Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

«(The Soviet Christmas CoUK iES)»

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 16 Οκτωβρίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Μ’ αρέσουν οι στορίες τρόμου. Μ’ αρέσει και η μαγί ρική. Η ορθό γραφεία, όχι. Μ’ αρέσει και ο proγραμματισμός. Και τέλος λατρεύω τα Χριστούγεννα. Αυτή είναι μία aυτόνομη ιστορία, που τα συνδιά ζει όλα…


    Τα μπισκότα γεννήθηκαν Χριστούγεννα σε ένα προάστιο της Μόσχας. Χειμώνας θρασύς, πτυχωτός, βαρύς, το λίπος του ξεχείλιζε από τις καμινάδες που δεν χόρταιναν να τρώνε...




    …ξύλο. Τα κοράκια φύτρωναν στο πάγο νεκρά, με τα κεφάλια βυθισμένα στο λευκό χώμα και τα πόδια ψηλά. Ευχάριστες μαύρες νότες στο στείρο της γριάς κόρης, παρθενικό λευκό. Η ΜπλάντιΜοίρα ετοίμαζε στον ΒόλαποΖελέ, μπισκότα Χριστουγέννων.




    Λίγη Κανέλα. Τη χιονίζει πάνω στη Λειψί από ζύμη. Ένας ο θόρυβος από μακριά της λέει…




    -Σταμάτα. Καν όνια; Σταματά και αυτή. Η Κανέλα θέλει λίγη από τη χαρά της. Να κάνει τον άλλον να σε ποθήσει. Να παλέψει για σένα, να πολεμήσει, να σκοτώσει για την καρδιά σου.




    Βότκα λίγη, στη ζύμη. Στην κοιλιά της άφθονη. Την χύνει στο στόμα της, αυτό ξεχειλίζει και οι σταγόνες διάφανες στο ξεκίνημα, κόκκινες στο δρόμο, μαύρες στη Πτώση από το τριχωτό πηγούνι της, στη ζύμη πάνω.




    Έν όχι; Κρύο κάνει το μόνο καύσιμο που ρέει άφθονο στη Πόλη είναι η βότκα και ο μόνος καυστήρας ικανός, να το αξιο ποιήση το τρύπιο Σοβιετικό στομάχι. Δεν ξυρίζουν τις τρipες, βοηθούν στη προστασία από το κρύο.




    Τώρα δευτερόλεπτα, οι σταγόνες από υδροκυάνιο που θα δώσουν τη γεύση του πικρα στάσου μύγδαλο, στα μπισκότα των Χριστουγέννων. Η ΜπλάντιΜοίρα δεν μπορεί να λησμονήσει την εικόνα του ΒόλαποΖελέ καθώς, αυτός πρόστυχα αυτός, επέτρεπε στη ΜπάιΝτεν να τον δαγκώσει ξανά και ξανά και ξανά. Τσ τσ καρφιά στα…




    …ούλα της.




    Η ΜπλάντΜοίρα θυμόνη. Ώρα για λίγη ανακοχί. Βάζει τη ζείμη στο μπα ούλο με τις νάφθα λίνες. Να ξεκουραστεί και να ανασάνει λίγο.




    Πρέπει να δουλάψει και λίγο. Πως θα ζήσει; Τα μαύρα της φοράει και στο Δρόμο βγαίνει…




    Ένα πάτωμα πιο κάτω από το πάπλωμα ο ΒόλαποΖελέ την πίπα της Ειρήνης καπνίζει. Η Ειρήνη ΜπάιΝτεν, ξεπλένει το σώμα της από τα υγρά της ενοχής. Πετρέλαιο, βενζίνη, κέρμα και σπέρα.




    Της είναι ασύμφορο να ξαπλώνει με τον άντρα της ΜπλάντιΜοίρα στο κρεβάτι, την ημέρα που το κρύο, δεν είναι χοντρό. Το βράδυ τουλάχιστον το σώμα του, θα της πρόσφερε τη θέρμη που αυτή δεν είχε. Το εξ επίσης ακόμα πιο σπάταλο. Σκορπάει τις θερμίδες της, στα σεντόνια της επάνω και δεν κρατά πολύ.




    Ο καθρέπτης του μπάνιου χλομός πικρίζει από τη υγρασία. Τροφή για μούχλα. Οι σταγόνες τρώνε και σε δρόμο λείο γλύφουν…


    …το για Λη. Ένα παράθυρο στο σκοτάδι του θολού ανοίγουν και μέσα του αυτός.




