Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

raW War

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 16 Οκτωβρίου 2024 at 10:12.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Πρε λουλού και δύο

    (Love, Raw the War)

    Στη δεύτερη Ε και κλήση η πρώτη δώρο…

    वर्ष 1978

    -Μου μπάι ? Η Κόκκινη γαλάζιο αστακό φορά, ολόσωμο φουστάνι. Οι πέτα Λήδες και οι του γκρίζου Κύκνου, από την άλλη να γυρνούν.

    -Άγριο.

    -Αταίριαστο. Ο Λεξ σ’ καταρράκτη φωτός από τρεις ήλιους ασσυμετυχίας να σκορπά γυμνός στα σύννεφα τα σκοτεινά παιδιά του.

    Ερωτευμένος.

    Η Κόκκινη στα μάτια του Λιβάνι. Τάδε φη και χάραξε στην 131 βακτήρια του και ο Τουτάγχαμών.

    -Άγιο μου μοιάζει και ταιριαστό πολύ. Τι θα έλεγες ωμός να το πετάξεις στα νηστικά του εφτά σκυλιά και εδώ ψηλά, γυμνή στο φως το αέναο να ψάξεις; Η Κόκκινη με νάζι τη μέση της λυγίζει, χαμόγελο φωτίζει και λέξεις του Hell αηδόνια του πετά με αγκίστρια.

    -Δεν μπορώ. Φοβού το καλό κερί και ρο. Τη βαρύτητα του εδώ την ξέρω και με λουκέτο την ορίζω. Το εκεί ψηλά μη καθά και ορισμένο. Ελαφρύς ο ίσκιος μου, εγώ ποτέ. Και τη γλώσσα βγάζει.

    Τα αηδόνια με δόντια από νυστέρια, ουλές στο σώμα του Λεξ αφήνουν, αυτός γελά και δουλειά ξε στη Κίνα.

    Στου χρόνου τα κενά που μόνο αυτός τηρά, ακτίνες φωτός απλώνει. Στα σημεία ασυνέχειας και του υπολογισμού τα κρότατα στηρίζει τα πατήματα και μ’ ένα τούλι από αβέβαιο νερό…

    -Υγρό εγώ ή μήπως εσύ ρευματοφόρος αγωγός;

    …σκάλα φτιάχνει για την Κόκκινη και εκεί ψηλά τη φέρνει.

    Διστακτικά τα βήματα της, του κύκλου του μικρού. Στα εύθραυστα του φωτός τα κρα και νία, με τα κατάλευκα της άκρα που η δαντέλα των μαύρων της διχτυών τα διαχωρίζει από τους υδρατμούς που αυτή πετά.

    Πάνω στις μπουμπού τις λήθρες αν αέρινα βαδίζει χίλιες να καλύπτει μα όταν να σκοντάφτει, μία του χρόνου μπάλα σπάει και στην διά και ενοχική θέση να επιστρέφει, ο Λεξ στην αγκαλιά να την κρύβει με τους χτύπους της καρδιάς του Care και Βέρσους σκυλιά να την φιλούν.

    -Κραταιέ φοβάμαι. Η Κόκκινη φτιαγμένη από άχνη και φτερά.

    -Σε βαστώ, μη τρέμεις, ιδρώνεις και λυγάς. Ο Λεξ του βράχου ορυμαγδός. Πονηρό του γχαμού το γέλιο κρύβει κάτω από το μελί της βέλο, νύχια βγάζει και βαθιά στο δέρμα του βυθίζει. Τον πέτσινο αφρό περνούν, στο αίμα βάφουν τη λαχτάρα και στον ιστό αρπάζονται, εκεί να μείνουν.

    Ο πόνος ισχυρός. Η Κόκκινη πλασμένη, από σάρκα, νύχια και νερά.

    Ο Λεξ διάπλατα το στόμα του ανοίγει και με τα δάχτυλα του τις οπές της. Στο λευκό και μάρμαρο της Κόκκινης το σώμα, σημαδεύει με αριθμούς τις στιγμές, τον χρόνο και την μέρα της φυγής.

