Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

«Το Δέντρο των Χριστουγέννων»

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 22 Δεκεμβρίου 2023.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Την ημέρα που πέθανε το αστέρι, η Γαία έψαχνε στις τσέπες της, για λίγη χαρά και καύσιμα. Κόκκινη σιωπή γελάει στα στενά των συμπληγάδων. Μαέστρος στη σκηνή που δεν αγαπά κανέναν.

    Η μουσική αρχίζει. Πιστεύετε ότι υπάρχουν ακόμα μυστικά; Μυστικά μεγάλα από αυτά που σε σημαδεύουν για πάντα;

    Πρώτος ήχος η βροχή. Νερό από ψηλά δεν πέφτει, ούτε το λάδι με ψιλά. Μία κραυγή δείχνει τη φυγή.

    -Όχι; Μπράβο! Δεν θα άντεχε η πεπερασμένη λογική, τίποτε περισσότερο από ένα όχι. Υπάρχουν μικρά. Ικανά να τρομάξουν χιλιάδες και άλλα, που θα οδηγούσαν την ανθρωπότητα στο τέλος, πιο σύντομα και από ένα σπίρτο. Αλλά…

    …τι νόημα θα είχε να κατασκευάσεις ένα Jokebox, αν τα τραγούδια συνειδητοποιούσαν ότι δίσκοι γραμμένοι είναι και μουσική παίζουν και όχι άνθρωποι. Θα έχαναν τη μιλιά τους, μαζί με την ελπίδα.

    Αυτή τη φορά ένα μυστικό μικρό, υγρό και της σκιάς παιδί θα πω. Ελάτε πιο κοντά όμως…

    …πιο κοντά και θα ακούσετε τη φωνή μου να σιγοψιθυρίζει. Πιο κοντά και τις λέξεις να κάνουν τα δειλά τους βήματα πάνω στο λευκό στερέωμα, ακόμα πιο κοντά. Άκου…

    Στα προηγούμενα γενέθλια μου, το περασμένο Φθηνόπωρο, μου δώρισαν ένα λουλούδι.

    Ντελικάτο. Κοκκινίζει όταν το κοιτάς και σκύβει το κεφαλάκι του, όταν του χαμογελάς. Γλυκό, σαν γλυκό του κουταλιού, φόρεμα το άνθος του, γαλάζιο υφαντό από μάγισσα αράχνη. Κοντό το φόρεμα του και διάφανο, στηριγμένο σε ένα ευαίσθητο, λεπτό και πράσινο κορμάκι. Τα ποδαράκια του, χάνονται μέσα στο χώμα. Το χώμα σε μία μικρή κεραμική γλαστρούλα και πάνω της ζωγραφισμένα από χέρια παιδικά, μικρά κίτρινα λεμόνια.

    Το αγάπησα. Όταν το είδα, σταμάτησα να ανασαίνω. Με επανέφεραν με 300 Joule.

    Μπουπ! Μπουπ!! Μπουπ!!!

    Η καρδιά μου αναπήδησε, δίστασε, θυμήθηκε, άρχισε ξανά να χτυπά βούτηξε σε μία θάλασσα αγάπης. Χρώματα και ψάρια που μύριζαν λεβάντα; Όχι, γιασεμί; Όχι, όχι. Μύριζαν κανέλα. Και σοκολάτα και αλμύρα και γαλάζιο και καμπάνες. Το ερωτεύθηκα. Πυρωμένος έρωτας στη ψυχή μου έριξε τη κάψα του. Το έπιασα με προσοχή στα χέρια μου.

    -Όχι, μικρό μου, μη τρομάζεις. Έσκυψα αργά, όπως το φεγγάρι στη νύχτα, το κεφάλι μου και το φίλησα. Πλησίασα τα χίλια μου, στο μεταξένιο του ημίφως και του έστειλα μία ανάσα με δύο λέξεις.

    -Καλώς ήρθες. Ρίγησε, τρεμούλιασε, λύγισε, σηκώθηκε και ξανά προσκύνησε. Ξανασηκώθηκε. Κοκκίνισε και τους πόρους του άνοιξε. Μικρόστομες υγρές φυσαλίδες από μέσα του ξεφεύγουν.

    -Χ ώρα σου πολλά.

