Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ανα μνήσεις (τρία χρόνια πριν)

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 20 Φεβρουαρίου 2025.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    thE 7th message in the Bαttle
    tHe Absolut Bottle 97ο vol.
    The World War III

    3 ημέρες πριν το τέλος του πολέμου
    Φωνή εν (Ω)
    72 H ours

    “O Fάρος”

    Το 5ο μήνυμα από τα 8 έλεγε…
    Για θνητός μοιάζει και αίμα βγάζει αν τον τρυπήσεις.
    Το στόμα ενός θεού έχει και το πόνο του ανθρώπου.
    Όταν τον Πόνο νιώσει, στη χέρια του η τύχη όλων.
    «ΠόλεμΩς ΙΙΙ ΠαγκόσμιΩς»

    5,1+51+5.1

    ς Η ς m Ω ς

    Η Ιχνηλάτρια, στυλώνει το σώμα της και σφίγγει το πινέλο, το μοναδικό της όπλο.
    Η ζούγκλα συσπειρώνεται προς τον νέο της εχθρό.

    Ένα τρυφερό κορίτσι, με δυνατό βλέμμα δίχως ίχνος φόβου μέσα της στο κέντρο του θανάτου, υψώνει το δεξί της χέρι και ζωγραφίζει στον αέρα. Οι ρίζες των δέντρων κινούνται προς το κορίτσι…

    …μια τεράστια κινούμενη θάλασσα, από κορμούς, άκρα, φύλλα και αιώνια οργή.

    Η Ιχνηλάτρια δουλεύει το χέρι της με επιδεξιότητα, σε ένα σχέδιο που ακόμα αόρατο μοιάζει.
    Τα πρώτα δένδρα φτάνουν σε μια απόσταση μερικών μέτρων από την κοπέλα που κινείται σε ένα ρυθμό έκστασης και σταματούν. Ένας κύκλος γύρω από το κορίτσι που αδιαφορεί και σκίζει τον αέρα με το μικρό της πινέλο. Δέντρα συνεχίζουν να πλησιάζουν από πίσω με το πάχος της γραμμής να μεγαλώνει. Πέντε μέτρα, δέκα μέτρα, τριάντα μέτρα. Όσα γεμίζουν το κενό σταματούν και άλλα από πίσω τους συνεχίζουν να πλησιάζουν. Πενήντα μέτρα, εκατό μέτρα, η Ιχνηλάτρια τελειώνει με το σχέδιο και ξεκινά καινούριο λίγο πιο δίπλα.

    Τα κλαριά μπλέκονται το ένα με το άλλο, οι ρίζες σχηματίζουν δαιδαλώδη μωσαϊκά, διακόσια μέτρα, τριακόσια, πεντακόσια, χίλια.

    Η Ιχνηλάτρια, τελειώνει και ξεκινά ένα νέο χορό με το λευκό της χέρι. Χρώματα διαφόρων αποχρώσεων και πυκνοτήτων, πέντε χιλιάδες μέτρα, δέκα, είκοσι κι άλλο σχέδιο και άλλος ένα χορός με τα χέρια, με τα πόδια, με το κορμό, με τα μαλλιά της κι άλλο ένα και ακόμα ένα, μέχρι που του σώμα της συμπληρώνει μια στροφή τριακοσίων εξήντα μοιρών και τότε σταματά. Τα δέντρα όμως όχι.

    Το κορίτσι που σε μια άλλη ζωή το φώναζαν Πηγή, η Πανδώρα με ta χίλια σώματα, περνάει το πινέλο στη ζώνη που δένει στη μέση της και σηκώνει τα χέρια στο ύψος του στόματος της. Το πλήθος των ξύλινων εχθρών που κινείται πλησιάζει στο τέλος του. Ένας κυκλικός δίσκος με ακτίνα κάπου εκατό χιλιόμετρα και μ’ ένα μικρό κενό στο κέντρο.
    Ενώνει τις χούφτες της και φυσάει μέσα. Οι φλέβες στο λευκό της δέρμα, διαγράφουν τις δικές τους διαδρομές, σαν υπόγεια ποτάμια που πιέζουν την επιφάνεια σε μια ύστατη προσπάθεια απόδρασης.

