Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Αφιέρωμα στον Ζεράρ ντε Βιλλιέ

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 29 Ιουλίου 2008.

  1. llazouli

    llazouli Contributor

    Δεν τον χωνεύω αυτόν τον τύπο  

    δήθεν προκαλεί τις εφησυχασμένες μας συνειδήσεις με πικάντικα σενάρια του τύπου: λίγο απ' όλα. Ολίγη διέγερση, ολίγος προβληματισμός, ολίγον ηθικό δίδαγμα περί του απόλυτου κακού που κυριαρχεί στο μάταιο τούτο κόσμο. Άρες μάρες κουκουνάρες...
     
  2. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Κάτι τέτοιο μάλλον ψιθύρισε και ο Ιησούς, λίγο πριν τον σταυρώσουν...
     
  3. Dolmance

    Dolmance Contributor In Loving Memory

    Απάντηση: Αφιέρωμα στον Ζεράρ ντε Βιλλιέ

    Ανακρίβεια. Τον ρώτησα, και μου είπε ότι μόνον ο απαγχονισμός προκαλεί διέγερση.
     
  4. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Re: Απάντηση: Αφιέρωμα στον Ζεράρ ντε Βιλλιέ

    Κοίτα, είναι απλό. Σε μερικούς τα πάντα προκαλούν διέγερση. Σε άλλους, τίποτα. 
     
  5. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Τα μάτια του Ζεράρ Μαρλί είχαν πια ένα ξεθωριασμένο γαλάζιο χρώμα, που μερικές στιγμές γινόταν σχεδόν άσπρο.

    -Άναψε τα κεριά. Το σκηνικό θα είναι πιο ρομαντικό κάτω απ' το απαλό φως τους.

    Η Ντομινίκ έτρεξε αμέσως να εκπληρώσει την επιθυμία του. Οι αμυδρές τρεμάμενες άκρες των κεριών σχημάτιζαν στους τοίχους αμυδρές σκιές, που έκαναν το έρημο εσωτερικό του ναού ακόμα πιο εφιαλτικό και απόκοσμο.

    -Τοποθέτησέ τους όπως έχουμε πει, ξανάπε ο Μαρλί στην Ντομινίκ, που εκείνη τη στιγμή άναβε μια μακριά, λευκή, πασχαλιάτικη λαμπάδα, στολισμένη με ψεύτικα λουλούδια.

    Με αργές, μηχανικές κινήσεις, ο Ντιντιέ Μορέν έγδυσε σιγά σιγά τη θεία του, χωρίς να έχει συναίσθηση των πράξεών του. Ξεκούμπωσε πρώτα το γκρι, διαφανές πουκάμισο και ξέσφιξε τη φαρδιά, δερμάτινη ζώνη.

    Η γκρίζα φούστα έπεσε στα πόδια της Σιλβιάν ντε Καπιστράν, που δεν έδειχνε να ενοχλείται καθόλου.

    Η γυναίκα έμεινε ακίνητη, με τα υπέροχα στητά στήθια της τεντωμένα.

    Ο ανιψιός της συνέχισε να τη γδύνει με απαλές κινήσεις. Τράβηξε τις κουρελιασμένες φιμέ κάλτσες και της έβγαλε το δαντελένιο σλιπ. Το πυκνό ξανθό τρίχωμα άστραφτε στο φως των κεριών, ανάμεσα στις μαύρες ζαρτιέρες, που ο Ζεράρ Μαρλί του είχε απαγορέψει να βγάλει.

    Η νέα γυναίκα, που πριν λίγη ώρα είχε φτάσει το απόγειο της δόξας, που είχε βρεθεί στην κορυφή, στεκόταν τώρα ολόγυμνη, έρμαιο στα χέρια ενός τρελού σαδιστή. Ο τρελός επιστήμονας φαινόταν έτοιμος για όλα. Η Σιλβιάν ντε Καπιστράν δεν είχε προλάβει να χαρεί την επιτυχία της. Δεν είχε προλάβει να δώσει τις συνεντεύξεις που τόσο ήθελε στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τον Τύπο.

