Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Αποπλάνηση, Τώρα!

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 24 Φεβρουαρίου 2018.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Απολάνηση, Τώρα!,
    Πράξη γ'
    ~.~​
    Η Τρίτη κύλησε βασανιστικά αργά. Αναμενόμενο.

    Λόγω της ταραχής μου ήμουν έτοιμη από τις 20:00 οπότε είχα μια ώρα που την πέρασα σαν αγρίμι στο κλουβί. Και είχα και τη μικρή να μου δίνει συμβουλές.

    Αλλά θα μου πεις αυτή ήταν η έμπειρη και εγώ το χάπατο. Και είχε και τα δίκια της εδώ που τα λέμε. Πρώτη φορά ένιωθα έτσι στη ζωή μου οπότε ο κίνδυνος να φάω τα μούτρα μου ήταν τεράστιος. Άλλωστε, για να πούμε του στραβού το δίκιο, δεν είχα ακόμα προσδιορίσει τι ακριβώς μου συνέβαινε. Ο Μανώλης με είχε γοητεύσει, είναι αλήθεια. Με είχε γοητεύσει τόσο ώστε να έχω τσιμπηθεί μαζί του. Δεν είχα νιώσει ποτέ τέτοιο πράγμα για άλλον άντρα. Έχω αρκετούς φίλους, μόνο άντρες, αλλά ποτέ κανένας δεν μου έβγαλε αυτό το πράγμα. Σκέφτηκα πόσο με εκνεύριζε όταν κάποιος από τους φίλους μου προσπαθούσε να το γυρίσει στο ερωτικό. Έτσι ένιωθαν για μένα;

    Γούστο θα ‘χει να με βλέπει και αυτός μόνο φιλικά. Το είπα στην Ειρήνη και μου είπε ότι, εκτός από χάπατο, είμαι και ηλίθια και ότι ήταν εμφανέστατο ότι ο Μανώλης μόνο φιλικά δε με έβλεπε.

    Και αυτός 32 και εγώ 20.

    «Και αν απλά του αρέσουν οι μικρούλες και το μόνο που θέλει είναι ξεπέτα;» τη ρώτησα.

    «Είναι και αυτό πιθανό Κατερίνα» μου είπε σοβαρεύοντας εντελώς. «Είναι ένα ρίσκο που μόνο εσύ ξέρεις αν θα πρέπει να το πάρεις. Ωστόσο έχεις τρόπο να το καταλάβεις. Μην παρασυρθείς από τον ενθουσιασμό σου, πήγαινε αργά. Αν σε θέλει για ξεπέτα θα φανεί εκεί. Το ξέρω ότι θα πονέσει αλλά τουλάχιστον θα γλυτώσεις τα χειρότερα.»

    Και με αυτές τις ευχάριστες και θετικές κουβέντες πέρασε η ώρα.

    Στις 21:01, με ένα λεπτό καθυστέρηση, χτύπησε το τηλέφωνό μου.

    «Καλησπέρα Κατερίνα, είμαι από κάτω.»

    «Η ώρα της αλήθειας» είπα στην Ειρήνη. «Ευχήσου μου καλή τύχη».

    Τότε η μικρή με πήρε ξαφνικά αγκαλιά και με φίλησε, κάτι που με ξάφνιασε παντελώς.

    «Όλα καλά θα πάνε» μου είπε και κόντεψα να δακρύσω, μα τω Θεώ.

    Στο δρόμο προς την έξοδο έπεσα πάνω στον πατέρα μου.

    «Μπα, ετοιμάζουστε για έξοδο μαμαζελ;» με ρώτησε περιπαιχτικά.

    «Εχμχμμ, ναι» του απάντησα με τα πόδια κομμένα.

    «Με το Μανώλη, με το Μανώλη» με ξαναρώτησε.

    «Ναι, με τον Μανώλη» του απάντησα.

    «Ήρωας! Άξιος!» μου είπε γελαστά και μετά σοβάρεψε. «Να προσέχεις αγάπη μου και καλά να περάσεις.»

    «Ευχαριστώ μπαμπά» του είπα και τον πήρα αγκαλιά και τον φίλησα. Έκλεισα την πόρτα και κατέβηκα τις σκάλες.

    Ο Μανώλης ήταν κάτω στην είσοδο και με περίμενε. Με αγκάλιασε και με φίλησε σταυρωτά.

    Τώρα αν σας πω ότι με ζάλισε η μυρωδιά του τι θα μου πείτε; Αν και αχνή, σχεδόν αδιόρατη, ήταν μεθυστικά ευχάριστη. Χαμογέλασα σα χαζή.

    Μου έπιασε τα χέρια και με κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια. «Είσαι στις ομορφιές σου» μου είπε απαλά και έκανε την καρδιά μου να παίζει σαν ταμπούρλο. Μετά, χωρίς να μου αφήσει τα χέρια με ρώτησε κάτι απρόσμενο: «Μήπως θέλεις να ανέβουμε πάνω να με δούνε οι δικοί σου πριν ξεκινήσουμε;»

    Αν και αυτό ήταν ένα γερό hint για τους περί ξεπέτας φόβους μου εκείνη τη στιγμή δεν το κατάλαβα αφενός γιατί δεν περίμενα τέτοια ερώτηση και γιατί αφετέρου η καρδιά μου έπαιζε ακόμα ταμπούρλο.

    «Ε,εχμ…ε» προσπάθησα να πω.

    Με έβγαλε μόνος του από τη δύσκολη θέση. «Καλά, την επόμενη φορά» μου είπε.

    Αυτό το έπιασα. Ήμουν που ήμουν thunderstruck αυτό με αποτελείωσε. Εξακολουθώντας να χαμογελώ σα χαζή δεν βρήκα να πω τίποτε άλλο παρά μόνο «Ναι, την επόμενη φορά.»

    Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου του και μπήκα μέσα. Όταν έσκυψε να κλείσει την πόρτα τον συνέλαβα επ’αυτοφόρω καρφωμένο στο ντεκολτέ μου.

    Ταράχτηκα.

    Από τη μία άντρας είναι, ψιλοαναμενόμενο να πάει εκεί το μάτι του και στο τέλος-τέλος αυτός είναι ο σκοπός των ντεκολτέ, να προκαλούν δείχνοντας αυτό που κρύβουν. Από την άλλη καθόσον πρωτάρα το πρώτο πράγμα που ένιωσα ήταν θυμός. Και όντας αυτή που είμαι δεν κρατήθηκα κινδυνεύοντας έτσι να τα τινάξω όλα στον αέρα.

    «Σ’ αρέσουν τα μάτια μου» τον ρώτησα με φούρκα.

    Αν ταράχτηκε δεν απάντησε. Έκλεισε την πόρτα μου, έκανε το γύρο και έκατσε στη θέση του οδηγού. Άνοιξε το φωτάκι και με τα δυο του χέρια έπιασε το πρόσωπό μου και με κοίταξε στα μάτια.

    «Είναι υπέροχα» μου είπε. «Μελιά και αμυγδαλωτά».

    Μετά, χωρίς να πει άλλη κουβέντα, έκλεισε το φωτάκι και έβαλε μπρος αφήνοντάς με χαζή.

    Δεν ξεκίνησε. Γυρνώντας, με κοιτάει συνωμοτικά και κλείνοντάς μου παιχνιδιάρικα το μάτι τι μου λέει ο αφιλότιμος;

    «Αλλά και η υπόλοιπη απ΄ όσο πρόφτασα να δω είσαι εξίσου υπέροχη»

    Και σα να μην τρέχει τίποτα έβαλε μπροστά και ξεκίνησε.

    Δεύτερη φορά που με αφόπλισε τόσο απλά και άκοπα, ποια εμένα; Ήθελα να του κρατήσω φούρκα αλλά ήμουν τόσο γοητευμένη… τόσο γοητευμένη.

    Σε όλη τη διαδρομή είχαμε πιάσει πάλι την περί ανέμων και υδάτων κουβέντα και με χαρά είχα διαπιστώσει πως και εγώ τον έκανα να χαμογελάει. Για μένα, τα έχω ξαναπεί, με έκανε να ξεκαρδίζομαι και όσο πιο πολύ γέλαγα τόσο πιο πολύ γοητευόμουν.

    Ο Μανώλης ήταν ψηλός και ξερακιανός με πυκνό σγουρό μαλλί και μαύρα μάτια. Φόραγε λεπτά γυαλιά και αυτά του έδιναν ένα σοφιστικέ ύφος που ναι μεν δεν περνούσε απαρατήρητο αλλά δεν ήταν και wow factor. Θα πρέπει να είχε αδυνατήσει από τότε που ήταν αθλητής του βόλεϊ.

    Αλλά αυτή η μυρωδιά του… αχ αυτή η μυρωδιά του.

    Στα μάτια μου ήταν πιο όμορφος ακόμα και από τον αδερφό μου τον καρδιοκατακτητή.

    Πάρκαρε το αυτοκίνητο και αφού περπατήσαμε λίγο φτάσαμε στο ίδιο bar στο οποίο είχαμε συναντηθεί τυχαία την πρώτη φορά.

    Εμένα με βόλευε γιατί ο Διόνυσος που μένω είναι σχετικά κοντά στην Κηφισιά αλλά ο Μανώλης δεν ήξερα που μένει. Συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι δεν ήξερα σχεδόν τίποτα γι αυτόν, πέρα από αυτά που είχαμε πει στο τηλέφωνο την προηγούμενη μέρα.

    Σχεδόν ποτέ δεν κάθομαι από μέσα. Πάντα κάθομαι απ’ έξω, πάντα θέλω να έχω την επιλογή να σηκωθώ να φύγω.

