Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Αφιέρωμα στον Ζεράρ ντε Βιλλιέ

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 29 Ιουλίου 2008.

  1. skia

    skia Contributor

    ουφφφ!!!!!!!πολύ ζέστη σήμερα............    
     
  2. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Στις εφτά ακριβώς, η Τιτίκα χτύπησε την πόρτα της κάμαρας κρατώντας ένα δίσκο με καφέ, ζάχαρη, και δυο κρουασάν.

    Δεν πήρε απάντηση. Ξαναχτύπησε, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Πίσω απ’ την πόρτα, άκουγε ροχαλητό. Πολύ φυσικό: χτες βράδυ, ο κύριός της είχε πιει πολύ σαν να ‘θελε κάτι να ξεχάσει. Μετά, της είχε φορέσει χάμουρα αλόγου και την είχε κάνει δική του απ’ το μέρος των γλουτών, άγρια, πολύ άγρια…

    Ο εγκέφαλός της που είχε μείνει στην παιδική ηλικία, άρχισε να δουλεύει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Τι έπρεπε να κάνει; Να περιμένει χωρίς να ξυπνήσει τον κύριο; Να σεβαστεί τον ύπνο του; Κι όμως, είχε εντολή να τον ξυπνήσει στις εφτά και δεν έπρεπε να διστάζει. Θα έμπαινε. Άλλωστε, ο καφές θα κρύωνε κι ο κύριος τον ήθελε ζεστό.

    Η Τιτίκα γύρισε το χερούλι της πόρτας, ενώ η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Μετά, έμεινε για λίγο ακίνητη: το φως της ημέρας ξεχυνόταν στην κάμαρα απ’ το μεγάλο παράθυρο κι έβλεπε καθαρά τον κύριό της, πεσμένο στο κρεβάτι με τα ρούχα, και πλάι του, στο κομοδίνο, υπήρχε ένα αδειανό μπουκάλι από ουίσκι κι ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα.

    Η Τιτίκα απομνημόνευε τα πάντα μ’ αυτή την εκπληκτική παρατηρητικότητα που χαρακτηρίζει τους διανοητικά καθυστερημένους…

    Έξω, πέντε ή έξι πουλιά που ξύνουν συνέχεια την κοιλιά τους με το ράμφος τους, που έρχονται μόνο το καλοκαίρι και που τα λένε «χελιδόνια», τιτίβιζαν πάνω στα ηλεκτρικά καλώδια. Πόσα ήταν; Πέντε ή έξι; Η Τιτίκα δεν ήξερε ακριβώς. Κι όμως κάποια μέρα, ο κύριός της της είχε εξηγήσει (τι θα πει εξηγήσει; ) πως αφού είχε πέντε δάχτυλα στο κάθε της χέρι μπορούσε να μετρήσει ως το δέκα. Κι ακόμη ως το είκοσι (τι ήταν το είκοσι; ) αφού είχε κι από πέντε δάχτυλα στο κάθε της πόδι.

    Η Τιτίκα στρίμωξε όλες αυτές τις παρατηρήσεις μέσα στη μνήμη της και, ξαφνικά, θυμήθηκε πως ο καφές κρύωνε και τρόμαξε.

    Άφησε το δίσκο πάνω στο κομοδίνο, πλησίασε τον Φιλίπ Ντιρτάλ κι ακούμπησε το δάχτυλό της στα χείλη του. Αυτά τα χείλη που, συχνά, μασουλούσαν λαίμαργα τα δικά της και την έκαναν να βλέπει εφιάλτες και να ξυπνάει τη νύχτα μουσκεμένη στον ιδρώτα και πανικόβλητη. Γιατί ο κύριος της έτρωγε έτσι τα χείλια; Μήπως κάποια μέρα θα της τα’ τρωγε και στ’ αλήθεια; Με τα δόντια του; Όπως τρώνε ένα μπιφτέκι;

    -Κύριε, ψιθύρισε με φωνή γεμάτη αγωνία. Είναι περασμένες εφτά…Ο καφές θα κρυώσει…Κύριε…

    Ήταν γυμνή, όπως έπρεπε να ‘ναι κάθε πρωί που έφερνε το πρωινό. Τα στήθια της, που χτες ο κύριος τα ‘χε μαστιγώσει αλύπητα, κρέμονταν ανάμεσα στα χέρια της.

    Το δάχτυλό της εξακολουθούσε να χαϊδεύει τα χείλη του κοιμισμένου άντρα.

    -Κύριε…

    ………………………

    Η Τιτίκα χαμογέλασε. Όταν του χαϊδεύω τα χείλη, ο κύριος δείχνει να νιώθει καλύτερα…

    Ξαφνικά, μια ιδέα πέρασε απ’ το μυαλό της. Τι κουτή που ήταν! Ο καλύτερος τρόπος για να ξυπνήσει τον κύριο, ήταν να του κάνει αυτό που εκείνος ονόμαζε «πίπα».

    Έσκυψε ανάμεσα στα πόδια του και άρχισε να κατεβάζει το φερμουάρ του παντελονιού του…

    Το πρόβλημα της Τιτίκας ήταν να καταφέρει να κρατήσει το στόμα της ανοιχτό γιατί το σεξ του κυρίου της είχε μεγαλώσει πολύ. Κάθε φορά που κατέβαζε το κεφάλι της, το σεξ έφτανε μέχρι το λαρύγγι της και τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα, αλλά ό κύριος εξακολουθούσε να κοιμάται. Μόνο που τώρα είχε πάψει να ροχαλίζει και κρατούσε τα δυο του χέρια σφιγμένα πάνω στην καρδιά του.

    Ο Φιλίπ Ντιρτάλ ξύπνησε απότομα.

    -Τι είναι; έκανε βραχνά. Τι κάνεις εκεί;

    Η Τιτίκα ανασήκωσε το κεφάλι της.

    -Πίπα, κύριε…Μια πίπα για να ξυπνήσετε…

    Ο Φιλίπ Ντιρτάλ άφησε το κεφάλι του να ξαναπέσει πάνω στο μαξιλάρι.