    Απομακρύνει τα χέρια από τα χείλη της και με μια κίνηση ελπίδας τ’ ανοίγει απότομα απελευθερώνοντας την ενέργεια που είχε φυλάξει μέσα στις παλάμες της.

    Γύρη χρυσή που στο αέρα στέκεται αψηφώντας τους φυσικούς νόμους. Η κίνηση γύρω της έχει τελειώσει και κανείς δεν τολμά να κάνει την αρχή. Ίσως να φοβούνται, ίσως να περιμένουν , ίσως να ελπίζουν.
    Φουσκώνει τα μάγουλα της και στέλνει μια πολύχρωμη πνοή προς τη σκόνη που πετά. Αυτή αποκτά ζωή, ταλαντεύεται και με μια κίνηση τρυφερή αγγίζει το πρώτο σχέδιο και γεννιέται Φως.

    Το Φως αγκαλιάζει την υγρασία του Θανάτου που αιωρείται στην ατμόσφαιρα και ανθίζει ο Χρόνος.

    Ο Χρόνος χαμογελά και ο ήχος που χαρίζει φέρει Χρώμα.

    Χρώμα που κλαίει σα μωρό και προσφέρει το Άρωμα του.

    Το πρώτο σχέδιο ανασαίνει από το Άρωμα και αποκτά υπόσταση.
    Ένα παιδί μελαχρινό, που ανοίγει τα ματάκια του και χαμογελά. Τα δένδρα πισωπατούν. Ένα δεύτερο παιδί, ένα ξανθό κορίτσι που κάνει μία κωλοτούμπα για να δηλώσει την εμφάνιση του. Ένα τρίτο παιδί που αρχίζει να χορεύει, ένα τέταρτο που γουρλώνει τα μάτια του με αθώο θαυμασμό βλέποντας τα δέντρα, ένα τέταρτο, ένα πέμπτο, ένα έκτο, παιδιά που χορεύουν, που γελούν, πάνω στο έδαφος της βίας…

    …και τότε ένα παιδί αγγίζει ένα Κυπαρίσσι . Το δέντρο αρχίζει και μικραίνει, σε μια αντίστροφη διαδρομή από αυτή που ο χρόνος, μας έχει συνηθίσει. Το ίδιο και η γυναίκα που πάνω δεμένη στέκεται.

    Γυναίκα.

    Το δέντρο κλείνει τις πληγές του.

    Νεαρή.

    Λεπταίνει τον κορμό του.

    Έφηβος.

    Μαζεύει τους καρπούς του και τους ζωηρούς χυμούς του.

    Παιδί.

    Ένα ισχνό φυτό, που χαμηλώνει προς τη γη, μέχρι που χάνεται στο χώμα. Η γη αγκαλιάζει με αγάπη και πάλι τον καρπό της.

    Αγόρια και κορίτσια που τα δέντρα ακουμπούν απλώνονται στο δάσος και πληθαίνουν.

    Η Ιχνηλάτρια τα κοιτάει και χαμογελά ικανοποιημένη. Πίσω όμως μακριά και στην αρχή του δάσους, ένας Θεός την βλέπει και αγγίζει και Αυτός το δικό Του δέντρο. Ένας θεόρατος Πλάτανος που ακολουθεί και αυτός τη δική του ανάποδη πορεία. Μόνο όμως που καθώς ξανανιώνει, αλλάζει και σώμα.

    Κλαδιά, που άκρα γένονται.

    Φύλλα , όμορφα μαλλιά.

    Ο χάρτης του κορμού, τα σημάδια ενός παιδιού.