    Ο Μανώλης δε μου έδωσε περιθώρια. Έσπρωξε την εξωτερική καρέκλα στην άκρη και μου έγνεψε να περάσω. Το έκανε τόσο φυσικό τρόπο που ξέχασα να διαολιστώ και χωρίς να το καλοσκεφτώ πέρασα και έκατσα μέσα. Κάθισε δίπλα μου.

    «Καλά δεν είναι εδώ;» είπε και αν και ο τόνος ήταν ερωτηματικός στην πραγματικότητα δεν είχε κάνει ερώτηση.

    Δεν είχα σκοπό να χαλάσω τη βραδιά λόγω του τρόπου που καθίσαμε. Σε λίγη ώρα το είχα ξεχάσει τελείως και είχα βολευτεί.

    Η βραδιά κύλισε πολύ όμορφα. Έφτασε 01:30 και ένιωθα ότι δεν είχε περάσει ούτε καν μία ώρα από τη στιγμή που ξεκίνησε.

    «Κατερίνα μου» μου είπε (ναι, είπε ΜΟΥ!!!!!) ήρθε η ώρα να πηγαίνουμε, μην ξεχνάς ότι κάθε πρωί έχω και ταξίδι.

    Μεταξύ μας δεν μέναμε μακριά, αυτός Πολιτεία και εγώ Διόνυσο. Όμως κάθε μέρα έπρεπε να πηγαινοέρχεται Μέγαρα, στην εταιρία χημικών, όπου εργαζόταν. Λόγω των προσόντων του -αλλά όπως παραδέχτηκε ο ίδιος και γνωριμιών- και παρά το σχετικά νεαρό της ηλικίας ήταν προϊστάμενος της διεύθυνσης έρευνας και ανάπτυξης. Πολλή χαρτούρα και λιγότερο έρευνα μου είχε εκμυστηρευτεί με παράπονο.

    Εγώ του είχα πει τα δικά μου, ότι είμαι τριτοετής στο Μηχανολόγων-Μηχανικών του Πολυτεχνείου και γιατί μου άρεσε και το ήθελα και η ίδια αλλά και γιατί ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να συνεχίσω στην εταιρία του πατέρα μου.

    Σε κάθε περίπτωση και μετά μεγάλης μου λύπης είχε έρθει η ώρα να αποχωρήσουμε. Σηκωθήκαμε και βγήκαμε έξω αλλά σε αντίθεση με το όταν είχαμε έρθει με έπιασε αγκαλιά από τη μέση. Ένιωσα σαν ψάρι που από το τηγάνι βρέθηκε πάλι στο νερό. Ένιωθα ασφαλής και προστατευμένη σε εκείνη την απλή αγκαλιά και παρά την ταραχή μου το πρόσεξα. Από τότε που ήμουν μικρό παιδί και χάρη στην οικογένειά μου ποτέ δεν ένιωσα μη ασφαλής και απροστάτευτη, ακόμα και όταν ήμουν μόνη μου οπότε δεν είναι ότι ένιωσα κάτι που δεν είχα ξανανιώσει. Και όμως το βίωνα τόσο διαφορετικά...

    Φτάσαμε έξω από το αυτοκίνητο και μου άνοιξε την πόρτα. Με τα χίλια ζόρια και απρόθυμα έφυγα από την αγκάλη του και κάθισα μέσα. Εκείνος έκλεισε την πόρτα, έκανε το γύρω και μπήκε και αυτός μέσα. Έπειτα άνοιξε τον διακόπτη αλλά δεν έβαλε μπρος. Άνοιξε απλά το ραδιόφωνο και το αυτοκίνητο πλημμύρισε με τη βραχνή φωνή της Janis Joplin

    One of these mornings
    You're gonna rise, rise up singing
    You're gonna spread your wings, child
    And take, take to the sky
    Lord, the sky
    ~.~
    But until that morning
    Honey, n-n-nothing's going to harm ya
    No, no, no no, no no, no...
    Don't you cry, cry
    Και εκεί σκύβοντας προς εμένα και χαϊδεύοντάς με απαλά στο πρόσωπο πήρε το πρώτο μου φιλί.
     
    Last edited: 26 Φεβρουαρίου 2018
  2. elliannaf

    elliannaf New Member

  3. Sandra1984

    Sandra1984 Goodbye

  4. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Ενδιαφέρουσα η οπτική της αφύπνισης ωστόσο έχω την αίσθηση πως βιάστηκες να γράψεις τη συνέχεια. Πάρε το χρόνο σου, σε όσους άρεσε η αρχή, θα περιμένουμε.
     
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Δεν πίεσα τον εαυτό μου να γράψει, έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που μου βγαίνει τόσο αβίαστα το γράψιμο. Αν επιτρέπεται σε ποιο/ποια σημεία διέκρινες σημάδια βιασύνης;

    Ευχαριστώ εκ των προτέρων.
     
  6. daniela100

    daniela100 FREE-DOM

  7. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Η σχέση πατέρα / κόρης μου δείχνει μια ασυνέχεια στον τρόπο που εξελίχτηκε απ' την εφηβεία στα 20 που απ' τη μια μοιάζει πιο ελεύθερη κι απ' την άλλη πιο παλαιάς κοπής κι ο ίδιος ο πατέρας φαίνεται διαφορετικός απ' την προσέγγιση του πρώτου κεφαλαίου, πιο προσιτός.
    Μπορεί να κάνω και λάθος.

    Και κάτι ακόμα, που έχεις δίκιο και προφανώς είσαι του χώρου, αλλά βέβαια είναι άσχετο με το θέμα, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι Μηχανολόγοι δυσφορούν με τη Φυσική κι επίσης οι Χημικοί μηχανικοί είναι οι πιο ριγμένοι του χώρου, είτε θα ασχολούνται με χαρτούρες, είτε θα δουλεύουν ως πωλητές, είτε σε άσχετα πόστα όπως υπεύθυνοι haccp κλπ.

    Δεν είναι πως δεν είχε ορισμένα καλά στοιχεία ειδικά στον τρόπο που εισάγει χωρίς να αιτιολογεί ( αφού βλέπουμε τα πράγματα απ' την πλευρά της κοπέλας είναι και λογικό ) το top / dom / master στοιχείο ( ποιό απ' όλα μένει να το δούμε και κάτι μου λέει πως θα μας εκπλήξεις ) στις πράξεις του Μανώλη, αλλά μια αίσθηση βιασύνης λιγότερο απτή.
     
  8. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    @-Volt-

    Για τη σχέση πατέρα/κόρης πήρα ως πρότυπο κάποιους γνωστούς μου. Η κόρη λατρεύει και συνάμα τρέμει τον πατέρα της ο οποίος είναι μεν αυστηρός προς το θέμα της παιδείας του παιδιού του -και πολύ σωστά κατ'εμε- αλλά συνάμα είναι ένας φιλέλευθερος και με ευρείς ορίζοντες άνθρωπος.

    Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν όντας σίγουρος για την ανατροφή που έδωσε αυτός και η σύζυγός του στην κόρη τους και βλέποντας ότι έχει πάρει τις σωστές, όπως αυτός ως γονιός έκρινε, αρχές δεν την μάντρωσε.

    Ποτέ η κόρη του δεν έκανε κάτι τραβηγμένο πίσω από την πλάτη των γονιών της. Την εμπιστεύονται ότι θα πράξει το σωστό και τους εμπιστεύεται ότι θα της σταθούν στο λάθος.

    Η αντιπάθεια στη φυσική είναι προσωπικό γούστο  

    Όσο για τους Χημικούς Μηχανικούς ο ...Μανώλης είναι από τους τυχερούς γιατί με ελάχιστες εξαιρέσεις η Ελλάδα δεν έχει σοβαρή βαριά χημική βιομηχανία.
     
    Last edited: 25 Φεβρουαρίου 2018
  9. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Πράξη δ'
    ~.~​

    Μόλις είχα επιστρέψει από το πρώτο μου ραντεβού. Είχα δώσει το πρώτο μου φιλί. Και μετά το δεύτερο, όταν ο Μανώλης με άφησε στην είσοδο.

    Εκείνος έφυγε και εγώ κοίταζα τα πεύκα απέναντι ενώ το κεφάλι μου βούιζε και η καρδιά μου χοροπηδούσε. Τι ήταν αυτό; Έρωτας; Ενθουσιασμός; Η χαρά της πρωτάρας; Δεν μπορούσα να δώσω απάντηση, δεν είχα παλαιότερες εμπειρίες για να κρίνω και να συγκρίνω. Αυτό έχανα όλα αυτά τα χρόνια; Αλλά πάλι αφού κανείς δε μου είχε γεννήσει αυτά τα αισθήματα, τι είχα χάσει στην πραγματικότητα;

    Τα μυαλά μου στα σίγουρα.

    Εκείνη τη στιγμή ένιωθα ευτυχισμένη. Και μπερδεμένη.

    Είχα συνηθίσει -και με εξαίρεση τη σχέση μου με τον πατέρα μου και σε μικρότερο βαθμό με τη μητέρα μου- να έχω εγώ το πάνω χέρι στις σχέσεις με τα αδέρφια μου και τους λιγοστούς μου φίλους. Σήμερα απλά ακολουθούσα όπου οδηγούσε ο Μανώλης. Αυτό ταυτόχρονα με συνέπαιρνε και με εκνεύριζε. Και όμως δεν ήταν θράσος, έβγαινε τόσο φυσικά από τη μεριά του που με εξαίρεση το βλέμμα στο μπούστο ξέχναγα να επαναστατήσω. Αλλά ακόμα και εκεί με αφόπλισε με τόση ευκολία και τόση φυσικότητα που είχα ξεχάσει τη φούρκα μου σε δευτερόλεπτα. Όντας control freak η όλη αυτή κατάσταση μου ήταν παντελώς άγνωστη, εκνευριστική και αφύσικη.

