Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Αγαπημένα αποσπάσματα από βιβλία

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος prodigal sub, στις 12 Σεπτεμβρίου 2015.

  1. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Τα πεθαμένα

    Όταν πήγαινα για μπάνιο με την δασκάλα μου, σταματούσα πάντα έξω από το μέρος όπου σφάζανε τα ζώα για να τα φάνε. Είχανε και γύρω γύρω κρεμάστρες και κρεμούσαν τα πεθαμένα από το κεφάλι. Χάμω το αίμα μοβ και πηχτό, μύριζε αιματίλα.
    Μια μέρα που νύχτωσε, έφυγα από το σπίτι και πήγα κάτω στο λιμάνι, εκεί που σφάζανε τα ζώα. Μπήκα μέσα και στάθηκα. Ένας κύριος με άσπρη μπλούζα όλο κόκκινο καθάριζε τα μαχαίρια κι έβαζε ταξη στα πεθαμένα. Ήρθε κοντά μου.
    "Σ'αρέσει, ε", μου είπε χοχλάζοντας. "Άτιμο".
    Μύριζε αιματίλες κι εγώ του είπα :"Κύριε, μπορώ να δω τα πεθαμένα σας και να τα πιάσω;"
    Με πήγε κοντά σ'ενα πολύ μεγάλο πεθαμένο και ζούληξε το χέρι μου μέσα στο βαθύ κρέας. Τα μάτια του κυρίου είχαν κι αυτά κόκκινο και το φεγγάρι ξεπηδούσε από πίσω τους. Μύριζε και θαλασσίλα.
    Τα πεθαμένα κουνιόντουσαν αργά πάνω στις κρεμάστρες και ο κύριος γρύλιζε:
    "Άτιμο, τι μου κάνεις. Άτιμο κοριτσάκι". Ύστερα: "Έλα εδώ να μυρίσεις, αφού σ'αρέσουν αυτές οι μυρωδιές", είπε, καθώς ξεκούμπωνε το παντελόνι του.
    Ύστερα από λίγο, το μέρος όπου σφάζανε τα ζώα άλλαξε θέση, γιατί είπαν ότι οι αιματίλες τραβούσαν τα σκυλόψαρα.


    Καραπάνου, Μ. Η Κασσάνδρα και ο Λύκος
     
  2. brenda

    brenda FU very much

     

    Η ΦΙΛΗ ΜΟΥ Η ΜΠΕΚΚΗ

    Ήρθε να με δι η φίλη μου η Μπέκκη με τη Μαμά-της.
    Πήγαμε στο δωμάτιό-μου για να της δείξω τις κούκλες-μου.
    Καθήσαμε χάμω και τα πόδια-μας, ήταν ανοιχτά.
    <<Για να δω το βρακάκι-σου>>, μου λέει η Μπέκκη.
    Της το έδειξα.
    <<Βγάλε το βρακάκι-σου>>, μου λέει η Μπέκκη.
    Το έβγαλα.
    <<Θα βγάλω κι εγώ το δικό-μου>>.
    Πήγαμε μπροστά στον καθρέφτη χωρίς βρακάκι και με τα φουστάνια-μας στον αέρα.
    <<Το ίδιο έχουμε>>, μου λέει η Μπέκκη.
    Θύμωσα.
    Πήγα να της σκίσω το φουστάνι, και πέταξα το βρακάκι-της από το παράθυρο.
     