    Στο περβάζι του παράθυρου μου, το απέθεσα και με ένα φλιτζάνι από νερό, το δρόσισα. Του άρεσε. Γέλασε, μικρό, γάργαλο χάδι από γήλιο, χόρεψε στο κενό του χώρου. Βούτηξε τη μικρή του τη μουτσούνα στης Ζωής τους χυμούς. Αυτή βόγκηξε από πληρότητα και το κέρασε μελομάκενα. Μετά κίνησα την πολυθρόνα μου κοντά του. Το αγκάλιασα με τις αισθήσεις μου. Ανταπέδωσε με το άρωμα του.

    -Ήσουν καλό μικρό μου;

    -Ήμουν καλό με τους μαύρους κύκνους. Τα περιστέρια στο μισό.

    Λάτρεψα τις ώρες που έφεγγαν και το έβλεπα να κολυμπάει στο χρόνο και στο χώρο. Μίσησα το βράδυ που ήρθε και ήθελε να με πάρει μακριά του. Δεν ήταν μόνο του, είχε μία ξινή, ψυχρή υγρασία μαζί του.

    -Τς τς τς ούλα. Το πήρα βιαστικά στα χέρια μου και το έβαλα μέσα. Το μαντήλι μου βύθισα σε διάφανο χλιαρό νερό και έπλυνα τα φυλλαράκια του.

    Τεντώθηκε νωχελικά και έδιωξε με ένα μικρό…

    -ΑΨΟΥ!

    …την ημέρα από πάνω του. Έσκυψα από ψηλά και με την τέχνη του αναστεναγμού του τραγούδησα.

    -Φίλ ε η και α καληνύχτα.

    Αποκοιμήθηκα και ονειρεύτηκα. Ταξίδια σε παράδεισους ευωδιαστούς, με χρώματα πλούσια από ζάχαρη πλασμένα. Τραγούδια φωτεινά και αυτό νότα, διακριτή και ιδιαίτερη, ταιριαστή κι αταίριαστη σε πανδαισία ουσική.

    Ανάπνευσα το φως της μέρας και ξύπνησα βήχοντας. Σηκώθηκα και το καραμέλωσα. Με καλημέρισε κι αυτό. Το παράθυρο άνοιξε με χάρη και το έπλυνε με οξυγόνο. Το καθάρισα με μία πλάθωνετα από τη βρωμιά της νύχτας. Στο περβάζι πάλι, η μικρή μου πριγκίπισσα.

    Στρογγυλοκάθισα με τα πόδια διπλωμένα σιμά του. Τα δύο μου μάτια το τάισαν με βροχή από άκρα ευτυχίας.

    Οι ώρες πέρασαν, από δίπλα μας. Κάποιες ήπιαν καφέ μαζί μας, άλλες μας κοίταξαν με φόνο. Οι ανάσες μου, φίλες πια και παι δικές με τις δικές του.

    Ακουλούθησα τις αργές του και τα κατάφερα. Ύστερα από μέρες κάποιες, είδα τις πρώτες του κινήσεις. Αέρινες αψουδίες ενός Ομήρου λου. Το Α σε κύκλο νυχτωμένο. Πάλλονταν και λουκνιζόταν. Έγερνε…

    …πότε δεξιά, πότε αριστερά, κέντρο πότε, προς εμένα πάντα να κοιτάει και τον ήλιο πότε.

    Συγκεντρώθηκα ακόμα περισσότερο. Βδομάδες ύστερα, όταν τη φωνή του άκουσα.

    Τραγουλουλουδούσε. Στον άνεμο, στον ήλιο, σε εμένα, στην ημέρα και στη νύχτα.

    Κι άλλο σιμά του θα έφτανα. Αλλά δε με άφησαν…

    ΦΟΒΗΘΗΚΑΝ έτσι είπε η Μάγια η μέλισσα, στον Μπύλη τον ρουφιάνο. Για την υγεία μου. Την γεία μου και τη σώ και την πνευματική.