    Και ευχάριστη.

    Τα πεύκα δεν είχαν απάντηση.

    Χώρια που άρχισα να κρυώνω καθώς συνειδητοποίησα ότι είχα περάσει δέκα λεπτά πευκολαγνείας στη χειμωνιάτικη παγωνιά. Πήρα δυο-τρεις βαθιές ανάσες και ανέβηκα πάνω.

    Τα φώτα ήταν κλειστά. Πήγα άλλαξα, ξεβάφτηκα και έβαλα να πιώ ένα ποτήρι ζεστό γάλα για να πέσω να κοιμηθώ. Στο δωμάτιό μου με περίμενε η Ειρήνη.

    «Έτσι και παραλείψεις έστω και μια τελεία από αυτά που έγιναν σήμερα με κάποιο τρόπο θα το μάθω και θα σε πάρει και θα σε σηκώσει» μου δήλωσε.

    Δεν είχα σκοπό να παραλείψω τίποτα. Ήθελα να τα πω να τα ακούσει όλος ο κόσμος ή έστω ένα μικρό μέρος του που το λένε Ειρήνη και τυγχάνει μικρότερη αδερφή και καλύτερή μου φίλη.

    Της είπα πόσο φυσικά με πήρε αγκαλιά και με φίλησε σταυρωτά.

    Της είπα πόσο με ξετρέλανε η μυρωδιά του.

    «Πώς ήταν;» με διέκοψε.

    «Δεν ξέρω πως να την περιγράψω βρε Ειρήνη, πώς να περιγράψεις μια μυρωδιά; Είχε πάνω του κάτι ταυτόχρονα μωρουδίστικο και αντρικό. Ήταν σχεδόν αδιόρατη, ώρες-ώρες νόμιζα ότι ήταν γέννημα του μυαλού μου.»

    «Α, καλά…» μου είπε εννοώντας ότι κατάλαβε κάτι που εγώ δεν είχα καταλάβει.

    «Άξις και ξερός» απάντησα.

    «Α, καλάααααα» είπε ξανά.

    Χρουμφ.

    «Τέλος πάντων, συνέχισε» μου είπε.

    Της είπα πόσο έκανε την καρδιά μου να χτυπάει όταν μου έπιασε και τα δύο χέρια και κάνοντας ένα βήμα πίσω μου είπε ότι είμαι στις ομορφιές μου.

    Της είπα πόσο με αιφνιδίασε όταν με ρώτησε αν θέλω να ανέβει πάνω να τον δουν οι δικοί μας.

    «Χμμμμ» είπε. «Συνέχισε και θα σου πω πιο μετά.»

    Της είπα ότι μου είπε πριν καν ξεκινήσει η βραδιά ότι θα υπάρχει επόμενη φορά.

    Της είπα για το ντεκολτέ και πόσο γρήγορα και εύκολα με αφόπλισε.

    Σύντομη διακοπή μέχρι να ξεδακρύσει η μικρή από τα γέλια που έβαλε.

    «Βρε όργιο» μου είπε «γι αυτό φόρεσες ντεκολτέ και όχι φόρμα γυμναστικής. Το ντεκολτέ δεν το φοράμε για να τα κρύψουμε, το φοράμε για να τα διαφημίσουμε. Πετυχημένο είναι το φόρεμα που κάνει τον άλλον να θέλει να στο βγάλει.»

    «Αιφνιδιάστηκα» της είπα.

    «Άσε ρε Κατερίνα, λες και δεν ξέρεις πως σε κοιτάνε στο βόλεϊ. Γιατί νομίζεις ότι όταν είσαι επίθεση όλοι θέλουν να κάθονται άμυνα, γιατί φοβούνται πως δεν θα τη βγάλεις;»

    «Ρε άει στο διάολο νυχτιάτικα» της είπα καθώς μου πάτησε πολύ ευαίσθητο κάλο.

    «Και να πάω και να γυρίσω τα πράγματα είναι απλά. Δείχνουμε για να μας κοιτάξουν. Δυστυχώς η όραση δεν είναι αποκλειστικότητα αυτών που μας ενδιαφέρουν και μόνο άρα όσο δείχνεις θα έχεις και απρόσκλητους θαυμαστές, σ’ αρέσει ή όχι.»

    Δεν είπα τίποτα.

    «Και τον Μανώλη τον θέλεις στους θαυμαστές σου» είπε τονίζοντας το "θέλεις".

    Και συνέχισε

    «Τέλος πάντων. Σημασία έχει πως αυτή τη φορά βρήκες το μάστορά σου.»

    Και άλλος πατημένος κάλος. Και το πάτημα πονάει περισσότερο όταν ο άλλος σου λέει την αλήθεια.

    Ξεφύσησα και συνέχισα.

    Της είπα αυτό το πρωτόγνωρο αίσθημα ασφάλειας που ένιωσα όταν με πήρε αγκαλιά από τη μέση και πόσο παράξενο μου φάνηκε.

    Επανάληψη του «Α, καλάαααααα»

    Με «Α, καλάααα» ή όχι έλαμπα όσο διηγούμουν τα καθέκαστα και σε βαθμό πολύ αναλυτικότερο απ’ όσο περιγράφω περιληπτικά.

    Και έφτασε η ώρα που της είπα για το πρώτο μου φιλί. Εκεί δεν έχει περίληψη, έχει πλήρη περιγραφή καθότι η επανάληψη είναι η μητέρα της μαθήσεως και άντε γιατί άντε!

    «Το κατάλαβα ότι θα συμβεί όταν γύρισε και με κοίταξε. Είπα μέσα μου Κατερίνα ετοιμάσου. Είχε πάει να σπάσει η καρδιά μου από το άγχος. Με χάιδεψε απαλά στο πρόσωπο. Το κεφάλι μου ενστικτωδώς ακολούθησε αυτό το χάδι. Τρίφτηκα στο χέρι του σα γατάκι. Και τότε έγειρε προς τα εμένα. Έγειρα κι εγώ χωρίς να το καταλάβω. Δεν έβλεπα, τα μάτια μου έκλεισαν μόνα τους και δεν άνοιγαν. Και τότε ένιωσα τα χείλη του στα χείλη μου. Έπαιξε τα χείλη μου με τα χείλη του. Ένιωσα τη γλώσσα του πάνω τους. Το χέρι του άφησε το πρόσωπό μου. Πήγε πίσω από το κεφάλι μου και με χάιδεψε ελαφρά. Και τότε με πίεσε προς τα πάνω του. Η γλώσσα του μπήκε μέσα στο στόμα μου και συνάντησε τη δική μου. Δεν σκεφτόμουν. Ό,τι έκανα ήταν ενστικτώδες. Άρχισα να παίζω και εγώ με τη γλώσσα του και σε λίγο και οι δύο πάλευαν μανιασμένα μέσα στο στόμα μου. Μετά για λίγο, για πολύ λίγο, με άφησε και μπήκα εγώ στο στόμα του. Μέθυσα με την ανάσα του. Μετά ξαναέφερε τη γλώσσα του στο στόμα μου. Με κρατούσε ακίνητη με το χέρι του αλλά δεν χρειαζόταν, δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή άλλο μέρος στον κόσμο στο οποίο θα ήθελα να είμαι. Δεν ξέρω και εγώ πόση ώρα κράτησε αυτό το φιλί. Μετά απαλά άρχισε πάλι να με χαϊδεύει στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Συνειδητοποίησα ότι όσο τον φιλούσα τα χέρια μου τον είχαν αγκαλιάσει και τον κρατούσαν σφιχτά. Δεν ήθελα να τελειώσει αυτό το φιλί. Το φιλί του έγινε σιγά-σιγά πιο απαλό, πιο γλυκό. Χωρίς να το καταλάβω η ίδια τα χέρια μου χαλάρωσαν, και χαλάρωσαν και χαλάρωσαν. Τραβήχτηκε σιγά-σιγά, πήρε τα χέρια μου στα χέρια του, τα έφερε στο στόμα του και τα φίλησε τρυφερά... Και μου χαμογέλασε.»

    Η Ειρήνη δεν είπε τίποτα, απλά χαμογελούσε μαζί μου. Όχι με εμένα, μαζί μου.

    «Και εκεί με αποτελείωσε με μια απλή φρασούλα» είπα σχεδόν δακρυσμένη από χαρά.

    «Τι σου είπε;»

    «Καλωσήρθες στον κόσμο μου, Κατερίνα.»

    (συνεχίζεται)
     
    Last edited: 27 Φεβρουαρίου 2018
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Πράξη ε'
    ~.~​
    Έφτασα είκοσι μέχρι να φιληθώ πρώτη φορά. Εκείνο το βράδυ είχα και το πρώτο μου ερωτικό όνειρο. Σε αντίθεση με την πλάκα που μου έκανε η Ειρήνη, ότι και καλά ο πατέρας μου πίστευε ότι μπορεί να είμαι λεσβία, ήξερα ότι δεν ήμουν. Παρά το γεγονός ότι η καρδιά μου δεν είχε σκιρτήσει για κανένα μέχρι τώρα είχα φαντασιώσεις και σ’ αυτές οι παρτενέρ μου ήταν άντρας. Κάθε φορά ο ίδιος. Δεν ήταν κάποιος συγκεκριμένος. Δυσκολεύομαι να το περιγράψω ακριβώς, το «φασματική μορφή» είναι ό,τι κοντινότερο μπορώ να σκεφτώ.