    -Μπράβο, είπε, είσαι καλό κορίτσι. Συνέχισε…

    (Ζεράρ ντε Βιλιέ, «Το κλαμπ των εραστών», εκδόσεις Multieditions S.A., 1990)
     
  3. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    «Ήταν υπέροχη κι είχε μακριά, ξανθά μαλλιά που πλαισίωναν το πρόσωπό της και ξεχύνονταν πάνω στο μαύρο πουλόβερ της. Όμως, ήταν πολύ χλωμή, τα μάτια της φαίνονταν κομμένα και κουρασμένα και το στόμα της, αν και έντονα βαμμένο, έμοιαζε σφιγμένο από αγωνία…

    Το κτίριο όπου έμενε η Αλίν ήταν στο βάθος της αυλής κι όταν εκείνη έφτασε στο ασανσέρ και πάτησε το κουμπί είχε λαχανιάσει.

    Η αιτία γι αυτό ήταν ο κορσές. Αυτός ο δερμάτινος κορσές με τις μπανέλες που της είχε φορέσει ο Ρολάν και που κάθε μέρα την έσφιγγε και λίγο περισσότερο. Θα τον συνήθιζε άραγε ποτέ; Ο Ρολάν έλεγε πως ναι. Έλεγε ακόμη πως αυτό δεν ήταν δικό του πρόβλημα. Την ήθελε με πολύ λεπτή μέση. Αν η Αλίν δεν άντεχε τον κορσέ, ε, τότε, δεν είχε παρά να φύγει. Δεν την κρατούσε. Άλλωστε, θα έβρισκε πολύ γρήγορα κάποια άλλη για να την αντικαταστήσει…

    Η Αλίν μπήκε στο διαμέρισμα και, καθώς έκλεινε την πόρτα, ένιωσε το λαρύγγι της να σφίγγεται: ο Ρολάν ήταν εκεί! Μύριζε τον καπνό του τσιγάρου του. Θα την τιμωρούσε όπως την πρώτη φορά κι η τιμωρία της θα ήταν φοβερή. Θα προσπαθούσε να του εξηγήσει, αλλά εκείνος δε θα έδινε καμιά σημασία στις διαμαρτυρίες της.

    Η Αλίν άφησε την τσάντα της πάνω στο κομό και προχώρησε στο λίβινγκ-ρουμ. Στο άνοιγμα της πόρτας, έμεινε ακίνητη. Ο Ρολάν δεν ήταν μόνος του. Στον καναπέ απέναντί της, ήταν καθισμένος ένας άντρας. Ήταν ψηλός, μελαχρινός, γύρω στα τριάντα και την έγδυνε με τα μάτια του.

    Η Αλίν έριξε μια χαμένη ματιά προς το μέρος του Ρολάν που, εκείνη τη στιγμή σερβίριζε δυο ποτά. Στράφηκε προς το μέρος της και, για μια ακόμη φορά, η Αλίν σκέφτηκε πως έμοιαζε με άγριο θηρίο, μ’ έναν ξανθό τίγρη, ευκίνητο και δυνατό. Όμως, όταν το ψυχρό βλέμμα του καρφώθηκε πάνω της, μια αλλόκοτη ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί της…

    -Γδύσου! Εξακολούθησε ο Ρολάν. Τσιτσίδι!

    Ο φωτογράφος στράφηκε προς το μέρος του.

    -Πρώτα, θέλω να περπατήσει μπροστά μου! είπε. Θέλω να δω πώς φαίνεται ντυμένη. Οι πρώτες φωτογραφίες θα είναι πολύ αυστηρές.

    Η Αλίν πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να πνιγόταν. Μετά, ξέσπασε σε λυγμούς.

    -Όχι!...Όχι!..., τραύλισε. Δε θέλω!

    Ξαφνικά γούρλωσε τα μάτια της. Ο Ρολάν την πλησίαζε με το χέρι υψωμένο…Την επόμενη στιγμή, δυο δυνατά χαστούκια άστραφταν πάνω στα μάγουλά της κι αν δεν την συγκρατούσε ο Ρολάν θα σωριαζόταν στο πάτωμα.

    -Σου δίνω πέντε δευτερόλεπτα για να σκεφτείς! της φώναξε. Αν δε δεχτείς, όχι μόνο θα σε διώξω, αλλά θα χάσεις και τη δουλειά σου! Και δεν είναι μόνο αυτό. Δε θα ξαναβρείς δουλειά πουθενά! Καταλαβαίνεις; Λοιπόν, λέγε: Ναι ή όχι;

    Η Αλίν εξακολούθησε να κλαίει.

    -Ναι…, μουρμούρισε.

    Ο Ρολάν χαμογέλασε.

    -Έτσι μπράβο, είπε. Και τώρα, περπάτα λίγο…

    Ο Ζαν-Ζακ σφύριξε σιγανά.

    -Σε παραδέχομαι, έκανε κοιτάζοντας το φίλο του. Την έχεις εκπαιδεύσει τέλεια…

    Ο Ρολάν ανασήκωσε τους ώμους του.

    -Δεν είναι και τόσο δύσκολο, απάντησε. Στην πραγματικότητα, όλ’ αυτά της αρέσουν πολύ. Σ’ όλες τις γυναίκες αρέσουν! Θα το δεις! Είναι μια βρόμα. Θα ποζάρει για τις πιο τρελές φωτογραφίες, και μετά θα καμαρώνει κιόλας!...

    …………………………….

    Απ' την αυλή του κτιρίου, πίσω από τις κουρτίνες του παραθύρου, ακούγονταν κελαϊδίσματα πουλιών. Εδώ, μέσα στο λίβινγκ-ρουμ της Αλίν ο μόνος ήχος που διαπερνούσε τη σιωπή, ήταν το κουδούνισμα που έκαναν τα παγάκια πάνω στο γυαλί των ποτηριών.

    Η νεαρή κοπέλα, σωστό σεξουαλικό αντικείμενο στα χέρια ενός διεστραμμένου συγγραφέα, είχε βγάλει όλα της τα ρούχα κι είχε μείνει με τον δερμάτινο κορσέ που της έσφιγγε τη μέση, με τις λεπτές μαύρες κάλτσες της και τις γόβες με τα ψηλά τακούνια που, εδώ και δυο μήνες, προκαλούσαν τα σχόλια των συναδέλφων της στο γραφείο. Όλοι ήξεραν πως είχε μπλέξει με τον Ρολάν ντ’ Ανβέρ κι ήταν σίγουροι πως έπαιζε το ρόλο της καινούριας του σκλάβας.