    Αυτό το τέρας, με τη μορφή ανθρώπου, είχε βρεθεί ξαφνικά στο δρόμο της, για να της κλέψει τη χαρά.

    Ο Ντιντιέ Μορέν, αφού τελείωσε με το ξεγύμνωμα της θείας του, πέταξε με τη σειρά του όλα του τα ρούχα. Είχε στενούς ώμους, που έγερναν μπροστά, αδύνατα μπράτσα, κοκαλάρικο στέρνο και πλαδαρό στομάχι. Ήταν ο αντιπροσωπευτικός τύπος του ανθρώπου που δεν ασκείται ποτέ.

    Όλ' αυτά βέβαια δεν είχαν καμιά σημασία για τον Ζεράρ Μαρλί. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το γεγονός ότι είχε θεία τη Σιλβιάν ντε Καπιστράν. Και κυρίως, ότι την άλλη μέρα το πρωί, ο Ζαν ντε Καπιστράν, ο σύζυγός της, θα έβρισκε στο γραμματοκιβώτιό του ένα καφέ φάκελο, που θα περιείχε ένα φωτογραφικό ρεπορτάζ τόσο ζωντανό και αποκαλυπτικό που θα το ζήλευε και ο πιο δραστήριος δημοσιογράφος του πιο φημισμένου γαλλικού περιοδικού.

    Πλησίασε πιο κοντά και τοποθέτησε το φακό μπροστά στα μάτια του.

    -Πολύ ωραία. Ναι, τέλεια, καθοδήγησε τη φίλη του.

    Η Ντομινίκ είχε οδηγήσει τη Σιλβιάν κοντά στην Αγία Τράπεζα και την είχε υποχρεώσει να σκύψει πάνω της, μέχρι ν' ακουμπήσει το στήθος και την κοιλιά στο παγωμένο μάρμαρο. Έπειτα, είχε τοποθετήσει τα χέρια της γυναίκας παράλληλα με το σώμα της κι ανάμεσά τους είχε βάλει το Άγιο Δισκοπότηρο.

    Σκυμμένη, με τα πόδια και το στήθος να σχηματίζουν ορθή γωνία, η Σιλβιάν έμοιαζε να περιμένει να θυσιαστεί στο βωμό ενός αιμοχαρή Θεού.

    Η Ντομινίκ, που είχε αρχίσει να ξαναδαγκώνει τα νύχια της, της έδωσε ένα δυνατό χτύπημα στους τεντωμένους, ολοστρόγγυλους γλουτούς της, για να την αναγκάσει να τους τεντώσει ακόμα πιο πολύ.

    Ο Ζεράρ Μαρλί ένιωσε ένα κύμα ιδρώτα να τον λούζει στη θέα των κάτασπρων σφαιρικών γλουτών.

    -Ποιος περίμενε τέτοια μαγεία, τέτοια μοναδική ομορφιά, σφύριξε κατάπληκτος απ' το απρόσμενο θέαμα που του πρόσφερε η νεαρή αριστοκράτισσα. Ποιος το περίμενε...!

    Άφησε την κουβέντα του ατελείωτη. Η Ντομινίκ ήξερε πολύ καλά τι σκεφτόταν και τι ήθελε να πει: Η Σιλβιάν ντε Καπιστράν, που άθελά της ήταν το εξιλαστήριο θύμα της όλης υπόθεσης, τύχαινε να είναι ένα υπέροχο θηλυκό, ένα πλάσμα ασύλληπτης ομορφιάς, που τον άφηνε κατάπληκτο. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ένας γλυκανάλατος κι άχαρος άντρας σαν τον Ζαν ντε Καπιστράν είχε κατακτήσει μια τέτοια γυναίκα.

    Έκανε τρία βήματα κι έσκυψε μπροστά το κεφάλι για να μπορέσει να εξετάσει προσεχτικά αυτά που του πρόσφερε χωρίς να το θέλει η ξανθιά γυναίκα.

    Το τρελό του βλέμμα καρφώθηκε στους αγαλαμτένιους γλουτούς της Σιλβιάν.