    Και για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ ο εν λόγω παρτενέρ έβγαλε φασματικά κέρατα γιατί το όνειρό μου ήταν γεμάτο Μανώλη. Μανώλη να με φιλάει και να με χαϊδεύει παντού, Μανώλη πάνω μου, Μανώλη κάτω μου, πέρα-δώθε-κείθε και πλαγίως μου.

    Ξύπνησα μέσα στη νύχτα ταραγμένη και μούσκεμα… όχι από τη ζέστη. Το χέρι μου κινήθηκε ασυναίσθητα προς τα κάτω και άρχισα να χαϊδεύομαι χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω μέχρι που τελικά το συνειδητό κατάφερε να ακολουθήσει οπότε κοκκάλωσα. Για κάποιο λόγο και ενώ ήμουν τόσο αναμμένη που θα μπορούσες να τηγανίσεις αυγό πάνω μου, μού ήταν αδύνατο να συνεχίσω με πρωταγωνιστή το Μανώλη.

    Δεν είμαστε με τα καλά μας.

    Χώρια που έχοντας μόλις μπει στον κόσμο του Μανώλη μου έκανε να μου φαίνεται αδιανόητη η …χρήση του φασματικού μου μέχρι τότε συντρόφου.

    Ωραία, σκέφτηκα μέσα μου. Είχαμε που είχαμε αράχνες, θα πιάσουμε και νυχτερίδες.

    Αναστέναξα και προσπάθησα να ξαναζήσω το πρώτο μου φιλί. Να θυμηθώ την αίσθηση των χειλιών του πάνω στα δικά μου, την παιχνιδιάρα γλώσσα του, το άρωμα της ανάσας του, τα χέρια του που με είχαν αρπάξει και με κρατούσαν εκεί, δική του.

    Δική του;

    Χμχμχμμχ.

    Δεν είμαστε με τα καλά μας. Ή μήπως είμαστε;

    Ο πρώτος που είχε απλώσει χέρι πάνω μου διαπίστωσε ότι υπάρχουν κορίτσια που μπορούν να δείρουν. Δεν υπήρξε δεύτερος μετά από εκείνη τη δημόσια επίδειξη στο προαύλιο.

    Το μυαλό μου ταξίδεψε στο παρελθόν.

    Ήμουν στο γραφείο του διευθυντή μαζί με το θύτη του χουφτώματος και κατόπιν θύμα ξυλοδαρμού ο οποίος καθόταν σε απόσταση ασφαλείας από εμένα.

    -«Τι έγινε» ρώτησε;

    «Μου έβαλε χέρι κύριε Ευαγγέλου» του είπα. «Μου έβαλε χέρι και εγώ του το έβγαλα.»

    «Έτσι έγινε;» ρώτησε τον άλλον.

    Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε.

    «Δεν κατάλαβα, με θεωρείτε ψεύτρα κύριε Ευαγγέλου; Θεωρείτε ότι με τσίμπησε αλογόμυγα ή μήπως ότι δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω από το να βαρέσω κάποιον στην τύχη, έτσι για το άθλημα;»

    Ο Διευθυντής πρέπει να άλλαξε πέντε έξι χρώματα. Αλήθεια το λέω, μου θύμισε σουπιά σε ντοκιμαντέρ για τη θαλάσσια ζωή.

    Και όμως κράτησε την ψυχραιμία του.

    «Δεν σε αποκαλώ ψεύτρα παιδί μου. Ωστόσο δεν μπορώ να βασιστώ μόνο στο λόγο του ενός. Η κατηγορία που του προσάπτεις είναι βαρύτατη αλλά αδίκημα βαρύ είναι και η χειροδικία. Πρέπει να ακούσω και τους δυο σας.»

    Μου μίλησε όπως θα μου μιλούσε και ο πατέρας μου και αυτό με ηρέμισε κάπως.

    «Η χειροδικία είναι αδίκημα αν την κάνεις χωρίς λόγο» του ανταπάντησα.

    «Η χειροδικία είναι αδίκημα έτσι κι αλλιώς» μου απάντησε εκείνος. «Τα κίνητρά της μπορεί να την επιβαρύνουν ή να την ελαφρύνουν αλλά αυτό δεν την κάνει λιγότερο αδίκημα.»

    «Γιατί, το ότι μου έβαλε χέρι δεν είναι αδίκημα;» τον ρώτησα φουρκισμένη

    «Φυσικά και είναι αδίκημα και μάλιστα βαρύτατο. Αλλά η καταφυγή στην αυτοδικία δεν είναι η λύση.»

    «Όποιος είναι έξω από το χορό πολλά τραγούδια ξέρει» του είπα ακόμα πιο φουρκισμένη.

    Πάλι διατήρησε την ψυχραιμία του. «Ίσως» μου απάντησε. «Όπως και να έχει σε παρακαλώ ησύχασε τώρα και άσε με να κάνω τη δουλειά μου.»

    «Λοιπόν, Χριστοφιά, έτσι έγινε;»

    «Περίπου» είπε αλλά πριν προλάβω να του ορμήσω μου έκανε νόημα ο διευθυντής να κάτσω κάτω.

    «Τι εννοείς περίπου; Δεν έχει περίπου, το έκανες ή δεν το έκανες;»

    «Το έκανα κ. Διευθυντά αλλά όχι με σκοπό να τη χουφτώσω. Έβγαλε μια καταπληκτική άμυνα και το έκανα σαν επιβράβευση, σα χάδι.»

    Γύρισε και με κοίταξε. «Συγνώμη Κατερίνα, ειλικρινά συγνώμη. Δεν το σκέφτηκα, το έκανα αυθόρμητα.»

    Εγώ παρέμεινα παγωμένη.

    Πέντε μέρες αποβολή αυτός μία μέρα αποβολή εγώ.

    Θυμάμαι που έκλαιγα με λυγμούς στην αγκαλιά του πατέρα μου φωνάζοντας πως είναι άδικο… άδικο. Θυμάμαι να με κρατάει σφιχτά πάνω του και να με χαϊδεύει και να με κανακεύει χωρίς να με κόβει. Έκλαιγα και έκλαιγα. Έκλαιγα από θυμό. Έκλαιγα από δυστυχία. Έκλαιγα από την αδικία και από αυτό το αβάσταχτο συναίσθημα της ανημποριάς απέναντί της. Ήταν το πρώτο και το τελευταίο κλάμα των εφηβικών μου χρόνων.

    Επέστρεψα στο παρόν.

    Κοίτα κάτι ταξίδια που πάει και σκαρώνει ο νους νυχτιάτικα.

    Που είχαμε μείνει; Α, ναι, με κράτησε εκεί δική του. Και αντί να αντιδράσω παραδόθηκα αμαχητί. Και ήθελα να με κρατήσει κι άλλο, δεν ήθελα να με αφήσει.

    Και τότε μου έκανε κλικ

    Ένιωσα ελεύθερη μέσα στο κράτημά του.

    Η αντίφαση ήταν τόσο προφανής που το μισό μου είναι επαναστατούσε. Το άλλο μου μισό είναι έκανε την πάπια.

    Τελικά κατάφερα να ηρεμίσω και να κοιμηθώ παίζοντας στο μυαλό μου ξανά και ξανά και ξανά το «Καλωσήρθες στον κόσμο μου, Κατερίνα». Δεν το κατάλαβα εκείνη τη στιγμή, αλλά το μισό μυαλό που έκανε την πάπια είχε κερδίσει τη μάχη κατά κράτος.

    Ξύπνησα το πρωί και είδα ότι είχα μήνυμα στο κινητό μου. Ήταν από το Μανώλη.

    «Καλή σου μέρα.»

    Λιτό και λακωνικό.

    Αχ, θα με τρελάνει αυτός ο άνθρωπος.

    Μέσα μου άρχισε να γίνεται πάλι πανζουρλισμός. «Μια καλημέρα σου είπε» έλεγε ένα μέρος μου. «Γιατί, σου είχε ξαναπεί καλημέρα;» ρώταγε ένα άλλο μέρος μου. «Ναι αλλά αυτό δε λέει και τίποτα» επέμενε ένα τρίτο μέρος. «Τι λες ρε ηλίθια» έλεγε ένα τέταρτο μέρος «έχει δίκιο η #2. Δεν σου είχε ξαναστείλει ποτέ μήνυμα και στο έστειλε σήμερα μετά από αυτά που έγιναν χθες». «Για ηρεμίστε όλες» είπε ένα πέμπτο μέρος «και καθίστε κάτω να το συζητήσουμε λογικά»

    Πήγα τρέχοντας στο δωμάτιο της Ειρήνης και μπήκα μέσα σαν ανεμοστρόβιλος. Η αναίσθητη κοιμότανε του καλού καιρού.

    «Ξύπνα» της είπα «μου έστειλε μήνυμα!»

    «Ο χριστός και η παναγία ρε Κατερίνα πρωινιάτικα.»

    «Ξύπνα σου λέω» την σκούνταγα εγώ.

    «Σταμάτα να χοροπηδάς σαν κατσίκι» μου είπε.

    «Αν δεν ξυπνήσεις θα αρχίσω να χοροπηδάω πάνω σου» την απείλησα.

    Τι να κάνει η φουκαριάρα με εμένα που έμπλεξε; Αναγκαστικά σηκώθηκε και άκουσε την πλήρη και αναλυτική περιγραφή του εσωτερικού μου διαλόγου.