    Με το κεφάλι σκυμμένο, τα μάτια καρφωμένα στο έδαφος και μια τούφα απ’ τα μαλλιά της πεσμένη πάνω στο αριστερό της μάτι, η Αλίν ένιωθε τα στήθια της να τραντάζονται σε κάθε της ανάσα. Κι ακόμη, υπήρχε και το βλέμμα του φωτογράφου που ήταν καρφωμένο πάνω της, πάνω σ’ όλο της το κορμί. Έπινε αργά το ποτό του και στριφογυρνούσε γύρω της…

    Τώρα ο Ζαν-Ζακ δεν έβλεπε μόνο. Άγγιζε τα στήθια της και τραβούσε τις ρώγες της τόσο δυνατά που εκείνη μούγκριζε απ’ τον πόνο. Μετά το χέρι του κατηφόριζε, χάιδευε τους γλουτούς της και χανόταν μέσα στο πυκνό τρίχωμα της ήβης της.

    Ξαφνικά, ο Ζαν-Ζακ έπαψε ν’ ασχολείται μαζί της και κάθισε ξανά στην πολυθρόνα.

    -Ωραίο κομμάτι, είπε. Τα στήθη της είναι υπέροχα. Όσο για τους γλουτούς της, νομίζω πως είναι οι ωραιότεροι που έχω δει στη ζωή μου. Τα συγχαρητήριά μου…

    Ο Ρολάν πρόφερε έναν αριθμό κι αμέσως η Αλίν γονάτισε πάνω στο χαλί κι έσκυψε μπροστά ανοίγοντας τους γλουτούς της με τα δυο της χέρια. Αυτή ήταν η στάση 14.

    -Τι λες γι αυτό; ρώτησε ο Ρολάν.

    Ο Ζαν-Ζακ έσκυψε σκεφτικός προς το μέρος της Αλίν.

    -Πώς τα κατάφερες και την άνοιξες τόσο; ρώτησε με το βλέμμα καρφωμένο στους γλουτούς της κοπέλας.

    -Ήταν πολύ στενή και χρειάστηκε να της φορέσω ένα πλαστικό σεξ. Το’ χε μέσα της ακόμη κι όταν πήγαινε στη δουλειά της…

    Ο φωτογράφος γέλασε βραχνά.

    -Πάω στοίχημα πως δε θα την παίρνεις και τόσο συχνά απ’ την κοιλιά!

    -Δεν την παίρνω ποτέ! Απαγορεύεται! Μόνο απ’ τους γλουτούς κι από το στόμα. Κι ακόμη, τη βάζω να αυνανίζεται μπροστά μου με το πλαστικό σεξ. Άργησε να το δεχτεί, αλλά τώρα το φχαριστιέται στ’ αλήθεια!

    -Κα τι είναι αυτά τα σημάδια πάνω στους γλουτούς της; ρώτησε ο Ζαν-Ζακ.

    -Είναι απ’ το μαστίγιο, απάντησε ο Ρολάν.

    Μετά πρόφερε έναν άλλο αριθμό κι η Αλίν βρέθηκε γονατιστή, με τα χέρια τεντωμένα στο πλάι, το στόμα ανοιχτό και τη γλώσσα βγαλμένη.

    -Δεν τη χτυπάς ποτέ στα στήθη; ρώτησε ο φωτογράφος.

    -Μόνο όταν θέλω να την τιμωρήσω για κάτι σοβαρό. Όταν αργεί, ας πούμε. Χρησιμοποιώ τούρκικο ρόπαλο. Πονάει αλλά δεν καταστρέφει την επιδερμίδα. Το τούρκικο ρόπαλο είναι πλατύ και φαρδύ, καταλαβαίνεις;

    Ο Ζαν-Ζακ κούνησε το κεφάλι του για να δείξει πως καταλάβαινε…

    -Έλα κοντά! της φώναξε ο Ρολάν. Θέλω να σε δω να περιποιείσαι τον φίλο μου! Εμπρός πάρτον στο στόμα σου!

    Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, η Αλίν γονατισμένη πάνω στη μοκέτα, ρουφούσε μέσα στο στόμα της το σεξ του φωτογράφου, ενώ ο Ρολάν με τα χέρια σφιγμένα στους γοφούς της χωνόταν βίαια ανάμεσα στους γλουτούς της.

    Έπειτα από λίγο, όταν κι οι δυο, ικανοποιημένοι, τραβήχτηκαν από μέσα της, η Αλίν αντιλήφθηκε πως όση ώρα δινόταν σ’ αυτούς τους δυο άντρες, ένιωθε απέραντα ευτυχισμένη…

    Ξαφνικά, οι δυο άντρες άρχισαν και πάλι να κουβεντιάζουν.

    -Θα μπορούσα να δω τι άλλο κάνει; Ρωτούσε ο φωτογράφος. Οι πελάτες μου είναι πολύ απαιτητικοί.

    Ο Ρολάν δεν είχε αντίρρηση.

    -Αλίν! Φώναξε. Δείξτου πώς χαϊδεύεσαι!

    Η τελευταία εικόνα που είδε η Αλίν προτού αρχίσει ν’ ανοίγει το σεξ της με το ένα χέρι ενώ με το άλλο άγγιζε απαλά τα στήθη της, ήταν ο Ζαν-Ζακ που έσκυβε πάνω της με τη φωτογραφική μηχανή μπροστά στα μάτια του. Το φλας την τύφλωσε κι έκλεισε τα μάτια της.


    (Ζεράρ ντε Βιλιέ, "Στον αστερισμό της γυναίκας", εκδόσεις Multieditions S.A., 1990)
     
  4. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Το χαστούκι έστειλε το κεφάλι της Οντέτ να χτυπήσει με δύναμη πάνω στο βαρύ μεταλλικό κιγκλίδωμα.

    Η κοπέλα άνοιξε απότομα τα μάτια της. Μια κραυγή φρίκης πνίγηκε πίσω απ' τον λευκοπλάστη που της έφραζε το στόμα.

    Το υδροκέφαλο τέρας στεκόταν από πάνω της.

    -Ωραία, μουρμούρισε ο τυφλός, αγγίζοντας με τα τρεμάμενα χέρια του το πρόσωπο της κοπέλας. Ξύπνησες! Το νιώθω.

    Την είχε λύσει απ' τη μηχανή για να τη σύρει στο κέντρο της αίθουσας και να την ξαναδέσει πάνω σ' ένα τεράστιο κιγκλίδωμα, ανάσκελα και με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά.

    Με πρόσωπο παραμορφωμένο απ' τη φρίκη, η κοπέλα τον είδε να σέρνεται πάνω της, βγάζοντας σιγανά μουγκρητά. Ξαφνικά, η μακριά του μύτη χώθηκε κάτω απ' τη μασχάλη της, ρουφώντας τον ιδρώτα που τη μούσκευε. Έπειτα, άρχισε να γλείφει τις αλμυρές σταγόνες. Η ανάσα του έγινε γρήγορη και κοφτή.