    Για ένα χρόνο ολάκερο, παίζουν, αγαπούν, μισούν και ο ένας τον άλλον από παντού γαμούν…

    वत्स 1977

    Στο Μου μπάι univers e city δεκάδες οι του Μέλανα ζωμού και φωτός, κύματα του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου που τη διάλεξη του Λεξ, με σοκ και Δέος παρακολουθούν…

    Αν σε χρόνο τα παγώsεις και σε πίεση του ελαφρού τους δώσεις, ίσως μάζα πω και κτίσουν. Ο Λεξ μόνο τα σημεία που κατά και λήγουν βλέπει όταν προς τα κάτω αυτός κοιτά. Το χαμόγελο του καθησυχαστικό και προς τα πάνω πάλι βλέπει.

    Στο κενό που από πάνω στέκεται, καλά κρυμμένος παραμονεύει ο Έρεβος. Ο των φτερών του μαύρου, υιός του Χρόνου και της αναπόδραστης Ανάγκης. Ο Λεξ το σκοτάδι δε φοβάται, μ’ ένα νεύμα, ήχο μικρό, παντού το φως.

    -Σε κάθε κουκίδα, του χώρου διακριτό σημείο και ένας αριθμός. Ξεκινώντας από το κέντρο, να το ένα, εδώ το δύο, εκεί το τρία και ου το καθεξής.

    Σημεία φωτεινά, καλλίγραμμά αστέρια, τοποθετημένα με Αρμονία και της ερωτικής Πειθούς την οριοθετημένη πειθαρχία, στη σπείρα να στέκουν φουντωμένα.

    -Όταν εγώ το σύνθημα θα δώσω, το φως στους πρώτους θα το σβήσω. Η εικόνα που θα πω και καλυφθεί το μοτίβο θα μας φανερώσει, της εμφάνισης των πρώτων τύπων Α των ρυθμών.

    Ένα κουδούνι ακούγεται, ένας Bull και goD που λυπητερά ουρλιάζει και τα φώτα στα επίμαχα σημεία σβήνουν. Μαύρες οι τροχιές, που τις ουλές αφήνουν πάνω στο φωτεινό στερέωμα.

    -Της Τύχης φιλιά δεν μου φαίνονται, δεν μοιάζουν το νέκταρ της να έχουν.

    -Τυχαίες δεν είναι ! Ο Λεξ από τον ενθουσιασμό τεράστιο το φορτίο που απελευθερώνει.

    -Το βρήκα, το κατάφερα και εγώ του Μέγα Ιός θα γίνω. Και ξάφνου απ’ τα πέρατα, στου λίμπο το διάδρομο, μια φωνή του ηλίου. Κόκκινη, λευκή παρθένα.

    -Τις μαύρες τις γραμμές τις βλέπω. Αλλά απόλυτες δεν είναι, γιατί μέσα τους, να δείτε, μικρές, αραιές διάστικτες, του φωτός κουκίδες.

    Ο Λεξ νιώθει έξαψη καθώς τη Κόκκινη στο αντιληπτικό του πεδίο βάζει. Δύο ισχυρά ρεύματα μέσα του συγκρούονται, αφρός και για λίγο ο παλμός στα μάτια τον κοιτάει. Αμέσως μετά συνειδητοποιεί η Κόκκινη τι είπε.

    Το βλέμμα του γυρίζει στο στερέωμα και το βλέπει. Έστω και μία να ‘ταν, τώρα περισσότερες, το μοτίβο θα κατάρρεε και απλό υποψιάζομαι, δούλος της πιθανότητας θα ήταν και όχι ρυθμιστής της ολό και κλήρωσης.

    Τα χαρτιά του πετά, στυλό, γνώμονες, μολύβια, σπαθιά, πινέλα και αγκίδια. Στο πλήθος που τον παρακολουθεί τη πλάτη τους γυρνά και φεύγει.