    «Τι λες κι εσύ;» τη ρώτησα γεμάτη προσμονή.

    «Σε σκέφτεται» μου είπε. «Και άντε στο διάολο τώρα και άσε με να κοιμηθώ» συμπλήρωσε και γύρισε πλευρό.

    «Φίλη σου λέει. Αδερφή σου λέει. Αίμα σου λέει.» είπα μέσα από τα δόντια μου.

    «7:30 το πρωί» μου λέει γυρίζοντας. «Αν κάνεις έτσι με ένα μήνυμα λέω να αλλάξω χώρα όταν προχωρήσετε παρακάτω»

    Ένα δίκιο το ‘χε.

    Της έδωσα ένα ενθουσιώδες φιλί και έφυγα σχεδόν χοροπηδώντας.

    «Και τώρα τι απαντάνε» αναρωτήθηκα όταν ηρέμισα. Έχοντας ανεπτυγμένο το αίσθημα της επιβίωσης φυσικά δε γύρισα να πάρω τη συμβουλή της μικρής γιατί το πιθανότερο ήταν να έπαιρνα κάτι άλλο βαρύτερο κατακέφαλα.

    Έγραφα κι έσβηνα κανένα δεκάλεπτο μέχρι που τελικά κατέληξα ότι το ασφαλέστερο θα ήταν να απαντήσω με τον ίδιο τρόπο.

    «Καλημέρα  » προσθέτοντας και ένα χαμογελάκι.

    Δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό και μου ήρθε απάντηση.

    «www.youtube.com/watch?v=9pQMb2niOO8»

    Χτύπησα το link και άνοιξε το youtube



    Και, Θεέ μου... μέσα στο καταχείμωνο ξαφνικά καλοκαίριασε.

    (συνεχίζεται)
     
    Last edited: 27 Φεβρουαρίου 2018
  11. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Πράξη στ'
    ~.~​
    Το περιεχόμενο του δεύτερου μηνύματος δε χωρούσε σκέψη καθώς το τραγούδι ήταν η μουσική που έπαιζε το ραδιόφωνο όταν ο Μανώλης πήρε το πρώτο μου φιλί.

    Δηλαδή “με φίλησε για πρώτη φορά”. Ίδιο πράγμα, διαφορετική διατύπωση.

    Πανάθεμά με.

    Για κάποιο λόγο προτιμούσα την πρώτη εκδοχή. Αποφάσισα να αναβάλω την ενδοσκόπηση προσπαθώντας να σκεφτώ τρόπο να του απαντήσω ανάλογα.

    «Όχι, δεν θα ξυπνήσεις την Ειρήνη πάλι» είπα μέσα μου. Ήμουν στο νερό, θα έπρεπε να κολυμπήσω, να απαντάω μόνη μου. Άλλωστε αν δεν απαντούσα εγώ τι αξία θα είχε πραγματικά η απάντηση;

    Τι του απαντάς τώρα;

    Και όχι τίποτε άλλο αλλά ο Μανώλης είχε απαντήσει την καλημέρα μου μέσα σε ένα λεπτό.

    Χμμμ, μάλλον θα το είχε προετοιμάσει αποφάσισα. Εμ βέβαια, μέσα σε ένα λεπτό μπήκε, βρήκε το τραγούδι και μου το έστειλε;

    Άτιμε Μανώλη!

    Παιδί του μπαμπά μου είχα κληρονομήσει τα μουσικά του γούστα αν και όχι το ταλέντο του σε μουσικά όργανα. Μπορεί να μην είμαι η πιο όμορφη της οικογένειας αλλά σίγουρα έχω την καλύτερη φωνή, κι αυτό κληρονομιά από το μπαμπά, όπως τα μάτια. Συνεπώς «μπαμπάς κιθάρα» και «οι δυο μας μαζί τραγούδι» με την υπόλοιπη οικογένεια πρόθυμο ακροατήριο ήταν συχνό event τα προηγούμενα χρόνια.

    Τι να του στείλω; Πώς να του δείξω χωρίς να φαίνεται υπερβολή αυτό που νιώθω; Ποιο rock κομμάτι ταιριάζει στην περίσταση;

    Η Κατερίνα στη χώρα των θαυμάτων.

    Και εκεί μου ήρθε κατακούτελα! Ένα από τα αγαπημένα μας τραγούδια εμένα και του πατέρα μου. Ψυχεδελικό ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων. Ακολούθα το μονοπάτι του νέου κόσμου, εξερεύνησέ τον. Με καλωσόρισε, δε με καλωσόρισε στον κόσμο του; Και τι ήταν αυτός για μένα αν όχι ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων;

    Μπήκα στο youtube και από την ταραχή μου χρειάστηκε να γράψω-σβήσω κάμποσες φορές αλλά τα κατάφερα. Έκανα copy το link, και άνοιξα τα μηνύματα πατώντας του reply:

    www.youtube.com/watch?v=WANNqr-vcx0” έκανα paste και πάτησα το send.

    Δεν χρειάστηκε να περιμένω παραπάνω από πέντε λεπτά. Πανάθεμά τον ήταν γρήγορος.

    «Εντυπωσιάστηκα. Δεν περίμενα να γνωρίζεις τους Jefferson Airplane. Στο ύφος του τραγουδιού σου λοιπόν, ανυπομονώ κι εγώ να γνωρίσω το δικό σου κόσμο στον οποίο ελπίζω να είμαι το ίδιο καλοδεχούμενος όπως κι εσύ στον δικό μου»

    Εντάξει, πως να μη χαμογελάσω σαν τη χαζή; Αλλά ο Μανώλης δεν είχε πει την τελευταία του λέξη: “Σ’ έπιασα. www.youtube.com/watch?v=p3VgV31vmUE“ μου έγραψε.

    …Και με αποτελείωσε.

    Ή τουλάχιστον παραλίγο να με αποτελειώσει γιατί μέσα μου άρχισαν να βαράνε ήχοι συναγερμού.

    Ο Μανώλης στο παιχνίδι της αποπλάνησης που λέγεται flirt ήταν φανερά σε άλλο επίπεδο από εμένα. Είχαμε βγει μόνο μια φορά οι δυο μας και μου είχε πάρει το πρώτο μου φιλί με περιφρονητική σχεδόν ευκολία. Μπορεί να είμαι ώριμη για τα χρόνια μου αλλά ψευδαισθήσεις μεγαλείου δεν είχα, αυτός είναι 32 χρονών και εγώ 20. Τι κοινό μπορεί να έχουν οι κόσμοι μας; Αν και είχα ακουστά τον κανόνα x/2 + 7 ποτέ δεν είχα τον είχα πάρει στα σοβαρά. Και όμως ακόμα και με αυτή τη χαζή προσέγγιση, πάλι ήμουν τρία χρόνια μικρότερη ή αν θέλετε, αυτός ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερος, απ΄ όσο έπρεπε.

    Θα χάλαγε τόση ενέργεια για μια ξεπέτα; Αλλά και πάλι μπορεί να μην ξόδευε καν δεύτερη σκέψη και όντας τόσο άβγαλτη να με έπαιζε σα φτηνή κιθάρα. Αλλά και πάλι αν ήταν απλή ξεπέτα θα είχε τόσο θράσος ώστε να με ρωτήσει αν θέλω να ανέβει πάνω να τον γνωρίσουν οι γονείς μου;

    Και εκεί μέσα στη χαρά μου ένιωσα δυστυχισμένη.

    Το βόλεϊ και οι πολεμικές τέχνες -τις οποίες άρχισα μετά το ατυχές περιστατικό στο σχολείο και με σκοπό να μπορώ να αμυνθώ χωρίς κατ’ ανάγκη να αφήσω πτώματα πίσω μου αλλά αν απαιτηθεί να το κάνω και αυτό- με είχαν μάθει την αυτοπειθαρχία.

    Ζαλισμένο κοτόπουλο ή όχι κατάφερα να συγκεντρωθώ. Αφού μπήκα στο χορό, θα χορέψω.

    Αποφάσιζα να το ζήσω όντας προσεκτική στο βαθμό του δυνατού. Θα έπρεπε να βρω κάποιο τρόπο που και να διατηρήσω την επιφυλακτικότητά μου για να προστατευτώ από τις κακοτοπιές αλλά και να μην την αφήσω να γίνει τροχοπέδη.

    Η μικρή όντας σε σχέσεις με αγόρια από τα 14 είχε ζήσει και τις χαρές και τις λύπες που φέρνουν οι σχέσεις. Μπορεί να ήταν “σουρλουλού” αλλά δεν έπεφτε με τα μούτρα και την παρθενιά της την είχε χάσει πολύ πρόσφατα από το αγόρι της με το οποίο είναι μαζί 2 χρόνια.

    Εγώ στα 20 ναι μεν ήμουν σαφώς πιο ώριμη αλλά από την άλλη οι σχέσεις που μπαίνει μια εικοσάχρονη είναι σαφώς λιγότερο αθώες από τους έρωτες στις αρχές της εφηβείας. Νομίζω δηλαδή γιατί είχα ακούσει σημεία και τέρατα για τα υποτιθέμενα αθώα πρώτα εφηβικά χρόνια.

    Μ’ αυτά και με τούτα πέρασε η ώρα χωρίς να του έχω απαντήσει. Βάλε τώρα με το νου σου τι θα σκέφτηκε. Ή όχι.

    Χρουμφ.

    Τι να του απαντήσω;

    www.youtube.com/watch?v=D2C6VpMLH24”
    Μπαμπά, μην τρέχεις.

