Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Αμαρτίες

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 20 Νοεμβρίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Το χάραμα στο σεντόνι γράφει λέξεις, νοτισμένες με νερό.


    Στις πτυχές του κρύβει ιστορίες, μελωμένες αμαρτίες.


    Σέρνομαι γυμνός στην λάσπη των πτυχών από μετάξι, άλογο και ουρά πιασμένες.


    Ντύνομαι. Τα ρούχα το σώμα μου φορούν και τα παπού τσια δίχως δόντια στο δρόμο έξω βγάζουν τη ψυχή μου. Οι άνθρωποι κοιμούνται, τα ίχνη και τα κύματα στον ήχο, μόνο από γάτες. Στην εκκλησία φτάνω…


    Μονή του Αντί και Αγίου Καπνιστού. Εξωκλήσι, μικρό, φοβισμένο και στις σκιές των πορτοκαλιών κλεισμένων. Σε θάλαμο τηλέ φονικό ο θηλυκός και θρυλικός πάστορας, με τα άμφια του μοναχικού καπνού, με περιμένει.


    -Ήρθες.


    -Ναι.


    -Να ξεφύγεις δεν μπορείς, να μείνεις όχι.


    -Όχι. Θέλω να εξομολογηθώ. Ακούω τα δόντια από μέταλλο πλασμένα, το πούρο να δαγκώνουν, να φτύνουν, το σπίρτο που ξύνεται στο γυαλόχαρτο, τη φλόγα, το ουρλιαχτό, το σύντομο χορό της, το βιασμό του φύλου, Κουβανό, πρώιμο, ξερό, μικρό. Βλέπω το καπνό, που ρέει από τις τρύπες των του παραθύρου των πνευμόνων.


    -Τούτο είναι της Καύσης, του Νίκου, και της Τίνας, το αέριο. Πιες, το οξυγόνο ξέχνα και στη θάλασσα του ταξίδεψε.


    -Επιστροφή υπάρχει; Απόκριση καμία, ανταπόκριση μόνο μία, το τρένο για τη Μία χωρίς επιστροφή.


    -Αμάρτησα.


    -Πες μου.


    Οι μνήμες της μέθης ήρεμα πουλιά, μου θυμίζουν, μου μιλούν και δίχως δόντια ταμπάκο χύνουν.


    Ώρα 3:38 το πρωί. Ρούχα στρατιώτη και όπλο φέρω και τολμώ. Το ξίφος και τη λόγχη, εφαρμόζω και σε Γαλλικό γαλάζιο πακέτο βαθιά βυθίζω. Υγρός καπνός χύνεται και αγέρι, από του πλαστικού τα μικρά χαλάσματα.


    Τσιγάρο πρώτο.


    Βήματα σε σκάλες ακούγονται και σε ασβέστη σβήνουν. Γυμνό, γυναικείο το κορμί που πρόθυμα ξαπλώνει στα σκαλοπάτια. Το κεφάλι στο τέλος, τα μαλλιά στο χώμα, τα πόδια ορθάνοιχτα, η πύλη σκοτεινή.


    Τα σκαλιά ανεβαίνω και με τις αρβύλες τις πληγές στο λευκό κορμί της, καθαρίζω. Βογκάει. Μια μποτίλια Ρούμι ανοίγω, μία γουλιά για μένα και μία ακόμη για την πύλη. Φωνάζει.


    Βαθιά το τσιγάρο ρουφάω, η καύτρα ήλιος το φεγγάρι κρύβει, το καπνό κρατώ. Το τσιγάρο σβήνω, στην πύλη που σαν ηφαίστειο χαρίζει τα Χρυσά νερά της. Ουρλιάζει. Δίχως φθόγγους, τόνους συλλαβές, κόμματα και άλλα της γλώσσας προστυχιές. Το καπνό ακόμα στο στόμα μου κρατώ.


    Γονατίζω το κεφάλι πιάνω και τη φιλάω. Η φωνή της σβήνει και τον καπνό αφήνω στα σπλάχνα της.


    Πολίτης ο Καλός. Στρατιώτης ο Κακός. Στον καθρέπτη πάντα ο άσχημος.


    Τσιγάρο δεύτερο. Στην καρέκλα τη μικρή, δεμένη και γυμνή γυναίκα στέκεται και με περιμένει. Δίχως λόγια το στήθος γλυκά με ικετεύει. Ο καπνός μου, δεσμά στο σώμα της τυλίγουν και σφίγγουν. Το στόμα ανοίγει, να μιλήσει θεε;


    Ένα δακτυλίδι από καπνό, στο λαιμό της μπαίνει. Σφίγγει. Οι λέξεις πουλιά αγκιστρωμένα, φοβισμένα, πιασμένα στις χορδές να φύγουν δε θέλουν. Να θέλουν δεν μπορούν.


    Δεύτερο δαχτυλίδι, γύρω από τα χέρια της. Αγκάθια του καπνού, μικρές οπές, σταγόνες μαύρες, περιόδου, νότες ληστρικές.


    Γύρω της καπνό απλώνω, κλωστές και δαχτυλίδια κι άλλα πλάθω. Ένα στο στήθος της. Σφίγγει, λευκό και κόκκινο το γάλα που δραπετεύει από τις ρώγες της.


    Τελευταίο δαχτυλίδι, γύρω από τις φτέρνες της. Με το τσιγάρο μαρκάρω την ώρα, σπασμένη στους πρόποδες του Κύκνου.


    Τη ώρα στο αριστερό της πόδι. Εννιά


    Τα λεπτά στο δεξί της. Δεκατρία. Για πάντα στο μνήμα του το και τι θα γράφει την ώρα που με φωτιά το οργασμό της πρόσφερα.


    Τσιγάρο τρίτο. Δύο οι γυναίκες. Μία ξανθιά της νύχτας Γιασεμί γλυκό και μία της ημέρας μελαχρινή, σοκολάτα υγρή, με νότες από άγρια φρούτα. Στη Ρόδα της χαράς πλεγμένες και οι δύο, τα μαλλιά τους, στο παγωμένο μέταλλο, τα μοναχικά δεσμά τους.


    Τα στόματα τους ανοιχτά. Και τα τέσσερα. Τρυφερές οι ανάσες που με καπνό τις παίρνω. Χλιαρές οι στάχτες που στις ροζ γλώσσες τους αφήνω. Στη τελευταία ρουφηξιά, το καπνό κρατώ, τα υγρά μου όχι.


    Με Χρυσή Ρετσίνα από τον Κρουνό μου, τις ξεπλένω από τις στάχτες.


    Τσιγάρο τέταρτο και το τελευταίο…


    Σε Τάφο στέκομαι, μπροστά, οι μύγες κλαίνε. Οι γάτες σκάβουν, τα σκυλιά πιστοί τους, με το στόμα τους ακόμα πιο βαθιά. Νεκρό και αφυδατωμένο το σώμα που ξεθάβουν. Φίδια που φωλιάζουν στο κρανίο μου.


    Τελευταίο τσιγάρο, τον καπνό κρατώ, κρατώ, κρατώ, δρυμό και δρόμο, αλλά πνευμόνια δεν έχω και στον ουρανό στα σύννεφα φιλάνθρωπα δωρίζω.


    -Αμάρτησα… Τι να κάνω, με τις ά και του Μάρτη, τις μικρές μου Ραψωδίες;


    Ανταπόκριση καμία. Το θάλαμο ανοίγω, μέσα του Άγιος κανένας. Ένα Πούρο μοναχό, άνθρωπο καπνίζει…