    Η Οντέτ τιναζόταν συνέχεια για να τον αποφύγει, αλλά το αποτέλεσμα ήταν τελείως διαφορετικό. Οι συσπάσεις την έκαναν να προσφέρει όλο και περισσότερο το κορμί της στο τυφλό τέρας.

    Το κεφάλι του Νίσε κατέβηκε στην κοιλιά της, έφτασε στο τρίχωμα του εφηβαίου της, άνοιξε λίγο περισσότερο τα πόδια της και χώθηκε λαίμαργα στο άνοιγμά τους, ρουφώντας τη μυρωδιά της.

    -Μυρίζεις πολύ ωραία, της είπε ανασηκώνοντας ξαφνικά το κεφάλι του. Μου θυμίζεις τη Ρενέ.

    Ετοιμάστηκε να συνεχίσει, σκύβοντας ξανά πάνω της, αλλά την τελευταία στιγμή ανασηκώθηκε ξανά.

    -Είσαι και συ μια βρώμα σαν αυτήν, μούγκρισε.

    .....................................

    Ο Νίσε έμοιαζε με βάτραχο, έτσι όπως ήταν πεσμένος στα τέσσερα πάνω στην Οντέτ. Η κοπέλα είχε πάψει να αντιστέκεται. Δεν είχε πια κουράγιο.

    Με το στόμα γεμάτο αφρούς, ο Νίσε είχε βγάλει το παντελόνι του, αλλά η κοπέλα δεν είδε το τεράστιο σεξ που κρατούσε στο χέρι του. Το ένιωσε μόνο καθώς έμπαινε με ορμή μέσα της. Απ' το μυαλό της πέρασε τελείως μηχανικά η σκέψη πως είχε τρεις μήνες να πάρει αντισυλληπτικό χάπι. Μετά, λιποθύμησε.

    Το κεφάλι του Νίσε μόλις που έφθανε στα στήθια της, που τα δάγκωνε λαχανιάζοντας...Η μυρωδιά της Οντέτ τον μεθούσε σαν κρασί. Ξαφνικά, έμπηξε τα δόντια του στο δεξί της στήθος και το στόμα του γέμισε αίμα.

    .......................................

    Αφού την είχε βασανίσει με την ψυχή του, είχε αφήσει τον οργασμό να τον παρασύρει...

    Ξαφνικά, έκανε ένα μορφασμό. Δε χρειαζόταν να βλέπει για να καταλάβει πως η κοπέλα είχε λιποθυμήσει.

    Την άφησε κι έκανε μερικά βήματα προς το βάθος του εργοστασίου. Πριν από μέρες, είχε ανακαλύψει πασπατευτά μια γωνιά γεμάτη εργαλεία και είχε φωτογραφίσει τη θέση τους στη μνήμη του.

    Ψάχνοντας ξανά, βρήκε σ' ένα ράφι αυτό που ήθελε: ένα πιστολέτο που πέταγε φωτιά...Όσο για τη λειτουργία του, την είχε μάθει τότε που δούλευε στο εργοστάσιο, πριν τυφλωθεί.

    -Το πιστολέτο αυτό ξυπνάει και νεκρούς, μονολόγησε.

    ..........................................

    Ο Νίσε Πάκρα το είχε παρακάνει λίγο με το πιστολέτο του κι η φλόγα είχε κάψει τα δάχτυλα των ποδιών της Οντέτ. Η κοπέλα θα δυσκολευόταν πολύ να περπατήσει, αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Έτσι κι αλλιώς, δεν θα μπορούσε να φύγει απ' τη φυλακή της.

    Το πρόβλημα ήταν πως, ο πόνος που την είχε ξυπνήσει, σχεδόν αμέσως την είχε ξαναρίξει αναίσθητη.

    Δεν ήταν καθόλου ευχάριστο να βιάζει κανείς μια λιπόθυμη γυναίκα.

    Ο Νίσε αγαπούσε τα κορμιά που σάλευαν, που τεντώνονταν, που αμύνονταν.

    Ωστόσο, είχε χωθεί άλλες τρεις φορές μέσα της, προσπαθώντας να την κάνει να σαλέψει, ν' αντιδράσει. Μέσα στο παραλήρημα και τον πυρετό της τρέλας του, είχε χάσει το λογαριασμό και δε θυμόταν πόσες φορές είχε φτάσει στον οργασμό. Είχε μεταμορφωθεί σε μια μηχανή που έκανε έρωτα.

    ............................................

    Δεν την είχαν ξαναδέσει. Ήταν πολύ πιο διασκεδαστική έτσι. Δεν μπορούσε να σταθεί όρθια και σερνόταν μουγκρίζοντας, έπεφτε, ξανασηκωνόταν και σερνόταν ξανά. Γυμνή, γεμάτη σκόνη και λίγδα απ' το πάτωμα, έμοιαζε μ' ένα αλλόκοτο ζώο.

    Κάθε τόσο, προσπαθούσε να σταθεί πάνω στα καμένα της δάχτυλα και ούρλιαζε απ' τον πόνο. Οι δυο παρανοϊκοί δήμιοι της είχαν βγάλει το λευκοπλάστη απ' το στόμα, για ν' ακούνε τις φωνές της και να το απολαμβάνουν περισσότερο...

    Μέσα σε δεκαπέντε λεπτά, η Οντέτ είχε τρελαθεί τελείως.

    Τα μαχαίρια καρφώνονταν το ένα μετά απ' το άλλο στη σάρκα της κι ο Γιάνο χοροπηδούσε γύρω της δίνοντάς της κλωτσιές για να συνέρχεται όταν λιποθυμούσε...

    Τα μαχαίρια είχαν καρφωθεί στους γοφούς, στους μηρούς και στα χέρια της Οντέτ. Ο Γιάνο τα ξανάδινε στον Νίσε που συνέχιζε τον τρελό του χορό.

    -Περίμενε! του φώναξε ξαφνικά ο Γιάνο.

    Ήθελε να γευτεί για μια ακόμα φορά την υπάλληλο της εταιρίας Λάντινγκ.

    Η Οντέτ σερνόταν με τα τέσσερα, λαχανιασμένη και γεμάτη αίματα κι η στάση αυτή είχε ερεθίσει τον Γιάνο. Πραγματικά, η Οντέτ είχε τους ωραιότερους γλουτούς που είχε δει στη ζωή του.