  3. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    "Έχεις κάθε λόγο να λυπάσαι". Τον άφησα πάλι. "Κι εν πάση περιπτώσει, κι αν ακόμα ήθελα να με "πηδήξεις", όπως λες, είναι φως φανάρι οτι δεν θα μπορούσες".
    Κατακοκκίνισε θιγμένος, αλλά δεν είπε τίποτα. Είχε έρθει η στιγμή για το τελικό χτύπημα. "Για να σου γίνει μάθημα όμως, θα σε πηδήξω εγώ!"
    Τα έχασε τελείως. "Θα με πηδήξετε εσείς; Πώς;"
    "Τέντωσε τα χέρια σου." Το έκανε και τα έδεσα μαζί με μια γάζα.
    "Γιατί το κάνετε αυτό;" Ο πανικός του μεγάλωνε.
    "Απαγορεύονται οι ερωτήσεις αγόρι μου". Όταν τα χέρια του δέθηκαν γερά, χαμήλωσα το κρεββάτι στα δύο πόδια πάνω απ'το πάτωμα. "Ξάπλωσε", διέταξα. "Μπρούμυτα".
    Υπάκουσε ζαλισμένος. Έδεσα τα χέρια του στην κορυφή του μεταλλικού κρεβατιού. Ήταν κάτω απ'την εξουσία μου, βρισκόταν στο έλεός μου. Αν ήθελα, μπορούσα να τον είχα σκοτώσει. Αλλά οι φαντασιώσεις μου δεν περιλαμβάνουν ποτέ φόνους, ούτε καν σωματικά βασανιστήρια, γιατί το αίμα το τρέμω. Προτιμώ να προκαλώ τον πόνο με πιο διακριτικά μέσα, με το να καταστρέφω ολότελα, για παράδειγμα, την ιδέα που έχει ένας άντρας για τον εαυτό του, σε σχέση με τη Θριαμβεύτρια Γυναίκα.
    "Τώρα γονάτισε".
    "Μα...". Ένα γερό χαστούκι στα οπίσθια έβαλε τέλος στις αντιρρήσεις του. Γονάτισε με τα πόδια σφιχτά ενωμένα και τον κώλο σφιγμένο. Έμοιαζε με πυραμίδα που είχε για βάση της το κεφάλι και τις άσπρες κάλτσες του και για κορυφή το απευθυσμένο του. Ήμουν έτοιμη τώρα για την τελική ιεροτελεστία.
    "Τα πόδια ανοιχτά", διέταξα. Απρόθυμα απομάκρυνε τα γόνατά του το ένα απ' τ' άλλο έτσι που ήρθαν παράλληλα με τις άκρες του κρεβατιού. Μπορούσα επιτέλους ν'απολαύσω τη θέα του αγαπημένου μου μέρους στο αρσενικό κορμί.
    "Τί πάτε να κάνετε;" Η φωνή του ήταν ψιλή σαν παιδιού.
    "Να θυμάσαι ότι το μυστικό είναι να χαλαρώσεις εντελώς. Αλλιώς μπορεί να πονέσεις πολύ".
    Ανέβασα τη φούστα μου κι αποκάλυψα, δεμένο στη βουβωνική μου χώρα, το δονητή του Κλεμ που είχα δανειστεί την προηγούμενη μέρα με την πρόφαση ότι ήθελα να τον αντιγράψω για μια βάση φωτιστικού. Ο Κλεμ πολύ το είχε διασκεδάσει.
    "Μη! Για τ 'όνομα του Θεού, όχι!" φώναξε ο Ράστυ πανικόβλητος.
    "Τώρα θα δεις τι νοιώθει μια κοπέλα όταν παίζεις μαζί της τον άντρα".
    Προσπάθησε να ελευθερωθεί από τα δεσμά του, αλλά δεν τα κατάφερε. Ύστερα έκανε ο,τι καλύτερο του έμενε να κάνει: ένωσε πάλι τα γόνατά του.
    Άρχισα να σπρώχνω.
    "Δεν μπορώ" βόγκηξε. "Ειλικρινά, δεν μπορώ".
    "Χαλάρωσε μόνο. Μην ανησυχείς".
    Όταν μπήκα μέσα του, γεύτηκα το θρίαμβό μου. Είχα εκδικηθεί τον Μάιρον. Μια ζωή ολόκληρη που εκείνος υπέμενε τη διείσδυση δεν τούχε φέρει παρά δυστυχία. Τώρα, στο πρόσωπο του Ράστυ, μπορούσα σαν Θριαμβεύτρια Γυναίκα να καταστρέψω τον πρώην λατρεμένο καταστροφέα.
    Α, τι ιερή στιγμή! Έγινα ένα με τις Βάκχες, τις Μαινάδες, με όλες τις ιέρειες των σκοτεινών αιματηρών θρησκειών, με την ίδια τη μεγάλη θεά που για χάρη της ευνουχίστηκε ο Άττις. Ήμουν το αιώνιο θηλυκό με σάρκα και οστά, πηγή της ζωής και εξολοθρευτής της συνάμα, κι ο άντρας για μένα τυχαίο παιχνιδάκι, που το αίμα του και το σπέρμα του χρειάζομαι, ωστόσο, για να ολοκληρωθώ!
    Ο Ράστυ μάτωσε στο τέλος. Μόλις το πάθος μου καταλάγιασε, ένιωσα θλίψη κι αηδία. Ούτε που κούνησε καθώς τον έπλενα (σαν στοργική μητέρα). Ύστερα τον έλυσα.
    Σηκώθηκε τρέμοντας, σκουπίζοντας τα δάκρυα απ'το πρησμένο του πρόσωπο. Ντύθηκε σιωπηλά, ενώ εγώ έλυνα την εξάρτυση κι έβαζα το δονητή στο δερμάτινο χαρτοφύλακά μου.
    Δε μίλησε παρά όταν τελείωσε το ντύσιμό του. "Μπορώ να φύγω τώρα;"
    "Ναι. Μπορείς να φύγεις". Κάθισα στο γραφείο κι έβγαλα το σημειωματάριό μου. Ήταν κιόλας στην πόρτα όταν είπα:
    "Δεν θα μ' ευχαριστήσεις για τον κόπο μου;"
    Με κοίταξε με εντελώς απλανές βλέμμα. Ύστερα μουρμούρισε άτονα "Ευχαριστώ, κυρία", κι έφυγε.
    Έτσι λοιπόν η Μάιρα Μπρέκινριτζ χάρισε μια μεγάλη νίκη στο φύλο της. Μια νίκη που ωστόσο δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, παρόλο που μόνον εγώ, απ'όλες τις γυναίκες ένιωσα πώς είναι να είσαι θεά ένθρονη και παντοδύναμη.