    Πλησίασε τόσο, που η μύτη του άγγιξε το στενό αυλάκι ανάμεσά τους.

    -Κυρία ντε Καπιστράν, φώναξε γελώντας δυνατά. Τι άσεμνη πόζα είναι αυτή που έχετε πάρει! Δεν ντρέπεστε καθόλου; Και μάλιστα, μπροστά στα μάτια του αγαπημένου σας, μικρού ανιψιού, που μέχρι χτες δεν είχε αντικρύσει ούτε το γόνατό σας!...

    Χτύπησε δυνατά με την ανάποδη του χεριού του τον δεξιό γλουτό που κοκκίνησε αμέσως.

    Το ειρωνικό, βροντερό γέλιο του και το χτύπημα του χεριού του πάνω στη σφιχτή, νεανική σάρκα αντήχησαν σ' όλη την εκκλησία.

    Ο Μαρλί ξαναγύρισε στη θέση του, συμβουλεύτηκε το ρολόι του και ξανασήκωσε τη φωτογραφική μηχανή. Κόλλησε το μάτι του στο φακό κι ετοιμάστηκε ν' αποθανατίσει τις σκηνές που θα διαδραματίζονταν μέσα στο ιερό του ναού.

    -Θα ξυπνήσουν σε μισή ώρα, γκρίνιαξε. Δεν έχουμε πια καιρό για χάσιμο. Οδήγησε αυτόν τον ηλίθιο κοντά της και κάν' τον να του σηκωθεί.

    Η Ντομινίκ υπάκουσε πειθήνια. Χωρίς να πάψει να μασουλάει τα νύχια του αριστερού της χεριού, χούφτωσε με το δεξί το μαραμένο όργανο του Ντιντιέ Μορέν και άρχισε να το τρίβει ρυθμικά.

    ....................................

    Ο Μαρλί, με οπλισμένη τη μηχανή, περίμενε να τελειώσει την αποστολή που της είχε αναθέσει...

    -Φαίνεται να του αρέσει, μούγκρισε μέσα απ' τα δόντια του. Κοίταξέ τον! Βιάζεται να την πάρει από πίσω.

    Ο Ντιντιέ στάθηκε ακριβώς πίσω απ' τα προτεταμένα οπίσθια της θείας του και σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες της Ντομινίκ, στερέωσε τα χέρια στους γοφούς της. Με μια αργή κίνηση, που θύμιζε ρομπότ, πίεσε το ορθωμένο του όργανο ανάμεσα στους γλουτούς της. Η Ντομινίκ άνοιξε δρόμο, τραβώντας τα δυο λεία ημισφαίρια μακριά το ένα απ' το άλλο.

    Την εφιαλτική ησυχία του ναού διέκοψε η γρήγορη, ακανόνιστη αναπνοή του Ζεράρ Μαρλί, που παρακολουθούσε μέσα απ' το φακό το σκληρό αντρικό σεξ να εξαφανίζεται μέσα στη στενή είσοδο της Σιλβιάν. Ο νεαρός άρχισε να μπαινοβγαίνει ρυθμικά, κάνοντας τη γυναίκα να βογκήξει σιγανά μεσ' στο βαθύ της "ύπνο" και ν΄αρχίσει να κουνιέται στον ίδιο ρυθμό, σαν αυτόματο.

    Τα θύματα της εκδικητικής μανίας του τρελού είχαν μεταμορφωθεί σε δυο άβουλα πλάσματα, που το ένστικτό τους αποζητούσε μόνο τη σεξουαλική ικανοποίηση.

    Το μοτέρ της Όλυμπους που χειριζόταν ο Μαρλί, γύριζε μ' ένα ανεπαίσθητο γουγουρητό. Στο φιλμ αποτυπώνονταν σκηνές, που θα καταρράκωναν την αξιοπρέπεια δυο ανθρώπων. Κι αυτός, ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος.

