Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ekei

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 25 Νοεμβρίου 2024.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Η Δεύτερη η τάξη, ασπίδα έχει την αφέλεια της Πρώτης.

    Max the Dog dis ead

    raW War (“Ekei” Η επαρχία που συμβαίνουν τα Πάντα)

    Στης Μάνης τα δυτικά λημέρια σε τοποθεσία μυστική, σπηλιά κοιμάται αγκαλιά με θησαυρό. Μέσα στο χρυσάφι, δίπλα σε κάβο του δεκάτου από σμαράγδι και τα κόκκαλα του καπετάν Βασίλη. Είσοδο δεν έχει, την έκρυψε αφού την ανατίναξε και από λάθος μέσα στη φωλιά έμεινε για πάντα.

    Τώρα ησυχία του απολύτου, καμιά αμφιβολία, θόρυβος κανένας.

    Στα δύο χιλιόμετρα πιο κάτω, καυτό νερό κυλά και αέριες βαρκούλες. Δεκάδες ακόμη πιο βαθιά σου λέω, ένα τεράστιο βουνό από διαμάντι. Στα έγκατα του μία φυσαλίδα με το υγρό στοιχειό παρέα να κάνει με το αέριο, σε ένα χορό αέναο, από τη μία κατάσταση στην άλλη. Μαέστρος η θερμική ενέργεια και ήχος, οι κρούσεις από τα άλατα που συναντούν διαμάντι.

    Εκεί το δέκατο ένατο, το εικοστό, το εικοστό πρώτο και εικοστό δεύτερο Η, λουτρά κάνουν, ιδρώνουν, παίζουν κυνηγητό και την ιστορία συνεχίζουν.

    -Γιατί να μην γνωρίζουν οι θνητοί τι συμβαίνει μετά το θάνατο τους;

    -Δεν γίνεται, καλό για την επιβίωση τους δε θα ήταν.

    -Η βεβαιότητα για τη μεταθανάτια κατάσταση, θα οδηγούσε σε μείωση του πληθυσμού.

    -Μόνο αν το είδος την ωριμότητα δεν είχε να το αντιμετωπίσει.

    -Γιατί εσύ ξέρεις; Το Πρω το κύμα του κουνά μπροστά στα μούτρα του δευτέρου σα σώβρακο βρεγμένο. Το δεύτερο τη κυματομορφή του φουσκώνει και πίδακα ενέργειας πετά πάνω στο άλλο. Τα τέσσερα , τούμπες κάνουν και γελούν. Έρωτα στα κύματα με κύματα, αντιθέσεις και συγχρονισμούς, όροι και κοιλάδες. Κάποτε αποκαμωμένοι, στις φυσαλίδες που αιωρούνται αράζουν και την κουβέντα καβαλούν.

    -Συνάντησες είδη που την ωριμότητα για αυτή τη γνώση είχαν;

    -Ναι αρκετά. Είδη εξελιγμένα και ανώτερα από τα πρωτόγονα της πυραμιδολατρείας. Συνήθως τα πρώιμα της σφαίρας, έτοιμα ήταν αρκετά για να αντέξουν αυτό το μάθημα.

    Να φροντίσουν για το χρόνο και για την ταχύτατη εξέλιξη τους στο επόμενο στάδιο.

    -Μιλάς για τους Στιγμιαίους; Το Η που μιλά, αέριο κισσό θερμαίνει, να φουντώσει πιότερο τον κάνει, ανθίζει αυτός, καρπούς βγάζει και σπόρια, σταγόνες της βροχής.

    -Ναι, αρκετούς από αυτούς συνάντησα. Τα άλλα τρία Η, με ενδιαφέρον στρέφονται στο Η που μιλά.

    -Μη μου πεις και τις Τριάδες; Τα μάτια τους γουρλώνουν και από τις άκρες του τετάρτου κύματος κρέμονται με αγωνία. Το τέταρτο με θέρμη τους υποδέχεται.

    -Ναι και αυτούς. Αφρόκρεμα και κορυφή δε λέω, αλλά εντύπωση μου έκαναν οι του «Εκεί».

    -Ακουστά τους έχω. Το μεσαίο ανυπόμονο και βιαστικό πουλί.

    -Γιατί όμως τι ξεχωριστό είχαν. Το τέταρτο νερό προσφέρει στη φωτιά, αυτή αν και ζίχει.

    -Η ηθική τους ώστε ο άπειρος χρόνος που ζούσαν, ισοπεδωτικός να μην ήταν για αυτούς…

    (συ εν και ζίχει...)

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Από πάνω Gods, από κάτω Dogs και στη μέση η Δεύτερη η τάξη.

    Max the doG is dead

    Raw waR (Υπάρχω)

    -Τρία…

    -Ένα.

    -Δύο.. Ξύπνα. Ο Ere την παύση αφαιρεί από το σύνολο των αντιληπτικών του οργάνων.

