Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Αφιέρωμα στην Πολυδούρη

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 17 Μαρτίου 2009.

  1. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    "Πολλές φορές αναρωτήθηκα κι ανησύχησα, μπορώ να πω, για την τόση μου αγάπη στη Μαρία Πολυδούρη. Μια αγάπη που μ’ έσπρωχνε σ’ έρευνες, τρεξίματα, αναζητήσεις προσώπων και πραγμάτων, που θα με βοηθούσαν να την εξηγήσω, να την αναγνωρίσω ολότελα και να την καταχτήσω...

    ... Η αγάπη μου στη Μαρία Πολυδούρη και στον Κώστα Καρυωτάκη είναι μια απέραντη στοργή στην αδυναμία τους, αλλά και μια απάντηση στην διαμαρτυρία τους. Γιατί δεν αμφιβάλουμε πως πονέσανε πολύ. Μα δεν εξαντλήσανε την αντοχή τους. Γιατί τοτε, θα πηδούσανε απ’ την αηδία και τον σαρκασμό, στην άλλη όχθη, εκεί που καρτερά τον άνθρωπο η συμπόνια και η επιείκια για τον συνάνθρωπό του...

    ...Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται ολότελα λυτρωμένοι από τον φόβο, κι αισθάνονται σαν χαϊδεμένα παιδιά. Γεννημένοι πριν την ώρα τους, είναι αδύνατο να εγκλιματιστούν σ’ έναν κόσμο που τον έχουν ξεπεράσει. Μάταια αναζητούν κάτι να τους τρομάξει, ανοίγοντας την μια πόρτα ύστερα από την άλλη. Παίζουν με τα σκοτάδια, με τους τρόμους των άλλων, με τις επιφυλάξεις ή τις αδυναμίες τους, αναζητώντας την μεγάλη «υποσχεμένη» έκπληξη. Ζούνε σε μέρες και μήνες τις συγκινήσεις που θα χρειαστούν, οι πολλοί χρόνια να τις αγγίσουν και καταλύουνται γρήγορα και σπάταλα, χωρίς να τρομάζουν, και φτάνουν στο θάνατο πεινασμένοι...

    Ένας παναισθησιακός τύπος, να τι ήταν η Μαρία Πολυδούρη. Αγαπούσε όλα τα στοιχεία, όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, απ’ τις πιο χαρούμενες και θορυβώδεις ως τις πιο μυστικιστικές κι ανείπωτες...

    Υπερτιμά τις δυνάμεις της, γιατί δεν τις διαχωρίζει από τις ανησυχίες της που ’ναι ακατάλυτες. Ενώ η ίδια αισθάνεται και ζει πολύ σοβαρά και με πολύ πάθος, εμείς, παρακολουθώντας τη ζωή της, έχουμε την εντύπωση ότι παίζει, διασκεδάζει, βαριέται και φεύγει. Μα έτσι ή αλλιώς, ζει όμορφα. Γιατί η ζωή της Πολυδούρη έχει τον ίδιο λυρισμό και το ίδιο ειλικρινές πάθος που έχει κι η ποίησή της. Και η ποίησή της πάλι, έχει τη σφραγίδα της ανυποταξίας ή αν θέλετε, της αναρχίας που ’χει η ζωή της. Και δραπετεύει απ’ τη ζωή, με την ίδια γενναιότητα που ζει...

    ... Γι’ αυτό το φλογερό και ορμητικό κοριτσόπουλο είχε πει κάποτε ο σχολάρχης στον πατέρα:

    - Στη Μαρία διακρίνω δαιμόνιο μυαλό, αλλά προς θεού, μη σας φύγουν ούτε στιγμή τα γκέμια, γιατί θ’ αφηνιάσει...

    ... Μια τέτοια γυναίκα, που δεν δέχεται άλλον έλεγχο από την λεύτερη βούλησή της, και που δεν καταδεχότανε ν’ αποκρούσει τον άντρα που την κυνηγούσε «γιατί φοβότανε τον μπαμπά και τη μαμά» – μια και τους είχε καταργήσει – αλλά με τη σταράτη απάντηση, «δεν σε θέλω, γιατί δεν μου αρέσεις», προκαλεί επικίνδυνα τον υπερτροφικό εγωισμό του ανατολίτη. Γι’ αυτό, δεν απορούμε καθόλου πως η Πολυδούρη κακοποιήθηκε στα στόματα όλων. αλλά η ίδια αδιαφορούσε...

    ... Παίζω μπουνιές με την κοινωνία, συνήθιζε να λέει.

