Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Άτιτλο

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Εμπειρίες' που ξεκίνησε από το μέλος goodboy, στις 7 Νοεμβρίου 2010.

  1. goodboy

    goodboy New Member

    Πάλι βάζω το νου μου να μπλεχτεί με εικόνες και να τις πλάσει σε μορφή ιστορίας.
    Δεν με ενδιαφέρει να δώσω τίτλο.
    Είναι αρκετά light και γι αυτό ίσως είναι λιγο βαρετό. Θα ήθελα να το μοιραστώ όμως μαζί σας.

    ΜΕΡΟΣ 1ο

    Μεγάλα κίτρινα κεριά υψώνονταν όπως ήταν μπηγμένα στα κηροπήγια τους και φώτιζαν άπλετα το χώρο, ίδια με κέρινους σταλαγμίτες. Τους τοίχους στόλιζαν διάφορες ζωγραφιές.
    Γερμένη πάνω στα κόκκινα βελούδινα μαξιλαράκια που ακουμπούσαν στη ράχη της καρέκλας της, η βασίλισσα κοίταζε το ταβάνι που κοσμούσαν σκαλιστά και ζωγραφισμένα λουλούδια. Η νύχτα έξω ήταν ζεστή και υγρή. Μέσα στη βιβλιοθήκη της βασίλισσας το κλιματιστικό ψύχραινε την ατμόσφαιρα τόσο πολύ που η φωτιά στο τζάκι κρινόταν αναγκαία. Της άρεσε να διαβάζει συντροφιά με το ευχάριστο τρίξιμο της φωτιάς που έκαιγε στο τζάκι. Παράλληλα ένιωθε την ανάγκη για λίγο κρασάκι. Ένα καλό μπουκάλι μερλό θα ήταν καλύτερο για τα καρύδια που έτρωγε αντί για το στυφό καμπερνέ που της είχε σερβίρει ο υπηρέτης.
    Ο υπηρέτης καθόταν μπροστά της γονατισμένος με το κεφάλι σκυμμένο κρατώντας το δίσκο με το ποτήρι το κρασί. Δεν χρειαζόταν κάποιο τραπεζάκι δίπλα της για να ακουμπήσει το κρασί. Αυτή τη δουλειά μπορούσε άνετα και την έκανε ο υπηρέτης της.
    Ο υπηρέτης ήταν σαράντα χρονών και τον είχε επιλέξει η ίδια. ήταν για εκείνη ένα στοίχημα. Τον επέλεξε αμέσως μόλις τον είδε σε μια καφετέρια να διαλαλεί το κόλλημά του με το Θεό. Τα λόγια του ήταν σχεδόν ποιητικά και θα μπορούσαν να πλανέψουν άνετα τους πιο αφελείς. Ήταν σκέτο πνευματικό δηλητήριο. Στο κάτω-κάτω αν χρειαζόταν κάποιο Θεό, δεν είχε παρά να τον αναζητήσει λίγο πιο πέρα από κει που καθόταν.