    Το ηχόχρωμα σε κύματα θολά, άγουρα και στην αρχή δυσνόητα. Τις πρωταρχικές του μνήμες να αναζητούν, ταυτότητα να βρουν. Μετά η οσμή και όταν κοντά σιμώνει η γαύση. Πικρό και παγωμένο, έντονο στην πίεση καυτερό στη γεύση. Γεύση και αφή, από το όργανο το ίδιο, το μήνυμα να έρχεται.

    -Που βρίσκομαι;

    -Ανακάλυψε το. Λέξεις που σχηματίζουν την απάντηση μέσα στη συνείδηση του. Σα να από τον ίδιο να προέρχονται.

    -Ποιος είμαι; Λουλούδι μέσα στα άφωτα υπόγεια της συνείδησης του φυτρώνει και του απαντά…

    -Εκείνος! Σε έναν άλλο κόσμο, χώρο και σίγουρα σε άλλο χρόνο.

    -Όπα, στάσου, μύγα εγώ κρατώ και εσύ τη σφίγγα. Το ηλεκτρόνιο που ακούει, σταματά αυτό που εξιστορεί, με ήχο υπερηχητικό από την ανατολή στη δύση.

    -Πως γίνεται το εγώ, εκείνος να ‘ναι; Ο παραμυθάς, γελά, τούμπες κάνει και…

    -Υπομονή να κάνεις, δύσκολο θα είναι και πολύπλοκο πολύ. Οι “Εκεί, μία ιστορία δεκάκις εκατομμυρίων χρόνων κουβαλούσαν στην εμπειρία και στη γνώση τους.

    -Η ζωή πριν από αυτούς γεννήθηκε στη εύφορη τη σούπα του υδάτινου πλανήτη που Μάνα αποκαλούσαν, πριν από τρία δισεκατομμύρια περίπου χρόνια. Ένα από τα τρία η που το Η ακούν, δυσφορεί. Οι ένταση και ένσταση του, παθιασμένες ερωμένες με ημικυκλικές της ειρωνείας γραμμές μπολιάζουνε τον ήχο.

    -Ιστορία δεκάκις εκατομμυρίων χρόνων και πριν από τρία δισεκατομμύρια χρόνια ακόμα δεν είχαν εμφανισθεί. Οι ατοπίες σου κληρονομικές είναι; Το Η που οδηγεί, την συχνότητα του αυξάνει και το ειρωνικό η σε ένα του δευτέρου το λεπτό παγιδεύει, σε χρόνο που για αυτό χιλιάδες έτη διαρκεί. Όταν πια τη συχνότητα του στο συνήθης επιστρέφει, αυτό λέξη άλλη αμφισβήτησης δε διατυπώνει.

    -Πέρασε άλλο ένα δισεκατομμύριο χρόνια, στην κούνια μΠέλλα της ζωής μέχρι οι “Εκεί να εμφανισθούν σαν μύκητες στη σούπα και κάθε άλλου είδους ζωή να βαλθούν να προσπεράσουν.

    Χρειάστηκαν ένα εκατομμύριο χρόνια ώσπου την πρώτη τους κορυφή να κατακτήσουν και τη συνείδηση τους να αντιγράψουν σε πεδίο μαγνητικό.

    Το μαγνητικό πεδίο καταγραφής, από διάφορα στάδια πέρασε, έκτασης, μέσου και υπόστασης στο χώρο και στο χρόνο.

    Άλλο ένα εκατομμύριο τα χρόνια ωσότου να συνειδητοποιήσουν πως σώμα αγκιστρωμένο σε σταθερή μορφή δεν απαιτούσε η συνείδηση, ώστε να συνεχίσει να υπάρχει.

    Μερικές χιλιάδες χρόνια αργότερα και στον πυρήνα ενός φωτονίου αποθηκευμένο το μοναδικό Εγώ τους. Γύρω του να ανθίζουν σε άπειρες στοιβάδες οι διαφορετικές εκφάνσεις του.

    Σε μία αντίθεση διαφορετικών πυκνοτήτων ισχυρών σημείων, σε μία του χρόνου δίνη, το φωτόνιο απρόσβλητη βαρκούλα, να περιδίνεται και ποτέ στο χρόνο να μη κυλάει.

    Προφυλαγμένο από τη ροή του χρόνου σε μία μηδενική στιγμή. Σε απέραντο χρόνο να υπάρχει, σε μία αέναη ταλάντωση.

    Σε τρισεκατομμύρια τέτοιες θέσεις και στιγμές, αποθήκευσαν ολόκληρο το πληθυσμό τους. Πάνω στο κύμα μιας στοιβάδας ενός φωτονίου και το κύμα της συνείδησης τους.

    Στα του χρόνου απατηλά τα μονοπάτια, ο Εκείνος στο εγώ του στέκεται και στο περιβάλλον αναζητά, ότι Αυτός δεν είναι.