    ...Μέσα στην Πολυδούρη φώλιαζε μια μανία ζωής, ενώ εκείνος [ο Καρυωτάκης] ήταν ολότελα αντιζωικός. Αλλ’ όσο κι αν είναι οι δρόμοι τους διαφορετικοί θα συναντηθούν στο σύνορο της Μοναξιάς... Πως να μην συγκλονιστεί λοιπόν ο Καρυωτάκης – που γεννήθηκε νικημένος – από μια γυναίκα που ’βαλε σε δοκιμασία την υποκρισία, τη βλακεία και την ανηθικότητα της εποχής της με μόνη τη λεβεντιά της να ’ναι ειλικρινής και γνήσια;...

    ... Μια αιώνια παρεξήγηση, να τι θα μείνει πάντα ανάμεσά τους. Μια μοιραία αλυσίδα παρανοήσεων και παρεξηγήσεων που θα τους χωρίζει στις πιο δύσκολες στιγμές και ακριβώς όταν θα ’χουν περισσότερη ανάγκη ο ένας τον άλλο...

    Πολλοί κατηγόρησαν τη Μαρία Πολυδούρη πως βασάνισε κι έφθειρε τον εαυτό της, σκορπώντας τον σπάταλα, μαδώντας τον στον έρωτα. Και δεν λένε ψέματα, χωρίς όμως να βρίσκονται και στην αλήθεια. Όπως θα ’ναι λάθος να δούμε την ποίησή της σαν μονότονο ερωτικό τραγούδι, όμορφο έστω και συγκινητικό. Μέσα στα ποιήματά της, δεν κλαίει τόσο εκείνους που ήρθαν κι έφυγαν, μα εκείνον που δεν ήρθε, το ιδανικό που δεν αιχμαλώτισε ποτέ, λες κι ήτανε μια χίμαιρα. Ένα ιδανικό που το ζήτησε έξω, πολύ μακριά από τον εαυτό της, στην καρδιά και την δύναμη των άλλων. Γιατί της ήταν αδύνατον να υπάρξει μόνη της και ν’ αποφασίσει τη Μοναξιά της, που ήταν η πιο μεγάλη επιβεβαίωση της ξεχωριστής κι ολοκληρωμένης προσωπικότητάς της.

    ...Η μοναξιά, που μέσα της πνίγηκε η τρυφερή και ωραία ποιήτρια, ήταν ένα μετάλλιο, που στη μια του όψη είχε χαραγμένη τη λέξη «Αφθονία» και στην άλλη τη λέξη «Τιμωρία»."

    Λιλή Ζωγράφου - Εισαγωγή: Μ. Πολυδούρη: Άπαντα, Εκδόσεις Εστία, Γενάρης 1961
    Πηγή: Μαρία Πολυδούρη - Κριτικό - Λογοτεχνικό Ανθολόγι&#
     
  2. ariadni

    ariadni Regular Member

    Ανεπίδοτη Επιστολή

    Αγαπητοί φίλοι!


    Ίσως το γράμμα αυτό να μην διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ’ αλήθεια δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας νάχω πεια ολότελα ξεχαστή απ’ όλους. Αλλά, ούτε δα κι’ αυτό το τελευταίο με νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι’ ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και ζωή και Χάρος ήμουν!

    Έζησα, τομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι’ αυτό θαρρώ αποφάσισα να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για μένα θάνατος ήταν. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με το θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που λέγαν πως μ’ αγάπησαν, κι’ ας μην μπόρεσαν ποτέ, κι’ ας μην τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν την ψυχή πούκρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της. Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτον φυγήν. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάμματα, μην τύχει και τους κλέψω την ψυχή τους.

    Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθή ότι λυπόμουνα βαθειά όταν καταλάβαινα ότι μ’ αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Τον ιδανικό μου έρωτα θαρρώ τον έζησα στη φαντασία μου. Η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το ένιωθα μέσα μου, κι’ όμως δεν πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου αποδείκνυε ότι αγαπούσα αληθινά. Δεν είνε στ’ αλήθεια τραγικό, μια μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν την γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς κείνοι που νοιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται στο πόνο της;

    Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μεσ’ στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι’ αυτοί… Πως άλλως θα με κατέτασσαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων; Άνθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι’ άλλοι - οι λίγοι - προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε; Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δεν την κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου, και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι’ όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μούπαιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονή για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μεσ’ σένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι’ αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαρειά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε την ψυχή μου, καλά την ωνόμασε χήρα…