    Ο υπηρέτης ήταν όλο χάρη και φινέτσα, όμως η χάρη και η ομορφιά δεν ήταν τα μόνα κριτήρια για τη δημιουργία του ιδανικού υπηρέτη. Η βασίλισσα τον ήθελε παράλληλα πνευματώδη, σοφιστικέ και με το απαιτούμενο κοινωνικό λούστρο. Ο υπηρέτης δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο. Ήταν ένα όμορφο και κάπως αφελές αγόρι, που το ‘σκασε νύχτα από την Κρήτη γιατί δεν ήθελε να παντρευτεί μια γεωπόνο που του προξένευε η μητέρα του. Το δικό του όνειρο ήταν να γίνει ένα ανεξάρτητο εργαζόμενο αγόρι στην Αθήνα, όπου όλα επιτρέπονται. Πως όμως θα μπορούσε να επιβιώσει σ' αυτή την επικίνδυνη πόλη; Πως θα μπορούσε να βρει τον εαυτό του σε μια κοινωνία όπου οι νεαροί άντρες πλέον ήταν το πολύ-πολύ καλοί σύζυγοι και υπηρέτες; Η Αθήνα είχε πάψει προ πολλού να είναι η δημοκρατική πρωτεύουσα της Ελλάδας. Ήταν πια ένα μικρό κρατίδιο μέσα στην Ελλάδα, κάτι σαν το Βατικανό. Ένα κρατίδιο στο οποίο ο κόσμος που έφτιαξε ο Θεός ήταν γένους θηλυκού. Στον παράδεισο αυτού του κόσμου ο Αδάμ προέκυπτε από το πλευρό της Εύας, οι γυναίκες είχαν την εξουσία και οι άντρες ήταν υποτακτικά όντα που δεν είχαν δικαιώματα ασχολούνταν κυρίως με το να υπηρετούν τις γυναίκες οι οποίες είχαν μια βασίλισσα. Την Αμαλία. Κάποιοι απ’ αυτούς κλειδώνονταν σε κελιά και χρησιμοποιούνταν μόνο για αναπαραγωγή.
    Ήρθε στο μυαλό της ο τρόπος που μιλούσε σε κείνο το καφέ. Λίγος κόσμος μέσα αλλά τον άκουγαν με προσοχή. Τέτοια λόγια κατά της γυναικείας κυριαρχίας στην Αθήνα, ήταν σαν τραγούδια του Θεοδωράκη την εποχή της χούντας. Τιμωρούνταν. Μπήκε στο καφέ και όλοι έπεσαν στα γόνατά. Οι σωματοφύλακές της τον άρπαξαν από τα μπράτσα και τον έβγαλαν σηκωτό από το καφέ. Τον πέταξαν μέσα στ’ αυτοκίνητό της και πήγαν πίσω στο παλάτι της.
    Έριξε το βιβλίο της στο πάτωμα και νευριασμένη σηκώθηκε όρθια μπροστά του.
    «Αυτό το ζουμί να το πιείς εσύ» του είπε και άδειασε το ποτήρι στο πάτωμα.
    Ο υπηρέτης έσκυψε και έγλειψε το κρασί. Δεν έβλεπε παρά μόνο το πάτωμα και προσπαθούσε να μην του ξεφύγει ούτε γουλιά. Άκουγε μόνο τα βήματά της να ξεμακραίνουν.