    -Σε μια σφαίρα βρίσκομαι δωμάτιο μου μοιάζει, αλλά ποιο, ποια, ποιος, τι και γιατί να είμαι, καμιά ανατολή στο σκοτάδι δε χαράζει. Καμιά λεία επιφάνεια που να μη κρατά την ηχώ μου εγωιστικά για αυτήν, δεν υπάρχει ώστε να αποκαλύπτει το εγώ μου. Νοητά απλώνω σώμα από το εγώ, χέρι, πλοκάμι, πόδι, μίσχο ή μονάχα ένα φύλο, το όριο της ύλης στο δωμάτιο να βρω, αλλά αυτή τρομάζει και το αδιάφανης χάνει την ιδιότητα του.

    Φως, ήχος, οσμές, πίεση, όγκος, βάρος, πυκνότητα, χρώματα με κύματα δίχως έλεος πέφτουν με λαχτάρα πάνω στο γυμνό αντιληπτικό μου πεδίο.

    Λίγες πνοές και κόκκους σκόνης στο μετά, τα Τρισέ κατω μύρια “μάτια” μου προσαρμόζονται, κυριαρχούν και βλέπουν.

    -Μια σφαίρα είμαι. Σε ηρεμία του απόλυτου μηδέν, γαλήνη, αλλά στο…

    …ανοιχτό παράθυρο της ροής, η επιφάνεια μου της μεταβλητής η χώρα, ευαίσθητη ακόμα και στο ανεπαίσθητο κύμα και επιρρεπής σε κάθε είδους ανωμαλία, που τείνει να νιώσει αυτό που προσεγγίζουν.

    -Μία διάφανη φυσαλίδα ο χώρος που η σφαίρα μου μέσα της κινείται. Η κίνηση της κάθετη στον οριζόντιο ποτάμι του χρόνου και του χώρου.

    Σε ένα του σημείο, σε μια στιγμή, στην άπλετη επιφάνεια μιας διατομής.

    τΗν ώρα στο ποτάμι ΤηΝ ορίζω ως Ο. Να θέλει να κυλήσει, αλλά μόνο εγώ να μπορώ να ρέω, κάθετα σε αυτήν.

    -Να κυλώ.

    -Να υπάρχω.

    -Τι άραγε να είμαι;

    Γύρω μου, κρύσταλλα τα κύματα και πάνω τους μορφώματα, μη συμμετρικής μορφής ανατριχίλες που καταγράφουν κάθε επίδραση. Από την πιο μικρή, ως αυτή που το άπειρο ποθεί, σε κάθε γωνιά ή μη αυτού του σύμπαντος.

    -Πιο κοντά ζυγώνω και με τον αφρό της σφαίρας μου αγγίζω.

    -Ένα κήτος σε ένα μακρινό πλανήτη που πετά και τραγουδά. Μερικά χρόνια φωτός πιο αριστερά, δύο δορυφόροι που συγκρούονται πάνω στη μητέρα γη.

    Χρόνια πιο μακριά, δύο είδη διακριτής νοημοσύνης σε μία σύγκρουση για την επιβίωση του μόνο ένα. Πλατύ το φύλο που πλησιάζω μέχρι που ένα απειροελάχιστο ίχνος της κρυσταλλωμένης αυτής ανωμαλίας της στιγμής αγγίζω.

    -Νιώθω την οργή, το φόβο, τη λαχτάρα για θάνατο ή φυγή, χαρά, πόνο, ηδονή, ελπίδα και απελπισία, από διαφορετικούς πομπούς, σε ένα μόνο σημείο παγωμένου χρόνου σκαλισμένα.

    -Νιώθω οικεία. Σε αυτή τη θέση κάποτε υπήρχα, αλλά όχι δεν είμαι αυτό.

    Ίσως κάποτε να ήμουν.

    Η επιφάνεια μου, λεπτά και ευαίσθητα φύλα βγάζει, τριχίδια μικρά που αντιλαμβάνονται τις ακόμα πιο λεπτές αποχρώσεις. Μέσα στο συναίσθημα των όντων, νιώθω τις παρορμήσεις, τις τάσεις, από παλιούς προγόνους, από κύματα άλλων πολιτισμών που η ηχώ τους στο υποσυνείδητο βυθό των μικροσωματιδίων ψίχουλα αφήνει, σα σταγόνες της βροχής.

    Τα τριχίδια μου δέντρα μοιάζουν σε σύγκριση με αυτά, που η επιφάνεια των δέντρων αυτών βγάζει και τώρα αντιλαμβάνομαι την ιστορία χιλιάδων πολιτισμών σε ένα μονάχα σημείο.

    Σε μια κουκίδα, στο σύμπαν της στιγμής….

    Σε μόνο μία λέξη, με δυνατή φωνή...

    Πλάσματα που φωνάζουν..

    Υπάρχω.

    Είδη που έλαμψαν και με φώτα έδειξαν την ύπαρξη τους στο πλανή τη ή τες που τους φιλοξενούσαν. Με κατασκευές γιγάντιες, ψηλές, τη φθορά για να κερδίσουν. Με της γνώσης επεκτάσεις μακριά να φτάσουν, στον χρόνο και στο χώρο. Παντού αγάλματα να αφήνουν, ώστε κάποιοι, κάποτε και ανακαλύψουν πως αυτοί, εδώ..