    Δρόμους διασχίζει, βουνά, πλανήτες και λαγκάδια, βήματα πίσω του ακούει, αλλά ο πόνος του μεγάλος, σημασία να τους δώσει. Κάποιος, κάποια ή κάτι τον κυνηγά.

    Η απογοήτευση τεράστια…

    -Άχρηστος, ασήμαντος, απαίδευτος και του ανέμου ελαφρύς. Από κομήτη σε κομήτη άλματα τυχαία κάνει, ταξιδεύει μέχρι που σε κάποια του στιγμή, σε σταυροδρόμι εμπρός στέκεται. Να πάει που;

    Σταθμός του χρόνου, δύο γραμμές, δύο πινακίδες.

    Προς τον ατέρμονο Χ και μόνος μία και προς το ατελείωτο καλοκαίρι η άλλη;

    Να διαλέξει δρόμο ποιον; Δεν τον απασχολεί, αλλά κάτι στην αρχή αόρατο μετέωρο και ακίνητο αυτόν βαστά και αμέσως μετά ένα του Λευκού κρινού και αστέρι. Τα δάχτυλα της του εφτά. Ο Λεξ γυρνά. Η Κόκκινη.

    -Τι θα έλεγες για το ατελείωτο καλοκαίρι; Και φιλί βαθύ της τάφρου Μαριά κενών, του δίνει. Δράκοι που ίπτανται καθώς στο αργά πέφτουν και σαπίζουν. Φάλαινες που μόνες ο θάνατος τις βρίσκει, όργιο τροφής στα μικρόβια του Α. Ο Λεξ και η Κόκκινη, δύο του φωτός ακτίνες που ενωμένες αναδύονται.

    Ο πόνος παγόβουνο που λιώνει, τα εμπόδια χάρτινες βαρκούλες, το βάρος του μηδέν και εκεί στο ζεστό σκοτάδι, ανάβει μια μικρή ελπίδα…

    Anno 1990

    Ο Λεξ στο αχανές το σύμπαν ταξιδεύει την πλατφόρμα του να βρει. Καβάλα σε ένα κενό του Να, ο χρόνος χαρούμενο κρυφτό να παίζει με το σκοτάδι, παρέα με το Glad io. Στο μυαλό του Λεξ μια ανάμνηση σαν εμμονή, σε βρόγχο κουρδιστή χορεύει.

    -Όταν πρώτος αριθμός είναι, σε πρόγραμμα του ένα, τρία, εφτά ή εννιά κορδώνει, όμως αν σ’ ένα από αυτά τελειώνει, σίγουρος και πρώτος αριθμός δεν είναι.

    Ο Λεξ τον εαυτό του θυμάται, σε μια μουδιά του Zag να στέκεται, της άμμος της ψιλής, πισίνα.

    Στα χέρια του, του Τσου η γκράνα, με τέσσερα πιθανά φωτός τα δόντια, στην άμμο γρατσουνιές να κάνει.

    -Τέσσερα βαθιά ρήγματα της Χαράς και Δρας, του μονού το πάτι, που απόλυτα δεν είναι. Μέσα του κόμποι, βρόγχοι, ζωντανοί ιοί, που το σκοτάδι το απόλυτο φωτίζουν.

    -Βρώμικο λίγο μοιάζει. Αν τρόπο βρεις, να δίχως ίχνη και στίγματα το δρόμο να χαράξεις, τότε το στόχο σου θα βρεις. Τα λόγια της στοιχειά που στην ψυχή του διακονεύουν.

    Στο αλλού και κάποτε…

    Σ’ ένα πλανήτη του νερού πρόθυμο μικρό, το σώμα ποντισμένο σε ήλιο υγρό κρατάει μονωμένο. Το μέρος το Zag θυμίζει, όπως ίσως και κάθε μέρος. Το σφυγμό του ακούει, τα μάτια κλείνει.