    Είνε που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θάθελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενειά ηττημένη. Κάποιοι από μας κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε… - ούτ’ από μας ούτ’ απ’ τους άλλους - δεν τόλμησε να να ξεφύγει απ’ το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ’ αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ’ αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι περισσότεροι ήταν - είμασταν - δειλοί που ’ψαχναν απλά ναύρουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι’ ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι… Απόκληροι της αντίληψης… Κι’ όμως ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Κ., ο μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε και κείνος τόλμησε… Μούπε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα… ότι ήμουνα γι’ αυτόν μια παρηγοριά. Τόχε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του! Γι’ αυτό θαρρώ και έζησα τόσο μόνη, κι’ ας είχα πάντοτε κάποιους να με συντροφεύουν, αδέλφια μου σένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που ποτέ δεν δέχτηκα με ευμένεια κι’ οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα. “Πόσο είνε αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε μεις που την ανεχόμαστε τέτοια”, έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου…

    Μα, από τότε έχουν πεια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξεύρω, αφού ο χρόνος δεν έχει πεια για με καμμία σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω - αν τούτη δω η κατάσταση θεωρείται ζωή - μέσ’ απ’ τις αναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τα τετραδία του μυαλού και κυττάζω πίσω. Όλα ζητάω τα χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο… Γυρνώ το βλέμμα και τον κυττάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη… είνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος… κι’ όμως - θεέ συγχώρεσέ με - θα τον έπερνα με την καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια… Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ’ εύρω μοναδική κι’ αξέχαστή μου αγάπη… Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ… να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου εκείνο που μου ’ριχνες σαν έφτανα… τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου… να ιδώ τα χέρια σου ν’ απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν… να ιδώ… να νοιώσω το φίλημά σου… Είνε τόσο μεγάλος ο καϋμός και είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν…

    Τα λόγια αυτά ίσως νακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθανάτου, μα, αλοί, δεν μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια πεια νεκρή. Όσο ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουνα ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχωμαι αλλά και ποιο παιδί δεν είνε άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη… Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά, κι’ αν είνε δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική πούνε ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν’ ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν’ αφήσετε να θρονιαστεί στην καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν’ αγαπήσετε με πάθος και να καείτε απ’ τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, την κάθε σας στιγμή τραγούδι, κι’ όταν έρθ’ η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξι, αλλά από ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα μεις τα παίρναμε για γκρίνια…

    Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές, κυττώ πίσω και αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμμιά άλλη γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμμιά άλλη, κι’ αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε, εκείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ’ Απρίλη, δεν ήμουν πεια μόνη. Νέοι που μ’ αγάπησαν ήρθαν να μ’ αποχαιρετήσουν και φίλες γκαρδιακές στο προσκεφάλι μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν…

    Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα, όπως λέει κι’ η καλή μου φίλη.



    Με αγάπη

    Μαρίκα Πολυδούρη
     
  3. extreme32

    extreme32 Regular Member



    Τι παραπανω θα μπορουσε κανεις να γραψει για να περιγραψει τον απολυτο ερωτα;
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  4. NIK_Cave

    NIK_Cave Regular Member



    ΝΑ με συνχωρεσει η lady To ξεσηκωσα απο τις αφιερωσεις της

    Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
    σε περασμένα χρόνια.
    Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
    και σε βροχή, σε χιόνια,
    δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.

    Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
    μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
    μόνο γι' αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο
    κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
    μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

    Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες
    και στη ματιά σου να περνάει
    είδα τη λυγερή σκιά μου ως όνειρο
    να παίζει, να πονάει,
    μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.

    Γιατί, μόνο γιατί σε σεναν άρεσε
    γι' αυτό έμειν' ωραίο το πέρασμά μου.
    Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα
    σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
    Μόνο γιατί σε σεναν άρεσε.

    Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα
    γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
    Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
    μένα η ζωή πληρώθη.
    Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.

    Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
    μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
    Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
    μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
    μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.


    oπως λεει και μια φιλη
    αυτο δεν ειναι ποιηση ειναι κατα8εση ψυχης

    thanks for the books Lady...


    NIKOΛΑΣ_Η
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  5. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Μαρία Πολυδούρη, η πιο αληθινή ίσως γυναικεία φωνή που ακούστηκε ποτέ στην ελληνική ποίηση. Μια ποιήτρια που έγραφε αισθανόμενη και όχι σκεφτόμενη, που ήταν αρκετά ειλικρινής ώστε να ακουμπήσει τα όρια της απόγνωσης...

    Η Πολυδούρη είναι κραυγή, θρήνος, ξέσπασμα χαράς, δάκρυ, πτήση, χάος κι αιωνιότητα, γυναίκα και ζωή.