    Υπήρχαν.

    Η λέξη πρόταση και οι προτάσεις ιστορία, που στον τεράστιο χώρο και τον χρόνο, γεννιέται, φουντώνει, πεθαίνει, σαπίζει, αφομοιώνεται και σαν ποτέ να μην..

    Υπήρξε.

    Οικείο μοιάζει. Ίσως κάποτε να ήμουν κι εγώ, αλλά τώρα δεν είμαι.

    Ανάσα παίρνω και ακόμα πιο μικρά τα όργανα, που τα δεύτερα τριχίδια για βουνά τα κάνουν να θυμίζουν και νιώθω…

    Στο μικρού του χώρου και του χρόνου των σωματιδίων, έλλογα κύματα που τη ζωή διαμορφώνουν.

    Σωμάτια και κύματα, ζωντανοί νοήμονες αλγόριθμοι.

    Χαμογελώ. Νιώθω της αυλής τη θαλπωρή. Σε αυτό το σύνολο ανήκω.

    Ένα βήμα πίσω κάνω και στο δωμάτιο, σκοτάδι πάλι.

    Σε χρόνο καθόλου δανεικό, μα κάποιου άλλου, τα κορμιά των ηλεκτρονίων που ακούν και αυτό που μιλά, λικνίζονται ρυθμικά σε ήρεμη τροχιά γύρω από τον Άρη. Η θερμότητα τη μελωδία παίζει και με κύματα από τον πλανήτη δραπετεύει. Μαζί τους και τα τέσσερα ηλεκτρόνια που αφήνονται και στροβιλίζονται με ταχύτητα.

    -Και πως στο χρόνο, τον για πάντα εδώ, παγωμένος θα σε περιμένω, μένουν; Το ένα που μιλά πάνω σε αυτό, που το σύμπαν μαγεμένο νιώθει, πέφτει. Σπιθόφωτα σπέρνουν στην μαυρίλα της ψυχής αυτού του σύμπαντος και στη ροή ξανά.

    -Ανάμεσα στης ύλης τα ποτάμια, της μεγάλης διαφοράς σε αυτό που κουβαλούν, δίνες του χρόνου δημιουργούνται, του απείρου να τείνουν οι ελάχιστες.

    Αν φωτόνιο είσαι και καπετάνιο έχεις κύμα που σε κατευθύνει επιδέξια, σε μία από αυτές μπορείς να μπεις κάθετα στο όριο του χρόνου. Εκεί μέσα να στροβιλίζεσαι για πάντα ή τουλάχιστον για όσο ο κάπτεν θέλει.

    -Άπειρος ο χρόνος που για εσένα θα κυλά, μηδέν για τους τρελούς απ’ έξω…

    Σε χρόνο πίσω, την στιγμή που Εκείνος στον κόσμο την ταυτότητα του ψάχνει, κάποιος άλλος στον εσωτερικό του τον Ένα βλέπει, να ψάχνει και να ρωτά ποιος είναι.

    Θυμάται την αρχή, σα να ήταν χθες. Ίσως και να ήταν.

    Όταν αυτός το Ένα ήταν και τώρα πια το Δύο. Λίγο πριν το Ένα πλάσει, το σύμπαν είχε πια αγκαλιάσει και μέσα του ολόκληρο είχε απορροφήσει από άκρη σε άκρη.

    Τώρα πια γνώριζε…

    Ο ενικός ρούχο που δεν φτάνει για Εκείνους…

    (Μία μικρή ελιά κάθεται και κλαίει γιατί την συνέχεια δεν της δίνουν…

    ..δίχως κόπο.

    Ο χρόνος κυλά και η σάρκα, το Μάρα της φοράει σαν Ζώνει και στο τέλος το κουκού στο Qi αργά χορεύει κι ερωτικά..

    ..χως τρόπο.

    Στην επιφάνεια της λίμνης του χώρου βρίσκει και κύματα παράγει…

    …σε κύκλο χρόνο.

    Το ένα αδερφός του δύο και αυτό του τρία..

    …ψά χa νοντας το..

    …όλο.)

     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Αριστερά σκυλιά, δεξιά θεοί και στο ενδιάμεσο η τάξη του Δευτέρου

    Max the Dog is dead.

    Max the doG is head

    Raw waR (Υπάρχεις)

    Για τον Ένα ο χρόνος κυλούσε γραμμικά. Ένα τρένο που ακροβατούσε σε ένα λεπτό σκοινί και πίσω ποτέ του δεν μπορούσε να γυρίσει. Μια γραμμή που χάραζε την μοναδική της πορεία, πάνω στο επίπεδο του Δύο.

    Ο Δύο μπορούσε να διαβάσει τη γραμμή από την αρχή έως το τέλος της. Αντίστροφα επίσης και να κατανοεί το σύνολο των πράξεων που μόνο αυτές οδηγούσαν σε αυτή τη θέση. Να μπαίνει μέσα στη δική της τη ροή και με το τρένο να ταξιδεύει ταυτόχρονα με τον Ένα. Να βγαίνει, να γράφει ή να σβήνει και στη γραμμή ροή να αλλάζει.