    Άντρας προσφορά από δια φημή σεις. Χανογελάει, του αρέσει την πίπα να καπνίζει. Σε αυτήν όχι. Τίποτε σε αυτόν δεν της αρέσει. Κάθε ος της είναι απωθητικός. Μπορεί μόνο σε ης να αγαπήσει. Πλατσουρίζει με τα χείλια του. Τα χοντρά του, άγρια, απαίσια χείλια. Προτιμά, τα λεφτά, γυναικεία χείλη.




    Πιάνει τη πετσέτα. Αυτ «ος» πιάνει την ύπαρξη του. Μικρή, φθηνή και χαριτωμένη όχι. Τον χρειάζεται όμως. Στην Μόσχα οι ορθόδοξοι είναι η πλειοψηφία. Και αυτή «καθαρίζει» τη καθολική εκκλησία.




    Σοβιετική Ένωση και Καθολική εκκλησία δεν Συμβαδίζουν. Η εκκληστεία θα κλείσει και αυτή χωρίς δουλεία θα μείνει.




    Χρειάζεται οπαδούς. Τα «γλυκά» της προσφέρει στους Όρθιους και Καθιστούς τους κάνει. Το κορμή της δανείζει και μόλις το τυράκι γλύψουν το σκοινί τραβά. Ορθός, Καθώς Χρησμός ένας του λέει πως είναι. Και αυτοί με μάτια λ άγνα αιώνια πίστη της ορκίζονται και τα πάντα λόγια ανεβάζουν.




    Αυτός είναι ο δέκατος τρίτος. Το Είναι σχεδόν ώριμο να πέσει, από το δέντρο στη φωλιά της μέσα. Η ΜπλάντιΜοίρα το μονα ζυγά δικό της εμπόδιο ακόμα.




    Σήμερα της είπε θα της μιλήσει. Θα γίνω καθολικός και με το κουτάλι δε θα πίνω.




    Ρίχνει τη πετσέτα πάνω της.




    Ώρες μετά ο ΒόλαποΖελέ, την ρίχνει στα χέρια του. Τα σκουπίζει, καλά και προσεκτικά, όπως στον Πόντο κάνουν. Οι ρίζες του από εκεί. Η Για, ορθόδοξη σπαστά ελληνικά μισούσε. Ο Πα Κοζάκος. Την χόρεψε στα γόνατα του.




    Ο ΒόλαποΖελέ, κρεμάει την πετσέτα. Ου τε η πρώτη, αλλά Ου τελευταία θα ‘ναι. Κρανία σκόρπια στο δρόμο για τη κουζίνα. Είναι συλλέκτης. Από το πόλεμο.




    Η κουζίνα το περιμένει ανυπόμονη, καθιστή, με μία σκιά κάτω από 1500 στρώσεις από δέρμα και φτηνό λούστρο, να κολυμπάει, πεινασμένη, θέλει, ελει, λει, ει, ι…




    Στη κουζίνα η γυναίκα του η ΜπλάντιΜοίρα, στα χέρια της πιατ έλα γεμάτη με ανθρωπάκια. Ανθρωπάκια των Χριστουγέννων. Ανθρωπάκια που μυρίζουν, Κανέλα, Μαστίχα, Τζίντζερ και Πίκρα μύγδαλο…




    Το μάτι ανοίγει, να χαζογελάει πάει, αλλά δεν την αφήνει. Οι λ έξ εις του χτυπούν με βία τα σωθικά της.




    -Θα γίνω Καθολικός.




    Η ΜπλάντιΜοίρα ένα παιδί σκοτώνει. Θα σπάσω κούνιες για τα λόγια που 'πες.




    Η ΜπλάντιΜοίρα ανοίγει το στόμα. Δαγκώνει τις λέξεις της στον κατουρημένο αγέρα σα γεράκι. Το ξανακλείνει. Το ξανανοίγει…


    -Μπισκότο;


    -Όχι την όρεξη θα μου κόψει. Μεμα χέρι. Τι φαγητό έχουμε;


    -Μανιτάρια. Δε θα στη κόψει, θα στην ανάψει.


    -Μπισκοτάκι;




    89 λεπτά αργότερα. Η ΜπλάντιΜοίρα τα πάντα της ξεπλένει στο ναρκοχύτη. Οι λεκέδες από σάλτσα, λουκάνικο και μανιτάρια στο νερό αντίσταση φέρνουν.




    Δε της αρέσει το φαγητό να πετάει. Δεν το άγγιξε καθόλου ο ΒόλαποΖελέ. Ούτε ένα μικρό τόσο, μικρή ψυχή τόση, μικρό φιλί τόσο, δάγκωμα πάνω του δεν υπήρχε. Φαγωμένος ήταν. Πιάνει το μανιτάρι στα χέρια της και ψηλά το σηκώνει.