    ΜΕΡΟΣ 2ο

    Στους κόλπους της υψηλής κοινωνίας εκείνης της Αθήνας η παράθεση επίσημων δείπνων ήταν κάτι σαν πολιτική αναγκαιότητα και η Αμαλία ήταν πολύ συνεπής σ’ αυτού του είδους τις υποχρεώσεις.
    Μέσα στην τεράστια έπαυλή της, οι οικονόμοι της Πέτρος και Μάρκος και ο μπάτλερ της ο Νίκος, έτρεχαν και δεν έσωναν όλη μέρα κάνοντας προετοιμασίες για το δείπνο. Καθάριζαν όλα τα δωμάτια, στόλιζαν όλους τους χώρους με λουλούδια και κεριά, σκούπιζαν τις βεράντες. Κηπουροί φρόντιζαν τις πρασιές, τα δέντρα, τα παρτέρια με τα λουλούδια, τους καλλωπιστικούς θάμνους.
    Οι άνθρωποι που απάρτιζαν το υπηρετικό προσωπικό της έπαυλης είχαν εκπαιδευτεί από την ίδια και δεν ήταν απλώς επαρκείς στα καθήκοντά τους, αλλά τέλειοι.
    Στην κυρίως τραπεζαρία το τραπέζι, είχε στρωθεί για δώδεκα άτομα με λινά τραπεζομάντηλα και ασημικά σκεύη, πορσελάνες, ασημένιες πιατέλες, κι ένα εντυπωσιακό κηροπήγιο. Τώρα οι δύο οικονόμοι και ο μπάτλερ περίμεναν την επιθεώρηση της βασίλισσας. Η Αμαλία μπήκε στην τραπεζαρία ήδη ντυμένη κατάλληλα για την περίσταση κι επιθεώρησε τις προετοιμασίες.
    «Μάρκο, βλέπω επέλεξες τις καλύτερες πορσελάνες για τους αποψινούς καλεσμένους».
    Το εποικοδομητικό σχόλιο έκανε τον οικονόμο να χαμογελάσει, αν και παρόλα αυτά παρέμενε νευρικός και ανήσυχος.
    «Όμως, Νίκο, βλέπω δαχτυλιές σε μερικά απ’ αυτά τα ποτήρια».
    Ο μπάτλερ απέσυρε στη στιγμή τα ποτήρια που του είχε υποδείξει η Αμαλία.
    Δυο ανθοδοχεία με κρεμ τριαντάφυλλα ήταν βαλμένα δεξιά και αριστερά στο κηροπήγιο, και, βλέποντάς τα η Αμαλία παρατήρησε: «Μάριε, πολλές πρασινάδες. Βγάλε μερικά φύλλα για να φανούν περισσότερο τα λουλούδια».
    Ο Μάριος έπεσε στα γόνατα.
    «Δεν έφτιαξα εγώ τα βάζα κυρία», αποκρίθηκε, φανερά θορυβημένος. «Το στόλισμα ήθελε να το αναλάβει ο υπηρέτης σας. Έχει διαβάσει ένα βιβλίο σχετικά με το στόλισμα των λουλουδιών».
    Το κεφάλι το ακούμπησε στο πάτωμα μπροστά στα πόδια της Αμαλίας και έτρεμε σύγκορμος από το φόβο. Η Αμαλία ήξερε πως τα υπόλοιπα μέλη του προσωπικού, αγαπούσαν τον υπηρέτη της και ήθελαν να περνάει καλά χωρίς προβλήματα.
    Η Αμαλία αναστέναξε. «Ξαναφτιάξε τα λουλούδια, όμως μην το πεις στον υπηρέτη μου». Τράβηξε με σπουδή ένα τριαντάφυλλο από το μπουκέτο και το έπαιξε ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη της. Το μύρισε και τότε πρόσεξε πως μερικά απ’ τα φύλλα είχαν αρχίσει να δείχνουν πρόωρα σημάδια μαρασμού. «Είναι τόσο… νέος» είπε «θα μάθει με τον καιρό».

    Η ώρα ζύγωνε και ο υπηρέτης πήγε στο δωμάτιο της βασίλισσάς του να δει γιατί αργεί. Τη βρήκε στο βεστιάριο, καθισμένη μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη. Τα μακριά ως τους ώμους της μαύρα μαλλιά ήταν στιλπνά σαν το μετάξι. Η απαράμιλλη κοψιά και η αφράτη απαλότητα των γυμνών της ώμων τον αναστάτωσαν.
    Οι ματιές τους συναντήθηκαν στον καθρέφτη, ύστερα εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα του κοιτώντας αμήχανα το χαλί.
    «Κυρία, μου επιτρέπετε μια παρατήρηση;»
    Γύρισε προς το μέρος του. Θα μπορούσε να τον σκοτώσει που τόλμησε κάτι τέτοιο. Της άρεσε όμως που αν και σαν ρομπότ, που τον είχε μετατρέψει, εκείνος έκρυβε μέσα του μια σπίθα ελεύθερο πνεύμα.
    «Σου επιτρέπω» είπε.
    «Κυρία, το τέλειο δε χρειάζεται βελτίωση. Βγάλτε από πάνω σας όλα αυτά τα φτιασίδια κι αφήστε τη φυσική ομορφιά σας να λάμψει από μόνη της. Έχετε ότι χρειάζεσθε για να είστε εκθαμβωτική. Η περιφερική εισαγγελέας, η πρόεδρος του πανεπιστημίου –καμιά δεν πρόκειται να συγκριθεί μαζί σας. Όλες θα είναι βαμμένες σαν καρνάβαλος».
    Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη της.
    «Θα έπρεπε να τιμωρηθείς για αυτά τα λόγια. Δεν επιτρέπετε να μιλάς έτσι για άλλες γυναίκες».
    Ο υπηρέτης γονάτισε και μπουσούλισε προς το μέρος της. Το φαρδύ μπατζάκι του μαύρου παντελονιού της κάλυπτε τα παπούτσια της και εκείνη το τράβηξε όσο χρειαζόταν για να φανεί η μύτη του παπουτσιού της. Ο υπηρέτης τη φίλησε διακριτικά.