    Μετά από δέκα λεπτά, το κορμί της Σιλβιάν τραντάχτηκε από δυνατούς σπασμούς, ενώ απ' το στόμα της ξέφυγαν μερικές άναρθρες, ζωώδικες κραυγές. Χωρίς να το συνειδητοποιεί, η διάσημη καλλιτέχνις είχε φτάσει στο αποκορύφωμα της ηδονής, κάτω απ' το άγρυπνο βλέμμα της Ντομινίκ και του Μαρλί.

    ......................................

    Όλες οι αισθήσεις του Ζεράρ Μαρλί βρίσκονταν σε συναγερμό. Ένιωθε σαν να είχε πάρει ο ίδιος τη Σιλβιάν. Το θέαμα έκανε το αίμα του να βράζει μέσα στις φλέβες του. Γύρισε το κεφάλι του και προσπάθησε ν' ασχοληθεί με τα σύνεργά του, για να κατασιγάσει τον άγριο πόθο που τον έκανε να χάνει τα λογικά του. Ξανακοίταξε τη Σιλβιάν που συνερχόταν απ' τον έντονο οργασμό της, παραμένοντας ξαπλωμένη με το στήθος πάνω στην Αγία Τράπεζα. Μερικά βήματα παραπέρα, έστεκε ακίνητος ο Ντιντιέ Μορέν με το σεξ ανασηκωμένο. Η θεία του, κάτω απ' τις προσταγές της Ντομινίκ, τον είχε αναγκάσει να τραβηχτεί, πριν προλάβει να φτάσει στο τέλος. Ο νεαρός παραπάτησε και σωριάστηκε πάνω στα κρύα μαρμάρινα σκαλοπάτια του Ιερού.

    -Πρέπει να φύγουμε γρήγορα, φώναξε ο Μαρλί. Σε λίγο θα "ξυπνήσουν". Θα ξαναβρούν τη χαμένη τους συνείδηση. Προτιμώ να μην αναγκαστώ να δώσω εξηγήσεις.

    Άρχισε να βάζει μέσα στην τσάντα ένα ένα τα σύνεργά του. Ύστερα, έβγαλε απ' την τσέπη του ένα μαντήλι και σκούπισε βιαστικά τα σημεία όπου είχε ακουμπήσει, για να εξαφανίσει τα αποτυπώματά του. Τέλος, το βλέμμα του ξαναγύρισε στους προκλητικούς γοφούς της Σιλβιάν.

    -Θα σβήσω τα κεριά, είπε στη φίλη του.

    Πλησίασε τη σκυμμένη γυναίκα, που συνέχιζε να τον τραβάει σαν μαγνήτης.

    -Σκατά! μούγκρισε, αναστατωμένος χουφτώνοντας το σεξ του που από ώρα βρισκόταν σε διέγερση.

    Μην μπορώντας να συγκρατηθεί, όρμησε πάνω της και χώθηκε άγρια μέσα της. Αφού μπαινοβγήκε αρκετές φορές, τραβήχτηκε και ξαναμπήκε φρενιασμένα, διαλέγοντας διαφορετική οδό αυτή τη φορά!

    Με έντονα τα σημάδια της ζήλιας ζωγραφισμένα στο πρόσωπό της, η Ντομινίκ τον παρακολουθούσε να βιάζει την κοπέλα.

    Η αγωνιώδης κραυγή της Σιλβιάν την έκανε ν' αναπηδήσει. Ο Μαρλί έμεινε ακίνητος σαν να είχε δεχτεί ηλεκτροσόκ. Ο συνεχής, διαπεραστικός πόνος ανάμεσα στα νεφρά της την είχε "ξυπνήσει" νωρίτερα απ' ότι περίμενε ο δήμιός της.

    Η Σιλβιάν ανοιγόκλεισε τα μάτια, σαν να έβγαινε από βαθύ λήθαργο και τίναξε το κορμί της προς τα πίσω, προσπαθώντας να ξεκολλήσει από πάνω της το αιχμηρό αντικείμενο που της ξέσκιζε τα σωθικά. Είχε αρχίσει σιγά σιγά να ξαναβρίσκει τις αισθήσεις της. Ελευθερώθηκε από τα χέρια του μανιακού επιστήμονα και πετάχτηκε πάνω. Άρχισε να τρέχει αλαφιασμένη μέσα στην εκκλησία, ουρλιάζοντας υστερικά.