    Ο Πόθος το κοιτάει με το βλέμμα Του, ματιά που κρύβουν στο έρεβος στολίδια και πίσω από αυτά; Εγώ.
    Εγώ, εμείς, κομματιασμένος σε χιλιάδες μικρομόρια. Βουτηγμένοι στις χιλιάδες ιστορίες του Πόθου. Κάποιοι από εμένα νεκροί στα πληγωμένα μονοπάτια. Άλλοι από εμάς, έχασαν το εγώ τους και με Τον Πόθο για πάντα ένα γίνανε. Πολλοί όμως αντιστεκόμαστε και ένας να δραπετεύσει ετοιμάζεται. Στις μοβ διαδρομές των χάλκινων φλεβών κυλάει και περιμένει.

    Το αγόρι με τους κατάλευκους οφθαλμούς του, Τον Θεό κοιτάει και περιμένει. Ο Πόθος με το αριστερό Του χέρι, πιάνει το κεφάλι του παιδιού και το γέρνει προς τα πίσω. Πλησιάζει το δεξί στο στόμα και το δαγκώνει. Ιχώρ που στο φως φανερώνεται πολύτιμος. Μοβ υγρό που κυλάει και με τις σταγόνες του κερνάει το χρώμα του, στα μάτια του αγοριού. Δίχως όμως ο Πόθος να το αντιληφθεί ένας από εμάς περνάει στο παιδί. Φοράμε τ’ άρωμα Του και μας περνάει για δικούς Του.

    «Πήγαινε και βρες τη μητέρα σου» , το αγόρι Τον κοιτάει για λίγο. Ίσως να μην θέλει να Τον αποχωριστεί. Ίσως να θέλει απλώς να καταλάβει.

    Γυρνάει την πλάτη του στον Πόθο και αρχίζει να τρέχει ανάμεσα στα δέντρα. Κουβαλώντας το δώρο Του και μαζί και εμένα, ψάχνοντας την μικρή μου λατρεμένη…

    Παιδιά που τρέχουν και τα δέντρα αγκαλιάζουν. Τα δέντρα κατά χιλιάδες εξαφανίζονται και χιλιάδες κορίτσια πίσω τους αφήνουν. Ο θάνατος με τη μορφή αγοριού ανάμεσα τους τρέχει. Ό,τι αγγίζει μαραίνεται. Ό,τι φιλάει πεθαίνει. Τα παιδικά σώματα κατά δεκάδες στο χώμα ξαπλωμένα, δείχνουν το δρόμο που έχει δρασκελίσει. Ένα πανέμορφο μωσαϊκό με χρώματα που ακόμα σπαρταρούν. Πουλιά χιλιάδες του θανάτου νεκροφάγοι, σηκώνονται και αφήνουν τις εστίες από τις μυριάδες μάχες που μαίνονται γύρω από το δάσος. Αίμα φρέσκο παιδικό, η πιο ακριβή τους λιχουδιά και ο ουρανός ψηλά από τα παιδιά μαυρίζει, από φιγούρες σκοτεινές και απόκοσμες.

    Η Ιχνηλάτρια, δεν προσέχει τον ουρανό. Στο χώμα καθισμένη, στης γης τον ακριβό θρόνο. Τα μάτια της κλειστά και οι φωνές των παιδιών η μελωδία που με δύναμη την ποτίζει. Με το πινέλο στο χώμα δίχως να βλέπει Λωτούς χαράζει. Κάθε φορά που το σχέδιο της ολοκληρώνει, μία σχισμή της γης στη θέση του εμφανίζεται και ένα χρυσό φρούτο με τρόπο μαγικό εμφανίζεται. Παιδιά χαρούμενα και πεινασμένα τρέχουν σιμά της παίρνουν τα φρούτα και φεύγουν.
    Ένας από μένα, βλέπει από τα μάτια του αγοριού. Δέντρα και παιδιά που σκιάζονται μπροστά μου. Ο Πόθος μέσα στο μυαλό του παιδιού ψιθυρίζει και καθοδηγεί. Λέξεις που δένουν σε μυθικά τραγούδια. Για ήρωες που κατακτούν, για δράκους που πεθαίνουν μέσα στις δικές τους, τις φωτιές, για μια γυναίκα που δαίμονας στο σώμα της κατοικεί και που ζει στο κέντρο αυτού του δάσους.