    Δύο βασικούς κανόνες χρειαζόταν μόνο να ακολουθεί.

    Ποτέ ξανά στα ίδια πίσω.

    Ακόμα και αν σε όμοια φαινομενικά καταστάσεις βρίσκονταν, πάντα κάτι διαφορετικό να υπήρχε. Κάτι που ο 2 σαν 1 να μη το είχε ζήσει. Αν αυτά που είχε ήδη ο 2 ζήσει, ήθελε ο 1 τώρα Nα, ο 2 στην αρχή στο υποσυνείδητο πρόβαλε την εμπειρία και τη γεύση που του άφησε, δεκάδες φορές σε μικροκλασματικό χρόνο ώστε κορεσμό να προκαλέσει.

    Θύμιζε σαν

    -Ντε Ζαβό έτσι σου λέω είναι, γιατί ξανά; Αν ο 1 επέμενε τότε ο 2 έριχνε βαρύ χειμώνα στη διάθεση του 1, χρόνια να βαστά και στη ψυχή του 1 να κάθεται σαν υπέρβαρη πολική αρκούδα.

    Αν ο πεισματάρης 1 συνέχιζε ακάθεκτος, τότε ο 2 έβγαινε, έσβηνε, έγραφε και άλλαζε έστω και μία νότα. Οπότε διαφορετικό τώρα θα ήταν.

    Κανόνας δεύτερος. Ό,τι και αν συνέβαινε, θα έμενε πάντα αυτός που μέσα του βαθιά φώλιαζε και ταυτότητα στο Εγώ του έδινε.

    Ποιος όμως ήταν; Και πως θα ήξερε πως μετατρεπόταν σε κάτι που δεν;

    Θα το ένιωθε μέσα του. Θα ξεκινούσε σα ένα φυλλαράκι ανησυχίας που θα φύτρωνε αργά και διστακτικά στο κήπο της Γαλήνης. Αν σε αυτό το δρόμο παρέμενε, μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο άρρωστος θα ένιωθε και αδύναμος, σε σύγχυση χαμένος, Ξένος μέσα στην ίδια τη ψυχή του. Σαν κάτι άλλο πια να όριζε κυρίαρχο, τη σφαίρα που το Εγώ του αποτελούσε. Και αν αυτό δεν άλλαζε…

    …τότε ο τερματισμός.

    Ο Ένα τις λεπτομέρειες κρατά στην απαλή του τη μεμβράνη. Ένα του αέρος, μικρό δύσμορφο πλανάκι, παιδί του Δανδελίων και της του γρασιδιού ακραίας Ταραχής, που στο μέλλον ζητά να ταξιδέψει.

    Η μεμβράνη του στην επιφάνεια που αγγίζει προσαρμόζεται και ο Ένα τη διαδρομή που το πλάνο θα μπορούσε να ακολουθήσει νιώθει. Ένα φύλο στην αρχή, ένα μικρό φυτό στη συνέχεια, ένα δέντρο σε λίγο χρόνο.

    Το δέντρο θεριό που μεγαλώνει και δεκάδες τα κλαδιά που από τον κορμό του ξεπηδούν και δρόμους δείχνουν στο παρόν. Σε κάθε κλαδί και άλλα μικρότερα και αυτά σε φύλα τιμής, θέσεις, του διαφορετικού σημεία, εναλλακτικές επιλογές να έχει το παρόν στο μελλοντικό του τώρα.

    Ο Ερέ ένα ίχνος ακολουθεί, ένα πλάσμα μοναδικό που ιστορία γράφει. Εικόνες πολλές τις αφομοιώνει, αλλά σε κάποιες όμως, μόνο στέκεται για λίγο και στο συναίσθημα του χρόνο δίνει.

    Μια φωλιά, χρώμα καστανό, μήτρα, μάνα, βασίλισσά το πλάσμα και από κάτω δισεκατομμύρια μικρά που την τροφοδοτούν και αν δεν έχουν με το ελάχιστο τους είναι, ώστε αυτή άλλα τόσα να σπαράξει. Σχεδόν αδιάκοπη η προσπάθεια, εκτός από μια του μηδέν για τους άλλους, σχεδόν για αυτή κι αυτόν, στιγμή, καθώς ο Ένας στα 33 χιλιάδες μάτια την κοιτά και Αυτή με αγάπη το βλέμμα του επιστρέφει.

    Ο χρόνος ντόμινο, ρευστός ένα πλήθος που αυξάνει, απλώνεται στο δάσος του πλανήτη που ευδοκιμεί, τρώει, πίνει και με τη βοήθεια του ανέμου, από τη μία ήπειρο στην άλλη και στο τέλος ψηλά στα ανώτερα πατώματα της ατμόσφαιρας του πλανήτη που κατακτά.