    Vidal,G. Myra Breckinridge
     
  4. Πάνω στην ώρα χτυπάει το κινητό της. Το σηκώνει και μιλάει ρώσικα, χειρονομώντας, σαν να τα γράφει στον αέρα. Ακούω, βλέπω, σωπαίνω κι ας μην καταλαβαίνω, μαγεμένος από την ενσαρκωμένη προσωδία της ομορφιάς της. Εύχομαι ποτέ να μην τελειώσει, μα κάποτε τελειώνει.

    Ξαφνικά σηκώνει το ανοιχτό βιβλίο με το ένα χέρι στο ύψος του στήθους της και το κλείνει απότομα σαν μυγοπαγίδα. Το ανοίγει μετά προσεκτικά, φυσάει τη σελίδα και με κοιτάζει κατάματα. Χαμογελάω χαζά.
    – Πούσκιν; τη ρωτάω.
    – Πούσκιν, μου απαντάει.
    – Ρωσίδα; της κάνω.
    – Ουκρανή, διορθώνει.
    Πουτάνα, σκέφτομαι.
    – Όχι,ποιήτρια, μου λέει.

    Μιχάλης Γκανάς,''γυναικών μικρές και πολύ μικρές ιστορίες''
     
  5. lotus

    lotus Silence

    .........

    Σκέψεις, μόνο σκέψεις που θα της έδιναν ελπίδα, για ν΄αντέξει τ΄αμετάκλητο.