    (συνεχίζεται)
     
    Last edited: 28 Φεβρουαρίου 2018
  12. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Πράξη ζ'
    ~.~​

    Σηκώθηκα για να ετοιμαστώ. Το καυτό πρωινό ντους μου έφτιαξε τη διάθεση. Μέχρι να ετοιμαστώ δεν είχε απαντήσει.

    «Δε θα κάνεις σα σκυλάκι που περιμένει να του πετάξουν κόκαλο» ατσάλωσα τον εαυτό μου. Μεταξύ μας, η καρδούλα μου το ‘ξερε, αλλά με βάσανα ή χωρίς όταν έπαιρνα μια απόφαση δεν υπήρχε επιστροφή.

    Βέβαια το να πάρεις την απόφαση συνήθως είναι το εύκολο κομμάτι. Το δύσκολο είναι να την κρατήσεις. Μέχρι και τις 10:00 που έφυγα δεν είχε απαντήσει.

    Τελικά η απάντηση ήρθε στις 10:30

    «Συγνώμη για την καθυστέρηση αλλά είχα πρωινή συνάντηση.»

    Καμία νύξη για το μήνυμα που του έστειλα.

    Ήξερα, γιατί μου το είχε πει, ότι μέχρι και το απόγευμα σπανίως είχε ελεύθερο προσωπικό χρόνο, διευθυντής βλέπετε. Τα ήξερα αυτά από τον πατέρα μου οπότε δεν έδωσα συνέχεια.

    «Δεν πειράζει. Κι εγώ τώρα ξεκινάω για τη σχολή. Καλή συνέχεια»

    Η απάντηση ήρθε σε λίγα λεπτά

    «Καλή συνέχεια Κατερίνα μου»

    *ΜΟΥ*

    Χαμογελαστή ξεκίνησα να κατέβω στο αυτοκίνητό μου.



    Δεν θέλω να σας κουράσω αλλά τελικά όλα έδειχναν ότι οι σκοποί του, όποιοι και να ήταν αυτοί, δεν εξαντλούνταν σε μια απλή ξεπέτα. Βγήκαμε ξανά πολλές φορές και όποτε δε βγαίναμε μιλούσαμε τα βράδια με τις ώρες. Και όλες αυτές τις φορές δεν προχώρησε παραπάνω από ένα φιλί. Δεν λέω, τα φιλιά μας γινόντουσαν όλο και πιο παθιασμένα αλλά στο τέλος άρχισα να παρακαλώ μέσα μου επιτέλους να προχωρήσει και λίγο παρακάτω.

    Ένας μήνας είχε περάσει σχεδόν!

    Τουλάχιστον μπορούσα και τον φαντασιωνόμουν πλέον. Όμως, και προς μεγάλη μου έκπληξη, η φαντασίωση δεν ήταν η ίδια όπως με το φασματικό πρώην μου.

    Μία και μόνο φαντασίωση είχα όλη κι όλη μέχρι τότε: να κάθομαι σε μια καρέκλα και ο φασματικός μου σύντροφος να είναι γονατισμένος μπροστά μου και να με ξετρελαίνει με τη γλώσσα του. Με το Μανώλη άρχισα τις πιο προχωρημένες φαντασιώσεις. Να γονατίζω εγώ μπροστά του και να τον παίρνω στο στόμα μου. Να με παίρνει με τον κλασσικό τρόπο. Να με παίρνει στα τέσσερα. Να με παίρνει λυσσασμένα. Να με παίρνει απαλά. Να μου δένει τα χέρια και να είμαι στο έλεός του.

    Ομολογώ ότι το τελευταίο, αν και μόνη μου το είχα φαντασιωθεί με σόκαρε. Και πάνω απ’ όλα με σόκαρε ότι σε αυτή τη φαντασίωση είχα τον πιο έντονο οργασμό που είχα νιώσει. Ανακάλυπτα πτυχές του εαυτού μου που δεν είχα καν φανταστεί ότι υπήρχαν. Και πού να τα πεις αυτά; Άλλα όσο εγώ έπλαθα αυτά τα σενάρια στο μυαλό μου εκείνος δεν μου είχε αγγίξει ούτε το στήθος. Τελικά αποφάσισα να πάρω εγώ την κατάσταση στα χέρια μου.

    Παρασκευή βράδυ και είχαμε βγει στο Χαλάνδρι. Η βραδιά, όπως και όλες οι βραδιές μαζί του κυλούσε πολύ όμορφα. Τότε έκανα το πρώτο βήμα.

    «Μανώλη, φεύγουμε;»

    «Από τώρα;» με ρώτησε με ένα ίχνος ανησυχίας που οι κεραίες μου το έπιασαν.

    «Δεν λέω να πάμε σπίτια μας αλλά δε θέλω να κάτσουμε άλλο εδώ. Πάμε μια βόλτα με το αυτοκίνητο;»

    Σχεδόν άκουσα το εσωτερικό του ξεφύσημα ανακούφισης.

    «Ό,τι θέλει το κορίτσι μου» μου είπε.

    Αμ έπος, αμ έργο, πληρώσαμε και φύγαμε. Βέβαια ο Μανώλης όντας Μανώλης ακόμα και μέσα στην τρυφερή και προστατευτική αγκαλιά του που ήμουν έκανε όπως πάντα χαβαλέ με αποτέλεσμα κάθε τρεις και λίγο να σκύβει μαζί μου καθώς δεν μπορούσα να κρατήσω τα γέλια μου. Ξεκινώντας από τα μπαράκια, ως την εφορία, δεν πρέπει να είναι πάνω από 5 λεπτά δρόμος. Με το Μανώλη η ίδια διαδρομή έπαιρνε το διπλάσιο χρόνο και περιλάμβανε εκτός του περπατήματος και ταυτόχρονη άσκηση κοιλιακών.

    Πώς να μην είμαι τρελά ερωτευμένη μαζί του;

    Ναι, ήμουν. Μόνο στην Ειρήνη το είχα πει η οποία μου είχε απαντήσει «Σώωωωωπα».

    Στο Μανώλη δεν είχα πει κουβέντα. Όντας πιο έμπειρος δε νομίζω να μην το είχε καταλάβει αλλά δεν είχε πει τίποτα. Δεν είχε υπάρξει καμιά αλλαγή πάνω του, παρέμενε ο ίδιος όσο την πρώτη μέρα που τον είχα γνωρίσει. Είμαι σίγουρη ότι κι αυτός ένιωθε πράγματα για μένα, το «μου» ήταν σχεδόν πάντα συμπληρωματικό. «Κατερίνα μου», «καρδούλα μου», «μωρό μου»…

    …«διαολίξ μου».

    Εξακολουθούσα να διαολίζομαι εύκολα, αν και σχεδόν ποτέ μαζί του, οπότε μου έδωσε …γαλατικό όνομα κάνοντας με να ξεκαρδιστώ και να ξεχάσω τη ζοχάδα μου, δεν θυμάμαι καν με τι είχα νευριάσει, όταν μου το είπε πρώτη φορά.

    Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε έτσι, χωρίς προορισμό. Μπήκε στην Αττική οδό και πήραμε το δρόμο προς το αεροδρόμιο. Βγήκε στην Βάρης-Κορωπίου και φτάσαμε Γλυφάδα. Από εκεί πήρε την παραλιακή και κατεβήκαμε μέχρι το Σούνιο και από κει ξανά πάνω μέχρι που φτάσαμε πάλι Μεσογείων και από εκεί πήραμε κατεύθυνση προς Ραφήνα, την οποία περάσαμε και τελικά φτάσαμε στη Νέα Μάκρη, στη διασταύρωση για Διόνυσο.

    «Μη στρίψεις εδώ» τον παρακάλεσα. «Πάμε από το φράγμα»

    «Ότι θέλεις» μου είπε.

    Φτάσαμε το Μαραθώνα και πήραμε το δρόμο προς τον Άγιο Στέφανο.

    Προσπαθούσα να βρω το κουράγιο να του πω να σταματήσουμε κάπου απόμερα αλλά κάθε φορά που προσπαθούσα να ξεκινήσω κόμπλαρα και η γλώσσα μου δενόταν κόμπος.

    Δεν ξέρω αν διάβαζε το μυαλό μου ή είχε δει κάποια σημάδια ή πολύ απλά έκρινε και ο ίδιος ότι είχε έρθει η ώρα να προχωρήσουμε λίγο παραπάνω αλλά με έβγαλε από τη δύσκολη θέση.

    Λίγο μετά το φράγμα σταμάτησε στην άκρη ενός χωματόδρομου που δεν έδειχνε να πηγαίνει πουθενά.

    «Εδώ θα κάνουμε μια μικρή παρανομία» μου είπε συνωμοτικά και μπήκε στο δρόμο οποίος οδηγούσε, χωρίζοντας στη μέση ένα χωράφι, σε ένα πλάτωμα. Η θέα της λίμνης του Μαραθώνα και του φράγματος μου έκοψε την ανάσα.

    «Τυπικά είμαστε μέσα σε ξένη ιδιοκτησία αλλά δε φαντάζομαι να έχει νυχτοφύλακα το χωράφι.»

    Χμμμ… πώς το ανακάλυψε αυτό το μέρος; Με πόσες έχει έρθει εδώ;

    Τον κοίταξα καχύποπτα και αυτός μάλλον κατάλαβε τι γινόταν μέσα στο μυαλό μου και μου είπε:

    «Δε σου λέω, δε σου λέω»

    «Α, έτσι ε;» του είπα.

