Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

«Αυτή η νύχτα δένει…» (Του Φώτο το Ρομάντζο)

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 7 Δεκεμβρίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Η ώρα είναι 3, 33 πρώτα και 33 δεύτερα. Ο Κούκος βγαίνει από το μαύρο σπίτι, το στόμα ανοίγει, τα μάτια ανοίγω, να φωνάξει ετοιμάζεται, να πυροβολήσω προλαβαίνω, πέφτει νεκρός πριν λαλήσει τρεις φορές κι αυτός…




    Το σκυλόσπιτο μου είναι πέτρινο, ρωγμές γεμάτο. Τη γούνα παίρνω από τα απλωμένα και ντύνομαι Λυκόσκυλος. Έξω νύχτα, μέσα μέρα, τη μηχανή μου καβαλώ, κινητό με πάει.




    Βγαίνω. Τα Πάντα κοιμούνται. Μαζί τους οι γάτες, τα σκυλιά, τα ποντίκια και τα υπόλοιπα περήφανα τα ζώα. Στο δρόμο, μικρά νθρωπάκια στα τέσσερα να γλύφουν τις πατούσες τους και να με κοιτούν με ανησυχία.




    -Τι θέε ο σκύλος, σε μία νύχτα που βασιλεύουν οι γάτες; Σημασία δε τους δίνω και στο δρόμο περπατώ γκρινιάζοντας. Μέσα μου οι εσωτερικές φωνές, ανταρσία κάνουν και να επιστρέψουν θέλουν.




    -Που με τα ζόρια σου βαδίζεις. Φτώχεια, μιζέρια, φτηνές πατάτες, τρύπια γούνα, γύρνα πίσω και κοιμήσου να ξεχάσεις.




    Αρνούμαι. Οι φωνές με γδέρνουν με ό,τι καλύτερο έχουν. Πονάει…




    -Τσιγάρα πάρε, να περάσει. Αρνούμαι. Καίνε φωτογραφίες, βιβλία, εκκλησίες και γιοφύρια ξύλινα. Συμβιβάζομαι με έναν καφέ. Τον πίνουν, λαίμαργα, πρόστυχα, σε νέφη φτύνουν τις αναθυμιάσεις τους, χιλιόμετρα κάνουν, καθώς η μάχη συνεχίζεται…




    Από την πόλη του Ηλίου ξεκίνησα και στο Λιμάνι πάω. Ταξί περνούν. Κάποια σταματούν, με φλερτάρουν, αρνούμαι, σπινιάρουν στη λάσπη, με βαφτίζουν «Μα καλά» φεύγοντας. Να σκουπιστώ και το λάδι τους να σβήσω;




    Αρνούμαι. Η μάχη συνεχίζεται με τις φωνές. Είναι αδυσώπητες αλλά εγώ είμαι πεισμ και ατάρης. Στη μέσα της διαδρομής κερδίζω. Όχι πια άλλο Game Over στην οθόνη. Οι φωνές λευκή σημαία μου πετούν, σώβρακο από τη Σμύρνη. Να συμβιβαστούμε.




    Αρνούμαι. Τις καίω σαν μάγισσες στις ξύλινες γράσοφορεμένες κολώνες της Δεεί.




    Πρώτη μου στάση στη Μονή του τάγματος Αγίου Βικεντίου. Ένα τεράστιο Λευκό τριαντάφυλλο στο πλαστικό του χάμω μου γελάει. Είναι σκονισμένο…




    Αλλά είναι αρκετό του χαμογελώ και εγώ. Μέσα από τη Μονή, σκυλιά της νύχτας τα δόντια δείχνουν. Φεύγω πριν τους δείξω τα δικά μου. Το όπλο μου καίει. Μία μόνο σφαίρα έριξα, θέλει κι άλλες. Του ψιθυρίζω…


    -Όχι ακόμα. Περίμενε… Ακολουθεί η κατηφόρα. Στης Λαγκαδάς το ρέμα, ψέμα, ποτάμι όταν βρέχει, αλήθεια όταν φεύγει. Αφήνομαι να κουτρουβαλήσω. Ζηλιάρικες οι πέτρες, ακολουθούν κι αυτές. Τα αυτοκίνητα επίσης, οι τιμές, τα καύσιμα, οι σκεπές, τα μικρά κακόφημα τα σπίτια που τα κοιμισμένα ζωντανά, στο στομάχι τους χωνεύουν.




    Στις Δώδεκα και της φυλακής τις οροφές, απότομα στέκομαι και σταματώ. Τα λεπτά όχι, την κατρακύλα συνεχίζουν. Κάτι εκεί με βαστάει, κάθε φορά που από εκεί περνώ. Τι…




    -Θες παρέα; Στο πεδίο που κοιτώ τα δέντρα το κουτσό βολεύουν και τον πόνο απαλύνουν, αλλά η φωνή της από πίσω με κοιτά. Γυρνώ, κοιτώ, όμορφη, όμορφο, το μαύρο από φτερά της φόρεμα. Βαθύ, υποσχέσεις σε κουτιά προσφέρει, το μαύρο βλέμμα της, σύντροφος, φίλος, εραστής ή οχτρός, το σαρκαστικό χαμόγελο της. Ένα κοράκι…




    -Ναι. Λίγα τα μέτρα που από τον ορίζοντα μας χωρίζουν. Η θάλασσα, το λιμάνι η αφετηρία και ο στόχος μου. Το τέλος μου όμως όχι. Μιλάμε, γελάμε, χορεύουμε γλεντάμε, στα χαλάσματα του Κάστρου, τον ηλιόσπορο μοιραζόμαστε…




    Τα φτερά του στιλπνά, εβένινα, στο νερό βουλιάζουν; Μάγισσα; Την ράχη της χαϊδεύω, την πλάνη μου αυτή θωπεύει. Συνεχίζουμε και στην ακτή της Εγ και Νάντιας φτάνουμε. Φασαρία, θόρυβος, η ώρα είναι πέντε, αλλά σε δέντρα τρία πάνω κόσμος πολύς και μαζεμένος.