    -Να φύγουμε γρήγορα, μορμούρισε ο Μαρλί, οπισθοχωρώντας σαστισμένος. Αν μας δει, είμαστε χαμένοι. Θα μας καρφώσει στους μπάτσους.

    Η Σιλβιάν δεν πρόλαβε να δει τις δυο σιλουέτες που χάθηκαν στο πυκνό σκοτάδι.

    Έμοιζε να έχει πάθει νευρικό κλονισμό. Κουνούσε τα χέρια σαν να πνιγόταν. Δάκρυα θόλωσαν τα μάτια της. Ο πόνος που ένιωθε στην κοιλιά ήταν ανυπόφορος. Χωρίς να το θέλει, το χέρι της ακούμπησε στο σημείο όπου είχε τρέξει καυτό κερί. Το καινούργιο σοκ ήταν το αποκορύφωμα του μαρτυρίου της...

    Η δυστυχισμένη Σιλβιάν, σκόνταψε στο σωριασμένο Ντιντιέ, που δεν είχε συνέλθει ακόμα. Μόλις ξαναβρήκε την ισορροπία της, στήλωσε αδέξια το κορμί της και διέσχισε σαν μεθυσμένη τον κεντρικό διάδρομο της εκκλησίας. Κοίταξε γύρω της σαν χαμένη. Δεν μπορούσε να καταλάβει πού βρισκόταν. Είχε την εντύπωση ότι άπειρα μυρμήγκια ανεβοκατέβαιναν κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς της. Κρύωνε τρομερά. Τα δόντια της χτύπαγαν δυνατά.

    Τα βήματά της την έφεραν στη σκάλα που οδηγούσε στο καμπαναριό. Ανέβηκε μηχανικά τα σκαλοπάτια, με τα χέρια απλωμένα μπροστά, σαν υπνοβάτης. Μόλις έφτασε στο τελευταίο σκαλοπάτι ο παγωμένος αέρας της έκοψε την ανάσα. Στάθηκε ακίνητη. Ο χρόνος είχε σταματήσει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα.

    Αισθανόταν μόνη, άρρωστη...νεκρή, εγκαταλειμμένη σ' ένα έρημο νησί.

    Αγκάλιασε με τα μπράτσα της το στήθος της και κατάλαβε ότι ήταν γυμνή.

    Αυτή η αποκάλυψη της φάνηκε ακόμα πιο παράξενη. Το υποσυνείδητό της της έλεγε ότι είχε υποστεί κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπεται και να υποφέρει σ' όλη της τη ζωή.

    Προχώρησε στην άκρη του καμπαναριού και στήριξε το κορμί της στο περβάζι, που έφτανε μέχρι τα γόνατά της. Κάτω έχασκε το κενό. Η ζωή της πόλης συνεχιζόταν κανονικά. Τα αυτοκίνητα πέρναγαν σαν βολίδες στις λεωφόρους. Στον απέναντι δρόμο ήταν αναμμένα τα κίτρινα φώτα του έκτου αστυνομικού τμήματος.

    Εκείνη όμως δεν έβλεπε τίποτα. Άφησε το κορμί της να γείρει μπροστά. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα σωριαζόταν στο πλακόστρωτο της αυλής του ναού.

    (Ζεράρ ντε Βιλλιέ, "Οι υπνοβάτες του Δόκτωρα Μάρλεϋ", μετάφραση Μαριάνα Βασιλείου, εκδόσεις Multieditions Ltd., 1985)
     
  6. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Η Ταμάρα έριξε μια ματιά στον καθρέφτη της τουαλέτας της, μέσα στο μικροσκοπικό καμαρίνι. Μπροστά της υπήρχε ένας σωρός από βάζα, μπουκαλάκια και σωληνάρια, αλλά εκείνη δεν ένιωθε καμιά διάθεση να καθαρίσει το πρόσωπό της απ' το μακιγιάζ που φορούσε κάθε βράδυ για την παράσταση. Εδώ και πέντε λεπτά που είχε καθίσει στο χαμηλό σκαμνάκι της τουαλέτας, σάλευε αργά τους γλουτούς της, ενώ ένα παράξενο χαμόγελο άνθιζε στα χείλη της.