    Τον καιρό που άλλοι σώπαιναν αυτή μιλούσε, κι όταν οι άλλοι άρχισαν να μιλούν αυτή σώπασε για πάντα "...μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη". Ο Απρίλης είναι ο μήνας της. Ο μήνας που γεννήθηκε, ο μήνας που πέθανε. Τον συναντάμε συχνά πυκνά τόσο στα ποιήματα όσο και στο ημερολόγιό της: "...Ο Απρίλης πεθαίνει μα μέσα μου δεν εννοεί να πεθάνει τίποτε!...", και αλλού: "Ο μήνας που μου έδωκε τη ζωή κι ο μήνας που όταν μπη μου παίρνει κάθε ίχνος ζωής! Μια μελαγχολία χωρίς όρια με πνίγει, μια πλήξη τρομερή με παραλύει, μια νευρικότης με πεθαίνει. Απρίλιε... Απρίλιε πόσο ευχάριστα μου ψάλλεις τη δυστυχία μου, μου θυμίζεις ό,τι μου λείπει... με απελπίζεις".

    Η Μαρία ήταν μια τραγική φιγούρα της εποχής της, γιομάτη ζωή και θάνατο. Θα λέγαμε ότι γεννήθηκε πρόωρα. Προηγήθηκε της εποχής της. Τον καιρό που όλοι κοιτούσαν το... δάκτυλο εκείνη κοιτούσε το φεγγάρι, κι έβγαζε από μέσα της κραυγές, άλλοτε σπαρακτικές, άλλοτε κραυγές χαράς. Ένιωθε έντονα την ανάγκη της φυγής. Ήθελε να αλλάζει συνέχεια κι αυτό φόβιζε τους ανθρώπους. Κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει μια γυναίκα που ήταν σαν αερικό, που περίμενες ότι απ’ τη μια στιγμή στην άλλη θα ανοίξει φτερούγες και θα χαθεί στου ουρανού τα πλάτη: "...Έφυγα από τον τόπο που κάθε του γωνιά - κάθε του δέντρο, κάθε αυγή, κάθε δείλι στον κοκκινωπό ουρανό, μου έφερνε μια θλιβερή ανάμνηση! Είπα: γιατί να ζω μια ζωή δηλητηριασμένη; Κι’ έφυγα - έφυγα μακρυά!...".

    Διαβάζοντας το ημερολόγιό της, διαβάζουμε τα θραύσματα μιας ευαίσθητης ψυχής. Μιας ψυχής που ζήταγε πολύ να αγαπηθεί, αλλά και που η ίδια ήξερε ότι δε θα έφθανε ποτέ στην Ιθάκη του έρωτα: "... Μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθή ότι λυπάμαι βαθειά όταν καταλάβω ότι με αγαπούν;...", διερωτάται σε κάποια ημερολογιακή της σημείωση, για να δηλώσει κάπου αλλού: "... Ας φανερωθεί μπρος μου ο άνθρωπος που θα μπορέσω να τον αγαπήσω αληθινά, με τρέλλα κι ας μη με αγαπήση, δε με μέλλει. Θα ζω με την ευτυχία του να αγαπώ και θα πεθάνω έτσι...".

    ...Σε μια εποχή που επικρατούν οι μετριότητες η Πολυδούρη βγαίνει από τις σκιές κι έρχεται να μας μιλήσει για την - με κεφαλαίο α - Αγάπη. Η ποπ κορν γυναικεία λογοτεχνία που επικρατεί στις μέρες μας δεν αξίζει μία μπροστά στα "άτεχνα" κείμενα της ποιήτριάς μας. Η Μαρία δεν έγραφε ποίηση για να πουλήσει, έγραφε για να εκφραστεί, για να μην πλημμυρίσει με χίλιες μύριες σκέψεις και ρωτήματα η ψυχή της και να εκραγεί. Αν ζούσε σήμερα τον "Ιούδα (που) φιλούσε υπέροχα" θα τον έφτυνε κατάμουτρα, το "Φεύγα" θα το έστελνε στον αγύριστο, και τα άλλα μυθιστορήματα μιας χρήσης θα τα χρησιμοποιούσε για προσάναμμα στο τζάκι της. Επειδή ποίηση και λογοτεχνία δεν είναι μόνο περίτεχνες λέξεις και ατάκες, αλλά και τρόπος ζωής. Πρέπει να έχεις τα κότσια να τα βάλεις με όλους και όλα, να διεκδικήσεις το δικαίωμα στην οργή και την ουτοπία, στο όνειρο και την αλήθεια, να ξεπεζέψεις από τα άρματα του χθες και να ακολουθήσεις το δικό σου προσωπικό δρόμο. Στον καιρό μας ευδοκιμούν τα μεγάλα λόγια, αλλά από όλους εκείνους τους παντογνώστες που μας περιτριγυρίζουν ποιος θα τολμούσε να πει, αυτά που έλεγε η Πολυδούρη;...: "... Το δωμάτιό μου είνε μικρό σαν μια σπηλιά, οι εικόνες των δικών μου που κρέμονται έχουν ένα ύφος δυσαρεστημένο εναντίον μου, αλλά γι’ αυτούς προσπαθώ να δίνω κάποια σημασία στη ζωή μου. Κάνουν το παν για μένα, αλλά η αγάπη τους είναι μια θυσία που δεν δέχτηκα ποτέ με ευμένεια και η ανησυχία τους χειροπέδες για μένα". Αυτά έλεγε η ποιήτρια πριν 77 χρόνια. Υπάρχει σήμερα κανείς πιο ελεύθερος από αυτή; ή μήπως όλοι μόλις βρουν λίγη ελευθερία ψάχνουν και πάλι για ένα κλουβί να κουρνιάσουν μέσα;