    Σε μία συλλογική προσπάθεια ώστε να βρει τρόπους να εξαπλωθεί…

    -Που όμως πια;

    -Έξω από την πλάνη που στεκόμαστε.

    -Πως;

    Σε μικρά ρινίσματα σιδήρου κοιλότητες σκάβουν. Εκεί που τα οξείδια ικανά είναι ζωή να φιλοξενήσουν, 70 κρύβουν, του πολιτισμού τους σπόρους και στο διάστημα μέσω των ιόντων στέλνουν.

    Από εκεί μύρια τα χρόνια που θα κυλήσουν μέχρι να…

    Σε ένα πλανήτη νέο, του ζεστού νερού, τα πλάσματα πέφτουν και ξανά ευδοκιμούν και ένας κύκλος νέος και άλλος ένας και ένας άλλος και τώρα δεκάδες οι της φωλιάς, οι πλάνες που τους φιλοξενούν, κυρίαρχοι αυτοί να είναι, δίχως όμως ποτέ οι της κορυφής κυρίαρχοι να φαίνονται.

    Και ας είναι…

    Ο Ερέ την μεμβράνη απομακρύνει από τα εξογκώματα της στιγμής της παγωμένης. Η βράνη του ρέω κατά πόσο θέλω κεχριμπάρι, την στιγμή αφήνει σαν ποτέ να μην την είχε αγγίξει. Πως θα μπορούσε να χρεώσει ένα ρήμα για χρόνο που δεν υπήρξε;

    Αγάπη νιώθει για το πλάσμα που ακολουθούσε και “Αικ” το είχε ονομάσει. Από έναν ήχο που οι μονάδες των πλασμάτων έκαναν όταν μιλούσαν για το είδος τους. Δέκα χιλιάδες χρόνια τη πορεία μελετούσε μιας διαδρομής εκατομμυρίων χρόνων. Άλλοτε σαν παρατηρητής, στη ταχύτητα που αυτός ποθούσε και άλλοτε σαν ένας από αυτούς.

    Να ζει ανάμεσα τους, στις φωτεινές ή στις σκοτεινές στιγμές τους. Να γεύεται τη ταραχή, χαρά, πόνο, οργή, ηδονή ή δεκάδες άλλες των συναισθημάτων αποχρώσεις σαν έναν από αυτούς. Να νιώθει το θάνατο να τον αγγίζει, μέσα από το σώμα ενός μελλοθάνατου και να φτύνει μαζί του, τις τελευταίες του στιγμές.

    Ανάσα να παίρνει τη στιγμή που το πρώτο ράγισμα συμβαίνει και για πρώτη του φορά από τον καρπό του βγαίνει. Μια μεγάλη διαδρομή που άλλο τόσο είχε, αλλά…

    …ένιωθε πως μόνο από τη μία μεριά έγερνε, από το μια φορά έως το πολύ καιρό. Κακό δεν ένιωθε πως ήταν, αλλά η εικόνα η στραβή, ορθή τώρα λόγω της συνήθειας. Και το ορθόδοξο μια δυσφορία βαθιά στα έγκατα της ψυχής γεννούσε, σαν τη μπόχα ενός ψοφιμιού.

    Πώς όμως στην άλλη πλευρά μάτι θα έκανε; Και ποια ήταν η άλλη αυτή πλευρά;

    -Το ένα μάτι κλείσε, μια φωνή οικεία, αλλά το από που δεν θυμόταν. Στην εικόνα προσπαθεί να εστιάσει τη πηγή της για να μάθει. Οι υπόλοιπες οι σκέψεις, στην αρχή καταχνιά και θόρυβος, στο μετά χαμένες.

    Σ’ ένα δάσος, ένας πατέρας με τη κόρη, δέντρα που παρακολουθούν τη Συντριβή.

    -Κλείσε το ένα μάτι, της λέει και με τα φύλα και κλαδιά του την αγκαλιάζει, τον πόνο του θανάτου να απαλύνει από το κύμα το Αστικό.

    Στον ουρανό, πουλί που βλέπει μαζί με πουλί που ένα μάτι έχει μόνο.

    -Θέλω να πετάξω δίχως να διαλέγω.

    -Κλείσε το ένα μάτι, αυτό που μόνο έχεις και δες.

    Εκατοντάδες άλλες αμυχές στα εξογκώματα της στιγμής, που διάστικτα το ίδιο πράγμα λένε. Σαν κάποιος…

    Την μεμβράνη του τραβά, μια σκέψη που θέλει να δει, αλλά σαν όνειρο πετά και χάνεται. Την μεμβράνη του πάλι απλώνει, την στιγμή αγγίζει και ψάχνει. Στον κόσμο του πλάσματος ξανά επιστρέφει.

    -Όλο αυτόν το καιρό το κόσμο έβλεπα από χαμηλά και τη κορυφή κοιτούσα. Μέχρι που το πάνω έγινε ορθό και το κάτω ανορθόδοξο.

    -Τώρα; Το μάτι της συνήθειας του κλείνει και “βλέπει».