    Θυμήθηκε μια ιστορία που της την είχε διηγηθεί μια γριά συντρόφισσα απ΄ τα Φρισικά Νησιά: πως ήταν κάποτε ένας άνθρωπος, που τον έλεγαν Ίκαρο, κι αυτός, που λαχταρούσε να πετάξει, πήρε φτερά αετού και τ΄ άλειψε με κερί για να τα κολλήσει και να φτιάξει φτερούγες, και πέταξε ψηλά κι έφτασε κοντά στον ήλιο, κι η ζέστη του ήλιου έλιωσε το κερί, κι ο Ίκαρος έπεσε.

    Προσπάθησε να πετάξει να φτάσει στον ήλιο...προσπάθησε σε σημείο που ξερίζωσε τα φτερά της! Πονούσε αλλά προσπαθούσε με όποιο κόστος. Ήξερε ότι δεν θα ζούσε, χρειαζόταν μόνο να βρεθεί εκτός νερού για να σώσει τ΄ αβγά της!

    "Ο Άγιος Μιχαήλ!"

    Τα κατάφερε! Σωριάστηκε στο μπαλκόνι που ζούσε ο μαύρος και πελώριος και χοντρός γάτος, ο Ζορμπάς!
    Ο ήρωας που θα έσωζε το σπλάχνο της.

    "Θέλω να μου υποσχεθείς πως θα το φροντίζεις ώσπου να γεννηθεί το γλαρόνι."
    " Σου υπόσχομαι..."
    " Και θέλω να μου υποσχεθείς πως θα το μάθεις να πετάει."
    " Σου υπόσχομαι..."


    Και φρόντισε ο Ζορμπάς, μαζί με την παλιοπαρέα, κόντρα στο φυσικό τους, κόντρα στο αναμενόμενο. Στην προσπάθειά τους να τηρήσουν την υπόσχεση που δόθηκε στην Κενγκά, έζησαν περιπετειώδεις μέρες, εώς...

    "Μαμά! Μαμά!"

    Δεν πίστευε, ο Ζορμπάς, ότι θα βίωνε ποτέ αυτή την στιγμή! Ποτέ! Τόσο μεγάλη ήταν η έκπληξή του, σε αυτό το άκουσμα, που ξαφνικά ένοιωσε την μεγαλύτερη συγκίνηση και ταραχή στην μέχρι τώρα ζωή του!
    Και έτσι ξεκινά το ταξείδι τής Καλότυχης, σχεδιασμένο από τον Ζορμπά και την παλιοπαρέα. Προορισμός, να πετάξει!

    Η Καλότυχη μεγάλωσε γρήγορα και μες στα χάδια των γάτων.{...}
    {...} ήταν μια νεαρή και σβέλτη γλαροπούλα, με ασημένια φτερά και μεταξένια.


    Οι γάτοι έδωσαν τον καλλίτερο εαυτό τους για να τα καταφέρει η Καλότυχη! Μελέτησαν ό,τι μπορούσαν σχετικά με την θεωρία των πτήσεων και την αεροδυναμική! Εφάρμοσαν όλα όσα διάβασαν...μάταια όμως. Δεν ήταν αρκετό. Η υπόσχεση που έδωσε ο Ζορμπάς έπρεπε να τηρηθεί! Η λύση ήταν μία:

    "Να καταρρίψεις το ταμπού;!"
    "Το νιαούρισμα της ανθρώπινης γλώσσας είναι ταμπού."

    ......

    "Ναι" νιαούρισε ο Ζορμπάς. " Στο χείλος του κενού κατάλαβα το πιο σημαντικό."
    "Α, ναι; Και τι είναι πιο σημαντικό; "ρώτησε ο άνθρωπος.
    "Πως πετάει μόνο αυτός που τολμάει να πετάξει."