    Μεγάλο κεφάλι μεστωμένο. Πλούσιο σε γεύση από Ουρανό, φιλόΔοξο, τυφλό, γεμάτο λάβα από καυτή, αυτή που μόνο η κόκκινη πιπεριά Habanero μπορεί να προσφέρει, νερό καθόλου…




    …κρεμασμένο το είχε μέχρι που έφτυσε όλα τα ζουμιά του μΙσους.




    Και τώρα; Πτήση κάνει. Αργά από πάνω, το ματωμένο με λακέδες, φαγωμένο από τα χτυπήματα, πλυμένο με δάκρυα πάγκο. Στα δάχτυλα της ο αφρός της σαπουνάδας καυτηριάζει, τη καμένη σarkα από το βιτριόλι της Habaneo του moneyταριού, ανακατεύεται εκεί που δεν το σπέρνουν με την κόκκινη χαμένη αθωότητα της σάλτας και ένα μίγμα χημικό από σαπούνι, αφρό και κόκκινο manό, το πρώτο θύμα που στην τρύπα του Αδηφάγου προσγειώνεται.




    Η ΜλάντιΜοίρα πιέζει το κουμπί και ο σκουπιδοφάγος σε Λειτουργία μπαίνει. Το μανιτάρι στέκεται ακίνητο, μισό μέτρο από την τρύπα πάνω και σημαδεύει. Η ΜπλάντιΜοίρα μασάει και φτύνει στο βρώμικο στοίχο απέναντι.




    Ο Ιούδας για δέκα φιλιά


    Τον Υσού μας proδωσε


    Και τη Δόξα του Ορθού


    Στο βαθύ της κάθισμα




    Έδωσε




    Ο Λύκος, ο Καθώς


    Ο Καθός, ο Λύκος


    Την πίστη του


    Στην κόκκινη Πλατεία


    σε ένα σκουφί από Λάτ εξ δώρισε




    Τώρα πια την κόκκινη σκουφίτσα δεν την ήθελε


    Μόνο τη Για Για Για


    Και αυτή η proSSτυχη


    Η BiΝτεν


    Η Γιαγιά τα ‘χει με το Τούμπανο


    Και εγώ κρυφό;




    Μακάρι…




    Τον στόχο μαρκάρει η ΜπλάντιΜοίρα. Από κάτω οι κατσαρίδες, σαν άνθρωποι τρέχουν να ξεφύγουν.




    Τα παιδιά τους στην πλάτη, γυμνές, ουρλιάζουν, κουνούν τις κεραίες τους απελπισμένες, απέναντι στο Χαμό που τους βρήκε.




    Τρέχουν, σπάζοντας τα πόδια τους


    τΡέχουν, σπάζοντας τα κόκκαλα τους


    τρΕχουν, σπάζοντας τα κεφάλια των παιδιών τους


    τρέΧουν, σπάζοντας τη ζωή τους όλη, σε Κρήματα,


    τρέχΟυν, από το Ευρώ να φύγουν, πως τόλμησαν


    τρέχοΥν, από το Νάτο, το κακό έρχεται


    τρέχουΝ άτο ήρθε…




    Η ΜπλάντιΜοίρα, το μανιτάρι αφήνει να πέσει…




    Η μικρή κατσαριδούλα, με κατσαρά μαλλάκια, με τις κούκλες δεν πρόλαβε να παίξει σήμερα, γονατίζει και με τα νερά που τρέχουν από τα ματάκια της, τα γόνατα της πλένει.




    Οι σειρήνες σκεπάζουν, τους μικρούς λυγμούς της, τα λογάκια της τα τρώει λέξη, συλλαβεί, γράμμα, η τήξη του πυρήνα…




    -Γιατί Μανούλα; Γιατί σήμερα να πεθ…




    Το μανιτάρι το έδαφος βρίσκει. Κομμάτια του τινάζονται, με τη ταχύτητα του φωτός προς όλες τις κατευθύνσεις.




    Κομμάτι θεριό, την μικρή κατσαριΔούλα με τα πράσινα μεγάλα της ματάκια, βρίσκει στο κεφάλι και το από…




    …κόβει από το υπόλοιπο σώμα. Μαζί και την τελευταία λέξη.




    …άνω!




    -Μέχρι εδώ. Ήρθε η ώρα ο ΒόλαποΖελέ να πάρει αυτό που του αξίζει!!




    Τα ματωμένα της χέρια σκουπίζει, σε μία βρώμικη τσεπέτα. Πάνω της ένα κομμάτι από την παιδική κεραία της μικρής κατσαριδούλας.




    Σ’ ένα τεράστιο κρατήρα από πιάτο, βάζει δύο μπισκότα Χριστουγέννων. Δύο μικρά ανθρωπάκια από κανέλα, την κοιτούν με τα γουρλωμένα Μεγάλα τους Μάτια. μΕσα στις φλέβες τους το γαλάζιο αίμα από υδροκυάνιο, δίνει το σφυγμό.




    Η ΜπλάντιΜοίρα το κοιτά και στο χαμό γελάει. Το Πικραμύγδαλο γεμίζει με την γλυκιά του, τον αγέρα.




    Η ΜπλάντιΜοίρα από τη κουζίνα αποχωρεί…




    Ο Θάνατος μαζί της..




    Πάνω στο κεφαλάκι, ενός από τα μπισκοτένια ανθρωπάκια, ένα κομμάτι από…




    …παιδική κεραία.




    231 λεπτά του ευρώ μετά. Το ρούβλι στην λίμνη των κύκνων χορεύει το τελευταίο του ταγκό αγκαλιά με τον Χέμινγουεϊ . Μετά θα καεί με τη φλόγα της ναφθαλίνης, μαζί με τον Ντοστογιέφσκι. Ηλίθιε.




    Η ΜπλάντιΜοίρα κοιτάει τον μεγάλο της έρωτα που της χαμογελά. Με τα μάτια του κλειστά. Θυμάται που αγκαλιασμένοι έβλεπαν το για ποιον Χτυπά η Καμπάνα.




    Η φλόγα της Παξινού τους ζέσταινε και το φως της τηλεόρασης, το μόνο που φώτιζε το μικρό τους παλάτι. Την αγκάλιαζε όπως ο Γκάρυ την Ίνγκριντ.




    -Τι όμορφος που είσαι… Του λέει και το χέρι του από μπισκοτένιο ανθρωπάκι δαγκώνει.




    Η κανέλα απλώνεται σαν την παλίρροια στο στόμα της. Μαζί της και η γεύση του πικραμύγδαλου. Το υδροκυάνιο έχει απλωθεί στη ζύμη, θα πρέπει να φάει όλο το μπισκότο για να την αγκαλιάσει ολοκληρωτικά.




    Ο ΒόλαποΖελέ το έφαγε ολάκαιρο πριν αυτό φάει αυτόν. Και πάλι δεν ήταν αρκετό. Το μαχαίρι στην καρδιά του ήταν.




    -Τι όμορφος που είσαι… Όταν είσαι ήρεμος και όταν κοιμάσαι.




    Όπως τότε, στην μικρή τους τη σκηνή. Στην αρχή της αγάπης τους, στη Γκορόντοβκα. Έκαναν έρωτα και μετά γαλήνεψε, της είπε μερικούς στίχους από ένα ελληνικό τραγούδι. Να δεις πως ήταν…




    Καίγομαι καίγομαι


    ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά


    πνίγομαι πνίγομαι


    πέτα με σε θάλασσα βαθιά




    Ορκίστηκα στα μάτια σου


    που τα 'χα σαν βαγγέλιο


    τη μαχαιριά που μου 'δωκες


    να σου την κάμω γέλιο




    Και μετά κοιμήθηκε. Το βράδυ εκείνο, μπροστά στην εκκλησία της Αγίας Κλάρας, γονάτισε και της ζήτησε…




    Το πόδι. Την ξάφνιασε. Της χαμογέλασε, του χαμογέλασε, κυλίστηκαν στον γρασίδι. Ένα κουβάρι από δύο παιδιά του έρωτα λημέρια. Παντρεύτηκαν…




    Η ΜπλάντιΜοίρα στο στόμα της βυθίζει το ποδαράκι από το μικρό ανθρωπάκι από μπισκότο. Στο στόμα που τα φιλιά του μοίραζε, χάνεται για πάντα.




    Απλώνει το χέρι της και στη μεγάλη του παλάμη ξαπλώνει τη δική της. Όταν επέστρεφαν στο σπίτι, την άφηνε να προηγηθεί. Τα σκαλιά ανέβαινε εκείνη και πάντα το ξεχνούσε και εκεί που το ξεχνούσε, παφ ένα τσουχτερό χτύπημα στα σφιχτά της μάγουλα. Το αριστερό της καλομέρι μούδιαζε και αυτή θύμωνε και γύρναγε και του έβαζε τις φωνές. Όχι για τον πόνο. Μικρός ήταν, αλλά γιατί κάθε φορά κατάφερνε και την τρόμαζε.




    Τα μάτια της σπίθες πετούσαν και το χέρι της σήκωνε να του αστράψει μία. Να δει το φεγγάρι να κάνει έρωτα με τα’ στρα. Αλλά την περίμενε μία αγκαλιά από ένα τεράστιο παιδικό χαμόγελο. Ο θυμός της έλιωνε σαν τη ζάχαρη στο δρόμο κάτω από τη βροχή.




    Δάγκωνε τα χείλη της. Δυνατά. Ακόμα πιο δυνατά. Πρέπει να κρατηθείς. Μη λυγίσεις σου λέω, θα το ξανακάνει. Δεν τα κατάφερνε. Και χάμο του γελούσε. Και το ξαναέκανε.




    Τι όμορφος που είσαι… Τι γαλήνιος… Ακόμα και τώρα χαμογελάς, με ένα μα χέρι στη καρδιά σου…




    Η ΜπλάντιΜοίρα τώρα το αριστερό χέρι από Χριστουγεννιάτικο ανθρωπάκι στη γλώσσα της αφήνει. Σα μία θυσία για την αγάπη που στον πόλεμο, πεθαίνει.




    Το κεφάλι του, στα πόδια της στέριωνε. Και αυτή την Ειρήνη και το Πόλεμο του διάβαζε..





    -Πόλεμος και Ειρήνη, τη διόρθωνε με ύφος αυστηρό. Θα τρίζουν τα κόκκαλα του Τολστόι.




    -Ηλίθιε…




    Τι όμορφος που ήταν, όταν έλαμπε. Όπως τότε που ήρθε με τη γυάλα από το χρυσόψαρο που μόλις είχαν χάσει. Τον Τάρας, από τον Χριχόροβιτς Σεφτσένκο. Ήταν το πρώτο τους πλάσμα. Είχε στεναχωρηθεί πολύ. Μαζί της και ο ουρανός που ανακάτευε τα δικά του δάκρυα μαζί με τα δικά της. Και ξαφνικά η πόρτα χτυπάει με δύναμη.




    Στο κρεβάτι, κάτω από τις κουβέρτες θαμμένη ήταν και δεν ήθελε αν βγει. Αγνόησε το χτύπημα. Δεύτερη φορά, ακόμα πιο δυνατό. Μία πορσελάνινη Ματριόσκα από το μικρό της κομοδίνο πήδηξε. Έσπασε σε χίλια κομμάτια. Η ΜπλάντιΜοίρα δεν σηκώθηκε.




    Τρίτη φορά, δεν άντεξε. Σύρθηκε μέχρι την πόρτα, με το κεφάλι χαμηλά. Από το περβάζι πιο χαμηλά. Άνοιξε και εμπρός αυτός.




    Ο Ηλίος μαζί του. Στα χέρια του η γυάλα και μέσα της, φακές. Άβραστες φακές.




    Δεν κατάλαβε. Την ξάφνιασε και μαζί τη θλίψη της. Αυτός, μαζί και ο Ήλιος χαμογελούσαν.




    -Βούτηξε το χέρι σου μέσα. Απρόθυμα και ύστερα από ένα λεπτό σιωπηλής διαμαρτυρίας, το βούτηξε. Δεν την δάγκωσε κάτι.




    -Πιο βαθιά, της είπε. Πιο βαθιά το έβαλε και αυτή και τότε το ένιωσε. Σκληρό, μικρό και γυάλινο.




    Το τράβηξε από το σκοτεινό βυθό. Ένα γυάλινο μικρό ψαράκι. Έλιωσε, καρδιά που σε γυαλί μέσα από κεχριμπάρι για πάντα παγιδεύτηκε.




    -Τι όμορφος που είσαι… Ηλίθιε. Δάγκωσε το κεφάλι από το μικρό γλυκόπικρο ανθρωπάκι. Το στομάχι της σφίχτηκε, το δηλητήριο άρχισε δουλειά να κάνει.




    -Τι όμορφος που είσαι… Πατέρας, θα γινόσουν, ηλίθιε. Και εσύ…




    Το παιδί μέσα της άρχισε να σφαδάζει. Και μαζί και η καρδιά της.




    Πρώτα πέθανε αυτή. Η ΜπλάντιΜοίρα έγειρε το κεφάλι της, πάνω στο νεκρό ΒόλαποΖελέ.




    Το αγέννητο παιδί τους, έμεινε για μερικά λεπτά του λίτρου ακόμα ζωντανό. Μετά έσβησε και αυτό.




    Λίγο πιο μετά, έσβησε και η σόμπα. Το πετρέλαιο είχε τελειώσει…


     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Ήμουν αναπωφάσιστος με το τραγούδι που του ταιριάζει. Ίσος αυτό...