    Τους άγγιξε, τους χτύπησε, τους τσίμπησε. Ανάγκασε την κοπέλα να σκύψει.

    Η άθλια όψη της, το ματωμένο κορμί της και το αδιάκοπο λαχάνιασμά της, έδιναν στον Γιάνο την εντύπωση πως δεν ήταν γυναίκα, αλλά ένα άγνωστο ζώο.

    Βρέθηκε μέσα της χωρίς την παραμικρή δυσκολία. Η μόνη της αντίδραση ήταν ένα άγριο μουγκρητό. Εδώ και αρκετή ώρα, η Οντέτ είχε ξεχάσει τη χρήση του λόγου.

    Τη βασάνισε αρκετά κι έπειτα τραβήχτηκε από μέσα της χωρίς να φτάσει στον οργασμό.

    Έβγαλε το χρυσό του δακτύλιο, που εμπόδιζε το σπέρμα να φτάσει μέχρι το σεξ του.

    Ελευθερωμένος, όρμησε και πάλι στο θύμα του. Η Οντέτ δεν αντέδρασε καθόλου.

    -Σκότωσέ την! φώναξε ο Γιάνο στον Νίσε...

    Ο Γιάνο βρισκόταν πάνω της και σιγά σιγά την κατεύθυνε με τέτοιο τρόπο, ώστε να βρεθεί απέναντι στον φονιά. Επιτάχυνε την κίνησή του νιώθοντας να κορυφώνεται μέσα του ο οργασμός που συγκρατούσε τόση ώρα.

    Το μαχαίρι βούιξε σαν μέλισσα και σταμάτησε μόνο όταν διαπέρασε το μέτωπο της Οντέτ.

    Η κοπέλα σωριάστηκε αναίσθητη, αλλά οι τελευταίες στιγμές της ζωής της, ήταν αρκετές για να κάνουν τον Γιάνο να χάσει τον αυτοέλεγχό του. Οι επιθανάτιοι σπασμοί της είχαν κάνει τους κολπικούς μυς να συσπαστούν. Η έκρηξη ξεχύθηκε μέσα σε καυτά κύματα.

    (Ζεράρ ντε Βιλιέ, "Ο χορός των μαχαιριών", μετάφραση Ι Σαλίμπα, εκδόσεις Multieditions Ltd, 1984)
     
  5. SensualTorturer

    SensualTorturer Regular Member

    ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ όλα κι' όλα ... εγώ ντε Βιλλιέ δεν σχολιάζω! προτιμώ τον ντεπαρτιέ ... η τον ντε σαντ ... ή άλλον ντε ... ... ξέρεις εσυ ντεε!
     
  6. llazouli

    llazouli Contributor

    Εγώ πάλι θα σχολιάσω γιατί το τελευταίο μού ανακάτωσε τ' άντερα... 

    Άι στον αγύριστο, κυριακάτικα  

    Δεν αφήνει τους χορούς και τα μαχαίρια των σαδιστικών τεράτων και ν' ασχοληθεί καλύτερα με Κουφοντίνα και Γιωτόπουλο...είχε ξεκινήσει μια έρευνα για τη 17η, αν θυμάμαι καλά...Τι έγινε; ξέρει κανείς;
     
  7. dora_salonica

    dora_salonica Contributor


    Το παραδέχομαι ότι είναι ανακατωσούρικο λιγάκι το συγκεκριμένο κείμενο.

    Είδες τί άνθρωποι υπάρχουν; Κόλαση, σκέτη κόλαση. 
     
  8. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Όρθια πάνω στο κρεβάτι, η Φιλιπίν Κορμπινό τρανταζόταν κάτω από τα δυνατά χαστούκια, χωρίς να ξεφύγει απ’ το στόμα της η παραμικρή λέξη. Ήταν μεσάνυχτα και δεν ήθελε με το κλάμα της να προκαλέσει την προσοχή των άλλων ενοίκων της πολυκατοικίας, όπου έμενε.

    Το διαμέρισμά της ήταν μικροσκοπικό: ένα δωματιάκι απλό και λιτό, που η μόνη του διακόσμηση ήταν μια αφίσα, καρφιτσωμένη με πινέζα πάνω απ’ το κρεβάτι, και μια κουζινίτσα, που δύσκολα μπορούσε να ετοιμάσει κανείς κάτι περισσότερο από έναν καφέ.

    Η κοπέλα είχε βγάλει τα ρούχα της «δουλειάς» της, εκτός απ’ το διάφανο σλιπ που άφηνε να ξεχωρίζει το μελαχρινό της τρίχωμα. Δεν ήταν τώρα παρά μια γυναίκα που υπέφερε κάτω από τα χτυπήματα του εραστή της. Με τη διαφορά ότι ο Μαρκ Ραβέλ δεν υπήρξε ποτέ πραγματικός εραστής της. Αυτό, όμως, δεν εμπόδιζε την Φιλιπίν να τον αγαπάει, όσο δεν είχε αγαπήσει ποτέ κανέναν άλλον άντρα, και να είναι έτοιμη να κάνει οτιδήποτε για κείνον, ακόμα και ν’ αφήσει τους πληρωμένους απ’ τον ίδιο αλήτες να την βιάσουν δημόσια.

    Ο Ραβέλ σταμάτησε να χτυπάει, όταν τα μάγουλα της Φιλιπίν είχαν γίνει κατακόκκινα. Κι αυτή όχι μόνο δεν έκλαιγε, αλλ΄ αντίθετα, παρά τον πόνο, τον κοίταζε με αφοσίωση.

    -Βρώμα, χτύπησα, μούγκρισε κοιτάζοντας το δεξί του χέρι.

    -Συγχώρεσέ με, αγάπη μου, μουρμούρισε η Φιλιπίν και γονάτισε για να του φιλήσει ένα – ένα τα δάχτυλα…

    Στράφηκε και κοίταξε τη Φιλιπίν με μια παράξενη λάμψη στα μάτια, που όμως έκρυβε πίσω από τα φυμέ γυαλιά του. Η κοπέλα ήταν ακόμα γονατιστή, χαϊδεύοντας τα δάχτυλα του χεριού του.

    -Χρυσή μου, είπε ξαφνικά με αλλαγμένη φωνή, αποφάσισα ν’ αλλάξουμε τις σχέσεις μας.

    Σταμάτησε για λίγο, έριξε μια ματιά στο δωμάτιο κι ύστερα πρόσθεσε με ακόμα πιο ήρεμη φωνή:

    -Θα γίνουμε εραστές.