    Για ένα παιδί που θα την αγκαλιάσει και θα την φιλήσει και μόνο έτσι θα μπορέσει να τη σώσει.

    Στο δρόμο προς σε αυτήν, φύλακες του κακού μεταμορφωμένοι σε παιδιά θα προσπαθήσουν να τον παρασύρουν και το σκοπό του να ξεχάσει. Μα ένα άγγιγμα του μόνο φτάνει για να δοκιμάσουν το καλό και για πάντα στο χώμα να ξαπλώσουν. Ψίθυροι ενός θεού πλασμένοι για το παιδί που τρέχει και στην Κυρά του Φωτός σιμώνει.

    Ο Πόθος σηκώνει το καλάμι ψηλά και αέρινοι αετοί εμφανίζονται. Με ένα νεύμα πετούν πάνω από τους νεκροφάγους προς το κέντρο. Σε ένα κύκλο ακτίνας χιλιομέτρου σταματούν και τα μαύρα ζωντανά σύννεφα θανάτου διώχνουν μακριά. Ένα δώρο, μία πλάνη, ένα λουλούδι προς την Θανή.

    Η Ιχνηλάτρια ακούει βήματα και τα κέρινα της βλέφαρα ανοίγει. Ένα γλυκό αγόρι στέκεται μπροστά της και την κοιτάει σαν να ‘ναι τρομαγμένο. Η ελπίδα στην ψυχή της για πρώτη φορά υποσκελίζει την θλίψη. Τα μάτια του, της θυμίζουν…

    Η Πηγή στέκεται για λίγο, αφήνει την πνοή της να βγει από μέσα της και ανοίγει την πόρτα.

    «Γεια σου όμορφε» , το χαμόγελο της, δικό του και ας μην την βλέπει. Στα μάτια μοβ πέταλα που φράζουν την εικόνα. Δική της εντολή, της αρέσει να τον παιδεύει και να βλέπει την επιθυμία του να ρέει απ’ όλο του το σώμα…
    …τον θησαυρό της. Τα χέρια της απλώνει διώχνοντας μακριά από το παιδί όλο το κακό.

    «Γεια σου όμορφε. Μη φοβάσαι. Έλα εδώ…», φωνή λιωμένη και νοτισμένη.

    Το αγόρι δεν θέλει να προχωρήσει, αλλά κάτι μέσα του λέει να την αγκαλιάσει. Ανοίγει τα χέρια του και χάνεται μέσα στην αγκαλιά της…

    …όπως ο γιος στην μανούλα του.

    Η Άνοιξη φεύγει βιαστικά, σαν σύννεφο στο δυνατό αγέρι και στη θέση της ξερνά το Καλοκαίρι.
    Το παιδί κλαίει δίχως να γνωρίζει το γιατί.

    «Ηρέμησε όμορφε , μη φοβάσαι τώρα είσαι εδώ» , η Ιχνηλάτρια τρυφερά απελευθερώνει το αγόρι, από την αγκαλιά της.

    Τα μάτια του βουρκωμένα, θάλασσες μοβ που ποτέ δεν γνωρίζεις τι κρύβουν στο βυθό τους. Ένα μόριο με ταχύτητα ανεβαίνει προς την επιφάνεια.

    Το αγόρι ρουφάει κάπως ανακουφισμένο τη μύτη του και ξαφνικά γουρλώνει τα μάτια του με απορία.
    «Εί…χε δίκιο. Είχε δίκιο» , πισωπατάει τρομαγμένο, «Είσαι μάγισσα! Είσαι μάγισσα, τα μαλλιά σου είναι λευκά !!» , και ένας από εμάς εκρήγνυται, καθώς συναντά το τέλος της μοβ μεμβράνης.

    Η Ιχνηλάτρια με μια ενστικτώδη κίνηση πιάνει τα μαλλιά της.