    «Έτσι και χειρότερα»

    Όρμησα πάνω του και άρχισα να τον γαργαλάω.

    «Λέγε, πόσες αθώες υπάρξεις έχεις φέρει εδώ για να τις κυλήσεις στο βόρβορο της ακολασίας; Μίλα κάθαρμα»

    «Είμαι αθώος αστυνόμε Θεοχάρη» μου είπε πνιγμένος στα γέλια και συνέχισε «Ήμαρτον»

    «Άρα παραδέχεσαι ότι αμάρτησες! Κάθαρμα! Μίλα!» προσπάθησα να πω με τη φωνή του Βασιλείου.

    «Ποτέ!» μου είπε και όρμησε πάνω μου.

    Αλλά δε με γαργάλησε. Μου έπιασε τα χέρια και τα κράτησε ακίνητα. Τα ένιωσα σαν να είναι μέσα σε μέγγενη.

    Δεν ντρέπομαι να το πω. Σχεδόν βράχηκα. Αλλά ο Μανώλης... ήταν ο γνωστός λατρεμένος Μανώλης.

    «Είσαι στο έλεός μου, μουαχααχααχα» έκανε με υποτιθέμενα σατανικό γέλιο.

    Και μετά ο αφιλότιμος μου έγλυψε τη μύτη.

    «Νια νια νια νια νια» μου έκανε κοροϊδευτικά.

    «Έβγα έξω ρε αν είσαι άντρας» του είπα και καλά τσαμπουκαλεμένη.

    «Χαχα, για κορόιδα ψάχνεις;» με ρώτησε γελώντας. «Εσύ έκανες taekwodo όσο εγώ έπαιζα ερασιτεχνικά βόλεϋ μεταξύ σπουδών. Δε σου κάθομαι!»

    «Θα μου κάτσεις και θα πεις και ένα τραγούδι» τον απείλησα.

    «Ποιο τραγούδι;»

    «Τον ύμνο του Ολυμπιακού». Ο Μανώλης είναι φανατικός Παναθηναϊκός και αν και εγώ είμαι ΑΕΚ ήξερα πως η αναφορά στον Ολυμπιακό για το Μανώλη ήταν το ισοδύναμο του πατημένου κάλου.

    «Βλάσφημη» μου είπε. «Η προσβολή προς τον Έναν και πραγματικό Θεό, δε θα μείνει αναπάντητη» είπε, σήκωσε τα μανίκια του, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω ξεχνώντας τα περί taekwodo.

    «Χα!» του είπα και άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω κι εγώ.

    «Τώρα θα λογαριαστούμε σαν άντρες» του είπα.

    «Τό ‘ξερα πως κάτι μου έκρυβες εκτός από το ότι είσαι αλλόθρησκη. Τό ‘ξερα» μου απάντησε.

    Άντε μετά να παίξεις ξύλο με αυτές τις συνθήκες. Και είχε και συνέχεια.

    «Τώρα θα δεις πόσα απίδια χωράει ο σάκος» με απείλησε.

    Πήρα θέση μάχης.

    Και αυτός μου έκανε το Daniel LaRusso και το πέταγμα του γερανού.

    Αυτό ήταν. Δάκρυσα από τα γέλια. Με έπιασε πραγματικά η κοιλιά μου.

    Όταν με τα πολλά ηρέμισα του είπα «Παίζεις βρώμικα»

    «Στον έρωτα και τον πόλεμο όλα επιτρέπονται» μου είπε.

    «Στον έρωτα;» τον ρώτησα σοβαρεύοντας ξαφνικά.

    «Στον έρωτα» μου απάντησε το ίδιο σοβαρά. Και με έπιασε αγκαλιά και με κόλλησε στο αυτοκίνητο και μου έδωσε ένα τόσο παθιασμένο φιλί που μου ρούφηξε την ψυχή.

    Η πλάτη μου κολλημένη στην πίσω πόρτα του αυτοκινήτου του. Η γλώσσα του μανιασμένη μέσα στο στόμα μου. Μου δάγκωσε τα χείλια. Άφησε το στόμα μου και άρχισε να φιλάει και να γλείφει και να δαγκώνει το λαιμό μου. Εγώ του χάιδευα το κεφάλι.

    Τότε για πρώτη φορά τα χέρια του κατέβηκαν στα στήθη μου. Είχα προνοήσει και φορούσα μπλούζα με κουμπιά. Τα ξεκούμπωσε και μου χούφτωσε βίαια και τα δύο στήθη. Όντας μεγαλούτσικα δεν χωρούσαν στην παλάμη του. Πέρασε το χέρι του από πίσω μου προσπαθώντας να μου ξεκουμπώσει το σουτιέν. Είχα προνοήσει και γι αυτό.

    «Από μπροστά» του ψιθύρισα με φωνή βραχνή από την προσμονή.

    Το βρήκε και το ξεκούμπωσε. Τα στήθη μου ήταν γυμνά και εκτεθειμένα για πρώτη φορά σε άντρα.

    «Θεέ μου» είπε επιδοκιμαστικά και όρμησε πάνω τους. Τα χούφτωνε δυνατά και έγλειφε και δάγκωνε τις ερεθισμένες ρώγες μου εναλλάξ. Γλείψιμο, δάγκωμα, γλείψιμο αλλαγή στήθους, και ξανά.

    Φυσούσα και ξεφυσούσα από την καύλα. Με ανοιχτή μπλούζα, ανοιγμένο σουτιέν και εκτεθειμένη στο χειμωνιάτικο κρύο η θερμοκρασία μου άγγιζε αυτή του κέντρου του Ήλιου.

    Καμία φαντασίωση δεν έφτανε ούτε καν στο δαχτυλάκι της πραγματικότητας.

    «Ααααχ» φώναξα καθώς παραδάγκωσε δυνατά και αυτή η φωνή της καύλας και του πόνου τον έκανε ακόμα περισσότερο επιθετικό και όσο περισσότερο με πονούσε τόσο περισσότερο ηδονιζόμουν.

    - Θα επανέρθω αργότερα στο κομμάτι αυτό –

    Και εκεί που νόμιζα ότι θα φτάσω τα όριά μου σε καύλα αλλά και σε αντοχή στον πόνο που μου προκαλούσε, σταμάτησε.

    Έγινε πάλι τρυφερός.

    Το βίαιο χούφτωμα έγινε απαλά χάδι και το δάγκωμα ανάλαφρο παιχνίδι με τα χείλη του.

    Αυτό συνεχίστηκε για μερικά λεπτά ακόμα ώσπου έγινε πάλι επιθετικός. Είχα χάσει τα μυαλά μου. Αυτή τη φορά το κρεσέντο ήρθε με σπασμούς ηδονής. Αν και δεν το είχα διανοηθεί ποτέ ότι μπορεί να συμβεί αυτό το πράγμα με αυτό τον τρόπο, ένιωθα ότι απέχω ελάχιστα δευτερόλεπτα από το τελείωμα. Του έπιασα το χέρι και του το κατέβασα βίαια ανάμεσα στα πόδια μου, για να με χαϊδέψει, για να μπει μέσα μου, να με κάνει τα τελειώσω.

    Ελευθέρωσε το χέρι του από το χέρι μου, το έπιασε και το κόλλησε βίαια πάνω στο τζάμι.

    Δε μου είπε τίποτα απλά με κοίταξε και η ματιά του έλεγε «Εγώ κάνω κουμάντο».

    Ήταν το πιο γλυκό βασανιστήριο που έχω περάσει. Για πόση ώρα, είχα χάσει το μέτρημα, με έφτανε ένα τσακ από το να τελειώσω και εκεί πάντα σταματούσε και άλλαζε ρυθμό μέχρι να μου φύγει. Και ξανά και ξανά και ξανά.

    «Σε θέλω» του είπα χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω. «Σε θέλω μέσα μου».

    Εκείνος δεν είπε τίποτα.

    Γονάτισε μπροστά μου και μου σήκωσε τη φούστα.

    Ναι, όπως σας είπα ξανά και ξανά, είχα προνοήσει.

    Έχωσε το κεφάλι μέσα της. Μου κατέβασε αργά και προσεκτικά το καλτσόν. Το κιλοτάκι μου ήταν σα να έχει μόλις βγει από το πλυντήριο. Το μύρισε με χάιδεψε με το μάγουλό του. Μετά γύρισε και το χουχούλιασε. Η καυτή του ανάσα εκεί χαμηλά με αποτρέλανε. Πέρασαν μερικές στιγμές με το Μανώλη να ανασαίνει τη μυρωδιά μου. Μετά άρχισε πάλι να με χουχουλιάζει.

    Πέρασε το χέρι του από πίσω και μου κατέβασε και το κιλοτάκι. Μύρισε πάλι τη μυρωδιά μου και το έκανε λες και μύριζε το ακριβότερο άρωμα.

    Η παιχνιδιάρα γλώσσα του πέρασε ανάλαφρα πάνω από την κλειτορίδα μου.

    Είχα σφιχτά κλεισμένα τα μάτια και έβλεπα αστεράκια. Όχι, δεν ήταν αστεράκια, εγώ ήμουν στα αστέρια. Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι μπορεί να υπάρξει τέτοια ηδονή.

    Σχεδόν πονούσα.

    Του έσφιξα τα μαλλιά. Τον πίεσα με τα χέρια να έρθει πάνω μου. Η μύτη του ακούμπησε τα χείλη μου. Ακολούθησε η γλώσσα του. Έπαιξε με τα χείλη του. Την έβαλε μέσα μου. Την τράβηξε. Την ξαναέβαλε και την ξανατράβηξε. Επιτάχυνε το ρυθμό του. Η γλώσσα του μπαινοέβγαινε μέσα μου και η μύτη του τριβόταν απαλά στην κλειτορίδα μου.