    Ήχοι απόμακροι, του οικείου ξωτικούς. Να τους ακολουθήσει αποφεύγει, τα ευαίσθητα τους κύματα με ένα σφύριγμα τα σκίζει. Το τώρα στο αφρό του πνίγει και σε μίλια μνήμη τα μάτια της ψυχής ανοίγει.

    Αμέσως την μυρίζει και στο ελάχιστο, πραγματικά ακούει. Ξεφυσάει, μουρμουρίζει και ξαναφυσάει.

    -Έλα πήδα, μη φοβάσαι. Ο Λεξ στο κενό πλέει, δίχως να ζορίζεται.

    -Είσαι τρελός ;!; Μα τι εγώ ρωτώ; Στέκομαι στην άκρη του γκρεμού, σε ύψος άρα γιε του πόσο και εσύ μου λες το πήδα.

    -Αλήθεια πες μου πόσο; Εικοσιδύο και πέντε και δεκαέξι ακόμα, τα χίλια μέτρα. Η Κόκκινη πίσω κάνει, το πίσω την ακεραιότητα του χάνει και σε ένα σημείο πια ισορροπεί.

    -Όχι με τίποτα, εγώ φοβοῦ και να ‘μαι. Ο Λεξ γελάει. Σιρόπι χλιαρό, της αν και μέλη σοκολάτας, που ο ήχος τα πια του σπάει.

    -Σε αυτόν το κόσμο, που ο χρόνος δε κυλάει, σαν σε όνειρο, ό,τι μπορείς να φανταστείς συμβαίνει.

    -Μα τον αγέρα νιώθω απειλητικό, προς παγωμένο με θρύψαλα που κόβουν στο in και side.

    -Δοκίμασε. Η Κόκκινη το σκέφτεται, μια πεταλούδα επίσης, η λούδα φεύγει, φόρα παίρνει και πηδάει. Για λίγο στον αιθέρα ίπταται και μετά θυμάται και αμέσως πέφτει.

    Ο Λεξ στην ανάμνηση βουτά, κάνει να την πιάσει. Η αδρεναλίνη τα χέρια της ανοίγει, ο Λεξ και στο τώρα βουτιά στο βυθό της λίμνης του ηλίου, για να πιάσει άραγε ποιον αφού μονάχος είναι. Στη λάσπη χώνεται, ελαφρώς πιο πυκνή από το νερό αλλά ρκετή να θυμηθεί που βρίσκεται και την γεύση της πίκλας στο στόμα του να νιώσει.

    Αφήνεται να βυθιστεί κι άλλο και αυτό για σαράντα μέτρα ναι μπόδιστα κρατά, μέχρι που…

    ΜΠΑΜ!!!

    -ΑαΑαΑαΑαΑ…

    Κάτι σκληρό, όχι σαν πέτρα, αλλά σαν του αγρίου φέτα, το Λεξ στην μύτη τον βρίσκει. Ζεστό όχι σαμ η φωτιά δεν σβήνει, μέρες, μήνες χρόνια να περάσουν, δεν πρόκειται να σβήσει, αλλά σαν κάποια, κάποιον ή και κάποιο που τρε τρε και τρέχει, η καρδιά του σταματά, αυτός μετά και η ζέ στη ‘κόμη τρέχει. Ο πόνος ισχυρός, με το χέρι υψωμένο και τις φλέβες τσί τα και τω μένες, δικτάτορας, τρανός και ο Λεξ τα μάτια του ανοίγει.

    Τίποτα.

    Εμπρός κενό, σκοτάδι και του αλόγου τίποτα. Ο φόβος στα άκρα του τον Λεξ τεντώνει και τον σφίγγει απ’ τα…

    -Παρντόν δεν έχει; Η φωνή βαθιά, σκληρή και ανήθικη. Ο τρόμος νύχια βγάζει και βαθιά στον Λεξ του χώνει. Να φύγει κάνει μακριά, αλλά…

    Ντουπ και νατπαμ, μαπαντ και ωχ μη όχι άλλο!