    "Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ΄ ένα γλάρο να πετάει", εκδόσεις, opera

     
  6. "Δε μ' αρέσει η κούνια", είπα.
    Σάμπως να το μετάνιωσα όμως. Κι όχι για την απογοήτευση που είδα να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο της Λήδας. Για να τολμήσω να πω τέτοιο πράγμα, κάτι θα ' χε αλλάξει μέσα μου - κι η αλλαγή με σάστιζε.
    "Εμένα μ' αρέσει πολύ", την άκουσα να λέει ύστερα από λίγο.
    Σοβαρή κάθισε στον πάγκο :
    "Και ξέρεις γιατί; Τρέφει την ιδέα μου και τη μεγαλώνει".
    Την κοίταζα.
    "Ναι, έχω μια ιδέα, ένα σχέδιο. Κι όταν κουνιέμαι και πάω ψηλά.."
    "Και ποια είναι η ιδέα σου αυτή;" ρώτησα κοιτάζοντας τάχα αλλού.
    "Ακόμα δεν την ξέρω καλά" μ' αποκρίθηκε δίχως να με κοιτάει τώρα κι εκείνη. "Ίσως να 'ναι πως θέλω να κάνω κάτι στη ζωή.."
    "Τι;" επέμεινα
    "Αυτό είναι που δεν ξέρω", είπε.
    Σιωπή.
    "Κι εσύ θέλεις κάτι να κάνεις, έτσι δεν είναι;
    Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει.
    "Ναι", είπα.
    "Και δε σ' αρέσει η κούνια, περίεργο.."
    "Εμένα μ' αρέσει να περπατάω έξω στα χωράφια", είπα.

    Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Τα ψάθινα καπέλα
     
  7. lotus

    lotus Silence

    «Η Κίρκη είναι έξυπνη. Γι’ αυτό είναι και τόσο έμορφη, ώστε να φαντάζει μάγισσα και μάγισσας παιδί. …
    Αν δεν ήταν έξυπνη η Κίρκη, δε θα ‘τανε όμορφη. Η εμορφιά είναι δύναμη νόησης.
    Η εμορφιά δεν είναι απλά καμπύλες, και χρώτας, και λίκνισμα, και λαιμός και μαλλιά.
    Η εμορφιά είναι δαιμονική κυριαρχία στον περίγυρο από αιτίες απροσδιόριστες.
    Είναι το «αμήχανον κάλλος» που λέει ο Πλάτων.»

    Γκέμμα
     
  8. lotus

    lotus Silence

    Γιατί γυρνάς; Που θέλεις να πας;
    Πες μου μια μέρα σου όπως σ αρέσει. Δικές σου είναι, ψυχή μου, οι μέρες σου,
    δική σου κι η ζωή σου.
    Δεν είναι διάλειμμα η ζωή, δεν δικαιούσαι μόνο τις στιγμές που σου προσφέρουν ν αποδράσεις.
    Πες μου που θέλεις να τη ζήσεις.
    Πες μου πως.
    Που είναι η γαλήνη που ζητάς , το φως που σε θρέφει, οι μυρωδιές που σε ξυπνούν, που είναι οι τόποι που αγαπάς;
    Πες μου, που σφίγγεται η καρδιά σου, πες μου που ζει, που αναπνέει! Πες μου που κλαίει από ευτυχία σαν πατά, που λιώνει όταν φεύγει.
    Πες μου δυνατά τη σκέψη που σε καίει όταν γυρνάς στο γκρίζο μιας πόλης αυτόματης και φορτωμένης με μαύρες αναμνήσεις.
    Όταν γυρνάς χωρίς να θέλεις ,
    χωρίς ν αναρωτιέσαι γιατί ...;

    Γλυκές μου αγάπες , μόνο εσείς, μα τι να σας δώσω από μια ψυχή που συνεχώς αδειάζει φυλακισμένη σε ρυθμούς απάνθρωπους και ξένους;

    Να μ αγαπάτε, θα με βρω, ξανά από την αρχή τώρα για πάντα.
    Θα στε εκεί. Θα μαι κι εγώ, μέχρι το τέλος, μέχρι που γέροι πια θα γελάμε πάνω από το χαμομήλι μας.
    Όλοι μαζί με μια αγάπη πάνω από το κάθε μέρα, με μια αγάπη στον αέρα, στο τηλέφωνο, στο γράμμα, στα Σαββατοκύριακα.