    Είχε το μικρό της μυστικό που δεν το 'ξερε κανείς, ούτε ακόμα κι ο Ζαν-Πολ, ο εραστής της αυτούς τους τελευταίους έξι μήνες...

    Όρθωσε το κορμί της και κοιτάχτηκε προσεκτικά. Ήταν ολόγυμνη και τα σγουρά καστανά μαλλιά της έφταναν μέχρι τους ώμους της. Πιο κάτω, υπήρχαν τα σφιχτά στρογγυλά στήθια της, η λεπτή μέση, η λεία κοιλιά και τα τέλεια πόδια της, που αυτή τη στιγμή ήταν ανοιχτά πάνω στο χαμηλό σκαμνί.

    Η Ταμάρα χαμογέλασε ξανά στο είδωλό της και το χέρι της κινήθηκε αργά προς το μέρος της κοιλιάς της. Το πρόσωπό της ήταν ακόμα βαμμένο πράσινο, ένα πράσινο αχχνό, που θύμιζε πτώμα, αφού η Ταμάρα, στην παράσταση, έπαιζε το ρόλο της Ζάκουλα, της κόρης του Δράκουλα. Η επιτυχία της ήταν μοναδική και κάθε βράδυ το θέατρο Deux Chats, δυο βήματα απ' την Πλας Πιγκάλ, ήταν γεμάτο.

    Το νούμερο της Ταμάρα ήταν απλό. Εμφανιζόταν ντυμένη μόνο μ' ένα μαύρο σλιπ, που έκλεινε μπροστά μ' ένα φερμουάρ. Προχωρούσε ως την άκρη της σκηνής, στεκόταν με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια στη μέση και έλεγε στους θεατές:

    -Τι καθόσαστε, τεμπέληδες; Νομίζετε πως θα τα κάνω όλα μόνη μου; Αν θέλετε να τα δείτε όλα, πρέπει να βοηθήσετε! Θα σας αφήσω να μου βγάλετε και τα υπόλοιπα, αλλά δεν πρέπει να χρησιμοποιήσετε καθόλου τα χέρια σας! Ότι κάνετε, θα το κάνετε μόνο με τα δόντια σας! Όποιος κερδίσει, θα μπορέσει ν' αγγίξει λίγο με τη γλώσσα του!

    Η Ταμάρα σκέφτηκε τον άντρα, που απόψε είχε καταφέρει να κατεβάσει μόνο με τα δόντια του το φερμουάρ του σλιπ της κι ανατρίχιασε. Ήταν ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας, με μεγάλα μουστάκια, που είχε χώσει όλη τη γλώσσα του μέσα της.

    "Το νούμερό σου δεν είναι και τόσο κουλτουριάρικο", της είχε πει μια μέρα ο Ζαν-Πολ, "αλλά τί να γίνει; Ο κόσμος έχει ανάγκη να ξεδώσει, να ξεχαστεί! Όσο για σένα, αγάπη μου, τα καταφέρνεις θαυμάσια!"

    Η Ταμάρα έγειρε λίγο προς τα πίσω κι έκλεισε τα μάτια της. Στο υπόγειο όπου βρισκόταν το καμαρίνι της, ο θόρυβος των αυτοκινήτων που περνούσαν απ' την Πιγκάλ και τους γύρω δρόμους, έφτανε μακρινός, πνιγμένος. Κι έπειτα, απόψε είχε χιονίσει και πάλι.

    Η νεαρή κοπέλα ανατρίχιασε. Με τα δυο της δάχτυλα χωμένα μέσα στην υγρή και ρόδινη φωλιά του σεξ της, ξαναζούσε την αποψινή βραδιά στιγμή προς στιγμή κι ένιωθε ευτυχισμένη που κανένας, μα κανένας, δεν ήξερε το μυστικό της...

