Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Peau Noire, Masques Blancs

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Afrodoxia, στις 24 Δεκεμβρίου 2024 at 15:27.

  1. Afrodoxia

    Afrodoxia Regular Member

    Αλήθεια, πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς;

    Πολλά από όσα λέμε είναι συμβολικά αλλά στο τέλος βγαίνουν αληθινά, διότι ο συμβολισμός έχει ως έρεισμα καθετί το πραγματικό.

    Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ελαφρό αεράκι – μία ελαφριά σπρωξιά. Μέχρι τότε ταξιδεύαμε ακύμαντα, αρχικά παρατηρούσα ανόρεχτα τους επιβάτες, μετά η ματιά μου μπλέχτηκε στις κουβέντες ενός καλοζωισμένου άνδρα που μιλούσε ακατάπαυστα στην τραπεζαρία, πριν και μετά το φαγητό.

    Δεν είχα διάθεση να δώσω λεφτά για καραβίσια μακαρονάδα – οπότε αφέθηκα να υπνωτιστώ απ’ τα λόγια του. Στο μυαλό μου στριφογύριζε ο υποπλοίαρχος, ατσαλάκωτος και πολλά υποσχόμενος.

    Πώς είναι όταν κλείνουν τα φώτα στο σινεμά; Στην αρχή νόμιζα ότι αποκοιμήθηκα, μετά άνοιξα τα μάτια αλλά τίποτα, μόνο μία απαλή ώθηση και μετά βρέθηκα να περπατάω στο νερό, αφήνοντας κάτι σαν πατημασιές στο χιόνι.

    Δεξιά μου είδα τον καλοζωισμένο ομιλητή να υποβοηθιέται από έναν θηριώδη μάγειρα (φορούσε τον σκούφο). Μία λέμβος αιωρούνταν στο κενό και καθώς ο ομιλητής κέρδιζε μία περίοπτη θέση σε αυτήν, ο μάγειρας έβγαλε μία χατζάρα και ίδιος με λυσσασμένο Οθωμανό ξεκίνησε να σφάζει τους πολλούς άλλους που σαν αλαλιασμένα στίφη πολιορκούσαν την Βασιλεύουσα.

    Προχώρησα λίγα βήματα, ακόμα και το βάδισμα στο νερό αποδεικνύεται κουραστικό και κάπως παραπλανητικό, διότι μέσα στο σκότος μάλλον έκανα ολόκληρο τον γύρο του κρουαζιερόπλοιου και βρέθηκα απ’ την άλλη πλευρά του. Εκεί είδα μία άλλη λέμβος κατάφορτη από λογή λογής ανάπηρους, παραπληγικούς, χωλούς ανθρώπους, άνδρες γυναίκες και παιδιά. Με αστείρευτη δύναμη καρδιάς ήταν ο υποπλοίαρχος που τους κατεύθυνε με τάξη και ασφάλεια στα σωθικά της. Μέχρι που ακούστηκε ένας φοβερός κρότος που έφερε ένα σεισμικό τράνταγμα και όλα χάθηκαν.

    Δεν έχω ιδέα τον χρόνο που πέρασε. Άρχισα να έχω κάποια συναίσθηση του εαυτού μου μέσα σε χλιαρό, τρεχούμενο νερό, κάτι σαν να ξαναγεννιόμουν. Πόσο να πήρε για να ανοίξω τα μάτια;

    Φυσικά βρισκόμουν ξεβρασμένος σαν το ψάρι σε μία κιτρινωπή αμμουδιά. Και μία γνώριμη φωνή σαν μουρμουρητό που ποτέ δεν σταμάτησε ακουγόταν από το βάθος.

    «Γνωρίζεις νεαρέ μου για το Πέπλο της Άγνοιας;», με ρώτησε κάποια ύστερη στιγμή ο ομιλητής.

    «Όχι, έχω άγνοια», του απάντησα.

    Ο μάγειρας-χασάπης κοίταξε σαστισμένος τον ομιλητή.

    «Είναι μάλλον απλό. Πες ότι σου αρέσουν υπερβολικά οι τούρτες», συνέχισε ο ομιλητής και ο μάγειρας-χασάπης συνοφρυώθηκε. «Και πρέπει να μοιράσεις μία ωραία και μεγάλη τούρτα σοκολάτα διά τρία. Βεβαίως, θα σκεφτείς να πάρεις το μεγαλύτερο κομμάτι – αν όχι να τη φας όλη μόνος σου. Ωστόσο, πρέπει να τη μοιραστείς και μάλιστα ο όρος είναι ότι από τη στιγμή που κόψεις τα τρία κομμάτια δεν θα ξέρεις ποιο κομμάτι θα πάρεις εσύ. Δηλαδή, αν είχες σκεφτεί να πάρεις το μεγαλύτερο μπορεί να πάρεις το μικρότερο! Τι θα έκανες, λοιπόν, πριν κόψεις τα τρία κομμάτια – δεν θα τα έκοβες το ίδιο μέγεθος;»

    Ο μάγειρας τώρα, ψηλός και ολόγυμνος, έσκυψε με το παλούκι του προς το μέρος μου.