    ΜΕΡΟΣ 3ο

    Όταν έφυγε ο υπηρέτης από την κρεβατοκάμαρα, η Αμαλία σηκώθηκε όρθια μπροστά στον τεράστιο καθρέφτη. Τα ρούχα που φορούσε την έκαναν συγχρόνως εντυπωσιακή και αξιοπρεπή, ανεπαίσθητα σέξι και αριστοκρατική.
    Όρθια μπροστά στον καθρέφτη του βεστιαρίου της, που ήταν τόσο μεγάλο όσο και οι υπόλοιπες κρεβατοκάμαρες, ήξερε καλά πως έδειχνε γοητευτική και στις μεγάλες ομορφιές της, τόσο που η παρουσία της θα έμενε αλησμόνητη όχι μόνο στα αρσενικά που εκτελούσαν χρέη υπηρετών, αλλά και των κυράδων τους. Άνοιξε πάλι την ντουλάπα με τα φορέματα και τα παπούτσια της. Όλα τα φορέματά της, ήταν κρεμασμένα πίσω από πόρτες ή ήταν μέσα σε συρτάρια ντουλαπιών που βρίσκονταν κατά μήκος τριών διαδρόμων. Κι η γκαρνταρόμπα της είχε εκατοντάδες τέτοια φορέματα και τουαλέτες. Στο πίσω μέρος της γκαρνταρόμπας της κάπου πάνω από διακόσια ζευγάρια παπούτσια ήταν τακτοποιημένα στη σειρά πάνω σε επικλινή ράφια. Ο υπηρέτης της και μόνο αυτός, είχε το προνόμιο να τα ξεσκονίζει κάθε μέρα καθώς επίσης να γλύφει τις ακαθαρσίες όποιας μορφής κι αν ήταν αυτές ακόμα και από τις σόλες όταν εκείνη γύριζε στο σπίτι από τις βόλτες της. Αν εκείνη έκρινε πως δεν μπορούν οι ακαθαρσίες αυτές να φύγουν μόνο με τη γλώσσα του, του επέτρεπε να χρησιμοποιήσει κάποιο πανί ή οτιδήποτε άλλο θα τις καθάριζε.
    Κοίταξε κάτω τα παπούτσια της και είδε ένα μικρό θάμπωμα στο σημείο που είχαν ακουμπήσει τα χείλη του υπηρέτη. Αποφάσισε πρώτων να αλλάξει παπούτσια και δεύτερον να τιμωρήσει παραδειγματικά τον υπηρέτη. Πήγε στο πίσω μέρος της γκαρνταρόμπας όπου υπήρχαν τα παπούτσια και βρέθηκε αντιμέτωπη με το δίλημμα κατά πόσο έπρεπε να φορέσει Γκούτσι ή Πράντα. Επέλεξε τελικά να φορέσει τα δεύτερα. Κρατώντας στο χέρι τα παπούτσια πέρασε βιαστικά στο μπουντουάρ. Διαισθανόμενη πως τα χρονικά περιθώρια στενεύουν επικίνδυνα κάθισε στην άκρη μιας πολυθρόνας κοντά στο τζάκι και φόρεσε τα παπούτσια της. Ήταν όντως ένα κομψό, πανέμορφο ζευγάρι παπούτσια.