    Έπειτα από πέντε λεπτά, σηκώθηκε κι έτρεξε στην γωνιά της κάμαρας, εκεί που άφηνε πάντα τη μεγάλη μαύρη τσάντα με τα προσωπικά της αντικείμενα, ρούχα και υλικά για το μακιγιάζ.

    Έβγαλε από μέσα μια άσπρη βαμβακερή κιλότα, πολύ παλιάς μόδας, και τη φόρεσε σαλεύοντας αργά τους γοφούς της. Το τρίχωμα της ήβης της ήταν τόσο πυκνό που ξεπεταγόταν δεξιά κι αριστερά κι έφτανε σχεδόν μέχρι τον αφαλό της.

    Η Ταμάρα μισόκλεισε τα μάτια της.

    -Είμαι τρελή, μουρμούρισε, ολότελα τρελή...

    Η συνήθεια αυτή της είχε μείνει εδώ και χρόνια, από τότε που ήταν μόλις δεκατριών χρόνων και κλεινόταν στην τουαλέτα για ν' αυνανιστεί.

    Ο πατέρας της είχε καταλάβει το μικρό της μυστικό και της φώναζε έξω απ' την πόρτα, αυστηρά αλλά και τρυφερά μαζί: "Βρώμα! Βρωμίτσα!"

    Από τότε, κάθε φορά που αυνανιζόταν, άκουγε τη φωνή του κι η ηδονή της μεγάλωνε.

    Ο Λεονίντ Φιοντόροβιτς Κρυζέτσκι, που είχε αλλάξει το όνομά του σε Λεόν Κρυζ, για να το κάνει πιο γαλλικό, την είχε αναθρέψει με τις αρχές της μακρινής Άγιας Ρωσίας και την είχε αναγκάσει να μάθει και να μιλάει μαζί του στα ρώσικα.

    Όρθια τώρα, στον καθρέφτη, η Ταμάρα κοίταζε την άσπρη κιλότα κι ένιωθε πως η ηδονή δε θ' αργούσε. Αυτό ήταν το βίτσιο της, το μυστικό της. Είχε ανάγκη ν' αυνανίζεται, τουλάχιστον μια φορά τη μέρα, πάντα με την ίδια προετοιμασία, την ίδια σκηνοθεσία.

    "Βρώμα! Βρωμίτσα!", άκουγε τη φωνή του πατέρα της να λέει, ενώ η φωτιά κάτω απ' την κοιλιά της όσο πήγαινε και δυνάμωνε.

    Αργά, μεθοδικά, τα δάχτυλά της έτριβαν τα μεγάλα χείλη, τα άνοιγαν, προχωρούσαν ανάμεσα, καθυστερούσαν για λίγο στο υγρό μπουμπούκι ανάμεσά τους, χώνονταν βαθιά στο σεξ της, ξανάβγαιναν και ξανάρχιζαν το ηδονικό τους παιχνίδι.

    Ξαφνικά, η Ταμάρα τραβήχτηκε απ' τον καθρέφτη κι έτρεξε στην τουαλέτα. Φορούσε πάντα την άσπρη κιλότα της και τα δάχτυλά της εξακολουθούσαν να είναι χωμένα μέσα της.

    Κατακόκκινη, με τα μάτια κλειστά και το στόμα μισάνοιχτο, έχωσε πιο βαθιά τα δάχτυλά της μέσα της κι άφησε τον οργασμό της να ξεχυθεί, ενώ μικροί σπασμοί την τράνταζαν ολόκληρη και σιγανές, βραχνές φωνές έβγαιναν απ' το στόμα της.

    Μετά, συνήλθε σχεδόν αμέσως. Έβγαλε την υγρή κιλότα, τη φύλαξε μέσα σ' ένα πλαστικό σακουλάκι που είχε πάντα μαζί της και πλύθηκε βιαστικά. Τώρα πια, βιαζόταν να πάει στο σπίτι της.

    (Ζεράρ ντε Βιλλιέ, "Τα ταξί του έρωτα", εκδόσεις Multieditions Ltd, 1988)