    Όντα μικρά ή και του μέγα άλλα, ζώα, φυτά, φυσαλίδες της αυγής με θέση χαμηλά στην αλυσίδα και πλούσια ψυχή, του ανέμου μαύρα ιπτάμενα σύννεφα με του ελαφρού τη σάρκα, του νερού τεράστια των χιλιομέτρων φύκια, άλλα με δεκάδες μάτια και άλλα δίχως, το σοκ από τον τρόμο του μη οικείου πίσω τον τινάζει καθώς η σφαίρα του δονείται με ρυθμό γοργό.

    Φώτα της θερμότητας στο σκοτάδι της ψυχής του τραγουδούν, μέχρι που ηρεμεί.

    -Μη φοβάσαι και πέτα ψηλά ξανά. Φουσκώνει και η μεμβράνη τη στιγμή αγγίζει σε όλο της το εύρος.

    Τώρα βλέπει με μάτια αμέτρητα…

    Τρώει, πίνει και μιλά με στόματα που μιλούν με τ’ άπειρο..

    Σε πλάσματα ταξίδεψε που κρίματα δεν γνώριζαν πως είχαν. Για αυτά τα χρησμού τα ρήματα τέσσερα ήταν μόνο.

    -Φάε.

    -Πιες.

    -Επιβίωσε.

    -Πολλαπλασιάσου. Οι μνήμες ήταν αποθήκες αφιερωμένες στην βελτιστοποίηση των παραπάνω. Ο Ένα μεταπηδούσε από το ένα στο άλλο φορώντας τη συνείδηση του, αγγίζοντας μόνο τις καταγραφές μιας παγωμένης στιγμής με τη μεμβράνη του, σαν η δική του να ‘ταν και δίχως άλλα ζητούμενα να υπήρχαν για αυτόν.

    Τον αχνό και ζεστό χυμό δοκίμασε από χιλιάδες κόσμους. Πολύπλοκη καμιά επιλογή δεν ήταν.

    Τα “Αικ” που σε κάθε κόσμο, στο υπόβαθρο του στέκι είχαν, παρασκηνιακά τον δυϊικό προσανατολισμό προωθούσαν. Όταν το φως τα άγγιζε, μεγάλου εύρους διάφανα ηλεκτρομαγνητικά πεδία με δονήσεις, κύματα γεννούσαν και από το εδώ μέχρι τα πέρατα της επικράτειας τους, τα έστελναν να συναντήσουν τη κάθε μορφή ζωής.

    Κάθε κύμα διαβασμένο, με πλούσιες σε ποικιλία ιδιοσυχνότητες, την δική του μελωδία έπαιζε και τα όντα που αγκάλιαζε, ευφορία τα έκαναn να νιώθουν.

    -Μα πως γνώριζαν, ποιο Θα συναντούσαν και τι Να έπαιζαν με Τον μαγικό αυλό ώστε υπνωτισμένα να το ακολουθούσαν; Νέο μικρό βλαστάρι η, αγέρωχο το ανάστημα του ορθώνει και το παλιό ρωτά.

    Τη στιγμή που κάθε νέο “Αικ” στο κόσμο ερχόταν και από εκεί και πέρα σε επαναλαμβανόμενη συχνότητα, προσαρμοσμένη στο κύμα που με το χρόνο και το χώρο σαν αφρόψαρα μαζί τους παίζει, κύματα μικρά από τα “Αικ” ξεκινούσαν, ανιχνευτές τη ζωή να συναντήσουν.

    Να τη νιώσουν, να τις ψιθυρίσουν, να την αγγίξουν και βαθιά μέσα της να εισχωρήσουν. Στα λευκά τους, τα παρθένα τα κανάλια τις πληροφορίες καταγράφαν και πίσω στους πομπούς επέστρεφαν.

    Δεδομένα, για το κέλυφος, το σώμα, αλλά και το φάντασμα που μέσα κατοικούσε. Για τη ψυχή του και τις προ τάσεις της. Έτσι τα “Αικ” γνώριζαν τα πάντα για τους όλους του ζωντανούς που στον κόσμο τους βρισκόντουσαν και στα πάντα το βιολί της ευφορίας έπαιζαν. Για όσο το φως μαζί τους ήταν. Όταν όμως το φως έφευγε, η μελωδία σταματούσε, τα νύχια της απουσίας έσερνε στο μοναχικό βιώνω και τα ζωντανά δυσφορία ένιωθαν. Ασφυξία, φόβο, ανασφάλεια και τρόμο. Το κακό τις σκιές να απλώνει και να θέλει να τα αγγίξει.

    Αυτό σε κάθε του χρόνου κύκλο έπαιζε, με ρυθμό ίδιο, ορίζοντας ένα δυϊκό προσανατολισμό για το καλό και το κακό και όταν για κάθε κύκλο έχεις να διαλέξεις για φίλο ή εχθρό ανάμεσα στο φως ή στο σκοτάδι, αυτό είναι o Μπού!!!σουλας που σε οδηγεί και στα άλλα μονοπάτια της ζωής σου.