    -Ώπα και φυλάξου, πλάσμα κι άλογο στέκει εδώ!

    -Ποιος είσαι;

    -Ο του Boo Κεφάλας !ο!

    -Τι είσαι;

    -Της μοναξιάς και της ανυπαρξίας, το άλογο μισό και συμπληρωματικό.

    -Φίλος ή οχτρός;

    -Φίλος μόνο, ποτέ Ωχρός.

    -Εντάξει τότε. Καβάλα με για να φύγουμε, αρκετά κάτσαμε εδώ.

    Μέρες του μετά βρίσκουν στο κενό το Λεξ να ταξιδεύει.

    -Και για πες μου sis. Την πλατφόρμα αυτή του απόλυτου επιπέδου γιατί την θες;

    -Γιατί sis?

    -Γιατί bro? Ο Λεξ το σκέφτεται, τι σήμα και σία να χει, το ερώτημα το πίσω επιστρέφει.

    -Γιατί εκεί αν με τα φώτα τους αριθμούς σαν τραχανά απλώσω, θα δω ποιοι ξέ στη χώρά ζουν και γιατί.

    -Μα εύκολο αυτό sis. Stην επιφάνεια τα πιο ελαφριά, λιγότερο πηχτά, που λάμπουν, τα πιο μικρά και τρυφερά.

    -Φυσικά Boo, έτσι πάντα θα ‘ναι, αλλά αυτά που σαν πρώτοι στο σκοτάδι φεύγουν, θέλω γω Να δω.

    -Νομίζεις πως μοτίβο κρύβουν μυστικό;

    -Ναι. Ένα νέο κώδικα, ίσως και εξαρθρωμένη γλώσσα, μπορεί και κει να μένω, για κάποιον το άλγος του ρυθμού, του ιδιαίτερου δέκτη ή πομπού.

    Ο Λεξ τον Boo δε βλέπει, αλλά φαντάζεται πως το κεφάλι κουνάει αριστερά και δεξιά κατά και φασιστικά, χαίρεται στην κεφαλή τον παίρνει και το ταξίδι συνεχίζουν.

    Χρόνια τους παίρνει, το απόλυτο επίπεδο σε του υλικού έκφραση να βρουν.

    Συστήματα διαχείρισης ισχύος, από μύρια Ηλίους, στο δρόμο συναντούν, άλλους με ζωή και άλλους χωρίς.

    Ο Λεξ και ο Βοο τα πάντα δια βαί και βρώνουν, ο πρώτος τρώγοντας όταν το μόνο του πεινάει και ο δεύτερος μόνο τρώγοντας, μέχρι που σε ένα παράξενο διαστρικό σύστημα κατά και λήγουν.

    Ήλιοι δεκάδες, σε μέτωπα πολλά και στη μέση μία τρύπα μαύρη.

    Την ύλη Αυτή να κλέβει και Αυτοί την ύλη πίσω. Και η ύλη αβέβαιη στο κενό να στέκει, σχηματίζοντας ένα απόλυτο επίπεδο, ψιλό τεμαχισμένης στο μέγεθος του Κβάντα, σκόνης…

    (- Να σταματήσω? raW

    -Μα μόλις ξεκίνησα… War)

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    raW War (Prelude)

    ( - Μάνα φεύγω…

    -Γιε μου, που πας;

    -Να πολεμήσω μάνα και την αδερφή μου να σκοτώσω.

    -Τη καρδιά της να μου φέρεις .!. )

    Στη Δεύτερη τη τάξη, όρθιος σε στάση προσοχής να στέκεις, καθώς την καβaλά η Πρώτη ±

    Max the Dog is dead.

    Ένα τεράστιο άρτια τεντωμένο επίπεδο από μύρια φωτισμένα κβάντα. Με την ψιλή να το περνάς και κανείς να μην ξεχωρίζει να τον κόψεις. Ένα θέαμα με τα εκτυφλωτικά του φώτα, να παράγει Σοκ και Δέος.