    Να μάθω να με αγαπώ, να μάθω να σας αγαπώ ακόμα πιο πολύ.
    Να μάθω να γελώ, να φέρνω γέλιο στις ψυχές σας.
    Φρούριο να είναι η αγάπη μας , τείχη στα ξένα, τείχη στα ψεύτικα, τείχη να κλείνουν και να τρέφουν τις αλήθειες μας, να τις θεριεύουν.

    Να βρω εκείνο το «μπορώ» που κρύβω μέσα μου και να το στήσω.

    Μαζί μου να χαρείτε μια φορά ακόμα στην ευτυχία μου, μαζί να πούμε στο τέλος «αντέξαμε,
    γι αυτό το αξίζουμε να αγαπάμε τόσο, γι αυτό το αξίζουμε να αγαπιόμαστε τόσο».
    Για όλα τα όχι που φωνάξαμε.
    Για όλα τα ναι που κάναμε ζωή,
    για όλα τα όνειρα που δεν πουλήσαμε,
    για όλα τα όνειρα που μοιραστήκαμε.
    Γυρνάω ψυχή μου, δεν σ αφήνω πίσω.

    Μαζί να πίνουμε κρασί στα ταβερνάκια πάνω από τη θάλασσα,
    μαζί να μας φυσάει ο αέρας του πελάγου στις βόλτες μας στο Κάστρο,
    μαζί να τριγυρνάμε στα βουνά και να γυρεύουμε τα μυστικά ξωκλήσια, μαζί να ερωτευόμαστε.
    Μαζί, ποτέ πια χώρια.

    Άστο να φύγει μόνο του το αεροπλάνο.
    Άστο να πάρει μακριά μόνο όσους έχουν άλλους τόπους.
    Μονάχα ευχήσου τους να είναι οι τόποι τους αληθινοί.

    Μονάχα ευχήσου τους να ναι δικοί τους...

    "Είναι που δεν χωρώ σε ξένα όνειρα"
     
  9. Alice in wonderland

    Alice in wonderland sui generis Contributor

    Πόσο όμορφο βιβλίο!
    Πάνε χρόνια που το είχα διαβάσει!
    Παρέα με ένα κουτί χαρτομάντιλα!
     
  10. Alice in wonderland

    Alice in wonderland sui generis Contributor

    …….Πόσες φορές, ενώ το θορυβώδες κοινό παρέλαυνε από μπροστά της, δεν της είχαν ξανάρθει στο μυαλό τα λόγια του Ανθρώπου:
    “Το να έχεις μάτια και να έχεις βλέμμα δεν είναι το ίδιο πράγμα”.

    “Τι θες να πεις;”

    “Τα μάτια είναι δεμένα με τα χέρια, ενώ το βλέμμα είναι δεμένο με την καρδιά. Το βλέμμα δεν γνωρίζει αποστάσεις, ούτε φραγμούς. Τα μάτια αντίθετα μετράνε το καθετί. Αν βρουν έναν άδειο χώρο, χτίζουν αμέσως έναν τοίχο”.

    “Και πώς θα μπορέσω να τα ξεχωρίσω;”

    “Η καρδιά επικοινωνεί απευθείας με την καρδιά, δεν έχει ανάγκη τα χείλη”, ήταν η απάντηση του Ανθρώπου.

    Πόσες καρδιές είχε συναντήσει εκείνα τα χρόνια;

    Εκτός από τη φορά που είδε φευγαλέα εκείνη την πιτσιρίκα, καμία. Αισθανόταν πως τα μάτια που είχαν ακουμπήσει πάνω στη γούνα της την είχαν φθείρει κυριολεκτικά. Τις μέρες που δεν είχαν παράσταση, μια βαθιά εξάντληση κυρίευε κάθε ίνα του κορμιού της.
    Τι είχαν γίνει όλες οι φιλοδοξίες της για τη ζωή της;