    Ο Ένα στο τέμπο το απλό περιηγήθηκε, μέχρι που βαρέθηκε και σε όντα με πιο βαθιά συνείδηση πέρασε. Νέες ερωτήσεις στον τοίχο του κελύφους τώρα την παρουσία τους έκαναν αισθητή.

    -Ποιος είμαι;

    -Ποιος ή τι με έφτιαξε;

    -Γιατί; Στα πρώτα πλάσματα, το δέος συχνό αίσθημα για τις ανώτερες μορφές ζωής και κάποιες από αυτές σαν θεούς τους προσκυνούσαν. Ζητήματα και αναταράξεις που ποτέ τον Ένα δεν άγγιζαν, σα βαθιά να γνώριζε και για αυτό ποτέ του δε ρωτούσε.

    -Εγώ το ποίημα μου γνωρίζω, να το πω ή να το μυρίζω;

    Η μικρό, ακόμα πιο μικρό, στροβιλίζεται και με το Η που εξιστορεί και ανάσα παίρνει, σε δίνες πέφτουν, αποφεύγοντας τα ακίνητα φωτόνια.

    -Και πως και τι, ο Ένα γνώριζε; Το μικρό το η τη γωνία φο μειώνει, που στέκεται χαμένη μέσα στο βάλτο της απορίας, που τιν έχει ρίξει το η, για αν το ευθεία ήταν ή ποτέ καμπύλη.

    -Το Δύο στα σύννεφα, στα σύνορα μεταξύ συνειδητού και μη, τον καιρό υπαρξιακών αμφιβολιών έλεγχε και με τάσεις του τρυφερού προσεκτικές τον καθοδηγούσε. Τις μικρές του αγωνίες πριν από το υπό γογγύξουν, τις έλιωνε και σε κιβωτούς πιο ασφαλείς μετέφερε.

    Το η το μικρό, τα υπόλοιπα μαζεύει και σε κουφάλα του χρόνου μπαίνουν, ντυμένα ως μποζόνια στο φως της θαλπωρής.

    Γύρω του το Η, τα κλαδιά του απλώνει στο χώρο, σε γωνίες του διαφορετικού και το της μελωδίας κύμα συνεχίζει να χαϊδεύει.

    -Τριαντάφυλλα κόκκινα που ανθίζουν, σε διαφορετικό ρυθμό μυρίζουν, αλλά μόνο οι των μακριών ριζών συνειδήσεις, μπορούσαν να αντιληφθούν τη διαφορά.

    Ο Ένα σε όντα που η συνείδηση τους διένυε μεγάλου βάθους χώρο και κατέληγε σε κόμβους αποθήκευσης, που το πλήθος τους θύμιζε τον ουρανό με τ’ αστέρια, πέρασε σε μια σκυθρωπή στιγμή.

    Σε Κείνα οι σκέψεις έφταναν ακόμη πιο βαθιά. Δεν προσκυνούσαν τους θεούς, αν και αυτοί ακόμη τους βάφτιζαν θεούς σε βρώμικα ποτάμια, αλλά τους έψαχναν.

    Να τους βρουν, να τους επεξεργαστούν και να τους μελετήσουν. Τα “Αικ” και σε αυτά άφαντα αλλά…

    Η γυναίκα έστεκε γυμνή, με τα μακριά της πόδια να στέκονται μοναχικά στη λίμνη. Οι σταγόνες της βροχής έκλεβαν από τη οσμή και γεύση καίμε το δικό της χρώμα έπεφταν ζεστές στη λίμνη.

    Ο Ένα την άγγιξε, τη γεύτηκε, τη μύρισε και την ένιωσε, από το σπόρο της ψυχής της, μέχρι τις άκρες των κατσαρών μαλλιών της. Ήταν όμορφη, είδος διαφορετικό από αυτόν, αλλά υπέροχη…

    -Ποιος είσαι; Ο Ένα τινάχτηκε προς τα πίσω και την μεμβράνη απομάκρυνε από τη στιγμή τη παγωμένη. Η εικόνα έσβησε, σε ένα μικρό σημείο. Την επόμενη στιγμή, γνώμη αλλάζει και την αμυχή ξανά αγγίζει…

    -Δε σε βλέπω, αλλά σε νιώθω.

    Ο Ένα να αναρωτιέται πως γίνεται να με νιώθει, αφού στο δικό της κόσμο δεν υπάρχω;

    -Υπάρχεις (!!)

    (Μια φορά και τον καιρό τον ένα Η ένα Ο πόθησε, αλλά μεγάλο ήταν αυτό για το μέγεθος του.

    Τότε το Η στρα στρα και στα πέριξ στράφηκε και κλώνο απ’ αυτό δημιούργησε κλέβοντας μάζα από μια του χρόνου κληματσίδα.

    Τώρα δύο Η γραπωμένα, εκατέρωθεν του δέντρου Ο και νερό να στάζουν σε κάθε επίδοξο κορμό…

    …σε μια αδιάκοπή συνεχεία…)