    Η Φιλιπίν αναπήδησε ξαφνιασμένη. Ήταν το τελευταίο και το πιο παράλογο πράγμα που περίμενε ν’ ακούσει ποτέ.

    -Σ’ έχω παραμελήσει πολύ, συνέχισε ο Ραβέλ. Αποφάσισα απόψε να γίνεις δική μου.

    Υπήρχαν πολλά αντικείμενα, όπως ένα τσιγάρο, μια μπανάνα, ένα μπουκάλι, ακόμα και ο πύργος του Άιφελ ή ένας πύραυλος, που βλέποντάς τα, η Φιλιπίν μπορούσε αμέσως να φέρει στο μυαλό της το αντρικό σεξ και να τα παρομοιάσει μ’ αυτό. Σε καμιά περίπτωση, όμως, δεν θα της δημιουργούσε αυτή την εντύπωση το θλιβερό, επίπεδο πράγμα που είχε ο Μάρκ ανάμεσα στα πόδια του.

    Άλλωστε, αυτός ήταν ο λόγος που αγαπούσε τόσο πολύ και λάτρευε τον Ραβέλ. Τον είχε ερωτευτεί αμέσως μόλις τον γνώρισε κι άρχισε να δουλεύει για λογαριασμό του. Κι όταν κατάλαβε πως δεν ήταν πραγματικά άντρας, το πάθος της γι αυτόν μεγάλωνε μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο. Μαζί του ένιωθε διαφορετικά. Ήταν μια ευχάριστη αλλαγή γι αυτήν, που δεν της θύμιζε σε τίποτα τους άλλους άντρες, τους πελάτες της.

    Η απόφαση, που μόλις είχε πάρει ο Μάρκ, δεν την ενθουσίασε καθόλου, αλλά δεν τόλμησε να πει τίποτα.

    -Ο έρωτάς μας δεν είναι ολοκληρωμένος, συνέχισε ο Ραβέλ. Τώρα, θα ενωθούμε πραγματικά. Ότι κι αν συμβεί.

    Άνοιξε το βαλιτσάκι του κι έβγαλε από μέσα κάτι, που το ακούμπησε πάνω στο κρεβάτι.

    -Ονομάζεται προσθήκη, της εξήγησε μ’ ένα πονεμένο χαμόγελο.

    Έβηξε απελπισμένα και είπε:

    -Υπάρχουν ατυχήματα στη φύση. Αλλά μερικές φορές η πρόοδος της τεχνικής επιτρέπει να τα διορθώνουμε.

    Επρόκειτο για ένα είδος νάρθηκα, που τον αποτελούσε μια σειρά κυλίνδρων από καουτσούκ. Οι κύλινδροι ήταν ενωμένοι μεταξύ τους και στερεωμένοι πάνω σε δυο λάμες με επένδυση πλαστικού.

    Όταν έδεσε την προσθήκη γύρω του, από μακριά έδινε την εντύπωση ενός απόλυτα φυσιολογικού άντρα σε στύση. Από κοντά, όμως, το θέαμα ήταν φρικτό κι εφιαλτικό.

    Η Φιλιπίν τον κοίταξε δύσπιστα.

    -Γύρνα, είπε σιγανά ο Μαρκ.

    Γλίστρησε το σλιπ της ως τα γόνατα. Είχε πέσει μπρούμυτα στην άκρη του κρεβατιού, με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια και ακουμπισμένη στους αγκώνες έτσι, ώστε να σηκώνει τους γλουτούς της προς τον Ραβέλ. Αυτός κατάχλωμος, την κοίταξε καγχάζοντας και η κοπέλα ρίγησε, όταν τα παγωμένα χέρια του έσφιξαν τους γοφούς της. Ο νάρθηκας γλίστρησε και μπήκε μέσα της, χωρίς να τον νιώσει καθόλου.

    Η τεχνητή στύση του Ραβέλ θα μπορούσε να κρατήσει για πάντα. Δεν ένιωθε τίποτα, όπως δεν είχε νιώσει ποτέ τίποτα κι ούτε θάνιωθε στο μέλλον.

    Τελικά, τραβήχτηκε μ’ ένα βογγητό απελπισίας και κυλίστηκε πάνω στο κρεβάτι. Ούτε ο ένας ούτε η άλλη δεν είχαν νιώσει την παραμικρή ηδονή. Η Φιλιπίν σφίχτηκε πάνω του κι άρχισε να κλαίει σιωπηλά.

    (Ζεράρ ντε Βιλιέ, "Φάκελος: Πολιτικά απόρρητα", μετάφραση Ε. Ταμβάκη, εκδόσεις Multieditions, 1982)
     
  9. whipmarks

    whipmarks Regular Member

    αυτο ειναι,που ενα σκυλακι του ειχε δανγκαση το μοριο του οταν ηταν μικρος??
     
  10. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Όχι βρε, δεν είναι όλα τα σκυλάκια κακά σκυλάκια. Εκείνα τα μικρούτσικα ας πούμε μόνο γαυγίζουν. Νιώθουν ανασφαλή αλλιώς, κατάλαβες;

    Στη συγκεκριμένη ιστορία ο τύπος έχει υποστεί ανήκεστη βλάβη από την χρήση ηρωϊνης. Είναι ηρωϊνομανής στα τελευταία στάδια, γι αυτό δεν του σηκώνεται. Απλό.

    Say no to drugs. 
     
  11. elfcat

    elfcat . Contributor

    Με φρίκαρες με το νάρθηκα 
     
  12. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Μια πνιγμένη κραυγή ξέφυγε από τα βάθη του λαρυγγιού της Φιλιπίν, όταν τα μουντζουρωμένα νύχια μπήχτηκαν στην τρυφερή σάρκα του στήθους της. Οι κινήσεις του αλήτη, με το πέτσινο μπουφάν, ήταν μεθοδικές και ακριβείς. Πρώτα τράβηξε τις τιράντες του σουτιέν της, γυμνώνοντας τους ώμους, κι ύστερα, τα στολισμένα με πράσινη δαντέλα μπονέ, αποκαλύπτοντας τ' όμορφο και στητό νεανικό στήθος. Τώρα η κοπέλα στεκόταν ασάλευτη, με το κεφάλι ριγμένο στο πλάι και τα μάτια κλειστά. Το πρόσωπό της, που πλαισιωνόταν από τα καστανά, κοντοκομμένα μαλλιά, ήταν ξαναμμένο από τον πανικό, τα χείλια της κόντευαν να ματώσουν από το δάγκωμα των δοντιών της, ενώ η τραχειά επιφάνεια του τοίχου, που ήταν ακουμπισμένη, πλήγωνε τη γυμνή της πλάτη. Εκεί, κάτω από τους προβολείς της οροφής, ήταν ένα αδύναμο κι αβοήθητο πλάσμα στα χέρια του βασανιστή της, με το αλλοπαρμένο ύφος και την αλλόκοτη λάμψη στα γκρίζα μάτια του.