    Είχε αφήσει τη γη της και είχε κατευθυνθεί προς την Ανατολή, σε αναζήτηση ενός σπουδαιότερου πεπρωμένου, αλλά το μεγαλείο της μοίρας της μετριόταν τώρα πια στα λιγοστά μέτρα του κλουβιού της. Τον πρώτο καιρό βημάτιζε μπρος και πίσω, μέρα και νύχτα, χωρίς ποτέ να σταματά, διανύοντας χιλιόμετρα ολόκληρα δίχως να κινείται. Τέσσερα βήματα μπροστά, μεταβολή, τέσσερα βήματα πίσω. “Όλες το ίδιο κάναμε!” της είχαν πει οι άλλες τίγρεις. “Αλλά θα δεις ότι θα ηρεμήσεις κι εσύ. Ω, ναι, θα ηρεμήσεις”. Είχαν δίκιο.

    Τώρα ήταν ήρεμη και καθόταν όλη την ώρα κουλουριασμένη σε μια γωνιά του κλουβιού. Αλλά η ηρεμία της δεν διέφερε πολύ από αυτή του ωκεανού, στα πιο μυστικά βάθη του οποίου υποβόσκει η τρομακτική δύναμη ενός κύματος ικανού να καταστρέψει τα πάντα.

    Πού είχε κάνει λάθος;

    Κι έπειτα, εκείνη είχε κάνει λάθος ή η μοίρα της είχε αποκλίνει;

    Η θυσία του Ανθρώπου ήταν παντελώς μάταιη. Έτσι κι αλλιώς, ό,τι ήταν να γίνει έγινε. Εκείνη είχε αιχμαλωτιστεί κι εκείνος είχε πεθάνει. Αν τουλάχιστον είχε δεχτεί τα χρήματα, θα ήταν ακόμα ζωντανός κι εκείνη δεν θα ήταν πάλι μόνη στον κόσμο.

    Αλλά θα μπορούσε να γυρίσει σε κάποιον που είχε εκχωρήσει τη ζωή της για μια χούφτα χρήματα; Δεν θα ήταν ακόμα πιο απεγνωσμένα μόνη της, γιατί, εκτός απ’ την αιχμαλωσία, θα έπρεπε να υπομείνει και την τρομερή μοναξιά της προδοσίας;
    Υπάρχει άραγε πιο ισχυρό δηλητήριο;
    Εσύ προσφέρεσαι με όλη σου την αθωότητα στον άλλο και ο άλλος δείχνει να ανταποδίδει, αλλά τα σχέδιά του είναι διαφορετικά. Έχει έναν σκοπό πίσω απ’ τις πράξεις του και, όταν το αντιλαμβάνεσαι, είναι πάντα πολύ αργά.
    Η τίγρης είχε βυθιστεί σε αυτές τις σκέψεις, όταν μια φωνή αντήχησε μέσα στην καρδιά της.
    “Είσαι θλιμμένη τίγρη;”

    Ανασηκώθηκε αμέσως, κοιτάζοντας γύρω της.

    Δεν έμοιαζε να είναι κανείς εκεί.

    Μόνο όταν σηκώθηκε στα πόδια της πλησιάζοντας στα κάγκελα του ρυμουλκού είδε ένα παιδί που την κοίταζε από κάτω προς τα πάνω.

    “Εσύ είσαι που μιλάς;” ρώτησε.

    “Ναι”, απάντησε το παιδί.

    “Δεν σε έχω ξαναδεί ποτέ άλλοτε”.

    “Πράγματι, έφτασα χθες”.

    Η Τίγρη αισθάνθηκε έναν χείμαρρο λέξεων να ανεβαίνει στην καρδιά της.

    “Από πού έρχεσαι; Είσαι μόνος σου;”

    “Είμαι με την οικογένειά μου”, αποκρίθηκε ο μικρός. “Είμαστε ακροβάτες και ερχόμαστε από μια χώρα πέρα απ’ την Τάιγκα”.