    Οι Ήλιοι από τη μία και η Μαύρη τρύπα από την άλλη, τα κβάντα ανάμεσα τους να κρατούν σε μία απόλυτη και ευαίσθητη ισορροπία.

    -Είναι η πλατφόρμα αυτή όπως τη θέλεις;

    -Νομίζω πως ναι. Λες να υπάρχει καλύτερη; Ο Λεξ διστακτικός, των καυσίμων επαίτης, αν και αυτό που έψαχνε εμπρός του στέκεται.

    -Όχι kamar yadda na sani. Και τα ξεράδια μου στο μαύρο το κενό κυριαρχούν, από τις Ακτές του της αρχής μέχρι το ακρωτήρι του Εσχάτου, σε αυτό το σύμπαν.

    Ο Λεξ ευκαιρία βρίσκει να να βάλλει την Αρχή και προς τα πάνω, πίσω, κάτω αριστερά και δεξιά κοιτά, μήπως το Boo τσακώσει.

    -Που βρίσκεσαι;

    -Παντού.

    -Πως;

    -Το τίποτε και ασήμαντο παντού χωρά. Η υπόσταση μου δένει κάθε του κενού σημείο, σε μια αλυσίδα και όλα μαζί κάθε φορά, μ’ ένα ή όλα ταυτόχρονα να επικοινωνούν μπορούν.

    Ο Λεξ στο επίπεδο γυρνά, κοντά, σιμά του φτάνει και στο δεύτερο του σημείο άγγιγμα απαλό του δίνει.

    Αυτό την ενέργεια του χάνει από τον Λεξ και αμέσως από το δίδυμο του, σε δύο του μετρά μετά, κλέβει. Αυτό με τη σειρά στο επόμενο του μετά από δύο και μια αλυσίδα παραγώγων γεννιέται που σταδιακά το φως τους μοιράζουν για να καλύψουν τη χασούρα.

    Αυτή η αλυσίδα δικό της μέγεθος αποκτά και χρώμα και χαρακτηριστικά διακριτή, από τα υπόλοιπα των υπολοίπων κβάντα.

    Στο τρίτο το σημείο τώρα ο Λεξ, τη διαδικασία επαναλαμβάνει και μετά στο πέμπτο, στο έβδομο, ενδέκατο και ου και σκάσε εσύ…

    Για τρεις μέρες δίχως διακοπή ασταμάτητα, τα του πρώτου και παρθένου αριθμού, κβάντα αγγίζει. Όταν ικανοποιημένος μένει, πάνω σε μια μεγάλη του επιπέδου προσοχή περιοχή, εκατομμύρια τα κβάντα, που έχουν το φως χαμηλωμένο και διαφορετικό χρωματισμό από τα άλλα. Οι μήτρες την αρχή δείχνουν της κάθε ουράς.

    -Έτοιμος.

    -Και τώρα, πως θα διακρίνεις το μοντέλο; Ο Λεξ αριστερά και δεξιά το κεφάλι του κουνά, σαν σκύλος στο παρ και Μπριζ της πραγματικότητας.

    -Δε θα ψάξω το μοντέλο. Τώρα θα διαβάσω αυτά που γράφουν.

    -Ποιοι; Ο Λεξ το επίπεδο χαλί κοιτά, με ουρές χαμήλοφωτων σπαρμένο. Στην τύχη ένα φως παρθένο διαλέγει και κοντά στο κύμα του πετά.

    Στο δρόμο λέξεις αφήνει στο κενό, σα κεριά που τραγουδούν ναμμένα.

    -Δεν αναρωτήθηκες ποτέ, ποιος αυτό το σύμπαν έκτισε σαν Κάστρο στην άμμο του;

    -Το χάος; Ο Βοο στα κενά των κβάντων διαχέεται, να τα σβήσει ή να τα φήσει, αναρωτιέται. Με το ζόρι την τελευταία στιγμή βαστιέται, δε θα το εκτιμούσε αυτός που καβαλά. Και αδέξια θα ήταν τα τινάγματα του.