    "... Είμαι ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχωμαι αλλά και ποιο παιδί δεν είνε άμυαλο; Ορμητική, απερίσκεπτη κάνω πάντα κάτι τι για το οποίον θα παραπονείται η Λογική αλλά θα συγχωρεί η ψυχολογία...". Το πιο πάνω απόσπασμα μιλά για την ανακάλυψη της αυταπάτης της, ενώ κάπου αλλού βγάζει μια κραυγή απελπισίας: "... Τι ειρωνεία! να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν την γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς κείνοι που νιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται στον πόνο της...". Τέλος, εκφράζει ένα παράπονο πικρό: "... Αλλοίμονο! άδικη μοίρα γιατί να τον αγαπήσω; Γιατί ο άνθρωπος που θ’ αγαπούσα να μην είνε όπως τον ωνειρεύτηκα, ένα χαμίνι του Δρόμου! θάταν δικός μου έτσι. Θα ερχόταν με την ανατολή του φεγγαριού κάτω στην πόρτα μου και θα σφύραε ένα τραγουδάκι της αγάπης...".

    ...Πολύ καλή για να είναι αληθινή! Έτσι φαντάζει στα μάτια όλων εμάς, που ξεχάσαμε τα πράγματα που έχουν στ’ αλήθεια σημασία στη ζωή, η Μαρία Πολυδούρη. Σε μια εποχή που η αγάπη υπολογίζεται με τα κυβικά ενός αυτοκινήτου, τις καταθέσεις στην τράπεζα και το θεαθήναι, φωνές σαν κι αυτή ακούγονται τελείως παράταιρες, αναχρονιστικές. Όλοι έχουν μάθει πια να ζουν και να πεθαίνουν με το ψέμα στα χείλη. Αν ζούσε σήμερα η Πολυδούρη δε θα έβγαζε ποιητικές κραυγές, θα κρυβόταν. Δε θα άντεχε την απανθρωπιά. Θα αποσυρόταν σε κάποια ερημική παραλία και θα έπιανε κουβέντα με τα πουλιά, τα ξωτικά και τα κύματα, τα ζωντανά που ξέρουν πως να ζήσουν.

    Λάκης Φουρουκλάς

    Λάκη Φουρουκλά - "Ωδή στο Χάος"
     
  6. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Το Ημερολόγιο

    1 Φεβρουαρίου 1921

    Η σημερινή ημέρα! πόσες και πόσες σκέψεις ευχάριστες και πόσα χτυποκάρδια
    και πόσα δάκρυα μεσ’ απ’ το πρίσμα που την έβλεπα! Μου είχε καταντήσει χωρίς υπερβολή το μοναδικό όνειρο και σαν τέτοιο το εφανταζόμουν απραγματοποίητο.
    Τώρα; Είναι το απλούστερο πράγμα! Ευρίσκομαι εδώ, στην Αθήνα, την πόλι των
    ονείρων μου για να δω πραγματοποιουμένη κάθε σκέψι μου. Ο Θεός να με βοηθήση. Είναι τόσο μεγάλος ο καϋμός και είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι
    που τον αποτελούμεν!
    Πόσο αισθάνομαι τον εαυτόν μου έκπληκτον, μια νέα ζωή αρχίζει μέσα μου, ευρίσκομαι στο πρώτο βήμα του προγράμματός μου και μου φαίνεται πως αγγίζω
    το τελευταίο. Το στενό δωμάτιό μου, μου φαίνεται πολύ ευρύχωρο κι’ όμως η σκέψι
    μου έχει σταματήσει. Έχω για τόσα πράγματα σπουδαία να φροντίσω κι’ όμως δεν ανησυχώ. Είμαι ήσυχη σαν να ξεύρω ότι έτσι αυτομάτως θα λυθούν όλα αυτά.
    Μια αφηρημάδα με κατέχει. Ο θόρυβος της κινήσεως μου δίδει την εντύπωση
    ότι έχω πάρει κινίνο. Ένα ένα βιβλίο πέρνω στα χέρια μου και το αφήνω χωρίς να το ανοίξω. Προσπαθώ να μελετήσω τον εαυτόν μου. Δεν βρίσκω τίποτε μέσα μου
    ούτε το θάρρος μου αλλά ούτε και δειλία. Αρχίζω να κάνω πειο πυκνά το σταυρό μου.