    Η έκρηξη που ακολούθησε ήταν ο πιο δυνατός οργασμός που είχα νιώσει. Σε σχέση με αυτή την έκρηξη οι προηγούμενοι οργασμοί, που είχα προκαλέσει παίζοντας με τον εαυτό μου, ήταν απλά πυροτεχνήματα ενώ αυτός ήταν υπερκαινοφανής αστέρας. Τα μουγκρητά μου έγιναν κραυγή ηδονής που πρέπει να ακούστηκε μέχρι την εθνική που φαινόταν εκεί μακριά, στο βάθος.

    Τον κράταγα σφιχτά κολλημένο πάνω μου. Μου έπιασε απαλά τα χέρια και τον άφησα ελεύθερο. Με άπειρη φροντίδα με σκούπισε με το ίδιο του το πρόσωπο, μου έβαλε ξανά το κιλοτάκι και μου ανέβασε πάλι αργά και προσεκτικά το καλτσόν. Μετά κατέβασε τη φούστα μου, την έστρωσε και σηκώθηκε προς τα πάνω.

    Με φίλησε και ρούφηξα από το πρόσωπό του την ίδια μου τη μυρωδιά.

    Έκανε να με κουμπώσει.

    «Όχι σε παρακαλώ» του είπα κοιτώντας τον ικετευτικά.

    «Μωρό μου θα κρυώσεις, είσαι ήδη παγωμένη» μου είπε.

    «Τότε τρίψε με, ζέστανέ με αλλά άσε με έτσι»

    Έβγαλα τελείως το σουτιέν μου.

    Δεν κρύωνα, είχα τη φωτιά μέσα μου.

    «Κατερίνα τι κάνεις;» είπε καθώς έβγαλα τη μπλούζα μου και την πέταξα.

    Δεν απάντησα.

    Γονάτισα μπροστά του. Ξεκούμπωσα τη ζώνη του.

    Έκανε να με σηκώσει.

    «Σε παρακαλώ» του ξαναείπα ικετευτικά.

    Έγνευσε.

    Ξεκούμπωσα το πρώτο κουμπί. Και μετά το δεύτερο. Και μετά το τρίτο. Και μετά όλα.

    Έβαλα το χέρι μου μέσα και τον άγγιξα για πρώτη φορά. Τον χάιδεψα. Του κατέβασα ελαφρά το μποξεράκι και το όργανό του ξεπετάχτηκε από μέσα σα θηρίο που είχε στήσει καρτέρι και ορμούσε στη λεία του.

    Το έπαιξα λίγο με το χέρι μου. Το κοίταξα με θαυμασμό και το μύρισα. Η μυρωδιά του ανδρισμού του με συνεπήρε. Φίλησα το κεφάλι του διστακτικά. Δεν το είχα ξανακάνει αυτό παρά μόνο στις φαντασιώσεις μου οπότε πήγαινα με το ένστικτο.

    Το πήρα στο στόμα μου.

    Η γεύση του, Θεέ μου, η γεύση του…

    Προσπάθησα να το πάρω όσο πιο βαθιά μπορούσα μέσα μου. Δεν είχα μάθει να ελέγχω την αντανακλαστική αναγούλα, σχεδόν πνίγηκα και τραβήχτηκα απότομα.

    Ένιωσα ότι τον απογοήτευσα. Τον κοίταξα δυστυχισμένη.

    Με κοίταξε με αυτό το υπέροχο χαμόγελό του.

    Με έπιασε από το κεφάλι απαλά και τον έβαλε μέσα στο στόμα μου.

    Λίγο, όχι πολύ.

    Με τα χέρια του έδωσε ρυθμό στο κεφάλι μου φροντίζοντας να το βάζει τόσο βαθιά όσο να μην πνίγομαι και να μην πυροδοτήσει το αντανακλαστικό.

    «Χρησιμοποίησε τη γλώσσα σου» μου είπε ψιθυριστά και τον υπάκουσα. Όπως τον είχα μέσα στο στόμα μου άρχισα να παίζω με τη γλώσσα μου το κεφαλάκι.

    Ενστικτωδώς του κατέβασα λίγο το παντελόνι και το μποξεράκι ώστε να απελευθερωθούν οι όρχεις του. Ενώ το πέος του μπαινόβγαινε μέσα στο στόμα μου ακολουθώντας τον ρυθμό που μου έδινε με τα χέρια του, με το δεξί μου χέρι χούφτωσα απαλά τους όρχεις του και τους κράτησα στην παλάμη μου. Ο ρυθμός του άρχισε να γίνεται πιο έντονος και έμπαινε στο στόμα μου όλο και πιο βαθιά. Μέσα στην κλειστή μου παλάμη χάιδευα και έπαιζα με τον υπόλοιπο ανδρισμό του.

    Κάποια στιγμή χαλάρωσε το ρυθμό του και τον τράβηξε έξω από το στόμα μου.

    Με κοίταξε σαν κάτι να ήθελε να με ρωτήσει.

    «Όπου θες» απάντησα ψιθυριστά στην ερώτηση που δεν έκανε και τον πήρα ξανά στο στόμα μου.

    Γεύτηκα τα προσπερματικά του υγρά και ένιωσα την ένταση να μεγαλώνει. Ανέβασε το ρυθμό του ακόμα ένα επίπεδο και φρόντιζε να τον βάζει τόσο μέσα όσο μπορούσα.

    «Κοίταξέ με» με διέταξε πνιχτά και σήκωσα το βλέμμα μου ενώ το πέος του στο στόμα μου είχε αρχίσει να δονείται.

    «Αααχ… αααχ» τον άκουσα να λέει ενώ ο καυτός πίδακας του σπέρματος του πλημμύριζε το στόμα μου. Μου κράτησε το κεφάλι ακίνητο ενώ το πέος του έκανε σπασμούς τινάζοντας το σπέρμα σε ριπές. Κατάπια χωρίς να το σκεφτώ. Παρά το γεγονός ότι με είχε διατάξει να τον κοιτάζω εκείνος είχε σφαλίσει τα μάτια του και δεν με έβλεπε. Εγώ συνέχισα να τον κοιτάζω, δεν κούνησα το βλέμμα μου ούτε χιλιοστό, περιμένοντάς τον.

    Λίγες στιγμές αργότερα άνοιξε τα μάτια του με κοίταξε στα δικά μου. Οι ματιές μας θαρρείς και πάλευαν η μία με την άλλη, αυτός όρθιος και ακουμπισμένος πίσω στο αυτοκίνητο και εγώ γονατισμένη μπροστά του με το πέος του ακόμα στο στόμα μου. Τραβήχτηκε και λίγο σπέρμα ξέφυγε από τα χείλη μου. Το σκούπισε με το δάχτυλό του και το έβαλε στο στόμα μου. Του έγλυψα το δάχτυλο αχόρταγα. Δεν ήθελα να χάσω ούτε σταγόνα.

    Ποια; Εγώ!

    Όταν σηκώθηκα, έσκυψε, έπιασε την πεταμένη κάτω μπλούζα και με βοήθησε να τη βάλω. Με κούμπωσε και με φίλησε βαθιά. Με έτριψε γιατί είχα αρχίσει όντως να παγώνω και με κράτησε στη ζεστή του αγκαλιά.

    Μπήκε μέσα και άναψε το καλοριφέρ. Μετά μου έγνεψε να μπούμε στα πίσω καθίσματα. Μπήκα πρώτη και με ακολούθησε. Έγειρα και χώθηκα στην αγκαλιά του.

    Δεν μιλήσαμε. Καθίσαμε εκεί και εγώ δεν ξέρω πόση ώρα ακούγοντας μουσική.

    Ένιωθα το κεφάλι μου να βουίζει αλλά δεν ήταν δυσφορία. Στο μυαλό μου έπαιζε σε ατέρμονο βρόγχο η σκηνή που είχε παιχτεί πριν από λίγη ώρα.

    Τα γλυκά του βασανιστήρια. Η ηδονή. Ο οργασμός, ο τόσο δυνατός οργασμός που μ’ έκανε να πιστέψω ότι παίζοντας με τον εαυτό μου απλά νόμιζα ότι τον είχα νιώσει. Δεν ήταν παρά απλά πυροτεχνήματα μπροστά σε ένα υπέρλαμπρο άστρο, σαν κάρβουνο που τσιτσιρίζει μπροστά σε ένα πύρινο τείχος.

    Η ανάγκη που ένιωσα για να τον ικανοποιήσω.

    Ποιος να το είχε φανταστεί ποτέ. Εγώ, η Κατερίνα, να γονατίσω μπροστά σε κάποιον άντρα με σκοπό να του προσφέρω το στόμα μου για την απόλαυσή του.

    Και όχι απλά να το θέλω, να το έχω ανάγκη, να το αποζητώ τόσο πολύ που να με πονάει και που η προσφορά μου να είναι το μόνο γιατρικό που μπορεί να καταλαγιάσει τον πόνο αυτό.

    Τον κοίταξα και του είπα «Σ’ αγαπάω» χωρίς να το σκεφτώ. Το συνειδητό μου ακολούθησε με καθυστέρηση και ο χρόνος πάγωσε.

    Τι έκανα Θεέ μου;

    «Εγώ να δεις» μου είπε με μάτια που έλαμπαν.

    Έγειρε και με φίλησε και ο χρόνος άρχισε να κυλάει και πάλι.

    (συνεχίζεται)