    Είναι λευκά. Αναιμικά και τα δάχτυλα που τα κρατούν, γερασμένα. Σηκώνει το κεφάλι και εστιάζει στο αγόρι. Ένα κόκκινο δάκρυ κυλάει από το μάτι του. Δάκρυ από αίμα. Ένας από εμάς νεκρός. Μία ανάμνηση ακόμα φιλάει τρυφερά στους κροτάφους την Λατρεμένη μου…

    Δεμένος στο κρεβάτι και γυμνός. Ευάλωτος κάτω από το νυστέρι Της, να χαράζει λόγια αγάπης στο δερμάτινο καμβά μου. Κάθε λέξη τρυφερά φυτεύει το πόνο στην ψυχή μου, βοηθώντας την να ανθίσει.

    «Πες μου, μια λέξη ακόμη», η φωνή της βυθισμένη σε μια αυγή από λαγνεία.

    Την κοιτάω και ξαφνικά νιώθω φόβο. Τρόμος ότι κάποτε θα τη χάσω. Της μοίρας το τερτίπι, ένα ατύχημα και ο θάνατος θα θελήσει να την κλέψει.

    «Κίνδυνος», το πάθος της απώλειας γεμίζει την φωνή μου.

    Χαμογελάει. Καταλαβαίνει.

    «Πως θα το γράψω; Ποιο σύμβολο θα μπορούσε να το χωρέσει;»

    «Ένα δάκρυ Λατρεμένη μου. Ένα δάκρυ από αίμα να στάζει από το μάτι μου και να κυλάει προς τα χείλη μου...»
    Στον κόσμο τούτο η Ιχνηλάτρια επιστρέφει. Το αγόρι κάνει ένα βήμα ακόμα προς τα πίσω.

    «Κίνδυνος», ψίθυρος συνειδητοποίησης που ξεφεύγει από το στόμα της. Το αγόρι όμως μοιάζει πραγματικά τρομαγμένο. Γιατί; Απορία που την πηγή της αναζητά…

    «Μου το είπε αυτό, ο Κύριος που με έστειλε, είσαι μάγισσα»…και την βρίσκει γρήγορα. Τώρα πια η Ιχνηλάτρια γνωρίζει.

    «Μη! Μη μου κάνετε κακό. Μη…», ένα αγόρι πιόνι σε ένα παιχνίδι δόλου. Δικό της το φταίξιμο. Δική της ιδέα τα παιδιά και τώρα ένα απ’ αυτά πονάει εξαιτίας της. Δεν το σκέφτεται καθόλου, απλώνει τα χέρια της και πιάνει τα μικρά του παιδιού που προσπαθεί να την απωθήσει. Τον τραβά κοντά της…

    Το Καλοκαίρι ακούει τον κρότο, σηκώνεται και το βάζει στα πόδια.

    Το Φθινόπωρο, κορδωμένο και άμυαλο παίρνει τη θέση του. Η γη όμως τρέμει κάτω από τα γυμνά του πόδια και η ψυχή του είναι μικρή για να αντισταθεί.

    Η αγάπη μου γερνά. Ο Χειμώνας τα βήματά του σέρνει στο παγωμένο χώμα, ψάχνοντας ένα μέρος για να ξαποστάσει. Το βρίσκει, σε μια σπηλιά μακριά από τα μάτια των Θεών. Εκεί απιθώνει το σώμα της Λατρεμένης μου.
    Η Ιχνηλάτρια πεθαίνει για δεύτερη φορά. Σε άλλο κόσμο τώρα, αλλά και πάλι από βία. Στην ξέφρενη κούρσα του χρόνου, η τελευταία της ανάσα στην αγκαλιά ενός παιδιού…
    …και ποιος ξέρει ίσως σε έναν άλλο κόσμο θα βρεθεί.

    “O skhnωtheths kai Ω hΘωpoios”
    -Γιατί; Πως μπόρεσες;!; Γιατί την σκότωσες !;!  
    Οργή που ρέει από τα μάτια του και το άπειρο αγγίζει. Το () τίποτε δεν είναι και το άπειρο με το επί μπορεί να σβήσει.
    -Έπρεπε… δεν…έπρεπε…Ω (n+1)
    -Συγγνώμη ναι, όχι, ναι, όχι, , na I Ωχ Ι…((n+1)+1),(n-1)