    -Πόσοι; Την ρωτώ. Πετάει, τους μετρά και επιστρέφει.


    -300 μου απαντά.





    -Τι φορούν;


    -Γραβάτες και τα μεταξωτά βρακιά τους.


    Διψώ. Νερό πίνω από τις βρώμικες λακούβες. Σκόνη, λάσπη, τρίμματα και του μόρτη φλέγματα πικρά.




    -Δεν με αφορά, της λέω και δύο φιγούρες βλέπω που στο βι αστικό ιστό τρέχουν να προλάβουν.




    -Δεν σε αφορά η κοινωνία μου;


    -Μωσαϊκό με εκατομμύρια μικρές εικόνες, γιατί την προσοχή μου να δίνω στην υπογραφή;




    Θυμώνει. Θυμώνω. Τον ορίζοντα τεντώνουμε με τα πληγωμένα βλέμματα μας. Για λίγο, μόνο, λίγο. Στο 0 σημείο της Πόλης αυτής, στα πόδια του αλόγου που στο ανάποδα βαστά ένα ξυρισμένο σκύλο, με πάθος τον ηλιόσπορο στον ουρανό πετάμε. Σαν δάκρυα, ιδρώτας, σάλια προσγειώνεται στα γυμνά κορμιά μας.




    Οι φιγούρες κύκλο κάνουν και με καλούν. Ανθρωπάκια τετράποδα με γούνες. Μπροστά το θηλυκό, πίσω το αντίθετο βαριεστημένα ακολουθεί, από πίσω εγώ και από πάνω το Κοράκι.




    Δώδεκα νησιά ο δρόμος και στο τέλος το τσίρκο με τις ψευδαισθήσεις. Μουσεία έχει, ζώα πια όχι. Στην άκρη του λιμανιού, η αρχή ή το έλος;




    Το Κορ δεν μιλά, εγώ το όπλο βγάζω και την πόλη στραβά κοιτώ… Αυτή αντιστέκεται και στα ίσα με κοιτά. Ανισσόροπη η πόλη που στην ευθεία θέλει να κοιμάται.




    Με ερωτόλογα την πείθω, αφήνεται και στις μύτες σηκώνεται και γέρνει. Σμαράγδια τα φώτα που στον υγρό λαιμό της περήφανα λικνίζονται.




    Η ώρα τρέχει, ο ήλιος έρχεται, το φλας ακόμα ανάβει, λίγο από το γκρεμό πιο πριν. Εκείνη τη στιγμή που το φλας αναποφάσιστο δεν θα ξέρει.




    -Να νάψω ή να βήκσω; Σκοντάφτω, το όπλο φωνάζει, τη σκιά μου κλέβει και τοιχογραφία κάνει στο χαλικόδρομο της Νίκης.




    Η Κορ ανησυχεί, φιλιά μου δίνει και στα μάτια χάδι. Μία καρδιά τεράστια κίτρινη του Άρη.




    -Σ’ αγαπώ.


    -Μην το κάνεις, η καρδιά μου γέρνει, σε ένα χρόνο θα ‘χει βήκσει.


    Θυμώνει. Ανεμώνη. Ο πόνος μου αφρός, στην Ηλέκτρα φως. Στην κολώνα περιστέρι.




    Φιλιώνουμε, στον Αριστοτέλη λόγο δίνουμε και μάρτυρες τέσσερις. Φωτός.


    Για δέκα και πέντε λεπτά, μήνες τάζουμε με μέλι. Δέντρια ψηλή, με τα καλά της, μας βλέπει και από μέσα της γελά.




    -Μου θυμίζετε τον έρωτα μου το παιδικό. Τετρακόσια αλώνια αχώριστοι ήμασταν και ένα. Τώρα μονάχα ένα.




    Την πατούσα μου της δίνω, το φτερό αυτή. Τρέχουμε σαν κουτάβια, περνάμε τα καλάμια που ψαρεύουνε ανθρώπους και στον Λευκό το Κάστρο φτάνουμε στα λα και χάχανα πιασμένοι.




    Στο δέρμα του κεντημένο, δέντρο μυστικό. Στην κορφή η Κορ.




    -Σ’ αγαπώ, φωνάζει και όλη η Πόλη ας το μάθει. Γελάω, ένα ποδήλατο από δίπλα μου περνάει με ταχύτητα στα κάτω φόρα. Μία γάτα στο παγκάκι περιμένει το τρένο για την Ανατολή.




    -Θέλω να ζήσουμε για πάντα.


    -Δεν γίνεται.


    -Γιατί;


    -Ο Κόσμος μας είναι τρίγωνος.




    Κρυώνει, σε κόκκινο φωτάκι τώρα στέκεται και το πέλαγος κοιτάει μόνη. Εγώ στύλος μόνος.




    Η Σαπφώ μας τραγουδά. Η Ανατολή γυρνά και η πόλη γέρνει. Σκυλιά, γατιά, ποντίκια με ποδήλατα την συνοδεύουν.




    -Να φύγω πρέπει.


    -Να φύγεις.


    -Σ’ αγαπώ.


    Την πυροβολώ, για να την θυμάμαι.




    Μαζί με τα λλα πουλιά μακριά πετά.


    Κοντά βαδίζω.




    Στο κέντρο του πολιτισμού, τη κουβέρτα μου απλώνω, ξαπλώνω και θυμάμαι…




    Αυτή η νύχτα μας δένει.

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;