    -Τι θα όριζες ως χάος, αν λογική δεν είχες;

    -Το σπίτι μου; Ο Λεξ τη πλάτη γυρισμένη του ‘χει, με μία κίνηση της ερήμου χρόνου, ένα σημείο στη σκιά του παγιδεύει και αυτό για πάντα χάνεται.

    Ο Λεξ απότομα γυρνά, ο Boo τρομάζει και αμέσως χλιαρά το μηδέν τεντώνει, δεν θα μπορούσε ποτέ ο Λεξ να τον δει.

    -Και τι ως σπίτι σου, αν κριτήριο που από γάντζους λογικής κρεμασμένο κειτόταν, δεν είχες; Τα μάτια του να λάμπουν φλόγες δίχως έρμα. Το Βοο πιο στις σκιές βαθιά. Μετά θυμώνει και έξω βγαίνει, τι το τίποτα να φού και ΄βαται; Αυτό και τα υπόλοιπα 43 δις και εκατό τα μύρια μέτρα του, απλώνονται και τη θωριά τους δείχνουν, αλλά πως ο Λεξ το απόλυτο κενό θα μποορούσε ποτέ να ντιληφθεί;

    -Οκ, το έπιασα και το κρατώ σφιχτά να μη μου ξεφύγει, sys. Υπάρχει λογική στο σύμπαν και αυτό δείχνει πως πλάσμα ζωντανό σε κάποια διάσταση πέρα από τη δική μας, θα μπορούσε να τη παρά χαρά και με μαεστρία Ξει. Αλλά τι σε κάνει να πιστεύεις πως κάτι για να διαβάσεις, από το E.D. υπάρχει;

    -E.D.?

    -Extra-Dimensional.

    -Για ποιο λόγο ζωή με λογική να φτιάξεις, αν δε το θέλεις;

    -Για τροφή; Ψυχαγωγία; Γνώση;

    -Το τελευταίο πιθανό.

    -Τι να θέλει να μάθει;

    -Μια τρελή ιδέα, στο μυαλό μου σαν αρρώστια, εμμονή, πείνα και λαχτάρα χρόνια τώρα μόνη τρέφεται.

    Του Βοο τα μαύρα της ανυπαρξίας σάλια λιπαρή αίσθηση αφήνουν.

    -Ποια;

    -Όποιο και να είναι το ζητούμενο του και δικό μας θα ‘ναι…

    -Και ποιο είναι το ζητούμενο σου sys?

    -Να διαβάσω τι γράφουν. Ο Boo το ανύπραξτο του τρίβει, να καταλάβει δεν μπορεί. Για λίγο όμως μόνο, αμέσως μετά, στα σκοτάδι σπίρτο ανάβει. Πριν προλάβει σταγόνα τα Ξέρω να πλώσει, ο Λεξ το προλαβαίνει.

    -Το βρήκα!!!

    Το 6.72.80.42.1.3.10.72.1 σημείο, σε ουρά δεν βρίσκεται και ουρά δεν πλάθει καθώς ο Λεξ, δε το έχει αγγίξει. Με προσοχή στο Λευκό του ο Λεξ το φως του σημείου πιάνει, σε μέρη το μοιράζει και με αυτό άλλα παρθένα που διαβάζει. Μια διαδικασία που δύσκολη μοιάζει, στο λογική να θυμίζει και όχι τρέλα, σαν τα κινήματα των περί στεριών να θες να προ φυτέψεις. Κάποια στιγμή αποκαρδιωμένος σταματά και κάθεται.

    -Τι έγινε;

    -Μου ΜΙΛΗΣΑΝ. Μέσω άλλων, φέρε φόνων και Τζέ για δες.

    -Πως;

    -Μ’ ένα τρόπο, εντυπωσιακό, μα και τρομακτικό συνάμα. Απάντηση έβρισκα σε ερωτήσεις που ακριβώς μετά στο μυαλό μου γεννιόντουσαν.