    Η τρομερή αυτή σκηνή διαδραματιζόταν σ' ένα διάδρομο, στο πρώτο υπόγειο του "Εθνικού Κέντρου Τέχνης και Πολιτισμού Ζωρζ Πομπιντού", περισσότερο γνωστού σαν Μπωμπούρ, και είχε μάρτυρες περίπου πενήντα ανθρώπους, άντρες και γυναίκες. Είχαν έρθει εκεί, γιατί επρόκειτο να παρακολουθήσουν τη διάλεξη ενός διάσημου Αμερικανού συγγραφέα, του Τζακ Σήζαρ Νιούμαν, βραβευμένου με το Νόμπελ λογοτεχνίας.

    Ξαφνικά, στη βάση της κυλιόμενης σκάλας, είχαν αναγκαστεί να σταματήσουν, κάτω από την απειλή ξυραφιών και σουγιάδων, που κρατούσαν στα χέρια τους έξι νεαροί αλήτες. Λίγο πιο πέρα, ένας άλλος αδύνατος νεαρός, με ξανθό μισοξυρισμένο κεφάλι και όψη τρελού, έγδυνε μια κοπέλα, πάνω στον τοίχο του διαδρόμου.

    Είχε αρχίσει, βγάζοντάς της το μπεζ βαμβακερό παντελόνι. Με αργές κινήσεις μανιακού, σαν να το είχε επαναλάβει πολλές φορές, ίσως στα τρελά του όνειρα, εφάρμοζε τον πιο αργό και περίπλοκο τρόπο, για ν' ανοίξει την αγκράφα μιας ζώνης κι ένα φερμουάρ. Το παντελόνι είχε γλιστρήσει στους αστραγάλους, γυμνώνοντας τα λεπτά πόδια της. Ύστερα της έβγαλε την καρώ τουνίκ, που ήταν στολισμένη με μια πλαστική μπλε, κόκκινη και πράσινη καρφίτσα, που μέσα της αναβόσβηνε ένα φως, τροφοδοτημένο από μια μικροσκοπική μπαταρία. Η τελευταία μόδα στο Παρίσι για νεαρές κοπέλες.

    Για μια στιγμή φάνηκε να διστάζει κι έκανε ένα βήμα πίσω. Πολύ γρήγορα, όμως, ξαναγύρισε στο θύμα του, που λαχάνιαζε όλο και περισσότερο, και με τις ίδιες κινήσεις, έβγαλε το ένα μετά το άλλο τα εσώρουχά της.

    Τώρα η Φιλιπίν ήταν εντελώς γυμνή, με το στήθος της ν' ανεβοκατεβαίνει στον ξέφρενο ρυθμό της ανάσας της. Πάνω της είχαν μείνει μόνο οι κοντές βαμβακερές κάλτσες και το παντελόνι τυλιγμένο γύρω από τους αστραγάλους της, μόλις που άφηνε να φαίνονται τα κομψά, μοντέρνα παπούτσια της.

    Από ένστικτο, έφερε το δεξί της χέρι στο στήθος της και το αριστερό στο πυκνό και μεταξένιο της τρίχωμα, στη βάση της κοιλιάς. Αμέσως, ένα διπλό χαστούκι απ' το βασανιστή της, την έριξε ουρλιάζοντας πάνω στον τοίχο, με τα μπράτσα της ανοιχτά.

    -Βρώμα! μούγκρισε ο αλήτης. Θέλεις να παραστήσεις τη σεμνότυφη! Άνοιξε τα χέρια σου! Πιο πολύ! Κόλλησέ τα πάνω στον τοίχο, σαν σταυρωμένη.

    Ξανάρχισε να την χαστουκίζει, ώσπου να πάρει τη στάση που ήθελε. Ύστερα έκανε πάλι πίσω, σαν νά 'θελε να θαυμάσει καλύτερα το έργο του, και στράφηκε προς τους "θεατές" του:

    -Έ, παιδιά, πώς θα σας φαινόταν αν άνοιγε τα πόδια της;

    Πίσω του επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Πενήντα δειλοί και των δύο φύλων, χωρίς την παραμικρή αντίδραση και με τη δικαιολογία, για τη δειλία τους, τα ξυράφια και τους σουγιάδες, που κουνούσαν μπροστά τους ήρεμα, οι έξι συνένοχοι του δράστη.

    Ο αλήτης ξαναγύρισε στην κοπέλα, γελώντας σαρκαστικά.

    -Κατάλαβες, τώρα; είπε. Όλοι θέλουν να σε δουν ν' ανοίγεις τα πόδια σου. Εμπρός, λοιπόν...Πιο πολύ...

    Η Φιλιπίν άρχισε να κατεβαίνει κατά μήκος του τοίχου, όσο τα πόδια της άνοιγαν. Χωρίς καν να την προστάξουν, είχε σκύψει, με την κοιλιά της μαζεμένη και τα στήθια της προτεταμένα, ενώ ολόκληρο το σώμα της τρανταζόταν από ρίγη φόβου.

    Ο νεαρός πλησίασε κι άρχισε να την ψαχουλεύει με το δεξί του χέρι.

    -Αχ! έκανε μ' ένα λυγμό εκείνη. Λυπηθείτε με!

    Ένα καινούργιο χαστούκι έκανε το σβέρκο της να χτυπήσει μ' ένα υπόκωφο θόρυβο στο μπετόν.

    -Θα σταματήσεις, επιτέλους! συνέχισε ο αλήτης, χώνοντας ακόμα πιο βαθιά το χέρι του. Το ξέρω πως σ' αρέσει.

    Γύρισε το κεφάλι του προς το πλήθος.

    -Σας τ' ορκίζομαι! Είναι πραγματικά βιτσιόζα. Τρελαίνεται γι αυτό.

    Κλώτσησε το παντελόνι της, ελευθερώνοντας τα πόδια της.

    -Εμπρός, της είπε, άνοιξε τελείως.