    Η Τάιγκα! Και μόνο στο άκουσμα εκείνης της λέξης, η Τίγρη ένιωσε να ηλεκτρίζεται. Πόσο καιρό είχαν να πατήσουν τα πόδια της στο χιόνι, στον πάγο, στα φουσκωμένα απ’ το νερό βρύα! Τσιμέντο και πριονίδι, πριονίδι και τσιμέντο, αυτά ήταν εδώ και πολλά χρόνια ο νόμος της ζωής της. Πόσο καιρό είχε να δει πραγματικά τ’ Αστέρια, πόσο καιρό το χιόνι δεν έμπαινε στροβιλιζόμενο στα ρουθούνια της! Πόσο καιρό τώρα δεν πάγωναν τα μουστάκια της!

    “Κι εγώ από εκεί έρχομαι!” αναφώνησε τότε, με μια καινούρια ενέργεια.

    “Το ξέρω”, απάντησε το παιδί, “το γράφει εδώ κάτω, γι’ αυτό σου το λέω”.

    Έπειτα, με ελαφρύ βήμα, εξαφανίστηκε προς την κατεύθυνση της μεγάλης τέντας.

    Εκείνη τη νύχτα, μετά από πολύ καιρό, η Τίγρη ονειρεύτηκε τον Άνθρωπο. Δεν έλεγε ούτε έκανε τίποτα το ιδιαίτερο. Καθόταν απλώς δίπλα στη σόμπα, όπως έκανε συχνά στη διάρκεια του χειμώνα. Το φως που αναδιδόταν απ’ το σώμα του έμεινε για ώρα στα μάτια της Τίγρης. Πλέον ήταν ξύπνια και το έβλεπε ή, μάλλον, το ένιωθε βαθιά μέσα στην καρδιά της.

    Από πού ερχόταν εκείνο το φως;
    Έμοιαζε με το φως της αυγής, αλλά ήταν πιο φωτεινό από την πιο φωτεινή αυγή.

    Απόσπασμα από το βιβλίο της Susanna Tamaro “Η Τίγρη που θέλησε να γίνει ακροβάτης”
     
  11. lotus

    lotus Silence

      
     
  12. thief

    thief παλιοπαιδο ο Νικολακης Contributor

    Kαι μια γυναίκα που βαστούσε ένα μωρό στην

    αγκαλιά της είπε: Μίλησε μας για τα παιδιά.

    Και είπε αυτός (ο προφήτης):

    Τα παιδιά δεν είναι δικά σας παιδιά.

    Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της ζωής

    για τον εαυτό της.

    Έρχονται στον κόσμο μέσα από σας

    αλλά δεν προέρχονται από εσάς

    και παρότι είναι μαζί σας, δεν ανήκουν σε σας.



    Mπορείτε να τους δώσετε την αγάπη σας

    όχι όμως τις σκέψεις σας

    Γιατί έχουν τις δικές τους σκέψεις.

    Μπορείτε να στεγάσετε το σώμα τους

    όχι όμως την ψυχή τους.

    Γιατί η ψυχή τους ζει στο σπίτι του αύριο

    που εσείς δεν μπορείτε να το επισκεφτείτε

    ούτε καν στα όνειρά σας.

    Μπορείτε να πασχίσετε να τους μοιάσετε

    μην προσπαθείτε όμως να τα κάνετε να σας μοιάσουν.

    Γιατί η ζωή δεν πηγαίνει πίσω

    ούτε μένει στο χτες.



    Eίστε τα τόξα απ’ τα οποία τινάζονται

    σαν ζωντανές σαϊτες τα παιδιά σας.

    Ο τοξότης βλέπει στόχο στη γραμμή του Απείρου

    και σας λυγίζει με τη δύναμή Του ώστε οι σαϊτες Του

    να φύγουν γοργά και να φτάσουν μακριά.

    Δεχτείτε το λύγισμά σας στα χέρια Του με χαρά.

    γιατί αυτός, όπως αγαπά τη σαϊτα που εκτοξεύεται

    αγαπά και τόξο που είναι σταθερό.



    Χαλίλ Γκιμπράν Ο προφήτης
    εκδ. Printa