκανα. Αν μου αρέσει; όχι καθόλου. Αν έχω επιλογή; Όχι.

    Γύρισε μπροστά μου είδα το πέος του. Είναι μεγάλο, είναι σίγουρα μεγάλο. Δεν ήταν ερεθισμένος. Του σήκωσα το παντελόνι. Του έπλυνα τα δόντια.
    «Πήγαινε σπίτι σου να μαζέψεις τα πράγματα σου, σε δυο ώρες να είσαι εδώ. Ξενοίκιασε το. Όταν τελειώσει η άδεια σου, θα αποφασίσεις αν παραιτηθείς από την δουλειά»
    «Μάλιστα Αφέντη» απάντησα.
    «Δεν θα ντυθείς, έτσι θα πας, πρόσεχε μη σε δουν»
    Κοκκίνισα από ντροπή. Βγήκα έξω. Κοίταζα τριγύρω. Δεν ήταν κανείς ευτυχώς. Έτρεξα στο σπίτι. Αλλά δεν είχα πάρει τα κλειδιά. Έπρεπε να επιστρέψω πίσω.
    Γύρισα. Ευτυχώς δεν με είδε κανείς πίσω. Χτύπησα τη πόρτα. Ο Αφέντης ήταν στη πίσω αυλή. Στο τραπέζι εκεί που ήταν τα ρούχα μου και τα κλειδιά είχε ένα μαστίγιο. Χοντρό και μακρύ. Τα έχασα ξανά. Αυτό θα πονά πολύ. Γονάτισα.
    «Αφέντη μπορώ να μιλήσω;» Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
    «Δεν πήρες τα κλειδιά σου σωστά;»
    «Μάλιστα, Αφέντη»
    «Άχρηστε» μου είπε και συνέχισε να διαβάζει το βιβλίο του. Πέρασαν ακριβώς δύο ώρες. Φορούσα ρολόι.
    Σηκώθηκε ήρθε από πάνω μου.
    «Πέρασαν δύο ώρες και δεν έκανες αυτό που ζήτησα, ξέρεις τι σημαίνει αυτό;» κούνησα το κεφάλι μου δείχνοντας του οτι καταλάβαινα.
    «Πες το» μου είπε. Κατάλαβα ότι ήξερε πολύ καλά τον Αφέντη Τζέημς. Τα λάθη μου πάντοτε τιμωρούνταν με έναν τρόπο, χωρίς έλεος.
    «Χωρίς έλεος, Αφέντη»
    «Ακριβώς» μου έδειξε απέναντι. Σκοτείνιασε. Ένας στύλος για δέσιμο και φυσικά μαστίγωμα.