    -Σαν;

    -Μέσα σα αυτά που θες και τα δικά μας θέλω.

    -Και μετά;

    -Αν σε αυτό που είχες να γυρίσεις θέλεις, τότε γιατί να έχεις ήδη φύγει;

    -Και στο τέλος; Ο Λεξ ξερά το βήχει τον καπνό, της καύσης την άρια που να ναπνεύσει δεν τον αφήνει. Βήχει το σύννεφο και σε κάρβουνο δοσμένες οι λέξεις που από τις πύλες του ξεφεύγουν.

    - Θάμα ς κλάσεις μιαμ άντρα ρχήδια…

    ( - Μάνα φεύγω…

    -Κόρη μου, που πας;

    -Να πολεμήσω μάνα και τον αδερφό μου να σκοτώσω.

    -Τη καρδιά του, να μου φέρεις !.! )

    Ο Λεξ απομακρυσμένος είναι, αφήνοντας πίσω του ένα σε αναταραχή, τεράστιο των κβάντων θωπευμένο επίπεδο.

    Τα της ύπαρξης του φώτα, να φωνάζουν διαμαρτυρόμενα για το κακό που τους έγινε.

    -Μας άγγιξε και με τον απύθμενο παρά του μας ξέσκισε και μας βίασε. Πορεία τα φώτα μας να κάνουν, ενάντια του και αυτών που τον στηρίζουν.

    Το ένα, το διπλανό του παρασύρει και αυτό φωνάζει πληγωμένο.

    -Μας ανάγκασε σε μια ουρά, σαν σκλάβοι δεμένοι, ο ένας πίσω από τον άλλον να χορεύουμε για αυτόν γυμνοί. Και αυτός το χορό πηδούσε ερέ και ενθουσιασμένος.

    Η τρίτη, στην αρχή μαζεμένη και από το φόβο, μουγκή, τυφλή, κουφή και σιωπηλή, ξαφνικά ένα κύμα ενέργειας από μέσα της πετιέται, το stήθoς γεμίζει και με φωνή τραν ή, τους πάντες ξεσηκώνει.

    -Ακίνητη στο έδαφος, καρφωμένη οι του μπράβο υποτακτικοί του με βαστούσαν καθώς αυτός με άγγιζε και με τα βρώμικα γή κι ατί του, με πίεζε και ρωτήσεις μου έσκαγε, ως απάντηση στα λόγια του πόνου που από μέσα μας έβγαιναν.

    Τέταρτο, παιδί πετάγεται και με φως αγγέλου ουρλιάζει…

    -Φωτιά, φωτιά, τσουγκράνες και σπαθιά.

    -Révolution !!! Στη Bass την αρχή και ύλη στα χέρια μας να πάρουμε.

    Τα φώτα όλα πια του συγχρονισμού, σε τρίτο χτύπο ενωμένα. Έτοιμα να κινηθούν και της ισχύς τα in και ήα αυτά, να πάρουν, ώσπου ξαφνικά…

    Οι ήλιοι ο ένας μετά τον άλλον, διαδοχικά ν’ ανατινάζονται και τη βαρύτητα και υποστήριξη τους στο των ποδιών χάλι και χαλί, να παύουν.

    Η Μαύρη Τρύπα, την του δικαίου ισορροπία στην απύθμενη οπή της τώρα. Το επίπεδο χαλί των κβάντων, μαζί με το χρόνο του στρεβλώνει και με έναν και μόνο ήχο…

    Του Bass την ύλη, αντί και ύλη τώρα.

    -Οφοοοουυυυυυτσλες, ρουφάει τους πάντες. Η επανάσταση σε ένα μόνο σημείο σβήνει.

    Και από πίσω, ενορχηστρωτής και της σφαγής διά και υπό της κινητής…

    Ο του Βοο Κεφάλας…

    (- Θέλω κι άλλο…

    - Σκότωσε, πολέμα και τη συνέχεια του θα έχεις..

    -Kill raw kill with war

    and never never never

    make love with dove…)