    Μαρίας Πολυδούρη - Το Ημερολόγιο
     
  7. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    10 Φεβρουαρίου

    Δεν κατώρθωσα ακόμα ούτε σχετικώς να συνηθίσω την πόλι αυτή με τους μακρυούς δρόμους. Η αδιαφορία μου των πρώτων ημερών έχει εξαφανισθεί απολύτως.
    Μόνη όπως περιέρχομαι στους δρόμους με τη σκέτη καλογερική ποδιά μου, με το τριμένο παλτό μου, το μεταποιημένο από μένα καπέλλο μου νομίζω ότι όλοι μου ρίχνουν ειρωνικά βλέμματα και ότι όλη η ευθυμία των γύρω μου περιπατούντων είναι
    εις βάρος μου. Αισθάνομαι τον εαυτό μου βαθειά ταπεινωμένον και μερικές στιγμές νοιώθω ότι έχω πολύ χαμηλωμένο το κεφάλι και το σώμα κυρτωμένο. Σε μια στιγμή καταβάλλω μια υπερήφανη προσπάθεια να πετάξω αυτό το ράσο του μισοκακόμοιρου,
    να πάρω ύφος εύχαρι, βάδισμα ζωηρό αλλά αυτό δεν γίνεται παρά για λίγα λεπτά.
    Στην πρώτη ωραία, ζωηρή, εύθυμη γυναίκα που θ’ απαντήσω μπρος μου, στην πρώτη κομψή σιλουέττα νεαρού που κυττάζει ψηλά σαν να θέλη ν’ αποφύγη να ρίξη και ένα βλέμμα επάνω μου, πέρνω την ίδια μου πόζα. Θεέ μου! πόσο μέμφομαι τον εαυτόν μου μέσα μου γι’ αυτήν την αδυναμία. Τι να γίνη; Είμαι άνθρωπος!

    Μαρίας Πολυδούρη - Το Ημερολόγιο
     
  8. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    15 Φεβρουαρίου

    Επήγα σήμερα στο γραφείο να αναλάβω υπηρεσία. Τι τρομερό κρύο.
    Είχα ξεπαγιάσει όλη. Μου παρουσίασαν καμπόσους από τους και τας συναδέλφους.
    Τι έκπληξις! παρ’ ολίγο θα γελούσα μπρος τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί και ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι.
    Θεός φυλάξοι μην είναι όλοι οι συνάδελφοι στον ίδιο τύπο! Ή θα αηδιάζω ή θα πεθάνω στα γέλοια βλέποντάς τους.
     
  9. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    2 Απριλίου

    Κατώρθωσα να πάρω άδεια για να μελετήσω. Μετά ένα μήνα θα δώσω εξετάσεις. Πόσο ευχάριστα περνώ τις ώρες κοντά στα βιβλία μου. Τίποτε δεν θα μπορούσε σ’ αυτήν την εποχή να με παρηγορήση όπως αυτά. Κλείνουν μια δύναμη απεριόριστη μέσα τους που τη νοιώθω ακόμα πειο μεγάλη. Ζητώ σιμά τους να ξεχάσω το παν κι αν όχι αυτό - είνε τόσο μεγάλο - να παρηγορηθώ, να γελάσω στη ζωή μου που ανθίζει μπρος μου. Θα την έχουν άραγε αυτή τη δύναμη; εως τώρα τίποτε δεν μου έκαναν…
    Έφυγα από τον τόπο που κάθε του γωνιά - κάθε του δέντρο, κάθε αυγή, κάθε δείλι στον κοκκινωπό ουρανό, μου έφερνε μια θλιβερή ανάμνησι! Είπα: γιατί να ζω μια ζωή δηλητηριασμένη; Κι’ έφυγα - έφυγα μακρυά! Ω θεέ μου! Είνε τώρα που νοιώθω πειο σιμά μου τη δυστυχία, την ανησυχία, τον πόνο.
     