    Έπειτα κατέβασε το φερμουάρ του τζην παντελονιού του κι όρμησε πάνω της με μουγκρητά πεινασμένου αγριμιού.

    Μαρμαρωμένοι στη θέση τους, οι θεατές είχαν καρφώσει τα μάτια, σαν υπνωτισμένοι, πάνω στο ζευγάρι του βιαστή και του θύματός του. Οι πιο "πολιτισμένοι" από τους διανοούμενους αυτούς του Παρισιού, κάθε ηλικίας, είχαν εγκαταλείψει προ πολλού την ιδέα, να πάνε να ζητήσουν βοήθεια απ' τα όργανα της τάξης. Θα είχαν τον καιρό να το σκεφτούν, όταν θα τέλειωνε η "επίδειξη"...

    Άλλωστε, ποιος είχε πραγματικά διάθεση, στο υπόγειο του Μπωμπούρ, να δει το θέαμα να διακόπτεται; Η περιέργεια της υψηλής κοινωνίας σ' όλες της τις μορφές, ακόμα και στη μελέτη ενός άγριου βιασμού, μέσα στον ίδιο το "ναό της κουλτούρας"! Ήταν μια ευκαιρία, που δεν έπρεπε να την χάσουν, για κανένα λόγο. Αργότερα, στη γωνιά του τζακιού, θα είχαν τη δυνατότητα να φιλοσοφήσουν γύρω από τα τρωτά και τις ηθικές αξίες της σύγχρονης εποχής. Κι ενώ μέσα στην αίθουσα συσκέψεων ο Νιούμαν ανέπτυσε τις θεωρίες του, αυτοί έβρισκαν πιο ενδιαφέρουσα και πιο δεγερτική την παρακολούθηση ενός βιασμού, ακόμα κι απ' τη διάλεξη ενός Νομπελίστα.

    ....................................

    Στο διάδρομο, που οδηγούσε στην αίθουσα συνεντεύξεων, το "θέαμα" του βιασμού συνεχιζόταν, μόνο που τώρα οι θεατές είχαν αυξηθεί. Στους αρχικούς πενήντα, είχαν έρθει να προστεθούν και οι ακροατές της αποτυχημένης διάλεξης, που κατά κύματα έβγαιναν απ' τη διπλανή πόρτα.

    Μια βαριά μυρωδιά από ιδρώτα και καπνό τσιγάρων πλανιόταν στον αέρα μαζί με τα βογγητά της Φιλιπίν, που την βίαζαν κατ' επανάληψη. Μετά τον πρώτο βασανιστή της, περνούσε τώρα, με τη σειρά, από τα χέρια των συνενόχων του.

    Ο τελευταίος, ένας χοντρός νεαρός με ξεπλυμένα μαλλιά, την είχε ρίξει κάτω, στα τέσσερα, πάνω στην γκριζωπή μοκέτα και είχε γονατίσει πίσω της. Κι όταν το σεξ του μπήκε ξαφνικά στα νεφρά της, ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό βγήκε από το πρησμένο στόμα της και σωριάστηκε καταγής. Ο ξανθός την ξανασήκωσε με μια γροθιά στα πλευρά, που της έκοψε την ανάσα.

    -Στα γόνατα! είπε γελώντας. Οι "κύριοι και οι κυρίες" πλήρωσαν και θέλουν να δουν.

    Κανείς δεν έδωσε την παραμικρή απάντηση.

    Ένα μέρος του κοσμικού Παρισιού, σταματημένο σ' ένα διάδρομο, στην άκρη της αίθουσας, όπου δόθηκε η συνέντευξη του Νιούμαν, παρακολουθούσε άπρακτο τη σκηνή. Μια προκλητική μελαχρινή κοπέλα, γονατισμένη, με τα στήθια της να κρέμονται, κι ένας αλητάκος που την υπέβαλε στην έσχατη ταπείνωση, δεν είναι θέαμα που μπορεί κανείς να δει κάθε βράδυ.

    Μόνο η κοπέλα που πάλευε, με σφιγμένα δόντια και παραμορφωμένο πρόσωπο, ενάντια στο κτήνος που την τυραννούσε, φαινόταν να μην καταλαβαίνει πόσο εξαιρετική ήταν η στιγμή που ζούσε...

    Μέσα στην καρδιά του Μπωμπούρ, που στόχος του ήταν ν' αλλάξει ριζικά τις σχέσεις ενός λαού με τον πολιτισμό του, ξεσπούσαν τα πιο ταπεινά και ζωώδη ένστικτα.

    Όταν ο ξανθός ξέσπασε μέσα της, η κοπέλα είχε την εντύπωση πως ο όγκος του είχε διπλασιαστεί. Ελευθερώθηκε με ένα τίναγμα, που το συνόδεψς το δικό της ουρλιαχτό.

    Με μια κλωτσιά, την έστειλε να κυλήσει πάνω στη μοκέτα. Την επόμενη στιγμή είχε ξαναβάλει το παντελόνι του κι είχε κουμπώσει τη ζώνη του.

    -Όνειρα γλυκά, είπε, καθώς απομακρυνόταν με το μαχαίρι του στο χέρι.

    -Φεύγουμε, είπε ένας ψηλός μελαχρινός πίσω του.

    Σε σχήμα βεντάλιας, με τις έξι ατσάλινες λάμες τους προτεταμένες μπροστά τους, άρχισαν ν' ανοίγουν δρόμο μέσα στο πλήθος. Ένα βαθύ κύμα δημιουργήθηκε στο πλήθος, συνοδευόμενο από ένα συγκεχυμένο ποδοβολητό. Ένα κύμα, που απλώθηκε μέχρι το μεγάλο φουαγιέ, ανοίγοντας με σεβασμό ένα πέρασμα στους αλήτες.

    -Γεια σας, μπανιστηρτζήδες! είπε ο ξανθός με μια άσεμνη χειρονομία.

    Όλη η συμμορία εξαφανίστηκε στην μηχανική σκάλα.

    Η κοπέλα δεν σάλευε πια, αναίσθητη, δίπλα στο σωρό των σκισμένων ρούχων της. Μόνο η παράξενη καρφιτσούλα εξακολουθούσε να στέλνει το διακεκομμένο φωτεινό κάλεσμά της, σαν ένα σήμα κινδύνου, που κανείς δεν θ' άκουγε ποτέ.


    (Ζεράρ ντε Βιλιέ, "Φάκελος: Πολιτικά απόρρητα", μετάφραση Ε. Ταμβάκη, εκδόσεις Multieditions, 1982)