    Το σκότωσαν! Κυριολεκτικά το έκαψαν. Το περιέλουσαν με βενζίνη ακριβή. Λίγα δεύτερα αγωνίας, να ακούω τα πικρά ρλιαχτά του καθώς πότιζε με το απόσταγμα της 100% σαπίλας. Το ανναμένο σπίρτο τράβηξε τη προσοχή του. Αργά να περιστρέφεται αργά προς την μορφή του σπίρτου. Δεν πρόλαβε όμως…

    Το λαμπάδιασαν. Σταμάτησε να ουρλιάζει. Δεν βόγκηξε, δεν παραπονέθηκε. Δεν έκλαψε και δεν ικέτεψε. Χαμογελαστό, αγκαλιά με χιλιάδες μικρούς ήλιους που τον κατασπάραζαν, τα πεινασμένα σκυλόψαρα, αγνόησε τους πόνους τους φριχτούς και ρούφηξε οξυγόνο.

    Φούντωσε σε μία τραγική λαμπρότητα. Ύστερα, έσβησε. Είχε πεθάνει.

    Ήθελα να πεθάνω μαζί του, αλλά μόνο για λίγο. Όσο χρειάστηκε να συνειδητο ποιήσω και να τους μισήσω. Μόνο για μία μέρα μόνο, όμως.

    Το επόμενο πρωινό από το κρεβάτι σηκώθηκα με σκοπό να φάω και να αυτομολήσω. Στον άλλον κόσμο. Για να πάω κοντά του. Από την άλλη μεριά του Τείχους. Σύντροφοι σε ένα κόσμο, δίχως κάγκελα και νοσώ κόσμους. Εκεί που ένα Λού Λου Δι μπορεί να αγαπήσει έναν θρωπο, έστω κι έγκλειστο του ιατρείου.

    Των ψυχών. Ανία τη περίπτωση, είπαν πολυπράγμονες γιατροί. Αλλά…

    Να και ντα δε χρειάστηκε, γιατί εκεί καθόταν πάνω στο περβάζι του παραθύρου μου. Στο χαμό γελούσε και όλο ζωντανό.

    Τρελός; Χωρίς τα εσώρουχα του νοήμονος ανθρωυπόκοσμου. Θαμμένος τρία μέτρα κάτω από τα γα τι και ρέπει, αλλά έπρεπε να βλέπατε το σοκ αρισμένο βλαίμα του νοσοκόμου. Ξεκλειδώνει το δω μάτι ο και το βλέπει.

    -Ι σουςςςςςς και μάνα του γλυκιά. Τι του το πάλι;

    Το Λου, άθικτο, ζωντανό και στητό να λουκνίζεται στον ήλιο.

    Το ξαναέκαψε. Την επόμενη μέρα. Το ξανά έκαψε. Μία εβδομάδα, φωτιά και μένος. Τέλος και ανάσταση και το Λου πάντα εκεί ψηλά. Παραφύλαξε ξω από το δωμάτιο. Το έκαψε και ανάσταση.

    Ξενύχτησε μέσα στο δωμάτιο, τρώγοντας τα νύχια του. Πρώτα των χεριών του και μετά και των ποδιών του. Το πρωί ένα αριστούργημα στο παράθυρο να γελά, με χρώματα πιο δυνατά, φύλα πιο μακριά, κορμό δεντράκι σωστό. Καλώς όριζε τον ήλιο και φιλιά σε εμένα στέλνε.

    Ο νοσώ κόσμος, γοητεύθηκε. Λάτρεψε το Λου και με βοήθησε.

    Μαζί του εγώ τώρα είμαι. Κατοικώ σε κόσμο άλλο χορεύοντας με το Λου, το όμορφο Λου. Στο κόσμο τον παλιό, ένα μισοφαγωμένο από σκουλήκια σώμα, αγκαλιά με λουλουδένιο πτώμα. Μερικά μέτρα κάτω από τη γη. Στην ησυχία και ηρεμία. Ας είναι καλά ο νοσοκόμος.

    Σχιζοφρενής περίπτωση είπαν οι έμπειροι γιαtree.

    Τόσα ξέρουν, όσα ξέρουν και να μάθουν κι άλλα δεν πρόκειται ποτέ. Μυστικό φερμένο και στην άχνη καραμελωμένο μόνο για αυτούς που μπορούν να ακούσουν τους ψίθυρους ενός μοναχικού Λου να χορεύει εμπρός σε μία μεσοκόκκινη ανατολή.

    -Έλα πιο κοντά. Ακόμα πιο κοντά...

    -Έλα δω σου λέω, δεν είμαι δέντρο Χριστουγέννων. Λουλούδι είμαι και ρίζες στο χώμα έχω…