    «Εδώ προσπαθούμε να οικοδομήσουμε μία κοινωνία από την αρχή», φώναξε ευχάριστα ο ομιλητής. «Δεν είναι τελείως λανθασμένη η σκέψη να ρίξουμε ένα ‘πέπλο’. Για παράδειγμα, ο μάγειρας μη γνωρίζοντας τι του ξημερώνει έσωσε εμένα γιατί ήμουν αρκετά ευτραφής για τα γούστα του – ένα καλό κομμάτι τούρτας. Και εγώ του είμαι ευγνώμων που σκέφτηκε ‘εξίσου’ το μέλλον μας. Και η τούρτα φανερώθηκε ακέραια και λαχταριστή μέσα στην ερημία. Μα δεν τη βλέπεις, κοίτα εκεί, όλοι αυτοί οι δύστυχοι που αχολογούν στην άκρη της παραλίας είναι ίδιοι η τούρτα μας!»

    Ο μάγειρας άφησε ανώδυνα να πέσει το χασαπομάχαιρο απ’ τη δεξιά του παλάμη στο ρηχό νερό και έβγαλε μία κραυγή ηφαιστειακής ηδονής.

    Έτσι φτιάξαμε το «τρίο της κολάσεως» σε μία παραδείσια βραχονησίδα, όπου ο ήλιος δεν έκαιγε και η τροπική βροχή έπεφτε μόνο για να ξεπλύνει τη ψυχή μας.

    Ο μάγειρας-χασάπης έτρεφε το κοπάδι, ο ομιλητής βασίλευε κι εγώ, με τα πολλά και ολωσδιόλου τυχαία, ερωτεύθηκα μία νεαρή τυφλή που είχαμε την ευκαιρία να ευτυχίσουμε, να φτιάξουμε τον δικό μας κόσμο!

    Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς οι χωλοί ξεκίνησαν να σκάβουν λαγούμια, αλλά σίγουρα χρονολογείται από τον πρώτο καιρό. «Νομίζουν ότι σκάβουν τούνελ αλλά τη φυλακή τους κάνουν», είπε γελώντας ο ομιλητής-βασιλεύς.

    «Ακούστε, αυτοί οι ‘τουρτάνθρωποι’ μάς έδωσαν θεϊκή λύση στο πρόβλημα της αναπαραγωγής», είπε ο βασιλεύς αμέσως μετά σε ένα από τα έκτακτα υπουργικά συμβούλια.

    Και είναι αλήθεια, το ζήτημα της αναπαραγωγής ήταν ένα ζήτημα ζωής και θανάτου. Η αρχική ιδέα εκμετάλλευσης των θρεμμάτων καθαρά για τις επισιτιστικές μας ανάγκες σε βάθος χρόνου αποδείχτηκε ανεπαρκής – αν όχι μάταιη. Η παραγωγή ήταν μεγαλύτερη από ό,τι μπορούσαμε να καταναλώσουμε και αυξανόταν διαρκώς. Μέσα σε σχετικά μικρό διάστημα οι αρτιμελείς είχαν αντικαταστήσει όλους τους στραβούς και κουτσούς.

    Ο μάγειρας-σφαγέας μεγάλωνε, δεν είχε πια τις αντοχές των πρώτων καιρών. Μόνο ένα θαύμα μπορούσε να μας σώσει – και μας έσωσε! Όλος αυτό το πλήθος σπρωγμένο από ένα είδος πατριδολατρίας, οικογενειοκρατίας, κι εγώ δεν ξέρω, ξεκίνησαν να ζουν κάτω από το έδαφος στρεβλώνοντας τις αισθήσεις και αλλοιώνοντας τα σωματικά τους χαρακτηριστικά. Κάποιοι, κατά καιρούς, ξεπρόβαλλαν έξω από το λαγούμι μόνο και μόνο να γίνουν εύκολη λεία.

    Έτσι, ο ομιλητής μία μέρα σίγησε, λίγο μετά ο μάγειρας κολύμπησε μακριά. Η τυφλή είχε γεράσει και μ’ ένα αστρικό μειδίαμα ξεψύχησε στην αγκαλιά μου.

    Συνέχισα να ζω τρώγοντας φύκια. Πήγαινα στα βραχάκια ν’ ακούσω τον παφλασμό, ώρες ολόκληρες. Εσύ ποιους πέντε δίσκους θα έπαιρνες σε ένα ερημικό νησί;

    Τι αβάσταχτη ερώτηση.

    Είχα περάσει στην άλλη πλευρά, είχα μαυρίσει, ένας Orfeu Negro. Κατάλαβα την χρωματική μου αλλαγή πολύ μετά – αλλά δεν σήμαινε τίποτα. Είχα ζήσει μία ζωή ‘καρναβαλιστή’ που οικειοθελώς σκέπασα με πέπλο ή άγαρμπα ξεγύμνωσα από το πέπλο, αν όλο αυτό σας λέει κάτι.

    Τώρα μόνος. Τα λαγούμια των νεκρών χωλών είχαν φτιάξει ολόκληρο κόσμο έξω από δω.

    Έτσι μία μέρα, ούτε που μπορώ να σκεφτώ πόσος καιρός είχε περάσει, ένα τεράστιο πλεούμενο εμφανίστηκε σαν να κατασπαράξει την ακτή, και μία λέμβος σαν θύμηση πλησίασε θαρρετά προς τα βράχια μου.

    Κι εκείνος ο υποπλοίαρχος, ευθυτενής και ατσαλάκωτος, άπλωσε το χέρι του να με δεχτεί μέσα του.

    Μα ναι, πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς!