Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Άλφα στερητικό

Συζήτηση στο φόρουμ 'Off Topic Discussion' που ξεκίνησε από το μέλος nýchta, στις 28 Ιανουαρίου 2011.

  1. vautrin

    vautrin Contributor

    Αλάθητο, Το Παπικό.


     


     



    Ο ένας αλάθητος δίκασε τον Γαλιλέο. Ο άλλος, ο Βοργίας, απλώς γαμούσε τη κόρη του. Την δική του κόρη, όχι του Γαλιλέου.
     
  2. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Απάντηση: Άλφα στερητικό

    Aδικία.


     
     
  3. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    Απάντηση: Άλφα στερητικό

    Απείθαρχο!!!!

    Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ
     
  4. Απάντηση: Άλφα στερητικό

    Αβάσταχτος.

     
     
  5. vautrin

    vautrin Contributor


    Ο Μύθος του Ακέφαλου Καβαλάρη.



    Το gothic παραμύθι του Τιμ Μπάρτον.





     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  6. Απάντηση: Άλφα στερητικό

    Ανυπόστατος
     ​

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  7. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    Απάντηση: Άλφα στερητικό

    Ανίκητος? (δεν νομίζω)

    CANCER
       
     
  8. Απάντηση: Άλφα στερητικό

    .


    Ατρόμητοι.







     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  9. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    Απάντηση: Άλφα στερητικό

    Ασυνεννοησία....

    ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ
     
     
  10. Archon

    Archon sometimes sickness has fun

  11. vautrin

    vautrin Contributor

    Ακυβέρνητες πολιτείες

    Το φεγγάρι γέμισε κομμάτι, κρέμεται πάνω από το Σαν Στέφανο και χαμηλώνει. Νιάαου. Από πού σου φωνάζει; Δεν αποκρίνεσαι. Με το πόδι ξεθάβεις ένα χαλίκι, το μαζεύεις, πας στη μέση του οικόπεδου, κι από κει το σβουρίζεις μέσα στο κτήμα του Ελβετού. Αμέσως τα σκυλιά του αρχίζουν το πανδαιμόνιο. Το φως της Θείτσας ξανανάβει. Όταν σωπαίνουν τα σκυλιά το φως σβήνει. Γλιστράς σαν κλέφτης, τρέχεις ως το δρομάκι με τις ξερολιθιές και το μπλοκάρεις. Από κει πετάς άλλο χαλίκι στου Ελβετού. Τα σκυλιά ξαναρχίζουν, πιο λυσσασμένα τώρα. Άξαφνα τη νιώθεις πάνω σου, έκανε αχ, ένας ίσκιος, απλώνεις τα χέρια κι αγκαλιάζεις τη νύχτα. Το ποδοβολητό της στο οικόπεδο. Τα σκυλιά, το παραθύρι της Θείτσας ξαναφωτίζεται, και τότε τη βλέπεις για πρώτη φορά. Μια μαύρη σιλουέτα σαλτάρει πάνω από τα τσακισμένα παλούκια με τα συρματοπλέγματα και φεύγει. Τρέχεις, τρέχεις σαν τρελλός. Την ακούς, πήρε το χωματόδρομο με τις επαύλεις, τραβάει πάνω, για τους παλιούς στάβλους, κάπου θα στρίψει, αριστερά το Σουτς, δεξιά το Τζανακλής. Πρέπει να την προφτάσεις. Απόψε δε γελά, δεν κοροϊδεύει. Αλλά βλέπεις τα λυμένα μαλλιά, ακούς τα πόδια της να βουλιάζουν κουφά μέσα στο χώμα, και το λαχάνιασμά της. Ακόμα λίγο και θ’ απλώσεις το χέρι. Κι εκεί σου χάνεται, φτάσατε στους στάβλους. Τράβηξε για το Τζανακλής. Εσύ ξοπίσω κι άξαφνα τη χάνεις πάλι. Ο κήπος του Παπού. Μπατ, λες χαμηλά, πού κρύφτηκες; Ακούς κάτι σα γέλιο, σαν πνιγμένο λυγμό. Πίσω απ’ τη μάντρα. Θυμάσαι πώς την πήδηξε ο Τόνης. Παναγιά μου βοήθα με, και σαλτάρεις. Πέφτεις με το πλευρό, σηκώνεσαι, κάτω απ’ τα πόδια σου τρίζει ένα στρώμα ξερά φύλλα. Τη βρίσκεις όρθια, με την πλάτη στον τοίχο, ασάλευτη, μαγνητισμένη. Βαριανασαίνει από το τρέξιμο. Φήσε με, σου λέει, φήσε με, τι θες; Εσύ με τις παλάμες της κολλάς την πλάτη στον τοίχο, δεν αντιστέκεται, τι θες, με το στόμα ψάχνεις το πρόσωπό της, σου παίρνει τα χείλια μέσα στα δικά της, γλυκειά που είναι η γλώσσα της, γλυκειά. Φήσε με, τι θες, εγώ αγαπάω τον Τόνη. Μπατ, λες, αγάπη μου, και τρέμεις. Φήσε με, σου λέει και σου δίνει να χουφτιάσεις το βυζί της. Θεέ μου και Κύριε. Το θαρρούσες σκληρό και κρύο, ένα λάστιχο, κι αυτό είναι ζεστό, είναι ζωντανό. Φήσε με, σου λέει, πού είναι ο Τόνης; Τώρα σφίγγεται απάνω σου, βαραίνει. Τόνη, Τόνη. Εσύ παραπατάς, σ’ αγκαλιάζει απ’ το λαιμό, το στόμα της στο δικό σου, σε σέρνει μαζί της και πέφτετε. Φέρε μου τον Τόνη και κάνε με ό,τι θέλεις. Μπατ, αγάπη μου, της λες και ψάχνεις με τα δάχτυλα στη ράχη της τα κουμπιά. Εκείνη πιο γρήγορη σου βγάζει τις μπρετέλες, σε γυμνώνει. Φήσε με, σου λέει, δεν ξέρεις τίποτα, εσύ δεν ξέρεις πώς κάνουμε, πού είναι ο Τόνης; Αγάπη μου, Μπατ. Όταν σ’ αγγίζει με τα δάχτυλα όλα τα νυχτοπούλια βάνονται να φωνάζουν, όλα τα γιασεμιά του κόσμου πέφτουν βροχή και σας σκεπάζουνε. Έχει κουλουριαστεί πάνω σου, ένα κουβάρι γεμάτο σπασμούς, γυμνή κι όμως ντυμένη, μήτε ένα κουμπί δεν μπόρεσαν τα δάχτυλά σου να της ξεκουμπώσουν. Όλη την κούραση από το τρέξιμο τη νιώθεις τώρα στα νεφρά. Εκείνη βουβή. Χαλαρώνει το σφίξιμο. Ανασαίνει βαθιά τελειώνοντας μ’ ένα μικρό λυγμό. Άξαφνα γλιστράει από κάτω σου, να μη σε ξαναδούν τα μάτια μου, σου λέει, και χάνεται μέσα στη νύχτα. Σηκώνεσαι αργά, σιάζεσαι. Ένας σωρός κοπριές πιο πέρα μυρίζει δυνατά. Αγάπη μου, Μπατ, αγάπη μου. Και σε παίρνουν κάτι κλάματα…





    Στρατής Τσίρκας

    «Ακυβέρνητες πολιτείες – Η νυχτερίδα»
     
  12. vautrin

    vautrin Contributor

    Ακυβέρνητες πολιτείες

    Μάτια που σε κοιτούνε και δε σαλεύουνε. Μάτια που μαλώνουνε. Η βροχή δυνάμωσε κι ο κόσμος σκοτείνιασε. Το παιδί με την προβιά. Θα του κόψει τουλάχιστο να χωθεί σε καμιά πόρτα για να μη βρέχεται; Αχ, παιδί μου Σταμάτη, αχ Καλλιόπη και Ουρανία, αχ κύρη τους εσύ που τους τα έμαθες αυτά. Γιατί γουμάρια; Γιατί κουρμπάτσι; Εκεί που είναι ο πόνος κι ο ιδρώτας και τα δάκρυα, εκεί δεν είναι ο άνθρωπος; Γιατί λοιπόν σκάβετε ένα χαντάκι και χωρίζεστε; Πού θα σας βγάλουν αυτά τα μυαλά; Τρέμω. Θάθελα να μη ζω. Να μη δούνε τα μάτια μου. Θα έρθει μέρα. Βλέπω κόσμο να στριμώχνεται στις προκυμαίες με βουνά γύρω τους τις βαλίτσες και τους μπόγους και τα στρώματα. Και πίσω τους τάφοι γονιών, προγόνων, τάφοι μικρών παιδιών αφημένοι στο έλεος του Θεού. Δίχως καντήλι, δίχως έναν κουβά νερό να ξεδιψάσουν τα κόκκαλά τους. Κι όλο το μόχθο, τις γιορτές, τις αγκούσες, πενήντα, ογδόντα, εκατό χρόνων, να θαρρείτε πια πως τις παίρνετε μαζύ σας γιατί καρφώσατε όπως όπως μέσα σε σανιδένια μπατάλικα σεντούκια τα έπιπλα και το ρουχισμό και τα σκεύη σας και τίποτε θυμητικά μικροπράγματα. Και θα νομίζετε πως μια και κουβαλήσατε τα πράματα σώσατε μαζί τους τη χαρά και τους έρωτες και τις ελπίδες και τα μεθύσια. Τίποτα δε σώσατε. Μόνο άψυχα πράματα που κάποτε σταθήκαν μάρτυρες. Θα τα στήσετε κάτω από άλλον ουρανό και θα δείτε πως δε θα σας μιλούν, δε θα σας λένε αυτά που περιμένετε. Γιατί θα τα ζεσταίνουν άλλα χνώτα, άλλα βλέμματα, άλλες φωνές. Μη χάνεστε κι ακούστε που σας λέω. Μια ζωή που έζησες, την έζησες, δεν τη βρίσκεις αλλού. Γιατί την έζησες μέσα σε μυρουδιές, μέσα σε φώτα, μέσα σε ήλιους και βροχές, μέσα σ’ ανθρώπους. Κι αυτά όλα θα μένουν πίσω σου και θα τ’ αναζητάς. Θα τριγυρίζετε σαν άταφοι νεκροί που ζητούν ένα λάκκο να πέσουν μέσα να ξεκουραστούν. Και τα γουμάρια και το κουρμπάτσι θα βρίσκονται πίσω σας μίλια και σεις πια μήτε θα τα θυμόσαστε. Εγώ, θα λέτε, να ξεραθεί το στόμα μου αν είπα ποτέ τέτοιο λόγο. Μα τον είπατε, είναι γραμμένος στον αέρα, πάνω στους τοίχους των σπιτιών, μέσα στις φυλλάδες που βγάζατε. Και τούτοι οι άνθρωποι, όσο πονετικοί κι αν είναι, πώς θέτε να τον ξεχάσουνε; Θα τον θυμούνται και θα σας τον θυμίζουνε και σεις θα μετανοιώνετε πικρά. Γι’ αυτό σας λέω μη, μη όσο είναι καιρός.

    Θα λέτε μάνα, και τούτη τη λεκάνη, πίσω μας θα την αφήσουμε; Να σας πω για τη λεκάνη. Το άσπρο σμάλτο της από μέσα είναι τσουκαρισμένο στον πάτο, μια μαύρη ξεγδαρματιά που μεγαλώνει με τα χρόνια, γι’ αυτό θέλει προσοχή στο σαπούνισμα. Έτσι την αγόρασα, μισοτιμής. Αυτού μέσα έπλυνα τα μωρουδιακά σας, από Μιχάλη ως Νίκο, τριάντα χρόνια, μάλιστα. Πώς θαρρείτε πως στήνεται νοικοκυριό άμα ζεις μεροδούλι μεροφάι; Αυτό που αγοράζεις κόβοντας απ’ το ψωμί σου, το καμαρώνεις, το προστατεύεις, γαντζώνεσαι πάνω του. Και το κουβαλάς, απ' το ισόγειο της Μπαλάξα στο μονόροφο του λαβύρινθου με τα πολλά καφασωτά κι από κει εδώ, κι από δω ποιος ξέρει πού, με τα μυαλά που πηγαίνετε. Ακούς εκεί, γουμάρια! Δεν τη θυμάστε φαίνεται τη λεκάνη γεμάτη ως τη μέση με το αίμα της Ουρανίας. Τη θυμάστε; Ήτανε νύχτα του Οχτώβρη, ζεστή. Το κοριτσάκι από τ’ απόγεμα, σα γύρισε από το σκολειό, παραπονιόταν: Ένα βάρος, μαμά, στο κεφάλι μου. Τη βάλαμε κάτω και πλάγιασε νωρίς. Θάτανε εννιά, θάτανε δέκα; Ο ποδηλατάς κάτω είχε στήσει το τάβλι στο φως της ασετυλίνης κι έριχνε μόνος τα ζάρια για να γυμνάζεται. Μαμά, φωνάζει η Ουρανία, έλα να δεις. Είχε ανοίξει η μύτη της, τα μαξιλάρια κόκκινα, το νυχτικό της έσταζε. Δεν είναι τίποτε, είπαμε, θα ξεθυμάνει ο πονοκέφαλος. Μα το αίμα έτρεχε βρύση, φέραμε το κοριτσάκι στο αντρέ, φέραμε τη λεκάνη και πιάσαμε τα ξύδια και τα μπαμπάκια.

    Σκύψε, παιδί μου, μέσα, όχι, όχι, καλύτερα πίσω το κεφάλι σου. Τι γάζες, τι μαντίλια γέμισε. Βρε Μιχάλη, λέω του μεγάλου, η βάρδια του πατέρα σου ακόμη δεν τελείωσε. Πετάξου σ’ ένα τηλέφωνο και πες του να φέρει αμέσως γιατρό. Γιατρό, νύχτα, στο σπίτι; Έβαλε τα κλάματα ο Σταμάτης και πίσω του το Καλλιοπάκι. Η Ουρανία ήτανε σαν το πανί, σκυμένη πάνω απ’ τη λεκάνη, δεν ήθελε πια να γέρνει πίσω, γιατί το αίμα κατέβαινε στο στομάχι της και την αναγούλιαζε. Κι ο Μιχάλης ξεχρόνιζε. Πάει, το χάνω το παιδί, λέω μέσα μου. Βαστάτε της το κούτελο, τους λέω και πάω στα εικονίσματα. Έπεσα χάμω και χτυπούσα το κεφάλι στο πάτωμα. Παναγίτσα μου, έλεγα, όχι αυτό, είναι αθώο και τ’ αγαπάει τόσο τα γράμματα. Και στο ράψιμο είναι καλό και τ’ αδέρφια της τα πονάει κι είναι η αδυναμία του κύρη της. Μαμά, μου φωνάζουνε, τα χέρια της πάγωσαν. Κι ο Μιχάλης ξεχρόνιζε.
    Κι έφτασε κάποτε και νόμισα πως έφτασε ο Μεσσίας. Μα τι μου λέει; Ο πατέρας δεν πήγε απόψε καθόλου στη δουλειά. Ω, συμφορά, ω, ανάθεμα σ’ αυτόν που έβγαζε τις τράπουλες. Κάνω έτσι κι όταν είδα τη λεκάνη γεμάτη στα μισά, μου ήρθε σαν τρέλα. Μπα, λέω, αδύνατο τόσο αίμα να είναι του παιδιού, θάχε τελειώσει. Αυτό είναι ξυνισμένο κρασί απ’ τη νταμιζανίτσα του μπαλκονιού. Το παιδί χάνεται, Αριάγνη! Άνοιξα τα παράθυρα. Σώστε, χριστιανοί, το χάνω μέσα από τα χέρια μου, φωνάζω. Από κάτω, κάτι μου λέγανε. Σκύβω, ήταν ο Γιούνες, μ’ εκείνο το σερσέμη τον πιανίστα το Γερμανό και χάζευαν το τάβλι του ποδηλατά. ― Ομ Μεχάλη, τρέχει τίποτα; ―

    Βρε Γιούνες, του λέω, σώσε, το παιδί μου τελειώνει. Ώσπου να το πω ήταν απάνω. Πλατς, πλατς χτυπούσαν τα γυμνά του πόδια στα πέτρινα σκαλοπάτια. Μια και δυο τη σήκωσε στα χέρια και δρόμο κάτω. Πίσω ο Μιχάλης με το παλτουδάκι της, για να τη σκεπάσει. Ξοπίσω τους εγώ με τις παντόφλες και τη νυχτικιά. Πού την πάει; Τρέχαμε σαν τρελοί και δεν τον προφταίναμε. Κι από πίσω μας ο μαχαλάς ξεσηκωμένος να ρωτάει: Μα τι γίνηκε, φονικό; Ποιος είχε καιρό να τους εξηγήσει. Όταν φτάσαμε στη Μπουστάνι τον χάσαμε. Αριστερά, πήρε την Νταουαουίν, μας λέει ένας περαστικός. Κατάλαβα, την πήγαινε στο φαρμακείο που διανυχτέρευε, αντίκρυ στο σαράι του Πασά. Την είχαν κιόλας ξαπλωμένη στο μουσαμαδένιο κρεβάτι. «Ψυχραιμία, κυρία μου», έλεγε ο φαρμακοποιός. «Μην κάνετε έτσι. Τώρα θα φτάσει ο γιατρός. Ευτυχώς κατοικεί από πάνω μας. Πήγε να τον φωνάξει. Μα πού το βρήκατε τέτοιο θηρίο; Κοιτάξτε πώς την έσπασε την πόρτα μου. Αφού τον είδα και του φώναξα έρχομαι, ήταν ανάγκη να την κλωτσήσει; Ποιος θα πληρώσει τώρα τα τζάμια;»
    Με το γιατρό άλλο ζήτημα. Τον κατέβασε με τις πυτζάμες. Και τον κρατούσε από το σβέρκο μπας και του φύγει.

    Μα εκεί το παράκαμνε. Γιατί ο γιατρός ήταν ένας καλότατος άνθρωπος. Μικροκαμωμένος, με μούσι, μιλούσε φαρσί τα ελληνικά, αν κι ήτανε Σαμλής ή κάτι τέτοιο. ― Βρε, Γιούνες, του λέω, κατέβασε τα χέρια σου απ’ το γιατρό, δεν ντρέπεσαι; ― Ομ Μεχάλη, μού κάνει, άσε με να τελειώσω τη δουλειά κι ύστερα δείρε με.
    Έτσι το σώσαμε το κοριτσάκι. Κι όταν γυρίσαμε σπίτι με τ’ αμάξι που μας έφερε ο Γιούνες, και την πλαγιάσαμε στο κρεβάτι κι αποκοιμήθηκε, είδα τη λεκάνη πάνω στο τραπέζι: Θε μου, είπα, αυτό είναι το αίμα του παιδιού μου, πώς να το χύσω στο νεροχύτη; Μα κι αυτό το έκανα κι όταν γύρισε ο κύρης της, ξημερώματα πια, το σπίτι ήτανε σιγυρισμένο κι όλα τα παιδιά κοιμόντουσαν σα να μην είχε γίνει τίποτα. ― Το γουμάρι, του κάνω, ο ξυπόλητος, που λες καμιά φορά, έσωσε το παιδί μας απόψε. ― Ποιος, τι; Κι όταν του τα είπα με το νι και με το σίγμα, τι γυρίζει και μου κάνει; ― Κι άφησες αυτόν τον βρωμάραπα να πάρει στην αγκαλιά του το κορίτσι μας;

    Τη λεκάνη και τα εικονίσματα μπορείτε να τα πάρετε. Ακόμα και το τραπέζι με τον κίτρινο μουσαμά. Και την Ουρανίτσα την ίδια μπορείτε να τη στείλετε αλλού. Μα η νύχτα μέσα στο γαϊδουροκαλόκαιρο, το φως της ασετυλίνης, τους δρόμους και το βουητό του μαχαλά, τα σπασμένα τζάμια και τις μεγάλες φωτισμένες γυάλες με το πράσινο και το κόκκινο νερό, το λαχάνιασμα του Γιούνες, το χαμόγελο του γιατρού, αυτά όλα θα μείνουν πίσω, δεν κλείνονται σε βαγόνια. Και δίχως αυτά τι παίρνετε μαζί σας; Τίποτα!


    Στρατής Τσίρκας

    «Ακυβέρνητες πολιτείες – Αριάγνη»
     
    Last edited: 7 Φεβρουαρίου 2011