    Αν η άφιξη των καλεσμένων δεν αναμένονταν σε λίγα λεπτά της ώρας, ο υπηρέτης, σίγουρα θα άλλαζε και θα φορούσε ένα άλλο ρούχο. Η κυρία του τον ήθελε στο πλευρό της, ή θα ήταν καλύτερα να πούμε στα πόδια της, κατά την υποδοχή της κάθε καλεσμένης της, και ο υπηρέτης δεν ήθελε ούτε κατά διάνοια να την απογοητεύσει.
    Όλα κι όλα τα ρούχα του κρεμόταν πίσω από την πόρτα του δωματίου του και αριθμούσαν δύο πουκάμισα δύο παντελόνια και δύο μπλούζες. Η κυρία του έκκρινε πως δεν του χρειαζόταν παραπάνω και πως ακόμα και τόσα πολλά ήταν πλεονασμός. Αν και ο ίδιος δεν είχε αγοράσει ούτε μισό από εκείνα τα ρούχα. Άλλωστε δεν είχε λεφτά, όχι ύστερα από εκείνη την ημέρα στο καφέ όταν έβγαζε εκείνον τον περισπούδαστο λόγο περί Θεού. Όλα τα λεφτά που είχε και μάλιστα δεν ήταν έτσι κι αλλιώς πολλά του τα είχε πάρει η κυρία του και τα είχε κάψει στο τζάκι της μπροστά στα μάτια του. Εκείνη του είχε αγοράσει τα πάντα όσο ακόμα εκείνος βρισκόταν στο σχολείο αναμόρφωσης του χαρακτήρα του. Στο σχολείο πλύσης εγκεφάλου του. Θυμόταν τις πρώτες μέρες ανάπλασης του πως σύγκρινε τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν με εκείνες στην ταινία το κουρδιστό πορτοκάλι και έβλεπε τον εαυτό το υνα γλείφει εκείνη τη σόλα.
    Τώρα έχει τελείως διώξει από τη μνήμη του εκείνες τις παλιές κακές εποχές. Δεν μπορεί να καταλάβει πως επέτρεπε στον εαυτό του να ζει χωρίς να υπηρετεί μια γυναίκα. Κάποιος πιθανόν να τον είχε καταραστεί την ημέρα που γεννήθηκε και αν δεν βρισκόταν εκείνη η Κυρία με Κ κεφαλαίο να τον λυπηθεί και να τον φέρει πίσω στο σωστό δρόμο, να ήταν ακόμα…
    Όχι κάτι τέτοιο δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Βέβαια που και που φευγαλέα και μόνο για μια στιγμή σκεφτόταν πως θα ήταν άραγε να μπορούσε να είναι ο εαυτός του. Ανεξάρτητος. Αλλά αυτές ήταν επικίνδυνες σκέψεις κι άρα έπρεπε να τις διώξει από το μυαλό του. Άλλωστε ήταν ο εαυτός του.
    Ο υπηρέτης έτρεφε την κρυφή ελπίδα πως ίσως κάποια μέρα του επιτρεπόταν να βγει μόνος του για ψώνια. Κι όταν θα ξημέρωνε εκείνη η ημέρα θα ήταν πια σίγουρος πως επιτέλους θα είχε φτάσει στο σημείο να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της, κερδίζοντας έτσι την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη της.

    Η Αμαλία αφού έμεινε για λίγο καθισμένη στην πολυθρόνα βγήκε από τη κεντρική σουίτα στο χολ, κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Κατέβηκε την επιβλητική σκάλα και είδε τον υπηρέτη της πεσμένο στα τέσσερα με το μέτωπο ακουμπισμένο στο πάτωμα να την περιμένει να πάρει θέση δίπλα του στο χώρο της υποδοχής. Κάθισε δίπλα του και του ψιθύρισε το παράπτωμά του. Δεν πρόλαβε να τον λούσει κρύος ιδρώτας γιατί δεν πρόλαβε να σκεφτεί το μέγεθος της τιμωρίας. Χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Είχαν φτάσει κιόλας οι πρώτοι καλεσμένοι.

    Συνεχίζεται...