  10. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    4 Απριλίου

    Τίποτε… τίποτε… τίποτε… στο διάβολο και η φιλοσοφία και η υπομονή και η σταθερότης. Ένα μεγάλο, ατέλειωτο κενό με περιζώνει. Θαρρώ πως βρίσκομαι μέσα
    σε μια ξερή στέρνα! Ούτε το Ζάππειο, ούτε οι ωραίοι κήποι, ούτε το Φάληρο ούτε η Φρεάτυδα ούτε η Κηφισσιά (αχ, η Κηφισσιά!) μου δίνει ό,τι ζητώ, ό,τι μου λείπει! κάθε άλλο! Μια βουή σαν καμπάνα βουίζει στα αυτιά μου - Σου λείπει! - Πλήξις, πλήξις!
     
  11. KAIseR

    KAIseR Regular Member

    Απάντηση: Αφιέρωμα στην Πολυδούρη

    Μαρία Πολυδούρη (1902-1930) - ἡ εὐαίσθητη ποιητικὴ γραφίδα



    24-7-1929. Αὐτὸς ποὺ αὐτοκτονεῖ γιατὶ τοῦ ἦρθε μιὰ μεγάλη λύπη στὴ ζωή, αὐτὸς εἶνε ἕνας ἀνάξιος τῆς ζωῆς, δὲν ἔπρεπε νὰ τὸν ἔχη δεχτῆ καθόλου. Εἶνε ἕνας μικρόψυχος. Ἑξαιρῶ ὅσους αὐτοκτονοῦν γιατί εἶνε ἄρρωστοι, εἴτε σωματικά, εἴτε ψυχικά. Φυσικὰ εἶνε ταπεινωτικὸ νὰ ζῆ κανεὶς στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς, κι’ ὅμως νὰ ζῆ! Μὰ δὲν πρόκειται γι’ αὐτούς, τώρα. Ὁ πόνος εἶνε τὸ φριχτὸ καὶ τὸ μεγάλο δῶρο. Νὰ τὸν δεχτῆς γιὰ νὰ στραγγίσης τὴ ζωὴ ὡς τὴν τελευταία σταγόνα. Νὰ τὸν δεχτῆς γιὰ νὰ παλαίψης, ὁ ἀγώνας εἶνε ἡ ζωή. Ἡ ἀντίδρασή σου σὲ κάθε χτύπημα εἶνε μιὰ νίκη, ὅσο κι ἂν χάνεις λίγο λίγο ἔδαφος, γιατί βέβαια ἐσὺ θὰ ἐξαντληθῆς ὄχι ἡ ζωή. // Μὰ αὐτὴ ἡ ἀπεγνωσμένη προσπάθεια, τὸ κατανάλωμα τῆς ψυχῆς μας, τῆς ζωῆς μας ὅλης, τί ἀφάνταστα φριχτὸ καὶ τί σεμνὰ μεγαλειῶδες! «Καθῆκον» λέξις τριμμένη, σχεδὸν χωρὶς οὐσία καὶ μισητή. Τί ἀνύψωμα θἄπρεπε νὰ τῆς δώσω, τί ντύσιμο νὰ τῆς κάνω –μᾶλλόν τι ξεντύσιμο- γιὰ νὰ τὴ δώσω στὸν ἀγώνα τῆς ζωῆς! Ἕνα καθῆκον εὐγενείας. Εἶνε εὐγένεια τὸ δόσιμο στὴν καταστροφὴ τῆς ζωῆς. Πόσες γωνιὲς τῆς ψυχῆς σου θὰ φωτισθοῦν, τί ἐξαΰλωμα, ἐξαγίασις ὁ σπαραγμός, ἡ συντριβή, ἡ ταπεινωσύνη. Στὸ βάθος τοῦ πόνου ὁλοένα, ποὺ νὰ τελειώνουν ὅλα μπρὸς στὰ μάτια σου, ποὺ νὰ σοῦ λείπει ἡ πνοή, ποὺ νὰ νιώθῃς κάθε στιγμὴ τὴ λόγχη στὰ σπλάχνα, ἔτσι πέρνεται ἡ μεγάλη γαλήνη τῆς μορφῆς καὶ τὸ φωτοστέφανο τῆς Ζωῆς: ἕνας ἄξιος ἄνθρωπος! Ἔτσι μόνο θ᾿ ἀξιωθῆς, ὅταν ἡ μεγάλη στιγμὴ φτάση, νὰ καταλάβεις βαθιὰ ὅτι ἔζησες, ὅτι τὴ Ζωὴ τὴν πῆρες ὅλη, ὅτι τόσο τὴν ἐξάντλησες, ὥστε ἂν κανεὶς σοῦ πρότεινε ἕνα ξαναγύρισμα νὰ ἀρνηθῇς μὲ κάθε εἰλικρίνεια καὶ ἁπλότητα. [Αὐτὴ εἶνε ἡ μεγάλη στιγμή. Ἡ ἀναμονὴ τοῦ θανάτου γιὰ τὴ δικαίωση, τὴν ἀνάπαυση, ἀπέριττη καὶ ὡραία.] Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Νέα Ἑστία», τεῦχος 1331, Χριστούγεννα 1982

    Μια σελίδα για τη Μαρία Πολυδούρη λοιπόν!




    Όπως λέει η Λιλή Ζωγράφου: «Πολλές φορές αναρωτήθηκα κι ανησύχησα, μπορώ να πω, για την τόση μου αγάπη στη Μαρία Πολυδούρη. Μια αγάπη που μ’ έσπρωχνε σ’ έρευνες, τρεξίματα, αναζητήσεις προσώπων και πραγμάτων, που θα με βοηθούσαν να την εξηγήσω, να την αναγνωρίσω ολότελα και να την καταχτήσω».

    Τα ίδια και χειρότερα έπαθα κι εγώ. Γνώρισα την Πολυδούρη μέσω του Καρυωτάκη, και στο τέλος βρέθηκα περισσότερο δεμένος με κείνην. Κι όσο περισσότερο τη γνώριζα, τόσο πιο πολύ παθιαζόμουνα μαζί της. Στο τέλος τέλος ένιωσα να έχω κάποια «υποχρέωση» απέναντί της. Ήθελα να της ξεπληρώσω ένα χρέος. Ήθελα να την ευχαριστήσω που μας χάρισε μέσα από την ποίηση, το ημερολόγιο και τη ζωή της, την ίδια της την ψυχή, που δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά η ψυχή ενός αληθινά ελεύθερου ανθρώπου.

    Η Μαρία υπήρξε η πιο γυναίκα απ’ τις γυναίκες, η πιο επαναστάτρια απ’ τις επαναστάτριες, μια αερινή φευγάτη ύπαρξη που πέρασε απ’ τον κόσμο αυτό μονάχα διαβατικά, για να μας δείξει την ομορφιά, το αληθινό πάθος, και να φύγει. Ήταν μια από τις μοναδικές εκείνες υπάρξεις-ξωτικά που ζουν για να πεθάνουν, και ζουν στ’ αλήθεια όσο κανείς άλλος. Μια γυναίκα-χαστούκι στους ανθρώπους της συνήθειας, τους μικρούς, τους τιποτένιους, που δεν σταματούν ούτε για μια στιγμή για να θαυμάσουν την ομορφιά που υπάρχει γύρω τους, την ομορφιά που κρύβουν μέσα τους, αλλά που είναι πολύ βιαστικοί για να την προσέξουν.

    Ο Ρεμπό τον 19ο αιώνα έγραφε για τους άνθρωπους-καρέκλες. Η Πολυδούρη στις πρώτες δεκαετίες του 20ου τους κατακεραυνώνει. Κι οι δυο τους κάηκαν απ’ την ίδια τους τη φλόγα! Γεννήθηκαν πολύ νωρίς για την εποχή τους, κι ειδικά η Μαρία, που σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία ήταν μια γυναίκα-σύμβολο, μια γυναίκα ελεύθερη, μια γυναίκα από το αύριο.

    Υπήρξε μια μοιραία της γενιάς της. Κι όσοι τη γνώρισαν έχουν να λένε ότι έπαθαν... πολυδουρίτιδα! Μια γυναίκα που γοήτευε όλους όσοι την πλησίαζαν, μια γυναίκα όλο ψυχή.

    Αλλά όσα και να πούμε θα ’ναι λίγα. Ας αφήσουμε λοιπόν την ίδια να μιλήσει. Εμείς δεν έχουμε παρά να σας ευχηθούμε να έχετε ένα καλό ταξίδι στο ποιητικό ετούτο σύμπαν.

    Λάκης Φουρουκλάς
     
    Last edited: 9 Απριλίου 2009
  12. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    20 Απριλίου

    Η ωραιοπάθειά μου όσο πάει και μεγαλώνει… τρομερόν!
    ...